“Απ’ τα χέρια μας θα βρει η ζωή απαντοχή”. Κριτική ανάλυση του νόμου για την Υγεία.

Υπερψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής (02/12/2022) το νομοσχέδιο της ντροπής (ν. 4999/2022) για την αλλαγή της λειτουργίας και την κατάργηση του Δημόσιου χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ. Το νομοσχέδιο φέρνει αλλαγές σε μια σειρά άλλων θεμάτων όπως στη διαδικασία πρόσληψης μόνιμων ειδικευμένων ιατρών στο Ε.Σ.Υ. και την αξιολόγηση του επικουρικού προσωπικού, στην εκπαίδευση των νέων ειδικευόμενων ιατρών και μισθολογικές ρυθμίσεις της τελευταίας στιγμής.

Είναι γνωστό, από τον ιδρυτικό νόμο του Ε.Σ.Υ. το ’83, πως θεμελιώδης εργασιακή συνθήκη όπου πάνω της βασίζεται ολόκληρη η λειτουργία του, είναι η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των εργαζομένων στο Ε.Σ.Υ. Αυτό το νομικό καθεστώς διασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την απρόσκοπτη και αμερόληπτη εργασία των υγειονομικών στις Δημόσιες δομές για την παροχή υπηρεσιών Υγείας οι οποίες μέχρι σήμερα είναι εκτός Αγοράς. Αυτή τη θεμελιώδη αρχή και εργασιακή συνθήκη καταργούν με αυτό το νομοσχέδιο. Με τα άρθρα 7 και 10 προσφέρουν τη Δημόσια Υγεία ως βορά στα δόντια του ανήθικου και αθέμιτου ανταγωνισμού της Αγοράς των καπιταλιστών – εμπόρων της Υγείας, θεσπίζοντας από τη μία τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. «[…] σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας […]» και από την άλλη, τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης ιδιωτών ιατρών στις Δημόσιες δομές του Ε.Σ.Υ.

Χωρίς καμιά ντροπή, η κυβέρνηση της ΝΔ, ακολουθώντας πιστά τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της στραγγαλίζει και εξωθεί σε διάλυση το Ε.Σ.Υ. με τη συστηματική και εντεινόμενη υποστελέχωση και υποχρηματοδότησή του. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της οδυνηρής πανδημίας της Covid-19 (που ακόμα δεν έχει τελειώσει), με τον χαμό χιλιάδων συνανθρώπων μας από τη νόσο και από την αποδεδειγμένα εγκληματική κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας, η κυβέρνηση αρνήθηκε να στηρίξει το Ε.Σ.Υ. με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού ιατρών, νοσηλευτών, Ε.Κ.Α.Β., τραυματιοφορέων, υπηρεσιών καθαριότητας κ.α. και με αυξήσεις μισθών. Αρνείται να δημιουργήσει και να στελεχώσει με εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό νέες ΜΕΘ, να αναβαθμίσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας σε βασικό πυλώνα του Ε.Σ.Υ. Αρνείται να τα πράξει όλα αυτά, ακόμα και μετά την προτροπή, εν μέσω πανδημίας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας προς τα κράτη, τα οποία συμβουλεύει να στηρίξουν και να ενδυναμώσουν τα Δημόσια συστήματα Υγείας τους.

Όλη αυτή η συστηματική εγκατάλειψη του Ε.Σ.Υ. δυναμιτίζει τις συνθήκες εργασίας στα Δημόσια νοσοκομεία, καθώς αυξάνει επικίνδυνα τις υπερωρίες οδηγώντας όλο το Υγειονομικό προσωπικό σε εργασιακή εξάντληση (burn-out), απαξιώνοντας – σαν να μην έφταναν όλα αυτά – και το έργο του με τους εξευτελιστικά μειωμένους μισθούς. Άμεση συνέπεια όλων αυτών είναι η πλημμελής παροχή φροντίδας και περίθαλψης στους ασθενείς, οι οποίοι παρ’ όλο που τόσα χρόνια πληρώνουν για την Υγεία τους ασφαλιστικές εισφορές αναμένοντας – δίκαια – μια αξιοπρεπή και πλήρη περίθαλψη από το Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν στις περισσότερες περιπτώσεις μια περίθαλψη κατώτερη των αναγκών και της αξιοπρέπειάς τους.

Με το άρθρο 10 η κυβέρνηση στην ουσία απεμπολεί από το Κράτος τις ευθύνες αύξησης της χρηματοδότησης και αναβάθμισης του Ε.Σ.Υ. και ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» στους γιατρούς του, δίνοντάς τους την «ευκαιρία/ελευθερία» να αναζητήσουν αλλού πηγές χρηματοδότησης για να βελτιώσουν τον μισθό τους. Από πού; Μα, φυσικά (!) από τους ίδιους τους ασθενείς οι οποίοι, ενώ θα συνεχίσουν να πληρώνουν εισφορές για Δημόσια Υγεία, θα «εκβιάζονται» και θα ωθούνται τεχνηέντως να πληρώσουν την επίσκεψη στο απογευματινό – ιδιωτικό πλέον – ιατρείο/κλινική/διαγνωστικό κέντρο που θα τους υποδείξει ως μοναδική σύντομη διέξοδο ο ιατρός που τους παρακολουθεί, καθώς οι πρωινές λίστες των τακτικών ιατρείων και των διαγνωστικών εξετάσεων των νοσοκομείων είναι απελπιστικά μεγάλες (λόγω φυσικά της υποστελέχωσης του Ε.Σ.Υ).

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο τραγικό για τους ασθενείς με τα απογευματινά χειρουργεία στο Ε.Σ.Υ. – νομοθέτημα που έχει υπερψηφιστεί από τη ΝΔ λίγους μήνες πριν και «έρχεται να δέσει» με το σημερινό. Ενώ οι λίστες των χειρουργείων είναι εγκληματικά μεγάλες στα νοσοκομεία, ξαφνικά – ώ του θαύματος! – όποιος ασθενής είτε έχει την οικονομική δυνατότητα είτε θα ματώσει οικονομικά για να τη βρει, θα προσπερνά τη λίστα και θα χειρουργείται πολύ πιο σύντομα από άλλους που δεν την έχουν… το απόγευμα! Με λίγα λόγια, νομιμοποιείται πλέον, με κάθε επίσημο τρόπο το κατάπτυστο και ανήθικο «ιατρικό φακελάκι»· όποιος έχει λεφτά ζει, όποιος δεν έχει στον Καιάδα.

Καμία λίστα αναμονής δεν θα μειωθεί με αυτόν τον τρόπο όπως ευαγγελίζονται οι της κυβέρνησης. Χωρίς μόνιμες μαζικές προσλήψεις αναισθησιολόγων, εξειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού, τραυματιοφορέων κ.α. ώστε να ανοίξει η λειτουργία όλων των διαθέσιμων αιθουσών των χειρουργείων στα Δημόσια νοσοκομεία για να αρχίζουν να μειώνονται οι λίστες, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να καταστήσουν τα απογευματινά χειρουργεία πεδίο σκληρής εκμετάλλευσης και κερδοσκοπίας σε βάρος των ασθενών, με τους «έχοντες», μόνο, από τους ασθενείς να κερδίζουν τη «μάχη».

Όσον αφορά τους ιδιώτες ιατρούς που με το άρθρο 7 αποκτούν τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης στο Ε.Σ.Υ. παράλληλα με την ιδιωτική τους εργασία, για να καλύψουν κενές θέσεις οι οποίες δεν καλύφθηκαν έπειτα από την προκήρυξή τους (δηλαδή, σχεδόν αποκλειστικά, θέσεις σε δυσλειτουργικά επαρχιακά νοσοκομεία και άγονες περιοχές) και εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν: και αυτοί οι ιδιώτες ιατροί που θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν τις κενές θέσεις δεν θα το κάνουν για να στηρίξουν τη Δημόσια Υγεία. Θα εκμεταλλευτούν τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο Ε.Σ.Υ. και θα είναι για αυτούς μια «λαμπρή» ευκαιρία να «τσιμπήσουν» πελατεία για την ιδιωτική τους δραστηριότητα.

Και αλήθεια; Ποιος θα έχει τη συνεχή εποπτεία και την ευθύνη των ιατρικών πράξεων σε νοσηλευόμενους ασθενείς που γίνανε εισαγωγή στην κλινική σε εφημερία των ιδιωτών μερικής απασχόλησης και η αρχική αντιμετώπιση έγινε από αυτούς, εφόσον οι ίδιοι θα βρίσκονται στο νοσοκομείο μόνο τρεις μέρες τη βδομάδα σύμφωνα με το νόμο; Ποιος θα είναι ο θεράπων ιατρός;

Ας περάσουμε τώρα στα άρθρα του νομοσχεδίου που φέρνουν ιλαροτραγικές αλλαγές στην ιατρική εκπαίδευση της ειδικότητας, τη διαδικασία κρίσης των ειδικευμένων ιατρών για τοποθέτηση σε θέση του Ε.Σ.Υ. και τη θέσπιση της αξιολόγησης για το επικουρικό προσωπικό.

Για την αίτηση έναρξης ιατρικής ειδικότητας, πλέον ο απόφοιτος δεν μπαίνει στη λίστα αναμονής του νοσοκομείου που δήλωσε ότι θέλει να εκπαιδευτεί, αλλά με το άρθρο 16 καθιερώνονται «[…] ομάδες νοσοκομείων ανά ειδικότητα, οι οποίες αποτελούνται από δύο (2) τουλάχιστον νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας (Υ.ΠΕ.), […] εκ των οποίων ένα (1) είναι το νοσοκομείο αναφοράς. Οι ιατροί επιλέγονται για τοποθέτηση […] μετά από αίτησή τους προς το νοσοκομείο αναφοράς και κατόπιν αξιολόγησης. Κατά τη διάρκεια της άσκησης για απόκτηση ειδικότητας, ο ιατρός υποχρεούται σε κυκλική τοποθέτηση στα αντίστοιχα τμήματα και μονάδες, εντός της ομάδας νοσοκομείων, στην οποία έχει ενταχθεί.» «Για την τοποθέτηση ιατρών […] διατίθεται συγκεκριμένος κατ’ έτος αριθμός θέσεων ανά ειδικότητα και ανά νοσοκομείο, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος υγείας της χώρας.»

Ποια προβλήματα δημιουργούνται εδώ; Η ομάδα των νοσοκομείων που επιλέγει ο απόφοιτος μπορεί να αποτελείται και από νοσοκομεία που ανήκουν ακόμα και σε διαφορετική Υ.Πε. (πιθανώς σε μεγάλη χιλιομετρική απόσταση)· και επιπλέον υποχρεούται σε κυκλική τοποθέτηση κατά τη διάρκεια της ειδικότητας του σε αυτά (!) Αλήθεια, σε ποιο μέρος θα μένει ο νέος ειδικευόμενος; Θα αλλάζει σπίτια κάθε φορά που θα του αλλάζουν νοσοκομεία; Ή θα αναγκάζεται να διανύει τεράστιες αποστάσεις για να φτάνει καθημερινά στο νέο νοσοκομείο που θα τοποθετείται; Θα του πληρώνει κανείς τα καύσιμα που θα ξοδεύει σε μετακινήσεις; Ενδιαφέρθηκε κανείς ακόμα και  για τις συνέπειες αυτής της συνεχούς μετακίνησης στην εκπαίδευσή του; Όχι, βέβαια. Φυσικά και δεν τους νοιάζει. Και γιατί να υποχρεώνονται σε μετακίνηση οι νέοι ειδικευόμενοι; Μα, το λένε ανερυθρίαστα στο νομοσχέδιο… για τις ανάγκες του συστήματος υγείας της χώρας! Προσέξτε! Όχι, για τις ανάγκες της εκπαίδευσής τους, αλλά για να καλύπτουν κενά στο προσωπικό των νοσοκομείων λόγω της τραγικής υποστελέχωσης. Είναι γνωστή η αντιμετώπιση των ειδικευομένων στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. …

Και θα γίνεται με αξιοκρατία και διαφάνεια η τοποθέτηση και η μετακίνησή τους;

Εδώ έρχεται η αξιολόγηση.

Καθιερώνουν μια αξιολόγηση στην οποία δεν αναφέρεται πουθενά ούτε μισό κριτήριο με το οποίο θα γίνεται και βέβαια, ούτε από ποιους θα γίνεται! Στο θέμα της αξιολόγησης φαίνεται καθαρά η διαστρέβλωση της έννοιάς της, οι σάπιες πρακτικές τους και τι θέλουν ως αξιολόγηση. Μα φυσικά, το ΡΟΥΣΦΕΤΙ! Μένει έτσι ασαφής η διαδικασία, ώστε αύριο να μπορεί ο κάθε διορισμένος προϊστάμενος – με ή χωρίς την εντολή υπουργού/βουλευτή – να στέλνει τα «δικά τους παιδιά» στα πιο οργανωμένα και αξιοπρεπή νοσοκομεία για το μεγαλύτερο διάστημα της εκπαίδευσής τους και τα «παιδιά των άλλων» να γυροφέρνουν σε νοσοκομεία και κλινικές επιεικώς απαράδεκτες χωρίς ουσιαστικό εκπαιδευτικό έργο. Αυτή είναι η αξιολόγησή τους.

Η σκοπιμότητα της αξιολόγησής τους φαίνεται και στις δύο παρακάτω περιπτώσεις.

Η πρώτη είναι σχετική με τα Συμβούλια κρίσης και επιλογής ιατρών του Ε.Σ.Υ για πρόσληψη έπειτα από προκήρυξη θέσης. Με τα άρθρα 4 και 5 δημιουργείται ένα σύστημα αναξιοκρατίας στο οποίο ο εκάστοτε υπουργός Υγείας πέρα από τον πρώτο και τελευταίο λόγο, έχει και το δικαίωμα οποιασδήποτε παρέμβασης σε όλο το σχηματισμό, τη λειτουργία, τα κριτήρια και την εξαγωγή κρίσεων των Συμβουλίων αυτών. Ενδεικτικά: άρθρο 4, παρ. 7: «Με απόφαση του Υπουργού Υγείας ορίζονται […] και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα συμβούλια του παρόντος άρθρου.» και ακόμα πιο αποκαλυπτικό το άρθρο 5, παρ. 10: «Με απόφαση του Υπουργού Υγείας ορίζονται αναλυτικά τα κριτήρια επιλογής, ο συντελεστής βαρύτητας του κάθε κριτηρίου, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά στη διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας, μοριοδότησης των υποψηφίων και της τελικής επιλογής για κάθε θέση που έχει προκηρυχθεί.»

Τι άλλο να κάνουν για να βροντοφωνάξουν τη θεσμοθέτηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας· του νοσηρού πελατειακού συστήματος που αποτελεί όμως, ως γνωστόν, καταφύγιο κάθε εξωνημένης κυβέρνησης.

Η δεύτερη περίπτωση είναι η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης του επικουρικού ιατρικού και οδοντιατρικού προσωπικού με τα άρθρα 13 και 14. Άλλη μια αξιολόγηση χωρίς κριτήρια, από διορισμένους προϊστάμενους και διευθυντάδες, που προφανώς θεσπίζεται όχι για να βελτιωθεί η ποιότητα του έργου των επικουρικών, όπως λένε, αλλά για να υπάρχει ένα «παραθυράκι» απειλής και εκβιασμού από τα πάνω προς εκείνους τους επικουρικούς που διεκδικούν και διαμαρτύρονται συλλογικά για τα κακώς κείμενα των νοσοκομείων, του Ε.Σ.Υ. Είναι γνωστές, άλλωστε οι περιπτώσεις επικουρικών με συνδικαλιστική δράση που με αστείες αφορμές «πάγωνε» η ανανέωση της σύμβασής τους!

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις στο ιατρικό μισθολόγιο που έφερε η κυβέρνηση την τελευταία στιγμή πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, ας διαβάσουν οι αναγνώστες την ανακοίνωση της Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. (25/11/2022, Α.Π: 12603) όπου αποδομείται πλήρως το κυβερνητικό αφήγημα περί δήθεν γενναίων αυξήσεων, με χαρακτηριστική την περίπτωση των ειδικευόμενων γιατρών οι οποίοι «μετά τα πρώτα χρόνια της ειδικότητας οι ειδικευόμενοι αντί για αυξήσεις θα έχουν μειώσεις στο βασικό μισθό.», λόγω του ότι «καταργείται η προσαύξηση ανάλογα με τα χρόνια της προϋπηρεσίας» (!)

Τελικά, μελετώντας κανείς το νομοσχέδιο, θα αντιληφθεί πως υπονομεύει το ιατρικό έργο. Υποβαθμίζει την ποιότητα της περίθαλψης/φροντίδας της Υγείας και απαξιώνει την εκπαίδευση των ειδικευόμενων ιατρών με συνέπεια τη διόγκωση του – ήδη υπαρκτού – κύματος φυγής των για εκπαίδευση στο εξωτερικό (φαινόμενο braindrain). Ποιος γιατρός, νομίζουμε, ότι θα ασχοληθεί σοβαρά στις κλινικές με την εκπαίδευση των ειδικευομένων όταν οι συστηματικά υποβαθμισμένες συνθήκες του Ε.Σ.Υ. τον έχουν εξουθενώσει και ο νους του θα είναι πλέον στην απογευματινή ιδιωτική εργασία; Με την πολυαπασχόληση επίσης, θα συρρικνώνεται σταδιακά η πρωινή, Δημόσια και Δωρεάν περίθαλψη και θα επικρατεί η απογευματινή, με αμοιβή παροχή υπηρεσιών. Θεσμοθετείται στην ουσία η ανισότητα στη Δημόσια Υγεία με κριτήριο την οικονομική δυνατότητα του ασθενή.

Στρατηγική στόχευση αυτού του νομοσχεδίου, της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ, είναι η κατάργηση της Δημόσιας παροχής Φροντίδας Υγείας και Περίθαλψης και η πλήρης εμπορευματοποίηση της Υγείας με στόχο την ενίσχυση, με κάθε δυνατό τρόπο, της ιδιωτικής καταλήστευσης του οτιδήποτε έχει Δημόσιο χαρακτήρα. Το σύστημα Υγείας που ορέγονται να δημιουργήσουν θα έχει ως βασικούς ωφελούμενους τους διευθυντάδες-κλινικάρχες του Ε.Σ.Υ., τους καθηγητάδες-ιατρούς των Ιατρικών Σχολών, τους επιχειρηματίες των ιδιωτικών κλινικών, θεραπευτηρίων και διαγνωστικών κέντρων και φυσικά τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες· οι οποίες «σαν κοράκια» θα πέσουν πάνω στους ασθενείς προσφέροντάς τους «οικονομικά πακετάκια» που θα τους εξωθούν, κυρίως, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις Υγείας.

Ακούγονται όλα αυτά κινδυνολογίες; Ας ρίξουμε μια ματιά στα άρθρα 38 και 40 του νομοσχεδίου.

Με το άρθρο 38 εκχωρείται η δυνατότητα υπηρεσίες του ΕΚΑΒ να δίνονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο: «Οι διακομιδές ασθενών μετά από την ολοκλήρωση της νοσηλείας τους […] Για την εξυπηρέτηση των διακομιδών του πρώτου εδαφίου, τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας δύνανται επικουρικά να συνάπτουν συμβάσεις με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι κάτοχοι αδειοδοτημένων ασθενοφόρων αυτοκινήτων του ιδιωτικού τομέα.»

Και με το άρθρο 40 ευθαρσώς η κυβέρνηση δίνει νομικά εργαλεία στο ιδιωτικό κεφάλαιο για περαιτέρω ανάπτυξη στο χώρο της Υγείας: «Κατ’ εξαίρεση, οι Ιδιωτικές Κλινικές δύνανται να χρησιμοποιούν στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο τους τον όρο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ», σε οποιαδήποτε γλώσσα, […]»

Όλα αυτά νομοθετούνται την ώρα που στο Ε.Σ.Υ. οι ελλείψεις σε οργανικές θέσεις υγειονομικού προσωπικού είναι 30.000 περίπου, 5.500 εκ των οποίων είναι σε ιατρικό προσωπικό και το 40% των δαπανών του Ε.Σ.Υ. είναι –  ήδη – προς τον ιδιωτικό τομέα. Την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας ωθείται βίαια στη φτωχοποίηση με ποικίλους τρόπους και προωθούνται ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα σε κάθε τομέα της Δημόσιας σφαίρας. Την ώρα που βγαίνουν σε πλειστηριασμό οι πρώτες κατοικίες φτωχών ανθρώπων και δίνονται σε ληστρικά funds.

Την ώρα, μάλιστα, που αποκαλύπτεται συνεχώς η σήψη και η διαφθορά των κυβερνώντων της ΝΔ με παράνομους χρηματισμούς, μεθοδεύσεις, παρακολουθήσεις, εκβιασμούς, παιδεραστίες, παραδικαστικά κυκλώματα και με την πολιτική υποστήριξη στην ΕΛ.ΑΣ. που βασανίζει, βιάζει και δολοφονεί, δίχως να λογοδοτεί.

Αυτή την ώρα λοιπόν, που όλα καταρρέουν είναι αναγκαίο όλοι μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για να διατηρήσουμε το χαρακτήρα – τουλάχιστον – της Δημόσιας Υγείας, όπως είχε θεσμοθετηθεί στον ιδρυτικό νόμο του Ε.Σ.Υ.

Οι εργαζόμενοι του Ε.Σ.Υ. ως άμεσα εμπλεκόμενοι, αγωνιζόμαστε για να ανατραπεί αυτό το ζοφερό τοπίο στο χώρο της Υγείας. Μαζί μας χρειαζόμαστε και την κοινωνία των πολλών. Είναι χρέος μας να συνειδητοποιήσουμε πού εξωθείται η κατάσταση, να ξεσηκωθούμε και να ανατρέψουμε αυτό το νομοσχέδιο-έκτρωμα το οποίο φέρνει «τους νταβατζήδες στα θεωρεία, και ‘μάς στο λάκκο με τα θηρία».

Να μην περιμένουμε από καμία κυβέρνηση ότι θα το πράξει αυτό για μας. Μόνο ο λαός σώζει το λαό

«Άιντε σήκω, μωρέ, δεν το βλέπεις, μωρέ;
Η ζωή μας δεν μετρά, μπρος στο κέρδος που γεννά.
Απ’ τα χέρια μας θα βρει η ζωή απαντοχή.»

Από το πολιτικό τραγούδι «Σκλάβε ημών»,
του μουσικού συγκροτήματος «Υπεραστικοί».

Τι μέλλει γεννέσθαι στον πόλεμο στην Ουκρανία

Η ανάλυση του Alex Vershinin, αν και υποστηρίζει τις Αμερικανο-ΝΑΤΟ-Ουκρανικές αφηγήσεις, εν τούτοις είναι εξαιρετικά διεισδυτική σε θέματα στρατηγικής, αναλύοντας με σαφήνεια, αλλά και συντομία, τους λόγους για τους οποίους η Ουκρανία πιθανότατα οδεύει προς την ήττα.

ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ BELFER CENTER FOR SCIENCE AND INTERNATIONAL AFFAIRS, ΣΧΟΛΗ KENNEDY ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΧΑΡΒΑΡΝΤ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία σέρνεται εδώ και σχεδόν 10 μήνες. Μετά από μια αρχική επέλαση του ρωσικού ιππικού που κατέλαβε πάνω από το 20% της Ουκρανίας, οι ρωσικές δυνάμεις στη συνέχεια έπεσαν πάνω στην αποφασισμένη ουκρανική αντίσταση, καταλήγοντας σε μια ντροπιαστική υποχώρηση από το Κίεβο. Από εκεί και μετά, ο πόλεμος μετατράπηκε σε έναν αγώνα φθοράς μεταξύ της Ρωσίας από τη μία πλευρά και της Ουκρανίας που πολεμά επικεφαλής ενός δυτικού συνασπισμού από την άλλη. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι ρωσικές επιθέσεις κατέλαβαν τις πόλεις Lyman, Lisichansk και Severo Donetsk. Το φθινόπωρο, οι ουκρανικές επιθέσεις ανακατέλαβαν την επαρχία Χάρκοβο και την πόλη Χερσώνα, συρρικνώνοντας τον ρωσικό έλεγχο στο 50% περίπου των εδαφών που είχαν καταλάβει από τις 24 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με μια εκτίμηση. Οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν υιοθετήσει δύο αντίθετες στρατηγικές: Οι Ρώσοι διεξάγουν έναν παραδοσιακό πόλεμο φθοράς με επίκεντρο τη δύναμη πυρός- η Ουκρανία επιδιώκει έναν πόλεμο ελιγμών με επίκεντρο το έδαφος. Αυτές οι αντίθετες στρατηγικές είναι τόσο προϊόν της διαθεσιμότητας εθνικών πόρων όσο και σκόπιμη επιλογή. Καθώς το παγωμένο έδαφος εγκαινιάζει τη χειμερινή περίοδο εκστρατείας, και οι δύο πλευρές θα ακολουθήσουν τις στρατηγικές τους σε επιθέσεις περιορισμένης εμβέλειας.

Μέχρι στιγμής και οι δύο στρατηγικές φαίνεται να λειτουργούν. Η Ουκρανία έχει ανακαταλάβει μεγάλες εδαφικές εκτάσεις, αλλά εξαντλήθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης του φθινοπώρου. Υπέστη τρομακτικές απώλειες και εξάντλησε βασικά αποθέματα εξοπλισμού και πυρομαχικών. Διαθέτει ακόμη τη δυνατότητα να αντικαθιστά τις απώλειες και να δημιουργεί νέους σχηματισμούς μάχης, αλλά αυτοί εξαντλούνται γρήγορα.

Πιστεύω ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα επιτύχει θεαματικά εδαφικά κέρδη, αλλά η ρωσική πλευρά είναι πιο πιθανό να επιτύχει τους στόχους της να αποστραγγίσει τους ουκρανικούς πόρους διατηρώντας τους δικούς της.

Η ουκρανική στρατηγική

Ο επικεντρωμένος στο έδαφος πόλεμος ελιγμών των Ουκρανών περιορίζεται από δύο παράγοντες: αφενός από την περιορισμένη παραγωγή πυρομαχικών και εξοπλισμού πυροβολικού και αφετέρου από τις σκέψεις εντός του [δυτικού] συνασπισμού. Η Ουκρανία ξεκίνησε τον πόλεμο με 1.800 πυροβόλα σοβιετικού διαμετρήματος. Αυτά επέτρεπαν ρυθμούς βολής 6.000 έως 7.000 βολών την ημέρα έναντι 40.000 έως 50.000 ρωσικών ημερήσιων βολών. Μέχρι τώρα αυτό το πυροβολικό έχει ως επί το πλείστον ξεμείνει από πυρομαχικά και στη θέση του η Ουκρανία χρησιμοποιεί 350 πυροβόλα δυτικού διαμετρήματος, πολλά από τα οποία έχουν καταστραφεί ή καταρρέουν από την υπερβολική χρήση. Εν τω μεταξύ, τα ίδια τα δυτικά έθνη ξεμένουν από πυρομαχικά– οι ΗΠΑ εκτιμάται ότι παράγουν μόνο 15.000 βλήματα των 155 χιλιοστών το μήνα. Αυτός ο περιορισμός έχει αναγκάσει την Ουκρανία να υιοθετήσει μαζικούς σχηματισμούς πεζικού που επικεντρώνονται στην ανάκτηση εδαφών με οποιοδήποτε κόστος. Η Ουκρανία απλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη Ρωσία στα ίσα σε μάχες πυροβολικού. Αν τα ουκρανικά στρατεύματα δεν προσεγγίσουν τα ρωσικά στρατεύματα σε εκ του σύνεγγυς μάχες με πυρά, υπάρχει σημαντική πιθανότητα να καταστραφούν εξ αποστάσεως από το ρωσικό πυροβολικό.

Ο δεύτερος περιορισμός της Ουκρανίας είναι ο συμμαχικός χαρακτήρας του πολέμου της. Από τότε που εξαντλήθηκαν τα δικά της αποθέματα, η Ουκρανία εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα δυτικά όπλα. Η διατήρηση του δυτικού συνασπισμού είναι ζωτικής σημασίας για την ουκρανική πολεμική προσπάθεια. Χωρίς μια συνεχή σειρά από νίκες, οι εσωτερικές οικονομικές δυσκολίες μπορεί να οδηγήσουν τα μέλη του συνασπισμού σε αποστασία. Εάν η δυτική υποστήριξη στεγνώσει λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων ή της πολιτικής βούλησης, η πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας θα καταρρεύσει λόγω της έλλειψης προμηθειών. Κατά κάποιο τρόπο, η Ουκρανία δεν έχει άλλη επιλογή από το να εξαπολύει επιθέσεις, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο και υλικό κόστος.

Η Ουκρανία έχτισε έναν στρατό με επίκεντρο το πεζικό, από επίστρατους με υψηλά κίνητρα αλλά περιορισμένη έως καθόλου εκπαίδευση. Υποστηρίζουν τον πυρήνα της μαχητικής δύναμης του προπολεμικού επαγγελματικού στρατού και περίπου 14 νέες ταξιαρχίες εξοπλισμένες με όπλα και οχήματα που δόθηκαν από τη Δύση. Στο πεδίο της μάχης, οι ομάδες κρούσης επιτίθενται με ταχύτητα, διεισδύοντας βαθιά και γρήγορα, και στη συνέχεια παραδίδουν τις κατακτημένες περιοχές στους επιστρατευμένους για να τις υπερασπιστούν. Αυτή η τακτική λειτούργησε καλά σε περιοχές όπου η έλλειψη ρωσικού ανθρώπινου δυναμικού εμπόδιζε τη δημιουργία ενός συμπαγούς μετώπου, όπως στην περιοχή του Χάρκοβο. Στην περιοχή της Χερσώνας, όπου η Ρωσία είχε επαρκή πυκνότητα δυνάμεων, η τακτική αυτή οδήγησε σε μεγάλες απώλειες και μικρή πρόοδο, μέχρι που ζητήματα ανεφοδιασμού ανάγκασαν τη Ρωσία να υποχωρήσει.

Η αχίλλειος πτέρνα αυτής της στρατηγικής είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Η Ουκρανία ξεκίνησε τον πόλεμο με 43 εκατομμύρια πολίτες και 5 εκατομμύρια άνδρες σε στρατιωτική ηλικία, αλλά σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 14,3 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν διαφύγει από τον πόλεμο και άλλα 9 εκατομμύρια βρίσκονται στην Κριμαία ή σε άλλα κατεχόμενα από τη Ρωσία εδάφη. Αυτό σημαίνει ότι η Ουκρανία έχει μειωθεί σε περίπου 20 έως 27 εκατομμύρια ανθρώπους. Με αυτή την αναλογία, έχει λιγότερους από 3 εκατομμύρια στρατεύσιμους άνδρες. Ένα εκατομμύριο έχει ήδη επιστρατευτεί, και πολλοί από τους υπόλοιπους είτε δεν είναι σωματικά ικανοί να υπηρετήσουν είτε κατέχουν ζωτική θέση στην οικονομία της χώρας. Εν ολίγοις, η Ουκρανία μπορεί να ξεμείνει από άνδρες, κατά την άποψή μου.

Η ρωσική στρατηγική

Οι ρωσικές δυνάμεις είναι περιορισμένες σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά ενισχυμένες από τα τεράστια αποθέματα πυροβολικού και εξοπλισμού που γίνονται δυνατά χάρις σε ένα ισχυρό στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα. Ενώ έχουν υπάρξει πολυάριθμες αναφορές στα δυτικά μέσα ενημέρωσης ότι ο ρωσικός στρατός ξεμένει από πυρομαχικά πυροβολικού, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει ορατή χαλάρωση των ρωσικών πυρών πυροβολικού σε κανένα μέτωπο. Βασιζόμενη σε αυτούς τους παράγοντες, η ρωσική πλευρά έχει επιδοθεί σε έναν παραδοσιακό πόλεμο φθοράς με επίκεντρο τη δύναμη πυρός. Ο στόχος είναι να επιβάλει ένα μη βιώσιμο ποσοστό απωλειών, καταστρέφοντας το ουκρανικό ανθρώπινο δυναμικό και τον εξοπλισμό, διατηρώντας παράλληλα τις δικές της ρωσικές δυνάμεις. Τα εδάφη δεν είναι σημαντικά- η απώλειά τους είναι αποδεκτή προκειμένου να διατηρηθεί η μαχητική ισχύς. Στο Κίεβο, το Χάρκοβο και τη Χερσώνα, ο ρωσικός στρατός αρνήθηκε να πολεμήσει υπό δυσμενείς συνθήκες και αποσύρθηκε, αποδεχόμενος το πολιτικό κόστος για να διατηρήσει τις δυνάμεις του.

Για την εκτέλεση αυτής της στρατηγικής, ο ρωσικός στρατός βασίζεται στη δύναμη πυρός, ιδίως στο πυροβολικό του. Κάθε ρωσική ταξιαρχία διαθέτει τρία τάγματα πυροβολικού σε σύγκριση με μόλις ένα σε κάθε δυτική ταξιαρχία. Σε συνδυασμό με τη διόρθωση [των συντεταγμένων βολής] από μαζικές ποσότητες UAV και τετραπτέρων, το ρωσικό πυροβολικό κονιορτοποιεί τις ουκρανικές δυνάμεις πριν το [Ρωσικό] πεζικό σαρώσει τους [Ουκρανούς] επιζώντες. Πρόκειται για έναν αργό, εξοντωτικό πόλεμο, αλλά με αναλογία απωλειών που είναι σημαντικά υπέρ της Ρωσίας. Η Ρωσία δεν μπορούσε να επιτεθεί επειδή δεν είχε το ανθρώπινο δυναμικό για να εξασφαλίσει τα πλευρά των προελαυνόντων στρατευμάτων. Μέχρι τώρα, οι Ρώσοι μπορούσαν να προελάσουν μόνο στο Ντονμπάς, όπου η προέλαση δεν επέκτεινε τη γραμμή του μετώπου. Ακόμη και εδώ η πρόθεση ήταν περισσότερο να προσελκύσουν τις ουκρανικές δυνάμεις και να τις καταστρέψουν παρά να καταλάβουν την πόλη Bakhmut. Η [Ρωσική] επιστράτευση όμως έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει τις ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού της Ρωσίας και να επιτρέψει επιθετικές επιχειρήσεις, ενώ ο εξοπλισμός των δυνάμεών της είναι εφικτός λόγω της κινητοποίησης της βιομηχανίας. Η παραγωγή πυρομαχικών ακριβείας είναι επίσης αυξημένη, παρά τις συνεχείς αμφιβολίες του δυτικού Τύπου. Τα βίντεο με τα χτυπήματα από τα ρωσικά αεροσκάφη καμικάζι “Lancet 3” που παραμονεύουν είναι αυξημένα κατά 1.000% από τις 13 Οκτωβρίου, σύμφωνα με μια εκτίμηση, γεγονός που υποδηλώνει σημαντική αύξηση της παραγωγής.

Ο επερχόμενος χειμώνας

Αν οι Ουκρανοί αποφασίσουν να εξαπολύσουν μια μεγάλη επίθεση, θα μπορούσαν να το κάνουν σε δύο σημεία, κατά την άποψή μου. Το πρώτο είναι στα βόρεια, στην περιοχή του Χάρκοβο, αλλά οι περιορισμένες δυνατότητες διάβασης του ποταμού Oskil δημιουργούν τις ίδιες υλικοτεχνικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι Ρώσοι στη Χερσώνα. Το δεύτερο είναι στο νότο, για να αποκόψουν τη ρωσική χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία, καταλαμβάνοντας τελικά τη χερσόνησο. Αυτό είναι απίθανο να πετύχει. Ο ουκρανικός στρατός θα επιτεθεί σε έδαφος ιδανικό για το ρωσικό πυροβολικό. Θα μπορούσε να συμβεί μια επανάληψη της μάχης στη Χερσώνα, αλλά αυτή τη φορά χωρίς τις ρωσικές δυσκολίες στην υλικοτεχνική υποδομή, που οφείλονταν στον περιορισμένο αριθμό γεφυρών πάνω από τον ποταμό Δνείπερο, με εξίσου ελάχιστα κέρδη και με τις ίδιες βαριές απώλειες που χαρακτηρίζονται από τον αφανισμό ολόκληρων μηχανοκίνητων λόχων, τις ατελείωτες σκηνές με αυτοκινητοπομπές ασθενοφόρων και τα νέα νεκροταφεία σε όλη την Ουκρανία. Τα επίπεδα εξόντωσης που θα προέκυπταν θα ήταν βούτυρο στο ψωμί των Ρώσων. Η [εσωτερική] πολιτική πίεση που ασκείται προς την ουκρανική κυβέρνηση να ανακαταλάβει εδάφη αλλού προκειμένου να δικαιολογήσει τις απώλειες που υπέστη από το ρωσικό πυροβολικό στο Ντονμπάς[1], καθώς και η πίεση από τον δυτικό συνασπισμό, ενδέχεται παρόλ’ αυτά να οδηγήσουν την Ουκρανία να επιτεθεί έτσι κι αλλιώς.

Για τη ρωσική ηγεσία το ερώτημα είναι: Πότε και πού να επιτεθεί; Ο χρόνος εξαρτάται από τα αποθέματα πυρομαχικών του ρωσικού πυροβολικού. Αν είναι υψηλά, η Ρωσία μπορεί να επιτεθεί το χειμώνα, διαφορετικά μπορεί να αποθηκεύει και να επιτεθεί την άνοιξη μετά την περίοδο της λάσπης. Ο χρονισμός καθορίζεται επίσης από τις απαιτήσεις εκπαίδευσης των επιστρατευμένων εφέδρων. Η μεγαλύτερη διάρκεια της εκπαίδευσης αυξάνει την αποτελεσματικότητα των εφέδρων και μειώνει τις απώλειες, μειώνοντας έτσι το πολιτικό ρίσκο για το Κρεμλίνο. Τελικά, οι πιέσεις που η ρωσική ηγεσία θεωρεί πιο σημαντικές θα καθορίσουν το αποτέλεσμα. Θα επικρατήσει η πίεση της εσωτερικής πολιτικής σκηνής για μια γρήγορη νίκη ή οι στρατιωτικές εκτιμήσεις θα ευνοήσουν την καθυστέρηση μέχρι το τέλος της εαρινής περιόδου λάσπης τον Μάρτιο/Απρίλιο; Μέχρι στιγμής, το Κρεμλίνο έχει προτιμήσει τις στρατιωτικές εκτιμήσεις από τις πολιτικές, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Ρωσία θα εξαπολύσει μόνο μια περιορισμένη επίθεση αυτόν τον χειμώνα.

Η τοπογραφία είναι ένας άλλος παράγοντας. Το μέτωπο του Χάρκοβο είναι έντονα δασωμένο, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα της δύναμης πυρός, και μια επίθεση εκεί δεν έχει στρατηγικό νόημα χωρίς να ακολουθήσει επίθεση και κατά της πόλης του Χάρκοβο. Αυτό το μεγάλο αστικό κέντρο θα χρειαζόταν μήνες για να καταληφθεί με ιδιαίτερα υψηλό κόστος. Μια περιορισμένη επίθεση για την ανάκτηση της γραμμής του ποταμού Oskil θα βελτίωνε τη γραμμή άμυνας της Ρωσίας, αλλά δεν θα παρουσίαζε κανένα στρατηγικό κέρδος. Στο Ντονμπάς, ο ρωσικός στρατός διατηρεί ήδη πίεση. Επιπλέον ανθρώπινο δυναμικό και μονάδες πυροβολικού δεν θα επιταχύνουν πολύ αυτή την επίθεση. Για τον ρωσικό στρατό, το μέτωπο της Ζαπορίζια είναι το πιο ελπιδοφόρο. Ο σιδηρόδρομος Pologi – Gulai Polie – Pokrovskoye είναι ιδανικά τοποθετημένος για να τροφοδοτήσει μια ρωσική επίθεση που θα κινείται βόρεια από το Pologi. Στο τέλος, η κατάληψη του Pavlograd θα επέτρεπε την [πλήρη] κατάληψη του Ντονμπάς με την αποκοπή δύο κύριων σιδηροδρομικών γραμμών και αυτοκινητοδρόμων που τροφοδοτούν τον ουκρανικό στρατό στο Ντονμπάς και την επίθεση στον ουκρανικό στρατό εκεί από τα μετόπισθεν. Το ανοιχτό έδαφος είναι ιδανικό για τη ρωσική στρατηγική που επικεντρώνεται στη δύναμη πυρός και η ευκαιρία να προσελκύσει εκεί και να καταστρέψει τις τελευταίες επιχειρησιακές εφεδρείες της Ουκρανίας, μειώνοντας δραστικά το ανθρώπινο δυναμικό της, είναι άμεσα σύμφωνη με τους ρωσικούς στόχους. Τέλος, το σκληρό παγωμένο έδαφος θα καθιστούσε δύσκολη την εκσκαφή νέων αμυντικών θέσεων χωρίς τη χρήση βαρέων μηχανημάτων. Η περιορισμένη επίθεση κοντά στο Ugledar[2] θα μπορούσε να αποτελεί μια επιχείρηση διαμόρφωσης για τη διασφάλιση της ανατολικής πλευράς της μελλοντικής επίθεσης.

Συμπέρασμα

Οι πόλεμοι φθοράς κερδίζονται μέσω της προσεκτικής διαχείρισης των δικών μας πόρων, ενώ ταυτόχρονα καταστρέφουμε τους πόρους του εχθρού. Η Ρωσία εισήλθε στον πόλεμο με τεράστια υλική υπεροχή και μεγαλύτερη βιομηχανική βάση για να διατηρήσει και να αντικαταστήσει τις απώλειες. Διατήρησε προσεκτικά τους πόρους της, υποχωρώντας κάθε φορά που η τακτική κατάσταση στράφηκε εναντίον της. Η Ουκρανία ξεκίνησε τον πόλεμο με μικρότερη δεξαμενή πόρων και στηρίχθηκε στον δυτικό συνασπισμό για να συντηρεί την πολεμική της προσπάθεια. Αυτή η εξάρτηση ώθησε την Ουκρανία σε μια σειρά από τακτικά επιτυχημένες επιθέσεις, οι οποίες κατανάλωσαν στρατηγικούς πόρους που η Ουκρανία θα δυσκολευτεί να αντικαταστήσει πλήρως, κατά την άποψή μου. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η Ουκρανία μπορεί να ανακτήσει όλα τα εδάφη της, αλλά αν μπορεί να προκαλέσει επαρκείς απώλειες στους επιστρατευμένους Ρώσους εφέδρους για να υπονομεύσει την εσωτερική ενότητα της Ρωσίας, αναγκάζοντάς την να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ουκρανικούς όρους, ή αν η στρατηγική φθοράς που ακολουθούν οι Ρώσοι θα λειτουργήσει οδηγώντας στην προσάρτηση ενός ακόμη μεγαλύτερου τμήματος της Ουκρανίας.

……………………………………………………….

Η ανάλυση αυτή ολοκληρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2022. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες πολιτικές του Υπουργείου Άμυνας. Φωτογραφία από www.dshv.mil.gov.ua που διανέμεται με άδεια Creative Commons.

 

Ο Αμερικανός αντισυνταγματάρχης Alex Vershinin συνταξιοδοτήθηκε μετά από 20 χρόνια υπηρεσίας, εκ των οποίων οκτώ χρόνια ως αξιωματικός τεθωρακισμένων με τέσσερις πολεμικές περιοδείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και 12 χρόνια εργασίας ως αξιωματικός μοντελοποίησης και προσομοιώσεων στο ΝΑΤΟ και στην ανάπτυξη και τον πειραματισμό ιδεών του αμερικανικού στρατού. Αυτό περιελάμβανε μια περιοδεία με το U.S. Army Sustainment Battle Lab, όπου ήταν επικεφαλής της ομάδας πειραματικών σεναρίων.

[1] ΣτΜ: Μια προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων Ζελένσκι της 9ης Ιανουαρίου δείχνει ότι όντως έτσι είναι: οι τραγικές απώλειες στο Bakhmut δικαιολογούνται ως πολύτιμο κέρδισμα χρόνου για τις επερχόμενες ενέργειες της Ουκρανικής διοίκησης.

[2] ΣτΜ: Η επίθεση αυτή δείχνει να εξελίσσεται όντως.

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. Κινδυνεύει από τους Μητσοτάκη – Ντογιάκο.

Η μόνιμη επωδός όσων εισηγούνται μεγαλοψυχία, λήθη, δημοσία δαπάνη κηδεία του τέως βασιλιά και απόδοση τιμών αρχηγού κράτους είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. 

Πράγματι, η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει από τους μπουφόνους της βασιλείας, Ούτως ή άλλως η ελλαδική εκδοχή γαλαζοαίματων υπήρξε ανίκανη και γκροτέσκο, σχεδόν όσο υπήρξε επιζήμια και καταστροφική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την ιστορία. Απαιτεί όμως να μην κλείνουμε τα μάτια στο παρόν συζητώντας για το παρελθόν. 

Ο έκπτωτος μονάρχης πεθαίνει μία μέρα μετά την πρωτοφανή γνωμάτευση Ντογιάκου, που λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύει στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) την περαιτέρω διερεύνηση του μέγα σκανδάλου των υποκλοπών, απειλώντας μάλιστα σκαιότατα τα μέλη της με απαγγελία κατηγοριών. 

Βεβαίως ο κ. Ντογιάκος πατά πάνω στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 5022/2022 της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να απειλήσει την ΑΔΑΕ. Δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι ένας νόμος μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και όχι εναντίον του, αλλά αυτό είναι θέμα που θα το εξηγήσουν καλύτερα οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι, όσοι τουλάχιστον δεν είναι εξωνημένοι των ποικίλων εξουσιών.

Ο αποκαλούμενος και “ψηλός” ή και “Παναθηναϊκάκιας”, νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφάσισε να ερμηνεύσει τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη προστατεύοντας την κυβέρνηση από τυχόν επόμενες αποκαλύψεις για το εύρος και το είδος των υποκλοπών που οργανώθηκαν από την ΕΥΠ, όντας αυτή υπό την άμεση διοικητική και πολιτική ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. 

Όλη η ιστορία των υποκλοπών μοιάζει πια να βγήκε από ένα ενιαίο κέντρο (ή καλύτερα παράκεντρο) εξουσίας: ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την ΕΥΠ από την πρώτη μέρα της θητείας του, η ΕΥΠ οργανώνει παρακολουθήσεις και υποκλοπές συνομιλιών πολιτικών προσώπων, υπουργών, στρατιωτικών, η κυβέρνηση κάνει νόμο με τον οποίο θωρακίζει τις υποκλοπές, και μόλις ξεσπά το σκάνδαλο και απειλείται το περαιτέρω ξεσκέπασμα των παρακολουθήσεων από την ΑΔΑΕ, η κυβέρνηση κάνει νέο νόμο με τον οποίο “περιορίζει” την ΑΔΑΕ, ενώ ο εισαγγελέας ερμηνεύει τον νόμο προληπτικά (!) και απειλεί ανοικτά την Αρχή. 

Όμορφος, αγγελικός κόσμος, και προπαντός δημοκρατικός… 

Αν η γνωμάτευση Ντογιάκου παρθεί τοις μετρητοίς, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κινδυνεύει με σύλληψη στο βαθμό που αντέξει την πρωτοφανή πίεση την οποία υφίσταται και συνεχίσει να ασκεί τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες αρμοδιότητές του. Το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που αρέσκεται να δηλώνει κράτος Δικαίου, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους ιεροφάντες του “συνταγματικού πατριωτισμού” που θυμούνται το Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο βαθμό που βολεύει την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με πρώτο από όλο τη φαμίλια Μητσοτάκη. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023, και όχι οι έκπτωτοι, αναξιόπιστοι, φαιδροί και ολίγιστοι Γλύξμπουργκ, μισόν αιώνα σχεδόν μετά από την αποπομπή τους. 

Τη βασιλεία την έκρινε ήδη η ιστορία – κι ας μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη – και αποφάνθηκε για τον ιστορικό της ρόλο ο ελληνικός λαός, όχι απλώς με το δημοψήφισμα του ‘74, αλλά με τους αγώνες και το αίμα του. 

Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο σημερινός κίνδυνος των πολλαπλών αντισυνταγματικών εκτροπών που εκπορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και συνηγορούνται από τον ανώτατο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αυτή είναι η πρόκληση για τη δημοκρατία.

Συμμετοχική Εικαστική Δράση για τη σύγχρονη στέγη

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ

project#1 / Συμμετοχική Εικαστική Δράση για τη σύγχρονη στέγη

Παρατείνεται για άλλο ένα τριήμερο, από την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου ως και την Κυριακή 15 Ιανουαρίου, η Συμμετοχική Εικαστική Δράση ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ project#1, με θέμα τη σύγχρονη κατοικία.

ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

«Αφορμή για την πραγματοποίηση της δράσης υπήρξε η ανάγκη για συλλογική καλλιτεχνική πράξη και η ίδια η φυσιογνωμία του χώρου και του τόπου. Οι ίδιες οι σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ των δημιουργών και η απουσία θεωρητικής και εικαστικής επιμέλειας απαίτησε χρόνο και διάθεση διαπραγμάτευσης τόσο στη φόρμα, όσο και στο περιεχόμενο των προτάσεων. Η επένδυση αυτού του ανθρώπινου κεφαλαίου οδήγησε σε νέες φόρμες και συλλογικές απόπειρες δημιουργίας, διαμορφώνοντας τη δυναμική μιας νέας κοινότητας με εσωτερική εμπειρία. Το μέλλον θα δείξει.»

(από τον ιστότοπο της πρωτοβουλίας)

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ

Μάντυ Αλμπάνη, Ειρήνη Γεωργοπούλου, Ελπίδα Δημόγιαννη, Μενέλαος Ζαγανίδης, Mitsos Kyklaminos, Ευθαλία Θλιβερού, Βάλια Καραπιδάκη, Διονύσης Ματαράγκας, Κώστας Ντάφλος, Κορίνα Παπαφράγκου,Φοίβος Σοφικίτης, Έρη Σταυροπούλου, Κατερίνα Χριστοπούλου.

INFO

Η δράση πραγματοποιείται σε ισόγειο κατάστημα στην οδό Ερεχθείου 12 στο Κουκάκι.

Ώρες λειτουργίας:

13 Ιανουαρίου 17:00 – 22:30
14 Ιανουαρίου 17:00 – 20:30
15 Ιανουαρίου 17:00 – 20:30

ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

https://enoikiazetai12.wordpress.com/

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αντί για Θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αναδεικνύεται σε Εφιάλτη της εκτελεστικής εξουσίας.

Δήλωση του Θ. Καμπαγιάννη.

Η σημερινή γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρείται προληπτική καταστολή των προαναγγελθέντων ελέγχων της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στους ιδιώτες παρόχους, αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών της χώρας. Την ελληνική εισαγγελία την υπηρέτησε και ο Παύλος Δελαπόρτας, αλλά και ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Δεν θέλει πολλή σκέψη τη δόξα ποίων ζήλεψε ο συντάκτης της γνωμοδότησης.

Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει στη μνημειώδη σύγχυση που διακατέχει τον γνωμοδοτούντα Εισαγγελέα ανάμεσα στις διατάξεις περί γνωστοποίησης σε ιδιώτη νόμιμης επισύνδεσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και στις διατάξεις περί ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, της ανεξάρτητης αρχής που λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο, το περιεχόμενο της γνωμοδότησης δεν είναι νομικό, αλλά αμιγώς πολιτικό.

Σε μια κρίσιμη στιγμή, που η εκτελεστική εξουσία αποδείχτηκε ότι εργαλειοποίησε τη διαδικασία νόμιμων επισυνδέσεων διά της έκδοσης εισαγγελικών διατάξεων για λόγους “εθνικής ασφάλειας” με την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, κοκ, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αντί να διερευνήσει το σκάνδαλο, απειλεί ευθέως τον Πρόεδρο και τα μέλη της ΑΔΑΕ με ποινικές κυρώσεις: φτάνει μάλιστα στην έσχατη ασχημία να επικαλείται το άρθρο του Ποινικού Κώδικα περί κατασκοπείας. Κατάσκοπος ο Ράμμος που ανταποκρίνεται στο θεσμικό του καθήκον να διερευνήσει τις υποκλοπές και όχι αυτοί που τις διέπραξαν… Τέτοια ντροπή.
Ο κύριος Ντογιάκος μέχρι σήμερα αδρανούσε. Σήμερα συνειδητά μετέτρεψε την ιστάμενη δικαιοσύνη σε ραβδούχο του καθεστώτος Μητσοτάκη. Το όνομά του θα γραφτεί με μελανά γράμματα στα χρονικά της ελληνικής δικαιοσύνης.
Οι στιγμές είναι οριακές. Όσες και όσοι σιωπούσαν ή αμφέβαλλαν, ήρθε πλέον η ώρα να μιλήσουν.

Ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό

«Το φάντασμα του κομμουνισμού διαλύθηκε την αυγή». Μ’ αυτό τον τρόπο παρέφρασε ένας από τους ομιλητές της τελευταίας (1989) συνδιάσκεψης της κομματικής οργάνωσης της Μόσχας την περίφημη φράση των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς: «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού»[1]. Και, κρίνοντας από την τηλεοπτική αναμετάδοση των εργασιών της συνδιάσκεψης, είτε δεν του πρόβαλλαν αντιρρήσεις, είτε οι όποιες αντιρρήσεις προβλήθηκαν ήταν νωθρές. Η αντίληψη κατά την οποία το κομμουνιστικό ιδανικό[2], ο τελικός στόχος του κομμουνιστικού κινήματος είναι μια χίμαιρα, είναι αρκετά διαδεδομένη και μεταξύ των κομμουνιστών.

Σ’ αυτό το άρθρο δεν πρόκειται να αναφερθώ στα αίτια που οδήγησαν στην κατάσταση να βρίσκονται ακόμα και μεταξύ των μελών του κόμματος ουκ ολίγοι, για τους οποίους — όπως και για τον Μπ. Ν. Γιέλτσιν — ο κομμουνισμός δεν αποτελεί παρά μια ανεδαφική χιμαιρική ελπίδα, είτε, για να το διατυπώσουμε πιο αυστηρά: στείρο αποκύημα της φαντασίας. Η διερεύνηση αυτών των αιτιών θα απαιτούσε μια ειδική εργασία. Νομίζω ότι σήμερα που υπάρχουν και έχουν ριζώσει πλήθος κοινωνικών αυταπατών και παρεμφερών φαινομένων (η διάδοση και η εδραίωση των οποίων αποτελεί, κατά πολύ, «συμβολή» των μέσων μαζικής ενημέρωσης) για τα αίτια της κατάστασης που διαμορφώθηκε, θα ήταν σκόπιμο είτε να μη μιλά κανείς καθόλου, είτε να μιλά εμπεριστατωμένα.

Εδώ όμως θα ήθελα να διαπραγματευτώ εν συντομία το εξής ερώτημα: ‘Έχουν άραγε δίκιο όσοι θέτουν υπό αμφισβήτηση το εφικτό του τελικού στόχου του κομμουνιστικού κινήματος;[3]

Το τελευταίο διάστημα σε κάποιους κύκλους έχουν γίνει πολύ «της μόδας» οι απόψεις του Ε. Μπερνστάιν, και άλλων παραγόντων της II Διεθνούς — οι απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας. Και αν οι «θερμόαιμοι» από αυτούς τους κύκλους βεβαιώνουν κατηγορηματικά την ιστορική ορθότητα των απόψεων του Ε. Μπερνστάιν και των λοιπών, οι μετριοπαθείς αμφιβάλλουν: μήπως πράγματι αποδείχθηκε ότι είχαν δίκιο;

Η στάση του Β. Ι. Λένιν απέναντι στον Ε. Μπερνστάιν και τους ομοϊδεάτες του είναι γνωστή. Ο Λένιν επανειλημμένα δήλωνε ότι αναθεωρούν[4] τα συστατικά στοιχεία του μαρξισμού και συνολικά το μαρξισμό.

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα οι αναθεωρητές δεν έθεταν απλώς υπό αμφισβήτηση, αλλά αρνούνταν ρητά και κατηγορηματικά τον τελικό στόχο του κομμουνιστικού κινήματος:

«Φυσικό συμπλήρωμα των οικονομικών και πολιτικών τάσεων του αναθεωρητισμού ήταν η σχέση του προς τον τελικό στόχο του σοσιαλιστικού κινήματος. “Ο τελικός στόχος είναι ένα τίποτα, το παν είναι το κίνημα”, αυτά τα έπεα πτερόεντα του Μπερνστάιν εκφράζουν την ουσία του αναθεωρητισμού καλύτερα από πολλές μακροσκελείς κουβέντες. Από περίσταση σε περίσταση να καθορίζεις τη συμπεριφορά σου, να προσαρμόζεσαι στα γεγονότα της ημέρας, στις τροπές των πολιτικών λεπτομερειών, να ξεχνάς τα θεμελιώδη συμφέροντα του προλεταριάτου και τα βασικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού οικοδομήματος στο σύνολο του, ολόκληρης της καπι­ταλιστικής εξέλιξης, να θυσιάζεις αυτά τα θεμελιώδη συμφέροντα για χά­ρη πραγματικών ή υποθετικών κερδών τις στιγμής — να ποια είναι η ανα­θεωρητική πολιτική»[5].

Αλλά μήπως είναι κομμουνιστικό ένα κίνημα που έχει χάσει τον κομμουνιστι­κό του στόχο, την κομμουνιστική προοπτική; Ένα κίνημα χωρίς τελικό στόχο, είτε υπό διάλυση είναι, είτε είναι ήδη διαλυμένο. Οπότε δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για την παραμικρή επαναστατικότητα ενός τέτοιου κινήματος.

Ο Α. Σ. Μακάρενκο μίλησε εύστοχα για τη σημασία της προοπτικής στη ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου:

«Αληθινό κίνητρο της ανθρώπινης ζωής είναι η αυριανή χαρά… Το πλέον σημαντικό που συνηθίσαμε να εκτιμούμε στον άνθρωπο είναι η δύναμη και η ομορφιά. Και το μεν και το δε καθορίζονται στον κάθε άνθρωπο απο­κλειστικά σύμφωνα με τον τύπο της σχέσης του προς την προοπτική. Ο πιο αδύναμος άνθρωπος είναι εκείνος που καθορίζει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με την πιο κοντινή προοπτική. Αν ικανοποιείται κάποιος μόνο με τη δική του προοπτική, ακόμα και αν η τελευταία είναι μακρινή, μπορεί να δείχνει δυνατός ωστόσο δε μας προκαλεί την αίσθηση της ομορφιάς της προσωπικότητας και της πραγματικής αξίας της. Όσο ευρύτερη είναι η ομάδα, οι προοπτικές της οποίας είναι για τον άνθρωπο και προσωπικές του προοπτικές, τόσο πιο ωραίος και υψηλός είναι ο άνθρωπος.

Να διαπαιδαγωγήσεις έναν άνθρωπο, σημαίνει να του καλλιεργήσεις δρό­μους με προοπτική»[6].

Όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και η κοινωνία που χάνει, είτε που έχει ήδη χάσει την απώτερη προοπτική της ανάπτυξης της, είναι μια κοινωνία σε αποσύνθέση. Είναι άραγε δυνατό να αποτελέσει αληθινό κίνητρο της ανθρώπινης ζωής π.χ. το σύνθημα που διακηρύσσει ο Γκ. Ποπόφ και άλλοι «ριζοσπαστικοί» ομοϊδεάτες του: «Είναι καλύτερη η ανισότητα στον πλούτο, από την ισότητα στη φτώχεια»; Σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν αντιπαρατίθεται η κοινωνική ανισό­τητα, δεν είναι ποτέ ικανή να αποτελέσει σύνθημα με προοπτική για μια προο­δευτική κοινωνία. Σε μια κοινωνία που έχει χάσει είτε χάνει την -προοπτική, έστω και για ιστορικά σύντομο χρονικό διάστημα, αναπτύσσονται αναπόφευκτα όλα τα κοινωνικά δεινά: αύξηση της φτώχειας των μεν όταν οι δε πλουτίζουν, αύξηση της εγκληματικότητας, της πορνείας, του αλκοολισμού, των ναρκωτικών κλπ. κλπ. Και δεν είναι φυσικά σε θέση να διορθώσουν ριζικά την κατάσταση τα όποια ψίχουλα από τα κονδύλια των φιλανθρωπικών κινημάτων.

Μια κοινωνία που χάνει ή που έχει χάσει την απώτερη προοπτική της ανάπτυ­ξης είναι τυφλή στη θέα του απώτερου μέλλοντος και η προώθηση της — αν ακόμα πραγματοποιείται — γίνεται με τη μέθοδο της δοκιμής και του σφάλμα­τος.

Είναι ανέφικτη μια συνολική θεωρητική σύλληψη της περεστρόικα, αν χάνε­ται η κομμουνιστική προοπτική. Συνολική και ολοκληρωμένη μπορεί να είναι σ’ αυτή την περίπτωση μόνο η σύλληψη της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Είτε το ένα μπορεί να συμβεί, είτε το άλλο. Οι απόπειρες που παραδέρνουν από εδώ και από εκεί χωρίς κομμουνιστική προοπτική έναν δρόμο προτείνουν σε τελευταία ανάλυση: πίσω στον καπιταλισμό.

Είναι άραγε ρεαλιστική η κομμουνιστική προοπτική;

Είναι αδύνατο να κατανοηθεί επαρκώς και σε βάθος η κομμουνιστική προο­πτική, αν τη βραχυκυκλώσει κανείς μόνο στις δυσκολίες που περνά η χώρα μας είτε οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν αρκεί και ο στοχασμός πάνω στην ιστορία των τελευταίων εβδομήντα δύο χρόνων. Δεν αρκεί ακόμα ούτε και η συνολική διερεύνηση των σχέσεων καπιταλισμού και σοσια­λισμού. Εκτός από όλα αυτά πρέπει η προσοχή μας να επικεντρωθεί σε ολόκλη­ρη την πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας. Και αυτό, διότι ο κομμουνισμός διαμορφώνεται σαν αποτέλεσμα ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας της αν­θρωπότητας. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως, παρά μόνο σε συνδυασμό με τη διαδικασία που οδήγησε είτε θα οδηγήσει σε αυτό.

Ο κομμουνισμός προϋποθέτει τον πλήρη μετασχηματισμό όχι μόνο αυτού που είχε και έχει τις ρίζες του στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά και εκείνων των συνθηκών, των σχέσεων, των παραδόσεων, των ηθών κλπ., που κατάγονται ακό­μα από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες.

Η πεποίθηση που κυριαρχεί σήμερα μεταξύ των μαρξιστών προσανατολίζει σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη της μετάβασης από τον ένα σχηματισμό στον άλλο. Απουσιάζει μια σαφής αντίληψη του γεγονότος ότι η μετάβαση στον κομ­μουνισμό συνιστά τη μετάβαση από την προϊστορία, από ολόκληρη την προγενέ­στερη ιστορία, προς την αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας. Συνεπώς, αυτή η μετάβαση δεν είναι συγκρίσιμη ως προς το βάθος και τη διάρκεια της με την απλή μετάβαση από έναν σχηματισμό σ’ ένα άλλο, π.χ. από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Σ’ αυτή την περίπτωση, η μετάβαση στον κομμουνισμό είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας και ασύγκριτα πιο περίπλοκη απ’ ό,τι η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Και ο ίδιος ο κομμουνισμός δεν προβάλλει πλέον απλώς σαν ένας σχηματισμός μέσα στην ίδια γραμμή με τους άλλους σχηματισμούς, αλλά σαν ένας ριζικά νέος τύπος ανάπτυξης της κοινωνίας.

Η πορεία που έχει διανύσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της — αν ληφθούν υπόψη το τυχαίο, οι παλινωδίες, οι παύσεις, οι διαφορετικές γραμμές της ανάπτυξης… — μπορεί να συγκριθεί με ένα δέντρο, με τον κορμό του, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Αν διακρίνουμε όμως τη νομοτελειακή, τη βασική πορεία της ιστορίας, δηλαδή αν στρέψουμε την προσοχή μας στον «κορμό του δέντρου», τότε θα μπορούσε να παρομοιασθεί με σπείρα της έλικας, και η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα κάπου κοντά στο τέλος αυτής της σπείρας. Συνήθως αυτή η σπείρα (στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της) εξετάζεται μέσα από το πρίσμα: προταξική κοινωνία — ταξική κοινωνία — αταξική κοινωνία. Σε μια τέτοια προσέγγιση (η οποία — ειρήσθω εν παρόδω — σε λίγο – πολύ αναπτυγμένη μορφή δεν έχει πραγματοποιηθεί πουθενά), δίνεται έμφαση στην ταξική κοινωνία. Η τελευταία λειτουργεί σαν το σημείο αναφοράς, ενώ οι υπόλοιπες ορίζονται από τη σκοπιά της άρνησης: σαν μη ταξικές (προ- και μεταταξικές) κοινωνίες.

Πιστεύω ότι ωρίμασαν (είτε ωριμάζουν) ιστορικά οι συνθήκες για μια βαθύτερη κατανόηση αυτής της σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης της ανθρώπινης ιστορίας.

Ας εξετάσουμε αυτή τη σπείρα ξεκινώντας από το χαρακτηρισμό της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση.

Η αφετηριακή σχέση έχει ανακύψει φυσικά. Πραγματοποιείται μια χρησιμοποίηση μέσων επενέργειας, δεδομένων από τη φύση, σε έτοιμη μορφή. Σ’ αυτό το τμήμα της έλικας της ιστορίας, η φύση δρα μόνη της, αυτενεργεί, λαμβάνει χώρα κατ’ εξοχήν μια κατανάλωση αποτελεσμάτων της αυτενέργειας της φύσης. Αυτή η σχέση προς τη φύση δεσπόζει κατά την περίοδο στην οποία δεσπόζει η συλλεκτική οικονομία. Συλλογή είναι η άγρα, ο προσπορισμός, η χρησιμοποίηση έτοιμων αντικειμένων της φύσης, έστω και αν πραγματοποιείται με τη βοήθεια δημιουργημένων μέσων επενέργειας.

Τα δημιουργημένα μέσα επενέργειας εμφανίζονται, εννοείται, με την εμφάνιση του ανθρώπου ως βιολογικού όντος (σχηματίζοντας μια σημαντικότατη «πλευρά» της ανθρωποκοινωνιογένεσης). Κατακτούν όμως για πρώτη φορά την υλική ζωή της κοινωνίας με τη μετάβαση από την οικειοποιούμενη (με τη συλλογή και το κυνήγι) οικονομία στην παράγουσα. Θα χρειαστεί ωστόσο να περάσουν πάρα πολλοί αιώνες μέσα στους οποίους εκτυλίσσεται η διαδικασία διαμόρφωσης του αποφασιστικού ρόλου των τεχνητών, των δημιουργημένων από τους ανθρώπους μέσων επενέργειας. Εδώ δεν πρόκειται να απαριθμήσω και να χαρακτηρίσω τα στάδια αυτής της διαδικασίας, θα αναφέρω μόνο ότι μέχρι τον καπιταλισμό το βασικό μέσο παραγωγής παρέμενε η γη, δηλαδή ένα μέσο παραγωγής δεδομένο κατ εξοχήν σε έτοιμη μορφή. Κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν εδώ η κτηνοτροφία και η γεωργία. Παρ’ όλα αυτά, αν και οι άνθρωποι πέρασαν από την άγρα στην καλλιέργεια φυτών και στην εκτροφή ζώων, ωστόσο θα έλεγε κανείς ότι στην «κατεργασία» τους εξακολουθούσαν να έχουν να κάνουν με αντικείμενα τα οποία ουσι­αστικά περνούσαν στη διάθεση τους ως δώρο της φύσης. Η «επεξεργασία» των αντικειμένων της φύσης γενικά και συνολικά παραμένει επιφανειακή. Συνεπώς, η ανθρωπότητα προς το παρόν γενικά και συνολικά μετασχηματίζει τη φύση εξωτερικά.

Με το σχηματισμό της μεγάλης βιομηχανίας αρχίζουν να δεσπόζουν στην πα­ραγωγή τα τεχνητά μέσα παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στη μετασχηματι­στική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση, όλο και σημαντικότερη, αποφασι­στικότερη σημασία για τη ζωή τους αποκτά η διείσδυση στην ουσία, στις ενδό­τερες συνάφειες των φυσικών διαδικασιών, των φυσικών μορφωμάτων.

Με τη μετάβαση από τους ανθρωποειδείς πιθήκους, τους προγόνους, προς τον άνθρωπο, οι διαμορφωνόμενοι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν αντικείμε­να της φύσης ως μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η συλλογή υλικού για την παραγωγή μέσων εργασίας και η ίδια η παραγωγή μέσων εργασί­ας ήταν κυρίως έργο βαρύ, κοπιαστικό. Αυτό είναι σαφές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε πολλές γλώσσες οι λέξεις με τις οποίες επισημαίνεται η εργασία είναι συγγενείς, ετυμολογικά, με λέξεις που επισημαίνουν κόπο, μόχθο, δυσκο­λία*. Και όπως είναι φυσικό υπήρχε πάντοτε η τάση για τη διευκόλυνση της εργασίας. (Προς το παρόν κάνω αφαίρεση από την αποτελεσματικότητα της ερ­γασίας).

Σταδιακά γινόταν η μετάβαση από τα μέσα παραγωγικής επενέργειας στη φύ­ση, τα οποία ήταν δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, σε παραγωγικά μέ­σα επενέργειας, τα οποία απαιτούσαν άμεσες προσπάθειες του ανθρώπου για την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση τους, σε αυτενεργά μέσα. Αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο επάνοδο στο αφετηριακό σημείο: στην αυτενέργεια (στο αφετηρι­ακό σημείο «αυτενεργεί» η παρθενική φύση), αλλά στην αυτενέργεια πλέον της τεχνητής φύσης.

Στο μεταξύ, με την πάροδο του χρόνου τα αυτενεργά, τα μέσα που ενεργούν αυτόματα, αρχίζουν από μόνα τους να παράγουν τον εαυτό τους. Τα αυτόματα αρχίζουν να δημιουργούν αυτόματα, πραγματοποιείται η αυτοαναπαραγωγή αυτε­νεργών μέσων επίδρασης πάνω στη φύση.

Αυτή η κατά κάποιο τρόπο επάνοδος στο αφετηριακό σημείο έγκειται στο γε­γονός ότι ο άνθρωπος αρχίζει και πάλι να έχει να κάνει με διαδικασίες δημιουρ­γίας αντικειμένων, ικανών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του οι οποίες (διαδικα­σίες) διεξάγονται σε σημαντικό βαθμό από μόνες τους, αυτόματα, χωρίς την άμεση εργασία. Ωστόσο δεν πρόκειται παρά μόνο για μια κατά κάποιο τρόπο επάνοδο, διότι: 1. Οι τελευταίες διαδικασίες κατάγονται από την εργασία και 2. στην κάθε δεδομένη στιγμή η αυτοματοποιημένη παραγωγή κατευθύνεται, σε τελ­ευταία ανάλυση, από την εργασία των ανθρώπων σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Δηλαδή, η αυτοματοποιημένη παραγωγή παραμένει υποταγμένη στην εργασία, στους ανθρώπους, διατηρείται στη θέση του μέσου παραγωγικής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση. Δεν πρόκειται πλέον για ένα μέσο που έχει προκύψει με φυσικό τρόπο, αλλά για ένα μέσο τεχνητό, δημιούργημα των ανθρώπων, το οποίο έχει σε σημαντικό βαθμό μετατραπεί σε αυτενεργό, σε αυτόματο. Στο βαθμό που έχει μετατραπεί σε αυτενεργό, γίνεται και ανεξάρτητο από τους ανθρώπους. Για την ακρίβεια, τα μέρη της αυτοματοποιημένης παραγωγής αποκτούν όλο και με­γαλύτερη σχετική αυτοτέλεια, αν και συνολικά η παραγωγή παραμένει υποταγμέ­νη στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κατά όλο και πιο ευέλικτο τρόπο για τους σκοπούς τους ολόκληρη την παραγω­γή στο σύνολο της και ως όλο.

Κάτι αντίστοιχο, αν και όχι πανομοιότυπο, συμβαίνει με το υλικό που υφίστα­ται την επίδραση. Αρχικά χρησιμοποιείται υλικό δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στη συνέχεια, υλικό το οποίο προκαταβολικά επεξεργάζεται μέσα στη διαδικασία της εργασίας, ωστόσο εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές φυ­σικές ιδιότητες, τις οποίες διέθετε και πριν από την επεξεργασία. Στο τελικό τμήμα αυτής της σπείρας της έλικας δημιουργούνται τεχνητά υλικά με προκαθο­ρισμένες ιδιότητες.

Συνεπώς, από τη μια πλευρά ο άνθρωπος διαθέτει δεδομένο από τη φύση υλικό, χρησιμοποιεί τις φυσικές νομοτέλειες. Από την άλλη πλευρά δεν προσαρμόζεται απλώς στο φυσικό υλικό, αλλά θέτει συνειδητά το καθήκον, το ζητούμενο (να δη­μιουργήσει υλικό με τις ιδιότητες που χρειάζονται στον άνθρωπο) και παράγει τέτοιο υλικό.

Η αλλαγή της σχέσης προς το υλικό καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ανάπτυξη των μέσων εργασίας.

Όλη η ιστορία που έχει διανύσει η ανθρωπότητα είναι η ιστορία της υπερο­χής της μηχανικής παραγωγής, η ιστορία της χρησιμοποίησης κατ’ εξοχήν (όμως κάθε άλλο παρά αποκλειστικά) της μηχανικής μορφής κίνησης, αν και από τα πρώτα κιόλας στάδια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται και άλλες μορφές κίνη­σης της ύλης (αυτό μαρτυρεί π.χ. η φωτιά). Η υπεροχή της χρησιμοποίησης της μηχανικής παραγωγής φέρει τη σφραγίδα της προέλευσης του ανθρώπου από τον ζωικό κόσμο (το χέρι αποτελεί όργανο μηχανικής μετατόπισης). Η εργασία με όλα τα συστατικά της διαμορφωνόταν κατά τη χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν της μηχανικής μορφής κίνησης. Ως προς την ουσία της, η χειρωνακτική εργασία έχει προσαρμοστεί στη μηχανική δραστηριότητα. Με βάση τις ήδη υπάρχουσες τάσεις μπορεί να πει κανείς ότι στο μέλλον όλο και μεγαλύτερο ρόλο θα αποκτά ο μετασχηματισμός διαδικασιών (στη μηχανική παραγωγή μετασχηματίζονται κυρίως πράγματα), ότι ολοένα και μεγαλύτερη σημασία θα αποκτούν οι παρα­γωγές που βασίζονται στη χρησιμοποίηση πιο αναπτυγμένων από τη μηχανική μορφών κίνησης. Σε τελική ανάλυση η παραγωγή, κατά τη γνώμη μου, θα κατα­στεί κατ’ εξοχήν βιολογική. Η βιοτεχνολογία ήδη συνιστά έναν από τους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής με τις μεγαλύτερες προοπτικές. Η μετάβαση όμως στη βιο-παραγωγή θα σημάνει την κατοχή από τους ανθρώπους της ουσί­ας ολόκληρου του έμβιου κόσμου και του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Μα­ζί μ’ αυτό ανακύπτουν και αναπτύσσονται δύο αντίθετες δυνατότητες: 1. Η δυνα­τότητα κατάκτησης των βιολογικών νομοτελειών (αναφορικά με τον άνθρωπο — για την εξάλειψη των ασθενειών, για την παράταση της ζωής του ανθρώπου, για την εναρμόνιση του ως βιολογικού όντος) και ταυτόχρονα 2. η δυνατότητα φθο­ράς του ανθρώπου, ολόκληρης της ανθρωπότητας ως συνόλου βιολογικών όντων.

Η παρέμβαση στη βιολογική φύση του ανθρώπου ενέχει τον κίνδυνο να αποκτή­σει οριακά το χαρακτήρα αυτοκτονίας για την ανθρωπότητα. Εδώ παρατηρούμε άλλη μια σπείρα της έλικας: από τη «δημιουργία» του ανθρώπου (ως βιολογικού όντος) από τη φύση στη, βιολογική αυτοδημιουργία (που συνοδεύεται από την ικανότητα για αυτοκαταστροφή) του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο.

Σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σπείρας της έλικας της ιστορίας, μεταβάλλεται ουσιαστικά η αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας με τη φύση και από άλλες πλευρές της. Αφετηριακή αλληλεπίδραση (που προσιδιάζει και στα ζώα) με τη φύση είναι η κατ’ εξοχήν προσαρμογή στη φύση. Με το σχηματισμό των αν­θρώπων εμφανίζεται, ως σταθερή διαδικασία, η διαδικασία μετασχηματισμού της φύσης, κατά την οποία η φύση προβάλλει ως μέσο για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια των πρώτων φάσεων εμφάνισης της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος αγωνίζεται για τη βιολογική επιβίωση. Αρχικά, γενι­κά και στο σύνολο της, η αποδοτικότητα της δραστηριότητας των ανθρώπων για την εξασφάλιση της ζωής τους ταλαντεύεται κοντά στο ελάχιστο. Δηλαδή, η τα­λάντωση εκτείνεται κοντά σε δείκτες οι οποίοι είναι οι ελάχιστοι απαραίτητοι όροι για τη διατήρηση εν ζωή του ανθρώπινου γένους. Αυτό εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και με το γεγονός ότι ο πληθυσμός της γης σ’ αυτή τη φάση της ιστορί­ας αναπτύσσεται με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς (αυτό μαρτυρεί και η χαμηλή διάρκεια ζωής).

Ολόκληρη η περίοδος διαμόρφωσης της ανθρωπότητας από αυτή την άποψη (από την άποψη της δυνατότητας ικανοποίησης των αναγκών) αρχίζει από τη χρονική στιγμή κατά την οποία το ανθρώπινο γένος απέκτησε την ικανότητα να προσπορίζεται και να παράγει μέσα για την ύπαρξη του, τα οποία σε κάποιο βαθμό υπερβαίνουν το ελάχιστο που αναφέραμε. Όμως η ανθρωπότητα δεν έχει ακόμα κατακτήσει μια παραγωγή η οποία καθιστά δυνατή την ικανοποίηση του βέλτιστου των βιολογικών αναγκών (διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, κατοικίας, βιολογικά βέλτιστων συνθηκών εργασίας κλπ.).

Σε όλη τη διάρκεια διαμόρφωσης της ανθρωπότητας διατηρείται (αν και σε διαφορετικό βαθμό) η πάλη των ανθρώπων για την επιβίωση τόσο μεταξύ τους, όσο και με τη φύση. Προς το παρόν θα σταθώ στην τελευταία. Η σχέση προς τη φύση, η μετασχηματιστική επενέργεια σε αυτήν προβάλλει, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρωπότητας, κατ’ εξοχήν ως αγώνας με ένα αμείλικτο απει­λητικό αντίπαλο. Γι’ αυτό σε πρώτο πλάνο προβάλλει η καθυπόταξη της φύσης από τον άνθρωπο, η κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη φύση, η αρπακτική σχέ­ση προς τη φύση (αρπαγή πάση θυσία). Στην αρχή όμως η επενέργεια της αν­θρωπότητας στη· φύση μπορεί να συγκριθεί ως προς την κλίμακα και το βάθος της επίδρασης, με αυτή των ζώων στο περιβάλλον. Η αλήθεια είναι ότι εξυπαρχής οι άνθρωποι, σε αντιδιαστολή με τα ζώα, επενεργούν στη φύση κατ’ εξοχήν με τη βοήθεια παραγωγικών εργαλείων. Και στις απαρχές — περίπου στην περί­οδο κατά την οποία η ικανοποίηση των-αναγκών του ανθρώπινου γένους κυ­μαίνεται γύρω στο ελάχιστο — οι άνθρωποι εξακολουθούν κυρίως να προσαρμό­ζονται σ’ αυτήν. Οι άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση ούτε των φυσικών, ούτε των κοινωνικών συνεπειών της επενέργειας τους (ως ανθρωπότητας, ως ανθρώπινου γένους) στη φύση. Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να διατηρείται, αν και σε χαμηλότερο βαθμό, και κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρωπότητας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η σχέση των ανθρώπων προς τη φύση, τόσο κατά την περίοδο εμφάνισης, όσο και κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρωπότητας, από τη μια πλευρά, αντιπαρατίθεται σε αυτή των ζώων (ως μετασχηματίζουσα), ενώ από την άλλη πλευρά παραμένει ζωώδης (αρπακτική, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες της επενέργειας στη φύση).

Στο βαθμό που εμβαθύνει και διευρύνεται η μετασχηματιστική επενέργεια, η κλίμακα και το βάθος της επενέργειας των ανθρώπων στη φύση, αρχίζει ολοένα και περισσότερο να διαφοροποιείται από αυτή των ζώων. Σταδιακά οι άνθρωποι αρχίζουν να προβλέπουν τις όλο και βαθύτερες και απώτερες συνέπειες της επε­νέργειας τους στη φύση. Και ταυτόχρονα εμβαθύνει και διευρύνεται η αρπακτική σχέση προς τη φύση, η υποταγή της φύσης στον άνθρωπο. Η επενέργεια αυτή ως προς το βάθος και την κλίμακα της καθίσταται τελικά τόσο σημαντική, ώστε καταλαμβάνει ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε η αν­θρωπότητα, δηλαδή ολόκληρη τη Γη, όλη την επιφάνεια και το υπέδαφος της. Και μάλιστα την καταλαμβάνει σε τόσο βάθος ώστε το τεχνητά δημιουργούμενο περιβάλλον αρχίζει να διαπερνά ολόκληρο το κατοικήσιμο περιβάλλον. Μ’ άλλα λόγια, σε μια ευρύτερη και βαθύτερη διατύπωση, η δημιουργημένη με αρπακτικό τρόπο «τεχνητή φύση» αρχίζει να διαπερνά ολόκληρη τη «φυσική φύση». Η ανθρωπότητα αποκτά δυο αντίθετες δυνατότητες: από τη μια πλευρά, τη δυνατό­τητα μετασχηματισμού όλων των γήινων συνθηκών ύπαρξης της σύμφωνα με τις ανάγκες της· από την άλλη, τη δυνατότητα ολοσχερούς καταστροφής της Γης, είτε με πόλεμο, είτε ειρηνικά. Αυτές οι κολοσσιαίες δημιουργικές και ταυτόχρο­να αυτοκαταστροφικές δυνατότητες της ανθρωπότητας τη θέτουν ενώπιον του διλήμματος: είτε θα αποκτήσει συνειδητά τον έλεγχο και την κυριότητα των υπέρογκων δυνατοτήτων της και θα τις χρησιμοποιήσει για το καλό της ανθρω­πότητας ως όλου, είτε θα πεθάνει.

Σήμερα η κατακερματισμένη ανθρωπότητα, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ικανή να εξουδετερώσει τις μεν ή τις δε άμεσες, είτε σε ασήμαντο βαθμό τις γενικές επιπτώσεις της αρπακτικής παραγωγικής δραστηριότητας της. Ωστόσο, στο βαθμό που διαμορφώνονται οι παγκόσμιοι παραγωγικοί δεσμοί και εμβαθύ­νει η παραγωγική επενέργεια, η καταστροφική επίδραση στον πλανήτη μας κα­θίσταται όλο και πιο βαθιά, σφαιρική και ολόπλευρη.

Μόνο η συνένωση της ανθρωπότητας και η συνειδητή ενοποιημένη παναν­θρώπινη ανάπτυξη, που θα είναι σχεδιοποιημένη στην κλίμακα της ανθρωπότη­τας, θα διανοίξει ριζικά νέες προοπτικές για την εξάλειψη των αρνητικών συνε­πειών της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πορεία της ιστορίας, υπό την απειλή του θανάτου της ανθρωπότητας, ωθεί αναγκαστικά σε μια νέα σχέση προς τη φύση, σε μια σχέση η οποία θα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο επάνοδο στο αφε­τηριακό σημείο. Σε ένα τέτοιο μετασχηματισμό της φύσης που θα συνιστούσε κατά κάποιο τρόπο προσαρμογή, κατά κάποιο τρόπο διατήρηση της φύσης σε παρθενική μορφή, δηλαδή σε ένα μετασχηματισμό που θα λάμβανε υπόψη τις απώτερες συνέπειες της επενέργειας στη φύση στο σύνολο τους.

Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή αυτή θα είναι τόσο σημαντική και βαθιά, ώστε με την πληρέστερη χρησιμοποίηση του λόγου, της επιστήμης, θα οδηγήσει στο μετασχηματισμό όλης της Γης (του εδάφους και του υπεδάφους της), και κατά συνέπεια, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος της ανθρωπότητας, το οποίο δεν θα είναι πλέον φυσικό, αλλά τεχνητό. Η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της ανθρωπό­τητας για τη δημιουργία τεχνητού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της αυτοματοποίησης και της δημιουργίας τεχνητών υλικών σημαίνουν ότι θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την έξοδο της ανθρωπότητας από τα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος της, για την υπέρβαση των. ορίων του αποκλειστικά γήινου πολιτισμού και τη μετάβαση στο διαστημικό, κοσμικό πολιτισμό. Η ανα­γκαιότητα αυτού του κοσμικού πολιτισμού υπαγορεύεται μεταξύ άλλων και από τα όρια των αποθεμάτων πρώτων υλών για την παραγωγή, χώρου για την ανά­πτυξη της παραγωγής και του πληθυσμού (πιστεύω ότι η δημιουργία αφθονίας υλικών αγαθών θα επιφέρει μια νέα δημογραφική έκρηξη).

Έτσι λοιπόν, ο πολιτισμός που έχει αναπτυχθεί στην ιστορία και εξακολου­θεί να αναπτύσσεται σήμερα συνιστά τη σπείρα της έλικας του γήινου πολιτι­σμού, τον οποίο ήδη έρχεται να αντικαταστήσει — καθίσταται πλέον αναγκαιό­τητα — ο κοσμικός πολιτισμός. Μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη μετάβαση στον τελευταίο είναι η ενοποίηση της ανθρωπότητας. Χωρίς την ενο­ποίηση της, η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει ούτε να επιβιώσει, ούτε και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που είναι απαραίτητες για μια ευρεία προσπέλαση στο διάστημα (από σήμερα κιόλας μεγάλα διαστημικά προγράμματα μπορούν να πραγματοποιούνται είτε από τα ισχυρότερα κράτη, είτε από μερικά κράτη που συνενώνουν τις δυνάμεις τους).

Δεν είναι μόνο τα μέσα της παραγωγικής επενέργειας στη φύση και τα χρησι­μοποιούμενα στην παραγωγή υλικά που αναπτύσσονται ελικοειδώς, αλλά και και ο ίδιος ο άνθρωπος. Από την αρχή η εργασία αποτελεί τον καθοριστικό παράγο­ντα της εμφάνισης και της περαιτέρω ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Όμως στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υπερτερεί η παραγωγή αλλά η συλλογή, ο πορισμός έτοιμων αγαθών. Αντίστοιχα και οι άνθρωποι — από τη σκοπιά της δραστηριό­τητας που υπερτερεί — δεν είναι παραγωγοί αλλά «συλλέκτες». Αντίστοιχα οι «τεχνικές» και οι δεξιότητες τους είναι κατ’ εξοχήν «τεχνικές» και δεξιότητες για τη χρησιμοποίηση μέσων επενέργειας (δημιουργημένων είτε παρμένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση) μέσα στη διαδικασία της άγρας, της συλλογής, οι δε γνώσεις τους απορρέουν κατ’ εξοχήν από την άμεση παρατήρηση. Εφ’ όσον δε η συλλογή με τη βοήθεια μέσων επενέργειας, δεδομένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση είτε δημιουργημένων από την εργασία, αποτελεί ανηρημένη ζωώδη σχέση προς τη φύση, στη συνείδηση των ανθρώπων υπερτερεί η συνειδητοποίηση της ζωώδους σχέσης προς τη φύση, δηλαδή η συνείδηση της ζωντανής συγκεκριμέ­νης συνάφειας με ό,τι τους περιβάλλει και των μεταξύ τους δεσμών. Με τη μετά­βαση στην υπεροχή της παραγωγής, στην παράγουσα οικονομία οι άνθρωποι καθίστανται κατ’ εξοχήν παραγωγοί. Όμως στην παραγωγή για ένα παρατεταμέ­νο χρονικό διάστημα βασικά μέσα παραγωγής παραμένουν τα μέσα παραγωγής που έχουν προκύψει με φυσικό τρόπο: η γη και τα ζώα. Απ’ εδώ απορρέει και η παρατεταμένη επικράτηση της άμεσης σχέσης προς τη φύση: ο ίδιος ο παραγωγός προβάλλει άμεσα είτε σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ο ίδιος ο παραγωγός στον ένα ή στον άλλο βαθμό δεν έχει ακόμα αποσπαστεί από τα μέσα παραγωγής, αποτελεί και ο ίδιος μέσο παραγωγής. Ο διαχωρισμός μέσων παραγωγής και παραγωγών, η διάκριση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, πραγματοποιείται στο βαθμό της ανάπτυξης και διάδοσης των δημιουργημένων από την εργασία μέσων παρα­γωγής. Μεταξύ των δημιουργημένων από την εργασία μέσων παραγωγής αρχικά υπερτερούν τα μέσα εργασίας, τα οποία τίθενται σε λειτουργία από την ατομική εργασία.

Η διάδοση της χειρωνακτικής εργασίας (με, είτε χωρίς καταμερισμό εργασίας) αντιστοιχεί στην εναρκτήρια φάση διείσδυσης στην ουσία διαδικασιών και φαι­νομένων. Ωστόσο η διείσδυση αυτή συνειδητοποιείται με τη μορφή της μοναδι­κότητας, είτε της ιδιαιτερότητας, δηλαδή με μορφή που αντιφάσκει με την ου­σία. Στο βαθμό που καταβάλλονται προσπάθειες για τη γνώση της ουσίας σε καθαρή μορφή, η γνώση αυτή υπάρχει σαν εικασία, περιπλεγμένη με αρκετή δόση φαντασίας. Στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας, ανα­πτύσσεται σε τελευταία ανάλυση το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής ερ­γασίας, καθώς και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης και μάλιστα παρα­γωγική σημασία έχει η εμπειρική και όχι η θεωρητική γνώση.

Με την ανάπτυξη της παραγωγής με μηχανές και τη μετατροπή της σε αποφα­σιστικό είδος της παραγωγής επικρατέστερη καθίσταται η μηχανική, η φυσική εργασία για τη χρησιμοποίηση των μηχανών. Ταυτόχρονα η τελειοποίηση, και περισσότερο η δημιουργία μηχανών απαιτεί, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, όχι μόνο εμπειρικές αλλά και θεωρητικές γνώσεις (η ίδια η εμπειρία σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό κατευθύνεται και μετατρέπεται σε πείραμα). Η θεωρητική και η πειραματική γνώση αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία. Η μηχανική παραγω­γή προετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης, οδηγώντας το ως το ακραίο όριο του. Ωστόσο το έδαφος αυτό ετοιμάζεται πλήρως με την ανα­πτυγμένη αυτοματοποίηση, οπότε η εργασία για την ανάπτυξη της αυτοματοποι­ημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής χρησιμοποίησης μηχανών.

Με την ανάπτυξη της απλής μηχανικής παραγωγής και στη συνέχεια της αυ­τοματοποιημένης παραγωγής, αναπτύσσεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας της ερ­γασίας.

Η ιστορική ανάπτυξη του χαρακτήρα της εργασίας διεξαγόταν με ελικοειδή μορφή. Αφετηριακό σημείο ήταν η εργασία που είχε συλλογικό χαρακτήρα, ο οποίος ανέκυψε με φυσικό τρόπο. Ο χαρακτήρας αυτός καθοριζόταν από την αναγκαιότητα επιβίωσης του ανθρώπινου γένους σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, από το ανέφικτο της μοναχικής ζωής. Η εκδίωξη από την ομάδα, όταν μάλιστα ήταν αδύνατο να εισχωρήσει ο εξοστρακισμένος σε κάποια άλλη ομάδα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων σήμαινε θάνατο.

Στη συνέχεια αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ η ατομική χειρωνακτική εργα­σία. Οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις ανέκυψαν πρωταρχικά ακριβώς πάνω στη βάση της χειρωνακτικής εργασίας και οδήγησαν στη συνεργασία, στο συντονισμό αυτής της εργασίας. Μέσα στη διαδικασία της συνεργασίας και του καταμερισμού, είτε του επιμερισμού και της συνεργασίας της χειρωνακτικής ερ­γασίας πραγματοποιείται η μετάβαση στη μηχανική εργασία, Ακριβώς η μετά­βαση στην εργασία με μηχανές αποτέλεσε και το πέρασμα στον καθ’ εαυτό κοι­νωνικό χαρακτήρα της εργασίας, δηλαδή πραγματοποιείται μια κατά κάποιο τρό­πο επάνοδος στο αφετηριακό σημείο: στην ενοποιημένη εργασία.

Η ανάπτυξη διάνυσε το δρόμο από τη διαδικασία λήψης αντικειμένων κατανά­λωσης, κατά την οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν άμεση παρατήρηση, στη διείσ­δυση στην ουσία των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών, στη διάκριση της ουσίας σε καθαρές μορφές, στη θεωρία και στην εμπειρία η οποία βασίζεται στη χρησι­μοποίηση της θεωρίας (στο πείραμα), στην επιστήμη ως παραγωγική δύναμη. Η χρησιμοποίηση της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης σημαίνει πλέον χρησι­μοποίηση της θεωρίας και του πειράματος ως κοινωνικού όλου στην πρακτική, στην παραγωγή, σημαίνει κίνηση από τη θεωρία στην πρακτική ως κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή στην επιστήμη και την πρακτική της κοινωνίας. Από τη δρα­στηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με τη βοήθεια οργάνων του σώματος) κατ’ εξοχήν δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής, προς την επικράτηση της ερ­γασίας για τη χρησιμοποίηση δημιουργημένων μέσων παραγωγής και από αυτή στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία και χρησιμοποίηση αυτενερ­γών μέσων παραγωγής.

Με ελικοειδή τρόπο αναπτύσσονταν επίσης και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώ­πων. Η ανάπτυξη προχώρησε από τους συλλογικούς δεσμούς φυσικής προέλευ­σης προς τη διάλυση αυτών των δεσμών, προς τη διάκριση των ανθρώπων από τις τέτοιου είδους ομάδες και τη διαμόρφωση δεσμών των μεμονωμένων ατόμων, ενοποιημένων από το γεγονός ότι όλοι οι υπόλοιποι προβάλλουν για το άτομο μόνο ως μέσο για την υποστήριξη της δικής του ύπαρξης και από αυτούς τους δεσμούς στους αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτή­των. Εν τω μεταξύ, ενώ οι αφετηριακές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και αποκομμέ­νες μεταξύ τους, στο τέλος αυτής της σπείρας της έλικας ομάδα θα είναι ολό­κληρη η ενοποιημένη ανθρωπότητα. Και ποια είναι η βάση αυτής της ανάπτυ­ξης; Η ανάπτυξη της παραγωγικής αμοιβαίας, σχέσης με τη φύση. Σχηματοποι­ώντας σχετικά τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο κυριαρχούν στην παραγωγική αλληλεπίδραση με τη φύση μέσα παραγωγής τα οποία έχουν προκύ­ψει από τη φύση και στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις κυριαρχούν οι φυσικής προέλευσης δεσμοί των ανθρώπων. Όταν όμως κυριαρχούν τα δημιουργημένα μέσα παραγωγής στην παραγωγική αλληλεπίδραση με τη φύση, μεταξύ των αν­θρώπων κυριαρχούν οι καθαυτό κοινωνικοί δεσμοί. Η γενική πορεία ανάπτυξης των δημιουργημένων μέσων παραγωγής οδηγεί από τα ατομικά μέσα τα οποία ενεργοποιούνται με τη χειρωνακτική εργασία, στα μέσα παραγωγής τα οποία έχουν καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα. Ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας με την εμφάνιση και ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής καθίσταται πλέον τεχνική αναγκαιότητα. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας είναι που οριοθετεί την ενοποίηση των ανθρώπων, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ο βαθμός ανάπτυξης του οριοθετεί σε τελευταία ανάλυση και το βαθμό της πραγματικής (σ’ αντιδιαστολή με την τυπική) κοινωνικοποίησης. Η ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής, πάνω στη βάση και στην ενότητα της με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προχωρά: από την ιδιοκτησία των γενών, των φυλών και της κοινότητας προς την ιδιωτική ιδιοκτησία (ας σημειώσουμε ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία αντιστοιχεί πλήρως στα χειρωνακτικά μέσα εργασίας) και από αυτή στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αρχικά παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής ταυτίζονται άμεσα μεταξύ τους. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για μια απόλυτη ταύτιση, διαφορές μεταξύ τους υπάρχουν από την εμφάνιση κιόλας του ανθρώπου. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, όλο και περισσότερο προβάλλει σε πρώτο πλάνο η ουσιώδης διαφορά μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (της διαμόρφωσης της ανθρώ­πινης κοινωνίας) δεν εξαλείφεται πλήρως η άμεση ταύτιση τους.

Στους προκαπιταλιστικούς ανταγωνιστικούς σχηματισμούς αυτό είναι κατά τη γνώμη μου δεδομένο με σαφή και εξόφθαλμο τρόπο: ο δούλος και εν μέρει ο φεουδαρχικά εξαρτημένος αγρότης ταυτίζονται με τα μέσα παραγωγής. Στον κα­πιταλισμό η άμεση ταύτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να διατηρείται σε λανθάνουσα κατάσταση: η εργατική δύναμη είναι πράγμα, το οποίο υφίσταται αγοραπωλησία, δηλαδή σ’ αυτή τη σχέση εξισώνεται με οποιοδήποτε εμπόρευ­μα, με οποιοδήποτε αντικείμενο. Ως αγορασμένο από τον καπιταλιστή για την παραγωγική χρησιμοποίηση του, το «πράγμα» εργατική δύναμη εξισώνεται σ’ αυτή τη σχέση με τα μέσα παραγωγής.

Το επόμενο στάδιο είναι η αποκατάσταση της ταύτισης παραγωγικών δυνάμε­ων και σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται όμως εδώ για μια διαφορετική ταύτιση που εδράζεται σε νέα βάση: ο άνθρωπος απελευθερώνεται σταδιακά από την άμεση εργασία για τη χρησιμοποίηση των αυτοματοποιημένων μέσων παραγω­γικής επενέργειας στη φύση.

Στα αφετηριακά στάδια λαμβάνει χώρα μια διαβίβαση των φυσικών ενεργειών του ανθρώπου σε τεχνητά μέσα παραγωγής επενέργειας στη φύση, στη συνέχεια δε όλο και πιο περίπλοκων διανοητικών λειτουργιών. Η κατεύθυνση αυτής της τάσης έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος όλο και περισσότερο απωθείται (με τα αυτόματα μέσα παραγωγικής επενέργειας στη φύση) από τη σφαίρα της ερ­γασίας. Ο όγκος της ζωντανής εργασίας τον οποίο έχει ανάγκη η κοινωνία, σε τελευταία ανάλυση, έχει την τάση να μειώνεται. Η διατηρούμενη εργασία συνδέ­εται με ολοένα και πιο διαμεσολαβημένο τρόπο με το τελικό προϊόν και στην εργασία διατηρούνται οι πλέον περίπλοκες λειτουργίες του, οι οποίες διατη­ρούνται κάτω από την πίεση «της επέλασης των μηχανών στην εργασία». Φυσι­κά η τάση αυτή ούτε σε καθαρή μορφή πραγματοποιείται, ούτε και ακολουθεί μια ευθεία ανοδική γραμμή. Είναι γνωστό π.χ. ότι η αυτοματοποίηση σε ορισμένα αφετηριακά στάδια οδηγεί στην αύξηση της εργασίας που απαιτεί χαμηλή κατάρ­τιση.

Τα αυτόματα μέσα παραγωγικής επενέργειας στη φύση δημιουργούν, σε τελευ­ταία ανάλυση, τις προϋποθέσεις για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου (ο οποίος είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή του δεδομένου ατόμου, της οικογένειας του, για τις κοινωνικές ανάγκες), για τη μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Διανοίγουν προοπτικές για την επίτευξη συνθηκών, κατά τις οποίες οι προσπάθειες που αναλώνουν τα άτο­μα κατά τη διάρκεια του γενικού αναγκαίου εργάσιμου χρόνου να αποτελούν το μικρότερο μέρος των παραγωγικών προσπαθειών για τις οποίες είναι ικανός ο άνθρωπος: Αυτό θα άνοιγε τη -δυνατότητα για μια ελεύθερη πραγμάτωση του μεγαλύτερου μέρους αυτών των προσπαθειών ολοκληρωτικά (είτε κατά κύριο λόγο) σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα των ατόμων.

Η διαβίβαση φυσικών λειτουργιών του ανθρώπου στις μηχανές προκάλεσε την ανάγκη για την ανάπτυξη της φυσικής αγωγής. Αν η εργασία κατευθύνεται κατ’ εξοχήν σε ένα αντικείμενο εξωτερικό ως προς τον άνθρωπο, η φυσική αγωγή έχει τον άνθρωπο ως αυτοσκοπό. Στο βαθμό που θα διαβιβάζονται στις μηχανές διανοητικές λειτουργίες, θα αυξάνεται και η ανάγκη των ατόμων για διανοητική αγωγή. Η ίδια η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής δημιουργεί τη δυνατότητα, η δε φύση του ανθρώπου ως κοινωνικό – φυσικού όντος απαιτεί τη φυσική και διανοητική αγωγή και ανάπτυξη. Έτσι, αν ο άνθρωπος θέλει (σε συνθήκες δια­βίβασης στις μηχανές φυσικών και διανοητικών λειτουργιών) να μη είναι ασθε­νής, να ζει μια άρτια ζωή, τότε η φυσική και η διανοητική αγωγή αποβαίνουν αναγκαιότητα, δηλαδή καθίσταται αναγκαιότητα η φυσική και η διανοητική ανά­πτυξη των ατόμων ως αυτοσκοπός. Και μ’ αυτή την αναγκαιότητα δηλώνει την παρουσία της και μια άλλη τάση. Η ίδια η βιολογική ζωή, ως ενότητα και αντί­θεση ζωής και θανάτου, απαιτεί μια διαρκή πάλη με το θάνατο για τη ζωή. Η εργασία, η οποία ανέκυψε ως μέσο διατήρησης της φυσικής ύπαρξης, διαμόρ­φωσε το βιολογικό είδος του ανθρώπου και ταυτόχρονα δεν απέβη μόνο κάτι από το οποίο προσπαθούν να απαλλαγούν, αλλά και κάτι, χωρίς το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο ως ιδιότυπο ανθρώπινο όν (σ’ αντιδιαστολή με τα ζώα), αλλά ακόμα και ως βιολογικό ον ειδικού γένους. Μ’ άλλα λόγια η εργασία δεν συνιστά μόνο επαχθές φορτίο, αλλά και ανάγκη. Πρόκειται για μια ανάγκη η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, από τη μια πλευρά κοινωνικό – φυσι­κή, ενώ από την άλλη καλλιεργείται με τη διαπαιδαγώγηση. Η ανάγκη για εργα­σία είναι η ανάγκη του υγιούς ανθρώπινου οργανισμού για εργασιακή ένταση. Και στο βαθμό που θα αίρεται η υπέρμετρη εντατικότητα και η διάρκεια της εργασίας, στο βαθμό της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, προωθείται σε πρώτο πλάνο η ανάγκη για εργασία (συγκριτικά με την ανάγκη αποφυγής της εργασίας).

Ο κομμουνισμός, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης, αποτελεί την άρνηση της άρνη­σης της προγενέστερης ιστορίας. Ο κομμουνισμός είναι ο νέος τύπος ανάπτυξης της ανθρωπότητας, ο οποίος όταν φτάσει στην ωριμότητα του θα έχει, κατά τα φαινόμενα, και ο ίδιος διάφορα στάδια ανάπτυξης. Μόνο η κομμουνιστική, η αυθεντικά ενοποιημένη ανθρωπότητα θα είναι σε θέση να αποτρέψει τελειωτικά την απειλή της πολεμικής εξόντωσης της και της θανάτωσης της από τις ανεξέ­λεγκτες δευτερογενείς επιπτώσεις της παραγωγής, να κατευθύνει ορθολογικά την ανάπτυξη των ατόμων (συμπεριλαμβανομένης και της τελειοποίησης της βιολο­γικής τους φύσης), της κοινωνίας, να μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες του ολόκληρη τη Γη και τον κοντά στη Γη χώρο, να εγκατασταθεί οριστικά έξω από τα όρια της Γης, να περάσει ολοκληρωτικά στον κοσμικό πολιτισμό, διατη­ρώντας τη Γη ως Μέκκα του κοσμικού τουρισμού.

Μία είναι κατά τη γνώμη μου η εναλλακτική λύση που απορρέει από τη νομοτελειακή πορεία της ιστορίας: είτε ο θάνατος της ανθρωπότητας, είτε σε τελευταία ανάλυση, η αυθεντική ενοποίηση της ανθρωπότητας και η συνειδητή διεύθυνση των κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες έχουν κατακτήσει είτε κατα­κτούν φονική ισχύ.

Πηγή: Διεθνής Σχολή “Λογική της Ιστορίας” 

Μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο: Δημήτρης Πατέλης

[1] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Έργα., τόμ. 4, σελ. 423 (ρωσ. εκδ.).

[2] Η λέξη ιδανικό χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια του ύψιστου στόχου στον οποίο κατατείνουμε.

[3] Για μια εκτενέστερη διαπραγμάτευση του ζητήματος βλ. Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορί­ας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, Μόσχα, 1988.

[4] Τι σημαίνει λοιπόν η λέξη αναθεώρηση; Αν ο δογματικός πασχίζει να διατηρήσει παρωχημένες θέσεις του μαρξισμού, ο αναθεωρητής απορρίπτει τις θέσεις εκείνες του μαρξισμού που δεν πάλιωσαν, αλλά εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους και για τη σύγχρονη εποχή. Επομένως, τόσο ο δογματικός, όσο και ο αναθεωρητής (εφόσον παραμένουν τέτοιοι) αποδεικνύονται ανίκανοι να έχουν μια δημιουργική σχέση με τον μαρξισμό.

[5] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τομ. 17, σελ. 24 (ρωσ. έκδ.).

[6] Α. Σ. Μακάρενκο, Για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, Μόσχα 1951, σελ. 199.

* Στα ρωσικά η λέξη τρούντ (εργασία) έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη τρούντνο (δύσκολα)· στην ελ­ληνική η λέξη δουλειά προέρχεται προφανώς απ’ τη δουλεία κλπ. (Σ.τ.μ.).

Μια δίκαιη βράβευση

Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τη μεμψιμοιρία, τα ειρωνικά σχολιάκια και τις πλακίτσες με τη βράβευση του υπουργού Οικονομικών από το περιοδικό The Banker. Ηταν μια πέρα για πέρα δίκαιη βράβευση, τουλάχιστον με τα κριτήρια του περιοδικού του ομίλου Financial Times, που είναι αφιερωμένο και αφοσιωμένο στην καλή και εις βάθος πληροφόρηση της τοκογλυφικής «Διεθνούς».

Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι το The Banker (= Ο Τραπεζίτης) έκανε μεγάλη υπέρβαση βραβεύοντας τον κ. Χρήστο Σταϊκούρα, αφού κατά κάποιο τρόπο αναγκάστηκε να προδώσει τη σεβαστή ομάδα των τραπεζιτών στους οποίους απευθύνεται. Υποθέτω ότι αν η κριτική επιτροπή –θα υπάρχει μια κριτική επιτροπή για το casting των υπουργών, έτσι δεν είναι;– γνώριζε την τιτάνια σύγκρουση του υπουργού με τους τραπεζίτες, τα μπινελίκια που αντάλλαξαν την αποφράδα ημέρα της 14ης Δεκεμβρίου 2022 για τα επιτόκια, το μπούλινγκ που υπέστη από τον υπουργό το ιερατείο του εγχωρίου χρηματοπιστωτικού καρτέλ, αν τα ήξερε όλα αυτά το The Banker, θα το ξανασκεφτόταν να βραβεύσει τον Σταϊκούρα υπουργό Οικονομικών του 2023.

Τώρα το κακό έγινε. Τα μπινελίκια διεθνοποιήθηκαν και το μπινελίκωμα κινδυνεύει να αναδειχθεί ως βέλτιστη πρακτική για υπουργούς Οικονομικών ανά την υφήλιο. Οι τραπεζίτες θα τρέμουν την ώρα και τη στιγμή που θα συναντηθούν με φιλόδοξους υπουργούς Οικονομικών, τους οποίους ουκ εά καθεύδειν το του Σταϊκούρα τρόπαιον, διότι τα μπινελίκια ας πούμε ότι καταπίνονται (άλλωστε υπάρχουν και βρώσιμα μπινελίκια, μετά μπίρας ή τσίπουρου). Αλλά αν οι υπουργοί απαιτήσουν από τους τραπεζίτες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων, να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού, να μειώσουν ή και να μηδενίσουν τις προμήθειες για κάθε σελφ σέρβις υπηρεσία που δεν προσφέρουν, να σταματήσουν τους πλειστηριασμούς ακινήτων, να κουρέψουν δραστικά τα χρέη των πιο ευάλωτων πελατών τους, να φρενάρουν τη συρρίκνωση του δικτύου καταστημάτων τους, να σταματήσουν τη μείωση και τις απολύσεις των τραπεζοϋπαλλήλων, αν γίνουν όλα τα αυτά τα ύστερα του κόσμου, τι θα γίνει; Θα τα κλείσουνε τα μαγαζιά;

Κι έπειτα, αν αποδεχθούμε τον ρεαλισμό της λαϊκής θυμοσοφίας «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι», ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα από τους σχεδόν αποθρασυμένους από τη βράβευση Σταϊκούρα υπουργούς Οικονομικών του κόσμου; Να αμφισβητήσουν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών; Να ανατρέψουν την τάξη του κόσμου μας εδώ και μισό αιώνα και να απαιτήσουν από τους κεντροτραπεζίτες να σταματήσουν τις αυξήσεις επιτοκίων; Να τους επιβάλουν να εγκαταλείψουν τον ιερό αγώνα τους κατά του πληθωρισμού; Να τους απαιτήσουν να ενθαρρύνουν και να χειροκροτήσουν ακόμη και τις αυξήσεις στους μισθούς; Να σταματήσουν να ακριβαίνουν το κόστος του χρήματος; Να πετάξουν ξανά χρήμα από το ελικόπτερο; Κι αν καταλήξει σε λάθος χέρια; Να γίνει όλος ο κόσμος Τουρκία, με πληθωρισμό 65%;

Δίκαιη η βράβευση Σταϊκούρα, κι έχουμε κάθε λόγο να νιώθουμε εθνική υπερηφάνεια για την επιλογή του. Αλλά έχει τα ρίσκα της. Αν ο υπουργός Οικονομικών του 2023 (για την Ευρώπη, για να μην παρεξηγούμαστε, γιατί ανάλογα βραβεία πήραν υπουργοί Οικονομικών στις άλλες ηπείρους) αναδεικνύεται ένας τόσο σκληρός διώκτης των τραπεζών από το περιοδικό των τραπεζιτών, μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε ότι η διεθνής συνομοσπονδία των συνδικάτων θα βραβεύσει τον Χατζηδάκη για τον απεργοκτόνο νόμο και το συνδικαλιστικό μητρώο, η Greenpeace θα αναδείξει τον Σκρέκα κορυφαίο υπουργό «πράσινο» Ενέργειας για την ολική επαναφορά στους υδρογονάνθρακες, η Διεθνής Διαφάνεια θα ανακηρύξει τον Πιερρακάκη κορυφαίο στις απευθείας αναθέσεις, το λόμπι των φαρμακευτικών θα απονείμει στον Πλεύρη το βραβείο αυτοΐασης άνευ φαρμάκων, ο Economist θα επιβραβεύσει τον Αδωνι ως «χρυσό αόρατο χέρι της αγοράς» και το Forbes θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει τις λίστες των υπερπλουσίων του κόσμου, ψάχνοντας εξονυχιστικά τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ. Εννοείται πως ο οίκος Sothby’s θα ανακηρύξει τον Κυριάκο κορυφαίο συλλέκτη της χρονιάς.

ΥΓ. Στο σκεπτικό του The Banker για τη βράβευση Σταϊκούρα μεταξύ άλλων αναφέρεται «η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης». Οπα! Ο Πιερρακάκης το ξέρει αυτό; Κι ακόμη «η απλούστευση του πλαισίου για την αδειοδότηση επενδύσεων και η τόνωση της έρευνας και της καινοτομίας». Στάκα! Τον Γεωργιάδη τον ρώτησαν γι’ αυτό; Ευτυχώς που τα παλικάρια δεν κατεβαίνουν στις ίδιες περιφέρειες, ειδάλλως θα χυνόταν αίμα. Γαλάζιο και αδελφικό.

Σταματήστε να αναπαράγετε τις θέσεις του Βρετανικού Μουσείου!

[δήλωση-έκκληση προς τα ΜΜΕ για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα]
Προφανώς το θέμα της επανένωσης του κορυφαίου μνημείου μάς απασχολεί –και πρέπει να μας απασχολεί– όλους και όλες, επιστήμονες και πολίτες. Το να αναπαράγουμε όμως –και μάλιστα με ιαχές- την προπαγάνδα του Βρετανικού Μουσείου, δεν μας κάνει αρωγούς στην διεκδίκηση των γλυπτών. Αντιθέτως, τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών βλάπτουν σοβαρά την ελληνική διεκδίκηση.

Σταματήστε να αναπαράγετε τις θέσεις του Βρετανικού Μουσείου. Τίποτα το νέο δεν κομίζουν οι δηλώσεις ιθυνόντων του Βρετανικού Μουσείου, όπως μεταφέρονται από αμερικάνικα και βρετανικά ΜΜΕ εδώ και δύο μέρες. Είναι, λέει, έτοιμοι να υπογράψουν μια συμφωνία «δανεισμού κάποιων τεμαχίων» των γλυπτών, με τα κατάλληλα «ανταλλάγματα» -ομήρους δηλαδή, ώστε να είναι σίγουροι ότι τα γλυπτά θα επιστρέψουν στο Λονδίνο- με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει την κυριότητα των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο. Μα αυτή είναι η θέση του Βρετανικού Μουσείου από όταν ξεκίνησε η ελληνική διεκδίκηση από την Μελίνα Μερκούρη!

Η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου όλα αυτά τα χρόνια είναι πανομοιότυπη: «τα γλυπτά έχουν αποκτηθεί νόμιμα από το Βρετανικό Μουσείο, μας ανήκουν, αν θέλει η Ελλάδα μπορούμε να της τα δανείζουμε για περιοδικές εκθέσεις και να γυρνάνε πίσω στο Λονδίνο, αρκεί να αποδεχτεί η Ελλάδα ότι η ιδιοκτησία των γλυπτών ανήκει στο Βρετανικό Μουσείο». Άλλωστε, το Βρετανικό Μουσείο μόνο για περιοδικό δανεισμό μπορεί να συζητήσει –όπως έκανε και με το Μουσείο Ερμιτάζ το 2014, όταν δάνεισε για ολιγόμηνη έκθεση στο ρωσικό μουσείο τη μορφή του Ιλισού από το αέτωμα του Παρθενώνα. Για την οριστική επιστροφή των γλυπτών στην Αθήνα χρειάζεται και η πολιτική βούληση της Βρετανικής κυβέρνησης, ώστε να αλλάξει ο σχετικός νόμος (British Act) ή να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του Charities’ Act για τα γλυπτά του Παρθενώνα.

Το ίδιο ακριβώς λέει και σήμερα το Βρετανικό Μουσείο: ότι είναι διατεθειμένο να μας δανείσει κάποια κομμάτια από τα γλυπτά, κι αν θέλουμε, αυτό μπορεί να ξεκινήσει στις αρχές του 2023 –το «προεκλογικό τυρί» για να χάψουμε και τη φάκα! Πολύ σωστά ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης μίλησε για «προβοκατόρικο δημοσίευμα» (δήλωση στην ΕφΣυν), ενώ πηγές του ΥΠΠΟΑ το διέψευσαν.

Τι δεν καταλαβαίνουν οι δημοσιογράφοι των ελληνικών ΜΜΕ; Για κάποιο λόγο αυτό δεν ήταν αρκετό για τα δελτία ειδήσεων της ελληνικής τηλεόρασης τα οποία, σε μια παβλοφικού τύπου αντίδραση, άρχισαν εν χορώ να «παίζουν» την είδηση χωρίς να ασχοληθούν με το περιεχόμενό της. Και κατάφεραν τα ελληνικά ΜΜΕ να αναδειχθούν, χτες και σήμερα, στους καλύτερους προπαγανδιστές της «γραμμής» του Βρετανικού Μουσείου. Γιατί τι άλλο κάνουν όταν παρουσιάζουν ως «σημαντική είδηση» την πάγια θέση του Βρετανικού Μουσείου; Μια θέση την οποία έχουν αντιπαλέψει όλες οι κυβερνήσεις της χώρας;

Η είδηση που διέρρευσε από την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές Δεκεμβρίου, μέσω της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, μιλούσε για προκαταρκτικές συζητήσεις, οι οποίες δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν γιατί υπήρξαν κάποια «αγκάθια» στις διαπραγματεύσεις. Το αγκάθι της κυριότητας των γλυπτών, που το Βρετανικό Μουσείου θέλει να κατοχυρώσει ότι του ανήκει νόμιμα –και καμία ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν αναγνωρίζει. Ούτε καν η κυβέρνηση Μητσοτάκη!

Υπάρχουν θετικές εξελίξεις για τα γλυπτά; Ναι. Δεν σχετίζονται όμως με τη «μυστική διπλωματία» του Μαξίμου, και έχουν προβληθεί ελάχιστα, τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τα ελληνικά ΜΜΕ. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τεράστια πίεση από τη μουσειολογική και ευρύτερα επιστημονική κοινότητα για την «αποαποικιοποίηση» των Μουσείων, που σε μεγάλο βαθμό –όχι όμως περιοριστικά– συνδέεται με τις κλεμμένες αρχαιότητες που εκτίθενται στα Μουσεία της αποκιοκρατίας. Η πίεση αυτή οδήγησε στην υιοθέτηση του όρου «ηθική των Μουσείων» από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων το φθινόπωρο του 2022. Το Βρετανικό Μουσείο, όπως και άλλα μουσεία του εξωτερικού, βρίσκονται σε μεγάλη πίεση. Το 2022, επίσης, ευοδώθηκε ο αγώνας της Νιγηρίας για την επιστροφή των χάλκινων τέχνεργων του Μπενίν, που είχαν κλαπεί από τη χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα από τον βρετανικό στρατό κατοχής, και βρίσκονταν σε Μουσεία στο Βερολίνο και τη Βρετανία. Η επιστροφή αυτή αποτελεί ένα καλό πρόκριμα για τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα. Και βέβαια, υπάρχουν οι τρεις δωρεές θραυσμάτων του Παρθενώνα, από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (2009), από τη Σικελία (θραύσμα Fagan, ως παρακαταθήκη) και η πρόσφατη δωρεά του Πάπα (2022), που θα έπρεπε να προβάλλονται ως χειρονομίες, αντί να προβάλλονται οι αποικιοκρατικές θέσεις του Βρετανικού Μουσείου.

Η τωρινή κυβέρνηση δεν έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Όχι μόνο γιατί το 2019 ο Πρωθυπουργός μίλησε, σε βρετανικές εφημερίδες, για «δανεισμό», κάτι που μετά αναγκάστηκε να ανασκευάσει η ελληνική κυβέρνηση. Όχι μόνο γιατί ξεκίνησε διαπραγματεύσεις σε ανώτατο επίπεδο (Πρωθυπουργού και Υπουργών) με τον Πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου σε βρετανικό έδαφος, ενέργεια που όχι μόνο είναι αντιθεσμική, αλλά και ουσιαστικά «άδειασε» με ασύγγνωστη ελαφρότητα την απόφαση της 22ης Συνόδου UNESCO για «διακυβερνητική διαπραγμάτευση», που εκδόθηκε το 2021 μετά από έντονη πίεση της ελληνικής πλευράς. Δώσαμε έτσι ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι εντελώς αναξιόπιστη, όταν τη μία μέρα πιέζει για διαπραγματεύσεις με την βρετανική κυβέρνηση και την επόμενη μέρα (Οκτώβριος 2021) ο Πρωθυπουργός της χώρας αλλάζει γνώμη και ξεκινά συνομιλίες απευθείας με το Βρετανικό Μουσείο!

Πολύ περισσότερο, όμως, γιατί η επαίσχυντη συμφωνία για την Συλλογή Στερν, συμφωνία νομιμοποίησης της αρχαιοκαπηλίας, υπογράφτηκε, ψηφίστηκε και προβλήθηκε ως «πρότυπο» από αυτή την κυβέρνηση. Είναι η πλειοψηφία της ΝΔ στην ελληνική Βουλή που δέχτηκε να νομιμοποιηθεί η αρχαιοκαπηλική συλλογή Στερν και να παραμένει προς έκθεση για 25+25 χρόνια στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, με τον αποικιοκρατικό όρο ότι για κάθε κυκλαδικό αντικείμενο που θα έρχεται από την Ν. Υόρκη στην Ελλάδα από το 2034 ως το 2073, η Ελλάδα θα στέλνει ένα ανάλογης αξίας κυκλαδικό εύρημα στην Ν. Υόρκη! Τι μήνυμα έδωσε η χώρα με τη συμφωνία αυτή; Ότι μπορούν να παραμείνουν τα γλυπτά του Παρθενώνα για έκθεση στο Λονδίνο με μια πινακίδα που θα αναγράφει ότι ανήκουν στην Ελλάδα, όπως ακούσαμε να λένε βουλευτές της ΝΔ στη Βουλή; Ή, ακόμη χειρότερα, ότι μπορεί να υπογράψει μια συμφωνία ανταλλαγής των γλυπτών του Παρθενώνα ένα προς ένα με μοναδικά αρχαία έργα τέχνης που εκτίθενται σε ελληνικά μουσεία; Με τον Ηνιοχο των Δελφών, τη χρυσή προσωπίδα «του Αγαμέμνονα» ή το χρυσό στεφάνι του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης;

Τι πρέπει να γίνει; Να συνεχιστεί η συνεπής ελληνική διεκδίκηση επανένωσης του μνημείου με τα επιστημονικά επιχειρήματα, στα οποία έχει στηριχτεί ως τώρα, και στη βάση των οποίων έχει μεταστραφεί ακόμη και η βρετανική κοινή γνώμη. Να πάψουν τα ελληνικά ΜΜΕ να γράφουν άρθρα που προσβάλλουν τους χιλιάδες επιστήμονες και πολίτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι πασχίζουν με συνέπεια και συνέχεια, εδώ και δεκαετίες για την επανένωση του αρχιτεκτονικού διάκοσμου του Παρθενώνα. Και, πάνω από όλα, να αποσυνδεθεί η διεκδίκηση των γλυπτών από οποιαδήποτε προεκλογική περίοδο! Μια λύση για αυτό είναι αυτή που έχει προτείνει ο καθηγητής Άγγελος Χανιώτης: μια επιτροπή επιστημόνων που θα συλλειτουργεί με μια διακομματική επιτροπή της Βουλής, για να προωθεί το ζήτημα της επιστροφής μέχρι την ευόδωσή του. Η αγωνιώδης προσπάθεια προσπορισμού κομματικού οφέλους διαφόρων κυβερνήσεων σε εκλογικές χρονιές έχει οδηγήσει από τη γελοιοποίηση του ζητήματος (θυμίζω τον διάλογο Μπλερ-Σημίτη) μέχρι ενέργειες που κινδύνευσαν να μας γυρίσουν δεκαετίες πίσω (όπως η ανάθεση του ζητήματος στην Αμάλ Αλαμουντίν από τον Α. Σαμαρά το 2014).

Το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και τώρα: ο προεκλογικός σχεδιασμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη περιλαμβάνει «κάτι από μάρμαρα», πάση θυσία. Κι αν ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας αρνήθηκε να συναντήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην τελευταία του επίσκεψη στο Λονδίνο, αυτό δεν πτόησε το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου που «διέρρευσε» ειδήσεις για διαπραγματεύσεις με το Βρετανικό Μουσείο, με αποτέλεσμα να γίνουν σκληρές δηλώσεις από την βρετανική κυβέρνηση (στην ευθύνη της οποίας είναι η αλλαγή του βρετανικού νόμου), κάτι που θα έπρεπε -και θα μπορούσε- να έχει αποφευχθεί.

Ακόμη χειρότερα, να αναπαράγεται τις τελευταίες μέρες στην πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ –και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία διέψευσε τα σχετικά δημοσιεύματα– αμάσητη η προπαγάνδα του Βρετανικού Μουσείου για «δανεισμό» των γλυπτών ως «εξαίρετη συμφωνία». Σε κάποια θέματα χρειάζεται σοβαρότητα, συνέπεια και γνώση του πεδίου, αλλιώς τα αποτελέσματα θα μας εκπλήξουν όλους δυσάρεστα.