Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.

 

Περί των ορίων της αριστεράς και των εκλογών

Για τις επερχόμενες εκλογές είναι καλό να μιλούμε εγκαίρως, αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος για την όποια λανθασμένη εκτίμηση κάνουμε. Οι εκλογές που έρχονται θα είναι πιθανότατα και αυτές, εκλογές ήττας για ό,τι μπορούμε σχηματικώς και εν μέρει υπεραπλουστετικώς να αποκαλέσουμε λαϊκά συμφέροντα.

Η επίδραση των διαδοχικών ηττών άλλου επιπέδου και άλλης σημασίας (‘90-‘91, ’96, 2009, 2015) είναι ακόμα έντονη και λειτουργεί διαλυτικώς σε κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης με βάθος. Επιπλέον είναι τόσο τραγική η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τόσο ανεπαρκή τα μικρότερα αριστερά κόμματα, ώστε πιθανότατα η ΝΔ θα μείνει πρώτη (τουλάχιστον αν δε δούμε δραματικά γεγονότα στον δρόμο προς τις κάλπες).

Την ίδια στιγμή, οι εκλογές αυτές λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων και εντυπωσιακών αλλαγών. Η Δύση χάνει με αιματηρό τρόπο (τον μόνο εφικτό δυστυχώς) τα παγκόσμια πρωτεία. Ένας άνεμος ελευθερίας φυσά στην Ασία και στην Αφρική, όχι με την έννοια της φιλελευθεροποίησης των πολιτικών συστημάτων αλλά της διαμόρφωσης ενός πλαισίου νέου δυνατοτήτων για τους (νέο-) αποικιοκρατούμενους λαούς. Παραλλήλως, δίπλα στους κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών όπλων και την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης διαμορφώνει νέες ιστορικές δυνατότητες και απειλές. Και τέλος, μια νέα φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης έχει ξεκινήσει.

Ένα από όλα αυτά θα αρκούσε για να μιλούμε για μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών (μετά μάλιστα από 15 χρόνια κρίσης). Όλα μαζί φτιάχνουν επιτέλους ενδιαφέροντας καιρούς.

Δυστυχώς, τα κόμματα τα οποία θα συμμετέχουν στην επόμενη Βουλή δεν έχουν προετοιμαστεί παρά σε ελάχιστο βαθμό στην καλύτερη περίπτωση, για όλα αυτά. Αν μάλιστα για τη δεξιά και τους «σώγαμπρους» του συστήματος εξουσίας κάτι τέτοιο είναι λογικό και αναμενόμενο, για την αριστερά διαφόρων εκδοχών είναι αρκετά καταθλιπτικό.

Μηδενός κόμματος της όποιας εκδοχής αριστεράς εξαιρουμένου, παραμένουν πρώτα κόμματα της Δύσης και έπειτα σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Κάποια έχουν κάνει βήματα ριζοσπαστικοποίησης πλην όμως ανεπαρκή και επιφανειακά και κάποια άλλα έχουν υιοθετήσει αντιδραστικές και αντικειμενικά φιλό-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις με άφθονη πλην όμως ανέξοδη επαναστατική ρητορική και εθιμοτυπία. Σε κάθε περίπτωση είτε αδυνατεί, είτε δε θέλει η ελληνική αριστερά να αντιληφθεί τόσο ότι αλλάζει ο κόσμος όσο και γιατί είναι καλό το γεγονός ότι αλλάζει. Ως εκ τούτου και ασχέτως προθέσεων προδίδει τον απελευθερωτικό της ρόλο.

Επιπλέον, δεν αγγίζει παρά ελάχιστα έως καθόλου, με οργανωμένο και συλλογικό τρόπο τα σύγχρονα θέματα. Πρόγραμμα δεν είναι οι ιδέες του επικεφαλής ή μιας ηγετικής ομάδας, μεταφερμένες στα κομματικά κείμενα. Αυτό είναι παιχνίδι ακαδημαϊκής επιρροής. Πρόγραμμα είναι η κινητοποίηση οργανωμένων χώρων και προσώπων προς τη βαθιά επεξεργασία των ζητημάτων που αφορούν τον κοινωνικό σχηματισμό. Εξ ου και βλέπει κανείς να υπάρχει πλήρης απουσία σοβαρών επεξεργασιών ως προς τα μέσα παραγωγής (κατοχή και κινητοποίησή τους  σήμερα και υπό τις παρούσες συνθήκες) ως προς το ρόλο των νέων τεχνολογιών, ως προς συνέπειες της μακρόχρονης κρίσης (πχ. Δημογραφικές μεταβολές) ως προς τη συνολική και όχι μόνο επιμέρους, προετοιμασία για τη νέα φάση της κρίσης. Δεν αρκεί να μιλούμε για το ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος επειδή αυτό αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένα κόμματα. Πού είναι για παράδειγμα, η συζήτηση για τις χιλιάδες αποφοίτων λυκείων και πανεπιστημίων, με μηδενικές προοπτικές δουλειάς συναφούς με τα όποια προσόντα τους; Πού είναι η συζήτηση για το ρόλο της τεχνικής παιδείας και τα εργατικά δικαιώματα; Είτε παραπέμπονται στο σοσιαλισμό, είτε χωράνε σε μια- δυο γραμμές διακηρυκτικού χαρακτήρα, όταν δεν απουσιάζουν εντελώς γιατί δε συμφώνησαν οι διαβόητες τάσεις και συνιστώσες που μας τυραννούν δεκαετίες.

Η ανεπάρκεια αυτή (ή η συνειδητή άρνηση) αποτελεί το πιο καθαρό αποτέλεσμα της ήττας ή και των ηττών. Η απομάκρυνση του κοινωνικού από το πολιτικό έχει εσωτερικευθεί από την αριστερά εξ ου και η τελευταία είναι τόσο αδύναμη. Έχουμε μια αριστερά που ηγεμονεύεται ιδεολογικώς από τον πυρήνα των δεξιών ιδεών και δη τη σημαντικότερη: την αντίληψη της πολιτικής ως «βασιλείου των ειδικών». Παρεμπιπτόντως και συνήθως, αυτοί οι «ειδικοί» δεν είναι παρά μετριότητες για να μην πούμε εντελώς αδαείς.

Δεν πρόκειται για ζήτημα έξυπνων ιδεών και καταστατικών προβλέψεων αλλά για την κυρίαρχη παρουσία της λογικής της κάστας και της εξουσιαστικής της νοοτροπίας. Οι αντιλήψεις και της αριστεράς έχουν ως όριο τη Βουλή και την εκπροσώπηση. Τα στελέχη είναι κυριολεκτικώς μια επαγγελματική ομάδα δια του κόμματος, τα οποία εν τέλει εξαντλούν τον ορίζοντά τους στο πώς θα διασφαλίσουν τη δική τους παρουσία στη Βουλή.

Ο μηχανισμός (πάντα αναγκαίος μέσα στα κόμματα) παρασιτεί εις βάρος του κοινωνικού στοιχείου, το διώχνει από την πολιτική διαδικασία, θεωρώντας ότι μπορεί να το επιστρατεύει μόνο ως άλλοθι και άθροισμα κλακαδόρων. Κούνια που τους κούναγε… Το ενδιαφέρον για τις ανάγκες του λαού φτάνει μέχρι του σημείου που δεν θα ταραχτεί η κυνική ανάγκη του μηχανισμού για αναπαραγωγή του. Όσο πιο μικρός ο μηχανισμός, τόσο πιο κυνικός. Τα όρια της σημερινής αριστεράς και επομένως και αυτών των εκλογών είναι απελπιστικά μικρά.

Ωστόσο, έστω κι έτσι είναι υπαρκτή η δυνατότητα προώθησης ορισμένων αλλαγών. Ποια είναι η σημαντικότερη; Η αποσταθεροποίηση κατά ένα μέρος του συστήματος εξουσίας. Χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουμε υποστεί 8 χρόνια απόλυτης σταθερότητας του συστήματος εξουσίας. Αυτή η σταθερότητα γίνεται επισφαλής για λόγους εξωγενείς και ενδογενείς. Έχει νόημα λοιπόν η ψήφος αποσταθεροποίησης του συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για ρόλο τον οποίο παρεμπιπτόντως τα ναζιστικά κατακάθια δεν μπορούν και δε θέλουν να παίξουν. Τον ρόλο του μαστιγίου του συστήματος εξουσίας θα διαδραματίσουν και πάλι.

Επομένως, με όλες τις προαναφερθείσες ανεπάρκειες και αδυναμίες εκδοχών της αριστεράς, γνωρίζοντας τα όρια τόσο αυτών των σχηματισμών, όσο και του ίδιου του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού (τα οποία θα γίνονται ολοένα στενότερα), λαμβάνοντας υπόψιν ότι η διέξοδος θα ανοίξει από το οργανωμένο κοινωνικό στοιχείο και όχι από την κάστα των κοινοβουλευτικών, η ψήφος αποσταθεροποίησης έχει νόημα. Η συγκυβέρνηση του ευρωατλαντισμού και του νεοφιλελευθερισμού πρέπει αριθμητικώς να γίνει δυσκολότερη και κατά το δυνατό να βρεθούν στη Βουλή πρόσωπα με βάθος. Πράγμα σπάνιο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα και στα σημερινά ψηφοδέλτια.

Δύο βομβαρδισμοί που η ΚΝΕ “ξέχασε” να βάλει στις αφίσες της

Εκδίδοντας τρεις αφίσες, η ΚΝΕ αναρωτιέται ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας. Σίγουρα όχι αυτή του πλυντηρίου του ΝΑΤΟ. Η νεολαία του ΚΚΕ αντιπαραθέτει τους ρωσικούς βομβαρδισμούς στην Ουκρανία με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Γιουγκοσλαβία. Ο συμψηφισμός είναι βαρύς: μπορούν αλήθεια να “ισοφαριστούν” όσα έκαναν οι Αμερικανοί μετά το 1989, με όσα κάνουν σήμερα οι Ρώσοι;

Η μεταμόρφωση του ΚΚΕ από αντιΝατοϊκό και αντιμπεριαλιστικό κόμμα σε καθωσπρέπει πολιτικό κόμμα των ίσων αποστάσεων, δεν ήταν ξαφνική. Κυοφορείται εδώ και χρόνια, από την εποχή που το ΚΚΕ πήρε διαζύγιο από τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και αποφάσισε ότι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός ταυτίζονται. Από τότε που η “καταλήστευση του κόσμου από μια χούφτα ιμπεριαλιστικών χωρών”, μετασχηματίστηκε σε “ιμπεριαλιστική πυραμίδα”. 

Προκύπτει επίσης από την κατάργηση της θέσης ότι ο “κομμουνισμός είναι η κίνηση προς την κατάργηση της υπάρχουσα τάξης πραγμάτων” και την υιοθέτηση της θέσης ότι ο κομμουνισμός είναι σύμβολα, σημαίες, νοσταλγία για το παρελθόν και επίκληση στο μακρινό μέλλον, χωρίς επίδικα και πολιτικές μάχες στο σήμερα. 

Η στροφή του ΚΚΕ δεν είναι ξαφνική. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε ως “στιγμή” απελευθέρωσης από τα αντιΝατοϊκά και αντιΑμερικανικά βαρίδια του παρελθόντος. Η υιοθέτηση της πλειοψηφικής αφήγησης της δυτικής Αριστεράς, ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία όχι μόνο έχουν τις ίδιες ευθύνες, αλλά ότι η Ρωσία ειδικά είναι ο αδίκως επιτιθέμενος, ενώνει πλέον το ΚΚΕ με όσους άλλοτε κατηγορούσε ως υπόδουλους στα Νατοϊκά συμφέροντα. 

Ας ξεπεράσουμε το ερώτημα αν ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, ή αν είναι αποτέλεσμα της αμερικανικής επιθετικότητας και της νατοϊκής περικύκλωσης κάθε πραγματικού ή δυνητικού αντιπάλου της ευρωατλαντικής κυριαρχίας, άρα και της Ρωσίας. Ας ξεπεράσουμε δηλαδή το ερώτημα που η απάντησή του προσδιορίζει το χαρακτήρα του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία.

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ βρίσκεται στην Ελλάδα, και η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και η κυβέρνησή της φανατικός υποστηρικτής των αμερικανικών σχεδιασμών, μήπως μετατρέπει την πολιτική των ίσων αποστάσεων, σε όχι και τόσο ίσες; Αν πρόκειται για “ενδοϊμπεριαλιστικό” πόλεμο, το ΚΚΕ δεν θα έπρεπε να αγωνίζεται πρώτα από όλα για την ήττα του “δικού μας” ιμπεριαλισμού, του αμερικάνικου; Αυτήν την κλασική υπεραιωνόβια αλήθεια, πώς και την ξέχασε ο Περισσός και μοιράζει ακριβοδίκαια τις αφίσες του κρατώντας ίσες αποστάσεις; Οι ίσες αποστάσεις από δύο στρατόπεδα, δεν είναι ίσες όταν βρίσκεσαι καταμεσής στο ένα από τα δύο στρατόπεδα. 

Και επιπλέον: Πώς ακριβώς ο βομβαρδισμός της Ουκρανίας από τη Ρωσία “ισοδυναμεί” ή είναι “εξίσου καταδικαστέος” με τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν ή στη Γιουγκοσλαβία; Τόσο εύκολα εξισώνεται το “carpet bombing” που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ για παράδειγμα στο Ιράκ, που ισοπέδωσε ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τις μάλλον στοχευμένες και με σχετικά μικρές απώλειες σε αμάχους επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού;

Μπορεί η ΚΝΕ να συγκρίνει την κατεστραμμένη Φαλούτζα των 300 χιλιάδων κατοίκων, όπου οι Αμερικάνοι ισοπέδωσαν τα μισά σπίτια, βομβάρδισαν τα νοσοκομεία της και οδήγησαν στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή στη λιμοκτονία χιλιάδες κατοίκους της, με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα πχ στο Χάρκοβο ή στο Κίεβο; 

Μπορεί κάποιος να ισορροπήσει ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία όταν οι Αμερικανοί είναι με αδιαμφισβήτητη διαφορά, μακράν πρώτοι (σε λογαριθμική κλίμακα), σε πολέμους, εισβολές, επεμβάσεις, βομβαρδισμούς, δολοφονίες αμάχων, διαμελισμούς χωρών, πραξικοπήματα, στρατιωτικές βάσεις, εμπάργκο, δολοφονίες ξένων αξιωματούχων, εκβιασμούς, απαγωγές, στρατόπεδα συγκέντρωσης;

Ακόμα και αν δεχτούμε χάριν της συζήτησης ότι η Ρωσία έχει άδικο και διεξάγει έναν επιθετικό πόλεμο, το γεγονός ότι εξισώνεται με τη δολοφονική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μόνο αποτέλεσμα: Να σχετικοποιήσει και να υποβιβάσει τις ευθύνες του με διαφορά νούμερο ένα τρομοκράτη του σύγχρονου κόσμου. 

Επειδή όμως η ΚΝΕ αρέσκεται να απεικονίζει βομβαρδισμούς και να είναι ενάντια σε όλους τους βομβαρδισμούς, παραθέτουμε δύο βομβαρδισμούς που δεν “χώρεσαν” στις αφίσες της. Μάλλον θα ξεχάστηκαν. 

Ο πρώτος βομβαρδισμός είναι από την Ανατολική Ουκρανία, που μετά το ακροδεξιό φιλοΝατοϊκό πραξικόπημα του Μεϊντάν, βομβαρδίστηκε με συνέπεια και επιμονή από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αν και τμήμα της ουκρανικης επικράτειας, καθώς ο εκεί λαός είχε ρωσική εθνική συνείδηση. Αυτή η συστηματική δίωξη, μέχρις σημείου εξόντωσης, των ρωσικών πληθυσμών στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η έναρξη του πολέμου, είτε αρέσει στη Δύση, είτε όχι.

Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις βομβάρδισαν τμήμα της ουκρανικής επικράτειας στοχεύοντας ειδικά σε πολιτικές και κοινωνικές υποδομές και προκαλώντας νεκρούς ανάμεσα σε αμάχους. Έκαψαν ζωντανούς αντιφασίστες συνδικαλιστές στο Κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό. Βασάνισαν εθνικούς και ιδεολογικούς αντιφρονούντες, έχοντας οργανώσει για αυτό το σκοπό ναζιστικά τάγματα θανάτου. 

Η ΚΝΕ – μιας και της διέφυγαν οι ουκρανικοί βομβαρδισμοί και οι νεοναζιστικές σφαγές στο Ντονμπάς, στο Λουχάνσκ και στην Οδησσό- μπορεί να διαλέξει από τις παρακάτω φωτογραφίες μία (1) για να την κάνει αφίσα. 

Λουχάνσκ. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Ντονμπάς. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Οδησσός. Δολοφονίες από ουκρανικά τάγματα θανάτου.

Ένας δεύτερος βομβαρδισμός που “ξέχασε” η ΚΝΕ να καταδικάσει είναι αυτός του Βερολίνου του 1945Γιατί είναι αλήθεια ότι ο Κόκκινος Στρατός στην τιτάνια μάχη που έκανε να τσακίσει το ναζιστικό τέρας φτάνοντας στην ίδια του τη φωλιά, δεν δίστασε να βομβαρδίσει την πρωτεύουσα της Γερμανίας, ισοπεδώνοντας μάλιστα – από κοινού με τους Συμμάχους – ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. 

Βερολίνο 1945 μετά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς

Μήπως να περιμένουμε από τον Περισσό να βγάλει καμιά αφίσα που να καταδικάζει “κάθε βομβαρδισμό, από όπου κι αν προέρχεται” – ανάμεσά τους και τον βομβαρδισμό της ναζιστικής Γερμανίας;

Το δε χιλιομασημένο επιχείρημα ότι άλλο η Ρωσία και άλλο η Σοβιετική Ένωση, στην περίπτωση αυτή, δεν ισχύει. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι βομβαρδισμοί είναι καλοί αν τους κάνει μια σοσιαλιστική χώρα και κακοί αν τους κάνει μια καπιταλιστική χώρα. Τέτοιος αγράμματος και σχηματικός μαρξισμός ταιριάζει μόνο στη χειρότερη γκρούπα. 

Οι βομβαρδισμοί δεν κρίνονται από το αν αυτός που τους κάνει μιλά εξονόματος του σοσιαλισμού ή του καπιταλισμού. Κρίνονται από το αποτέλεσμα που παράγουν στον συσχετισμό δύναμης. Τι θα σήμαινε σήμερα μια νίκη του ΝΑΤΟ και ήττα της Ρωσίας στο μέτωπο της Ουκρανίας για τους λαούς και τους εργαζόμενους όλου του κόσμου; Και τι θα σήμαινε το ανάποδο;

Θα ήταν θετικό ή αρνητικό να σταματήσει, για πρώτη φορά στον μετακομμουνιστικό κόσμο, η πλήρης ασυδοσία των ΗΠΑ και η διαρκής επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ;

Είναι αυτό ένα αποτέλεσμα αδιάφορο για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές; 

Ακόμα και αν η Ρωσία ήταν εξίσου σκληρός, κακός και αιματοβαμμένος ιμπεριαλιστής με τις ΗΠΑ, τι θα σήμαινε για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές, το γεγονός ότι ο ενδοιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός μπλοκάρει – έστω προσωρινά – το άνοιγμα νέων πολεμικών μετώπων του ΝΑΤΟ, σε όποιο μήκος και πλάτος της γης γουστάρει η Ουάσινγκτον; 

Ή μήπως είναι η πρώτη φορά που οι λαοί, η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές “επωφελούνται”, “ανασαίνουν” ή “ανακουφίζονται” από την όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού; (Κάνουμε πάντα τη χάρη στο ΚΚΕ να υιοθετούμε το βαθιά λαθεμένο σχήμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία).

Είναι τελικά κακό να ηττηθεί ο νούμερο ένα εχθρός των λαών, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός;

Έστω και πρόσκαιρα;

Έστω και αν αυτός που θα τον αναγκάσει σε ήττα ή αναδίπλωση, δεν θα είναι ο Κόκκινος Στρατός αλλά η Ρωσία ή/και η Κίνα;

Είναι κακό να διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου δεν θα είναι ο κόσμος τσιφλίκι των Αμερικάνων και των συμμάχων τους;;

Σε αντίθεση με το κάλεσμα της ΚΝΕ “να μην διαλέξουμε κανέναν”, οι προοδευτικοί, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, πρέπει να διαλέξουν. 

Γιατί τα στρατόπεδα δεν φτιάχνονται όταν βγάζεις αφίσες που λες ότι δεν διαλέγεις στρατόπεδο. Τα στρατόπεδα φτιάχνονται όταν διαλέξεις αντίπαλο. Αυτό είναι το κρίσιμο στον πόλεμο στην Ουκρανία: όχι να διαλέξουμε ιμπεριαλιστή αλλά να διαλέξουμε αντίπαλο. Και μόνο έτσι – διαλέγοντας αντίπαλο – θα συγκροτηθεί το στρατόπεδο των λαών, της εργατικής τάξης, των κομμουνιστών, στρατόπεδο που τόσο έχει ανάγκη σήμερα η ανθρωπότητα. 

Να αρνηθούμε το ξεκατίνιασμα, την παρακμή και την αναξιοπιστία

1.

Οι ερχόμενες εκλογές δεν αξίζει να γίνουν για μια ακόμα φορά πεδίο αδιέξοδων, παρακμιακών και μικροπολιτικών διενέξεων στον ήδη ταλαιπωρημένο χώρο της Αριστεράς. Ανεξάρτητα με το τι λέγεται σε έναν μικρόκοσμο επιτελείων και στελεχών, η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, με δεδομένη τη χρόνια τελματωμένη κατάσταση στην Αριστερά και στο κίνημα, δεν πρόκειται να συμβάλει στην επίλυση του πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουμε. Τα μαχαίρια μπορούν να μπουν στα θηκάρια τους. Δεν κρίνεται τίποτα ιδιαίτερο από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση.

2.

Το ξεκατίνιασμα, η διαστροφή των θέσεων του συνομιλητή, το μικροπολιτικό ταμπούρωμα σε σχήματα και κεκτημένα, οι καρικατούρες, οι στρεβλώσεις, ακόμα και τα ψέματα, πριμοδοτούν την απογοήτευση και την αποστράτευση, πολλαπλασιάζουν τη σύγχυση. Κείμενα, όρκοι πίστης, λόγοι, σημειώματα, απαντήσεις επί απαντήσεων, αναπαράγουν το αδιέξοδο. Πολύ περισσότερο όταν απλώς επαναλαμβάνουν αναμασήματα απόψεων και πρακτικών που περισσότερο από μια δεκαετία έχουν εκ των πραγμάτων αποδειχθεί ατελέσφορα, αυτοαναφορικά, απογοητευτικά.

3.

Το πρόβλημα ήταν και είναι πολύ βαθύτερο από το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κατέβει με τη ΛΑΕ, αν η ΛΑΕ φλερτάρει με το ΜΕΡΑ 25, αν όσοι αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αντεπαναστάτες, αν όσοι θέλουν ενότητα είναι ρεφορμιστές, ή αν η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η παθητική αποδοχή ότι τίποτα καλύτερο δεν μπορεί να γίνει από το να διατηρείται ένα μοναστήρι με αναφορά στον κομμουνισμό. Το πρόβλημα γεννιέται από τη βαθιά και στρατηγική ήττα μιας Αριστεράς, που στο πολιτικό παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε ο αντιμνημονιακός αγώνας επέλεξε να είναι απούσα πολιτικά, κρύβοντας την πολιτική ανεπάρκεια πίσω από την κινηματική παρουσία. Όσο δεν αναμετριόμαστε συλλογικά και ειλικρινά με αυτή την ήττα, ούτε η Αριστερά, ούτε το λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να ανασκοπήσει.

4.

Η παρακμή φτάνει σε σημεία που απωθούν νέους και αποστρατεύουν παλιότερους αγωνιστές. Αποκορύφωμα είναι η μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε βίαιες αναμετρήσεις ομάδων και οργανώσεων, που αντιγράφουν πρακτικές οπαδικού χουλιγκανισμού (ραντεβού ομάδων με σχετικό εξοπλισμό). Πέραν του ότι αυτές οι πρακτικές είναι ξένες προς την Αριστερά και το κίνημα, είναι και επικίνδυνες καθώς μια και μόνο μοιραία κατάληξη σε κάποια από αυτές τις “αναμετρήσεις”, θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε όλα τα επίπεδα.

5.

Η συνεχής αυτοαναφορικότητα, η εσωστρέφεια, η έλλειψη αναφοράς στον λαϊκό παράγοντα και στα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου, φτιάχνουν μια Αριστερά που τρώει τις σάρκες της χωρίς να είναι πραγματική και χρήσιμη. Η αντιστροφή ενός δυσμενούς συσχετισμού για την εργαζόμενη κοινωνία δεν μπορεί δυστυχώς να γίνει από τη σημερινή υπάρχουσα Αριστερά. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατάσταση πνευμάτων, ανθρώπων, σχημάτων, κουλτούρας και προοπτικής. Με σεβασμό σε όλους τους συντρόφους, συναγωνιστές και στελέχη που σήμερα δίνουν τον τόνο στις διεργασίες, στις συζητήσεις και στις αντιπαραθέσεις, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τον αυτοπεριορισμό τους προς όφελος της κοινής αγωνίας χιλιάδων αριστερών για μια άλλη Αριστερά.

6.

Το βάθος της αναξιοπιστίας είναι τέτοιο που δημιουργεί χάσμα ακόμα και μέσα στην μικροκλίμακα της Αριστεράς ανάμεσα στη βάση και στα επιτελεία των οργανώσεων. Όλος ο κόσμος που έχει μια κοινή λογική καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι του μουτζούρη ενόψει των εκλογών είναι εκ των προτέρων στημένο. Αγωνιστές που στέκονται στην περιφέρεια των οργανώσεων και είναι με το ένα πόδι στην ιδιώτευση ή την αποστράτευση αλλά δεν θέλουν να τα παρατήσουν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τις “καθοδηγήσεις” ότι ο δρόμος που άνοιξε απλώς αναπαράγει και εντείνει το αδιέξοδο.

7.

Υπάρχουν αριστεροί που αγωνιούν για το τι πρέπει να γίνει, δεν υπάρχει Αριστερά που μπορεί να τους εκφράσει. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο δεν απαντιέται και δεν μπορεί να απαντηθεί με τη μία ή την άλλη εκλογική συνεργασία, στάση ή απόφαση. Απαιτεί απαντήσεις που να αντιμετωπίζουν την εκλογική αναμέτρηση στην κλίμακα που (σήμερα) της αξίζει, να πάρουν διαζύγιο με τον εκλογικό κρετινισμό και να εστιάσουν στην πρόκληση της συγκέντρωσης και συσσώρευσης δυνάμεων που να έχουν αναφορά στην κομμουνιστική υπόθεση.

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Αποχαιρετισμός στον Αντρέα Βογιατζόγλου

Έφυγε από τη ζωή ο Αντρέας Βογιατζόγλου, γραμματέας του Καθοδηγητικού Οργάνου του ΚΚΕ(μ-λ). Στάθηκε με συνέπεια και επιμονή στον επαναστατικό δρόμο για όλη του τη ζωή.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ εκφράζει τα συλληπητήριά της στους συντρόφους και στην οικογένεια του Αντρέα Βογιατζόγλου.

Παραθέτουμε την ανακοίνωση του ΚΚΕ(μ-λ) για τον θάνατό του.

Έφυγε από τη ζωή ο σύντροφος μας Αντρέας Βογιατζόγλου!

Με τον πιο βαρύ πόνο ανακοινώνουμε ότι σήμερα έφυγε από τη ζωή, ο σύντροφός μας, γραμματέας από το 2010 του Καθοδηγητικού Οργάνου του ΚΚΕ(μ-λ), Αντρέας Βογιατζόγλου. Ο σύντροφός μας Αντρέας πάλεψε εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο με τον καρκίνο που τον χτύπησε ξανά, για δεύτερη φορά μετά τη δεκαετία του 2000, και παρόλο που αγωνίστηκε παλικαρίσια, νικήθηκε.

Γεννημένος το 1955 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία περίπου 8 χρονών και από πολύ νεαρή ηλικία συνάντησε, εμπνεύστηκε και δέθηκε με τις επαναστατικές κομμουνιστικές ιδέες, σε μια εποχή μεγάλων και κρίσιμων μαχών για το κομμουνιστικό κίνημα. Με αυτές τις ιδέες συμμετείχε στην εξέγερση του Νοέμβρη το 1973 στην Αθήνα, και την επόμενη χρονιά που εισάγεται στο τμήμα Χημικών Μηχανικών στη Θεσσαλονίκη είναι ήδη ενταγμένος στο μ-λ κίνημα και αναλαμβάνει τη θέση του υπεύθυνου της ΠΠΣΠ στη σχολή του. Στο 1ο Συνέδριο της ΠΠΣΠ, το 1977, εκλέγεται στο Κεντρικό Συμβούλιο, ενώ παράλληλα οργανώνεται και στο ΚΚΕ(μ-λ). Όλα τα πρώτα και θερμά χρόνια της μεταπολίτευσης, με την πρωτοπόρα στάση και δράση του σε όλα τα μέτωπα και τα ζητήματα αναδεικνύεται στη Θεσσαλονίκη σε στέλεχος πρώτης γραμμής. Συμμετείχε στο 2ο Συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ) το Μάρτη του 1981, και δίνει μάχες ενάντια στη γραμμή του διαλυτισμού που επικρατεί. Επιστρέφει από τη στρατιωτική του θητεία και εντάσσεται αμέσως στην υπόθεση της ανασυγκρότησης του ΚΚΕ(μ-λ) και στη δεύτερη Συνδιάσκεψη του 1983 εκλέγεται στο Καθοδηγητικό Όργανο της Οργάνωσης.

Σε όλη του την πορεία από τότε μέχρι και σήμερα η καθοδηγητική του προσφορά είναι καθοριστική για την πορεία της Οργάνωσης, για τις επιλογές της και τις επεξεργασίες της που άφησαν αποτύπωμα και παρακαταθήκες για το κίνημα, για την υπόθεση του λαού. Από τη θέση του γραμματέα του Κ.Ο. του ΚΚΕ(μ-λ), όπου εκλέγεται για πρώτη φορά στην 7η Συνδιάσκεψη του 2010, πρωτοστατεί στη διαμόρφωση κατευθύνσεων και στις μάχες μέσα στο κίνημα για να συγκροτηθούν απαντήσεις πάλης και προοπτικής για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού. Με αυτή τη μαχητικότητα και το πρωτοπόρο καθοδηγητικό πνεύμα στάθηκε μέχρι και λίγους μήνες πριν το θάνατό του, συμμετέχοντας ενεργά και καθοριστικά στις κομματικές διαδικασίες.

Ο σύντροφός μας ο Αντρέας υπήρξε σε όλη του τη ζωή ατίθασος, μαχητικός, πρωτοπόρος. Δεν συμβιβαζόταν ποτέ με τα όρια που σε κάθε φάση υπήρχαν για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη της Οργάνωσης, της μαζικής πάλης, του κινήματος. Αναζητούσε πάντα τους όρους για τη μετατόπιση αυτών των ορίων, για τη διεύρυνση των αγωνιστικών και επαναστατικών δυνατοτήτων των μαζών. Ειλικρινής και θυελλώδης, επίμονος και αποφασιστικός, λαϊκός και ακούραστος, εχθρός της ρουτίνας και πηγή ο ίδιος ζωντάνιας και δύναμης, αποτελούσε μια προωθητική δύναμη, μια πηγή έμπνευσης και καθηκόντων για όλους. Για τα μέλη και τα στελέχη της Οργάνωσής μας. Για τα μέλη και τα στελέχη των αριστερών εξωκοινοβουλευτικών Οργανώσεων, απέναντι στις οποίες στεκόταν συντροφικά και απαιτητικά στη βάση της κοινής δράσης που παράγει αποτελέσματα για το κίνημα και την πάλη των μαζών. Για όλα αυτά είχε κατακτήσει την εκτίμηση και τον σεβασμό στο ευρύτερο αγωνιστικό δυναμικό του κινήματος. Με όλα αυτά και με τη μαχητική συμμετοχή του στους αγώνες στη γειτονιά του και σε όλο το λεκανοπέδιο κέρδιζε την αγάπη και την εκτίμηση των λαϊκών ανθρώπων. Με την ίδια ενέργεια και αγωνία καθοδηγούσε, νοιαζόταν και στήριζε την ανάπτυξη των συντροφικών μας σχέσεων με το TKP/ML, αλλά και με κάθε αγωνιστική-επαναστατική δύναμη της περιοχής και του κόσμου, έχοντας πάντα στην πρώτη γραμμή της σκέψης του την υπόθεση της διεθνιστικής αλληλεγγύης, της φιλίας, της κοινής πάλης των λαών.

Ο σύντροφός μας ο Αντρέας, η προσφορά του, οι ανεξάντλητες δυνάμεις και δυνατότητές του, δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια ανακοίνωση για το θάνατό του. Παρόλο που ξέραμε πολύ καλά τη μεγάλη επιδείνωση της υγείας του τους τελευταίους μήνες, είναι απίστευτο για μας πως «κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει»! Στις σημερινές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι λαοί και ο λαός μας, η απώλεια του συντρόφου μας γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή, γιατί στόφα σαν του Αντρέα Βογιατζόγλου, στόφα του αμετάπειστου και ακούραστου πρωτοπόρου επαναστάτη κομμουνιστή απαιτεί το αντιπάλεμα αυτών των συνθηκών!

Έχουμε συνεπώς κάθε λόγο να τιμήσουμε τον Αντρέα Βογιατζόγλου και την προσφορά του στην υπόθεση του λαού, στην υπόθεση της πάλης για τη συγκρότηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος που απαιτεί η εποχή μας. Έχουμε κάθε λόγο να συνεχίσουμε πιο αποφασιστικά την πάλη μας εμπνεόμενοι από τις παρακαταθήκες του.

Στη συντρόφισσα της ζωής του και συντρόφισσα μας Ρένα, που μαζί με την κόρη του Δήμητρα πάλεψαν και στάθηκαν δίπλα του κάθε στιγμή όλον αυτόν το δύσκολο καιρό, απευθύνουμε τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια και εκφράζουμε την πιο θερμή μας συμπαράσταση.

Για την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της πολιτικής κηδείας του συντρόφου μας Αντρέα Βογιατζόγλου θα ενημερώσουμε με νεώτερη ανακοίνωσή μας.

Αθήνα 18-10-2022

Το ΚΚΕ ως «Πόντιος Πιλάτος», ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και η Ουκρανία.

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η ρωσική στρατιωτική επίθεση-απάντηση στη ΝΑΤΟική περικύκλωση της Ρωσίας και στην απόπειρα να εγκαταστήσει το ΝΑΤΟ επιθετικά όπλα, κάποια χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, δε μπορούσε να μην επηρεάσει την ήδη προβληματική κατάσταση στην κομμουνιστική αριστερά στην Ευρώπη και την αριστερά γενικότερα.
Μια αριστερά που από τη μία αδυνατεί, εδώ και δεκαετίες, να ανασυγκροτηθεί στη βάση του κοινωνικού-ταξικού ζητήματος και από την άλλη αδυνατεί, ή μάλλον αποφεύγει να συγκρουστεί με την εκδοχή του πιο επιθετικού ιμπεριαλισμού της εποχής μας, του αμερικανικού, όπως και με τις ευρωπαϊκές εκδοχές του. Τα αιτήματα και οι καμπάνιες για διάλυση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. έχουν υποχωρήσει έως και εξαφανιστεί, ο ευρωσκεπτικισμός καταγγέλλεται ως εθνικισμός και μένει πολιτικά ορφανός (βλ. Brexit), ενώ από την άλλη υπάρχει ταύτιση με την κυρίαρχη ιδεολογία των αστικών τάξεων και τα νεοαποικιοκρατικά ψευτοδιλήμματα που θέτουν για τη δήθεν δημοκρατική Ευρώπη κόντρα στην «αυταρχική» και «αντιδημοκρατική» Ανατολή.

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστή. Στα χρόνια διακυβέρνησης του οικοδομήθηκαν οι πιο στενές σχέσεις (υποτέλειας) με τις ΗΠΑ του Τραμπ. Το Die Linke στην Γερμανία επιτίθεται στον «εγκληματία πολέμου» Πούτιν, αλλά δε βρίσκει να πει μια κουβέντα για την επέκταση του ΝΑΤΟ, την γερμανική αδιαφορία (;) στην αθέτηση των συμφωνιών του Μινσκ, την εδώ και χρόνια μεθόδευση του πολέμου. Στις «αντιπολεμικές» διαδηλώσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τα αριστερά κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να διαδηλώνουν πλάι σε συνθήματα που ζητούν αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Ορισμένα (Ισπανία, Φινλανδία κ.ά.) πρωταγωνιστούν στη συγκεκριμένη διεκδίκηση!

Ζούμε τον πολύχρονο εκφυλισμό μιας αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς που φωνάζει πολύ για τα δικαιωματικά ζητήματα, αλλά δέσμια του ευρωπαϊσμού και του κοινοβουλευτισμού δε θέλησε να εκπροσωπήσει τις λαϊκές τάξεις κατά την οικονομική κρίση και δεν μπορεί και τώρα να προστατεύσει την ειρήνη στην Ευρώπη, αγωνιζόμενη ενάντια στους εμπρηστές του πολέμου.

Πάνω από 100 χρόνια πριν, η υποστήριξη των αστικών τάξεων στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο από τα αντίστοιχα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών τους, οδήγησε στη χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς. Αντίθετα, η τοποθέτηση των μπολσεβίκων απέναντι στον πόλεμο, ήταν καταλυτική για την εδραίωση της Οχτωβριανής Επανάστασης, και οδήγησε στη συγκρότηση επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων.

Σήμερα, ο πόλεμος έχει διαφορετικό χαρακτήρα, στις ειδικές συνθήκες του “μετακομμουνιστικού κόσμου” και της αμερικανικής ισχύος. Όμως η πολιτική συμπεριφορά της αριστεράς στην Ευρώπη παραμένει ίδια. Στοίχιση με τα συνθήματα και τα ιδεολογήματα των αστικών τάξεων, ουσιαστική στήριξη στα πολεμοκάπηλα και εμπρηστικά σχέδια της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.

Είναι ελάχιστες οι δυνάμεις της Αριστεράς που δεν συντάσσονται με το σύγχρονο «απεταξάμην τη Ρωσία» και την «καταδίκη της ρωσικής εισβολής». Στην Ελλάδα, ακόμα και το «μεγαλύτερο και πιο ριζοσπαστικό κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης», ενώ δε στηρίζει την ελληνική εμπλοκή και συμμετοχή στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, σπεύδει να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή.

Αν και η περίπτωση της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς είναι όαση συγκριτικά με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, ωστόσο ακόμα και το ΚΚΕ επιλέγει μια γενικόλογη στάση που πολιτικά δεν δημιουργεί αντιπαραθέσεις και διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη νατοϊκή προπαγάνδα, ενώ έχει και ένοχες σιωπές (καμία κουβέντα για τις κυρώσεις). Δεν είναι τυχαίο, και με αφορμή το πρόσφατο πογκρόμ των αστικών ΜΜΕ απέναντι στη συναυλία της ΚΝΕ με τη Μποφίλιου, ότι η βασική κατηγορία του συστήματος στο ΚΚΕ είναι ότι «η γραμμή σας είναι θολή». Προσοχή, όχι ότι είστε απέναντι. Είστε «θολοί», λίγο από δω και λίγο από εκεί. Όσες φορές και να αποκαλέσει το ΚΚΕ στις ανακοινώσεις του, ως ολιγάρχη, καπιταλιστή, ιμπεριαλιστή, εγκληματία τον Πούτιν, το σύστημα δεν πείθεται καθώς ζητάει πλήρη και ολοκληρωτική συμμόρφωση εντός και εκτός βουλής. Στήριξη στο ΝΑΤΟ, στήριξη στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, συναίνεση στο ευρωατλαντικό «δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Τελικά το ΚΚΕ μάταια προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι όντως με τις ίσες αποστάσεις σε μια σύγκρουση που αντικειμενικά δεν μπορούν να υπάρχουν ίσες αποστάσεις.

Γιατί αν θέλουμε να μιλήσουμε με βάση την «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», έχουμε: α) μια πολεμική σύγκρουση που ξεκίνησε, εδώ και χρόνια, ως διακηρυγμένο σχέδιο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με δηλώσεις και τοποθετήσεις πληθώρας αμερικανών αξιωματούχων, β) αφορούσε κυρίως την ασφάλεια της Ρωσίας με την τοποθέτηση βάσεων και επιθετικών όπλων, χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, υπό τη διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, γ) με σαφώς επιτιθέμενη δύναμη τον μεγαλύτερο τρομοκράτη των λαών και εμπρηστή του πολέμου, τον δικό «μας» αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, και όπου δ) μια κάποια ρωσική αντίδραση θα ήταν αναμενόμενη, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, είτε έχουμε τη Ρωσία των ολιγαρχών, είτε τη Ρωσία του αυταρχικού Πούτιν, είτε είχαμε την… ΕΣΣΔ, όπως για παράδειγμα συνέβη κατά την εισβολή στην Φινλανδία το 1939, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, αλλά με πολλές ομοιότητες. Μια εισβολή, που αν και εισβολή, έγινε για …αμυντικούς λόγους, αν αυτό σημαίνει κάτι για το σήμερα.

Δεν έχουμε έναν ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο για τα σιτηρά της Ουκρανίας και τις αγορές τις Ουκρανίας, όπως επισημαίνουν τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ. Ούτε έχουμε έναν πόλεμο σε μια μακρινή χώρα πχ στο Κονγκό για το αν θα είναι ρωσικό ή αμερικανικό προτεκτοράτο. Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα σύστημα που βάση του έχει τα μονοπώλια «μιας χούφτας χωρών» που ανταγωνίζονται στον πλανήτη για τις σφαίρες επιρροής και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.

Δεν είναι μόνο ή κυρίως στρατιωτική δύναμη, και αν ήταν έτσι η Σαουδική Αραβία που έχει εισβάλει στην Υεμένη, ή η Τουρκία στη Β. Συρία και την Κύπρο είναι μέσα σε αυτήν την χούφτα χωρών. Προσπαθεί ο Πούτιν, μέσω του πολέμου, να διασφαλίσει την κυριαρχία τέτοιων ρωσικών μονοπωλίων, και αν ναι, ποια είναι αυτά; Η στρατιωτική επίθεση του Πούτιν σε μια όμορη (και μέχρι πρότινος αδελφή) χώρα, ως αντίδραση στην νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, απέχει από μια τέτοια «συγκεκριμένη ανάλυση».

Και τέλος, σίγουρα δεν έχουμε έναν «ιδεολογικό» πόλεμο για να κρίνουμε πόσο αντικομμουνιστής είναι ο Πούτιν (που είναι) ή το να τοποθετείται ένα κόμμα αφελώς και παιδιάστικα, με βάση το ότι «ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και Ρωσία, όλοι τους είναι υπέρμαχοι του εκμεταλλευτικού συστήματος, αντίπαλοι των λαών» (Ομιλία Γ. Μαρίνου, 19/03/2022).

Σε αντιδιαστολή με τις σημερινές τοποθετήσεις του ΚΚΕ, 23 χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία η Α. Παπαρήγα σχολιάζει για την τότε ρωσική αντίδραση στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς:

Εμείς, παρά το γεγονός ότι δεν είμαστε με τη ρώσικη ηγεσία, χαιρετίσαμε τη στάση της ρώσικης κυβέρνησης γιατί αντικειμενικά διευκόλυνε να διευρυνθεί το μέτωπο κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Μακάρι να το έκαναν και άλλες κυβερνήσεις φιλοκαπιταλιστικές ή καπιταλιστικές, αλλά δεν το έκαναν. Εδώ πραγματικά όμως φαίνεται και μία άλλη πλευρά. Το επόμενο θύμα θα είναι η Ρωσία. Η ρώσικη ηγεσία ξέρει πολύ καλά ότι μέσα από το δρόμο των Βαλκανίων, αλλά και μέσα από το δρόμο της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας περισφίγγει ο κλοιός τη Ρωσία…. Η ρώσικη ηγεσία καταλαβαίνει ότι θα είναι το επόμενο θύμα και ιδιαίτερα με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με την Πολωνία προκεχωρημένο φυλάκιο θ’ αρχίσει η περικύκλωση της Ρωσίας. Επομένως, έχουμε κάθε λόγο ως ελληνικός λαός να έρθουμε κοντά με αυτούς τους λαούς των Βαλκανίων και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και να φτιάξουμε τη δικιά μας ασπίδα σε επίπεδο λαών και μακάρι και πολιτικών δυνάμεων ή και κυβερνήσεων έστω σήμερα κατά της επέκτασης του πολέμου, διότι ο πόλεμος θα πάει και πιο ανατολικά στην Ευρώπη και πιο νότια.

Σχόλιο της Αλέκα Παπαρήγα στις 30 Μαρτίου 1999, για τις κινητοποιήσεις του ρωσικού λαού ενάντια στην ΝΑΤΟική επίθεση στην Γιουγκοσλαβία.

Δεν θεωρούμε ότι το τότε ΚΚΕ ήταν ένα επαναστατικό κόμμα, όμως η στάση και η θέση του ήταν με το αντιπολεμικό –αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.

Η τοποθέτηση εκείνη δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή τοποθέτηση του ΚΚΕ. Τότε έβλεπε τις δυνατότητες για την «αντικειμενική» διαμόρφωση ενός μετώπου απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Τότε έβλεπε και αστικές δυνάμεις, μέσα σε ένα τέτοιο μέτωπο. Τότε έβλεπε ότι έρχεται η σειρά της Ρωσίας και προειδοποιούσε ότι ο πόλεμος θα πάει πιο ανατολικά.

Σήμερα βλέπει μόνο «την κοινή πάλη των λαών για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου», σύμφωνα και με την απόφαση της ΚΕ. Το πώς θα γίνει αυτό και πώς συνδέεται με τα καθήκοντα του μετώπου ενάντια στον κύριο εχθρό (τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό), δεν απασχολεί.

Η τοποθέτηση και η στάση του ΚΚΕ για τον πόλεμο στην Ουκρανία αποτελεί συνέχεια μιας πορείας διαμόρφωσης ενός ιδιόμορφου ρεφορμιστικού κόμματος – εκλογικού μηχανισμού, με τόσο βερμπαλισμό που του επιτρέπει να αποφεύγει τις πολιτικές αιχμές και θέσεις που συσπειρώνουν δυνάμεις για την επαναστατική αλλαγή των συσχετισμών. Το είδαμε στην εξέγερση της νεολαίας το 2008, το είδαμε στην κρίση και στους αντιμνημονιακούς αγώνες 2010-2015, το βλέπουμε και σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και η συσπείρωση δυνάμεων απέναντι στο βασικό αντίπαλο, δύο εκ των βασικών στοιχείων της λενινιστικής μεθόδου «για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου», δεν υπάρχουν σήμερα στο ΚΚΕ. Ένα κόμμα σχολιαστής και παρατηρητής των εξελίξεων, που τα παραπέμπει όλα στο μέλλον. Ως τότε αρκεί το κόμμα να οργανώνει κομματικές εκδηλώσεις, παρελάσεις και δράσεις, όπως οι τελευταίες αντινατοϊκές δράσεις και να θυμίζει ότι η λύση είναι στην κάλπη. Καμία μετωπική δράση, καμία λαϊκή συσπείρωση. Σχολιαστής στην καλύτερη των περιπτώσεων. Γιατί όταν οι συνθήκες είναι πιεστικές για την αστική τάξη δίνει και διαπιστευτήρια, όπως το περίφημο «στην πραγματική λαϊκή εξέγερση δε θα σπάσει τζάμι» (2008) ή το «με δραχμή θα πεινάσει ο λαός περισσότερο» (παραμονή του δημοψηφίσματος 2015).

Η παραπάνω γραμμή δένεται τελευταία και με όλες τις κομματικές αναλύσεις για την ιστορία, τη θεωρία κοκ. Τα μέτωπα με τάξεις πέραν της εργατικής και πολιτικά μη κομμουνιστικές δυνάμεις, γενικά, κατά τον 20ο αιώνα έφερναν τον οπορτουνισμό από το παράθυρο. Το ίδιο το ΕΑΜ και η αντιφασιστική συμμαχία – εκεί ευτυχώς το κομμουνιστικό κίνημα δεν είπε καπιταλιστής και ο Χίτλερ, καπιταλιστής και ο Τσώρτσιλ, δε διαλέγουμε καπιταλιστή – θεωρείται, σε επίσημα κείμενα, η μήτρα της εγγλέζικης εισβολής του 1944 και της γραμμής συνθηκολόγησης της ηγεσίας του ΚΚΕ στη Βάρκιζα. Υιοθετεί σταδιακά μια αναθεώρηση της ιστορίας με δήθεν καθαρούτσικες ταξικές θέσεις, όπου ο ιμπεριαλισμός δεν έχει ονοματεπώνυμο, ή γενικά όλες σχεδόν οι χώρες έχουν περάσει στον ιμπεριαλισμό… και ο μόνος πολιτικός στόχος μπορεί να είναι η ανατροπή της ταξικής εξουσίας. Πότε θα γίνει αυτό; Όταν οι συνθήκες αντικειμενικά θα είναι ώριμες. Από ποιον; Από το επαναστατικό κόμμα. Μέτωπα, πολιτική παρέμβαση και πρωτοβουλίες, ειδικές συνθήκες, όλα αυτά είναι οπορτουνισμός. Τη συγκεκριμένη αναθεώρηση τη συναντήσαμε και πέρυσι στα κείμενα για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, όπου οι εθνικοί στόχοι εξαφανίστηκαν και η ελληνική επανάσταση έγινε ένα πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, όταν ωρίμασαν οι συνθήκες και υπήρξε και το κατάλληλο κόμμα (Φιλική Εταιρεία).

Στην τωρινή κρίση, ένα τμήμα του ελληνικού λαού, πολύ μεγαλύτερο από το εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ, αντιδρά στην νατοϊκή προπαγάνδα και πολιτικά είναι ορφανό. Όλο το πολιτικό σύστημα είναι απέναντι, και προσπαθεί με κάθε τρόπο να το νουθετήσει. Γιατί γνωρίζει ότι αυτός ο «διχασμός» δεν είναι καθόλου ουδέτερος και είναι επικίνδυνος για τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας. Το ΚΚΕ δεν μπορεί να μη το γνωρίζει αυτό, αλλά ταυτόχρονα δε θέλει να το συγκροτήσει. Δεν παίρνει «επικίνδυνες» για το σύστημα και τον ευρωατλαντισμό θέσεις (ενάντια στις κυρώσεις, να ηττηθεί το ΝΑΤΟ), και συμπεριφέρεται ως Πόντιος Πιλάτος.

Μπορεί να διαφέρει η στάση του από την ξεφτιλισμένη θέση της ευρωπαϊκής δήθεν Αριστεράς, όμως μια τέτοια μεσοβέζικη στάση καθόλου δε βοηθάει στην ανασυγκρότηση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Το αντίθετο και για άλλη μια φορά κρίμα…

Και τώρα ποιος θα τιμήσει την Ελένη Παπαδάκη;

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος με ταλέντο. Εξίσου αναμφισβήτητο είναι όμως ότι η άνοδός του στηρίχθηκε από μια αλαλάζουσα εκδικητική Δεξιά της οποίας είναι πιστός υποστηρικτής. Μέχρι και πριν λίγες μέρες, και ενώ βοούσε ο τόπος για τις επερχόμενες καταγγελίες για την εκτός κουίντας δράση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, η πολιτική ηγεσία του τόπου, στεκόταν στο πλευρό του. Ευελπιστούσε σε σιωπητήριο. Η παραίτησή του υπήρξε μόνον την ύστατη ώρα, όταν πλέον άνοιξε ο ασκός των δημοσιευμάτων. Μέχρι χθες ο κυβερνητικός μηχανισμός τον θεωρούσε θύμα κάποιας αριστερής συνωμοσίας, ενώ η ίδια η Υπουργός τον περιέβαλε με την εμπιστοσύνη της. Επέλεξε, ακόμα και μετά τις καταγγελίες, να αντιγράψει τη λιγνάδεια έκφραση περί «τοξικού κλίματος» αντί να συνδράμει στο να σπάσει το απόστημα κακοποιητικών πράξεων και συμπεριφορών.

Ο Δ. Λιγνάδης υπήρξε εκλεκτός του πρωθυπουργού, επιλογή του κυβερνητικού επιτελείου, προβληθείς από τα ΜΜΕ, λατρεμένος της νεοδημοκρατικής τάξης πραγμάτων. Η καλλιτεχνική του αξία είναι σημαντική, ωστόσο η αποθέωσή του (ας θυμηθούμε τον «πυρακτωμένο Λιγνάδη») αφορούσε κατά βάση τον έμμεσο πολιτικό ρόλο τον οποίο κλήθηκε να παίξει, και που ο ίδιος αποδέχτηκε με ενθουσιασμό.

Ο Δ. Λιγνάδης υπηρέτησε τη ρεβανσιστική επάνοδο της πιο αντιδραστικής Δεξιάς στο χώρο των ιδεών και του πολιτισμού. Βοηθήθηκε βεβαίως εξαιρετικά από την πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα παλινόρθωσης ωστόσο υπερέβαινε κατά πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφορούσε κατά βάση το χτύπημα της «μεταπολιτευτικής ηγεμονίας» της Αριστεράς και το τσαλάκωμα του ηθικού πλεονεκτήματος που αναγνωρίζει η ελληνική κοινωνία στην Αριστερά τουλάχιστον από την Εθνική Αντίσταση και μετά.

Βαρύγδουπες μπούρδες του τύπου «Πολιτισμός και Παιδεία εκχωρήθηκαν, χρόνια τώρα, σε ψευδοαριστερές συνειδήσεις» ήταν απαραίτητες για να κερδίσει πόντους το αφήγημα της άρχουσας τάξης. Ότι δηλαδή η ηγεμονία της Αριστεράς καταδυναστεύει τον τόπο, τουλάχιστον κατά τη μεταπολίτευση και μετά, και είναι υπεύθυνη για κάθε λοιμό, λιμό, σεισμό και καταποντισμό που δυναστεύει τη χώρα.

Κι ας κυβερνάται αδιαλείπτως η χώρα από το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης.

Το μίσος για την Αριστερά, την ιστορία της και τον δυνάμει απελευθερωτικό της ρόλο έφτασε στο αποκορύφωμά του το 2015. Όχι επειδή πραγματικά πίστεψε η αστική τάξη ότι κινδύνεψε η εξουσία της από τον Τσίπρα. Το αν κινδύνεψε ή όχι, αποδείχθηκε άλλωστε από την αμέσως μετά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις πριν και κατά τη διάρκεια του 2015, και ειδικά με το δημοψήφισμα, δημιούργησαν πρωτοφανείς συνθήκες αβεβαιότητας, δείχνοντας ότι παρά τη θωράκισή του, το σύστημα είναι τρωτό σε συνθήκες κρίσης.

Αν κάτι τελικά χτυπήθηκε από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η άρχουσα τάξη, αλλά η Αριστερά, η σημασία της, η έννοιά της, η ιστορία και η αξιοπιστία της. Έτσι, το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο είδε τη μεγάλη ευκαιρία να ξεμπλέξει σε βάθος δεκαετιών με την Αριστερά, ταυτίζοντάς την με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις παλινωδίες του, με τον Τσίπρα και τις γελοιότητές του (ποιος ξέχασε ότι θα παίζει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές;). Επεδίωξε να σπιλώσει έτσι το μεγαλείο, την ιστορία, το ηθικό πλεονέκτημα του αριστερού κινήματος της χώρας.

Το προσωπικό της άρχουσας τάξης, είδε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον σφετεριστή ή έστω τον μουσαφίρη μέσα στην ιδιοκτησία του. Η εξουσία φυσικά δεν αμφισβητήθηκε, αμφισβητήθηκαν ωστόσο οι διαχειριστές της. Στην ουσία όμως, η Ελλάδα δεν διέρρηξε επ’ ουδενί τους δεσμούς με το καθεστώς της εξάρτησης και της πλουτοκρατίας. Οι όποιες ανακατατάξεις δεν αφορούσαν κοινωνικές τομές και ριζοσπαστικές ανατροπές, αλλά νέους συμβιβασμούς και αναδιατάξεις, χωρίς αμφισβήτηση του ευρύτερου πλαισίου.

Η ηθική καταρράκωση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρθηκε ως καταλύτης για να επιτευχθεί η στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ λογικά θα ξαναγίνει κάποια στιγμή κυβέρνηση στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, αλλά τα προτάγματα της Αριστεράς οφείλουν να μείνουν για πάντα θαμμένα στο μακρινό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, ως κάτι ξεπερασμένο, βλαπτικό, καταδικαστέο. Σε αυτή τη μάχη, τη μάχη ολικής επαναφοράς και αντιδραστικής παλινόρθωσης της Δεξιάς, στρατεύτηκαν με ακραιφνή φανατισμό προσωπικότητες του πνεύματος, της διανόησης και του πολιτισμού μετατρεπόμενοι σε κομματικά ηχεία. Τους διευκόλυναν όχι μόνο τα έργα και οι ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο συνολικότερος ιδεολογικός και πολιτικός συσχετισμός της εποχής.

Μία από τις πράξεις του Δ. Λιγνάδη που χειροκροτήθηκε με ενθουσιασμό από τις κυβερνητικές γραφίδες ήταν η αποκατάσταση μέχρις αποθεώσεως της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη που εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ μετά τον Δεκέμβρη του 44. Η ονοματοδοσία  τυπικά αφορούσε την προσφορά της στο σανίδι, στην πραγματικότητα όμως αποκαταστάθηκε ως δωσίλογη. Δεν κάνουμε εδώ δίκη προθέσεων για την ονοματοδοσία: ο αντικομμουνισμός, το αντιεαμικό μένος, η αθώωση του δωσιλογισμού και η σπίλωση της ΟΠΛΑ και του ΚΚΕ ήταν τα πρωτεύοντα επιχειρήματα όσων υποστήριξαν την κίνηση Λιγνάδη πριν από ένα χρόνο. Η καλλιτεχνική αξία της Παπαδάκη, είτε απουσίαζε, είτε αναφερόταν δευτερευόντως και παρεμπιπτόντως από αυτούς που θυμήθηκαν τα «κονσερβοκούτια του ΚΚΕ» τη στιγμή της παλινόρθωσης της πιο αντιδραστικής Δεξιάς της μεταπολίτευσης.

Τα ιστορικά στοιχεία για τον υπαρκτό δωσιλογισμό της ηθοποιού και τη μετεμφυλιακή αγιοποίησή της έχουν εκτεθεί επαρκώς από τον Τάσο Κωστόπουλο στην Εφημερίδα των Συντακτών και δεν αφορούν το παρόν σημείωμα. Το πρόβλημα άλλωστε δεν είναι ούτε η Παπαδάκη, ούτε η ονοματοδοσία. Είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας, η ενοχοποίηση της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, η αθώωση των πιο σκοτεινών στιγμών της ελληνικής αστικής τάξης, ο χυδαίος αναθεωρητισμός, η σπίλωση αυτής της έρμης «αριστερής ηγεμονίας» της μεταπολίτευσης. Που όμως προέκυψε από τα ποτάμια αίματος που έδωσαν επί δεκαετίες οι αριστεροί, οι δημοκράτες και οι κομμουνιστές για το λαό αυτής της χώρας.

Με κακιασμένο και χολερικό τρόπο μια πλειάδα εκλεκτών του ελληνικού αστισμού έδωσε και δίνει τη μάχη ενάντια στην «αριστερή ηγεμονία». Επί Κυριάκου Μητσοτάκη, το λιβάνισμα της Δεξιάς και το ανάθεμα της Αριστεράς είναι απαραίτητο διαβατήριο πρόσβασης σε θέσεις, πόστα, ευνοϊκή μεταχείριση, ΜΜΕ και χρηματοδοτήσεις. Ο αντικομμουνισμός είναι προϋπόθεση ανέλιξης γιατί ακόμα και αν σήμερα δεν υπάρχει αντίπαλος στον οδοστρωτήρα του ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού, η ιστορία αφήνει ανεξίτηλα σημάδια.

Για τέτοιες και άλλες τέτοιες πράξεις του ο Δ. Λιγνάδης επιλέχθηκε από το ανώτερο δυνατό κυβερνητικό επίπεδο. Τι κι αν υπήρχαν υπόνοιες για κακοποιητικές συμπεριφορές και κατάχρηση εξουσίας; Τι κι αν υπήρχε ποινική προϊστορία; Τι κι αν συστάθηκε επί θητείας του σύλλογος σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου με στόχο «την προστασία από κάθε είδους λεκτική, ομοφοβική, σεξιστική, σεξουαλική, ρατσιστική παρενόχληση»;

Ο Δ. Λιγνάδης φιλούσε γονυπετής το κιτσάτο ομοίωμα του Παρθενώνα για να σηματοδοτήσει την επαναφορά στο “αρχαίο πνεύμα” που ενοχοποίησε η Αριστερά, και επανέφερε τον …αγιασμό στο Εθνικό Θέατρο για να τονώσει τη χριστιανοσύνη που κινδύνευσε από τους “άθεους”. Έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, έχοντας μάλιστα συνείδηση ότι οι υποστηρικτές του είναι τέτοιας ποιότητας, που όπως ομολογούσε και ο ίδιος και να «κατουρήσω πάνω στη σκηνή, θα πουν μμμ, τι τόλμη ο Λιγνάδης».

Σε αυτό δίκιο είχε. Δεν προέβλεψε ωστόσο ότι το κύμα αποκαλύψεων κακοποιητικών συμπεριφορών, τρομοκρατίας, εκβιασμών, σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών, θα μπορούσε να γκρεμίσει κάποιον με τόσες και τέτοιες διασυνδέσεις.

Όσο για τους μέχρι πρότινος δυνατούς προστάτες του σκηνοθέτη και ηθοποιού; Δεν μπορούν στην περίπτωση αυτή να εφαρμόσουν το «κάτσε λίγο πίσω μέχρι να ξεφουσκώσει το θέμα» που επιχείρησαν με κάποιον άλλον εκλεκτό τους. Το ποτάμι των καταγγελιών δεν είναι ούτε καναλιζαρισμένο, ούτε διαχειρίσιμο. Ας αναλογιστούν λοιπόν το στίχο: Few love to hear the sins they love to act.

Τι γίνεται τώρα; Ευθύνες και καθήκοντα στις νέες συνθήκες

Για την Αριστερά, για το δημοκρατικό λαϊκό κίνημα

Πέρασαν λίγοι μήνες από τις εκλογές. Γνωστός ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας για τα επόμενα τέσσερα τουλάχιστον χρόνια. Πολλά συμπεράσματα και ειδικές αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων μπορούν να εξαχθούν, πολλά προβλήματα θα αναδειχθούν. Θα περιοριστούμε στην αναφορά μας αυτή σε δύο άμεσα και τρέχοντα προβλήματα που αφορούν την κινηματική αριστερά, το μέλλον της, το μέλλον των εφησυχασμένων συνειδήσεων, εν τέλει το μέλλον του πολιτικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας.

Πρώτο συμπέρασμα:

Η «αριστερή παρένθεση» έκλεισε; Το ερώτημα βεβαίως είναι αν υπήρξε ποτέ. Κατά την άποψη μας, αριστερή διακυβέρνηση δεν υπήρξε ποτέ. Δεν άνοιξε ποτέ τέτοια παρένθεση στην πολιτική ζωή της χώρας. Υπήρξε για 4,5 χρόνια, διακυβέρνηση από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που ανεξάρτητα από τους αυτοπροσδιορισμούς του,  κυβέρνησε, «για να σώσει την χώρα από την βαθύτατη καπιταλιστική κρίση». Το έκανε σύμφωνα με όλους τους κανόνες και τις συνθήκες που επέβαλαν οι εγχώριοι και οι διεθνείς καπιταλιστές. Εφάρμοσε κατά γράμμα τις οδηγίες τους, υλοποίησε το σχέδιο εξόντωσης του εισοδήματος συνταξιούχων και εργαζομένων, πλήρους αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών σε όφελος του εργοδοτικού κεφαλαίου.

Όλα αυτά, μαζί με την εξωτερική του πολιτική, πολιτική απόλυτης πρόσδεσης και υποταγής στις στρατηγικές προτεραιότητες της κυρίαρχης τάξης, κάνουν το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αξιόπιστο διαχειριστή, χρήσιμη εφεδρεία στο σύστημα ελεγχόμενης διακυβέρνησης για το μέλλον. Όλα αυτά, προφανώς δεν συνιστούν αριστερή διακυβέρνηση. Ούτε σε παρένθεση ούτε εκτός παρένθεσης!

Σε πολλούς φίλους και συντρόφους της μαχόμενης αριστεράς, έχουμε να τους πούμε, ότι πήγαν χαμένα τα διλήμματα τους. Εξακολουθούν να μην είναι χρήσιμα και στην, εκ των υστέρων, προσπάθεια να δικαιολογήσουν την προχειρότητα στην στάση τους. Θα ζήσουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον Μητσοτάκη να χάνει από τον Τσίπρα και τον Τσίπρα να ξαναχάνει από τον Μητσοτάκη. Μπορεί αυτός να έχει αντικατασταθεί από τον Μπακογιάννη. Προσοχή! Από τον Τσίπρα που δεν θα αναφέρεται στην Αριστερά, αλλά στην «Δημοκρατική Παράταξη». (Παρακολουθήσαμε την προεκλογική ομιλία της Πάτρας. 17 φορές αναφέρθηκε η «Δημοκρατική Παράταξη», ούτε μία φορά η λέξη Αριστερά!)

Εν κατακλείδι, οριστικοποιείται η διαμόρφωση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, σε κόμμα απολύτως συστημικό, ακίνδυνο για την άρχουσα τάξη και τις προτεραιότητες της, αποδεκτό από τον διεθνή Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο παράγοντα, απαλλαγμένο, και λόγω της εκλογικής του επίδοσης, από εσωτερικές τριβές και αμφισβητήσεις. Ναι, ας μην περιμένει κανένας, τροφοδότηση του κινήματος και των αγώνων από την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα απλά μέλη, μπορεί να προβληματίζονται, αλλά δεδομένων των λοιπών συνθηκών, δεν έχουν κίνητρο να κάνουν κάτι άλλο. Ή, ακριβέστερα, η στάση τους θα εξαρτηθεί από το τι θα κάνει η λοιπή Αριστερά.

Δεύτερο συμπέρασμα:

 Τι θα κάνει η Αριστερά;

Η σκληρή διαπίστωση, η σκληρή πραγματικότητα, είναι ότι το σύνολο της Αριστεράς, ηττήθηκε και συρρικνώθηκε. Η αναφερόμενη ως εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, συρρικνώθηκε σχεδόν μέχρι την εξαφάνιση της. Η αλήθεια είναι, ότι δεν διέθετε ποτέ, παρά τις επιμέρους θετικές επεξεργασίες της, πειστικό συνολικό σχέδιο. Κυρίως, δεν κατέκτησε ποτέ, το κρίσιμο, πειστικό ή ενθαρρυντικό, πολιτικό μέγεθος. Πολλώ μάλλον, γίνεται εμφανές, ότι με το σημερινό της μέγεθος, αδυνατεί να παίξει τον οποιοδήποτε ρόλο.

Αναφερόμαστε προφανώς, στις δύο κύριες δυνάμεις αυτής της Αριστεράς, την ΑΝΤΑΡΣΙΑ και την ΛΑΕ. Οι υπόλοιπες, αναφερόμενες στην κομμουνιστική προοπτική, είχαν πάντοτε ιδεολογική μόνο παρουσία, πάντοτε με ποσοστά λίγων δεκάτων της μονάδας, χωρίς στην ουσία να τους ενδιαφέρει το ποσοστό επιρροής τους. Ορισμένοι, κυρίως όσοι συνεργάστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε φάση ιδεολογικού αναστοχασμού και αναμονής.

Έχουμε στον αντίποδα, το ΚΚΕ. «Το μαζικό κομμουνιστικό κόμμα». Όχι και τόσο μαζικό, όπως αποδεικνύεται. Το κόμμα της ιστορικής διαδρομής, των μεγάλων κοινωνικών και πατριωτικών αγώνων, των αμέτρητων θυσιών, το κόμμα που διέδωσε την Μαρξιστική ιδεολογία. Πολιτικά καθηλωμένο εδώ και δύο δεκαετίες στο πλησίον του 5% ποσοστό. Με την ίδια στασιμότητα, μάλιστα με φθίνουσα τάση, και σε αυτές τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις.

Προφανώς, η εκλογική επιρροή, ακόμα και αν δεχθούμε την πραγματική κοινωνική επιρροή σαν λίγο μεγαλύτερη, δεν είναι βεβαίως άσχετη με τις συνθήκες, κυρίως όμως δεν είναι άσχετη με την κεντρική πολιτική όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Κυρίως του ΚΚΕ.

Για ακόμα μία φορά, είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετηθούμε επί των πολιτικών ευθυνών. Και της πολιτικής, άρα και ιδεολογικής επάρκειας. Το έχουμε επιχειρήσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Σε ένα, ελπίζουμε, πεδίο υπεύθυνου διαλόγου και προτάσεων. Που δεν θα αντιμετωπίζονται με καχυποψία και μεμψιμοιρία, αλλά με γενναιότητα και προσοχή.

Παραδοχή πρώτη:

Κανένας δεν θα νικήσει για λογαριασμό της Αριστεράς. Αυτός ο στόχος αφορά την ίδια. Τον έχει εξ ορισμού από την έναρξη της παρουσίας της στο Εργατικό, το Λαϊκό κίνημα και την πολιτική ζωή. Εδώ και αλλού. Και αν, οι λεγόμενες αντικειμενικές συνθήκες, είναι θέμα σχετικά ανεξάρτητο, οι υποκειμενικές συνθήκες, αφορούν την ίδια. Την ίδια και την πολιτική της.

Παραδοχή δεύτερη:

Η νίκη δεν αφορά μόνο τους στρατηγικούς στόχους. Αλλά την διαρκή βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.. Της Εργατικής Τάξης και των όμορων και σύμμαχων  χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Την διαρκή, την τρέχουσα υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων στην εργασία και τη ζωή. Την υπεράσπιση της χώρας και του δημόσιου πλούτου, της Εθνικής Ανεξαρτησίας και ακεραιότητας. Της συγκρότησης μαχητικού λαϊκού κινήματος, που θα αποτελεί εν δυνάμει φορέα της συνολικής πολιτικής ανατροπής.

Παραδοχή Τρίτη:

Δεδομένων των συνθηκών, αναμφίβολα αντίξοων και με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, δεν υπάρχει άλλη απάντηση, από την συγκρότηση επαρκούς πολιτικής στην καθημερινή δράση. Και πρέπει να δεχθούμε ότι η συνολική πολιτική της Αριστεράς, κομμουνιστικής ή μη, πάσχει από ανεπάρκειες και δεν είναι κακό να το ομολογήσουμε. Διαφορετικά ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος απλουστευτικών προσεγγίσεων και καταμερισμού των ευθυνών στον κόσμο, που τάχα δεν μας καταλαβαίνει.

Με αυτές τις παραδοχές, με την σαφή αναγνώριση τους από κάθε ενδιαφερόμενο, πρέπει να οικοδομήσουμε την κριτική μας. Δεν είναι του παρόντος, αλλά και δεν έχουμε τον πολιτικό χρόνο, να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι καθοριστικές επιλογές του παρελθόντος, σημαδεύουν τις εξελίξεις. Σημείωση: Δεν λέμε ότι δεν θα υπάρξουν λάθη. Αλλά η άμεση, ή η πιο έγκαιρη διόρθωση τους προλαβαίνει τις αρνητικές εξελίξεις. Ποιος είναι σίγουρος ότι το έκανε;

Θα αρχίσουμε με μια αποτίμηση της δράσης της ΛΑΕ, γενικότερα δυνάμεων και προσωπικοτήτων που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή συνεργάστηκαν μαζί του για μεγάλο διάστημα. Υπάρχει κανένας, που να αμφιβάλλει πλέον, ότι ο λαός τους καταλόγισε συνενοχή για την όλη εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ; Ότι τους καταλόγισε ίσες ευθύνες; Ή και περισσότερες; Τα πολλά χρόνια συμπόρευσης, η ανοχή τους για την πολιτική μετεξέλιξη, οι, για μεγάλο χρόνο αυταπάτες τους, ότι «θα ελέγξουν» οργανωτικά τις εξελίξεις, η επένδυση τους στο πρόσωπο του Τσίπρα και την τάχα ανατρεπτική συμπεριφορά του, η «συμμαχική» συμμετοχή τους στην Κυβέρνηση το πρώτο κρίσιμο οκτάμηνο, τους κάνουν απόλυτα συνυπεύθυνους.

Δεν αμφισβητούμε τις καλές τους προθέσεις. Αλλά, τις όποιες ευκαιρίες, αν υπήρξαν, κατοχύρωσης άλλης πολιτικής στον κρίσιμο χρόνο, τις έχασαν. Με δική τους την ευθύνη. Κατά την άποψη μας, η μετέπειτα πορεία τους ήταν προδιαγεγραμμένη.

Όμως, το κύριο της ανάλυσης μας αφορά το ΚΚΕ. Τον μεγάλο παίκτη της εν δυνάμει ανατρεπτικής Αριστεράς

Εκτιμούμε, ότι αν το θελήσει μπορεί να συσπειρώσει συμμαχικές δυνάμεις, να συγκροτήσει νικηφόρα μέτωπα, να εξέλθει το ίδιο και το λαϊκό κίνημα από την σημερινή κατάσταση τέλματος.

 Το θέλει; Το προσπαθεί; Γιατί δεν το έκανε μέχρι τώρα; Θα το κάνει; Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε αιτίες, απαντήσεις και προοπτικές.

Πολλοί κατηγορούν το ΚΚΕ, ότι απέχει από την τρέχουσα πολιτική. Ή ότι προσπαθεί με την «ενεργό ουδετερότητα» του να μη χάνει, αλλά να μην παίρνει μεγάλα ρίσκα.

Οι εκτιμήσεις αυτές, δεν έχουν πάντα καλές προθέσεις. Κρύβουν ενίοτε, βαθύτατο συντηρητισμό ή και αντικομουνισμό ανθρώπων και δυνάμεων που έχουν συμβιβασθεί ή αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Είναι το άλλοθι τους. Αφού το ΚΚΕ δεν μπορεί, τι να κάνω εγώ; Ας προσαρμόσω την στάση μου σε πιο εύκολες λύσεις. Αποδείχτηκε βεβαίως ότι τέτοιες εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.

Όμως η άποψη αυτή περικλείει πολλές αλήθειες. Η βασικότερη είναι ότι το ΚΚΕ, δεν μπορεί να εξετάζει γρήγορα την πολιτική του απόδοση και να διορθώνει αποτελεσματικά λανθασμένες πλευρές της πολιτικής του. Τι φταίει για αυτό; Η ισορροπιστική πολιτική της εκάστοτε ηγεσίας με το παρελθόν. Ή με όσους χάραξαν την λανθασμένη πολιτική στο παρελθόν.

Ένα παράδειγμα είναι η κριτική τοποθέτηση απέναντι στην πολιτική της περιόδου Φλωράκη. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του, η επόμενη και η παρούσα ηγεσία, δεν τολμούν να συνοψίσουν και να διορθώσουν βοώντα λάθη.

Η πραγματικότητα και η ζωή, δεν μπορούν να περιμένουν συνέδρια και ατέρμονες επαναλαμβανόμενους κύκλους. Η κακοποίηση ιδεολογικών και οργανωτικών αρχών, οδηγεί σε απαγόρευση στην πράξη ιδεολογικής πάλης και αναζητήσεων. Συρρικνώνει τις ζωντανές και υγιείς δυνάμεις. Απομακρύνει τους δημιουργικά ανήσυχους. Τους κατατάσσει στους επικίνδυνους αιρετικούς.

Το ΚΚΕ, για μία 20ετία είναι δέσμιο των λαθών του. Των λαθών της περιόδου 70 και 80. Τα λάθη αυτά το οδήγησαν σε δύο κάθετες διασπάσεις με αποτέλεσμα την μεγάλη συρρίκνωση του, στην αυγή της μεγάλης παγκόσμιας κατάρρευσης. Έκτοτε συμπεριφέρεται σαν να έχασε την ιδεολογική του αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη του στην δύναμη των μαζών, κυριαρχείται από καχυποψία, στενότητα, προσήλωση στην όποια «νομιμότητα». Δεν είναι, ως οφείλει, μπροστά από τις εξελίξεις. Δεν καθορίζει τους όρους των κοινωνικών συγκρούσεων, δεν συγκρούεται. Και στην περίοδο από το 2010 μέχρι σήμερα, στην περίοδο εξανδραποδισμού δικαιωμάτων, κατακτήσεων και αμοιβών, οι εργαζόμενοι δεν βρήκαν μπροστά τους το ΚΚΕ, σύμβουλο, συμπαραστάτη, καθοδηγητή, οργανωτή των αγώνων τους. Ίσως, όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε. Την απαιτούμενη προσπάθεια για να μπορέσει κρίνουμε.

Θα κάνουμε μία παρένθεση: Λένε πολλοί, ότι η τελική στρατηγική είναι που φταίει. Ότι την αντιμετώπιση των τρεχόντων προβλημάτων, την παραπέμπει στο μέλλον και στην συνολική κοινωνική αλλαγή.

Δεν μας ενδιαφέρει να μπούμε στην συζήτηση περί στρατηγικής. Ή για το αν οι προγραμματικές τροποποιήσεις είναι σωστές. Η ορθότητα της τρέχουσας πολιτικής ωστόσο, αφορά κάθε στρατηγική. Ή πιο απλά, αν δεν είσαι στο κάθε μέρα της ζωής των εργαζομένων, δεν υπηρετείς καμία στρατηγική, υπονομεύεις κάθε στρατηγική.

Το θέμα λοιπόν είναι, πως αποτελεσματικά θα υπερασπίσουμε την ζωή και τα δικαιώματα της Εργατικής Τάξης, όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών δυνάμεων. Πως, με τον τρόπο αυτό, θα απαντήσουμε πειστικά στα αδιέξοδα, στο απάνθρωπο, της καπιταλιστικής κρίσης. Πως, θα συγκεντρώσουμε δυνάμεις, για τις επιμέρους νίκες, για την συνολική νίκη.

Επί αυτού, υπάρχει έδαφος και ολάνοιχτος δρόμος. Τολμούμε να εκτιμήσουμε, ότι υπάρχουν και γόνιμες πολιτικές συνθήκες. Η απομαζικοποίηση του κινήματος και των επί μέρους αγώνων, εδράζεται στο κύμα της απογοήτευσης που σωρεύεται μια τουλάχιστον δεκαετία. Απογοήτευση της μαζικής και συνολικής ήττας. Αυτήν την απογοήτευση πρέπει να υπερνικήσουμε. Και απαιτούνται πολλά για αυτό. Αυτό που περισσεύει, είναι η στενότητα, η στενομυαλιά, η ανόητη ηγεμονική συμπεριφορά, ο στενός πολιτικός ορίζοντας, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους λοιπούς συμμαχητές μας. Αυτό αφορά όλες τις πλευρές. Τόλμη και γενναιότητα, μαζί με πολιτικό ρεαλισμό απαιτούν οι σημερινές συνθήκες.