Άρθρα

Για τον γάμο ομοφύλων, την οικογένεια και την τεκνοθεσία

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Οι ομοφυλόφιλοι είναι επί αιώνες αντικείμενο καταπίεσης, λοιδορίας, ενοχοποίησης, βασανισμού, στέρησης της αξιοπρέπειας. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην αναστροφή αυτής της κατάστασης αλλά είμαστε ακόμα μακριά από το να αντιμετωπίζεται μέσα στις κοινωνίες ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός  ως μια φυσική κατάσταση στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Η ευθύνη για αυτή τη βίαιη καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κατά τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες, βαρύνει την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, τη θρησκεία και την αντίληψη της “αγίας οικογένειας”. Η ιδεολογία άλλωστε που πλειοψηφικά διαμορφώνεται στην κοινωνία, είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Αυτή η ιδεολογία, ειδικά όπως εκφράζεται από τη θρησκοληψία, τον συντηρητισμό, το ρατσισμό, την πατριαρχία, είναι ο κατεξοχήν ένοχος για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Όσο και αν επιχειρεί σήμερα η άρχουσα τάξη και η ιδεολογία της να ξεπλύνει από πάνω της το στίγμα του θεμελιωτή των διακρίσεων με βάση τη φυλή, το φύλο και το σεξουαλικό προσανατολισμό, η ιστορία έχει καταγράψει αμετάκλητα ότι ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία που δημιούργησε τους όρους για την καταπίεση, τη βαναυσότητα, την πατριαρχία, το σεξισμό, τα βασανιστήρια. Ακόμα και σήμερα, η Εκκλησία, που θεωρείται κατά τα άλλα πυλώνας του έθνους και συνομιλητής του κράτους, ζητά να θεωρείται ψυχιατρική διαταραχή η ομοφυλοφιλία και ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός.

2.

Ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια πρέπει να έχουν τα ίδια πολιτικά, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα. Διακρίσεις που σήμερα υπάρχουν στη βάση του σεξουαλικού ή άλλου προσδιορισμού, δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές. Τα ομόφυλα ζευγάρια πρέπει να έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τα ετερόφυλα ζευγάρια σε ότι αφορά τον γάμο, την οικογένεια, την τεκνοθεσία, (αλλά και ευρύτερα) την εργασία, την εκπαίδευση, την κοινωνική και οικονομική ζωή. Από αυτή την άποψη το νομοσχέδιο Μητσοτάκη επιχειρεί να άρει κάποιες διακρίσεις και είναι θετικό βήμα. Πρέπει να γίνουν όμως πολύ περισσότερα βήματα στην κατεύθυνση της κοινωνικής και όχι μόνο νομικής αποδοχής της διαφορετικότητας, κυρίως στις πιο νέες ηλικίες, στα σχολεία, στους χώρους δουλειάς. Να διαμορφωθεί βήμα βήμα μια νέα ιστορικά διαμορφωμένη ανθρώπινη φύση που δεν θα αντιμετωπίζει κατά πλειοψηφία τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό με λοιδορία, οίκτο ή βία, αλλά ως κάτι που αντικειμενικά υπάρχει και θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός.

3.

Σήμερα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών, είναι ο δυτικός καπιταλισμός και συγκεκριμένοι πολιτικοί του εκφραστές, με πρώτους από όλους τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα πρωταγωνιστεί στο συγκεκριμένο ζήτημα η ΝΔ (παρά τις εσωτερικές της έριδες) και προσωπικά ο Μητσοτάκης. Η σκοπιά από την οποία επιβάλλουν και προωθούν τη συγκεκριμένη ατζέντα αφορά την ανάδειξη του “ατομικού” δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό, ως το ύπατο, ανώτερο όλων των άλλων, κοινωνικών ή συλλογικών δικαιωμάτων. Αυτό προφανώς δεν οδηγεί στην άρνηση, την αμφισβήτηση ή τον σκεπτικισμό απέναντι σε ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, όπως αυτό του σεξουαλικού προσδιορισμού. Πρέπει όμως να αρνηθούμε τις σκοπιμότητες της συγκεκριμένης ατζέντας και κυρίως να αντιπαρατεθούμε στη διάλυση κάθε κοινωνικού – συλλογικού δικαιώματος που γίνεται στο όνομα της αναγνώρισης των αποκλειστικά ατομικών δικαιωμάτων.

4.

Αν ο κομμουνισμός επιχείρησε να αντιπαρατεθεί με την ιδεολογία και την κοσμοαντίληψη της “αγίας οικογένειας” προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ευθύνης και της συλλογικής υποχρέωσης του κράτους και της πολιτείας απέναντι στα παιδιά, ο καπιταλισμός σήμερα επιχειρεί να αναιρέσει τη δομή και την επικρατούσα αντίληψη της οικογένειας προς την κατεύθυνση της ατομικότητας. Σαράντα χρόνια πριν, η Θάτσερ διατύπωνε ότι “δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους”. Σήμερα, ο καπιταλισμός διατρανώνει ότι δεν υπάρχουν καν οι οικογένειες, υπάρχουν μόνο τα άτομα, τα οποία έχουν δικαίωμα στην ατομική τους επιτυχία. Ακόμα και η απόκτηση παιδιών αντιμετωπίζεται ως “ατομικό δικαίωμα” και όχι ως ευθύνη και λογοδοσία. Οι κομμουνιστές, αλλά και το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, η ΕΣΣΔ, κατηγορήθηκαν ότι θέλησαν να διασπάσουν την παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια, αναλαμβάνοντας την κοινωνική και συλλογική ευθύνη των παιδιών. Έτσι οικοδομήθηκαν οι δομές πρόνοιας (βρεφονηπιακοί σταθμοί, δημόσια υποχρεωτική εκπαίδευση, κοινωνικοί λειτουργοί κλπ), δομές οι οποίες επιχείρησαν να “σπάσουν” το μονοπώλιο και την αντίληψη ιδιοκτησίας των γονιών έναντι των παιδιών. Σήμερα, ο καπιταλισμός πλήττει την παραδοσιακή οικογένεια, αλλά προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: Προς το μεμονωμένο άτομο και το “δικαίωμα” και όχι προς την κοινωνία και την “κοινότητα”.

5.

Αυτή η γενική τάση, τόσο του σύγχρονου καπιταλισμού, όσο και των πολιτικών του εκφραστών, είναι που γεννά και το “παράδοξο” να πρωτοστατεί η Δεξιά στην κατοχύρωση των “ατομικών δικαιωμάτων”, ερχόμενη σε αντίθεση μάλιστα με την Εκκλησία, την παράδοση και τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν έχει τίποτα το περίεργο η κίνηση Μητσοτάκη, ούτε φυσικά οφείλεται σε ατομικές στοχεύσεις (μεταπήδηση σε ευρωπαϊκό ή νατοϊκό πόστο), όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση. Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, είναι στον πυρήνα της σύγχρονης κυρίαρχης, δεσπόζουσας ιδεολογίας. Σήμερα συναντιέται, έστω και συγκυριακά, με τον αγώνα για την εξάλειψη των διακρίσεων και από αυτή την άποψη, πρέπει να υποστηριχτεί. Δεν ξεχνάμε ωστόσο ότι η υιοθέτηση του συνόλου της ατομικοποιημένης κουλτούρας είναι δομικό στοιχείο της σύγχρονης καπιταλιστικής ιδεολογίας, ακριβώς επειδή η εκδικητική παλινόρθωση του καπιταλισμού κατά τον 21ο αιώνα πρέπει να θάψει τα κομμουνιστικά προτάγματα των κοινωνικών, συλλογικών και ταξικών διεκδικήσεων του 20ου αιώνα. Ο 21ος αιώνας αποδεικνύει ότι ο συντομότερος δρόμος αναίρεσης των συλλογικών δικαιωμάτων είναι η υποβίβασή τους σε ατομικά.

6.

Δίπλα στη γενική τάση της εξατομίκευσης και της οικοδόμησης του ατομικού ανθρώπου κόντρα στον συλλογικό άνθρωπο του κομμουνιστικού υποδείγματος, υπάρχει και η διάλυση των εννοιών. Ο σύγχρονος καπιταλισμός ευνοεί έναν απόλυτο και ξεχαρβαλωμένο σχετικισμό που αμφισβητεί την αντικειμενική πραγματικότητα, ρευστοποιεί τη γνώση, σχετικοποιεί τα πάντα. Η πραγματικότητα προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται από έναν υποκειμενισμό δίχως όρια. Κοινωνικοί και φυσικοί νόμοι παύουν να υπάρχουν, ή σχετικοποιούνται σε τέτοιο βαθμό που δεν ερμηνεύουν τίποτα αναφορικά με την ανισότητα, τον πλούτο, τη φτώχεια, την αδικία, την ανεργία, την επιτυχία ή την αποτυχία, τις κοινωνικές σχέσεις. Όλα έχουν να κάνουν με το άτομο και την υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας και του εαυτού του. Στο όνομα της ατομικής – υποκειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας, κερδίζει έδαφος η θεωρία ότι το φύλο είναι αποκλειστικά κοινωνική κατασκευή, προτίμηση ή απόφαση, χωρίς κανένα βιολογικό καθορισμό. Τα ανδρικά και γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα δεν έχουν σημασία μπροστά στο “πώς νιώθει” ο καθένας και στο πώς προσλαμβάνει, με τον πιο σχετικό τρόπο τον εαυτό του και την πραγματικότητα. Όχι, ο καπιταλισμός δεν πονά ξαφνικά για την διεμφυλική, άφυλη ή ασεξουαλική κοινότητα, την ίδια κοινότητα για την οποία μερικές δεκαετίες πριν, επέτρεπε το λιντσάρισμά της. Ευνοεί ωστόσο μια διαλυτική, σχετικιστική προσέγγιση της πραγματικότητας, της επιστήμης, της κοινωνίας και της οικονομίας, άρα, γιατί όχι,  και της σεξουαλικότητας.

7.

Αν η τεκνοθεσία είναι δυνατότητα των ετερόφυλων ζευγαριών, πρέπει να είναι και δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών. Το κρίσιμο ωστόσο είναι ότι πρόκειται για “δυνατότητα” και όχι για “δικαίωμα”. Οι ενήλικες δεν έχουν δικαιώματα πάνω στο παιδί, αλλά δυνατότητα. Δυνατότητα να το υιοθετήσουν, αλλά ακόμα και να το γεννήσουν, να το αναθρέψουν, να το μεγαλώσουν. Η δυνατότητα πρέπει να δίνεται και να ελέγχεται από τη συλλογική φροντίδα της κοινωνίας, και υπό σπάνιους αλλά υπαρκτούς όρους, να είναι ανακλητή. Αυτό δεν σημαίνει ότι το “κακό” κράτος θα μπουκάρει στα σπίτια να ελέγχει αν οι γονείς έχουν παραμελήσει ή κακοποιήσει τα παιδιά τους. Σημαίνει όμως ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι δομές πρόνοιας και φροντίδας, ο κοινωνικός παρεμβατισμός στο οικογενειακό άβατο, πρέπει επιτέλους να ανασυγκροτηθεί. Σήμερα το κράτος πρόνοιας ολοένα και διαλύεται, προς όφελος της “ατομικής ευθύνης”. Τις μέρες που όλη η κοινωνία συζητά τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζυγαριών, ένας άντρας με τον κολλητό του δολοφονούσε τη σύντροφό του, ένας άλλος άντρας έστελνε διασωληνωμένο στην εντατική το 4χρονο παιδί της συντρόφου του και ένας πατέρας σκότωνε τον κουνιάδο του γιατί βίαζε επί χρόνια την ανήλικη κόρη του. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος γενικά, και η Ελλάδα ειδικότερα, είναι στο σημείο μηδέν σε ό,τι αφορά κοινωνικές δομές προστασίας της γυναίκας και των παιδιών, ΜΕΣΑ στην οικογένεια. Και παρεμπιπτόντως: αν οι εργαζόμενοι στις δομές κοινωνικής και οικογενειακής φροντίδας και παιδικής προστασίας ήταν περισσότεροι από τους αστυνομικούς, είναι σίγουρο ότι θα είχαμε λιγότερα εγκλήματα.

8.

Ο εγωιστής άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα πρέπει να μάθει ότι όλα είναι “δικαίωμά του”. Μπορεί να στερείται βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά το δικαίωμα στην αυτοπραγμάτωσή του μέσω των απογόνων του, είναι ιερό. Ο ναρκισσισμός της ατομικής ολοκλήρωσης και της επιτυχίας μέσα από την απόκτηση παιδιών, τη διασφάλιση της καλύτερης δυνατής εκπαίδευσής τους, της οικονομικής τους διευκόλυνσης και διάνοιξης με κάθε θυσία επαγγελματικών και επιχειρηματικών δρόμων για τη δική τους ατομική επιτυχία, ανήκει στο στενό πυρήνα της σύγχρονης καπιταλιστικής ιδεολογίας. Αντιμετωπιζόμενη η απόκτηση βιολογικών ή μη βιολογικών τέκνων ως δικαίωμα, και όχι ως δυνατότητα και υποχρέωση έναντι των παιδιών, ανοίγει ο δρόμος για την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Αφού η τεκνοθεσία είναι “δικαίωμα” γιατί να μη θεσπιστεί ως “δικαίωμα” και η αναπαραγωγή με δανεικούς γαμέτες μέσω παρένθετης μητέρας; Ή ακόμα και η «παραγγελία» παιδιού με γενετικό υλικό του ζεύγους, ομόφυλου ή ετερόφυλου. Και από τη στιγμή που θεσπιστεί ως “δικαίωμα”, είναι σαφές ότι θα φύγει από την αυστηρά αλτρουιστική και αλληλέγγυα κίνηση της φίλης ή της συγγενούς προς το άτεκνο ζευγάρι, και θα μετεξελιχθεί σε προϊόν αγοραπωλησίας (ενοικίασης μήτρας – ολόκληρου ανθρώπου για την ακρίβεια) που θα μπορεί να αγοραστεί από πλούσια ζευγάρια, ετερόφυλα ή ομόφυλα. Ο καπιταλισμός μετατρέπει με αδηφάγο μανία κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα σε πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Το έχει κάνει στην υγεία, στην παιδεία, στην πρόνοια, στη ζωή και στο θάνατο. Γιατί να μην το κάνει και στην αναπαραγωγή;

9.

Η τεκνοθεσία πρέπει να ενισχυθεί, με στόχο την ολική αποϊδρυματοποίηση, ενάντια σε κάθε εγωιστικό ναρκισσισμό ετερόφυλων ή ομόφυλων ζευγαριών που επιζητούν βιολογικό τους τέκνο, αγοράζοντας την παρένθετη μητρότητα, επιβεβαιώνοντας από την ανάποδη μεριά τις συντηρητικές θεωρίες των δεσμών αίματος, όπου ένας γονέας μπορεί να είναι γονέας μόνο αν το παιδί φέρει το γενετικό του υλικό. Η εμπορευματοποίηση της γέννησης ενός παιδιού πρέπει να είναι το απόλυτο όριο, όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Στο μέλλον, με τον ίδιο κατηγορηματικά αρνητικό τρόπο πρέπει να απαντιέται το ερώτημα της κλωνοποίησης ανθρώπινων εμβρύων, ή της τεχνητής αναπαραγωγής, που κάτω από τον μανδύα της υποβοήθησης ανθρώπων σε ομόφυλη ή ετερόφυλη σχέση, που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εμπορευματοποίηση της γέννησης ανθρώπων. Άλλωστε η μέχρι σήμερα εμπειρία της παρένθετης μητρότητας στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου λευκά πλούσια ζευγάρια (ομόφυλα ή ετερόφυλα), αγοράζουν πλουσιοπάροχα το δικαίωμα να αποκτήσουν παιδιά που φέρουν το δικό τους γενετικό υλικό, έχοντας νωρίτερα υπάρξει ως έμβρυα σε ενοικιαζόμενο άνθρωπο. Η άρνηση Μητσοτάκη στην παρένθετη μητρότητα είναι συγκυριακή και όχι επί της αρχής. Αυτό σημαίνει ότι η παρένθετη μητρότητα έναντι οικονομικού αντιτίμου, παραμένει για τη ΝΔ (αλλά προφανώς και για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ) στην μελλοντική ημερήσια διάταξη. Στον αντίποδα της τεχνητής αναπαραγωγής και της άκοπης και ανώδυνης παραγγελίας παιδιών με οικονομικό αντίτιμο, πρέπει να μπει η προστασία της μητρότητας, η συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης κάθε οικογένειας. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία όπου η κοινωνική πολιτική και το κράτος πρόνοιας θεωρούνται αναχρονισμός και σοβιετικό μοντέλο, ενώ η εργασιακή και οικονομική ζούγκλα που απολύει γυναίκες επειδή τόλμησαν να μείνουν έγκυες αποτελεί καθημερινότητα.

10.

Συνοπτικά:

  • Να αρθεί κάθε διάκριση σε βάρος των ομόφυλων ζευγαριών σε ότι αφορά τον γάμο.
  • Είτε πρόκειται για ομόφυλα, είτε για ετερόφυλα ζευγάρια, πρέπει να θεσπιστούν απολύτως αυστηρά, υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά όχι γραφειοκρατικά, και πάντως ενιαία κριτήρια για την τεκνοθεσία.
  • Να απαγορευτεί η εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, η αγορά εμβρύου, η ενοικίαση μήτρας και όλου του ανθρώπινου σώματος κοκ.
  • Η καπιταλιστική τάση της εξατομίκευσης και της διάλυσης κάθε κοινότητας, ακόμα και της οικογενειακής, δεν είναι προοδευτική.
  • Να αμφισβητήσουμε την οικογένεια και το ιδιωτικό οικογενειακό άβατο από τη σκοπιά της κοινωνικής και συλλογικής ευθύνης για τα παιδιά και τις γυναίκες.
  • Να υπερασπιστούμε την επιστήμη και τις κατακτήσεις της συλλογικού ανθρώπινου νου, διαχωρίζοντας την αμφισβήτηση και την αναζήτηση από τον κατεδαφιστικό σχετικισμό και υποκειμενισμό.
  • Να υποστηριχθεί η κοινωνική πολιτική, το κράτος πρόνοιας, οι δομές αλληλεγγύης, η κρατική παρεμβατικότητα. Είναι η απόλυτη προϋπόθεση ώστε να μπορούν να προστατευτούν τα παιδιά και οι γυναίκες.

Με τους «προβοκάτορες» του 1973. Με τους «τρομοκράτες» του 2023. Με τους λαούς που πολεμάνε για ανεξαρτησία.

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

50 χρόνια πριν, οι «προβοκάτορες» που μπήκαν στο Πολυτεχνείο έγραψαν και καθόρισαν την ιστορία. Έβγαλαν το λαό στο δρόμο, δίνοντας στο Πολυτεχνείο το χαρακτήρα παλλαϊκής αντιφασιστικής αντιμπεριαλιστικής εξέγερσης. Τίναξαν στον αέρα τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, διέλυσαν τις αυταπάτες για «ομαλοποίηση» του καθεστώτος και τις  –ομολογημένες ή ανομολόγητες– προσδοκίες γι’ αυτήν τη «φιλελευθεροποίηση» όσων τότε προσπαθούσαν να «μαζέψουν» την εξέγερση και να «απαγκιστρωθούν» και σήμερα διαγκωνίζονται και διεκδικούν για τον εαυτό τους τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτήν.

Γιατί στο Πολυτεχνείο συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις, δύο γραμμές: η αντίληψη για μια αντιχουντική διαμαρτυρία και «αντιδικτατορική ενότητα» από τη μια, και η αντίληψη για τη συνολικότερη ανατροπή του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και υποτέλειας, για ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία από την άλλη. Η πρώτη αποτύπωνε τη λογική του «εφικτού» και του «ρεαλισμού». Η δεύτερη αποτύπωνε και καθρέφτιζε τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, έκφραζε τα αισθήματα και τις αγωνιστικές διαθέσεις του λαού και της νεολαίας. Γι’ αυτό και επικράτησε. Και ακριβώς αυτός ο αντιφασιστικός αντιμπεριαλιστικός προσανατολισμός ήταν που έκανε το Πολυτεχνείο καταλύτη των κατοπινών πολιτικών εξελίξεων. Καθόρισε τους όρους της μεταπολίτευσης καθιστώντας αδύνατη μια επιστροφή στο προδικτατορικό πολιτικό σκηνικό. Οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών καταγράφοντας στις συνειδήσεις ότι ο μόνος δρόμος για καλύτερη ζωή είναι ο δρόμος του αγώνα, ότι η πάλη για ελευθερία και λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί παρά να είναι πάλη ενάντια στα ιμπεριαλιστικά δεσμά, πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Παρακαταθήκες ζωντανές και εξαιρετικά επίκαιρες, 50 χρόνια μετά.

Σήμερα, την ιστορία τη γράφουν οι «τρομοκράτες» στη Γάζα. Ξεσηκώθηκαν για να αποτινάξουν τα δεσμά τους, κόντρα στη λογική του «εφικτού», του «ρεαλισμού», του συμβιβασμού. Ανέτρεψαν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για την περιοχή. Κατέγραψαν στις συνειδήσεις ότι ο μόνος δρόμος για το δίκιο είναι ο δρόμος του ανυποχώρητου αγώνα. Αποκάλυψαν στα μάτια των λαών όλου του κόσμου το κυνικό, βάρβαρο, φασιστικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού και των υποτελών του, το πραγματικό πρόσωπο της «δημοκρατίας» και του «πολιτισμού» τους. Έβγαλαν στο δρόμο εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο που διαδηλώνουν την αλληλεγγύη τους στα δίκια του παλαιστινιακού λαού, την απαίτησή τους να σταματήσει το ματοκύλισμα και να ορίσει ο ίδιος ο λαός της Παλαιστίνης τη μοίρα του.

Η Γάζα έγραψε και γράφει την ιστορία και αυτό δεν μπορεί να το σταματήσει το ματοκύλισμα του λαού της – όπως το ματοκύλισμα του Πολυτεχνείου δεν μπόρεσε να σταματήσει την ιστορία που γράφτηκε το 1973.

Πάντοτε με τους «προβοκάτορες» και τους «τρομοκράτες» που μάχονται για το δίκιο, με τους λαούς που παλεύουν για ανεξαρτησία, με τους καταπιεσμένους και τους κολασμένους της γης – για έναν άλλο κόσμο!

Θάνατος στο φασισμό και τον ιμπεριαλισμό!

Έξω το ΝΑΤΟ και οι αμερικάνοι – Έξω οι βάσεις του θανάτου!

Λευτεριά στην Παλαιστίνη!

Οι λαοί νικούν με τ’ όπλο στο χέρι!

Για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Οι κάλπες της 8/10/2023 δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Η ΝΔ είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς αμφισβήτηση από πουθενά. Η υπαρκτή δυσαρέσκεια για τη διαχείριση των «φυσικών» καταστροφών, αλλά και την οικονομία-ακρίβεια εκφράζεται κυρίως προς την αποχή, την ακροδεξιά (για την οποία όμως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν είναι ευνοϊκός χώρος καθώς απαιτεί μηχανισμούς που δεν διαθέτει ακόμα), και δευτερευόντως προς τα αριστερά της κεντροαριστεράς και κυρίως το ΚΚΕ. Η μεγάλη εικόνα παραμένει η συντηρητικοποίηση και η αναδίπλωση του λαϊκού φρονήματος. Οι περιπτώσεις του Μπέου, του Αγοραστού, αλλά και του συνόλου των περιφερειαρχών της ΝΔ, οι οποίοι λίγα ή ελάχιστα έχουν κάνει για τις υποδομές και την πρόληψη, επιβεβαιώνουν ότι ένας λαός χωρίς ελπίδα και με χαμηλές προσδοκίες είναι η πιο εύκολη «λεία» στις υποσχέσεις και της «χάρες» της τοπικής εξουσίας. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των απερχόμενων δημάρχων (πάνω από 160) επανεκλέγεται ή θα επανεκλεγεί  και ορισμένοι με πολύ μεγάλα ποσοστά δείχνει αφενός ότι οι προσδοκίες (και) για την αυτοδιοίκηση έχουν πέσει δραματικά και αφετέρου ότι η προσκόλληση, η αποδοχή ή και η υποταγή στην οποιαδήποτε εξουσία, φαντάζει προς το παρόν η μοναδική διέξοδος για έναν λαό που έχει πολλαπλές απογοητεύσεις από την συλλογική πάλη και αναζητά δρόμους ατομικής επιβίωσης.

2.

Ο χώρος της κεντροαριστεράς δεν έχει βρει βηματισμό. Με την σημερινή εικόνα δεν πείθει ότι αποτελεί εναλλακτική, είτε ο κάθε φορέας ξεχωριστά, είτε και οι δύο μαζί. Βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ των εκκλήσεων περί αντιδεξιού μετώπου, της ανανέωσης και της υπευθυνότητας. Το μοναδικό ερώτημα είναι ποιος από τους δύο πόλους της κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ) θα περάσει τον άλλον, την ώρα που σε επίπεδο πολιτικής, προγράμματος και εκφοράς καθημερινού αντιπολιτευτικού λόγου, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους αφορά αποκλειστικά το παρελθόν και την ιστορική διαδρομή (ο ΣΥΡΙΖΑ ως πάλαι ποτέ Αριστερά, το ΠΑΣΟΚ ως κατεξοχήν κυβερνητικό κόμμα), αλλά όχι το παρόν και το μέλλον. Η κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη, αλλά και το κοινωνικό και πολιτικό πισωγύρισμα που καταγράφεται σε διαδοχικές αναμετρήσεις από το 2015, πιέζουν στην κατεύθυνση μιας «προοδευτικής κεντροαριστερής συμμαχίας», αλλά μένει να ξεκαθαρίσει ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε αυτήν. Συνολικά ο χώρος ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα ξεπεράσει τα στρατηγικά του ερωτήματα.

3.

Τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ σημειώνουν άνοδο η οποία οφείλεται, κυρίως, στην αποδιοργάνωση του κεντροαριστερού χώρου. Η τελευταία όμως δεν έχει προκληθεί από κάποια λαϊκό κίνημα, παρά την εμπλοκή μελών του κόμματος σε τοπικά προβλήματα (πχ σύλλογοι γονέων κ.α.), αλλά από την ηγεμονία των ιδεών και πρακτικών της συντήρησης. Γι΄ αυτό και τα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη, όπως και οι δηλώσεις Κουτσούμπα, που αρχίζουν και τελειώνουν στις «επιτυχίες» του ΚΚΕ, αποτελούν εντελώς ξένη λογική για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται κομμουνιστικό ή επαναστατικό. Ο συσχετισμός χειροτερεύει και το κίνημα υποχωρεί την ώρα ακριβώς που τα ποσοστά του ΚΚΕ ανεβαίνουν. Αποδεικνύεται από την ανάποδη, ότι τα εκλογικά ποσοστά δεν στοιχίζονται και δεν σπρώχνουν προς πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, προς αντιστάσεις και αγώνες. Η, εδώ και 3 δεκαετίες «πολιτική πρόταση» για όλες τις φάσεις του λαϊκού κινήματος, τις πολιτικές κρίσεις, τα διακυβεύματα, τα ερωτήματα που τίθενται στην κοινωνία και στη χώρα, συνοψίζεται στο σύνθημα «ισχυρό ΚΚΕ», το οποίο μπορεί να δίνει εκλογικούς καρπούς αλλά δεν αποτελεί πολιτική πρόταση για το λαϊκό κίνημα και τα προβλήματά του. Ο αθεράπευτος κοινοβουλευτισμός αυτού του μηχανισμού (το κόμμα να είναι καλά) δεν προμηνύει ότι αυτή θα επενδυθεί σε κάποια μορφή ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος. Θα συνεχίσει να συμβαίνει το ανάποδο.

4.

Τα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κινήθηκαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, σε χαμηλά επίπεδα. Οι εξαιρέσεις των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, παρά τις διαφορές τους (πχ στην Αθήνα έπαιξε ρόλο η δημόσια αναγνώριση και διεισδυτικότητα του επικεφαλής ενώ αντιθέτως στην Θεσσαλονίκη το εκεί σχήμα επένδυσε στην συλλογική εκπροσώπηση) επιβεβαιώνουν ότι στοιχεία όπως η πλατιά απεύθυνση και όχι η αυτοαναφορικότητα περί αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η προσπάθεια γείωσης μέσα από τα συγκεκριμένα αιτήματα στα συγκεκριμένα προβλήματα και η ενωτική πολιτική, σε πλήρη βέβαια αντίθεση με τα χωριστά (και στενά) ψηφοδέλτια στις περιφέρειες, αποτελούν βασικά – αν και όχι ικανά – στοιχεία μιας ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Ωστόσο φαίνεται δύσκολο μια τέτοια παρέμβαση να μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Παραμένει ένας χώρος με αυτοαναφορικότητα στην φυσιογνωμία, με έντονα δικαιωματικό λόγο, με έλλειψη ενωτικής κατεύθυνσης, με αγεφύρωτες διαφορές και τεράστια σύγχυση σε θέσεις γύρω από βασικά θέματα (πόλεμος, ελληνοτουρκικά, εκτίμηση συσχετισμού δύναμης).

5.

Στις δύσκολες συνθήκες που ζούμε, σε εποχές διάλυσης και υποχώρησης των προοδευτικών ιδεών και δυνάμεων, σε καιρούς απογοήτευσης αλλά και χαμηλών προσδοκιών, δεν μπορεί να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα πολύ διακριτό ποσοστό πολύ πάνω από 10% που επιμένει να στηρίζει συγκρουσιακές πολιτικές –έστω και με θεσμικό/ κοινοβουλευτικό  τρόπο, σε αντίθεση με τις θεσμικές  συστημικές πολιτικές που ακολουθούν τα προωθούν οι τρεις βασικές κοινοβουλευτικές ηγεσίες των κομμάτων του κοινοβουλίου. Αποτελεί αυτό το ευάριθμο σχετικά ποσοστό μια «παραφωνία» στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε απλά σαν παρηγορητικό στοιχείο αλλά σαν ένα μεγάλο χωράφι όπου πάνω του μπορεί να αναπτυχθούν -αν βεβαίως στηριχθούν- ιδέες, πρωτοβουλίες και πολιτικές που να έχουν μαζική λαϊκή αναφορά και απεύθυνση, που να έρχονται σε ευθεία αμφισβήτηση και σύγκρουση με το αστικό εθνικό και «υπερεθνικό» σύστημα, φιλοδοξώντας να  αποτελέσει την πολυπόθητη εναλλακτική που απουσιάζει.

6.

Στον δεύτερο γύρο των εκλογών υπάρχουν λίγες περιπτώσεις υποψηφίων που μπορούν να διεκδικήσουν την δημοτική εξουσία με στοιχεία φιλολαϊκού προγράμματος και μιας αριστερής διαχείρισης, για τους ελεύθερους χώρους, την κοινωνική πολιτική, κόντρα στην ανταποδοτική λογική στην λειτουργία των δήμων ή όπου έχει συνασπιστεί ένα μαύρο μέτωπο εργολάβων και συμφερόντων εναντίον τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι περιπτώσεις της Λαϊκής Συσπείρωσης σε Πάτρα, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Πετρούπολη, όπως και οι περιπτώσεις των υποψηφίων Ρούσσου και Βρεττάκου (παρόλο που τους στηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ),  σε Χαλάνδρι και Κερατσίνι. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στηρίζουμε την επιλογή του άκυρου.

Νίκη στην παλαιστινιακή αντίσταση!

Ανακοίνωση της Παρέμβασης

Νίκη γιατί ο αγώνας του είναι δίκαιος. Γιατί διώχτηκε από τη γη του, γιατί γνώρισε και γνωρίζει ανελέητη τρομοκρατία, εξανδραποδισμούς, γενοκτονία, προσφυγιά, δολοφονίες, βασανιστήρια. Γιατί επί δεκαετίες παλεύει με πέτρες, σφεντόνες και λιανοντούφεκα για να έχει τη δική πατρίδα, για να ορίζει ο ίδιος τις τύχες του. Γιατί δεν υποστέλλει τη σημαία της αντίστασης. Γιατί τα ποτάμια αίματος που έχει χύσει, τα δεκάδες χιλιάδες αθώα θύματα που έχει δώσει σ’ αυτόν τον αγώνα, δεν έχουν κάμψει την αποφασιστικότητα, το πείσμα, το πάθος του για τη λευτεριά.

Η παλαιστινιακή αντίσταση δίνει ελπίδα, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για τους καταπιεζόμενους σε όλο τον κόσμο, κόντρα στις λογικές του «εφικτού», του «ρεαλισμού», της ανημπόριας απέναντι στη δύναμη του αντίπαλου, του «δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα».

Η χθεσινή επίθεση στο Ισραήλ απέδειξε πως η φοβερή πολεμική μηχανή, το σιδερόφρακτο κράτος του είναι «χάρτινη τίγρη» απέναντι στην αποφασιστικότητα και τη δύναμη που δίνει το δίκιο του αγώνα. Ο ελλιπής και αυτοσχέδιος εξοπλισμός κατάφερε συντριπτικά χτυπήματα στην υπερσύγχρονη υπεροπλία των Ισραηλινών. Η συστηματική οργάνωση και ο προσεκτικός σχεδιασμός ξεπέρασε τη διαβόητη Μοσάντ, τα τρομερά συστήματα παρακολούθησης, τα τείχη και τους φράχτες.

Κάθε προοδευτικός και ελεύθερος άνθρωπος σ’ όλο τον κόσμο στέκεται στο πλευρό της παλαιστινιακής αντίστασης, στο πλευρό ενός μικρού λαού που πολεμά με νύχια και με δόντια. Οι υπηρέτες του ιμπεριαλισμού, οι θιασώτες του εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού συστήματος, οι πραγματικοί τρομοκράτες βαφτίζουν την αντίσταση «τρομοκρατία». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να καταδικάσει «τους τρομοκράτες της Χαμάς» και να διακηρύξει «το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα». Από κοντά συντάχθηκε και ο θλιβερός ΣΥΡΙΖΑ δίνοντας επιπλέον διαπιστευτήρια αμερικανοδουλείας. Ο ελληνικός λαός πάντοτε στεκόταν στο πλευρό των Παλαιστινίων. Σήμερα, που όλα τα κοράκια θέλουν να πνίξουν την παλαιστινιακή αντίσταση, αυτή η αλληλεγγύη έχει ξεχωριστή σημασία. Σήμερα που όλα τα κοράκια μας προπαγανδίζουν την «τρομοκρατία» των Παλαιστινίων, να βροντοφωνάξουμε:

 

Νίκη στην παλαιστινιακή αντίσταση!

Αλληλεγγύη στον αγωνιζόμενο παλαιστινιακό λαό!

Κάτω το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ!

Θάνατος στο φασισμό και τον ιμπεριαλισμό!

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι!

Για την αυτοδιοίκηση και τις αυτοδιοικητικές εκλογές

1.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες οι διαδοχικές και διακομματικές μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έχουν διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις πολιτικές που μπορούν να ασκηθούν σε περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο. Τόσο θεσμικά, όσο και οικονομικά, η Αυτοδιοίκηση στραγγαλίζεται με ένα σύνολο παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας (Καποδίστριας, Καλλικράτης, Κλεισθένης) που άλλαξαν δραματικά τον χάρτη των Δήμων και της αυτοδιοικητικής διαίρεσης της χώρας, αλλά και από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων. Αυτές οι πολιτικές, καθιστούν την Αυτοδιοίκηση μακρύ χέρι της κεντρικής εξουσίας, φορομπηχτικό μηχανισμό ανταποδοτικών υπηρεσιών, σε πλήρη διάσταση με τις λαϊκές ανάγκες, σε απόλυτη στοίχιση με τις απαιτήσεις της άρχουσας τάξης και της ΕΕ.

2.

Η πολιτική που ασκείται διαχρονικά σε ό,τι αφορά την Αυτοδιοίκηση στηρίζεται στους εξής πυλώνες:

  • Αύξηση αρμοδιοτήτων των Δήμων με ταυτόχρονη όμως μείωση πόρων που αποδίδονται σε αυτούς.
  • Εξαναγκασμός επομένως της Αυτοδιοίκησης στο να προσχωρήσει σε πλήρως ανταποδοτικές πολιτικές και υπηρεσίες όπου ο δημότης πληρώνει για ό,τι απολαμβάνει.
  • Απόσυρση του κράτους από τις υποχρεώσεις του έναντι των Δήμων και των Περιφερειών και υποκατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά προγράμματα.
  • Διαρκής μείωση των περιθωρίων παρέμβασης και επιρροής των τοπικών κοινωνιών στις αποφάσεις, στα έργα στους προϋπολογισμούς και στις προτεραιότητές τους.

Με βάση τα παραπάνω, η Αυτοδιοίκηση, από πεδίο άσκησης μιας πολιτικής που θα μπορούσε υπό όρους και προϋποθέσεις να είναι διαφορετική ή και ανταγωνιστική με αυτή του κράτους, έχει μετατραπεί τις τελευταίες δεκαετίες σε συστατικό τμήμα της κεντρικής εξουσίας. Ακόμη περισσότερο, τόσο θεσμικά, όσο και οικονομικά – διαχειριστικά, η αυτοδιοίκηση στο βαθμό που στηρίζεται για να μπορέσει να επιβιώσει στα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν μπορεί παρά να αποδέχεται το σύνολο των προτεραιοτήτων, των ιεραρχήσεων και των κατευθύνσεων που καθορίζει η ΕΕ και οι Βρυξέλλες.

3.

Με το σχέδιο Καποδίστριας (1997) εκατοντάδες δήμοι και χιλιάδες κοινότητες συνενώνονται σε 910 νέους δήμους, καθιερώνεται το όριο του 42% για την εκλογή δημάρχου (από 50%), ενώ ιδρύονται δημοτικές επιχειρήσεις ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου οι οποίες διαχειρίζονται πλέον τις δραστηριότητες των δήμων με εμπορευματικά ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Η κατάργηση των κοινοτήτων και η μετατροπή τους σε δημοτικά διαμερίσματα αλλά και η συνένωση δήμων απομακρυσμένων συντελεί στην αφαίρεση και μεταφορά πόρων και δραστηριοτήτων από την περιφέρεια στο κέντρο, ειδικά στην επαρχία. Με το πρόγραμμα Καλλικράτη (2010), οι δήμοι συνενώνονται ακόμα περισσότερο, περιορίζεται ο αριθμός τους στους 325, οδηγώντας σε περαιτέρω συρρίκνωση περιφερειακών και μικρών δήμων που αναγκάζονται σε αναγκαστικές συνενώσεις με άλλους. Επιπλέον, θεσμοθετείται ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης με τις Περιφέρειες οι οποίες αναλαμβάνουν τις αρμοδιότητες που είχαν παλιότερα οι νομαρχίες καθώς και αρμοδιότητες που ανήκαν στην κεντρική εξουσία. Με το σχέδιο Κλεισθένης (2019) διευρύνεται η ανταποδοτική λειτουργία της αυτοδιοίκησης, ενσωματώνει δήμους και περιφέρειες στο ασφυκτικό πλαίσιο ελέγχου που ασκείται από το Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας, τον Δημοτικό Διαμεσολαβητή και την Αυτοτελή Εποπτεία του Υπουργείου Εσωτερικών. Την ίδια ώρα, καθιερώνεται η απλή αναλογική στην εκλογή του δημοτικού συμβουλίου (αλλά όχι του δημάρχου), η οποία επιχειρεί να χρυσώσει το χάπι της αντιδημοκρατικής ασφυξίας που υφίσταται η τοπική αυτοδιοίκηση τόσο οικονομικά όσο και θεσμικά. Τέλος, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, καταργείται η φαλκιδευμένη απλή αναλογική του Κλεισθένη, εξασφαλίζεται η εκλογή των 3/5 των μελών του συμβουλίου στον νικητή των εκλογών, μπαίνει όριο 3% για την είσοδο σε δημοτικό και περιφερειακό συμβούλιο, ενώ με νομοθετικές παρεμβάσεις διευκολύνεται η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και ωθούνται οι δήμοι να συνάπτουν συμβάσεις με ιδιώτες για έργα τα οποία τα προηγούμενα χρόνια εκτελούσαν οι ίδιοι (καθαριότητα, πράσινο κλπ).

4.

Μεγάλη πληγή για την αυτοδιοίκηση και τις δυνατότητές της είναι οι μειωμένοι πόροι που της αποδίδονται. Τα έσοδα των ΟΤΑ σύμφωνα με τις προβλέψεις του Καλλικράτη και του Κλεισθένη πρέπει να προέρχονται κατά το 70% από τα ανταποδοτικά τέλη. Επιπλέον, οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι που οφείλει το κράτος να αποδίδει στους ΟΤΑ διαρκώς μειώνονται. Το 2010 ανέρχονταν περίπου σε 4,4 δισ ευρώ, έφτασαν το 2022 στα 2,8 δισ ευρώ. Επιπλέον, με νομοθετικές ρυθμίσεις υπάρχει παραγραφή του παρακρατηθέντων από την κεντρική εξουσία πόρων, με αποτέλεσμα η Τοπική Αυτοδιοίκηση να φορτώνεται με αρμοδιότητες, οι οποίες, ελλείψει πόρων και χρηματοδότησης, μετατρέπονται σε ανταποδοτικές υπηρεσίες. Αντίθετα από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους που διαρκώς μειώνονται, οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίες προέβλεπαν αύξηση στα ανταποδοτικά τέλη (τοπική φορολογία κλπ) που μαζεύουν οι ΟΤΑ, φτάνοντας το 2022 πάνω από 3 δισ ευρώ. τέλος διαχρονικά, οι πόροι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που παρακρατεί παράνομα η κεντρική εξουσία φτάνουν πάνω από 15 δισ ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό και με τη συγκεκριμένη πορεία, το κράτος αποσύρεται από τη χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης, οι δήμοι και οι επιχειρήσεις τους φορολογούν τις υπηρεσίες που παρέχουν, ενώ κρίσιμα έργα υποδομής δεν μπορούν να εκτελεστούν.

5.

Η οικονομική ασφυξία των Δήμων συνοδεύεται και από το βάθεμα της εξάρτησης και της επιτροπείας από την κεντρική εξουσία. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μετατρέπεται, από όργανο που εκφράζει τη δημοκρατικά εκφρασμένη βούληση των πολιτών, σε λογιστικό γραφείο γκρίζας και άχρωμης διαχείρισης, ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, αυστηρά ελεγχόμενων από τους θεσμούς. Με το Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας, η κεντρική εξουσία παρακολουθεί τα οικονομικά των Δήμων, υποχρεώνοντάς τους σε αυστηρούς προϋπολογισμούς που δεν θα παρεκκλίνουν. Αποκορύφωμα της μετατροπής των Δήμων σε φορομπηχτικούς μηχανισμούς είναι οι προτάσεις για είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από την αυτοδιοίκηση που επανήλθαν με ένταση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πέρασμα του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους θα αποτελέσει την τελευταία πράξη για την οριστική κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης, και την κατηγοριοποίηση των δήμων σε πλούσιους και φτωχούς ανάλογα με τις αντικειμενικές αξίες και τα ποσά που εισπράττονται. Η μετατροπή της Αυτοδιοίκησης σε λογιστικό μηχανισμό φορομπηχτικής διεκπεραίωσης είναι ο κοινός στόχος του συνόλου των μεταρρυθμίσεων που υπέστη η Τοπική Αυτοδιοίκηση τα τελευταία χρόνια. Τα ίδια τα Δημοτικά Συμβούλια μετατρέπονται σε γραφεία διαδικαστικής έγκρισης προαποφασισμένων πολιτικών.

6.

Η υποκατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης από τα ευρωπαϊκά προγράμματα έχει πολλαπλές συνέπειες στην ποιότητα και τις προτεραιότητες των έργων. Πλέον ικανή δημοτική αρχή δεν είναι αυτή που αποφασίζει (και υλοποιεί) με βάση το συμφέρον των δημοτών και τις προτεραιότητες που ορίζουν οι τοπικές κοινωνίες, αλλά αυτή που βρίσκει χρηματοδοτήσεις και εντάσσει έργα σε προγράμματα. Πολύ περισσότερο όμως, η χρηματοδότηση τόσο των τεχνικών έργων, όσο και της κοινωνικής πολιτικής, από το ΕΣΠΑ, συνιστά θηλιά στο λαιμό της Αυτοδιοίκησης και της δυνατότητας των πολιτών να αποφασίζουν οι ίδιοι τις προτεραιότητες της πόλης και της γειτονιάς τους. Μόνο συγκεκριμένα έργα, με συγκεκριμένους κωδικούς, και άρα συγκεκριμένου χαρακτήρα και προσανατολισμού, μπορούν να υπάρξουν.
Πιο συγκεκριμένα:
– Αντί να ορίζουν οι ανάγκες της πόλης τα έργα και τους προϋπολογισμούς, αυτά ορίζονται από τα άκαμπτα χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
– Η πλειοψηφία αυτών των προγραμμάτων έχει ημερομηνία λήξης καθιστώντας όλα τα έργα επισφαλή και εφήμερα. Συνέπεια είναι μεγάλα και μακροπρόθεσμα έργα υποδομών να μην μπορούν να εκτελεστούν.
– Επιπλέον, τα περισσότερα προγράμματα που αφορούν δομές κοινωνικής πολιτικής επιβάλουν την είσοδο ιδιωτών και κυρίως ΜΚΟ στη διαχείρισή τους.
– Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται ένα νέο πεδίο ημετέρων και ένα ισχυρό δίκτυο πελατειακών σχέσεων, καθώς οι ίδιοι, που παλιότερα λυμαίνονταν το κράτος και τα δημόσια ταμεία, σήμερα κάνουν πάρτυ με τέτοια κονδύλια.
Η αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης, η επιβίωση των Δήμων από τα ανταποδοτικά τέλη, η συνεχιζόμενη παρακράτηση των πόρων της Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία, αλλά και η χρηματοδότηση όλων των έργων από κωδικούς του ΕΣΠΑ, καθιστούν την Αυτοδιοίκηση κενό γράμμα. Ο δημότης δεν «διοικεί εαυτόν», αλλά «ετεροδιοικείται» από την κεντρική εξουσία, τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τις επιταγές των δανειστών.

7.

Το ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στην αυτοδιοίκηση τόσο θεσμικά, όσο και οικονομικά, οδηγεί σε μοιρολατρική αποδοχή ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα πέρα από μια «αριστερή» διαχείριση, όπου η στρατηγική είναι λίγο ή πολύ η ίδια, αλλά η διαφορά είναι στα σημεία. Στην πράξη, μια δημοτική αρχή ταγμένη στο πλευρό των δημοτών, πρέπει να συγκρουστεί με το πλαίσιο που ορίζει η κεντρική εξουσία, να βρεθεί στο όριο (ή και εκτός) νομιμότητας, αν θέλει να υπηρετήσει τις αρχές και τις αξίες της.
Ωστόσο, ένας Δήμος που έχει τη βούληση να συγκρουστεί με τις αντιλαϊκές πολιτικές της κεντρικής εξουσίας και θέλει να μπει στην υπηρεσία των πραγματικών αναγκών του λαού, μπορεί να συνδυάσει τα εξής:

  • Αξιοποίηση όποιων χρηματοδοτικών προγραμμάτων που δέχονται έργα και παρεμβάσεις σε όφελος των πολιτών και σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των δημοτών.
  • Οργάνωση μιας άλλης διαχείρισης που βγάζει έξω ΜΚΟ -ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ., και λοιπούς φορείς που αποτελούν το άλλο πρόσωπο του παλιού κομματικού – πελατειακού κράτους.
  • Με λαϊκή συμμετοχή και ενεργό κοινωνική στήριξη, συγκρότηση προϋπολογισμών και τεχνικών προγραμμάτων, βάσει των πραγματικών αναγκών των δημοτών.

Ο αγώνας για την επιβίωση της Αυτοδιοίκησης και την αξιοπρέπεια των πολιτών κι σε τοπικό επίπεδο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη σύγκρουση και τελικά ρήξη τόσο με την αντιλαϊκή κεντρική εξουσία όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ασφυκτικό οικονομικό και θεσμικό της πλαίσιο.

8.

Το πλαίσιο που σήμερα ορίζει μια αριστερή – ριζοσπαστική παρέμβαση σε Δήμους και Περιφέρειες, παρόλο που είναι ασφυκτικά κομμένο και ραμμένο στις προτεραιότητες της άρχουσας τάξης και των Βρυξελλών, μπορεί να συγκροτηθεί στους παρακάτω άξονες.

  • Δημοκρατική λογοδοσία, λαϊκή συμμετοχή, τοπικά δημοψηφίσματα, με την κοινωνία και τους δημότες να αποφασίζουν, να ενεργοποιούνται, να στηρίζουν ή να απορρίπτουν τις προτεραιότητες και τον προγραμματισμό των έργων και των παρεμβάσεων της δημοτικής αρχής.
  • Έμφαση σε έργα υποδομής, μακράς πνοής που λύνουν προβλήματα δεκαετιών και όχι έργα βιτρίνας, με ορίζοντα τετραετίας που καλλιεργούν τη δημόσια εικόνα αλλά αγνοούν τις δημόσιες ανάγκες και το κοινό καλό. Αντιπλημμυρικά, αποχέτευση, απορρίμματα, ανακύκλωση, δίκτυα, ρυμοτομία, συγκοινωνίες, πάρκα είναι έργα που μπορεί να μην φαίνονται άμεσα, αλλά είναι κρίσιμα για τη ζωή και την ποιότητα ζωής των δημοτών.
  • Έργα και παρεμβάσεις για τους πολίτες που μένουν στις πόλεις τους, για τους δημότες που ζουν στη γειτονιά τους, όχι για τoν τουρισμό και τους επισκέπτες. Η προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά οι επαγγελματίες που ζουν από τον τουρισμό ή το εμπόριο, αλλά και οι κάτοικοι.
  • Περιορισμός έως και κατάργηση αναθέσεων σε έργα που μπορούν να εκτελεστούν από το προσωπικό των δήμων, μόνιμων ή συμβασιούχων υπαλλήλων που με υποπολλαπλάσιο κόστος μπορούν να εκτελέσουν το ίδιο ή και καλύτερο έργο με αυτό που επιτυγχάνεται με αναθέσεις και συμβάσεις. Περιορισμός επομένως και του νοσηρού δικτύου ημετέρων που σιτίζεται από υπερκοστολογημένα έργα και πελατειακές αναθέσεις εξάρτησης.
  • Υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων, αξιοποίηση και όχι εγκατάλειψή τους, αναμόρφωση ελεύθερων χώρων και απόδοσή τους στους δημότες, καταγγελία λεόντειων συμβάσεων και παραχωρήσεων που δίνουν χώρους σε εμπορευματική εκμετάλλευση, ενώ θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε ένα δημόσιο και ελεύθερο πλαίσιο. Περιπτώσεις σαν την παραλιακή πρόσβαση (πχ Ελληνικό, Πάτρα) ή τα Λιπάσματα (Δραπετσώνα) είναι ενδεικτικές για το τι μπορεί να επιτευχθεί.
  • Εφαρμογή της νομιμότητας, όσο ακόμα η νομιμότητα είναι υπέρ του δημόσιου και των πολιτών (πχ παραλίες).
  • Συγκρότηση κοινωνικής πολιτικής με ορίζοντα τις πραγματικές ανάγκες, με κριτήρια που ανταποκρίνονται στις συνθήκες φτώχειας που διαμόρφωσαν τα μνημόνια, που περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερους και όχι λιγότερους δικαιούχους.
  • Συνδρομή των Δήμων στις οικογενειακές ανάγκες με αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες δωρεάν ή με ελάχιστο αντίτιμο, χρησιμοποιώντας δομές της αυτοδιοίκησης και μόνιμο ή με σύμβαση προσωπικό (γήπεδα, γυμναστήρια, πάρκα, ελεύθεροι χώροι).
  • Πολιτιστικό πρόγραμμα που αντλεί από την τοπική κοινωνία και τη νεολαία, υπόδειγμα σε μια άλλη, ανταγωνιστική κατεύθυνση από την κυρίαρχη ευκολία και χυδαιότητα.
  • Τοπικές κοινωνίες ενεργές, γειτονιές παρούσες, με σχολεία ανοικτά το απόγευμα και δραστηριότητες για μικρούς και μεγάλους. Έμφαση στη γειτονιά που ζει και αναπνέει ο δημότης και όχι αποκλειστικά στο κέντρο – βιτρίνα.
  • Ειδικά για την Αττική, ολοκληρωμένο σχέδιο δημόσιας, αποκεντρωμένης διαχείρισης απορριμμάτων με ανάκτηση και διαλογή στην πηγή. Άμεση συγκρότηση Τοπικού Σχεδίου διαχείρισης, με στόχο την πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση, την προδιαλογή υλικών, την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση. Να χωροθετηθούν άμεσα οι νέοι Χώροι Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων, εκτός Δυτικής Αττικής.

9.

Με δεδομένη την πολιτική συγκυρία και στο πλαίσιο αυτό, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ συμμετέχει στη μάχη των δημοτικών εκλογών σε επιλεγμένα τοπικά σχήματα που έχουν ή φιλοδοξούν να έχουν μια επαφή και γείωση με τα πραγματικά προβλήματα της γειτονιάς και των κατοίκων. Είναι σαφές ότι η γενική διαλυτική κατάσταση του χώρου της Αριστεράς δεν επιτρέπει να δοθεί μια εφόλης της ύλης μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών. Ωστόσο, σχήματα, παρατάξεις και κινήσεις που συσπειρώνουν ευρύτερα τμήματα αγωνιστικά και ριζοσπαστικά, έχει αξία να υποστηριχθούν και να καταγραφούν με αξιοπρέπεια και να υπάρξουν μικρές έστω νίκες, εκπροσωπήσεις σε δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια. Έχει επίσης σημασία, μέσα από αυτή την προσπάθεια να αναδειχθούν οι ευθύνες αυτοδιοικητικών αρχών που είναι πλήρως στοιχισμένες με την κεντρική εξουσία, συμμορφωμένες με τις αντιλαϊκές και αντικοινωνικές πολιτικές, παραδομένες σε μικρά ή μεγάλα συμφέροντα που λυμαίνονται το δημόσιο χώρο και το κοινωνικό συμφέρον. Με αυτή την οπτική, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ δίνει τη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών συμμετέχοντας και στηρίζοντας τα παρακάτω σχήματα:

Αθήνα: «Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα»

Θεσσαλονίκη: «Πόλη Ανάποδα»

Ελληνικό-Αργυρούπολη: «Δημοτική Συνεργασία»

Πετρούπολη: «Ριζοσπαστική Αγωνιστική Κίνηση»

Νέα Σμύρνη: «Μια Πόλη Ανάποδα»

Νεάπολη – Συκιές: «Η Πόλη Αλλιώς»

Επιπλέον, ψηφίζουμε και τα παρακάτω σχήματα – κινήσεις, που είτε έχουν μια αγωνιστική παρουσία και δράση, είτε μια μετωπική πολιτική, είτε συμπυκνώνουν μια απόπειρα να υπάρξει ένα άλλο μοντέλο στην αυτοδιοίκηση.

Αττική: «Ανυπότακτη Αττική»

Κεντρική Μακεδονία: «Συμμαχία Αντίστασης και Ανατροπής»

Δυτική Μακεδονία: «Αριστερή Συμπόρευση για την ανατροπή»

Δυτική Ελλάδα: «Αντίσταση Πολιτών»

Αγία Παρασκευή: «Φυσάει Κόντρα»

Ζωγράφου: «Ανυπότακτη Πόλη»

Κορυδαλλός: «Ανυπότακτος Κορυδαλλός»

Παπάγος – Χολαργός: «Δίκτυο Πολιτών»

Πάτρα: «Λαϊκή Συσπείρωση»

Περιστέρι: «Αριστερή Κίνηση»

Αιγάλεω: «Ρήγμα στα Δυτικά»

Χαλάνδρι: «Χαλάνδρι Ενάντια»

Διαλυμένο κράτος – Ανοχύρωτη χώρα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Ανοχύρωτη απέναντι στις φωτιές και τις πλημμύρες, απέναντι στις πανδημίες, στην επισφαλή καθημερινότητα των πολιτών, στις επικίνδυνες ορέξεις των ιμπεριαλιστών, σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική ή ενεργειακή ανεπάρκεια.

Ανοχύρωτη γιατί ο νεοφιλελευθερισμός, τα μνημόνια, οι εντολές της ΕΕ έχουν εξοβελίσει την κρατική μέριμνα για τις δημόσιες υποδομές, έχουν αποψιλώσει τις δημόσιες υπηρεσίες, έχουν διαλύσει τον παραγωγικό ιστό της χώρας, έχουν παραδώσει τον δημόσιο πλούτο και αγαθά στα χέρια μεγάλων εταιριών και εργολάβων.

Έτσι, τα δάση και η δημόσια γη μένουν αφρόντιστα και ακαθάριστα, τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρισμού χωρίς καμία συντήρηση, το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο έχει αφεθεί στην τύχη του, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες στην ασυδοσία των ναυτιλιακών εταιριών, τα νοσοκομεία στην παρακμή και την κατάρρευση, τα σχολεία στο φιλότιμο ή τον πειθαναγκασμό γονέων και κηδεμόνων.

Το προβληματικό ελληνικό κράτος χτίστηκε μεταπολεμικά πάνω στο σαθρό και εξαρτημένο μοντέλο ανάπτυξης της οικοδομής, του τουρισμού, των ευρωπαϊκών πακέτων και των συνακόλουθων μικρών και κυρίως μεγάλων πελατειακών σχέσεων. Υπήρχαν όμως κάποιοι στοιχειώδεις μηχανισμοί, έλεγχοι, διαδικασίες, δομές, προσωπικό. Τα τελευταία 15 χρόνια τα μνημόνια και οι πολιτικές του λιγότερου κράτους τα διέλυσαν όλα και αυτό είναι κάτι ορατό πλέον στην καθημερινότητα, όχι μόνο στις φυσικές καταστροφές.

Οτιδήποτε σχετίζεται με δημόσιες υποδομές, κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, ανατίθεται σε εταιρίες. Από τους δρόμους και τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, μέχρι την καθαριότητα και την τροφοδοσία των νοσοκομείων. Από την τηλεδιοίκηση στα τρένα, μέχρι τη συγκέντρωση και μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων.

Μικροί και μεγάλοι εργολάβοι που τσεπώνουν αφειδώς δημόσιο χρήμα –με την απαραίτητη μίζα στους «ημέτερους»– για να κάνουν «μπαλώματα» που θα τα πάρει το ποτάμι στην πρώτη βροχή –πόσο μάλλον στην τελευταία θεομηνία. Χωρίς κανέναν σοβαρό σχεδιασμό και μελέτη, χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο. Όσο για έργα αντιπυρικής ή αντιπλημμυρικής προστασίας, αυτά δεν προκρίνονται από τους μάνατζερ που προσλαμβάνονται στις δημόσιες υπηρεσίες για να μας δίνουν τα αμερικανόφερτα φώτα τους.

Σε λίγες μέρες θα έχουμε αυτοδιοικητικές εκλογές, σε δήμους και περιφέρειες που εδώ και 15-20 χρόνια «εκπαιδεύτηκαν», με βάση αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, στις πολιτικές του λιγότερου κράτους, των δήμων-εταιριών και των «αυτοδιοικητικών-μπίζνεσμαν». Οι φαιδροί δήμαρχοι και περιφερειάρχες (Μπέος, Αγοραστός κλπ) της περιοχής αυτό το μοντέλο υπηρέτησαν, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των «αυτοδιοικητικών» της χώρας.

Η επίκληση της «κλιματικής κρίσης» και ενός πρωτοφανούς φαινομένου δεν πείθει. Δεν μπορεί να εξηγήσει την αχρήστευση και κατάρρευση των δικτύων ύδρευσης μεγάλων πόλεων όπως ο Βόλος ή η Λάρισα. Δεν πείθει για την μη κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στον θεσσαλικό κάμπο μετά τις πλημμύρες του 2020. Σε μια οχυρωμένη χώρα οι καταστροφικές συνέπειες αυτής της όντως πρωτοφανούς νεροποντής θα ήταν πολύ μικρότερες.

Πολύ δε περισσότερο, δεν πείθει για την εγκατάλειψη από την Πολιτική Προστασία χιλιάδων ανθρώπων στον θεσσαλικό κάμπο και στο Πήλιο στη μανία της φύσης. Το «επιτελικό κράτος» των «αρίστων» και του 112, σε ένα αναμενόμενο μέρες πριν ακραίο καιρικό φαινόμενο, δεν φρόντισε, ενώ είχε επιστημονική ενημέρωση και για την ένταση των φαινομένων και για την επικινδυνότητα των συγκεκριμένων περιοχών, να απομακρύνει έγκαιρα και οργανωμένα τους πολίτες από τις περιοχές που προβλεπόταν να πληγούν –τουλάχιστον τις ευπαθείς ομάδες– και να τους οδηγήσει σε οργανωμένους από πριν χώρους διαμονής με τις απαραίτητες προμήθειες. Δεν είχε δώσει συγκεκριμένες οδηγίες προφύλαξης και επιβίωσης, πέρα από το «εκκενώστε» ή «ανεβείτε στα ψηλά». Δεν είχε πάρει μέτρα, έστω της τελευταίας στιγμής, μετριασμού της καταστροφής πριν το ξέσπασμα της νεροποντής. Δεν είχε μεταφέρει έγκαιρα από αλλού στις περιοχές που αναμενόταν να πληγούν μονάδες τεχνικών, διασωστών, υγειονομικών, ειδικών δυνάμεων για να συνδράμουν στα παραπάνω. Δεν είχε μεταφέρει εξοπλισμό, μηχανήματα, προμήθειες. Τα ελικόπτερα –όσα δεν πνίγηκαν– σηκώθηκαν με 36 ώρες καθυστέρηση. Σχεδόν μια βδομάδα μετά το φαινόμενο, χιλιάδες πληγέντες δεν έχουν πρόσβαση σε νερό, τροφή, φάρμακα και κανένας μηχανισμός δεν φροντίζει γι’ αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις σώθηκαν ζωές μόνο χάρη στην αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη των κατοίκων.

Η καταστροφή στη Θεσσαλία θα καθορίσει τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας για πολύ καιρό. Να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε ενάντια στις πολιτικές που καταστρέφουν και σκοτώνουν, ενάντια στην κυβέρνηση που υπηρετεί και εφαρμόζει αυτές τις πολιτικές. Την κυβέρνηση που εγκληματεί απέναντι στο λαό και τον τόπο.

Να απαιτήσουμε:

-Να παραιτηθεί τώρα ο Κικίλιας.
-Να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά όσοι ευθύνονται για τις καταστροφές κερδοσκοπώντας σε βάρους του δημόσιου συμφέροντος.
-Να ξαναφτιαχτούν και να αποκατασταθούν σπίτια, παραγωγικές μονάδες, καλλιέργειες, με ευθύνη και έξοδα του κράτους. Όχι σε «αποζημιώσεις»-κοροϊδία που συντηρεί τα πελατειακά δίκτυα, φροντίζει τα δικά μας παιδιά και βάζει σε αέναα χρέη την πλειοψηφία.
-Να ξαναφτιαχτούν οι κατεστραμμένες υποδομές με ευθύνη και έξοδα του κράτους, βάσει σοβαρών μελετών και με τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Όχι σε αναθέσεις και μπαλώματα. Ξήλωμα του νομοθετικού πλαισίου εργολαβιών, αναθέσεων κλπ σε δήμους-περιφέρειες.
-Να στελεχωθούν μαζικά οι τεχνικές υπηρεσίες των δήμων και του ΥΠΕΚΑ, οι υπηρεσίες δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης.
-Να μπει έκτακτη φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο και να διατεθεί για την αποκατάσταση των πλημμυροπαθών.
-Να παρθούν τώρα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας (τόνοι απορριμμάτων και χιλιάδες νεκρά ζώα που σαπίζουν, μολύνουν ήδη τον υδροφόρο ορίζοντα).
-Να μην γίνουν ανατιμήσεις στα τρόφιμα με πρόσχημα την καταστροφή στο θεσσαλικό κάμπο. Να εξασφαλιστεί επισιτιστική επάρκεια για τον πληθυσμό.

Το λιγότερο κράτος και η «μητσοτάκεια» εκδοχή του, το επιτελικό κράτος, στην Ελλάδα σημαίνει διαλυμένο κράτος. Θέλουν να έχουμε χαμηλές απαιτήσεις για δημόσιο σχολείο, για δημόσιο νοσοκομείο, για δημόσιες πολιτικές. Να κυριαρχεί η μοιρολατρία, το ιδιωτικό, η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Να μην επιτρέψουμε να ξανασυμβεί ανάλογη καταστροφή. Να υπερασπιστούμε το μέλλον των παιδιών μας. Να αγωνιστούμε για έναν άλλο κόσμο!

Επιτελικό κράτος και νεοφιλελεύθερη πολιτική ευθύνονται για τη διάλυση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Υπάρχουν μέρες, στις οποίες μπορούν να χωρέσουν χρόνια. Μέσα σε δύο εβδομάδες, έχει εκδηλωθεί η υπερδεκαετής πολιτική διάλυσης μίας ολόκληρης χώρας. Οι πυρκαγιές και τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν συμπυκνωμένη έκφραση του κατατεμαχισμού, της εκποίησης, της ιδιωτικοποίησης, της υποβάθμισης κρίσιμων τομέων της δημόσιας ζωής. Είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης μίας χώρας – ξέφραγο αμπέλι, ταιριαστή στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, της ΕΕ, του συστήματος.

2. Η συντελούμενη καταστροφή συνιστά κυβερνητική και κρατική κατάρρευση σε πολλαπλά επίπεδα. Οι καμένες εκτάσεις θα ξεπεράσουν τα 450.000 στρέμματα δάσους τον Ιούλιο και «βλέπουμε». Ανάμεσα σε αυτές τις εκτάσεις, περιοχές Natura, πανέμορφα τοπία φυσικού περιβάλλοντος, αιωνώβια δάση, έγιναν στάχτη. Επιχειρήσεις, σπίτια και οικισμοί παραδόθηκαν στις φλόγες, για να ακολουθήσουν οι σοκαριστικές εικόνες εκκενώσεων ολόκληρων περιοχών, χωριών, πόλεων. Στην Ρόδο, πολίτες και τουρίστες φορτώθηκαν σε καρότσες και βάρκες για να γλυτώσουν από την φωτιά. Στον Βόλο, δίπλα στην εθνική οδό, μέσα σε κάμπο, και ανάμεσα σε Βιομηχανική Περιοχή και στρατόπεδα εκκενώθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό αεροδρόμιο της χώρας ενώ παραδόθηκε στις φλόγες η αποθήκη βλημάτων και εκρηκτικών υλών, από τις εκρήξεις των οποίων έσπαγαν τζαμαρίες μπροστά στα μάτια των έντρομων κατοίκων της Αγχιάλου, οι οποίοι φυγαδεύτηκαν με βάρκες. Στη Λαμία, οι πολίτες εκκένωσαν το βόρειο τμήμα της την τελευταία στιγμή. Στην Κάρυστο, μετρήσαμε δύο νεκρούς πιλότους, στην προσπάθεια να προσφέρουν σε μία μάχη χωρίς επιτελείο, συντονισμό, οργάνωση, μέσα.

Οι πυρκαγιές ξέφυγαν, όχι όμως λόγω της μανίας της φύσης. Ας πούμε τα πράγματά με το όνομα τους. Ξέφυγαν λόγω των κυβερνητικών επιλογών και της διαχρονικής κρατικής πολιτικής.

3. Η επικοινωνιακή διαχείριση από τους ίδιους τους κυβερνητικούς φορείς αποτελεί πλέον ένα μνημείο αναισθησίας και χυδαίου κυνισμού. Σε ακόμα μία κυβερνητική αποτυχία αποκαλύπτεται πως «ο ικανός στις κρίσεις πρωθυπουργός και το επιτελείο του», είναι μια μαγική εικόνα που έχουν κατασκευάσει τα ΜΜΕ. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις τουριστικές αποδράσεις και τις ζεμπεκιές των, υποτίθεται άμεσα εμπλεκόμενων, πολιτικών της δεξιάς. Όταν η επικοινωνία αντικαθιστά την πολιτική και την σοβαρή διαχείριση, κάποια στιγμή έρχεται η κατάρρευση. Το δυστύχημα είναι ότι την πληρώνει ο λαός και η χώρα.

Όσο καίγονταν η Ρόδος, τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν. Η προσπάθεια να κουκουλωθεί το γεγονός, να υποβαθμιστεί το μέγεθος της φωτιάς, να ηρεμήσει το κλίμα μην τυχόν και διακυβευθεί το «ελληνικό τουριστικό καλοκαίρι» οδήγησε εργαζόμενους, ντόπιους και τουρίστες να παλεύουν την τελευταία στιγμή για να εξασφαλίσουν μία θέση στα πολυπόθητα λεωφορεία, ώστε να μεταφερθούν μακριά από το επίκεντρο της πυρκαγιάς. Αντίθετα, είχαμε διαρκή επικοινωνιακό βομβαρδισμό για τους «γενναίους αστυνομικούς» που μεταβαίνουν στις πληγείσες περιοχές, νέα επικοινωνιακή εκστρατεία και «μέτρημα σκορ» για το Μάτι, και διαρκής προβολή της εικόνας ότι «όλα είναι υπό έλεγχο».  Αν δεν υπήρχε η γενναία και μαζική κινητοποίηση του λαού, που πλέον συσσωρεύει εμπειρία στην κρατική ανεπάρκεια (από την πανδημία μέχρι τις φυσικές καταστροφές), για τα περισσότερα γεγονότα ούτε καν θα γνωρίζαμε ή θα τα μαθαίναμε μέσα από νεκρούς.

4. Χρειάζεται πολύ θράσος και αλαζονεία να μιλήσει κανείς για την «ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού», να ισχυρίζεται ότι τα πυροσβεστικά μέσα «είναι ήδη πολλά, ή για να ξεστομίζει ότι «η ζωή συνεχίζεται». Η νεοφιλελεύθερη αντιστροφή είναι πλήρης: Ένοχη η φύση, αθώος ο κρατικός μηχανισμός, η κυβέρνηση, το σύστημα και οι ιεραρχήσεις του. Η κλιματική αλλαγή είναι ξανά το βολικό άλλοθι που επιστρατεύεται για να αποσείσει ευθύνες. Αθωώνεται έτσι το παράλογο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που στόχο έχει το κέρδος, όποιο κι αν είναι το κόστος σε πόρους, φύση, ανθρώπους, ένα σύστημα που δημιουργεί μη βιώσιμες συνθήκες στο περιβάλλον. Το γεγονός όμως ότι δεν έχουμε σύστημα πρόληψης των πυρκαγιών, με παραδοχή Σκυλακάκη, και ότι το σύστημα κατάσβεσης είναι παντελώς ανεπαρκές, δεν οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, αλλά στις κυρίαρχες πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Τα συστήματα πρόληψης και πυρόσβεσης θα έπρεπε να αναβαθμίζονται ώστε να αντιστοιχούν στις έκτακτες συνθήκες της υπερθέρμανσης και της κλιματικής ανισορροπίας. Αντίθετα, στην περίπτωσή μας υποβαθμίζονται, με το πρόσχημα ενός παγκόσμιου προβλήματος, που δεν μπορεί να λύσει μόνη της μία χώρα. Το να έχουμε μια εποικοδομητική και όχι καταστροφική σχέση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τη φύση απαιτεί όντως συνολικές ανατροπές στο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης. Για τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «στην λάθος πλευρά της ιστορίας» και παριστάνει την ευαίσθητη καταστρέφοντας δάση, για να βάζει άναρχα ανεμογεννήτριες όπου βολεύει το καρτέλ των εταιρειών ενέργειας, ή να παραδίδει περιοχές φιλέτα στην αδηφάγο τουριστική αξιοποίηση.

5. Η εξέλιξη δεν είναι μονάχα τοπικό φαινόμενο, αν και για άλλη μια φορά (βλ. πανδημία) η χώρα μας έχει τα πρωτεία σε καμένες εκτάσεις αλλά και εικόνες κατάρρευσης. Όλες, όμως, οι χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, οι οποίες δίνουν μάχη με τον πύρινο Αρμαγεδδώνα, έχουν βιώσει την ίδια δημοσιονομική στενότητα, τον ίδιο νεοφιλελεύθερο κυνισμό, τους επιβλήθηκαν ανάλογοι μονόδρομοι από το επιτελείο της Ε.Ε. Ο τεμαχισμός και η σταδιακή ιδιωτικοποίηση τομέων του κρατικού και διακρατικού συντονισμού προς όφελος των ιδιωτικών εταιριών, βάζουν την σφραγίδα μίας κοινής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη. Μίας πολιτικής που στηρίζεται αποκλειστικά στην καταστολή των πυρκαγιών, αλλά με γενική μείωση προσωπικού, στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις των εποχιακών πυροσβεστών, στην προσφυγή σε ιδιωτικές εταιρίες, την στιγμή της κρίσης, για την κάλυψη των αναγκών. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη βασικά περιορίζεται στην συλλογική πειθάρχηση στις κυρώσεις της Ρωσίας (η οποία φέτος δεν κλήθηκε να στηρίξει το έργο της δασοπυρόσβεσης, αν και διαθέτει υπερσύγχρονα και ικανά μέσα και εμπειρία) και στην με κάθε τρόπο διευκόλυνση της εμπορικής εκμετάλλευσης των νέων εκτάσεων, που δημιουργούνται μέσα από την καταστροφή.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μπορεί να δώσει μονάχα μία διέξοδο στην οικολογική καταστροφή: Αποφυγή κόστους για την πολιτική προστασία, ευκαιρία για κέρδος όταν έρθει η καταστροφή. Απο εκεί και πέρα, αδιαφορία για τις αιτίες, παραίτηση από την πρόληψη και επικέντρωση στην καταστολή, η οποία και πάλι θα υλοποιηθεί μοιράζοντας όσο περισσότερο δημόσιο χρήμα σε ιδιώτες γίνεται, όπως έγινε και στην διαχείριση της πανδημίας, Ο λόγος είναι απλός: Κοστίζει λιγότερο (σε αποζημιώσεις) να σβήσεις την πυρκαγιά από το να την προλαμβάνεις. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί πόροι ταΐζουν και γιγαντώνουν τους ιδιώτες και οδηγούν στον μεγαλύτερο μαρασμό του δημοσίου, ώστε να βαθαίνει ακόμα περισσότερο η εξαρτημένη σχέση με το ιδιωτικό κεφάλαιο.

6. Η κυβέρνηση, το σύστημα και οι εκφραστές του είναι επικίνδυνοι. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι, ότι στην τσακισμένη μνημονιακή Ελλάδα, το μέγεθος καταστροφικών γεγονότων θα γιγαντώνεται στο φως της κρατικής ανικανότητας. Το κράτος και οι υπηρεσίες του κατασυκοφαντήθηκαν, ο ιδιωτικός τομέας αποθεώθηκε, οι προϋπολογισμοί λιτότητας αποτελούν πλέον ιερή αγελάδα οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή πριμοδοτήθηκε από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις, στην βάση του «δεν μπορούν να γίνουν πολλά», καλλιεργήθηκε στον λαό, και σήμερα αποτελεί ισχυρή τάση στο πεδίο των αντιλήψεων. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας γαλουχήθηκε σε αυτές τις συνθήκες, αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για ένα ισχυρότερο δημόσιο, μέσα από μία διαρκή επεξεργασία συνειδήσεων, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε εξίσου, και σήμερα θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις ως μία κάποια λύση.

7. Ο Κουτσούμπας κάλεσε τον Μητσοτάκη να πάρει μέτρα ενώ θα έπρεπε να καλέσει τον λαό σε όλες τις πόλεις να βγει στους δρόμους και να διαδηλώσει εναντία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτού του τύπου  η αντιπολίτευση είναι ακίνδυνη, αθωώνει το σύστημα και την κυβέρνηση  του. Για να σώσει ο λαός τον λαό (σύνθημα γενικά σωστό), πρέπει να μην αφήσει περιθώριο και χρόνο στην κυβέρνηση και στα ΜΜΕ για επικοινωνιακά τερτίπια.  Ο λαός σώζει τον λαό όταν κάνει αντιπολίτευση στις γειτονιές, στις πόλεις, στα χωριά, όταν συνειδητοποιεί, μέσα από τους μικρούς και μεγάλους αγώνες του, τους ενόχους και τις πολιτικές τους και τις καθημερινές συνέπειες που έχουν στις ζωές των λαϊκών στρωμάτων και στη φύση.

Ο λαός στάθηκε ενεργός και αλληλέγγυος, αυτενεργώντας χωρίς συντονισμό, σχέδιο, μέσα. Πρέπει να κατακτηθούν σταθερές δομές λαϊκής οργάνωσης και προετοιμασίας. Συλλογικοί φορείς, σωματεία, συλλογικότητες, να αναλάβουν να συγκροτήσουν και να ενισχύσουν δίκτυα αλληλεγγύης και βοήθειας για τις οικογένειες που έχασαν σπίτια και υπάρχοντα. Αλλά και διαρκή δίκτυα οργάνωσης, προετοιμασίας, συλλογικής προστασίας. Η οργανωμένη πάλη της λαϊκής επιβίωσης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα θα έπρεπε να αποτελεί βασικό πεδίο δράσης της όποιας αριστεράς και αποτελεί βασικό σταθμό για την ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας.

Υπάρχει μονάχα ένας δρόμος για να σωθεί η φύση και ανθρώπινες ζωές: να πάρουμε την χώρα μας πίσω. Να επιβληθεί μία συνολική αλλαγή πορείας. Η γενική πολιτική μάχη και η αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων κελευσμάτων αποτελεί πλέον θέμα άμεσης επιβίωσης για τον λαό.

Το σημαντικό δεν είναι τι έγινε χθες αλλά τι θα γίνει αύριο

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Το αποτέλεσμα ήταν λίγο ή πολύ προδιαγεγραμμένο. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η γενικευμένη απαξίωση της Αριστεράς και η ενίσχυση κάθε λογής ακροδεξιάς. Αν στις πρώτες εκλογές το σοκαριστικό ήταν το εύρος της νίκης Μητσοτάκη και η κατάρρευση ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της 25ης Ιουνίου σοκάρει η άνοδος της ακροδεξιάς. Το πολιτικό βαρόμετρο εδώ και καιρό δείχνει προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά, προς την πολιτική συντηρητικοποίηση, την ιδεολογική οπισθοδρόμηση και τον κοινωνικό αγριανθρωπισμό.
Αυτή η εκτίμηση οδηγούσε στην πολιτική στάση που επικέντρωνε όχι στην εκλογική μάχη, αλλά στην επόμενη μέρα. Η εκλογική “στιγμή” δεν θα μπορούσε να διευκολύνει, ούτε να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάκαμψη της Αριστεράς και του αγωνιστικού κινήματος.
Ωστόσο, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης οπισθοδρόμησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια κοινωνία που χθες έδωσε αυτά τα αποτελέσματα, οκτώ χρόνια πριν, ενάντια στην αστική της τάξη, στη δικτατορία των αγορών και στους εκβιασμούς των Βρυξελλών, κατέγραφε ένα συντριπτικό 63%. Σήμερα, μία στάση είναι να θρηνείς για το τι απέγινε αυτό το ποσοστό. Η άλλη στάση είναι να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουν τα υποκείμενα για να ανασυγκροτηθεί το αγωνιστικό φρόνημα της κοινωνικής πλειοψηφίας, για να τεθούν ξανά τα υπαρξιακά ερωτήματα για τη χώρα και τον προσανατολισμό της, για να ανιχνευθούν νέοι δρόμοι σε όφελος του εργαζόμενου κόσμου.

2.

Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ θα αποτυπωθεί σε ένα νέο κύμα εφαρμογής επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δεν θα απαλύνονται πλέον από τις συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.
Την επόμενη μέρα κάθε πιθανή αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική θα αγνοείται επιδεικτικά με την επίκληση των ποσοστών της ΝΔ, ποσοστά τα οποία θα απικαλούνται διαρκώς για να “σβήσουν” τις βαριές κυβερνητικές ευθύνες όχι μόνο για την ακρίβεια και το τσάκισμα των πραγματικών μισθών, αλλά και για τα Τέμπη, την Πύλο, τις υποκλοπές, την καταπάτηση του Συντάγματος και των δημοκρατικών δικαιωμάτων κοκ.
Το ποσοστό της ΝΔ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν θα έχει επί της ουσίας κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ακόμα και στο ενιαίο πλαίσιο του παλιού δικομματισμού, θα επιτείνει φαινόμενα αυταρχισμού, εκτροπής, έπαρσης και βοναπαρτισμού, τα οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν και την παράταξη και τον επικεφαλής της.
Το πρόγραμμα της ΝΔ για ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ασυδοσία του κεφαλαίου και περαιτέρω χτύπημα της εργασίας θα ξεδιπλωθεί παράλληλα με την επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία οι Βρυξέλλες έχουν ήδη αποφασίσει. Ωστόσο, να θυμηθούμε ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν θα αρχίσει να εφαρμόζεται σήμερα και δεν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2019.
Οι γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των υποδομών, οι αντεργατικές και αντι-ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, το χτύπημα στο εισόδημα και στους μισθούς συνιστούν κοινή, διακομματική και αδιάλειπτη πολιτική, τουλάχιστον από το 2010 και μετά. Το ποσοστό Μητσοτάκη, αλλά και ο κατακερματισμός – διάλυση της αντιπολίτευσης, θα επιταχύνουν μια πορεία η οποία όμως ήδη μετρά πολλά χρόνια.
Αυτή η πορεία έχει μετατρέψει τη χώρα σε πεδίο προκλητικής κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, σε οικονομία που ζει και αναπνέει από τις φούσκες του τουρισμού και των ακινήτων, σε κοινωνία που συντηρητικοποιείται θεωρώντας ότι η βελτίωση της κατάστασής της περνά μέσα από τον ατομικό δρόμο και την ιδιωτική βολή και όχι από τη συλλογική διεκδίκηση ή την απαίτηση για κοινωνικό κράτος παιδεία, υγεία.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέπεια της ανεξίτηλης διπλής αναξιοπιστίας του. Αναξιοπιστία προς τα αριστερά αφού εφάρμοσε με ευλάβεια τα μνημόνια, τα προγράμματα λιτότητας και τις εντολές των ΗΠΑ και των Βρυξελλών. Αλλά και αναξιοπιστία προς τα δεξιά, καθώς η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να του συγχωρέσει το πρώτο εξάμηνο του 2015, την ήπια έστω αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού αστισμού, το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Κυρίως δεν μπορεί να του συγχωρεθεί το γεγονός ότι επέτρεψε  με το δημοψήφισμα να τεθεί στην ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά το ερώτημα που απειλούσε τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας.
Μόνο και μόνο για το γεγονός αυτό, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, για να μην τολμήσει ξανά καμιά πολιτική δύναμη να αμφισβητήσει (έστω και χωρίς να το εννοεί) το απαραβίαστο πλαίσιο που θέτει για τη χώρα και την κοινωνία η αστική τάξη.
Η φαιδρή αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια 2019 – 2023 λειτούργησε αθροιστικά αρνητικά στην κυβερνητική του θητεία του 2015 – 2019 και στις πολιτικές και ιδεολογικές ασχήμιες στις οποίες διέπρεψε, ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία, στον κόσμο της εργασίας, στην Αριστερά και στην ιστορία της.
Και στο παρελθόν το σύστημα πολέμησε την Αριστερά αλλά δεν κατάφερε να την ξεριζώσει από τις λαϊκές τάξεις. Εκείνη η Αριστερά, πριν δεκαετίες, είχε ταυτιστεί με την αυτοθυσία, την αντίσταση, την μετωπική αντίληψη, το πρόγραμμα και τις θέσεις για τα προβλήματα του λαού, την καθημερινή διεκδίκηση εκεί που ζει και δουλεύει ο λαός, την εθνική ανεξαρτησία, την κατάργηση των προνομίων.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται σε λίγα χρόνια μέσα. Τι σχέση έχει όμως η Αριστερά που αναφέραμε, με αυτήν που έκανε κωλοτούμπα σε όλες τις βασικές θέσεις της (μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, ΝΑΤΟ κοκ) για την καρέκλα; Που αντέγραφε τις χειρότερες παραδόσεις του αυριανισμού και του πασοκισμού ως στάση και συμπεριφορά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι Αριστερά, αλλά η ήττα του καταγράφεται ως ήττα της Αριστεράς και για αυτό είναι πολλαπλά υπεύθυνος για τον κοινωνικό χειμώνα που προδιαγράφεται. Η προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο το 2015 λειτουργεί και θα λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια ως ζώσα υπενθύμιση ότι το πλαίσιο που ορίζει για την κοινωνία η άρχουσα τάξη δεν πρέπει να αμφισβητείται, και αν αμφισβητείται, οδηγεί σε ατιμωτικές μετάνοιες.
Με αυτή τη βαθιά ριζωμένη πλέον πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αναμετρηθεί η όποια προσπάθεια ανάταξης της Αριστεράς.
Επιπρόσθετα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ έχουν το στρατηγικό αδιέξοδο που έχουν όλα τα μεταλλαγμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία έχουν καθηλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%-25%. Πολιτική αναδιανομής και στήριξης του κοινωνικού κράτους δεν μπορούν να εφαρμόσουν, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει το κεφάλαιο. Όταν το επέτρεψε ιστορικά, το έκανε υπό το φόβο ενός θανάσιμου αντιπάλου, του κομμουνιστικού κινήματος. Από την άλλη, τη γνήσια εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος την διεκδικεί η δεξιά. Επομένως τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού.

4.

Το πλήθος και τα ποσοστά των ακροδεξιών, εθνικιστικών, παραθρησκευτικών και μουσολινικών δυνάμεων που μπαίνουν στη Βουλή οφείλουν να προβληματίσουν για το βάθος και την ποιότητα της συντηρητικής αναδίπλωσης στην ελληνική κοινωνία.
Ελληνική Λύση και Νίκη αντλούν από την κλασική και διαχρονική δεξαμενή της ακροδεξιάς που ισχυροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη χρεοκοπία της υπαρκτής Αριστεράς και τον ηθικό πανικό που προκαλούν τα ζητήματα της μετανάστευσης, των δικαιωμάτων αλλά και των εθνικών.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μία απλή δήλωση του φυλακισμένου νεοναζί Κασιδιάρη αρκούσε για να εκτοξευθεί μέσα σε τρεις μόλις εβδομάδες το μόρφωμα “Σπαρτιάτες” στο Κοινοβούλιο καταγράφοντας μάλιστα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, όχι απλώς στις παραδοσιακές δεξιές περιφέρειες της επαρχίας αλλά κυρίως στις λαϊκές και περιθωριοποιημένες περιοχές των αστικών κέντρων. Το φασιστικό φαινόμενο παραμένει ζωντανό στην ελληνική κοινωνία, τρέφεται από ένα μίγμα οργής, απόρριψης, αντιπολιτικής και υποκουλτούρας και γράφει ισχυρά στη νεολαία.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα ακραία προσωποπαγές κόμμα που στηρίχθηκε από τα ΜΜΕ ως αντιΣΥΡΙΖΑ μαντρόσκυλο και έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με την ριζοσπαστική αντιμνημονική περίοδο της επικεφαλής της. Οι προθέσεις και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων της μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά το ύφος, ο ναρκισσισμός, ο αυταρχισμός και η προσαρμοστικότητα στις επιταγές του συστήματος που επιδεικνύει η επικεφαλής της, προσομοιάζουν στον Μουσολίνι.
Συνολικά το ακροδεξιό ρεύμα αποκτά σημαντική υπόσταση στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο γιατί πετυχαίνει υψηλά εκλογικά ποσοστά, αλλά γιατί έχει διαμορφώσει ισχυρή ακροδεξιά ατζέντα (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, οικογένεια, πατρίδα, δικαιώματα), σε ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα. Στη νεολαία, στη φτωχή εργατική τάξη, στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αυτή η ατζέντα εξελίσσεται δυναμικά, επιθετικά και συγκροτημένα, ακόμα και αν τα πολιτικά σχήματα που την εκφράζουν, είναι εφήμερα.
Επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα άλλη μια τάση που εκφράζεται διεθνώς και αφορά την αντίθεση από τους «ριγμένους της παγκοσμιοποίησης» προς ένα σύστημα που υπόσχεται τέλος του έθνους κράτους, σε όφελος των πολυεθνικών, ένα σύστημα που προωθεί ένα παγκοσμιοποιημένο ομοιόμορφο εμπόρευμα υποκουλτούρας – υπερκαταναλωτισμού προς αντικατάσταση της παραδοσιακής κουλτούρας (οικογένεια, θρησκεία κλπ), ένα σύστημα που προπαγανδίζει την δικαιωματική πολιτική και τα ατομικά δικαιώματα – πολλά από τα οποία είναι ώριμα και πρέπει να ικανοποιηθούν – την ώρα που διαλύει τα κοινωνικά δικαιώματα.

5.

Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει την εκλογική του επίδοση με ακατανόητη έπαρση και μικρές λαθροχειρίες. Χαρακτηρίζει ιστορικά τα αποτελέσματά του και πανηγυρίζει για αυτά, την ώρα που για παράδειγμα το 2009 κατέγραφε τα ίδια ποσοστά (7.54%) και τον Μάιο του 2012 ακόμα ψηλότερα (8,48%), ποσοστά που δεν χρησίμευσαν στο παραμικρό στις πολιτικές μάχες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο και αργότερα. Το ΚΚΕ είναι απών από τον πολιτικό στίβο, δεν ενοχλεί και δεν ενοχλείται, καταγράφει δυνάμεις ανάλογα με την πίεση που υφίσταται, αλλά η εκλογική του επίδοση ούτε σήμερα, ούτε αύριο, δεν θα μετασχηματιστεί σε πολιτικό σχέδιο για αλλαγή του συσχετισμού, για να αποτραπούν αντιλαϊκές πολιτικές και για να αλλάξουν τα πράγματα. Πρόκειται για μια μαρκίζα με 100 χρόνια ιστορία, βολικό καταφύγιο ενός αριστερού δυναμικού για την απόσυρση από τον πολιτικό αγώνα, με εκλογικά ποσοστά που δεν μετασχηματίζονται σε πολιτικές.
Ακόμα και οι πανηγυρισμοί για την άνοδο του ΚΚΕ σε σωματεία, φοιτητές κλπ είναι αναντίστοιχοι αφού πουθενά σχεδόν δεν συνδυάζονται με άνοδο των αγώνων και του λαϊκού φρονήματος (γιατροί, φοιτητές, ΓΣΕΕ, μια σειρά εργατικά κέντρα). Η εκνευριστική αυτααναφορικότητα ενός κόμματος-μηχανισμού που πανηγυρίζει για τη δική του εκλογική αύξηση, ενώ ο συσχετισμός χειροτερεύει, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία ενός κόμματος που η μοίρα του ήταν συνδεδεμένη με την πορεία των λαϊκών αγώνων, πριν μισό και βάλε αιώνα.
Το ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη απέτυχε να μπει στη Βουλή, κατέγραψε πτώση όχι μόνο από τα ποσοστά του 2019 αλλά και από τα ποσοστά του Μαΐου, αποδεικνύοντας ότι η ρεπλίκα ενός παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει. Το δυναμικό και τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με εκείνη την περίοδο δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο στην ανάταξη της αριστερής αξιοπιστίας και στη συγκρότηση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης. Μικρότερα αριστερά σχήματα και ψηφοδέλτια βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν δέκα χρόνια πριν και θα βρίσκονται και δέκα χρόνια μετά, χρήσιμα για τους συνδικαλιστικούς ή κοινωνικούς αγώνες, ανήμπορα και άχρηστα στα πολιτικά διακυβεύματα.
Συνολικά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από τους στρουθοκαμηλικούς πανηγυρισμούς του ΚΚΕ, βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Η Δεξιά για πρώτη φορά από το 1974 είναι ισχυρότερη από την αντιδεξιά, ενώ επίσης για πρώτη φορά έχουμε κυβέρνηση που ασκεί εξουσία με την αντιπολίτευση τόσο πολύ κατακερματισμένη και την αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20%.
Επιπλέον στο χώρο το κέντρου κυριαρχεί ολοκληρωτικά η ΝΔ, αφήνοντας μηδαμινές εφεδρείες στην Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει και ένα αντιαριστερό μένος το οποίο καλλιεργήθηκε από τα ΜΜΕ, συγκροτήθηκε όμως ως κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, και αυτό το αντιαριστερό μένος στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και όχι μόνο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά δεν μπορεί να μην αποτυπωθούν σε κοινωνικές διεργασίες, στην ποιότητα και στη μαζικότητα των αντιστάσεων της επόμενης μέρας, στην κοινωνική νομιμοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών.

6.

Η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει. Πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά. Ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός της μνημονιακής περιόδου που έφτασε μέχρι και το δημοψήφισμα έχει εξαϋλωθεί, αλλά πάντα θα λειτουργεί ως υπενθύμιση δυνατοτήτων και ευκαιριών για τον εργαζόμενο λαό – κινδύνων και απειλών για την αστική τάξη.
Η κοινωνική και οικονομική οπισθοχώρηση της προηγούμενης δεκαετίας έχει επιβάλει ως πλειοψηφική την ατζέντα της ακροδεξιάς, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ (αντιμεταναστευτική, πατριδοκάπηλη ρητορεία) και πλέον αναζητά ανεξάρτητη πολιτική έκφραση.
Ο κοινωνικός αγριανθρωπισμός, η οικονομική επιβίωση ως αλληλοεξόντωση, η ισχύς του δυνατού έναντι του αδύναμου, η αναδίπλωση στην οικογενειακή – ατομική επιτυχία, είναι οι κυρίαρχες τάσεις. Αυτά, παράγουν συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Οικονομικά, μετά από μια δεκαετία ασφυξίας, η -λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης- δημοσιονομική χαλάρωση επέτρεψε στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα να κοιτάζουν τη ΝΔ ως ευεργέτιδα δύναμη που μοίρασε χρήμα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους που το μάζευαν. Επιπλέον, η μικρή ιδιοκτησία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, η μικρή επιχειρηματικότητα, ταΐστηκαν καλύτερα συγκριτικά με το παρελθόν, είτε λόγω κρατικής πολιτικής (προγράμματα, επιδοτήσεις, ελαφρύνσεις), είτε λόγω τουριστικής φούσκας και έκρηξης στα ακίνητα. Αυτά, σε συνέργεια με τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις, διαμόρφωσαν το βαθύ δεξιό χρώμα του πολιτικού χάρτη.

7.

Ο πολιτικός ζόφος που χαρακτηρίζει το νέο Κοινοβούλιο αλλά και η κοινωνική συναίνεση στο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο της ΝΔ θα πολλαπλασιάσει αναπόφευκτα συμπεριφορές και ψυχολογίες αντιπολιτικής και απογοήτευσης. Ο εύκολος δρόμος θα είναι το ανάθεμα και οι κατάρες στο λαό που δεν καταλαβαίνει τι ψηφίζει. Ο δύσκολος δρόμος είναι η πορεία ανάταξης που προϋποθέτει όμως διαδικασίες επανίδρυσης.
Για όσους θέλουν να βρίσκονται στο έδαφος της θεωρίας και της πρακτικής της Αριστεράς και του κομμουνισμού, η κοινωνία δεν είναι εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά τάξεις που διαμορφώνονται από τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των υποκειμένων. Απόψεις που αντιμετωπίζουν τον λαό ως εχθρό και καθυστερημένο, ή που βλέπουν την κοινωνία ως μπετόν αρμέ ιδεών και συμπεριφορών, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την Αριστερά.
Όσοι το 2015, χαρακτηρίζαμε την ήττα ως στρατηγικής σημασίας με συνέπειες σε βάθος χρόνου που θα επηρεάσει για πολλά χρόνια τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και θα κηλιδώσει βαθιά την Αριστερά, χαρακτηριζόμασταν απαισιόδοξοι. Σήμερα, στη γενικευμένη (αλλά χρονοκαθυστερημένη) απαισιοδοξία της Αριστεράς και των αριστερών πρέπει να αντιτάξουμε την αισιοδοξία όχι απλά της βούλησης να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά και της συνείδησης πλέον ότι απαιτούνται τομές, ανατροπές και “πατροκτονίες” για να έχει ελπίδα η ανάταξη και η επανίδρυση.
Χρειάζεται επίσης στην αναζήτηση της πολιτικής – εκλογικής ευκολίας και του γρήγορου και ανέξοδου δρόμου της επιτυχίας να αντιπαρατεθεί η δύσκολη και επίπονη ιεράρχηση της συγκρότησης και συγκέντρωσης δύναμης σε ένα προγραμματικό επίπεδο.
Η συγκρότηση κομμουνιστικής δύναμης και η αναζήτηση μιας νέας πολιτικής μετωπικής σύνθεσης, είναι ένα δίδυμο καθήκον με το οποίο κάθε αριστερός που προβληματίζεται από το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να αναμετρηθεί. Αυτή είναι η αναγκαιότητα της επόμενης μέρας και είναι πολύ πιο σημαντική από το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική αποτύπωση της στιγμής.

Πρώτες εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Ο ασκός του Αιόλου που φούσκωσε το 2010 – 2015 από την αντιμνημονιακή λαϊκή αγανάκτηση και ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αποσυμπιέζεται. Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα στοιχείο αποκαθήλωσης αυτού του ρεύματος, ωστόσο δεν είναι το μοναδικό.
Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια η ΝΔ έχει σαφές προβάδισμα στους νέους, ηλικιακή κατηγορία που θεωρούνταν προνομιακή για την Αριστερά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κερδίζει φτωχές, λαϊκές, υποβαθμισμένες περιφέρειες (Δυτική Αττική, Δυτική Αθήνα, Β Πειραιά). Η διάλυση της Χρυσής Αυγής και η απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη και άλλων, δεν εμπόδισε μια σωρεία ακροδεξιών – εθνικιστικών ψηφοδελτίων να τα πάνε καλά, διαμορφώνοντας μια εν δυνάμει επικίνδυνη κατάσταση.
Το ΜΕΡΑ 25 ακολουθώντας τη γραμμή ενός παλιού, καλού, αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας ρήξη, επίσης ηττήθηκε. Δεν υπάρχει το κοινωνικό αίτημα της σύγκρουσης σήμερα, τουλάχιστον όχι με τους όρους που υπήρχε πριν την τομή του 2015. Εδώ συγκροτείται η ηγεμονία της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη.
Ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι οι “βουβές” εκλογές και το ανέλπιστα και για τους ίδιους υψηλό ποσοστό της ΝΔ, υποδηλώνουν ότι αυτή η ηγεμονία δεν είναι ακαταμάχητη, δεν δημιουργείται από ισχυρό ρεύμα υποστήριξης, προκύπτει περισσότερο από την απόρριψη του χαμένου παρά από την επιβράβευση του νικητή. Οι πολιτικοί και κομματικοί στρατοί ήταν απόντες σε αυτή την εκλογική μάχη, δεν υπήρξε συγκροτημένο και εμφανές ρεύμα, επομένως η ρευστότητα παραμένει ως ένα υπαρκτό, όχι κύριο, στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας.

2.

Η ΝΔ κερδίζει 150.000 ψήφους σε απόλυτα νούμερα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 600.000. Αυτή η καταγραφή, παρόλο που δεν ήταν αναμενόμενη σε αυτήν την έκταση, έχει ερμηνείες.
Με μια αντιπολίτευση που παρέμεινε σε ένα ρηχό αντιδεξιό – αντιΜητσοτακικό λόγο και σε ζητήματα δημοκρατίας και ύφους διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ότι οι εκλογές κερδίζονται κατά βάση από την οικονομία. Ειδικά μετά τον εξευτελισμό της αστικής δημοκρατίας σε μια χώρα της Ε.Ε., με την ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας το 2015 στο δημοψήφισμα. Το αφήγημα της ΝΔ ότι τα προβλήματα στην οικονομία είναι εξωγενή και προέρχονται από διεθνείς κρίσεις (πανδημία, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) και πως η ίδια απαντά σε αυτές τις κρίσεις με επιθετική πολιτική ελεύθερης αγοράς, με την προσέλκυση επενδύσεων, με την κατάρριψη «μεταπολιτευτικών εμποδίων στην ανάπτυξη» (συνδικαλισμός, εργατικά δικαιώματα, προστασία περιβάλλοντος, δικαιοσύνη κλπ), με αύξηση θέσεων εργασίας και με διάθεση του πλεονάσματος στους αδύναμους, έπεισε το λαό.
Τον έπεισε γιατί, μετά την ήττα του αντιμνημονιακού αγώνα και το 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομία της αγοράς θεωρείται θέσφατο μη αμφισβητήσιμο. Έχει δημιουργηθεί μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών όπου έστω και ένα μικρό επίδομα είναι καλοδεχούμενο. Κυρίως έπεισε τον λαό γιατί τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ήταν τα καλύτερα. Διαλυμένα νοσοκομεία, ιδιωτικοποιημένες και υπό διάλυση υποδομές, χαμηλές συντάξεις, χαμηλοί μισθοί, έχουν όλα (και) την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ άσκησε λόγω συγκυρίας μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που στην πανδημία μοίρασε λεφτά (50 δισ), δημιούργησε κοινωνικές συμμαχίες και ακόμα περισσότερο δημιούργησε προσδοκίες. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη κυβέρνηση που μοίρασε χρήμα και μείωσε φόρους. Μπορεί αυτό το χρήμα να κατευθύνθηκε κυρίως σε μονοπώλια και στους δικούς της, αλλά ένα τμήμα του έφτασε και στα χαμηλότερα και κυρίως στα μικροαστικά στρώματα.
Επιπλέον, η οικονομική συμπίεση όλων των προηγούμενων χρόνων έδωσε τη θέση της στην αναμενόμενη αποσυμπίεση, η οποία δημιούργησε εικόνες, πραγματικότητες αλλά και ψευδαισθήσεις οικονομικής μεγέθυνσης. Κυρίαρχο ρόλο εδώ έπαιξε ο τουρισμός και τα ακίνητα, που αύξησαν το εισόδημα μικρομεσαίων στρωμάτων και ιδιοκτητών που νοίκιαζαν ή πούλησαν, και δημιούργησαν προσδοκίες για περισσότερα κέρδη από μια νέα θητεία Μητσοτάκη.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός χτύπησαν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία όμως προεκλογικά ήταν κρυμμένα και αόρατα, καθώς όλη η συζήτηση (ακόμα και από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ) αφορούσε τη μεσαία τάξη και τα “ιερά δικαιώματά της”. Οι συνταξιούχοι από την άλλη, χρέωναν τις μειώσεις των συντάξεών τους στον ΣΥΡΙΖΑ και στον νόμο Κατρούγκαλου. Στους δε εργαζόμενους των 700-1000 ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να προτείνει κάτι διαφορετικό από τις αυξήσεις που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Μητσοτάκης. Η διαφορά είναι ότι ο δεύτερος έκανε προεκλογική καμπάνια με το σύνθημα «ό,τι εξαγγέλλω το κάνω», ενώ ο πρώτος θεωρείται ο κατεξοχήν αναξιόπιστος πολιτικός στην Ελλάδα.
Υπάρχει επιπλέον, σαφής συντηρητική μετατόπιση σε μια σειρά ζητήματα (μεταναστευτικό, αστυνομοκρατία, δημοκρατικά δικαιώματα, συνδικαλισμός κλπ). Ο Μητσοτάκης κέρδισε, έχοντας πείσει ότι πρέπει να τελειώσουμε με τα βαρίδια της μεταπολίτευσης. Στο λεξιλόγιο του δημόσιου χώρου, σε συνθήκες ολοκληρωτικής υπεροπλίας στην ενημέρωση και στα ΜΜΕ, οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις εμφανίζονται σαν εμπόδιο στην πρόοδο. Φτάσαμε στο σημείο οι συνδικαλιστές, και όχι οι κυβερνήσεις, να θεωρούνται “βαθύ κράτος” και υπεύθυνοι για εγκλήματα σαν κι αυτό των Τεμπών. Αυτή η καταιγιστική προπαγάνδα, ακόμα και αν φαντάζει εξοργιστική και εκτός τόπου σε ένα αριστερό και σκεπτόμενο ακροατήριο, αφήνει κοινωνικό αποτύπωμα.
Η δεξιά στροφή στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική, και δεν αφορά μόνο το υψηλό ποσοστό της ΝΔ, αλλά και συνολικά το συσχετισμό Δεξιάς/Ακροδεξιάς – Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. Αυτή η δεξιά στροφή, δεν θα είναι προφανώς απρόσβλητη, αλλά είναι παρούσα και δρώσα κατάσταση.

3.

Το δίλημμα πλέον στις επόμενες εκλογές δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, αλλά Τσίπρας ή Ανδρουλάκης που διαγκωνίζονται για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ νεκραναστήθηκε από τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για “προοδευτική διακυβέρνηση” που κατέστησε τον Ανδρουλάκη προνομιακό συνομιλητή, απαραίτητο εταίρο, ξεπλένοντας το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ ως πρώτης και προθυμότερης μνημονιακής κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ προσέρχεται στις δεύτερες εκλογές με τον αέρα του νικητή και τη βοήθεια μιας επικοινωνιακής καταιγίδας που έχει ήδη αναγάγει τον Ανδρουλάκη σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ταμπέλα του ηττημένου, επιχειρεί να διασωθεί ως βασική αντιπολίτευση στη ΝΔ, επικαλούμενος ότι μπορεί να παραμείνει ως το μοναδικό εμπόδιο σε μια παντοκρατορία Μητσοτάκη.
Ανεξάρτητα με το αν η ψαλίδα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ μειωθεί ή αυξηθεί, το γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει, κυρίως στην επαρχία (καθώς στην Αθήνα σχεδόν παντού είναι 4η δύναμη πίσω από το ΚΚΕ). Επιπλέον, στο πολύ κοντινό μέλλον, οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα είναι μια ακόμα ευκαιρία να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ ως ο ισχυρότερος πόλος στην κεντροαριστερά, καθώς έχει πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, προσβάσεις και μηχανισμό σε Δήμους, κράτος και συνδικαλισμό.
Στις ερχόμενες εκλογές, σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ,  θα συγκρουστούν δύο τάσεις. Η μία θα ενισχύει το ΠΑΣΟΚ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλα μικρότερα κόμματα (Πλεύση, ΜΕΡΑ) για να μπουν στη Βουλή και να μην υπάρχει η σημερινή καταθλιπτική κοινοβουλευτική εικόνα. Η άλλη, θα επιχειρεί να μαζέψει ή τουλάχιστον να μην χάσει κι άλλες δυνάμεις στην απέλπιδα απόπειρα να υπάρξει ένας κάποιος έλεγχος στον παντοδύναμο Μητσοτάκη και να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα με αναφορά στην Αριστερά η αξιωματική αντιπολίτευση.

4.

Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη για το αμφίσημο στίγμα του, την επαμφοτερίζουσα στάση του και την ανεξίτηλα καταγεγραμμένη αναξιοπιστία του. Η ερμηνεία της ήττας του όμως, δεν μπορεί να γίνει θεωρώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αριστερό κόμμα που δεν έκανε αριστερή και μαχητική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε ψήφους επειδή δεν ήταν αρκούντως αριστερός.
Αντίθετα, η ήττα προέρχεται από το γεγονός ότι όντας συστημικό κόμμα, προκαλεί ακόμα μνήμες και κάνει αναφορές στην περίοδο που ήταν αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο κενό, επειδή ήταν συστημική δύναμη που πατούσε σε δύο βάρκες. Και με το τείχος στον Έβρο και εναντίον. Και με την ιδιωτική ΔΕΗ και με την κρατικοποίηση της. Και με τους φόρους και κατά των φόρων. Και με τα εμβόλια και εναντίον των εμβολίων. Και με το ΝΑΤΟ και κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία.
Παραμένει ως ζωντανή υπενθύμιση η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ η οποία δρα αρνητικά και σωρευτικά. Περισσότερο σήμερα, παρά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε το γεγονός ότι εμφανίστηκε, όμοιος στη βασική πολιτική, αλλά παντελώς αναξιόπιστος και πολύ πιο ερασιτέχνης και ανερμάτιστος, από τον νεοφιλελεύθερο μεν, αλλά συγκροτημένο, σταθερό και σίγουρο Μητσοτάκη.
Αυτή η αναξιοπιστία αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε έναν λαό που βρέθηκε στο κέντρο της παγκόσμιας κρίσης, κουρασμένο από τις απανωτές δοκιμασίες, με ηττημένο, προδομένο και πλέον ενοχοποιημένο ή ξεχασμένο το αντιμνημονιακό αίσθημα και σε έναν κόσμο όπου ανατρέπονται οι παγκόσμιες ισορροπίες και αναζητείται η σταθερότητα (ή έστω η ψευδαίσθηση σταθερότητας) και μια κάποια κανονικότητα.
Μπροστά στην ανασφάλεια στο άγνωστο και στις αλλαγές που θα φέρει το μέλλον, αναζητούνται οι γνωστές και σταθερές επιλογές, όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Τουρκία. Ο Μητσοτάκης, μπροστά στις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του Τσίπρα, φαντάζει, στο λαό συγκροτημένη δύναμη.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ήττα της Αριστεράς, αλλά στην κοινωνία καταγράφεται ως τέτοια.
Καταγράφεται ως ήττα μιας πολιτικής που επιχείρησε να αμφισβητήσει ή έστω να διαπραγματευτεί με τους ισχυρούς (ΕΕ, τρόικα κλπ) και στην πορεία αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και συμμορφώθηκε βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Η τομή του 2015 είναι ζωντανή πραγματικότητα, καθόρισε και θα καθορίζει ακόμα για πολλά χρόνια την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά.
Ο λαός με εκκωφαντικό τρόπο δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο από όσο εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η επιβράβευση του δεύτερου έρχεται περισσότερο ως αποδοκιμασία του πρώτου, παρά ως συνειδητή και ενεργητική στήριξη της πολιτικής του.
Η στήριξη των ΜΜΕ και της ολιγαρχίας στη ΝΔ, όλα αυτά τα χρόνια, προφανώς και ήταν σημαντικό στοιχείο στην δημιουργία των παραπάνω τάσεων και δεδομένων, δεν είναι ωστόσο η κύρια ερμηνεία για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.

5.

Η νέα τετραετία Μητσοτάκη θα είναι επιθετική, χωρίς αντίπαλο και αντιπολίτευση, με ένα λαό να πορεύεται με χαμηλές προσδοκίες αλλά και αυταπάτες, τμήματά της να εξαγοράζονται με τα ψίχουλα που θα πέφτουν από το τραπέζι της ολιγαρχίας, αλλά και ένα τμήμα της κοινωνίας να παραμένει αόρατο και αποκλεισμένο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά αρνητικό. Συμβαδίζει με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία, αλλά τροφοδοτεί τις χειρότερες τάσεις της. Οι διαβεβαιώσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι απειλή σε αυτή την κατεύθυνση, όπως και ο στόχος για μονοκομματική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Μιλώντας ακόμα και από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας, ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει δώσει δείγματα σεβασμού του Συντάγματος, της διάκρισης εξουσιών, της αναγνώρισης των Ανεξάρτητων Αρχών. Από τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές, μέχρι την εργαλειακή χρήση της Δικαιοσύνης, και ανεξάρτητα με το ότι αυτά ποσώς επηρέασαν την εκλογική κρίση, είμαστε μπροστά σε μια δίχως ηθικούς και πολιτικούς φραγμούς αυταρχική, βοναπαρτική διακυβέρνηση.
Ο αστισμός έχει παλινορθωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο και ανασυγκροτείται τελειώνοντας τις “κατακτήσεις” της μεταπολίτευσης, όχι κυρίως με επιβολή και αστυνομική βία, αλλά οικοδομώντας συντηρητικές και αντιδραστικές συναινέσεις, κάνοντας την κοινωνική πλειοψηφία να “υιοθετεί” τις προσδοκίες, τις προτάσεις, τις αρχές και τις αξίες της μειοψηφίας.
Το αυξημένο ποσοστό του ΚΚΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις, δεν “ξαναγυρνά” στην κοινωνία ως πολιτική διέξοδος. Γυρνά μόνο ως παρουσία και παρέμβαση σε κάποιους χώρους δουλειάς όπου ξεχειλώνει η εργοδοτική αυθαιρεσία. Εκεί μπαίνει από το ίδιο το ΚΚΕ τελεία. Πολιτικά μιλώντας, το ποσοστό του ΚΚΕ δεν είναι μάχιμο, δεν μετασχηματίζει τον πολιτικό συσχετισμό, γιατί δεν ενδιαφέρεται για αυτόν. Υπερίπταται, ως ψήφος με ιδεολογικό χρώμα, χωρίς όμως πολιτική χρησιμότητα.
Η ήττα του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά του επικεφαλής του, όσο, και πολύ περισσότερο στην επιμονή σε έναν παλιό αντιμνημονιακό λόγο με ολίγη ρήξη. Δεν ήταν πρόταση που διεμβόλισε τον ΣΥΡΙΖΑ από τα Αριστερά, ανεξάρτητα απο το αν η απουσία του ΜΕΡΑ 25 από την μεθεπόμενη Βουλή θα λειτουργήσει αρνητικά για τυχόν αγώνες, κινήματα, εκρήξεις.

6.

Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις εκτιμήσεις της Αριστεράς, θα πρέπει πιθανά να αλλάξουν οι εκτιμήσεις. Καλώς ή κακώς, επιβεβαιώνεται ότι η υπαρκτή Αριστερά τουλάχιστον από το 2015 και μετά, πρέπει να διαλυθεί και να ανασυγκροτηθεί από μηδενική βάση.
Είναι τόση η έκταση και το βάθος της ήττας και της εμπέδωσης του μονόδρομου που απαιτείται μια ολόκληρη πολιτιστική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση, η οποία όμως αναζητά στρατό και στρατηγούς.
Προτεραιότητα εδώ και χρόνια δεν ήταν και δεν είναι η συγκρότηση μετωπικών – εκλογικών σχημάτων, αλλά η επίπονη και δύσκολη πορεία ανάταξης και ανασυγκρότησης, συσπείρωσης και συγκρότησης δυνάμεων που αφορά αναγκαστικά ένα πιο “στενό” επίπεδο, αυτό της κομμουνιστικής Αριστεράς, των ανθρώπων και  των δυνάμεων που συγκινούνται από την επικαιρότητά της και αναλαμβάνουν την ευθύνη να βάλουν πλάτη στην οικοδόμησή της.
Παράλληλα με αυτό το βασικο καθήκον υπάρχει και το καθήκον της συγκρότησης μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα αντλεί αλλά δεν θα ορίζεται από τις μάχες του παρελθόντος, δε θα συνθηματολογεί και θα συγκροτεί προγραμματικό λόγο, που θα μιλά τολμηρά για μια διαφορετική θέση της χώρας στο νέο παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και θα έχει την εργαζόμενη κοινωνία στο τιμόνι της.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.