Άρθρα

Παλαιστίνη-Ισραήλ: Η απάτη της “διαμάχης”, η πραγματικότητα της αποικιοκρατίας

Απ’ τις απαρχές του το παλαιστινιακό ζήτημα αναπαρίσταται από δυτικά ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς, σχολιαστές, πολιτικούς και κυβερνήσεις ως μια “σύγκρουση”, μια “διαμάχη” ίσων (ή έστω περίπου ίσων, σε κάθε περίπτωση ομόλογων) μερών, δικαιολογώντας ταυτόχρονα μια “ουδέτερη” στάση ίσων αποστάσεων στις κατά καιρούς οξύνσεις της βίας και κλιμακώσεις της έντασης. Εύλογη πολιτική πρόταση που προκύπτει απ’ αυτή τη στάση είναι το κάλεσμα για αποφυγή των ακραίων αντιδράσεων κι απ’ τις δυο μεριές, ασπασμός της οδού των διαπραγματεύσεων, αναθεματισμός στην ειρήνη και τις ανθρωπιστικές αξίες της Δύσης.

Η σκοπιά αυτή όμως είναι παραπλανητική, καθώς κρύβει ιστορική παραχάραξη, πολιτική υστεροβουλία και ηθική διπροσωπία.

Αντ’ αυτής, πιο ακριβής, χρήσιμη, τεκμηριωμένη και ικανή να περιγράψει τη δομική ανισομετρία που διέπει τη σχέση Παλαιστίνης-Ισραήλ, είναι αυτής της εποικιστικής αποικιοκρατίας.

Τι σημαίνει όμως εποικιστική αποικιοκρατία; Σύμφωνα με τον Jeff Halper, εβραιο-ισραηλινό ακτιβιστή και ακαδημαϊκό, «[ε]ποικιστική αποικιοκρατία είναι μια μορφή αποικιοκρατίας όπου ξένοι έποικοι φθάνουν σε μια χώρα με την πρόθεση να την κυριεύσουν. Η “άφιξή” τους είναι στην πραγματικότητα εισβολή. Οι έποικοι δεν είναι μετανάστες, έρχονται με την πρόθεση να αντικαταστήσουν τον ιθαγενή πληθυσμό, όχι να ενσωματωθούν στην κοινωνία του. […] Μια “λογική εξολόθρευσης”, που σύμφωνα με τον Patrick Wolfe είναι εγγενής σε όλα τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας, “εξαφανίζει” τους Ιθαγενείς μέσω εκτοπισμού, περιθωριοποίησης, ενσωμάτωσης ή ευθείας γενοκτονίας. Μέσω μυθευμάτων περί ιστορικά κατοχυρωμένης κυριότητας [entitlement], οι έποικοι επικυρώνουν το δικαίωμά τους στη γη» (Jeff Halper, Decolonizing Israel, Liberating Palestine).

Πρόκειται για μια έννοια που συχνά μετέρχεται η εθνικιστική και φασιστική ακροδεξιά για να περιγράψει το φαινόμενο της μετανάστευσης λαών της ανατολής και του νότου προς την Ευρώπη, εντελώς και σκόπιμα παραγνωρίζοντάς το, προσδίδοντας εποικιστικό σκοπό στους άκληρους και τους εξαθλιωμένους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης που γεννούν ο ιμπεριαλισμός κι οι πόλεμοί του. Προσδιοριστικό στοιχείο της ακροδεξιάς εξάλλου είναι το να καμώνεται ότι εγκύπτει σε λαϊκά προβλήματα κι ανησυχίες, μόνο για ν’ αποστρέφει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και πάλη μακριά από τα κέντρα εξουσίας που είναι υπεύθυνα για τη μιζέρια της και να τις στρέψει έναντι άλλων καταπιεσμένων κι ακόμα εντονότερα απ’ αυτήν εκμεταλλευόμενων. Ούτε που διανοήθηκε ποτέ η εγχώρια και παγκόσμια ακροδεξιά και τα αστικά συστήματα που τη στηρίζουν να αποδώσουν το χαρακτηρισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας στα κράτη των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική και την Ωκεανία, που χτίστηκαν πάνω στην εξολόθρευση και περιθωριοποίηση των -κακώς λεγόμενων- Ινδιάνων και Αβορίγινων. Πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση του Ισραήλ.

Η σιωνιστική ιδεολογία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην κεντρική και ειδικά την ανατολική Ευρώπη, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν παραδοσιακά μεγαλύτεροι και υπόκεινταν σε απηνείς διωγμούς από τους χριστιανούς (η λέξη πογκρόμ είναι ρωσικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και 20ο αιώνα).

Επηρεαζόμενη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοούσε την άνοδο του εθνικισμού (που είχε ήδη ευδοκιμήσει στην δυτική Ευρώπη, δίνοντας τα πρώτα μοντέρνα κράτη στις αρχές του φιλελευθερισμού), μια μικρή μερίδα Εβραίων βρίσκει την απάντηση για τους διωγμούς της κοινότητάς τους στην ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στην αρχέγονη γη του βιβλικού ιουδαϊσμού, την τότε Παλαιστίνη. Έτσι γεννάται ο σιωνισμός.

Ο σιωνισμός, ως εθνικιστικό κίνημα, ήταν από την αρχή εμποτισμένος με τα χαρακτηριστικά των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών της περιόδου. Κάθε εθνικισμός κατά το στάδιο συγκρότησής του συνοδεύεται απ’ την ανάδυση εθνικών μύθων γύρω απ’ την κυρίαρχη στον εκάστοτε χώρο εθνότητα, η οποία αυτοαναγορεύεται ως ο αυθεντικός λαός-φυλή. Όμως, ενώ στις δυτικές κοινωνίες αυτοί οι μύθοι έφθιναν δίνοντας χώρο σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του έθνους που αντί να δίνει έμφαση σε κοινές ρίζες προσέβλεπε σ’ ένα κοινό μέλλον, στις κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου ιστορικά επικράτησε η επιμονή στους εθνικούς μύθους περί αρχέγονης ομογενούς καταγωγής όλων των μελών της κυρίαρχης εθνότητας, διαμορφώνοντας μια ιδέα περί έθνους ως μια κλειστή, άκαμπτη οντότητα που καθορίζεται περισσότερο απ’ τον αποκλεισμό παρά τη συμπερίληψη. Το αντίστοιχο στην γερμανική άρια φυλή, την τόσο πασπαλισμένη με τους ανυπόστατους εθνικούς μύθους που προαναφέραμε, βρήκαν οι σιωνιστές στους Εβραίους, τον εκλεκτό λαό του βιβλικού θεού, στον οποίο ο τελευταίος είχε κληροδοτήσει τη γη του Ισραήλ, της Ιουδαίας κοκ.

Παρότι κατά βάση κοσμικό κίνημα συγκροτημένο από άθεους Εβραίους, ο σιωνισμός αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Βίβλο (συγκεκριμένα τη Βίβλο, όχι εν γένει τα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα), μια αντίφαση που τον συνοδεύει ως σήμερα δίνοντας ώθηση σε πολιτικά και ιδεολογικά τερατουργήματα. Κόντρα σε κάθε ιστορικό, ανθρωπολογικό κλπ δεδομένο, ισχυρίζεται ότι κοινή καταγωγή όλων των όπου γης Εβραίων (με έμφαση στη βιολογική σύνδεση) είναι η σύγχρονη Παλαιστίνη και τα περίχωρά της, αποκλειστικά βασιζόμενο σε μια πρόσληψη της Βίβλου ως ιστορικού ντοκουμέντου.

Κι αυτό είναι το σημείο που ο αναδυόμενος εβραϊκός εθνικισμός των Εβραίων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τέμνεται και σμίγει με την αποικιοκρατική ευρωπαϊκή ιδεολογία του 19ου αιώνα. Στα μάτια των σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν μια γη έρημη, εγκαταλελειμμένη, ρημαγμένη από την αχρησία, στερημένη των ευεργεσιών του συνετού (δυτικο)Ευρωπαίου και των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων του. «Μια χώρα χωρίς λαό, για ένα λαό δίχως χώρα», ήταν ένα κεντρικό του σύνθημα.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Παλαιστίνη τον 19ο αι. ήταν κάθε άλλο παρά αυτό. Ήταν μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον καπιταλισμό να κάνει τα πρώτα του σκιρτήματα και την συνεπακόλουθη ανάδυση μιας διακριτής Παλαιστινιακής-Αραβικής εθνικής ταυτότητας (όπως συνέβαινε σε όλα τα μήκη της καταρρέουσας Οθωμ. Αυτοκρατορίας κι είχε ήδη συμβεί στον ελλαδικό χώρο νωρίτερα). Κατοικούνταν αδιάλειπτα για χιλιετίες από μουσουλμανικές, χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες που συνυπήρχαν ειρηνικά κι αρμονικά μέσα στους ίδιους οικισμούς και πόλεις, με την επικράτηση διαφορετικής εξ’ αυτών στο διάβα των αιώνων.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα εποικιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο αποσκοπεί στον εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Έτσι λοιπόν ο σιωνισμός επιστρατεύει το ρατσιστικό οπλοστάσιο, ακονισμένο απ’ την προγενέστερη χρήση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Στο σιωνιστικό λόγο, οι γηγενείς Άραβες κάτοικοι – όχι Παλαιστίνιοι – αντιμετωπίζονταν ως ένας αραιά διασπαρμένος πληθυσμός πρωτόγονων νομάδων και χωρικών, ως βάρβαροι Ασιάτες που απεχθάνονται τον (δυτικό, ποιον άλλο;) πολιτισμό. Ως τέτοιοι μπορούσαν να παραμεριστούν. Ο πρώιμος σιωνισμός καλούσε το ζήτημα του εκτοπισμού των Παλαιστινίων το «κρυφό ζήτημα».

Αξίζει και πάλι να τονίσουμε ότι κινητήρια δύναμη για την εξολόθρευση του ντόπιου δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η ανάγκη για πρόσβαση στη γη του. Ο ρατσισμός έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της ανάγκης. Η ανάγκη για υφαρπαγή γης ήδη υπό χρήση είναι αυτή που προσδίδει στον έποικο-αποικιοκράτη την ουσία του. «Όταν ένας πληθυσμός έρχεται σε μια χώρα με σκοπό να την κυριεύσει, τότε έχουμε εισβολή. Οι έποικοι καθίστανται τέτοιοι από κατάκτηση, όχι απλά απ’ τη μετανάστευση», μας υπενθυμίζει ο Jeff Halper.

Ο σιωνισμός θα προβεί σε γάμο ευκαιρίας με τον αντισημιτισμό της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και τις επεκτατικές βλέψεις της. Για τους ιθύνοντες νόες των μεγάλων δυνάμεων, και ειδικά της Βρετανίας, ο σιωνισμός αντιπροσώπευε μια χρυσή διπλή ευκαιρία: να απαλλαγούν απ’ τους «μιαρούς Εβραίους» στο εσωτερικό τους (που είχαν ήδη αρχίσει να αποτελούν δραστήρια κι εξέχοντα μέλη των εργατικών κινημάτων) και ταυτόχρονα να έχουν ένα πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περιοχή, ένα σταυροδρόμι μεταξύ των ασιατικών αποικιακών τους κτήσεων και των ευρωπαϊκών τους μητροπόλεων.

Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χωρίς την διπλωματική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη των Άγγλων ο σιωνισμός δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει και να επικρατήσει σ’ ένα τόσο αντίξοο γι’ αυτόν περιβάλλον (θυμίζουμε ότι ο σιωνισμός για καιρό δεν έλκυε παρά μια οικτρή μειοψηφία των Εβραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιδίωκε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που ζούσε, κι όχι τη μεταφορά της στην πολιτισμικά ξένη γι’ αυτούς τους μέση ανατολή, περιτριγυρισμένη από Άραβες).

Οι Άγγλοι, στους οποίους ως νικητές επί των Οθωμανών κι αποφαινόμενους για το διαμελισμό της αυτοκρατορίας είχε δοθεί κυριότητα της Παλαιστίνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχαν αναγνώριση και νομιμοποίηση στις διεκδικήσεις των σιωνιστών, προώθησαν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και ανέπτυξαν τους εβραϊκούς οιονεί κρατικούς θεσμούς, σαμποτάροντας παράλληλα τους αντίστοιχους παλαιστινιακούς σε κάθε ευκαιρία.

Επιστέγασμα των βρετανικών προσπαθειών οι οποίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν να συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές των Αμερικανών, ήταν η πρόταση του ΟΗΕ το 1947 για διαμελισμό της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κι αραβικό κράτος. Η άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν μια πρόταση που έδινε τη μισή γη τους σε λιγότερο απ’ το 1/3 του πληθυσμού που με το έτσι θέλω αποφάσισε να εκτοπίσει τον γηγενή πληθυσμό απ’ τα πατρογονικά εδάφη του, απαντήθηκε από την ενορχηστρωμένη και βάναυση επίθεση των σιωνιστών, σ’ ένα καταστροφικό πλήγμα που έκτοτε έχει αφήσει τη μέση ανατολή αιμορραγούσα.

Πράξη γένεσης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί η Νάκμπα (Καταστροφή στα αραβικά) του 1948, η εκστρατεία βίας, δολοφονιών, διωγμών και τρόμου που εξαπέλυσαν οι πάνοπλες εβραϊκές πολιτοφυλακές (εκπαιδευμένες κι εξοπλισμένες επί δεκαετίες από τους Άγγλους) εναντίον παλαιστινιακών γειτονιών, χωριών και πόλεων. Ακρογωνιαίος λίθος του Ισραήλ είναι αυτή η σειρά θηριωδιών που οδήγησε στον εκτοπισμό άνω των 700.000 Παλαιστινίων, πάνω από 70% πληθυσμού τους, και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: ενός κράτους όπου πλειοψηφία θα αποτελούν οι Εβραίοι.

Το Ισραηλινό κράτος ενσωμάτωσε πλήρως την αποικιοκρατική θεσμική δομή (τραπεζική, πολιτική, αυτοδιοικητική κλπ) που παρέλαβε απ’ τους Άγγλους, και συνέχισε την εφαρμογή των μέτρων καταπίεσης των Παλαιστινίων στο εσωτερικό του που είχαν εισηγηθεί οι Άγγλοι (παρότι μέχρι πρότινος, επειδή εν μέρει θίγονταν κι οι Εβραίοι απ’ αυτά, τα καταδίκαζαν). Μέσα από τη Νάκμπα, το Ισραήλ κατάφερε να υφαρπάξει το 78% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης. Το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, που έδινε το ήδη μαξιμαλιστικό και άδικο 52% των εδαφών, δεν αποτελούσε ποτέ πραγματικό γνώμονα των σιωνιστών, που έτσι κι αλλιώς εποφθαλμιούσαν το σύνολο της Παλαιστίνης (κι όχι μόνο). Ήταν κομβικό επειδή νομιμοποιούσε διεθνώς την ύπαρξη εβραϊκού κράτους, δηλαδή κράτους με εβραϊκή πλειοψηφία. Κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της εποικιστικής αποικιοκρατίας: Οι έποικοι διεκδικούν κυριαρχία επί όλου του εδάφους που θεωρούν δικαιωματικά ή κληρονομικά δικό τους, ακόμα κι αν δεν το κατέχουν ακόμη. Αυτό αποδείχθηκε κι από την μετέπειτα εισβολή του ισραηλινού στρατού στα υπόλοιπα εδάφη της Παλαιστίνης που δεν κατάφερε να κατακτήσει το 1948, μετατρέποντάς τα στα λεγόμενα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης (στα σύνορα με την Ιορδανία) και της Λωρίδας της Γάζας (στα σύνορα με την Αίγυπτο). Αυτό το σκεπτικό εξακολουθεί να κυβερνά στο Ισραήλ και σήμερα και να καθοδηγεί τις αποφάσεις των σιωνιστικών ελίτ.

Από την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ έχει βασίσει την κυριαρχία του επί των Παλαιστινίων, αυτών που ζουν εντός των αναγνωρισμένων συνόρων του ως το 1967 ως Ισραηλινοί πολίτες κι αυτών επί των οποίων επιβάλλεται ως κατοχική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη (και τους οποίους βεβαίως δεν αναγνωρίζει ως πολίτες του), σ’ ένα τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ.

Το απαρτχάιντ που έχει στήσει το Ισραήλ έχει και ξεκάθαρη νομική πτυχή. Η βουλή του Ισραήλ, η Κνέσετ, έχει μεταθέσει μέρος των ευθυνών του κράτους σε οργανισμούς όπως τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τον Εβραϊκό Σύνδεσμο, που είναι συνταγματικά ταγμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Εβραίων, αποκλείοντάς απ’ τις μέριμνές τους αυτά των Παλαιστινίων (που αποτελούν μειονότητα της τάξης του 20% εντός του Ισραήλ).

Επιπλέον έχει στηθεί ένα δαιδαλώδες, καφκικό δικονομικό σύστημα εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον των Αράβων πολιτών του Ισραήλ. Σύμφωνα με ισραηλινούς νόμους, η πρότερη παλαιστινιακή ιδιοκτησία μπορούσε νόμιμα να απαλλοτριωθεί απ’ το κράτος μετά από 3 χρόνια αχρησίας. Όντας όμως αποκλεισμένοι απ’ το να γυρίσουν στα εδάφη απ’ τα οποία εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν καν δυνατότητα να δούνε, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν, τις ιδιοκτησίες τους. Ταυτόχρονα απαγορεύεται η πώληση σε Παλαιστίνιους εδαφών ή κτισμάτων χτισμένων σε ισραηλινή κρατική γη ή που ανήκουν σε εβραϊκούς εθνικούς θεσμούς.

Αυτή η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών αποτυπώνεται και στη δημογραφία. Υπάρχει ένα μοτίβο δομημένου διαχωρισμού, με τη διασπορά των Αράβων εντός του Ισραήλ μεταξύ πολλών διαφορετικών χωριών και πόλεων ώστε να αποτελούν πάντα μειοψηφίες, αναμειγνύοντας Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και Δρούζους προσπαθώντας να παροξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις, κάνοντας τη διαχείριση όλων τους απ’ τη μεριά του ισραηλινού κράτους ευκολότερη υπόθεση.

Στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης, όπου όπως και στη Γάζα το Ισραήλ ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο, ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κλπ, έχει εγκατασταθεί η Πολιτική Διοίκηση (πολιτική κατ’ ευφημισμό, καθώς αυτής ηγείται αξιωματικός του ισραηλινού στρατού) που μεταξύ άλλων αποφασίζει ποιος θα χτίσει και πού, προβαίνει σε κατεδαφίσεις [1], κατάσχει εδάφη για στρατιωτική ή άλλη χρήση (οι «ανάγκες ασφαλείας» του Ισραήλ είναι ακόρεστες κι ανυπέρθετες ταυτόχρονα), ελέγχει και κατευθύνει την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών, έχει χωρίσει τη Δυτική Όχθη σε «ζώνες ασφαλείας» και επιβάλλει περιορισμούς μετακίνησης στους Παλαιστίνιους.

Μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί πάνω από 250 οικισμοί εποίκων στα κατεχόμενα, στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 750.000 Ισραηλινοί. Μέσα απ’ αυτούς τους παράνομους εποικισμούς και τη σκοπούμενη συνένωση και ενσωμάτωσή τους στον εθνικό ισραηλινό κορμό, το Ισραήλ προσβλέπει στη δημιουργία μιας περιοχής αδιάκοπου, ανεμπόδιστου ισραηλινού ελέγχου και ταυτόχρονα στην απομόνωση των Παλαιστινίων σε «μπαντουστάν», αποκομμένους, απομονωμένους θύλακες μειωμένης κυριαρχίας. Ο κατακερματισμός των Παλαιστινίων επιτυγχάνεται και απ’ το δίκτυο ισραηλινών αυτοκινητοδρόμων [2] που τέμνουν τα κατεχόμενα, καθιστώντας πρακτικά αδιαχώριστη τη Δυτική Όχθη απ’ το καθ’ αυτό Ισραήλ.

Σαν να μην φτάναν όλ’ αυτά, το Ισραήλ παίρνει κι άλλα μέτρα για το θρυμματισμό και την ασφυξία της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ως κλασική κατοχική δύναμη που συναντά ντόπια αντίσταση, κάνει εκτεταμένη χρήση συνεργατών, παρέχοντας (ή υποσχόμενη ότι θα παράσχει) σε Παλαιστίνιους σε ακραία αποστέρηση ή ανάγκη (την οποία έχει δημιουργήσει η ίδια η κατοχή) απαραίτητα φάρμακα, ταξιδιωτικά έγγραφα, παραγραφή κατασκευασμένων απ’ το στρατό κατηγοριών κλπ. Επιπλέον, καταφεύγει κατά κόρον σε μαζικές συλλήψεις και διοικητικές κρατήσεις οι οποίες μπορούν να κρατήσουν επ’ αόριστον [3].

Αυτά τα μέτρα συμπληρώνονται από μια οικονομική σκοπούμενης απο-ανάπτυξης. Το Ισραήλ περισφίγγει την παλαιστινιακή οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας τις δραστηριότητες τραπεζών και βιομηχανιών ώστε να μην ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες ισραηλινές. Το Ισραήλ ελέγχει τα δασμολογικά κι εμπορικά έσοδα της Παλαιστινιακής Αρχής (της μαριονέτας των Αμερικάνων και Ισραηλινών που κάνει τη δουλειά τους αντ’ αυτών στη Δυτική Όχθη), τα οποία ανέρχονται στα 2/3 των συνολικών εσόδων της, έχοντας παράλληλα τον τελικό λόγο κι εν τέλει αποκλείοντας ό,τι έχει να κάνει με εισαγωγές κι εξαγωγές, πνίγοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξης της παλαιστινιακής οικονομίας. Σύμφωνα πάλι με τον Jeff Halper, «όχι μόνο η Παλαιστινιακή οικονομία αποτρέπεται απ’ το ν’ αναπτυχθεί, αλλά είναι απροστάτευτη από μια ισραηλινή οικονομία που είναι κατά 60 φορές μεγαλύτερή της».

Το 1/3 των Παλαιστινίων εργάζονταν ως χειρώνακτες εργάτες στους ισραηλινούς εποικισμούς, τελώντας υπό μία επιπλέον συνθήκη εκβιασμού καθώς ακόμα κι αυτό το πενιχρό βιος που τους επιτρεπόταν ήταν άμεσα εξαρτημένο με τη συμμόρφωση με το αποικιακό καθεστώς και την αποδοχή των παράνομων εποικισμών του. Απ’ το 1987, με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα [4], αυτό περικόπηκε, με άμεσο αποτέλεσμα την ένταση της φτώχειας (άμεση υλοποίηση του σιωνιστικού εκβιασμού). Το 2018 στη Δυτική Όχθη η ανεργία ανερχόταν στο 31%, στη Λωρίδα της Γάζας στο 52%, το 1/3 των νοικοκυριών τελούσε υπό καθεστώς επισιτιστικής επισφάλειας και το 70% των Παλαιστινίων (και 2/3 των παιδιών) βρισκόταν σε βαθιά φτώχεια [5].

Το πρόβλημα με την εξύμνηση της λογικής της ασφάλειας (που ανεξαιρέτως επικαλείται κάθε αποικιοκρατικό καθεστώς ώστε να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές βλέψεις του) είναι ότι αναπότρεπτα συνεπάγεται το απαρτχάιντ. Η ασφάλεια του Ισραήλ επιτάσσει τα πάντα, από την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, την κατεδάφιση σπιτιών, το τσάκισμα της κοινωνίας ως και το στραγγαλισμό της οικονομίας.

Την ίδια στιγμή που το Ισραήλ παίρνει (παράνομα) περίπου 30% των υδάτινων πόρων του απ’ τους υδροφόρους ορίζοντες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αρνείται ότι εκτελεί κατοχή επί των εδαφών αυτών. Απ’ τη σκοπιά του Ισραήλ, που εποφθαλμιά να ενσωματώσει τα κατεχόμενα απ’ αυτό εδάφη (αλλά χωρίς του Παλαιστίνιους που διαμένουν σ’ αυτά), δεν μπορείς να ασκείς κατοχή σε κάτι που σου ανήκει.

Ο σιωνισμός είχε το δυστύχημα να αναδυθεί στη δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, όταν πια οι υποδουλωμένοι λαοί της ανατολής και του νότου εξεγείρονταν και αποτίνασσαν τον αποικιοκρατικό ζυγό των Ευρωπαίων δυναστών τους, χτίζοντας δικά τους  ανεξάρτητα κράτη. Γεννήθηκε δηλαδή σε μια εποχή απονομιμοποίησης της αποικιοκρατικής τάξης πραγμάτων, όταν ο ιμπεριαλισμός αναγκαζόταν να λάβει διαφορετικές, πιο κεκαλυμμένες μορφές ελέγχου και εγκατέλειπε μορφές τυπικής κυριαρχίας υπέρ μιας ουσιαστικής.

Αντιμέτωπο με την αντίσταση που προκαλεί η βία της κατοχής του, το Ισραήλ μόνιμα καμώνεται το αμυνόμενο μέρος, ισχυριζόμενο ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι άλογων, απρόκλητων επιθέσεων. Ο χαρακτηρισμός από μεριάς του κάθε μορφής αντίστασης ως «τρομοκρατίας» απηχεί την κλασική αποικιοκρατική τακτική της αποπολιτικοποίησης του αγώνα των γηγενών, της απανθρωποποίησής των ίδιων των καταπιεσμένων και την αντιστροφή της αιτιακής σχέσης. Παραγνωρίζεται ότι η αντίσταση στον εκτοπισμό, ακόμα κι αν μετέρχεται βίαιων μέσων, δεν μπορεί να συγκρίνεται (πόσο μάλλον να εξισώνεται) με τη στρατιωτική επεκτατική εκστρατεία των αποικιοκρατών. Πρόκειται για παραπλανητική ισοδυναμία, στραπατσάρισμα της κοινής λογικής, καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, ιστορικό πισογύρισμα. Γι’ αυτό ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως “σύγκρουσης” (που υπονοεί δύο μέρη-συγκρουόμενους, αυτόματα καθιστώντας τους ομόλογους αν όχι ίσους) μπορεί μεν να έχει προπαγανδιστική χρησιμότητα για το σιωνισμό και τους υποστηρικτές του, αλλά είναι άχρηστη για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί η αποικιοκρατία είναι μια μονομερής πράξη-επιβολή και συνεπάγεται δομική ανισομετρία ισχύος, ακριβώς όπως ισχύει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης [6].

Ακόμα και στο εσωτερικό του, το Ισραήλ δεν είναι κράτος όλων των πολιτών του. Όπως λέει ο Shlomo Sand, «[τ]ο Ισραήλ πρέπει να περιγραφεί ως “εθνοκρατία”. Ακόμα καλύτερα, ας το καλέσουμε εβραϊκή εθνοκρατία με φιλελεύθερα στοιχεία – τουτέστιν, ένα κράτος του οποίου κύριος σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι ενός πολιτικού-ισότιμου δήμου αλλά ενός βιολογικο-θρησκευτικού έθνους που είναι καθόλα πλαστό ιστορικά, αλλά δυναμικό, εμφορούμενο από αποκλεισμό και διάκριση στην πολιτική του έκφραση. […] Κυριαρχούμενο απ’ την ειδική σιωνιστική αντίληψη του εθνικισμού, το κράτος του Ισραήλ εξακολουθεί ν’ αρνείται, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, να δει τον εαυτό του ως μια δημοκρατία που υπηρετεί τους πολίτες της. […] Το Ισραήλ  επιμένει να βλέπει τον εαυτό του ως ένα Εβραϊκό κράτος που ανήκει σε όλους τους Εβραίους του κόσμου, παρότι δεν είναι πλέον καταδιωκόμενοι πρόσφυγες αλλά πλήρως αφομοιωμένοι πολίτες των χωρών όπου επέλεξαν να διαμένουν» (Shlomo Sand, The Invention of the Jewish People).

Οποιαδήποτε κουβέντα για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψιν της το αποικιοκρατικό καθεστώς που έχουν στήσει ο σιωνισμός και το Ισραήλ. Είτε μια λύση δύο κρατών, είτε μια λύση ενός κράτους, είτε οτιδήποτε άλλο ανάμεσό τους, θα αποδειχθεί θνησιγενές στο βαθμό που δεν απευθυνθεί στο βασικό: την ανάγκη αποαποικιοποίησης της Παλαιστίνης. Όχι απλά κατάπαυση πυρός, όχι απλά παλαιστινιακό κράτος, αλλά πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, αυτών που ζούνε υπό το τριπλό καθεστώς καταπίεσης του Ισραήλ κι αυτών που σκόρπισαν σ’ όλη τη γη, διωγμένοι από μια αποικιοκρατική δύναμη και στιγματισμένοι ως ανάξιοι από τα φερέφωνά της.

  1. Το Ισραήλ έχει καταδεφίσει 55.000 κτίρια απ’ το 1967, πολλά απ’ τα οποία στέγαζαν πολλαπλές κατοικίες
  2. Στους αυτοκινητοδρόμους αυτούς φυσικά έχουν πρόσβαση μόνο οι Ισραηλινοί. Έτσι, αυτοί μπορούν να πηγαινοέρχονται μεταξύ κατεχόμενων και Ισραήλ χωρίς να χρειαστεί ν’ αντικρύσουν ή να συγχρωτιστούν με Άραβα
  3. Πάνω από 800.000 Παλαιστίνιοι έχουν κρατηθεί απ’ το 1967 ως το 2014, αντιπροσωπεύοντας παραπάνω από 40% του ανδρικού πληθυσμού
  4. Μαζική λαϊκή εξέγερση των Παλαιστινίων των κατεχόμενων εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας εναντίον της ισραηλινής κατοχής
  5. Κι αυτό σύμφωνα με τους έτσι κι αλλιώς προβληματικούς ορισμούς της φτώχειας από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τα πραγματικά νούμερα είναι ασφαλώς (πολύ) μεγαλύτερα
  6. Τ’ ότι στη μια περίπτωση (του Ισραήλ) έχουμε να κάνουμε με κράτος και στη δεύτερη (Παλαιστίνη) μ’ ένα χρέπι που φυτοζωεί στο βαθμό που είναι χρήσιμο σε Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ενδεικτικό

Πηγή: Στο Νησί

Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή, αλλά διαφαίνεται το τέλος της εποικιστικής αποικιοκρατίας του Ισραήλ

Ο καθηγητής Ilan Pappe συμμετείχε ως ομιλητής στην ετήσια Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας της IHRC (Islamic Human Rights Commission – Ισλαμική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 21 Ιανουαρίου 2024 και μίλησε για την ανάγκη να καταλάβουμε ότι η γενοκτονία των Παλαιστινίων που εκτυλίσσεται μπροστά μας σήμερα, όσο βίαιη και αν είναι, σηματοδοτεί επίσης το θάνατο του λεγόμενου εβραϊκού κράτους. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φανταστούμε έναν νέο κόσμο πέρα από αυτό. Αναδημοσιεύουμε τα βασικά σημεία της ομιλίας του όπως μεταφράστηκε από το BDS Greece.

Η ιδέα πως ο σιωνισμός είναι εποικιστική αποικιοκρατία δεν είναι καινούργια. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι Παλαιστίνιοι μελετητές που εργάζονταν στη Βηρυτό, στο Ερευνητικό Κέντρο της PLO, είχαν καταλάβει ότι αυτό που αντιμετώπιζαν στην Παλαιστίνη δεν ήταν ένα κλασικό αποικιακό σχέδιο. Δεν μπορούσαν να δουν το Ισραήλ απλώς ως μια βρετανική ή αμερικανική αποικία, αλλά ως ένα φαινόμενο που υπήρχε και σε άλλα μέρη του κόσμου και ορίστηκε ως εποικιστική αποικιοκρατία. Έχει ενδιαφέρον ότι για 20-30 χρόνια η έννοια του σιωνισμού ως εποικιστικής αποικιοκρατίας εξαφανίστηκε από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό διάλογο. Επανήλθε όταν μελετητές σε άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική, συμφώνησαν ότι ο σιωνισμός είναι ένα φαινόμενο όμοιο με το κίνημα των Ευρωπαίων που δημιούργησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική. Η ιδέα αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη φύση του σιωνιστικού σχεδίου στην Παλαιστίνη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και μας δίνει μια ιδέα για το τι να περιμένουμε στο μέλλον.

Νομίζω ότι αυτή η συγκεκριμένη ιδέα στη δεκαετία του 1990, που συνέδεσε τόσο ξεκάθαρα τις ενέργειες των Ευρωπαίων εποίκων, ιδίως σε μέρη όπως η Βόρεια Αμερική και η Αυστραλία, με τις ενέργειες των εποίκων που ήρθαν στην Παλαιστίνη στα τέλη του 19ου αιώνα, διασαφήνισε ξεκάθαρα τις προθέσεις των Εβραίων εποίκων που εποίκισαν την Παλαιστίνη, καθώς και τη φύση της τοπικής παλαιστινιακής αντίστασης σε αυτόν τον εποικισμό. Οι έποικοι υιοθέτησαν τη βασικότερη λογική που διέπει τα εποικιστικά αποικιοκρατικά κινήματα, ότι δηλαδή για να δημιουργήσεις μια επιτυχημένη κοινότητα εποικιστικής αποικιοκρατίας εκτός Ευρώπης πρέπει να εξοντώσεις τους αυτόχθονες του τόπου που έχεις εποικίσει. Αυτό σημαίνει ότι η αντίσταση των αυτοχθόνων σε αυτή τη λογική ισοδυναμούσε με αγώνα ενάντια στην εξόντωση και όχι απλώς με έναν απελευθερωτικό αγώνα. Είναι σημαντικό αυτό να λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζουμε τον τρόπο λειτουργίας της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών αντιστασιακών επιχειρήσεων από το 1948 και μετά.

Οι ίδιοι οι έποικοι, όπως και πολλοί Ευρωπαίοι που κατέφυγαν στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική ή την Αυστραλία, ήταν πρόσφυγες και θύματα διώξεων. Κάποιοι από αυτούς ήταν λιγότερο δυστυχείς και απλώς αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή με ευκαιρίες. Οι περισσότεροι όμως ήταν απόβλητοι στην Ευρώπη και ήθελαν να δημιουργήσουν μια Ευρώπη σε ένα άλλο μέρος, μια νέα Ευρώπη, αντί για την Ευρώπη που δεν τους ήθελε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επέλεξαν ένα μέρος όπου ζούσαν ήδη κάποιοι άλλοι, ένας λαός αυτοχθόνων. Τα πιο σημαντικά πρόσωπα μεταξύ τους ήταν μια βασική ομάδα ηγετών και των ιδεολόγων τους, οι οποίοι παρείχαν κατάλληλες θρησκευτικές και πολιτιστικές αιτιολογήσεις για τον εποικισμό της γης κάποιων άλλων. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί η ανάγκη να στηρίζονται σε μια αυτοκρατορία ώστε να ξεκινήσει, αλλά και για να διατηρηθεί ο εποικισμός, ακόμη κι αν την εποχή εκείνη οι έποικοι επαναστατούσαν εναντίον της αυτοκρατορίας που τους βοηθούσε και ζητούσαν την ανεξαρτησία τους, την οποία σε πολλές περιπτώσεις κατέκτησαν, για να ανανεώσουν μόνο στη συνέχεια τη συμμαχία τους με την αυτοκρατορία. Η αγγλο-σιωνιστική σχέση που μετατράπηκε σε αγγλο-ισραηλινή συμμαχία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η ιδέα ότι μπορείς να απομακρύνεις με τη βία τον λαό από τη γη που θέλεις, γίνεται μάλλον πιο κατανοητή –αλλά όχι δικαιολογημένη– εάν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, καθώς η πρακτική αυτή είχε την πλήρη έγκριση του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Τροφοδοτήθηκε από την κοινή απανθρωποποίηση –την διαδικασία μέσω της οποίας τα ανθρώπινα όντα χάνουν τα χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν ως ανθρώπινα όντα–  των άλλων μη δυτικών, μη ευρωπαϊκών λαών. Εάν καταφέρεις να απανθρωποποιήσεις τους ανθρώπους, μπορείς πιο εύκολα να τους απομακρύνεις. Η διαφορά με το σιωνισμό ως εποικιστικό αποικιακό κίνημα είναι ότι εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν αρχίσει να αμφισβητούν το δικαίωμα να απομακρύνονται οι αυτόχθονες, να εξολοθρεύονται οι ιθαγενείς, και επομένως υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να καταλάβουμε τον κόπο και την ενέργεια που αφιέρωσαν οι Σιωνιστές και αργότερα το κράτος του Ισραήλ στην προσπάθεια να καλύψουν τον πραγματικό στόχο ενός εποικιστικού αποικιακού κινήματος όπως ο σιωνισμός, που ήταν η εξολόθρευση των ιθαγενών.

Σήμερα όμως που στη Γάζα εξολοθρεύουν τον ντόπιο πληθυσμό μπροστά στα μάτια μας, πώς γίνεται να έχουν σχεδόν εγκαταλείψει 75 χρόνια προσπάθειας απόκρυψης των εξοντωτικών πολιτικών τους; Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να αντιληφθούμε το μετασχηματισμό της φύσης του σιωνισμού στην Παλαιστίνη με την πάροδο των χρόνων.

Στα πρώτα στάδια του σιωνιστικού εποικιστικού αποικιοκρατικού σχεδίου, οι ηγέτες του διεξήγαγαν τις πολιτικές εξόντωσής τους, σε μια γνήσια προσπάθεια να τετραγωνίσουν τον κύκλο, ισχυριζόμενοι ότι ήταν δυνατό να οικοδομηθεί μια δημοκρατία και ταυτόχρονα να εξολοθρευτεί ο ντόπιος πληθυσμός. Υπήρχε μια έντονη επιθυμία να ανήκουν στην κοινότητα των πολιτισμένων εθνών και οι ηγέτες υπέθεταν, ιδίως μετά το Ολοκαύτωμα, ότι οι πολιτικές εξόντωσης δεν θα απέκλειαν το Ισραήλ από αυτή την κοινότητα.

Προκειμένου να τετραγωνιστεί ο κύκλος, η ηγεσία επέμενε ότι οι εξοντωτικές ενέργειές της κατά των Παλαιστινίων ήταν «αντίποινα» ή «απάντηση» στις παλαιστινιακές ενέργειες. Αλλά πολύ σύντομα, όταν αυτή η ηγεσία θέλησε να προχωρήσει σε πιο ουσιαστικές ενέργειες εξόντωσης, εγκατέλειψε το ψεύτικο πρόσχημα της «αντεκδίκησης» και απλά σταμάτησε να δικαιολογεί αυτά που έκανε.

Από αυτή την άποψη, υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η εθνοκάθαρση το 1948 και των επιχειρήσεων των Ισραηλινών στη Γάζα σήμερα. Το 1948, η ηγεσία δικαιολογούσε στον εαυτό της κάθε σφαγή, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης σφαγής της Ντέιρ Γιασίν στις 9 Απριλίου, ως αντίδραση σε μια παλαιστινιακή ενέργεια, όπως η ρίψη πέτρας σε λεωφορείο ή η επίθεση σε έναν εβραϊκό οικισμό. Η ισραηλινή επίθεση έπρεπε να παρουσιαστεί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως κάτι που δεν έρχεται από το πουθενά, αλλά ως αυτοάμυνα. Μάλιστα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ισραηλινός στρατός ονομάζεται «Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας». Επειδή όμως πρόκειται για ένα σχέδιο εποικιστικής αποικιοκρατίας, δεν μπορεί να στηρίζεται συνέχεια στην «αντεκδίκηση».

Οι σιωνιστικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εθνοκάθαρση κατά τη διάρκεια της Νάκμπα τον Φεβρουάριο του 1948 και για έναν μήνα όλες αυτές οι επιχειρήσεις παρουσιάζονταν ως αντίποινα στην παλαιστινιακή αντίθεση στο σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947. Στις 10 Μαρτίου 1948, η σιωνιστική ηγεσία έπαψε να μιλάει για αντίποινα και υιοθέτησε ένα κεντρικό σχέδιο για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης. Από τον Μάρτιο του 1948 έως το τέλος του 1948 η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης που οδήγησε στην εκδίωξη του μισού πληθυσμού της Παλαιστίνης, την καταστροφή των μισών χωριών της και στην αποαραβοποίηση των περισσότερων πόλεών της, έγινε στο πλαίσιο ενός συστηματικού και σκόπιμου κεντρικού σχεδίου εθνοκάθαρσης.

Παρομοίως, μετά την κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας τον Ιούνιο του 1967, κάθε φορά που το Ισραήλ ήθελε να αλλάξει ριζικά την πραγματικότητα ή να εμπλακεί σε μια επιχείρηση εθνοκάθαρσης πλήρους κλίμακας, δεν χρειαζόταν πια να καταφεύγει σε δικαιολογίες.

Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες ενός παρόμοιου τρόπου δράσης. Στην αρχή, οι ενέργειες παρουσιάστηκαν ως αντίποινα για την επιχείρηση Tufun al-Aqsa. Τώρα όμως πρόκειται για πόλεμο, που ονομάζεται «σπαθί του πολέμου» και έχει ως στόχο να επιστρέψει η Γάζα υπό τον άμεσο ισραηλινό έλεγχο, αλλά με εθνοκάθαρση του λαού της μέσω μιας εκστρατείας γενοκτονίας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι ακαδημαϊκοί στη Δύση έπεσαν στην ίδια παγίδα που είχαν πέσει το 1948; Πώς μπορούν ακόμα και σήμερα να πιστεύουν σε αυτή την ιδέα ότι το Ισραήλ υπερασπίζεται τον εαυτό του στη Λωρίδα της Γάζας; Ότι αντιδρά στις ενέργειες της 7ης Οκτωβρίου;

Ή ίσως να μην πέφτουν στην παγίδα. Μπορεί να γνωρίζουν ότι αυτό που κάνει το Ισραήλ στη Γάζα είναι να χρησιμοποιεί την 7η Οκτωβρίου ως πρόσχημα.

Όπως και να έχει, μέχρι στιγμής, η επίκληση από τους Ισραηλινούς κάθε φορά που επιτίθενται στους Παλαιστίνιους σε ένα πρόσχημα, έχει βοηθήσει το κράτος να διατηρήσει την ασπίδα ασυλίας του, που του επιτρέπει να συνεχίζει την εγκληματική του πολιτική χωρίς να φοβάται οποιαδήποτε ουσιαστική αντίδραση από τη διεθνή κοινότητα. Το πρόσχημα βοηθά να προβληθεί η εικόνα του Ισραήλ ως μέρος του δημοκρατικού και δυτικού κόσμου, και ως εκ τούτου υπεράνω από κάθε καταδίκη και κυρώσεις. Όλη αυτή η συζήτηση περί άμυνας και αντιποίνων είναι καίριας σημασίας για την ασπίδα ασυλίας που απολαμβάνει το Ισραήλ από τις κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Βορρά.

Αλλά όπως και το 1948, έτσι και σήμερα, το Ισραήλ καθώς η επιχείρησή του παρατείνεται, απεμπολεί το πρόσχημα, και τότε είναι που ακόμα και οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του δυσκολεύονται να υποστηρίξουν την πολιτική του. Το μέγεθος της καταστροφής, οι μαζικές δολοφονίες στη Γάζα, η γενοκτονία, είναι σε τέτοιο επίπεδο που οι Ισραηλινοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πείσουν ακόμα και τους εαυτούς τους ότι αυτό που κάνουν είναι στην πραγματικότητα αυτοάμυνα ή αντίδραση. Έτσι, πιθανώς στο μέλλον όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα δυσκολεύονται να αποδεχτούν αυτή την ισραηλινή εξήγηση για τη γενοκτονία στη Γάζα.

Για τους περισσότερους ανθρώπους είναι σαφές ότι αυτό που απαιτείται είναι ένα πλαίσιο και όχι ένα πρόσχημα. Ιστορικά και ιδεολογικά, είναι πολύ σαφές ότι η 7η Οκτωβρίου χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να ολοκληρωθεί αυτό που το σιωνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το 1948.

Το 1948 το κίνημα εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού χρησιμοποίησε ένα συγκεκριμένο σύνολο ιστορικών συνθηκών τις οποίες παραθέτω λεπτομερώς στο βιβλίο μου «Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης», προκειμένου να εκδιώξει τον μισό πληθυσμό της Παλαιστίνης.  Όπως προανέφερα, κατά τη διαδικασία αυτή κατέστρεψαν τα μισά παλαιστινιακά χωριά και κατεδάφισαν τις περισσότερες παλαιστινιακές πόλεις. Κι όμως, οι μισοί Παλαιστίνιοι παρέμειναν μέσα στην Παλαιστίνη. Όσοι Παλαιστίνιοι έγιναν πρόσφυγες εκτός των ορίων της Παλαιστίνης συνέχισαν την αντίσταση των Παλαιστινίων και ως εκ τούτου το αποικιοκρατικό ιδεώδες της εξάλειψης των ντόπιων δεν εκπληρώθηκε και σταδιακά το Ισραήλ χρησιμοποίησε όλη του τη δύναμη από το 1948 μέχρι σήμερα για να συνεχίσει την εξόντωση των αυτοχθόνων.

Η εξόντωση των αυτοχθόνων από την αρχή μέχρι το τέλος δεν περιλαμβάνει μόνο μια στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία καταλαμβάνεται ένας τόπος και σφαγιάζονται ή εκδιώκονται άνθρωποι. Η εξόντωση θα πρέπει να είναι δικαιολογημένη ή θα πέσει σε αδράνεια, και ο τρόπος για να γίνει αυτό, είναι η συνεχής απανθρωποποίηση αυτών που σκοπεύεις να εξοντώσεις. Δεν μπορεί κανείς να σκοτώσει μαζικά ανθρώπους ή να διεξάγει γενοκτονία χωρίς να τους αφαιρέσει τα χαρακτηριστικά που τους κάνουν ανθρώπους. Έτσι, η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων μεταφέρεται ως ένα ρητό και σιωπηρό μήνυμα στους Ισραηλινούς Εβραίους μέσω του εκπαιδευτικού τους συστήματος, του συστήματος κοινωνικοποίησής τους στο στρατό, των μέσων επικοινωνίας και του πολιτικού λόγου. Αυτό το μήνυμα πρέπει να συνεχίσει να μεταδίδεται για να ολοκληρωθεί η εξόντωση.

Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας, ιδιαίτερης σκληρής προσπάθειας να ολοκληρωθεί η εξόντωση. Και όμως, δεν είναι όλα απελπιστικά. Στην πραγματικότητα, όλως παραδόξως, η συγκεκριμένη απάνθρωπη καταστροφή της Γάζας εκθέτει την αποτυχία του σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο, επειδή περιγράφω μια σύγκρουση μεταξύ ενός μικρού κινήματος αντίστασης, του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και ενός ισχυρού κράτους με μια στρατιωτική μηχανή και μια ιδεολογική υποδομή που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην καταστροφή του ιθαγενούς λαού της Παλαιστίνης. Αυτό το απελευθερωτικό κίνημα δεν έχει μια ισχυρή συμμαχία πίσω του, ενώ το κράτος που αντιμετωπίζει, έχει παντοδύναμους συμμάχους –από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις πολυεθνικές εταιρείες, τις εταιρείες ασφαλείας της στρατιωτικής βιομηχανίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και την κυρίαρχη ακαδημαϊκή κοινότητα. Μιλάμε για κάτι που ακούγεται σχεδόν απελπιστικό και θλιβερό, επειδή υπάρχει αυτή η διεθνής ασυλία για τις πολιτικές εξόντωσης που ξεκινούν από τα πρώτα στάδια του σιωνισμού μέχρι σήμερα. Θα φανεί ίσως το χειρότερο κεφάλαιο της ισραηλινής προσπάθειας να προωθήσει τις πολιτικές εξόντωσης σε ένα νέο επίπεδο, σε μια πολύ πιο επικεντρωμένη προσπάθεια δολοφονίας χιλιάδων ανθρώπων σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως δεν έχει τολμήσει ποτέ ως τώρα.

Πώς μπορεί αυτή λοιπόν να είναι και μια στιγμή ελπίδας; Πρώτα απ’ όλα, αυτό το είδος πολιτικής οντότητας, ένα κράτος, που πρέπει να συντηρεί την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων για να δικαιολογεί την εξόντωσή τους είναι μια πολύ επισφαλής βάση, αν κοιτάξουμε στο απώτερο μέλλον.

Αυτή η δομική αδυναμία ήταν ήδη εμφανής πριν από την 7η Οκτωβρίου και μέρος αυτής της αδυναμίας είναι το γεγονός ότι αν αφαιρέσετε το σχέδιο εξόντωσης, υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που ενώνουν την ομάδα των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως το εβραϊκό έθνος στο Ισραήλ.

Αν αποκλείσουμε την ανάγκη να πολεμούν ενάντια στους Παλαιστινίους με σκοπό την εξόντωσή τους, αυτό που μένει είναι δύο αντιμαχόμενα εβραϊκά στρατόπεδα, τα οποία μάλιστα είδαμε να συγκρούονται στους δρόμους του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2023. Τεράστιες διαδηλώσεις κοσμικών Εβραίων, εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως κοσμικοί Εβραίοι –κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής– που πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό πλουραλιστικό κράτος, διατηρώντας παράλληλα την κατοχή και το καθεστώς απαρτχάιντ απέναντι στους Παλαιστίνιους μέσα στο Ισραήλ, έρχονταν αντιμέτωποι με ένα μεσσιανικό νέο είδος σιωνισμού που αναπτύχθηκε στους εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, αυτό που αποκάλεσα αλλού το κράτος της Ιουδαίας, το οποίο εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά μας, οι οποίοι πιστεύουν ότι τώρα έχουν τον τρόπο να δημιουργήσουν ένα είδος σιωνιστικής θεοκρατίας χωρίς σεβασμό στη δημοκρατία, και πιστεύουν ότι αυτό αποτελεί το μοναδικό όραμα για ένα μελλοντικό εβραϊκό κράτος.

Δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ αυτών των δύο οραμάτων εκτός από ένα πράγμα: και τα δύο στρατόπεδα δεν νοιάζονται για τους Παλαιστίνιους, και τα δύο στρατόπεδα πιστεύουν ότι η επιβίωση του Ισραήλ εξαρτάται από τη συνέχιση των πολιτικών εξόντωσης απέναντι στους Παλαιστίνιους. Αυτό δεν πρόκειται να αντέξει για πολύ. Θα διαλυθεί και θα καταρρεύσει εκ των έσω, διότι δεν μπορείς στον 21ο αιώνα να συγκρατήσεις ένα κράτος και μια κοινωνία στη βάση του ότι η κοινή αίσθηση του ανήκειν είναι να είναι μέρος ενός εξολοθρευτικού γενοκτονικού σχεδίου. Για κάποιους μπορεί να λειτουργεί, αλλά όχι για όλους.

Είδαμε ήδη ενδείξεις γι’ αυτό και πριν από την 7η Οκτωβρίου, πώς Ισραηλινοί που έχουν ευκαιρίες σε άλλα μέρη του κόσμου λόγω της διπλής τους ιθαγένειας, των επαγγελμάτων τους και των οικονομικών τους δυνατοτήτων, σκέφτονται σοβαρά να μεταφέρουν τόσο τα χρήματά τους όσο και τους εαυτούς τους εκτός του κράτους του Ισραήλ. Αυτό που θα μείνει είναι μια κοινωνία οικονομικά αδύναμη, η οποία θα καθοδηγείται από αυτού του είδους τη συγχώνευση του μεσσιανικού σιωνισμού με τον ρατσισμό και τις εξοντωτικές πολιτικές απέναντι στους Παλαιστίνιους. Ναι, ο συσχετισμός δυνάμεων στην αρχή θα είναι με την πλευρά της εξόντωσης, όχι με τα θύματα, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι μόνο τοπικός, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι περιφερειακός και διεθνής, και όσο πιο καταπιεστικές είναι οι εξοντωτικές πολιτικές (και είναι τρομερό να το λέω, αλλά είναι αλήθεια) τόσο λιγότερο μπορούν να καλυφθούν ως «απάντηση» ή «αντίποινα» και τόσο περισσότερο θεωρούνται ως μια βάρβαρη πολιτική γενοκτονίας. Έτσι, μειώνονται οι πιθανότητες η ασυλία που απολαμβάνει σήμερα το Ισραήλ να συνεχιστεί στο μέλλον.

Συνεπώς, πιστεύω πραγματικά ότι σε αυτή την πολύ σκοτεινή στιγμή που βιώνουμε –και είναι μια σκοτεινή στιγμή επειδή η εξόντωση των Παλαιστινίων έχει περάσει σε ένα νέο, πρωτοφανές επίπεδο, από την άποψη του λόγου που χρησιμοποιεί το Ισραήλ, της έντασης και του σκοπού των εξοντωτικών πολιτικών. Δεν έχει υπάρξει τέτοια περίοδος στην ιστορία, αυτή είναι μια νέα φάση της κτηνωδίας κατά των Παλαιστινίων. Ακόμα και η Νάκμπα, μια αδιανόητη καταστροφή, δεν συγκρίνεται με αυτό που βλέπουμε τώρα και με αυτό που θα δούμε τους επόμενους μήνες. Κατά τη γνώμη μου, διανύουμε τους πρώτους τρεις μήνες μιας περιόδου δύο ετών κατά την οποία θα γίνουμε μάρτυρες της χειρότερης φρίκης που μπορεί να προκαλέσει το Ισραήλ στους Παλαιστίνιους.

Αλλά ακόμα και σε αυτή τη σκοτεινή στιγμή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας που καταρρέουν χρησιμοποιούν πάντα τα χειρότερα μέσα για να προσπαθήσουν να διασωθούν. Το είδαμε στη Νότια Αφρική και στο Νότιο Βιετνάμ. Δεν το λέω αυτό ως ευσεβή πόθο και δεν το λέω ως πολιτικός ακτιβιστής: Το λέω ως μελετητής του Ισραήλ και της Παλαιστίνης με όλη την αυτοπεποίθηση που μου προσδίδουν τα επιστημονικά μου προσόντα. Με νηφάλια επαγγελματική εξέταση, δηλώνω ότι γινόμαστε μάρτυρες του τέλους του σιωνιστικού σχεδίου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Αυτό το ιστορικό σχέδιο έχει φτάσει στο τέλος του και είναι ένα τέλος βίαιο –τέτοια σχέδια συνήθως καταρρέουν βίαια, επομένως είναι μια πολύ επικίνδυνη στιγμή για τα θύματα αυτού του σχεδίου, και τα θύματα είναι πάντα οι Παλαιστίνιοι μαζί με τους Εβραίους, επειδή οι Εβραίοι είναι επίσης θύματα του σιωνισμού. Έτσι, η διαδικασία της κατάρρευσης δεν είναι απλώς μια στιγμή ελπίδας, είναι επίσης η αυγή που θα έρθει μετά το σκοτάδι, είναι το φως στην άκρη του τούνελ.

Μια τέτοια κατάρρευση όμως παράγει ένα κενό. Το κενό εμφανίζεται ξαφνικά: είναι σαν ένα τείχος που διαβρώνεται σιγά-σιγά από ρωγμές, και μετά καταρρέει σε μια στιγμή. Και πρέπει να είναι κανείς έτοιμος για τέτοιες καταρρεύσεις, για την εξαφάνιση ενός κράτους ή την αποσύνθεση ενός σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας. Είδαμε τι συνέβη στον αραβικό κόσμο, όταν το χάος του κενού δεν καλύφθηκε από κανένα εποικοδομητικό και εναλλακτικό σχέδιο· σε μια τέτοια περίπτωση, το χάος συνεχίζεται.

Ένα πράγμα είναι σαφές, όποιος σκέφτεται μια εναλλακτική για το σιωνιστικό κράτος δεν πρέπει να αναζητήσει στην Ευρώπη ή στη Δύση τα μοντέλα που θα αντικαταστήσουν το κράτος που καταρρέει. Υπάρχουν πολύ καλύτερα μοντέλα τα οποία είναι τοπικά και αποτελούν παρακαταθήκες από το πρόσφατο και πιο μακρινό παρελθόν του Μασρέκ (της ανατολικής Μεσογείου) και του αραβικού κόσμου στο σύνολό του. Η μακρά οθωμανική περίοδος έχει τέτοια μοντέλα και παρακαταθήκες που μπορούν να μας βοηθήσουν να πάρουμε ιδέες από το παρελθόν για να κοιτάξουμε στο μέλλον.

Αυτά τα μοντέλα μπορούν να μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε ένα πολύ διαφορετικό είδος κοινωνίας που σέβεται τις συλλογικές ταυτότητες καθώς και τα ατομικά δικαιώματα, και χτίζεται από το μηδέν ως ένα νέο είδος μοντέλου που επωφελείται από τις διδαχές των λαθών της αποαποικιοποίησης σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του αραβικού κόσμου και της Αφρικής. Αυτό ελπίζουμε ότι θα δημιουργήσει μια διαφορετικού είδους πολιτική οντότητα που θα έχει τεράστιο και θετικό αντίκτυπο στον αραβικό κόσμο στο σύνολό του.

Πηγή: Islamic Human Rights Commission

Αναδημοσίευση από: BDS Greece

Οι ‘αντι-συμβατικές ιδέες’ της Ισραηλινής πολιτικής ελίτ για την ανάπτυξη και διατήρηση του καθεστώτος απαρτχάιντ στη χώρα

Το παρόν είναι ένα σημαντικό θεωρητικό άρθρο του πρώην Βρετανού διπλωμάτη Alastair Crooke, με μεγάλο πλούτο ιδεών όσον αφορά τη στρατηγική της σιωνιστικής ανάπτυξης του κράτους του Ισραήλ. Το άρθρο ασχολείται με την κεντρική ιδέα ότι μέσω της ασάφειας στα εκάστοτε όρια και την  θόλωση του καθιερωμένου και οριοθετημένου χώρου γίνεται δυνατός ο αποικιοκρατικός έλεγχος των Παλαιστινιακών πληθυσμών. Η ιδέα αυτή, που αρχικά αποτελούσε στρατιωτικό δόγμα, έχει σταδιακά διεισδύσει στην ισραηλινή πολιτική σφαίρα, γράφει ο Alastair Crooke.

Το άρθρο παρουσιάζει και μεγάλο ενδιαφέρον στο τελικό του συμπέρασμα για την κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τον Crooke, τροπή που θα λάβει η παραδοσιακή πολιτική των ‘ρευστών συνόρων’ από τον Νετανιάχου στην προσπάθεια να διαιωνιστεί η παγίδευση του Παλαιστινιακού λαού σε ένα καθεστώς ‘διαφοροποιημένων δικαιωμάτων’, δηλαδή απαρτχάιντ, το οποίο ταυτίζεται με την αντίληψη της ‘αποκλειστικότητας’ που βρίσκεται στην καρδιά του Σιωνισμού.

Το ρευστό “Τελικό Παιχνίδι” του Νετανιάχου – Δεν είναι τέχνασμα, αλλά επιστροφή σε παλαιότερη σιωνιστική στρατηγική

Του Alastair Crooke, 22 Ιανουαρίου 2024

Ο μακαρίτης Αριέλ Σαρόν, ένας επί μακρόν ισραηλινός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, εκμυστηρεύτηκε κάποτε στον στενό του φίλο Uri Dan ότι «οι Άραβες δεν είχαν ποτέ αποδεχτεί πραγματικά την παρουσία του Ισραήλ … και έτσι, μια λύση δύο κρατών δεν ήταν δυνατή – ούτε καν επιθυμητή».

Στο μυαλό αυτών των δύο – όπως και για τους περισσότερους Ισραηλινούς σήμερα – κρύβεται ο ‘γόρδιος δεσμός’ που βρίσκεται στην καρδιά του σιωνισμού: Πώς να διατηρηθούν τα διαφοροποιημένα δικαιώματα σε ένα φυσικό έδαφος που περιλαμβάνει έναν μεγάλο παλαιστινιακό πληθυσμό.

Οι ισραηλινοί ηγέτες πίστευαν ότι με την αντισυμβατική προσέγγιση του Σαρόν για τη “χωρική ασάφεια”, το Ισραήλ βρισκόταν κοντά στην ανάπτυξη μιας λύσης στον γρίφο της διαχείρισης των διαφοροποιημένων δικαιωμάτων μέσα σε ένα κράτος σιωνιστικής πλειοψηφίας, το οποίο περιλαμβάνει σημαντικές μειονότητες. Οι Παλαιστίνιοι, πίστευαν πολλοί Ισραηλινοί (μέχρι πρόσφατα), περιορίζονταν επιτυχώς σε έναν διαγραμμισμένο πολιτικό και φυσικό χώρο – και μάλιστα είχαν ‘εξαφανιστεί’ σε σημασία – για να έρθει η Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου, να τινάξει στον αέρα όλο αυτό το περίτεχνο μοντέλο.

Το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν ευρύτατα διαδεδομένο και υπαρξιακό φόβο ότι το σιωνιστικό εγχείρημα θα μπορούσε ενδεχομένως να καταρρεύσει, εάν τα σιωνιστικά θεμέλια της αποκλειστικότητας απορρίπτονταν από μια ευρεία αντίσταση έτοιμη να οδηγήσει το ζήτημα σε πόλεμο.

Το πρόσφατο άρθρο του Αμερικανού δημοσιογράφου Steve Inskeep—Η Έλλειψη Στρατηγικής του Ισραήλ είναι η Στρατηγική—φέρνει στο επίκεντρο το φαινομενικό παράδοξο: Ότι ενώ ο Νετανιάχου είναι πολύ σαφής σχετικά με αυτό που δεν θέλει, την ίδια στιγμή παραμένει πεισματικά αδιαφανής σχετικά με αυτό που θέλει ως μέλλον για τους Παλαιστίνιους που ζουν σε ένα κοινόχρηστο έδαφος.

Για όσους πιστεύουν ότι η ειρήνη στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να είναι ο στόχος του Νετανιάχου, αυτή η αδιαφάνεια εμφανίζεται ως σοβαρό ‘ελάττωμα’ για την επίλυση της κρίσης στη Γάζα. Ωστόσο, αν ο Νετανιάχου (που υποστηρίζεται από το υπουργικό του συμβούλιο και την πλειοψηφία των Ισραηλινών) δεν προσφέρει καμία στρατηγική για την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, τότε ίσως η παράλειψή της να μην είναι ‘ελάττωμα’, αλλά να είναι το χαρακτηριστικό της.

Για να κατανοήσετε το υποκείμενο οξύμωρο, πρέπει να αντιληφθείτε γιατί ο Αριέλ Σαρόν και ο Uri Dan ‘είπαν όσα είπαν’, και να καταλάβετε πώς η στρατιωτική εμπειρία του Σαρόν από τον πόλεμο του 1973 έχει ουσιαστικά διαμορφώσει ολόκληρο το παλαιστινιακό μοντέλο [του Ισραήλ]. Το 2011, έγραψα ένα άρθρο στο Foreign Policy, στο οποίο διατυπώθηκε η άποψη ότι η αντίληψη του Σαρόν περί Παλαιστινιακής Μόνιμης Ασάφειας ήταν -και παραμένει- η βασική απάντηση των Σιωνιστών στο πώς να παρακάμψουν το παράδοξο που ενυπάρχει στον Σιωνισμό. Τριάντα χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ελλοχεύει σε όλες τις πρόσφατες δηλώσεις του Νετανιάχου (και των ισραηλινών ηγετών όλου του πολιτικού φάσματος).

Ήδη από το 2008, η υπουργός Εξωτερικών (και δικηγόρος), Τζίπι Λίβνι, εξηγούσε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες γιατί «η μόνη απάντηση του Ισραήλ (στο ζήτημα της συντήρησης του Σιωνισμού) ήταν να διατηρήσει τα σύνορα του κράτους απροσδιόριστα – κατέχοντας παράλληλα τους σπάνιους υδάτινους και εδαφικούς πόρους – κρατώντας τους Παλαιστίνιους σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας, να εξαρτώνται από την καλή θέληση του Ισραήλ».

Και σημείωσα σε ένα ξεχωριστό κείμενο:

«Η Λίβνι έλεγε ότι ήθελε το Ισραήλ να είναι ένα Σιωνιστικό κράτος – βασισμένο στο Νόμο της Επιστροφής[1] και ανοιχτό σε κάθε Εβραίο. Ωστόσο, η εξασφάλιση ενός τέτοιου κράτους σε μια χώρα με πολύ περιορισμένη επικράτεια  σημαίνει ότι η γη και το νερό πρέπει να παραμείνουν υπό Εβραϊκό έλεγχο, με διαφοροποιημένα δικαιώματα για Εβραίους και μη Εβραίους. Δικαιώματα που επηρεάζουν τα πάντα, από τη στέγαση και την πρόσβαση στη γη, μέχρι τις θέσεις εργασίας, τις επιδοτήσεις, τους γάμους και τη μετανάστευση».

Επομένως, η λύση των δύο κρατών, εκ των πραγμάτων, δεν έλυνε το πρόβλημα της διατήρησης του Σιωνισμού, αλλά μάλλον το επιδείνωνε. Το αναπόφευκτο αίτημα για πλήρη ισότητα των Παλαιστινίων όσον αφορά τα δικαιώματά τους θα έφερνε το τέλος των εβραϊκών ‘ειδικών δικαιωμάτων’ και του ίδιου του Σιωνισμού, υποστήριξε η Λίβνι—μια απειλή σχετικά με την οποία συμφωνούν οι περισσότεροι Σιωνιστές.

Η απάντηση του Σαρόν σε αυτό το απόλυτο παράδοξο, ωστόσο, ήταν διαφορετική:

Ο Σαρόν είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη διαχείριση μιας μεγάλης μη εβραϊκής ‘εξωτερικής ομάδας’, που θα είχε φυσική παρουσία μέσα σε ένα Σιωνιστικό κράτος διαφοροποιημένων δικαιωμάτων. Η εναλλακτική λύση του Σαρόν κατέληγε στην αποτροπή μιας λύσης δύο κρατών εντός σταθερών συνόρων.

Αυτό υποδήλωνε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης, σε αντίθεση με ό,τι εδώ και καιρό θεωρούνταν διεθνώς ως γενική συναίνεση: Δηλαδή, ότι η λύση των δύο κρατών θα αναδυόταν τελικά—κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες—επειδή αυτό ήταν προς το απώτερο δημογραφικό συμφέρον του Ισραήλ[2].

Οι ρίζες της ‘εναλλακτικής’ του Σαρόν βρίσκονταν στη ριζικά ανορθόδοξη στρατιωτική του σκέψη για το πώς θα υπερασπιστεί το κατεχόμενο τότε Σινά από τον Αιγυπτιακό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αίγυπτο το 1973.

Η έκβαση του Ισραηλινο-Αραβικού πολέμου του 1973 δικαίωσε πλήρως το δόγμα του Σαρόν για μια δικτυακή άμυνα που βασιζόταν σε ένα πλέγμα υπερυψωμένων οχυρών σημείων που ήταν διασκορπισμένα σε όλο το βάθος του Σινά – ένα πλαίσιο που λειτουργούσε ως μια εκτεταμένη χωρική ‘παγίδα’ που παρείχε στους Ισραηλινούς υψηλό επίπεδο κινητικότητας, ενώ παρέλυε τον εχθρό που παγιδευόταν μέσα στο πλέγμα των αλληλοσυνδεόμενων οχυρών σημείων.

(Αν ο αναγνώστης παρατηρήσει την ομοιότητα αυτής της προσέγγισης με τους ισραηλινούς στρατηγικούς κόμβους από οικισμούς-‘οχυρά’ που είναι σήμερα διασκορπισμένοι στη Δυτική Όχθη, αυτό δεν είναι τυχαίο!).

Ο Σαρόν οραματιζόταν την έκταση ολόκληρης της Δυτικής Όχθης ως ένα εκτεταμένο, διαπερατό και προσωρινό ‘σύνορο’. Αυτή η προσέγγιση μπορούσε επομένως να αγνοήσει οποιαδήποτε λεπτή γραμμή με μολύβι, που θα σχεδιαζόταν για να υποδηλώσει κάποιο πολιτικό σύνορο. Αυτό το πλαίσιο αποσκοπούσε στο να αφήσει τους Παλαιστίνιους σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας, εγκλωβισμένους μέσα σε ένα πλέγμα αλληλοσυνδεόμενων οικισμών και υποκείμενους σε Ισραηλινές στρατιωτικές επεμβάσεις κατά την αποκλειστική κρίση του Ισραήλ.

Το 1982, ο Σαρόν επεξεργάστηκε το σχέδιο “Η” ενός πλέγματος οχυρών εποικισμών στη Δυτική Όχθη, στο οποίο θα καθρεπτιζόταν η στρατηγική που είχε ακολουθηθεί στο Σινά. Αυτή η αμυντική στρατηγική, ωστόσο, είχε επίσης ως αποτέλεσμα να προσδώσει νέο σκοπό και νομιμοποίηση στον ‘Εποικιστικό Σιωνισμό’.

Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής οδήγησε έτσι στη μετατροπή της από μια ουσιαστικά στρατιωτική αμυντική δομή (με στόχο την παράλυση των Παλαιστινίων μέσα σε ένα πλέγμα ισχυρών σημείων των IDF[3]) σε μια κεντρική προσέγγιση, στη συνέχεια, για τη διαχείριση των Παλαιστινίων ευρύτερα. Με την πάροδο των ετών, αυτή θα γινόταν πιο κατασταλτική, πιο καταχρηστική και πιο απεχθής. Και τελικά, [αυτή η προσέγγιση] έσπειρε τη λύση απαρτχάιντ των δύο κρατών.[4]

Όταν ο Αριέλ Σαρόν ‘τράβηξε’ τις ίδιες τις άκρες της συνοριακής γραμμής του Ισραήλ και τις ‘έριξε’ εκατέρωθεν της Δυτικής Όχθης, ουσιαστικά έλεγε ότι οι έποικοι της Δυτικής Όχθης είναι η χωρικά διευρυμένη συνοριακή γραμμή της προ του 1967 επικράτειας, όπως ακριβώς είχε επεκτείνει τα σύνορα του Ισραήλ μέσω των πλεγμάτων των οχυρών-σημείων στο Σινά.

Αυτό ακριβώς ήταν το νόημα του οράματός του: Δεν έχει σημασία αν το Ισραήλ βρίσκεται στα προ του 1967 ή στα μετά το 1967 εδάφη—όλα τα σύνορα ήταν ρευστά και μεταβαλλόμενης μορφής, κατά την άποψή του. Τα επεκταμένα, ελαστικά, διαπερατά, με πλέγματα-παγίδες ‘σύνορα’ του Σαρόν ξεκίνησαν έτσι μια διαδικασία—στη στρατιωτική σφαίρα—της θόλωσης των διακρίσεων μεταξύ ενός εσωτερικού πολιτικού χώρου και ενός εξωτερικού. Αυτό, μαζί με την έννοια του Sharon για τον ‘μη σεβαστό’ χώρο, έγινε το καθιερωμένο ισραηλινό στρατιωτικό δόγμα.

«Θέλουμε να αντιπαραθέσουμε στον διαγραμμισμένο χώρο της παραδοσιακής, παλιομοδίτικης στρατιωτικής πρακτικής την ομαλότητα που επιτρέπει την κίνηση στον χώρο, μια κίνηση που διασχίζει ανεμπόδιστα τα όποια σύνορα και εμπόδια. Αντί να περιορίζουμε και να οργανώνουμε τις δυνάμεις μας σύμφωνα με τα υπάρχοντα σύνορα, θέλουμε να κινούμαστε μέσα από αυτά», σημείωνε ένας ανώτερος ισραηλινός αξιωματικός το 2006.[5]

Είναι κρίσιμο ότι η ιδέα του θολώματος του καθιερωμένου και οριοθετημένου χώρου διείσδυσε σταδιακά από την στρατιωτική στην ισραηλινή πολιτική σφαίρα. Επιπλέον, η αρχή της σύγχυσης αυτού που βρίσκεται εντός με αυτό που βρίσκεται εκτός έχει επεκταθεί στον πολιτικό και νομικό χώρο των Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Εδαφών. Επέτρεψε τη διαμόρφωση ενός χώρου δύο επιπέδων, υπάγοντας τους Ισραηλινούς Εβραίους και τους Παλαιστίνιους Άραβες σε διαφορετικά συστήματα κινητικότητας και διοικητικής μεταχείρισης.

Οι διαφοροποιημένοι νομικοί και διοικητικοί χώροι παγίωσαν έτσι και τη Σιωνιστική πολιτική αρχή της διαφοροποίησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτό το σύστημα δύο επιπέδων προβλέπει τον πολιτικό αποκλεισμό των Παλαιστινίων, αλλά διατηρεί την εξάρτηση και τη νομική ένταξη των Παλαιστινίων κάτω από τον ισραηλινό μηχανισμό ελέγχου. Το σύστημα αυτό είναι ουσιαστικά ένα σύστημα εξαίρεσης στην κυριαρχία, με το οποίο έχουν ασχοληθεί φιλόσοφοι όπως ο Carl Schmitt και ο Giorgio Agamben.

Ας προχωρήσουμε γρήγορα στη σημερινή εποχή: Μόλις καταστεί σαφές ότι ο πρωταρχικός στόχος είναι αυτός της διατήρησης του Σιωνισμού, τότε όλα όσα κάνει ο Νετανιάχου βγάζουν νόημα. Η ουσία του προβλήματος παραμένει αμετάβλητη: Η εγγενής αντίφαση ενός Σιωνιστικού κράτους εξαιρέσεων που ενσωματώνει μια σημαντική μη εβραϊκή εξω-ομάδα χωρίς δικαιώματα—είτε αυτή βρίσκεται στο περιφραγμένο γκέτο της Γάζας είτε στο ‘πλέγμα οχυρών των εποίκων’ στη Δυτική Όχθη—έχει καταστεί μη βιώσιμη.

Μόλις το ‘σύστημα’ διαχωρισμού του Αριέλ Σαρόν καταρρεύσει (όπως συνέβη στις 7 Οκτωβρίου), ιδέες όπως οι προτάσεις του Μπλίνκεν για την “επόμενη μέρα” στη Γάζα εγείρουν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του σιωνιστικού σχεδίου καθαυτού. Με απλά λόγια, ο Σιωνισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί—ή να εγκαταλειφθεί.

Το ίδιο και οι πολιτικές απαντήσεις της Δύσης θα πρέπει να επανεξεταστούν. Οι καλοπροαίρετες κοινοτοπίες για μια ‘λύση’ δύο κρατών είναι εδώ και χρόνια πολύ πίσω. Πολύ νερό έχει κυλήσει κάτω από τη γέφυρα. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν η Δύση μπορούσε να αρχίσει να εξετάζει τις συνέπειες της ήττας για εκείνους που έχουν αγκαλιάσει τη μία πλευρά σε αυτήν τη σύγκρουση. Είναι περισσότερα από τις σκέτες ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα που βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου στη Χάγη, πολλά άλλα επίσης δικάζονται (από τη σκοπιά του Παγκόσμιου Νότου).

Άραγε θα μπορούσε στ’ αλήθεια να είχε επιτύχει αυτή η ισραηλινή ‘ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού’; Το τεχνο-χωροταξικό πολιτικό σύστημα του Σαρόν, παρά την αξίωσή του για φιλοσοφική νομιμοποίηση, τελικά, στη ρίζα του δεν είναι παρά μια εξέλιξη του υποδείγματος που έχει συνδεθεί με έναν βασικό Σιωνιστή θεωρητικό, τον Βλαντιμίρ Γιαμποτίνσκι: δηλαδή ένας διαφορετικός τρόπος για να επιτευχθεί η ‘εξαφάνιση’ των Παλαιστινίων.

Και αν η παλαιστινιακή εξω-ομάδα δεν μπορεί να ‘εξαφανιστεί’ μέσω των τεχνο-χωρικών κατασκευών, δεν θα ήταν έκπληξη αν η λογική της κατάστασης οδηγούσε τον Νετανιάχου και την κυβέρνησή του πίσω στην αρχική στρατηγική του Σαρόν για ριζική έλλειψη σεβασμού του στρατιωτικού χώρου και των πολιτικών συνόρων—να αιφνιδιάσει και να δημιουργήσει μια εκτεταμένη χωρική παγίδα για τους Παλαιστίνιους (όπως έκανε ο Σαρόν με τον αιγυπτιακό στρατό).

«Το Ισραήλ είναι το κράτος του εβραϊκού λαού», υπογράμμισε η Λίβνι το 2008—τονίζοντας τη Σιωνιστική ‘βασική γραμμή’—«και θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι όταν μιλάμε για τον «λαό του», αυτός είναι ο εβραϊκός λαός, με την Ιερουσαλήμ να είναι η ενιαία και αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ και του εβραϊκού λαού εδώ και 3007 χρόνια».

Πηγή: Strategic Culture

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Οι σημειώσεις στο τέλος είναι του μεταφραστή.

[1] Ο “Νόμος της Επιστροφής” είναι ένας ισραηλινός νόμος, που ψηφίστηκε στις 5 Ιουλίου 1950, ο οποίος δίνει στα άτομα με έναν ή περισσότερους Εβραίους παππούδες και στους συζύγους τους το δικαίωμα να μετεγκατασταθούν στο Ισραήλ και να αποκτήσουν την ισραηλινή υπηκοότητα.

[2] Εδώ υπονοείται ότι με δεδομένη την αυξημένη γεννητικότητα των Παλαιστινιακών πληθυσμών, το Ισραήλ θα δεχόταν τελικά τη λύση των δύο κρατών με διακριτά σύνορα προκειμένου να διατηρήσει την ταυτότητά του.

[3] IDF: Israel Defense Forces (Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ). Τα αρχικά που χρησιμοποιεί ο Ισραηλινός στρατός. Όλο και περισσότεροι σχολιαστές, δημοσιογράφοι, κ.λπ. χρησιμοποιούν τον όρο IOF: Israel Occupation Forces (Δυνάμεις Κατοχής του Ισραήλ) στα κείμενά τους.

[4] Ο Crooke εννοεί εδώ την παρούσα κατάσταση όπου οι δύο Παλαιστινιακές οντότητες (Δ. Όχθη και Γάζα) δεν διαθέτουν τον έλεγχο σε βασικά δικαιώματα–νερό, ηλεκτρικό, πρόσβαση στον έξω κόσμο, κ.λπ.

[5] Πήρα το θάρρος εδώ και άλλαξα την παραπομπή του συγγραφέα επειδή η σελίδα στην οποία εκείνος παραπέμπει δεν υπάρχει. Υποθέτω όμως ότι παρέπεμπε στην ίδια πηγή, μια διατριβή Master’s στο πανεπιστήμιο Trent του Καναδά η οποία ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τις θεωρίες του Ισραηλινού απόστρατου ταξίαρχου Shimon Naveh, ο οποίος είναι ο αξιωματικός των IDF στον οποίο αναφέρεται ο Crooke. Μέσα στη διατριβή (την οποία κατεβάζει σε PDF ο σύνδεσμος που παραθέτω) υπάρχει το σχετικό απόσπασμα σε εκτεταμένη μορφή καθώς και παραπομπή στην πρωτότυπη πηγή [Naveh, Shimon, “Between the Striated and the Smooth,” Insecurity. (Issue 22, Summer 2006)].

Ποιος θα ανοίξει την επόμενη φάση του πολέμου; Βρισκόμαστε στο σημείο όπου παίζεται το “πέρασμα του πακέτου”.

Η ισραηλινή στρατηγική κατά της Χαμάς στη Γάζα υπήρξε μια ταπεινωτική αποτυχία: Η Χαμάς παραμένει σε γενικές γραμμές άθικτη, ενώ οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες σε άνδρες (και γυναίκες), καθώς και σε τεθωρακισμένα οχήματα.

Ενδεχομένως, θα έπρεπε να πούμε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί απεγνωσμένα να αναχαιτίσει έναν ευρύτερο πόλεμο. Η Washington Post ανέφερε έτσι την Κυριακή – ότι ο Μπάιντεν ανέθεσε στο επιτελείο του να αποτρέψει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ των Ισραηλινών και της Χεζμπολάχ: «Αμερικανοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου θα δει την εντατικοποίηση των μαχών στο Λίβανο ως το κλειδί για την πολιτική του επιβίωση», υποστηρίζει η Washington Post.

Όμως, το ρεπορτάζ σαφώς αποτελεί προϊόν διαρροής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πράγμα που φαίνεται να ήταν μια εσκεμμένη κίνηση, και γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον δέοντα σκεπτικισμό.

Ο ισραηλινός υπουργός Ασφαλείας Gallant, ενώ δήλωσε αυτό το Σαββατοκύριακο ότι ο «προτιμώμενος τρόπος» των Ισραηλινών για τον τερματισμό των μαχών με τη Χεζμπολάχ είναι η διπλωματία, ωστόσο υπογράμμισε ότι πλησιάζει η στιγμή που η κλεψύδρα για την επίλυση του προβλήματος «θα αναστραφεί». «Πολεμάμε έναν άξονα, όχι έναν ενιαίο εχθρό», προειδοποίησε πριν από λίγες ημέρες ο Gallant.

Ίσως θα έπρεπε να γράφω ότι ο Μπάιντεν ενεργεί υπεύθυνα προσπαθώντας να αποτρέψει έναν ευρύτερο πόλεμο με τη Χεζμπολάχ, αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι’ αυτό. Πρόσφατα είχαμε μια συρροή δολοφονιών: έναν ηγέτη της Χαμάς στη Βηρυτό, έναν πολύ υψηλόβαθμο Ιρανό αξιωματούχο στην κατοικία του λίγο έξω από τη Δαμασκό και τον Abu Takwa, τον επικεφαλής της Kataeb στη Βαγδάτη – μαζί με τη σφαγή αμάχων στο Kerman του Ιράν.[1]

Τι σύμπτωση σφαγών… Ο Al-Arouri και ο Mousawi ήταν σχεδόν σίγουρα ισραηλινές προκλήσεις, αλλά ο Abu Takwa σκοτώθηκε σκόπιμα από τους Αμερικανούς. Οι Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης (PMU) – μέρος των οποίων είναι η Kataeb – είναι επίσημη συνιστώσα των κρατικών δυνάμεων του Ιράκ. Αυτό συνάδει με την ανάσχεση του ευρύτερου πολέμου [που η WaPo ισχυρίζεται ότι επιθυμεί ο Μπάιντεν]; Θα μας πουν, βέβαια, ότι η Αμερική δεν μπορούσε να μείνει άπραγη ενώ οι επιθέσεις στις βάσεις της στο Ιράκ και τη Συρία συνεχίζονταν.

Οι επιθέσεις αυτές, ωστόσο, δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα, αλλά συνδέονται άμεσα με τη συνεχιζόμενη σφαγή αμάχων στη Γάζα. Τον περασμένο μήνα, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Μπάιντεν για τις πιθανότητες κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα: «Καμία», απάντησε ο Μπάιντεν, «Καμία πιθανότητα». Ο Μπάιντεν δεν έδειξε κανένα σημάδι υποχώρησης, γράφει ο Noah Lanard: «Απαιτήθηκε άλλος ένας μήνας και σχεδόν 8.000 ακόμη θάνατοι Παλαιστινίων για να επικρίνει ο Μπάιντεν το Ισραήλ με οποιοδήποτε τρόπο που να βγάζει κάποιο νόημα».

«Μεγάλο μέρος του θαυμασμού του Μπάιντεν προς το Ισραήλ είναι βαθιά προσωπικό. Όπως το έχουν θέσει οι υποστηρικτές του, ταυτίζεται με αυτό το έθνος στα kishkes του – ‘τα σωθικά του’. Αυτό φαίνεται στον ιδιαίτερα συναισθηματικό και γραφικό τρόπο με τον οποίο μίλησε για τα θύματα της επίθεσης της Χαμάς που σφαγιάστηκαν, δέχτηκαν σεξουαλική επίθεση και κρατήθηκαν όμηροι …»

“Ένας πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν μοιράζεται μαζί μου μια παρόμοια άποψη: «Ο Πρόεδρος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει την ανθρωπιά όλων των μερών που επηρεάζονται από αυτή τη σύγκρουση», είπε το άτομο αυτό. «Έχει περιγράψει τα ισραηλινά δεινά με μεγάλη λεπτομέρεια, ενώ τα παλαιστινιακά δεινά μένουν ασαφή – αν αναφέρονται καθόλου».

«Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Μπάιντεν έχει δώσει προτεραιότητα στην παροχή στο Ισραήλ σε μεγάλο βαθμό ανεπιφύλακτης υποστήριξης και χώρου για να συνεχίσει να πολεμά, παρά την έντονη διεθνή αντίδραση».

Λοιπόν, ο Νετανιάχου (τον οποίο ο Μπάιντεν αντιπαθεί) αντιμετωπίζει δυσκολίες. Η ισραηλινή στρατηγική κατά της Χαμάς στη Γάζα ήταν μια ταπεινωτική αποτυχία: Η Χαμάς παραμένει γενικά ανέπαφη, ενώ οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες σε άνδρες (και γυναίκες), καθώς και σε τεθωρακισμένα οχήματα. Η στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ δεν είχε καμία λογική και κανέναν σαφή στόχο, εκτός από την εκδίκηση. Και άφησε τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας σε μια επιδεινούμενη ανθρωπιστική ρουφήχτρα.

Η ισραηλινή κυβέρνηση – και όχι μόνο ο Νετανιάχου – χρειάζεται έναν αντιπερισπασμό από αυτή την αποτυχία, στον απόηχο των πρόσφατων πισωγυρισμάτων: Οι διαπραγματεύσεις για τους ομήρους έχουν κολλήσει, υπάρχει η κατηγορία για γενοκτονία που δικάζεται από το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, η καταψήφιση από το Ανώτατο Δικαστήριο [του Ισραήλ] της ανατροπής από το Κνεσέτ της δικαστικής “ρήτρας λογικής”, αλλά πάνω απ’ όλα, η Χαμάς παραμένει αήττητη, η Δυτική Όχθη βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και οι Ισραηλινοί δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους στο βορρά, επειδή η Χεζμπολάχ την έχει καταστήσει ‘απαγορευμένη ζώνη’ για τους πρώην κατοίκους της.

Ο Μπάιντεν μάλλον ‘το πιάνει’ αυτό. Γνωρίζει επίσης ότι το τραύμα από όσα συνέβησαν στις 7 Οκτωβρίου μετατόπισε την ισραηλινή κοινωνία αποφασιστικά προς τα δεξιά. Τους έκανε να αμφιβάλλουν για τις πιο βασικές αρχές σχετικά με το αν είναι ασφαλείς στα σπίτια τους. Πολλοί στη Δεξιά και ορισμένοι στην Αριστερά είδαν την 7η Οκτωβρίου ως απόδειξη ότι η ειρήνη με τους Παλαιστίνιους είναι αδύνατη. Τα συναισθήματα έχουν σκοτεινιάσει και έχουν φτάσει σε αγχωτικά στρώματα υπαρξιακού φόβου. ‘Έκαναν έφοδο από τη Γάζα για να μας σκοτώσουν’, ‘η Γάζα πρέπει να εκμηδενιστεί‘ είναι μια συνηθισμένη αντίδραση.

Με λίγα λόγια, οι Ισραηλινοί – όχι μόνο ο Νετανιάχου – λαχταρούν την κάθαρση της στρατιωτικής νίκης. Ο Μπάιντεν θα είναι επιφυλακτικός απέναντι στον πόλεμο με το Ιράν, αλλά μήπως αυτός και οι άλλες μιλιταριστικές φατρίες των ΗΠΑ φρενάρουν πραγματικά τους Ισραηλινούς; Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας ο γερουσιαστής Lindsay Graham συναντήθηκε με τον Νετανιάχου. Τι μήνυμα μετέφερε και για λογαριασμό ποιου;

Η Washington Post λέει ότι ο Λευκός Οίκος προσπαθεί απεγνωσμένα να αποτρέψει τον πόλεμο με τη Χεζμπολάχ, ωστόσο μήπως αυτή η διαρροή στην πραγματικότητα αποσκοπούσε περισσότερο στον εμβολιασμό της αμερικανικής κυβέρνησης από τις συνέπειες μιας επερχόμενης σύγκρουσης με τη Χεζμπολάχ;

Πολλοί θεωρούν ότι ο ευρύτερος πόλεμος είναι αναπόφευκτος – το θέμα είναι μόνο το ‘πότε’. Αλλά κανείς δεν θέλει να θεωρηθεί υπεύθυνος ως η πλευρά που τον πυροδότησε. Σίγουρα, μια ‘αφήγηση αυτοσυγκράτησης’ ταιριάζει με τις εκλογικές ανάγκες των ΗΠΑ. Αλλά επίσης ούτε η Χεζμπολάχ ούτε το Ιράν επιθυμούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για το ξέσπασμά του.

Προς το παρόν, η έναρξη του επόμενου σταδίου μοιάζει με το παιδικό παιχνίδι ‘δώσε το πακέτο’ – κανείς δεν θέλει να βρίσκεται στα χέρια του όταν σταματήσει η μουσική. Ποιος έχει λοιπόν την περισσότερη ‘στρατηγική υπομονή’; Ασφαλώς, όχι ο Νετανιάχου και ούτε το πυρετικό ‘Ισραήλ’.

«Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις που έδωσε ο Μπάιντεν ενώ διεκδικούσε την προεδρία, απέρριψε την πρόταση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναπτύξουν μια πιο ουδέτερη στάση απέναντι στο Ισραήλ. «Στα 34 χρόνια της καριέρας μου, δεν απομακρύνθηκα ποτέ από την άποψη ότι η μόνες φορές που σημειώθηκε ποτέ πρόοδος στη Μέση Ανατολή ήταν όταν τα αραβικά έθνη αντιλαμβάνονταν ότι δεν υπάρχει σχισμή που να επιτρέπει να περάσει το φως της ημέρας ανάμεσα σε εμάς και το Ισραήλ». [ΣΗΜ. Δηλ. όταν οι Άραβες καταλάβαιναν ότι ΗΠΑ και Ισραήλ είναι αδιάρρηκτα ενωμένες]».

Με άλλα λόγια – ο Noah Lanard παραπέμπει στον καθηγητή Rashid Khalidi που υπογραμμίζει – «μόνο όταν οι Άραβες καταλάβουν ότι είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν ό,τι [ψίχουλα] είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν οι Ισραηλινοί, τότε μόνο θα υπάρξει ειρήνη». Ο καθηγητής Khalidi συνέχισε: “Νομίζω ότι αυτό αντιπροσωπεύει αρκετά τη θέση του [Biden] μέχρι σήμερα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος έχει την αίσθηση ότι σε αυτή την τοποθέτηση υπάρχει και η άλλη όψη”.

Πηγή: Al Mayadeen English

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης

[1] Στην αρχική φωτογραφία οι τρεις πρόσφατα δολοφονημένοι στρατιωτικοί ηγέτες: Ο Παλαιστίνιος Al-Arouri της Χαμάς, ο Ιρανός στρατηγός Mousawi και ο στρατιωτικός ηγέτης της Ιρακινής εθνοφρουράς Kataeb, Abu Takwa. Η σύνθεση της φωτογραφίας από τον Hadi Dbouk

Η σημασία της προσφυγής κατά του Ισραήλ στο Διεθνές Δικαστήριο

Στις 30/12/2023, σχεδόν τρεις μήνες από τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου γύρω απ’ τη Γάζα, η Νότια Αφρική προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο (International Court of Justice – ICJ) εναντίον του Ισραήλ καταγγέλοντάς το για εφαρμογή γενοκτονικών πρακτικών. Η τοποθέτηση της Νότιας Αφρικής έγινε την περασμένη Πέμπτη, μ’ αυτή του Ισραήλ να ακολουθεί την επόμενη μέρα.

Είχαν μεσολαβήσει πάνω από τρεις μήνες ανελέητων επιθέσεων των Ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον της Γάζας, που με τη δικαιολογία της καταδίωξης της Χαμάς, εξαπέλυσαν το μεγαλύτερο μακελειό κατά ανθρωπίνων ζωών που έχει καταγραφεί σ’ αυτό τον αιώνα. Επιθέσεις σε καταυλισμούς και νοσοκομεία, οι εκδιωγμένοι Παλαιστίνιοι εκτεθειμένοι στο λιμό, με τις υποδομές και τα σπίτια τους κατεστραμμένα, πρωτόγνωρα πολυάριθμους θανάτους προσωπικού ανθρωπιστικών οργανώσεων και δημοσιογράφων κι όλ’ αυτά παρά τις εκκλήσεις τόσο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ όσο κι άλλων στελεχών του οργανισμού για άμεση κατάπαυση πυρός και τις καταγγελίες τους για γενοκοτονική επίθεση εκ μέρους του Ισραήλ.

Παρά τη συσπείρωση της συντριπτικής πλειονότητας της διεθνούς κοινότητας εναντίον του Ισραήλ, οι δυτικοί υποστηρικτές του έχουν μείνει απαρασάλευτα στο εγκληματικό πλευρό του, διώκοντας απηνώς κάθε ένδειξη υποστήριξης προς τους Παλαιστίνιους στο εσωτερικό τους.

Τ’ ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία είναι δεδομένο πέραν πάσης αμφιβολίας, κι αυτό όχι μόνο γιατί είναι απολύτως πρόδηλο αλλά επειδή ακόμα κι οι ειδικοί επί του διεθνούς δικαίου νομικοί διατείνονται ότι πρόκειται περί «υποδειγματικής περίπτωσης γενοκτονίας» (ενδεικτικά εδώ κι εδώ).

Αλλά η εκδίκαση διακρατικών υποθέσεων ποτέ δεν είναι απλά και μόνο δικαστικά ζητήματα. Ρόλο παίζουν η σχετική ισχύς κάθε χώρας, η δυνατότητά της να επιβάλλει τα συμφέροντά της έναντι άλλων, οι διεθνείς υποστηρικτές της κι οι επιδιώξεις τους, παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση ενός διεθνούς δικαίου με χαμηλή δεσμευτικότητα και την ύπαρξη ασθενών μηχανισμών εφαρμογής του. Πρόκειται, λοιπόν, για εξόχως πολιτικά ζητήματα, κι ας εκτυλίσσονται σε μια νομική αρένα, όπου αναμετρώνται οι διεθνείς επιδιώξεις πολλών παικτών.

Εν προκειμένω, διακυβεύεται η ικανότητα του Ισραήλ να εφαρμόζει την αποικιοκρατική σιωνιστική πολιτική του εδώ κι έναν αιώνα συστηματικού εκτοπισμού των Παλαιστινίων από τη γη της ιστορικής Παλαιστίνης (ένας δημογραφικός και βίαιος εκτοπισμός παρόμοιος μ’ αυτόν που οι ακροδεξιοί της Δύσης φαντασιώνονται ότι συντελείται στις χώρες τους με τη μετανάστευση των καταπιεσμένων του Παγκόσμιου Νότου – παραγνωρίζοντας πλήρως τη φύση του φαινομένου της σύγχρονης μετανάστευσης υπέρ της εξυπηρέτησης της ρατσιστικής ατζέντας τους – με την διαφορά ότι αυτός που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι είναι πραγματικός) και της οικειοποίησης μιας χώρας από αποκλειστικά μία θρησκευτική/εθνική κοινότητα προς αποκλεισμό των υπολοίπων. Απειλείται δηλαδή η δυνατότητά του να κάνει αυτό που οραματιζόταν ο σιωνισμός απ’ την απαρχή του, να δρα δηλαδή το Ισραήλ ως το προκεχωρημένο φυλάκιο των συμφερόντων και των «αξιών» της Δύσης στη «βάρβαρη γη των Αράβων».

H μεγάλη μερίδα της διεθνούς κοινότητας που υποστηρίζει τη Νότια Αφρική στην προσφυγή της, και πόσο μάλλον η ίδια η Νότια Αφρική, κράτος κληρονόμο του μεγάλου αντιαποικιακού αγώνα του ντόπιου μαύρου πληθυσμού εναντίον των απογόνων Ευρωπαίων αποικιοκρατών και του καθεστώτος απαρτχάιντ που είχαν εγκαθιδρύσει για να θωρακίσουν την εξουσία τους, έχουν κάθε λόγο να εξεγείρονται έναντι της συντελούμενης αδικίας εναντίον των Παλαιστινίων, στην οποία βλέπουν να αντικατοπτρίζεται η δική τους ιστορική εμπειρία.

Με τη φθορά των Δυτικών δυνάμεων να γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη, τα κράτη των λαών που για αιώνες καταπιέζονταν από την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική πολιτική της Δύσης βγαίνουν στο προσκήνιο διεκδικώντας μια καλύτερη θέση για τα ίδια. Όσο περισσότερο φθίνει η ακτινοβολία του ευρωατλαντικού κόσμου κι αποδομείται η μονοκρατορία του, τόσο περισσότερο εντείνονται τα αιτήματα για αποκατάσταση ιστορικών αδικιών.

Η απροθυμία όμως της συλλογικής Δύσης να αποδεχθεί την παρακμή της και να μοιραστεί πιο ισότιμα τον παγκόσμιο πλούτο, διακυβεύει ολόκληρη τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος. Βλέποντας την ανάδυση ανταγωνιστών, η Δύση παραβαίνει πολιτικές που υποχρεώνει άλλους να εφαρμόζουν (βλ. ένταση ελέγχων στο διεθνές εμπόριο από Δυτικές χώρες και διεξαγωγή εμπορικών πολέμων, όταν μέχρι πρότινος επέβαλλαν – όπως ορίζει το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο – το ανεμπόδιστο, ελεύθερο εμπόριο, μέχρι τη στιγμή που έπαψαν να είναι οι κύρια ωφελούμενες απ’ αυτό) και παραβιάζει διεθνείς νόμους που η ίδια θέσπισε, μέσα από την περίφημη φιλελεύθερη ανθρωπιστική παράδοσή της, για τη διατήρηση μιας (σχετικά έστω) ειρηνικής τάξης πραγμάτων, με την ίδια βεβαίως ως εγγυήτρια στην κορυφή της.

Η ιστορία δείχνει ότι ποτέ ένα ισχυρό μέρος δεν δέχθηκε την παραίτηση από προνόμια που απολάμβανε αμαχητί, πειθόμενη από λογική κι επιχειρήματα (εξ’ άλλου η εξουσία παράγει και προάγει τη δική της λογική). Πάντα αναγκαζόταν να εκχωρήσει εξουσία όταν η ισχύς της δεν ήταν αρκετή ώστε να τη συντηρήσει.

Έτσι, η ίδια η Δύση, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να τηρήσει τα αποκτημένα με βία στο διάβα των αιώνων προνόμιά της, καταστρέφει τις δομές που διασφάλιζαν τη μακροβιότητα και τη σταθερότητα της εξουσίας της. Στο όνομα της επίτευξης βραχυ-μεσοπρόθεσμων τακτικών νικών, στρώνει το δρόμο για την απαξίωσή της, αποκαλύπτοντάς τους θεσμούς που έστησε και που παρουσίαζε ως πομπούς της πεφωτισμένης της δεσποτείας ως τίποτα άλλο από στηρίγματα ενός συστήματος γυμνής βίας κι αδικαιολόγητης υπεξαίρεσης.

Ό,τι κι αν αποφασίσει το Διεθνές Δικαστήριο, δυστυχώς φοβόμαστε πώς το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα κι αναπότρεπτο. Μια καταδικαστική για το Ισραήλ απόφαση δεν θα κάμψει τη δολοφονική του μανία, ούτε θα κλονίσει την αταλάντευτη στήριξη των ΗΠΑ σ’ αυτό (έχουν κι οι δύο επενδύσει πολύ στην υπεράσπιση αυτής της πολιτικής κι απειλούνται πολύ ζωτικά τους συμφέροντα για να το κάνουν αυτό), αναγκάζοντας και τους δύο να προβούν σε μια κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας. Απ’ την άλλη, μια αθωωτική για το Ισραήλ απόφαση θα οδηγήσει στο να απωλέσει το Διεθνές Δικαστήριο το όποιο ψήγμα αξιοπιστίας του είχε απομείνει στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας. Οι αποφάσεις του δεν θα έχουν καμιά αξία και δε θα λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από κανέναν.

Για να μην παρεξηγηθούμε, φυσικά ευκταίο είναι η αναγνώριση από το Διεθνές Δικαστήριο της γενοκτονικής επίθεσης που υπομένει ο Παλαιστινιακός λαός, σήμερα και διαχρονικά. Αναντίρρητα, μια τέτοια αναγνώριση θα αποτελούσε σημαντικό εφόδιο για τον αγώνα της παλαιστινιακής αντίστασης. Απλώς θέλουμε να καταδείξουμε τη δυσμενή συνθήκη που έχουν διαμορφώσει οι πολιτικές του κεφαλαίου διεθνώς.

Σε κάθε περίπτωση, θα σημειωθεί μια σημαντική τομή στην αποδόμηση των υπερεθνικών θεσμών που είχαν ορίσει μια διεθνή μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφαλείας κι η Δύση θα απομονωθεί περαιτέρω έναντι των ανταγωνιστών της απ’ τον Παγκόσμιο Νότο. Μπροστά στο να δεχτεί την ισότιμη συμμετοχή όλων των χωρών του κόσμου, η Δύση είναι διατεθειμένη να τον βυθίσει στην αυξανόμενη ένταση, το χάος του πολέμου και ενδεχομένως τον πυρηνικό όλεθρο.

Αυτή τη στιγμή η Δύση, με προμετωπίδα ασφαλώς τις ΗΠΑ, αποτελεί τον πιο επικίνδυνο εμπρηστή. Είναι πιο αναγκαία από ποτέ η συγκρότηση του στρατοπέδου των λαών όλου του κόσμου, προεξαρχόντων αυτών που έχουν υποστεί τη χρόνια καταπίεση κι εκμετάλλευση των αρχουσών τάξεων της Δύσης, ώστε να γλυτώσει τον κόσμο από την πυρομανία των αδίστακτων αρπακτικών που τρομάζουν με την προοπτική της δύσης της δικής τους κυριαρχίας.

Πηγή: Στο Νησί

Το Ισραήλ εκβιάζει τις ΗΠΑ καθώς ετοιμάζεται «να αλλάξει θεμελιωδώς τα σύνορα με τον Λίβανο»—Προειδοποιήσεις της Washington Post

Όπως φαίνεται, το Ισραήλ, προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά του για το “Μεγάλο Ισραήλ”, είναι αποφασισμένο να ανοίξει δεύτερο μέτωπο προς Λίβανο στην προσπάθειά του να επεκταθεί έως τον ποταμό Λιτάνι. Η ιδέα είναι ότι καθώς θα κινδυνεύει με στρατιωτική συντριβή (ας θυμηθούμε τι συνέβη το 2006) οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να επέμβουν στο πλευρό του και με την πλάτη των Αμερικανών θα πετύχει να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Κατά τούτο το Ισραήλ συμπίπτει απολύτως με το άλλο κράτος μαριονέτα των ΗΠΑ, την ελεγχόμενη από το καθεστώς του Κιέβου Ουκρανία, η οποία κάνει ό,τι μπορεί για να σύρει το ΝΑΤΟ άμεσα στον πόλεμο.

Το Ισραήλ δεν θεωρεί ότι ‘ρισκάρει’ στην άσκηση αυτού του εκβιασμού προς τις ΗΠΑ (καθώς περί εκβιασμού πρόκειται) επειδή θεωρεί ως βέβαιο το αποτέλεσμα μετά την άσκησή του. Δηλαδή πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλο δρόμο από το να παρέμβουν αν φοβηθούν ότι η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε καταστροφή για τους σιωνιστές. Όμως, στην πραγματικότητα το στοίχημα αυτό είναι μετέωρο επειδή μπορεί να λειτουργήσουν πολλοί απρόβλεπτοι παράγοντες. Εδώ ισχύει η γνωστή παροιμία ότι όποιος παίζει με τη φωτιά μπορεί να καεί.

Οι αμερικανικές κρατικές υπηρεσίες βλέπουν αυτές τις κινήσεις και δεν αισθάνονται ευτυχείς, αλλά με την παράλυση της Αμερικανικής Διοίκησης από αντίρροπες δυνάμεις, την οποία παρακολουθούμε μέσα από τις ανοικτές διαμαρτυρίες των αμερικανών διπλωματών και τις προειδοποιήσεις των στρατιωτικών υπηρεσιών αφενός αλλά και την ανοιχτή συμπόρευση της κυβέρνησης του προέδρου Μπάιντεν με τους τυχοδιωκτισμούς και τις εθνοκαθάρσεις του Ισραήλ αφετέρου, οι συνθήκες ευνοούν, έστω φαινομενικά, τον νέο τυχοδιωκτισμό του κράτους-απαρτχάιντ. Ας θυμηθούμε ότι δεν είναι πολύς καιρός που ο ημι-ξεμωραμένος αμερικανός πρόεδρος δήλωνε ότι αυτός ανέκαθεν ήταν σιωνιστής ακολουθώντας το παράδειγμα αντίστοιχων προηγούμενων δηλώσεων του υπουργού εξωτερικών Μπλίνκεν. Συμπερασματικά, οι εξελίξεις είναι εντελώς ρευστές.

Χθες Κυριακή 7 Ιανουαρίου, είχαμε μια παρέμβαση από την Washington Post, τον ένα από τους δύο βασικούς εκφραστές του ‘βαθέως κράτους’ των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την εφημερίδα, μια μυστική αξιολόγηση από την Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών (Defense Intelligence Agency – DIA) της Ουάσιγκτον διαπίστωσε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις θα ήταν «δύσκολο να επιτύχουν» σε έναν διμέτωπο πόλεμο εναντίον της Χαμάς στη Γάζα και της Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Κατά την WaPo, ήδη ανώτατοι απεσταλμένοι του Μπάιντεν οργώνουν τη Μ. Ανατολή με στόχο να αποτραπεί η έναρξη πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ.

Σήμερα Δευτέρα 8 Ιανουαρίου ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Μπλίνκεν καταφθάνει στο Ισραήλ

Οι Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας (IDF) έχουν εμπλακεί σε ανταλλαγές πυρών με τους μαχητές της Χεζμπολάχ από την έναρξη του πολέμου με τη Χαμάς τον Οκτώβριο. Όμως η δολοφονία από το Ισραήλ ενός ανώτερου ηγέτη της Χαμάς στη Βηρυτό λίγες ημέρες νωρίτερα, οδήγησε σε αντίποινα της Χεζμπολάχ η οποία σφυροκόπησε με πυραύλους μια βάση των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών το Σάββατο 6 Ιανουαρίου. Αυτά τα γεγονότα θεωρούνται σοβαρή κλιμάκωση στη σύγκρουση Χεζμπολάχ-Ισραήλ.

Συγκεκριμένα, συναγερμοί για εισερχόμενους πυραύλους ακούστηκαν το Σάββατο σε όλο το βόρειο Ισραήλ, καθώς δεκάδες πύραυλοι έπληξαν τη βάση στην κορυφή του όρους Μερόν, την υψηλότερη κορυφή στο ισραηλινό έδαφος εκτός των υψωμάτων του Γκολάν. Η βάση έχει εξαιρετική στρατιωτική σημασία καθώς φιλοξενεί σταθμό ραντάρ και συσκευές επιτήρησης που χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση ισραηλινών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από τον Λίβανο και τμήματα της Συρίας και για την υποκλοπή επικοινωνιών και από τις δύο χώρες.

«Στο πλαίσιο της αρχικής απάντησης στο έγκλημα της δολοφονίας του σπουδαίου ηγέτη Σέιχ Σάλεχ αλ-Αρούρι… η Ισλαμική Αντίσταση στόχευσε τη βάση εναέριου ελέγχου του Μερόν με 62 πυραύλους διαφόρων τύπων», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Χεζμπολάχ, η οποία περιέγραψε τη βάση Μερόν ως «το μοναδικό κέντρο διοίκησης, παρακολούθησης και αεροπορικού ελέγχου στο βόρειο τμήμα της σφετεριστικής οντότητας [Ισραήλ]», χωρίς το οποίο το Ισραήλ δεν έχει «καμία βιώσιμη εναλλακτική λύση» [στην καθοδήγηση των επιθέσεων κατά Λιβάνου και Συρίας].

 

*          *          *

Ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει υποσχεθεί να κάνει μια «θεμελιώδη αλλαγή» στην κατάσταση ασφαλείας κατά μήκος των λιβανικών συνόρων, Αμερικανοί αξιωματούχοι τον έχουν προειδοποιήσει κατ’ ιδίαν να μην ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο, ανέφερε η Washington Post.

«Αν το έκανε, μια νέα απόρρητη αξιολόγηση από την Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών (DIA) διαπίστωσε ότι θα είναι δύσκολο για τις Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας (IDF) να έχουν επιτυχία, επειδή τα στρατιωτικά μέσα και οι πόροι τους θα ήταν πολύ αραιά κατανεμημένα, δεδομένης της σύγκρουσης στη Γάζα», αναφέρει η WaPo επικαλούμενη δύο ανώνυμους αξιωματούχους και μια απόρρητη έκθεση της DIA.

Πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν στην Washington Post ότι φοβούνται ότι ο Νετανιάχου μπορεί να επιτεθεί στη Χεζμπολάχ προκειμένου να σώσει την πολιτική του καριέρα. Ο Ισραηλινός ηγέτης αντιμετώπιζε εκτεταμένες διαμαρτυρίες πριν από την έναρξη του πολέμου και επικρίθηκε στη συνέχεια επειδή δεν πρόλαβε την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, η οποία άφησε πίσω της περίπου 1.200 νεκρούς Ισραηλινούς.

«Μια σύγκρουση πλήρους κλίμακας μεταξύ του Ισραήλ και του Λιβάνου θα ξεπερνούσε την αιματοχυσία του πολέμου Ισραήλ-Λιβάνου το 2006, λόγω του σημαντικά μεγαλύτερου οπλοστασίου της Χεζμπολάχ σε όπλα μεγάλου βεληνεκούς και ακριβείας», ανέφερε η εφημερίδα, επικαλούμενη αξιωματούχους που προειδοποίησαν επίσης ότι η μαχητική οργάνωση θα μπορούσε να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις σε ισραηλινά πετροχημικά εργοστάσια και πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Σε μήνυμα που αναρτήθηκε στον λογαριασμό Χ (πρώην Twitter) του Νετανιάχου μετά τη συνάντησή του με τον ειδικό προεδρικό απεσταλμένο των ΗΠΑ Amos Hochstein στο Τελ Αβίβ την Πέμπτη, επαναλαμβάνεται ότι το Ισραήλ «έχει δεσμευτεί να επιφέρει μια θεμελιώδη αλλαγή στα σύνορά του με τον Λίβανο».

Ο Νετανιάχου φόρεσε το κράνος του και ετοιμάζεται να εκστρατεύσει για το «Μεγάλο Ισραήλ».

Ήδη ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Νασράλα, προειδοποίησε: «Εάν ο εχθρός σκέφτεται να διεξάγει πόλεμο εναντίον του Λιβάνου, τότε οι μάχες μας θα είναι χωρίς οροφή, χωρίς όρια, χωρίς κανόνες. Και ξέρουν τι εννοώ», δήλωσε ο Νασράλα. «Δεν φοβόμαστε τον πόλεμο. Δεν τον φοβόμαστε. Δεν είμαστε διστακτικοί».

Σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την Κυριακή, ο Νετανιάχου δήλωσε ότι «εθνικός στόχος» του κράτους του είναι η προστασία των πολιτών του. «Προτείνω στη Χεζμπολάχ να μάθει αυτό που έχει ήδη μάθει η Χαμάς τους τελευταίους μήνες: κανένας τρομοκράτης δεν έχει ανοσία», πρόσθεσε.

«Είμαστε αποφασισμένοι να προστατεύσουμε τους πολίτες μας και να επιστρέψουμε τους κατοίκους του βορρά με ασφάλεια στα σπίτια τους. Αυτός είναι ένας εθνικός στόχος που μοιραζόμαστε όλοι και ενεργούμε υπεύθυνα για να τον πετύχουμε. Αν μπορούμε, θα το κάνουμε με διπλωματικά μέσα, και αν όχι, θα δράσουμε με άλλους τρόπους».

Στην ομιλία του την Κυριακή, ο Νετανιάχου υποσχέθηκε να συνεχίσει να μάχεται, καθώς «ο πόλεμος δεν πρέπει να σταματήσει μέχρι να ολοκληρώσουμε όλους τους στόχους του – την εξάλειψη της Χαμάς, την επιστροφή όλων των ομήρων μας και την υπόσχεση ότι η Γάζα δεν θα αποτελεί πλέον απειλή για το Ισραήλ».

Τόνισε ότι το μήνυμά του απευθύνεται «τόσο στους εχθρούς όσο και στους φίλους μας», απορρίπτοντας έτσι έμμεσα τις αντιρρήσεις του στενότερου συμμάχου του Ισραήλ—των ΗΠΑ—για τη συνεχιζόμενη κλιμάκωση. Με την ευκαιρία να προσθέσουμε ότι ανησυχίες έχει εκφράσει και ο ‘σπινθηροβόλος’ Μπορέλ της ΕΕ—αλλά ποιος τον λογαριάζει αυτόν;—λέγοντας ότι «κανείς δεν θα κερδίσει» αν το Ισραήλ και ο Λίβανος παρασυρθούν σε ανοιχτή σύγκρουση.

Με τον Νετανιάχου να ετοιμάζεται να δώσει ‘τα ρέστα του’ οι ΗΠΑ, που κατά τον Μπάιντεν αποτελούν το «ουσιώδες» κράτος της υφηλίου και κατά την υπουργό οικονομικών Γέλεν μπορούν άνετα να πολεμήσουν ευθέως σε δύο και τρία μέτωπα (λέγε με Ρωσία, Κίνα και Ιράν), βλέπουν τον όλεθρο να πλησιάζει όπως το ζώο που τυφλωμένο από τα φώτα σε μια λεωφόρο, ακινητοποιημένο, περιμένει το αναπόφευκτο.

Η εθνοκάθαρση ή αλλιώς η ‘μεταφορά’ των Παλαιστινίων

Το παρακάτω άρθρο του Mouin Rabbani πρωτοεμφανίστηκε ως νήμα στο X (πρώην Twitter)[1]. Το άρθρο ασχολείται με τη μακρά ιστορία των σιωνιστικών προτάσεων για την εθνοκάθαρση της Λωρίδας της Γάζας. Η εθνοκάθαρση ή η “μεταφορά” αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρώιμης ιστορίας του σιωνισμού και έχει παραμείνει βασικό χαρακτηριστικό της ισραηλινής πολιτικής ζωής. Πιο πρόσφατα, η “μεταφορά” έχει έρθει στο προσκήνιο μεταμφιεσμένη ως ενθάρρυνση της “εθελοντικής μετανάστευσης”.

Του Mouin Rabbani, 28 Δεκεμβρίου 2023

Ανώτεροι Ισραηλινοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, υποστηρίζουν και πάλι δημοσίως την εθνοκάθαρση της Λωρίδας της Γάζας. Οι προτάσεις τους παρουσιάζονται ως προγράμματα εθελοντικής μετανάστευσης, στα οποία το Ισραήλ παίζει απλώς το ρόλο του καλού Σαμαρείτη, μεσολαβώντας ανιδιοτελώς σε ξένες κυβερνήσεις για την εξεύρεση νέων σπιτιών για τους άπορους και απελπισμένους Παλαιστίνιους. Όμως, και πάλι πρόκειται για εθνοκάθαρση.

Τα καμπανάκια του συναγερμού θα έπρεπε να είχαν αρχίσει να χτυπούν στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken και άλλοι δυτικοί πολιτικοί άρχισαν να επιμένουν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει “καμία βίαιη εκτόπιση Παλαιστινίων από τη Γάζα”. Αντί να απορρίψουν οποιαδήποτε μαζική απομάκρυνση Παλαιστινίων, ο Μπλίνκεν και οι συνάδελφοί του αντιτάχθηκαν μόνο στις οπτικά προκλητικές εκτοπίσεις υπό την απειλή όπλων. Η επιλογή της “εθελοντικής” εκτόπισης, μέσω του να μην αφήνουν στους κατοίκους της Γάζας καμία άλλη επιλογή εκτός από την αναχώρηση, έμεινε επιδεικτικά ανοιχτή.

Η εθνοκάθαρση ή η “μεταφορά”, όπως είναι γνωστή στην ισραηλινή ορολογία, έχει μακρά ιστορία, η οποία ανάγεται στις απαρχές του σιωνιστικού κινήματος στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Ενώ οι πρώτοι Σιωνιστές υιοθέτησαν το σύνθημα “Μια Γη Χωρίς Λαό για Έναν Λαό Χωρίς Γη”, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι, από την αρχή, οι ηγέτες τους ήξεραν καλύτερα. Πιο συγκεκριμένα, αντιλαμβάνονταν σαφώς ότι οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν το κύριο εμπόδιο στην ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι, γι’ αυτούς, ένα “εβραϊκό κράτος” σημαίνει ένα κράτος στο οποίο ο εβραϊκός πληθυσμός του αποκτά και διατηρεί αδιαμφισβήτητη δημογραφική, εδαφική και πολιτική υπεροχή.

Ας δούμε λοιπόν τα περί “μεταφοράς”.  Ήδη από το 1895, ο Theodor Herzl, ο ιδρυτής του σύγχρονου σιωνιστικού κινήματος, προσδιόριζε την αναγκαιότητα της απομάκρυνσης των κατοίκων της Παλαιστίνης με τους εξής όρους: «Θα προσπαθήσουμε να διαπνεύσουμε την ιδέα [της μεταφοράς] πέρα από τα σύνορα στον άπορο πληθυσμό, φροντίζοντας να του εξασφαλίσουμε εργασία στις χώρες διαμετακόμισης, ενώ θα του αρνηθούμε οποιαδήποτε εργασία στη δική μας χώρα … η απαλλοτρίωση και η απομάκρυνση των φτωχών πρέπει να γίνει με διακριτικότητα και προσοχή». Ο David Ben-Gurion (το γένος Grün), πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη και αργότερα πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, ήταν πιο ωμός. Σε μια επιστολή του 1937 προς τον γιο του, έγραφε: «Πρέπει να εκδιώξουμε τους Άραβες και να πάρουμε τη θέση τους».

Γράφοντας στο ημερολόγιό του το 1940, ο Yosef Weitz, ανώτερος αξιωματούχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου, ο οποίος προήδρευε της σημαίνουσας ‘Επιτροπής Μεταφοράς’ πριν και κατά τη διάρκεια της Νάκμπα (“Καταστροφής”) και έγινε γνωστός ως ‘ο Αρχιτέκτονας της Μεταφοράς’, το έθεσε ως εξής: «Η μόνη λύση είναι μια Γη του Ισραήλ χωρίς Άραβες. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμό. Πρέπει να μετακινηθούν όλοι. Ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή δεν μπορεί να παραμείνει.  Μόνο μέσω αυτής της μεταφοράς των Αράβων που ζουν στη Γη του Ισραήλ θα έρθει η λύτρωση». Τα ημερολόγιά του είναι γεμάτα με παρόμοια συναισθήματα.

O Yosef Weitz (κέντρο δεξιά) ήταν ο ‘αρχιτέκτονας της ‘μεταφοράς’.
Εδώ, μαζί με τον
Yitzhak Rabin και τον Haim Laskov,
μελετάνε την εκδίωξη των Παλαιστίνιων κατοίκων
στο δάσος
Yakir στην περιοχή Naquab.

Το νόημα των παραπάνω δεν είναι να καταδείξουμε ότι μεμονωμένοι σιωνιστές ηγέτες είχαν τέτοιες απόψεις, αλλά ότι η ανώτερη ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος θεωρούσε σταθερά την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης ως στόχο και προτεραιότητα. Πρωτοβουλίες όπως η Επιτροπή Μεταφοράς, και το Σχέδιο Dalet, το οποίο διατυπώθηκε αρχικά το 1944 και περιγράφηκε από τον εξέχοντα Παλαιστίνιο ιστορικό Walid Khalidi ως το “Master Plan για την Κατάκτηση της Παλαιστίνης”, καταδεικνύουν επιπλέον ότι το σιωνιστικό κίνημα σχεδίαζε δραστήρια γι’ αυτήν. Η Νάκμπα του 1948, κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα των Παλαιστινίων που κατοικούσαν σε εδάφη που περιήλθαν υπό ισραηλινή κυριαρχία εκκαθαρίστηκαν εθνοτικά, θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως η εκπλήρωση μιας μακρόχρονης φιλοδοξίας και η εφαρμογή μιας καίριας πολιτικής. Ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμού, όχι πολέμου (ιστορική χριστουγεννιάτικη υποσημείωση: η παλαιστινιακή πόλη της Ναζαρέτ γλίτωσε από μια παρόμοια μοίρα μόνο επειδή ο διοικητής των ισραηλινών δυνάμεων που κατέλαβαν την πόλη, ένας Καναδός Εβραίος ονόματι Μπεν Ντάνκελμαν, δεν υπάκουσε στις διαταγές για την εκδίωξη του πληθυσμού και απαλλάχθηκε από τη διοίκηση την επόμενη ημέρα).

Το γεγονός ότι η Νάκμπα ήταν προϊόν σχεδιασμού τεκμηριώνεται περαιτέρω από τους όρους με τους οποίους αναφερόταν η ‘Επιτροπή Μεταφοράς’. Αυτοί περιελάμβαναν όχι μόνο προτάσεις για την εκδίωξη των Παλαιστινίων, αλλά, εξίσου σημαντικό, ενεργά μέτρα για την αποτροπή της επιστροφής τους, την καταστροφή των σπιτιών και των χωριών τους, την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους και τον εποικισμό των περιοχών αυτών από Εβραίους μετανάστες. Ο Weitz, μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής, τον Eliahu Sassoon και τον Ezra Danin, στις 5 Ιουνίου 1948, παρουσίασε στον πρωθυπουργό Ben-Gurion ένα τρισέλιδο πρόγραμμα, με τίτλο “Σχέδιο για την Επίλυση του Αραβικού Προβλήματος στο Κράτος του Ισραήλ”, για την επίτευξη αυτών των στόχων. Σύμφωνα με τον κορυφαίο ισραηλινό ιστορικό Benny Morris, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ben-Gurion συμφώνησε με το σχέδιο του Weitz», το οποίο περιελάμβανε «ένα τεράστιο σχέδιο καταστροφής», που η εφαρμογή του κατέληξε στην ισοπέδωση περισσότερων από 450 παλαιστινιακών χωριών.

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες φορτώνουν τα υπάρχοντά τους σε ένα φορτηγό
καθώς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το χωριό Al-Falouja κατά την Νάκμπα.
© 1949 UN Archives

Η κατανοητή επικέντρωση στις εκτοπίσεις του 1948 συχνά παραβλέπει το γεγονός ότι οι εθνοκαθάρσεις παραμένουν ατελείς αν τα θύματά τους δεν αποκλειστούν από την επιστροφή στα σπίτια τους με ένα συνδυασμό ένοπλης βίας και νομοθεσίας, και στη συνέχεια δεν αντικατασταθούν από άλλους. Είναι η αποφασιστικότητα του Ισραήλ να καταστήσει μόνιμη την παλαιστινιακή εκδίωξη που διακρίνει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες από πολλούς άλλους πρόσφυγες πολέμου.

Άλλη μία εικόνα από την εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους το 1948.
Σήμερα, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και σε άλλες χώρες,
ζουν 14,3 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι.

Μετά το 1948, το Ισραήλ κατασκεύασε μια ολόκληρη σειρά από επινοήσεις για να μεταθέσει στους ίδιους τους πρόσφυγες και στα αραβικά κράτη την ευθύνη για τη μετατροπή των Παλαιστινίων σε αποστερημένους και απάτριδες πρόσφυγες. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ισχυρισμοί ότι οι πρόσφυγες έφυγαν οικειοθελώς (ενώ είτε εκδιώχθηκαν είτε τράπηκαν σε φυγή με δικαιολογημένο τρόμο)- ότι αραβικές ραδιοφωνικές εκπομπές διέταξαν τους Παλαιστίνιους να φύγουν (στην πραγματικότητα, τους ενθάρρυναν να παραμείνουν στη θέση τους)- ότι το Ισραήλ πραγματοποίησε ανταλλαγή πληθυσμών με τα αραβικά κράτη (δεν υπήρξε τίποτα τέτοιο)- και το παράξενο επιχείρημα ότι επειδή είναι Άραβες, οι Παλαιστίνιοι είχαν πολλά άλλα κράτη, ενώ οι Εβραίοι έχουν μόνο το Ισραήλ (με την ίδια λογική, οι Σιχ θα είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν την British Columbia και να απελάσουν τον πληθυσμό της είτε στον υπόλοιπο Καναδά είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες). Το πιο σημαντικό είναι ότι, ακόμη και αν είχαν τεκμηριωθεί πλήρως, κανένα από αυτά τα προσχήματα δεν δίνει το δικαίωμα στο Ισραήλ να απαγορεύσει το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Πρόκειται, επιπλέον, για ένα δικαίωμα που καθαγιάστηκε με την απόφαση 194 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 11ης Δεκεμβρίου 1948, η οποία έχει επαναβεβαιωθεί επανειλημμένα έκτοτε.

Εθνοκάθαρση μετά το 1967

Το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε το υπόλοιπο 22% της Εντολοδόχου Παλαιστίνης[2] – τη Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) και τη Λωρίδα της Γάζας. Η ερήμωση σε αυτά τα εδάφη λειτούργησε διαφορετικά από ό,τι το 1948. Το πιο σημαντικό είναι ότι το Ισραήλ, εκτός από την απαγόρευση της επιστροφής των Παλαιστινίων που διέφυγαν από τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ιουνίου του 1967 και την ενθάρρυνση άλλων να φύγουν (παρέχοντας, για παράδειγμα, καθημερινή συγκοινωνία με λεωφορείο από την πόλη της Γάζας προς τη γέφυρα Allenby που συνδέει τη Δυτική Όχθη με την Ιορδανία), πραγματοποίησε απογραφή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1967. Κάθε κάτοικος που δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της απογραφής δεν είχε δικαίωμα να λάβει ισραηλινό έγγραφο ταυτότητας και έχασε αυτόματα το δικαίωμα διαμονής του.

O πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ τον Ιούνιο του 1967 οδήγησε σε νέα ‘μεταφορά’ Παλαιστινιακών πληθυσμών.
Η νέα εθνοκάθαρση αποκλήθηκε
Naksa (πισωγύρισμα).
Στη φωτογραφία εκδιωγμένοι Παλαιστίνιοι προσπαθούν να περάσουν
στην Ιορδανία μέσω της κατεστραμμένης γέφυρας  Allenby
.

Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός αυτών των εδαφών μειώθηκε κατά περισσότερο από είκοσι τοις εκατό μέσα σε μια νύχτα. Πολλοί από αυτούς που εκτοπίστηκαν με αυτόν τον τρόπο είχαν ήδη εκτοπιστεί ως πρόσφυγες από το 1948. Ο προσφυγικός καταυλισμός Aqbat Jabr κοντά στην Ιεριχώ, για παράδειγμα—μέχρι το 1967 ο μεγαλύτερος της Δυτικής Όχθης—έγινε μια πόλη-φάντασμα αφού σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του έγιναν και πάλι πρόσφυγες στην Ιορδανία. Τόσοι πολλοί Παλαιστίνιοι από τη Λωρίδα της Γάζας κατέληξαν στην Ιορδανία, ώστε δημιουργήθηκε ένας νέος προσφυγικός καταυλισμός, ο καταυλισμός Γάζα, στα περίχωρα της Ιεράς Επισκοπής. Τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν θα ανέκαμπταν στα επίπεδα πληθυσμού του 1967 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Εντός της Δυτικής Όχθης, υπήρξαν επίσης περιπτώσεις μαζικών εκτοπίσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται η πόλη Qalqilya, η οποία επιπλέον προοριζόταν για κατεδάφιση, αλλά στους κατοίκους της επετράπη αργότερα να επιστρέψουν. Οι κάτοικοι των οικισμών Imwas (η βιβλική Εμμαούς), Bayt Nuba και Yalu στην περιοχή Latrun της Ιερουσαλήμ ήταν λιγότερο τυχεροί. Εκδιώχθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες (πολλοί από αυτούς ζουν σήμερα στον καταυλισμό προσφύγων Qaddura της Ραμάλα), τα χωριά τους κατεδαφίστηκαν και προσαρτήθηκαν στο Ισραήλ και αντικαταστάθηκαν από το Canada Park, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή το έργο ολοκληρώθηκε με δωρεές από την καναδική εβραϊκή κοινότητα. Στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, η ιστορική συνοικία Mughrabi, που συνορεύει με το Haram al-Sharif, ισοπεδώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες για να δημιουργηθεί μια πλατεία δίπλα στο Τείχος των Δακρύων. Με πολλούς κατοίκους να έχουν μόνο λίγα λεπτά για να εκκενώσουν τα σπίτια τους, αρκετοί σκοτώθηκαν όταν οι μπουλντόζες έπιασαν δουλειά. Σύμφωνα με τον Eitan Ben-Moshe, μηχανικό που επέβλεψε τη θηριωδία, «πετάξαμε τα συντρίμμια των σπιτιών μαζί με τα πτώματα των Αράβων».

Εκκένωση μέσω της διοικητικής εξουσίας

Τα επόμενα χρόνια, το Ισραήλ χρησιμοποίησε κάθε είδους διοικητικές αλχημείες για να μειώσει περαιτέρω τον παλαιστινιακό πληθυσμό της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Μέχρι τις συμφωνίες του Όσλο του 1993, για παράδειγμα, για να φύγει κανείς από τα κατεχόμενα εδάφη χρειαζόταν άδεια εξόδου από τη στρατιωτική διοίκηση του Ισραήλ. Αυτή ίσχυε μόνο για τρία χρόνια και στη συνέχεια ανανεωνόταν ετησίως για το πολύ τρία επιπλέον χρόνια (έναντι αμοιβής) σε ισραηλινό προξενείο. Εάν ένας Παλαιστίνιος έχανε την άδεια εξόδου ή δεν ανανέωνε την άδεια εξόδου πριν από τη λήξη της για οποιονδήποτε λόγο (συμπεριλαμβανομένης της γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας), ή δεν μπορούσε να πληρώσει το τέλος ανανέωσης, ή δεν επέστρεφε στην Παλαιστίνη πριν από τη λήξη της, ο εν λόγω Παλαιστίνιος έχανε αυτόματα το δικαίωμα διαμονής [στην Παλαιστίνη]. Ξεχωριστά, το Ισραήλ, με την πάροδο των ετών, απέλασε πολυάριθμους ακτιβιστές και ηγέτες κοινοτήτων, κυρίως στην Ιορδανία και το Λίβανο. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970, εξόρισε επίσης Παλαιστίνιους της Γάζας που κατηγορούνταν ότι αντιστέκονταν στην κατοχή, μαζί με τις οικογένειές τους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην κατεχόμενη χερσόνησο του Σινά. Μεταξύ εκείνων που πέρασαν εκεί ήταν και ο εμβληματικός Παλαιστίνιος ηγέτης Χαϊντάρ Αμπντέλ-Σαφί.

H διαδοχική εκδίωξη των Παλαιστινιακών πληθυσμών από την Παλαιστίνη.
Σήμερα ΗΠΑ και Ισραήλ πιστεύουν ότι θα πετύχουν την ολοκληρωτική εκδίωξη
των Παλαιστινίων από τη γη τους κάτω από διαδικασίες
κανονικής σφαγής υπό το βλέμμα της πολιτισμένης ‘Δύσης’.

Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη περίπτωση διοικητικών απελάσεων συνέβη το 1992, αφού οι ισραηλινές ειδικές δυνάμεις απέτυχαν σε μια επιχείρηση διάσωσης ενός ισραηλινού στρατιώτη που είχε συλληφθεί από τη Χαμάς με σκοπό να τον ανταλλάξουν με τον φυλακισμένο ηγέτη της, Σαΐχ Αχμάντ Γιασίν. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν διέταξε τη συνοπτική απέλαση περίπου 400 Παλαιστινίων, πολλοί από τους οποίους ήταν φυλακισμένοι, που συνδέονταν με τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ). Σημειωτέον ότι κανένας από αυτούς δεν κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο περιστατικό που οδήγησε στην έξαλλη οργή του Ράμπιν.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες απελάσεις, οι οποίες θεωρούνταν μόνιμες, αυτές ήταν για ένα και δύο χρόνια. Στη βιασύνη του να πραγματοποιήσει τις απελάσεις υπό την κάλυψη της νύχτας, το Ισραήλ απέλασε αρκετούς Παλαιστίνιους που δεν ήταν στον κατάλογό του και άφησε πίσω άλλους που ήταν. Περιττό να πούμε ότι η μαζική απέλαση εγκρίθηκε, όπως πάντα σε τέτοια θέματα, από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ μετά από μικρές τροποποιήσεις. Αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν επρόκειτο για συλλογική απέλαση αλλά για συλλογή ατομικών απελάσεων. Ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι οι απελαθέντες είχαν εγκλωβιστεί σε μια αφιλόξενη no-man’s land, το Marj al-Zuhur, επειδή ο Λίβανος αρνήθηκε να διευκολύνει τις απελάσεις υποδεχόμενός τους. Κατά τη διάρκεια της ακούσιας παραμονής τους στο Marj al-Zuhur, αυτοί είχαν την συνδρομή κυρίως της Χεζμπολάχ, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παγιώθηκαν οι σχέσεις μεταξύ της Χαμάς, της PIJ και της Χεζμπολάχ.

Οι στρατηγικές του Ισραήλ για την “αραίωση” του πληθυσμού της Γάζας

Με την εστίαση τα τελευταία χρόνια στις εντατικοποιημένες εκστρατείες εθνοκάθαρσης στη Δυτική Όχθη, συχνά ξεχνιέται ότι, επί δεκαετίες, ο πρωταρχικός στόχος για αποψίλωση του πληθυσμού ήταν η Λωρίδα της Γάζας, ιδίως ο προσφυγικός πληθυσμός της, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου τα τρία τέταρτα των κατοίκων της περιοχής. Ακόμα και πριν καταλάβει τη Γάζα το 1967, το Ισραήλ προωθούσε τακτικά πρωτοβουλίες για να επιτύχει την “αραίωση” του προσφυγικού πληθυσμού της, με προορισμούς τόσο μακρινούς όσο η Λιβύη και το Ιράκ. Όχι άδικα, οι ηγέτες του Ισραήλ αισθάνονταν ανήσυχοι από την παρουσία τόσων πολλών εθνικά εκκαθαρισμένων Παλαιστινίων σε κοντινή απόσταση από τα πρώην σπίτια τους. Μετά το 1967, ενθάρρυνε τη μετανάστευση των Παλαιστινίων από τη Λωρίδα της Γάζας όχι μόνο σε ξένες χώρες αλλά και στη Δυτική Όχθη.

Το 1969, το Ισραήλ επινόησε ακόμη και ένα σχέδιο για να στείλει 60.000 Παλαιστίνιους από τη Λωρίδα της Γάζας στην Παραγουάη με προσφορές επικερδούς εργασίας. Το σχέδιο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του στρατιωτικού δικτάτορα της Παραγουάης Alfredo Stroessner και της Mossad, της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού. Ήταν, φυσικά, καθαρά συμπτωματικό το γεγονός ότι, λίγο αργότερα, η Μοσάντ ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον τους πόρους για να κυνηγήσει φυγάδες Ναζί στην Παραγουάη, η οποία ήταν ένας από τους προορισμούς επιλογής τους. Το σχέδιο [μεταφοράς Παλαιστινίων στην Παραγουάη] τερματίστηκε όταν αρκετά από τα θύματά του, όταν συνειδητοποίησαν ότι η υπόσχεση για μια νέα άνετη ζωή αποτελούσε ολοκληρωτική απάτη, άνοιξαν πυρ στην ισραηλινή πρεσβεία στην Ασουνσιόν, σκοτώνοντας ένα από τα μέλη του προσωπικού της.

Η “Μεταφορά” και η Γάζα σήμερα

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η “μεταφορά”, που συχνά παρουσιάζεται ως ενθάρρυνση της εθελοντικής μετανάστευσης είτε με την παροχή υλικών κινήτρων είτε με το να καθιστά αδύνατες τις συνθήκες ζωής, έχει γίνει όλο και περισσότερο κυρίαρχη στην ισραηλινή πολιτική ζωή. Το 2019, για παράδειγμα, ένας “ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος”, που αναφέρθηκε στην ισραηλινή εφημερίδα Ha’aretz, εξέφρασε την προθυμία να βοηθήσει τους Παλαιστίνιους να μεταναστεύσουν από τη Λωρίδα της Γάζας.

Το κλειδί συμβολίζει την επιστροφή των Παλαιστινίων στη γη τους.
Το
graffiti γράφει «Επιστροφή». Λωρίδα της Γάζας, 12 Μαΐου 2013,
κατά τη διάρκεια της ‘Κατασκήνωσης για την Επιστροφή’ που οργανώθηκε
για να υπογραμμίσει τους δεσμούς των προσφύγων με τη χαμένη γη τους.

Η μαζική απέλαση κερδίζει επίσης το μερίδιό της σε οπαδούς, και είναι μια θέση που εκπροσωπείται σήμερα στην κυβέρνηση συνασπισμού του Ισραήλ. Όπως και η ιδέα ότι η ‘μεταφορά’ θα πρέπει να περιλαμβάνει και τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ – ο Avigdor Lieberman, για παράδειγμα, ο οποίος ήταν υπουργός Άμυνας του Ισραήλ πριν από αρκετά χρόνια, είναι υπέρμαχος όχι μόνο της εκκένωσης της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας από τους Παλαιστίνιους, αλλά και της απαλλαγής από τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ[3]. Όπως θα περίμενε κανείς από έναν υπουργό που ήταν επικεφαλής του ισραηλινού στρατού, είναι επίσης υπέρμαχος του “αποκεφαλισμού” των άπιστων Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ με “τσεκούρι”.

Το Ισραήλ για να διευκολύνει τον εποικισμό των Παλαιστινιακών εδαφών
τακτικά κατεδαφίζει με επινοημένες προφάσεις κατοικίες Παλαιστινίων.
Η φωτογραφία είναι από αφιέρωμα της ‘Διεθνούς Αμνηστίας’ με τίτλο
«Η Ισραηλινή Κατοχή: 50 χρόνια Απαλλοτρίωσης»,

© Oren Ziv/Getty Image

Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ είδε τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου όχι μόνο ως απειλή αλλά και ως ευκαιρία. Ενισχυμένοι με την άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οι ισραηλινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες άρχισαν αμέσως να υποστηρίζουν τη μεταφορά του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας στην έρημο του Σινά. Η πρόταση αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα από τον υπουργό Εξωτερικών Antony Blinken. Απελπιστικά έξω από τα νερά του όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, όπως πάντοτε, φαίνεται ότι πίστευε ειλικρινά ότι θα μπορούσε να στρατολογήσει ή να πιέσει τα αραβικά πελατειακά καθεστώτα της Ουάσιγκτον για να κάνουν την επιθυμία του Ισραήλ πραγματικότητα. Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων του ισχυρού άνδρα της Αιγύπτου Αμπντελφατάχ αλ Σίσι, των συνεπειών του σκανδάλου Μενέντεζ[4] και των επικείμενων αιγυπτιακών προεδρικών εκλογών, του υποδείχθηκε [ΣΗΜ. στον Μπλίνκεν] από τους ‘διαδρόμους’ της Ουάσιγκτον ότι θα χρειαζόταν μόνο ένα δάνειο του ΔΝΤ, μια ελάφρυνση του χρέους και μια υπόσχεση να περάσει η υπόθεση Μενέντεζ στο αρχείο προκειμένου να συμμετάσχει το Κάιρο στο κόλπο. Όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, ο Μπλίνκεν, οπλισμένος μόνο με την τελευταία λίστα επιθυμιών του Ισραήλ, δεν είχε ιδέα ότι η άσεμνη πρότασή του θα απορρίπτονταν κατηγορηματικά, πρώτα και κύρια από την Αίγυπτο.

Η “Μεταφορά” ως “εθελοντική μετανάστευση

Η εναλλακτική θέση [της Ουάσινγκτον] είναι η εναντίωση στη “βίαιη μετακίνηση” με την απειλή των όπλων, ενώ οτιδήποτε άλλο είναι θεμιτό παιχνίδι. Αυτό περιλαμβάνει τη μετατροπή της Λωρίδας της Γάζας σε ερείπια σε μια εκστρατεία βομβαρδισμών που μπορεί να είναι η πιο εντατική στην ιστορία, μια γενοκτονική επίθεση εναντίον μιας ολόκληρης κοινωνίας που σκοτώνει αμάχους με πρωτοφανή ρυθμό, την εσκεμμένη καταστροφή μιας ολόκληρης αστικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένης της στοχευμένης εξάλειψης των τομέων υγείας και εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών σε κρίση πείνας που έχει καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως και την πραγματική προοπτική προμελετημένου λιμού—διακοπή της παροχής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος που οδηγεί σε οξεία δίψα, ευρεία κατανάλωση μη πόσιμου νερού και διακοπή της επεξεργασίας λυμάτων—και την προώθηση μιας απότομης αύξησης των μολυσματικών ασθενειών. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης έχει ήδη πεθάνει από μυκητιασική λοίμωξη που προήλθε από την κατάρρευση των συνθηκών υγιεινής στην οποία συνέβαλε στη Λωρίδα της Γάζας. Πόσοι Παλαιστίνιοι έχουν καταβροχθιστεί από παρόμοιες ασθένειες, δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά.

Με άλλα λόγια, αν οι απελπισμένοι Παλαιστίνιοι προσπαθούν να φύγουν από αυτόν τον έβδομο κύκλο της κόλασης για να σώσουν το τομάρι τους, αυτό θεωρείται εθελοντική μετανάστευση—δική τους επιλογή. Αν δεν μπορούν να παραμείνουν στη Λωρίδα της Γάζας επειδή το Ισραήλ την έχει καταστήσει ακατάλληλη για ανθρώπινη κατοίκηση με τα όπλα των ΗΠΑ, αυτή είναι μια εθελοντική επιλογή που θα γίνει σεβαστή. Και οι ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι εδώ μόνο για να βοηθήσουν, όπως η Μητέρα Τερέζα, αποφασισμένοι να συνδράμουν κάθε έναν από τους κατοίκους της Γάζας, είτε αυτό τους αρέσει είτε όχι.

Ο Danny Danon, μέλος του κοινοβουλίου που ήταν προηγουμένως απεσταλμένος του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη (ο τύπος που ακούγεται σαν τον Elmer Fudd[5]), ανέφερε πρόσφατα τη μαζική εκτόπιση των Σύρων σε πολλές στεριές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ως παράδειγμα προς μίμηση. «Ακόμα και αν κάθε χώρα δεχτεί δέκα χιλιάδες, είκοσι χιλιάδες κατοίκους της Γάζας, αυτό είναι σημαντικό».

Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την πρόταση του Danon σε συνεδρίαση του Λικούντ την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Νετανιάχου απάντησε: «Το επεξεργαζόμαστε. Το πρόβλημά μας είναι [να βρούμε] τις χώρες που θα είναι πρόθυμες να τους απορροφήσουν».

Αφίσα της δυτικοπρεπούς ‘Διεθνούς Αμνηστίας’ με τίτλο «50 χρόνια παράνομων δολοφονιών». Αν και το κείμενο επιχειρεί έμμεσα να εξισώσει θύτη και θύμα, παρόλ’ αυτά παραδέχεται ότι: «Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν μακρύ ιστορικό χρήσης υπερβολικής και συχνά θανατηφόρας βίας εναντίον Παλαιστινίων ανδρών, γυναικών και παιδιών, μεταξύ άλλων για αντίποινα κατά διαδηλωτών και για την καταστολή της διαφωνίας. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και πολλοί άλλοι έχουν τραυματιστεί.  Η αποτυχία των αρχών να διεξάγουν ενδελεχείς, αμερόληπτες και ανεξάρτητες έρευνες ώστε να σπάσει ο κύκλος της ατιμωρησίας επέτρεψε τη συνέχιση αυτών των παραβιάσεων επί μισό αιώνα. Από το 1987, περισσότεροι από 10.200 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί, συχνά υπό συνθήκες που υποδηλώνουν ότι οι δολοφονίες ήταν παράνομες και μπορεί να ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου». Παρατηρούμε ότι μέσα σε λίγες βδομάδες το Ισραήλ έχει δολοφονήσει υπερδιπλάσιους αμάχους από όσους από το 1987 έως το 2017, όταν εκδόθηκε η αφίσα, με προφανή στόχο να αναγκάσει το σύνολο του πληθυσμού της Γάζας να ‘μεταφερθεί’ αλλού.

 Όπως το έθεσε ένα κύριο άρθρο στην ισραηλινή εφημερίδα Ha’aretz στις 27 Δεκεμβρίου: «Οι Ισραηλινοί νομοθέτες συνεχίζουν να πιέζουν για μεταφορά με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας».

Για να μην ξεπεραστεί από τους πολιτικούς, η Jerusalem Post δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Γιατί η μετακίνηση στη χερσόνησο του Σινά είναι η λύση για τους Παλαιστίνιους της Γάζας». «Το Σινά», δήλωσε με ενθουσιασμό ο συγγραφέας του, Joel Roskin, «περιλαμβάνει ένα από τα πιο κατάλληλα μέρη στη Γη για να προσφέρει στο λαό της Γάζας ελπίδα και ένα ειρηνικό μέλλον». Όχι σε μεμονωμένους κατοίκους της Γάζας, αλλά «στο λαό της Γάζας».

Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιες προτάσεις θεωρούν σταθερά δεδομένο ότι όσοι φεύγουν δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Περιμένει κανείς με κομμένη την ανάσα τη συνέχεια, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να απαντήσει σε αυτές τις εκκλήσεις για μαζική εκδίωξη με περαιτέρω έρευνα των παλαιστινιακών σχολικών βιβλίων[6].

Ενώ η εθνοκάθαρση ήταν από την αρχή εγγενής στη σιωνιστική/ισραηλινή ιδεολογία και πρακτική, έχει και μια άλλη πλευρά: η εκδίωξη των Παλαιστινίων το 1948 επέκτεινε αυτό που ήταν μια σύγκρουση μεταξύ του σιωνιστικού κινήματος και των Παλαιστινίων σε μια περιφερειακή, αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Η δεύτερη Νάκμπα που προκαλεί σήμερα το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας φαίνεται ομοίως ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο για να υποκινήσει την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Νάκμπα του 1948 δεν νίκησε τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι ξεκίνησαν τον αγώνα τους από τα στρατόπεδα της εξορίας, μεταξύ των οποίων και εκείνα της Λωρίδας της Γάζας. Θα χρειαζόταν επίπεδο ανοησίας α-λα-Blinken για να υποθέσει κανείς ότι η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη Λωρίδα της Γάζας θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Πηγή: Mondoweiss Net

Μετάφραση – επιμέλεια: Κωστής Μηλολιδάκης


[1] O συγγραφέας αυτού του άρθρου επέλεξε να το αναρτήσει ως ‘νήμα’ (thread) στο X (πρώην twitter). Από εκεί το πήραν και το ανάρτησαν σημαντικοί άλλοι δημοσιογράφοι, παρατηρητές κ.λπ., όπως ο Norman Finkelstein, το Mondoweiss.net, κ.α. προσθέτοντας τίτλους, υπότιτλους και κάποιες φωτογραφίες. Έτσι εξηγείται και η έλλειψη παραπομπών σε πηγές από τον ίδιο τον συγγραφέα. Η δική μας μετάφραση είναι από το Mondoweiss, από όπου προέρχεται και μία φωτογραφία—οι υπόλοιπες, όπως και οι λεζάντες τους, είναι από τον μεταφραστή.

[2] Η Εντολοδόχος Παλαιστίνη ήταν μια γεωπολιτική οντότητα που υπήρχε μεταξύ 1920 και 1948 στην περιοχή της Παλαιστίνης σύμφωνα με τους όρους της Εντολής της Κοινωνίας των Εθνών για την Παλαιστίνη.

[3] Να υπενθυμίσουμε ότι στο Ισραήλ κατοικούν περί τα 1,6 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι με δικαιώματα ‘πολίτη’. Αυτοί δεν είναι πρόσφυγες, εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο της χώρας και αποτελούν περί το 20% των πολιτών του Ισραήλ. Οι εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη δεν είναι πολίτες του Ισραήλ αλλά κάτοικοι κατεχομένων περιοχών.

[4] Σκάνδαλο Μενέντεζ: Η πρόσφατη έρευνα των ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ κατά του γνωστού κορυφαίου (και ‘φιλέλληνα’) γερουσιαστή Μενέντεζ για χρηματισμό από την κυβέρνηση της Αιγύπτου.

[5] Έλμερ Φαντ, ο γνωστός φαιδρός ‘κυνηγός’ του Μπαγκς Μπάνυ στα καρτούν της Warner Bros. Μιλά με τρόπο πομπώδη χωρίς να μπορεί να προφέρει το ‘ρο’.

[6] Καθ’ όλο το 2023 οι Ευρωπαϊκοί ‘θεσμοί’, το ευρωκοινοβούλιο κ.λπ. ασχολούνται επισταμένα με έρευνες για το αν τα παλαιστινιακά σχολικά βιβλία προάγουν το ‘μίσος’ κατά του Ισραήλ.

Γράμματα στη Χέμπα | Β’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Γλυκιά μου,

Δεν έχω φωτογραφίες σου. Αν είχα, θα τις έβαζα δίπλα στο προσκεφάλι μου ώστε η εικόνα σου να είναι το πρώτο πράγμα που θα δω όταν ξυπνάω, και το τελευταίο προτού πέσω για ύπνο. Αλλά δεν πειράζει, είσαι χαραγμένη στη μνήμη μου. Σε θυμάμαι ακριβώς όπως ήσουν. Η μέρα που γεννήθηκες ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Δεν είμαι άνθρωπος υλιστικός, αλλά όταν έφθασες, ήθελα να βγάζω περισσότερα λεφτά για να μπορώ να σε περιποιούμαι καλύτερα. Όταν ο εμφύλιος υποχώρησε το ’76, πέρασα μια βδομάδα δουλεύοντας στο γραφείο του Αραφάτ. Τον είδα μια μέρα και του την έπεσα. «Χρειάζομαι κι άλλα λεφτά, γέρο» του είπα. Γέλασε και μ’ αγκάλιασε. Πήρε το τρίχρωμο στυλό του κι έγραψε ένα σημείωμα για το οικονομικό γραφείο της Φατάχ. Του ζήτησα να προσέξει να υπογράψει με πράσινο χρώμα γιατί για τον όποιο λόγο αυτό ήταν το μόνο χρώμα που οι του οικονομικού δέχονταν σε μια υπογραφή. Ως τότε πληρωνόμουν 211 λίρες το μήνα. Ο Αραφάτ διέταξε να λάβω ένα μπόνους 500 λιρών. Του ήμουν ευγνώμων. Έβγαλα την μητέρα σου για δείπνο εκείνη τη μέρα. Της αγόρασα ένα φόρεμα κι ένα ασημένιο κολιέ κι είχα ακόμα αρκετά για τσιγάρα και δυο ζευγάρια παντελόνια και της έδωσα τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ένιωσα καλά που της το ‘κανα. Εύχομαι για την ευκαιρία να το ξανακάνω.

Ο Αραφάτ πάντα είχε υψηλό ηθικό, ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς. Κατάφερε να μας κρατήσει ενωμένους. Η Φατάχ είχε κι άλλους σπουδαίους ηγέτες, αλλά κανείς τους ούτε καν τον πλησιάζει. Δε νομίζω να είχα παραμείνει μαχητής της Φατάχ χωρίς τον Αραφάτ. Μου ήταν σαν πατέρας, σ’ όλους μας. Δε με νοιάζει τι λένε άλλοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουν εκεί.

Μετά τον πόλεμο, έγινα εκπαιδευτής στο Μαντρασάτ Αλ-Κιτάλ, στο Λίβανο. Στα χρόνια που πέρασα στη στρατιωτική ακαδημία, γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς που εκπαίδευσα γίναν σπουδαίοι ηγέτες και πολλοί απ’ αυτούς γίναν μάρτυρες[1] σε αποστολές μέσα στο Ισραήλ, ή πολεμώντας τους Ισραηλινούς στο Λίβανο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Υπήρχαν πολλοί εθελοντές που εισέρρεαν από την Αλγερία και το Πακιστάν, καθώς επίσης και πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι που δεν τους πείραζε που τους λέγαμε Κόκκινους Ινδιάνους. Κάποιοι γίναν φίλοι μου. Είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κατανοούν τι σημαίνει να είσαι ένας λαός που παλεύει για τη γη και την ταυτότητά του. Τα επόμενα χρόνια, κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν παλεύοντας ενάντια στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Τους τιμήσαμε ως μάρτυρες και τους θάψαμε εν μέσω ψαλμωδιών και απαγγελιών απ’ το Κοράνι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα πάνε οι δικοί τους στην Αμερική.

Όταν εκπαίδευσα τον Ίμαντ Μουχνίγιε, διαισθάνθηκα ότι θα γίνει σπουδαίος ηγέτης, αλλά δεν περίμενα ότι θα αποκτούσε μια τόσο σημαντική θέση στη Χεζμπολάχ πολλά χρόνια αργότερα. Η Χεζμπολάχ αναδύθηκε από μια μικρή ομάδα ονόματι Χαρακάτ Αλ-Μαχρομίν που ήταν σθεναρός σύμμαχος του PLO. Εκπαίδευσα πολλούς απ’ αυτούς. Ο Ίμαντ είχε παλαιστινιακή καταγωγή. Η οικογένειά του ζούσε στο Ρούις, μεταξύ Χαντάς και Μπουρτζ Αλ-Βαρατζνέ. Γίναμε καλοί φίλοι παρότι ήταν νεότερος από μένα. Ήταν σκληρό καρύδι κι επιλέχθηκε απ’ τον επικεφαλής της στρατιωτικής ακαδημίας για να συνοδεύσει τον Αραφάτ. Ο Ίμαντ ήταν ευγενικός κι απίστευτα γενναίος. Αν ήταν αποστολή του να πηδήξει σε μια μαινόμενη πυρκαγιά, θα την εκτελούσε στο βαθμό που πυρήνας της αποστολής ήταν η πάλη εναντίον του Ισραήλ. Δεν έβλεπε τους Φαλαγγίτες σαν αντιπάλους του, παρότι τους μισούσε για την προδοσία τους. Οι Μαχρομίν ήταν όντως καταπιεσμένοι. Χωρίς τη Χεζμπολάχ, οι Σιίτες θα παρέμεναν καταπιεσμένοι στο Λίβανο για πάντα. Αργότερα το κίνημά τους διασπάστηκε στην Άμαλ και τη Χεζμπολάχ, η οποία επικεντρώθηκε στο να παλεύει στη Συρία αντί να διασφαλίζει τα σύνορα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Πιστεύεις ότι σ’ έχω εγκαταλείψει Χέμπα; Με μισείς; Αν το κάνεις, θα μου ράγιζε η καρδιά, αλλά δεν θα σε κατηγορούσα. Σ’ ό,τι σ’ αφορά, έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Σχεδίαζα να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί με σένα και την οικογένειά μου μέχρι τις τελευταίες των ημερών μου. Ήθελα να μεγαλώσω ένα δυνατό κορίτσι, που θα συνέχιζε τον αγώνα μου για την Παλαιστίνη. Ήθελα να σ’ ονομάσω Νταλάλ από τη Νταλάλ Μουγκράμπι, που σκοτώθηκε μόλις μήνες προτού γεννηθείς. Όταν έφθασε με τον αρραβωνιαστικό της στην ακαδημία, ήταν δεκαοχτώ. Τους εκπαίδευσα και τους δύο στο να χρησιμοποιούν διάφορα είδη τουφεκιών και στο να μεταμφιέζονται σε διάφορα περιβάλλοντα. Ένα χρόνο μετά, αποβιβάστηκαν στην ακτή του Τελ Αβίβ, και σκότωσαν πολλούς Ισραηλινούς προτού σκοτωθούν αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της. Η αποστολή της στόχευε στην αιχμαλωσία Ισραηλινών και την ανταλλαγή τους με Παλαιστίνιους, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Μετά απ’ αυτό πολλά κορίτσια ήρθαν εθελοντικά στην ακαδημία να ενταχθούν στην Αντίσταση. Η Νταλάλ ζούσε στο Φακαχάνι όπου τελικά μετακομίσαμε. Εκεί γεννήθηκες. Αλλά αποφάσισα να σ’ ονομάσω Χέμπα γιατί η γέννησή σου ήταν ένα θαύμα.

Γεννήθηκες στη μέση ενός νέου, αισχρού πολέμου όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο. Επενέβησαν με την πρόσκληση του Λαχντ Χαντάντ και της Φάλαγγας,αλλά τους απωθήσαμε στο Ναμπατίγιε, στο Μπουρτζ Αλ-Σαμάλι, στο Ρασιντίγιε, στο Αλ-Μπας και στο Έιν Ελ-Χιλγουέ. Τα όπλα μας ήταν απ’ την Ρωσία και την Κούβα, και παρότι οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλες περιοχές στο νότο, οργανώσαμε την αντίστασή μας από το Μαρτζ Αλ-Ζοχούρ, τη Σίμπα και το κατεχόμενο Γκολάν.

Υπάρχουν τόσα που μου λείπουν απ’ το Λίβανο. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε ένας όμορφος τόπος.

*             *             *

Ειρήνη σε σένα αγαπημένη μου,

Σήμερα σκεφτόμουν τη μητέρα σου. Η Καρίμα ήταν αντάξια του ονόματός της. Ήταν πράγματι γενναιόδωρη. Συνήθιζε να αναμειγνύει αλάτι, ξεραμένη πράσινη πιπεριά και τα συνθλιμμένα κουκούτσια από βερίκοκα. Βουτούσαμε το ψωμί μας στο μίγμα αφού προσθέταμε λίγο ελαιόλαδο. Ήταν ένα ταπεινό γεύμα, αλλά έτσι επιβιώναμε.

Ο μισθός μου των 211 λιρών δεν ήταν αρκετός για να φροντίσω εσένα και τη μητέρα σου. Χρειαζόσουν ρούχα κι επισκέψεις στο γιατρό και παιχνίδια. Οπότε έπιασα δουλειά και στις κατασκευές για το PLO. Είχαν μεγάλες εργολαβικές εταιρείες στο Λίβανο. Πληρωνόμουν άλλες 25 λίρες τη μέρα κι έκανε μεγάλη διαφορά. Ο αδερφός σου ο Μοχάμεντ γεννήθηκε μια μέρα μετά τα γενέθλιά σου. Η Καρίμα ανησυχούσε για τ’ ότι είχε άλλο ένα στόμα να θρέψει. Δεν ήθελε να μου φορτώσει κι άλλο άγχος. Αχ, τι δώρο που είσαι, Χέμπα. Της είπα ότι τα παιδιά θα κρατήσουν την επανάστασή μας ζωντανή.

Όποτε ένιωθα αποτυχημένος που δεν μπορούσα να παρέχω μια καλή ζωή στην οικογένειά μου, η μητέρα σου, παρότι Αιγύπτια, πάντα μου ‘λεγε: «Δεν πειράζει· όλα είναι για την Παλαιστίνη και τη Χέμπα». Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, και χρειάστηκε να δουλέψει πάλι ως υπηρέτρια αν κι εγώ δεν το ήθελα. Ένα λεωφορείο έπαιρνε εσένα και τον μικρό σου αδερφό για να σας πάνε στο νηπιαγωγείο. Δεν ήταν κι άσχημα εκεί. Όλα τα παιδιά ήταν προσφυγόπουλα, που κυρίως έρχονταν απ’ το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Όταν το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο το ’82, δεν ένιωθα πια ότι ήταν ασφαλές για σένα και τον αδερφό σου. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σε φυγαδεύσω έξω απ’ τη χώρα και μέσα στη Συρία. Σας μετακίνησα τους τρεις σας βαθύτερα στη δυτική Βηρυτό όπου υπήρχαν καταφύγια για αμάχους. Η στρατιωτική ακαδημία έγινε μια στρατιωτική μονάδα από μόνη της, διοικούμενη από έναν άντρα ονόματι Τζαμπάρ. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν με το να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο φορώντας λιβανέζικα στρατιωτικά ρούχα, αλλά τους απωθήσαμε. Το PLO ήταν σκληρό αυτό τον καιρό. Απελευθερώναμε μια περιοχή και την παραδίδαμε στους Σύριους. Αλλά μετά αυτοί την έχαναν πάλι στους Ισραηλινούς, και τότε πάλι επιστρέφαμε στη μάχη και απωθούσαμε τους Ισραηλινούς. Ήταν σαν σκακιστικό παιχνίδι και ξέραμε τις κινήσεις καλά.

Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα στην ανατολική Βηρυτό εξαιτίας των Φαλαγγιτών προδοτών που συνεργάζονταν με τους Ισραηλινούς. Κάποιοι Χριστιανοί ήταν με τη μεριά μας, κι οι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί πολεμούσαν μαζί μας γιατί είμαστε όλοι αδέρφια. Όποτε χρειαζόταν να επιχειρήσουμε στην ανατολική Βηρυτό, έπρεπε να πάμε μέσα από τους υπονόμους. Το έκανα πάνω από μια φορά όταν η μονάδα μου εκτελούσε επιθέσεις εναντίον των Ισραηλινών που ήταν σταθμευμένοι στην περιοχή Αλ-Μαθάφ.

Ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε στο Λίβανο αυτές τις μέρες. Αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας εναντίον του Αραφάτ απέτυχαν, κι αρκετοί απ’ αυτούς που βοήθησαν τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν δούλευαν γι’ αυτόν. Το χωράει ο νους σου; Κάποιοι από τους συνεργάτες εκτελέστηκαν επί τόπου. Μια απ’ τις εκτελέσεις συνέβη μπροστά μου. Τον έπιασαν να επικοινωνεί με τους Ισραηλινούς αφού ένα κτίριο ανατινάχθηκε στο οποίο ο Αραφάτ είχε μυστική συνάντηση. Επέζησε από θαύμα. Κι όταν ο Αραφάτ οδηγήθηκε εσπευσμένα στο αμάξι του, το αμάξι ανατινάχθηκε μόλις μέτρα μακριά του. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι, Χέμπα, καμιά φορά ακόμα και τα αγγελικά μάτια κρύβουν το διάβολο.

Καθώς ο πόλεμος μαινόταν, σας μετακινούσα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο. Αλλά πουθενά δεν ήταν ασφαλή: σφαγές εκτελούνταν παντού και επιτίθονταν ακόμα και στα καταφύγια, καίγοντας ανθρώπους ζωντανούς σε μέρη όπου θα ‘πρεπε να είναι προστατευμένοι απ’ τον κίνδυνο. Όταν λάβαμε εντολές ν’ αποχωρήσουμε απ’ το Λίβανο, ξέραμε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ήσουν με τη μητέρα και τον αδερφό σου σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή Σαραγιά στη δυτική Βηρυτό. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα σας σας γύρισε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Αναγκάστηκα να σας εγκαταλείψω, αφού επέτρεπαν μόνο σε στελέχη του PLO να επιβιβαστούν στα πλοία. Δεν μας είπαν τον προορισμό μας και συνοδευόμασταν από πλοία του ιταλικού και του γαλλικού ναυτικού μέχρι που φτάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ιταλοί άφησαν το πλοίο μας μόνο πλησιάζαμε την σαουδική ακτή και κοντεύαμε να ξεμείνουμε από νερό. Ο καπετάνιος τηλεφώνησε τους Σαουδάραβες ακτοφύλακες και ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσουμε κοντά στην ακτή και ν’ ανεφοδιαστούμε. Του είπαν ότι αν τολμούσε να φτάσει σε σαουδικά χωρικά ύδατα, θα ανατίνασσαν εκείνον και το πλοίο του. Οπότε συνεχίσαμε νότια.

Ανησυχούσα σαν τρελός για σένα και δεν είχα ιδέα πού ήταν να σταματήσει το πλοίο μας. Το μόνο πράγμα που μου ‘δινε κάποια παρηγοριά ήταν η γνώση ότι θα σε φρόντιζε ο Λιβανέζος φίλος μου Αμπού Αλί Τζαφάρ. Εισήγαγε λαθραία όπλα και τσιγάρα για το μεροκάματό του, και μου φερόταν σαν να ‘μουν γιος του. Τον εμπιστευόμουν ολόψυχα.

Το πλοίο ήταν γεμάτο πολεμιστές, άντρες και γυναίκες που πάλεψαν για να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαφνικά έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα δίχως αίσθηση προσανατολισμού. Κάποιοι απ’ τους πολεμιστές πίστευαν πως τελικά θα μας έστελναν στην Τυνησία. Άλλοι νόμιζαν ότι προορισμός μας είναι η Αλγερία, αλλά τελικά αποβιβαστήκαμε στη Σαναά της Υεμένης, όπου χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να μας χαιρετίσουν. Νόμιζαν πως ήρθαμε απ‘ την Παλαιστίνη, όχι απ’ το Λίβανο. Υεμενικά μαχητικά κάναν κύκλους στον ουρανό για να γιορτάσουν τον ερχομό μας. Τυμπανιστές παρελαύναν καθ’ όλη τη διαδρομή ως το πλοίο και παιδιά μας ρίχνανε λουλούδια. Ο πρόεδρός τους, Αλί Αμπντούλαχ Σάλεχ, ήρθε στο πλοίο και μας αγκάλιασε. Τους είπαμε ότι ήμαστε διψασμένοι και πεινασμένοι, οπότε μας φέρανε νερό και κατ[2]. Νομίζαμε ότι τα φύλλα κατ ήταν κάποιο είδος μουλοχίγιας (φύλλα μολόχας, που τρώγονται ως φαγητό). Δεν ήξερα ότι ήταν είδος ναρκωτικού. Μπούκωσα το στόμα μου μ’ ένα μάτσο και το μάσησα. Μετά ένιωθα λες και αιωρούμουν μπρούμυτα στον αέρα.

Μέσα σε λίγες μέρες, το ηθικό ανέβηκε και πάλι. Στήσαμε ένα στρατόπεδο που φιλοξενούσε σχεδόν 2.000 μαχητές και συνεχίσαμε την εκπαίδευσή μας. Οι ανώτεροι μας είπαν ότι η εξορία μας ήταν προσωρινή, αλλά όταν μάθαμε πως οι ισραηλινές δυνάμεις μαζί με τoυς Φαλαγγίτες επιτέθηκαν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, σκοτώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ταραχθήκαμε στα έγκατα της ψυχής μας. Προτρέψαμε τους διοικητές του στρατοπέδου να επιστρέψουμε στο Λίβανο να βοηθήσουμε το λαό μας. Αφήσαμε τη χώρα με την κατανόηση ότι διεθνείς δυνάμεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των προσφύγων. Αν οι Ιταλοί ήταν παραταγμένοι εκεί, αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα ‘χαν σφαγιαστεί.

Ήμασταν οργισμένοι και νιώθαμε προδομένοι απ’ την ανόητη ηγεσία μας. Η Φατάχ έστειλε κάποιους απ’ τους αρχηγούς της να μας μεταπείσουν απ’ το να φύγουμε απ’ τη Σαναά, αλλά τους παλέψαμε και νικήσαμε. Ακόμα κι ο Αμπάς Ζακί που ήταν τότε πρέσβης του PLO στην Υεμένη ήταν σωματικά παραδομένος. Του φωνάζαμε: «Τα παιδιά μας σφάζονται, οι γυναίκες μας βιάζονται και ακρωτηριάζονται, και μας ζητάτε να κάνουμε υπομονή». Ήταν όλοι τους σκουπίδια. Όποτε σκέφτομαι αυτή τη μέρα, το αίμα μου βράζει. Ο πόλεμος ξέσπασε με τη δολοφονία των παιδιών μας στο Ταλ Αλ-Ζατάρ, και τέλειωσε με τη σφαγή των οικογενειών μας στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Τελικά μας έδωσαν από χίλια δολάρια στον καθένα, μας αγόρασαν εισιτήρια και μας έστειλαν στη Συρία. Πάνω από εκατό από μας είχαν επιλέξει ν’ αφήσουν την Υεμένη. Όταν φθάσαμε στη Δαμασκό, η συριακή ασφάλεια μας κράτησε στο αεροδρόμιο. Ήταν μια Τρίτη και μας είπαν: «Θα σταλείτε πίσω στην Υεμένη την Τετάρτη». Μας έβαλαν στη φυλακή του αεροδρομίου. Είχα μια μικρή τηλεόραση και την πούλησα σε κάποιον στο κρατητήριο. Είπα στο φρουρό ότι ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα. Μ’ άφησε έξω. Τη στιγμή που αποσπάστηκε η προσοχή του, δραπέτευσα. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στο αεροδρόμιο οπότε δεν είχε καμιά πιθανότητα να με πιάσει. Ήθελα να πάω πίσω στο Λίβανο και να σε βρω. Άξιζε το ρίσκο. Πήρα ένα ταξί ως το κέντρο της Δαμασκού, μετά άλλο ένα στη λίμνη Ζαρζάρ, όχι πολύ μακριά απ’ τα λιβανέζικα σύνορα. Μετά διέσχισα τα σύνορα στη Χαλούα όπου Παλαιστίνιοι πολεμιστές παρέμεναν κι είχαν ένα σημείο ελέγχου στη λιβανέζικη μεριά. Με οδήγησαν στη δυτική κοιλάδα Μπίκα.

Αυτές τις μέρες ήταν δύσκολο να πλοηγηθείς στο Λίβανο. Υπήρχαν πάρα πολλές σέχτες και πάρα πολλές μάχες. Αναμενόμενο το Ισραήλ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μας. Το Αλ-Μπίκα ήταν χωρισμένο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Πήγα στην σουνίτικη περιοχή, αλλά δεν μπορούσα να πάω παραπέρα γιατί οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά. Γνώρισα ένα Βεδουίνο από το Άραμπ Αλ-Φαόρ που μας πουλούσε πορτοκάλια. Του έδωσα λεφτά και μου υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ και θα σ’ έβρισκε. Κατακλύστηκα από ανακούφιση όταν γύρισε και μου είπε πως ήσαστε όλες ζωντανές. Περίμενα για μέρες σ’ ένα πανδοχείο, αλλά η μητέρα σου δεν εμφανίστηκε. Ως τότε είχα ξοδέψει 600 δολάρια κι είχαν απομείνει μόνο άλλα 400.

Όσο ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, άκουσα τη φωνή της στο χώρο στάθμευσης. Έτρεξα έξω στο δρόμο και μόνο όταν ήμουν πια έξω αντιλήφθηκα ότι φορούσα μόνο το εσώρουχό μου. Ήσουν πέντε κι ο Μοχάμεντ δυόμισι χρόνων. Σας αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη, και κλάψαμε όλοι μαζί. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ το Θεό πέρα απ’ το να ‘σαι με την οικογένειά σου; Και τη γυναίκα που σε ολοκληρώνει.

Η μητέρα σου ήταν πολύ έξυπνη. Πούλησε το μικρό μας σπίτι στον καταυλισμό μαζί με λίγα έπιπλα που είχαμε. Έβγαλε συνολικά 14.000 λίρες, τις οποίες έραψε στο εσωτερικό του σακακιού σου σε περίπτωση που Φαλαγγίτες κλέφτες έψαχναν τα ρούχα σας. Τα λίγα κομμάτια χρυσού που είχε ήταν κρυμμένα μέσα στις πάνες του Μοχάμεντ. Ο θείος στην Τρίπολη με βοήθησε να βγάλω χαρτιά που πιστοποιούσαν πως εγώ κι η μητέρα σου ήμαστε αγωνιστές για την ελευθερία κι ότι ήμαστε σε διακοπές. Μας οδήγησε πίσω στο Αλ-Μπίκα κι από κει πήγαμε στη Συρία μέσω της Χαλούα. Με πονούσε που τον άφηνα στο Λίβανο, αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω την ασφάλειά σας μακριά απ’ αυτή την κόλαση. Νόμιζα πως η Συρία θα είναι ασφαλής. Φαινόταν πως υπήρχε κάποια σταθερότητα εκεί όσο κανείς δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν κακολογούσε το καθεστώς. Δεν είχα ιδέα ότι θα ξεσπούσε κι εκεί κάποια μέρα πόλεμος ακόμα χειρότερος απ’ του Λιβάνου. Πού έπρεπε να σ’ έχω πάει, Χέμπα; Συγχώρεσέ με που δεν πρόβλεψα την προέλαση αυτού του εφιάλτη.

Μόλις φτάσαμε στη Συρία, είπα στον οδηγό να μας πάει στο Ντερά όπου η γυναίκα και τα παιδιά του θείου σου μέναν. Ο γιος του, Αμπντέλ Αζίζ, ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτισε. Μείναμε με τη γυναίκα του θείου σου για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα αγοράσαμε κουβέρτες και μαξιλάρια, και λίγα είδη για την κουζίνα, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον καταυλισμό. Ήταν ωραία να είμαστε σαν μια πραγματική οικογένεια. Έμεινα μαζί σου για δυο μήνες, μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Υεμένη. Πρώτα, παρουσιάστηκα στη Στρατιωτική Διοίκηση της Φατάχ στη Δαμασκό και με όρισαν να υπηρετήσω στο Άντεν, όχι στη Σαναά. Ήταν το 1983, κι έπρεπε να σας αποχαιρετήσω γι’ άλλη μια φορά. Για ενάμιση χρόνο έμενα σ’ ένα αντίσκηνο. Οι υποχρεώσεις μου περιλάμβαναν την επίβλεψη των εφοδίων όπου πάνω από 1.500 μαχητές εκπαιδεύονταν και ζούσαν υπό την ηγεσία του Αμπού Αλ-Αμπέντ Χατάμπ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι πολλά να τα συλλάβεις. Φοβάμαι ότι θα ‘χω λίγα να σου αφήσω όταν πεθάνω. Δεν έχω λεφτά και τα λίγα πράγματα στο τροχόσπιτό μου είναι δωρεές από μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση, είμαι σίγουρος πως όταν πια φύγω, κατά πάσα πιθανότητα θα τα δωρίσουν σε κάποιον άλλο. Αλλά σου αφήνω τις ιστορίες μου. Δεν προσπαθώ να με παρουσιάσω ως ήρωα, μόνο να σου δώσω μια ειλικρινή αναφορά του τι μου συνέβη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι καλός άνθρωπος, και θέλω να λες στα παιδιά σου «ο παππούς Αλί αγωνίστηκε για την Παλαιστίνη». Δεν με πειράζει να τους πεις ότι πέθανα φτωχός. Το χρήμα είναι άψυχο, και ποτέ δεν είχε σημασία για μένα. Αν είχε, η ζωή μου θα ‘ταν διαφορετική. Είναι σημαντικό να μη με νομίζουν ως έναν που έζησε δειλός. Δεν είμαι. Ξέρω ότι εγκατέλειψα την οικογένειά μου όταν ήμουν έφηβος επειδή φοβόμουν, αλλά ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς κι ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός να με φροντίσει. Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Η παναθεματισμένη τύχη μου κι οι περιστάσεις ήταν έξω απ’ τον έλεγχό μου και με εξώθησαν σε μέρη που ποτέ δεν ήθελα να πάω. Μάλιστα, αυτές οι περιστάσεις σχεδόν μ’ ανάγκασαν να παλέψω εναντίον του αδερφού μου μετά τη διάσπαση της Φατάχ. Αρνήθηκα. Τους είπα: «Έφυγα απ’ την Παλαιστίνη για να πολεμήσω το Ισραήλ, και βρέθηκα να παλεύω με Άραβες. Αλλά δεν θα χύσω το αίμα του αδερφού μου». Πάντα να προστατεύεις την οικογένειά σου, Χέμπα. Και βεβαιώσου ότι και τα παιδιά σου το καταλαβαίνουν αυτό.

Βλέπεις, η διάσπαση μεταξύ αδερφών ξεκίνησε όταν ο Συνταγματάρχης Αμπού Μούσα ηγήθηκε μιας ανταρσίας εναντίον του Αραφάτ το ’83. Βοηθήθηκε από μερικούς άλλους όπως ο Μούσα Αλ-Ιμλέ, που τον λέγαμε Αμπού Χαλέντ, και τον Νιμρ Σαλέ. Ο τελευταίος ήταν στη Δαμασκό, μιας κι οι Σύριοι ήταν επίσης αναμειγμένοι. Ο Αραφάτ υποψιαζόταν ότι οι Λίβυοι υποστήριζαν τους υποκινητές. Ο Αμπού Μούσα κι άλλοι αξιωματικοί είχαν μπουχτίσει με τη διαφθορά του Αραφάτ, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν. Έλεγαν ότι είχε επαφή με τους Αμερικάνους κι ότι είχε ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το Ισραήλ μέσω Ισραηλινών Εβραίων που αυτοπαρουσιάζονταν ως ειρηνοποιοί. Πράγματι, πολλοί στη Φατάχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες μετά το ’82. Η ηγεσία της Φατάχ συμφώνησε να διασπείρει τους πολεμιστές της στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κι έτσι δεν είχε μείνει κανείς να υπερασπιστεί τους πρόσφυγες στο Λίβανο. Μόνο διεφθαρμένοι αξιωματικοί μείναν επικεφαλής στην κοιλάδα Αλ-Μπίκα. Αντιπαθούσα τον συνταγματάρχη Χατζ Ισμαήλ γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος που εγκατέλειψε το πόστο του ως διοικητής του νότιου Λιβάνου γίνεται να ξαναδιοριστεί ως ανώτατος διοικητής στην Αλ-Μπίκα και το νότο.

Νομίζαμε, εντάξει, θα έχει το λόγο του ο Αραφάτ. Πάντα τον είχε. Κρατούσε τους εχθρούς του πιο κοντά απ’ τους φίλους του. Αλλά ο Αμπού Μούσα διαφωνούσε. Ήταν σκληρός πολεμιστής, αυτός ο Αμπού Μούσα. Ο Αραφάτ κάλεσε τους υποκινητές να υποβληθούν σε έρευνα και αρμόζουσα τιμωρία, αλλά αυτοί δεν παραδόθηκαν κι ακολούθησε πόλεμος. Στο Λίβανο, αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του PLO. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από την Τρίπολη ως την Αλ-Μπίκα. Αναμείχθηκαν κι οι Σύριοι και η υπόθεση έκλεισε καταστροφικά. Συνάντησα τον Αμπού Μούσα στην Ιορδανία. Αγαπούσε τον Αραφάτ μέχρι που η πίστη του σ’ αυτόν κλονίστηκε. Ο Αμπού Μούσα καταγόταν από τον Αλ-Χαλίλ. Οι Χαλιλιανοί φημίζονται για την ξεροκεφαλιά τους, σαν τους Γαζίτες και τους Βεδουίνους. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν στη Συρία για σύντομες διακοπές απ’ το πόστο μου στην Υεμένη, και μετακινήθηκα στην Αλ-Μπίκα να πολεμήσω όταν ανακάλυψα ότι ο αδερφός μου, ο Μοχάμεντ, ήταν με τους αντάρτες. Υπήρχαν λίγες μάχες μεταξύ των Παλαιστινίων, αλλά πολεμούσαμε τους Σύριους. Τους είπα: «Ο αδερφός μου είναι με τον Αμπού Μούσα, σας παρακαλώ απαλλάξτε με απ’ αυτή τη μάχη». Μετά μετακινήθηκα στην Τρίπολη. Η Φατάχ έχασε κι Αμπού Μάσα παρέμεινε στην Τρίπολη κι αργότερα ξεκίνησε ένα παρακλάδι, που ονόμασε Φατάχ Αλ-Ιντιφάντα. Πλοία μας πήραν μακριά απ’ το Λίβανο γι’ άλλη μια φορά.

Το πλοίο μου πήγε στην Κύπρο. Από κει μας στείλαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο και πετάξαμε προς Βαγδάτη σε ιρακινά αεροπλάνα. Με τοποθέτησαν στη βάση μου στο στρατόπεδο «Επαναστατικού Συμβουλίου», υπό τη διοίκηση του Σαμπρί Αλ-Μπάνα. Το ’85 με κατέτρωγε η ανησυχία. Σκεφτόμουν, οι Ιρακινοί είναι καλοί σε μας, αλλά ούτε πάλευα για την Παλαιστίνη ούτε ήμουν κοντά στα παιδιά μου. Οπότε πήρα ένα ταξί προς μια περιοχή της Βαγδάτης που λέγεται Αλαουγί, κι από κει ένα λεωφορείο για τα σύνορα της Συρίας. Είχα 500 αμερικάνικα δολάρια και 200 ιρακινά δινάρια. Έφτασα ένα φράγμα από άμμο και περπάτησα ως το Μποκαμάλ. Αντάλλαξα κάποια λεφτά και πήρα ένα λεωφορείο για τη Δαμασκό, και λίγες ώρες αργότερα ήμουν σπίτι. Ήσουν δεκάξι τότε. Είχες τόσα πολλά που ‘θελες να μου πεις κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ‘θελα να σου πω. Σου είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο και το πρωί θα σε πάω στην αγορά και θα σου πάρω καινούρια ρούχα». Αλλά οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήρθαν τη νύχτα. Ήμουν εγκλωβισμένος. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από άνδρες μ’ αυτά τα κουστούμια που φοράνε. Μπορείς να τους εντοπίσεις από ένα μίλι μακριά. Ήταν πάνω από σαράντα από δαύτους κι αρκετά στρατιωτικά οχήματα. Είπαν: «Είσαι ο Σαντάντ Αμπού Μοχάμεντ;». Απάντησα «Ναι». Μου πέρασαν αλυσίδες και με πήγαν στην παλαιστινιακή πτέρυγα της φυλακής στο Μεζέ που είναι η έδρα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ήταν λες κι όλοι οι φτωχοί του κόσμου παστώθηκαν σε ατέλειωτες σειρών υπόγειων κελιών. Το φαΐ ήταν λίγο, καθόλου τσιγάρα και καμιά ελπίδα για οποιαδήποτε συμπόνια.

Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν να στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας ένα τοίχο για ώρες. Απαίτησαν να ομολογήσω ότι είμαι Ιρακινός κατάσκοπος. Αρνήθηκα ότι έχω πάει ποτέ στο Ιράκ, θα με σκότωναν ούτως ή άλλως. Τους είπα: «Είμαι αγωνιστής για την ελευθερία και δεν με αφορά η διαμάχη σας με τους Ιρακινούς», ότι δεν ήταν δική μου μάχη. Μου είπαν ότι είμαι αντιδραστικός, κι έκαψαν την πλάτη μου με τσιγάρα. Τα σημάδια παραμένουν στο σώμα μου. Μετά έβαλαν ηλεκτρικά καλώδια στο δέρμα μου, βάζοντας ρεύμα να διαπερνά το σώμα μου. Με βασάνιζαν για μέρες και μετά με πέταξαν σ’ ένα κελί, τρία επί τρία μέτρα, με άλλους εβδομήντα πέντε ανθρώπους. Ξέρω ότι ακούγεται αδύνατο, αλλά είναι η αλήθεια. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι στέκονταν κόντρα στον τοίχο και στις γωνίες, και κάποιοι κοιμούνταν κολλητά ο ένας στα πλάγια του άλλου, αγκαλιάζοντας τα πόδια τους για να κερδίσουν χώρο. Αυτό και μόνο ήταν αρκετά μαρτυρικό ώστε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Το να φάμε ήταν επίσης περίπλοκο. Τρώγαμε μόνο πλιγούρι και φακές ανάμικτες με χαλίκια, χώμα κι έντομα. Έχοντας επιζήσει από τόσα περιστατικά που μ’ έφεραν κοντά στο θάνατο, δεν ήθελα ένα θάνατο από πνιγμό. Ήμουν εκεί για δυο χρόνια.

Δεν είχα υπόψιν μου μέχρι ένα χρόνο μετά ότι ο αδερφός σου, Αχμάντ, γεννήθηκε το ’86. Ήμουν στο κελί μου κι η μητέρα σου δε λάμβανε καμιά πληροφορία για μένα. Ήθελα να προσευχηθώ με το σωστό τρόπο, αλλά οι Σύριοι δεν μας άφηναν. Έγινα καλός φίλος εκεί με τον δρ. Αμπντουλά, ένα αναισθησιολόγο που προσευχόταν πολύ. Οι πράκτορες τον κατηγορούσαν ότι ήταν εξτρεμιστής. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και μας φρόντιζε όλους. Δεν είχε φάρμακα να βοηθήσει τους φυλακισμένους όταν αρρώσταιναν, οπότε μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Πολλοί πέθαναν εκεί, αλλά κυρίως ήταν κατά τα βασανιστήρια. Αυτός βασανίστηκε αλλά το άντεχε. Δύο απ’ τους φίλους του πέθαναν. Έφυγα το ’87 κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Αναρωτιέμαι αν βγήκε ζωντανός. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους κρατούμενους ήταν φουκαράδες που κατέληξαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Τελικά ελευθερώθηκα, με παρέδωσαν στο Τμήμα Μετανάστευσης και Διαβατηρίων και με απέλασαν στο Λίβανο μ’ ένα αστυνομικό αμάξι. Με πέταξαν στα σύνορα. Περπάτησα πίσω στη Συρία μέσω της Χαλούα και των βουνών, και μετά πήρα ένα ταξί για τη Δαμασκό. Εκεί αγόρασα μια πλαστή ταυτότητα, και μου ‘δωσα τ’ όνομα Ατιέ Αμπντάλα αλ-Ζουμπί. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε δω, κι επισκεπτόμουν μόνο αργά τη νύχτα. Συνέχισα έτσι από το ’87 ως το ’92, βλέποντας εσένα και τους αδερφούς σου περιστασιακά και μυστικά. Κοιμόσουν τις περισσότερες φορές. Σου φιλούσα το μέτωπο, και καμιά φορά ξυπνούσες και τρώγαμε ένα σνακ μαζί και μιλούσαμε. Πόσο μου λείπει αυτό. Μετά γεννήθηκε ο Μαχμούντ. Δεν μπορούσα να πω ανοιχτά σε κανέναν ότι είχα αποκτήσει ακόμα ένα αγοράκι από φόβο μην τυχόν με πιάσουν. Του αγόραζα δώρα και ρούχα και παιχνίδια κι έδωσα στη μητέρα σου όλα τα λεφτά που είχα εξοικονομήσει δουλεύοντας ως εργάτης στην οικοδομή, και μετά έφευγα πάλι. Κάπως οι πράκτορες μάθαν ότι ζούσα κρυφά στη Συρία κι έκαναν πάλι έφοδο στο σπίτι. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σε δω αυτό τον καιρό, ή να βρω δουλειά. Ήμουν σαν φυλακισμένος χωρίς φυλακή. Κρυβόμουν σε σπίτια φίλων και ζούσα με μια ψεύτικη ταυτότητα ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου έστω και για λίγα λεπτά κάθε τόσο. Μου ήταν προφανές ότι δεν ήσαστε χαρούμενοι μ’ αυτή την κατάσταση. Σπάραζε η καρδιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η ζωή στο Λίβανο θα ήταν κόλαση για σας, όπως ήταν για όλους τους πρόσφυγες. Κι αν πήγαινα μόνος μου στο Λίβανο, δε θα σας ξανάβλεπα. Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις, παιδί μου, ξέρω ότι αυτή δεν είναι ιδανική ζωή για μια οικογένεια. Σε ονόμασα Χέμπα γιατί είσαι το δώρο μου απ’ τους ουρανούς, κι είχα ανάγκη να είμαι κοντά να φροντίσω τη μικρή μου πριγκίπισσα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα σ’ όλους σας.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Μια ομάδα νέων Παλαιστίνιων ανδρών έβαλαν τις πληροφορίες μου και τη φωτογραφία μου σ’ αυτό το Facebook. Μου ‘παν ότι θα ‘καναν ό,τι μπορούσαν για να με βοηθήσουν. Έβαλαν μια έκκληση σε βίντεο από μένα, ζητώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες για την οικογένεια μου να έρθει σ’ επαφή. Η ελπίδα με κρατάει ζωντανό. Ελπίζω ν’ ακούσω από σένα σύντομα. Όποτε σκέφτομαι ότι δεν σ’ έχω δει όλ’ αυτά τα χρόνια, η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Δεν ποτέ αυτό το πλάνο. Ο Θεός μου ‘δωσε ένα δώρο κι εγώ το σπατάλησα. Αλλά όταν αναγκάστηκα να κρυφτώ και ξέμεινα από χρήματα για την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Σκέφτηκα, αν πάω πίσω στο στρατόπεδο στο Ιράκ, θα ‘πρεπε να μπορώ να εκταμιεύσω όλα τα αναδρομικά μου. Έφυγα κρυφά απ’ τη Συρία μέσω του Μποκαμάλ και πήγα πίσω στο παλιό μου στρατόπεδο. Ο Αμπντουλά Αμπντουλά ήταν επικεφαλής. Μου είπε: «Δε σου χρωστάμε τίποτα». Είπε ότι μια Παλαιστινιακή Αρχή που έτρεχε τα πράγματα και το PLO δεν είχε χρήματα. Αλλά μου ‘δωσε ένα μηνιάτικο και ταξιδιωτικά έγγραφα που έλεγαν «Παλαιστινιακή Αρχή» πάνω τους. Ήταν άχρηστο βέβαια για μένα. Απλά ήθελα λεφτά για τα παιδιά μου και να συνεχίσω την πάλη μου για την Παλαιστίνη.

Τότε σκέφτηκα, η υγεία μου με εγκαταλείπει και δε θέλω να πεθάνω προτού εκπληρώσω το χρέος μου να προσκυνήσω στη Μέκκα. Μπήκα κρυφά στη Σαουδική Αραβία, αλλά μ’ έπιασε η αστυνομία μετά από περπάτημα δύο χιλιομέτρων. Τους ικέτεψα: «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να προσκυνήσω», αλλά αρνήθηκαν. Μου είπαν: «Να σε βοηθήσει ο Σαντάμ Χουσεΐν». Μου δώσαν 150 ριάλες και μ’ έστειλαν στο Μποκαμάλ. Διέσχισα άλλο ένα αμμοφράγμα και βρέθηκα πίσω στη Ντεράα. Χρησιμοποίησα πάλι την πλαστή μου ταυτότητα, δουλεύοντας στις οικοδομές για τρία χρόνια για έναν άντρα της οικογένειας αλ-Χαρίρι, όχι της λιβανέζικης, αλλά της συριακής. Είχαν τόσα πολλά λεφτά, αλλά το μόνο που ‘θελα ήταν αρκετά για να στείλω στη μητέρα σου ώστε να σου αγοράσει αξιοπρεπές φαγητό και ρούχα.

Τότε οι πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών με ξανασυνέλαβαν. Το ήξερα ότι θα γινόταν. Ήμουν τυχερός που είχα μείνει ελεύθερος ως το 2004. «Γιατί επέστρεψες αφού σε στείλαμε στο Λίβανο;» με ρωτήσαν. «Επέστρεψα για τα παιδιά μου», τους απάντησα. Με στείλαν στο δικαστήριο και με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να εισέλθω λαθραία στο Ισραήλ. Με κρατούσαν σ’ ένα μικρό υπόγειο κελί για οχτώ μακρά χρόνια. Ήταν το δωμάτιο νούμερο εννιά. Ήμουν εκεί με ογδόντα άτομα. Η μητέρα σου ποτέ δεν το ‘μαθε αυτό. Ποτέ δεν ξαναείδα ούτε κείνη ούτε σένα μετά απ’ αυτό.

Σύντομα μάθαμε ότι ξέσπασε ένας πόλεμος στη Συρία. Προσευχήθηκα στο Θεό ο πόλεμος να φτάσει ως τη φυλακή μας, ώστε να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να σε σώσω και να σε πάω σ’ ένα ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στη φυλακή, κι ο αριθμός των φυλακισμένων συνέχιζε να μεγαλώνει. Πολλοί πέθαιναν κι απ’ τα βασανιστήρια. Κανείς δεν θα πίστευε τα πράγματα που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.

Σε σκεφτόμουν για οχτώ χρόνια. Στην αρχή, προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Μετά συνειδητοποίησα πως όλοι οι άντρες κλαίγαν, οπότε έκλαψα κι εγώ φανερά μαζί τους. Ήταν λυτρωτικό το να βγάλουμε αυτό τον πόνο προς τα έξω. Ελπίζω να έχεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να κλάψεις, Χέμπα. Το 2012 με βγάλαν απ’ τη φυλακή ένα σκιάχτρο. Οι Σύριοι με πέταξαν γι’ άλλη μια φορά στο Λίβανο. Ένας Λιβανέζος αξιωματικός ευγενικά μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες και με πήγε στη Σατίλα. Ήταν αργά τη νύχτα και κρύωνα τόσο πολύ. Κοιμήθηκα σ’ ένα κάρο με λαχανικά στην παλιά αγορά. Το πρωί, έψαξα τους παλιούς μου φίλους, μα δε μπόρεσα να τους βρω. Πήγα στο γραφείο της Φατάχ στο Μαρ Ιλίας και βρήκα τον Αμπού Σαμίρ Αφάς. Μου είπε «οι φίλοι σου είτε πέθαναν στον πόλεμο είτε φύγαν απ’ το Λίβανο». Η παλαιστινιακή πρεσβεία μου ‘δωσε 300 αμερικάνικα δολάρια τα οποία έστειλα σε σένα μ’ ένα οδηγό λεωφορείου. Τα πήρες; Ελπίζω να ήταν έντιμος άνθρωπος.

Ο Αμπού Σαμίρ μου ‘πε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αμάξι του σε μια περιοχή ονόματι Ντάχρ Αλ-Μπαϊντάρ, που ήταν υπό τον έλεγχο του Αμπού Μούσα. Ήταν στην περιοχή Αλ-Μπίκα. Τρία απ’ τα παιδιά του, ο Αμπντέλ Αζίζ, η Ιτάφ κι ο Φακίρ, πέθαναν μαζί του στο αμάξι. Η Ατέφ κι ο Ταλάτ επιβίωσαν, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν επέζησαν του πολέμου. Πραγματικά ελπίζω ότι τα 300 δολάρια έφτασαν σε σένα, Χέμπα. Ήταν ό,τι είχα. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πάντα να βάζεις κάποια χρήματα στην άκρη. Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς.

Έμεινα στο Λίβανο για δυο χρόνια, ως το 2014. Με πλήρωναν 100 δολάρια το μήνα. Ξέρω ότι ήταν ελεημοσύνη, αλλά τουλάχιστον με σέβονταν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια στολή και να μου αναθέσουν χρέη φύλακα στα γραφεία της Φατάχ στο Έιν Αλ-Χιλγουέ. Τότε η λιβανέζικη αστυνομία με συνέλαβε καθώς περπατούσα στην Αλ-Χάμρα στη Βηρυτό. Τους είπα ότι είχα χαρτιά και δούλευα για τη Φατάχ, αλλά με απέλασαν στην Αίγυπτο πάραυτα. Οι Αιγύπτιοι με κράτησαν στο αεροδρόμιο και με απέλασαν μαζί με άλλους στη Γάζα με τρία λεωφορεία. Ήμαστε 150, ο καθένας με μια ιστορία πιο πολύπλοκη από την επόμενη. Μου θύμισε τον καιρό που ξεγλίστρησα απ’ τη Συρία στο Ιράκ με μια ομάδα εθελοντών μαχητών το 2003. Ήμαστε περίπου ο ίδιος αριθμός ατόμων, αλλά πήγαμε εκεί πέρα με τέσσερα λεωφορεία. Πήγαμε να πολεμήσουμε τους Αμερικάνους που μαζί με το Ισραήλ είναι η πηγή των δεινών μας – αυτοί ήταν τότε και παραμένουν ως σήμερα. Ένα αμερικάνικο αεροπλάνο ανατίναξε ένα απ’ τα λεωφορεία κι όλοι οι νέοι μέσα του πέθαναν. Ήταν Σύριοι και Παλαιστίνιοι. Φτάσαμε στο Ουμ Κασρ και πολεμήσαμε τους Αμερικάνους για λίγους μήνες. Οι πιο πολλοί απ’ την ομάδα μας τελικά πέθαναν: ο Μοχάμεντ Σόμπι, κι ο Ζιάντ, κι ο νεαρός από την οικογένεια Μασαλμέ, κι αυτός από τη φυλή Άμπα Ζαΐντ, κι απ’ τη Σαφούρι… Η ιρακινή αντίσταση μου ‘πε: «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου». Και το έκανα.

Δεν το μετανιώνω. Όταν μπαίνω στη μάχη, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτούς που έχω ορκιστεί να προστατέψω, αλλά αυτό το ταξίδι στη Γάζα μέσα από την έρημο Σινά ήταν διαφορετικό. Ήταν γεμάτο ντροπή για μένα. Ένιωσα ότι ήταν η τελική μου ήττα. Οι Αιγύπτιοι ήταν αγενείς απέναντί μας, και βρίζαν τις γυναίκες και τους άντρες μαζί. Όταν διέσχισα τα σύνορα στη Γάζα, γονάτισα κι έκλαψα. Ζήτησα συγχώρεση απ’ το Θεό. Πήγα ν’ αναζητήσω την οικογένειά μου, αλλά κανείς δεν ζούσε. Υπήρχαν μόνο μακρινοί συγγενείς που δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Τους είπα: «Είμαι ένας αγωνιστής για την ελευθερία». Με σεβάστηκαν όταν το είπα, αλλά δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τις ιστορίες που τους έλεγα. Μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση μου έδωσε ένα παλιό τροχόσπιτο όπου μένω ακόμα, περιμένοντας ν’ ακούσω νέα σου. Αν ποτέ τα καταφέρεις ως εδώ, θα βρω μια δουλειά και θα σου νοικιάσω ένα μεγάλο σπίτι. Θα επανορθώσω για το χαμένο χρόνο. Έμαθα ότι ο χρόνος δεν είναι πάντα με το μέρος μας, αγαπημένη Χέμπα. Σε παρακαλώ να τον αξιοποιείς καλά.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Πήγα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού σήμερα να ρωτήσω αν είχαν ακούσει τίποτα για σένα και τους αδερφούς σου. Φάνηκαν να χάνουν την υπομονή τους με μένα, αλλά μετά μου φέραν τσάι και μπισκότα και μου ζήτησαν να περιμένω. Μετά από δυο ώρες, μια νεαρή γραμματέας μου ‘πε ότι δεν είχαν καμία νεότερη πληροφορία, αλλά με ξαναφωτογράφησαν για ν’ ανανεώσουν το προφίλ μου. Η όψη μου σήμερα ίσως σε ξαφνιάσει, Χέμπα. Τα μαλλιά μου είναι λευκά, λείπουν τα πιο πολλά απ’ τα δόντια μου και τα γένια μου είναι μακριά κι αχτένιστα. Αν δεις τη φωτογραφία μου, σε παρακαλώ μη λυπηθείς ή σοκαριστείς. Μόλις ακούσω από σένα, και ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα κουρευτώ και θα κόψω τα γένια μου. Θα αγοράσω καινούρια ρούχα αν μου φτάσουν τα χρήματα. Θα ‘σαι περήφανη να περπατάς δίπλα μου. Βεβαιώσου ότι κανείς δεν σου συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό, αγαπημένη Χέμπα. Σου αξίζει κάποιος που σου φέρεται ευγενικά.

Χέμπα αγάπη μου, προσεύχομαι συνέχεια πλέον. Το καλοκαίρι κάθομαι έξω απ’ το τροχόσπιτο σε μια πλαστική καρέκλα και σε περιμένω. Είναι χειμώνας τώρα. Η μικρή μου σόμπα χάλασε κι η οροφή του τροχόσπιτου έχει τρύπες που μπάζουν νερά στο πάτωμα. Ένας νεαρός μου ‘πε ότι θα ερχόταν να τις φτιάξει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι είναι απασχολημένος. Ίσως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα για να επισκευάσει. Μαζεύω το νερό της βροχής σ’ ένα δοχείο, κι όταν ξεμένω από νερό χρησιμοποιώ της βροχής για να πλυθώ πριν την προσευχή. Εύχομαι να είσαι ασφαλής. Εύχομαι αν δεν ξανακούσω ποτέ μου από σένα ή δε σε ξαναδώ, να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή μακριά απ’ τον πόλεμο· να μην τραυματιστείς ποτέ και να έχεις πάντα ένα σπίτι. Αν δεν μπορείς να έρθεις πίσω στην Παλαιστίνη, μακάρι η Παλαιστίνη να ‘ναι πάντα στην καρδιά σου, όπως είναι στη δική μου.

Χέμπα, μου λείπεις. Είμαι μόνος και φοβάμαι. Σε παρακαλώ πες μου πως είσαι εντάξει. Μόνο ένα γράμμα, μια γραμμή, μια λέξη ακόμα, ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.

Ο πατέρας σου που σ’ αγαπά,

Γάζα, Παλαιστίνη

 

[1] Μαχητές που θυσιάζονται ή πολίτες που σκοτώνονται στο συνεχή αγώνα για απελευθέρωση της Παλαιστίνης

[2] Φυτό που περιέχει διεγερτικό που επάγει κοινωνικότητα, ενθουσιασμό, απώλεια όρεξης και ήπια ευφορία

Γράμματα στη Χέμπα | Α’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Αγαπημένη μου,

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ είδα. Ο χρόνος περνά τόσο αργά τώρα. Είσαι η παντοτινή πυξίδα που οδηγεί τις σκέψεις μου. Προσεύχομαι στο Θεό ότι αυτά τα γράμματα θα φτάσουν σε σένα ενόσω ζω. Αλλά αν είναι της μοίρας μου να μη ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου ποτέ, θα αποχωρήσω απ’ αυτό τον κόσμο ξέροντας στην καρδιά μου ότι τα ονόματά σας ήταν οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισαν τα χείλη μου. Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει για τ’ αμαρτήματά μου. Μονάχα Εκείνος μπορεί να καταλάβει γιατί ένιωσα υποχρεωμένος να κάνω τις επιλογές που έκανα στη ζωή μου, για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας μου. Αυτή είναι η μοναδική μου αλήθεια. Διάδωσέ την και στα αδέρφια σου, κι αν κάνεις παιδιά, που το εύχομαι, σε παρακαλώ πες τους για μένα. Πες τους ότι ο Αλί Αμπουμγκασίμπ ήταν ένας καλός άνθρωπος. Πες τους ότι γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν είχε χώρο για φτωχούς ή περιπλανόμενους σαν κι εμένα. Αλλά πες τους κι ότι αντιπάλεψα τους δαίμονες αυτής της γης μ’ όλη μου τη δύναμη μέχρι την τελευταία μου μέρα.

Χέμπα, προσπάθησα στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου να σε προστατέψω απ’ όλα κακά. Με είδες στην ακμή μου, σαν ένα πολεμιστή με τη στρατιωτική μου στολή, αλλά και σαν ένα συντετριμμένο άνθρωπο που δούλευε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ως χειρώνακτας. Η τσέπη μου έκρυβε το μυστικό ενός ψεύτικου ονόματος σε μια πλαστή ταυτότητα. Παράλληλα, πάλευα για σένα. Και πραγματικά πίστευα ότι μπορούσαμε να νικήσουμε, καιρό φαντασιωνόμουν το τελευταίο μας ταξίδι στην Παλαιστίνη μόλις απελευθερωνόταν. Σε φαντάστηκα να φοράς το θάουμπ[1] που σου αγόρασα από το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, κεντημένο στα χρώματα της σημαίας. Φαντάστηκα τον Άχμαντ ως ένα πολεμιστή επίσης, φορώντας μια χακί στολή, στολισμένη με ασπρόμαυρη καφίγια. Σ’ αυτή τη φαντασίωση, ήμουν γέρος, αλλά αρκετά δυνατός για να θυμάμαι τα πάντα ξεκάθαρα. Θα σε οδηγούσα μέσα απ’ το χωριό μας στην Γουάντι Αλ-Σαλαλά στην Μπιρ Αλ-Σάμπα. «Εδώ είναι που ο παππούς σου, Αγίς, ερωτεύτηκε την γιαγιά σου, Χάμντα,» θα σου ‘λεγα, κι εσύ θα γελούσες και θα επέμενες να σου πω την ιστορία ξανά. Και ήθελες να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια, από το χρώμα τ’ ουρανού ως τα λουλούδια που ανθούσαν. Ήταν κι αυτός φτωχός, Βεδουίνος σαν κι εμένα. Και σαν κι εμένα, ήταν κοντός, σκούρος και ρυτιδιασμένος. Αλλά σ’ αντίθεση μ’ εμένα, είχε λίγη υπομονή. Η ζωή του ήταν πάντα σκληρή κι όταν τον διώξαν απ’ το χωριό του, αυτό το μικρό κομμάτι γης που λέγαμε Αλ-Τουρ αλ-Αμπιάντ, έχασε τα λογικά του. Έχασε τα πάντα.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα για κείνον, Χέμπα. Αλλά άφησα αυτόν και τη μητέρα μου όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε. Οι ζωές μας μετά τη Νάκμπα ήταν χειρότερες απ’ των φτωχότερων προσφύγων. Ο πατέρας μου, ο περήφανος Βεδουίνος του Μπιρ Αλ-Σάμπα, έγινε ο βοσκός των προβάτων ενός φεουδάρχη ονόματι Μοχάμεντ Αλ-Μπασαΐρε. Μόνο στην οικογένεια του ανήκε περισσότερη γη στη Νότια Παλαιστίνη απ’ όλους τους πρόσφυγες μαζί. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Γάζα το ’48, και μεμιάς γίναν άστεγοι και πένητες. Η μάχη τους ήταν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και την ατέρμονη αναζήτηση για το δικαίωμα επιστροφής τους. Θυμάμαι να τον βλέπω με μια μακριά μαγκούρα να οδηγεί τα πρόβατα, από δω κι από κει πάνω στα εύφορα εδάφη. Το μυαλό του πάντα φαινόταν να είναι αλλού. Ποτέ δεν τραγούδησε στα πρόβατα όπως κάνουν οι βοσκοί. Ποτέ δε γέλασε. Ούτε μια φορά. Μπορείς να το διανοηθείς; Ήταν λες και έπαιζε το ρόλο ενός μαντρόσκυλου που δεν ένιωθε καμιά αφοσίωση για τ’ αφεντικό του. Γεννήθηκα το 1951, και δραπέτευσα απ’ το φτιαγμένο από λάσπη σπίτι μας μ’ ένα δωμάτιο προς το βορρά μέσα στα περιβόλια όταν ήμουν έφηβος. Πριν απ’ αυτό δεν είδα τον πατέρα μου να γελάει ούτε μια φορά. Τον άκουγα συχνά να κλαίει, αλλά ποτέ μπροστά μας. Μπορούσα να τον ακούσω να σιγοκλαίει μετά την προσευχή Fajr[2] το χάραμα όταν νόμιζε πως είναι μόνος. Το μέτωπό του άγγιζε κάτω το χαλί της προσευχής, και ξέσπαγε σε δάκρυα και δεν μπορούσε να τελειώσει τη sujud[3] του. Παρακολουθούσα τη σιλουέτα του να τρέμει εκείνη τη στιγμή κάθε μέρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα να τολμήσω να πληγώσω την υπερηφάνεια του με το να του γνωρίσω ότι τον είδα στο πιο αδύναμο σημείο του, να ζητά απ’ το Θεό να τερματίσει το μαρτύριό του και να τον απαλλάξει απ’ την ταπείνωση. Ίσως αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που έφυγα. Ήταν πολύ δύσκολο να είμαι μάρτυρας της κατάστασής του. Ήθελα να παλέψω για εκείνον και για όλο το λαό μου.

Η γιαγιά σου, η Χάμντα, ήταν πιο συγκρατημένη. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της ό,τι κι αν έκανε ο θείος σου ο Μοχάμεντ κι όσο δύσκολος κι αν ήμουν. Ήταν τρυφερή και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή κι είχε μια απλή φιλοσοφία: «Ό,τι δίνει ο Θεός είναι πάντα γλυκό», την οποία συχνά έλεγε στους δυσκολότερους καιρούς. Την θυμάμαι πεντακάθαρα τη νύχτα που έφυγα απ’ το σπίτι, μόλις μήνες μετά την κατάληψη της Γάζας απ’ τους Ισραηλινούς το 1967. Ήταν καλοκαίρι, και φορούσε ένα μακρύ παραδοσιακό φουστάνι από αιγυπτιακό ύφασμα. Άναβε φωτιά μπροστά στο σπίτι μας για να βράσει νερό ώστε ο πατέρας μου να μουλιάσει τα πόδια του και να νιώσει λίγη ανακούφιση μετά την εξοντωτική του μέρα. Ο παππούς σου δεν ήταν ακόμη σπίτι, κι είχε σκοτεινιάσει. Έφυγα χωρίς να πω αντίο σε κανέναν. Αυτό το μετανιώνω. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή τώρα. Μην μετανιώνεις για τίποτα, αγαπητή μου Χέμπα. Κάποιες φορές μας δίνεται μονάχα μία ευκαιρία.

Μέχρι τότε ο θείος σου Μοχάμεντ είχε επίσης δραπετεύσει απ’ τη Γάζα. Ήταν μόνο ενός μήνα όταν οι Βεδουίνοι εξωθήθηκαν απ’ το Μπιρ Αλ-Σάμπα το ’48. Ήταν πολεμιστής στο στρατό του Άχμαντ αλ-Σουχεϊρί κι ήταν απ’ τους λίγους που επέζησαν στη μονάδα του. Ο Απελευθερωτικός Παλαιστινιακός Στρατός τους αποτελούνταν από άτακτους στρατιώτες – φτωχοί φελαχίν[4] καθοδηγούμενους απ’ το πάθος τους να υπερασπιστούν ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους. Βεβαίως, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουν ένα πόλεμο. Όταν οι Αιγύπτιοι τράπηκαν σε φυγή, η ήττα μας ήταν ολοκληρωτική. Ο θείος σου διέφυγε στην έρημο του Σινά. Ένας ολόκληρος στρατός υποχώρησε χωρίς αεροπορική κάλυψη, κι αυτός χωρίς να πει τ’ αντίο του. Με πονάει που δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μετά απ’ αυτή τη μέρα που χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πέθαναν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου παρέμεινε ο βοσκός που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, και η μάνα μου έβραζε νερό για τα πονεμένα πόδια του μέχρι που πέθαναν κι οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο από λάσπη. Μου είπαν ότι πέθανε ενώ γονάτιζε προσευχόμενος, κι ότι τελευταία του ευχή ήταν να δει τον αδερφό μου κι εμένα. Δεν μας ξανάδε ποτέ. Πληρώνω κάποιο τίμημα για τον πόνο που τους προκάλεσα; Θα είναι αυτή κι η δική μου μοίρα; Θα με συγχωρέσει ο Θεός; Εκείνοι με έχουν συγχωρέσει;

Πρέπει να σε δω, Χέμπα, έστω για μια τελευταία φορά. Είσαι το φως των αστεριών που μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω αυτό το δύσκολο ταξίδι που λέγεται ζωή. Η όρασή μου φθίνει, κι οι ουλές μου από σφαίρες ακόμα πονάνε. Μερικές φορές νιώθω πως το αριστερό μου πόδι είναι έτοιμο να μου πέσει, λες και το κρατάει πάνω μου μονάχα δέρμα. Ο γιατρός με επισκέφτηκε στο τροχόσπιτό μου, κι όταν είδε πώς ζω αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα να του δώσω. Μου είπε πως τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστησα στις αραβικές φυλακές έχουν φθείρει το σώμα μου. Μου έδωσε φάρμακα, κι όταν άκουσε την ιστορία μου, μου προσέφερε χρήματα. Τα αρνήθηκα. Η αξιοπρέπειά μου, γλυκό μου παιδί, είναι το μόνο που μ’ απομένει, αυτό κι η ελπίδα ότι θα σε δω μια μέρα, και θα κρατήσω τα χέρια σου μια στιγμή προτού τα μάτια μου κλείσουν για τελευταία φορά.

Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να καθαρίσω την ψυχή μου, τουλάχιστον με σένα που είσαι η σάρκα και το αίμα μου. Ντρέπομαι να σου πω ότι συχνά ευχήθηκα για το θάνατο. Αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν με οδήγησε η δειλία. Ο πόνος μου ήταν τόσο εξοντωτικός κι ο θάνατος έμοιαζε η ύστατη λύτρωση. Μου έκαναν απεχθή πράγματα. Οι Ιορδανοί με γδέρναν με καυτές ράβδους στην πλάτη μου και σφυροκοπούσαν μυτερά αντικείμενα στο κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια προτού με εισάγουν για 4 χρόνια σε ψυχιατρείο. Ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα είναι χαμένος κάπου που δεν μπορώ να βρω, και για να ‘μια ειλικρινής, δεν θέλω να τον βρω. Όχι Χέμπα, ο πατέρας σου δεν ήταν majnoun[5] ακόμα κι αν τα παιδιά στο σχολείο σε πείραζαν για τον τρελό πατέρα σου. Ήταν αυτά τα παναθεματισμένα επιληπτικά επεισόδια που μ’ έκαναν έτσι. Υπάρχουν ουλές σ’ όλο μου το σώμα, που μου θυμίζουν αυτά τα αγωνιώδη χρόνια. Παιδιά στη γειτονιά συχνά μου ζητάνε να τους δείξω τις ουλές μου, και το κάνω. «Είναι το τίμημα που πληρώνεις για την επανάσταση, για τη λευτεριά» τους λέω. Και το εννοώ.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Σήμερα γράφτηκα στον Ερυθρό Σταυρό και συμπλήρωσα τη φόρμα για αγνοούμενα οικογενειακά μέλη. Τους έδωσα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας στον προσφυγικό καταυλισμό Ντίρα στη Συρία. Μου είπαν ότι χιλιάδες οικογένειες αγνοούνται, και πως μπορεί να πάρει πολύ χρόνο ώσπου να σε βρούνε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει λίγη ελπίδα. Ένας νεαρός μου έδωσε το παλιό του κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορώ να λάβω νέα για σένα. Μου έκανε επίσης κάτι που ονόμαζε λογαριασμό e-mail για εμένα, αλλά του είπα ότι δεν μπορώ να το ελέγχω αφού ποτέ δε χρησιμοποίησα υπολογιστές. Μου υποσχέθηκε να το κάνει για λογαριασμό μου και τον ρωτάω κάθε μέρα αν έχει νέα. Αν είχαν αυτά τα μηχανήματα όταν ήμουν νέος, θα έστελνα ένα μήνυμα στον πατέρα μου και θα του ‘λεγα πόσο λυπόμουν που άφησα αυτόν, τη μητέρα μου και την αδερφή μου Αζίζα. Θα του έλεγα ότι χάρη στ’ ότι έφυγα, η Αζίζα είχε καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει αφού θα έτρωγε και το δικό μου μερίδιο από ό,τι λίγο φαΐ κατάφερνε να βρει για μας στο τέλος της μέρας. Θα του έλεγα πόσο λυπόμουν για τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν θα του ‘λεγα ότι τον άκουσα να κλαίει το χάραμα κάθε μέρας. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ξέρουμε τα πάντα. Το να μην αποχαιρετίσω ήταν ανόητο λάθος, αλλά δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Ίσως δε σκεφτόμουν καθόλου. Σίγουρα δεν άκουγα την καρδιά μου.

Σου είπα ποτέ πως όταν έφυγα απ’ το σπίτι, περπάτησα τρεις μέρες μέσα από περιβόλια και κοιλάδες προτού φτάσω στο στο Αλ-Χαλίλ; Απλά ακολούθησα το μονοπάτι από την κοιλάδα της Γάζας το οποίο με οδήγησε στη νότια Νεγκέβ, και τελικά στα βουνά του Αλ-Χαλίλ όπου κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Ένα κορίτσι Βεδουίνων με βρήκε να κοιμάμαι. Δίχως να φοβάται, πήγε σπίτι κι επέστρεψε με τον πατέρα της, έναν ευγενικό σεΐχη που με τάισε και με φιλοξένησε στη σκηνή του για τρεις μέρες. Μετά η φυλή του έφυγε από τη Δυτική Όχθη για την Ιορδανία κατά μήκος της Γέφυρας. Με έκρυψαν στο πάτωμα ενός από τα φορτηγά τους, θαμμένο κάτω από στρώματα και στοίβες από ρούχα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες με πλησίασαν τόσο που μπορούσα να νιώσω την άχνα των σκύλων τους κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλά με την ευλογία του Θεού το καραβάνι μας διέσχισε. Φτάσαμε στην περιοχή Μα’αν στην Ιορδανία. Ήταν μια άδεια, επίπεδη, άγονη γη που η φυλή αποφάσισε να αποκαλέσει σπίτι. Έμαθα πολλά απ’ αυτούς κι είμαι ευγνώμων. Η καλοσύνη είναι κάτι που πολύ λίγοι μου ‘χουν δείξει. Έμεινα μαζί τους για πάνω από ένα χρόνο και μετά πήγα στο Αμμάν, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής.

Είναι αλήθεια, οι Ισραηλινοί με τρόμαζαν. Ακόμα το κάνουν. Αλλά το κουράγιο δεν είναι η επιλογή που κάνουμε σε μια εύκολη κατάσταση. Κουράγιο είναι το να κάνεις αυτό που είναι δύσκολο και τρομαχτικό επειδή ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι η μόνη διέξοδος. Κι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, πρέπει να τις αντιμετωπίσεις για την απώτατη ελευθερία σου. Ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς, να τους διώξω από το Μπιρ Αλ-Σάμπα και ν’ αποκαταστήσω τους γονείς μου στο χωριό τους, να τους δώσω πίσω την τιμή τους κι ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό τους. Όσον αφορά το πώς εντάχθηκα στην αντίσταση, λοιπόν, συνέβη πολύ γρήγορα λες κι επρόκειτο για πεπρωμένο.

Στο Αμμάν είδα ένα όμορφο άντρα να φορά στρατιωτική στολή. Το σακάκι του είχε το έμβλημα της παλαιστινιακής σημαίας στην αριστερή του τσέπη. Τον ρώτησα αν ήταν Παλαιστίνιος πολεμιστής, κι αυτός με κατηύθυνε σ’ ένα κτίριο όπου κατατάχθηκα στους φενταγίν[6]. Γράφτηκα στα γραφεία της Φατάχ στον προσφυγικό καταυλισμό Γουιχντάτ. Εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου όλη. Ήμουν δεκαεπτά χρόνων κι ήταν η ώρα επιτέλους να ξεκινήσω να κάνω αυτό που μου ‘μελλε. Εκεί γνώρισα έναν άνδρα ονόματι Ουαλίντ Νιμρ, με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί Ιγιάντ. Ήταν υπεύθυνος του στρατοπέδου. Όλοι όσοι εντάσσονταν στη Φατάχ είχαν ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Το δικό μου δεν μου δόθηκε μέχρι να πάω στην πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ. Μετά απ’ αυτή, με έλεγαν Σαντάντ. Ήμουν σκληρός τότε, και σου υπόσχομαι πως αν είχα την ευκαιρία να παλέψω για την Παλαιστίνη άλλη μια φορά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, θα το ξανάκανα.

Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση για περπάτημα, χαιρετισμούς κι άλλη βασική εκπαίδευση στο Γουιχντάτ, μέσα στο Αμμάν, μας πήραν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης Καραμέ που ήταν κοντύτερα στα σύνορα με την Παλαιστίνη. Οι εκπαιδευτές μας ήταν Παλαιστίνιοι κι Ιρακινοί. Στο τάγμα που εντάχθηκα με έμαθαν να συναρμολογώ και ν’ αποσυναρμολογώ πολλά είδη όπλων, κυρίως ρωσικά. Έγινα ειδικός του Σίμονοφ και του Καλάσνικοφ. Ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος για το λόχο μας πίστευε πως γεννημένος σκοπευτής. Έτσι μ’ έστειλαν στην Αϊγυπτο το 1969 να εκπαιδευτώ για τρεις μήνες στη στρατιωτική σχολή Αλ-Ταλ Αλ-Κιμπίρ. Μας έβαζαν να κουβαλάμε βάρη και να περπατάμε πολύ μεγάλες αποστάσεις για να χτίσουμε τη δύναμη και την αντοχή μας. Οι εκπαιδευτές μου ήταν κυρίως Παλαιστίνιοι αλλά κι Αιγύπτιοι. Ο ανώτερός μου, Μοχάμεντ Μπαρούντ, ήταν νέος και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Αγαπούσε την πολιτική και τη ρωσική λογοτεχνία κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Οι δεξιότητές του ήταν άφταστες απ’ οποιονδήποτε άλλο στη σχολή. Ήταν πρόσφυγας με ουλές από θραύσματα οβίδων απ’ τον προηγούμενο πόλεμο, και τις έδειχνε περήφανα όταν εξέθετε τις γνώμες του.

Όταν γύρισα απ’ την Ιορδανία, ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερος θείος σου ο Μοχάμεντ ήταν πολεμιστής σε μια επίλεκτη μονάδα που αποκαλούνταν 201 που ήταν μέρος του PLO[7]. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαράς. Όταν συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε. Εγώ έκλαψα παραπάνω. Ένιωσα σαν μετά από τόσα χρόνια χαμένος χωρίς κατεύθυνση ή συγγενή στον ορίζοντα, επιτέλους είχα βρεθεί. Το πρόσωπο του αδερφού μου ήταν σχεδόν ένα αντίγραφο του πατέρα μου πριν εκπέσει στις ρυτίδες και την άπειρη θλίψη. Κι αυτός ήταν οργισμένος, αλλά ήταν πιο συγκρατημένος κι αποφασισμένος, σαν τη μητέρα μου. Ήμουν περήφανος όταν έλεγα ότι ο αδερφός μου πολεμούσε με την 201, κι ότι το πρόσωπό του ήταν όμορφο όπως ενός σταρ του σινεμά. Ήμουν χαρούμενος που επιλέχθηκα να λάβω μέρος μαζί με άλλους σαράντα πολεμιστές από διάφορες οργανώσεις για την πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ, που για μένα φυσικά πάντα θα είναι Παλαιστίνη. Ο θείος σου μου ‘πε πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές, και προσφέρθηκε να πάει αντί για μένα. Αλλά αρνήθηκα. Είχε παιδιά, ενώ εγώ όχι ακόμα. Αν πέθαινα, σκεφτόμουν, θα πέθαινα μέσα στην πατρίδα μου. Αν ζούσα, θα εξιλέωνα το τσακισμένο πνεύμα του πατέρα μου.

*             *             *

Αγαπημένη μου Χέμπα,

Οι ειδήσεις σήμερα ανέφεραν ότι το Ντίραα βομβαρδίστηκε ισχυρά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν. Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είσαι πια εκεί αλλά κάπου αλλού ασφαλέστερα; Όχι πια στη Συρία ή κάποιο άλλο μέρος ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο; Ίσως βρήκες ευκαιρία να δραπετεύσεις; Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειάστηκε να συναντήσεις αδίστακτους διακινητές, ή να διασχίσεις κρύα κι ανελέητα νερά. Μ’ όλη μου την καρδιά, ελπίζω να είσαι μη διατρέχεις κίνδυνο. Μια φωνή μέσα μου λέει πως είσαι ασφαλής. Κι αν όντως έτσι είναι, γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μου ακόμα; Ο νεαρός που τσεκάρει κάθε μέρα το e-mail μου είπε ότι δεν έχει φτάσει κανένα μήνυμα από σένα. Το κινητό μου δεν χτύπησε ούτε μια φορά. Δεν έχω δει ούτε μιλήσει με κανένα για μέρες, εκτός απ’ το μαγαζάτορα όπου αγοράζω τα τσιγάρα και το ψωμί μου. Είναι πάντα απασχολημένος, και δεν ξέρω αν τον ταλαιπωρώ με τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Σιχαίνομαι όταν οι πελάτες του με κοιτούν με οίκτο στα μάτια τους. Αν ήξεραν πόσο δυνατός και γενναίος ήμουν, θα κρατούσαν τον οίκτο τους για λογαριασμό τους· η ιστορία της πρώτης μου αποστολής στο Ισραήλ θα τους έκανε να τρέμουν.

Ήμουν ο νεότερος σαράντα μαχητών κι ένας απ’ τους δέκα που επιλέχθηκαν απ’ τη Φατάχ για την αποστολή. Οι υπόλοιποι ήταν απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης[8], το Δημοκρατικό Μέτωπο και δυνάμεις της Αλ-Σάικα εκπαιδευμένες στη Συρία. Μας έστειλαν εκεί με ξεκάθαρες εντολές και μας είπαν να μην καπνίζουμε καθόλου, αφού το φως απ’ το τσιγάρο μπορεί να εντοπιστεί μίλια μακριά ακόμα και μέσα σε φαράγγια και ειδικά τη νύχτα. Το κάπνισμα δεν σου κάνει καλό, αγάπη μου, οπότε σιγουρέψου ότι κανένα απ’ τα παιδιά σου δεν θα πιάσει αυτή την κακή συνήθεια. Όλοι μας καπνίζαμε, κι οι σαράντα, όλη την ώρα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι του ποταμού Ιορδάνη ως την Παλαιστίνη και κατευθυνθήκαμε νότια προς το Εϊλάτ. Η κωδική ονομασία της αποστολής μας ήταν «Πράσινη Ζώνη». Ο τελικός μας στόχος ήταν να αιχμαλωτίσουμε Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξουμε αργότερα για Παλαιστίνιους κρατούμενους. Επίσης θέλαμε να ανατινάξουμε το λιμάνι του Εϊλάτ προτού επιστρέψουμε στην Ιορδανία μέσω της ερήμου Άκαμπα. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάζαμε. Υπήρχαν πολλές ισραηλινά στρατόπεδα στο δρόμο για τα οποία δεν ήμασταν πληροφορημένοι. Έπρεπε συνέχεια να αυτοσχεδιάζουμε. Τους χτυπήσαμε σκληρά και σκοτώσαμε αρκετούς. Χάσαμε δέκα άντρες μας, απ’ όλες τις παρατάξεις, και τους θάψαμε βιαστικά στην έρημο πριν επιστρέψουμε. Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Εϊλάτ, αλλά αιχμαλωτίσαμε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν λευκοί κι αδύνατοι κι έντρομοι. Ένας ήταν ψηλός κι είχε πορτοκαλί μαλλιά. Ο άλλος φοβόταν τόσο πολύ, που κατουρήθηκε. Λυπήθηκα τον καημένο, αλλά το κράτησα μέσα μου. Δεν ξέρω τι απέγιναν όταν φτάσαμε την Ιορδανία.

Η επανάστασή μας αποκτούσε ορμή κι επιτέλους επανακτούσαμε την πρωτοβουλία κινήσεων μετά την εκκωφαντική ήττα των Αράβων το ’67. Όταν η Φατάχ εισήλθε στο προσκήνιο το ’65, τα πράγματα ξεκίνησαν ν’ αλλάζουν για μας. Δεν μιλούσαν πια αραβικά καθεστώτα για λογαριασμό μας, και δεν περιμέναμε τους Ισραηλινούς να μας επιτεθούν καθώς σαστισμένα ψάχναμε κάλυψη. Τους κυνηγούσαμε στην καρδιά των πόλεών τους. Ο τρόμος που είχαν επιφέρει στο λαό μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς ερχόταν τώρα πίσω να τους στοιχειώσει. Μας επιτέθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό Καραμέ το ’68, ελπίζοντας να καταστρέψουν τις βάσεις μας και να μας ωθήσουν πίσω απ’ τα σύνορα, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, σκότωσαν περισσότερους από μας απ’ ότι εμείς απ’ αυτούς, αλλά παραμείναμε δυνατοί και παλέψαμε σαν λιοντάρια. Οι παρατάξεις του PLO[9] κι ο ιορδανικός στρατός πάλεψαν ενωμένοι. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν τις περισσότερες βάσεις μας, αλλά τους απωθήσαμε. Το Καραμέ μας είχε απελευθερώσει απ’ τους δαίμονες της ήττας λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν τα αραβικά κράτη ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα.

Μετά τη μάχη του Καραμέ, εκκενώσαμε τις βάσεις μας που ήταν πολύ κοντά στον ποταμό και επανεγκατασταθήκαμε βαθύτερα μέσα στη χώρα. Παρότι ενισχυθήκαμε, από κάποιες απ’ τις παρατάξεις έλειπε πειθαρχία και προκλήθηκε πολιτικό χάος. Ο Χασεμίτης Βασιλιάς ένιωσε την κυριαρχία του να απειλείται, και πιστεύαμε ότι ο βασιλιάς συνωμοτούσε με τη Δύση και το Ισραήλ για να μας διώξουν απ’ την Ιορδανία. Ξέσπασε σύγκρουση με τον βασιλιά Χουσεΐν, οπότε η κοινή μας νίκη το ’68 έγινε η συλλογική μας ντροπή δυο χρόνια μετά σ’ ένα ψευτο-εμφύλιο πόλεμο. Παλεύαμε ενάντια στο Βασιλιά, που δεν έδειξε ίχνος οίκτου καθώς εξαπέλυε την οργή του, σκοτώνοντας χιλιάδες αθώων ανθρώπων στους προσφυγικούς καταυλισμούς που ήταν αμέτοχοι στον πόλεμο. Έγινε το ένα μακελειό μετά το άλλο, και καμιά αραβική χώρα δεν επενέβη παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις για βοήθεια. Οι Σύριοι δίστασαν πολύ ώσπου να επέμβουν, κι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμντούλ Νάσερ, που συνέπασχε μαζί μας, πέθανε αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη του 1970. Ο λαός μας σφαζόταν σωρηδόν, με άλλες πέντε χιλιάδες νεκρούς μέσα σε δέκα μέρες.

Νιώθαμε σαν η επανάστασή μας να είχε καταρρεύσει μετά τα μακελειά, ότι ποτέ ξανά δεν θα αποκαθιστόμασταν. Μέλη της Φατάχ που αρνούνταν τη συμφωνία μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Βασιλιά της Ιορδανίας έφτιαξαν την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», και προσπάθησαν να εκδικηθούν το Βασιλιά και τους ακολούθους του. Με πιάσαν να βάζω δυναμίτη στο αεροδρόμιο Εμίρ Μοχάμεντ, ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο που κατά βάση εξυπηρετούσε τους μονάρχες. Ήμουν απασχολημένος συνδέοντας τα καλώδια κι άλλα τέτοια όταν φτάσαν οι στρατιώτες, κι ήταν πολύ αργά για μένα να διαφύγω. Με έδειραν άσχημα, και μ’ έριξαν σε μια τεράστια σπηλιά μεταξύ Τζαράς και Ίρμπιντ. Πολλοί άντρες ήταν εκεί, αλυσοδεμένοι, με αιμορραγίες ή νεκροί. Μετά μεταφέρθηκα στη μονάδα πληροφοριών στο Αμπντάλι όπου θα με εξανάγκαζαν να εξομολογήσω. Τους είπα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός». Πήραν ένα μεγάλο μαχαίρι κι άρχισαν αργά να κόβουν πίσω απ’ το λαιμό μου. Ένιωθα το αίμα να τρέχει στην πλάτη και τους ώμους μου. Ούρλιαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ποτέ μου δεν έπιασα όπλο». Τότε μου κάρφωσαν μυτερές μεταλλικές ράβδους στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Το αίμα έβγαινε από μέσα απ’ το στόμα μου. Σφάδαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ψάχνω τη φυλή μου». Με παρέπεμψαν στο δικαστήριο και με καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο: για αντίσταση στο στρατό, απόπειρα να ανατινάξω ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο και για είσοδο στην Ιορδανία δίχως έγγραφα. Τους απάντησα ότι μπορούν να με σκοτώσουν μόνο μια φορά. Με κράτησαν στη φυλακή Μαχάτα για δεκαπέντε μέρες, μετά με μετακίνησαν στη φυλακή Αλ-Τζαφρ στην τεράστια έρημο μεταξύ Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας όπου μόνο λίγοι έζησαν να εξιστορήσουν τη φρίκη της. Περίμενα τη θανατική καταδίκη μου, μετά αποφάσισα να δραπετεύσω. Ο θάνατος θα μ’ έβρισκε ούτως ή άλλως, άρα δεν είχα τίποτα να χάσω.

Χέμπα, ένας λόγος που είμαι χαρούμενος που έζησα είναι που αργότερα παντρεύτηκα τη μητέρα σου κι αυτή γέννησε εσένα. Αλλά δυστυχώς, δε σ’ έχω δίπλα μου στα γεράματά μου. Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανή, ή Θεός φυλάξοι… δεν μπορώ καν να ξεστομίσω τη λέξη.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε σήμερα στο τροχόσπιτό μου και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για σένα. Μου ‘παν «περιέγραψε τη μεγάλη σου κόρη» κι εγώ τους είπα «το πρόσωπό ήταν σαν το φεγγάρι, κι όταν χαμογελά, είναι λες κι ο ήλιος ανέτειλε». Γέλασαν και μου ‘παν ότι μια τέτοια περιγραφή δεν τους βοηθά. Αλλά βοηθά εμένα. Η μέρα που γεννήθηκες, ήταν η πρώτη φορά σ’ όλη μου τη ζωή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν μια εκστασιαστική αίσθηση χαράς που δεν την περίμενα. Σιωπηλά δάκρυα χαράς έρρευσαν στο πρόσωπό μου όταν πρώτη φορά σε κράτησα στα χέρια μου. Είπα, θα την ονομάσω «Χέμπα» γιατί είναι ένα δώρο απ’ το Θεό, ένα δώρο που δεν αξίζει σ’ ένα νομά σαν και του λόγου μου. Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δε θα σ’ έβλαπτα, ούτε θα επέτρεπα σε άλλον να σε βλάψει, ποτέ. Αλλά σ’ έχασα. Προσεύχομαι στον Θεό κάθε στιγμή που ‘μια ξύπνιος να σε βρει. Τον ικετεύω για το έλεός του, για μια δεύτερη ευκαιρία. Κι όταν σε βρω, δε θα σε ξαναχάσω ποτέ.

Όταν σε ρωτάνε, Χέμπα, τους λες ότι είσαι Βεδουίνα; Εγώ πάντα απαντώ: «Είμαι Παλαιστίνιος Βεδουίνος». Είμαι νομάς χάρη στ’ ότι προσπαθώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ακόμα βλέπω τ’ άστρα όταν θέλω να προσανατολιστώ ή προσπαθώ να βρω το σπίτι. Αυτή είναι μια δεξιότητα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου πριν εγκαταλείψω τους γονείς μου. Αυτό το δώρο και μόνο μου ‘σωσε τη ζωή. Εύχομαι να μπορούσα να σε διδάξω, Χέμπα. Θα μπορούσε να ‘ναι η παράδοσή μας κι εσύ θα μπορούσες να τη μεταβιβάσεις στα παιδιά σου.

Όταν έφυγα από το Αλ-Τζαφρ, διέσχισα τις ερήμους της Ιορδανίας ως τη Συρία, καθοδηγούμενος απ’ τα αστέρια. Περπάτησα τη νύχτα κι έσκαψα τρύπες στο χώμα για να κρυφτώ απ’ τους συνοριοφύλακες και τον καυτό ήλιο της μέρας. Ήξερα ότι η ουρά του Γαλαξία οδηγούσε στη Δαμασκό, κι έτσι την ακολούθησα. Κι όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σε καιρούς πείνας, κράτησα ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα μου για ώρες συνεχόμενες για να βγάζω σάλιο. Μπορείς να ‘σαι περήφανη, Χέμπα, που εμείς ξέρουμε να επιβιώνουμε. Στα σύνορα, μ’ έπιασαν φύλακες που με παρέδωσαν στη συριακή υπηρεσία πληροφοριών. Η εμπειρία μ’ έχει διδάξει ότι όλοι οι Άραβες πράκτορες είναι το ίδιο – βίαιοι, μειωτικοί κι άσπλαχνοι. Αλλά για καλή μου τύχη, ο ξάδερφός μου ήταν μέλος της Φατάχ στη Συρία, οπότε παραδόθηκα σ’ αυτόν.

Τότε ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια. Έχανα τις αισθήσεις μου στη στιγμή. Το σώμα μου συσπαζόταν κι έπεφτα στο έδαφος. Είναι τρομαχτικό να χάνεις κάθε έλεγχο του σώματός σου. Νόμιζαν ότι τα βασανιστήρια που υπέστησα στην Ιορδανία μ’ έκαναν τρελό, οπότε μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική κλινική στο νοσοκομείο Ιμπν Σίνα όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια κι ήμουν συχνά δεμένος στο κρεβάτι για ώρες. Πολύ λίγα θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι πως μια στο τόσο μ’ έφερναν πίσω στο νοσοκομείο, γυμνό. Μου έλεγαν ότι είχα γδυθεί και πλανιόμουν στο δρόμο. Αυτά τα επεισόδια λιγόστεψαν, κι η στρατιωτική διοίκηση της Φατάχ τελικά κατάφερε να με βγάλει απ’ αυτό το μέρος. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Αλί Χατζάζ και τον Ηατζ Μουτλίκ, δύο εξαιρετικούς αξιωματικούς της Φατάχ, για τη συμπαράστασή τους αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς, θα είχα χαθεί σ’ αυτό τον τόπο ως ένας τρελός σε μια ξένη χώρα.

Ήταν κατά το τέλος του 1974 που εντάχθηκα στην Αντίσταση στο Λίβανο. Ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Οι άντρες πίστευαν ότι δεν θα ‘πρεπε να με στείλουν σε άλλες αποστολές μέσα στο Ισραήλ λόγω της ασθένειάς μου. Αντ’ αυτού, με βάλαν να δουλεύω στο σώμα τραυματιών στον προσφυγικό καταυλισμό Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ στη Βυρηττό. Υπαγόταν στο γραφείο του Γιάσερ Αραφάτ τότε, αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε Τάγμα 17. Κοιμόμουν στο γραφείο μιας και δεν είχα σπίτι ούτε μέρος να πάω μετά τη δουλειά. Λίγο αφού έφτασα, ξέσπασε ο λιβανέζικος εμφύλιος, και βρέθηκα να παλεύω και σ’ αυτό τον πόλεμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπλέχτηκα σ’ αυτό τον πόλεμο. Δεν έβλεπα τους Λιβανέζους ως εχθρούς, ούτε ένιωσα το Λίβανο σπίτι μου. Όταν το PLO έφυγε απ’ την Ιορδανία κι έφτασε στο Λίβανο, αναστάτωσε την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία αυτής της χώρας. Βλέπεις, οι Λιβανέζοι ήταν πάντα σε διαμάχη. Πολλές σέχτες και θρησκείες και ομάδες όλες πολεμούσαν η μία την άλλη για επιβίωση ή κυριαρχία. Υπήρχαν πολλοί Παλαιστίνιοι στο Λίβανο, αρχικά ως πρόσφυγες που έφθασαν μετά τη Νάκμπα το ’48. Όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν να οργανώνονται στο Λίβανο, οι πρόσφυγες ένιωσαν ένα είδος ελευθερίας που δεν είχαν ξανανιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Σύντομα το PLO σύναψε μια συμμαχία επιτιθέμενο σε Ισραηλινούς οικισμούς, προκαλώντας εσωτερικές ταραχές στο Λίβανο.

Ενώ μετανιώνω τον πόλεμο που ξέσπασε, δε μετανιώνω τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν. Τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όταν Παλαιστίνια προσφυγάκια σφαγιάστηκαν στο Έιν Αλ-Ρουμανέ; Ήταν αθώα παιδιά, για τ’ όνομα του Θεού, φορούσαν μαύρα κι άσπρα κασκόλ και τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια σ’ ένα λεωφορείο στο δρόμο για το σπίτι τους στον προσφυγικό καταυλισμό Ταλ Αλ-Ζατάρ, όταν πολιτοφυλακές Φαλαγγιτών τους έστησαν ενέδρα. Σκότωσαν τα περισσότερα όταν πυροβόλησαν από τρεις διαφορετικές θέσεις, και μετά μαχαίρωσαν τους τραυματίες με ξιφολόγχες. Τι κτήνη είναι αυτά που δολοφονούν άκακα παιδιά; Δεν υπάρχουν καθόλου κανόνες; Αυτοί οι βάρβαροι δεν δίστασαν ποτέ να συνεργαστούν με τους Σιωνιστές εναντίον του ίδιου τους του λαού και εναντίον των Παλαιστινίων, και γιατί; Για να παραμείνουν οι κυρίαρχοι του Λιβάνου;

Ευχαριστώ το Θεό που δεν είχα οικογένεια αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αν ήξερες τι έκαναν οι Φαλαγγίτες κι οι Σύριοι σύμμαχοί τους στο Ταλ Αλ-Ζατάρ το ’76, τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, θα τρόμαζες. Πολιόρκησαν τον καταυλισμό για πολλές μέρες μέχρι που οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν. Μετά σφάγιασαν χιλιάδες και κατέστρεψαν τον καταυλισμό ολοσχερώς. Άνθρωποι σκοτώνονταν αν η ταυτότητά τους έδειχνε ότι ανήκαν στη λάθος ομάδα. Ήμουν ακόμα στο γραφείο του Τάγματος 17, όπου κοιμόμουν, καθάριζα και διεκπεραίωνα τα έγγραφα για τους πολλούς τραυματίες. Έτυχε ν’ ακούσω μια συζήτηση μεταξύ πολεμιστών για ένα μεγάλο φορτηγό με πολυβόλο αναρτημένο στο πίσω μέρος του, που οι χριστιανοί Φαλαγγίτες χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατούν τους Λιβανέζους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Δίχως δισταγμό, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τους είπα: «Θα το καταρρίψω». Ξαφνιάστηκαν μιας κι ήμουν ένας γραφιάς που είχε αφήσει τα όπλα του χρόνια πριν. Δεν με είχαν δει στο πεδίο. Πήρα ένα αντιαρματικό από έναν απ’ τους πολεμιστές και σκαρφάλωσα ένα τοίχο κοντά σ’ ένα νεκροταφείο που οδηγούσε σε μια εκκλησία στην οδό Παλιά Σαΐντα. Περίμενα εκεί το φορτηγό να εμφανισθεί, κι όντως εμφανίστηκε, οδηγώντας αργά σαν θηρευτής στο κυνήγι. Το ανατίναξα με την πρώτη. Τότε, απ’ το πουθενά, ένιωσα λες και στεκόμουν σε μια λίμνη με ζεστό νερό, κι έπεσα. Αίμα χύθηκε παντού.

Ένας απ’ τους ελεύθερους σκοπευτές τους με είχε δει από την άλλη μεριά του δρόμου και πυροβόλησε μια εκρηκτική σφαίρα στο μπράτσο μου. Θρυμμάτισε το κόκκαλο σε πολλά κομμάτια. Δεν ξέρω πώς οι γιατροί κατάφεραν να το επανενώσουν. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Γάζα μέσα στον προσφυγικό καταυλισμό της Σάμπρας κι από κει σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί όπου προηγουμένως ήταν το κτίριο της Αραβικής Λίγκας στο Φακαχανί. Ήταν ένας αγώνας να με πάνε εκεί, καθώς όλη η Βηρυτός ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε εμάς και τους συμμάχους μας κι αυτούς και τους συμμάχους τους. Η Φατάχ, άλλες παρατάξεις του PLO και οι Λιβανέζοι σύμμαχοί μας ελέγχαμε τη δυτική Βηρυτό κι οι Φαλαγγίτες ήταν στην ανατολική. Στα νοτιοανατολικά ήταν οι Δρούζοι και πολλές άλλες παρατάξεις έλεγχαν μικρές περιοχές σ’ όλη την πόλη, καταλαμβάνοντας δρόμους, σχολεία και γραφεία. Παντού είχε ελεύθερους σκοπευτές. Πολλοί πυροβολήθηκαν επειδή πήραν μια λάθος στροφή ή διέσχισαν το λάθος δρόμο.

Ξύπνησα στο Φακαχανί φορώντας ένα μεγάλο νάρθηκα. Ήμουν έξαλλος. Έφυγα αμέσως απ’ το νοσοκομείο και δανείστηκα ένα Σίμονοφ. Αγόρασα ένα μικρό κιάλι, το κόλλησα πάνω στο τουφέκι στην οδό Ασάντ Αλ-Ασάντ όπου κρύφτηκα μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που είχε τρυπηθεί από εκατοντάδες σφαίρες. Έστησα το τουφέκι στην άκρη ενός παραθύρου που έβλεπε στην καρδιά του Έιν Αλ-Ρουμανέ όπου οι χριστιανοί Φαλαγγίτες αρμένιζαν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του δρόμου που έσφυζε από κόκκινα άνθη. Στην άλλη πλευρά ήταν ο κυρίως δρόμος που ανεβοκατέβαιναν οι πολιτοφυλακές των Φαλαγγιτών. Έμαθα να είμαι καλός σκοπευτής στο Ταλ Αλ-Κιμπίρ στην Αίγυπτο. Πίστευα πως θα χρησιμοποιούσα τις δεξιότητές μου για να παλέψω Ισραηλινούς, όχι Λιβανέζους. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις, αγαπητή Χέμπα. Γιατί έπρεπε να σφαγιάσουν αυτά τα παιδιά; Γιατί σφάγιασαν όλο το Ταλ Αλ-Ζατάρ; Πήρα την εκδίκησή μου, και πέντε Φαλαγγίτες στρατιώτες κείτονταν νεκροί ο ένας πάνω απ’ τον άλλο στο δρόμο.

Ο ώμος μου ανάρρωσε μετά από δύο εβδομάδες κι εντάχθηκα σε μια μικρή μονάδα που περιλάμβανε τον Χασάν Αμπού Αλί, τον Μπασάμ και τον Μουντακίμ. Φυλούσαμε την οδό Τζαμάλ Αμντούλ Νάσερ στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, και πυροβολήσαμε στους Φαλαγγίτες όποτε πλησίαζαν. Ταϊζόμασταν από το σπίτι του Χαντίρ Αλ-Ανάν, μιας Λιβανέζικης μουσουλμανικής οικογένειας που ήταν καταπιεσμένοι σαν κι εμάς και πάλευαν για ένα μεγαλύτερο μερτικό της χώρας τους. Υπήρχαν εκτενείς διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων, όλων των μουσουλμάνων, Σούνι και Σία.

Τότε είναι που γνώρισα τη μητέρα σου. Ήταν μια Αιγύπτια που δούλευε ως υπηρέτρια. Ήταν μελαμψή και πολύ γλυκιά. Ήταν τρυφερή μαζί μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν τρόφιμα. Ο αδερφός μου ο Μοχάμεντ, που επίσης πάλευε στο Λίβανο, με πίεζε να σκεφτώ το γάμο. Δεν φαντάστηκα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μπορούσε κανείς να μ’ αγαπήσει, ή ότι εγώ θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποια άλλη. Το μυαλό μου ήταν πάντα απασχολημένο με άλλα προβλήματα. Διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, οπότε ζήτησα απ’ τη μητέρα της, που δούλευε επίσης ως υπηρέτρια στο Λίβανο, το χέρι της. Η Καρίμα ήταν πολύτιμη και τόσο καλή με μένα από τη μέρα που την πρωτογνώρισα ως τη μέρα που την έχασα πολλά χρόνια μετά. Πόσο μου λείπει η μητέρα σου. Ξέρω ότι της λείπω κι εγώ. Ποτέ δεν έμαθε ότι ήμουν στη φυλακή όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήταν τόσο θυμωμένη μαζί μου που δεν γύρισα να τη σώσω. Θα της εξηγήσω τα πάντα, Χέμπα. Θα επανορθώσω. Θα κάνω το παν για να ενώσω την οικογένειά μου. Όλα θα είναι εντάξει όταν σε βρω, Χέμπα.

[1] Παραδοσιακή αραβική φορεσιά

[2] Μια απ’ τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές της ισλαμικής θρησκείας που μπορεί να εκτελεστεί μεταξύ αυγής και ανατολής του ήλιου

[3] Η βαθιά υπόκλιση ή γονάτισμα ενώπιον του Θεού

[4] Χωρικοί

[5] Τρελός

[6] Αντάρτες, αγωνιστές για την ελευθερία

[7] Palestine Liberation Organisation, Οργανισμός Απελευθέρεωσης της Παλαιστίνης

[8] PFLP – Popular Front for the Liberation of Palestine, παλαιστινιακή αντιστασιακή οργάνωση

[9] Palestine Liberation Organisation, ένωση αντιστασιακών οργανώσεων, αναγνωριζόμενη σήμερα ως νόμιμη κυβέρνηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών

Στη μνήμη του αδελφού μου, Μοχάμεντ

Η 29χρονη Doaa Alremeili από τη Γάζα έγινε δεκτή για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και κατάφερε να διαφύγει από τη Γάζα το Νοέμβριο φέτος πληρώνοντας 500 δολάρια. Έκτοτε προσπαθεί να διατηρεί επαφή με την οικογένειά της που παρέμεινε εκεί. Λίγο μετά την αναχώρησή της σκοτώθηκε ο μικρότερος αδελφός της, Μοχάμεντ. Ακολουθούν δύο γράμματα που του έχει στείλει, τα οποία ανέβασε το mondoweiss.net, ένα ανεξάρτητο διαδικτυακό εγχείρημα δημοσιογραφικής κάλυψης των εξελίξεων σχετικά με την Γάζα.

Βομβαρδισμένα σπίτια στις 22 Δεκεμβρίου 2023 στην περιοχή Deir-El-Balah της Κεντρικής Γάζας, εκεί όπου διαμένει η οικογένεια της Doaa


Τάφος του Μοχάμεντ,
Διάδρομος των 30 μαρτύρων,
Νεκροταφείο Deir-El-Balah,
Μέση Περιοχή, Γάζα, Παλαιστίνη

27 Νοεμβρίου 2023

Στον Μοχάμεντ,

Το ξέρω πως άργησα. Αλλά παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Έχει περάσει μια εβδομάδα από τότε που το ισραηλινό θραύσμα σε σκότωσε. Την περασμένη εβδομάδα, τις πρωινές ώρες, ήσουν ζωντανός, όμορφε αδελφέ μου. Μου λείπεις πολύ.

Ποτέ δεν πίστευα ότι είχα τόση αγάπη για σένα στην καρδιά μου. Βλέπεις, ποτέ δεν σταματήσαμε να μαλώνουμε. Μισούσαμε ο ένας τον άλλον. Αλήθεια, Μοχάμεντ, ήταν άραγε έτσι; Σπάνια συμφωνούσαμε σε κάτι. Ήσουν πολύ πεισματάρης και εγώ ακόμα περισσότερο.

Μοχάμεντ, καθώς περνά η μέρα, περνάω από διάφορες συγκεχυμένες καταστάσεις αντίληψης της πραγματικότητας. Για λίγες ώρες, είμαι εντάξει με την απουσία σου. Αισθάνομαι ότι είσαι ακόμα εκεί, και όποτε θα επιστρέφω στο σπίτι μας, θα σε βλέπω. Αλλά για τις επόμενες ώρες, κλαίω. Όχι, το κλάμα έρχεται μετά από λίγο, για την ακρίβεια. Πρώτα, υπάρχει αυτός ο άγνωστος πόνος στην καρδιά μου. Είναι πολύ άσχημος. Δεν μου αρέσει. Δεν τον έχω ξανανιώσει ποτέ. Είναι πολύ οδυνηρός. Σαν να ξυπνάει ένα παράξενο πλάσμα στην καρδιά μου. Εισπνέει και εκπνέει φωτιές. Αντιλαμβάνομαι την παρουσία του ακόμα και στις πιο ήσυχες στιγμές μου. Τότε, η ιδέα ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ σε αυτή τη ζωή μου επιτίθεται. Η τρομερή ιδέα ότι δεν αναπνέεις πια. Δεν περπατάς πια κάτω από τον ήλιο. Δεν είσαι πια μούσκεμα από τη βροχή. Δεν οδηγείς πια τη μοτοσικλέτα σου στους δρόμους της καταραμένης Γάζας. Δεν τσακωνόμαστε πια. Και αρχίζω να κλαίω.

Ξέρεις πώς έμαθα ότι σε σκότωσαν; Δεν ξέρεις, έτσι; Ξέρεις καν πώς σκοτώθηκες, Μοχάμεντ;

Τι σε έκανε να πας στη φάρμα, Μοχάμεντ; Άσε τα πρόβατα να πεθάνουν από την πείνα. Οι άνθρωποι σφαγιάζονται. Τα πρόβατα δεν είναι τόσο πολύτιμα, γλυκέ μου. Το να τους φέρεις σανό δεν ήταν τόσο απαραίτητο. Άφησέ τα να πεθάνουν, Μοχάμεντ. Άσε όλα τα πρόβατα στον κόσμο να πεθάνουν. Γιατί ήσουν τόσο ευαίσθητος, αγαπημένε μου; Βλέπεις, οι Ισραηλινοί δεν ήταν ευαίσθητοι μαζί σου, Μοχάμεντ.

Ο ισραηλινός στρατός χτύπησε το καινούργιο που μόλις ολοκληρώθηκε σπίτι μας με μια οβίδα πυροβολικού, και ένα θραύσμα 2-3 χιλιοστών σε χτύπησε πίσω από το αριστερό σου αυτί. Αυτό ήταν. Σου πήραν την ψυχή. Μην ανησυχείς για τα δύο παιδιά που ήταν μαζί σου. Ο Siraj και ο Amer τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο Amer με σπασμένα κόκαλα πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο την ίδια μέρα λόγω της κρίσης που περνούν τα νοσοκομεία. Ο Siraj υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και ανέκτησε τις αισθήσεις του την επόμενη μέρα. Αλλά έζησαν. Τα κατάφεραν. Είμαι τόσο χαρούμενος για τα δύο καημένα αγοράκια. Και είμαι επίσης τόσο χαρούμενη για σένα. Οι άγγελοι σε διάλεξαν, Μοχάμεντ.

Όσο για το πώς έμαθα για τη δολοφονία σου, ήμουν στο μετρό. Μόνη μου. Στο δρόμο για τη σχολή. Ήταν 2:00 το μεσημέρι. Η μητέρα μας μου έγραψε στο WhatsApp, ως συνήθως, χωρίς τηλεφωνήματα, ρωτώντας με πώς τα πάω; Εγώ, όπως πάντα, γράφω όλες τις απαντήσεις και τις ερωτήσεις μου σε ένα μήνυμα. Δεν μπορώ να πάρω το ρίσκο να στείλω κάθε πρόταση μόνη της με τόσο κακές συνδέσεις στο διαδίκτυο στη Γάζα. Με αυτόν τον τρόπο, η εγγύηση ότι θα φτάσει το μήνυμα είναι μεγαλύτερη. Τότε η μαμά μας έστειλε μια λέξη: “Doaa”.

Αμέσως, ένιωσα ότι κάτι ερχόταν. Κάτι που δεν θα μου άρεσε. Οι λέξεις άρχισαν να πέφτουν στο μυαλό μου κάπως έτσι:

“Με τη θέληση του Θεού ο Μοχάμεντ έγινε μάρτυρας”.

“Χάρη στον Αλλάχ υπήρξε φως στο πρόσωπό του”.

“Τίποτα δεν ήταν εκεί.”

“Πήγε στη φάρμα μας λίγο σανό για τα πρόβατα.”

“Ο Αλλάχ μας αρκεί και Αυτός είναι ο καλύτερος πληρεξούσιος.”

Αυτό είναι, Μοχάμεντ. Έτσι έμαθα για τη δολοφονία σου. Έγραφα, τα δάχτυλά μου τρέμανε και τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα και περιτριγυρισμένη από αγνώστους, στη μαμά μας, προσπαθώντας να την παρηγορήσω. Στο κάτω-κάτω, μόλις είχε χάσει έναν γιο. Τον πρώτο από τα αγόρια της.

“Ανήκουμε στον Αλλάχ και σ’ Αυτόν θα επιστρέψουμε”.

“Ο Αλλάχ μας αρκεί και Αυτός είναι ο καλύτερος πληρεξούσιος”.

“Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Αλλάχ.”

Τότε η μαμά μας μου ζήτησε να σε συγχωρήσω. Μπορείς να το φανταστείς; Να μου ζητάει να σε συγχωρήσω; Ήθελα να ανταλλάξω τη ζωή μου με τη δική σου. Ή τουλάχιστον να μοιραστώ ό,τι έχει απομείνει από τη δική μου μαζί σου. Γιατί να μην γίνεται μια τέτοια συμφωνία; Είμαι μεγαλύτερη. Έπρεπε να είχα πεθάνει πριν από σένα. Εσύ θα έπρεπε να με κλάψεις. Όχι το αντίθετο, Μοχάμεντ.

Έσυρα τον εαυτό μου έξω από το σταθμό του μετρό μέχρι το μάθημά μου στην πανεπιστημιούπολη της Sulaymaniyah. Όταν με είδαν τα κορίτσια, ανησύχησαν και πετάχτηκαν προς το μέρος μου, ρωτώντας τι συνέβη. “Υπάρχουν άσχημα νέα;” Προσπάθησα να μεταφέρω τα νέα του μαρτυρίου σου με όσο το δυνατόν περισσότερη περηφάνια μέσα στα δάκρυα που έτρεχαν και στους σπασμένους λυγμούς μου. “Όχι, στην πραγματικότητα, δεν είναι άσχημα νέα. Ο αδελφός μου σήμερα το πρωί έγινε σαχίντ”. Όλες ξέσπασαν σε δάκρυα για σένα, Μοχάμεντ. Τότε ήρθε ο δάσκαλός μου και έμαθε τα νέα. Για χάρη των όμορφων ματιών σου, αδελφέ μου, ο δάσκαλός μου αρνήθηκε να κάνει μάθημα. Για τα όμορφα μάτια σου, Μοχάμεντ, διάβασε το Κοράνι. Για τα όμορφα μάτια σου, Μοχάμεντ, όλοι ξέσπασαν σε δάκρυα.

Πώς επέστρεψα στην εστία, δεν ξέρω. Πώς μπόρεσα να μεταφέρω τα νέα στους ανθρώπους, δεν ξέρω. Έκλαψα, Μοχάμεντ. Τα μάτια μου πρήστηκαν και άρχισα να έχω πονοκέφαλο. Στα μάτια μου! Το πιστεύεις αυτό, Μοχάμεντ; Δεν αισθάνομαι ότι έκλαψα τόσο πολύ. Πέρασαν επτά μέρες και ακόμα δεν νιώθω ότι έκλαψα αρκετά για σένα.

Μοχάμεντ, πρέπει να μισώ τον θάνατο που μας χωρίζει; Ή μήπως πρέπει να μισήσω τους Ισραηλινούς που έριξαν εκείνη τη βόμβα; Ή μήπως πρέπει να μισήσω τους Αμερικανούς που χρηματοδοτούν και εξοπλίζουν το Ισραήλ; Ή θα έπρεπε να μισώ τις χώρες της Δύσης που υποστηρίζουν το Ισραήλ; Ή μήπως θα έπρεπε να μισώ τους Άραβες και τους μουσουλμάνους ηγέτες που βλέπουν τη Γάζα να σφαγιάζεται με τα χέρια σταυρωμένα; Λοιπόν, αγαπημένε μου αδελφέ, τους μισώ όλους.

Σου στέλνω χαιρετισμούς μετά από κάθε προσευχή. Φτάνουν σ’ εσένα; Είμαι σίγουρη ότι φτάνουν. Μπορώ να σε φανταστώ να κάθεσαι ειρηνικά, να χαμογελάς αθώα και να επιδεικνύεις τα τέλεια δόντια σου, να χοροπηδάς ευτυχισμένος όταν οι άγγελοι σου μεταφέρουν τους χαιρετισμούς μου και να λες περήφανα: “Πάντα ήξερα ότι με αγαπάει”.

Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σταματήσω ποτέ να σου γράφω. Υπόσχομαι ότι δεν θα σταματήσω ποτέ να σου στέλνω χαιρετισμούς. Υπόσχομαι ότι δεν θα συμφιλιωθώ ποτέ με κανέναν από αυτούς, Μοχάμεντ.

Doaa

Ο Μοχάμεντ Αλρεμέιλι


Η κατάσταση στη Γάζα χειροτερεύει, Μοχάμεντ

Τάφος του Μοχάμεντ,
Διάδρομος των 30 μαρτύρων,
Νεκροταφείο Deir-El-Balah,
Μέση Περιοχή, Γάζα, Παλαιστίνη

22 Δεκεμβρίου 2023

Στον Μοχάμεντ,

Σήμερα, έχουν περάσει 32 ημέρες από τότε που τα θραύσματα από μια οβίδα του ισραηλινού πυροβολικού σε σκότωσαν. Κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τώρα είσαι ξαπλωμένος σε μια τρύπα σαν τάφρο, μόνος, καλυμμένος με χώμα, παρόλο που είναι το χώμα των Αγίων Τόπων, η καρδιά μου σφίγγεται από πόνο για σένα. Εσύ κι εγώ, Μοχάμεντ, ξέρουμε πολύ καλά τι είδους δεισιδαιμονίες που σχετίζονται με τον θάνατο γεμίζουν την ατμόσφαιρα της πόλης μας, της Γάζας. Αλλά εσύ δεν είσαι νεκρός. Δεν είσαι ανάμεσα στους νεκρούς, Μοχάμεντ, σωστά; Είσαι ένας μάρτυρας, που σημαίνει ότι είσαι θνητός τώρα και ζεις σε έναν κόσμο πέρα από τη συνείδηση και την κατανόησή μας μπροστά στον Αλλάχ.

Εμείς, οι Παλαιστίνιοι και γενικά οι Μουσουλμάνοι, έχουμε στιγματιστεί από τη Δύση ως “λάτρεις του θανάτου”. Ωστόσο, το αντίθετο συμβαίνει. Μας αρέσει να ζούμε. Μας αρέσει να χτίζουμε και να ευημερούμε. Μας αρέσει να έχουμε υψηλές προσδοκίες και ελπίδες για το μέλλον μας. Μας αρέσει να γελάμε. Εμείς, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, γνωρίζουμε πόσο πολύτιμη είναι η ζωή μας. Μας αξίζει να ζούμε.

Μοχάμεντ, δεν ξέρω πώς να στο πω, αλλά έχω χάσει την επικοινωνία με την οικογένειά μας εδώ και δυόμισι μέρες. Περιμένω ακόμα οποιαδήποτε είδηση από αυτούς. Ελπίζω να είναι καλά. Τις προάλλες, αντιμετωπίσαμε το ίδιο πρόβλημα. Ο ισραηλινός στρατός συνεχίζει να χτυπά τους πύργους επικοινωνίας και να καταστρέφει τα καλώδια επικοινωνίας. Για σχεδόν πέντε συνεχόμενες ημέρες, οι επικοινωνίες είχαν χαθεί. Ένιωθα τόσο ντροπιασμένη που δεν μπορούσα να σου πω αν ήταν καλά ή όχι.

Έτσι τώρα, για σχεδόν 60 ώρες, δεν έχω νέα τους, και ξέρεις πολύ καλά πώς είναι τα πράγματα στη Γάζα. Μέσα σε ένα λεπτό, μπορεί κανείς να χάσει μια ολόκληρη γειτονιά – στην πραγματικότητα, ο ισραηλινός στρατός δεν χρειάζεται ούτε ένα λεπτό για να διαλύσει την περιοχή. Είναι πολύ κακό το πώς ένα παιδί, σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, μπορεί να μείνει χωρίς πατέρα ή χωρίς μητέρα ή και τα δύο. Ή πώς ένας γονιός μπορεί να γίνει άτεκνος, ή πώς ένας άνθρωπος μπορεί να μείνει ανοικογενής. Υπάρχει καν αυτή η λέξη; Δεν με νοιάζει αν το λεξικό της Οξφόρδης δεν την έχει, γιατί στην πικρή μας πραγματικότητα στη Γάζα, αυτή η λέξη υπάρχει. Ένας άνθρωπος από τη Γάζα μπορεί να χάσει όλους τους συγγενείς του με μια μόνο ισραηλινή αεροπορική επιδρομή ή με μια οβίδα πυροβολικού. Καταλαβαίνεις τι υπαινίσσομαι εδώ, σωστά, Μοχάμεντ;

Μοχάμεντ, η μαμά μας προσεύχεται για σένα όλη την ώρα. Κάθε φορά που μιλάει για σένα, ζητάει από τον Αλλάχ να σε συγχωρέσει και να σε δεχτεί ως σαχίντ. Λέει ότι γέμιζες το σπίτι με πολλά πράγματα. Λέει ότι χάρη σε σένα δεν είχαν ανάγκη από τόσα πολλά πράγματα, όπως άλλοι άνθρωποι στη Γάζα. Τότε ξεσπά σε δάκρυα. Ανάμεσα στους λυγμούς της, καταριέται τους Ισραηλινούς και όλα τα αποβράσματα αυτής της γης που ισχυρίζονται ότι είναι άνθρωποι και υποστηρίζουν το Ισραήλ, τον σφαγέα. Μοχάμεντ, η μαμά μας δεν είναι όπως πριν, ούτε ο μπαμπάς μας. Βαθιά μέσα στα μάτια τους, κάτι πέθανε. Πιστεύω ότι έτσι μοιάζουν όλοι οι γονείς μετά την απώλεια ενός παιδιού.

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πώς οι ηγέτες του “ελεύθερου” κόσμου μπορούν να παρακολουθούν τη σφαγή που συμβαίνει στη Γάζα και να μένουν άπραγοι. Αλλά αυτός ο “ελεύθερος” κόσμος είχε κάνει τις δικές του γενοκτονίες στο παρελθόν. Η Γερμανία, για παράδειγμα, νομίζει ότι το να στέκεται δίπλα στο Ισραήλ στην έξαλλη επίθεσή του στη Γάζα θα σβήσει με κάποιο τρόπο το αίμα των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των κομμουνιστών και των Πολωνών από τα χέρια της.

Η κατάσταση στη Γάζα χειροτερεύει, Μοχάμεντ. Οι άνθρωποι που έχουν επιβιώσει από αυτή τη γενοκτονία μέχρι στιγμής δεν αισθάνονται καθόλου τυχεροί – αντίθετα, ζηλεύουν αυτούς που σκοτώθηκαν από το Ισραήλ. Δεν μπορούν να αντέξουν τη φρίκη των βομβαρδισμών και των ασταμάτητων ισραηλινών επιθέσεων. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν φαγητό, Μοχάμεντ. Τα παιδιά λιμοκτονούν. Έγκυες γυναίκες χάνουν τα μωρά τους και άλλες γεννούν σε πολύ πρωτόγονες συνθήκες. Τα νεογέννητα μωρά έρχονται στον κόσμο ακούγοντας τους βροντερούς ήχους των ισραηλινών βομβαρδισμών. Έχω ακούσει ότι οι τραυματίες παίρνουν εξιτήριο από τα νοσοκομεία, τα λίγα που λειτουργούν ακόμα, λόγω έλλειψης αρκετών υπηρεσιών και χώρου. Τους στέλνουν στα σπίτια τους, τις σκηνές που έχουν στηθεί παντού στη Γάζα, μόνο και μόνο για να πεθάνουν αργότερα λόγω κάποιων επιπλοκών. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τους ανθρώπους με χρόνιες ασθένειες. Σκοτώνονται και αυτοί από το Ισραήλ.

Παρεμπιπτόντως, ο πατέρας μας δεν μπορεί να βρει τα φάρμακά του. Χτένισε πολλά φαρμακεία αλλά μάταια. Εσύ ήσουν αυτός που έφερνε τα φάρμακά του. Εσύ ήσουν αυτός που έφερνε τα απαραίτητα της μαμάς μας από την αγορά. Βοηθούσες πολύ, Μοχάμεντ.

Ο φίλος σου, πώς τον έλεγαν; Αμέρ; Σαμέρ; Αυτός που ζει κοντά στη θάλασσα. Θεέ μου, έχω σιχαθεί την απαίσια μνήμη μου, αν και δεν έχω το δικαίωμα να παραπονεθώ αφού την εκπαίδευσα να είναι τόσο επιλεκτική και να εξασθενεί ώστε να μην κρατάει σχεδόν καμία ανάμνηση. Να πάρει, ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα. Τέλος πάντων, ο φίλος σου επισκέφθηκε τη μαμά μας και της χάρισε ένα γκρέιπφρουτ από το δέντρο που έχουν στον κήπο τους. Ξέρεις τι είπε, Μοχάμεντ; “Αυτό ήταν το μερίδιο του Μοχάμεντ από το δέντρο μας, και από τώρα και στο εξής θα είναι δικό σου”. Η μαμά του λέει ότι κάθε φορά που μπαίνει στο δωμάτιό του, τον βρίσκει να σερφάρει στις φωτογραφίες σας και να κλαίει.

Στις ειδήσεις, μιλούν για άλλη μια ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός, ακριβώς όπως αυτή για την οποία σου μίλησα σε προηγούμενο γράμμα. Αλλά ο λαός της Γάζας δεν θέλει μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός. Θέλουν μια μόνιμη κατάπαυση του πυρός. Λένε: “Ποιο είναι το νόημα μιας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μόνο και μόνο για να συνεχίσει ο ισραηλινός στρατός και οι μισθοφόροι σιωνιστές του από όλο τον κόσμο να μας σκοτώνουν και να μας βομβαρδίζουν αφού χαλαρώσουν; Ας μας σκοτώσουν τώρα. Ας τελειώνουν με αυτό”.

Μοχάμεντ, τις προάλλες το βράδυ, ήμουν στο λεωφορείο που επέστρεφε από το Φατίχ και κοίταζα έξω από το παράθυρο. Το χώμα στη διαχωριστική νησίδα του δρόμου, το μέρος όπου κανονικά φυτεύονται φυτά και μερικά δέντρα, είχε ανασκαφεί και συσσωρευτεί.

“Τάφοι” ήταν αυτό που μου ήρθε στο μυαλό. Αυτοί είναι τάφοι.

Μετά συνειδητοποίησα ότι εδώ είναι Κωνσταντινούπολη, όχι Γάζα. Απλώς προετοιμάζουν το έδαφος για να φυτέψουν όμορφα λουλούδια. Στη Γάζα, συνεχίζεται η γενοκτονία. Στη Γάζα, οι άνθρωποι θάβουν ο ένας τον άλλον στους δρόμους, στις αγορές και στις αυλές των κατεστραμμένων τους σπιτιών – και σε ομαδικούς τάφους.

Μοχάμεντ, έλα να με επισκεφτείς σε ένα όνειρο. Διαβεβαίωσέ με ότι είσαι καλά. Έλα χαμογελαστός, σε παρακαλώ. Βάλε κολώνια, όπως πάντα, και να κουνάς τα κλειδιά της μοτοσικλέτας σου.

Η μεγάλη σου αδελφή,

Doaa

*          *          *

Στη μνήμη του Μοχάμεντ αφιερώνουμε το ‘Άσμα Ασμάτων’ από το Μαουτχάουζεν του Μίκη Θεοδωράκη στην ιστορική εκτέλεση του 1966 (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά). Είμαστε σίγουροι ότι η αδελφή του θα μας συγχωρήσει που παρομοιάζουμε τη γενοκτονία των Παλαιστινίων, που διαπράττουν οι σύγχρονοι διάδοχοι των ναζί, με την γενοκτονία των Εβραίων από τους τότε ναζί. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε ο αδελφός θρηνούσε την αδελφή ενώ τώρα η αδελφή θρηνεί τον αδελφό. Αλλιώς, η ιδεολογία των σφαγιαστών τότε και τώρα μικρές διαφορές έχει.

Πηγή: Mondoweiss

Μετάφραση – σχόλια: Κωστής Μηλολιδάκης