Όχι άλλη χρηματοδότηση στην Αστυνομία. Ούτως ή άλλως δεν μπορεί και δεν θέλει να προστατεύσει τον πολίτη.

Η νέα γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους είναι ίσως η πλέον αποκαλυπτική. Όχι μόνο για τη βαθιά ριζωμένη, αναπαραγόμενη και αναπτυσσόμενη ιδεολογία της “ιδιοκτησίας” του άντρα πάνω στη γυναίκα, “ιδιοκτησία” που στις ακραίες περιπτώσεις θα φτάσει στη γυναικοκτονία, έχοντας πιο πριν περάσει από την κτητικότητα, την τοξικότητα, τους ξυλοδαρμούς και τους βιασμούς. 

Η γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους είναι αποκαλυπτική για την εξοργιστική άρνηση (και όχι αδυναμία) της Αστυνομίας να προστατεύσει το θύμα. Στην περίπτωση αυτή, η Κυριακή Γρίβα έκανε ό,τι έπρεπε ή συστήνεται στις γυναίκες – θύματα έμφυλης βίας: Να μην αντιμετωπίσουν το μαχαίρι του φονιά τους μόνες και σιωπηλές, αλλά να πάνε στην Αστυνομία, να μιλήσουν, να καταγγείλουν. 

Η Κυριακή Γρίβα έκανε ό,τι έπρεπε.

Τι έκανε η Αστυνομία;

Αρνήθηκε να συνοδεύσει το θύμα σπίτι της, επικαλούμενη ψευδώς ότι δεν υπήρχε περιπολικό. Η Άμεση Δράση της απάντησε ότι “το περιπολικό δεν είναι ταξί”. Ο φρουρός (καταδικασμένος για συμμετοχή σε εγκληματικό κύκλωμα διακίνησης μεταναστών) έβλεπε παθητικά την 28χρονη να σφαγιάζεται από τον πρώην σύντροφό της. Πλησίασε μόνο όταν ο θύτης “αυτοτραυματίστηκε” και του έπεσε το μαχαίρι.   

Το ζητούμενο δεν είναι να διαπιστώσουμε ότι η αστυνομία υπήρξε ανίκανη. 

Το ζητούμενο είναι να χωνέψουμε ότι η Ελληνική Αστυνομία το 2024 δεν υπάρχει για να προστατεύει τους πολίτες. Υπάρχει για να προστατεύει την εξουσία, τους επώνυμους, τους ισχυρούς, τις τηλεπερσόνες. Ποιος δεν θυμάται αλήθεια τα 7 (!) περιπολικά που διατίθονταν για φύλαξη του …Φουρθιώτη; 

Και φυσικά, η ΕΛΑΣ υπάρχει για να δέρνει φοιτητές και φοιτήτριες, να κυνηγά διαδηλωτές, να εκφοβίζει συνδικαλιστές, και, όταν είναι στα κέφια της, να οργανώνει την προστασία των αφεντικών της Greek Mafia. Το τελευταίο δεν είναι υπερβολή: Πλήθος δημοσιευμάτων έφερναν στο φως προκλητικές διασυνδέσεις της ελληνικής μαφίας με την ηγεσία της ΕΛΑΣ, διασυνδέσεις που έφταναν στο σημείο να “παραγγέλνονται” διορισμοί στην ηγεσία της Αστυνομίας με φιλικούς προς τη μαφία αξιωματικούς (Ναυτεμπορική, 2023).

Αυτή η Αστυνομία δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από το υστέρημα του Έλληνα πολίτη. 

Και αυτό δεν αφορά μόνο την προκλητική προνομιακή μεταχείριση των Σωμάτων Ασφαλείας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη που παίζει με τα δεξιά και ακροδεξιά ακροατήρια και χτίζει εκλογική πελατεία. Αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος που για να χαϊδέψει τα συντηρητικά αντανακλαστικά, την περίοδο που στα νοσοκομεία δεν υπήρχαν νοσηλευτές, ψήφιζε έκτακτο επίδομα 600 ευρώ στους …αστυνομικούς. 

Το αίτημα της αποχρηματοδότησης της ΕΛΑΣ είναι βαθιά πολιτικό αίτημα που θέτει προτεραιότητες και ιεραρχήσεις για το τι δημόσιο χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο που να ξοδεύει λιγότερα για την καταστολή (καθώς από ότι αποδεικνύεται προστασία του πολίτη πρακτικά δεν υπάρχει), και περισσότερα για την εκπαίδευση, την υγεία, τις κοινωνικές υπηρεσίες. 

Είναι αίτημα που θα προκαλέσει αντιπαράθεση και μέσα στην κοινωνία, όπου ένα υπαρκτό και μάλλον πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας εκτιμά τους αστυνομικούς περισσότερο από ότι εκτιμά για παράδειγμα τους εκπαιδευτικούς. Το ένα δέκατο να είχε ακουστεί για τους εκπαιδευτικούς από όσα ακούγονται για τους αστυνομικούς (αδιαφορία, αναίδεια, ανικανότητα, ξυλοδαρμοί, εκπυρσοκροτήσεις, μαστρωπείες, εγκληματικές οργανώσεις, ληστείες κλπ), οι εκπαιδευτικοί θα σταυρώνονταν δημοσίως επί χρόνια. 

Αντίθετα, οι αστυνομικοί απολαμβάνουν της προστασίας της εξουσίας και της κάλυψης των εγκληματικών τους ενεργειών από τα ΜΜΕ (ακόμα και στο περιστατικό με την δολοφονία στους Αγίους Αναργύρους η πρώτη απόπειρα των ΜΜΕ ήταν να εμφανίσουν τη δολοφονία εκατό μέτρα μακριά και να κόψουν από τις φωτογραφίες τις κηλίδες αίματος ένα μέτρο έξω από το φυλάκιο).

Και ακόμα περισσότερο, επειδή τα όπλα των αξιωματικών εκπυρσοκροτούν συστηματικά, σκοτώνοντας 16χρονους στα Εξάρχεια, αλλά κυρίως άοπλους τσιγγάνους, η στήριξη στην ΕΛΑΣ είναι έκφραση ενός ισχυρού κοινωνικού αγριανθρωπισμού, ενός υπαρκτού ρατσισμού της πολιτικής και κοινωνικής ακροδεξιάς και της γενικότερης κατάρρευσης της κοινωνικής αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης. 

Αυτή η αντιπαράθεση όμως μέσα στην κοινωνία, πρέπει να υπάρξει. 

Οι φωτογραφίες με τα χιλιάδες καινούργια περιπολικά την ώρα που στυα νοσοκομεία δεν υπάρχουν αναισθησιολόγοι για εγχειρήσεις και ως εκ τούτου νομοθετούνται τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία, θα πρέπει να θυμίζουν τις προτεραιότητες του ελληνικού κράτους και της άρχουσας τάξης. Χιλιάδες καινούργια περιπολικά επανδρωμένα με σερίφηδες που θα εκτελέσουν εν ψυχρώ έναν φτωχοδιάβολο τσιγγάνο, με αστυνομικούς που στο ρεπό τους είναι μπράβοι της μαφίας, με τραμπούκους που δέρνουν φοιτητές, με κανίβαλους που σκοτώνουν κυριολεκτικά στο ξύλο ανθρώπους (περίπτωση Βασίλη Μάγγου). 

Περιπολικά που όταν δεν είναι άντρο ανομίας, είναι υπηρετικό προσωπικό στις κυρίες των υπουργών και των βουλευτών, αλλά “δεν είναι ταξί” για την Κυριακή Γρίβα. 

Να αποχρηματοδοτηθεί η Αστυνομία τώρα!

Γυναικοκτονία με ευθύνη της αστυνομίας

Η γυναικοκτονία της 28χρονης έξω από το ΑΤ των Αγίων Αναργύρων αναδεικνύει για μια ακόμα φορά την ανικανότητα του κράτους να προστατέψει τα θύματα της έμφυλης βίας.

«Η 28χρονη είχε ζητήσει από το ΑΤ να τη συνοδεύσει περιπολικό, αλλά της απάντησαν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο και της ζήτησαν να καλέσει την Άμεση Δράση», διαβάζουμε στο ρεπορτάζ του NEWS 24/7. Ωστόσο όταν η γυναίκα βγήκε από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων ο πρώην σύντροφος της τής επιτέθηκε και τη δολοφόνησε βάναυσα με μαχαίρι.

Η είδηση προκαλεί διπλό σοκ. Από τη μια μεριά είναι η ίδια η γυναικοκτονία. Μια ακόμα γυναίκα (η 5η φέτος) δολοφονείται λόγω του φύλου της. Για μια ακόμα φορά ο δολοφόνος είναι άτομο του στενού περιβάλλοντός της. Για μια ακόμα φορά ο δολοφόνος την είχε κακοποιήσει και την είχε απειλήσει πριν το έγκλημα -γι’ αυτό άλλωστε η 28χρονη κατέφυγε στην αστυνομία.

Εκεί που δεν έπρεπε να συμβεί

Ωστόσο, αυτή τη δολοφονία έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Το έγκλημα διαπράχθηκε στο σημείο που δεν θα έπρεπε ποτέ να συμβεί -τουλάχιστον σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Γιατί ακόμα και αν δεν έχει κανείς ιδιαίτερες απαιτήσεις από μια αστυνομία, είναι αυτονόητο ότι τουλάχιστον δεν μπορούν να δολοφονούνται αθώες στα αστυνομικά τμήματα, όπου έχουν καταφύγει για να προστατευτούν.

Όταν σε μια κοινωνία δεν συμβαίνει το αυτονόητο, περνάμε στη σφαίρα του αδιανόητου. Του φρικώδους αδιανόητου.

Η γυναικοκτονία

Το αδιανόητο του ΑΤ Αγίων Αναργύρων ανοίγει δύο μείζονα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η αντιμετώπιση των γυναικοκτονιών. Πριν τρία χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλούσε τις γυναίκες να βρουν το κουράγιο για «να απευθυνθούν στις αρχές. Να μη σκύβουν το κεφάλι, υπομένοντας βίαιες πράξεις και συμπεριφορές. Θα έχουν τη στήριξή μας».

Η 28χρονη βρήκε το κουράγιο να ακολουθήσει την προτροπή του πρωθυπουργού. Αλλά το κράτος την άφησε ανυπεράσπιστη στα χέρια του δολοφόνου της. Το κράτος παρά την υπόσχεση του πρωθυπουργού, στάθηκε ανίκανο να υπερασπιστεί το ύψιστο αγαθό για μια πολιτισμένη κοινωνία: την ανθρώπινη ζωή.

Η 28χρονη δολοφονήθηκε έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων γιατί:

  • παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, η πατριαρχία παραμένει μια μηχανή βίας και θανάτου,
  • η κυβέρνηση δεν έχει δημιουργήσει ένα στιβαρό δίκτυο προστασίας για τις γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση και βρίσκονται σε καθεστώς απειλής,
  • η αστυνομία δεν έχει μια στοιχειωδώς αποτελεσματική διαδικασία για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Ακόμα χειρότερο είναι ότι δεν φαίνεται να δείχνει σοβαρό ενδιαφέρον για την κακοποίηση των γυναικών. Σαν μην πρόκειται για ειδεχθές έγκλημα, σαν μην μετράνε όλες οι ζωές το ίδιο…

Η αποτυχία της αστυνομίας

Η γυναικοκτονία στο ΑΤ Αγίων Αναργύρων αναδεικνύει, επιπλέον, το συνολικό πρόβλημα της Ελληνικής Αστυνομίας. Η αστυνομία που κάνει χολυγουντιανές εφόδους σε καταλήψεις και μάς έχει συνηθίσει στις «τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις» όταν είναι αντιμέτωπη με Ρομά, είναι απούσα εκεί που τη χρειάζονται οι πολίτες.

Η ΕΛΑΣ είναι απούσα για τις γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση, για τους πολίτες που χρειάζονται προστασία αλλά δεν έχουν «άκρες» στο κόμμα και το κράτος. Η ΕΛΑΣ πουλάει τσαμπουκά στις διαδηλώσεις, αλλά εμφανίζεται αδύναμη μπροστά στο οργανωμένο έγκλημα ∙ άτεγκτη στην παραβατικότητα των φτωχοδιαβόλων, αλλά ανεκτική στο οικονομικό έγκλημα των «λευκών κολάρων».

Είναι σημαντικό ότι το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει με σοβαρούς όρους η δημόσια συζήτηση για την αυθαιρεσία της εξουσίας σε βάρος των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτή τη συζήτηση πρέπει να συμπεριλάβει τόσο το «πρόβλημα ΕΛΑΣ» όσο και την έμφυλη διάσταση της κρατικής αυθαιρεσίας και αδιαφορίας. Δεν γίνεται να κάνουμε κουβέντα για το «κράτος δικαίου» όταν μια γυναίκα δολοφονείται έξω από αστυνομικό τμήμα στο οποίο έχει πάει για να ζητήσει προστασία.

Να μη συμβιβαστούμε με το αδιανόητο.

Τα απογευματινά χειρουργεία καταργούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ποιο είναι το καθήκον υγειονομικών και λαού;

Τα απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία εντός δημόσιων νοσοκομείων δεν αποτελούν ένα ακόμα λιθαράκι στη συντελούμενη διάλυση και εμπορευματοποίηση του ΕΣΥ και της Δημόσιας Περίθαλψης. Μαζί με το νόμο 4999/2022 (ήδη οι εφαρμοστικοί του νόμοι βρίσκονται στη διαβούλευση), που καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ και ανοίγει το δρόμο για την είσοδο ιδιωτών γιατρών, αποτελούν τομές που γυρνούν τη Δημόσια Περίθαλψη στην προ-ΕΣΥ εποχή.

Τα απογευματινά χειρουργεία δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία ούτε προσωπικό στοίχημα του Α.Γεωργιάδη, αν και αυτός ως πιο κατάλληλος ανέλαβε το βρώμικο έργο της αποφασιστικής υλοποίησης. Ως νόμος (χωρίς τις εφαρμοστικές διατάξεις και λεπτομέρειες) έχει ψηφιστεί ήδη από τον Πλεύρη προ διετίας. Αποτελούσε άλλωστε βασική προεκλογική δέσμευση της ΝΔ από το 2019 και διακαή πόθο εδώ και δεκαετίες του αγοραίου και χυδαίου νεοφιλελευθερισμού, ήδη από το 1992 και την κυβέρνηση Κ.Μητσοτάκη, με το αίτημα “να νομιμοποιηθούν τα φακελάκια ώστε να φορολογούνται και να κερδίζει κάτι και το κράτος”. Ας ξαναθυμηθούμε την περίφημη ημερίδα του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου τον χειμώνα του 2019 λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της πανδημίας στη χώρα μας. Μετατροπή του ΕΣΥ σε ΝΠΙΔ  (ΕΣΥ Α.Ε), εκχώρηση σε ιδιώτες περισσότερων λειτουργικών τομέων του ΕΣΥ, ΣΔΙΤ, κατάργηση αποκλειστικής απασχόλησης κτλ.

Γιατί όμως τώρα και με τέτοιο ζήλο;

Η μεταρρυθμιστική μανία πατάει σε τέσσερις πλευρές.

Πρώτη είναι η ανάγκη επιτάχυνσης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, που επιβραδύνθηκαν σχετικά την τριετία 2020-2022 λόγω της πανδημίας. Ειδικά η “παντοδυναμία” Μητσοτάκη αλλά και η απουσία μαζικού λαϊκού κινήματος υπεράσπισης της δημόσιας υγείας, τους δίνουν τον χώρο ώστε η δεύτερη τετραετία να γίνει και η φαρμακερή.

Δεύτερη πλευρά αποτελεί η προλείανση του εδάφους που έλαβε χώρα ακριβώς μέσα στην πανδημία. Η μετατροπή του ΕΣΥ σε μονοθεματικό, οι παράλογες υπουργικές αποφάσεις απαγόρευσης χειρουργείων εντός ΕΣΥ με το πρόσχημα “διασποράς του κορονοϊού” εκτίναξαν τεχνητά τις λίστες αναμονής, στέλνοντας έτοιμη πελατεία προς τα ιδιωτικά υπερδιπλασιάζοντας τα κέρδη τους. Απ’ την άλλη, η πλειοψηφία έμενε να περιμένει στις λίστες της ντροπής (από το ίδιο το υπουργείο εκτιμάται σε 100.000 ασθενείς ο συνολικός πανελλαδικός αριθμός, με χρόνο αναμονής από εβδομάδες έως και πέντε χρόνια), οι οποίες όλο και αυξάνονταν λόγω της αποψίλωσης των δημόσιων νοσοκομείων από προσωπικό, ειδικά μετά την πανδημία.

Τρίτη πλευρά είναι η εκτίμησή τους ότι υπάρχουν όλοι οι όροι για το χτίσιμο του «νέου ΕΣΥ» στις στάχτες του «παλιού». Οι στάχτες προέκυψαν από τη φωτιά που έβαλαν στη Δημόσια Περίθαλψη τη δεκαετία 2009-2019 όλες οι Μνημονιακές κυβερνήσεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Η πανδημία και οι τραγικές πρωτιές της χώρας σε νεκρούς αντί να προκαλέσουν ένα σοκ στην κατεύθυνση θωράκισης της υγειονομικής άμυνας, οδήγησαν στο ακριβώς αντίθετο, λόγω του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων. Το κύμα ομαδικών αποχωρήσεων από το ΕΣΥ, η κλιμάκωση του οικονομικού στραγγαλισμού, το κλείσιμο κλινικών και η υπολειτουργία νοσοκομείων, οδηγούν στην αντικειμενική του διαλυτοποίηση και αποσύνθεση.  Σ’ αυτό το οριακό σημείο, η λαϊκή απαίτηση «δεν πάει άλλο, κάντε κάτι» που έχει αντικειμενική βάση, χρησιμοποιείται σαν ευκαιρία για να εμφανιστούν οι σωτήρες με το μόνο «ρεαλιστικό» σχέδιο, αφού «άλλη εναλλακτική δεν υπάρχει».

Τέταρτη πλευρά είναι η προσπάθεια μέσω του ευαίσθητου και πολύπαθου τομέα της Υγείας να εμπεδώσουν ακόμα πιο βαθιά την αντίληψη ότι «δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα». Αφού λοιπόν δεν υπάρχει οργανωμένη κοινωνία, τα κοινωνικά αγαθά και το κοινωνικό κράτος είναι συγκεχυμένοι όροι της μεταπολίτευσης η οποία τέλειωσε άδοξα. Αφού δεν υπάρχουν κοινωνικά αγαθά, το κράτος αποσύρεται, δεν έχει καμιά υποχρέωση να διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση στα αγαθά αυτά, που τελικά είναι υπόθεση του κάθε ατόμου. Αν τα παραπάνω προχωρήσουν στην Δημόσια Περίθαλψη, τότε μπορούν να γίνουν ο κανόνας και σε όλα τα αγαθά. Το ιδεολογικό κέρδος θα είναι πολλαπλάσιο.

Όμως, πόσα ψέματα  χρειάζονται για να δικαιολογήσει αυτή η κυβέρνηση και ο εκλεκτός υπουργός της το συντελούμενο έγκλημα εις βάρος του λαού; 

Πρώτο ψέμα: Δεν θα επηρεαστεί η λειτουργία του πρωινού ωραρίου, οι γιατροί θα χειρουργούν κανονικά το πρωί και θα συνεχίζουν και το απόγευμα. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης κατέρριψε ανερυθρίαστα το ψέμα που ο ίδιος είπε. «Καπιταλισμό έχουμε. Χρειάζεται κίνητρο για τους γιατρούς. Τα λεφτά για κάθε χειρουργείο είναι μεγάλο κίνητρο.» Άρα παροτρύνονται οι γιατροί και νοσηλευτές να δουλεύουν για το κίνητρο, δηλαδή το απόγευμα. Άρα, παροτρύνονται να «σπρώχνουν την πελατεία» το απόγευμα. Άρα είναι πασιφανές ότι η πρωινή λειτουργία δεν θα υφίσταται καν σαν έννοια παρά μόνο για τα υπερ-επείγοντα και μόνο από τον εφημερεύοντα γιατρό. Όταν δίνει ο υπουργός, δηλαδή το κράτος, με τον πιο επίσημο τρόπο το σύνθημα, καταλαβαίνει και ο πιο δύσπιστος τι θα συμβεί. Το πρωί, που δεν υπάρχει κίνητρο, ποιος -πέρα από τη συνείδησή τους- τους υποχρεώνει να δουλέψουν; Αυτό δεν σημαίνει απλά μείωση της αποδοτικότητας το πρωί, αλλά διάλυση κάθε έννοιας αρχών, δεοντολογίας, επιστημονικότητας, κλινικής, συστήματος περίθαλψης κτλ. Καθαροί όροι αγοράς και μαγαζιού.

Δεύτερο ψέμα: Θα μειωθεί η παρα-οικονομία. Με βάση τα προηγούμενα αποχαλιναγωγούνται και επιβραβεύονται πλήρως οι μειοψηφίες των φακελάκηδων και η βιομηχανία της παρα-οικονομίας  και γίνονται ο απόλυτος κανόνας, το πρότυπο λειτουργίας, το παράδειγμα μέσα στα νοσοκομεία.  Τι θα εμποδίσει αυτούς που έκλεβαν τον κοσμάκη πριν, να μην τον ξανακλέψουν και τώρα, μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση και με τις ευλογίες του κράτους, προσδοκώντας μια νέα ρύθμιση που θα… νομιμοποιήσει τα αυθαίρετα; «Κλέψτε αλλά νόμιμα». Γιατί να μην κλέβουν και λίγο παραπάνω από το προβλεπόμενο, πέραν της νόμιμης απόδειξης; Σε λίγα χρόνια μπορεί να νομιμοποιηθεί και το έξτρα κλέψιμο. Ας μη γελιόμαστε. Όχι απλά δεν περιορίζεται το καθεστώς που δημιουργεί και επιτρέπει αυτή τη σήψη, αλλά γιγαντώνεται και πολλαπλασιάζεται, θεσμοθετείται με κρατική βούλα.

Τρίτο ψέμα: Θα μειωθούν οι λίστες αναμονής και για τους φτωχούς. «Αφού θα χειρουργούνται απόγευμα όσοι έχουν να πληρώσουν, θα μειωθεί η λίστα αναμονής για όλους, άρα και για όσους δεν έχουν». Δεν θα μειωθούν οι λίστες όπως δεν μειώθηκαν με την εφαρμογή των απογευματινών ιατρείων εδώ και πολλά χρόνια. Ας ανατρέξουμε στο πόσους μήνες χρειάζεται να περιμένεις για μια δωρεάν γαστροσκόπηση στην πρωινή ζώνη σε ένα δημόσιο νοσοκομείο. Το απογευματινό προσωπικό (ιατρικό, νοσηλευτικό, βοηθητικό κτλ) είναι ένα μόνο μικρό ποσοστό του συνολικού, που ήδη είναι ελλιπέστατο, πεπερασμένο για την πρωινή ζώνη. Άρα ο αριθμός των χειρουργείων που μπορούν να γίνουν απόγευμα είναι πεπερασμένος επίσης, όποιο κι αν είναι το «κίνητρο». Άρα η συνολική λίστα αναμονής ίσως να μειωθεί σε κάποια νοσοκομεία, δεν θα είναι ποτέ όμως ανθρώπινη, δηλαδή να μην διατρέχει κίνδυνο η υγεία και η ζωή σου από την καθυστέρηση. Οπότε η «ευκαιρία» που δίνεται στον ασφαλισμένο είναι να ξαναπληρώσει από την τσέπη του και να παρακάμψει τη λίστα, χειρουργούμενος με καθυστέρηση λίγο μικρότερη από πριν. Αν δεν έχει να πληρώσει, ο μόνος τρόπος να παρακάμψει τη λίστα, είναι να πεθαίνει, επειδή το τακτικό του πρόβλημα έγινε επείγον.

Τέταρτο ψέμα: Δίνουμε τη δυνατότητα επιλογής σε γιατρούς και ασθενείς. Δεν υποχρεώνουμε κανέναν. Το μεγαλύτερο ψέμα από όλα, αφού η υπερδεκαετής μνημονιακή πολιτική υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του ΕΣΥ, οδήγησε στη μείωση της δυνατότητας χειρουργείων, που εντός πανδημίας επιδεινώθηκε, χωρίς να επανέλθει ποτέ στα πρότερα επίπεδα (πχ στην Αττική δεν λειτουργεί ούτε το  60% των εξοπλισμένων δημόσιων χειρουργικών αιθουσών, εξαιτίας της έλλειψης κυρίως νοσηλευτών). Απ’ την άλλη ο πληθωρισμός και η ακρίβεια συρρίκνωσαν τα λαϊκά εισοδήματα. Άρα για ποιου είδους επιλογή μιλάμε; Αν σου λένε ότι θα χειρουργηθείς σε 4 ή 5  χρόνια εκτός αν πληρώσεις 2000 ευρώ  από την τσέπη σου, είναι επιλογή  ή ωμός εκβιασμός; Αν η ίδια η κυβέρνηση σου λέει ότι το δωρεάν τελείωσε, κόψε το λαιμό σου και βρες λεφτά αν θέλεις να γίνεις καλά, τότε για ποια ελευθερία μιλάμε; Όταν στον τίμιο και ευσυνείδητο χειρουργό, το κράτος λέει «αν θες να ασκήσεις το επάγγελμά σου, κλέψε νόμιμα τον κοσμάκη», αλλιώς είσαι εκτός συστήματος, τότε για ποια ελευθερία επιλογών μιλάμε;

Πέμπτο ψέμα: Θα πέσουν οι τιμές λόγω ανταγωνισμού με τον ιδιωτικό τομέα. Η αλήθεια είναι ότι οι τιμές θα ανεβαίνουν όλο και υψηλοτέρα. Όπως έγινε με το θεσμό των απογευματινών ιατρείων στα νοσοκομεία, που πάνω κάτω οι τιμές είναι ίδιες με τις υπέρογκες τιμές του ιδιωτικού τομέα. Όπως έγινε με όλα τα αγαθά που απελευθερώθηκαν, με τραγικά παραδείγματα τις τηλεπικοινωνίες, τις μεταφορές, την ενέργεια. Έτσι επιτάσσουν οι νόμοι της αγοράς. Ο τιμοκατάλογος της ντροπής (Πολύ μικρή: 300 ευρώ, Μικρή: 500 ευρώ, Μεσαία: 900 ευρώ , Μεγάλη: 1.200 ευρώ, Βαριά: 1.600 ευρώ, Εξαιρετικά βαριά: 2.000 ευρώ) που δημοσίευσε ο Υπουργός Εμπορίας της Υγείας μόνο ενδεικτικός και προσωρινός είναι. Ήδη τα ιδιωτικά μεγαθήρια του εμπορίου της υγείας, θα πιέσουν αφόρητα λόγω «αθέμιτου ανταγωνισμού» τον δημόσιο τομέα, για διαφυγόντα κέρδη, για μείωση της κρατικής παρεμβατικότητας. Απ’ την άλλη, το ΕΣΥ θα νομιμοποιείται να αυξάνει τις τιμές, διαφημίζοντας και πουλώντας την «ασφάλεια» και τη σιγουριά του δημοσίου, αν πχ περιπλακεί ένα χειρουργείο και ο ασθενής χρειαστεί παραπάνω μέρες νοσηλείας ή εντατική.

Έκτο ψέμα: Όλα τα νοσοκομεία μπορούν να εφαρμόσουν τα απογευματινά. Ο Γεωργιάδης τα προσδιόρισε μάλιστα σε πάνω από 150, δηλαδή παραπάνω από τα εν λειτουργία…Η αλήθεια είναι ότι μόνο μια χούφτα πανεπιστημιακών και μεγάλων νοσοκομείων θα έχει το προνόμιο της απογευματινής λειτουργίας και άρα του κέρδους. Κι αυτό είναι αντικειμενικό, όταν τα επαρχιακά και μικρότερα νοσοκομεία ούτως ή άλλως αδυνατούν να καταρτίσουν πρόγραμμα ασφαλούς λειτουργίας και εφημέρευσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το νοσοκομείο Αιγίου όπου η χειρουργική κλινική με σχετικό δελτίο τύπου δήλωσε αδυναμία και άρνηση. Τα νοσοκομεία που θα έχουν κέρδη (γιατί ένα ποσοστό περίπου 10% από το νόμιμο φακελάκι του ασθενούς «μένει» στο νοσοκομείο), δηλαδή δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης, θα επιβιώνουν σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που θα ζητιανεύουν κυριολεκτικά τα ψίχουλα του κρατικού προϋπολογισμού. Η μόνιμη επωδός προς τα νοσοκομεία β’ διαλογής θα είναι «κάντε απογευματινά, δεν έχω να σας δώσω, πάρτε τα απευθείας από τον κόσμο». Κι αφού δεν μπορούν να κάνουν, τα λουκέτα θα επιταχύνονται.

Έβδομο ψέμα: Όλοι οι γιατροί μπορούν να συμμετέχουν στα απογευματινά. Μόνο μια μερίδα του ιατρικού κατεστημένου, καθηγητικού και μεγαλοδιευθυντικού θα συνεχίσει να μονοπωλεί την πίτα του κέρδους. Θα είναι τα μεγάλα ψάρια του δημοσίου που μπορούν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα του ιδιωτικού, όντας σε διευθυντικές θέσεις, με διασυνδέσεις με τον ιδιωτικό τομέα, τις εταιρείες υλικών, τη διοίκηση. Γι’ αυτούς με τις μεγάλες προσωπικές λίστες ασθενών-πελατών φτιάχτηκε ο νόμος. Αυτούς που διοργανώνουν τις φιέστες υποδοχής του Γεωργιάδη και τα τηλεοπτικά σόου. Αυτοί θα προηγούνται και θα παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στα απογευματινά. Οι υπόλοιποι θα είναι για τη λάντζα και την περίθαλψη των φτωχών, για την παροχή πρώτων βοηθειών. Τι σημαίνει αυτό για τους μισθοσυντήρητους τίμιους γιατρούς; Ή προσπάθησε να μπεις στο σύστημα, να γίνεις «βοηθός» του μεγάλου, να πάρεις το νόμιμο κρατικό φακελάκι ή αλλιώς δεν χειρουργείς, πλην των επειγόντων της εφημερίας.

Όγδοο ψέμα: Το προσωπικό αρκεί και θα αντέξει πρωί και απόγευμα. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης σε συνάντηση με την ΟΕΝΓΕ στις 15/2, όταν του τέθηκε ακριβώς αυτό το θέμα απάντησε ότι «το γνωρίζουμε, παίρνουμε ρίσκο». Πάμε κι όπου βγει λοιπόν και στην υγεία. Είναι μικρή λεπτομέρεια για την κυβέρνηση ότι για να εφαρμοστούν τα απογευματινά χειρουργεία προϋποθέτουν ή να αυξηθούν οι ώρες της μέρας ή να παραβιαστεί ο ευρωπαϊκός κανονισμός εβδομαδιάιου ανώτατου χρόνου εργασίας (που παραβιάζεται ακόμα και τώρα, αλλά βασίζεται στη λογική μείωσης των ιατρικών λαθών λόγω υπερεργασίας), εφόσον το προσωπικό θα είναι το ίδιο ή θα μειώνεται. Τρομακτικά δυσοίωνες είναι οι σχετικές μελέτες όπως αυτή από το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποδεικνύουν ότι στα απογευματινά χειρουργεία (καρδιάς ή κοιλιάς) η θνησιμότητα μπορεί να είναι ακόμα και έξι φορές μεγαλύτερη από τα πρωινά.

Ένατο ψέμα: Οι πρώτοι 50.000 τυχεροί θα χειρουργηθούν δωρεάν με λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης διέψευσε τον πρωθυπουργό και τον εαυτό του, επισημαίνοντας ότι «έχει γίνει αίτηση για να καλυφθούν 60 εκ ευρώ και τίποτα δεν είναι σίγουρο για την ώρα». Το ένα ψέμα διαδέχεται το άλλο, αν θυμηθούμε ότι ο προκάτοχός του Πλεύρης, είχε δεσμευτεί ότι οι ασθενείς θα επιβαρύνονται μόνο το 30% του κόστους (αμοιβή προσωπικού) και το υπόλοιπο 70% τα ασφαλιστικά ταμεία. Ο Γεωργιάδης επίσης αποκάλυψε ότι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες φτιάχνουν ήδη πακέτα για την κάλυψη των απογευματινών. Για την ώρα οι ελάχιστοι ασθενείς που έχουν χειρουργηθεί, πλήρωσαν αποκλειστικά από το υστέρημά τους. Συμπέρασμα;

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε κι άλλο, γιατί μέσα σε 15 μόλις μέρες εφαρμογής καταρρίπτεται διαρκώς η ψευδολογία τους. Όπως για παράδειγμα στην φιέστα του Αττικού, χειρουργήθηκαν επί πληρωμή καρκινοπαθείς, που θεωρητικά θα εξαιρούνταν των απογευματινών αγοραπωλησιών, αλλά και ασθενείς που δεν ήταν καν στη λίστα.  Σε άλλη περίπτωση διαφημίστηκε σε όλα τα ΜΜΕ το κατόρθωμα να χειρουργηθεί ασθενής που βρισκόταν στη λίστα πέντε ολόκληρα χρόνια, στις 3μιση το απόγευμα, από καθηγητή που προφανώς περίμενε το «κίνητρο» για είκοσι λεπτών δουλειά.

Εν κατακλείδι. Τι μας λέει χυδαία η κυβέρνηση; Στους γιατρούς να κλέβουν από το υστέρημα του λαού, να εμπορεύονται τον πόνο και την ανάγκη, να βλέπουν τον ασθενή σαν πελάτη, να πατήσουν τον όρκο τους, αν θέλουν να δουλέψουν και να αυξήσουν το εισόδημά τους. Λέει επίσης ότι δε δικαιούστε να ζητάτε αυξήσεις μισθών και προσλήψεις για τα  επόμενα χρόνια.  Στο λαό να βάλει ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, να βρει ιδιωτική ασφάλεια, να δανειστεί, να κόψει το λαιμό του, αλλιώς περίθαλψή δεν υπάρχει. Όσα έχει πληρώσει και ξαναπληρώσει με φόρους και ασφαλιστικές κρατήσεις δεν φτάνουν.  Στα μικρότερα νοσοκομεία να αυτοχρηματοδοτηθούν από την τσέπη του κόσμου, αν θέλουν να μείνουν όρθια.

Το ΕΣΥ τετέλεσται μαζί με τον ιδρυτικό του νόμο που γίνεται κουρελόχαρτο: Το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών. Οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας, που οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Το ΕΣΥ, που ιδρύθηκε κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος και τις διεκδικήσεις της πρώτης περιόδου της μεταπολίτευσης αποτέλεσε τομή με την πρότερη εποχή και καθόρισε τις μετέπειτα δεκαετίες, έως και σήμερα. Με τις ελλείψεις του, τις στρεβλώσεις του, τις ανεπάρκειές του έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αποτέλεσε το μοναδικό δημόσιο πυλώνα που γενικά παρείχε δωρεάν σε όλο το λαό το αγαθό της υγείας.  Το «νέο ΕΣΥ»  θα είναι η νέα τομή που θέλει να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε κι αλλιώς.

Τι θα έπρεπε και μπορεί να γίνει; Λειτουργία στο 100% των χειρουργικών αιθουσών, ώστε να καλύπτουν ΔΩΡΕΑΝ τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού. Μέσα σε ένα εξάμηνο θα μηδενιζόταν η λίστα αναμονής και θα αίρονταν οι συνθήκες που τη γενούν. Προϋπόθεση γι’ αυτό η αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για να στελεχωθούν οι κενές οργανικές θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και βοηθητικού προσωπικού στις χειρουργικές κλινικές. Αύξηση μισθών και ταυτόχρονη μαζική προκήρυξη των κενών θέσεων: το μοναδικό και πραγματικό κίνητρο για τη μαζική στελέχωση του ΕΣΥ. Να μη μεσολαβεί καμιά χρηματική πράξη νόμιμη η παράνομη μέσα στα δημόσια νοσοκομεία για την παροχή υπηρεσιών υγείας.

Ποιο είναι το καθήκον υγειονομικών και λαού; Να κάνουμε κοινή μας υπόθεσή το αίτημα πραγματικά Δημόσιας και Δωρεάν Υγείας χωρίς ταξικούς και οικονομικούς φραγμούς. Να υπερασπιστούμε το δημόσιο ΕΣΥ και την ουσία του, ως το μοναδικό απάγκιο την ώρα της ανάγκης για τους φτωχούς, τους μη έχοντες, τους άνεργους, τους ανασφάλιστους, της πλειοψηφίας του λαού. Να γίνει παλλαϊκό αίτημα η κατεπείγουσα ενίσχυσή του από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι αναγκαίες προσλήψεις, οι αυξήσεις μισθών. Να μειωθούν οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, στις οποίες κατέχουμε πανευρωπαϊκή πρωτιά. Να στοχοποιήσουμε τον υπουργό dealer, που ως εργολάβος κηδειών έχει αναλάβει να θάψει και το ΕΣΥ. Τον υπουργό που προσωποποιεί με τον πιο χυδαίο τρόπο το DNA αυτής της κυβέρνησης: τον χυδαίο νεοφιλελευθερισμό, τις κρατικοδίαιτες ιδιωτικές αρπαχτές, τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Δεν μπορεί να μένει άλλο στο απυρόβλητο.

Χρειάζεται όσο ποτέ ένα λαϊκό κίνημα διαρκείας για τη Δημόσια Δωρεάν Περίθαλψη. Ο λαϊκός ξεσηκωμός για την υγεία στην Κρήτη εδώ και πολλούς  μήνες και κυρίως η ύπαρξη κρίσιμης μάζας τίμιων υγειονομικών που πονάνε το ΕΣΥ και αντέχουν παρά τα όσα (για πόσο ακόμα είναι το μεγάλο ερώτημα), αποτελούν την ελπίδα και μας δείχνουν το δρόμο. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και κυρίως οι ηγεσίες της αριστεράς πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Η καχεκτική δημοκρατία της Νέας Δημοκρατίας: Βιομηχανία διώξεων εκπαιδευτικών

Σχόλιο του antapocrisis.

Οι συνδικαλιστικές διώξεις ενάντια σε εκπαιδευτικούς συνεχίζουν και αυξάνονται φτάνοντας τις 22 πανελλαδικά. Πρόκειται για μια βιομηχανία διώξεων που λειτουργεί προκλητικά, αυθαίρετα και εκβιαστικά και εκτελείται από τα κομματικά στελέχη της ΝΔ στην εκπαίδευση και τις αντίστοιχες διευθύνσεις, με προφανή ενορχήστρωση από τις κυβερνητικές υπηρεσίες.

Ενδεικτικά, οι συσκέψεις εκπαιδευτικών αναφέρουν τα παρακάτω περιστατικά:

Παραπομπή στο πειθαρχικό σε 11 εκπαιδευτικούς με την απίστευτη κατηγορία της «ανάρμοστης συμπεριφοράς εκτός υπηρεσίας» γιατί απλά συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις και για συνδικαλιστική/κοινωνική δράση. 2  συνάδελφοι γιατί διαδήλωναν στις 6/12/2020 (πορεία με αφορμή τα 12 χρόνια από την δολοφονία του Γρηγορόπουλου), παρά την απαγόρευση διαδηλώσεων λόγω κόβιντ. Επίσης, 4 συνάδελφοι γιατί, σε κινητοποίηση της ΕΛΜΕ Πειραιά, στο σχολείο που διεξαγόταν ο διαγωνισμός PISA, ενημέρωσαν τους εκπαιδευτικούς του σχολείου για το δικαίωμα που είχαν να κάνουν στάση εργασίας. 1 δάσκαλος στην Θεσσαλονίκη γιατί συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς κατοικιών. 4 συνδικαλιστές σε Θεσσαλονίκη – Ημαθία για την συμπεριφορά τους κατά την διάρκεια συνέλευσης της ΕΛΜΕ.

Στον Πειραιά επίσης και με την απαράδεκτη κατηγορία για «κακόβουλη κριτική κατά της κυβέρνησης», έχουν κατατεθεί 2 διώξεις, γιατί εκπαιδευτικοί-συνδικαλιστές έκαναν κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης στο διαδίκτυο (!).

Στην Αθήνα πάλι 3 διώξεις σε καθηγήτριες γιατί διαμαρτυρήθηκαν για τα κενά στα σχολεία και σε 3 δασκάλες γιατί αδυνατούσαν να κάνουν τηλεκπαίδευση από το σπίτι τους, κατά την κακοκαιρία το Φεβρουάριο του 2023.

Τρεις συνδικαλιστές-εκπαιδευτικοί της ΕΛΜΕ Πειραιά, καλέστηκαν στο αστυνομικό τμήμα για «εξηγήσεις» και για μήνυση που κατατέθηκε εναντίον τους για κινητοποίηση που έγινε το 2023 κατά την διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωνε ο ΔΙΔΕ Πειραιά για να διαφημίσει τα ιδιωτικά σχολεία!

Μπορεί στη βιομηχανία διώξεων και μηνύσεων να πρωταγωνιστεί ο ΔΔΕ Πειραιά, είναι φανερό όμως ότι η προσπάθεια περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης και τρομοκράτησης όποιου αγωνίζεται είναι κεντρική κυβερνητική επιλογή. Δεν είναι επίσης άσχετη και με τους νόμους (Γεωργιάδη κ.α.) που περιορίζουν το δικαίωμα στην συνδικαλιστική δράση στον ιδιωτικό τομέα.

Ο φάκελος του πειθαρχικού που αφορά τους εκπαιδευτικούς που κινητοποιήθηκαν στον Πειραιά ενάντια στον διαγωνισμό PISA ή οι διώξεις συνδικαλιστών για την στάση τους σε ΓΣ ΕΛΜΕ στην Θεσσαλονίκη, δείχνει ότι έχουμε έως και ποινικοποίηση ανακοινώσεων παρατάξεων και εξόφθαλμες προσπάθειες σκευωρίας και κατασκευής ενόχων. Αποδεικνύεται ότι γυρίζουμε σε πρακτικές 70 χρόνων πίσω, όταν δρούσε ανεξέλεγκτα το συνδικαλιστικό της ασφάλειας! 

Είναι φανερό ότι το υπουργείο επιδιώκει οι διωκόμενοι συνάδελφοι να καταστούν όμηροι και παραδείγματα “προς αποφυγήν” για τον κλάδο μπροστά στις κινητοποιήσεις που γίνονται και θα γίνουν το επόμενο διάστημα. Κινητοποιήσεις ενάντια στην υποβάθμιση και την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης συνολικά με αιχμές τα ΑΕΙ και την Τεχνική Εκπ/ση και Κατάρτιση (ΤΕΕ/ΕΕΚ), αλλά και απέναντι στις επισκέψεις/επιθέσεις των αξιολογητών στα σχολεία.

Σήμερα Πέμπτη 21 Μαρτίου και ώρα 18:30 στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά θα πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση – συλλαλητήριο για τις διώξεις εκπαιδευτικών.

Το νομοσχέδιο Πιερρακάκη ψηφίστηκε. Επιστροφή στην κανονικότητα;

Το ερώτημα που μας ταλαιπωρεί ήδη από την τελευταία εβδομάδα αφορά το πως θα συνεχιστούν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου Πιερρακάκη. Είναι το πρώτο ερώτημα το οποίο μέσα του κρύβει ένα δεύτερο, που αφορά το αν τελικά μετά από δύο μήνες κινητοποιήσεων, καταλήψεων και διαδηλώσεων κερδίσαμε ή χάσαμε; Σε όσους κακόπιστα, αλλά κυρίως καλόπιστα, μας ρωτάνε «Και τι καταφέραμε; Δύο μήνες οι σχολές κλειστές και το νομοσχέδιο ψηφίστηκε», με μεγάλη αυτοπεποίθηση απαντάμε ότι:

  • Ο συσχετισμός δύναμης άλλαξε από τον Δεκέμβριο μέχρι σήμερα. Στο επίπεδο των ιδεών και της κοινής γνώμης. Οι φοιτητές είναι μαζικά ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και η κοινωνία διχάστηκε. Η αλλαγή γραμμής και το ρεζιλίκι ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι επίσης μία σημαντική αλλαγή. Το φοιτητικό κίνημα ανάγκασε σε αυτή την πιρουέτα τον Ανδρουλάκη. Ας σκεφτούμε σε ποιο σημείο θα ήμασταν σήμερα χωρίς τους 2 μήνες κινητοποιήσεων μας. Η ΝΔ θεωρούσε δεδομένο ότι θα ψηφίσει το νόμο γρήγορα και χωρίς αντιστάσεις. Τα ΜΜΕ για εβδομάδες τηρούσαν σιγή ιχθύος. Αυτά όλα άλλαξαν κάτω από την μαζική παρουσία της νεολαίας στα αμφιθέατρα και στο δρόμο. Όχι για πάντα αλλά σήμερα, ακόμα και μετά την ψήφιση του νόμου, μπορούμε να πούμε με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι είμαστε σε καλύτερο σημείο να υπερασπιστούμε την Δημόσια Παιδεία από ότι ήμασταν πριν 4 μήνες. Μπορούμε να απαντήσουμε με μεγάλη πεποίθηση ότι «οι αγώνες έχουν αποτελέσματα».
  • Υπήρξαν συλλογικές διαδικασίες μέσα στις σχολές μας. Μαζικές Γενικές Συνελεύσεις, με πολλούς φοιτητές να παίρνουν τον λόγο, με οργάνωση και αυτοοργάνωση, με μαζική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μία γενιά φοιτητών πολιτικοποιήθηκε γρήγορα, έμαθε, έβγαλε συμπεράσματα, απέκτησε εικόνες συλλογικής δράσης και μαζικής κίνησης. Μάθαμε τι σημαίνει η μαζική και ενεργητική συμμετοχή και όχι απλά να ψηφίζουμε στις φοιτητικές εκλογές. Για την γενιά μας που είναι επί έτη αντικείμενο πολιτικών, σχεδίων και εκμετάλλευσης αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα: Χιλιάδες πήραμε μέρος στο πραγματικό σχολείο που λέγεται φοιτητικό κίνημα και αυτό είναι μια πραγματική νίκη.
  • Συμμαχήσαμε και ενωθήκαμε με τους καθηγητές και το διοικητικό προσωπικό. Όχι με όλους τους καθηγητές ούτε με όλη την εκπαιδευτική κοινότητα. Δύο μήνες κινητοποιήσεων μας ήταν αρκετοί για να αποκαλυφθούν οι φίλοι και εχθροί μας. Δεν είμαστε με τους καθηγητές και τους πρυτάνεις οι οποίοι αδιαφορούν για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπως αδιαφορούν για την υποχρηματοδότηση και συνήθως μπορεί να είναι οι ίδιοι που προχωρούν σε μαζικά κοψίματα και σε ακραίες τοποθετήσεις μέσα στις σχολές. Έχουμε ανοιχτό μέτωπο με τους προέδρους και τους κοσμήτορες που απειλούν με πειθαρχικά. Έχουμε διαρκές μέτωπο με τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις ΔΑΠ-ΠΑΣΠ που με την γραμμή «ανοιχτές σχολές» τάχθηκαν υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Θέλουμε ενότητα με τους καθηγητές που επέλεξαν να μην σιωπήσουν, τάχθηκαν ανοιχτά κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων και στήριξαν το δίκαιο αγώνα μας. Μία τέτοια ενότητα είναι πιο εύκολη σήμερα και αυτή είναι σημαντική επιτυχία.
  • Η εποχή μας έχει ανάγκη τις αντιστάσεις αλλά και τις διεκδικήσεις. Οι αντιστάσεις στα νομοσχέδια, στις ιδιωτικοποίησεις κλπ είναι απαραίτητος αλλά όχι ικανός όρος για να αλλάξουμε την κατάσταση. Χρειαζόμαστε την αντίσταση ώστε να μπορέσουμε να αντεπιτεθούμε. Δεν μπορεί η οπτική μας να περιορίζεται στο πότε θα έρθει ένας νέος νόμος για να σηκωθούν αντιδράσεις αλλά είναι απαραίτητος όρος. Με αυτήν την έννοια ακόμα και η μάχη που δώσαμε για το μπλοκάρισμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές ήταν μία μικρή νίκη. Η εποχή μας έχει ανάγκη τις αντιστάσεις αλλά έχει ανάγκη και τις διεκδικήσεις. Έχουμε ανάγκη από μικρές νίκες ή έστω πραγματικές μάχες αντίστασης για να μπορέσουμε και να διεκδικήσουμε.

Ο αγώνας μας είναι νικηφόρος γιατί θα συνεχιστεί!

Δύο μήνες δίνουμε αγώνα μεγάλης διάρκειας, με συνελεύσεις, με επιχειρήματα, με αποδεικτικό λόγο, με ζωντανές καταλήψεις, με εκδηλώσεις με μαζικές πορείες, με πανελλαδικότητα και με συντριπτική μειοψηφία τα γαλάζια παιδιά της ΔΑΠ. Ο αγώνας μας είναι νικηφόρος γιατί θα συνεχιστεί. Θα συνεχιστεί γιατί η μάχη για την κατάργηση του άρθρου 16 έχει και άλλα επεισόδια και δεν σταμάτησε με την ψήφιση του νομοσχεδίου. Γιατί αυτός ο αγώνας μπορεί και πρέπει να μεταφερθεί μέσα στη καθημερινή φοιτητική ζωή απέναντι στην υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων, την εμπορευματοποίηση, τους καθηγητές που πληρώνονται από το δημόσιο πανεπιστήμιο αλλά είναι υπέρ των ιδιωτικών εκδοτηρίων πτυχίων, που η κυβέρνηση τα ονομάζει μη κρατικά. Θα συνεχιστεί γιατί εδώ και δύο μήνες δείχνει και δίνει το παράδειγμα και την απάντηση στο ερώτημα: Απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη του 41% ποιος; Η απάντηση είναι τώρα, εμείς!

  • Να επιμείνουμε και να συνεχίσουμε στην σύγκληση Γενικών Συνελεύσεων στις σχολές μας, στην μαζικοποίηση τους με στόχο την συνέχιση των κινητοποιήσεων. Να συνεχίσουν να αποτελούν οι σχολές μας κέντρα αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης!
  • Να σταθούμε απέναντι τους καθηγητές που τάχθηκαν υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων και στάθηκαν εχθρικά στον αγώνα μας. Είναι επίορκοι απέναντι στο λειτούργημα τους, ετοιμάζονται για μια έμμισθη θέση στα ιδιωτικά «πανεπιστήμια». Να μην τολμήσουν να πατήσουν το πόδι τους στις σχολές μας για μάθημα!
  • Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι να οργανώσουν δυναμικές κινητοποιήσεις στα γραφεία βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας που ψήφισαν το νομοσχέδιο!
  • Να επιμείνουμε στις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις κάθε Πέμπτη
  • Σε όλες τις Σχολές να συγκροτηθούν Πρωτοβουλίες και Επιτροπές Αγώνα μαζί με καθηγητές και διοικητικούς υπαλλήλους που τάχθηκαν ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια με στόχο την συνέχιση του αγώνα!

Άρθρο 16: το Σύνταγμα καταλύεται όποτε θέλει η άρχουσα τάξη

Η ωμή και απροκάλυπτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο αφού απέτυχε να αναθεωρηθεί δια της νόμιμης οδού, παρακάμπτεται από τον κοινό νομοθέτη (κοινοβουλευτική πλειοψηφία) διά νόμου, θα έπρεπε να σημάνει έναν παλλαϊκό, δημοκρατικό ξεσηκωμό. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα άρθρο του Συντάγματος με ρητή  και μονοσήμαντη ερμηνεία παρακάμπτεται προκλητικά από μια νομοθετική ρύθμιση, δίχως την προβλεπόμενη από τον νόμο Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για καραμπινάτο αντισυνταγματικό πραξικόπημα.

Θυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5:

H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.  

Και λίγο παρακάτω στην παράγραφο 9:

H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Μια τόσο ακριβής, ρητή και μονοσήμαντη συνταγματική διατύπωση, ανατρέπεται με νόμο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να τσαλαπατήσουν τη συνταγματική νομιμότητα όταν αυτή δεν τους βολεύει. Κατηγορούν υποκριτικά τους άλλους (και συνήθως την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες) ότι δεν σέβονται τη νομιμότητα, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα όχι απλώς ενός νόμου, αλλά του Συντάγματος. Τέτοια εξώφθαλμη παράβαση του οποίου, δεν έχει υπάρξει ξανά στη μεταπολιτευτική ιστορία. 

Σε αυτή τη βίαιη και ωμή παραβίαση της συνταγματικής τάξης έχουν προσέλθει αρωγοί διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι, (σχεδόν όλοι με ρόλο και πολιτική θέση κατά τη μνημονιακή περίοδο), που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν θετικά για την παράκαμψη του άρθρου 16 ακριβώς πριν τεθεί το θέμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτοί οι συνταγματολόγοι ήταν και το ισχυρό επιχείρημα της ΝΔ να καταλύσει το άρθρο 16. Δίχως να μπορεί να εμφανίσει κανένα έλλογο νομικό επιχείρημα, ο υπουργός Πιερρακάκης πανηγυρίζει όχι για την (παντελώς διαστροφική) ερμηνεία του άρθρου 16 αλλά για το “μέγεθος” των συνταγματολόγων που γνωμοδότησαν θετικά για την κυβέρνηση: “Βενιζέλος! Μανιτάκης! Αλιβιζάτος!”. Απέναντι στην πρωτοφανή παραβίαση ρητών συνταγματικών προβλέψεων η εκτελεστική εξουσία παραθέτει απλώς τα ονόματα όσων της “επιτρέπουν” να παραβιάζει το Σύνταγμα. 

Πρόκειται βέβαια για εκείνα τα “βαριά ονόματα” συνταγματολόγων που δεν είδαν τίποτα αντισυνταγματικό στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με τα μνημόνια, που δεν ενοχλήθηκαν όταν η Βουλή ψήφιζε μέσα σε μια νύχτα αμετάφραστους νόμους που οι βουλευτές δεν είχαν καν διαβάσει, που δεν ενοχλήθηκαν (ίσα ίσα ορισμένοι πρωταγωνίστησαν) σε αποκαθήλωση εκλεγμένης κυβέρνησης από τους δανειστές (Παπανδρέου και αντικατάστασή του από Παπαδήμο). Πρόκειται για συνταγματολόγους οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το δημοψήφισμα του 2015 είναι αντισυνταγματικό ή ότι ο Τσίπρας με τη Novartis διαπράττει το έγκλημα της …εσχάτης προδοσίας. Αυτοί ακριβώς οι “επιφανείς” συνταγματολόγοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους μίσος για την Αριστερά και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρείχαν ένα διάτρητο φύλλο συκής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για να παραβιάζει απροκάλυπτα ρητή συνταγματική επιταγή.

Πέραν της ευθείας και απροκάλυπτης παραβίασης της συνταγματικής απαγόρευσης, τίθεται το εξής θέμα: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, με την εξαίρεση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 1990 και μετά η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι σημαία της ΝΔ. Από το 2004 και μετά προσχώρησε σε αυτή την άποψη και το ΠΑΣΟΚ. Επιχειρήθηκε πολλές φορές να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι προσπάθειες απέτυχαν. Ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε κανείς σκεφτεί να παρακάμψει το Σύνταγμα μέσω μιας απλής ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Οι ίδιοι που γνωμοδοτούν σήμερα υπέρ της δυνατότητας να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, διακονούσαν κάποια άλλη επιστήμη; Δεν ήταν συνταγματολόγοι; Πότε ανακάλυψαν ότι το άρθρο 16 μπορεί να παρακαμφθεί δια της πλαγίας; Το 2023; Επί τριάντα χρόνια γιατί όλοι μα όλοι οι συνταγματολόγοι, τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι κυβερνήσεις και η απλή λογική, συμφωνούσαν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσκρούουν στο άρθρο 16; Τι ξαφνική επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που συντελέσθηκε ξαφνικά στους τρεις “κορυφαίους συνταγματολόγους” της χώρας; Και ακόμα περισσότερο: Πουθενά στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ (μιλάμε για το 2023) δεν υπάρχει μισή λέξη για τη νομοθετική παράκαμψη του άρθρου 16. Η ΝΔ αποφάσισε να παρακάμψει το άρθρο 16 μέσω νομοθετικής ρύθμισης, μετά τις εκλογές, μην έχοντας πει το παραμικρό για τις προθέσεις της πριν από αυτές. Δείγμα και αυτό της “βαθιάς στρατηγικής σκέψης” της ελληνικής άρχουσας τάξης που αποδεικνύεται αρπαχτή και ρεσάλτο της συγκυρίας.

Ακόμα και αν οι συγκεκριμένοι συνταγματολόγοι έπραξαν ως λαγοί και ταυτόχρονα σερβιτόροι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας Μητσοτάκη, ικανοί να γνωμοδοτούν θετικά για το οτιδήποτε αρκεί αυτό να βολεύει την άρχουσα τάξη, η πλειοψηφία συνταγματολόγων και ακαδημαϊκών, ακόμα και αυτών που είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, διατήρησαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητά τους και στάθηκαν απέναντι στην αντισυνταγματική εκτροπή. Θεώρησαν (όπως πικρά το έθεσε ο Γιώργος Κουβελάκης) ότι το να “φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”.

Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις από ακαδημαϊκούς, νομικούς, συνταγματολόγους, όχι απαραίτητα υπέρμαχους του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που σημείο προς σημείο ξεγυμνώνουν το πρωτοφανές αντισυνταγματικό πραξικόπημα που τελέστηκε στη χώρα μας. 

Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να τα διαβάσουν προσεκτικά. 

Θα συνειδητοποιήσουν καλύτερα το βάθος, την έκταση και την προκλητικότητα της συνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με τους συνταγματολόγους της.

Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Πρόκειται για μια σύντομη δήλωση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου που αποκαθιστούν την πραγματικότητα και επιβεβαιώνουν ότι αυτό που λέει το Σύνταγμα είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και όχι αυτό που η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνταγματολόγοι της εννοούν. Η ρητή διατύπωσή τους είναι: 

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

«Αυτό που διαβάζουμε όλοι στο Άρθρο 16, σημαίνει αυτό που διαβάζουμε»

Πρόκειται για τη σύνοψη της εκδήλωσης της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων με θέμα “Η παράκαμψη του Άρθρου 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Ανάμεσα σε άλλα, και σε ό,τι αφορά την αιφνίδια ανακάλυψη του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής)” που επικαλούνται οι συνταγματολόγοι που διευκόλυναν   ο Ακρίτας Καϊδατζής σημειώνει: 

Το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (GATS) υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “από πάντα”, πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, πριν λίγους μήνες; Αυτοί που συμβουλεύανε όλους όσοι, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί το είχαν ανακαλύψει από τότε; Ήταν κακοί σύμβουλοι, ήταν κακοί νομικοί αυτοί που τους συμβούλευαν; Επίσης, τα ελληνικά δικαστήρια και το ΣτΕ, χρόνια λένε αυτό που λέει το Σύνταγμα.

Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Ο Ξενοφών Κοντιάδης υπενθυμίζει τις ρητές συνταγματικές διατάξεις:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Και συμπληρώνει:

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται».

Και σε ότι αφορά την “πολλαπλότητα της έννομης τάξης” δηλαδή το ευρωενωσιακό δίκαιο που τάχα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύσουμε το ελληνικό Σύνταγμα ακόμα και σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του, ο καθηγητής είναι σαφής:

 Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου

Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σημειώνει ότι η αντισυνταγματική παράκαμψη του άρθρου 16 δεν είναι απλώς μια περί του Συντάγματος ερμηνεία αλλά τμήμα ενός ενιαίου πολιτικού τρίπτυχου:

Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας… Το δεύτερο θεμέλιο είναι …ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε. 

Αναφερόμενος σε μια εκ των θετικών γνωμοδοτήσεων των Βενιζέλου – Σκουρή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην οποία οι συνταγματολόγοι της εξουσίας αποφαίνονται ότι το ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων “εξήλθε” (!) του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και εισήλθε στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου (άρα το άρθρο 16 δεν πρέπει καν να υπάρχει), ο κ. Δρόσος σημειώνει:

Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος.

«Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16)

Ο Α.Παπατόλιας, διδάκτορας δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X, υποβάλει σε ήπια κριτική την άποψη των συνταγματολόγων Βενιζέλου και Σκουρή ότι “στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην κριτική προσέγγιση του “συνταγματικού πλουραλισμού”, του “συνταγματικού εξελικτικισμού”, της “πολλαπλότητας της έννομης τάξης”, του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, του “επαυξημένου δικαίου” (δηλαδή των διεθνών συνθηκών), όλων εκείνων των εννοιών δηλαδή που προβάλλουν οι Βενιζέλος, Σκουρής, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος κλπ για να νομιμοποιήσουν την κατάργηση του άρθρου 16 δίχως συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Παπατόλιας αντιπαραθέτει την ουσιώδη λογική του Αριστόβουλου Μάνεση:

Ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.

 Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η παρέμβαση του Γ. Κατρούγκαλου έχει σαφώς πιο πολεμικό και πολιτικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζει την αναφορά του Α.Μάνεση στον Αββά Σεγιές ότι “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα”, για να επισημάνει ακριβώς ότι η συνταγματολογίζουσα παραβίαση του άρθρου 16, καθιστά σε τελική ανάλυση το Σύνταγμα “ένα τίποτα”.

Ο Γ. Κατρούγκαλος θέτει ένα φλέγον πολιτικό ερώτημα:

Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;

Στην ουσία δηλαδή επισημαίνει ότι πολιτικοί λόγοι χειραγώγησης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και παράκαμψης του Συντάγματος επιβάλλουν την αιφνίδια ανακάλυψη “νέων ερμηνειών” (“πολυεπίπεδων”, “μη δογματικών”, “εξελικτικών” κοκ) που οι συνταγματολόγοι Βενιζέλος, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος παρέχουν εν αφθονία προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της “ερμηνείας” του άρθρου 16 υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, ο Γ. Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι όταν μια συνταγματική διάταξη είναι σαφής, δεν επιδέχεται ερμηνείας (από τον κοινό νομοθέτη), αλλά αναθεώρησης (από τον συντακτικό νομοθέτη).

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη».

Επομένως, οι ρητές διατάξεις ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ή ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ή ότι «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», δεν επιδέχονται ανταγωνιστικής και αντιθετικής ερμηνείας από αυτό που απλά και καθαρά ορίζουν. Τυχόν ανταγωνιστική ερμηνεία, καταργεί στην ουσία το Σύνταγμα καθιστώντας το, ακριβώς ένα “τίποτα”.

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Ο Ακρίτας Καϊδατζής, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επισημαίνει ότι:

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Υπογραμμίζει επίσης ότι:

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει. Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. … είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. 

Και διατυπώνει το ίδιο φλέγον ερώτημα που έχουν διατυπώσει και όλοι οι άλλοι συνταγματολόγοι που θεωρούν ότι το κύρος του Συντάγματος είναι σημαντικότερο από την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής:

Το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

Τέλος, σε αντίθεση με τον κ.Βενιζέλο που θεωρούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ενόχους “εσχάτης προδοσίας”, ο κ. Καϊδατζής θέτει έμμεσα, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς, το ερώτημα αν τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές υπακούουν αυτό που έχουν ορκιστεί να υπακούουν, δηλαδή το Σύνταγμα, ή κάτι άλλο:

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. 

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Ο ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου Γιώργος Κουβελάκης, ξεκινά την παρέμβασή του ξεκαθαρίζοντας ότι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων:

Να εξηγούμεθα, είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. 

Αποδεικνύει στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως ότι επειδή ο ίδιος και αρκετοί άλλοι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν πρέπει να φτάσουμε στην καταπάτηση του Συντάγματος:

Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή».

Και επιμένει ότι μία ολόκληρη χώρα, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των συνταγματολόγων, μέχρι τις εκλογές του 2023, θεωρούσε ότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό που λέει και όχι κάτι άλλο που αιφνιδίως ανακαλύφθηκε όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, παρά το άρθρο 16:

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) 

Και αποδεικνύοντας ότι η εντιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όσους μιλούν για το Σύνταγμα και ειδικά όσων το λειτούργημα είναι να το ερμηνεύουν, επιμένει:

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Και στην ουσία λέει αυτό που ισχύει, ανεξάρτητα από το αν καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί ανοικτά και δημόσια. Ότι δηλαδή ζούμε μια φάση συνταγματικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος, δηλαδή ότι  έχουμε μια κυβέρνηση επίορκη, υπόλογη για συνειδητή αντισυνταγματική πράξη.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Υπενθυμίζουμε ξανά ότι ο Γ. Κουβελάκης είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θεωρεί όμως ότι η λειτουργία τους πρέπει να επιτραπεί με συνταγματική αναθεώρηση και όχι με αντισυνταγματική νομοθετική ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, οι επισημάνσεις του για τη συνταγματικότητα του νόμου Πιερρακάκη, ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επισημάνσεις συνταγματολόγων που είναι υπέρμαχοι των δημόσιων πανεπιστημίων. 

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Ο καθηγητής Σωτηρέλλης βάζει κατευθείαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ότι αφορά τον “μεταρρυθμιστικό οίστρο” της κυβέρνησης που δεν μπορεί να κρατηθεί μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση:

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα; Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Και αποκαλύπτει την εμφανή σκοπιμότητα των γνωμοδοτήσεων των “επιφανών” συναδέλφων του που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν μόλις η κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο:

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις… με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον αποφάσισε ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

Στη συνέχεια ο κ. Σωτηρέλλης παραθέτει όλες τις τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας που ακολούθησαν την ομοβροντία θετικών για την παράκαμψη του άρθρου 16 γνωμοδοτήσεων καταλήγοντας ότι “κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική”.

Ο καθηγητής παραθέτοντας και πάλι τις ρητές επιταγές και απαγορεύσεις του Συντάγματος αναρωτιέται: 

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Ιδιαίτερη σημασία τέλος έχει η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση που κάνει με τα θεωρητικά σχήματα που επικαλούνται οι θετικοί προς την κυβέρνηση συνταγματολόγοι για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη παράβαση της συνταγματικής διάταξης: Την επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις», τη θεωρία του “επαυξημένου συντάγματος” και του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό που “εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη”.  

Ο καθηγητής κλείνει ως εξής:

Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

Ο καθηγητής Καϊδατζής θέτει χωρίς περιστροφές το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο λαός. Απαντά ότι “Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος”. Αναφερόμενος μάλιστα στην περίφημη πρόταση “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων”, σημειώνει ότι 

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος.

Το πολιτικό διακύβευμα είναι το παρακάτω:

Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Ο καθηγητής Κ. Γιαννακόπουλος θέτει το ζήτημα της σύγκρουσης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο στην πραγματική του βάση: 

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. 

Στην ουσία ο καθηγητής λέει ότι δεν υπάρχει σοβαρή και κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα που να δέχεται μια αντίθετη στο εθνικό συνταγματικό της δίκαιο ερμηνεία του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), τα εθνικά δικαστήρια ΔΕΝ θεωρούν δεσμευτικές τις απαντήσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο δεν προστρέχουν ως Χατζηαβάτηδες να προεξοφλήσουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι το εθνικού (σε θέμα μάλιστα που το ευρωπαϊκό δεν έχει τυπική αρμοδιότητα) και να παραβιάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθνικό τους Σύνταγμα. Εδώ όμως είναι Ελλάδα.

ο κ. Γιαννακόπουλος καταλήγει:

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

Ο καθηγητής κ. Μποτόπουλος ξεκινά με μια πικρή διαπίστωση:

Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16. Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας.

Και συνοψίζει την πολιτική σημασία της αντισυνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με μια χούφτα “επιφανών” συνταγματολόγων, που όταν συμπεριφέρονταν ως συνταγματολόγοι και όχι ως πολιτικοί οπαδοί δίδασκαν στους υπόλοιπους ότι πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα. . 

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να το είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος… Όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

    • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. …
    • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου, και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος», ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
    • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
    • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
    • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Επίλογος

Το Σύνταγμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε κατάκτηση των πολιτών και των εθνών έναντι της απολυταρχίας. Ήταν ο συντεταγμένος τρόπος να περιοριστεί η αυθαιρεσία των ελέω Θεού μαναρχών και να διασφαλιστεί σιγά σιγά και σταδιακά η λαϊκή κυριαρχία έστω στην τυπική – αστική της μορφή, η ισονομία και η ισοπολιτεία. 

Στην εποχή του εκδικητικού και επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, το Σύνταγμα συχνά στέκει εμπόδιο στις αδίστακτες φιλοδοξίες του κεφάλαιου και της εξουσίας να αλώσει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει την εθνική κυριαρχία σε όφελος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων ή στρατιωτικών συμμαχιών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ).

Η ουσιαστική παραβίαση του Συντάγματος έχει συμβεί πολλάκις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία (εκ μέρους των ορκισμένων να το τηρούν κυβερνήσεων και όχι κάποιων ταραξιών ή ανατροπέων του πολιτεύματος) με το μνημονιακό αίσχος, την επί της ουσίας παράδοση της εξουσίας στους δανειστές και τον ευτελισμό της Βουλής να είναι το χαρακτηριστικότερο όλων.

Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ρητή και απολύτως κατανοητή και σε μικρά παιδιά συνταγματική απαγόρευση ανατρέπεται με το έτσι θέλω μιας κυβέρνησης που δεν το είχε καν θέσει στο προεκλογικό της πρόγραμμα (σ.σ. την νομοθετική παραβίαση της απαγόρευσης – όχι την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω αναθεώρησης) και τη σύμφωνη γνώμη συνταγματολόγων που άλλα δίδασκαν όταν ήταν πράγματι συνταγματολόγοι και άλλα γνωμοδοτούν σήμερα που είναι κατά βάση θεράποντες της εξουσίας. 

Κανονικά, η κατάφωρη και βάναυση παραβίαση του Συντάγματος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε ένα νέο 1-1-4 (σήμερα 120), όπου ο λαός επικαλούμενος ότι “η τήρηση του Σύντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και όχι στη βουλιμία των Μητσοτάκη, Βενιζέλου κλπ υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, θα ζητούσε την αποπομπή της επίορκης κυβέρνησης και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την παραβίαση του Συντάγματος. 

Ζούμε όμως σε μια εποχή και ένα συσχετισμό όπου όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία και η κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη και σαστισμένη την απόλυτη ρευστοποίηση των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848, της δικής μας 3ης Σεπτεμβρίου, και τόσων άλλων ορόσημων της ιστορίας της ανθρωπότητας που πλέον καταργούνται για να πισωγυρίσουμε όχι στην απολυταρχία μιας οικογένειας αυτοκρατόρων ή βασιλέων αλλά στην απολυταρχία του κεφαλαίου.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

 Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16.

Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας[1]. Παρά την αποκαθήλωση, από την ίδια την κυβέρνηση, της αρχικής σκέψης να χρησιμοποιήσει, ως τρόπο εισχώρησης των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω σύναψης διεθνών συμφωνιών με άλλες χώρες[2]. Παρά τη σαφή ανάδειξη από τη δημόσια συζήτηση ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, ούτε η «νομολογία Soros» του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], ούτε η «νομολογία του βασικού μετόχου» του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]. Και παρά τη διαπίστωση ότι τα «Παραρτήματα» του νόμου, που υποτίθεται ότι θα σέβονταν το άρθρο 16[5], είναι στην πραγματικότητα νέα νομικά πρόσωπα (με την καινοφανή ονομασία «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» -«νππε»- και την μη ασκούσα νομική επιρροή  προσθήκη ότι θα πρόκειται, κατά δήλωση του νόμου, για «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα»), τα οποία θα εκδίδουν «ελληνικούς» πανεπιστημιακούς τίτλους: δεν πρόκειται, συνεπώς, για «εγκατάσταση παρατημάτων» αλλά για εισχώρηση στην ελληνική έννομη τάξη νέου –απαγορευόμενου- τύπου ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[6].

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που συμβαίνει τέτοια ευθεία παραβίαση –έμμεσες έχουν υπάρξει πολλές και συνέβη ίσως πάλι πρόσφατα με την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) από ευρωβουλευτή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που η βιασύνη για μια επιχειρηματική διευθέτηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, επικρατούν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ψήφο της Βουλής, όχι μόνο του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αλλά της κοινής λογικής. Γιατί δεν αντέχει στη δοκιμασία της λογικής –εκτός αν κάποιο μυαλό λειτουργεί με όρους κομματικούς ή «ακολουθεί» πρόσωπα και όχι επιχειρήματα- ούτε ότι μέσω της ερμηνείας, «ενωσιακού» ή άλλου τύπου, μπορεί να επιτραπεί κάτι που το Σύναγμα απαγορεύει, ούτε ότι συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη, αλλά μετά την ψήφιση νόμου που χωρίς αναθεώρηση θα είναι αντισυνταγματικός[7].

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος, που θα είχαν βρει τον τρόπο να αποφύγουμε αυτά που ακούμε σήμερα από την κοινωνία: «αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας, τι μας νοιάζει εμάς το Σύνταγμα». Και δικαίως τα ακούμε, όταν όχι μόνο δεν είμαστε μια γροθιά, αλλά όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

  • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την απαγόρευση, και μάλιστα τριπλή (άρθρο 16 παρ. 5,6 και 8), λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να έχουν άλλη μορφή από νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου –νπδδ- και να στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους,
  • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου[8], και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος»[9], ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-573/17)[10]
  • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
  • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
  • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Το Σύνταγμα, που έχουν ψηφίσει και στο οποίο ορκίζονται, θα έπρεπε και οι βουλευτές να είχαν βάλει πάνω από πολιτικά προγράμματα, κυβερνητικές πιέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, τα ήξεις αφήξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής[11]. Στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, αυτοπροστασίας και αυτοσυγκράτησης θα έπρεπε να είχε κάνει να πρυτανεύσει, υπεράνω κομματικών συσχετισμών, η απλή σκέψη ότι ακόμα και αν ήταν απλώς αμφιλεγόμενο τι επιτρέπει και τι απαγορεύει το Σύνταγμα, η Βουλή, ως εκφραστής της λαϊκής βούλησης, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση συμφιλίωσης –την αναθεώρηση- και όχι σύγκρουσης –στο όνομα, μάλιστα, μιας ανεξήγητης βιασύνης.

Τέλος, για το Σύνταγμα θα έπρεπε –αλλά δεν βρέθηκε κανείς να του το εμφυσήσει- να μάχεται το κοινωνικό σύνολο, αφού γεύεται και επιθυμεί την υπό τη σκέπη του δημοκρατία και έχει πατριωτικό καθήκον (άρθρο 120 Συντάγματος) να διεκδικεί πλήρως και αδιάκοπα την τήρηση του.

Τώρα πλέον, μετά την ψήφιση του νόμου, μόνος υπερασπιστής του Συντάγματος μένει το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το οποίο, στη βέβαια περίπτωση που προσβληθεί μια στηριζόμενη στο νέο νόμο διοικητική πράξη, θα «ζητηθεί» από την κυβέρνηση όχι μόνο να μεταστρέψει τη νομολογία του, αλλά να νομολογήσει ότι για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν ισχύει το ελληνικό Σύνταγμα.

Κι όμως, η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με το άρθρο 16 είναι πάντα στην ίδια γραμμή, από το 1974 έως σήμερα:

  • «απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» και δεν επιτρέπεται να τρωθεί «ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και το κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου» (ΣτΕ 922/2023)[12],
  • τα ΑΕΙ «δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16), αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης»» (ΣτΕ 2350-63/2023)[13],
  • είναι «διαφορετικό το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2027, 2253/2019)[14].

Το ζήτημα είναι εθνικής συνταγματικής τάξης, αφού, παρά την –ορθότερα: μέσα στην- υπαρκτή ελληνική ιδιοτυπία της απαγόρευσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων», την ανώτατη εκπαίδευση ρυθμίζει, με αρμοδιότητα που της παρέχει και το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, η εθνική έννομη τάξη. Δεν είναι, συνεπώς, νομοτελειακή η θέση προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντως, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ερώτημα, η απάντηση πάλι με όρους εθνικής συνταγματικής τάξης, και υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, θα κριθεί.

Με την «υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων», το Δικαστήριο της συνταγματικής νομιμότητας έχει, συνεπώς, μια μεγάλη ευκαιρία να δώσει σε όλους, και κυρίως στην κοινωνία, ένα μάθημα συνταγματικής δημοκρατικότητας.

 

[1] Μια επισκόπηση των κειμένων που έχουν δημοσιευθεί σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα το επιβεβαιώνει. Σε ρεπορτάζ των Reporters United αναφέρονται, με αντίστοιχες παραπομπές σε άρθρα και γνωμοδοτήσεις τους: «ενδεικτικά: Κωνσταντίνος ΓιαννακόπουλοςΑλκιβιάδης ΔερβιτσιώτηςΓιάννης ΔρόσοςΑκρίτας ΚαϊδατζήςΙφιγένεια ΚαμτσίδουΓιώργος ΚατρούγκαλοςΞενοφών ΚοντιάδηςΠαναγιώτης ΜαντζούφαςΚώστας ΜποτόπουλοςΓιώργος ΣωτηρέληςΠάνος ΛαζαράτοςΒασιλική ΧρήστουΚώστας Χρυσόγονος)». Θα μπορούσαν να προστεθούν, από αυτούς που γνωρίζω, οι Γιώργος Κουβελάκης («Ας διαφυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε περισσότερο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»), Ηλίας Νικολόπουλος, Γιώργος Καραβοκύρης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Απόστολος Παπατόλιας, Γιάννης Τασόπουλος («θα ήταν από κάθε άποψη προτιμότερο το «νέο» άρθρο 16 να προέκυπτε μέσα από συνταγματική αναθεώρηση» και «η προσπάθεια δικαιολόγησης της νέας ερμηνείας μέσα από μια νομικοπολιτική ρητορική περί «ζωντανού Συντάγματος» δεν νομίζω ότι είναι ούτε ορθή ούτε χρήσιμη»), καθώς και οι Καθηγητές Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Αστέρης Πλιάκος, Χάρης Τσιλιώτης, Αντώνης Μεταξάς, Μανώλης Περάκης, Βασίλης Χατζόπουλος, υπογράφοντες το σχετικό Υπόμνημα της ΕΕΕΣ (Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών) προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα euscientists.eu), όπου γίνεται λόγος για «πρόδηλη ασυμβατότητα των νππε με τις σαφούς και αδιάστικτης διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος»

[2] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, «Η κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος», στα ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και αναδημοσίευση στο  www.constitutionalism.gr

[3] «Επιτροπή κατά Ουγγαρίας», (C-66/18 της 6.10.2020), όπου επρόκειτο για κρίση σχετική με την επιχειρηματική ελευθερία και υπό συνταγματικό καθεστώς –της Ουγγαρίας- που δεν περιέχει απαγόρευση ίδρυσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων»

[4] Στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, άρα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε σε ενωσιακή αρμοδιότητα, και όχι σε εκπαιδευτική αρμοδιότητα, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο

[5] Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Α. Μανιτάκης, στην Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2024: «η νομοθετική πρωτοβουλία, εφόσον (η έμφαση δική μου) περιορίζεται στην πρόβλεψη εγκατάστασης παραρτημάτων, μόνον (η έμφαση δική μου), αλλοδαπών πανεπιστημίων … δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάσταση παραρτήματος». Συνεπώς, προεκτείνω, το ότι δεν πρόκειται για παράρτημα, αλλά για νέο ίδρυμα, δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα

[6] Βλ. αναλυτικά, Κ. Μποτόπουλου, «Εικονικά Πανεπιστήμια», στο Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2024

[7] Στο βιβλίο των Β. Σκουρή/Ε/ Βενιζέλου, «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοι ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2024, αναφέρεται: «Η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος προϋποθέτει την τήρηση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 110 παρ. 2-6. Ακόμα συνεπώς (ο τονισμός δικός μου) και αν όλες οι διαδικασίες κινηθούν με τον ταχύτερο ρυθμό, υπάρχει ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία το ερώτημα για τα περιθώρια που έχει ο εθνικός νομοθέτης…». Με όλο το σεβασμό, αυτό το «συνεπώς» και αυτά τα προ της αναθεώρησης περιθώρια αμφισβητούμε αρκετοί

[8] Άλλο το ότι όλες οι διατάξεις υπόκεινται σε ερμηνεία και άλλα τα όρια της ερμηνείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής. Άλλο το «ζωντανό Σύνταγμα» και άλλο η contra constitutionem εφαρμογή του (αντίθετος ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Δεν αντίκεται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα», στο Νομικό Βήμα, 72 (2024)/1, σελ. 46)

[9] Ευάγγελος Βενιζέλος, «Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 59

[10] Η απόφαση, που υπενθυμίζεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο, «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου», στο Βήμα, 3 Μαρτίου 2024, καθώς και από το Υπόμνημα της ΕΕΣ (βλ. υποσημ. 1), επισημαίνει ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία «δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου»

[11] Που πάντως, στην σχετική Έκθεση της επί του νομοσχεδίου, αναφέρει σαφώς ως «κρατούσα έως σήμερα» ερμηνεία και νομολογία εκείνη που θεωρεί ότι «δεν δύναται να ανατραπεί» η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 «στο πλαίσιο οποιασδήποτε ερμηνευτικής προσαρμογής»

[12] Κάτι εντελώς διαφορετικό από την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για τα κολέγια ή επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, όπως ρητά αναφέρει και η ήδη μνημονευθείσα Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

[13] Άρα δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιχειρηματικού δικαιώματος που ενδεχομένως ενυπάρχει (και) στην ανώτατη εκπαίδευση για παράκαμψη του τρόπου με τον οποίο το Σύνταγμα ρυθμίζει την ανώτατη εκπαίδευση

[14] Άρα δεν ισχύει ότι μπορεί να γίνει χρήση της νομολογίας για τα «κολέγια» ως βάση για αλλαγή νομολογίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Toν 19o αιώνα, οι Γάλλοι έθεταν τη σφραγίδα «Bon pour l’Orient» (καλό για την Ανατολή) σε διπλώματα φοιτητών που προέρχονταν από οθωμανικές περιοχές και θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας για την Ευρώπη αλλά κατάλληλα για τις αποικίες. Δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να μην είναι υπερβολικό να φανταστεί κανείς, σήμερα, μια ανάλογη σφραγίδα τόσο στο νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ που συζητείται στη Βουλή, όσο και σε ορισμένες νομικές ερμηνείες που το στηρίζουν.

Η συνταγματική απαγόρευση ιδιωτικών πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 1975 με το σκεπτικό ότι «η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική δια τον φόβον του μπίζνες (Business)» (Δ. Νιάνιας, Πρακτικά Β΄ Υποεπιτροπής, 30.1.1975). Η απαγόρευση αυτή επιβεβαιώθηκε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις, συνεχίζει να απορρίπτει κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής της (ΣτΕ 1071/2021 και 1789/2023). Τα δε πρόσφατα γεγονότα στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κατέδειξαν τον επίκαιρο χαρακτήρα της, καθώς ακόμη και τα πιο φημισμένα μη κρατικά ΑΕΙ δεν κατορθώνουν να διασώσουν την αυτονομία τους απέναντι στους ιδιώτες χρηματοδότες τους. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, στους περισσότερους ευρωπαϊκούς νομικούς κύκλους, δύσκολα θα τολμούσε κανείς να προβάλλει επίμονα δυναμικές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες το σαφές γράμμα του άρθρου 16 πρέπει να αλλοιωθεί, χωρίς τυπική συνταγματική αναθεώρηση, ως δήθεν χουντικό και απαρχαιωμένο.

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. Κάθε φορά δε που μια τέτοια κυβέρνηση επιλέγει, για οποιονδήποτε λόγο, να ακολουθήσει επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αντίθετες στο Σύνταγμά της, το κάνει μόνον μετά από τυπική αναθεώρηση του τελευταίου.

Χωρίς να απελευθερώνει πλήρως την ανώτατη εκπαίδευση, το επίμαχο νομοσχέδιο αναθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ιδιόμορφα εθνικά «παραρτήματα» αλλοδαπών πανεπιστημίων. Προσποιείται, μάλιστα, ότι αυτά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σέβονται κάποιες πτυχές του άρθρου 16, χωρίς να τεκμηριώνει επαρκώς τους περιορισμούς ενωσιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις πτυχές αυτές. Παραγνωρίζει δε ότι το άρθρο 16 εμποδίζει να ανακληθεί η επιφύλαξη στη συμφωνία GATS, η οποία στερεί από τα μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια την προστασία του δικαίου της Ένωσης. Πρόκειται για μια μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, η οποία επιδιώκει, βραχυπρόθεσμα, τη δημιουργία τετελεσμένων που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και, μεσοπρόθεσμα, το άνοιγμα του δρόμου και σε κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Θα ήθελε πολύ θάρρος για να υποστηρίξει κανείς σε αξιόπιστους νομικούς κύκλους της Ευρώπης ότι μια τέτοια εργαλειοποίηση συνδυασμένων παραβιάσεων του εθνικού, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου είναι καταρχήν θεμιτή και, πάντως, πρέπει να ελεγχθεί βάσει μόνον του ενωσιακού δικαίου.

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», λέει το άρθρο 120 παρ. 4, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Τα ίδια έλεγε το άρθρο 114 του προηγούμενου Συντάγματος του 1952, που έγινε λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων: «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος αποτυπώνεται η λογική του συνταγματικού πατριωτισμού. Παρότι στην επιστημονική συζήτηση η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη1, στην αφετηρία του ο συνταγματικός πατριωτισμός είναι κάτι αρκετά απλό: Πατριώτης είναι ο καλός πολίτης. Και καλός πολίτης είναι αυτός που νοιάζεται για τη δημοκρατία και την τήρηση του Συντάγματος. Τα λέει ωραία η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 120: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Ότι το ίδιο το Σύνταγμα επιφορτίζει «τους Έλληνες» –κάθε πολίτη ατομικά και, κυρίως, συλλογικά μαζί με άλλους– με την ευθύνη της τήρησης του Συντάγματος σημαίνει δύο πράγματα, το πρώτο εκ των οποίων συχνά παραβλέπεται. Σημαίνει, ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος το δικαίωμα, πρώτον, να ελέγχουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα και, δεύτερον, να ενεργούν για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το πρώτο: Η ρήτρα «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» αποκτά νόημα μόνον όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα. Η επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων παρέλκει, είναι άνευ αντικειμένου, όταν την παραβίαση του Συντάγματος την έχει ήδη διαπιστώσει κάποιο όργανο της κρατικής εξουσίας, ιδίως δικαστήριο. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το κρατικό όργανο που διαπιστώνει την παραβίαση έχει και την εξουσία να ενεργήσει το ίδιο για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει2. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος3.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 120 παρ. 4 αναγνωρίζει (και προϋποθέτει) ότι κάθε πολίτης –χωρίς να χρειάζεται να είναι ειδικός, νομικός ή συνταγματολόγος– δικαιούται να έχει λόγο για τον «δικό» του νόμο, την άμυνά του απέναντι στην κρατική εξουσία, το Σύνταγμα. Να το διαβάζει, να το ερμηνεύει και να εκφέρει τη γνώμη ότι ορισμένη ενέργεια κρατικού οργάνου το παραβιάζει. Χωρίς να χρειάζεται να εξαρτά τη γνώμη του αυτή από την κρίση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Αντισυνταγματικό δεν είναι μόνον ό,τι κρίθηκε ως τέτοιο από κάποιο δικαστήριο ή άλλο κρατικό όργανο. Βεβαίως, σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι πολίτες δεν ασκούν αρμοδιότητα. Το σύνολο των πολιτών, ο λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σώμα. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά. Άλλοι θα συμφωνούν, άλλοι θα διαφωνούν και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, απλώς θα αδιαφορούν. Επομένως, η γνώμη (κάποιων) πολιτών ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά ούτε δεσμευτικότητα έχει ούτε οποιαδήποτε νομική σημασία. Έχει όμως πολιτική σημασία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε. Γίνεται πολιτικό επιχείρημα, πολιτικό σύνθημα, ακόμα και σύμβολο πολιτικών αγώνων –ας ξαναθυμηθούμε το «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται πολιτικός συνταγματισμός (σε αντιδιαστολή προς το νομικό συνταγματισμό)4.

Οι πολίτες δικαιούνται να ενεργούν για την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το δεύτερο: Το άρθρο 120 παρ. 4 αναθέτει στο λαό, τους Έλληνες πολίτες, την ευθύνη τήρησης του Συντάγματος. Τί μπορούν να κάνουν όσοι θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά; Σε οριακές στιγμές, μπορούν βεβαίως να κάνουν αυτό που λέει η συνέχεια της διάταξης: «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Να αντισταθούν. Τεχνικά, το δικαίωμα αντίστασης πράγματι ενεργοποιείται μόνον όταν επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος με βίαια μέσα5. Απολύτως κατανοητή όταν γράφτηκε το 1975, μετά την πτώση του καθεστώτος της απριλιανής δικτατορίας, η ρήτρα αυτή έχει στις μέρες μας όλο και λιγότερη σημασία. Τα πολιτεύματα πλέον δεν (χρειάζεται να) καταλύονται με τη βία, με πραξικοπήματα και με τανκς. Διαβρώνονται και υπονομεύονται σταδιακά και εκ των έσω, από κυβερνώντες που έρχονται στη εξουσία με φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, μέχρις ότου φτάνει κάποια στιγμή που συνειδητοποιούμε πως παραμένουν στην εξουσία με όχι και τόσο δημοκρατικό τρόπο.

Πέραν από αυτές τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης, πώς εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος; Οι πολίτες που θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά μπορούν φυσικά να προσφύγουν σε κάποιο άλλο κρατικό όργανο, ιδίως δικαστήριο, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα. Παρότι είναι βεβαίως κι αυτή μια δυνατότητα, δεν είναι πάντως αυτό το νόημα της ρήτρας του άρθρου 120 παρ. 4. Το Σύνταγμα κάνει επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ακριβώς όταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή ή αναμενόμενη ή, έστω, αποτελεσματική από την άσκηση των αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων. Η πεμπτουσία, επομένως, της ρήτρας δεν έγκειται σε νομικές ενέργειες, αλλά σε πολιτικές.

Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας) –αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες.

Η αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων

Από τα παραπάνω μπορεί να αντλήσει κάποιος ένα ή δύο διδάγματα χρήσιμα για την τρέχουσα συγκυρία. Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Στο, εξίσου εύλογο, ερώτημα κάποιων τί μπορούμε να κάνουμε για να διασφαλίσουμε την τήρηση του Συντάγματος, μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Να προσφύγετε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα δικαστήρια, αν θεωρείτε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο. Αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν αν υπάρχει αντισυνταγματικότητα». Και εδώ η απάντηση πρέπει να είναι: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –και όχι στα δικαστήρια– την ευθύνη της πρόληψης: να αποτρέψουμε την αντισυνταγματικότητα προτού αυτή γίνει δεσμευτική πράξη της κρατικής εξουσίας, προτού γίνει νόμος. Το μεγάλο έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι πως, εξ ορισμού, είναι κατασταλτικός, έρχεται μετά την εφαρμογή του νόμου, όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί καταστάσεις που η ανατροπή τους μπορεί να έχει κόστος και παράπλευρες συνέπειες. Κι αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα την κρίση τους. Μικρή σημασία έχουν προσφυγές ή μηνύσεις που θα εκδικαστούν μετά από μήνες ή χρόνια, όταν θα έχουν πια δημιουργηθεί τετελεσμένα.

Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση του Συντάγματος όπως την εννοεί το άρθρο 120 είναι πολιτικά, όχι νομικά. Παραδόξως –ή ίσως όχι και τόσο παραδόξως– από το δημόσιο λόγο επί του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απουσιάζει ένα πολιτικό μέσο πίεσης που, εν δυνάμει, μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό, περισσότερο από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια: Η διαβεβαίωση των κομμάτων της μείζονος, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσουν το νόμο όταν έρθουν στην εξουσία θα προβλημάτιζε, αν μη τι άλλο, και ενδεχομένως θα έκανε διστακτικούς όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη μπίζνα της πανεπιστημιακής παραπαιδείας που προωθεί το νομοσχέδιο.

1 J.-WMüllerΣυνταγματικός πατριωτισμός, Εκδ. Παπαζήση, 2012.

2 L. Kramer, The People Themselves: Popular Constitutionalism and Judicial Review, Oxford University Press, 2004.

3 Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. Ι-ΙΙ [1956-1961], Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, επανέκδοση 1991.

4 R. Bellamy, Political Constitutionalism, Oxford University Press, 2007.

5 Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος [1987], Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, επανέκδοση 2022.

Πηγή: Consitutionalism.gr

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Α. Από την αρχή της συζήτησης για την νομοθετική αναγνώριση παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ένα ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα, με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Με ποιο κριτήριο επελέγη μία τόσο αμφιλεγόμενη, (τουλάχιστον…) νομοθετική ρύθμιση, ενώ εφέτος συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, που επιτρέπει την μόνη θεσμικά καθαρή και συνταγματικά επιτρεπτή αντιμετώπιση του ζητήματος; Το ερώτημα τέθηκε επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους, από πολλές πλευρές, αλλά πειστική απάντηση δεν δόθηκε. Διότι δεν φαντάζομαι ότι η κυβέρνηση έχει αξίωση να πιστέψουμε ότι πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη –και αφού μεσολάβησε μία αλλοπρόσαλλη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική από την προκάτοχο του σημερινού υπουργού– την έπιασε ξαφνικά ένας τόσο έντονος μεταρρυθμιστικός οίστρος, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλα τρία χρόνια, προκειμένου να δοθούν οι επιβαλλόμενες ολοκληρωμένες και συναινετικές λύσεις.

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα;

Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις (Φ. Σπυρόπουλου[1], Ευ. Βενιζέλου – Β. Σκουρή[2], Ν. Αλιβιζάτου[3] και Α. Μανιτάκη[4]) με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

*****

Β. Το ζήτημα βέβαια της καθιέρωσης ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν τίθεται για πρώτη φορά. Από την δεκαετία του ’90 το σημερινό κυβερνών κόμμα το θέτει διαρκώς σε όλες τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι κανένας από τους επιφανείς νομικούς που ανέλαβαν (με προεξάρχοντα τον τ. πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο[5])  το βάρος της υποστήριξης των σχετικών προτάσεων, δεν διανοήθηκε να ισχυρισθεί ότι  θα μπορούσε να γίνει μία τόσο σημαντική αλλαγή χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Εξ άλλου, και η έως τώρα νομολογία του ΣτΕ δεν αφήνει κανένα σχετικό περιθώριο, με σαφέστατες και κατηγορηματικές διατυπώσεις (Βλ. ενδεικτικά  τις πρόσφατες ΣτΕ 922/2023, 1789/2023, που επαναλαμβάνουν όλες τις σχετικές προηγούμενες, και πρβλ. την σχετική Ανακοίνωση των Διοικητικών Δικαστών, 12.2.2024). ενώ χαρακτηριστικές το σημείο αυτό είναι οι μαχητικές πρόσφατες τοποθετήσεις αφ’ενός της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαρίας Καραμανώφ[6] και αφ’ετέρου του (εμβληματικού) πρώην Yπουργού Δικαιοσύνης και Συμβούλου Επικρατείας, Γιώργου Κουβελάκη[7].

Τα παράδοξα, όμως, δεν σταματούν εδώ. Δεν έφτασε το ότι οι επιστημονικές απόψεις υπέρ των κυβερνητικών επιδιώξεων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία –δεδομένης και της απολυτότητάς των περισσότερων από αυτές– αλλά ξεκίνησε και μία συστηματική προσπάθεια να πεισθούν όλοι, κόμματα και κοινή γνώμη, όχι μόνον ότι αυτή είναι η ορθή συνταγματικά άποψη αλλά και ότι είναι κρατούσα[8], υπολογίζοντας μάλλον στην ευρύτατη προβολή της από τα «καθεστωτικά» μέσα της διαπλοκής…

Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε η κυβέρνηση. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι πρώτες έντονα κριτικές παρεμβάσεις (ιδίως από τους Κ. Μποτόπουλο[9], Ιφ, Καμτσίδου[10], Π. Λαζαράτο[11], Κ. Γιαννακόπουλο[12], Γ. Κατρούγκαλο[13] Δ. Σαραφιανό[14], που απαντούσαν πειστικά και εμπεριστατωμένα, σημείο προς σημείο, στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με την κοινή δήλωση οκτώ καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου (Αλκ. Δερβιτσιώτης, Γ. Δρόσος, Ακρ. Καϊδατζής, Ιφ. Καμτσίδου, Ξεν. Κοντιάδης, Παν. Μαντζούφας, Γ. Σωτηρέλης, Κ. Χρυσόγονος), που συνόψισε όλη την προηγηθείσα επιχειρηματολογία για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου[15] ως εξής:

«Με αφορμή ορισμένες γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις συναδέλφων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πλειονότητα των καθηγητών συνταγματικού Δικαίου τάσσεται αναφανδόν υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών σχεδίων για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αισθανόμαστε λοιπόν την ανάγκη να δηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

Διευκρινίζουμε ότι η τοποθέτησή μας απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μας ως προς τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, επί της οποίας καθένας από εμάς διατηρεί τη προσωπική του άποψη υπέρ ή κατά, αλλά στην υποχρέωσή μας να προασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, σε τριάμισι χρόνια από τώρα είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, οπότε το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να τεθεί ευχερώς στην ορθή συνταγματική του βάση».

Την σκυτάλη πήρε στη συνέχεια η Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών, με «Υπόμνημα επί του ν/σ «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου–Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» (εν συνεχεία της σχετικής επιστημονικής εκδήλωσης που έγινε στο ΔΣΑ, 15.2.2024)» Το Υπόμνημα αυτό,  που υποβλήθηκε στην Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων και το υπογράφουν, ως μέλη του ΔΣ, πέντε καθηγητές Ευρωπαϊκού Δικαίου (Αστ. Πλιάκος, Χ. Τσιλιώτης, Αντ. Μεταξάς, Μαν. Περάκης, Β. Χατζόπουλος), κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με πολύ πιο αναλυτική θεωρητική επεξεργασία, καταρρίπτοντας, ιδίως, σε όλα τα κρίσιμα σημεία, την αξιοπιστία των γνωμοδοτήσεων στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου[16]:

«1. Η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, στην οποία εμπίπτει και το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, εμπίπτει στις κρατικές αρμοδιότητες. H αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων είναι θεμελιώδης και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγησή της. 2. Η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τα κράτη μέλη υπόκειται στην τήρηση θεμελιωδών ενωσιακών αρχών, όπως η αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, η αρχή της αναλογικότητας και η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως να μπορεί να εξουδετερώνεται και να καθίσταται άνευ νοήματος η κατανομή αρμοδιοτήτων. 3. Δεν υφίστανται ενωσιακοί κανόνες πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου, ή διεθνών συμφωνιών συναφθεισών από την Ένωση, που να ρυθμίζουν την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στα κράτη μέλη, απονέμοντας μάλιστα δικαιώματα σε ιδιώτες, σύμφωνα με τους οποίους να υπάρξει ερμηνεία των αντίστοιχων εθνικών κανόνων…

Το Ενωσιακό δίκαιο, λόγω της κατανομής αρμοδιοτήτων με τα ΚΜ, ικανοποιείται πλήρως με την… επαγγελματική αναγνώριση. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση κείται εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ: ούτε μπορεί να τη θεσμοθετήσει, ούτε μπορεί να την απαιτήσει… 

Κατά συνέπεια, δεν χωρεί σύμφωνη ερμηνεία του άρθρου 16 Σ με ενωσιακούς κανόνες ή αρχές που να ρυθμίζουν τα εν λόγω ζητήματα, διότι, αφενός τέτοιοι κανόνες δεν υφίστανται, και αφετέρου η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 16 Σ δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις εκείνες αρχές του ενωσιακού δικαίου, που διέπουν την άσκηση ακόμη και των παρακρατηθεισών από τα κράτη μέλη αρμοδιοτήτων».

Ακολούθησε και νέος κύκλος τοποθετήσεων, από τον Ξ. Κοντιάδη[17], την Βασ. Χρήστου[18], την Ιφ. Καμτσίδου[19], τον Αντ. Μεταξά[20], τον Κ. Γιαννακόπουλο[21] και τον Γ. Δρόσο[22], με κοινό παρονομαστή την κατάφωρη αντισυνταγματικότητα του κυβερνητικού νομοσχεδίου αλλά και την στηλίτευση των συμπαρομαρτουσών μεθοδεύσεων, ανακολουθιών και τροποποιήσεων επί τα χείρω.

Με όλες αυτές τις αντιδράσεις, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν και αυτές της Μαρ. Καραμανώφ και του Γ. Κουβελάκη, που προαναφέρθηκαν, κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική, τόσο στον χώρο του συνταγματικού και του διοικητικού όσο κι στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου, ακόμη και αν θεωρήσουμε επιστημονικές και όχι πολιτικές –όπως τις θεωρώ με τα δικά μου κριτήρια– τις θέσεις που εξέφρασαν οι Π. Πικραμένος[23], Γ. Καμίνης[24] και Α. Λοβέρδος[25]. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Σπ. ΒλαχόπουλοςΓ. Δελλής, οι οποίοι, όταν έγιναν οι αρχικές εξαγγελίες, άφηναν μεν κατ’αρχήν –και υπό προϋποθέσεις– κάποια περιθώρια για την πλέον μετριοπαθή εκδοχή των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων[26] (που τελικά υιοθέτησε ο υπουργός) πλην όμως απέφυγαν επιμελώς, στην συνέχεια, να τοποθετηθούν  ad hoc –από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον– ως προς το αν το συγκεκριμένο πλέον νομοσχέδιο, ιδίως μετά και τις τροποποιήσεις του, πληροί τις προϋποθέσεις συνταγματικότητας που έθεσαν[27]. Αντίθετα ο Χ. Ανθόπουλος[28], παρότι υπεισήλθε ακροθιγώς μόνο στον γενικότερο προβληματισμό, εξέφρασε έντονους συνταγματικούς προβληματισμούς για το νομοσχέδιο, εστιάζοντας κατά βάση στην μη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Χαρακτηριστική επίσης υπήρξε η σχετική τοποθέτηση του Γ. Σαρμά, τον οποίο επικαλέσθηκαν όλοι όσοι απέβλεψαν στην διευκόλυνση των σχεδίων της κυβέρνησης, παραπέμποντας σε παλαιότερη πράγματι αξιόλογη πλην όμως γενική και προσανατολισμένη μονομερώς στο ευρωενωσιακό δίκαιο μελέτη του[29]. Ωστόσο, σε μία πρόσφατη ad hoc πλέον παρέμβασή του[30] εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον αν μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να περάσει από το Συμβούλιο Επικρατείας, θεωρώντας, εν κατακλείδι, πιο πιθανή εκδοχή να την κρίνει συνταγματική μόνο ως προς την ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δηλαδή να αποδεχθεί μία παραλλαγή των σήμερα ισχυόντων… [31]

Όταν λοιπόν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, έγινε φανερό ότι η  επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, παρά την σκανδαλώδη προβολή από τα μέσα και τους δημοσιογράφους της διαπλοκής,  είχε πενιχρά αποτελέσματα. Αποδείχθηκε ότι από τον χώρο της επιστήμης κανείς σχεδόν, πλην των γνωμοδοτησάντων που προαναφέρθηκαν, δεν βλέπει θερμά το εγχείρημα της κυβέρνησης. Άντε να προσθέσουμε και την της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα[32] και τους δύο (Βλαχόπουλο, Δελλή) που δείχνουν ανοχή, και αυτήν υπό αυστηρές προϋποθέσεις, κατά τα προεκτεθέντα. Όλοι οι άλλοι, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα, είναι απέναντι… Είναι η κρατούσα γνώμη… Και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται όλοι σχεδόν οι εν ενεργεία καθηγητές Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου… για να μην υπάρχουν παρανοήσεις…

******

Γ. Έκρινα σκόπιμο να προβώ σε αυτήν την αναλυτική ανασκόπηση της έως τώρα επιστημονικής αντιμετώπισης του θέματος, διότι καλό είναι να ομιλούμε καθαρά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον διάλογο που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Σημασία έχει όχι μόνον να αξιολογούμε κάποιες επιστημονικές απόψεις, in abstracto,  αλλά και να τις εντάσσουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διατυπώνονται, ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα των πολλαπλών συμπαραδηλώσεων από τις οποίες καθορίζεται ή έστω απλώς επηρεάζεται ο επιστημονικός λόγος. Ιδίως δε όταν αυτός ο λόγος παρακάμπτει τόσο απροκάλυπτα ένα συνταγματικό άρθρο, η διατύπωση του οποίου δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο παρανοήσεων ως προς τα ισχύοντα, όπως τονίζουν όλοι όσοι αμφισβητούν την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Παραθέτω:

Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση”. «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

«Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Δεν σκοπεύω βέβαια να επαναλάβω τα επιχειρήματα όλων όσοι έχουν συμβάλει στην προσπάθεια υπεράσπισης της αξιοπιστίας του Συντάγματος. Έχουν ειπωθεί όλα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ενάργεια και πληρότητα αλλά και με αρκετό –και ευπρόσδεκτο–  πάθος. Το μόνο που θα επιχειρήσω, συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα κρισιμότερα σημεία των έως τώρα επιστημονικών  αντιδράσεων, για τις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και την θεωρητική τους κάλυψη, είναι να αναδείξω τις συγκεκριμένες κερκόπορτες  μέσω των οποίων επιχειρείται η  παράκαμψη του Συντάγματος:

Η πρώτη είναι η επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις». Η επιχειρηματολογία αυτή γενικώς και υπό προϋποθέσεις έχει θεωρητική βάση[33]. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, όταν προβάλλεται λίγο πριν συμπληρωθεί η πενταετής προθεσμία για να εκκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία στη συνέχεια μπορεί να ολοκληρωθεί αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές… Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα για την «προσαρμογή» του Συντάγματος στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, με τις απαιτούμενες συναινέσεις και χωρίς να το τραυματίσουμε ανεπανόρθωτα για την ικανοποίηση, απλώς, ιδιωτικών συμφερόντων. Διότι φυσικά κανένας δεν είναι δυνατόν να πεισθεί ότι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να βάλει όριο στην ασυδοσία των κολλεγίων (στο  «eldorado», όπως το αποκάλεσε) όταν είναι γνωστό ότι ο σύλλογός τους όχι μόνον δεν τρόμαξε από τους λεονταρισμούς αλλά αντίθετα ζήτησε και γνωμοδότηση προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των κυβερνητικών σχεδίων…

Η δεύτερη κερκόπορτα, είναι το “επαυξημένο Σύνταγμα”, που επικαλούνται οι Σκουρής-Βενιζέλος (ό.π.). Είναι μια αντίληψη που εντάσσεται στην πραγμάτευση του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[34] και απηχεί, ειδικότερα, την θεωρία της «συνταγματοποίησης», την οποία εισήγαγαν ιδίως κάποιοι διεθνολόγοι, προκειμένου να μας πείσουν ότι η παραδοσιακή έννοια του Συντάγματος, ως απόρροιας της λαϊκής κυριαρχίας, έχει διαχυθεί πλέον σε όργανα υπερεθνικά, ακόμη και με ελάχιστη ή καθόλου δημοκρατική νομιμοποίηση, οι κανόνες των οποίων υπερισχύουν ή, σε κάθε περίπτωση, σχετικοποιούν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Η αντίληψη αυτή, πέρα από το ότι πάσχει από έναν ιδιότυπο και απλώς «διαπιστωτικό» εμπειρισμό –διότι ασφαλώς παρατηρείται σε κάποιο βαθμό μια υποδόρια αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων– βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τον συνταγματισμό, όπως τον γνωρίζουμε, επιχειρώντας να τον απομακρύνει από τις ρίζες του και να τον υποτάξει στις ιδιωτικές μεταλλάξεις της εξουσίας και στην διαλεκτική των τεχνικών της[35]. Στο πλαίσιο δε μιας τέτοιας θεώρησης, είναι εύλογο να παρουσιάζεται ο «ερμηνευτής» –εν είδει ιερατείου…– σαν περισσότερο κατάλληλος να διαγνώσει το «νόημα» χωρίς τους περιορισμούς της γραμματικής, ιστορικής –«οριτζιναλιστικής»  κατά την γνωμοδότηση Σκουρή-Βενιζέλου[36]– και συστηματικής ερμηνείας, ακόμη και αντίθετα με ρητές διατυπώσεις του Συντάγματος[37]. Πέραν του ότι, βέβαια, μια τέτοια άποψη οδηγεί νομοτελειακώς στην πλήρη αποδυνάμωση του κανονιστικού περιεχομένου και του άρθρου 110 του Συντάγματος, άρα, σε τελευταία ανάλυση, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος.

Η τρίτη κερκόπορτα είναι ο ερμηνευτικός σχετικισμός, ο οποίος παρεισάγει στην ερμηνεία όχι μόνο μια σειρά από ρευστά, αβέβαια και συχνά αυθαίρετα  ηθικοπολιτικά κριτήρια αλλά και έναν αφόρητο υποκειμενισμό, που κατά κανόνα συνδέεται με έναν εξ ίσου αφόρητο και συχνά ναρκισιστικό ελιτισμό, καθώς   αναγορεύει τον ερμηνευτή σε οιονεί πηγή δικαίου, μιας και δεν δεσμεύεται από  κανένα ερμηνευτικό κανόνα που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την αυθεντία του, ακόμη και όταν προτείνει ανερμάτιστες θεωρητικές κατασκευές. Χαρακτηριστικός είναι, για παράδειγμα, ο έωλος ισχυρισμός του Μανιτάκη ότι το άρθρο 16, εμποδίζοντας την εγκατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στην χώρα μας –που εντάσσεται κατά το ευρωενωσιακό δικαιο προεχόντως στην οικονομική/επιχειρηματική ελευθερία– παραβιάζει αφ’ενός μεν το ίδιο το Σύνταγμα[38]… (επαναφέροντας από το παράθυρο την περίεργη θεωρία των «αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος») αφ’ετέρου δε την ακαδημαϊκή ελευθερία[39]. Μόνο που πρόκειται για την κατά Μανιτάκη ακαδημαϊκή ελευθερία, που δεν βρίσκει κανένα απολύτως έρεισμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία όπως την δίδαξε ο δάσκαλός του Αριστόβουλος Μάνεσης[40] και όπως την εξειδίκευσαν αναλυτικά και συστηματικά οι ίδιοι οι μαθητές του, τόσο γενικά[41] όσο και ad hoc[42]

Η  τέταρτη κερκόπορτα, αφορά ερμηνευτικές επιλογές οι οποίες αντανακλούν έναν ιδιότυπο πλην ανιστόρητο «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», Αυτός εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη,  οι κανόνες της οποίας πρέπει να επιβάλλονται χωρίς αντίρρηση και χωρίς αμφισβήτηση. Παραβλέπεται έτσι η φύση του ευρωπαϊκού δικαίου, που αναπτύσσει την κανονιστική του εμβέλεια  ευρισκόμενο σε μία συνεχή και διαρκώς μεταβαλλόμενη διελκυστίνδα με τα εθνικά δίκαια –και ιδίως με τα εθνικά Συντάγματα– στο πλαίσιο μιας  ιδιάζουσας και συχνά αντιφατικής ένωσης κρατών και λαών (όπως την ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Δημήτρης Τσάτσος[43]). Υπό αυτό το πρίσμα, ο εθνικός συνταγματικός πατριωτισμός έχει συχνά μεγαλύτερη σημασία, διότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι εξ ορισμού προτιμητέο, σε σχέση με το εθνικό. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η εθνική προστασία είναι πολύ πιο αξιόπιστη και ολοκληρωμένη, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η μυθοποιημένη θεά της ΕΕ, σε βάρος συνήθως άλλων δικαιωμάτων, είναι η οικονομική ελευθερία, μέσω της οποίας επιχειρείται να δοθεί μία αγοραία χροιά και στις άλλες ελευθερίες. Αυτό όμως, σε συνδυασμό με το δημοκρατικό της έλλειμμα, έρχεται σε σύγκρουση με την δημοκρατική παράδοση των ευρωπαϊκών κρατών και με το ίδιο το ευρωπαϊκό δημοκρατικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται, ιδίως, από παραπληρωματικότητα ως προς την υπηρέτηση των επί μέρους αρχών που το διέπουν και δεν εξαντλείται σε μία μονομερή υποκατάστασή τους από ερμηνείες που προτάσσουν αξιωματικά τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις και τα προτάγματα των ευρωπαϊκών αγορών…

Με άλλα λόγια, και αυτό αφορά ιδίως τις αναλύσεις των Βενιζέλου-ΣκουρήΣπυρόπουλουΜανιτάκη και –εν μέρει- Σαρμά (ό.π.), οι αγοραίες ελευθερίες της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται όσο το δυνατόν πιο συσταλτικά, σε σχέση με τις εθνικές ελευθερίες, που είναι πιο ισορροπημένες και λιγότερο μονοδιάστατες. Άρα, το να ανακαλύπτουμε δεσμευτικό ενωσιακό δίκαιο εκεί που δεν υπάρχει (συγκεκριμένα στην ρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης –που είναι ξεκάθαρα εθνική αρμοδιότητα– και στον ατελή και δυσεφάρμοστο, εν πολλοίς, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και να προτείνουμε την επέκταση της οικονομικής ελευθερίας και πέραν της επαγγελματικής ελευθερίας –πολύ δε περισσότερο και με πλήρη υποβάθμισση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης– είναι απλώς μία οικονομίστικη εκτροπή του πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι επιτυγχάνεται, για να θυμηθούμε τον παλιό αγωνιστικό Μανιτάκη, «ένας μόνιμος νεοφιλελεύθερος στόχος: η συνταγματική εξομοίωση των τεσσάρων οικονομικών ελευθεριών (ελευθερία κίνησης προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίου), με τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες»[44]. Αυτός ο στόχος όμως, τον οποίο δικαίως ξόρκιζε τότε (αν και ξιφουλκώντας κακώς κατά της απόπειρας καθιέρωσης Ευρωπαϊκού Συντάγματος…) υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αχρηστεύει πλήρως, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, το Σύνταγμα…

Η πέμπτη κερκόπορτα είναι η καταχρηστική και παραπλανητική ταυτόχρονα προσπάθεια αξιοποίηση της «σύμφωνης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του Συντάγματος», με επίκληση μάλιστα της τραυματικής υπόθεσης του «βασικού μετόχου» (η οποία όμως είναι άσχετη (όπως επισημαίνουν ή/και αποδεικνύουν πειστικά όλοι οι αντιδρώντες συγγραφείς που προαναφέρθηκαν). Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε όλους τους τόνους, από όσους ασχολούνται με το ελληνικό και με το ευρωπαϊκό Δημόσιο Δίκαιο, σύμφωνη ερμηνεία δεν νοείται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα.  Αυτή η απλή προϋπόθεση –η οποία αναφέρεται μάλιστα (απλώς για να αναφερθεί…) και σε μία υποσημείωση στην γνωμοδότηση Βενιζέλου Σκουρή–  αρκεί για να τινάξει στον αέρα την σχετική επιχειρηματολογία, όπως επίσης επισημαίνουν όλοι οι προαναφερθέντες συγγραφείς που τάσσονται κατά της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Πέρα από αυτό, όμως, έχει ήδη δοθεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα απάντηση ότι δεν πληρούται στην συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η δεύτερη προϋπόθεση για μια τέτοια ερμηνεία, διότι το προβαλλόμενο σαν «ευρωπαϊκό δίκαιο» είναι απλώς μία ψευδεπίγραφη θεωρητική κατασκευή χωρίς αντίκρυσμα, διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως προείπαμε,  είναι χωρίς καμία αμφιβολία εθνική και όχι ευρωενωσιακή αρμοδιότητα. Αυτό άλλωστε το γνωρίζει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δεν έκανε τόσα χρόνια καμία κίνηση σε βάρος της χώρας μας. Άρα το ευρωενωσιακό δίκαιο, προς το οποίο, δήθεν, θα έπρεπε να εναρμονισθεί το Σύνταγμα, είναι στην πραγματικότητα μία προβολή αυτού που θα ήθελε η κυβέρνηση να ισχύει, προκειμένου να επιτύχει –υπερτονίζοντας την κανονιστική του ισχύ και διαστρέφοντας την νομολογιακή του αντιμετώπιση– την αχρήστευση του ελληνικού Συντάγματος…

*****

Δ. Πριν κλείσω, κάποια υστερόγραφα:

Το πρώτο αφορά την Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS). Είναι πράγματι απορίας άξιον το ότι οι γνωμοδοτήσαντες δεν αναφέρουν το παραμικρό για την ρητή επιφύλαξη που έχει τεθεί από την χώρα μας στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης[45], ακριβώς λόγω του Συντάγματός μας. Αυτό σημαίνει όμως, στην πράξη, ότι τα αγγλικά, τα αμερικανικά και τα όποια άλλα εκτός Ε.Ε. Πανεπιστήμια δεν καλύπτονται ούτως ή άλλως από το νομοσχέδιο, παρά τα αμετροεπώς θρυλούμενα  ότι θα κάνουν ουρά για να έλθουν στην Ελλάδα…

Το δεύτερο υστερόγραφο αφορά το υποτιθέμενο «χουντικό παρελθόν» των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16, την οποία υπερτονίζει ο Ν. Αλιβιζάτος[46]. Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω αυτήν την μομφή. Κυριολεκτικά με ξεπερνά. Είναι ύποπτο λέει το άρθρο 16, διότι σε μια πρώτη τους μορφή οι διατάξεις του για τα ΝΠΔΔ και για το καθεστώς των διδασκόντων καθιερώθηκαν με τα χουντικά «συντάγματα». Δηλαδή τίποτε δεν κατάλαβαν για τις σκοτεινές καταβολές του άρθρου 16 Σ οι αγωνιστές κατά της χούντας καθηγητές (μεταξύ των οποίων Μάνεσης, Βεγλερής, Κουμάντος, Παπαντωνίου, Πλασκοβίτης,  Τσάτσος, Παπανούτσος) και όλοι οι επιφανείς πολιτικοί, από τον Κ. Καραμανλή μέχρι τον Α. Παπανδρέου και από τους Ηλιού, Κύρκο και Φλωράκη μέχρι τον Σημίτη, που πρωτοστάτησαν όχι μόνο στην καθιέρωση (με σημαντικές μάλιστα βελτιώσεις καθώς η αυτοδιοίκηση έγινε πλήρης  αυτοδιοίκηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι δημόσιοι λειτουργοί) αλλά και στην διατήρηση των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου 16Σ, παρά τις σειρήνες και τις απόπειρες για αλλαγή του… [47].

Να θυμίσω βέβαια ότι και τα κοινωνικά δικαιώματα στα χουντικά συντάγματα πρωτοκαθιερώθηκαν. Μήπως είναι και αυτά δημοκρατικώς ύποπτα; Μήπως γι’αυτό οι δύο από τους γνωμοδοτήσαντες, μαζί με έναν σημερινό υπουργό και δύο επιφανείς εκπροσώπους του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού πρότειναν την κατάργησή των κοινωνικών δικαιωμάτων στο «καινοτόμο» Σύνταγμά τους[48];

Το τρίτο υστερόγραφο αφορά τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, με τα οποία, εμφανιζόμενα δήθεν σαν διφυή, επιχειρείται να παρακαμφθεί η συνταγματική απαγόρευση (χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται το πως οι διδάσκοντες θα είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και ιδίως το πως θα διασφαλισθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία. Την καλύτερη απάντηση, βέβαια, απέναντι σε αυτές τις ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, είχε δώσει ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος, σχολιάζοντας παλαιότερη σχετική πρόταση:

«Στην ελληνική, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές ηπειρωτικές έννομες τάξεις, ακόμη και αν ονομάζεται «πανεπιστημιακό» ‘η «εκκλησιαστικό» ή «διφυές», σε τελευταία ανάλυση ταξινομείται ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με κριτήριο την νομική φύση των διαφορών που ανακύπτουν και άρα τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται και τη νομική φύση των εργασιακών σχέσεων του κυρίως τουλάχιστον διδακτικού τους προσωπικού».

Έχει κανείς οποιαδήποτε απορία για το πώς θα ταξινομηθούν τα προτεινόμενα στο νομοσχέδιο νομικά πρόσωπα;

Τέταρτο και τελευταίο. Σοβαρολογούν στην κυβέρνηση όταν μιλούν για «ελεύθερα πανεπιστήμια»; Μήπως τα εννοούν όπως την «ελεύθερη ραδιοτηλεόραση» που ήταν απλώς «ιδιωτική ραδιοτηλεόραση», λειτούργησε σε συνθήκες «φαρ ουέστ» και στράφηκε τελικά κατά της ελευθερίας της ενημέρωσης, υποκαθιστώντας το κρατικό μονοπώλιο με το ολιγοπώλιο της διαπλοκής; Ούτε καν τα φημισμένα μη κρατικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν φαίνονται πλέον και πολύ ελεύθερα, αν αναλογισθεί κανείς την πρόσφατη παραίτηση δύο πρυτάνεων, επειδή τόλμησαν να στηλιτεύσουν την γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα. Λέτε να αποδειχθούν «ελεύθερα» τα μεταλλαγμένα ΙΕΚ και τα ποικίλα Funds που ετοιμάζονται πυρετωδώς να παραστήσουν τα Πανεπιστήμια;

*****

Ε. Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα:

Αξίζει τελικά, για χάρη της συγκεκριμένης –εσπευσμένης, απροετοίμαστης και εν τέλει μονοκομματικής– προσπάθειας καθιέρωσης μιας μορφής ιδιωτικών Πανεπιστημίων να τραυματισθεί τόσο έντονα το κανονιστικό κύρος του Συντάγματος; Ναι λέει η κυβέρνηση και μαζί της κάποιοι, ελάχιστοι  ευτυχώς, συνάδελφοι. Όχι λέμε με στεντόρεια φωνή όλοι (σχεδόν) οι άλλοι, που θεραπεύουμε το Συνταγματικό, το Διοικητικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ανεξάρτητα από το ποια είναι επί της ουσίας η άποψή μας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και την ίδια στάση αναμένουμε να τηρήσει και το Συμβούλιο Επικρατείας, αν η κυβέρνηση επιμείνει, όπως φαίνεται, στο συνταγματικό της πραξικόπημα και αν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνεχίσει την τακτική των προκατόχων της, αρνούμενη να προβεί –όπως έχει κατά την άποψή μου την αρμοδιότητα– σε επί της ουσίας έλεγχο συνταγματικότητας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Αυτό λοιπόν που θα κληθεί, σε τελευταία ανάλυση, να απαντήσει το Συμβούλιο Επικρατείας είναι το αν μπορεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει επιλεκτικά και αυθαίρετα τις επιλογές της, παρακάμπτοντας αλά κάρτ το Σύνταγμα και ξηλώνοντας άκριτα το «πουλόβερ» της Δημοκρατίας… Και είμαστε βέβαιοι, χρησιμοποιώ πληθυντικό διότι πιστεύω ότι διερμηνεύω την άποψη όλων των αντιδρώντων, ότι θα δώσει ξεκάθαρα την δέουσα απάντηση, κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες της εκτελεστικής εξουσίας, εμμένοντας στην πάγια σχετική νομολογία του και σεβόμενο, εν τέλει, την θεσμική του αξιοπρέπεια, που ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την θεσμική αξιοπρέπεια του ίδιου του ελληνικού κράτους

[1] Γνωμοδότηση (για τον Υπουργό Παιδείας) με το «ερώτημα αν, εν όψει του άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να συσταθούν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από ιδιώτες», 27.11.2023.

[2] Βλ. Γνωμοδότηση (με άγνωστο εντολέα), Η σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και το περιθώριο ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024 (και περίληψή της : Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, Τα Νέα, 9.12.2024), καθώς και Μη κρατικά ΑΕΙ – Σε ποια έννομη τάξη; Καθημερινή, 26.2.2024.

[3] Βλ. Γνωμοδότηση (Για τον Σύνδεσμο Ελληνικών Κολλεγίων), Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα,  30.10.2024 (ΝοΒ 2/24)  και  Όταν η πολιτική ατολμία κρύβεται πίσω από τον νομικό σχολαστικισμό, Βήμα της Κυριακής, 3.3.2024, Constitutionalism.gr, 4.3.2024

[4] Βλ. ιδίως Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης  (κείμενο με δομή γνωμοδότησης), Constitutionalism.gr,  11-07-2023  καθώς και: Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 24.8.2024,  H κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος, ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 25.8.2024, Η συνταγματικότητα της εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων. Μια οφειλόμενη απάντηση, Constitutionalism.gr, 28.8.2024, Η ερμηνεία της διάταξης  (Οι διακρατικές συμφωνίες αντιμέτωπες με το άρθρο 16Σ), Βήμα της Κυριακής, 27.08.23 και Constitutionalism.gr, 03.09.2024, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024.

[5] Πρβλ. Σημεία ομιλίας του τ. Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ (2017), που άπτονται επίκαιρων προβληματισμών για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 4.3.2024.

[6] Η οποία αφού επισημάνει ότι «Το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια γεννά ένα ζήτημα πολύ σοβαρότερο και από το ίδιο το μέλλον της Ανώτατης Παιδείας στην Ελλάδα. Διακυβεύει το μέλλον όχι απλώς του Κράτους Δικαίου αλλά της έννοιας του Δικαίου αυτής καθ’ εαυτήν», διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για την «πρωτοφανή στα νομικά χρονικά ερμηνευτική προσέγγιση» καθώς «Από το 1975 μέχρι σήμερα η παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση (άρθ. 16 παρ. 5), η απαγόρευση της ίδρυσης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (άρθ. 16 παρ. 8) και η ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού για τους Καθηγητές ΑΕΙ (άρθ. 16 παρ. 6) είχε για όλους, δικαστές, νομικούς, καθηγητές, πολιτικούς και απλούς πολίτες την ίδια ακριβώς έννοια» για να καταλήξει στο ότι «Μοναδική συνταγματική οδός για να αλλάξουν όλα αυτά είναι η διαδικασία της αναθεώρησης… ο ρόλος της [οποίας] είναι να προηγείται και να υπαγορεύει τις ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη και όχι να έπεται και να υπαγορεύεται από τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούνται από συνειδητά αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές» Βλ. «Βόμβα» της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια – «Μόνο με συνταγματική αναθεώρηση», Τα Νέα, 12.02.2024

[7] Ο οποίος, αφού διευκρινίσει ότι: «Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή», τονίζει με έμφαση: «Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια… Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του… Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι… Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει…» (Βλ. Γ. Κουβελάκη, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 1.3.2024).

[8] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η δήλωση το Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος, με περισσή βεβαιότητα, προκαταλαμβάνοντας τόσο την θέση της θεωρίας όσο και την θέση της νομολογίας, δήλωσε: «Συνεπώς, ερμηνευόμενο το Σύνταγμα υπό το φως αυτών των εξελίξεων, δεν εμποδίζει, νομίζω ότι αυτό το θέμα η νομική πλευρά έχει λυθεί. Υπάρχουν κάποιες, αν θέλετε, μεμονωμένες φωνές συναδέλφων οι οποίοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι τουλάχιστον συμφωνούμε και νομίζω ότι και στα δικαστήρια αν τεθεί το θέμα θα δεχθούν την άποψη ότι το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό κείμενο το οποίο εξελίσσεται» (Παρατίθεται σε efsyn.gr, 5.2.2024).

[9] Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», Constitutionalism.gr, 20.07.2023.

[10] Το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, Constitutionalism.gr, 23.07.2023, Η παραβίαση του άρθρου 16 Συντ. δεν είναι ένας απλός ερμηνευτικός νεωτερισμός, Constitutionalism.gr, 03.01.2024.

[11] Λίγα θεμελιώδη για το άρθρο 16 Συντάγματος, Ανοιχτό Παράθυρο, 26.07.2023, Η γνωμοδότηση Σκουρή- Βενιζέλου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Dikastiko.gr, 31.01.2024 και Πάνος Λαζαράτος: Και πάλι – Μη Κρατικά ΑΕΙ και Σύνταγμα, Dikastiko.gr, 31.01.2024.

[12] Βλ. ιδίως Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, Constitutionalism.gr, 31.10.2023,  Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023

[13] Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 02.01.2024

[14] Περί του άρθρου 16 και άλλων δαιμονίων, Constitutionalism.gr, 11.01.2024.

[15] Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 10.2.2024.

[16] Δημοσιεύθηκε στο Constitutionalism.gr, 25.02.2024.

[17] Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 14.02.2024.

[18] Το αίτημα «Πανεπιστήμιο», Constitutionalism.gr, 21.02.2024.

[19] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Τροποποιήσεις του νομοσχεδίου προς το χειρότερο, The Press Project, 28.2.2024.

[20] Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[21] Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[22] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου, Syntagma Watch 04.03.2024.

[23] Συνταγματικός παλαιοημερολογητισμός, Τα Νέα, 27.1.2024.

[24] Γιατί να πούμε «ναι» στα μη κρατικά πανεπιστήμια,  Protagon.gr, 29.2.2024.

[25] “Λέω ναι ρητά, δυνατά και ανοικτά στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων”, Dikastiko.gr, 05.03.2024

[26] Βλ. Β. Βλαχόπουλου, Μία Θεμελιώδης προϋπόθεση, που πρέπει να τηρηθεί και Γ. Δελλή, Καλοδεχούμενες εξαγγελίες, θα κριθούν στην πράξη,  Καθημερινή, 7.7.2023.

[27] Δεν είναι μάλιστα συμπτωματικό ότι ο Σπ. Βλαχόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του, απλώς παρουσίασε τις διάφορες απόψεις ,χωρίς  να λάβει θέση υπέρ των γνωμοδοτησάντων (Δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια – Μια ακόμη λάθος προτεραιοποίηση στον δημόσιο λόγο, Dikastiko.gr, 26.2.2024).

[28] Το άρθρο 16 και η διασφάλιση των αρχών του, Τα Νέα, 24.2.2024

[29] Βλ. Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,  ΔτΑ 77/2018.

[30] Βλ. Η προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας κεντρικό ζητούμενο για το μέλλον της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, Constitutionalism.gr, 16.2.2024.

[31] Πρβλ. στο σημείο αυτό την εμπεριστατωμένη προσέγγιση, τόσο από συνταγματική όσο και υπό ευρωενωσιακή σκοπιά,  από τον Μ. Ιωαννίδη, Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μια απόπειρα συνολικής θεώρησης, ΤοΣ 2009.

[32] Μη κρατικό πανεπιστήμια : επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16,

Βήμα της Κυριακής, 25.2.2024.

[33] Βλ. αντί άλλων Ap. Vlachogiannis, La living Constitution, Classiques Garnier, Paris 2014.

[34] Βλ. αναλυτικά Απ. Παπατόλια, «Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16), Constitutionalism.gr, 7.2.2024.

[35] Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», σε: Α-Ι. Δ. Μεταξάς (Σχεδίαση του έργου – Εισαγωγικά Κείμενα), Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και συγχρονική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, V. Πολιτικοί Θεσμοί. Δομές και Λειτουργίες, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2016 (και σε: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2η έκδοση, Παπαζήσης  2023,  Επίμετρο, σ. 572 επ.,  http://www.constitutionalism.gr [καταχώρηση: 10.9.2012])

[36] Οπ., σ. 6.

[37] Πρβλ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 167 επ.

[38] Βλ. ιδίως, Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr,.

[39] Βλ. ιδίως, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024

[40] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη  1980, σ. 674 επ.

[41] Βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή Ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1997..

[42] Ιφ. Καμτσίδου, Η αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. στην κατεύθυνση κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ:  Όρια του εθνικού Συντάγματος και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε., σε: Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, ΙΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 213 επ.

[43] Βλ. Δ. Τσάτσου, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού, κδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.

[44] Βλ. Το «Σύνταγμα της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004, σ. 99. Υποσημ. 127.

[45] Βλ. ιδίως Γ. Κατρούγκαλο, ό.π., και Κ. Γιαννακόπουλο, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023.

[46] Βλ. ενδεικτικά: Ν. Αλιβιζάτος στο Πρώτο: Αναχρονιστική η άποψη που δεν δέχεται τα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια-Έχει ρίζες στον εμφύλιο και στον Γεώργιο Παπαδόπουλο (δηλώσεις του στο Πρώτο Πρόγραμμα, ErtNews, 5.2.2024 και ό.π. υποσημ. 8.

[47] Πρβλ. και Ε. Βενιζέλου, Ατζέντα 16 για το ελληνικό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 62 επ.

[48] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος/Π. Βουρλούμης/Γ. Γεραπετρίτης/Γ. Κτιστάκης/Στ. Μάνος/Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Η καθημερινή 2016, σ. 20-21, άρθρο 18.

Πηγή: constitutionalism.gr