Άρθρα

Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών

Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια. 

Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια. 

Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων. 

Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική. 

Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται. 

Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι. 

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται. 

Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. 

Η “διπλωματία των σεισμών”

Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.

 Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.

Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν. 

Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης

Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. 

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους. 

Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.

Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας. 

Και οι δύο λαοί;

Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει. 

Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;

Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια. 

Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα. 

Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.

Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.  

Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).

  • Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
  • Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
  • Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά. 

Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής. 

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.  

Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.

Και η διπλωματία των υποκριτών

Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία. 

Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ. 

Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023. 

Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους. 

Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού. 

Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης. 

Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.

Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. 

Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών. 

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα νησιά;

Σε συνέντευξη ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Νεντ Πράις αν και ρωτήθηκε 3 φορές για το ζήτημα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, απάντηση δεν έδωσε. Αυτά για τα περί καθαρής θέσης των «συμμάχων» μας στο ΝΑΤΟ που ναι μεν διαλύουν χώρες, οργανώνουν πραξικοπήματα και προκαλούν πολέμους από πριν γεννηθώ, αλλά τουλάχιστον θα μας σώσουν από τις αναθεωρητικές ορέξεις της Τουρκίας.

Ολόκληρος ο διάλογος:

Δημοσιογράφος: Η Ελλάδα, πρόσφατα ανέπτυξε δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα και άρματα στα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο status, κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία. Σας ανησυχεί ή όχι ότι οι εντάσεις που προκαλούνται από την Ελλάδα κλιμακώνονται;

Νεντ Πράις: Η βασική μας έγνοια είναι ότι την ώρα που η Ρωσία έχει και πάλι εισβάλει σε ένα ανεξάρτητο κράτος και η διατλαντική και παγκόσμια κοινότητα στέκεται στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, δεν είναι η ώρα για δηλώσεις ή πράξεις που θα δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους μας να συνεργαστούν και να διατηρήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή και να επιλύσουν τις όποιες διαφορές, μπορεί να έχουν, διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Πάνω σε αυτό, μπορείτε να μας πείτε εάν αυτά τα νησιά είναι — εάν ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία;

Νεντ Πράις: Το ξαναλέω: Ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς μας συμμάχους να επιλύσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να έχουν διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Ποια είναι η θέση των ΗΠΑ σε αυτό το θέμα;

Νέντ Πράις: Θεωρούμε ότι πρέπει να μείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό που αποτελεί συλλογική απειλή για όλους μας και αυτή είναι η επίθεση της Ρωσίας.

Μήπως το «ανήκουμε στη Δύση», δίνοντας γη και ύδωρ στα διεθνή αρπακτικά, δεν είναι και τόσο ασφαλής ιδέα τελικά;

** Στα ελληνικά ΜΜΕ δεν είδαμε τον παραπάνω διάλογο παρά μόνο μια διορθωτική απάντηση που έστειλε κατόπιν εορτής το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ που αναφέρει πως η κυριαρχία στα νησιά δεν αμφισβητείται. Πανηγυρισμοί από τους έλληνες δημοσιογράφους και την πολιτική ελίτ για μια διόρθωση… Η ουσία όμως βρίσκεται στην παραπάνω συζήτηση.

Τα τσογλάνια* του ΝΑΤΟ και οι κλακαδόροι των ΑΖΟΦ τι εξωτερική πολιτική μπορούν να ασκήσουν;

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση υποδύθηκε σε χρόνο μηδέν το μαντρόσκυλο των ΗΠΑ, έκανε τις πιο επιθετικές, έξαλλες και προσβλητικές δηλώσεις για τη Ρωσία, έστειλε οπλισμό στο Κίεβο, απέλασε Ρώσους διπλωμάτες. Ακκιζόμενη ότι όσο πιο πολύ γλείψει το ΝΑΤΟ, τόσο περισσότερα μπράβο θα εισπράξει, έφτασε στο σημείο να στήσει κλάκα στο ελληνικό Κοινοβούλιο για το ναζιστικό Τάγμα Αζόφ. Οι δικαιολογίες ότι δεν γνώριζε, ήρθαν μετά τη θύελλα αντιδράσεων, και ακόμα και αν ισχύουν, δείχνουν απλώς ότι η ανικανότητα είναι μεγαλύτερη από την ανηθικότητα. 

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η τουρκική κυβέρνηση καταδίκασε μεν την εισβολή, ως χώρα του ΝΑΤΟ, αλλά σκεπτόμενη ότι εκτός από τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον υπάρχουν και αυτά της Άγκυρας, δεν έκλεισε τον εναέριο χώρο για τα ρωσικά αεροσκάφη, δεν επέβαλε τις κυρώσεις που ζητούσε η Δύση, δεν έστειλε πολεμικό εξοπλισμό στην Ουκρανία, οργάνωσε -μόνη στον κόσμο- τριμερείς συναντήσεις (με τη Ρωσία και την Ουκρανία), διατηρεί σχέσεις με όλες τις πλευρές. 

Την κατάσταση συνόψισε εξαιρετικά ο Αμερικανός Πρέσβης Πάιατ: “Το συμφέρον των ΗΠΑ είναι να παραμείνει η Τουρκία στη Δύση”. Το γεγονός δηλαδή ότι η Τουρκία απειλεί να μην παραμείνει στη Δύση και παίζει σε διπλό ταμπλό, υπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα, δεν είναι επιζήμιο για την Τουρκία. Το αντίθετο: κάνει τις ΗΠΑ να προσφέρουν διαρκώς δώρα εξευμενισμού. 

Πριν δύο μέρες το Στέητ Ντιπάρτμεντ αποφάσισε ότι η πώληση F-16 στην Τουρκία είναι σύμφωνη με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αναιρώντας τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στην τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω της παλαιότερης αγοράς από την Άγκυρα των ρωσικών S-400. Να υπενθυμίσουμε ότι το πολύ σύντομο “εμπάργκο” των ΗΠΑ στην Τουρκία είχε θεωρηθεί από την ελληνική πλευρά ως νίκη επικών διαστάσεων και απόδειξη ότι τα πιστά σκυλάκια ανταμείβονται.

Η επόμενη φάπα στην ελληνική εξωτερική πολιτική ήρθε από τη Βικτόρια Νιούλαντ, υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, η οποία τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες τον East Med. Ο κατά φαντασίαν αγωγός είχε αναγορευθεί σε φοβερό όπλο που θα μετέτρεπε στην Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο, θα παρέκαμπτε την Τουρκία και θα έλυνε και το πρόβλημα με τις διαφιλονικούμενες ΑΟΖ Ελλάδας – Τουρκίας – Κύπρου. Η Νιούλαντ, η οποία παρεμπιπτόντως είχε ενορχηστρώσει με τον Πάιατ το πραξικόπημα του Μεϊντάν στο Κίεβο, εξευτέλισε τις μπουρδολογίες του ελληνικού αστισμού, λέγοντας αυτό που όλοι ήξεραν από την αρχή: Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να στηρίξουν κανέναν αγωγό που δεν περιλαμβάνει την Τουρκία. Πολύ περισσότερο όταν επιδιώκουν να εξαρτήσουν την Ευρώπη από το ελεγχόμενο από την Ουάσινγκτον υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που μεταφέρεται με τάνκερ. 

Με δύο λόγια, όχι απλά οι ΗΠΑ δεν τιμωρούν την Τουρκία επειδή δεν είναι τυφλό όργανο της αμερικανικής πολιτικής, αλλά την επιβραβεύουν για να τη φέρουν όσο μπορούν στα νερά τους.  

Το αποτέλεσμα είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, συνομιλώντας με όλους, καθιστώντας την Άγκυρα σημείο αναφοράς της διεθνούς διπλωματίας – και κερδίζει, ενώ η ελληνική κυβέρνηση κάνει διαγωνισμό εθελοδουλείας, τυφλής πίστης, και πάντα δεδομένης υπακοής – και χάνει.  

Η Τουρκία σήμερα θεωρείται από όλο τον κόσμο ως δύναμη με ειδικό βάρος και εθνική, ανεξάρτητη στρατηγική, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως «αυτοφωράκιας», κοινός προβοκάτορας του ΝΑΤΟ, και μάλιστα των πιο επιθετικών, ανόητων, φιλοπόλεμων κύκλων του, που φλερτάρουν με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο για να «δώσουν ένα μάθημα στη Ρωσία».

Η τουρκική πλευρά, χωρίς ποτέ να διαρρηγνύει σχέσεις ή να αμφισβητεί την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και στον άξονα της Δύσης, επιμένει να ορίζει μια ανεξάρτητη δική της πολιτική. Η ελληνική πλευρά, δηλώνει σε όλους τους τόνους δεδομένη και πρόθυμη, φτάνοντας στο σημείο να κρύβει το κυπριακό κάτω από το χαλί, μην τύχει και θιγεί η Ουκρανία, με αποτέλεσμα να την προσβάλει βάναυσα ακόμα και ο Ζελένσκι.  

Είναι περιττό να πούμε ποιος κινείται υπηρετώντας τα συμφέροντα της χώρας του, έστω έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται η αστική της τάξη, και ποιος κινείται με βάση τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον.

Και είναι προκλητικό, όσοι λειτουργούν ως υποτακτικοί της CIA, να παραδίδουν μαθήματα …εθνικής ευθύνης στον λαό που δεν συντάσσεται με τα υπερατλαντικά απεταξάμην στον Πούτιν.    

* Τσογλάνια: Από εφηβική ηλικία υπηρέτες του Σουλτάνου, παιδιά για τις δύσκολες δουλειές. Οι πιο ευνοούμενοι και μορφωμένοι αναλάμβαναν διοικητικές θέσεις και αξιώματα. Σχετική ίσως με την πολιτική έννοια της λέξης είναι η δήλωση Πάιατ “φέρτε να προσλάβουμε τον Μητσοτάκη στην Αμερική”.

Πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία και ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα και η λογομαχία με τον Τούρκο ομόλογό του καλύφθηκε διθυραμβικά από τα αστικά μέσα ενημέρωσης της χώρας. Ωστόσο, και πέρα από την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, για να κατανοήσουμε το πως διαμορφώνονται οι διμερείς και περιφερειακές σχέσεις στην περιοχή μας, χρειάζεται να τις εντάξουμε στην γενική εικόνα που διαμορφώνεται από τον διεθνή ιμπεριαλιστικό παράγοντα.

Ο ρόλος της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ στην κλιμάκωση με την Ρωσία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ ενίσχυσαν την ανατολική πλευρά της Συμμαχίας, μετά την  απάντηση της Ρωσίας στο φασιστικό-ιμπεριαλιστικό πραξικόπημα του Μαϊντάν με ενσωμάτωση της ρωσόφωνης περιοχής της Κριμαίας. Ωστόσο σε έκθεση του Οκτωβρίου 2019, ο πρώην Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Alexander Vershbow δήλωσε ότι η Συμμαχία είχε μείνει πίσω στη «νότια στρατηγική» της. Είναι η ίδια περίοδος κατά την οποία ο Μακρόν κάνει λόγω για «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, καθώς οι προτεραιότητες του δόγματος “Πρώτα η Αμερική” οδήγησαν τον Τραμπ στο να εκβιάζει τους συμμάχους του με περιορισμό της αμερικάνικης παρέμβασης, στοχεύοντας σε μεγαλύτερη οικονομική συμμετοχή τους στην ευρωατλαντική συμμαχία.

Όπως γράψαμε πρόσφατα, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κλιμακώσει την επιθετικότητα της κατά της Ρωσίας, με άμεσο στόχο την ανάσχεση του αγωγού North Stream 2 ρωσικής Gazprom από την Ευρώπη και την κυριαρχία το μονοπώλιο της αγοράς ενέργειας από την αμερικάνικη Big Oil. Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ είναι απαραίτητη, καθώς μετατρέπει την σύγκρουση σε υπόθεση του συνόλου της δυτικής συμμαχίας και περιορίζει την ελευθερία στην σύναψη οικονομικών συμφωνιών των ευρωπαϊκών κρατών με την Ρωσική Ομοσπονδία. Αποδοκιμάζοντας την άρνηση του Τραμπ για τη διατλαντική συμμαχία, ο Μπάιντεν υπογράμμισε τον κρίσιμο ρόλο του ΝΑΤΟ στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, γράφοντας στο Foreign Affairs πέρυσι: “Για να καταπολεμήσουμε τη ρωσική επιθετικότητα, πρέπει να διατηρήσουμε τις στρατιωτικές δυνατότητες της συμμαχίας σε εγρήγορση. Πρέπει να επιβάλουμε πραγματικό κόστος στη Ρωσία για τις παραβιάσεις των διεθνών κανόνων”.

Στην διάσκεψη του Μονάχου τον Φεβρουάριο, ο Μπάιντεν επιβεβαίωσε την δέσμευση των ΗΠΑ στην ευρωατλαντική συμμαχία με την φράση: «Μια επίθεση σε έναν είναι επίθεση σε όλους. Αυτός είναι ο ακλόνητος όρκος μας». Στο παραπάνω φόντο, η κυβέρνηση Μπάιντεν εντείνει την ανάπτυξη του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, προωθώντας την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας, θέλοντας να δεσμεύσει τους συμμάχους του στην σύγκρουση κατά της Μόσχας. Η υποχώρηση της σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί ωστόσο ακόμα «κενό ασφαλείας» για την ιμπεριαλιστική πολιτική.

Τουρκία: Ο απείθαρχος χωροφύλακας του ευρωατλαντισμού

Οι αμερικανοτουρκικές εντάσεις των προηγούμενων ετών είχαν να κάνουν με την αμερικάνικη υποστήριξη στις κουρδικές δυνάμεις του YPG στην Συρία και τις ανοιχτές καταγγελίες Ερντογάν για αμερικάνικο δάκτυλο στο πραξικόπημα εναντίον του  2016, με τον ίδιο να προχωρά στην προμήθεια του ρωσικού συστήματος S-400, δημιουργώντας «τρύπα» στα πολεμικά συστήματα του ΝΑΤΟ. Αυτονομούμενος από την αμερικάνικη πολιτική, εκμεταλλεύτηκε την υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή και προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με την Μόσχα στην Συρία και το Νότιο Καύκασο. Ως αποτέλεσμα το αμερικάνικο Πεντάγωνο αποφάσισε να θέσει την Τουρκία εκτός του προγράμματος εκσυγχρονισμού των μαχητικών F35, μόλις λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα.

Ωστόσο, παρά το αυτονομημένο περιφερειακό της ρόλο, η Άγκυρα έχει καταφέρει να περιορίσει την Ρωσία στο Ναβόρνο-Καραμπάχ, που δέχτηκε μια ΝΑΤΟϊκή χώρα σε ρόλο επιτηρητή στα πρώην σοβιετικά εδάφη. Αυτό συμβάλει ακόμα στην πίεση κατά του Ιράν, ενισχύοντας τα αυτονομιστικά κινήματα των Αζέρων στο εσωτερικό της Ισλαμικής Επανάστασης. Τα παραπάνω οδηγούν ένα σημαντικό αμερικάνικο think tank, όπως το Atlantic Council, να γράφει πως «Η Ουκρανία μπορεί να μάθει από την πρόσφατη νίκη του Αζερμπαϊτζάν».

Στο πρόσφατο ταξίδι του στην Τουρκία ο Ουκρανός πρόεδρος Βλαντιμίρ Ζελένσι, συμφώνησε με τον Ερντογάν την δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών και την ίδρυση της Πλατφόρμας της Κριμαίας με στόχο την επιστροφή της χερσονήσου υπό ουκρανική κυριαρχία. Ακόμα συμφώνησαν  νέες στρατιωτικές προμήθειες, σε συνέχεια της συνεργασίας του τουρκικού κατασκευαστή drones Baykar Makina και της Ουκρανικής Ukrspecexport. Άλλωστε, η προσομοίωση της RAND Corporation για το 2018 υποδηλώνει πως περίπτωση κλιμάκωσης με την Ρωσία, η στήριξη της Τουρκίας θα είναι κρίσιμη λόγω της ευθύνης για τα στενά στο πλαίσιο της Σύμβασης του Μοντρέ, ενώ προβλέπεται η δημιουργία ενός Κέντρου του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα.

Η Ελλάδα ως ορμητήριο πολέμου και ο πόλεμος της ενέργειας

Η χώρα μας εμπλέκεται επίσης στους πολεμικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, με την βάση drones στην Αλεξανδρούπολη να αποτελεί ορμητήριο των ιμπεριαλιστών σε περίπτωση κλιμάκωσης με την Ρωσία. Η βάση στην Σούδα όπου ελλιμενίστηκε το αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ χρησιμοποιείται επίσης για τον περιορισμό της Ρωσίας από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, ενώ παρέχει την δυνατότητα χτυπήματος αντιπερισπασμού σε περίπτωση κλιμάκωσης στην Ανατολική Ουκρανία. Τα αεροπλάνα που πετούν αυτές τις μέρες πάνω από τον ουρανό της Αθήνας, είναι μέρος της πολεμικής άσκησης «Ηνίοχος 21», στην οποία συμμετέχουν ένοπλες δυνάμεις από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, με στόχο την συγκέντρωση δύναμης πυρός στην περιοχή της Ανατ. Μεσογείου κατά της Ρωσίας.

Παράλληλα, η χώρα μας έχει υποδεχτεί την μεγαλύτερη απόβαση στην ιστορία της, στα πλαίσια της άσκησης «Defender Europe 2021». Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι ένοπλες δυνάμεις του ελληνικού και του τουρκικού κράτους συμμετέχουν από κοινού  σε αυτό που αποτελεί πρόβα πολέμου κατά της Ρωσίας.

Η σύμπραξη Exxon Mobil-Total-Ελληνικά Πετρέλαια ήδη κερδοσκοπεί μέσω δομημένων παραγώγων στη βάση μελλοντικών εσόδων. Απόρρητα έγγραφα που διέρρευσαν από την Exxon, αποδεικνύουν πως η εταιρεία σχεδιάζει να αυξήσει τις ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, θέτοντας μια από τις μεγαλύτερες εταιρικές εκπομπές ενάντια στις διεθνείς προσπάθειες για επιβράδυνση του ρυθμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη, με στόχο τον διπλασιασμό των κερδών της έως το 2025. Η Ελλάδα μαζί με την Αίγυπτο έχουν υλοποιήσει έργα ενεργειακής υποδομής με την υποστήριξη των Αμερικάνων και των Ευρωπαίων και με σκοπό να χρησιμεύσουν ως πύλη για περιφερειακές προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη, απέναντι στο ρωσικό αέριο.

Πως επηρεάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ένα σταθερό δεδομένο πως όσο αυξάνουν οι εντάσεις στην περιοχή, τόσο εντείνεται η ανάγκη σταθεροποίησης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο, την οποία το αμερικάνικο Πεντάγωνο βλέπει ως ενιαίο επιχειρησιακό χώρο. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα θα επηρεάσει τις συναινέσεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό κράτος, καθώς οι ΗΠΑ δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να διαρραγεί το πολεμικό τους μέτωπο για τις διαφορές ανάμεσα στους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, σε τηλεφωνική κλήση με τον Έλληνα πρωθυπουργό μια μέρα μετά την επέτειο της 25ης Μαρτίου, εξέφρασε την ελπίδα του για σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Αντίστοιχα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ σε πρόσφατη συνέντευξή του, δήλωσε:

«Νομίζω ότι έχουμε δει κάποια αποκλιμάκωση στην ανατολική Μεσόγειο. Πιστεύω ότι το ΝΑΤΟ διαδραματίζει έναν πολύ καλό ρόλο στην προσπάθεια αποσυμφόρησης και διασφάλισης ότι οι τομείς όπου υπάρχουν διαφωνίες, κανείς δεν αναλαμβάνει προκλητικές ενέργειες, ξεκινώντας με την Τουρκία να κρατά τα πλοία της εκτός των υδάτων ή των περιοχών που διεκδικούν άλλοι. Πρέπει απλώς να δούμε την ειρηνική επίλυση αυτών των διαφορών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Και παρεμπιπτόντως, στο βαθμό που υπάρχουν προκλήσεις για τους πόρους, για τους φυσικούς πόρους, ξέρετε, αυτός θα έπρεπε να είναι ένας τρόπος να φέρουμε τις χώρες κοντά. Η από κοινού χρήση αυτών των πόρων, οι κοινές επενδύσεις, η εκμετάλλευσή τους, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι που ενώνει τις χώρες. Ελπίζουμε ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί».

Μια μέρα πριν το ταξίδι του στην Άγκυρα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε με τον πρέσβη των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ με το ελληνοτουρκικό να είναι ανάμεσα στην ατζέντα της συζήτησης. Δεν υπάρχει περίπτωση τα όσα ακολούθησαν να κινούνται έξω από την έγκριση του αμερικανικού παράγοντα.

Πίσω από το σόου «εθνικής υπερηφάνειας», ο Ν. Δένδιας ταξίδευσε στην Τουρκία ως κλητήρας της Big Oil, για να θέσει τα όρια του στην διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει με το τουρκικό κεφάλαιο, με στόχο να καταστήσουν την Μεσόγειο και την Ευρώπη σε “αμερικάνικη λίμνη”.

Πηγή: KOMMON

Έγιναν λιοντάρια οι λαγοί των ΗΠΑ;

Ρίγη εθνικής συγκίνησης σκόρπισε ανά την Ελλάδα η υπερήφανη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Δένδια έναντι του Τσαβούσογλου στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι τουλάχιστον μας πληροφόρησαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Ορισμένοι (και η αντιπολίτευση) υπαινίχθηκαν ότι η συγκεκριμένη στάση Δένδια είναι αποτέλεσμα εσωκομματικής σύγκρουσης στη ΝΔ, ανάμεσα στην πάντα υποχωρητική γραμμή Σημίτη και στην λιγότερο υποχωρητική γραμμή Καραμανλή.

Το να έκανε ωστόσο ο Ν Δένδιας εσωκομματικό παιχνίδι είναι η καλή εκδοχή. Όσο και αν η αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπό το πρίσμα μικροπολιτικών επιδιώξεων είναι επικίνδυνη, η άλλη εκδοχή είναι ακόμα πιο επικίνδυνη.

Γιατί η άλλη εκδοχή είναι να εκτελεί για ακόμα μια φορά η Ελλάδα ρόλο λαγού των ΗΠΑ.

Η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας. Απόδειξη η Ουκρανία. Στην περιοχή μας αυτό μεταφράζεται σε στρίμωγμα του Ερντογάν και απόπειρα να σπάσουν οι δίαυλοι Ρωσίας – Τουρκίας οι οποίοι παρά τις επιμέρους εντάσεις, διατηρούνται.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν απέναντι στον Ερντογάν είναι καταρχήν επιθετική και απειλητική: «Προσδεθείτε μόνιμα στον δυτικό άξονα και τα αμερικανικά συμφέροντα και σταματήστε να παίζετε σε διπλό ταμπλό». Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν οι ΗΠΑ θέλουν να στείλουν «αυστηρό μήνυμα». Ποιος καλύτερος γραμματοκομιστής από τη «δεδομένη» (κατά τη διατύπωση Μητσοτάκη) Ελλάδα;

Αυτή όμως είναι η πλέον επικίνδυνη εκδοχή. Μια Ελλάδα που κινείται όπως της παραγγέλνουν οι υπερατλαντικοί προστάτες.

Όταν της γνέφουν ότι δεν την καλύπτουν, βάζει την ουρά στα σκέλια και οδηγείται από τη μία υποχώρηση στην άλλη σαν υπάκουο κανίς. Όταν της αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να γαβγίσει, παριστάνει το μολοσσό.

Ποιος στα αλήθεια έχει ξεχάσει το ποντάρισμα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση επί Τσίπρα – Κοτζιά στο αμερικανικό σχέδιο; Τότε που δήθεν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Συρία ευνοούσαν τους Κούρδους και στρίμωχναν τους τουρκικούς σχεδιασμούς;

Τότε που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαίωνε ότι η στενότερη, περίπου μονολιθική, πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος θα προσφέρει τις ΑΟΖ και το σύνολο των εθνικών διεκδικήσεων στο πιάτο της Ελλάδας;

Και ποιος ξέχασε ότι το σχέδιο αυτό χρεοκόπησε όταν οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι η Τουρκία είναι “too big to be lost” και δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαριστεί στον Πούτιν;

Ποιος ξέχασε τη χρεοκοπημένη επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και την ψυχρολουσία από τον Τραμπ;

Ποιος ξέχασε τους πανηγυρισμούς για τον East Med ο οποίος, ένα χρόνο πριν, ήταν η φοβερή και τρομερή «αιχμή του δόρατος» της ελληνικής πολιτικής και σήμερα είναι στα αζήτητα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ελλάδα κοιμόταν όσο σχεδιαζόταν το τουρκολιβυκό μνημόνιο που περνά την τουρκική ΑΟΖ πάνω από την Κρήτη; Ποιος ξέχασε ότι η «ευφυής» ελληνική απάντηση ήταν η περσινή εγκόλπωση του σήμερα ηττημένου στρατάρχη Χαφτάρ; Ποιος ξέχασε ότι ο λίβυος πρέσβης Μένφι που αποπέμφθηκε πέρυσι από την Αθήνα λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου, κατέληξε Επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης και υποδέχθηκε νικητής τον ταπεινωμένο Μητσοτάκη στη Λιβύη πριν δέκα ημέρες;

Ποιος ξέχασε ότι όταν οι ΗΠΑ κρέμασαν την Ελλάδα, το τουρκικό Ορούτς Ρέις έκοβε βόλτες σε ό,τι θεωρείται ελληνική υφαλοκρηπίδα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ε.Ε. τάχα θα επέβαλε κυρώσεις στην Άγκυρα, οι οποίες συζητούνταν και συζητούνταν και συζητούνταν, και τελικά δεν ήρθαν ποτέ;

Ποιος ξέχασε ότι την εποχή που η Τουρκία ζητούσε υποχώρηση της Ελλάδας από τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δήλωνε «κάντε διάλογο και βρείτε τα – εμάς μην μας ανακατεύετε»;

Στα αλήθεια λοιπόν, ο λαγός των ΗΠΑ μετατράπηκε σε λιοντάρι που βρυχάται;

Ή απλώς εκτελεί τις επιθυμίες των ισχυρών, επιχειρώντας μεν να αποκομίσει πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη, γνωρίζοντας όμως ότι ως «δεδομένος και πάντα πιστός σύμμαχος» θα αδειαστεί μεγαλοπρεπώς, την επόμενη φορά που η Δύση θα θελήσει να εξευμενίσει τον Ερντογάν;

Δυστυχώς αυτό ήταν η επίσκεψη Δένδια στην Κων/πολη. Ούτε ξέσπασμα εθνικής περηφάνειας, ούτε εσωκομματικός ανταγωνισμός με τον Μητσοτάκη, ούτε αλλαγή πλεύσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αν κάπου υπάρχει αλλαγή πλεύσης είναι η αμερικανική στάση προς την Άγκυρα. Η οποία αποτελείται σήμερα από περισσότερο μαστίγιο και λιγότερο καρότο. Αλλά όταν αύριο, θελήσει να κλείσει τη συμφωνία με τον Ερντογάν, θα του χαρίσει πολλά καρότα, ανάμεσα στα οποία και τα «εθνικά δίκαια» της χώρας μας. Η οποία, ως εσαεί «δεδομένη» στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, θα ξεχάσει τους λεονταρισμούς, και θα παραδεχθεί ως λαγός ότι «λέμε και καμιά μαλακία να περνά η ώρα» κατά το γνωστό ανέκδοτο.

Η εθνική αξιοπρέπεια δεν χτίζεται με σκληρές δηλώσεις εν μέσω χαριτωμένων αστεϊσμών. Χτίζεται με ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής που έχει οικοδομήσει η ελληνική άρχουσα τάξη. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι η «γραμμή Καραμανλή» είναι ανταγωνιστική με τη «γραμμή Σημίτη» στα εξωτερικά θέματα, ας το ξανασκεφτούν. Στην πραγματικότητα η μία πολιτική είναι ευθέως υποχωρητική, επιδιώκοντας γρήγορη «λύση» σε όλα τα θέματα προς όφελος των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενώ η άλλη, χωρίς να αλλάζει βασικό προσανατολισμό, επιλέγει τη «μη λύση», τη στασιμότητα, κρατώντας τα αδιέξοδα να χρονίζουν.

Η εθνική αξιοπρέπεια απαιτεί μια άλλη εξωτερική πολιτική. Με πολυδιάστατες και πολύμορφες διεθνείς σχέσεις που στηρίζονται στο σεβασμό, στην αναγνώριση, στο διεθνές δίκαιο και στην αμοιβαία εκτίμηση. Με εκμετάλλευση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι με τη μονοδιάστατη πρόσδεση σε στρατόπεδα. Με κριτήριο την ειρήνη, τη συνεργασία, τη φιλική συνύπαρξη με τους γείτονες, αλλά και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Απο ήττα σε ήττα… μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!

Σύσσωμος ο καθεστωτικός τύπος προετοίμαζε με τυμπανοκρουσίες τις επερχόμενες κυρώσεις για την Τουρκία. Κάθε μέρα μας έφερνε όλο και πιο κοντά στην ημέρα επιβολής των κυρώσεων, οι εκπρόσωποί μας σε όλους τους τόνους διεμήνυαν ότι θα πάνε να δώσουν την μάχη των μαχών, να δώσουν ένα μάθημα στην αυθάδη Τουρκία του Ερντογάν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας δήλωσε μάλιστα ότι «Δεν θα φύγει από τη Σύνοδο Κορυφής ο Μητσοτάκης αν δεν πάρει κάτι».

Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει μονολεκτικά για το τι τελικά πήρε ο Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες. Από το τελικό κείμενο συμπερασμάτων, που υιοθέτησε η ΕΕ για την Τουρκία, προκύπτει η απόλυτη διάψευση των προσδοκιών της ελληνικής κυβέρνησης καθώς και η τραγική επιβεβαίωση της μοίρας που επιφυλάσσεται στους δεδομένους υποτακτικούς. Δεν προβλέπονται νέες κυρώσεις για την Τουρκία, ενώ η τελική απόφαση επί ενός καταλόγου κυρώσεων μετατίθεται για… τον Μάρτιο. Γίνεται μονάχα αναφορά στις «μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις» κατά κρατών – μελών της ΕΕ και στις «προκλητικές δραστηριότητες» στην Ανατολική Μεσόγειο και την ΑΟΖ της Κύπρου.  Και έπειτα, αναγνωρίζεται το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ για την ανάπτυξη της αμοιβαίας συνεργασίας με την Τουρκία, με ειδική αναφορά στο προσφυγικό. Τέλος, υπενθυμίζεται και η ανάγκη συντονισμού της ΕΕ με τις ΗΠΑ, για αυτά τα θέματα.

Απο αυτήν την πυκνή παράθεση, προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

– Η ΕΕ δεν μπορεί και, κυρίως, δεν θέλει να διαρρήξει τις σχέσεις με τον Ερντογάν. Από οικονομική άποψη, πολύ βασικοί «παίκτες» της κούρσας των εξοπλισμών (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) έχουν συμφέρον, όχι μόνο από την προσέγγιση της Τουρκίας, αλλά και από την διαιώνιση μίας ορισμένης κατάστασης γεωπολιτικής ανασφάλειας, για τις αγορές τους. Σε πολιτικό επίπεδο, η συμφωνία της Τουρκίας με την ΕΕ αποτελεί βασικό εργαλείο στη διαχείριση του προσφυγικού, ενός προβλήματος που η ΕΕ συνέδραμε στην δημιουργία του: ο Ερντογάν κρατά τους πρόσφυγες μακρυά από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Σε διπλωματικό επίπεδο, μία ενδεχόμενη σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία ενδεχομένως να την σπρώξει συγκυριακά πιο κοντά προς έναν άλλον γεωπολιτικά ισχυρό παίκτη, όπως τη Ρωσία ή την Κίνα. Ενδεχόμενο που αποστρέφονται μετά βδελυγμίας, καταρχήν, οι Αμερικάνοι. Και επειδή, καλώς ή κακώς, οι σχέσεις πατρονίας και επικυριαρχίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη ουδέποτε εξαφανιστήκαν, ο γεωπολιτικός νάνος της ΕΕ δεν υπήρχε περίπτωση να λάβει θέση στην «καυτή πατάτα», ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εργαλειοποίηση από έναν Ερντογάν: καλύτερα, η ανάθεση στην Προεδρία Μπάϊντεν. Ας δώσουν οι Αμερικάνοι την τελική απάντηση στο ερώτημα..

– Η ελληνική πλευρά συνειδητά πορεύεται χωρίς διπλωματικά εργαλεία. Έχει περιοριστεί στον επικοινωνιακό χειρισμό της στάσης στα ελληνοτουρκικά, για να περισώσει τουλάχιστον το όποιο πολιτικό κύρος στο εσωτερικό της χώρας. Η γραμμή Μητσοτάκη στην Σύνοδο του Pacta Sunt Servanda, της τήρησης των συμφωνιών, σε ένα περιβάλλον που τα συμφωνημένα ξεσκίζονται από την ισχύ της επιβολής, αποτελεί γραμμή εθνικά αυτοκτονική. Πλην, ταιριάζει απόλυτα στις προσδοκίες της ΕΕ για έναν πειθαρχημένο κολίγο, που δεν θα «τινάξει την μπάνκα στον αέρα». Ουδέποτε έθεσε η Ελλάδα στην Σύνοδο θέμα εμπάργκου όπλων, ενώ παράλληλα ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσέρχεται με μία τοποθέτηση ότι η απόσταση από τα 6 εως τα 12 ν.μ. αποτελούν διαφιλονικούμενη ζώνη: τα τελευταία στερούν την νομική βάση για κυρώσεις στην Τουρκία για τις κινήσεις της στο Αιγαίο. Η ελληνική πλευρά υιοθετεί πλέον το αφήγημα ότι, πάντως, θα υπάρξουν κυρώσεις σε «φυσικά πρόσωπα και εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο» και περιορίζεται στον αγώνα για σκληρές…. διατυπώσεις στο κείμενο των συμπερασμάτων.

– Η Τουρκία παίρνει καθαρό μήνυμα ότι μέχρι τον Μάρτιο, τουλάχιστον, παίζει, και επίσημα πλέον, χωρίς αντίπαλο. Άρα μπορεί να προχωρήσει σε νέο γύρο αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, έρευνες σε διαφιλονικούμενες θαλάσσιες ζώνες, κατοχύρωσης νέων τετελεσμένων. Η Γαλλία υποχωρεί, υπό τις πιέσεις Μέρκελ για διατήρηση καλού επιπέδου σχέσεων με την Τουρκία, και ενώ έχω ήδη υποστεί σειρά ηττών στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Κύπρος μένουν μονάχα με φραστικές αναφορές, και αυτές πετσοκομμένες, χωρίς μέτρα και αποτρεπτικές κυρώσεις απέναντι σε έναν επεκτατικό γείτονα. Οι Γερμανία και οι ΗΠΑ καλούν σε διμερείς επαφές και διαπραγματεύσεις Ελλάδα και Τουρκία, καλούν σε «διαχείριση των διαφορών», βάζοντας στην ίδια μοίρα αυτόν που διαρκώς επεκτείνει τις βλέψεις του με αυτόν που διαρκώς περιορίζει τις δικές του. Καταγράφουν ως «θετικό βήμα» το ότι ελλιμενίστηκε το Όρουτς Ρεις. Η ίδια η Άγκυρα, άλλωστε, επιμένει μετά από κάθε «βόλτα» στο Αιγαίο, να καλεί την Ελλάδα σε διάλογο, «χωρίς προϋποθέσεις» και κυρίως, χωρίς κανέναν φραγμό και όριο. «Όλα στο τραπέζι» λοιπόν, και το «όλα» περιλαμβάνει τα πάντα. Κάθε φορά που τα τουρκικά ερευνητικά βολτάρουν σε εκατέρωθεν διεκδικούμενες θαλάσσιες ζώνες κερδίζουν ένα ακόμα θέμα προς διαπραγμάτευση. Σαν τον νταή στο σχολείο, οι προσκλήσεις για διάλογο περιορίζονται ενώπιον του αδιάφορου διευθυντή, ενώ έξω από την σχολική αίθουσα, περιμένει νέο μαρτύριο για τον καρπαζοεισπράκτορα.

Η ΕΕ αποτελεί ένα θνησιγενές σχήμα, με μηδενικό γεωπολιτικό εκτόπισμα, που ξέρει να δείχνει τα δόντια του μονάχα στους λαούς. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός επωμίστηκε το βάρος της «συναδέλφωσης» για να πάρει πίσω ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση. Ένα απο τα διαχρονικά επιχειρήματα της αστικής τάξης της χώρας, ότι μία ρήξη με την ΕΕ μας αφήνει εκτεθειμένους στην Τουρκία, γκρεμίζεται για μια ακόμα φορά σαν πύργος με τραπουλόχαρτα. Η Ελλάδα εργαλειοποιείται, για να εξευμενιστεί ο Ερντογάν: αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της ΕΕ και σε αυτό συντείνει η στάση του Μητσοτάκη. Μία κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να σηκώσει τόνους και να βάλει εμπόδια στη Σύνοδο Κορυφής, και να περιορίζεται στην εσωτερική επικοινωνιακή διαχείριση, όσο αυτό είναι δυνατόν, της εθνικής ταπείνωσης.

Από τον Οκτώβρη μέχρι σήμερα βομβαρδιζόμασταν με διαβεβαιώσεις για τις σκληρές ευρωπαϊκές κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία. Πλησιάζει η ώρα, από μέρα σε μέρα, έλεγαν.. Άραγε, θα μας λένε τα ίδια για τις επόμενες 100 περίπου μέρες μέχρι τον Μάρτιο και την επόμενη Σύνοδο Κορυφής;

Από την άλλη, τί είναι 100 μέρες μπροστά στην ατέλειωτη αιωνιότητα του παρόντος του προσκυνημένου;

Ερντογάν από νίκη σε νίκη. Μητσοτάκης από κάμψη σε κάμψη.

Το δράμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θυμίζει τηλεοπτική σαπουνόπερα παιγμένη ανηλεώς σε επανάληψη. Επί μήνες ολόκληρους, το ίδιο σχέδιο, η ίδια γραμμή, οι ίδιες ατάκες, οι ίδιες σκηνές, οι ίδιες μεγαλόστομες κοινοτυπίες: Σε πολύ υψηλούς τόνους ζητάμε με δηλώσεις περιορισμό της Τουρκίας και δέσμευση των εταίρων για βαρύτατες κυρώσεις… Και σε κάθε επανάληψη, το ίδιο τέλος: αδιέξοδο, υποταγή, εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η αναζήτηση προστάτη, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Τα δισεκατομμύρια στην Γαλλία για εξοπλισμούς, η μετατροπή της χώρας σε μία τεράστια αμερικάνικη βάση, η αποδοχή της επιβεβλημένης από την Γερμανία συμφωνίας για το προσφυγικό, δεν άλλαξαν ουσιαστικά την στάση των ξένων απέναντι στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Το περισσότερο που πήραμε ήταν ένα διπλωματικό «χτύπημα στην πλάτη». Η Γερμανία παραμένει στο πλευρό της Τουρκίας, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να τηρούν «ίσες αποστάσεις», η Γαλλία παραμένει ανήμπορη και σε υποχώρηση. Και η Τουρκία συνεχίζει να επεκτείνει την επιρροή της, να δημιουργεί τετελεσμένα, να επιβάλλεται δια της ισχύος ως αναγκαίος συνομιλητής οποιουδήποτε θέλει να πλησιάσει την περιοχή της Αν. Μεσογείου.

Ο Ερντογάν, μετά την Συρία, παρεμβαίνει με στρατό σε Λιβύη και παίζει ρόλο εγγυητή των συμφερόντων του Αζερμπαϊτζάν. Εμφανίζεται όλος αυτοπεποίθηση στα Βαρώσικα και κάνει έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Βγάζει διαρκώς νέες NAVTEX για το Oruc Reis, που για δύο μήνες αλώνιζε έως και 6 μίλια Νότια από το Καστελόριζο. Επιτίθεται στην ελληνική πλευρά, ζητώντας την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Όταν, δε, θέλει να δείξει μεγαθυμία, καλεί το Oruc Reis να ελλιμενιστεί, προσφέροντας απλόχερα τις πολυπόθητες – από την Μέρκελ και το ΝΑΤΟ – ενδείξεις κατευνασμού..

Το πρόσφατο σήκωμα των τόνων από την πλευρά του Δένδια, η επίθεση στην Γερμανία για την ολιγωρία κυρώσεων και εμπάργκο στην Τουρκία, σε τί ακριβώς αποσκοπεί; Στο να πειστεί η Γερμανία να αλλάξει στάση προς την Τουρκία; Είναι μια κίνηση να οξυνθούν οι σχέσεις Γερμανίας – Γαλλίας πριν τη σύνοδο της Ε.Ε.; Ίσως, μια απέλπιδα προσπάθεια στροφής προς τις ΗΠΑ του Μπάιντεν; Άραγε, συνάδει με την στάση του ίδιου του πρωθυπουργού και την απόλυτα συγκαταβατική στάση του;

Αν θέλει να οξύνει την αντιπαράθεση, ο Δένδιας ξέρει πολύ καλα ότι υπάρχουν και επαρκή διπλωματικά μέσα όπως το βέτο, και όχι απλά πιο «έντονες δηλώσεις». Οι πιστολιές στον αέρα δεν θα βγάλουν τη χώρα από το καινούργιο αδιέξοδο στην εξωτερική πολιτική: Η Τουρκία δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα με τις πράξεις της. Η Ελλάδα δηλώνει ότι… αναμένει δηλώσεις περί κυρώσεων από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και μένει με τις δηλώσεις στο χέρι.

Δεν περιμένουμε θαύματα από την Ευρωσύνοδο στις 10-11 Δεκεμβρίου. Ένας ενδεχόμενος κατάλογος μελλοντικών κυρώσεων αποτελεί χάδι και φανερώνει επιδεικτική αδιαφορία στις κραυγές αγωνίας του Δένδια. Όσο τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και τα στρατιωτικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ είναι άμεσα συνδεδεμένα με την επιθετική πολιτική του Ερντογάν, δεν θα υπάρξει κανένα σοβαρό μέτρο. Στο βαθμό, δε, που η Ευρωπαϊκή Ένωση, για άλλη μία φορά, εμφανίζεται ανίκανη να τιθασεύσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, η Γαλλία θα βρίσκεται διαρκώς σε υποχώρηση και η Ελλάδα σε στάση οσφυοκάμπτη επαίτη.

Η σκληρή και αδιέξοδη πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν είναι αναγκαίος, επομένως μπορεί να διαπραγματευτεί με μεγάλους παίκτες, και το κάνει ευθαρσώς. Ο Δένδιας και ο Μητσοτάκης είναι δεδομένοι, και έχουν παραιτηθεί απο την άσκηση οποιαδήποτε πίεσης, ακόμα και με όρους της αστικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και όταν οι «κυρώσεις» θα είναι εντελώς ψευδεπίγραφες, θα φτιασιδώνονται για την «αλλαγή στροφής» σε σχέση με την Τουρκία, που συμβαίνει εδώ και μήνες, όσο το μόνο πράγμα που ανεβάζει στροφές είναι το Oruc Reis δίπλα από το Καστελλόριζο.

Κρίσιμη καμπή στα ελληνοτουρκικά

Η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λόγω των ερευνών του Oruc Reis έχει ήδη ξεπεράσει σε διάρκεια την κρίση του Χόρα, το 1976. Ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου έστω από ατύχημα δεν είναι καθόλου αμελητέος, όπως έδειξε το περιστατικό με την ελληνική φρεγάτα Λήμνος και την τουρκική Kemal Reis. Εύλογα η κοινή γνώμη αναρωτιέται γιατί φτάσαμε ως εδώ και τι πρέπει να περιμένουμε στο εγγύς μέλλον.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε τροχιά κλιμακούμενων εντάσεων τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας σειράς παραγόντων. Τρεις από αυτούς παίζουν προεξάρχοντες ρόλους. Ο πρώτος σχετίζεται με την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο την προηγούμενη δεκαετία- το ισραηλινό Λεβιάθαν το 2010, το κυπριακό Αφροδίτη το 2011 και το αιγυπτιακό Ζορ το 2015. Οι ανακαλύψεις δημιούργησαν προσδοκίες για ανάλογα κοιτάσματα στο χώρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και τράβηξαν το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών όπως η αμερικανική Exxon, η γαλλική Total, η ιταλική ENI και η ρωσική Novatek.

Ο πιο κοντινός και εύκολος δρόμος διοχέτευσης του φυσικού αερίου από αυτά τα κοιτάσματα στην Ευρώπη θα ήταν μέσω Τουρκίας. Ωστόσο η κυβέρνηση Ερντογάν είχε ήδη προκαλέσει την οργή του Ισραήλ από την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά (2010) και της Αιγύπτου λόγω της υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην «Αραβική Άνοιξη» (2011), ενώ οι Αμερικανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη διευρυνόμενη συνεργασία της με τη Μόσχα (S-400 κ.α.) μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα κερδίζει έδαφος το ριψοκίνδυνο, οικονομικά και γεωπολιτικά, σχέδιο κατασκευής του αγωγού EastMed, μήκους 1.900 χιλιομέτρων και σε βάθος τριών, ο οποίος, αν κάποτε γίνει πραγματικότητα (πράγμα αμφίβολο) θα μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας. Η πίεση στην Τουρκία έγινε πιο έντονη τον περασμένο Ιανουάριο, όταν συγκροτήθηκε το EastMed Forum από Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα, Ιταλία, Αίγυπτο, Ιορδανία και Παλαιστίνη, δίνοντας τροφή σε υπερφίαλες προσδοκίες περί του «νέου ΟΠΕΚ της ανατολικής Μεσογείου». Νοιώθοντας ότι απειλείται με αποκλεισμό και περιθωριοποίηση από μια ανίερη συμμαχία, η Τουρκία του Ερντογάν επέλεξε να απαντήσει πλήττοντας αυτήν που, στα μάτια της, αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα. Η συμφωνία με την κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Σαράζ για τη χάραξη ΑΟΖ εξυπηρετούσε, πέραν των άλλων, και αυτή τη στόχευση.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αποδυνάμωση της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή ύστερα από το φιάσκο των πολέμων της εποχής Μπους και τη σταδιακή απόσυρση αμερικανικών δυνάμεων ήδη επί εποχής Ομπάμα. Η διάλυση της Λιβύης ύστερα από την επίθεση του ΝΑΤΟ στον Καντάφι και ο συριακός εμφύλιος δημιούργησαν καινούργιες μαύρες τρύπες στην περιοχή. Ζυγιάζοντας κινδύνους (κυρίως λόγω Κουρδικού) και προσδοκώμενα κέρδη, η Τουρκία του Ερντογάν έσπευσε να καλύψει το γεωπολιτικό κενό, φιλοδοξώντας να αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με προβολές στρατιωτικής ισχύος από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι τη Λιβύη. Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ο Τραμπ, ασκώντας εξωτερική πολιτική υπερδύναμης με όρους μετοχικής εταιρείας, ευνοούσε ένα είδος «outsourcing» των αμερικανικών συμφερόντων, ελπίζοντας ότι η Τουρκία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στις φιλοδοξίες ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και το Ιράν. Καθώς τα προγνωστικά αυτή την περίοδο προεξοφλούν νίκη του Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου (αν και τίποτα δεν μπορεί ακόμη να θεωρείται βέβαιο), ο Ερντογάν βιάζεται να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που θεωρεί ότι είναι ακόμη ανοιχτό, αλλά μπορεί γρήγορα να κλείσει.

Τι θέλει ο Ερντογάν

Ο τρίτος στη σειρά, αλλά όχι και σε σημασία παράγοντας αφορά τις αρνητικές, για την ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, μετατοπίσεις στο ηγεμονικό μπλοκ της Τουρκίας. Η στροφή προς τον απολυταρχισμό στο εσωτερικό και τις επιθετικές διεκδικήσεις στο εξωτερικό ήταν ήδη ορατή από την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του Ερντογάν με το κύμα των διαδηλώσεων που ξεκίνησαν από το Γκεζί Παρκ της Κωνσταντινούπολης, το 2013. Επιταχύνθηκαν απότομα, όμως, ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, για το οποίο ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος ότι προήλθε από τις ΗΠΑ. Το επόμενο διάστημα, το άρχον συγκρότημα της Τουρκίας περνάει από την «μουσουλμανική δημοκρατία» (κατ’ αναλογία προς την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία) των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» στο εκρηκτικό κράμα νεοοθωμανισμού- φασίζοντος εθνικισμού, με αποκρυστάλλωμα την κυβερνητική συμμαχία ΑΚΡ- ΜΗΡ (Γκρίζοι Λύκοι). Οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, όπως και το δόγμα περί «γαλάζιας πατρίδας» στο Αιγαίο βοηθούν τον Ερντογάν και τους συμμάχους του να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την επιδείνωση των κοινωνικών προβλημάτων καθώς το «τουρκικό οικονομικό θαύμα» λαχανιάζει, η λίρα χάνει διαρκώς έδαφος, τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται, ξένα κεφάλαια αρχίζουν να φεύγουν και ο κίνδυνος να συρθεί η χώρα ικέτης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το πολιτικό τέλος του Ερντογάν) γίνεται ολοένα και πιο ορατός.

Ωστόσο αυτή η ριψοκίνδυνη «φυγή προς τα εμπρός» προκαλεί αντισυσπειρώσεις. Η Γαλλία, η μακράν ισχυρότερη μεσογειακή χώρα, δεν έχει καμία διάθεση να ανεχθεί την ανάδυση μιας Τουρκίας- ηγεμονικής δύναμης στο ανατολικό τμήμα της mare nostrum, όπως πρόσφατα χαρακτήρισε τη Μεσόγειο ο Εμανουέλ Μακρόν. Η Αίγυπτος, που έχει ένα μακρύ, πορώδες σύνορο με τη Λιβύη, αλλά και τα Εμιράτα, που φιλοδοξούν να γίνουν «Ισραήλ του Κόλπου», επείγονται επίσης να συγκρατήσουν την τουρκική επέκταση. Ο βομβαρδισμός, στις αρχές Ιουλίου, της τουρκικής βάσης στην Αλ Ουατίγια της Λιβύης (γράφτηκε και δεν διαψεύστηκε, αλλά ούτε επιβεβαιώθηκε, ότι έγινε από αεροπλάνα των Εμιράτων με επιμελητειακή υποστήριξη της Γαλλίας) εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο. Η μερική συμφωνία Ελλάδας- Αιγύπτου για την ΑΟΖ ερέθισε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα, αν και δεν ξεπερνούσε τις δικές της κόκκινες γραμμές (Καστελόριζο, 28ος μεσημβρινός). Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων εβδομάδων ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη, άλλωστε την προεξοφλούσαν επαίοντες και αξιωματούχοι σειράς χωρών καιρό τώρα. Το πρώτο, εύλογο ερώτημα είναι αν πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα.

Σε ό, τι αφορά την Τουρκία, ο Ερντογάν μπορεί να είναι μεγαλομανής, αλλά δεν είναι τυχοδιώκτης. Σκοπός του δεν είναι να οδηγήσει τα πράγματα σε πόλεμο με την Ελλάδα (γνωρίζει και ο ίδιος ότι θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο πλευρές), αλλά να την οδηγήσει σε μια συνολική διαπραγμάτευση εφ΄ όλης της ύλης από θέση ισχύος. Γιαυτό και οι πρόσφατες προκλήσεις της Τουρκίας δεν ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές. Το Oruc Reis διεξάγει έρευνες σε διεθνή και όχι ελληνικά ύδατα (αν και ο ανυποψίαστος τηλεθεατής ή αναγνώστης στην Ελλάδα μάλλον δεν το έχει πάρει χαμπάρι, αφού ελάχιστοι είναι εκείνοι που του υπενθυμίζουν τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ πλήρους κυριαρχίας επί των χωρικών υδάτων και περιορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στα διεθνή ύδατα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ). Ωστόσο, παρότι δεν επιδιώκει τον πόλεμο, ο Ερντογάν δεν διστάζει να διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο, προκαλώντας την Ελλάδα να είναι η πρώτη που θα τραβήξει τη σκανδάλη, με την πεποίθηση ότι σε αυτή την περίπτωση θα εγγράψει καινούργιες γκρίζες ζώνες, όπως στα Ίμια.

Τα διλήμματα για την Ελλάδα

Όσο για την Ελλάδα, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν επιδιώκει τη σύγκρουση- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται να συρθεί σ’ αυτήν. Από την αναγγελία του EastMed Forum μέχρι τις συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, στόχος ήταν η άσκηση πίεσης στην Τουρκία για την επίλυση των διαφορών (επισήμως η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνη προς διευθέτηση διαφορά τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ) μέσω προσφυγής σε Διεθνές Δικαστήριο. Ακόμη και η μερική συμφωνία με την Αίγυπτο που εμφανίστηκε ως άσκηση επιθετικής διπλωματίας και εξόργισε τη Γερμανία, καθώς φάνηκε να αδειάζει τη μεσολαβητική πρωτοβουλία της, εντασσόταν στην ίδια στρατηγική: η Αθήνα επιδίωξε να εξασφαλίσει κάποια ατού ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης ώστε να ισοσταθμίζει το τουρκικό τετελεσμένο της συμφωνίας με την Τρίπολη, και όχι να τορπιλίσει τη διαπραγμάτευση. Άλλωστε με το να σταματάει στον 28ο μεσημβρινό και να προβλέπει μειωμένη επήρεια για την Κρήτη, η Αθήνα έκλεινε το μάτι στην Άγκυρα για ακόμη περισσότερο μειωμένη επήρεια στο Καστελόριζο- κάτι που σημαίνει ότι η συνέχεια των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.

Το θέμα είναι ότι ο Ερντογάν, και συνολικά το κυρίαρχο μπλοκ της Τουρκίας, δεν πρόκειται να δεχθούν μια διαπραγμάτευση και, τελικά, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνο για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ αν δεν έχει προηγηθεί η επίλυση του προβλήματος των χωρικών υδάτων. Πρώτον, και το κυριότερο, γιατί αυτό είναι το καθοριστικό ζήτημα για την Τουρκία (η οποία, όχι τυχαία, γιαυτό και μόνο γιαυτό το ζήτημα έχει κηρύξει casus belli). Ενδεχόμενη επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια σε όλο το Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένων ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών, θα μεγάλωνε την έκταση της πλήρους ελληνικής κυριαρχίας από 43% σε 72% και θα έκλεινε όλα τα περάσματα ανοιχτής θάλασσας στα μεγάλα λιμάνια της Μικράς Ασίας για τα τουρκικά πλοία και αεροπλάνα, πράγματα που καμία τουρκική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί αν δεν έχει προηγηθεί ταπεινωτική στρατιωτική ήττα. Επιπροσθέτως, γιατί η όποια συμφωνία για τα χωρικά ύδατα προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ- αν π.χ. έχουμε 12 νμ χωρικά ύδατα στην Εύβοια και την Κρήτη, 10 στη Λήμνο, 6 στο Καστελόριζο, με ρητή συναίνεση ή ανοχή της Τουρκίας, ανάλογη θα είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί το Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ.

Είναι γνωστό ότι το 2003, επί κυβέρνησης Σημίτη, οι μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια συμβιβαστική λύση στο θέμα των χωρικών υδάτων, με επιλεκτική εφαρμογή του δικαιώματος επέκτασης, η οποία θα άνοιγε το δρόμο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ. Σήμερα, ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, πρώτα απ’ όλα οι ΗΠΑ και η Γερμανία, πιέζουν για την επιστροφή σε αυτή την προσέγγιση, κάτι που θα απέτρεπε τον κίνδυνο του μοιραίου ρήγματος στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως πιστεύουν ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση είναι ώριμα τα πράγματα για να περάσει η γραμμή του μεγάλου συμβιβασμού και της συνεκμετάλλευσης, καθώς τόσο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί τελικά να την καταπιούν, έστω με πολλούς εσωτερικούς τρανταγμούς (κάτι που δεν ήταν δυνατόν όταν ο επίσης πρόθυμος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε απέναντί του τον Ανδρέα Παπανδρέου ή όταν ο Σημίτης είχε απέναντί του τον Καραμανλή).

Δεν ξέρουμε αν έχουν δίκιο στους υπολογισμούς τους. Το βέβαιο είναι ότι μια παρόμοια γραμμή προσέγγισης ενέχει μεγάλο ρίσκο, καθώς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν θα θέσει στο τραπέζι άλλες, καίριας σημασίας διεκδικήσεις της- αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, γκρίζες ζώνες επί βραχονησίδων- που συνιστούν μείζονα ζητήματα εθνικής ασφάλειας για την Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα, το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν αυτή τη στιγμή οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, θα ήταν η αποκλιμάκωση της κρίσης χωρίς θερμά επεισόδια και νέα τετελεσμένα και στη συνέχεια η έναρξη απ΄ευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, χωρίς ατλαντική επιδιαιτησία, για τη μείωση της έντασης και την αναζήτηση λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς σε θέματα που δεν αφορούν θεμελιώδη ζητήματα ασφαλείας για καμία από τις δύο πλευρές.

Υ.Γ. Υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, δελεάζεται κανείς να υποστηρίξει ότι η παραίτηση από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής θα ήταν όχι μόνο οικολογικά βέλτιστη λύση, αλλά και το κλειδί για την αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία. Δυστυχώς, τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο.

Είναι αλήθεια ότι μέχρι την ανακάλυψη του κοιτάσματος ΠΡΙΝΟΣ, το 1973-74, η Τουρκία δεν είχε εγείρει καμία από τις διεκδικήσεις που προβάλλει σήμερα και οι ελληνοτουρκικές εντάσεις περιστρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από το Κυπριακό. Ωστόσο η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ήταν τότε και είναι σήμερα μόνο ο καταλύτης σε ένα μόνιμο συγκρουσιακό υπόστρωμα- ούτε το casus belli για τα χωρικά ύδατα θα εξέλιπε, ούτε το Κυπριακό θα λυνόταν από τη μια μέρα στην άλλη. Ας αφήσουμε που, ακόμη κι αν η Ελλάδα παραιτούνταν μονομερώς από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η Τουρκία είναι σίγουρο ότι δεν θα το έκανε.

Το αν, πότε, πού, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τον φυσικό της πλούτο είναι ένα σοβαρό θέμα εσωτερικής πολιτικής που πρέπει να συζητηθεί πολύ εξονυχιστικά, σε ορθολογική βάση (τι περιμένουμε να κερδίσουμε, τι επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον και στον τουρισμό σε κάθε περίπτωση κλπ). Ακούμε με μεγάλο ενδιαφέρον προτάσεις αριστερών και οικολογικών δυνάμεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, που προτείνουν να ανταμείβονται με διεθνή συμφωνία οι χώρες που παραιτούνται από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων τους, συμβάλλοντας σημαντικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η οικολογία είναι ο από μηχανής θεός που λύνει όλα τα προβλήματα, ακόμη και ζητήματα ζωής ή θανάτου στην εξωτερική πολιτική των κρατών. Είναι άλλο πράγμα να αποφασίσεις, με τη δική σου βούληση, αν και πώς θα ασκήσεις ένα κυριαρχικό δικαίωμα και εντελώς άλλο να παραιτηθείς μονομερώς από αυτό το δικαίωμα, ανοίγοντας την όρεξη σε όσους επιβουλεύονται και άλλα.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν μπορεί να υπερασπίσει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ούτε την ειρήνη στην περιοχή

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι τελευταίες εξελίξεις με τις έρευνες του Oruc Reis συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Για την ακρίβεια επιβάλουν ντε φάκτο την άποψη του τουρκικού επεκτατισμού ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται εντελώς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Το ζήτημα δεν είναι ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες των NAVTEX της Τουρκίας, αλλά ότι αυτές κάθε φορά μετακινούνται από Νότια του Καστελόριζου προς τη θάλασσα νότιο – ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Η Τουρκία ξεκινά την εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου που ορίζει ως τουρκική ΑΟΖ όλη τη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Προχωρά ένα ακόμα βήμα προς την απαίτησή της για μοίρασμα του Αιγαίου στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην Τουρκία και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αγνοώντας ολοκληρωτικά τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τις Κυκλάδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η υποτίμηση των εξελίξεων ως ήσσονος σημασίας είναι αφελής και προοπτικά επικίνδυνη.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση, με την υπογραφή της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, είχε ήδη αποδεχτεί ότι ακόμα και νησιά σαν την Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα. Συνυπέγραψε μάλιστα αυτή την παραδοχή με μια χώρα που θεωρείται σύμμαχη και δεν προβάλει την παραμικρή διεκδίκηση απέναντι στην Ελλάδα και την εθνική της κυριαρχία. Ο κατατεμαχισμός και η αλά καρτ προσέγγιση της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ρίχνει νερό στο μύλο του τουρκικού επεκτατισμού.

Ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, αν και είχε ποντίσει καλώδια στο βυθό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε έρευνες λόγω του «θορύβου» που προκαλούνταν από τα περιβάλλοντα πλοία, κάνει τέλειο τον επί δεκαετίες εξευτελισμό της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει μια επεκτατική πλευρά που διαρκώς προβάλει νέες απαιτήσεις με πράξεις και τετελεσμένα, και μια υποχωρητική πλευρά που διαρκώς αποδέχεται το γκριζάρισμα συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, γκρινιάζοντας για το διεθνές δίκαιο, εκλιπαρώντας κάθε φορά τους ισχυρούς συμμάχους μήπως και βρει δικαίωση.

Η τελευταία εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί μόνο κλιμάκωση των διαδοχικών επεκτατικών διεκδικήσεων της γειτονικής χώρας αλλά και απόδειξη χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η ελληνική άρχουσα τάξη. Δείχνει ότι οι επί μήνες θριαμβολογίες για δήθεν απομόνωση της Τουρκίας βρίσκονταν αποκλειστικά στη φαντασία του κυβερνητικού μηχανισμού προπαγάνδας. Αποδεικνύει επίσης ότι το «θεωρείστε μας δεδομένους» που δηλώνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η πολιτική της διαχρονικής υποτέλειας και ραγιαδισμού, δεν διασφαλίζει στο παραμικρό την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ειδικά την τελευταία περίοδο, από την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική σέρνεται βεβιασμένα και άτσαλα πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να «απαντήσει» με διμερείς συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μόνο που οι ίδιες αυτές οι συμφωνίες, αντί να ισχυροποιήσουν, αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις, μετατρέποντας τη χώρα σε τερματοφύλακα διαδοχικών επιθετικών ενεργειών, με ιδιαίτερη έφεση στα αυτογκόλ.

Η ελληνική αστική τάξη, με μπόλικη κουτοπονηριά και περίσσευμα χατζηαβατισμού, θεώρησε κατά τα προηγούμενα χρόνια ότι η όξυνση Τουρκίας – ΗΠΑ θα βάλει την Ελλάδα ως μεγάλο συνδαιτημόνα στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών. Προχώρησε στη σύμπτυξη του άξονα Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος, υπό αμερικανική καθοδήγηση, θεωρώντας ότι όσο περισσότερο υποτακτική είναι στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο περισσότερο θα κερδίσει. Έκανε για μια ακόμα φορά λάθος.

Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η φανατική προσκόλληση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. ΗΠΑ και Γερμανία ενδιαφέρονται κυρίως για τον εξευμενισμό της Τουρκίας, πριμοδοτούν ανοικτά τον ελληνοτουρκικό διάλογο για το σύνολο των λογικών και παράλογων διεκδικήσεων της Άγκυρας, στοχεύουν σε βάθος χρόνου στο μοίρασμα, στη συγκυριαρχία και στη συνεκμετάλλευση, γνωρίζοντας πως ό,τι και να κάνουν στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της θα είναι μονίμως δεδομένες και υποτακτικές. Ειδικά η Ε.Ε. εμφανίζεται λιγότερο ενιαία από ποτέ, καθώς η μεν Γερμανία ιεραρχεί με απόλυτο τρόπο τις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και τις συμφωνίες για το προσφυγικό, επιδιώκοντας να κρατά ικανοποιημένη την Άγκυρα, ενώ η αποδυναμωμένη Γαλλία επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρα στην τουρκική παρουσία στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή αλλά και να προωθήσει τα προϊόντα της πολεμικής της βιομηχανίας.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε τίποτα δεν θυμίζει διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ή έστω στήριξη προς χώρα – μέλος της. Από την άλλη, επί δεκαετίες στην Ελλάδα η παραμονή στην Ε.Ε. παρά την παραγωγική αποσάθρωση και το κοινωνικό ολοκαύτωμα που αυτή απαιτούσε, παρουσιάζονταν ως απαραίτητη για να διασφαλιστεί η χώρα από τους γεωπολιτικούς κινδύνους εξ Ανατολών. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της ιδεολογίας της εξάρτησης και της υποτέλειας. Στη λογική του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ενσωματωθεί απολύτως η λογική της ψωροκώσταινας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ούτε καν μπορεί να διανοηθεί μια ανεξάρτητη, πολυεπίπεδη, εθνικά και κοινωνικά αξιοπρεπή πολιτική. Συνεχίζει και εκλιπαρεί την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για μια δήλωση συμπάθειας, αντί να πιέσει με κάθε διπλωματικό μέσο (και βέτο), ενώ στο εσωτερικό από τη μια δημιουργεί θόρυβο για τη στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας και από την άλλη επιδίδεται σε γελοίες δηλώσεις για τους ανέμους ή το θόρυβο των πλοίων… Πουλάει πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια μόνο για εσωτερική κατανάλωση, ενώ προς το εξωτερικό επιδεικνύει το διαχρονικό ραγιάδικο χαρακτήρα της. Ο διαχωρισμός και με τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος (πατριδοκαπηλεία εντός – ραγιαδισμός εκτός) είναι βασικό αφετηριακό σημείο για κάθε προοδευτική και πραγματικά πατριωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αυτή της τη στάση, όχι μόνο ναρκοθετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά κάνει δυσκολότερη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί στην ειρήνη αλλά στον πόλεμο. Τα θερμά επεισόδια δεν απομακρύνονται από τα ρεσιτάλ παθητικότητας ούτε από τις ικεσίες προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η Τουρκία, κατά τη συνήθη της πρακτική δοκιμάζει βήμα το βήμα τα όρια ανοχής της ελληνικής άρχουσας τάξης. Στόχος δεν είναι οι έρευνες αυτές καθαυτές αλλά η σταδιακή κατοχύρωση των απαιτήσεών της. Τελικός σταθμός είναι η συνδιαχείριση όλων των θαλάσσιων περιοχών σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο κερδίζοντας όμως λεόντειο μερτικό που να αντιστοιχεί στο αυξημένο γεωπολιτικό μέγεθός της έναντι της αποδυναμωμένης Ελλάδας και της μικρής Κύπρου. Για αυτό το λόγο και είναι αφέλεια η προσδοκία ότι η ειρήνη διασφαλίζεται με μια μικρή υποχώρηση. Οι διεκδικήσεις θα επανέρχονται και θα κλιμακώνονται από μια ανεξάρτητη, ενιαία και με στρατηγική τουρκική πολιτική που επιδιώκει να γίνει ρυθμιστής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο.

Στην Ελλάδα, η υπεράσπιση της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού αναζητά εκφραστή. Η άρχουσα τάξη σε όλες τις εκδοχές της δίνει γη και ύδωρ στον ιμπεριαλισμό και καταλήγει, με τον χυδαίο πραγματισμό του ακόμα πιο αποδυναμωμένου Ραγιά, στην αποδοχή των γκρίζων κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συγκυριαρχίας με μειωμένο ρόλο και λόγο. Μοναδικός υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας αναδεικνύεται ο λαός, μοναδικός δρόμος ο διεθνισμός απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά και απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βαθμό που καθυστερεί μία ραγδαία και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της Ελλάδας σε μία ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα, η εσωτερική σήψη θα τροφοδοτεί και την εξωτερική υποταγή.

Ο ραγιάς θέλει τον Σουλτάνο του

Θα μπορούσαμε να περιγελούμε όλη μέρα την αστική μας τάξη για την τεράστια διάσταση ανάμεσα στις διακυρήξεις και την πρακτική εφαρμογή των. Για την γραφικότητα και την αστειότητα των επιχειρημάτων ή των σχεδιασμών της. Κυρίως, για την ανικανότητα της να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση. Θα μπορούσαμε, αν η οποιαδήποτε κρίση και αποτυχία της δεν πέρναγε πάνω από το σώμα του λαού και της εργατικής τάξης της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο εθνικισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτού του κρατικοδίαιτου εσμού επιχειρηματιών και του φαιδρού πολιτικού προσωπικού που διαχειρίζεται την εξουσία της, εκφράζει απόλυτα την αμαρτωλή συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένας εθνικισμός ραγιάδικος, που συνεχώς μικρομεγαλίζει, στενά εξαρτημένος από τις ξένες πλάτες που τον ανέθρεψαν με στοργή στα πατρικά τους γόνατα. Αυτή, άλλωστε, η αρρωστημένη σχέση εξάρτησης έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο κόμπλεξ για κάθε είδους πατρώνα: μόλις κάποιος λίγο μεγαλύτερος εμφανίζεται στο προσκήνιο, η αυθόρμητη τάση αυτού του λιγδιάρικου, ρευστού χυλού είναι η προσκόλληση, ο παρασιτισμός, η υποταγή.

Αυτό που δηλαδή ονομάζεται ραγιαδισμός, εξέφραζε μία γενική εσωτερική τάση ενός σχηματισμού, που απαιτεί και παράγει συνεχώς το αντίθετο του: τους πάσης φύσεως Σουλτάνους, που θα κρατήσουν τους προεστούς και δημογέροντες του στην σχετικά προνομιούχα θέση τους. Κανένας νέο-οθωμανισμός δεν θα είχε στεριώσει και δεν θα αποτελούσε σήμερα εως και κρυφό πόθο ορισμένων στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας, εντελώς αποξενωμένων από τον τόπο και με μόνη σκέψη την προσκόλληση σε νέους πατρώνες, αν δεν είχε ως εσωτερική αναγκαιότητα ύπαρξης τον ραγιαδισμό.

Και αν καταλήγουμε να μιλάμε με εντελώς «οθωμανική» ιστορική φρασεολογία, αυτό απλώς φανερώνει την διάθεση να είμαστε στο πνεύμα και το κλίμα των ημερών. Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή είναι ιστορικές, φανερώνουν ανατροπές στο μοίρασμα της γεωπολιτικής πίτας, που καταρχήν δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους αιώνιους πελάτες των ιμπεριαλιστών και των τοποτηρητών τους.

Ο Ερντογάν ολοκληρώνει την διεθνή αφήγηση του: «ο ιμπεριαλισμός μοίρασε την Μ. Ανατολή στα συντρίμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοιρασιά αυτή άφησε μόνο καταστροφή, φτώχεια και πολέμους στις χώρες αυτές. Σήμερα, κανείς εγγυητής σταθερότητας στην περιοχή δεν υφίσταται, με σοβαρή αυτόνομη οικονομική δυναμική και γεωπολιτική και στρατιωτική επάρκεια. Η Τουρκία μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο ενός ανανεωμένου παίχτη στην αιώνια πληγή της Ανατολικής Μεσογείου, παράγοντας σταθερότητας».

Αυτές οι διακηρύξεις οδηγούν σε αποτελέσματα: Προσεταιρίστηκε τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Είναι δίπλα στον τσακισμένο Λίβανο. Έβαλε πόδι στην Συρία, εισβάλλει στο Ιράκ, καθορίζει εξελίξεις στην Λιβύη, αποκτά στενότερη επαφή με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, μοιράζει την θάλασσα της Κύπρου. Τέλος, μοιράζεται το τελικό του αγκάθι, το Αιγαίο Πέλαγος, ως τρανταχτή και συμβολική κίνηση εισόδου στην θαλάσσια ζωή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Τουρκική άρχουσα τάξη είχε την δυναμική και τα αντανακλαστικά να μπορεί να διαχειρίζεται ακόμα και τις αναποδιές: η σταδιακή απομάκρυνση του σεναρίου εισόδου στην ΕΕ οδήγησε σε ισχυρά ανταποδοτικά οφέλη με αφορμή το προσφυγικό. Από μακάριοι φίλοι των ΗΠΑ και έτοιμοι για στρατιωτική σύρραξη με την Ρωσία, περνάνε αστραπιαία στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο, της προσέγγισης της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας, που ασχέτως αν δικαίωσε όλους τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιέρωσε με στόμφο την Τουρκία ως περιφερειακό διαχειριστή των ζητημάτων της Μ. Ανατολής, ενώ σχετικοποίησε και την μέχρι τότε εικόνα του καλού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική παρουσία στην Λιβύη, ασχέτως αν τελικά ο Χαφτάρ με τα στρατεύματα του επικρατήσει στην αντιπαράθεση.

Και αν στο επίπεδο της εξωτερικής της ώθησης, η τουρκική άρχουσα τάξη εμφανίζεται πολυσχιδής, δυναμική, γεμάτη ισχύ και αυτοπεποίθηση, στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση εμφανίζει ρωγμές, που, όμως, συνεχώς συγκρατούνται από την τολμηρή εξωτερική πολιτική του. Σαφές είναι, ότι ο εθνικισμός παράγει αποτελέσματα, η επέκταση των μονοπωλίων παράγει ελπίδες «εθνικής μοιρασιάς». Το εσωτερικό αγκάθι, δε, των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ήτοι βασικά των Κούρδων, και των δημοκρατικών δικαιωμάτων (με τις σκληρές διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών) αποτελεί ένα χαρτί, το οποίο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί έξω από την ένταξη του σε ένα διεθνιστικό πολιτικό πλαίσιο. Η εσωτερική ζωή αυτήν την στιγμή κρατείται σε μία ισορροπία εύθραυστη, σε μία μέθη που παράγουν οι αφηγήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Η υπερβολική, βέβαια, εξάρτηση της κατά τα άλλα διαρραγείσας εσωτερικής πολιτικής ζωής της Τουρκίας από τις επιτυχίες ή «επιτυχίες» της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο πως η οποιοδήποτε καθυστέρηση αυτής της περιφερειακής αναβάθμισης της Τουρκίας μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές δυναμικές, οι οποίες τελικά θα εξαφανίσουν αυτήν την δυναμική. Αν, άλλωστε, και η ίδια η τουρκική ηγεσία έχει την ελάχιστη αυτοεπίγνωση, οι σταθμίσεις κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένη αποκλιμάκωση, αν το κάθε βήμα είχε και ένα ορισμένο τίμημα και δεν άξιζε το ρίσκο. Αλλά αυτή η διαπίστωση ενέχει τεράστιο άχθος, σε αυτόν που τίμια θέλει να σταθεί ενώπιον της, ωστόσο, εντελώς διαλεκτικά, και εδώ η ισχύς του φαινομένου αποτελεί την βαθύτερη, τελικά, αδυναμία του. Μία χώρα που θα είχε μπροστά της το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, μοναδική οδό για την συγκεκριμένη αποκλιμάκωση θα είχε την προβολή ορισμένου μεγέθους ισχύος αποτροπής, με αυτές τις επισημάνσεις κατά νου. Αλλά τα θέματα δεν είναι τεχνικά: όλα αυτά είναι γνωστά. Το θέμα είναι η πολιτική βούληση.

Ο Ερντογάν και η πολιτική του είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο, που υπογραμμίζει την αδυναμία της ελληνικής άρχουσας τάξης να χειριστεί τις υποθέσεις του λαού. Στην θέση του στην εξίσωση θα μπορούσε να μπει η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, η διαμόρφωση μίας χώρας εξαρτημένης από την υπερ-τουρισμό κ.ο.κ. Η ισχύς και η δυναμική του Ερντογάν έρχεται να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό μίας ακόμα μορφής ανημπόρια, όμοια με αυτήν που υφίσταται σε κάθε μορφής κρίση.

Πλέον, στο τραγικό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική αστική τάξη, η γελοιοποίηση της ολοκληρώνει την τραγωδία, όσο προσπαθεί «να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει, για να μην κάνει ό,τι πρέπει να κάνει»… Κυνηγάει τάχα το Oruc Reis κάνοντας φασαρία, ενώ το μήνυμα της περιορισμένης κυριαρχίας, που είναι ο βασικός στόχος της κίνησης Ερντογάν, έχει επιτευχθεί. Γελοιοποιήθηκε και η δήθεν ξαφνική και απρόσμενη κίνηση του ορισμού ΑΟΖ με Αιγύπτου τόσο ταχύτατα, που είναι φανερό ότι απλώς σερνόταν πίσω από τις προηγούμενες τουρκικές κινήσεις (τουρκολιβυκό μνημόνιο). Τώρα, καλεί σε έκτακτο συμβούλιο της ΕΕ και παρέμβαση των ΗΠΑ: όλων εκείνων, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη και ανήμπορη και την Τουρκία μήλο της διεθνούς διπλωματικής έριδος.

Αναμενόμενοι από εχθρούς και «φίλους», ας δούμε και οι ίδιοι το αναμενόμενο τέλος με τα μάτια μας: ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, που σε κάθε περίπτωση το στατους κβο θα ανατραπεί. Εκχώρηση κυριαρχίας και συνδιαχείριση, την οποία προωθεί το ίδιο το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας και ίσως και κάποιοι να την καλοβλέπουν, είτε για να μην χαλάσουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, είτε γιατί ακόμα και μία νεοθωμανική Τουρκία φαντάζει ένα ενδιαφέρον σώμα προς προσκόλληση.

Η ανάδυση του Σουλτάνου λυρικά φαίνεται να αποτελεί την πλήρωση ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου του ελληνικού ραγιαδισμού, που είναι πολύ πιο βαθύ απο τον Ερντογάν: είναι η αναζήτηση του καλύτερου πατρώνα, για να παρατήσουμε τα κλειδιά διαχείρισης μίας χώρας, την οποία ξεζουμίσαμε, ξεπαστρέψαμε παραγωγικά, και τελικά δεν έχουμε άλλως να αντλήσουμε από αυτήν, πέρα από την εκχώρηση της. Ο λαός και η εργατική τάξη είναι απλώς παρακολούθημα στη δοσοληψία, πάντα σε χειρότερο συσχετισμό, πάντα με μειωμένες ικανότητες ενός ανεξάρτητου ορίζεσθαι.

Στον βαθμό που δεν συντελείται μία βίαιη και ραγδαία ανατροπή του τρόπου ύπαρξης της χώρας σερβιτόρου των Ευρωπαίων και καρπαζοεισπράκτορα του ΝΑΤΟ, η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στον επόμενο ισχυρό παίκτη θα αποτελεί απλά ολοκλήρωση της εξέλιξης της άρχουσας τάξης της χώρας, με ολέθριες συνέπειες κυρίως για τον λαό της, τα δημοκρατικά δικαιώματα του, την ήδη τσακισμένη και διαλυμένη έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Και ακόμα και οι πιο «τεχνικού χαρακτήρα» επισημάνσεις περί ενός σχεδίου αμυντικής αποτροπής, ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής ζωής, διεθνούς περιφερειακού ρόλου και πρωτοβουλιών για την ειρήνη στην περιοχή, ασταμάτητη στηλίτευση της δικτατορίας του Ερντογάν, αταλάντευτη πρωτοβουλία και θάρρος στην άμεση υπεράσπιση της κυριαρχίας σε κάθε στιγμή αμφισβήτησης της, συμπλέκονται αναμφίβολα με αυτά τα ερωτήματα προσανατολισμού. Μοναδική πυξίδα αποτελεί εκείνος ο παράγοντας στην εξίσωση που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα: οι λαοί, η ανάγκη τους για ειρηνική ζωή, η πάλη τους για καλύτερη διαβίωση. Ο ρόλος των αντι-ιμπεριαλιστικών και αντι-πολεμικών δημοκρατικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός, και ο ρόλος του λαού και της εργατικής τάξης συνεχίζει να αποτελεί το κλειδί στην λύση της εξίσωσης. Το άμεσο ξεκαθάρισμα της πολεμικής απέναντι στην αποσταθεροποιητική πολιτική του Ερντογάν, η πολιτική υπέρ της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, μπορεί να αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης.