Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών

Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια. 

Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια. 

Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων. 

Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική. 

Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται. 

Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι. 

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται. 

Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. 

Η “διπλωματία των σεισμών”

Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.

 Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.

Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν. 

Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης

Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. 

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους. 

Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.

Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας. 

Και οι δύο λαοί;

Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει. 

Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;

Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια. 

Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα. 

Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.

Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.  

Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).

  • Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
  • Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
  • Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά. 

Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής. 

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.  

Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.

Και η διπλωματία των υποκριτών

Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία. 

Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ. 

Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023. 

Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους. 

Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού. 

Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης. 

Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.

Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. 

Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών. 

Αμερικανοτσολιαδισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός

ΟΕυάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός σε συγκυβέρνηση, «χτύπησε» ξανά, με ένα, κατά τα συνήθη γραπτά του, εντελώς αδιάφορο γενικώς άρθρο. Όπως όλα τα «φαινόμενα» της άνυδρης ιδεολογικώς περιόδου του εκσυγχρονισμού, διάλεξε τον τίτλο «ψύχραιμη εθνική στρατηγική» και πέτυχε να μη μιλήσει ούτε για ψύχραιμη, ούτε για εθνική, ούτε για στρατηγική. Αυτό δεν είναι βεβαίως περίεργο για δημόσια πρόσωπα της συνομοταξίας του: η στρατηγική τους ερχόταν πάντα από «έξω» και από «πάνω», επομένως πώς να αναπτύξουν ικανότητες διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής; Ως εκ τούτου το άρθρο αυτό τελειώνει με μια έκκληση για «συμπεριληπτική εθνική στρατηγική, που μπορεί να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση», χωρίς φυσικά κανένα ίχνος περί του τι θα προέβλεπε μια τέτοια στρατηγική.

Κανένα; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένα, μόνο που δεν είναι εθνικό. Στην πραγματικότητα δε, αποτελεί και τον λόγο που γράφτηκε αυτό το άρθρο, δηλαδή την ανάγκη του κ. Βενιζέλου να δηλώσει παρών, ξανά και εμφατικώς, στον αμερικανοτσολιαδισμό που κυριαρχεί στην εποχή μας και στην πατρίδα μας: «Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ χωρίς αμφιταλαντεύσεις και εξαιρετισμούς». Είναι κατανοητό; Ναι, σε όλα. Πώς ήταν εκείνα τα «ναι σε όλα» στον κ. Σόιμπλε; Τώρα «ναι σε όλα» στον κ. Τσούνη.

Μάλιστα, θα πει κανείς, αλλά η Τουρκία που αμφιταλαντεύεται φαίνεται να κερδίζει σε ισχύ και επιπλέον μας απειλεί. Να μην αγχωνόμαστε μας λέει ο κ. Βενιζέλος και προπαντός ψυχραιμία. Οι ΗΠΑ θα μας σώσουν. Ή όπως έλεγε και ο Ιωαννίδης όταν οι Τούρκοι επιβιβάζονταν στα αποβατικά το ’74: «Άσκηση είναι, μην τους προκαλείτε».

Επιπλέον, επειδή ο κ. Βενιζέλος θέλει να μας πει ότι έτσι ήταν πάντα και επομένως, και αν στραβώσει κάτι με τις συμβουλές του (όπως και συνήθως συμβαίνει), ο ίδιος καμία ευθύνη δεν φέρει, σε μια αποθέωση, δυστυχώς όχι ασυνήθιστη, ανιστόρητου ιστορικού αναθεωρητισμού και γραικυλισμού μας λέει ότι «η Ελλάδα γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος πριν από 200 χρόνια, με τη θεωρία ότι μπορεί να συμβάλει, μαζί με την παρακμάζουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ανακοπή της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο».

Προσέξτε, δεν μας λέει ότι αυτή ήταν η επιδίωξη των Αγγλογάλλων, εξ ου και αναγκάστηκαν να συρθούν προς μια μετριοπαθή υποστήριξή της, μετά και τις θετικές προς την επανάσταση ρωσικές κινήσεις. Δεν μας λέει ότι ήταν ο πόθος και ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση που εδραίωσαν την επανάσταση, ώστε να μην μπορούν να την παραγνωρίσουν οι ξένοι. Μας λέει ο κ. Βενιζέλος ότι ουσιαστικώς μας έκαναν κράτος οι απέξω και επομένως πρέπει να μείνουμε ταγμένοι στον αντιρωσισμό.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας εκλεκτός της αμερικανοκρατίας και της ολιγαρχίας. Πάντα ήταν. Ακόμα και εμείς που αγαπούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν το κρύβουμε, καταλογίζουμε στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ότι μέσα στις διάφορες αντιφάσεις του, διέπραξε το μέγιστο λάθος να μην πετάξει εκτός ΠΑΣΟΚ και πολιτικής ζωής, τους δεξιούς, όταν μπορούσε και έπρεπε. Τους πληρώσαμε και θα τους πληρώνουμε για πολύ καιρό ακόμα.

Ο κ. Βενιζέλος όμως είναι και κάτι άλλο: είναι ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της υποτέλειας (με το αζημίωτο βεβαίως, δηλαδή την ικανοποίηση ή την προσδοκία ικανοποίησης της αρχομανίας του). Ο λόγος του είναι τοξικός, γιατί επικαλείται την επιστημονική αυθεντία, την ψυχραιμία (την οποία παροιμιωδώς δεν επέδειξε ποτέ ως προτέρημα) και την ιστορική θεμελίωση (ενώ είναι καταφανώς ανιστόρητος). Δεν είναι ο μόνος φυσικά. Οι επενδύσεις των γνωστών ξένων πρεσβειών έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, ώστε να παράγονται γραφίδες ατελείωτες που επαναλαμβάνουν τα παραπάνω. Αυτό άλλωστε είναι και το άγχος του κ. Βενιζέλου. Υπάρχουν τόσοι πολλοί, διαθέσιμοι σε όλο το πολιτικό φάσμα, ώστε σταδιακώς έχει γίνει ένας στο σωρό, εξ ου και το παραπάνω άρθρο. Τι να κάνουμε; Έχει και η υποτέλεια σε υπερπροσφορά τις αντενδείξεις της.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα νησιά;

Σε συνέντευξη ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Νεντ Πράις αν και ρωτήθηκε 3 φορές για το ζήτημα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, απάντηση δεν έδωσε. Αυτά για τα περί καθαρής θέσης των «συμμάχων» μας στο ΝΑΤΟ που ναι μεν διαλύουν χώρες, οργανώνουν πραξικοπήματα και προκαλούν πολέμους από πριν γεννηθώ, αλλά τουλάχιστον θα μας σώσουν από τις αναθεωρητικές ορέξεις της Τουρκίας.

Ολόκληρος ο διάλογος:

Δημοσιογράφος: Η Ελλάδα, πρόσφατα ανέπτυξε δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα και άρματα στα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο status, κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία. Σας ανησυχεί ή όχι ότι οι εντάσεις που προκαλούνται από την Ελλάδα κλιμακώνονται;

Νεντ Πράις: Η βασική μας έγνοια είναι ότι την ώρα που η Ρωσία έχει και πάλι εισβάλει σε ένα ανεξάρτητο κράτος και η διατλαντική και παγκόσμια κοινότητα στέκεται στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, δεν είναι η ώρα για δηλώσεις ή πράξεις που θα δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους μας να συνεργαστούν και να διατηρήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή και να επιλύσουν τις όποιες διαφορές, μπορεί να έχουν, διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Πάνω σε αυτό, μπορείτε να μας πείτε εάν αυτά τα νησιά είναι — εάν ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία;

Νεντ Πράις: Το ξαναλέω: Ενθαρρύνουμε τους ΝΑΤΟικούς μας συμμάχους να επιλύσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να έχουν διπλωματικά.

Δημοσιογράφος: Ποια είναι η θέση των ΗΠΑ σε αυτό το θέμα;

Νέντ Πράις: Θεωρούμε ότι πρέπει να μείνουμε επικεντρωμένοι σε αυτό που αποτελεί συλλογική απειλή για όλους μας και αυτή είναι η επίθεση της Ρωσίας.

Μήπως το «ανήκουμε στη Δύση», δίνοντας γη και ύδωρ στα διεθνή αρπακτικά, δεν είναι και τόσο ασφαλής ιδέα τελικά;

** Στα ελληνικά ΜΜΕ δεν είδαμε τον παραπάνω διάλογο παρά μόνο μια διορθωτική απάντηση που έστειλε κατόπιν εορτής το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ που αναφέρει πως η κυριαρχία στα νησιά δεν αμφισβητείται. Πανηγυρισμοί από τους έλληνες δημοσιογράφους και την πολιτική ελίτ για μια διόρθωση… Η ουσία όμως βρίσκεται στην παραπάνω συζήτηση.

Τα τσογλάνια* του ΝΑΤΟ και οι κλακαδόροι των ΑΖΟΦ τι εξωτερική πολιτική μπορούν να ασκήσουν;

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση υποδύθηκε σε χρόνο μηδέν το μαντρόσκυλο των ΗΠΑ, έκανε τις πιο επιθετικές, έξαλλες και προσβλητικές δηλώσεις για τη Ρωσία, έστειλε οπλισμό στο Κίεβο, απέλασε Ρώσους διπλωμάτες. Ακκιζόμενη ότι όσο πιο πολύ γλείψει το ΝΑΤΟ, τόσο περισσότερα μπράβο θα εισπράξει, έφτασε στο σημείο να στήσει κλάκα στο ελληνικό Κοινοβούλιο για το ναζιστικό Τάγμα Αζόφ. Οι δικαιολογίες ότι δεν γνώριζε, ήρθαν μετά τη θύελλα αντιδράσεων, και ακόμα και αν ισχύουν, δείχνουν απλώς ότι η ανικανότητα είναι μεγαλύτερη από την ανηθικότητα. 

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η τουρκική κυβέρνηση καταδίκασε μεν την εισβολή, ως χώρα του ΝΑΤΟ, αλλά σκεπτόμενη ότι εκτός από τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον υπάρχουν και αυτά της Άγκυρας, δεν έκλεισε τον εναέριο χώρο για τα ρωσικά αεροσκάφη, δεν επέβαλε τις κυρώσεις που ζητούσε η Δύση, δεν έστειλε πολεμικό εξοπλισμό στην Ουκρανία, οργάνωσε -μόνη στον κόσμο- τριμερείς συναντήσεις (με τη Ρωσία και την Ουκρανία), διατηρεί σχέσεις με όλες τις πλευρές. 

Την κατάσταση συνόψισε εξαιρετικά ο Αμερικανός Πρέσβης Πάιατ: “Το συμφέρον των ΗΠΑ είναι να παραμείνει η Τουρκία στη Δύση”. Το γεγονός δηλαδή ότι η Τουρκία απειλεί να μην παραμείνει στη Δύση και παίζει σε διπλό ταμπλό, υπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα, δεν είναι επιζήμιο για την Τουρκία. Το αντίθετο: κάνει τις ΗΠΑ να προσφέρουν διαρκώς δώρα εξευμενισμού. 

Πριν δύο μέρες το Στέητ Ντιπάρτμεντ αποφάσισε ότι η πώληση F-16 στην Τουρκία είναι σύμφωνη με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αναιρώντας τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στην τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω της παλαιότερης αγοράς από την Άγκυρα των ρωσικών S-400. Να υπενθυμίσουμε ότι το πολύ σύντομο “εμπάργκο” των ΗΠΑ στην Τουρκία είχε θεωρηθεί από την ελληνική πλευρά ως νίκη επικών διαστάσεων και απόδειξη ότι τα πιστά σκυλάκια ανταμείβονται.

Η επόμενη φάπα στην ελληνική εξωτερική πολιτική ήρθε από τη Βικτόρια Νιούλαντ, υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, η οποία τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες τον East Med. Ο κατά φαντασίαν αγωγός είχε αναγορευθεί σε φοβερό όπλο που θα μετέτρεπε στην Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο, θα παρέκαμπτε την Τουρκία και θα έλυνε και το πρόβλημα με τις διαφιλονικούμενες ΑΟΖ Ελλάδας – Τουρκίας – Κύπρου. Η Νιούλαντ, η οποία παρεμπιπτόντως είχε ενορχηστρώσει με τον Πάιατ το πραξικόπημα του Μεϊντάν στο Κίεβο, εξευτέλισε τις μπουρδολογίες του ελληνικού αστισμού, λέγοντας αυτό που όλοι ήξεραν από την αρχή: Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να στηρίξουν κανέναν αγωγό που δεν περιλαμβάνει την Τουρκία. Πολύ περισσότερο όταν επιδιώκουν να εξαρτήσουν την Ευρώπη από το ελεγχόμενο από την Ουάσινγκτον υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που μεταφέρεται με τάνκερ. 

Με δύο λόγια, όχι απλά οι ΗΠΑ δεν τιμωρούν την Τουρκία επειδή δεν είναι τυφλό όργανο της αμερικανικής πολιτικής, αλλά την επιβραβεύουν για να τη φέρουν όσο μπορούν στα νερά τους.  

Το αποτέλεσμα είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, συνομιλώντας με όλους, καθιστώντας την Άγκυρα σημείο αναφοράς της διεθνούς διπλωματίας – και κερδίζει, ενώ η ελληνική κυβέρνηση κάνει διαγωνισμό εθελοδουλείας, τυφλής πίστης, και πάντα δεδομένης υπακοής – και χάνει.  

Η Τουρκία σήμερα θεωρείται από όλο τον κόσμο ως δύναμη με ειδικό βάρος και εθνική, ανεξάρτητη στρατηγική, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως «αυτοφωράκιας», κοινός προβοκάτορας του ΝΑΤΟ, και μάλιστα των πιο επιθετικών, ανόητων, φιλοπόλεμων κύκλων του, που φλερτάρουν με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο για να «δώσουν ένα μάθημα στη Ρωσία».

Η τουρκική πλευρά, χωρίς ποτέ να διαρρηγνύει σχέσεις ή να αμφισβητεί την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και στον άξονα της Δύσης, επιμένει να ορίζει μια ανεξάρτητη δική της πολιτική. Η ελληνική πλευρά, δηλώνει σε όλους τους τόνους δεδομένη και πρόθυμη, φτάνοντας στο σημείο να κρύβει το κυπριακό κάτω από το χαλί, μην τύχει και θιγεί η Ουκρανία, με αποτέλεσμα να την προσβάλει βάναυσα ακόμα και ο Ζελένσκι.  

Είναι περιττό να πούμε ποιος κινείται υπηρετώντας τα συμφέροντα της χώρας του, έστω έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται η αστική της τάξη, και ποιος κινείται με βάση τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον.

Και είναι προκλητικό, όσοι λειτουργούν ως υποτακτικοί της CIA, να παραδίδουν μαθήματα …εθνικής ευθύνης στον λαό που δεν συντάσσεται με τα υπερατλαντικά απεταξάμην στον Πούτιν.    

* Τσογλάνια: Από εφηβική ηλικία υπηρέτες του Σουλτάνου, παιδιά για τις δύσκολες δουλειές. Οι πιο ευνοούμενοι και μορφωμένοι αναλάμβαναν διοικητικές θέσεις και αξιώματα. Σχετική ίσως με την πολιτική έννοια της λέξης είναι η δήλωση Πάιατ “φέρτε να προσλάβουμε τον Μητσοτάκη στην Αμερική”.

Αγοράζεται η ανεξαρτησία; Διασφαλίζεται η ειρήνη στη Μεσόγειο;

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για την ελληνογαλλική συμφωνία

Η ελληνογαλλική συμφωνία για την αγορά φρεγατών επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά την εξάρτηση, την υποτέλεια και τον ραγιαδισμό της άρχουσας τάξης και  όλου του πολιτικού προσωπικού της που την εκπροσωπεί με ακροδεξιό, κεντροδεξιό, ή κεντροαριστερό πρόσωπο. Έρχεται αμέσως μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Μπάιντεν καθ’ υπόδειξη του δεύτερου, για να εξευμενιστεί η ριγμένη από τη συμφωνία AUKUS γαλλική πλευρά, χωρίς κανένα απολύτως όφελος για την ελληνική.

Σε όλη την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων η άρχουσα τάξη, η εκάστοτε κυβέρνηση και όλα τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), επιζητούσαν τη σκέπη «προστάτιδων» δυνάμεων και υπηρετούσαν πρόθυμα τα σχέδιά τους, ελπίζοντας σε μια κάποια «εύνοια» και στήριξη των ελληνικών θέσεων. Ελπίδες που τσακίζονταν στα γρανάζια των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ανταγωνισμών, οδηγώντας σε υποχωρήσεις και απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων: από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι το Κυπριακό, αλλά και τα Ίμια και τις γκρίζες ζώνες, την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ. Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, η θέση και η διαχείρισή της στη διεθνή σκακιέρα, δεν μπορούν να αγνοηθούν για χάρη της σίγουρης και πάντα πρόθυμης Ελλάδας.

Σε όλη την ιστορία η αστική πολιτική είχε ένα και μοναδικό δόγμα και προσανατολισμό: Δεν μπορούμε να είμαστε ανεξάρτητοι γιατί είμαστε μια μικρή χώρα, «ανήκομεν στη δύση» και διεθνώς είμαστε πάντα πρόθυμοι επαίτες. Με αυτή την στρατηγική πορεύτηκε, με αυτή την στρατηγική αντιμετώπισε την πρόσφατη οικονομική κρίση, με αυτή την περήφανη (!) στρατηγική υποβάθμισε την Ελλάδα και το λαό της, φτωχοποιώντας τον και υποθηκεύοντας το μέλλον του για δεκαετίες. Θα μπορούσε, κάτω από διαφορετικούς πολιτικούς όρους, συσχετισμό και προσωπικό, να χτίζεται μια ανεξάρτητη στρατηγική και πολιτική που να θεμελιώνεται στις πραγματικές δυνατότητες της χώρας και του λαού της, και ταυτόχρονα να εκμεταλλεύεται ταχτικά σχέσεις και αντιθέσεις, τόσο με κράτη και λαούς της περιοχής (Ευρώπη, Βαλκάνια, Μ.Ανατολή, Αφρική), όσο και με τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις.

Η ίδια η συμφωνία υπογράφτηκε χωρίς «παζάρια», χωρίς όρους, χωρίς την ελάχιστη διαπραγμάτευση του «πελάτη», χωρίς να επιδιωχθεί γαλλική δέσμευση στήριξης ελληνικών ζητημάτων (πχ Κυπριακό, ελάφρυνση χρέους, κατάργηση μνημονιακών όρων). Πέρα από το ότι παρακάμφθηκε από την κυβέρνηση η τυπική διαδικασία για τους εξοπλισμούς, δεν διασφαλίστηκε καν η από κοινού κατασκευή των φρεγατών (με παράλληλη ενεργοποίηση της αμυντικής βιομηχανίας και των ναυπηγείων), ούτε διασαφηνίζεται ποια θα είναι η στάση της Γαλλίας –για παράδειγμα– σε ενδεχόμενες τουρκικές έρευνες και εκμεταλλεύσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ή σε παραπέρα ντε φάκτο «γκριζάρισμα» στο Αιγαίο. Η συμφωνία με κόστος που υπερβαίνει τα 10 δις, στριμώχνει παραπέρα την οικονομία της Ελλάδας και αφαιρεί πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν για υγεία, παιδεία και δημόσιες επενδύσεις προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.

Η τουρκική επιθετικότητα και ο επεκτατισμός δεν ανακόπτεται με τους εξοπλισμούς, με έωλες «συμμαχίες», με το βάθεμα της εξάρτησης της χώρας. Η ειρήνη στην περιοχή δεν διασφαλίζεται με υποχωρητικότητα και υποκλίσεις στις ιμπεριαλιστικές επιταγές. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία έχει δείξει πως σε αυτά η Τουρκία απαντά με μεγαλύτερη επιθετικότητα, με ντε φάκτο κατοχύρωση των θέσεών της.

Η τουρκική επιθετικότητα θα μπορούσε να ανακοπεί με μια εξωτερική πολιτική –ακόμα και στα αστικά πλαίσια– προσανατολισμένη στη διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας και στην οικοδόμηση ισότιμων σχέσεων με τις γειτονικές –και όχι μόνο– χώρες και λαούς. Με μια οικονομία με ενεργειακή αυτάρκεια, προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών για την κάλυψη των βασικών λαϊκών αναγκών. Με ενέργεια και τηλεπικοινωνίες στο δημόσιο κι όχι υπό την ασυδοσία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Με εγχώρια αμυντική βιομηχανία όπλων (άλλωστε, οι αγορές εξοπλισμού ανέκαθεν αποτελούσαν πεδίο ρεμούλας και σκανδάλων – ας θυμηθούμε τα αλήστου μνήμης υποβρύχια που γέρνουν). Με κρατική και πανεπιστημιακή έρευνα που να βοηθά την εθνική αμυντική βιομηχανία αλλά και τη βιομηχανία εν γένει, με μια οικονομία προσανατολισμένη κυρίως στη πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή… Τότε η ανεξαρτησία θα ήταν έννοια που δεν αγοράζεται, που δεν αναζητά προστάτες, είτε προσωρινούς είτε μόνιμους. Τότε η ανεξαρτησία δεν θα σήμαινε επαιτεία.

Η ειρήνη στην περιοχή είναι υπόθεση ενός αντιμπεριαλιστικού και φιλειρηνικού κινήματος και προγράμματος που θα παλεύει για εθνική ανεξαρτησία, θα υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και θα οικοδομεί την αλληλεγγύη ανάμεσα στους δύο λαούς και όλους τους λαούς της περιοχής. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου κινήματος είναι αναγκαιότητα – είναι υπόθεση κάθε αριστερής δύναμης, κάθε προοδευτικού ανθρώπου.

Μπορούν σήμερα να τιμούν τη γενοκτονία των Ποντίων όσοι κλείνουν τα μάτια στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων;

Εδώ και δύο εβδομάδες στην Ελλάδα στήθηκε ένας πρωτοφανής μηχανισμός υποστήριξης των βίαιων, τυφλών και φονικών επιθέσεων του Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστίνιους. Ποτέ άλλοτε ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και στο διεθνές δίκαιο, δεν τσαλακώθηκε τόσο πολύ στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας, όσο σήμερα. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς παράγοντες, την ένοχη αξιωματική αντιπολίτευση (μην ξεχνάμε τον …«Μπίμπι»), και το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, τα «εθνικά συμφέροντα της χώρας» υπαγορεύουν να είμαστε αναφανδόν με το Ισραήλ.

Κατά ειρωνεία της τύχης, σήμερα είναι η ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Η γενοκτονία οδήγησε στη φυσική εξόντωση, στον αφανισμό, στον εκτοπισμό, στο ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες. Η Τουρκία κατά τη δεκαετία 1913 – 1923 επιχείρησε να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος, προχωρώντας στην εθνοκάθαρση χριστιανικών πληθυσμών. Τι διαφορετικό όμως κάνει το Ισραήλ σήμερα;

Σύμφωνα με την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης της χώρας, «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αφού λοιπόν το Ισραήλ ανταγωνίζεται με την Τουρκία και η Χαμάς (φέρεται ότι) στηρίζεται από τον Ερντογάν, η Ελλάδα οφείλει να είναι χωρίς όρους και αστερίσκους με το Ισραήλ.

Έννοιες όπως το διεθνές δίκαιο, η ιστορική αλήθεια, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, η παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα αντίστασης ενάντια σε καθεστώτα διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ, έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Διανοητές επιπέδου Β Δημοτικού που παριστάνουν τους διεθνολόγους και τους γεωπολιτικούς αναλυτές, αντισημίτες που ανακάλυψαν εσχάτως τη γοητεία του σιωνισμού (Γεωργιάδης, Καμμένος κλπ), αλλά και το σύνολο του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί το ευρωατλαντικό πλαίσιο της χώρας, ανεμίζουν τη σημαία ενός χυδαίου πραγματισμού: Κλείνουν τα μάτια μπροστά σε μια κατάφωρη αδικία σε βάρος ενός λαού. Αγνοούν το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ αποδεδειγμένα προχωρά σε πολιτικές εθνοκάθαρσης, διωγμών, διακρίσεων. Θυματοποιούν τον θύτη και ενοχοποιούν τα θύματα.

Σύμφωνα με όλους αυτούς, δεν υπάρχει ούτε Διεθνές Δίκαιο, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε ισοτιμία μεταξύ ανθρώπων και λαών. Το Ισραήλ δικαιούται να υπάρξει – και αν για να υπάρξει πρέπει να εξαφανίσει έναν άλλον λαό που επί αιώνες ζει στην περιοχή που συγκροτήθηκε πριν 75 χρόνια το κράτος του Ισραήλ – δεν πειράζει.

Αυτός ο λαός, ο Παλαιστινιακός, ας εξαφανιστεί, ας εξολοθρευθεί, ας μεταναστεύσει, ας δολοφονηθεί, ας εκτοπισθεί.

Την ελληνική άρχουσα τάξη, δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.

Αλλά αν το Ισραήλ δικαιούται να κάνει εθνοκάθαρση για να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος γιατί το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι Νεότουρκοι και σήμερα ζητάμε να αναγνωριστεί η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων;

Τι διαφορετικό ισχυρίζεται το επίσημο τουρκικό κράτος όταν λέει ότι οι διωγμοί των Αρμενίων και των Ποντίων ήταν η άμυνα του νεοσυγκροτημένου τουρκικού κράτους μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια του αναφαίρετου δικαιώματός του να αμυνθεί έναντι των τότε εισβολέων;

Και πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει μια πολιτική που ανεβαίνει στα κεραμίδια για την εθνοκάθαρση που διέπραξε η Τουρκία πριν έναν αιώνα, αλλά τάσσεται ανεπιφύλακτα με το Ισραήλ στην εθνοκάθαρση που διαπράττει σήμερα εναντίον των Παλαιστινίων;

Όσοι θεωρούν ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα διότι η διεθνής διπλωματία συγκροτείται στη βάση της μάχης των συμφερόντων και όχι της υπεράσπισης αρχών, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ΗΠΑ, ούτε Ισραήλ, ούτε Τουρκία. Δεν στηρίζει την υπεράσπιση των εθνικών της θέσεων στο δίκαιο του ισχυρού, αλλά στο διεθνές δίκαιο. Αν στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η Ελλάδα διατρανώνει το δικαίωμα του Ισραήλ να γράψει το διεθνές δίκαιο στα παλιά του τα παπούτσια, γιατί αύριο πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο στην Κύπρο, στο Αιγαίο ή στη Θράκη;

Με ποια αξιοπιστία η Ελλάδα θα διεκδικήσει εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου στη δική της περίπτωση, ενώ θα έχει γελοιοποιήσει την καθολικότητά του, προς χάριν του Ισραήλ; Η πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών εγγράφει τετελεσμένα. Και αυτά τα τετελεσμένα, αύριο θα διαμορφώσουν νέα τετελεσμένα.

Όταν η Τουρκία, υπό τις ευλογίες ή έστω την ανοχή των ΗΠΑ και της ΕΕ, διεκδικήσει λεόντειο μερτικό από ο,τιδήποτε δεν είναι δικό της, ας μην τολμήσει κανείς Χατζηαβάτης του σιωνισμού να επικαλεστεί δακρύβρεχτα το διεθνές δίκαιο ή το δίκαιο της θάλασσας. Γιατί η απάντηση που θα λάβει – και θα έχει ισχύ γιατί θα ενισχύεται επιπλέον από τον νόμο του ισχυρού – θα είναι ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αλά καρτ. Δεν γίνεται να μην εφαρμόζεται στην Παλαιστίνη, αλλά να εφαρμόζεται στην Κύπρο.

Όσο για τις περισπούδαστες αναλύσεις για τον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Ελλάδα που τάχα θα γίνει το αφεντικό στην περιοχή μετά την πτώση σε δυσμένεια του Ερντογάν, έχουν πάει στον κουβά, από την εποχή που οι Κούρδοι έμαθαν ότι η Τουρκία είναι “too big to fail” και “too valuable to be lost” από τα ευρωατλαντικά συμφέροντα.

Προς το παρόν, το ελληνικό αστικό προσωπικό, αφού έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, μπορεί να βλέπει τον «Μπίμπι» Νετανιάχου να ευχαριστεί όλες τις πρόθυμες χώρες που στήριξαν τις αιματοβαμμένες επιθέσεις του στη Γάζα, αλλά να «ξεχνά» την Ελλάδα. Ποιος στα αλήθεια έχει ανάγκη να ευχαριστήσει μια χώρα που είναι παντού και πάντα δεδομένη;

Η προκλητική στήριξη της Ελλάδας στις πολιτικές διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ και εθνοκάθαρσης που εφαρμόζει το Ισραήλ, τάχα γίνεται για να κερδίσουμε τη στήριξη του Ισραήλ στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία.

Στην πραγματικότητα, έχουμε μια τριπλή αυτοκτονία:

Πρώτον, το Ισραήλ (και πολύ περισσότερο οι ΗΠΑ) δεν πρόκειται να κουνήσουν ούτε το δαχτυλάκι τους για τα αμιγώς ελληνικά συμφέροντα, καθώς θα βάλουν στη ζυγαριά το βάρος και τον εξευμενισμό της Τουρκίας.

Δεύτερον, η εξωτερική πολιτική της χώρας που μονίμως επικαλείται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας στις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό θα έχει βγάλει τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια.

Τρίτον, σε αντίθεση με παλιότερους πολιτικούς της αστικής τάξης που είχαν δύο δράμια μυαλό και αναζητούσαν μια Ελλάδα «γέφυρα» ανάμεσα σε αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες της περιοχής, και άρα αναπόσπαστο τμήμα διεθνών συνομιλιών και λύσεων, το σύγχρονο πολιτικό προσωπικό, που διαμορφώθηκε στην εποχή των μνημονίων, αναζητά μια Ελλάδα αιωνίως δεδομένη και άρα πανταχόθεν αγνοημένη. Μπορεί όμως να κάνει εύπεπτες δηλώσεις κάθε 19 Μάη για τη γενοκτονία των Ποντίων. Προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση του εκλογικού ακροατηρίου.

Έγιναν λιοντάρια οι λαγοί των ΗΠΑ;

Ρίγη εθνικής συγκίνησης σκόρπισε ανά την Ελλάδα η υπερήφανη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Δένδια έναντι του Τσαβούσογλου στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι τουλάχιστον μας πληροφόρησαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Ορισμένοι (και η αντιπολίτευση) υπαινίχθηκαν ότι η συγκεκριμένη στάση Δένδια είναι αποτέλεσμα εσωκομματικής σύγκρουσης στη ΝΔ, ανάμεσα στην πάντα υποχωρητική γραμμή Σημίτη και στην λιγότερο υποχωρητική γραμμή Καραμανλή.

Το να έκανε ωστόσο ο Ν Δένδιας εσωκομματικό παιχνίδι είναι η καλή εκδοχή. Όσο και αν η αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπό το πρίσμα μικροπολιτικών επιδιώξεων είναι επικίνδυνη, η άλλη εκδοχή είναι ακόμα πιο επικίνδυνη.

Γιατί η άλλη εκδοχή είναι να εκτελεί για ακόμα μια φορά η Ελλάδα ρόλο λαγού των ΗΠΑ.

Η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας. Απόδειξη η Ουκρανία. Στην περιοχή μας αυτό μεταφράζεται σε στρίμωγμα του Ερντογάν και απόπειρα να σπάσουν οι δίαυλοι Ρωσίας – Τουρκίας οι οποίοι παρά τις επιμέρους εντάσεις, διατηρούνται.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν απέναντι στον Ερντογάν είναι καταρχήν επιθετική και απειλητική: «Προσδεθείτε μόνιμα στον δυτικό άξονα και τα αμερικανικά συμφέροντα και σταματήστε να παίζετε σε διπλό ταμπλό». Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν οι ΗΠΑ θέλουν να στείλουν «αυστηρό μήνυμα». Ποιος καλύτερος γραμματοκομιστής από τη «δεδομένη» (κατά τη διατύπωση Μητσοτάκη) Ελλάδα;

Αυτή όμως είναι η πλέον επικίνδυνη εκδοχή. Μια Ελλάδα που κινείται όπως της παραγγέλνουν οι υπερατλαντικοί προστάτες.

Όταν της γνέφουν ότι δεν την καλύπτουν, βάζει την ουρά στα σκέλια και οδηγείται από τη μία υποχώρηση στην άλλη σαν υπάκουο κανίς. Όταν της αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να γαβγίσει, παριστάνει το μολοσσό.

Ποιος στα αλήθεια έχει ξεχάσει το ποντάρισμα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση επί Τσίπρα – Κοτζιά στο αμερικανικό σχέδιο; Τότε που δήθεν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Συρία ευνοούσαν τους Κούρδους και στρίμωχναν τους τουρκικούς σχεδιασμούς;

Τότε που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαίωνε ότι η στενότερη, περίπου μονολιθική, πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος θα προσφέρει τις ΑΟΖ και το σύνολο των εθνικών διεκδικήσεων στο πιάτο της Ελλάδας;

Και ποιος ξέχασε ότι το σχέδιο αυτό χρεοκόπησε όταν οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι η Τουρκία είναι “too big to be lost” και δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαριστεί στον Πούτιν;

Ποιος ξέχασε τη χρεοκοπημένη επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και την ψυχρολουσία από τον Τραμπ;

Ποιος ξέχασε τους πανηγυρισμούς για τον East Med ο οποίος, ένα χρόνο πριν, ήταν η φοβερή και τρομερή «αιχμή του δόρατος» της ελληνικής πολιτικής και σήμερα είναι στα αζήτητα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ελλάδα κοιμόταν όσο σχεδιαζόταν το τουρκολιβυκό μνημόνιο που περνά την τουρκική ΑΟΖ πάνω από την Κρήτη; Ποιος ξέχασε ότι η «ευφυής» ελληνική απάντηση ήταν η περσινή εγκόλπωση του σήμερα ηττημένου στρατάρχη Χαφτάρ; Ποιος ξέχασε ότι ο λίβυος πρέσβης Μένφι που αποπέμφθηκε πέρυσι από την Αθήνα λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου, κατέληξε Επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης και υποδέχθηκε νικητής τον ταπεινωμένο Μητσοτάκη στη Λιβύη πριν δέκα ημέρες;

Ποιος ξέχασε ότι όταν οι ΗΠΑ κρέμασαν την Ελλάδα, το τουρκικό Ορούτς Ρέις έκοβε βόλτες σε ό,τι θεωρείται ελληνική υφαλοκρηπίδα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ε.Ε. τάχα θα επέβαλε κυρώσεις στην Άγκυρα, οι οποίες συζητούνταν και συζητούνταν και συζητούνταν, και τελικά δεν ήρθαν ποτέ;

Ποιος ξέχασε ότι την εποχή που η Τουρκία ζητούσε υποχώρηση της Ελλάδας από τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δήλωνε «κάντε διάλογο και βρείτε τα – εμάς μην μας ανακατεύετε»;

Στα αλήθεια λοιπόν, ο λαγός των ΗΠΑ μετατράπηκε σε λιοντάρι που βρυχάται;

Ή απλώς εκτελεί τις επιθυμίες των ισχυρών, επιχειρώντας μεν να αποκομίσει πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη, γνωρίζοντας όμως ότι ως «δεδομένος και πάντα πιστός σύμμαχος» θα αδειαστεί μεγαλοπρεπώς, την επόμενη φορά που η Δύση θα θελήσει να εξευμενίσει τον Ερντογάν;

Δυστυχώς αυτό ήταν η επίσκεψη Δένδια στην Κων/πολη. Ούτε ξέσπασμα εθνικής περηφάνειας, ούτε εσωκομματικός ανταγωνισμός με τον Μητσοτάκη, ούτε αλλαγή πλεύσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αν κάπου υπάρχει αλλαγή πλεύσης είναι η αμερικανική στάση προς την Άγκυρα. Η οποία αποτελείται σήμερα από περισσότερο μαστίγιο και λιγότερο καρότο. Αλλά όταν αύριο, θελήσει να κλείσει τη συμφωνία με τον Ερντογάν, θα του χαρίσει πολλά καρότα, ανάμεσα στα οποία και τα «εθνικά δίκαια» της χώρας μας. Η οποία, ως εσαεί «δεδομένη» στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, θα ξεχάσει τους λεονταρισμούς, και θα παραδεχθεί ως λαγός ότι «λέμε και καμιά μαλακία να περνά η ώρα» κατά το γνωστό ανέκδοτο.

Η εθνική αξιοπρέπεια δεν χτίζεται με σκληρές δηλώσεις εν μέσω χαριτωμένων αστεϊσμών. Χτίζεται με ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής που έχει οικοδομήσει η ελληνική άρχουσα τάξη. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι η «γραμμή Καραμανλή» είναι ανταγωνιστική με τη «γραμμή Σημίτη» στα εξωτερικά θέματα, ας το ξανασκεφτούν. Στην πραγματικότητα η μία πολιτική είναι ευθέως υποχωρητική, επιδιώκοντας γρήγορη «λύση» σε όλα τα θέματα προς όφελος των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενώ η άλλη, χωρίς να αλλάζει βασικό προσανατολισμό, επιλέγει τη «μη λύση», τη στασιμότητα, κρατώντας τα αδιέξοδα να χρονίζουν.

Η εθνική αξιοπρέπεια απαιτεί μια άλλη εξωτερική πολιτική. Με πολυδιάστατες και πολύμορφες διεθνείς σχέσεις που στηρίζονται στο σεβασμό, στην αναγνώριση, στο διεθνές δίκαιο και στην αμοιβαία εκτίμηση. Με εκμετάλλευση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι με τη μονοδιάστατη πρόσδεση σε στρατόπεδα. Με κριτήριο την ειρήνη, τη συνεργασία, τη φιλική συνύπαρξη με τους γείτονες, αλλά και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Η ύβρις και η αποτυχία της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”

Τι ακριβώς πέτυχε η «Επιτροπή Ελλάδα 2021» πέρα από το να συζητηθούν οι ενδυματολογικές εξτραβαγκάντσιες της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη;

Όσο κι αν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από την ελληνική άρχουσα τάξη, είναι σαφές ότι μέχρι τώρα κάτι έχει πάει στραβά, κάτι δεν πέτυχε. Το φανερώνει ο Παπαχελάς όταν προχθές στην Καθημερινή χάνει την ψυχραιμία του και ξεσπά ενάντια σε όσους «στα όνειρά τους ντύνονται Κολοκοτρώνηδες, Βελουχιώτηδες, ότι να ‘ναι». Είναι προφανές ότι το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης είχε θέσει στόχους για τον εορτασμό, οι οποίοι απέτυχαν– τουλάχιστον προς το παρόν. Εκνευρισμένοι οι εκπρόσωποί της ξεσπούν τόσο δεξιά, προς τον πατροπαράδοτο εθνικιστικό χώρο, όσο και προς τα αριστερά.

Η ελληνική αστική τάξη έχει πλέον καθαρά δώσει το στίγμα της. Οι εθνικιστικές και κούφιες πατριωτικές παράτες του παρελθόντος, οι δεκάρικοι λόγοι της εθνικοφροσύνης, δεν χωρούν στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Η ελληνική αστική τάξη θέλει να αφήσει πίσω οριστικά τις πατριωτικές (Κολοκοτρώνηδες) και τις αντάρτικες (Βελουχιώτηδες) παράφωνες μνήμες της ιστορίας και να πορευτεί με αυτά που ξέρει: Ολοκληρωτική ένταξη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο και διαμόρφωση της αντίστοιχης νέας εθνικής συνείδησης. Κι ας έχει εξευτελιστικά μνημόνια, ευρωπαϊκή λιτότητα, ληστρικές διεθνείς συμφωνίες. Ο εθνικισμός θα υπάρχει πάντα ως πατριδοκαπηλία και ρατσιστικό δηλητήριο. Είτε για αντιπολιτευτικούς λόγους (βλ. Μακεδονικά), είτε απέναντι σε μετανάστες/πρόσφυγες. Όμως ως κυρίαρχη εθνική συνείδηση θα οικοδομείται το «είμαστε πρώτα Ευρωπαίοι», στα δε ελληνοτουρκικά προβλήματα που προκύπτουν από την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας, θα κυριαρχεί ο «ρεαλισμός», δηλαδή η υποχωρητικότητα, εκτός αν πουν κάτι άλλο οι προστάτες.

Ας μη γελιούνται όσοι στην Αριστερά νομίζουν ακόμα ότι ο βασικός αντίπαλος είναι η εθνικιστική παρωχημένη πρόσληψη της ιστορίας. Αυτή επιβιώνει στο λαό – ίσως και πλειοψηφικά – αλλά όχι στην άρχουσα τάξη. Στην άρχουσα τάξη, η εθνικοπατριωτική, συντηρητική και παραδοσιακή δεξιά ιδεολογία μετασχηματίζεται συνειδητά σε ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική και μεταμοντέρνα, χωρίς να έχει πάψει το προηγούμενο ιδεολογικό σχήμα να εκφράζεται πολιτικά από το ακροδεξιό της πλευρό.

Υπάρχει ωστόσο μετασχηματισμός και αυτός είναι καθαρός. Το κιτς μπορεί να συνυπάρχει και στις δύο εκδοχές, στην εθνικιστική και στην αναθεωρητική, με τα αφοδεύοντα άλογα και τις παράφωνες σοπράνο. Όμως η πραγματική συγκολλητική ουσία είναι ο εκσυγχρονισμένος ραγιαδισμός: Τόσο η εθνικιστική έξαρση του παρελθόντος, όσο και ο μεταμοντέρνος αναθεωρητισμός του παρόντος συμφωνούν ότι η Ελλάδα ούτε τότε, το 1821, ούτε αργότερα, τη δεκαετία του 1940, ούτε σήμερα, ούτε και αύριο, θα μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και σε διεθνείς σχέσεις ισότητας και αμοιβαίας εκτίμησης.

Ο Μαζάουερ το περιγράφει καθαρά: «Εργαζόμαστε πολλοί άνθρωποι για να διαμορφώσουμε μια νέα δημόσια κατανόηση του Εικοσιένα». Δεν εννοεί μόνο την εθνικιστική κληρονομιά της χούντας. Εννοεί και τον λαϊκό τρόπο πρόσληψης της επανάστασης του 1821 ως πράξη αποκοτιάς, κόντρα στη συναίνεση των ισχυρών, που όμως καταγράφεται στη συλλογική μνήμη όχι ως άλμα στο κενό, αλλά ως ο αποτελεσματικός ίσως και μοναδικός τρόπος να προχωρήσει η ιστορία.

Ποιοι ήταν οι στόχοι του φετινού εορτασμού – και κυρίως – γιατί απέτυχαν;

Ο πρώτος στόχος που έθεσε η επιτροπή ήταν να φτιαχτεί μια Ιστορία με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω. Να γίνει αποδεκτό ότι η ελληνική νίκη ήταν αποτέλεσμα της μεγαλοψυχίας των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι του ένοπλου αγώνα. Πρέπει να εμφανιστεί η κατάληξη (επέμβαση Μεγάλων Δυνάμεων και Πρωτόκολλο Λονδίνου) ως η αιτία της ανεξαρτησίας και όχι ως το αποτέλεσμα της επανάστασης. Ο λαός που έχυνε το αίμα του επί τουλάχιστον 8 χρόνια, σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο γιατί ως γνωστόν ο λαός δεν (πρέπει να) κερδίζει κάτι από μόνος του. Κερδίζει η ηγεσία του, τα μεγάλα κεφάλια, στις διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου τις οποίες ο λαός είναι ανίκανος να καταλάβει.

Η επιλογή να τιμηθεί το 21 με πρόσκληση στους εκπροσώπους των (τότε) Μεγάλων Δυνάμεων, αφορούσε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης και της «Ελλάδας 2021». Να σβηστούν οκτώ χρόνια σκληρού αγώνα και άφθαστων θυσιών, και να εμπεδωθεί ότι «αν δεν ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου», η Ελλάδα θα ήταν ακόμα υποδουλωμένη στους Τούρκους.

Ισχυρισμός που όχι απλώς δεν στηρίζεται στην ιστορία, αλλά αποτελεί ύβρη απέναντι στο Μεσολόγγι, στα Ψαρά, στο Ρήγα, στους μπουρλοτιέρηδες, στους κλέφτες, σε όλη την πολύχρονη και αιματηρή πορεία για την απελευθέρωση.

Ο δεύτερος στόχος της επιτροπής ήταν να εξοβελίσει την επαναστατική βία, να εξορίσει από το ιστορικό λεξικό την αναγκαιότητά της, καταδικάζοντάς την ως περιττή βαρβαρότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σφαγή στην Τριπολιτσά. Φυσικά η σφαγή έγινε, και μάλιστα ήταν βάρβαρη, καθώς δεκάδες χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ωστόσο από τον καναπέ του σπιτιού μας και την ασφάλεια του 2021 είναι προβληματικό να μιλούμε με αφέλεια για τις συγκυρίες δύο αιώνων πριν.

Το προβληματικό γίνεται προσβλητικό, όταν η απόληξη της συγκεκριμένης ελεεινολογίας αφορά ένα υποθετικό διάβασμα της ιστορίας, χρήσιμο για το μέλλον: Τι ωραία που θα ήταν αν ο αγώνας δεν ήταν βίαιος, αν δεν είχε όπλα και μάχες και ξεσηκωμούς, ή τουλάχιστον δεν είχε σφαγές και σκοτωμένους, αλλά μόνο πολιτισμένες συζητήσεις με την εγγύηση μάλιστα των Μεγάλων Δυνάμεων;

Το γεγονός ότι οι σφαγές στην Τριπολιτσά έκαναν αδιάβατο το δρόμο της επιστροφής για την ελληνική επανάσταση μεγαλώνοντας το ρήγμα Ελλήνων – Οθωμανών και καίγοντας κάθε γέφυρα συνδιαλλαγής και κατάπαυσης πυρός, είναι κάτι που διαφεύγει της ακαδημαϊκής αριστείας που απαρτίζει την Επιτροπή.

Η αλλεργία της καθεστηκυίας τάξης άλλωστε απέναντι στη βία δεν αφορά μόνο τους απολίτιστους του Κολοκοτρώνη. Αφορά κατεξοχήν τη Γαλλική Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο, τον «Τρόμο» και την γκιλοτίνα. Αφορά την με κάθε τρόπο κατίσχυση της αντεπανάστασης, καθώς τυχόν νίκη της επανάστασης θα φέρει τη βία. Αν η βία είναι συστατικό της στοιχείο, η επανάσταση πρέπει να αποφεύγεται.

Η συζήτηση λοιπόν για τις αγριότητες της Τριπολιτσάς δεν αφορά την αναγνώριση των «δικών μας» κακώς κειμένων, των «ελληνικών εγκλημάτων πολέμου». Αυτά υπάρχουν και πρέπει να αναγνωριστούν, αλλά η συγκεκριμένη φασαρία γίνεται από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετικό στόχο.

Ο τρίτος στόχος της Επιτροπής ήταν να σχετικοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις του Εικοσιένα, ενισχύοντας τις σημερινές πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης. Ο καθηγητής Χατζής για παράδειγμα υποστήριζε συστηματικά επί ένα χρόνο ότι η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη. Σχετικά πρόσφατα ανέκρουσε πρύμναν, κάνοντάς μας τη χάρη να παραδεχτεί ότι η επανάσταση ήταν «και φιλελεύθερη». Δείγμα ίσως της μηδαμινής απήχησης της συγκεκριμένης αναθεωρητικής απόπειρας.

Μέσα στην απόπειρα να βαπτισθεί ο ακραίος αντιλαϊκός φιλελευθερισμός του 21ου αιώνα στα νάματα του Εικοσιένα, η μπάλα πήρε πολλούς και διάφορους. Από τον Καποδίστρια που βαφτίστηκε δικτάτορας, μέχρι τους «Κολοκοτρώνηδες και τους Βελουχιώτηδες» που ενοχλούν τον Παπαχελά. Ο ιστορικός Μπήτον υποστήριξε λίγο ή πολύ ότι κακώς ο ελληνικός λαός θυμάται και τιμά κυρίως τον Κολοκοτρώνη, αλλά όχι τον Μαυροκορδάτο. Ο πρώτος συμβολίζει για τον βρετανό καθηγητή «το ιδανικό της απόλυτης ελευθερίας και της αυτάρκειας, το οποίο εμπνέει τα τραγούδια (και μάλλον τις πράξεις) των κλεφταρματωλών του παλιού καιρού», ο δεύτερος συμβολίζει «τη διεθνικότητα, την ευλυγισία και την αναζήτηση της αλληλεγγύης μέσα από την ένταξη σε θεσμούς όπως η ΕΕ ή ο ΟΗΕ».

Αναδιατυπωμένο το ερώτημα χωρίς διπλωματικές διατυπώσεις: Γιατί να κρατήσουμε από το Εικοσιένα τους βάρβαρους και απολίτιστους οπλαρχηγούς που περιμέναν να κατέβει ο Μοσκόβος βουλιαγμένοι μέσα στις μεσαιωνικές προλήψεις και συνήθειες, και όχι τους επηρεασμένους από τη Δύση φιλελεύθερους πολιτικούς που άνοιξαν τον δρόμο στην ένταξη της χώρας στον διεθνή καταμερισμό, έστω και με όρους ανισοτιμίας και εξάρτησης;

Τόσο η απόπειρα της Επιτροπής Ελλάδα 2021 όσο και οι συντεταγμένες ομοβροντίες των διανοούμενων της άρχουσας τάξης προς το παρόν δεν έχουν συναντήσει την λαϊκή αποδοχή και την κοινωνική συναίνεση. Ας μην γελιόμαστε όμως, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για «νίκη» της προοδευτικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για μια ενστικτώδη λαϊκή αντίδραση στο ξαναγράψιμο της ιστορίας. Με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπίσει την αποκοτιά των κλεφταρματωλών και τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» του Κολοκοτρώνη, θα ισχυριστεί ότι το κρυφό σχολείο ήταν πραγματικό, ότι η Εκκλησία ευλόγησε τον ξεσηκωμό στην Αγία Λαύρα και ότι οι Έλληνες, όταν είναι ενωμένοι, κάνουν θαύματα. Δεν ξεχνάμε άλλωστε, ότι η επί δεκαετίες κυρίαρχη ιδεολογία αποτυπώνεται ως λαϊκή ιδεολογία.

Το δύσκολο (και ίσως μοναχικό) έργο της Αριστεράς και της προοδευτικής ιστοριογραφίας είναι να αντιπαρατεθεί στους παραδοσιακούς και δημαγωγικούς μύθους που πλάστηκαν για το Εικοσιένα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια της το αναθεωρητικό έγκλημα που ενορχηστρώνει η άρχουσα τάξη. Τυχόν επιτυχία του, θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη της ιστορικής κίνησης, της κοινωνικής εξέλιξης, του ρόλου του λαού, της επανάστασης.

Απο ήττα σε ήττα… μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!

Σύσσωμος ο καθεστωτικός τύπος προετοίμαζε με τυμπανοκρουσίες τις επερχόμενες κυρώσεις για την Τουρκία. Κάθε μέρα μας έφερνε όλο και πιο κοντά στην ημέρα επιβολής των κυρώσεων, οι εκπρόσωποί μας σε όλους τους τόνους διεμήνυαν ότι θα πάνε να δώσουν την μάχη των μαχών, να δώσουν ένα μάθημα στην αυθάδη Τουρκία του Ερντογάν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας δήλωσε μάλιστα ότι «Δεν θα φύγει από τη Σύνοδο Κορυφής ο Μητσοτάκης αν δεν πάρει κάτι».

Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει μονολεκτικά για το τι τελικά πήρε ο Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες. Από το τελικό κείμενο συμπερασμάτων, που υιοθέτησε η ΕΕ για την Τουρκία, προκύπτει η απόλυτη διάψευση των προσδοκιών της ελληνικής κυβέρνησης καθώς και η τραγική επιβεβαίωση της μοίρας που επιφυλάσσεται στους δεδομένους υποτακτικούς. Δεν προβλέπονται νέες κυρώσεις για την Τουρκία, ενώ η τελική απόφαση επί ενός καταλόγου κυρώσεων μετατίθεται για… τον Μάρτιο. Γίνεται μονάχα αναφορά στις «μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις» κατά κρατών – μελών της ΕΕ και στις «προκλητικές δραστηριότητες» στην Ανατολική Μεσόγειο και την ΑΟΖ της Κύπρου.  Και έπειτα, αναγνωρίζεται το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ για την ανάπτυξη της αμοιβαίας συνεργασίας με την Τουρκία, με ειδική αναφορά στο προσφυγικό. Τέλος, υπενθυμίζεται και η ανάγκη συντονισμού της ΕΕ με τις ΗΠΑ, για αυτά τα θέματα.

Απο αυτήν την πυκνή παράθεση, προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

– Η ΕΕ δεν μπορεί και, κυρίως, δεν θέλει να διαρρήξει τις σχέσεις με τον Ερντογάν. Από οικονομική άποψη, πολύ βασικοί «παίκτες» της κούρσας των εξοπλισμών (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) έχουν συμφέρον, όχι μόνο από την προσέγγιση της Τουρκίας, αλλά και από την διαιώνιση μίας ορισμένης κατάστασης γεωπολιτικής ανασφάλειας, για τις αγορές τους. Σε πολιτικό επίπεδο, η συμφωνία της Τουρκίας με την ΕΕ αποτελεί βασικό εργαλείο στη διαχείριση του προσφυγικού, ενός προβλήματος που η ΕΕ συνέδραμε στην δημιουργία του: ο Ερντογάν κρατά τους πρόσφυγες μακρυά από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Σε διπλωματικό επίπεδο, μία ενδεχόμενη σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία ενδεχομένως να την σπρώξει συγκυριακά πιο κοντά προς έναν άλλον γεωπολιτικά ισχυρό παίκτη, όπως τη Ρωσία ή την Κίνα. Ενδεχόμενο που αποστρέφονται μετά βδελυγμίας, καταρχήν, οι Αμερικάνοι. Και επειδή, καλώς ή κακώς, οι σχέσεις πατρονίας και επικυριαρχίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη ουδέποτε εξαφανιστήκαν, ο γεωπολιτικός νάνος της ΕΕ δεν υπήρχε περίπτωση να λάβει θέση στην «καυτή πατάτα», ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εργαλειοποίηση από έναν Ερντογάν: καλύτερα, η ανάθεση στην Προεδρία Μπάϊντεν. Ας δώσουν οι Αμερικάνοι την τελική απάντηση στο ερώτημα..

– Η ελληνική πλευρά συνειδητά πορεύεται χωρίς διπλωματικά εργαλεία. Έχει περιοριστεί στον επικοινωνιακό χειρισμό της στάσης στα ελληνοτουρκικά, για να περισώσει τουλάχιστον το όποιο πολιτικό κύρος στο εσωτερικό της χώρας. Η γραμμή Μητσοτάκη στην Σύνοδο του Pacta Sunt Servanda, της τήρησης των συμφωνιών, σε ένα περιβάλλον που τα συμφωνημένα ξεσκίζονται από την ισχύ της επιβολής, αποτελεί γραμμή εθνικά αυτοκτονική. Πλην, ταιριάζει απόλυτα στις προσδοκίες της ΕΕ για έναν πειθαρχημένο κολίγο, που δεν θα «τινάξει την μπάνκα στον αέρα». Ουδέποτε έθεσε η Ελλάδα στην Σύνοδο θέμα εμπάργκου όπλων, ενώ παράλληλα ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσέρχεται με μία τοποθέτηση ότι η απόσταση από τα 6 εως τα 12 ν.μ. αποτελούν διαφιλονικούμενη ζώνη: τα τελευταία στερούν την νομική βάση για κυρώσεις στην Τουρκία για τις κινήσεις της στο Αιγαίο. Η ελληνική πλευρά υιοθετεί πλέον το αφήγημα ότι, πάντως, θα υπάρξουν κυρώσεις σε «φυσικά πρόσωπα και εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο» και περιορίζεται στον αγώνα για σκληρές…. διατυπώσεις στο κείμενο των συμπερασμάτων.

– Η Τουρκία παίρνει καθαρό μήνυμα ότι μέχρι τον Μάρτιο, τουλάχιστον, παίζει, και επίσημα πλέον, χωρίς αντίπαλο. Άρα μπορεί να προχωρήσει σε νέο γύρο αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, έρευνες σε διαφιλονικούμενες θαλάσσιες ζώνες, κατοχύρωσης νέων τετελεσμένων. Η Γαλλία υποχωρεί, υπό τις πιέσεις Μέρκελ για διατήρηση καλού επιπέδου σχέσεων με την Τουρκία, και ενώ έχω ήδη υποστεί σειρά ηττών στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Κύπρος μένουν μονάχα με φραστικές αναφορές, και αυτές πετσοκομμένες, χωρίς μέτρα και αποτρεπτικές κυρώσεις απέναντι σε έναν επεκτατικό γείτονα. Οι Γερμανία και οι ΗΠΑ καλούν σε διμερείς επαφές και διαπραγματεύσεις Ελλάδα και Τουρκία, καλούν σε «διαχείριση των διαφορών», βάζοντας στην ίδια μοίρα αυτόν που διαρκώς επεκτείνει τις βλέψεις του με αυτόν που διαρκώς περιορίζει τις δικές του. Καταγράφουν ως «θετικό βήμα» το ότι ελλιμενίστηκε το Όρουτς Ρεις. Η ίδια η Άγκυρα, άλλωστε, επιμένει μετά από κάθε «βόλτα» στο Αιγαίο, να καλεί την Ελλάδα σε διάλογο, «χωρίς προϋποθέσεις» και κυρίως, χωρίς κανέναν φραγμό και όριο. «Όλα στο τραπέζι» λοιπόν, και το «όλα» περιλαμβάνει τα πάντα. Κάθε φορά που τα τουρκικά ερευνητικά βολτάρουν σε εκατέρωθεν διεκδικούμενες θαλάσσιες ζώνες κερδίζουν ένα ακόμα θέμα προς διαπραγμάτευση. Σαν τον νταή στο σχολείο, οι προσκλήσεις για διάλογο περιορίζονται ενώπιον του αδιάφορου διευθυντή, ενώ έξω από την σχολική αίθουσα, περιμένει νέο μαρτύριο για τον καρπαζοεισπράκτορα.

Η ΕΕ αποτελεί ένα θνησιγενές σχήμα, με μηδενικό γεωπολιτικό εκτόπισμα, που ξέρει να δείχνει τα δόντια του μονάχα στους λαούς. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός επωμίστηκε το βάρος της «συναδέλφωσης» για να πάρει πίσω ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση. Ένα απο τα διαχρονικά επιχειρήματα της αστικής τάξης της χώρας, ότι μία ρήξη με την ΕΕ μας αφήνει εκτεθειμένους στην Τουρκία, γκρεμίζεται για μια ακόμα φορά σαν πύργος με τραπουλόχαρτα. Η Ελλάδα εργαλειοποιείται, για να εξευμενιστεί ο Ερντογάν: αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της ΕΕ και σε αυτό συντείνει η στάση του Μητσοτάκη. Μία κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να σηκώσει τόνους και να βάλει εμπόδια στη Σύνοδο Κορυφής, και να περιορίζεται στην εσωτερική επικοινωνιακή διαχείριση, όσο αυτό είναι δυνατόν, της εθνικής ταπείνωσης.

Από τον Οκτώβρη μέχρι σήμερα βομβαρδιζόμασταν με διαβεβαιώσεις για τις σκληρές ευρωπαϊκές κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία. Πλησιάζει η ώρα, από μέρα σε μέρα, έλεγαν.. Άραγε, θα μας λένε τα ίδια για τις επόμενες 100 περίπου μέρες μέχρι τον Μάρτιο και την επόμενη Σύνοδο Κορυφής;

Από την άλλη, τί είναι 100 μέρες μπροστά στην ατέλειωτη αιωνιότητα του παρόντος του προσκυνημένου;

Ερντογάν από νίκη σε νίκη. Μητσοτάκης από κάμψη σε κάμψη.

Το δράμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θυμίζει τηλεοπτική σαπουνόπερα παιγμένη ανηλεώς σε επανάληψη. Επί μήνες ολόκληρους, το ίδιο σχέδιο, η ίδια γραμμή, οι ίδιες ατάκες, οι ίδιες σκηνές, οι ίδιες μεγαλόστομες κοινοτυπίες: Σε πολύ υψηλούς τόνους ζητάμε με δηλώσεις περιορισμό της Τουρκίας και δέσμευση των εταίρων για βαρύτατες κυρώσεις… Και σε κάθε επανάληψη, το ίδιο τέλος: αδιέξοδο, υποταγή, εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η αναζήτηση προστάτη, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Τα δισεκατομμύρια στην Γαλλία για εξοπλισμούς, η μετατροπή της χώρας σε μία τεράστια αμερικάνικη βάση, η αποδοχή της επιβεβλημένης από την Γερμανία συμφωνίας για το προσφυγικό, δεν άλλαξαν ουσιαστικά την στάση των ξένων απέναντι στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Το περισσότερο που πήραμε ήταν ένα διπλωματικό «χτύπημα στην πλάτη». Η Γερμανία παραμένει στο πλευρό της Τουρκίας, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να τηρούν «ίσες αποστάσεις», η Γαλλία παραμένει ανήμπορη και σε υποχώρηση. Και η Τουρκία συνεχίζει να επεκτείνει την επιρροή της, να δημιουργεί τετελεσμένα, να επιβάλλεται δια της ισχύος ως αναγκαίος συνομιλητής οποιουδήποτε θέλει να πλησιάσει την περιοχή της Αν. Μεσογείου.

Ο Ερντογάν, μετά την Συρία, παρεμβαίνει με στρατό σε Λιβύη και παίζει ρόλο εγγυητή των συμφερόντων του Αζερμπαϊτζάν. Εμφανίζεται όλος αυτοπεποίθηση στα Βαρώσικα και κάνει έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Βγάζει διαρκώς νέες NAVTEX για το Oruc Reis, που για δύο μήνες αλώνιζε έως και 6 μίλια Νότια από το Καστελόριζο. Επιτίθεται στην ελληνική πλευρά, ζητώντας την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Όταν, δε, θέλει να δείξει μεγαθυμία, καλεί το Oruc Reis να ελλιμενιστεί, προσφέροντας απλόχερα τις πολυπόθητες – από την Μέρκελ και το ΝΑΤΟ – ενδείξεις κατευνασμού..

Το πρόσφατο σήκωμα των τόνων από την πλευρά του Δένδια, η επίθεση στην Γερμανία για την ολιγωρία κυρώσεων και εμπάργκο στην Τουρκία, σε τί ακριβώς αποσκοπεί; Στο να πειστεί η Γερμανία να αλλάξει στάση προς την Τουρκία; Είναι μια κίνηση να οξυνθούν οι σχέσεις Γερμανίας – Γαλλίας πριν τη σύνοδο της Ε.Ε.; Ίσως, μια απέλπιδα προσπάθεια στροφής προς τις ΗΠΑ του Μπάιντεν; Άραγε, συνάδει με την στάση του ίδιου του πρωθυπουργού και την απόλυτα συγκαταβατική στάση του;

Αν θέλει να οξύνει την αντιπαράθεση, ο Δένδιας ξέρει πολύ καλα ότι υπάρχουν και επαρκή διπλωματικά μέσα όπως το βέτο, και όχι απλά πιο «έντονες δηλώσεις». Οι πιστολιές στον αέρα δεν θα βγάλουν τη χώρα από το καινούργιο αδιέξοδο στην εξωτερική πολιτική: Η Τουρκία δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα με τις πράξεις της. Η Ελλάδα δηλώνει ότι… αναμένει δηλώσεις περί κυρώσεων από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και μένει με τις δηλώσεις στο χέρι.

Δεν περιμένουμε θαύματα από την Ευρωσύνοδο στις 10-11 Δεκεμβρίου. Ένας ενδεχόμενος κατάλογος μελλοντικών κυρώσεων αποτελεί χάδι και φανερώνει επιδεικτική αδιαφορία στις κραυγές αγωνίας του Δένδια. Όσο τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και τα στρατιωτικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ είναι άμεσα συνδεδεμένα με την επιθετική πολιτική του Ερντογάν, δεν θα υπάρξει κανένα σοβαρό μέτρο. Στο βαθμό, δε, που η Ευρωπαϊκή Ένωση, για άλλη μία φορά, εμφανίζεται ανίκανη να τιθασεύσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, η Γαλλία θα βρίσκεται διαρκώς σε υποχώρηση και η Ελλάδα σε στάση οσφυοκάμπτη επαίτη.

Η σκληρή και αδιέξοδη πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν είναι αναγκαίος, επομένως μπορεί να διαπραγματευτεί με μεγάλους παίκτες, και το κάνει ευθαρσώς. Ο Δένδιας και ο Μητσοτάκης είναι δεδομένοι, και έχουν παραιτηθεί απο την άσκηση οποιαδήποτε πίεσης, ακόμα και με όρους της αστικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και όταν οι «κυρώσεις» θα είναι εντελώς ψευδεπίγραφες, θα φτιασιδώνονται για την «αλλαγή στροφής» σε σχέση με την Τουρκία, που συμβαίνει εδώ και μήνες, όσο το μόνο πράγμα που ανεβάζει στροφές είναι το Oruc Reis δίπλα από το Καστελλόριζο.