Η ύβρις και η αποτυχία της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”

Τι ακριβώς πέτυχε η «Επιτροπή Ελλάδα 2021» πέρα από το να συζητηθούν οι ενδυματολογικές εξτραβαγκάντσιες της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη;

Όσο κι αν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από την ελληνική άρχουσα τάξη, είναι σαφές ότι μέχρι τώρα κάτι έχει πάει στραβά, κάτι δεν πέτυχε. Το φανερώνει ο Παπαχελάς όταν προχθές στην Καθημερινή χάνει την ψυχραιμία του και ξεσπά ενάντια σε όσους «στα όνειρά τους ντύνονται Κολοκοτρώνηδες, Βελουχιώτηδες, ότι να ‘ναι». Είναι προφανές ότι το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης είχε θέσει στόχους για τον εορτασμό, οι οποίοι απέτυχαν– τουλάχιστον προς το παρόν. Εκνευρισμένοι οι εκπρόσωποί της ξεσπούν τόσο δεξιά, προς τον πατροπαράδοτο εθνικιστικό χώρο, όσο και προς τα αριστερά.

Η ελληνική αστική τάξη έχει πλέον καθαρά δώσει το στίγμα της. Οι εθνικιστικές και κούφιες πατριωτικές παράτες του παρελθόντος, οι δεκάρικοι λόγοι της εθνικοφροσύνης, δεν χωρούν στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Η ελληνική αστική τάξη θέλει να αφήσει πίσω οριστικά τις πατριωτικές (Κολοκοτρώνηδες) και τις αντάρτικες (Βελουχιώτηδες) παράφωνες μνήμες της ιστορίας και να πορευτεί με αυτά που ξέρει: Ολοκληρωτική ένταξη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο και διαμόρφωση της αντίστοιχης νέας εθνικής συνείδησης. Κι ας έχει εξευτελιστικά μνημόνια, ευρωπαϊκή λιτότητα, ληστρικές διεθνείς συμφωνίες. Ο εθνικισμός θα υπάρχει πάντα ως πατριδοκαπηλία και ρατσιστικό δηλητήριο. Είτε για αντιπολιτευτικούς λόγους (βλ. Μακεδονικά), είτε απέναντι σε μετανάστες/πρόσφυγες. Όμως ως κυρίαρχη εθνική συνείδηση θα οικοδομείται το «είμαστε πρώτα Ευρωπαίοι», στα δε ελληνοτουρκικά προβλήματα που προκύπτουν από την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας, θα κυριαρχεί ο «ρεαλισμός», δηλαδή η υποχωρητικότητα, εκτός αν πουν κάτι άλλο οι προστάτες.

Ας μη γελιούνται όσοι στην Αριστερά νομίζουν ακόμα ότι ο βασικός αντίπαλος είναι η εθνικιστική παρωχημένη πρόσληψη της ιστορίας. Αυτή επιβιώνει στο λαό – ίσως και πλειοψηφικά – αλλά όχι στην άρχουσα τάξη. Στην άρχουσα τάξη, η εθνικοπατριωτική, συντηρητική και παραδοσιακή δεξιά ιδεολογία μετασχηματίζεται συνειδητά σε ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική και μεταμοντέρνα, χωρίς να έχει πάψει το προηγούμενο ιδεολογικό σχήμα να εκφράζεται πολιτικά από το ακροδεξιό της πλευρό.

Υπάρχει ωστόσο μετασχηματισμός και αυτός είναι καθαρός. Το κιτς μπορεί να συνυπάρχει και στις δύο εκδοχές, στην εθνικιστική και στην αναθεωρητική, με τα αφοδεύοντα άλογα και τις παράφωνες σοπράνο. Όμως η πραγματική συγκολλητική ουσία είναι ο εκσυγχρονισμένος ραγιαδισμός: Τόσο η εθνικιστική έξαρση του παρελθόντος, όσο και ο μεταμοντέρνος αναθεωρητισμός του παρόντος συμφωνούν ότι η Ελλάδα ούτε τότε, το 1821, ούτε αργότερα, τη δεκαετία του 1940, ούτε σήμερα, ούτε και αύριο, θα μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και σε διεθνείς σχέσεις ισότητας και αμοιβαίας εκτίμησης.

Ο Μαζάουερ το περιγράφει καθαρά: «Εργαζόμαστε πολλοί άνθρωποι για να διαμορφώσουμε μια νέα δημόσια κατανόηση του Εικοσιένα». Δεν εννοεί μόνο την εθνικιστική κληρονομιά της χούντας. Εννοεί και τον λαϊκό τρόπο πρόσληψης της επανάστασης του 1821 ως πράξη αποκοτιάς, κόντρα στη συναίνεση των ισχυρών, που όμως καταγράφεται στη συλλογική μνήμη όχι ως άλμα στο κενό, αλλά ως ο αποτελεσματικός ίσως και μοναδικός τρόπος να προχωρήσει η ιστορία.

Ποιοι ήταν οι στόχοι του φετινού εορτασμού – και κυρίως – γιατί απέτυχαν;

Ο πρώτος στόχος που έθεσε η επιτροπή ήταν να φτιαχτεί μια Ιστορία με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω. Να γίνει αποδεκτό ότι η ελληνική νίκη ήταν αποτέλεσμα της μεγαλοψυχίας των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι του ένοπλου αγώνα. Πρέπει να εμφανιστεί η κατάληξη (επέμβαση Μεγάλων Δυνάμεων και Πρωτόκολλο Λονδίνου) ως η αιτία της ανεξαρτησίας και όχι ως το αποτέλεσμα της επανάστασης. Ο λαός που έχυνε το αίμα του επί τουλάχιστον 8 χρόνια, σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο γιατί ως γνωστόν ο λαός δεν (πρέπει να) κερδίζει κάτι από μόνος του. Κερδίζει η ηγεσία του, τα μεγάλα κεφάλια, στις διαπραγματεύσεις υψηλού επιπέδου τις οποίες ο λαός είναι ανίκανος να καταλάβει.

Η επιλογή να τιμηθεί το 21 με πρόσκληση στους εκπροσώπους των (τότε) Μεγάλων Δυνάμεων, αφορούσε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης και της «Ελλάδας 2021». Να σβηστούν οκτώ χρόνια σκληρού αγώνα και άφθαστων θυσιών, και να εμπεδωθεί ότι «αν δεν ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου», η Ελλάδα θα ήταν ακόμα υποδουλωμένη στους Τούρκους.

Ισχυρισμός που όχι απλώς δεν στηρίζεται στην ιστορία, αλλά αποτελεί ύβρη απέναντι στο Μεσολόγγι, στα Ψαρά, στο Ρήγα, στους μπουρλοτιέρηδες, στους κλέφτες, σε όλη την πολύχρονη και αιματηρή πορεία για την απελευθέρωση.

Ο δεύτερος στόχος της επιτροπής ήταν να εξοβελίσει την επαναστατική βία, να εξορίσει από το ιστορικό λεξικό την αναγκαιότητά της, καταδικάζοντάς την ως περιττή βαρβαρότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σφαγή στην Τριπολιτσά. Φυσικά η σφαγή έγινε, και μάλιστα ήταν βάρβαρη, καθώς δεκάδες χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ωστόσο από τον καναπέ του σπιτιού μας και την ασφάλεια του 2021 είναι προβληματικό να μιλούμε με αφέλεια για τις συγκυρίες δύο αιώνων πριν.

Το προβληματικό γίνεται προσβλητικό, όταν η απόληξη της συγκεκριμένης ελεεινολογίας αφορά ένα υποθετικό διάβασμα της ιστορίας, χρήσιμο για το μέλλον: Τι ωραία που θα ήταν αν ο αγώνας δεν ήταν βίαιος, αν δεν είχε όπλα και μάχες και ξεσηκωμούς, ή τουλάχιστον δεν είχε σφαγές και σκοτωμένους, αλλά μόνο πολιτισμένες συζητήσεις με την εγγύηση μάλιστα των Μεγάλων Δυνάμεων;

Το γεγονός ότι οι σφαγές στην Τριπολιτσά έκαναν αδιάβατο το δρόμο της επιστροφής για την ελληνική επανάσταση μεγαλώνοντας το ρήγμα Ελλήνων – Οθωμανών και καίγοντας κάθε γέφυρα συνδιαλλαγής και κατάπαυσης πυρός, είναι κάτι που διαφεύγει της ακαδημαϊκής αριστείας που απαρτίζει την Επιτροπή.

Η αλλεργία της καθεστηκυίας τάξης άλλωστε απέναντι στη βία δεν αφορά μόνο τους απολίτιστους του Κολοκοτρώνη. Αφορά κατεξοχήν τη Γαλλική Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο, τον «Τρόμο» και την γκιλοτίνα. Αφορά την με κάθε τρόπο κατίσχυση της αντεπανάστασης, καθώς τυχόν νίκη της επανάστασης θα φέρει τη βία. Αν η βία είναι συστατικό της στοιχείο, η επανάσταση πρέπει να αποφεύγεται.

Η συζήτηση λοιπόν για τις αγριότητες της Τριπολιτσάς δεν αφορά την αναγνώριση των «δικών μας» κακώς κειμένων, των «ελληνικών εγκλημάτων πολέμου». Αυτά υπάρχουν και πρέπει να αναγνωριστούν, αλλά η συγκεκριμένη φασαρία γίνεται από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετικό στόχο.

Ο τρίτος στόχος της Επιτροπής ήταν να σχετικοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις του Εικοσιένα, ενισχύοντας τις σημερινές πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης. Ο καθηγητής Χατζής για παράδειγμα υποστήριζε συστηματικά επί ένα χρόνο ότι η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη. Σχετικά πρόσφατα ανέκρουσε πρύμναν, κάνοντάς μας τη χάρη να παραδεχτεί ότι η επανάσταση ήταν «και φιλελεύθερη». Δείγμα ίσως της μηδαμινής απήχησης της συγκεκριμένης αναθεωρητικής απόπειρας.

Μέσα στην απόπειρα να βαπτισθεί ο ακραίος αντιλαϊκός φιλελευθερισμός του 21ου αιώνα στα νάματα του Εικοσιένα, η μπάλα πήρε πολλούς και διάφορους. Από τον Καποδίστρια που βαφτίστηκε δικτάτορας, μέχρι τους «Κολοκοτρώνηδες και τους Βελουχιώτηδες» που ενοχλούν τον Παπαχελά. Ο ιστορικός Μπήτον υποστήριξε λίγο ή πολύ ότι κακώς ο ελληνικός λαός θυμάται και τιμά κυρίως τον Κολοκοτρώνη, αλλά όχι τον Μαυροκορδάτο. Ο πρώτος συμβολίζει για τον βρετανό καθηγητή «το ιδανικό της απόλυτης ελευθερίας και της αυτάρκειας, το οποίο εμπνέει τα τραγούδια (και μάλλον τις πράξεις) των κλεφταρματωλών του παλιού καιρού», ο δεύτερος συμβολίζει «τη διεθνικότητα, την ευλυγισία και την αναζήτηση της αλληλεγγύης μέσα από την ένταξη σε θεσμούς όπως η ΕΕ ή ο ΟΗΕ».

Αναδιατυπωμένο το ερώτημα χωρίς διπλωματικές διατυπώσεις: Γιατί να κρατήσουμε από το Εικοσιένα τους βάρβαρους και απολίτιστους οπλαρχηγούς που περιμέναν να κατέβει ο Μοσκόβος βουλιαγμένοι μέσα στις μεσαιωνικές προλήψεις και συνήθειες, και όχι τους επηρεασμένους από τη Δύση φιλελεύθερους πολιτικούς που άνοιξαν τον δρόμο στην ένταξη της χώρας στον διεθνή καταμερισμό, έστω και με όρους ανισοτιμίας και εξάρτησης;

Τόσο η απόπειρα της Επιτροπής Ελλάδα 2021 όσο και οι συντεταγμένες ομοβροντίες των διανοούμενων της άρχουσας τάξης προς το παρόν δεν έχουν συναντήσει την λαϊκή αποδοχή και την κοινωνική συναίνεση. Ας μην γελιόμαστε όμως, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για «νίκη» της προοδευτικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για μια ενστικτώδη λαϊκή αντίδραση στο ξαναγράψιμο της ιστορίας. Με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπίσει την αποκοτιά των κλεφταρματωλών και τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» του Κολοκοτρώνη, θα ισχυριστεί ότι το κρυφό σχολείο ήταν πραγματικό, ότι η Εκκλησία ευλόγησε τον ξεσηκωμό στην Αγία Λαύρα και ότι οι Έλληνες, όταν είναι ενωμένοι, κάνουν θαύματα. Δεν ξεχνάμε άλλωστε, ότι η επί δεκαετίες κυρίαρχη ιδεολογία αποτυπώνεται ως λαϊκή ιδεολογία.

Το δύσκολο (και ίσως μοναχικό) έργο της Αριστεράς και της προοδευτικής ιστοριογραφίας είναι να αντιπαρατεθεί στους παραδοσιακούς και δημαγωγικούς μύθους που πλάστηκαν για το Εικοσιένα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια της το αναθεωρητικό έγκλημα που ενορχηστρώνει η άρχουσα τάξη. Τυχόν επιτυχία του, θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη της ιστορικής κίνησης, της κοινωνικής εξέλιξης, του ρόλου του λαού, της επανάστασης.

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *