Ελασιτάκια

Επίσημη έναρξη των μαχών του Μεγάλου Δεκέμβρη θεωρείται η 6η του μήνα. Εντούτοις, οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από την επόμενη μέρα της αιματηρής διάλυσης του συλλαλητηρίου στις 3 του Δεκέμβρη 1944, οπότε αστυνομικές δυνάμεις και χίτες παρακρατικοί (υπό τον συντονισμό του αστυνομικού διευθυντή, Άγγελου Έβερτ) σκότωσαν τουλάχιστον 10 και τραυμάτισαν πολλές δεκάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες.

Στις 4 Δεκεμβρίου, μετά την κηδεία των θυμάτων, το πυκνό πλήθος που κατευθύνθηκε στην Ομόνοια δέχτηκε επίθεση από τους ένοπλους δωσίλογους, οι οποίοι (υποτίθεται ότι) κρατούνταν στα ξενοδοχεία της περιοχής («Ερμής», «Ματζέστικ», «Μετροπόλ», «Πάνθεον») από τον Οκτώβριο του 1944, περιμένοντας να δικαστούν για τα εγκλήματά τους κατά τη διάρκεια της κατοχής. Άντρες και γυναίκες, που είχαν πάει να κηδέψουν αδέρφια, συντρόφισσες και συντρόφους που δολοφονήθηκαν την προηγούμενη μέρα στο Σύνταγμα, έπεφταν οι ίδιοι/ες νεκροί/ές στην άλλη πλατεία, με το τόσο απατηλό όνομα.

Την ίδια κιόλας μέρα άρχισαν οι πρώτες συντονισμένες συγκρούσεις με τους υπαίτιους της σφαγής και τους προστατευόμενούς τους, τους βασανιστές, τους οικονομικούς συνεργάτες των αρχών κατοχής, εκείνους που μερικούς μήνες πριν διέπραξαν θηριωδίες στα μπλόκα (από την Καλογρέζα μέχρι την Κοκκινιά κι από την Καλλιθέα και το Δουργούτι μέχρι τα Λιόσια). Μέσα στην πάνδημη οργή, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πολιόρκησαν τα χίτικα ταμπούρια του Θησείου και τα αστυνομικά τμήματα, απαιτώντας τον αφοπλισμό τους και την τιμωρία των ενόχων.

Από τις 5 του Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ Σπουδαστών, ο «Λόχος Μπάιρον», ξεκινούσε τον άνισο μα ηρωικό αγώνα του στην περιοχή των Εξαρχείων με τη μάχη του Πολυτεχνείου∙ μέχρι τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου 1945, οι μαχητές και οι μαχήτριες του Λόχου υπερασπίστηκαν ακατάβλητα και με μεγάλες απώλειες τούτη την κρίσιμης σημασίας περιοχή μέσα στο σφυροκόπημα των βρετανικών τεθωρακισμένων. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη: «Οι μάχες μαίνονται στα Εξάρχεια. Εκεί βαστούν την άμυνα οι φοιτητές και οι σπουδαστές. Αγόρια και 15 κορίτσια. Υπερασπίζονται την πόλη μας τετράγωνο – τετράγωνο, σπίτι με σπίτι, σπιθαμή – σπιθαμή. Ο λόχος σχηματίστηκε με 60 παιδιά. Στη μάχη του Πολυτεχνείου χάθηκαν οι μισοί, νεκροί και τραυματίες. Πήραν άλλοι τις θέσεις τους και ξαναγίνανε 50». Και συνεχίζει η Αξιώτη: «Η διμοιρίτισσα είναι γυναίκα, η Μάχη, 22 χρονών. Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της περιοχής. Πρώτη, στο 5ο αστυνομικό τμήμα στην οδό Ιπποκράτους, στις 5 του Δεκέμβρη. Δεύτερη, στην εξόρμηση ενάντια στη Γενική Ασφάλεια της Στουρνάρα. Τρίτη, στη μάχη του Πολυτεχνείου». Τη Μάχη είχε γνωρίσει και ο Σπύρος Τζουβέλης, ο οποίος ανήκε σε άλλη ομάδα του «Λόχου Μπάιρον». Την περιγράφει ως «σκληρή, δοκιμασμένη και άφοβη επονίτισσα». «Το στέκι της Μάχης» ήταν «ένα διαμέρισμα ακριβώς πάνω από το καφενείο – ζαχαροπλαστείο “Πλάζα” που έδινε και το όνομα στην πλατεία». Η διμοιρίτισσα με τις συμμαχήτριες και τους συμμαχητές της κράτησαν για μέρες τη διασταύρωση Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα, ώσπου τα βρετανικά τεθωρακισμένα ισοπέδωσαν το τριώροφο της «Πλάζας» (στη θέση του οικοδομήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η πολυκατοικία «Μυρίκη»)∙ ίσως τότε να χάθηκε η Μάχη.

Στις 33 μέρες που κράτησε ο Μεγάλος Δεκέμβρης (κατ’ άλλους 37 μαζί με τις συγκρούσεις της υποχώρησης) είχαν ξεχωριστή – και σε ορισμένες περιπτώσεις πρωταγωνιστική – θέση τα ελασιτάκια. Παρόντα σε όλες τις οδομαχίες, αεικίνητα, γενναία, ψυχωμένα, ευγενικά τα ελασιτάκια, πότε με μηνύματα στα χέρια, πότε βοηθώντας στην κατασκευή οδοφραγμάτων, πότε πάνω σ’ αυτά και πολύ συχνότερα στην επίθεση, κρατώντας όπλα ή, κυρίως, κραδαίνοντας αυτοσχέδιες βόμβες από κονσέρβες και παλιοσίδερα, εκσφενδονίζοντας μπουκάλια από γκαζόζες με πετρέλαιο και στουπί, τσουλώντας προς τις θέσεις των εχθρών σαμπρέλες παραγεμισμένες με εκρηκτικά, απλώνοντας κουβέρτες για να χαλάσουν τις ερπύστριες των βρετανικών αρμάτων μάχης, θρεμμένα κατά τη διάρκεια της κατοχής απ’ το ίδιο πικρό γάλα της ανάγκης με τον θρυλικό Gavroche των «Αθλίων», ήταν 14 ως 18 ετών συνήθως, μα και μικρότερα πολλές φορές.

Τα ελασιτάκια, μεγαλωμένα κατά κανόνα σε εργατικές συνοικίες ή σε προσφυγικούς συνοικισμούς παρατημένους στον ζυγό της φοβερής φτώχειας και της εκμετάλλευσης, σημαδεμένα από τον φονικό λιμό του 1941-1942, στεριωμένα από την ΕΑΜική Αντίσταση και δρώντα υποκείμενα για ένα μεταπολεμικό μέλλον με στοιχειώδη δικαιοσύνη, ήταν αποφασισμένα να γίνουν τα ίδια νέμεση απέναντι στους ταγματασφαλίτες, τους φονιάδες της Ειδικής Ασφάλειας, τους έμμισθους καταδότες των SS που ντύθηκαν «εθνοφύλακες» με την κάλυψη της RAF και του αστισμού∙ ήταν αποφασισμένα να ορθώσουν τα ρικνά και λιπόσαρκα κορμάκια τους απέναντι στον καταιγισμό πυρών υπέρτερων. Υπήρξαν συχνά παιδιά του αυθόρμητου τα ελασιτάκια κι έφταναν να γίνουν οργανικό μέρος μάχιμων μονάδων.

Ελασιτάκια συνάντησε κι ο Ντμίτρι Κέσελ, φωτογράφος του Δεκέμβρη, σε κάποια διαλείμματα των μαχών. Στις ανατολικές συνοικίες ή στις παρυφές της Ομόνοιας και στην Πατησίων ή στο Μεταξουργείο. Σε τούτες τις δύο φωτογραφίες απαθανάτισε τρία ελασιτάκια έξω από μιαν αυλή, ξυπόλητα και προχειροντυμένα μέσα στον αμείλικτο δεκεμβριανό χειμώνα, αλλά με τη δική τους πίστη κι αντοχή, με τη δική τους δύναμη. Και μοιάζει η ένδεια και η σκληρή εποχή να έχουν σκαλίσει το πρόσωπο του παιδιού στ’ αριστερά, που κρατά έναν «τζουρά με ξύλινα στριφτάρια και κινητούς μπερντέδες, ενθύμιο Μικρασίας» (όπως παρατήρησε ο Δημήτρης Κοσμίδης όταν συζητήσαμε γι’ αυτή τη φωτογραφία πριν από μερικά χρόνια). Ποιος ξέρει τις μελωδίες που δοκίμαζε το ελασιτάκι, τ’ ακούσματά του απ’ τον συνοικισμό κι όλα όσα αφουγκραζόταν από μάχη σε μάχη. Ποιος ξέρει αν έζησε και πού και σε ποια τέφρα λήθης το κατάχωσαν κατόπιν «οι μεγάλοι ελευθερωταί της Ελλάδος».

Ύστερα από μερικά χρόνια, ο συντηρητικός διπλωμάτης Λεωνίδας Μαρκαντωνάτος δημοσίευσε το δεκεμβριανό ημερολόγιό του στα γαλλικά με το ψευδώνυμο Léon Marc (Les heures douloureuses de la Grèce libérée. Journal d’un témoin. Octobre 1944 – Janvier 1945, Éditions de la Tournelle, Παρίσι, 1947). Αναφερόμενος στις μάχες της περιοχής Πολυτεχνείου – Μηχανοκίνητου τάγματος – Ειδικής Ασφάλειας (μεταξύ 5 και 15 Δεκεμβρίου) δεν παρέλειψε να μνημονεύσει εκείνο το πρόχειρο νεκροταφείο πεσόντων του ΕΛΑΣ κάπου στις παρυφές του Πεδίου του Άρεως, μάλλον λίγο πιο πέρα από τη διασταύρωση Χέυδεν και Μαυρομματαίων: «Οι τάφοι είναι ήδη πολυάριθμοι, τουλάχιστον σαράντα, όλοι τους πολύ απλοί∙ ένας λευκός σταυρός με κάποιο όνομα, την ηλικία, την ημερομηνία θανάτου. Διαβάζουμε: 17 ετών, 18 ετών, 16 ετών… Σπανίως 20 ετών ή παραπάνω. Είναι πραγματικά πολύ νέοι όλοι οι άνθρωποι που αναπαύονται εκεί. Όλοι οι μαχητές του ΕΛΑΣ είναι πραγματικά πολύ νέοι».

Πηγή: Αναμέτρηση

50 χρόνια – 3ος Μύθος: “Όλοι με το Πολυτεχνείο ήταν”

Η θέση του Πολυτεχνείου ως η κορυφαία στιγμή των λαϊκών αγώνων στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας, η θέση του στη συνείδηση και την καρδιά του λαού, δεν μπορεί να διαγραφεί και να σβηστεί, όση κι αν είναι η μανία της αντίδρασης για να το πετύχει. Έτσι, επιδίδονται σε μια προσπάθεια να περιοριστεί, να μειωθεί και να απαξιωθεί με μια σειρά μύθους που καλλιεργούνται και προβάλλονται έντεχνα, ώστε σιγά-σιγά να βγάζουν το δηλητήριο και τη λάσπη τους.

Ο μύθος ότι «όλοι με το Πολυτεχνείο ήταν», ότι στο Πολυτεχνείο «πραγματοποιήθηκε η εθνική ενότητα», ότι εκεί «δεν υπήρχαν πολιτικές ή κομματικές ταυτότητες», στοχεύει αφενός να «αποχρωματίσει» το Πολυτεχνείο και να διαστρεβλώσει τον αντιφασιστικό-αντιμπεριαλιστικό προσανατολισμό και χαρακτήρα της εξέγερσης και αφετέρου να προσδώσει «αντιστασιακές δάφνες» σε όσους ήταν εντελώς εχθρικοί και αμέτοχοι σε αυτό αλλά και σε όσους επιδίωκαν να το «μαζέψουν» και να το περιορίσουν σε στενά αντιχουντικά πλαίσια. Σ’ αυτό το σημείωμα θα ασχοληθούμε με τους πρώτους –τον αστικό πολιτικό κόσμο. Αυτούς που το ’74 κατέθεταν στεφάνια, έβγαζαν δεκάρικους και διακήρυτταν τη δικαίωση του Πολυτεχνείου με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με τους δεύτερους θα καταπιαστούμε σε επόμενο σημείωμα.

Με διακηρυγμένο στόχο την «επάνοδο εις την δημοκρατική ομαλότητα διά ειρηνικών μέσων» ο αστικός πολιτικός κόσμος (στελέχη και πρώην βουλευτές της ΕΡΕ και της ΕΚ) σε όλη την εφταετία λειτουργούσε ως αντιπολίτευση –άλλοτε πιο «σκληρή», άλλοτε πιο «εποικοδομητική»– στο φασιστικό καθεστώς.

Τα ανοίγματα «φιλελευθεροποίησης» της χούντας στα 1972-73 (κατάργηση στρατιωτικού νόμου πλην Αθήνας-Θεσσαλονίκης, κατάργηση προληπτικής λογοκρισίας και μερική ελευθερία του Τύπου, μερική αμνηστία για πολιτικούς κρατούμενους, ελεγχόμενες εκλογές για φοιτητικούς συλλόγους κ.ά.) χαιρετίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως ο δρόμος που θα οδηγούσε στη «δημοκρατική ομαλότητα». Οι διεργασίες και οι συζητήσεις που γίνονταν στους κόλπους των αστικών πολιτικών δυνάμεων αφορούσαν τους όρους συμμετοχής στις εκλογές που δήλωνε ότι θα προκηρύξει ο Παπαδόπουλος, και απέβλεπαν στην εξασφάλιση της ηγεσίας του Καραμανλή για τη μετάβαση σ’ αυτή τη «δημοκρατική ομαλότητα». Σε μία «λύση Καραμανλή» δεν ήταν αντίθετη η ΕΚ (πλην Α. Παπανδρέου), αλλά ούτε και οι αμερικάνοι παρόλη τη μέχρι τότε στήριξή τους στο φασιστικό καθεστώς –άλλωστε αυτή η λύση επιβλήθηκε στη μεταπολίτευση.

Η ορμητική ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος αντιμετωπίζεται ως κίνδυνος γι’ αυτά τα σχέδια ομαλής μετάβασης. Μετά την κατάληψη της Νομικής, ο Κ. Τσάτσος (μετέπειτα πρόεδρος της δημοκρατίας) αναφέρει σε επιστολή του προς τον Καραμανλή: «Το φοιτητικό είναι η πρώτη μαζική εκδήλωση πολιτικής αντιστάσεως… Όσο προχωρεί αυτή η κίνηση, τόσο λιγώτερο θα ελέγχεται από τους σώφρονας και τους μετριοπαθείς… Τελικώς το πρώτο αυτό κίνημα αντιστάσεως, αν ευδοκιμήση, θα ελέγχεται από άλλες δυνάμεις, όχι από μας…». Και ο Καραμανλής επισημαίνει στον Γ. Ράλλη να προσεχθεί το φοιτητικό, για να μην «πάρουν το πάνω χέρι οι εξτρεμιστές».

Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και ενώ είναι ήδη γνωστό ότι υπάρχουν νεκροί και πρόκειται να επέμβει ο στρατός, ο «εθνάρχης» Καραμανλής δεν κάνει την παραμικρή δήλωση – έκκληση για σεβασμό της ζωής και της ακεραιότητας των φοιτητών. Ο κορυφαίος εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης στη χώρα, δεν έκανε ποτέ καμιά δήλωση, δεν αναγνώρισε ποτέ τη θυσία του Πολυτεχνείου, ούτε ακόμα περισσότερο το ρόλο της εξέγερσης.

Το σύνολο του παλιού πολιτικού κόσμου περίμενε να περάσει και πάλι η εξουσία στα χέρια του, σαν ώριμο φρούτο, σε μια συμφωνημένη διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στην αστική δημοκρατία. Δεν μπορούσαν όμως να δεχτούν ότι αυτή η αλλαγή θα γίνει με το λαό στο δρόμο, υπό την πίεση της εξέγερσης, και τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό να καθορίζει τις εξελίξεις. Η διαχρονική απέχθεια της Δεξιάς προς τις μαζικές κινητοποιήσεις και τους λαϊκούς αγώνες, η πολιτική και ιδεολογική συγγένειά της με τη χούντα, η αναμονή για συμφωνημένη παράδοση της εξουσίας στον Καραμανλή ή και στον Γλύξμπουργκ, χωρίς όμως το λαό στους δρόμους, είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η Δεξιά ήταν απούσα από το Πολυτεχνείο.

Ακόμα και όσοι πολιτικοί βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο κάποια στιγμή στη διάρκεια της εξέγερσης (Κανελλόπουλος, Μαύρος κλπ), αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από «συστάσεις» και «εκκλήσεις» προς τη Χούντα, θεωρώντας ότι οι φοιτητές είναι υπερβολικά ριζοσπάστες για τα μέτρα τους. Την ανατροπή της χούντας την έβλεπαν μόνο στα πλαίσια μιας συμφωνίας με το στρατιωτικό καθεστώς, ενώ δεν μπορούσαν καν να ακούνε τα συνθήματα για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ κλπ. Έπαιρναν φυσικά θάρρος και από τις προσπάθειες των δύο κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ.) να εμφανίσουν ως πολιτικό αίτημα της εξέγερσης τη δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης με αυτούς επικεφαλής, προσπάθειες που ευτυχώς δεν ευοδώθηκαν.

Έτσι το Πολυτεχνείο ήρθε και τίναξε στον αέρα τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» του φασιστικού καθεστώτος και την «ομαλή» και απρόσκοπτη συνέχεια μετάβασης σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι «εξτρεμιστές που πήραν το πάνω χέρι» τίναξαν στον αέρα τους σχεδιασμούς και τις επιθυμίες του πολιτικού κόσμου.

Το Πολυτεχνείο γράφτηκε στην ιστορία με συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο, με κόκκινο χρώμα –κι όχι αχρωμάτιστο. Στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε η αντιφασιστική-αντιμπεριαλιστική ενότητα του αγωνιζόμενου λαού και νεολαίας –κι όχι κάποια γενική κι αόριστη «εθνική ενότητα». Άλλωστε όσοι επικαλούνται την «εθνική ενότητα» κάθε φορά που ο λαός σηκώνει κεφάλι, το κάνουν για να καταστείλουν ή να χειραγωγήσουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και κάποιοι κεντρώοι ή ακόμα και δεξιοί που βρέθηκαν τότε στο Πολυτεχνείο, ωστόσο είναι καθαρό ότι η ατομική (και περιορισμένη) συμμετοχή δημοκρατικών ανθρώπων που ψήφιζαν Δεξιά ή Κέντρο δεν αναιρεί την πλήρη απουσία, έως και εχθρότητα, με την οποία αντιμετώπισε την εξέγερση ο παλιός πολιτικός κόσμος, ο οποίος ήταν σε μεγάλο βαθμό ένοχος για τις συνθήκες που οδήγησαν στην αντιδημοκρατική εκτροπή του 1967.

Αυτοί λοιπόν, που δεν ήταν με το Πολυτεχνείο, που πολεμάνε λυσσαλέα κάθε εκδήλωση αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, που εχθρεύονται κάθε λαϊκή κινητοποίηση και τον ίδιο τον λαό, επιχειρούν επί 50 χρόνια να «αποχρωματίσουν» το Πολυτεχνείο, να το φέρουν στα «μέτρα» τους και να σβήσουν τις παρακαταθήκες του. Από την προκήρυξη εκλογών στις επετείους του 1974 και 1977, μέχρι τις απαγορεύσεις για πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία στα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Από τις προσπάθειες να εμφανίσουν ως «παρωχημένη κατάσταση» τον αντιαμερικανισμό και τις διαδηλώσεις της 17 Νοέμβρη στα χρόνια του ’90, μέχρι την πρόσφατη προσπάθεια της ΝΔ να «αποδομήσει» την «καπηλεία του Πολυτεχνείου από την αριστερά» («Το ασίγαστο μίσος της ΝΔ για το Πολυτεχνείο, τώρα κυκλοφορεί και σε βίντεο»).

Όπως και το άνοιγμα στο δημόσιο λόγο «προβληματισμών» για το «τι ήταν τελικά το Πολυτεχνείο» ή η διενέργεια γκάλοπ για το τι πιστεύει (!) ο κόσμος για το Πολυτεχνείο, ανάγοντας με έμμεσο τρόπο αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα σε ποσοστά δημοσκοπήσεων (αν για παράδειγμα, ένα μη ευκαταφρόνητο ποσοστό «πιστεύει» ότι «δεν υπήρχαν νεκροί» ή ότι το Πολυτεχνείο ήταν «ένα γεγονός περιορισμένης έκτασης», τότε αυτό «νομιμοποιεί» τη σχετική συζήτηση και αμφισβήτηση).

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να «κοντύνει», να διαστρεβλωθεί, να σβηστεί από τις συνειδήσεις και τις καρδιές. Είναι γραμμένη ανεξίτηλα, οδηγός για όσους αντιπαλεύουν αυτούς που ΔΕΝ ήταν με το Πολυτεχνείο.

50 χρόνια – 2ος Μύθος: “Το Πολυτεχνείο έφερε τη Χούντα του Ιωαννίδη”

Η αποκαθήλωση του Πολυτεχνείου, ειδικά τα τελευταία χρόνια, απέκτησε τον πιο τοξικό μύθο της. Αυτός είναι ότι το Πολυτεχνείο όχι απλά δεν συνέβαλε στο να πέσει η Χούντα, αλλά το αντίθετο: προκάλεσε την Χούντα του Ιωαννίδη, σκληρότερη και πιο βάναυση, η οποία μάλιστα οργάνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρου ενάντια στον Μακάριο και ευθύνεται για τον Αττίλα του Ιούλη του ‘74.

Το έμμεσο συμπέρασμα από αυτά είναι ότι το Πολυτεχνείο ίσως καλύτερα να μην γινόταν. 

Η οπτική αυτή δεν είναι καινούργια. Εκφράστηκε από τον ιστορικό αναθεωρητισμό της αστικής τάξης για όλες τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κάθε φορά που υπήρχε εξέγερση, επανάσταση και αντίσταση. Για τον αστικό αναθεωρητισμό θα ήταν καλύτερο στην Κατοχή να μην υπήρχε Αντίσταση γιατί η Αντίσταση προκαλούσε τη δυσανάλογη απάντηση των κατακτητών. Ίσως και το 1821 θα ήταν καλύτερο να μην υπήρχε επανάσταση γιατί προκάλεσε εκατόμβες νεκρών, θηριωδίες και σφαγές. Εμμέσως αλλά σαφώς μας υποβάλει στη σκέψη ότι είναι προτιμότερη η αναμονή για την ελευθερία και τη δημοκρατία από τον εξωτερικό παράγοντα, που κάποια στιγμή θα δεήσει και θα καταδεχτεί να ασχοληθεί με την ελευθερία και την ανεξαρτησία των αδύναμων συμμάχων του. 

Ανεξάρτητα όμως από τις ιδεολογικές χρήσεις, ο μύθος ότι το Πολυτεχνείο έφερε τον Ιωαννίδη καταρρίπτεται από την ίδια την ιστορική έρευνα αλλά και τη λογική. 

Η απόπειρα φιλελευθεροποίησης το 1973 διχάζει τη Χούντα σε δύο παρατάξεις. Η σκληροπυρηνική εκφράζεται από τον Ιωαννίδη και από στρατιωτικούς που έβλεπαν αρνητικά τα μέτρα χαλάρωσης του καθεστώτος και το σταδιακό πέρασμα σε πολιτική λύση. Η πλευρά Παπαδόπουλου, με πληθώρα προσωπικών φιλοδοξιών, στηρίζει τη φιλελευθεροποίηση και το πείραμα Μαρκεζίνη. Αυτός ο διχασμός δεν είναι πρωτοφανής στην πολιτική ιστορία. Ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς που αντιμετωπίζει αδιέξοδα και διλήμματα, προκαλεί αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε μια πιο σκληρή και μια πιο μετριοπαθή πτέρυγα. Αυτό συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση.

Τμήμα του καθεστώτος που δεν έβλεπε θετικά τη φιλελευθεροποίηση Παπαδόπουλου είχε ήδη αποφασίσει από τον Σεπτέμβριο του 1973 να κινηθεί εναντίον του. Είχε μάλιστα από τότε εμπλακεί και στην Κύπρο, ετοιμάζοντας το πραξικόπημα που λίγους μήνες μετά θα ανέτρεπε τον Μακάριο και θα έδινε ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει με τον Αττίλα 1 και 2. 

Αλλά και πέραν της ιστορικής αλήθειας, η λογική λέει ότι η κίνηση Ιωαννίδη δεν είναι δυνατόν να οργανώθηκε, να προετοιμάστηκε, να βρήκε συμμαχίες και συναινέσεις και τέλος να εκδηλωθεί, εντελώς αναίμακτα, μόλις μία εβδομάδα μετά το Πολυτεχνείο. 

Αυτό σημαίνει ότι το Πολυτεχνείο έδωσε την αφορμή, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν η αιτία για την ανατροπή της κυβέρνησης Μαρκεζίνη και το “πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα” που οργανώθηκε από τον αρχηγό της ΕΑΤ ΕΣΑ. Ο ορίζοντας άλλωστε των εκλογών (προγραμματισμένων για τον Φεβρουάριο του 1973) ήταν και αυτός που καθόριζε το απώτατο όριο της κίνησης των σκληροπυρηνικών ενάντια στον Παπαδόπουλου. Πριν γίνουν εκλογές, το κίνημα Ιωαννίδη θα είχε εκδηλωθεί. Το Πολυτεχνείο μπορεί να επιτάχυνε τα πράγματα κατά λίγες ημέρες ή εβδομάδες, καθώς απέδειξε ότι ο Παπαδόπουλος δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει τον έλεγχο των εξελίξεων. Σημειωτέον ότι τις εκλογές τις έβλεπε θετικά ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής Δεξιάς (Αβέρωφ, Ράλλης), με ένα άλλο τμήμα της (Κανελλόπουλος), μαζί με το Κέντρο να προκρίνει την αποχή, ενώ μέχρι και το ΚΚΕ εσ. έβλεπε θετικά μια σταδιακή πορεία που δημιουργούσε το ενδεχόμενο εξόδου από τη δικτατορία. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αποδεκτή από το σκληροπυρηνικό κομμάτι της Χούντας, το οποίο οργάνωνε την αντεπίθεσή του. 

Το Πολυτεχνείο αποκάλυψε σε όλη του τη γύμνια την αποσταθεροποίηση και τις αντιφάσεις του φασιστικού στρατοπέδου, όξυνε τις σχέσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς και στον πολιτικό κόσμο, αποσταθεροποίησε τη χουντική εξουσία, επιταχύνοντας ίσως την κίνηση γραναζιών που όμως είχαν ήδη τοποθετηθεί στη θέση τους από σχεδιασμούς ξένους προς το αντιδικτατορικό δημοκρατικό κίνημα. Και φυσικά, σε κάθε περίπτωση, η ιστορία δεν εξελίσσεται μέσα σε γυάλα. Δεν είναι εργαστηριακό πείραμα όπου κάθε δράση έχει συγκεκριμένη αντίδραση, και επομένως κάθε κίνημα σαν το Πολυτεχνείο θα έφερνε αναπόφευκτα μια πιο αντιδραστική εξέλιξη.  

Αν αυτά ισχύουν, από πού προκύπτει ο μύθος ότι η εξέγερση “έφερε” τη Χούντα Ιωαννίδη, και άρα κατ’ επέκταση το πραξικόπημα στην Κύπρο και την εισβολή του Αττίλα;

Προκύπτει από την ανάγκη των υβριστών του Πολυτεχνείου να ταυτίσουν κάθε εξέγερση με αρνητικές, επιζήμιες εξελίξεις. Από την πρόθεσή τους να κακολογήσουν την έννοια της Αντίστασης, του Αγώνα και της μαζικής πάλης. 

Αν μια εξέγερση σαν το Πολυτεχνείο, ανεξάρτητα των αγνών προθέσεων των αγωνιστών του (τις οποίες όλοι βεβαίως παραδέχονται), καταλήγει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από τους στόχους της, τότε κάθε εξέγερση, πρέπει να είναι εκ φύσεως παράγοντας αποσταθεροποίησης ή και οπισθοδρόμησης. Όταν οι λαοί και τα έθνη αγωνίζονται, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Είναι προτιμότερες οι ομαλές, σταδιακές, συμφωνημένες και συναινετικές αλλαγές. Αυτή είναι η ρίζα του σύγχρονου ιστορικού αναθεωρητισμού.

Με αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγωγείται μια ολόκληρη κοινωνία στο ραγιαδισμό, στην αναμονή, στην αναζήτηση προστασίας από τις ξένες δυνάμεις. Και ταυτόχρονα, δίνει την αφορμή, μαζί με το ανάθεμα προς την εξέγερση, να μοιρολογούν ορισμένοι τη “χαμένη ευκαιρία της φιλελευθεροποίησης” που αν δεν χανόταν, θα οδηγούσε σε μια ομαλή και μακρά περίοδο μετάβασης, συνύπαρξης δικτατορίας – δημοκρατίας, χωρίς τον μεταπολιτευτικο ριζοσπαστισμό, ο οποίος για τη Δεξιά και το ακραίο Κέντρο είναι η αιτία όλων των δεινών.

50 χρόνια – 1ος Μύθος: “Το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη Χούντα”, “οι εξεγέρσεις δεν έχουν αποτέλεσμα”.

Επιφανείς ιστορικοί και δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν περιχαρείς στους αδαείς αναγνώστες τους ότι το Πολυτεχνείο έγινε τον Νοέμβριο του 73 αλλά η Χούντα έπεσε τον Ιούλιο του 74, δηλαδή οκτώ μήνες αργότερα. Κάνουν σαν να ανακάλυψαν τον τροχό. Το διακύβευμα αυτής της αποκάλυψης είναι σαφές: απέναντι στην βαθιά ριζωμένη λαϊκή πεποίθηση ότι το Πολυτεχνείο προκάλεσε την πτώση της Χούντας, η αστική τάξη και οι υποστηρικτές της αντιτάσσουν ότι το Πολυτεχνείο όχι απλά δεν έριξε τη Χούντα, αλλά έφερε μια ακόμα χειρότερη δικτατορία, αυτή του Ιωαννίδη, η οποία προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου. 

Φυσικά, κανείς δεν έχει ισχυριστεί σοβαρά ότι το Πολυτεχνείο προκάλεσε άμεσα την πτώση της Χούντας, με τον ίδιο τρόπο που -για παράδειγμα- μια βόμβα που ρίχνει το Ισραήλ προκαλεί την κατάρρευση ενός νοσοκομείου ή ενός σχολείου στη Γάζα. Το Πολυτεχνείο διεύρυνε τις ρωγμές του χουντικού καθεστώτος, υπέσκαψε τα θεμέλιά του, γιγάντωσε τις αδυναμίες του, κλάδεψε τα εσωτερικά και διεθνή στηρίγματά του. Έτσι έριξε τη Χούντα. Όχι ως βόμβα, αλλά ως ποτάμι.

Το Πολυτεχνείο τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίηση που επιχείρησε η δικτατορία Παπαδόπουλου. Όξυνε τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις στο στρατόπεδο των χουντικών. Κυρίως, δεν άφησε περιθώρια στον αστικό πολιτικό κόσμο να επανέλθει με “ομαλό τρόπο” στη διακυβέρνηση της χώρας.

Επέβαλε δηλαδή η μεταπολίτευση να έρθει με μια ριζική πολιτική αλλαγή και όχι με μια συμφωνημένη διαδοχή.

Με ιστορικούς όρους και όχι με όρους τρέχουσας καθημερινότητας, το Πολυτεχνείο όχι μόνο έριξε τη Χούντα, αλλά και επέβαλε τους όρους της μετάβασης στη δημοκρατία.

Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητός αν δεν ανατρέξουμε στο εγχείρημα της φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας από το 1970 και μετά. Η Χούντα πιέζεται εσωτερικά και εξωτερικά για βήματα ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής. Εσωτερικά, είναι κυρίως ο επιχειρηματικός κόσμος που αναζητά τη σύγκλιση με την ΕΟΚ και την εξομάλυνση των διεθνών σχέσεων της χώρας που έχουν διαταραχθεί με τις αγριότητες των συνταγματαρχών. Σε αυτή την κατεύθυνση πιέζει και ο αστικός πολιτικός κόσμος, που νιώθει ριγμένος από τους συνταγματάρχες και είναι εκτός εξουσίας επί χρόνια – πράγμα πρωτόγνωρο στο μετεμφυλιακό κράτος. Διεθνώς, τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ βλέπουν με θετικό τρόπο μια μετάβαση σε μια δημοκρατικά “νομιμοποιημένη” διακυβέρνηση, όσο κι αν, ειδικά η Ουάσινγκτον, εξακολουθεί να στηρίζει τη χούντα ως Νατοϊκό – φιλοδυτικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. 

Η φιλελευθεροποίηση μέσα στο 1973 επιταχύνεται: Έχουμε το νόθο δημοψήφισμα για το πολίτευμα τον Ιούλιο του 73, την άρση του στρατιωτικού νόμου και την αμνήστευση τον Αύγουστο του ΄73, τον διορισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη τον Οκτώβριο του ‘73 και σχεδιάζονται εκλογές για τον Φεβρουάριο του ‘74. Τη φιλελευθεροποίηση τη βλέπει θετικά η Δεξιά και το Κέντρο, ενώ ο Παπανδρέου και η Αριστερά θεωρούν ότι είναι προσχηματική. Όλοι διατηρούν επιφυλάξεις, αλλά ταυτόχρονα επίσης όλοι, και ειδικά η Αριστερά, εκτιμούν ότι με τη φιλελευθεροποίηση τα όρια της αντιδικτατορικής πάλης διευρύνονται. Για τις δύο πτέρυγες που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η φιλελευθεροποίηση είτε είναι ατελής (ΚΚΕ εσ.), είτε είναι προσχηματικός ελιγμός του καθεστώτος (ΚΚΕ). Σε κάθε περίπτωση όμως, επιτρέπει την ανάπτυξη της μαζικής αντιδικτατορικής πάλης. Ως τέτοια, μπορεί να καταγγέλλεται πολιτικά, αλλά χρησιμοποιείται οργανωτικά και κινηματικά. Αυτό το γεγονός θα έχει αναμφισβήτητες συνέπειες και στην αρχική στάση της επίσημης Αριστεράς απέναντι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. 

Το Πολυτεχνείο ακύρωσε τη φιλελευθεροποίηση καθώς ο ριζοσπαστισμός που κατακλύζει κυρίως τις πανεπιστημιακές σχολές το φθινόπωρο του 73 δημιουργεί τους όρους μιας αντιφασιστικής εξέγερσης που δεν διαπραγματεύεται κάποια θολά και δειλά βήματα χαλάρωσης. Αυτά με τα οποία είναι ευχαριστημένος ο πολιτικός κόσμος, δεν αρκούν στους φοιτητές.

Αντίθετα, απαιτούν την ανατροπή του χουντικού καθεστώτος εδώ και τώρα (“έξι χρόνια αρκετά – δεν θα γίνουνε εφτά”). Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός ξεκινά από τη δημοκρατική – αντιχουντική διάθεση για να μετασχηματιστεί σε αντιμπεριαλιστική – αντιαμερικανική κατεύθυνση: να αποκατασταθεί άμεσα η λαϊκή κυριαρχία, να σπάσουν οι δεσμοί εξάρτησης από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Η εξέγερση αντικειμενικά θα ξεπεράσει τα όρια που έβαζαν τα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο του Κέντρου και της Δεξιάς. 

Ήταν το σχέδιο φιλελευθεροποίησης κάτι πρωτόγνωρο ή ανεφάρμοστο; 

Όχι. Το αποδεικνύουν πάμπολλες μεταμορφώσεις δικτατορικών καθεστώτων ανά την υφήλια τα χρόνια εκείνα. Ένα χρόνο μετά την αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας, αποκαταστάθηκε ομαλά η Ισπανική δημοκρατία, αφού ο επί σαράντα χρόνια δικτάτορας Φράνκο είχε ορίσει διάδοχό του και επόμενο αρχηγό του κράτους τον βασιλιά Χουάν Κάρλος. Το φασιστικό καθεστώς παραδίδει ομαλά την εξουσία και εξασφαλίζει όχι απλά την αμνηστία, αλλά και τους όρους μετάβασης στη δημοκρατία. Στη Χιλή, ο δικτάτορας Πινοσέτ, μετά από μια αιματοβαμμένη Χούντα, παρέδωσε συμφωνημένα την εξουσία στον πολιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα να μην τιμωρηθεί κατ’ ελάχιστο για τους δεκάδες χιλιάδες δολοφονημένους, σφαγιασμένους, βασανισμένους επί της διακυβέρνησής του. Η φιλελευθεροποίηση των φασιστικών και δικτατορικών καθεστώτων αλλού πέτυχε, αλλά στην Ελλάδα απέτυχε. Χάρη στο Πολυτεχνείο. 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίηση της Χούντας, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο αδύνατη την ομαλή μετάβαση σε “πολιτική κυβέρνηση”, με ταυτόχρονη αμνήστευση των εγκλημάτων της Δικτατορίας. 

Το Πολυτεχνείο και οι νεκροί του “απαγόρευσαν” την ειρηνική συνύπαρξη δικτατορίας – δημοκρατίας σε μια διαδικασία που δεν θα είχε αναταράξεις και τον λαϊκό παράγοντα να εισβάλει στο προσκήνιο. 

Το Πολυτεχνείο επιτάχυνε την αποσύνθεση του φασιστικού στρατοπέδου αφού έκλεισε τη διέξοδο της ομαλής διαδοχής σε πολιτική λύση και οδήγησε στην όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους του.

Αυτή ακριβώς είναι η συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη Δημοκρατία και η άμεση συνεισφορά του στην πτώση της Χούντας. 

Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο, ποιος εγγυάται ότι η Ελλάδα δεν θα είχε την πορεία της Χιλής; Ή ακόμα και την πορεία της Ισπανίας που αναταρασσόταν από εντάσεις και εκτροπές για χρόνια μετά το θάνατο του Φράνκο; Ποιος εγγυάται ότι η Δημοκρατία θα αποκαθίστατο οκτώ μήνες μετά και όχι οκτώ ή δεκαοκτώ χρόνια μετά; Ποιος εγγυάται ότι η Χούντα δεν θα κατέληγε να είναι μισητή από το λαό; Αυτό το πάνδημο μαζικό μίσος προς τη Χούντα ήταν που θωράκισε την πολιτειακή ομαλότητα κατά τη μεταπολίτευση, για την οποία οι κατά τα άλλα αναθεωρητές του Πολυτεχνείου είναι υπερήφανοι.

Αν κάτι πονά την αστική τάξη αναφορικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι ότι ο τρόπος μετάβασης δεν έγινε με συμφωνημένο, συντεταγμένο και καθεστωτικό τρόπο ανάμεσα στους ιστορικούς ιδιοκτήτες της χώρας (αστικό προσωπικό) και τους πρόσκαιρους πραξικοπηματίες. Αντίθετα, έγινε με το Πολυτεχνείο να επιβάλει τον ριζοσπαστισμό του. 

Και αν κάτι πονά ακόμα περισσότερο είναι το συμπέρασμα ότι η ιστορία προχωρά με εξεγέρσεις και επαναστάσεις, επιταχύνεται όταν ο λαός και οι μάζες εισβάλουν στο προσκήνιο και επιβάλουν διεξόδους που ήταν αδιανόητες ως τότε.  

Η χλεύη που σημειώνεται από πληθώρα σχολιαστών, δημοσιογράφων και υποστηρικτών της εξουσίας για το αν το Πολυτεχνείο έριξε τη Χούντα, έχει τη βάση της στο μίσος που έχει η άρχουσα τάξη για τις εξεγέρσεις, τις επαναστάσεις και την αντίσταση. 

Για αυτούς, η ανεξαρτησία της Ελλάδας πριν δύο αιώνες, δεν προέκυψε από την επανάσταση του 1821 και τον αγώνα και τις θυσίες του γένους, αλλά από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (όχι της Ρωσίας – προς Θεού, μόνο της Αγγλίας), και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, 

Η απελευθέρωση από τους Γερμανούς δεν ήρθε (και) από την ένοπλη πάλη του λαού και την Αντίσταση με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, αλλά αποκλειστικά από τη διεθνή έκβαση του πολέμου (όχι της νίκης της ΕΣΣΔ στο Στάλινγκραντ – προς Θεού, μόνο της απόβασης των ΗΠΑ στη Νορμανδία ενάμισι χρόνο αργότερα).

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν ήρθε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τουναντίον, αυτή έφερε τον Ιωαννίδη και προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου (αδιανόητη ύβρις με την οποία θα ασχοληθούμε στο δεύτερο σημείωμα). Η Δημοκρατία ήρθε από τον Καραμανλή που κατέφθασε να σώσει τη χώρα.

Αυτές είναι οι μυθολογίες του αστικού ιστορικού αναθεωρητισμού, μυθολογίες που μπορούν και πρέπει να πάρουν τη θέση που τους αξίζει: Στον κάλαθο των αχρήστων της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. 

Το Πολυτεχνείο θα είναι πάντα παρόν, να θυμίζει σε φίλους και αντιπάλους ότι η ιστορία προχωρά με εξεγέρσεις, ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν έρχονται με μικρές βελτιώσεις, ότι οι χούντες δεν ανατρέπονται από φιλελευθερισμούς, ότι ο λαός κερδίζει όταν αγωνίζεται, ότι οι αντιδραστικοί είναι χάρτινοι τίγρεις όταν οι μάζες εισβάλουν στο προσκήνιο.

Πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο: αναζητούνται «προβοκάτορες»

Οι επέτειοι είναι μια ευκαιρία ανασκόπησης αλλά και αναθεώρησης. Αυτό γίνεται κατά κόρον από τη μεριά της άρχουσας τάξης επιδιώκοντας να εμπεδώσει έναν όλο και καλύτερο συσχετισμό για τα συμφέροντά της. Για την απέναντι πλευρά, για το ανταγωνιστικό στρατόπεδο, αν κάτι έχει σημασία από την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν είναι μόνο η ανάκληση της ιστορικής μνήμης και η τιμή στην εξέγερση, αλλά και η υπενθύμιση ότι η ιστορία του Πολυτεχνείου καθορίζεται από την κομμουνιστική Αριστερά που δεν διαθέτει μόνο το όνομα, αλλά και την ουσία. Δηλαδή την επαναστατική Αριστερά. Την Αριστερά που στις επόμενες δεκαετίες υποχώρησε και σήμερα απουσιάζει.

Μια επέτειος που δεινοπαθεί

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ταλαιπωρήθηκε ως ιστορική και πολιτική αναφορά ακριβώς όπως ταλαιπωρήθηκε και η έννοια της Μεταπολίτευσης. Κατά τις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν την εξέγερση, το Πολυτεχνείο ήταν ιερό και απαραβίαστο. Πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι περιποιούσαν τιμή στον Νοέμβρη, καθώς ακόμα τροφοδοτούσε με καύσιμα το απαραίτητο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης. Αποκρύφτηκαν οι αντιθέσεις που υπήρξαν μέσα στην εξέγερση και στην πορεία προς αυτήν, αλλά και όσες ακολούθησαν κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της νεαρής δημοκρατίας. Ήταν χρήσιμη για την αστική εξουσία μια ενιαία και αδιάσπαστη συναίνεση προς τη «δημοκρατία», τη μακροβιότερη, σταθερότερη και ευρωπαϊκότερη φυσικά δημοκρατία που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Επομένως το Πολυτεχνείο ως εναρκτήρια σπίθα της Μεταπολίτευσης κοβόταν και ραβόταν στα μέτρα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά περιβαλλόταν ταυτόχρονα με αίγλη και τιμή. Το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση ήταν θετικά ορόσημα που «επιβεβαίωναν» ότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν στη Χούντα, ότι εκτιμούσαν τη Δημοκρατία και ότι όλοι μαζί συναινούσαν στην ομαλή ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έκτοτε. Ήταν τα χρόνια της σταθεροποίησης. Η εξουσία της αστικής τάξης δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά, αλλά ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός ενίοτε έφερνε παραστρατήματα και ανορθογραφίες. Το λαϊκό κίνημα κατά την πρώτη περίοδο έχει ρόλο, και επομένως το κοινωνικό συμβόλαιο είναι απαραίτητο.

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, και κυρίως η τελευταία δεκαετία των 50 χρόνων που πέρασαν από την εξέγερση του Νοέμβρη, αλλάξαν τα πρόσημα της αναφοράς. Η Μεταπολίτευση έγινε κάτι αναχρονιστικό, το Πολυτεχνείο έγινε αν όχι επιζήμιο, ίσως παλαιολιθικό και πάντως σίγουρα μια μυθολογική κατασκευή. Από εκεί που η Μεταπολίτευση και το Πολυτεχνείο συνιστούσαν αντικείμενο τιμής και μνήμης, έστω μουσειακής και αποστεωμένης, κρατικής και γραφειοκρατικής, η Μεταπολίτευση άρχισε να ενοχοποιείται, καθώς κατά τον κυρίαρχο λόγο συμπυκνώνει όλα τα δεινά της σύγχρονης Ελλάδας, δηλαδή την ισχυρή παρουσία του λαϊκού κινήματος, την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, το ηθικό της πλεονέκτημα, τις εργατικές διεκδικήσεις, τον αντιμπεριαλισμό και τον αντιαμερικανισμό. Πράγματα που σήμερα οφείλουν να θεωρούνται ξεπερασμένα και θλιβερά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Η Μεταπολίτευση στα νάματα της οποία ορκίζονταν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, μέχρι και τη δεκαετία του ‘90, έγινε στη μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα συνώνυμο της ελληνικής καθυστέρησης, της οπισθοδρόμησης, της πολιτικής και ιδεολογικής γραφικότητας. Αυτή η αλλαγή ήταν έκφραση του συσχετισμού που αλλάζει. Σήμαινε ότι το κοινωνικό συμβόλαιο πλέον δεν είναι απαραίτητο γιατί η αστική τάξη δεν έχει αντίπαλο. Αν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι πλέον απαραίτητο, δεν είναι απαραίτητη ούτε η θετική αναφορά στη Μεταπολίτευση, ούτε η διθυραμβική τιμή στο Πολυτεχνείο.

Μέσα σε μισό αιώνα, το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση πέρασαν από τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας, στη «λάθος». Και αν το Πολυτεχνείο είναι πιο δύσκολο να καταγγελθεί, λόγω της βαρύτητας της εξέγερσης, της βίας της χούντας, του ηρωισμού των εξεγερμένων και του αίματος που χύθηκε, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση, ενοχοποιείται πιο εύκολα και ανέξοδα από το Πολυτεχνείο, καθώς σε αυτήν, εύκολα μπορούν να χρεωθούν όλα εκείνα που θυμίζουν ότι τον εικοστό αιώνα ο καπιταλισμός δεν ήταν ασύδοτος, δεν ήταν ανεξέλεγκτος, είχε αντίπαλο. Στη Μεταπολίτευση οι εργάτες έκαναν απεργίες, οι εργαζόμενοι είχαν δικαιώματα, οι δεξιές κυβερνήσεις κρατικοποιούσαν επιχειρήσεις, το κράτος πρόνοιας δεν ήταν εξτρεμιστικό αίτημα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν ήταν τρομοκρατία, οι Αμερικανοί ήταν φονιάδες των λαών, η κόκκινη σημαία ανέμιζε ακόμα (όπως κι αν ανέμιζε) στο Κρεμλίνο, το πολιτικό σύστημα δεν χειροκροτούσε τα εγκλήματα του σιωνισμού και η παλαιστινιακή σημαία δεν ήταν παράνομη. Αυτή η Μεταπολίτευση, έχει πλέον αρνητικό φορτίο για την αστική εξουσία και τους ιστορικούς και διανοούμενούς της.

Τα σκάγια όμως παίρνουν και το Πολυτεχνείο, στο οποίο οι πιο τοξικές φωνές της αστικής διανόησης ανακάλυψαν (καθυστερημένα είναι αλήθεια) ότι η εξέγερση έφερε τη χούντα του Ιωαννίδη και επομένως και την τραγωδία της Κύπρου, ενώ, οι πιο σοβαροί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης προτιμούν να αποκαθηλώνουν λίγο λίγο το Πολυτεχνείο, υπερτονίζοντας τη σημασία του ως «καταστατικού μύθου» για την πτώση της Χούντας και τη μεταπολιτευτική δημοκρατία. Η φετινή σημαδιακή επέτειος του μισού αιώνα προσφέρεται ιδιαίτερα για μια τέτοια αναθεώρηση, για μια απομυθοποίηση και αποκαθήλωση της ιστορίας πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η Αριστερά και γενιές παλιών και νέων αγωνιστών.

Να υπερασπίσουμε το Πολυτεχνείο, να το ξεχωρίσουμε από τη Μεταπολίτευση, να υπερασπίσουμε (κριτικά) τη Μεταπολίτευση

Η σύγχρονη κυρίαρχη αφήγηση για το Πολυτεχνείο, είτε θέλει να το αμαυρώσει ως απερισκεψία που επέφερε δεινά (εννοώντας τη Χούντα Ιωαννίδη και τον Αττίλα), είτε θέλει να το αποκαθηλώσει σταδιακά, κατατάσσει το Πολυτεχνείο στην εννοιολογική κατηγορία του μύθου. Μιλά δηλαδή για τις μυθολογίες, τις ψεύτικες ιστορίες αγώνων και ηρωισμού που έστησε η Αριστερά (ως δύναμη που «καπηλεύτηκε» ή ιδιοποιήθηκε την εξέγερση). Αν τελειώσουν λοιπόν αυτές οι μυθολογίες θα δούμε όλοι από κοινού ότι τα πολιτικά διλήμματα κακώς οξύνθηκαν, ότι η Δεξιά αδίκως ενοχοποιήθηκε, ότι η ασυλία που απολάμβαναν μεταπολιτευτικά οι φοιτητές και οι συνδικαλιστές, ή η ασυδοσία των αιτημάτων των εργαζομένων, καθυστέρησαν την ανάπτυξη της χώρας και την πορεία της στο σύγχρονο μετακομμουνιστικό κόσμο. Η αποκαθήλωση του Πολυτεχνείου ως κάτι πολιτικά περιορισμένου («πόσοι ήταν; Λίγες χιλιάδες φοιτητές»), και χρονικά πεπερασμένου («έπεσε η Χούντα. Τι θέλετε τώρα;»), σημαίνει ότι κακώς ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός. Αυτή η αφήγηση καταλήγει στη λύτρωση ότι επιτέλους σήμερα είναι κοινός τόπος ότι αυτά είναι τρέλες και παραδοξότητες, ότι δεν γίνεται να αμφισβητούνται οι βασικές συντεταγμένες της πορείας της χώρας και το κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο που έχει οριστεί από το 1945.

Η Μεταπολίτευση θεωρείται συνέχεια του Πολυτεχνείου, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και άρνησή του. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου που συμπίπτει με τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας. Ο Καραμανλής ορίζει την ημερομηνία των εκλογών στις 17/11, ακριβώς ένα χρόνο μετά την εξέγερση, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να επισκιάσει την αίγλη του Πολυτεχνείου, αλλά και να επανανοηματοδοτήσει το Πολυτεχνείο ως απλή επιζήτηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ΚΝΕ ζητά να μεταφερθεί ο εορτασμός λίγες μέρες μετά. Η επαναστατική Αριστερά και μεγάλο τμήμα του φοιτητικού κινήματος, αντιδρά, θεωρώντας ότι το Πολυτεχνείο δεν είναι κινητή εορτή και τιμά την εξέγερση με πορεία δεκάδων χιλιάδων, (από την οποία απουσιάζει η επίσημη Αριστερά), προς την Καισαριανή, με κεντρικό σύνθημα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο. Για πρώτη φορά επιχειρείται η ένταξη της εξέγερσης στην ιστορική συνέχεια των μεγάλων στιγμών της κομμουνιστικής Αριστεράς του εικοστού αιώνα. Η ομαλή πορεία προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την περίοδο της Μεταπολίτευσης δεν είναι συνέχεια ή μετεξέλιξη της εξέγερσης. Είναι περισσότερο αναίρεση και άρνηση, πολιτική μετάλλαξη από το νόημα που κληροδότησε ο Νοέμβρης.

Κατά τη Μεταπολίτευση συγκρούονται δύο ανταγωνιστικά συνθήματα κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου: «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» από τη μια, «ο αγώνας τώρα συνεχίζεται» από την άλλη. Οι πρώτοι εννοούν ένα πλήθος από αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα, αλλά σε τελικά ανάλυση ενιαία στη βασική τους λογική πράγματα: Αποκατάσταση της δημοκρατίας, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ελεύθερες εκλογές, ελεύθερο συνδικαλισμό, φοιτητικό ριζοσπαστισμό, άνοδος του ΠΑΣΟΚ, συγκυβέρνηση με την Αριστερά σε Δήμους, συνδικάτα, συλλόγους. Οι δεύτεροι, με όλες τις τυχόν μεγαλοστομίες τους, εννοούν ότι το Πολυτεχνείο παραμένει αδικαίωτο. Και ότι όλες οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης που χαιρετίζονται πανηγυρικά, περισσότερο λειτουργούν ως καταλύτης ενσωμάτωσης, παρά ως νέα πεδία πάλης των λαϊκών μαζών. Το να θεωρείται η Μεταπολίτευση ότι είναι η «δικαίωση» του Πολυτεχνείου, συντελεί στην απαξίωση της εξέγερσης. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» αρχίζει και ταυτίζεται με την εξαργύρωση των αγωνιστικών ενσήμων ορισμένων την προς ακαδημαϊκή, πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναρρίχηση. Στην πορεία, αυτή η «γενιά» φορτώνεται όλα τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από τα σκάνδαλα και τη μεγάλη διαπλοκή, μέχρι τη μικρή διαφθορά και το αργόσχολο δημόσιο. Το ΠΑΣΟΚ συντελεί στο μέγιστο βαθμό στην «κρατικοποίηση» του Πολυτεχνείου στρατολογώντας στελέχη της εξέγερσης που μέχρι τη δεκαετία του 80 ανήκαν στην Αριστερά. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι στην πορεία ορισμένες από τις μεταλλάξεις γίνονται ακόμα πιο κακοήθεις. Άνθρωποι που πέρασαν από την αντιδικτατορική πάλη και συμμετείχαν στην εξέγερση, μετασχηματίζονται σε συνήγορους της εξουσίας (της οποιασδήποτε εξουσίας, από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ μέχρι τη Δεξιά και το μνημονιακό ακραίο κέντρο), ενώ οι τοξικότερες περιπτώσεις αυτών, στρατεύονται επιθετικά εναντίον της Αριστεράς. Δεν έχουμε στην περίπτωση αυτή μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στην εξέγερση, αλλά μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που είδε το φως το αληθινό, ανένηψε και τώρα τάσσεται μαχητικά υπέρ της Δεξιάς.

Το να ξεχωρίσουμε, να διακρίνουμε ή ακόμα και να φέρουμε σε αντιπαράθεση το Πολυτεχνείο με τη Μεταπολίτευση, το κοινωνικοπολιτικό συμβόλαιο και το διαδοχικό ξεδόντιασμα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, δεν πρέπει να σημαίνει και αδιαφορία μπροστά στην επιθετική παλινόρθωση της άρχουσας τάξης που βυσσοδομεί εναντίον της Μεταπολίτευσης και των κοινωνικών κεκτημένων που συμπυκνώνονται σε αυτήν. Η Μεταπολίτευση υμνήθηκε για τους λάθος λόγους και κατηγορείται για εξίσου λάθος λόγους. Υμνήθηκε για το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο που λειτούργησε -θωρακίζοντας έτσι την αστική πολιτική- και κατηγορήθηκε για τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό που έφερε και τις κατακτήσεις που αυτός ο συσχετισμός κατοχύρωσε μέχρι ένα τουλάχιστον σημείο. Ισχύει ωστόσο το ανάποδο. Η Μεταπολίτευση ως συσχετισμός δύναμης που αποτελεί ανάχωμα στην κοινωνική βαρβαρότητα αξίζει της υπεράσπισής μας, ενώ ως λύση που διασφάλιζε την ομαλή αλλαγή φρουράς (κατά τη διατύπωση του Α.Παπανδρέου) και την θωράκιση του αστικού πλαισίου εξουσίας, απαιτεί την κριτική μας.

Το Πολυτεχνείο ως όξυνση των αντιθέσεων

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι μια διαδικασία που τροφοδοτείται από δύο πλευρές: Από τη μια, η στρατιωτική δικτατορία επιχειρεί το πείραμα της φιλελευθεροποίησης με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και την απόπειρα ομαλής μετάβασης σε ένα ελεγχόμενο, σκληρά αντικομμουνιστικό αλλά αποδεκτό από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δηλαδή τυπικά δημοκρατικό, καθεστώς. Από την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια ευκαιρία συμμετοχής μετά από έξι χρόνια πολιτικής εξορίας. Η Δεξιά και το Κέντρο βλέπουν θετικά το εγχείρημα Παπαδόπουλου από τον Ιούλιο του 1973, υπό όρους και προϋποθέσεις. Αν και η Χούντα δεν είχε πολλούς άμεσους υποστηρικτές από τον προδικτατορικό αστικό πολιτικό κόσμο, δεν λείπουν οι «γεφυροποιοί» που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια μοναδική ευκαιρία ομαλής μετάβασης από την εξημερωμένη Χούντα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, μετάβαση που έγινε άλλωστε επιτυχημένα λίγο αργότερα στην Ισπανία, όταν μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, η εξουσία πέρασε στον βασιλιά που προκήρυξε εκλογές και την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η στήριξη της φιλελευθεροποίησης είναι κοινός τόπος στον παλιό αστικό κόσμο, στον τύπο, στην επιχειρηματική τάξη, αλλά και στις ξένες δυνάμεις. Δεν προκύπτει από κάποια εμπιστοσύνη στη στρατιωτική χούντα, αλλά από την μοιρολατρική εκτίμηση ότι η δικτατορία έχει πλέον ριζώσει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο αν μεταλλαχθεί από τα μέσα. Η υπερτίμηση της Χούντας δεν γίνεται όμως μόνο από την αστική πλευρά.

Η Αριστερά παλινωδεί και ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γραμμές. Η επίσημη εκδοχή της βλέπει τη φιλελευθεροποίηση ως ευκαιρία να κερδηθούν θέσεις μάχης σε μια συνθήκη χαλάρωσης της ασφυκτικής καταστολής, ενώ τα νέα ρεύματα της Αριστεράς που συγκροτούνται τη δεκαετία του 60 εντός, εκτός, και ενάντια στην υπαρκτή Αριστερά, επιζητούν το τορπίλισμα της φιλελευθεροποίησης και μια πιο ριζοσπαστική διέξοδο. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές, χωρίς να μπορεί να μορφοποιηθεί σχηματικά και απόλυτα κάθε ώρα και στιγμή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της πορείας προς την εξέγερση, καθορίζει τις αντιθέσεις μέσα στην εξέγερση. Μια ορισμένη λογική της Αριστεράς, μέσα σε όλη τη σύγχυση της παρανομίας που κρατά ήδη από τον Εμφύλιο, επιζητά βήμα το βήμα μικρά κέρδη και σταδιακό ανέβασμα της συνείδησης και της πάλης των μαζών. Αυτή η λογική είναι κυρίαρχη στις ηγεσίες και τα καθοδηγητικά κέντρα. Μια άλλη εκδοχή της, όχι απαραίτητα συγκροτημένη σε μηχανισμούς και οργανώσεις, θεωρεί ότι «η εξέγερση είναι δίκαιη», χωρίς να λογαριάζει μικροκέρδη και μικροζημιές. Η υπέρβαση των ορίων που έθεταν στις εξελίξεις τόσο η Δεξιά με το Κέντρο, όσο και η Αριστερά στις δύο επίσημες εκδοχές της (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.), ήταν αυτή που έδωσε σχήμα στην εξέγερση, εξηγώντας και πολλές από τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην εξέγερση. Τα όρια αυτά συνέχισαν να υπάρχουν καθόλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αμφισβητήθηκαν σε διάφορες στιγμές από τον λαϊκό παράγοντα, αλλά και δοκιμάστηκαν σκληρά όταν η πολιτική και οικονομική κρίση οδήγησε στα μνημόνια και στις τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό. Η αποδοχή των ορίων που θέτει η άρχουσα τάξη για τη χώρα, αποδείχθηκε κοινός τόπος για την Αριστερά το 2015, είτε δια της πλάγιας αποχής, είτε δια της ευθείας συμμόρφωσης.

Η ταλάντευση ανάμεσα στην εκμετάλλευση των περιθωρίων που θα αφήσει στη δημοκρατική πάλη η φιλελευθεροποίηση της Χούντας, και στην έκφραση των πιο ριζοσπαστικών διαθέσεων του λαού και ειδικά της φοιτητικής νεολαίας, είναι η βασική αιτία που θα γεννήσει παλινωδίες, πισωγυρίσματα, ελιγμούς και συχνά αντιφατικές κινήσεις, μέσα στην εξέγερση. Τόσο οι κομματικές ηγεσίες της Αριστεράς με τα παράνομα κλιμάκιά τους, όσο και οι καθοδηγήσεις των αντίστοιχων νεολαιίστικων οργανώσεων παλαντζάρουν διαρκώς ανάμεσα στην υποστήριξη της πιο ριζοσπαστικής εκδοχής (κατάληψη και αναπόφευκτη εξέλιξη σε αντιχουντική – αντιφασιστική εξέγερση) και στη διολίσθηση προς μια πιο ήπια εκδοχή. Η ήπια εκδοχή εκκινούσε από την εκτίμηση ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα για μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Χούντα, ότι τα αιτήματα πρέπει να περιοριστούν σε πιο στενό φοιτητικό πλαίσιο και ότι βαθμιαία και σταδιακά πρέπει το κίνημα να εκμεταλλευτεί τον χώρο που θα δώσει μελλοντικά η φιλελευθεροποίηση της Χούντας για να αναπτύξει τα δημοκρατικά κεντρικά-πολιτικά αιτήματά του. Αυτήν την ταλάντευση, το προβληματισμό, το διαρκές μπρος – πίσω, το παλατζάρισμα ανάμεσα στην ενεργητική συμμετοχή και στην απόσυρση, λύνεται στην πράξη με την ενθουσιώδη συμμετοχή των φοιτητών στην κατάληψη. Την απάντηση δεν την δίνουν τα στελέχη που έχουν μελετήσει τις εκτιμήσεις των κομματικών επιτελείων, αλλά το παλιρροϊκό κύμα που μπήκε στο Πολυτεχνείο το μεσημέρι της Τετάρτης και δεν ξαναβγήκε.

Η ταλάντευση φυσικά δεν σημαίνει ότι τα στελέχη της ΑντιΕΦΕΕ ή του Ρήγα που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πιο «ήπια» ή «προσεκτική» γραμμή ήταν λιγόψυχοι ή ανεπαρκείς. Σημαίνει απλώς ότι κινήθηκαν βάσει άλλων εκτιμήσεων που εκ των πραγμάτων όμως αποδείχθηκαν αναντίστοιχες με τις εξελίξεις και την πραγματική βούληση των φοιτητών και της νεολαίας. Τα γεγονότα εδώ είναι πεισματάρικα: Το ΚΚΕ (αντι-ΕΦΕΕ) και το ΚΚΕ εσ. (Ρήγας Φεραίος) αποχωρούν από την κατάληψη το απόγευμα της Τετάρτης 14/11/73, για να ξαναμπούν αμέσως μετά, και αφού γίνεται σαφές ότι οι φοιτητές δεν πρόκειται να αποχωρήσουν. Στη μικροφωνική και στις ανακοινώσεις των πρώτων ωρών, γίνεται «μάχη» για το αν θα μπουν κεντρικά πολιτικά αντιχουντικά αιτήματα που παραπέμπουν σε μαζική εξέγερση ή αν θα περιοριστεί η κινητοποίηση σε φοιτητικά πλαίσια. Λίγο πριν την εισβολή των τανκς στελέχη της μετέπειτα «επίσημης Αριστεράς», καθόλα έντιμα και αγωνιστικά, ομολογούν παρόλα αυτά ότι οι άλλοι «πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους». Φυσικά, δεν παύουν να είναι παρόντες και παρούσες, όρθιοι και όρθιες στις επάλξεις. Όμως, ακόμα και μήνες μετά την εξέγερση δίνουν και παίρνουν οι θεωρίες συνωμοσίας για τους «προβοκάτορες» που ξεκίνησαν την κατάληψη (Πανσπουδαστική Νο 8 κλπ).

Αν όμως οι δύο βασικές δυνάμεις της Αριστεράς, δεν επεδίωξαν την κατάληψη, τότε ποιος τη θέλησε; Οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης, ανακαλώντας στη μνήμη τους τις στιγμές, μιλούν για τις συνθήκες χάους, αυθορμητισμού, πρωτόγνωρου ενθουσιασμού που κυριάρχησαν. Και είναι προφανές ότι μια εξέγερση που γίνεται σε συνθήκες παρανομίας δεν μοιάζει σε τίποτα με μια συνέλευση όπου οι ομιλητές καθαρά και παστρικά μεταφέρουν την κομματική γραμμή και ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματά τους. Ωστόσο, και οι προφορικές μαρτυρίες, και τα γραπτά ντοκουμέντα, συντείνουν στο ότι φοιτητές από τον χώρο της επαναστατικής Αριστεράς ήταν αυτοί που, είτε δρώντας με «ανυπομονησία», είτε δρώντας με «ενθουσιασμό», είτε παρακινούμενοι από τις πιο μαχητικές εκτιμήσεις των οργανώσεων στις οποίες ανήκαν, έθεσαν τον στόχο της κατάληψης, παρέμειναν στο Πολυτεχνείο όταν αποχώρησαν προσωρινά η ΑντιΕΦΕΕ και ο Ρήγας Φεραίος, και επέμειναν σε ένα πολιτικό αντιφασιστικό – αντιμπεριαλιστικό πλαίσιο αιτημάτων. Αυτό το πλαίσιο αιτημάτων είναι που οδηγεί αναπόφευκτα στην περίφημη διατύπωση της Ανακοίνωσης της Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου του 1973:

Αρχίζοντας έτσι πολιτικό αγώνα οι φοιτητές και οι Έλληνες εργαζόμενοι, που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους και καλούν τον ελληνικό λαό να συσπειρωθεί γύρω τους και ν’ αγωνιστεί μαζί τους ως την τελική νίκη. Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας.

Η «άλλη Αριστερά»

Ήδη από το 1972, την εποχή δηλαδή που ξεσπούν οι πρώτες μαζικές αμφισβητήσεις της Χούντας στο χώρο των εργαζομένων, των αγροτών, της νεολαίας, ομάδες και κινήσεις που αναφέρονται στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς (ΟΜΛΕ, ΑΑΣΠΕ, ΟΣΕ κλπ) συγκροτούνται έχοντας ως πεδίο αναφοράς τον αντιφασιστικό και αντιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του κινήματος, ενώ στέκονται κριτικά απέναντι στην απόπειρα φιλελευθεροποίησης της Χούντας την οποία θεωρούν ελιγμό που επιζητά να ενσωματώσει τις αστικές δυνάμεις, και που δεν τροποποιεί το κεντρικό καθήκον για ανατροπή της δικτατορίας. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μειοψηφία συγκρινόμενες με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ, αλλά κατορθώνουν και δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις καθώς συναντιούνται πιο αποτελεσματικά με μια νέα πρωτοπορία αγωνιστών που χωρίς εμπειρία και πολιτική ή οργανωτική «σύνδεση» με παράνομα καθοδηγητικά κέντρα κάνουν τα πρώτα τους πολιτικά βήματα.

Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των επιτελείων ΚΚΕ και ΚΚΕεσ, αυτό το ρεύμα, με ανομοιομορφίες και αντιφάσεις, συναντιέται πάνω στη γραμμή της απόρριψης της χουντικής φιλελευθεροποίησης και συγκρούεται με τη γραμμή της προσαρμογής σε αυτή, της σταδιακής εκμετάλλευσης των «κενών» που θα άφηνε η ομαλοποίηση, και της «αντιδικτατορικής ενότητας». Το ρεύμα αυτό προπαγανδίζει ότι δεν είναι δυνατή μια ριζική αλλαγή σε όφελος του λαού αν δεν υπάρξει ανατροπή του καθεστώτος, αλλά και συνολικά, γκρέμισμα της υποτέλειας και της αμερικανοκρατίας. Έρχεται εκ των πραγμάτων σε αντιπαράθεση με εκτιμήσεις που προέρχονται από τον χώρο της προδικτατορικής ΕΔΑ και βλέπουν με ηττοπάθεια την κατάσταση, εκτιμούν ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει και ότι κάθε «παραχώρηση» της δικτατορίας πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως περαιτέρω κατάκτηση για το δημοκρατικό αντιδικτατορικό κίνημα.

Μια εύκολη διαφυγή από την αναζήτηση ευθυνών για τη συγκεκριμένη στάση των δυνάμεων της επίσημης Αριστεράς είναι η υπερβολική επίκληση στο «αυθόρμητο». Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, όλες λίγο ή πολύ οι δυνάμεις, «αφέθηκαν» να παρασυρθούν από τον ριζοσπαστικό ενθουσιασμό. Είναι σωστό, ότι μια εξέγερση που δεν είναι σχεδιασμένη από ένα κομματικό επιτελείο αλλά αποτέλεσμα της δυναμικής των πραγμάτων, παρασύρει τις οργανωμένες δυνάμεις και τις εντάσσει, οργανικά ή όχι, εντός της. Άλλο τόσο όμως είναι σωστό, ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις για το αν η κινητοποίηση θα περιοριστεί στο αίτημα των ελεύθερων ή όχι φοιτητικών εκλογών, ή αν θα πάρει ευρύτερο χαρακτήρα. Όταν αυτή η μάχη κερδήθηκε, υπήρξε και πάλι αντιπαράθεση για το αν η κινητοποίηση θα καλέσει σε «αντιδικτατορική ενότητα» και «πολιτική λύση» καλώντας τις προδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ή θα μετασχηματιστεί σε εξέγερση. Αυτές οι αντιπαραθέσεις κρύβονται επιδέξια πίσω από το «αυθόρμητο», το «ηρωικό», το «μεγαλειώδες» στοιχείο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και πίσω από το ότι τα στελέχη των αντιδικτατορικών οργανώσεων της Αριστεράς, ανεξαρτήτως επιδιώξεων και εκτιμήσεων, σε τελική ανάλυση, ήταν εκεί. Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι μόνο το ποιος ήταν εκεί, αλλά και τι ήθελε να κάνει. Όχι για να κατηγορηθεί επί του προσωπικού αλλά για να υπογραμμιστεί ο ρόλος και ο προσανατολισμός του κάθε φορέα, κόμματος, ρεύματος.

Η Δεξιά σήμερα κατηγορεί την Αριστερά για την καπηλεία του Πολυτεχνείου. Προφανώς έχει άδικο. Η Δεξιά, πολιτικά, ήταν απούσα από τους αγώνες για τη Δημοκρατία, όχι γιατί δεν ήθελε την πτώση της Χούντας, αλλά γιατί δεν πιστεύει στους αγώνες. Ωστόσο η καπηλεία είναι ένα πικρό αίσθημα που αφήνει ο μεταπολιτευτικός εορτασμός, και ειδικά ο εορτασμός των τελευταίων ετών, με την καταθλιπτική οργανωτική κυριαρχία της ΚΝΕ. Το ΚΚΕ εμφανίζεται όχι απλά ως «κληρονόμος» αλλά και ως το βασικό υποκείμενο της εξέγερσης, εικόνα που είναι πέρα για πέρα απατηλή. Από τον Οκτώβρη του ‘73 όπου η ΚΝΕ με απόφασή της απορρίπτει κατηγορηματικά ανοικτές μορφές αντιπαράθεσης με τη Χούντα, όπως οι καταλήψεις, μέχρι την αποχώρηση από την κατάληψη την πρώτη μέρα, από την προσπάθεια να περιοριστεί η κινητοποίηση στα φοιτητικά αιτήματα, μέχρι την «αναζήτηση πολιτικής λύσης με οικουμενική κυβέρνηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» στην πρώτη συντονιστική, και από τις προσπάθειες «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο, μέχρι την καταγγελία της «εισβολής των προβοκατόρων» στην Πανσπουδαστική Νο8, είναι σαφές ότι οι εκτιμήσεις αλλά και οι προσπάθειες του κόμματος ήταν, στην καλύτερη περίπτωση βαθιά λαθεμένες, στη χειρότερη εντελώς επιζήμιες. Και φυσικά, δεν μπόρεσαν να γίνουν πράξη. Ακόμα πιο συντηρητικές, φοβικές, ρεφορμιστικές είναι οι πολιτικές που επιχειρεί να εφαρμόσει το ΚΚΕεσ.

Αναιρούν όλα τα παραπάνω την αγνότητα, την αγωνιστικότητα, τον ενθουσιασμό, και τον ηρωισμό που έδειξαν οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου; Είναι προσβολή των αγωνιστικών τους περγαμηνών; Είναι αναίρεση ή ακύρωση της προσφοράς τους; Σε καμιά περίπτωση. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι ρεφορμιστικές και συμβιβαστικές εκτιμήσεις – γραμμές ξεπεράστηκαν από τα ίδια τα μέλη των αντίστοιχων οργανώσεων, είτε επειδή η σύγχυση και η ασάφεια για το ποιος είναι τι, ήταν μεγάλες, είτε επειδή η ίδια η ζωή της εξέγερσης επέβαλε άλλη κατεύθυνση.

Δεν μπορούμε όμως να αναβαπτίζουμε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όχι απλώς ένα κόμμα, αλλά μια ολόκληρη λογική που έκανε ουκ ολίγες φορές την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια όχι μόνο της εξέγερσης αλλά και όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου, επικαλούμενοι την εντιμότητα, την αγωνιστικότητα, αλλά ακόμα και τη μετέπειτα αγωνιστική πορεία των τότε μελών του. Και αυτό, γιατί οι συγκεκριμένες συμβιβαστικές, ρεφορμιστικές πολιτικές, χαρακτήρισαν σε βάθος χρόνου τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς και φτάνουν μέχρι σήμερα. Από την πλήρη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική με τα μνημόνια μέχρι το πείραμα τραμπισμού με τον Κασσελάκη, αλλά και με τις από καθέδρας διακηρύξεις του ΚΚΕ για τη λαϊκή εξουσία …όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, ενώ σε κάθε κρίσιμη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη για την αστική τάξη, επιλέγεται η αποχή.

Η επέτειος των 50 χρόνων από την εξέγερση βρίσκει την Αριστερά σε μια από τις χειρότερες στιγμές της. Οι επιπτώσεις από τα μνημόνια βαραίνουν κοινωνικά και πολιτικά, τμήμα της Αριστεράς μεταλλάχθηκε ανοικτά, το ΚΚΕ ψαρεύει εκλογικά ποσοστά χωρίς να συμβάλει στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πέρα από την τεράστια ανομοιογένεια που τη χαρακτηρίζει, στερείται της παραμικρής αξιοπιστίας. Η άλλη όψη του νομίσματος βέβαια είναι ότι παραμένει υπαρκτό ένα μεγάλο δυναμικό κόσμου, αγωνιστών, στελεχών, με αγωνία και προβληματισμό για την Αριστερά, το κίνημα και την κομμουνιστική υπόθεση. Παραμένει επίσης ενεργό, ένα ακόμα μεγαλύτερο δυναμικό ανθρώπων που σε χώρους δουλειάς, σπουδών και κατοικίας επιχειρούν να κρατήσουν ψηλά τις αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, παρά και ενάντια στις κατευθύνσεις και στον προσανατολισμό της υπαρκτής Αριστεράς.

Μισό αιώνα μετά, αναζητούνται όχι μόνο οι «προβοκάτορες», αλλά και το κόμμα τους.

Ο Δεκέμβρης 1944 και η σημασία του ως μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία των ξεσηκωμών του λαού μας

Από το ’21 μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου ο λαός μας έχει μια μεγάλη και ηρωική ιστορία επαναστάσεων και εξεγέρσεων όποτε βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας.

Ο Δεκέμβρης του ’44, η δεύτερη –μέσα στη δεκαετία του ’40– ένοπλη επανάσταση του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, έχει μια ιδιαίτερη θέση στους λαϊκούς εθνικοαπελευθερωτικούς ξεσηκωμούς, μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας.

Και έχει μια ιδιαίτερη θέση, ακριβώς γιατί αυτός ο ξεσηκωμός ξετυλίχτηκε μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες, χαρακτηριστικά διαφορετικές από άλλες επαναστάσεις και εξεγέρσεις (βέβαια, ποτέ οι συνθήκες δεν είναι ίδιες, όμως εδώ πρόκειται για ξεχωριστή ιδιαιτερότητα). Σαν τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες μπορούν να αναφερθούν τα παρακάτω:

– Η σύγκρουση με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό έρχεται αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη χιτλερική κατοχή, και ενώ για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η απελευθέρωση και το τέλος του πολέμου σήμαινε επιστροφή στην ειρηνική ζωή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (ο «τρόπος», η στάση και οι επιλογές των ΚΚ και των αντιστασιακών κινημάτων σ’ αυτές τις χώρες είναι άλλο ζήτημα).

– Έχουμε μια στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση μέσα στη φωτιά ενός παγκόσμιου πόλεμου, όπου αυτός που επιτίθεται δεν είναι ο εχθρός αλλά ο «σύμμαχος» σ’ αυτό τον πόλεμο. Αυτή η ιδιαιτερότητα, που είναι και μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, βάρυνε και επηρέασε τους παράγοντες που καθόρισαν και την έκβαση της σύγκρουσης (τη στάση της ηγεσίας, αλλά και τη στάση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος).

– Υπάρχει ένα λαϊκό κίνημα πανίσχυρο που αναπτύχθηκε κάτω από τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας και δικαιοσύνης που ξεδίπλωσαν οι κομμουνιστές στη διάρκεια της κατοχής. Όμως δεν ρίχνονται στη μάχη όλες οι δυνάμεις αυτού του κινήματος. Κι ακόμα, η σύγκρουση περιορίζεται στην Αθήνα.

– Αυτό το πανίσχυρο λαϊκό κίνημα βρέθηκε με μια ηγεσία ταλαντευόμενη και αναποφάσιστη να προχωρήσει στη σύγκρουση μέχρι τη νίκη και να οδηγήσει το λαό στην εξουσία.

Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο λοιπόν, ο Δεκέμβρης του ’44 μπορεί να αποτιμηθεί σαν μια από τις πιο ξεχωριστές, πιο ηρωικές, πιο τραγικές, αλλά και πιο συκοφαντημένες, διαστρεβλωμένες και παρασιωπημένες στιγμές της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος.

Πέρα από τη συκοφάντηση και τον κλασικό αντικομμουνισμό των κονσερβοκουτιών της αντίδρασης (που επανέρχεται πιο «εκσυγχρονισμένος» το τελευταίο διάστημα), η τοποθέτηση της επίσημης αριστεράς είναι η απολογητική θέση «μας επιβλήθηκε, δεν το επιδιώξαμε», ενώ παράλληλα ο Δεκέμβρης θεωρείται σαν αγώνας μάταιος με προδιαγεγραμμένη έκβαση είτε γιατί οι άγγλοι δεν θ’ άφηναν με τίποτα την Ελλάδα απ’ τα χέρια τους είτε γιατί το ΕΑΜ στρατιωτικά δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους.

Όμως ο Δεκέμβρης αποτελεί μια ξεχωριστή στιγμή γιατί μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν όσα με αμέτρητες θυσίες και αίμα κερδήθηκαν στη διάρκεια της αντίστασης στη χιτλερική κατοχή, ο λαός της Αθήνας ξεσηκώθηκε για να αποτρέψει μια νέα κατοχή, για να υπερασπίσει το δικαίωμα να διαφεντεύει τον τόπο και τις τύχες του.

Ο απαράμιλλος ηρωισμός των μαχητών της Αθήνας που με ελάχιστα μέσα, με οδοφράγματα απέναντι στα τανκς και λιανοντούφεκα απέναντι στ’ αεροπλάνα, αντιμετώπισε αποτελεσματικά μια πανίσχυρη ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία, κατέδειξε για μια ακόμα φορά πως η στρατιωτική δύναμη και υπεροπλία δεν μπορεί να σταματήσει ένα λαό που παλεύει για το δίκιο του. Όπως κατέδειξε για μια ακόμα φορά πως ο ιμπεριαλισμός δεν σταματά μπροστά σε τίποτα, χρησιμοποιεί κάθε μέσο και κάθε τρόπο για να προωθήσει τα συμφέροντα και τους σκοπούς του.

Κατέδειξε ακόμα πως για να είναι νικηφόρος ένας αγώνας πρέπει να έχει ξεκάθαρους σκοπούς και στόχους, συγκεντρωμένες δυνάμεις, σωστή εκτίμηση του αντίπαλου και αποφασιστικότητα για τη νίκη.

Μπροστά στον κίνδυνο της επερχόμενης τυραννίας και βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις μας, ο λαϊκός ξεσηκωμός του Δεκέμβρη του ’44 μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τους καταπιεζόμενους και τους λαούς όλου του κόσμου που αρνούνται να δεχτούν τις αλυσίδες και παλεύουν για το δίκιο τους.

Δεκέμβρης του ’44: Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα

Ο Δεκέμβρης του ’44, η δεύτερη –μέσα στη δεκαετία του ’40– ένοπλη επανάσταση του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, είναι η πλέον παραποιημένη και συκοφαντημένη στιγμή της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας. Επί 60 χρόνια η αντίδραση κατασυκοφαντεί το Δεκέμβρη με κάθε τρόπο, ενώ η επίσημη αριστερά τοποθετείται με το «μας επιβλήθηκε, δεν το επιδιώξαμε», θέση απολογητική απέναντι στη συκοφαντία και την παραποίηση.

Η επέτειος του Δεκέμβρη δίνει πάντα αφορμή για διάφορα δημοσιεύματα, αφιερώματα, εκδηλώσεις, με ποικιλία απόψεων αντιφατικών ή αστήριχτων, παλιών και νέων, με μικρές ή μεγάλες δόσεις αντικομμουνισμού, με κριτικές από τα δεξιά, τ’ αριστερά ή τ’ «αριστερά». Απόψεις είτε στα πλαίσια μιας ακαδημαϊκής «αντικειμενικής» ιστοριογραφίας, είτε στα πλαίσια της επιχειρούμενης το τελευταίο διάστημα «ανάποδης» (ακαδημαϊκής κι αυτής) ανάγνωσης της ιστορίας.

Πέρα απ’ τις κλασικές αντικομμουνιστικές τοποθετήσεις, ο Δεκέμβρης ερμηνεύεται με σχήματα όπως: Το ΕΑΜ θα έχανε οπωσδήποτε διότι οι άγγλοι δεν θ’ άφηναν με τίποτα την Ελλάδα απ’ τα χέρια τους και το ΕΑΜ στρατιωτικά δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Το ΕΑΜ είχε υποβαθμίσει το κοινωνικό σε σχέση με το εθνικό και επομένως δεν έβαζε θέμα εξουσίας. Ο καθορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης σαν αστικοδημοκρατικής (στην 6η ολομέλεια του 1934) είχε σαν αποτέλεσμα το ΚΚΕ να μην θέτει ζήτημα λαϊκής εξουσίας (!). Η Σοβιετική Ένωση είχε παραχωρήσει την Ελλάδα στους άγγλους και ωθούσε το ΚΚΕ σε συμβιβασμούς. Αλλά και το αντίθετο: η Σοβιετική Ένωση ώθησε το ΚΚΕ στη σύγκρουση με τους άγγλους. Δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα κλπ, κλπ.

Όσοι όμως αναφέρονται στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν καθήκον από τη μια να υπερασπίζονται την ιστορία και τους αγώνες του και απ’ την άλλη, αποτιμώντας την ιστορία να βγάζουν συμπεράσματα και να αντλούν διδάγματα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.

Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή και κατοχή ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία συσπειρώνεται στο ΕΑΜ και στις οργανώσεις του και μάχεται με κάθε τρόπο για την απελευθέρωση απ’ τον καταχτητή, την ανεξαρτησία της χώρας και τη λαοκρατία, εκφράζοντας μέσα από αμέτρητες θυσίες τη θέλησή του να διαφεντεύει ο ίδιος τον τόπο του χτίζοντας μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Το ΕΑΜ, η μόνη νομιμοποιημένη στο λαό εξουσία, είχε εκείνη τη δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει τη λαϊκή κυριαρχία. Η ηγεσία του κινήματος όμως ταλαντεύτηκε σε κρίσιμες στιγμές ανάμεσα στην ανοιχτή σύγκρουση και την επίτευξη συμφωνιών με τους εγγλέζους, κάνοντας μια σειρά λάθη και παραχωρήσεις προκειμένου να αποφύγει μια –αναπόφευκτη– σύγκρουση. Αν και οι προθέσεις των άγγλων να καταπνίξουν με κάθε τρόπο το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα ήταν ξεκάθαρες για τον κάθε απλό αγωνιστή, η ηγεσία του κινήματος –αφού καταδίκασε το αντιφασιστικό κίνημα της Μ. Ανατολής– με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας δέχτηκε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μ. Ανατολής και τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, και τελικά την αρχιστρατηγία του Σκόμπι και την υπαγωγή του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του μετά την απελευθέρωση, ελπίζοντας στο σεβασμό των συμφωνιών και της λαϊκής θέλησης.

Ο «σεβασμός» των συμφωνιών φάνηκε από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης όπου οι ταγματασφαλίτες αφήνονταν ανενόχλητοι να δολοφονούν το λαό, ενώ διατάχθηκε ο μονομερής αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Η διαταγή αυτή δεν γίνεται αποδεκτή, οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτούνται και οργανώνεται το συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη. Η μάχη της Αθήνας αρχίζει. Όμως η ηγεσία του κινήματος και πάλι δεν προχώρησε αποφασιστικά στη σύγκρουση. Ενώ οι εγγλέζοι ενεργούσαν «σαν να βρίσκονταν σε καταχτημένη πόλη» (σύμφωνα με τις υποδείξεις του Τσώρτσιλ) και αποβίβαζαν συνέχεια στρατεύματα, η μάχη της Αθήνας αφέθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στο λαό της Αθήνας και του Πειραιά και ο Άρης στέλνονταν να κυνηγήσει το Ζέρβα στην Ήπειρο.

Επί ένα μήνα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά αντιστάθηκε ηρωικά με πέτρες και οδοφράγματα ενάντια στα τανκς, με λιανοντούφεκα ενάντια στ’ αεροπλάνα. Γυναίκες και άντρες, γέροι και παιδιά, με απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία κουρέλιασαν και γονάτισαν μια αυτοκρατορία.

Παρόλο που οι μαχητές της Αθήνας κράτησαν όλες τις συνοικίες ελεύθερες, στις 4 Γενάρη δίνεται διαταγή στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εκκενώσουν την Αθήνα και στις 11 του μήνα υπογράφεται ανακωχή. Αμέσως μετά την εκκένωση η αντίδραση επιδόθηκε στο έργο της «πτωματολογίας». Συνεργεία από μαχαιροβγάλτες ξέθαβαν, σκύλευαν, κομμάτιαζαν, παραμόρφωναν τα πτώματα των σκοτωμένων στις μάχες, παρουσιάζοντάς τα σαν «αγρίως σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών».

Κι ενώ η θέληση των αγωνιστών και του λαού είναι να ανασυνταχθούν οι δυνάμεις και να συνεχιστεί η πάλη για το διώξιμο των καινούργιων καταχτητών και την πραγματοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης παραδίνονται άοπλοι στο μαχαίρι της αντίδρασης.

Μετά τη Βάρκιζα, χιλιάδες είναι οι φυλακισμένοι, οι εξόριστοι, οι εκτελεσμένοι. Παρακρατικές συμμορίες αλωνίζουν στην ύπαιθρο δολοφονώντας, βιάζοντας, καταστρέφοντας, ενώ στις πόλεις καθημερινά είναι τα λιντσαρίσματα αγωνιστών από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών». Οι καταδιωκόμενοι ξεπερνούν τις 100.000 και για να γλιτώσουν πολλοί παίρνουν τα βουνά σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας. Ο λαός θα ξαναπάρει τα όπλα αγωνιζόμενος για τα δίκια του, όμως θα έχει μεσολαβήσει χρόνος και καταστάσεις που θα καθορίσουν την έκβαση του νέου αυτού αγώνα.

Η υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης και η μάχη της Αθήνας δεν χάθηκε επειδή το ΕΑΜ δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε στρατιωτική σύγκρουση με τους εγγλέζους. Η στρατιωτική δύναμη και υπεροπλία γίνεται «χάρτινη τίγρης» μπροστά σ’ ένα λαό που παλεύει για το δίκιο του. Κι ούτε οι εγγλέζοι θα επιχειρούσαν εύκολα στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα ενώ ακόμα μαίνονταν ο πόλεμος, αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που νομιμοποιούσαν την παρουσία τους.

Ούτε η έκβαση του αγώνα καθορίστηκε από τη στάση των σοβιετικών. Οι σοβιετικοί στα πλαίσια της αντιχιτλερικής συμμαχίας μπορεί να έκαναν συνεννοήσεις και συμφωνίες με τους συμμάχους, που είχαν όμως στρατιωτικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα. Κι ούτε το ΕΑΜ είχε ανάγκη τη συνδρομή του Κόκκινου Στρατού για να απελευθερώσει και να κυριαρχήσει στη χώρα. Οι σοβιετικοί δεν κατεύθυναν το ΚΚΕ προς τον ένα ή προς τον άλλο δρόμο. (Η στάση των σοβιετικών απέναντι στο ΚΚΕ είναι ένα ζήτημα, αλλά εδώ στεκόμαστε στο αν ήταν καθοριστική για τα ελληνικά πράγματα). Τα «νεύματα», οι «συμβουλές», οι υποδείξεις παραγόντων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν συνιστούν εντολές ή γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Όμως για την ηγεσία του ΚΚΕ τα νεύματα και οι συμβουλές είχαν την ισχύ εντολών και γραμμής.

Η μάχη της Αθήνας χάθηκε γιατί δεν δόθηκαν όλες οι δυνάμεις με αποφασιστικό τρόπο για να είναι νικηφόρα.

Ο λαϊκός ξεσηκωμός του Δεκέμβρη του ’44 είναι μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση. Αποτελεί παράδειγμα για όσους αγωνίζονται για να σπάσουν τις αλυσίδες της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, για τους καταπιεζόμενους και τους λαούς όλου του κόσμου που αρνούνται να υποταχτούν και παλεύουν για το δίκιο τους.

Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Το antapocrisis αναδημοσιεύει το κείμενο που εκδόθηκε από την πολιτική ομάδα Α/συνεχεια το 1993, στην εικοστή επέτειο του Νοέμβρη, με τίτλο «Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Η κριτική αποτίμηση της εξέγερσης, η ανάδειξη του πολιτικού χαρακτήρα της, η εκτενής αναφορά στη στάση των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα στην εξέγερση και γενικότερα στην περίοδο της χούντας και της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη, δίνουν στο κείμενο αυτό ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Σχεδόν μισό αιώνα μετά το Πολυτεχνείο, εξακολουθεί να ενοχλεί την εξουσία όσο κι αυτή «εκδημοκρατίστηκε» μεταπολιτευτικά. Παραμένει ταυτόχρονα αγκάθι στο πλευρό μιας Αριστεράς που απεμπόλησε τη φιλοδοξία της κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής στο βωμό της κοινοβουλευτικής της ύπαρξης και του ήρεμου πολιτικού παιχνιδιού στα αστικά πλαίσια. Ο σεβασμός, οι συντροφικές σχέσεις, η αλληλεγγύη που σφυρηλατείται στους αγώνες ανάμεσα στους αγωνιστές διαφορετικών πολιτικών εντάξεων και προελεύσεων, διόλου δεν πρέπει να σημαίνει την υποστολή του κριτικού αναστοχασμού για τις μεγάλες και κρίσιμες στιγμές που διαμόρφωσαν την ιστορία του τόπου μας. Αυτό αφορά ειδικά όσους σήμερα πασχίζουν για μια Αριστερά που δεν παραιτείται από τον στόχο της ριζικής κοινωνικής αλλαγής.

Εισαγωγή

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε ποικιλότροπα την ελληνική κοινωνία. Συνέβηκε μια ορισμένη στιγμή της νεοελληνικής εξέλιξης, έκφρασε κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες που διαστρέφονταν ή καταπιέζονταν, είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ιστορικό προϊόν των ειδικών συνθηκών της περιόδου εκείνης, είχε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα που καθορίστηκε από τους στόχους και τα οράματα που κίνησαν τους πρωταγωνιστές του στο στίβο της άμεσης αντιπαράθεσης με το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς…

Είκοσι χρόνια μετά, σε αντίθεση με όλες τις εύκολες αντιμετωπίσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μια τοποθέτηση που θα ήθελε να σέβεται την ιστορία (αλλά και τον εαυτό της) οφείλει να κινηθεί βήμα το βήμα στην αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου, διαλύοντας την πραγματικότητα των παραστάσεων και των φαινομένων που έχουν δημιουργήσει γι’ αυτό όσοι το αρνήθηκαν και το αρνούνται. Οφείλει να καταδείξει όλες τις «μικρές» και μεγάλες αρνήσεις του Πολυτεχνείου, καθώς και την άρνηση του πνεύματος και του μηνύματος του Νοέμβρη στα χρόνια που επακολούθησαν. Δηλαδή, να εξετάσει την αλήθεια των διακηρύξεων περί «δικαίωσης», περί «συνέχισης» ή «επανάληψης» του αγώνα κλπ. Και βεβαίως, αν διακρίνει πως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις σημερινές προσπάθειες έκφρασης και συγκρότησης του προοδευτικού κινήματος με το Πολυτεχνείο, οφείλει να τεκμηριώσει την επικαιρότητα του Πολυτεχνείου στις νέες σύγχρονες συνθήκες.

Η ιστορικότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Οι παραδοσιακές δεξιές δυνάμεις, οι νεοδεξιές και οι ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις στις αναφορές τους για το Πολυτεχνείο του 73 αρέσκονται να αναφέρονται στο «μύθο» του πολυτεχνείου». Η ένταση της επιχειρηματολογίας τους διαφέρει από χώρο σε χώρο αλλά ο παρανομαστής είναι κοινός: η καπηλεία και μεγέθυνση της σημασίας του Πολυτεχνείου από την αριστερά, ο κομμουνιστικός «δάκτυλος» κλπ. οι δυνάμεις αυτές ανέκαθεν έτρεφαν μιαν απέχθεια για κάθε λαϊκή κινητοποίηση και αγώνα. Εξάλλου, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αναιρεθεί το γεγονός της άμεσης συγγένειας Δεξιάς και χούντας, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ορισμένες απ’ αυτές τις δυνάμεις να εμφανιστούν σαν «αντιδιχτατορικές», έχοντας και την αμέριστη συμβολή των λοιπών «δημοκρατικών δυνάμεων». Το πολύ – πολύ για δημαγωγικούς λόγους να τιμήσουν τον αγώνα των «αγνών φοιτητών» ενάντια στη χούντα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας όπως αυτή έγινε το 1974, σπεύδοντας να απομακρυνθούν και να καταγγείλουν κάθε «διόγκωση» ή «εκμετάλλευση» του Πολυτεχνείου από το «μαρξιστικό κατεστημένο».

Οι ενδιάμεσες αστικές δυνάμεις, αυτές που κατεξοχήν ευνοήθηκαν και αναπτύχθηκαν στα χρόνια της διχτατορίας, ουσιαστικά απούσες από όλη την αντιδιχτατορική πάλη –όπως άλλωστε κι όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος- και που στη συνέχεια κυρίαρχα εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ, έδειξαν τη σχέση τους με το Πολυτεχνείο δηλώνοντας πως «ο αγώνας δικαιώθηκε» όταν ανέλαβαν την κρατική διαχείριση το 1981. στα χρόνια που επακολούθησαν, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε ο μεγαλύτερος αστικός καπηλευτής του πολυτεχνείου και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ενσωμάτωση πολλών επωνύμων, ρίχνοντας έτσι άφθονο νερό στη θεωρία περί «μύθου». Χωρίς το ΠΑΣΟΚ και τις γέφυρες πού έστρωσε με μεγάλη προθυμία, η απορρόφηση του ριζοσπαστισμού των χρόνων εκείνων θα ήταν ασφαλώς δυσκολότερη υπόθεση.

Οι δυνάμεις της επίσημης αριστεράς, θλιβεροί ουραγοί της αστικής κίνησης, όπως τότε είχαν αρνηθεί το πολυτεχνείο γιατί ξεπερνούσε τα όρια που επιθυμούσαν, έτσι και σ’ όλη τη μετέπειτα πορεία έδειξαν την αποστροφή τους και την εχθρότητά τους προς κάθε γνήσια λαϊκή εκδήλωση παρά τα βροντώδη «διδάγματα του Νοέμβρη» και τα «ο αγώνας συνεχίζεται» κλπ κλπ. Είναι ενδεικτικό πως και οι δύο πτέρυγες της επίσημης αριστεράς τότε είδαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου σαν μια καλοστημένη προβοκάτσια που στόχευε στην ακύρωση του «ανοίγματος» της χούντας και στη σκλήρυνση του στρατιωτικού καθεστώτος. Όμως μετέπειτα –σχεδόν σ’ ολόκληρη την 20ετία- παντού έβλεπαν το μακρύ χέρι του «αριστεροχουντισμού» και των «προβοκατόρων».

Αυτή η τριάδα –πολιτικών και οικονομικών- δυνάμεων δημιούργησε μια ορισμένη εικόνα-παράσταση του Πολυτεχνείου, ακίνδυνη κι ανώδυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά συμβόλαια που συνάφθηκαν από το 74 μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα με την παράσταση αυτή, το Πολυτεχνείο καθαγιάζεται σαν η κορυφαία στιγμή της πάλης όλων ενάντια στη διχτατορία, σαν η τελευταία πράξη προς τη δικαίωση των λαϊκών προσδοκιών: την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας.

Είναι δε αυτή η τριάδα που έκανε ότι μπορούσε για να σταθεροποιήσει το «μεταπολιτευτικό θαύμα» και το «κοινωνικό συμβόλαιο» του 74, για να απορροφήσει το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να κάμψει την αντίστασή τους, να σβήσει από τη μνήμη κάθε προοδευτικού ανθρώπου το ουσιαστικό μήνυμα του Πολυτεχνείου, να διδάξει και να εμπεδώσει το ρεαλισμό, την πολιτική δι αντιπροσώπων και διά μέσου διαφημιστικών σποτ, την παθητικοποίηση.

Η ίδια τριάδα με επιμερισμένους ρόλους –όπου χρειάστηκε- έδειξε τα σαφή όρια που μπορούν να ανέχονται οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της μεταπρατικής Ελλάδας όταν πρόκειται για εκδηλώσεις λαϊκής αγανάκτησης και οργής. Μερικές μονάχα ημερομηνίες είναι ενδεικτικές για όσους θέλουν να θυμούνται και για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν: 15 Νοέμβρη 1974, 21 Απρίλη 1975, 23 Ιούλη 1975, 26 Μάη 1976, 11 Νοέμβρη 1978, 17 Νοέμβρη 1980, 17 Νοέμβρη 1985 κλπ κλπ.
Προς επίρρωσιν των όσων προβάλλει η πραγματικότητα παραστάσεων για το Πολυτεχνείο, σήμερα πλέον, έχουμε και τους σαραντάρηδες του Πολυτεχνείου δημόσια πρόσωπα, στην εξουσία ή στις παρυφές της και εν γένει σε περίοπτες θέσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Μερικά ονόματα: Λαλιώτης, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης, Λαφαζάνης, Γαλανός, Χατζησωκράτης, Λαζαρίδης, Παπάς, Μοροπούλου, Καραγκουλές κλπ. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» στην φάση της ωριμότητας και της υπευθυνότητας…

Και όμως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 73
– παρέσυραν με την ορμή τους τα σχέδια φιλελευθεροποίησης της χούντας και όξυναν στο έπακρο τις αντιθέσεις και την κρίση του αμερικανοστήριχτου καθεστώτος,
– κουρέλιασαν την συμβιβαστική γραμμή του αστικού πολιτικού κόσμου και της επίσημης – προσαρμοσμένης αριστεράς που ήθελαν να κινηθούν στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης» και της φασιστικής νομιμότητας,
– παρέλυσαν τον πυροσβεστικό ρόλο των ρεφορμιστικών δυνάμεων μέσα στο φοιτητικό κίνημα της εποχής, μέχρι του σημείου μέλη των οργανώσεων αυτών να έρχονται σε διάσταση με τη «γραμμή» και να έχουν μια διαφορετική συμπεριφορά από τις επίσημες κατευθύνσεις,
– επέβαλαν ειδικές μορφές χειρισμού και αναγκαίους ελιγμούς σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις απέναντι στο λαϊκό παράγοντα,
– επέμβηκαν και σφράγισαν τη συνείδηση όχι μόνο μιας γενιάς αλλά σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού λαού σχετικά με τον προσανατολισμό και τον αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα.

Γι’ αυτό η αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά το τι ακριβώς και γιατί έγινε τότε, και το δεύτερο επίπεδο αφορά το πώς επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση και η απορρόφησή του στη συνέχεια και τους ειδικούς τρόπους χειρισμού του. Αυτό θα επιχειρήσουμε στο πρώτο μέρος του κειμένου.

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το Πολυτεχνείο

Οι χρονιές 72-73 ήταν αποφασιστικές για την εξέλιξη του φασιστικού καθεστώτος, γιατί την περίοδο αυτή ωρίμασαν και εκδηλώθηκαν διεργασίες που έθεταν επί τάπητος την πορεία όλου του οικοδομήματος που στήθηκε στις 21 Απρίλη 1967 από τους αμερικάνους, αλλά και διαφαινόταν – για όποιον ήταν διορατικός – κίνδυνοι για το συνολικό καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας στη χώρα μας.
Σήμερα, μετά από 20 περίπου χρόνια, δεν επιτρέπεται να επαναλαμβάνουμε απλώς εκτιμήσεις που προβάλλονταν και εκείνη την εποχή, πχ από τις μαρξιστικές λενινιστικές δυνάμεις – αν και πρέπει να εξετάζουμε την ορθότητα και την αντοχή των όποιων τοποθετήσεων – αλλά είναι αναγκαίο να γενικεύσουμε βλέποντας «σφαιρικότερα» την ιστορική εξέλιξη και την σημασία των διάφορων γεγονότων σ’ αυτήν.

Έτσι λοιπόν το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι τα χρόνια 72-73 έχουμε την παρουσία δύο καθοριστικών παραγόντων για την πορεία ολόκληρης της εικοσαετίας που έρχεται. Ο πρώτος παράγοντας αφορά τις σημαντικές ανακατατάξεις στις βασικές δυνάμεις του συστήματος. Ήδη έχουν παρατηρηθεί τροποποιήσεις στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κυριότερες είναι: η κρίση που διαπερνά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό μετά τα απανωτά χτυπήματα που έχει δεχτεί σε διάφορες μεριές με χαρακτηριστικότερα αυτά του Βιετνάμ, η προώθηση των Σοβιετικών που προσπαθούν να επωφεληθούν από την αναδίπλωση των αμερικάνων, και φυσικά η προώθηση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών που πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να αμφισβητήσουν τον αμερικάνικο εναγκαλισμό. Στον διεθνή στίβο παρουσιάζεται ένας «συνδιαχειριστικός διπολισμός» ανάμεσα σε αμερικάνους και σοβιετικούς που έχει δύο άμεσους στόχους: την απορρόφηση και το χτύπημα της ανολοκλήρωτης θύελλας που φούντωσε στη δεκαετία του 60 και συνεχιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 70, και την αποτροπή της αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας τους από άλλες ανερχόμενες δυνάμεις. ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με το ότι από το 1968 είχαν παρατηρηθεί τα «λαχανιάσματα» της οικονομίας των κυριότερων χωρών και είχαμε τις πρώτες εκδηλώσεις φαινομένων που μαρτυρούσαν την είσοδο σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση (πράγμα που έγινε το 1973) που θα σφράγιζε και θα διαπερνούσε όλες τις εξελίξεις της εικοσαετίας που ερχόταν. Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης του «πετρελαϊκού σοκ» οι κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών προχωρούσαν σε μια βαθιά αναδιαρθρωτική κίνηση που θα τροποποιούσε πολλαπλά όλα τα μέχρι τότε δεδομένα, τα μέχρι τότε θεωρούμενα αυτονόητα και αμετάβλητα. Ερχόταν μια περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων, ανατροπών. Μπαίναμε σε μια εποχή εντελώς μεταβατική.

«Ο κόσμος μπαίνει ή μάλλον έχει κιόλας μπει σε μια περίοδο ακόμα μεγαλύτερων, αιματηρών και αναίμακτων συγκρούσεων, ανάμεσα σε τάξεις ή συνασπισμούς τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα σε κράτη ή και συνασπισμούς κρατών, ανάμεσα σε κράτη που ανήκουν στους ίδιους συνασπισμούς ή και κράτη που δεν ανήκουν σε συνασπισμούς κοκ. Η βάση των συγκρούσεων είναι ο ανειρήνευτος ταξικός αγώνας που επιδρά στον εθνικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα σε εθνική και διεθνή κλίμακα, που οξύνει τις ήδη οξυμένες αντιθέσεις που είναι σύμφυτες στον καπιταλισμό και μάλιστα στην πιο προχωρημένη φάση του τελευταίου του σταδίου, του ιμπεριαλισμού, που σφραγίζεται με την παρουσία ενός σοσιαλιμπεριαλισμού που έχει μεταβληθεί σε υπερδύναμη».

Η επίδραση αυτών των όρων στις ελλαδικές εξελίξεις ήταν καθοριστική. Οξύνονται στο έπακρο οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αντίδρασης. Οι αμερικάνοι απέτυχαν να στήσουν γέφυρες ανάμεσα στις διασπασμένες και αντιμαχόμενες μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης. Οι δυτικοευρωπαίοι πασχίζοντας να ανακτήσουν ορισμένες θέσεις, αρχίζουν να εκμεταλλεύονται τις αντιθέσεις και εργάζονται για ένα συμβιβασμό με τους αμερικάνους στην περιοχή. Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη κατέβει με το στόλο τους στο Αιγαίο, ήταν παρόντες στο Κυπριακό και προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για παραπέρα προώθησή τους. Το «οικονομικό θαύμα» της χούντας αρχίζει να τρίζει και ο εργαζόμενος κόσμος βλέπει να χειροτερεύει δραματικά η οικονομική του κατάσταση. Τέλος, έχουν ξεκινήσει οι πρώτοι μαζικοί αγώνες που πιστοποιούν το πέρασμα από τις αντιφασιστικές διαθέσεις στη συγκεκριμένη πράξη. Αυτοί οι παράγοντες είναι που οδηγούν τη διχτατορία και τους προστάτες της σ’ έναν ελιγμό, αυτόν που ονομάστηκε «φιλελευθεροποίηση».

Με τη «φιλελευθεροποίηση» το φασιστικό καθεστώς και οι αμερικάνοι προσπαθούν να παραμείνουν οι αδιαφιλονίκητοι ρυθμιστές των εξελίξεων και να απορροφήσουν τις εντάσεις και τους κραδασμούς που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Ήδη οι αμερικάνοι απεργάζονται σχέδια για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και ετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και γι’ αυτό θέλουν να σταθεροποιήσουν το φασιστικό καθεστώς. Στηρίζονται στην εκτίμηση ότι ολόκληρος ο αντιπολιτευόμενος κόσμος και οι διάφορες κλίκες του θα αποδεχτούν την «ομαλοποίηση» και θα συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτήν. Άλλωστε η συμπεριφορά του «ριγμένου» πολιτικού κόσμου, όπως θα δούμε παρακάτω, άφηνε όλα τα περιθώρια για μια παρόμοια εκτίμηση από πλευράς των φασιστών.

Το ζήτημα που θέλει διερεύνηση και απόδειξη είναι το ποιος στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την αποτυχία της «φιλελευθεροποίησης» και τι ρόλο έπαιξαν όλες οι δυνάμεις. αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε είναι ότι η μεταβλητή του κινήματος, που οδηγούνταν στην κατεύθυνση μιας συνολικής σύγκρουσης με το φασιστικό καθεστώς και τους πάτρωνές του, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τροποποίησε όλα τα δεδομένα του προβλήματος. Ακόμα, αυτό που πρέπει να αποδειχτεί είναι πως αυτή η μεταβλητή αναπτύχθηκε ξεπερνώντας τα αντιπολιτευτικά πλαίσια που υιοθετούσαν η αστική αντιπολίτευση και ο ρεβιζιονισμός.

Η «φιλελευθεροποίηση»

Πέντε χρόνια μετά την επιβολή της διχτατορίας στην χώρα μας η παγιοποίηση του αμερικανόπνευστου καθεστώτος έπρεπε να περάσει μέσα από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης πολιτικής ζωής.

Έτσι, οι βάσεις της στροφής μπαίνουν το 1972 κι αυτή θα ολοκληρωθεί τερματίζοντας τον κύκλο της ένα χρόνο αργότερα. Τα πρώτα σημάδια της στροφής είναι η ανοχή κάποιων αντιπολιτευτικών δηλώσεων και εκδηλώσεων, η κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, η εμφάνιση διαμαρτυριών διανοούμενων, η δυνατότητα έκδοσης μιας σειράς προοδευτικών βιβλίων.

Τον Μάη του 1972 στο περιοδικό «Λαϊκός Δρόμος» γράφοταν τα εξής:
«Η σταθεροποίηση του καθεστώτος βασίζεται λοιπόν όχι μόνο στην ανοιχτή φασιστική βία (οι συλλήψεις, οι δίκες, ο χαφιεδισμός κλπ ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν) αλλά και στην προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών συνθηκών προετοιμασμένων και ραμμένων στα μέτρα των φασιστών. Γι’ αυτό το σκοπό η προσαρμογή στο σύνταγμα του 68, η αποδοχή απ’ τη μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου ότι οι φασίστες αποτελούν κατάσταση κι επομένως ότι μόνο μέσα απ΄ αυτούς θα γίνει η οποιαδήποτε αλλαγή, είναι στόχοι που επιδιώκουν με κάθε τρόπο, και κάθε νέα τους πρωτοβουλία μέσα απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να βλέπεται.
Είναι γεγονός ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος ακολουθεί σ’ αυτό το παιχνίδι. Συμμετέχει και επιδιώκει αυτό το ρόλο που του αποδίδεται απ’ την κλίκα του Παπαδόπουλου. Οι έντονες προσπάθειες που κάνουν διάφοροι αστοί πολιτικοί παράγοντες τύπου Μαύρου, Αβέρωφ κλπ, καθώς και οι κατευθύνσεις που δίνει ο αστικός τύπος με πρωτεργάτη τον Λαμπράκη, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Όλοι οι «ριγμένοι» αστοί πολιτικοί και πίσω τους οι φράξιες της αστικής τάξης που ανησυχούν γιατί η κωμωδία κράτησε πού, έχουν ριχτεί με τα μούτρα στο παζάρεμα των συνθηκών κάτω από τις οποίες θα ¨συζητήσουν» με τον Παπαδόπουλο.
Η προσαρμογή στη νομιμότητα είναι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, ένας στόχος που έχουν βάλει οι φασίστες και που ακολουθεί με πιστότητα ολόκληρη η μεγαλοαστική τάξη. Η παγιοποίηση του καθεστώτος με όλα τα μέσα και με διάφορες μορφές είναι ένας από τους στόχους του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που επιδιώκει μια φαινομενική ηρεμία και επίφαση δημοκρατίας, για τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ευκολότερα στον ρόλο που θέλουν να παίξει στο χώρο της Μέσης Ανατολής κι αυτό κύρια σαν στρατιωτική βάση.

Είναι καθαρό ότι η κλίκα στην εξουσία της Αθήνας, όλες οι φράξιες της μεγαλοαστικής τάξης, τα πολιτικά σχήματα που τις εκφράζουν έχουν βάλει πλώρη για τη μετατροπή της ανοιχτής διχτατορίας σε μιαν άλλη που με οποιονδήποτε κοινοβουλευτικό μανδύα, αβασίλευτο ή βασιλευόμενο μασκάρεμα, θα προσπαθήσει να κάνει πολιτικές «μεταβολές» με ομαλό τρόπο, δηλαδή να δώσει την ψευδαίσθηση αλλαγών μέσα στη «συνέχεια» της διχτατορίας του 67. Με άλλα λόγια να παραμείνει ασάλευτο όλο το οικοδόμημα που αμερικάνοι και ΝΑΤΟϊκοί χτίσαν για δικούς τους σκοπούς μετά το 67.

Σήμερα αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου είναι η κύρια ταχτική του φασιστικού ξενόδουλου καθεστώτος και σαν τέτοια πρέπει να ξεσκεπαστεί, να χτυπηθεί, να την κάνουμε να αποτύχει. Όπως πρέπει να ξεσκεπαστεί και χτυπηθεί ο ρόλος όλων εκείνων που συνεργάζονται κρυφά ή φανερά με τους φασίστες για την επιτυχία αυτού του σχεδίου. Όπως πρέπει να χτυπηθούν όλες οι ρεβιζιονιστικές τάσεις που έχουν συγκεκριμενοποιήσει την προδοσία τους αυτή τη στιγμή στην προώθηση και το στάλαγμα στη συνείδηση του λαού της προσαρμογής στη νομιμότητα και της ταξικής συνεργασίας. Πρέπει να ξεσκεπάσουμε και να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτές τις προσπάθειες απ’ όπου κι αν προέρχονται».

Συνεπώς δεν χωρά καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της φασιστικής κλίκας και των προστατών της. Η συνέχεια των γεγονότων το αποδεικνύει καθαρά. Οι πιο θεαματικές εκδηλώσεις αυτής της επιλογής γίνονται το καλοκαίρι του 73. στις 1/6/1973 ο Παπαδόπουλος «αιφνιδιαστικά» κατάργησε τη μοναρχία και ανακήρυξε την Ελλάδα προεδρική δημοκρατία. Πρώτος πρόεδρος χρίστηκε ο ίδιος με αντιπροέδρους τον Παττακό και τον Μακαρέζο. Στις 12/6/1973 ο Παπαδόπουλος αναγγέλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή όχι της τροποποίησης του συντάγματος. Το «δημοψήφισμα» διεξάγεται στις 29 Ιούλη. Το «αποτέλεσμα» του «δημοψηφίσματος» ήταν 77,2% ΝΑΙ, 21,7% ΟΧΙ, 1,1% άκυρα και η συμμετοχή ήταν 85%. Η υπερψήφιση του φασιστικού ψευτοδημοψηφίσματος σήμαινε –εκτός φυσικά από την αποδοχή του καθεστώτος- την εκλογή των μοναδικών υποψηφίων Παπαδόπουλου και Αγγελή για πρόεδρο και αντιπρόεδρο αντίστοιχα της αβασίλευτης διχτατορίας για 8 χρόνια. Αντίθετα, ενδεχόμενη καταψήφιση του θα σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναμελετηθούν τα συγκεκριμένα άρθρα και να ξανατεθούν σε δημοψήφισμα. Πάνω απ’ όλα όμως το ΟΧΙ σήμαινε συμμετοχή στη φάρσα του δημοψηφίσματος, σήμαινε συγκάλυψη της βασικής επιδίωξης «αυτοεξέλιξης» του φασιστικού καθεστώτος, σήμαινε προσαρμογή στη φασιστική νομιμότητα.

Στις 19 Αυγούστου 1973 ο Παπαδόπουλος ορκίστηκε πρόεδρος της δημοκρατίας για 8 χρόνια. Ταυτόχρονα εξήγγειλε γενική αμνηστία, άρση των έκτακτων μέτρων, επίσπευση των εκλογών και νέα κυβέρνηση με πολιτική σύνθεση. Στις 8 Σεπτέμβρη με προεδρικό διάταγμα καταργήθηκε το έκτακτο στρατοδικείο Αθήνας και το στρατοδικείο αεροπορίας. Στις 1/10/1973 έδωσε εντολή στο Μαρκεζίνη να σχηματίσει κυβέρνηση η οποία ορκίστηκε στις 8 Οκτώβρη 73 με παράλληλες υποσχέσεις για ελεύθερες εκλογές που σχεδιάζονταν να γίνουν την Άνοιξη του 74.
Εκεί σταματάει και ο κύκλος της «φιλελευθεροποίησης» για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με τα σχέδια και τις προθέσεις της χούντας, του αστικού κόσμου και των ρεβιζιονιστών. Άλλωστε, χρονικά δεν μας χωρίζουν παρά λίγες βδομάδες από την εξέγερση του πολυτεχνείου.

Ο ριγμένος αστικός πολιτικός κόσμος

Η συμπεριφορά του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στις μανούβρες του φασιστικού καθεστώτος καθοριζόταν από την προσήλωση στις «αρχές» της υποτέλειας και της ξενοκρατίας.

«Το βασικό χαρακτηριστικό των πάντα ξενοκίνητων άλλα σήμερα ριγμένων αστών πολιτικών είναι από τη μία μεριά ο εκβιασμός κι από την άλλη οι βαθιές υποκλίσεις προς τα αφεντικά. Ο εκβιασμός με επιχείρημα την μελλοντική εξέγερση του λαού όπως επανειλημμένα χρησιμοποιήθηκε τόσο από το συγκρότημα Λαμπράκη όσο κι απ’ τον Κανελλόπουλο κλπ. Η βαθιά υπόκλιση με τη διαβεβαίωση ότι οι ίδιοι στην εξουσία θα πετύχουν τα ίδια αποτελέσματα χωρίς τις αναπόφευκτες «αβαρίες» και με την πλατύτερη δυνατή υποστήριξη των συμφερόντων όλων των δυτικών «συμμάχων».

Κατακεραυνώνοντας τους φασίστες η κάθε αντιπολιτευόμενη αστική φράξια υπολόγιζε και υπολογίζει στην επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό με πρόσθετο στοιχείο την παρουσία 40.000 γίανκηδων, τις ναυτικές βάσεις και τη συνέχιση των αεροπορικών αναγνωρίσεων πάνω από τις αραβικές χώρες με αεροπλάνα που εξορμούν από το Ελληνικό ή άλλα στρατιωτικά αεροδρόμια της Ελλάδας. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η μεγαλύτερη σύνδεση με το ΝΑΤΟ και αναγνώριση απ’ τη μεριά των αμερικάνων ότι «η Ελλάδα έχει αναλάβει όλο και μεγαλύτερα οικονομικά βάρη και υπευθυνότητες στους κόλπους του οργανισμού» όπως δήλωσε ο αμερικάνος υπουργός εξωτερικών στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Να λοιπόν ποια είναι η «κληρονομιά» που δεν θίγουν οι «αντιδιχτατορικοί» κύκλοι σαν τον Καραμανλή, Κανελλόπουλο, βασιλιά κλπ».

Αυτή η διπλή στάση υπαγορευόταν σ’ όλη την περίοδο του 73 και για έναν σημαντικό ακόμα λόγο. Η ανάπτυξη ακριβώς του λαϊκού κινήματος ανάγκαζε την αστική αντιπολίτευση να υψώνει τους τόνους χωρίς όμως να εξωθεί τις διαμαρτυρίες στα «άκρα».

Έτσι για παράδειγμα το συγκρότημα Λαμπράκη, ο σημαντικότερος εκφραστής αυτής της στάσης, αναφέρει σχετικά με το δημοψήφισμα τα εξής:
«Ο ελληνικός λαός ανέμενε την εφαρμογή ενός Συντάγματος για το οποίο η έγκριση του εδόθη (κατά τις επίσημες ανακοινώσεις) με συντριπτική πλειοψηφία, εδώ και πέντε χρόνια!!! Χωρίς καν να συντελεσθή στην πενταετία μέσα η εφαρμογή του πρώτου αυτού συντάγματος, παρέχονται υποσχέσεις για ένα δεύτερο διαφορετικό, για το οποίο, και πάλι, δεν υπάρχει νομική διαβεβαίωση αμέσου ισχύος». (ΒΗΜΑ 3/6/73).

«Όσο για την αποχή δεν την συζητούμε εφ’ όσον η ψηφοφορία έγινε κατά νόμον υποχρεωτική. Προτροπή σε αποχή ισοδυναμεί με το να ζητήσει κανείς από τον μέσο πολίτη να αντιμετωπίσει άμεση δίωξη και ποινές αντίστοιχες με τον στρατιωτικό νόμο ισχύοντα. Αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αποχή στη συγκεκριμένη περίπτωση θα σήμαινε ότι ο πολίτης δέχεται να μην είναι πολίτης, δηλαδή να μην αποδοκιμάζει κάτι που υποβαθμίζει τον ουσιαστικό του ρόλο. Ενώ η άρνηση, το επαναλαμβάνουμε, είναι η βαρύνουσα πολιτική πράξη» (ΒΗΜΑ 14/6/73).
Εφαρμογή του συντάγματος του 68 (δηλαδή φασιστικού), εγγυήσεις για την άμεση ισχύ του νέου συντάγματος και προτροπές για συμμετοχή στο δημοψήφισμα – απάτη της χούντας με αναπαραγωγή όλων των τρομοκρατικών επιχειρημάτων για άμεσες διώξεις κλπ, δηλαδή εγκλωβισμός κάθε αγωνιστικής διάθεσης στα ακίνδυνα για το καθεστώς κανάλια της αστικής αντιπολίτευσης.

Η γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας»

Η γραμμή των δύο πτερύγων του ελληνικού ρεβιζιονισμού δεν διέφερε στην ουσία από τις επιδιώξεις των ριγμένων αστών. Έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον ανεξάρτητο λαϊκό αγώνα και έχοντας μετατραπεί από τις αρχές της δεκαετίας του 60 σε ουρά των αστικών σχηματισμών, προσπαθούν όλη την περίοδο της διχτατορίας να στήσουν μια περίφημη «αντιδιχτατορική ενότητα» στην οποία χωράνε οι πάντες, απ’ το βασιλιά μέχρι τους «τίμιους αξιωματικούς της Κορέας», και φυσικά ο στρατηγικός στόχος ή ένα πρώτο του στάδιο (γιατί διέπρεψαν στην ανακάλυψη διαφόρων σταδίων) είναι η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» μέσα από μια οικουμενική κυβέρνηση κλπ. κάθε ενέργεια, κάθε δήλωση, κάθε σύνθημα που ξεπερνάει την αντιδιχτατορική ενότητα θεωρείται ύποπτο, λαθεμένο, επιζήμιο. Το αντιδιχτατορικό πλαίσιο του αγώνα δεν επιτρέπει αναφορές στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ούτε αναφορές που θέτουν γενικότερα καθήκοντα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εξάρτηση στη χώρα μας.

Όλα λοιπόν υποτάσσονται στην περίφημη και εντελώς δεξιά στην πράξη «αντιδιχτατορική ενότητα», μοιράζοντας δημοκρατικά εύσημα σε διάφορους αμαρτωλούς αστικούς πολιτικούς χώρους. Είναι φορείς του πλέον ηττοπαθούς πνεύματος και καλλιεργούν την παθητικότητα μπροστά στην παντοδυναμία της φασιστικής διχτατορίας. Τέλος, σε κάθε εκδήλωση αγανάκτησης ή σε κάθε διεκδικητικό αγώνα μέσα και έξω απ’ τη χώρα προσπαθούν να ευνουχίσουν το περιεχόμενό του και να το εγκλωβίσουν στα ανώδυνα κανάλια του «αντιδιχτατορικού αγώνα».

Πριν δούμε τις συγκεκριμένες θέσεις τους πρέπει να κάνουμε μια γενική παρατήρηση. Το φασιστικό πραξικόπημα όξυνε την κρίση του ρεβιζιονιστικού στρατοπέδου και το 68 σημειώθηκε η διάσπασή του σε δύο πτέρυγες: την φιλοσοβιετική και την ευρωποκεντρική. Σ’ όλα τα χρόνια μέχρι το 73 η κρίση αυτή δεν έχει ξεπεραστεί. Στο μεν ΚΚΕεσ δυναμώνουν οι κεντρόφυγες τάσεις και παρατηρούνται πολλές αποστασιοποιήσεις, στο δε ΚΚΕ η κρίση εμφανίζεται με όλη την περιπέτεια του 9ου συνεδρίου που όλο αναγγελλόταν και όλο δεν πραγματοποιούνταν, και βεβαίως με την «ασθένεια» του Κ. Κολιγιάννη και την αντικατάστασή του από τον Χ. Φλωράκη.

Για να αντιληφθούμε όμως καλύτερα τις εξελίξεις και τις τοποθετήσεις των δύο ρεβιζιονιστικών πτερύγων πρέπει να σημειώσουμε ακόμα πως βρισκόμαστε στην εποχή της «συνδιαχείρισης» ανάμεσα στους δύο μεγάλους (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ), και ότι αυτό που ονομάστηκε «μπρεζνιεφισμός» δηλαδή η επιστροφή σε μια αριστερή φρασεολογία που κάλυπτε μια δεξιά και στην ουσία σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική, υπαγορεύτηκε από την άμεση ανάγκη να ελεγχθεί, να τιθασευτεί η θύελλα των χρόνων 68- 75. χωρίς αυτήν την επιφανειακή μεταμόρφωση του ρεβιζιονισμού θα ήταν πολύ αμφίβολη η συγκράτηση και ο εγκλωβισμός δυνάμεων που αντικειμενικά έπρεπε να στραφούν προς επαναστατικές κατευθύνσεις. Αυτός είναι ο ειδικός λόγος που η ομάδα Φλωράκη εγκατέλειψε τις περιττές δεξιές υπερβολές, υιοθέτησε μια πιο αριστερή φρασεολογία χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία της ρεβιζιονιστικής πολιτικής της. Ακόμα, δεν είναι διόλου τυχαίο πως αυτή η αριστερή τάχα φτιασίδωση της ομάδας Φλωράκη πραγματοποιείται χρονικά μονάχα όταν έχει κιόλας ξεπεραστεί (τέλη 1973) από το κίνημα η ρεφορμιστική γραμμή και έχει υιοθετηθεί πλατιά ο αντιφασιστικός αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης.

Ο χώρος του πολυκεντρισμού, δηλαδή το ΚΚΕεσ, εκφράζει χωρίς πολλές αναστολές τον πυρήνα της πολιτικής τους. Ας δούμε ένα – δυό παραδείγματα:
«Στον πόλεμο κατά του συντάγματος της χούντας ο λαός μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτό το ίδιο το χουντικό σύνταγμα…Στο βαθμό που η τυπική αναγνώριση του συντάγματος διαστέλλεται κατηγορηματικά απ’ τη νομιμοποίησή του και δεν αποτελεί βήμα για την ένταξή του στην πολιτεία της 21/4/67 αλλά πράξη αναγκαία για να μεταφερθεί ο αγώνας στους θεσμούς…στο βαθμό αυτό δεν αποτελεί πράξη αντιστρατευόμενη στη γραμμή της συνεπούς αντιδιχτατορικής πάλης (ΚΟΜΕΠ τεύχος 7-8, 1972, σε άρθρο με υπογραφή «στέλεχος από την Ελλάδα»).
Ούτε λίγο ούτε πολύ, όλα επιτρέπονται φτάνει να επικαλείσαι πως ότι κάνεις το κάνεις στην προοπτική της συνεπούς (!) αντιδιχτατορικής πάλης. Η αποδοχή όλου του φασιστικού πλαισίου και η υποταγή σ’ αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σαν μεταφορά του αγώνα εντός των θεσμών (θεσμοί να ‘ναι κι ότι να ‘ναι).
Ακόμα, είχαν προκαλέσει αίσθηση σε όλους τους αριστερούς οι δηλώσεις των Μπ. Δρακόπουλου και Μ. Παρτσαλίδη, υπεύθυνων του ΚΚΕεσ, κατά τη δίκη τους το Γενάρη του 73. αντιγράφουμε από τον τύπο της εποχής:

«Πρόεδρος: Είστε αντίθετος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας;
Δρακόπουλος: Όχι. Ο στόχος είναι η ανατροπή της διχτατορίας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας…Εμείς θέλουμε όλο το έθνος ενωμένο. Θέλουμε να έρθει ο βασιλιάς. Να βγούμε από τη διχτατορία.
Πρόεδρος: Ποιος θα σχηματίσει την κυβέρνηση την οποία εσείς θέλετε;
Δρακόπουλος: Ακόμα κι ο βασιλιάς».

Τέλος σχολιάζοντας τις γνωστές δηλώσεις του Καραμανλή που δημοσιεύτηκαν στη Βραδυνή, διαβάζουμε σε ανακοίνωση του ΚΚΕεσ: «Σε πολλά σημεία ο Κ. Καραμανλής εξέφρασε το κοινό αίσθημα στις πρόσφατες δηλώσεις του που συνολικά αποτελούν θετική συμβολή. Τη στιγμή αυτή αναζητώντας τη δημοκρατική διέξοδο απ’ την κρίση που δημιουργεί η διχτατορία, δεν δικαιούμαστε να μείνουμε στις παλιές αντιθέσεις». (Ελεύθερη Ελλάδα, αριθ. 119).

Η άλλη πτέρυγα των «ορθόδοξων» ρεβιζιονιστών στην ουσία λέει τα ίδια, μόνο που φροντίζει να τα στολίζει με κάποια αριστερή φρασεολογία αποφεύγοντας τις απροκάλυπτες ομολογίες σαν αυτές του ΚΚΕεσ. Ας παραθέσουμε ορισμένες ενδεικτικές τοποθετήσεις τους:

«Η επικείμενη επανάσταση θα έχει υποχρεωτικά αντιιμπεριαλιστικό – δημοκρατικό χαρακτήρα με άμεσο στρατηγικό καθήκον του σημερινού αγώνα την ανατροπή της φασιστικής διχτατορίας και την εγκαθίδρυση μιας ανανεωμένης και διευρυμένης δημοκρατίας στη χώρα μας».

«Ο λαός βλέπει πως αν οι αγώνες του είναι άμαζοι και ασυντόνιστοι, αυτό οφείλεται στην άρνηση της ηγεσίας του πολιτικού κόσμου να συνεργαστεί μ’ ένα ελάχιστο αντιδιχτατορικό πρόγραμμα» (Νέος Κόσμος, 1 Γενάρη 1972).

«Η αντιδιχτατορική πάλη δεν επιτρέπεται, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της, να ταυτίζεται απόλυτα με την πάλη για την πραγματοποίηση του προγραμματικού αντιιμπεριαλιστικού σταδίου της επανάστασης…Τέτοια έλλειψη εμπιστοσύνης και απελπισία δείχνει η αδιανόητη θέση για επάνοδο του βασιλιά…Φυσικά οι κομμουνιστές παρόλο που είναι πάντα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας δεν έχουν κανένα λόγο να βάλουν αυτή τη στιγμή ζήτημα οριστικής κατάργησης της βασιλείας» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Είναι αναμφισβήτητο ότι η πολιτική αυτή της ενότητας από τη στιγμή που αποβλέπει σε προσωρινή συμμαχία με μια μερίδα του πολιτικού κόσμου του μεγάλου κεφάλαιου αντιπροσωπεύει ένα συμβιβασμό αλλά τέτοιο που συμφέρει σ’ όλους τους συμβαλλόμενους» (Δ. Σαρλής, Νέος Κόσμος, τεύχος 1, Γενάρης 73).

«Οι προσπάθειές μας για συνεργασία στην πάλη ενάντια στη διχτατορία πρέπει να είναι συνεχείς, επίμονες και να επεκταθούν και σε άλλα στελέχη των αστικών κομμάτων. Οι προσπάθειες αυτές πρέπει να εκφράζονται … και με ανάλογη δημιουργική κριτική για την τέτοια ή άλλη στάση τους». (Απόφαση της 17ης ολομέλειας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα).

«Ο αντικομμουνισμός, οι αυταπάτες που σπέρνουν οι γνωστοί ηγέτες των αστικών κομμάτων σχετικά με την απομάκρυνση της χούντας από ενέργεια της Ουάσιγκτον, η άρνησή τους για συνεργασία αποτελούν βέβαια σοβαρούς λόγους που δυσκολεύουν την ανάπτυξη του αντιδιχτατορικού αγώνα … Το ΚΚΕ θεωρεί ότι άμεσα χρειάζεται η συσπείρωση όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων που αντιτίθενται στη διχτατορία» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Η ΚΕ του ΚΚΕ … καλεί όλους τους αντιπάλους της χούντας, άντρες και γυναίκες, να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους προς το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς με οποιοδήποτε προσιτό τρόπο και μορφή (με ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ, με σκισμένο, με σβησμένο, με άκυρο ψηφοδέλτιο, με άδειο φάκελο ή με αποχή) …» (ανακοίνωση για το δημοψήφισμα – φάρσα του 1973). Διαλέγετε και παίρνετε…

Επομένως, και οι δύο πτέρυγες περισσότερο φανερά ή καλυμμένα προωθούν την «αντιδιχτατορική ενότητα» ορίζοντάς την με τρόπο που απέκλειε κάθε αναφορά στον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα. Οποιαδήποτε αναφορά στους αμερικάνους και φυσικά η κατηγορηματική καταγγελία του ρόλου τους στη γέννηση, στη στήριξη και στη διαιώνιση της φασιστικής διχτατορίας, προκαλούσε ρήγματα στην «αντιδιχτατορική ενότητα», λειτουργούσε διασπαστικά και προβοκατόρικα. Η επιμονή σ’ αυτή τη γραμμή παρά τις επαναστατικές μεταμφιέσεις της ομάδας Φλωράκη, γινόταν την ίδια στιγμή που οι μάζες εκδήλωναν ανοιχτά τα αντιαμερικάνικα, αντιφασιστικά αισθήματά τους και σιγά – σιγά ωρίμαζαν οι όροι για την ανοιχτή σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο πτέρυγες χαρακτήριζαν ύποπτη και σεχταριστική τη γραμμή της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης, και έχουν γράψει –αλλά και κάνει- πάρα πολλά όλο το διάστημα της διχτατορίας για την απομόνωση της γραμμής αυτής, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία όπως έδειξαν τα γεγονότα.

Η πορεία προς την εξέγερση

Το να κατασκευάσουμε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο ενώ οι αντιδραστικές δυνάμεις στο σύνολό τους προετοίμαζαν μια μεταμφίεση της φασιστικής διχτατορίας παρεμβλήθηκε με αυθόρμητο τρόπο ένα κίνημα, ένα λαϊκό ξέσπασμα, σημαίνει ότι η ματιά μας παραμένει σε μια επιφανειακή θεώρηση.

Η πορεία προς την ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς και ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός ήταν μια διαδικασία που είχε ρίζες σε «παλιότερες καταστάσεις», ήταν μια διαδικασία όχι εύκολη.

Για να συνεννοηθούμε, η επιβολή του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος τον Απρίλη του 67 βρήκε εντελώς απροετοίμαστο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά το λαϊκό κίνημα. Είναι γνωστό εξάλλου πως την ίδια μέρα του πραξικοπήματος η «Αυγή» διατύπωνε τη θέση ότι «είναι απίθανο οι αμερικάνοι να εγκαθιδρύσουν μια διχτατορία σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ». Το σοκ που δέχτηκε η βασική μάζα της αριστεράς ήταν μεγάλο και –δεν υπάρχει λόγος να το κρύψουμε- το πνεύμα του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης ήταν μια κυρίαρχη κατάσταση. Ήταν αποτέλεσμα της εκφυλιστικής διαδικασίας του «νέου πνεύματος» που είχαν διαδώσει οι ρεβιζιονιστές υπεύθυνοι, συνεπώς, τα πρώτα χρόνια της διχτατορίας η κατάσταση πνευμάτων σε μια αριστερή μάζα, που σε άλλες συνθήκες είχε δώσει τόσα πολλά, δεν ήταν καλή κι ούτε ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί μια έπαρση του αγωνιστικού φρονήματός της.

Αυτά σήμαιναν ότι για μια περίοδο –που αποδείχτηκε σχετικά σύντομη- θα σημειώνονταν υπόγειες διεργασίες και κυρίως ότι μια νέα φουρνιά αγωνιστών θα έμπαινε στο στίβο του αγώνα. Όμως οι αντικειμενικές συνθήκες είχαν τροποποιηθεί και ωθούσαν προς ένα μεγαλύτερο ξεκαθάρισμα των στόχων του αγώνα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν παροπλισμένος ή –το πολύ- κινούνταν σε πλαίσια που δεν είχαν πολύ σχέση με τις υπόγειες αναζητήσεις νέων ανθρώπων. Ο ρεβιζιονιστικός κόσμος σπαράζονταν από μια μεγάλη κρίση (διάσπαση 68, περιπέτειες κάθε πτέρυγας), και φυσικά ήταν υπόλογοι για τις ευθύνες που έφεραν για την επιτυχία του φασιστικού πραξικοπήματος και την παράδοση της αριστεράς. Η σχέση της φασιστικής χούντας με τον ιμπεριαλισμό και ειδικά με τον αμερικάνικο ήταν εμφανέστατη, όπως ήταν εύκολο να επιχειρηματολογηθεί η αναγκαιότητα συνολικής πάλης ενάντια στις αιτίες που γέννησαν το καθεστώς της 21 Απρίλη σε αντιπαράθεση με το στόχο της επαναφοράς της πολιτικής ζωής στα πλαίσια που ίσχυαν πριν το πραξικόπημα. Συσσωρεύονταν οι όροι για μια βαθιά ριζοσπαστικοποίηση πλατιών στρωμάτων και γίνονταν έντονες διεργασίες στο πιο ευαίσθητο κομμάτι, αυτό της φοιτητικής νεολαίας.

Γύρω στο 71-72 έχουν ήδη συντελεστεί εκείνες οι διεργασίες που επιτρέπουν να εκτιμήσουμε ότι υπάρχει μια έντονη αντιχουντική – αντιαμερικάνικη διάθεση που σε λίγο θα βρει τους δρόμους για να εκφραστεί ανοιχτά και να μετατραπεί σε συγκεκριμένη πράξη, διαμαρτυρία, κινητοποιήσεις, πολιτικό αγώνα, ανοιχτή συνολική σύγκρουση με το καθεστώς.

Η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων, οι συνεχιζόμενες προκλήσεις των αμερικάνικων δυνάμεων στην Ελλάδα, η παροχή όλο και περισσότερων διευκολύνσεων προς τους αμερικάνους, τα πρώτα μέτρα χαλάρωσης της φασιστικής βίας, δημιουργούν ένα ευνοϊκό έδαφος για τη μετατροπή των διαθέσεων σε πράξη.

Η πρώτη (μετά από μετά από εκείνη της 3ης Νοέμβρη 1968 στην κηδεία του Παπανδρέου) ανοιχτή εκδήλωση – διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία έγινε με αφορμή την απαγόρευση της ταινίας Γούντστοκ που θα προβαλλόταν στον κινηματογράφο Παλλάς. Τότε ακούστηκαν και για πρώτη φορά τα αντιαμερικάνικα συνθήματα στους δρόμους της Αθήνας. Λίγες μέρες πριν, πάλι σε κινηματογραφικές προβολές οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και συνθήματα (Φράουλες και αίμα).

Από την πρώτη αυτή εκδήλωση το 1971 μέχρι το Νοέμβρη του 73 έχει διανυθεί πολλή απόσταση και έχουν σημειωθεί πολλές καταχτήσεις. Πρώτα απ’ όλα, με τις πρώτες διαδηλώσεις έχει κουρελιαστεί το δήθεν ακατανίκητο της φασιστικής τρομοκρατίας και έχει εγκαταλειφθεί η αυταπάτη για «βοήθεια απ’ έξω» με την έννοια ότι η δημοκρατική πτέρυγα των αμερικάνων θα επιβάλει μια δημοκρατική λύση.

Στο χώρο των εργαζομένων αναπτυσσόταν ένα διεκδικητικό κίνημα με κύριο αίτημα τις αυξήσεις των μισθών και των ημερομισθίων που έμεναν καθηλωμένα ενώ ο τιμάριθμος ανέβαινε στα ύψη. Το κίνημα αυτό ξεκινάει απ’ την αγανάκτηση των εργαζομένων, προχωράει στις ανοιχτές συζητήσεις και ζυμώσεις και φτάνει στη διατύπωση συγκεκριμένων απαιτήσεων και μέχρι τη στάση εργασίας και την απεργία. Οι εργαζόμενοι στους μεγαλύτερους κλάδους της οικονομίας, όπως οι εργάτες των μεταφορών, οι σιδηροδρομικοί, οι οικοδόμοι, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία τροφίμων, στη βιομηχανία χαρτιού, στην κλωστοϋφαντουργία, στη ΔΕΗ κλπ, διατυπώνουν την αξίωση των αυξήσεων των αποδοχών τους, ενώ σημειώνονται αρκετές στάσεις εργασίας και απεργίες.

Την ίδια περίοδο σημειώνονται μαζικά και απότομα ξεσπάσματα των αγροτών είτε στη βάση της υπεράσπισης της γης τους από ληστρικές απαλλοτριώσεις είτε στη βάση της υπεράσπισης της παραγωγής τους απ’ την επίθεση του μεγάλου κεφάλαιου και του κράτους. Έτσι έχουμε μαχητικές κινητοποιήσεις των αγροτών στα Μεγάλα Καλύβια, στα Σπάτα, στο Μενίδι, στο Καματερό, στα Μέγαρα, στα Μέθανα, στην Ελευσίνα, στο Παγγαίο, για την υπεράσπιση των χωραφιών τους. Άρνηση των κτηνοτρόφων να παραδώσουν το γάλα σε τιμές κάτω του κόστους, άρνηση για τον ίδιο λόγο των παραγωγών ζαχαρότευτλου να παραδώσουν την παραγωγή τους για τα κρατικά εργοστάσια ζαχάρεως.

Όμως είναι οι φοιτητικοί αγώνες που με την ανάπτυξη και την ορμή τους δίνουν μια νέα ποιότητα στις διαθέσεις και στην πάλη ολόκληρου του λαού. Τα βασικά χαρακτηριστικά των φοιτητικών αγώνων αυτή την περίοδο είναι : α) η αγωνιστικότητά τους, β) η μαζικότητά τους, γ) το πολιτικό με αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα περιεχόμενό τους, δ) η συμπαράσταση και υποστήριξη του λαού και ε) η συνέχεια και το ανέβασμα των εκδηλώσεων, το προχώρημα σε ανώτερες μορφές πάλης. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που δίνουν στους φοιτητικούς αγώνες την ιδιαίτερη σημασία τους. Οι αγώνες των φοιτητών δεν αποτελούν απλώς συνέχιση της λαϊκής αντίστασης που όλα τα χρόνια και με διάφορους άλλους τρόπους είχε εκδηλωθεί. Αποτελούν ένα ποιοτικό άλμα, βάζοντας όπως φάνηκε και στη συνέχει στη σφραγίδα τους στην πορεία ανάπτυξης και του φοιτητικού κινήματος αλλά και του γενικότερου λαϊκού κινήματος της Ελλάδας.

Έτσι την ίδια περίοδο που οι δυνάμεις της αντίδρασης σπαράσσονται από αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια βαθιά κρίση, την ίδια περίοδο που όλος ο αστικός και ρεφορμιστικός πολιτικός κόσμος προσαρμόζεται στη φασιστική νομιμότητα και σπέρνει την ηττοπάθεια και την αδράνεια, αναπτύσσεται με έναν ορμητικό τρόπο ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα με πρωτοπόρο το φοιτητικό τμήμα του και οδηγούμαστε γρήγορα προς την ανοιχτή μαζική συνολική σύγκρουση με το καθεστώς της ξενοκρατίας και του φασισμού. Είναι αυτή η δυναμική που σφραγίζει τις εξελίξεις και χαλάει όλο το σκηνικό της ομαλοποίησης.

Στο φοιτητικό χώρο, μέσα στις νόμιμες μαζικές οργανώσεις όπως οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι, μέσα στις σχολές με τις παράνομες ή ημινόμιμες επιτροπές αγώνα που συγκροτούνται σε όλες τις σχολές και με βάση την πείρα των ίδιων των φοιτητών από τους αγώνες τους, διεξάγεται μια έντονη πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του κινήματος και σταδιακά κερδίζει έδαφος ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός και ξεπερνιέται η συμβιβαστική ρεφορμιστική γραμμή. Ήδη στο φοιτητικό χώρο, πέρα από τις δυνάμεις της ρεβιζιονιστικής αριστεράς, δρουν σχηματισμοί και ομάδες που αναφέρονται στον αντιρεβιζιονιστικό χώρο ή στο χώρο της επαναστατικής αριστεράς. (Τέτοιες δυνάμεις ήταν η ΑΣΠΕ, η ΟΣΕ και η ΟΜΛΕ με τις αντιφασιστικές – αντιιμπεριαλιστικές επιτροπές). Στα χρόνια αυτά, 1972,73, οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μια μειοψηφία συγκρινόμενες με εκείνες της ρεφορμιστικής αριστεράς, αλλά κατορθώνουν να διεξάγουν με επιτυχία την αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική γραμμή και φυσικά δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις του κινήματος. Ο ρόλος των ρεφορμιστών (Αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας Φεραίος) είναι καθαρά πυροσβεστικός και περιορίζεται στην προσπάθεια να μην πάρουν άλλες διαστάσεις οι φοιτητικές διαμαρτυρίες. Πέρα όμως από τις οργανωμένες δυνάμεις της περιόδου αυτής, δημιουργείται μια μαχητική πρωτοπορία αρκετών εκατοντάδων φοιτητών που υποστηρίζουν την αγωνιστική γραμμή και δραστηριοποιούνται προπαγανδίζοντας την κόντρα στις ρεφορμιστικές μεθοδεύσεις. Χωρίς αυτή την πολιτικά πιο προχωρημένη μερίδα του φοιτητικού κινήματος και το σταδιακό πέρασμά της στην πλευρά των αντιρεφορμιστικών δυνάμεων, δεν θα μπορούσαν να είχαν κερδηθεί μια σειρά από πολιτικές μάχες με τους ρεφορμιστές.

Πλησιάζοντας προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου έχουμε εκδηλώσεις μιας καινούργιας κατάστασης: Η πορεία της 25ης Σεπτέμβρη στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, μόλις δηλαδή ανοίγουν οι σχολές, παίρνει αμέσως αντιιμπεριαλιστικό και αντιαμερικάνικο χαρακτήρα. Στη διαδήλωση και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου δεν συμμετείχαν μονάχα φοιτητές αλλά παρουσιάστηκε το φαινόμενο της κοινής δράσης φοιτητών και εργαζόμενων, κάτι που λίγες μέρες μετά θα φαινόταν καθαρά στο Πολυτεχνείο. Ωρίμαζαν οι όροι για ένα παλλαϊκό ξεσήκωμα ενάντια στη χούντα και τους πάτρωνές της.
Στην πράξη, μέσα στη ζωή είχαν επιβεβαιωθεί θέσεις και εκτιμήσεις που είχαν προβάλει από τις αρχές της δεκαετίας του 60 οι δυνάμεις εκείνες που κατάγγειλαν τον ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό και σήκωσαν την σημαία της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η επιβεβαίωση, καθώς και η εκτίμηση πως το αν θα πέρναγε σε ένα ανώτερο στάδιο η πάλη του λαού μας καθοριζόταν πέρα για πέρα από τον υποκειμενικό παράγοντα, παραπέμπει αναγκαστικά στο πρόβλημα της ποιότητας, της σταθερότητας, του ατσαλώματος και της ιδεολογικής προετοιμασίας. Σήμερα είναι επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι οι ελλείψεις αλλά και πολλές εκδηλώσεις μικροαστικού πνεύματος εμπόδισαν και να βαθύνει περισσότερο το ρήγμα μα τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο –γιατί ρήγμα υπήρξε και μάλιστα μεγάλο- αλλά και να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η παρακαταθήκη του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου

Βλέποντας σήμερα, μετά από 20 χρόνια, την εξέγερση δεν μπορούμε να μην τη θεωρήσουμε –πέρα από κορυφαία αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση- σαν αποτέλεσμα της έκβασης της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο γραμμές που υπήρχαν και συγκρούονταν στο λαϊκό κίνημα συνολικά και ειδικά στο πιο οργανωμένο κομμάτι του, το φοιτητικό κίνημα.

Πολλοί εφησυχάζουν διαπιστώνοντας πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν αυθόρμητη γιατί θεωρούν –πάλι λαθεμένα- πως το γεγονός αυτό τους απαλλάσσει από τη διερεύνηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της και του συγκεκριμένου προσανατολισμού της. Η εξέγερση παίρνει έτσι μια μυθολογική διάσταση έξω από χρόνο και τόπο, της αφαιρείται κάθε ιστορικότητα και ο καθένα κρατά ότι του κολλάει περισσότερο. Άλλος αναγνωρίζει μόνο την «εργατική συνέλευση» στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, άλλος το θεωρεί προϊόν του αντιεξουσιαστικού χώρου γιατί είχε γραφτεί το σύνθημα «Κάτω το κράτος» και οι γραφειοκράτες έτρεξαν να το σβήσουν. (Κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν την ημερομηνία για τίτλο τους –άλλη μια μορφή καπηλείας- ξεχνώντας το ουσιαστικό, δηλαδή ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια μαζική μαχητική σύγκρουση κι όχι ένα υποκατάστατο αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας). Κάπως έτσι μετά, χωρίς πολύ κόπο, οι κυρίαρχες δυνάμεις περνάνε την εικόνα της κορυφαίας αντιχουντικής εκδήλωσης που συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας κλπ.

Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτουν ορισμένα δεδομένα που όποιος διαπραγματεύεται την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν επιτρέπεται να αγνοεί. Ποια είναι αυτά; Πρώτον, ότι οδηγούμαστε με γρήγορους ρυθμούς σε ένα νέο στάδιο των λαϊκών αγώνων σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης και δυσκολιών των φασιστών. Δεύτερο, ότι μέσα σε όλους τους μικρούς και μεγάλους αγώνες που είχαν γίνει μέχρι τότε, ήταν έντονη η ιδεολογική αντιπαράθεση, η διαπάλη και τελικά η απομόνωση της ρεφορμιστικής γραμμής. Απορριπτόταν η γραμμή της προσαρμογής στη φασιστική νομιμότητα και της συμπληρωματικότητας προς την αστική πολιτική και υιοθετούνταν μια άλλη που η ουσία της ήταν πως δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματική ριζική αλλαγή προς όφελος του λαού αν δεν απαλλασσόταν η χώρα από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, αν δεν γκρεμιζόταν συνολικά το καθεστώς της υποτέλειας και της ξενοκρατίας. Σύμφωνα με τη γραμμή αυτή, ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός, δηλαδή ο στόχος ήταν το γκρέμισμα του φασιστικού καθεστώτος και το διώξιμο των ιμπεριαλιστών από την Ελλάδα. Τρίτο, είναι η πρώτη φορά που η γραμμή αυτή γίνεται γραμμή του μαζικού κινήματος και βλέπουμε την τεράστια αποτελεσματικότητά της σε αντίθεση με το τέλμα και την αποσύνθεση που καταδικάζουν το κίνημα η υιοθέτηση της αστικής και ρεφορμιστικής γραμμής. Τέταρτο, και η πρόκληση είναι υπαρκτή για όλους, η ουσιαστική παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου σχετίζεται με τη γραμμή αυτή κι όχι το αντίστροφο που έτρεξαν να υποστηρίξουν διάφορες υπεραριστερές απόψεις, ότι τάχα αυτό ακριβώς το περιεχόμενο άφησε τα περιθώρια για την ενσωμάτωση του Πολυτεχνείου και άλλα παρόμοια.

Η λέξη εξέγερση μπορεί να πάρει διάφορα περιεχόμενα έτσι που να λέει πολλά, ίσως όμως και τίποτα μετατρεπόμενη σε ένα ακίνδυνο επίθετο κάποιου συμβάντος. Μέσα στην πείρα του κομμουνιστικού κινήματος η εξέγερση αφορούσε μια ανώτερη μορφή πάλης για την οποία προπαρασκευάζονταν οι γενικοί όροι αλλά και εμπεριείχε ένα σχεδιασμό. Στο παρελθόν, στις εξεγέρσεις είχαμε την εμφάνιση οργάνων μαζικής άμεσης πάλης, την οργάνωση και παρουσία άμεσα μαχητικών δυνάμεων, κι αυτά ήταν στοιχεία που πρόκυπταν από την τεράστια αυτενέργεια των μαζών σε τέτοιες συνθήκες αλλά και από το επίπεδο οργάνωσης, συγκρότησης και ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα. Σε πολλές περιπτώσεις μέσα στην εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος υπήρχε μέχρι και ο χρονικός προσδιορισμός της εξέγερσης καθώς και η κατάστρωση κάποιου σχεδίου για την αποτελεσματικότητά της. Αυτό εκφραζόταν με τον όρο «οργάνωση της εξέγερσης με την πιο στενή σημασία της λέξης».

Έτσι, ένας καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η γενική εκτίμηση του επίπεδου οργάνωσης και συγκρότησης του επαναστατικού κινήματος την περίοδο εκείνη, ο βαθμός προετοιμασίας για την εξέγερση. Θέλουμε να πούμε πως η ίδια η δυναμική των πραγμάτων ωθούσε με γρήγορο και ίσως ασυγκράτητο ρυθμό σε μια μετωπική σύγκρουση, σε ένα ξέσπασμα των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού και άρα θα είχαμε μια αναπόφευκτη έκρηξη, σε συνθήκες όμως που ο βαθμός οργάνωσης και προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα με την πιο γενική έννοια ήταν πολύ μικρός. Αυτή η διαπίστωση δεν μειώνει σε τίποτα τη σημασία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, της προσδίδει όμως τις πραγματικές της διαστάσεις και παράλληλα θέλει να είναι αυστηρή όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης σαν καθορισμένη στιγμή της ταξικής πάλης. Από την άλλη, το επίπεδο ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι το καθοριστικό στο να προσδιοριστεί μια στάση απέναντι στα αναπόφευκτα ξεσπάσματα, εκρήξεις και εξεγέρσεις με την πλατιά έννοια του όρου. Αυτό σημαίνει πως όταν εκτιμιέται πως ωριμάζουν οι όροι για ένα ξέσπασμα, όταν αντικειμενικά η κατάσταση σπρώχνει και σπρώχνεται προς μια δυναμική αναμέτρηση, όπως γινόταν τις μέρες του φθινοπώρου του 73, το καθήκον των επαναστατικών δυνάμεων δεν είναι αν μεμψιμοιρούν για το επίπεδο ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος αλλά να στρωθούν στη δουλειά ώστε να εκφραστεί η συσσωρευμένη αγανάκτηση των μαζών πιο δυνατά και πιο αποφασιστικά, να βαθύνει το ρήγμα με τις δυνάμεις της αντίδρασης, να απομονωθούν οι ψεύτικοι φίλοι και συνολικά να βρεθεί το επαναστατικό κίνημα σε καλύτερες θέσεις. Πολλές φορές η ισχυροποίηση του επαναστατικού κινήματος γίνεται μέσα και από την καταστολή των διαφόρων εξεγέρσεων. Ο Λένιν τέλειωνε πολλά άρθρα του στην ταραγμένη περίοδο του 1905 ως εξής: «Το ξέσπασμα της εξέγερσης πνίγηκε ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά: ζήτω η εξέγερση!»

Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας του κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι ο «ρεαλισμός» και ο πραγματισμός. Ο «απολογισμός» της κάθε προσπάθειας, κάθε αγώνα, εξέγερσης και επανάστασης ακόμα, δεν γίνεται με το αν «πέτυχε», αν σταθεροποιήθηκε κλπ. πρώτο επίπεδο επιτυχίας είναι η καταγραφή της αναγκαιότητας και της δυνατότητας τέτοιων πρωτοβουλιών από τις μάζες. Δεύτερο, η εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τα λάθη, τις αδυναμίες, τις ελλείψεις που θα καταστήσουν το «επόμενο βήμα» πιο αποτελεσματικό, πιο πλούσιο. Τρίτο, η εμπειρία των μαζών και τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που σφραγίζουν τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη, έχουν έναν ενεργητικό χαρακτήρα στο ξετύλιγμα της ταξικής πάλης. Τέταρτο, χωρίς τέτοιες απόπειρες, που δεν έχουν τίποτα κοινό με τον πραξηκοπιματισμό και τον τυχοδιωκτισμό, δεν είναι δυνατή η διαπαιδαγώγηση και η σφυρηλάτηση δυνάμεων ικανών να νικήσουν.

Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε εξέγερση τα γεγονότα του Πολυτεχνείου; Γιατί δεν ήταν απλά μια εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος, αλλά ξεπέρασε αυτά τα πλαίσια πολύ γρήγορα, είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και μαχητικό χαρακτήρα, κάλεσε το λαό να ξεσηκωθεί και να αγωνιστεί ενάντια στην τυραννία, εκδηλώθηκε σε μεγάλο βαθμό η ανταπόκριση και η συμμετοχή πλατιών μαζών στις κινητοποιήσεις, οργανώθηκαν μαχητικές εκδηλώσεις σε διάφορους χώρους του κέντρου και των γειτονιών, ξεσηκώθηκαν και σε άλλες περιοχές κινήματα συμπαράστασης, έγινε αναγκαία για την καταστολή της η προσφυγή στα τανκς, στην άμεση ανοιχτή αντεπαναστατική βία μέσω του πιο οργανωμένου εργαλείου αυτής της βίας, του στρατού. Μέσα στην εξέγερση αυτή δημιουργήθηκαν όργανα άμεσης μαζικής πάλης όπως η Συντονιστική Επιτροπή κατάληψης του Πολυτεχνείου, οι γενικές συνελεύσεις των εγκλεισμένων μέσα στο Πολυτεχνείο, διάφορες επιτροπές κλπ.

Όσο είναι μύθος η εικόνα που θέλει όλος ο αθηναϊκός λαός να βρίσκεται μέσα ή γύρω από το Πολυτεχνείο, άλλο τόσο είναι ψεύτικη η εικόνα που θέλει να βλέπει το Πολυτεχνείο σαν μια φοιτητική εκδήλωση. Είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα που δείχνουν άλλα πράγματα: Στις συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας όλη τη μέρα της Παρασκευής δεν είναι η φοιτητική μάζα που πρωταγωνιστεί αλλά κυρίως οι εργαζόμενοι. Στις συλλήψεις που έγιναν μετά την καταστολή περίπου το 50% των συλληφθέντων ήταν εργαζόμενοι. Αυτά αποδεικνύουν ότι γύρω από το Πολυτεχνείο συσπειρώθηκε μια μαχητική πρωτοπορία μερικών χιλιάδων αγωνιστών, που η κοινωνική τους σύνθεση ήταν νεολαίοι και εργαζόμενοι, οι οποίοι και σήκωσαν το βάρος της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της καταστολής. Αυτό το δυναμικό και αυτή η παρουσία αποσιωπήθηκε και στη συνέχεια ξεχάστηκε από τις δυνάμεις που αναφέρονται πολύ στο Πολυτεχνείο. Αυτό το δυναμικό που έμπρακτα πιστοποιούσε το βάθος του ρήγματος με την αστική και ρεβιζιονιστική γραμμή, ξανάδωσε την παρουσία του μετά ένα χρόνο στην πορεία που έγινε για τον γιορτασμό της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου στις 15/11/74, κόντρα σ’ ολόκληρο τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο που συμμορφώθηκαν με την καραμανλική υπόδειξη για εκλογές στις 17/11/74. τότε στην πορεία που έγινε στις 15/11 συμμετείχαν πάνω από 50.000 άτομα, και ένα μεγάλο τμήμα της αποτελούνταν απ’ αυτή τη μαχητική πρωτοπορία που τις μέρες της εξέγερσης είχε παίξει έναν σημαντικότατο ρόλο. Οι προβληματισμοί όμως και οι «στοχοθεσίες» των οργανώσεων της εποχής ήταν διαφορετικές…

Τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη και αμέσως μετά τη διαδήλωση στο μνημόσυνο του Παπανδρέου, επικρατεί αναβρασμός μέσα στους φοιτητικούς χώρους και είναι φανερό ότι θα εκδηλώνονταν αγώνες. Η αφορμή για τις κινητοποιήσεις σχετίζονταν με ένα πρόβλημα φοιτητικό, τις εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Πρόκειται για αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση –ενώ το θέμα αυτό είχε απασχολήσει σοβαρά το φ.κ. την προηγούμενη περίοδο και είχαν εκφραστεί και συγκρουστεί οι δύο κατευθύνσεις και στο ζήτημα αυτό- ακριβώς γιατί γρήγορα παραμερίστηκε και τέθηκαν τα συνολικότερα ζητήματα και αιτήματα της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Αν και η κατάληψη ξεκίνησε σαν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας των φοιτητών του Πολυτεχνείου για το πρόβλημα των εκλογών, γρήγορα, από την πρώτη μέρα, από τις πρώτες ώρες, η παραμονή και η κατάληψη στο Πολυτεχνείο έπαιρναν το χαρακτήρα της καταγγελίας συνολικά του καθεστώτος της διχτατορίας και του ιμπεριαλισμού.

Έτσι ένα πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε ήταν το αν πρόκειται για εκδήλωση που θα περιοριζόταν στα φοιτητικά γενικά ζητήματα ή θα έπαιρνε το χαρακτήρα του γενικότερου πολιτικού γεγονότος. Οι αιτιάσεις περί αυθόρμητου χαρακτήρα λησμονούν πως έγιναν μια σειρά από αντιπαραθέσεις σχετικά με διάφορα ζητήματα που από την έκβαση αυτών των αντιπαραθέσεων πρώτα είχαμε το γεγονός της παραμονής την Τετάρτη 14/11/73 μέσα στο Πολυτεχνείο κι άρα το ξεκίνημα της κατάληψης, μετά είχαμε την αντιπαράθεση για το αν ο αγώνας θα αφορούσε μια φοιτητική κινητοποίηση ή κάτι γενικότερο, στη συνέχεια όταν πλέον είχε κερδηθεί και αυτή η μάχη έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι συντονισμένες προσπάθειες να περιοριστεί το Πολυτεχνείο στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας», της «οικουμενικής κυβέρνησης όλων των αντιδιχτατορικών δυνάμεων» και τελικά, η πετυχημένη έκβαση και αυτής της αντιπαράθεσης θα προσδώσει τον αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα στην εξέγερση. Την Τετάρτη 14/11/73 ξεκινάει μια φοιτητική διαμαρτυρία που όμως γρήγορα μετεξελίσσεται σε μια εξέγερση στις 16/11/73. Χωρίς την αντιπαράθεση των δύο γραμμών και την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των προσπαθειών να περιοριστεί η κινητοποίηση είναι ζήτημα αν θα υπήρχε το γεγονός της εξέγερσης. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι έπαιξαν ένα δραστήριο ρόλο στα γεγονότα είτε υποστηρίζοντας τη μία κατεύθυνση είτε την άλλη. Ο υπερτονισμός του αυθόρμητου χαρακτήρα των εκδηλώσεων των ημερών εκείνων, διευκόλυνε και διευκολύνει όσους θέλουν εκ των υστέρων να εμφανίζονται σαν οι βασικοί συντελεστές της εξέγερσης ενώ ήταν γνωστή η στάση τους μέσα στα γεγονότα. Έτσι μπορούν να αποφεύγουν και τις όποιες ευθύνες μπορούσαν να τους ζητήσουν οι πλέον πολιτικοποιημένοι αγωνιστές. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα το αν η εξέλιξη των γεγονότων ξεπέρασε κατά πολύ τις δυνατότητες και το επίπεδο προετοιμασίας των δυνάμεων που κατευθύνονταν στη γραμμή της συνολικής αντιπαράθεσης –και γι’ αυτό μιλήσαμε πιο πάνω- και είναι τελείως διαφορετικό να χαιρετίζεις εκ των υστέρων τη βασικά αυθόρμητη εξέγερση του Πολυτεχνείου, αφού προηγουμένως έκανες ότι μπορούσες για να μη γίνει και στη συνέχεια την κατάγγειλες σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων, και να δέχεσαι χωρίς ντροπή να ποζάρεις σαν γνήσιος εκφραστής του μηνύματος και του πνεύματος του Πολυτεχνείου. Και δυστυχώς αυτή ήταν η στάση του ελληνικού ρεβιζιονισμού και ειδικά της «σκληρής» του πτέρυγας.

Η χρονική απόσταση από τότε και η ουσιαστική σιωπή πολλών απ’ όσους γνωρίζουν καλά το τι έγινε τότε, μας υποχρεώνει να γίνουμε κάπως αναλυτικοί στην τεκμηρίωση των ισχυρισμών μας αυτών. Θα χρησιμοποιήσουμε μάλιστα ορισμένες πηγές που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, και ειδικά τοποθετήσεις που προέρχονται από τον ίδιο το χώρο του ΚΚΕ. Συμπληρωματικά μονάχα θα αναφερθούμε και σε άλλες πηγές απ’ το χώρο που τότε προώθησε την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Σχετικά με το αν ήθελαν ή όχι την κατάληψη του Πολυτεχνείου, σε ένα ντοκουμέντο με τίτλο «Έκθεση και συμπεράσματα για τα Γεγονότα του Νοέμβρη 1973» που εγκρίθηκε στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του Ιούλη του 1976 και δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ 11/1976, αναφέρονται τα εξής: «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ανοργάνωτα, συζητιέται πλατιά τι θα γίνει παραπέρα και από πολλούς –κυρίως οργανωμένους και περισσότερο ανοργάνωτους αριστεριστές- προβάλλεται η προοπτική της κατάληψης όχι στη βάση κάποιου σχεδίου αλλά αυτοσχεδιασμών…Οι αριστεριστές… είχαν ταχθεί υπέρ της κατάληψης, χωρίς όμως να προτείνουν τι προοπτική θα είχε αυτή η ενέργεια, σε τι θα αποσκοπούσε. Ήταν φανερό πως ούτε η πρότασή τους αυτή ξεκινούσε από κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Η Α-ΕΦΦΕΕ σαν παράταξη ταλαντεύεται και δεν παίρνει θέση ανοιχτά με κανέναν συνδικαλιστή της (σελ. 97). Πιο κάτω, στη σελίδα 112, γίνεται αναφορά σ’ ένα διαχρονικό όσον αφορά την αξία του συμπέρασμα: «… είναι μάλλον βέβαιο ότι αν η ΚΝΕ ήταν σωστά προετοιμασμένη και τα στελέχη της δούλευαν έγκαιρα, σωστά και επί τόπου μέσα στο φοιτητικό κίνημα μ’ αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν δυνατόν ή να μην επιλεγεί καθόλου η μορφή της κατάληψης, ή αν και προσωρινά πραγματοποιούνταν, να στρέφονταν γρήγορα προς άλλες κατευθύνσεις».

Σε ένα χειρόγραφο κείμενο που απευθυνόταν στην καθοδήγηση του ΚΚΕ με γενικό τίτλο «γεγονότα και εκτιμήσεις για το Πολυτεχνείο» (Νοέμβρης 1974), ο Γιάννης Γρηγορόπουλος, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, γράφει για το ίδιο θέμα: «Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά στις ταχύρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν –πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο «ρεαλισμό» στην ταχτική μας, που φανέρωνε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της διχτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη διχτατορία. Εδώ μπαίνει φυσικά το ερώτημα: πως αλλιώς βλέπαμε να εξελίσσονται τα πράγματα έτσι ώστε η ανατροπή της διχτατορίας να μην προέλθει σα συμβιβασμός χούντας και αμερικάνων από τη μία και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων από την άλλη και με διάδοχη λύση μια κοινοβουλευτική δημοκρατία υπηρέτη των μονοπωλίων –πάλι- αλλά η αλλαγή στη χώρα μας να συνδυαστεί με μια λύση υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων και σ’ όφελος του λαού μας».

Από άλλες μαρτυρίες, αλλά και από την προηγούμενη (και επόμενη) πραχτική τους, γνωρίζουμε πως την Τετάρτη μέχρι αργά το απόγευμα έκαναν ότι μπορούσαν για να μην πραγματοποιηθεί η κατάληψη. Εκμεταλλευόμενοι την απόφαση των Μηχανολόγων να αποχωρήσουν και διαδίδοντας φήμες για επικείμενη επίθεση της αστυνομίας, προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο να αποχωρήσει. Οι ίδιοι για ένα διάστημα αποχώρησαν (πήγαν στο Σύλλογο Στερεοελλαδιτών για να επιστρέψουν όταν είδαν ότι η κατάληψη είναι γεγονός).

Από τη στιγμή που αποφασίζεται η κατάληψη, αρχίζει μια επιχείρηση με τρία επίπεδα: α) ελέγχου της κατάληψης και όλων των καίριων θέσεων, β) υποβάθμισης του πολιτικού της περιεχομένου με απόπειρες να δοθεί ένας περιορισμένος χαρακτήρας γύρω από φοιτητικά αιτήματα και γ) αναζητούνται παράλληλα τρόποι «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο.

Η δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής ήταν μια πρώτη κίνηση που προωθήθηκε από δυνάμεις που είχαν έναν αγωνιστικό προσανατολισμό και ήθελαν να αποφύγουν το «καπέλωμα» από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και ει δυνατόν να αποφεύγονταν τα αρνητικά στον τομέα αυτόν που είχαν παρουσιαστεί στις καταλήψεις της Νομικής λίγους μήνες πριν. Έτσι συγκροτήθηκε η προσωρινή Σ.Ε. την Τετάρτη που η θητεία της έληξε την Πέμπτη όταν είχε φουντώσει για καλά η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο γραμμές, και τότε εκλέχτηκε μέσα από γενικές συνελεύσεις η Σ.Ε. κατάληψης του πολυτεχνείου. Βέβαια συνέβησαν πολλές καταστρατηγήσεις των αποφάσεων της Σ.Ε. και διάφορες πραξικοπηματικές ενέργειες από μεριάς των ρεφορμιστών όπου τους δινόταν η δυνατότητα.

Διαβάζουμε σχετικά στο κείμενο του Γιάννη Γρηγορόπουλου: Δυσκολία επίσης στην ομαλή λειτουργία της πρώτης Σ.Ε. δημιουργήθηκαν και από την όξυνση της ιδεολογικής πάλης, κύρια με τους αριστεριστές, μέσα σ’ αυτήν. Η έντονη διαφοροποίηση στην τακτική των διάφορων οργανώσεων, από το καλοκαίρι του 73, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις τους, που δεν ευνοούσε μια κοινή αντιμετώπιση της κατάστασης και μια μόνιμη συνεργασία για την καθοδήγηση της εξέγερσης. Η έλλειψη ενός οργάνου συνεργασίας σε επίπεδο οργανώσεων ήταν φανερή. Η αδυναμία αυτή σημάδεψε όλη την κατάληψη της κατάληψης και δημιούργησε σοβαρότατες δυσκολίες στη γρήγορη και υπεύθυνη αντιμετώπιση της κατάστασης. Σ’ αυτό υπάρχουν και δικές μας ευθύνες αλλά κύρια ευθύνονται οι άλλες οργανώσεις (αριστερίστικες και ο ΡΦ) που μας αντιμετώπιζαν με καχυποψία ρίχνοντάς μας τι «ρετσινιά» ότι προσπαθούμε να «φορέσουμε καπέλο» στις συνεργασίες μας. Ορισμένα δικά μας λάθη στο φ.κ. τροφοδότησαν αυτό το μύθο, που έβλαψε το φ.κ. μέχρι και μετά την αλλαγή του Ιούλη και δεν βοηθούσε καθόλου στη συσπείρωση των αντιδιχτατορικών δυνάμεων και την ενιαία δράση τους.

Το απόγευμα της Πέμπτης στο γραφείο συνεδριάσεων της Σ.Ε. ο Λαζαρίδης (που τότε υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν στην Α-ΕΦΕΕ) προσπάθησε να περάσει σα θέση της Σ.Ε. τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση» με τον Καραγκουλέ και την Καρυστιάνη να δείχνουν ότι συμφωνούν. Την ίδια γραμμή είχανε προσπαθήσει να περάσουν και ο Παπαβασιλόπουλος με τον Τσεμπελή στον πομπό λίγο νωρίτερα χωρίς επιτυχία. Παρόλο που παρουσιάστηκε σαν κοινή γραμμή Α-ΕΦΦΕ και ΡΦ δεν πέρασε τελικά γιατί οι υπόλοιποι συνδικαλιστές μέλη της Α-ΕΦΕΕ δεν δέχτηκαν να την προβάλουν θεωρώντας την προσπάθεια αυτή για τη μεταφορά γενικών συνθημάτων προπαγάνδας και ζύμωσης σα λανθασμένη αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης… Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια πρώτη διάσταση στη Σ.Ε. που έδωσε όπλα στους αριστεριστές να μας επιτεθούν παντού και να μειώσουν το κύρος της. Επίσης άφησε άσχημες εντυπώσεις σε όλους μας και δημιούργησε αμφιβολίες για το κατά πόσο η καθοδήγηση της οργάνωσης είχε αντιληφθεί σωστά τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής και το κατά πόσο μπορούσε να χαράξει μια σωστή προοπτική της εξέγερσης. Το βράδυ της Πέμπτης είχε γίνει προσπάθεια να πολυγραφηθεί ένα κείμενο από ένα χαρτί που μου είχε δώσει ο Καραγκουλές με έναν κατάλογο των φοιτητικών αιτημάτων που προβάλαμε στις ΓΣ των σχολών. Έχω την εντύπωση ότι τα αιτήματα δεν συνδέονταν με τις πολιτικές μας απόψεις για ανατροπή της διχτατορίας. Πάντως σε αυτό το κείμενο είχαν αντιδράσει συνδικαλιστές και μάλιστα η ΑΑΣΠΕ άρχισε να καταγγέλλει ότι το έχει γράψει η Α-ΕΦΕΕ. Για ένα διάστημα λέγονταν από τα μεγάφωνα αλλά υπήρξε έντονη αντίδραση απ’ τον κόσμο και αποσύρθηκε αμέσως. Φυσικά το γεγονός αυτό επέτεινε τη σύγχυση για το ποια είναι τέλος πάντων η γραμμή μας και οδήγησε σε κάποια αδράνεια και παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης από πολλούς συνδικαλιστές μας.

Η σύγχυση έγινε μεγαλύτερη την Παρασκευή τα ξημερώματα όταν παρατηρήσαμε να έχουν πέσει στο Πολυτεχνείο πολλές προκηρύξεις της Α-ΕΦΕΕ που αναφέρονταν στις φοιτητικές εκλογές με συνθήματα όπως «ελεύθερες εκλογές», «κάτω η ΕΚΟΦ». Αυτές προφανώς ρίχτηκαν στα πλαίσια της γραμμής αυτής, παρ’ όλο που είχαν ετοιμαστεί για συνθήκες τελείως διαφορετικές» (σελ 13-14). «Η αδυναμία της πρώτης Σ.Ε. να δώσει μια προοπτική συγκεκριμένη στον αγώνα καθώς και η σύγχυση και η απογοήτευση που υπήρχε σ’ όλους μας μετά το παλαντζάρισμα μεταξύ «καθαρών φοιτητικών αιτημάτων» και «οικουμενικής κυβέρνησης», που οξύνθηκε με το σύνθημα της «γενικής απεργίας», έκαναν ώστε να συζητηθεί και να περάσει ντε φάκτο η πρόταση για εκλογή νέας Σ.Ε. από τις ΓΣ των σχολών μέσα στο Πολυτεχνείο…Έτσι μπήκαμε απρόοπτα σε μια διαδικασία που δεν βοηθούσε και πολύ να ξεπεραστούν τα ουσιαστικά προβλήματα που ήτανε δεμένα με την κατάληψη. Ο ΡΦ στους Πολιτικούς Μηχανικούς και στη Νομική κατέβασε τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή και της αριστεράς». Οι αριστεριστές έκαναν πολεμική γενικά και αόριστα, στις συνελεύσεις που είχαν κάποια δύναμη, ενάντια σε λύσεις με τη συνεργασία αστών πολιτικών και αμφισβητούσαν το αστικό κράτος, πελαγωμένοι και ανίκανοι να δουν την ανάγκη συσπείρωσης του λαού γύρω από συγκεκριμένους άμεσους στόχους για την ανατροπή της διχτατορίας. Εμείς αιφνιδιαστήκαμε. Σε πολλές σχολές δεν κατεβάσαμε καμία θέση ή λείπαμε τελείως γιατί έπρεπε να καλυφθούν οι ανάγκες για έλεγχο του χώρου, οπότε δεν πήγαμε καθόλου στις ΓΣ. Δεν είδαμε σωστά τη σπουδαιότητα που είχε το να ελέγξουμε και τη νέα Σ.Ε. Στη Φυσικομαθηματική υποστηρίχτηκε η άποψη για τονισμό των φοιτητικών αιτημάτων χωρίς να βρει απήχηση. Αντίθετα μας απομόνωσε. Σ’ ορισμένες σχολές που ελέγχαμε (Τοπογράφοι, Χημικοί) δεν συγκαλέσαμε καθόλου ΓΣ. Στη Νομική αφήσαμε το ΡΦ ν’ αναλάβει πρωτοβουλία και σιωπηλά ταχτήκαμε με το μέρος του στη μάχη με την ΑΣΠΕ».

Την Παρασκευή το μεσημέρι γίνεται μια θυελλώδης συνεδρίαση της Σ.Ε. στην οποία συζητιέται η έγκριση ενός κειμένου – διακήρυξης που είναι και η πολιτική πλατφόρμα όλης της κατάληψης του πολυτεχνείου. Η αντιπαράθεση έγινε για την τελευταία παράγραφο του κειμένου η οποία κατέληγε στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας». Ο μεν Σ. Λυγερός στο βιβλίο του «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα» παραθέτει ως εξής την τελευταία παράγραφο: «Καλούμε όλα τα αντιδιχτατορικά κόμματα και οργανώσεις, να συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Ο δε Γ. Γρηγορόπουλος στο κείμενό του αποδίδει ως εξής την επίμαχη παράγραφο: «Πιστεύοντας ότι αυτή τη στιγμή του αγώνα εκφράζουμε την θέληση όλου του Ελληνικού Λαού για ενότητα, καλούμε όλες τις αντιδιχτατορικές – αντιστασιακές δυνάμεις και όλα τα δημοκρατικά και αντιδιχτατορικά κόμματα ν’ αγωνιστούν μαζί μας. Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της διχτατορίας». Η παράγραφος αυτή μετά από έντονη αντιπαράθεση δεν περιλήφθηκε στο κείμενο που διαβάστηκε στους δημοσιογράφους κι έτσι δεν υπάρχει στην διακήρυξη της Σ.Ε. Όμως από τον ραδιοσταθμό με συμφωνία της Α-ΕΦΕΕ και του ΡΦ διαβάστηκε και η τελευταία παράγραφος. Στο ντοκουμέντο της ΚΕ του ΚΚΕ που προαναφέραμε αναφέρονται σχετικά: «Στην πρώτη συνεδρίαση της Σ.Ε. το μεσημέρι της Παρασκευής μετά από θυελλώδεις συζητήσεις και διαπληκτισμούς, η Σ.Ε. καταλήγει στην πασίγνωστη πια ανακοίνωση που καθόρισε τον χαρακτήρα της εκδήλωσης σαν αντιφασιστικής – αντιιμπεριαλιστικής εκδήλωσης. Υπήρξε ιδιαίτερα σοβαρή διάσταση για την τελευταία παράγραφό της, κυρίως από αντίθεση των αριστεριστών. Αντιπροσωπεία της Γραμματείας διάβασε το κείμενο στους δημοσιογράφους, χωρίς την παράγραφο αυτή … «Τελικά όμως στον πομπό, ύστερα από συμφωνία μελών της Α-ΕΦΕΕ και του Ρήγα, το κείμενο διαβάστηκε μαζί μ’ αυτή την παράγραφο».

Σχετικά με τις προσπάθειες να τερματιστεί η κατάληψη με μία, τηρουμένων των αναλογιών, αποχώρηση στυλ Νομικής λίγους μήνες πριν (στους φοβισμένους θα λέμε ότι θα φύγουμε γιατί ετοιμάζονται να μας επιτεθούν, στους αποφασισμένους θα πούμε ότι βγαίνουμε για να ενωθούμε με τις χιλιάδες κόσμου που υπάρχει απ’ έξω κι έτσι να κλιμακώσουμε με πορείες τον αγώνα) έχουν γραφτεί τα παρακάτω:
Στην έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ: «Στη σκέψη τους (δηλαδή των καθοδηγήσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ) ήταν κυρίως να πάρουν μέτρα για την άμεση απαγκίστρωση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο και για εξέλιξη της εκδήλωσης σε αντιδιχτατορικές διαδηλώσεις προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις» (σελ. 98). «Το μεσημέρι της Παρασκευής λίγα λεπτά πριν από την συνεδρίαση της Σ.Ε., ο τότε γραμματέας της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου συναντά μέλος της Σ.Ε. και του ανακοινώνει ότι λίγο πριν η καθοδήγηση του έβαλε ζήτημα για το πώς θα κατορθώσουν να φύγουν από το Πολυτεχνείο. Ωστόσο η γραμμή αυτή για απαγκίστρωση από το Πολυτεχνείο, χάθηκε μέσα στις ανάλογες θέσεις που άρχισαν να διαμορφώνονται κείνες τις ώρες. Δεν έφτασε στα μέλη της Σ.Ε.».

Ο Σ. Λυγερός στο βιβλίο του αναφέρει (σελ. 67-68): «Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε σε συνέλευση της Νομικής (απολογισμού του 1975) και επιβεβαιώθηκε από το ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ Αλαβάνο, την Πέμπτη το βράδυ στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών με πρωτοβουλία των Αλαβάνου – Παριανού που δήλωσαν ότι εκπροσωπούν επίσημα το ΚΚΕ / ΚΝΕ, και συζητήθηκε το ζήτημα της διάλυσης της κατάληψης. Στη σύσκεψη αυτή πήραν επίσης μέρος οι Ματζουράνης, Τσαφαράκης, Λαλιώτης, Μαυρογένης, Μιχαλόπουλος και Τσούρας. Η σύσκεψη αυτή που έγινε γνωστή και στο ΕΑΤ / ΕΣΑ από ομολογίες ορισμένων από τους παραπάνω (ήταν κρατούμενοι) συμφώνησε στην ανάγκη της αποχώρησης (εκτός Μαυρογένη) και προχώρησε στον τρόπο που θα την πραγματοποιούσε».
Το γιατί δεν πέτυχαν οι απόπειρες απαγκίστρωσης είναι προφανές. Η βασική μάζα του κόσμου που συμμετείχε είχε τελείως διαφορετικές διαθέσεις και άλλη πραχτική στάση. Αυτό το ομολογεί και η έκθεση κλπ του ΚΚΕ (σελ. 107): «Υπήρξε η σκέψη μιας μαζικής εξόδου για διαδήλωση αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Και όπως λέχθηκε και προηγούμενα στα ίδια τα μέλη της Σ.Ε. υπήρξε δισταγμός να προτείνουν αποχώρηση, αν και είχαν αρχίσει να κατανοούν την αναγκαιότητά της».
Αναφερθήκαμε όμως και σε ένα άλλο κατόρθωμα των ρεβιζιονιστών, το να χαρακτηρίσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων για να εκτροχιαστεί η πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση και να προχωρήσουμε στη λύση Ιωαννίδη μια βδομάδα μετά.

Η μεν πολυκεντρική πτέρυγα του ελληνικού ρεβιζιονισμού, το ΚΚΕεσ, από την πρώτη στιγμή δήλωσε πως το Πολυτεχνείο ήταν έργο προβοκατόρων. Στις δηλώσεις του, το βράδυ της Τετάρτης, ο γραμματέας του ΚΚΕεσ, Μπ. Δρακόπουλος, είναι σαφής: «Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων».

Η δε «σκληρή» πτέρυγα υποστηρίζει το ίδιο αλλά με τη γνωστή μεθοδολογία της. Λίγους μήνες μετά και σε συνθήκες βαθιάς τρομοκρατίας και παρανομίας των περισσότερων μελών της Σ.Ε. δημοσιεύει στο όργανο της Α-ΕΦΕΕ, Πανσπουδαστική Νο 8, μια ανακοίνωση δήθεν της Σ.Ε. (ο Γ. Γρηγορόπουλος λέει γι’ αυτήν: «Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά εκφράζει τις δικές μας απόψεις γιατί δεν έχει ρωτηθεί για τη σύνταξή της κανένα μέλος της Σ.Ε., ούτε καν τα μέλη της Α-ΕΦΕΕ») όπου καταγγέλλεται ούτε λίγο ούτε πολύ η κατάληψη του Πολυτεχνείου σαν έργο οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ: «Καταγγέλλουμε την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με προβοκατόρικο σχέδιο των Ρουφογάλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικάνικης CIA, με σκοπό να προβάλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας, γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις. για να μπορέσουν έτσι να απομονώσουν το κίνημά μας και την εκδήλωσή μας του Πολυτεχνείου απ’ το σύνολο του λαού και της νεολαίας. Για να μπορέσουν παραπέρα, κατασκευάζοντας (και με την βοήθεια των χουντικών μέσων ενημέρωσης) την εικόνα μιας μεμονωμένης εξτρεμιστικής επαναστατικοαναρχικής εξέγερσης που δεν έχει τη συμπαράσταση του λαού, να χρησιμοποιήσουν το χιλιοτριμένο πρόσχημα του «επαπειλούμενου κοινωνικού καθεστώτος» για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας. Ενέργειες που οι αμερικανοί, η CIA και η χούντα είχαν από καιρό πάρει την απόφαση να επιβάλουν ύστερα από την παταγώδη αποτυχία της χουντομαρκεζινικής προσπάθειας καθήλωσης και εκτόνωσης της λαϊκής πάλης…».

Όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα γνωρίζουν καλά, και το διακήρυξαν σε όλες τις συζητήσεις που προκάλεσαν αυτές οι δηλώσεις, που αυτοί που μπήκαν στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη το μεσημέρι δεν ήταν 350 πράκτορες του Ρουφογάλη, αλλά οι φοιτητές των άλλων σχολών που οργανωμένα έφθασαν από το χώρο της Νομικής στο Πολυτεχνείο. Αλλά αντί να απαντήσουμε εμείς στα επιχειρήματα αυτά ας δώσουμε τον λόγο στον Γιάννη Γρηγορόπουλο (σελ 21-22): «Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική αν ληφθούν υπ’ όψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, η εξάρτηση της χούντας από τους αμερικάνους, οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε μια τέτοια αντιμετώπιση για το ίδιο το καθεστώς της υποτέλειας στη χώρα μας, πράγμα που το ήξεραν και το έτρεμαν περισσότερο απ’ όλα όλοι οι κύκλοι της αντίδρασης. Μ’ αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν μια φοιτητική εξέγερση – που η πιο πιθανή της εξέλιξη ήταν να πάρει μεγαλύτερη έκταση και να γίνει υπόθεση όλου του λαού – για να επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στην ηγεσία και στην πολιτική της χούντας. Η αντίδραση έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος από τους μακρόχρονους αγώνες του λαού μας και ξέρει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν παιχνίδι με τη φωτιά. Και παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες προβοκάτσιας με σκοπό την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού και την απομόνωση της αριστεράς (1963-1965). Προβοκάτσιες όμως στο επίπεδο οργανωμένου σχεδίου σε τέτοια έχταση όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αντίδραση δεν ήταν ούτε σε θέση, αλλά ούτε θα αποτολμούσε, να οργανώσει.

Βέβαια από τη στιγμή που η κατάληψη ήταν γεγονός, η αντίδραση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε (ΚΥΠ, χαφιέδες, αστυνομία κλπ) προσπάθησε να διαστρεβλώσει το χαρακτήρα της εξέγερσης, να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα για να χτυπήσει το προοδευτικό κίνημα. Αυτό άλλωστε είχε γίνει και στην κατάληψη της νομικής το Φλεβάρη του 73, όπου προβοκάτορες προκάλεσαν πανικό με αποτέλεσμα να γίνει υποχώρηση από τη μεριά μας και να εγκαταλείψουμε, αναγκαστικά, το κτίριο. Η τέτοια όμως συμπεριφορά της αντίδρασης δεν είναι και απόδειξη της ύπαρξης σχεδίου, αλλά αποτελεί μόνιμο στοιχείο, που περισσότερο έχει χαρακτήρα «άμυνας» του αστικού κράτους οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας.

Η τέτοια τοποθέτηση και ερμηνεία του θέματος επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, που ανάγκασαν την αντίδραση να δείξει τη δύναμή της χρησιμοποιώντας το στρατό, την τελευταία της ελπίδα για να μην ξεφύγουν τα πράγματα τελείως από τον έλεγχό της. Αυτό ήταν μια σημαντική υποχώρησή της και έδειχνε το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσε καθώς και το βαθμό απόγνωσής της. Στο τελευταίο αυτό, όπως φαίνεται και από τη δίκη του Πολυτεχνείου, ήταν σύμφωνοι όλοι οι παράγοντες της χούντας καθώς και η CIA που βοήθησε άμεσα στην εφαρμογή του σχεδίου «Κεραυνός». (Το σχέδιο αυτό χρησιμοποιείται σαν διέξοδος τη στιγμή που πολιτικά όπλα για την αναχαίτιση του λαϊκού κινήματος χρεοκοπούν)».

Παραμένει όμως το ερώτημα: γιατί αυτή η συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας και μάλιστα με τον τρόπο που γίνεται; Ο Μπ. Δρακόπουλος έκφρασε ανοιχτά μια δεξιά άποψη που σχετιζόταν με τις εκτιμήσεις και τη στάση του κόμματός του απέναντι στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στην περίπτωση της ΚΝΕ έχουμε την εξαπόλυση μιας συκοφαντίας με την πραξικοπηματική χρησιμοποίηση της υπογραφής της Σ.Ε. του Πολυτεχνείου και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Δεν έχουμε δηλαδή απλά την έκφραση μιας γνώμης, μιας εκτίμησης, ενός συμπεράσματος σχετικά με ένα γεγονός.

Η εξήγηση είναι απλή άσχετα αν δυσαρεστεί ορισμένους. Είναι στη φύση γενικά του ρεβιζιονισμού μια τέτοια στάση και ο εγχώριος ρεβιζιονισμός από τη δεκαετία του 50 έχει γράψει «λαμπρές» σελίδες μεθοδεύσεων, μηχανορραφιών και τραμπουκισμών. Χωρίς αυτές τις «λαμπρές» σελίδες, πολλά από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του δεν θα είχαν αναρριχηθεί στην καθοδήγηση του κόμματος, ούτε θα είχαν πάρει το χρίσμα από τους σοβιετικούς… Αλλά τώρα με την «καταγγελία» της Πανσπουδαστικής Νο 8 έχουμε μπει σε μια νέα φάση. Η καινούργια πολιτικοποίηση που αναδεικνύεται μέσα από το κίνημα πρέπει να γαλουχηθεί και να μυηθεί σ’ αυτή την «τέχνη», να συμμετέχει ενεργά και δραστήρια στην εφαρμογή της, και τελικά το πιο ευμετάβλητο τμήμα της να γίνει κι αυτό συνένοχο και πωρωμένο. Μιλήσαμε στην αρχή αυτού του κειμένου για το ότι μπαίναμε σε μια περίοδο συνδιαχείρησης της κρίσης και συντονισμού των προσπαθειών όλων των αντιδραστικών – σ’ ανατολή και δύση – να καταστείλουν και να απορροφήσουν το κίνημα που είχε αναπτυχθεί κόντρα στα κοινά τους δόγματα. Ο μπρεζνιεφισμός επωμίστηκε το βάρος, ανέλαβε να τιθασεύσει, να αποπροσανατολίσει, να καταστείλει αν χρειαστεί διάφορα μαζικά κινήματα, να λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης ώστε να εμποδιστεί μια μετατόπιση σε πραγματικές αριστερές θέσεις και πραχτικές. Στη χώρα μας είναι τα πρώτα βήματα του μπρεζνιεφισμού μέσα στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η ριζοσπαστικοποίηση των χρόνων 72-73. έπρεπε σχετικά γρήγορα, συνδυάζοντας μια υπερεπαναστατική φρασεολογία με μια δεξιότατη πραχτική, να δημιουργήσει ένα τέτοιο στυλ «δουλειάς» και ένα μηχανισμό που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο «τιμητικό» καθήκον του κυματοθραύστη του κινήματος. Καλλιεργώντας τον φανατισμό σε όσους δεν γνώριζαν, χαλώντας όσους γνώριζαν και συνεργούσαν σ’ αυτή την πραχτική και ιδιαίτερα αξιοποιώντας τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν όσοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, εφόρμησε στις συνθήκες της μεταπολίτευσης για να σταθεροποιήσει τις δυνάμεις του και να φέρει σε πέρας το έργο της συνδιαχειριστικής δύναμης. Έπρεπε σχετικά γρήγορα να εθιστεί ένα δυναμικό στο σπάσιμο των αγώνων, στη σπίλωση και τη συκοφάντηση αγωνιστών, στο καπέλωμα και τον ανοιχτό τραμπουκισμό.

Πολλοί που ανακάλυψαν ορισμένες αλήθειες μονάχα αφού εκδηλώθηκε η περεστρόικα, και εννοούμε την κίνηση του ΝΑΡ, όταν αναφέρονται στην περίοδο μετά την μεταπολίτευση εκτιμούν σαν θετική γενικά τη στάση της ΚΝΕ στους νεολαϊστικους χώρους. Τους διαφεύγει τελείως η κριτική του μπρεζνιεφισμού και της ειδικής του έκφρασης στην Ελλάδα, και δικαιολογούν το έργο του ειδικά στα πρώτα βήματα εδραίωσής του και χρησιμοποίησής του σαν κυματοθραύστη του κινήματος. Αρέσκονταν κι αυτοί να φιγουράρουν σαν εμπνευστές και καθοδηγητές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σαν γνήσιοι συνεχιστές στο «δρόμο του Πολυτεχνείου», σαν μοναδικοί θεματοφύλακες του μηνύματός του, κι ας γνώριζαν την αλήθεια κι ας έκαναν ότι μπορούσαν για να σβήσουν κάθε εστία αντίστασης τηρώντας όλες τις δεσμεύσεις και τις συμφωνίες με τις αστικές δυνάμεις. δεν είναι μικρό λαθάκι … δείχνει όμως και το βάθος της αυτοκριτικής τους. Δυστυχώς.

Τα «αποτελέσματα» του Πολυτεχνείου

Τινάζοντας στον αέρα τις απόπειρες «ομαλοποίησης» του φασιστικού καθεστώτος, το Πολυτεχνείο βάθυνε αντικειμενικά τις αντιθέσεις στους κόλπους της αντίδρασης και επέσπευσε την κατάρρευση της διχτατορίας. Η αμερικάνικη πολιτική στην περιοχή, ειδικά μετά την κρίση στο κυπριακό και μπροστά στον κίνδυνο μιας πολεμικής περιπέτειας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με απρόβλεπτες συνέπειες για την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, δεν είχε άλλο δρόμο από το συμβιβασμό με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. η λύση Καραμανλή ήταν η συγκεκριμένη έκφραση αυτού του συμβιβασμού ο οποίος τυγχάνει και της αποδοχής του σοβιετικού παράγοντα αφού του δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για την προώθηση των θέσεών του.

Το πρώτο και άμεσο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις που εκφράζονταν από τη λύση Καραμανλή, ήταν να αναχαιτίσουν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να περιορίσουν το εύρος και το βάθος της αποχουντοποίησης, να σταθεροποιήσουν όσο πιο σύντομα γινόταν την εξουσία τους μέσα από κατάλληλους ελιγμούς.

Χωρίς το Πολυτεχνείο η ριζοσπαστικοποίηση και ο διάχυτος αντιαμερικανισμός δεν θα είχαν την έκταση που είχαν, ούτε ακόμα θα εκδηλωνόταν η χαώδης κατάσταση που έκπληκτοι αντιμετώπισαν ιμπεριαλιστές, φασίστες και αστικός κόσμος κατά την επιστράτευση του 1974.

Χωρίς το Πολυτεχνείο ο συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις παραφυάδες τους στη χώρα θα ήταν πιο εύκολος και ανώδυνος γι’ αυτές και το πλαίσιο της άσκησης των πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σαφώς πιο περιορισμένο. Η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στα μυαλά του αστικού κόσμου είχε περίπου τη μορφή της «δημοκρατίας» πριν το 1967: με το κομμουνιστικό κίνημα εκτός νόμου, την κυριαρχία του χωροφύλακα στην ύπαιθρο, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κλπ κλπ. Μετά το Πολυτεχνείο, με δεδομένο τον ριζοσπαστισμό και τον κλυδωνισμό που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν πλέον δυνατή μια τέτοια «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Έτσι, μέσα στους αναγκαίους ελιγμούς για να περισωθεί και τελικά να ελεγχθεί η κατάσταση, ο Καραμανλής υποχρεώθηκε το καλοκαίρι του 74 να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Ελιγμός βέβαια, αλλά αδιανόητος χωρίς την εκτίμηση των τοτινών συνθηκών και ειδικά της τεράστιας πίεσης που υπήρχε «από τα κάτω».

Αργότερα, όταν σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, ο αστικός πολιτικός κόσμος μιλούσε με έπαρση για το «θαύμα της μεταπολίτευσης», εννοώντας προφανώς την χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς και προβλήματα μετάβαση από τη διχτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι η ανησυχία τους κατά τη μετάβαση και τις πιο αποφασιστικές στιγμές της, ήταν πολύ μεγάλη. Αντικειμενικά υπήρχαν οι όροι, στις συνθήκες αμέσως μετά την πτώση της διχτατορίας, να προωθηθούν πολλά προς όφελος του λαϊκού κινήματος και να στριμωχθεί πολύ περισσότερο η αστική τάξη. Η αιτία που αυτό δεν έγινε, βρίσκεται και στην ολόπλευρη προσχώρηση του ρεβιζιονισμού στο «κοινωνικό συμβόλαιο» της εποχής, και κυρίως στο χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται για να δειχτεί ότι το Πολυτεχνείο έδωσε μια μεγάλη ώθηση στο λαϊκό κίνημα, σφράγισε έντονα τις διαθέσεις και τη συνείδηση του ελληνικού λαού, και υποχρέωσε σε ελιγμούς και συμβιβασμούς την αστική τάξη που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα υποχρεωνόταν να κάνει. Και βεβαίως υποχρέωσε όλες τις δυνάμεις, που τότε προσπάθησαν να μη γίνει το Πολυτεχνείο, να εμφανίζουν τουλάχιστον στα λόγια μια πιο αριστερή τοποθέτηση. Ήταν αδιανόητο να εμφανίζονται τα ρεβιζιονιστικά κόμματα αλλά και το ΠΑΣΟΚ χωρίς να καταγγέλλουν τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό, χωρίς να έχουν μια έντονη σοσιαλιστική φρασεολογία κλπ κλπ. Αν δεν το έκαναν αυτό δεν θα μπορούσαν να έχουν καμιά επαφή με τον κόσμο και τις διαθέσεις εκείνη την περίοδο.
Το σημαντικότερο όμως, άμεσο και χειροπιαστό, αποτέλεσμα του Πολυτεχνείου ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων, ο απεγκλωβισμός ενός σημαντικού δυναμικού από τη ρεφορμιστική και αστική επιρροή. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα σκίρτημα του επαναστατικού κινήματος, ένας έστω λίγο χρονικά καθυστερημένος – λόγω της διχτατορίας – συγχρονισμός του λαϊκού μας κινήματος με τη γενική κίνηση της επαναστατικής θύελλας που απλώθηκε στον κόσμο μετά το 1968. Ήταν, ας το πούμε έτσι, ο ελληνικός Μάης, ήταν η εισβολή μιας νέας γενιάς στο στίβο της κοινωνικής πάλης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επαναστατικής θύελλας που ήταν σε εξέλιξη σ’ όλο τον κόσμο.

Το στοιχείο αυτό, του συγχρονισμού με την κίνηση της θύελλας στον παγκόσμιο χώρο, είχε αρχίσει να γίνεται και σημείο συνείδησης σε όσους συμμετείχαν τότε με ενεργητικό τρόπο. Ήθελαν να τη γνωρίσουν περισσότερο, αναφέρονταν σ’ αυτή, προσπαθούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξή της.
Έτσι και στη χώρα μας σημειώθηκε σε μεγάλη έκταση η απελευθέρωση ενός δυναμικού που μπορούσε να αποτελέσει την ισχυρή βάση εκκίνησης για την κατάχτηση άλλων θέσεων και την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή είναι ίσως η πιο σπουδαία παρακαταθήκη του πολυτεχνείου που – άσχετα αν έμεινε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη, προς μεγάλη ευχαρίστηση αστών και ρεβιζιονιστών – αποτελεί ένα σπουδαίας σημασίας μάθημα για τους επαναστάτες. Γιατί δείχνει πως είναι δυνατή η αποδέσμευση μαζών από την αστική και ρεβιζιονιστική επιρροή, γιατί αποδεικνύει ότι αυτή δεν συντελείται αν δεν έχει γίνει προηγούμενα μια υπόγεια και φανερή ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του αγώνα, και ακόμα γιατί η ύπαρξή της σημαίνει καλύτερους όρους πάλης και ζωής για την εργατική τάξη και το λαό.

Το Πολυτεχνείο λοιπόν δεν ήταν ένα «Μπιγκ Μπανγκ». Οι διαδικασίες – πιο σωστά τα προτσές – ανάπτυξης κινημάτων όταν εξετάζονται από μαρξιστική πλευρά δεν έχουν ανάγκη από αστικές ανοησίες στυλ «εναρκτήριου λακτίσματος». Η ώθηση που έδωσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου έπαιξε το ρόλο της στις άμεσες και γενικότερες εξελίξεις αλλά κάποτε, αν δεν μετασχηματιζόταν σε κάτι ανώτερο, αν δεν είχαμε τη σύζευξή της με τις βαθύτερες ανάγκες και διεργασίες στην ελληνική κοινωνία που συνέχιζε την πορεία της, θα εξαντλούνταν αφού βέβαια θα δεχόταν τις ειδικές κατεργασίες των αστικών και ρεβιζιονιστικών δυνάμεων.

Το πρόβλημα αυτό παραπέμπει αναγκαστικά στις ευθύνες και την ωριμότητα των δυνάμεων που χρόνια εργάζονταν για μια απελευθέρωση ενός δυναμικού και όταν αυτή ήρθε δεν προσπάθησαν να ανταποκριθούν. Και θεωρούμε χρέος μας να τοποθετηθούμε γύρω απ’ αυτή την πλευρά. Στη χώρα μας δεν είχαμε μόνο την εκδήλωση του επαναστατικού σκιρτήματος με όλα τα θετικά του στα οποία αναφερθήκαμε. Είχαμε και την εμφάνιση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που αντί να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες, μαθηματικά οδηγούσαν στην αποτυχία και εντέλει στον εκφυλισμό αυτής της δυνατότητας. Η υιοθέτηση του αστικού τρόπου να κάνεις πολιτική, η έπαρση, το αίσθημα επάρκειας, ο ακολουθητισμός σε διάφορα διεθνή κέντρα, η έλλειψη στοιχειωδών εκτιμήσεων, αναλύσεων κλπ για τα ελληνικά δεδομένα σήμαιναν μια σημαντική οπισθοχώρηση από την ποιότητα και τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί από τις απαρχές της εμφάνισης του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή η οπισθοχώρηση έγινε την περίοδο της διχτατορίας, αλλά δεν φαινόταν καθαρά όσο το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος ήταν χαμηλό και οι συνθήκες της φασιστικής διχτατορίας βοηθούσαν να καλύπτονται τέτοιες καταστάσεις. Με τη μεταπολίτευση όμως, δημιουργούνται οι συνθήκες για να αναπτυχθούν τέτοιες στάσεις και σιγά – σιγά να μονιμοποιηθούν και να γίνουν κυρίαρχες. Αυτή η διαδικασία έγινε σε αντίθεση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που έθετε η ίδια η απελευθέρωση του δυναμικού για την οποία μιλάμε. Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε τα χρόνια 74-76 δεν ήταν απ’ αυτές που συμβαίνουν συχνά. Όσοι αναφέρονται στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα της χώρας μας, αν αναλογιστούν ποια ζητήματα τους απασχολούσαν εκείνα τα χρόνια, ποια προβλήματα προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν, γύρω από ποια θέματα διεξήχθηκε μια αντιπαράθεση, θα πρέπει σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, να παραδεχτούν ότι αυτά δεν είχαν τόσο σχέση με το κεντρικό ζήτημα της αξιοποίησης του κεφάλαιου που είχε προκύψει μετά το Πολυτεχνείο. Το «κλείσιμο» που έγινε, α αγώνας δρόμου στις πόζες και στις αναγνωρίσεις,, σήμαιναν ουσιαστικό σνομπάρισμα του δυναμικού που είχε απελευθερωθεί από την αστική επιρροή, και σε τελευταία ανάλυση δεν σηματοδοτούσε μια διαφορετική ποιότητα στην αντιμετώπιση του ζητήματος από τις άλλες που κυριάρχησαν. Αυτά λέγονται χωρίς ούτε στιγμή να υποτιμάμε όλες τις μικρές και μεγάλες μάχες που έδωσε το δυναμικό αυτό σ’ όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν μπορούμε όμως να παριστάνουμε τους αδιάφορους ή τους άσχετους με το πρόβλημα της αξιοποίησης ή του χαντακώματος τέτοιων μεγάλων ευκαιριών.

Τα όσα λέμε αναφέρονται στην πιο σημαντική από άποψη μεγέθους, ιστορίας, ριζών στο κομμουνιστικό κίνημα, δύναμης κι όχι σε μια σειρά από οργανώσεις και γκρούπες που δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και γρήγορα έσβησαν ή συρρικνώθηκαν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (ΕΣΕ, ΣΕΠ, Μπολσεβίκοι, Μαχητής, ΕΕΑΜ, ΚΕΜΛ κλπ) ή άλλες που φωνασκώντας κυρίως και έχοντας μια αλλοπρόσαλλη στάση διευκόλυναν αφάνταστα τη δουλειά του ΚΚΕ και δυσφήμιζαν το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα (ΕΚΚΕ) και που στις πρώτες δυσκολίες άνοιξαν διάπλατα το δρόμο στον αγνωστικισμό και στη διάλυση.

Οι ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, οι θέσεις και οι εκτιμήσεις που είχε προβάλλει η Αναγέννηση στην περίοδο 64-67, η δραστηριότητα της ΟΜΛΕ στη διάρκεια της διχτατορίας και η επιβεβαίωση της ορθότητας της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης, η ανεξαρτησία απέναντι στα διεθνή κέντρα, το δυναμικό που είχε συγκεντρωθεί, όλα αυτά αποτελούσαν εφόδια που δεν αξιοποιήθηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία. Οι ευθύνες του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος είναι μεγαλύτερες γι’ αυτό το λόγο.

Βέβαια η ιστορία δεν εξαντλείται στην αξιοποίηση ή μη διαφόρων ευκαιριών και γι’ αυτό θεωρούμε πως η συνεισφορά αυτής της «ανύπαρκτης» για πολλούς οργάνωσης ήταν σημαντική μέχρι τη διάλυσή της στα 19823. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που κάποτε θα μας απασχολήσει.

Ο χειρισμός του Πολυτεχνείου

Αφού λοιπόν για κάποιους χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία, ήταν φυσικό να τρέξουν κάποιο άλλοι για να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Έτσι κι έγινε. Το Πολυτεχνείο έγινε ένα μνημείο, έγινε μια επένδυση που έπρεπε να αποδώσει στις νέες συνθήκες. Μέσα απ’ τον πληθωρισμό διακηρύξεων και όρκων πίστης για συνέχιση ή δικαίωση του αγώνα και μάλιστα «στο δρόμο του Νοέμβρη», μπήκε σε ενέργεια μια επιχείρηση διαστροφής και εκφυλισμού του πραγματικού νοήματος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο πληθωρισμός αυτός θα οδηγούσε σιγά – σιγά στο να χάνεται το πραγματικό νόημα των λέξεων, να διαστρέφονται οι έννοιες και έτσι να οικοδομείται η πραγματικότητα παραστάσεων που επέτρεπε την κυριαρχία και την εμπέδωση της συνδιαχείρησης και σε τελική ανάλυση της αστικής τάξης πραγμάτων.

Ο ανούσιος, τελετουργικός, εντελώς ψεύτικος και συνειδητά διαστρεβλωμένος τρόπος με τον οποίον τιμούνταν ο Νοέμβρης, αποσκοπούσε στην ενστάλλαξη μιας άλλης συνείδησης στις μάζες, εντελώς διαφορετικής από το πραγματικό νόημα της εξέγερσης. Το παθητικοποιημένο και ανίσχυρο άτομο ήταν ο στόχος αυτής της επιχείρησης. Η επίτευξή του πέρναγε μέσα από την ιδεολογική συντριβή – καιόταν χρειαζόταν πιο άμεση – κάθε κίνησης και προσπάθειας που δυνάμει μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην επιχείρηση παθητικοποίησης. Από μια άλλη άποψη, η ιστορία των μεταπολιτευτικών χρόνων σημαδεύεται από διάφορες απόπειρες αντίστασης και αντίδρασης στην επιχειρούμενη μοντελοποίηση από αστούς και ρεβιζιονιστές κι από την άλλη, έχουμε τις συνδυασμένες προσπάθειες καθυπόταξης των αντιστάσεων αυτών με την εναλλαγή διαφόρων τρόπων, σκληρών και μαλακών. Αντικειμενικά στήθηκε μια μεγάλη υγειονομική ζώνη για κάθε άποψη, κάθε πρακτική και αντίληψη που ξέφευγε απ’ αυτή τη μοντελοποίηση και ταυτόχρονα γίνονταν δεκτοί στο «σύστημα» μόνο αυτοί που έμπρακτα έδειχναν να εμπνέονται και να πειθαρχούν στις «αρχές» του.

Έτσι, σ’ ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρχαν δυό κόσμοι που συγκρούονταν προσπαθώντας να εκφράσουν ή να απωθήσουν συγκεκριμένες ανάγκες και συμφέροντα. Οι μετακινήσεις από τον ένα κόσμο στον άλλο (και συνήθως ήταν μονόδρομη η πορεία ) ορισμένων επώνυμων, που προσπαθήθηκε να παρουσιαστεί σαν απόδειξη της ορθότητας του ρεαλισμού και του πραγματισμού, δεν ήταν το κεντρικό πρόβλημα που έκρινε την έκβαση της αντιπαράθεσης. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τότε, στα χρόνια 74-80, έπρεπα να φουλάρουν όλες οι μηχανές της συνδιαχείρησης για να αντιμετωπιστούν οι «προβοκάτορες», ενώ σήμερα μοιάζει να επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με λιγότερη προσπάθεια. Η αιτία βρίσκεται στα αποτελέσματα που επέφερε η αποϊδεολογικοποίηση, το αίτημα να εξαφανιστεί κάθε στοιχείο ιδεολογίας και ουτοπίας από την πράξη και τη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί εύκολα η πολιτική σε ένα εργαλείο στα χέρια των τεχνοκρατών της εξουσίας, αποσπασμένο από τις μάζες και στρεφόμενο σαφώς ενάντιά τους.

Παράλληλα με όλα αυτά, έπρεπε να απελευθερωθούν οι αστικές και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις από κάθε κληρονομιά του Πολυτεχνείου. Μιλάμε για τη σταδιακή και τυπική ακόμα εγκατάλειψη της άποψης του Πολυτεχνείου. Το περίφημο κείμενο της διακήρυξης του Πολυτεχνείου που είδαμε σε τι συνθήκες είχε εγκριθεί, απηχούσε σ΄ ένα βαθμό τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό του αγώνα που οι φορείς της μεταπρατικής Ελλάδας δεν μπορούσαν να ανέχονται για καιρό. Δεν ήταν όμως εύκολο να γίνει αυτή η αποκήρυξη. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ και η επίσημη αριστερά προετοίμαζαν για καιρό το έδαφος για την οριστική και τυπική εγκατάλειψη των διακηρύξεων του Πολυτεχνείου.

Στην διακήρυξη λοιπόν αναφέρεται: «Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων, θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται αναπόσπαστα με την εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα που χρόνια στηρίζουν την τυραννία στην χώρα μας».

Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ξεχάστηκε απ’ όλους το «αναπόσπαστα», έσκυψαν το κεφάλι στα πλαίσια που όρισαν πάλι οι ξένοι παράγοντες πρώτα στο συμβιβασμό του 74 και σ’ ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία, και άρχισαν να κοροϊδεύουν τον κόσμο ότι τάχα η λαϊκή κυριαρχία σημαίνει τη δυνατότητα του λαού να επιλέγει κάθε 3-4 χρόνια ποιος θα συνεχίσει να τον εκμεταλλεύεται. Όσοι έδωσαν τότε μάχη για την κατοχύρωση του αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού συνόδευαν αυτήν την κατεύθυνση με το σύνθημα της «Λαοκρατίας», που βεβαίως δεν θύμιζε μόνο άλλες εποχές αλλά έθετε το πρόβλημα μιας νέας εξουσίας των λαϊκών δυνάμεων που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη σημαντικών επαναστατικών μετασχηματισμών στην ελληνική κοινωνία.
Για τα αστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, και τον ρεβιζιονισμό ήταν ακίνδυνη υπόθεση η επανάληψη συνθημάτων όπως «έξω οι αμερικάνοι», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», από τη στιγμή που δεν δεσμεύονταν σε τίποτα όσον αφορά τους όρους για μια πραγματοποίηση αυτών των στόχων. Δημιούργησαν μια τέτοια ρύπανση στο πολιτικό περιβάλλον, και οι φλωρακικοί οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της ρύπανσης αυτής έριχναν γενναίες δόσεις «αντιμονοπωλιακότητας», ώστε να δημιουργείται μια αποστροφή από τον πλατύτερο κόσμο.

Από κοντά και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί που ανακαλύπτοντας διαρκώς νέα πράγματα, από ανάγκες μέχρι υποκείμενα, και υποκλινόμενοι σε κάθε νέα μόδα και ρεύμα, δεν σταμάτησαν να διαστρεβλώνουν την ουσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της σύνδεσής του με το πρόβλημα μιας συνολικότερης ανατροπής.

Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για μεγάλους ιδεολογικούς αποχαιρετισμούς, αλλά και άρχισαν να προβάλλονται οι «νέες» αλήθειες της «αλληλεξάρτησης» και του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» και να ρίχνεται το ανάθεμα σε απόψεις που δεν κατανοούν τάχα τις νέες εξελίξεις και το νέο που φέρνει στην ταξική πάλη η Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση, να ρίχνεται το ανάθεμα στο «επαρχιώτικο» πνεύμα και στην απαρχαιωμένη θέση της αποδέσμευσης της Ελλάδας από όλους τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς γιατί τάχα τότε θα «απομονωθεί». Την υποταγή τους στους διαμορφωμένους συσχετισμούς δύναμης έπρεπε πάντα να τη σερβίρουν σαν μονόδρομο. Για να φτάσουμε στην εποχή της νέας σκέψης και της νέας τάξης, που ενώ αναδύονται και πάλι «παλιά» και νέα προβλήματα που σπρώχνουν σε αντίθετα συμπεράσματα, επιμένουν δουλικά να στρουθοκαμηλίζουν και να ψεύδονται, γιατί απλούστατα δούλεψαν για να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν, άσχετα αν ορισμένοι «ρίχτηκαν» στην πορεία. Ακούραστα, οι τελευταίοι θα ξαναπάρουν φόρα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα κατάσταση, γιατί άσχετα με τις σημαίες που συνήθισαν να κουβαλούν είχαν προσχωρήσει προ πολλού στο στρατόπεδο αυτό.

Ο χειρισμός όμως του Πολυτεχνείου μπορεί να φανεί ανάγλυφα και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν όλες οι δυνάμεις της τριάδας που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, στους γιορτασμούς κάθε Νοέμβρη στα χρόνια που ακολούθησαν.

Λιτανείες, ανούσιοι λόγοι, τσίκνα από τους μικροπωλητές, υπεύθυνες περιφρουρήσεις που εργολαβικά αναλάμβανε η ΚΝΕ και πογκρόμ ενάντια στους «αναρχοαυτόνομους». Συμφωνίες με τις κυβερνήσεις και την αστυνομία για περιορισμό των εκδηλώσεων και υποταγή σε όλες τις απαγορεύσεις για πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία. Κάλυψη του δολοφονικού χτυπήματος της αστυνομίας το 1980, όταν διαδηλωτές προσπάθησαν να σπάσουν την απαγόρευση της κυβέρνησης Ράλλη, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν οι Κουμής και Κανελλοπούλου. Κάλυψη και πάλι του δολοφονικού ρόλου της αστυνομίας τον Νοέμβρη του 1985, όταν δολοφονήθηκε ο νεολαίος Καλτεζάς στην οδό Στουρνάρη και όργιο τρομοκρατίας και προβοκατορολογίας που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις της «αλλαγής» εισβάλλοντας στο Χημείο με ειδικές δυνάμεις και πολιορκώντας το Πολυτεχνείο που είχε καταληφθεί. Και αυτά είναι τα πιο ορατά μονάχα του αισχρού ρόλου της «τριάδας» γιατί θα μπορούσε κανείς να γράψει σελίδες επί σελίδων για τα κατορθώματά τους …

Η γενιά του Πολυτεχνείου

Όταν αναφέρονται στη γενιά του Πολυτεχνείου, όποιοι το κάνουν, αναφέρονται συνήθως ή στους επώνυμους, μερικά επώνυμα των οποίων αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, που είναι πλέον δημόσια πρόσωπα, ή αναφέρονται στο στρώμα των φοιτητών που τότε με αρκετή απλοχεριά συμμετείχε στον αντιδιχτατορικό αγώνα, πέρασε από τη στράτευση μέσα στα κόμματα, μικρά και μεγάλα, και σήμερα γενικά βρίσκεται στο επίκεντρο διαφόρων επαγγελματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Είναι δηλαδή οι «σαραντάρηδες» της χώρας, η γενιά του Πολυτεχνείου στην ωριμότητά της.
Πρόκειται για μια βολική αναφορά γιατί αναπαράγει την εικόνα του «συστήματος» που όλα τα ενσωματώνει –άρα είναι μάταιος ο αγώνας ενάντιά του- και γιατί εμφανίζει τη «γενιά του Πολυτεχνείου» σαν θύμα της πολιτικής και των απάνθρωπων κομματικών μηχανισμών σε καιρούς που όλα τα στραβά της παρατεταμένης κρίσης και αναδιάρθρωσης πάνε να τα φορτώσουν στην πολιτική και στους πολιτικούς.

Το πρώτο και σημαντικό τρυκ αυτής της αναφοράς βρίσκεται στο ότι περιορίζουν τη «γενιά του Πολυτεχνείου» στους επώνυμους ή στη φοιτητική κατηγορία. Όπως όμως ισχυριστήκαμε τις μέρες του Νοέμβρη πλάι στους φοιτητές έδωσε το παρόν της και μια κατηγορία νεολαίων εργαζόμενων που ξεχάστηκε στη συνέχεια. Αυτές οι μάζες, τόσο από την προέλευσή τους όσο και από τη συγκεκριμένη θέση τους, δεν μπορούσαν να έχουν την τύχη αυτών που ονομάστηκαν «γενιά του Πολυτεχνείου». Θα ξαναδώσει το παρόν της σε όλους τους αγώνες της περιόδου 74-76, γενικότερους και εργατικούς, αλλά δεν θα τύχει μιας καλύτερης τύχης από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το καθήκον που έμπαινε τότε, και αν είχε προωθηθεί θα ήταν αλλιώτικη η πορεία πολλών πραγμάτων, ήταν η σύζευξη, το δέσιμο, η απόκτηση επαφών και οργανικών δεσμών μ’ αυτόν τον κόσμο έτσι ώστε να μετατοπιζόταν η κοινωνική σύνθεση των οργανώσεων της περιόδου με αποτέλεσμα να χτιζόταν μια οργάνωση με στερεότερους δεσμούς με την εργατική τάξη. Αυτό δεν έγινε.

Το ΠΑΣΟΚ και τα δύο ρεβιζιονιστικά κόμματα απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος του φοιτητικού κομματιού της γενιάς του Πολυτεχνείου στους μηχανισμούς τους και φρόντισαν ώστε να τους μάθουν όλα τα κόλπα και τα «χούγια» που ένας ρεφορμιστής πολιτικός πρέπει να γνωρίζει. Γρήγορα, χωρίς πολλές αναστολές, ένα μεγάλο κομμάτι απ’ αυτό το δυναμικό ξεκόπηκε από κάθε διαδικασία κινήματος, επαγγελματοποιήθηκε, έμαθε να ζει από την πολιτική, να κάνει διάφορους συμβιβασμούς, να μην έχει πολλούς ηθικούς φραγμούς. Σήμερα, όσοι κατηγορούν αυτή τη «γενιά του Πολυτεχνείου» πως δεν αντιστάθηκε σ’ αυτή την κατεργασία, ξεχνούν πολλές φορές να αναφέρουν τους πνευματικούς πατέρες τους. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι θήτευσαν και έμαθαν όλα τα κόλπα κάτω από την υψηλή θαλπωρή του Χαρίλαου Φλωράκη. Ξεχνούν ακόμα και το καλούπι από το οποίο βγήκε αυτή η «γενιά», το καλούπι της αστικής κοινωνίας με τις σύγχρονες διακλαδώσεις του, τους κρατικούς, οικονομικούς και κομματικούς μηχανισμούς.
Συνεπώς παρακολουθούμε τη διόγκωση, που γίνεται για προφανείς λόγους, της φυσιολογικής πορείας ενός τμήματος της τοτινής νεολαίας (του πιο προνομιούχου) και θα συμφωνήσουμε ότι αυτό συνέβηκε σε όλες τις χώρες όπου εκδηλώθηκαν μεγάλα νεολαϊστικα κινήματα στις δεκαετίες του 60-70. Τίποτα το παράξενο λοιπόν.

Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε αν αυτό το φυσιολογικό θα μπορούσε και κάτω από ποιους όρους να μην έπαιρνε αυτή την έκταση κλπ, και με όσα είπαμε βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν αναπόφευκτη αυτή η πορεία αν είχαν αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο και πνεύμα τα καθήκοντα που τέθηκαν αντικειμενικά.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν καμιά απαλλαγή της ατομικής ευθύνης που φέρουν τόσοι και τόσοι επώνυμοι σ’ αυτήν την πορεία γιατί, πώς να το κάνουμε, μετράνε και ορισμένα πράγματα στο επίπεδο αυτό. Έπρεπε να γνωρίζουν λοιπόν ότι κλήθηκαν να παίξουν ένα ρόλο στα ζητήματα της αριστεράς σε συνθήκες σχετικά πολύ πιο εύκολες απ’ αυτές που βρέθηκαν άλλοι στην ηλικία τους σε άλλες εποχές. Αντί λοιπόν να λένε μεγάλα λόγια και να ακολουθούν μια προσωπική ζωή τέτοια που όλα τους επιτρέπονταν και τα έκαναν, αντί να κορδώνονται και να χρησιμοποιούν τα «παράσημα» της συμμετοχής τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου –κι ενώ πολλοί απ’ αυτούς γνώριζαν ακριβώς τι είχε γίνει ή είχαν πρωταγωνιστήσει σ’ αυτά- καλύτερο θα ήταν να είχαν μια πιο σεμνή και μετρημένη στάση. Ακόμα, έπρεπε να μάθουν να μην θορυβούν όταν κατάλαβαν ότι πήραν τη «ζωή τους λάθος», αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Εκείνους που άρχισαν να βλέπουν μετά την περεστρόικα, τους συμβουλεύουμε να μην είναι τόσο απόλυτοι όπως ήταν το 74-89 στις εκτιμήσεις τους, να μην βιάζονται τόσο πολύ και κυρίως να μην προσχωρούν στη «δυστυχισμένη συνείδηση» που χρόνια τώρα πασχίζει να επιβάλει η επίσημη αριστερά. Ένα παράδειγμα προς αποφυγήν: «Ήμουν στη Σ.Ε. κατάληψης του Πολυτεχνείου το 73, στην Α-ΕΦΕΕ, στην ΚΝΕ, δούλεψα πολλά χρόνια στο ΚΚΕ ως επαγγελματικό στέλεχος, ήμουν στον Οδηγητή … Έως ότου ήρθε η συγκυβέρνηση του 1989. αποχώρησα, πήγα στο ΝΑΡ και είμαι ανένταχτη. Ποια ήταν η ερώτηση; Αν δικαιωθήκαμε; Με τέτοιο διαλυμένο κίνημα, για ποια δικαίωση μιλάμε;» (Αριάδνη Αλαβάνου, αφιέρωμα τι απέγινε η γενιά του Πολυτεχνείου, ΝΕΑ 9/11/93). Είμαστε αντιμέτωποι με την πεισματική άρνηση να βγούνε κάποια συμπεράσματα έστω κι αν είναι αυτό οδυνηρό. Και αντί να γίνει μια ανάλογη αυτοκριτική διαδικασία κλαιγόμαστε για το διαλυμένο κίνημα κι ας δουλέψαμε δεκαετίες γι’ αυτή τη διάλυση. Μετά παρηγοριά και καταφύγιο στη «δυστυχισμένη συνείδηση».

Ευτυχώς που υπάρχουν κι άλλοι επώνυμοι που σιωπούν. Γιατί, αν μη τι άλλο, υπενθυμίζουν σε μερικούς ότι υπάρχει η αξιοπρέπεια, ο αυτοσεβασμός και η σεμνότητα απέναντι στην ιστορικότητα του Πολυτεχνείου, που στο κάτω – κάτω αυτοί τότε είχαν προσπαθήσει να γίνει…

Η επικαιρότητα του Πολυτεχνείου

Στην 20ετία που μεσολάβησε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει προς την κατεύθυνση της επικράτησης μιας ποικιλόμορφης και πολυεπίπεδης αντεπανάστασης, που ο στόχος της ήταν και είναι να εξαλείψει κάθε σημάδι από την απόπειρα ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μεταβατικών κοινωνιών, να εξαλείψει κάθε αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα. Η μεγάλη «αλήθεια» που διακηρύσσεται και επιχειρείται να ενσταλλαχθεί στη συνείδηση των μαζών είναι ότι «ο αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί την κυριότερη αιτία όλων των δυστυχιών της ανθρωπότητας». Το «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξαν οι αστοί το 1989 προβάλλεται ακριβώς σαν το τέλος της φοβερής για τον αστικό κόσμο παρένθεσης που άνοιξε το 1917 με την Οχτωβριανή Επανάσταση.

Όσο λοιπόν διαρκούσε η ιστορία, από το 1973 που έγινε το Πολυτεχνείο μέχρι το 1989, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν στη Δύση και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» δούλεψαν μέσα από φαγωμάρες και συνεργασίες για να φτάσουμε «αισίως» στη νέα εποχή μέσα από διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς, αναγκαία ζιγκ-ζαγκ και εφορμήσεις. Αυτό είναι μια τόσο εξόφθαλμη πλέον εκτίμηση που μόνο οι περί τον Λούθηρο της αριστεράς, δηλαδή τον Χ. Φλωράκη, δεν θέλουν να δουν και περιορίζονται στη φοβερή ανακάλυψη της «πονηριάς» του Γκόρμπυ που ξεγέλασε τους πάντες και παρέδωσε το σοσιαλισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι ένα πρώτο «υλικό» γύρω από το οποίο πρέπει να στραφεί η προσοχή και να βγουν ουσιαστικά διδάγματα. Αυτό σημαίνει τον εντοπισμό της κύριας και βασικής διεργασίας που από την εξέλιξή της και την πορεία της καθορίστηκε η επιτυχία άλλα και ο ρυθμός της αντεπαναστατικής διαδικασίας. Αυτή δεν είναι άλλη από την κίνηση της αναδιάρθρωσης που δεν αφορούσε μια μικρή αναπροσαρμογή ορισμένων δομών ή μηχανισμών στην οικονομική σφαίρα, αλλά συντάραζε και τροποποιούσε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής πασχίζοντας να δώσει λύσεις στο διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα της διαιώνισης ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων ιστορικά ξεπερασμένο. Αυτή η αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος κοινωνικών σχέσεων δεν έχει τίποτα το νομοτελειακό, δεν είναι αυτό που στην αριστερή φρασεολογία χαρακτηρίζεται «αντικειμενικό», γιατί φέρνει έντονα πάνω της το σημάδι των ταξικών σχέσεων που προσπαθεί να υπηρετήσει και αφορά την εναγώνια προσπάθεια της αστικής τάξης να ξεφύγει από τον ορίζοντα της μεγαλύτερης παγκόσμιας κρίσης που γνώρισε η ιστορία του καπιταλισμού. Και η διαιώνιση αυτού του συστήματος απαιτεί ένα πρωτοφανές ολοκαύτωμα της εργατικής τάξης.

Από τότε ακριβώς που σταμάτησε η ιστορία, από το 89 μέχρι τις μέρες μας, παρακολουθούμε την εξέλιξη ακριβώς αυτού του ολοκαυτώματος μπροστά στα μάτια μας, μέσα στο σπίτι μας, δίπλα στη γειτονιά μας. Το πέρασμα στη Νέα Τάξη Πραγμάτων με τον πόλεμο στον Κόλπο ήταν το γενικό παράγγελμα για τη νέα φάση της αναδιάρθρωσης και την απαίτηση γενίκευσης του πολέμου, της δυστυχίας και της εξαθλίωσης. Κανένα από τα έγκυρα ινστιτούτα έρευνας δεν έκανε έναν συνολικό απολογισμό του τι έχει κοστίσει σε ζωές η ΝΤΠ στα τρία χρόνια ζωής της. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις «χειρουργικές» επεμβάσεις, τις «ανθρωπιστικές βοήθειες, τις υπερασπίσεις της «διεθνούς νομιμότητας». Δεν έχει γίνει καμιά επίσημη σούμα για το παγκόσμιο επίπεδο της ανεργίας, της εξαθλίωσης, της παιδικής θνησιμότητας, της μεταφοράς πληθυσμών, των συστηματικών γενοκτονιών που αποφασίζει και εφαρμόζει το ΔΝΤ με τα προγράμματά του.

Ούτε, πολύ περισσότερο, τα ΜΜΕ μας πληροφορούν για τους αγώνες, τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα ενάντια στη Νέα Τάξη και τις ανυπόφορες συνθήκες μέσα στις οποίες προσπαθεί κυριολεκτικά να επιβιώσει η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη. Και αυτό είναι ένα μήνυμα στην εποχή του «τέλους της ιστορίας»: Δυναμώνει η αντίσταση, γίνονται όλο και συχνότερα διάφορα ξεσπάσματα σε όλες τις γωνιές της γης. Η εξέγερση είναι παρούσα, κραυγάζει για τις ανάγκες των μαζών, καλεί σ’ έναν αγώνα – πόλεμο ενάντια στη μεγαλύτερη επίθεση που δέχτηκε ποτέ η ζωντανή εργασία και οι λαοί του κόσμου από μια χούφτα ληστών της «διεθνούς κοινότητας». Η εξέγερση είναι επίκαιρη, είναι μια ζωτική ανάγκη των μαζών και βρίσκει διάφορους δρόμους να εκδηλώνεται και δημιουργεί πολλά προβλήματα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Να ένα πρώτο νήμα που συνδέει τη σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Όπως τότε ο λαός όρθωσε μόνος το ανάστημά του και τα έβαλε με τους τοτινούς υποτιθέμενους πανίσχυρους και πάνοπλους δυνάστες, έτσι και σήμερα η εργατική τάξη και οι λαοί βρίσκουν το κουράγιο και ξεσηκώνονται ενάντια σ’ έναν πολύ καλύτερα οργανωμένο αντίπαλο αλλά πάντα υποτιθέμενα πανίσχυρο.
Το ιδεολογικό τοπίο όμως μετά 20 έτη είναι διαφορετικό. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν, οι διάφορες κατολισθήσεις και ανατροπές δεν έχουν «χωνευτεί», δεν έχουν ακόμα βγει τα αναγκαία συμπεράσματα, δεν έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα προς την προβολή και ισχυροποίηση μιας «νέας συνείδησης» που θα ανταποκρίνεται στο ύψος των περιστάσεων. Άρα οι εξεγέρσεις και τα ξεσπάσματα εγγράφονται ακόμα στο πλαίσιο μιας διάχυτης και αυξανόμενης παθητικής αντίστασης που αναζητά τους δρόμους και τους τρόπους να περάσει σε ένα διαφορετικό ποιοτικό στάδιο, αυτό της ενεργητικής αντίστασης.

Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Είναι επίκαιρο λίγο πριν το 2000 το περιεχόμενο του αγώνα του Πολυτεχνείου; Έχει νόημα σήμερα να μιλάμε για εθνική ανεξαρτησία; Έχει νόημα να συνδέουμε την πάλη για το σοσιαλισμό με τον αγώνα για πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία;

Όσοι γοητεύτηκαν από τα γλυκά τραγούδια των σειρήνων για το τέλος της ιστορίας, το τέλος των συνόρων, την είσοδο σε μια νέα εποχή χωρίς πολέμους και οδυνηρά τραντάγματα, όσοι θεώρησαν πως οι ολοκληρώσεις (ευρωπαϊκές, παγκόσμιες κλπ) θα αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας την πανανθρώπινη απελευθέρωση, μπορούν αν θέλουν ή αν τους συμφέρει να συνεχίσουν να πλανώνται.

Η πραγματικότητα της σύγχρονης μοντελοποίησης οδηγεί στο να είναι «λειτουργική» η σύνδεση της ιδέας του σοσιαλισμού και της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας.

Αφού οι σύγχρονοι ιμπεριαλισμοί εκφράζουν αυτό που επιδίωκαν οι νεοταξικοί «οραματισμοί» των ναζί, το εθνικό γεγονός πρέπει να αντιπαρατεθεί στο εθνικιστικό και ρατσιστικό, η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία στον πλανηταρχισμό (αλλά και στον εθνικό κατατεμαχισμό που προωθεί τον πλανηταρχισμό), η εθνικά ή πολυεθνικά αντι-συγκεντρωτική οικονομική ανάπτυξη στην διεθνικοποιημένη κατάπνιξη και αποστράγγιση και ερήμωση του πλούτου της γης αλλά και των πόρων που δημιούργησε και δημιουργεί αυτή, η ξεγραμμένη κι αυτή, τάξη των εργατών και εργαζομένων του χεριού και του μυαλού.

Όμως αυτή η σύνδεση σοσιαλισμού και πολιτικής – οικονομικής ανεξαρτησίας δεν θα είναι μια «επανάληψη». Κι αυτό όχι τόσο για τη δυσφήμηση που έχουν υποστεί αυτοί οι όροι αλλά γιατί δεν χωράει επανάληψη. Αυτά τα μουμιοποιημένα που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός, αυτοδύναμες αναπτύξεις, ανεξαρτησίες κλπ –περισσότερο σαν προπέτασμα για εγκατάλειψη «μερική» αρχικά και σε συνέχεια απροκάλυπτη- δεν αντιστοιχούσαν και τότε στην πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί.

Να λοιπόν ένα δεύτερο νήμα που συνδέει την σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Τολμούμε να πούμε πως αυτό αποτελεί και το κυριότερο γιατί το πέρασμα από την παθητική αντίσταση στην ενεργητική θα γίνει μόνο με την προβολή και το χώνεμα προγραμματικών κατευθύνσεων που θα δίνουν διέξοδο και προοπτική στις στοιχειακές αντιδράσεις των μαζών, που θα μπορούν να απελευθερώσουν τις μάζες από την αστική στη νεοαστική επιρροή.
Η συμπύκνωση της πείρας των εκδηλώσεων της παθητικής αντίστασης με την παράλληλη εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την 20ετία που ζήσαμε και την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, να τα βασικά σημεία μιας προγραμματικής δουλειάς που είναι απαραίτητο να προωθηθεί και να γίνει κτήμα όσων θέλουν να συμβάλουν στον αγώνα ενάντια στη ΝΤΠ. Αυτή θα είναι η απαραίτητη προπαρασκευαστική δουλειά που θα επιτρέψει να περάσουμε σε μια φάση όπου η σύνδεση των σκόρπιων, διάχυτων αντιστάσεων και εξεγέρσεων θα γίνεται μέσω των κοινών στόχων και της κοινής πολιτικής κατεύθυνσης.

Με την καρδιά μας δίπλα σε κάθε «προβοκάτορα» που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο στον αγώνα ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και ζεσταίνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων όπου γης.

Με τη σκέψη στην ανάγκη του προγράμματος που θα συνοψίσει, θα πλατύνει και θα βαθύνει τους ορίζοντες των επαναστατών.

Ο αγώνας πράγματι συνεχίζεται

Η ΜΕ ΤΟ ΝΑΤΟ Η ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Τόσα χρόνια ΝΑΤΟ, η ίδια ιστορία, χούντες, πολέμοι, τρομοκρατία, φωνάζουμε στις διαδηλώσεις της 17 Νοέμβρη, εδώ και 5 δεκαετίες. Σε αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις που ο επίσημος πολιτικός κόσμος και τα παπαγαλάκια του προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι ξεπερασμένες, παρωχημένες, ανεπίκαιρες. Σε αυτές τις εκδηλώσεις του τριήμερου γιορτασμού στα πανεπιστήμια και στα σχολεία που κρατούν ζωντανή την ιστορική μνήμηκαι την μεταβιβάζουν διαδοχικά στις νεότερες γενιές, επικαιροποιώντας τα αντιιμπεριαλιστικά-αντιαμερικάνικα αισθήματα του ελληνικού λαούκαι κάνοντάς τον από τους πλέον δύσπιστους στην ΝΑΤΟική προπαγάνδα για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η λίστα των εγκλημάτων των Αμερικάνων και του ΝΑΤΟ με πολέμους, πραξικοπήματα,εμπάργκο, είναι μεγάλη: Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Λατ. Αμερική, Κούβα, Ιράν, πρώην Γιουγκοσλαβία…

Σ’ αυτή τη λίστα προστίθεται και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ένας πόλεμος που προκλήθηκε και μεθοδεύτηκε από την αμερικανονατοϊκή επιθετικότητα έναντι της Ρωσίας και επέκταση στην Ανατ. Ευρώπη, για να εξασθενίσουν ή να καταστρέψουν μια ανταγωνιστική δύναμη, για να διατηρηθεί η ηγεμονία των ΗΠΑ στον ανταγωνισμό με την Κίνα, για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Ρωσίας και των δρόμων της Ασίας.Βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή. Το «τόσα χρόνια ΝΑΤΟ» φαίνεται να ασθμαίνει, να έχει πολλούς που το αμφισβητούν -για τα συμφέροντά τους- στα πλαίσια ενός νέου «πολυπολικού κόσμου». Την ίδια στιγμή, η λεγόμενη «ανωτερότητα της Δύσης» σε σχέση με την «καθυστερημένη Ανατολή»δεν πείθει. Παράγει μαζικά φτώχεια και ανισότητα. Παράγει Τραμπ και Μπολσονάρο. Πολέμους και φασισμό. Μαζικές παρακολουθήσεις, καταστολή και αντιδημοκρατικές εκτροπές. Παράγει ατομισμό και εκατομμύρια νεκρούς στη διετία της υγειονομικής κρίσης. Παράγει διαρκώς οικονομικές φούσκες και κρίσεις. Γενικά η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και η Ανατολή σε άνοδο, παρόλο που η δυναμική της δεύτερης δεν οφείλεται σε απελευθερωτικά προτάγματα αλλά σε ένα διαφορετικό καπιταλιστικό μοντέλο. Τέκνο αυτής της αμφισβήτησης της αμερικάνικης ηγεμονίας, είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία με «πατέρα» τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που αποδείχνει ξεκάθαρα ότι οι Αμερικάνοι θα προσπαθήσουν να κρατήσουν την ηγεμονία τους με κάθε μέσο και τρόπο προκαλώντας πολεμικές συρράξεις. Γι’ αυτό και το σύνθημα «ή με το ΝΑΤΟ ή με την ειρήνη» είναι αυτό που συμπυκνώνει τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι λαοί και τα κινήματα.

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟΥ 73’ ΗΤΑΝ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ

Το Πολυτεχνείο του ’73 είχε ξεκάθαρο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα αφήνοντας σημαντική παρακαταθήκη για το λαϊκό και νεολαϊστικο κίνημα. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο αυτές οι παρακαταθήκες ακυρώνονται και «θάβονται» από την ελληνική αριστερά –τουλάχιστον από τις περισσότερες εκδοχές της. Από τη Νατοϊκή αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Από τα «διαδηλώνουμε και στη ρωσική και στην αμερικανική πρεσβεία» ή τα -όχι τόσο παλιά- «ευρώ ή δραχμή, πατάτες γιαχνί» του ΚΚΕ. Από ανάλογες στάσεις και τοποθετήσεις αρκετών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων.

Όμως η πραγματικότητα θα συνεχίζει να θέτει ερωτήματα. Τελικά η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα πρόβλημα ονοματοδοσίας ή ένα πρόβλημα γεωπολιτικού ελέγχου των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία; Η επιθετικότητα της Τουρκίας μπορεί να απαντηθεί μέσω των «φίλων και συμμάχων μας» του ΝΑΤΟ ή θα χειροτερέψει; Γιατί η οικονομική κρίση, η ακρίβεια, οι τιμές στο ρεύμα στην Ελλάδα είναι εντονότερες και χειρότερες από άλλες χώρες της Ευρώπης; Τι θα σημάνει για το λαό μας η μετατροπή της χώρας σε «στρατόπεδο» και ορμητήριο των αμερικανονατοϊκών στον πόλεμο της Ουκρανίας;

Δεν μπορούν να υπάρξουν νέες ελπιδοφόρες αλλαγές, εξεγέρσεις, ανατροπές χωρίς ανασυγκρότηση αυτού του αντιιμπεριαλιστικού πνεύματος και κατεύθυνσης μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Αυτό είναι το βασικό στοίχημα και θα έπρεπε να είναι το βασικό δίδαγμα για την αριστερά και τους προοδευτικούς ανθρώπους..

Έξω το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι – Έξω από την ΕΕ – Έξω οι βάσεις του θανάτου

Ανεξαρτησία – Λευτεριά – Δημοκρατία

Υπήρξε καλός ναζί στα Καλάβρυτα το 1943;

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, η νέα ταινία για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με τίτλο: «Καλάβρυτα 1943» έχει ξεσηκώσει σοβαρές αντιδράσεις με αφορμή μια αμφιλεγόμενη σκηνή που αναπαράγεται στο διαφημιστικό της τρέιλερ. Αναλυτικότερα, η επίμαχη αυτή σκηνή δείχνει έναν ναζί στρατιώτη να απελευθερώνει τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα από το φλεγόμενο σχολείο των Καλαβρύτων, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται από καμία σωζόμενη μαρτυρία ούτε και από την ιστορική έρευνα. Μιλάμε λοιπόν απλά για μια αστοχία στο σενάριο της ταινίας ή το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο;

Για να γίνουμε πιο σαφείς, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής ως αντίποινα για την εκτεταμένη αντάρτικη δράση του ΕΛΑΣ στις επαρχίες Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, που μέσα σε λίγους μόνο μήνες έθεσε σε σκληρή δοκιμασία τόσο τις ιταλικές όσο και τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις του Άξονα. Αρχής γενομένης από τη μάχη στο Πυργάκι Αιγιαλείας (14.4.1943) ο ΕΛΑΣ πιέζει τους φασίστες και ναζί κατακτητές σε έναν ολοένα και εντεινόμενο ανταρτοπόλεμο αρχικά στα σύνορα των επαρχιών Αιγιαλείας και Καλαβρύτων και στη συνέχεια όλο και νοτιότερα σε σύνδεση με το αντάρτικο της κεντρικής Πελοποννήσου. Οι μάχες στο Κακοχώρι-Δάφνες Αιγιαλείας (11.5.1943), στην Κέρτεζη των Καλαβρύτων (25.6.1943) και η ταπείνωση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στη μάχη της Γουρζούμισσας Λεοντίου στο Παναχαϊκό Όρος (16-17.7.1943) είναι ενδεικτικά μόνο στιγμιότυπα της διαρκούς κλιμάκωσης του ανταρτοπόλεμου του ΕΛΑΣ που από τη μία στηριζόταν στην πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού και από την άλλη αποδέσμευε από τον έλεγχο του Άξονα ευρείες ορεινές ζώνες της βόρειας Πελοποννήσου. Αποκορύφωμα αυτής της δυναμικής εξέλιξης του αντιστασιακού-απελευθερωτικού κινήματος στάθηκε η νίκη του ΕΛΑΣ έναντι των ναζιστικών στρατευμάτων στο χωριό Κερπινή των Καλαβρύτων στις 16-17 Οκτωβρίου 1943 όπου από μια δύναμη 110 ναζί στρατιωτών (5ος λόχος του  749 Συντάγματος της 117ης Μεραρχίας της Βέρμαχτ υπό τον λοχαγό Schober) αιχμαλωτίστηκαν πάνω από 80 και περίπου 10-15 κατάφεραν να διαφύγουν. Ενώ ο ΕΛΑΣ διαπραγματεύεται την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με κρατούμενους αντιστασιακούς στην Πάτρα και αλλού, η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει τις θέσεις των ανταρτών στο Σκεπαστό (Βυσοκά) Καλαβρύτων λίγο μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.

Προς τις αρχές του Δεκέμβρη 1943 με εντολή του Χίτλερ και του στρατάρχη Κάιτελ η 117η μεραρχία της Βέρμαχτ υπό τον αντιστράτηγο Karl von Le Suire κατακλύζει την επαρχία Καλαβρύτων από την Τρίπολη, την Πάτρα και το Διακοπτό. Οι αντάρτες, που είναι λιγότεροι και δεν διαθέτουν τον καλύτερο δυνατό οπλισμό, αποσύρονται μαζί με τους αιχμαλώτους στα ορεινά-δυσπρόσιτα σημεία της επαρχίας Καλαβρύτων και ζητούν από τον ντόπιο πληθυσμό να απομακρυνθεί από τα Καλάβρυτα και τα μικρότερα χωριά για να αποφύγει τα αντίποινα. Ενώ οι ναζί αιχμάλωτοι είναι ακόμα ζωντανοί και οι Άγγλοι σύνδεσμοι που βρίσκονται στο Παναχαϊκό διαβεβαιώνουν τους Καλαβρυτινούς προύχοντες ότι οι Γερμανοί δεν θα προχωρήσουν σε αντίποινα (εν αντιθέσει με όσα έλεγε ο ΕΛΑΣ), ο Karl von Le Suire υπογράφει στις 10 Δεκεμβρίου 1943 την εντολή για την πλήρη καταστροφή των Καλαβρύτων και των Μαζέικων (Κλειτορία) όπως και τη σφαγή των πληθυσμών τους, κίνηση που έμεινε γνωστή ως «επιχείρηση Καλάβρυτα». Έχει ήδη προηγηθεί η σφαγή αμάχων και ο εμπρησμός ολόκληρων χωριών όπως στο Δάρα και τους Ρωγούς κατά την προέλαση της 117ης Μεραρχίας.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες άνω των 13 ετών των Καλαβρύτων και αφού τους οδηγούν λίγο πιο έξω, στο λόφο του Καπή, τους εκτελούν με πυροβόλα. 441 Καλαβρυτινοί θερίστηκαν εκεί από τα πολυβόλα ή τη χαριστική βολή και μόνο 13 κατάφεραν να γλιτώσουν αυτή την τελευταία. Όσο εκτυλίσσονται τα παραπάνω, τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων κλείνονται στο σχολείο της κωμόπολης την ίδια ώρα που οι ναζί έχουν βάλει φωτιά στη στέγη του και πυρπολούν όλα τα σπίτια, τις εκκλησίες, τα καταστήματα και τα δημόσια κτίρια. Την ίδια τύχη θα έχουν δεκάδες χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων ανεβάζοντας συνολικά τον αριθμό των δολοφονημένων και εκτελεσθέντων από 700 ως 1400 απλούς πολίτες, συνθέτοντας το μεγαλύτερο ναζιστικό ολοκαύτωμα που γνώρισε η κατοχική Ελλάδα.

Και αφού τα εκθέσαμε όλα αυτά ας πάμε στο προκείμενο.

Βρέθηκε όντως κάποιος ναζί στρατιώτης που ενώ φυλούσε την πύλη του φλεγόμενου σχολείου των Καλαβρύτων, εντέλει λυπήθηκε τα γυναικόπαιδα και τα άφησε να δραπετεύσουν για να «εκτελεστεί μετά από τους ορκισμένους ναζί»;

-Με βάση τις δοσμένες μαρτυρίες των επιζώντων κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ αλλά αντίθετα τα γυναικόπαιδα έσπασαν μόνα τους την πύλη και κατάφεραν να δραπετεύσουν. Μάλιστα πάνω στον πανικό αυτό ποδοπατήθηκε και η μόνη Καλαβρυτινή που σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα, η Κρίνα Τσαβαλά (née Κρίνα Αγγελοπούλου από το Μοστίτσι Καλαβρύτων). Επομένως η συγκεκριμένη ιστορία είναι πλαστή.

Ή μήπως οι ναζί προχώρησαν στα αντίποινα αυτά επειδή τάχα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν ήδη εκτελέσει τους αιχμαλώτους από την μάχη της Κερπινής;

-Η εκτέλεση των αιχμαλώτων ναζί από τον ΕΛΑΣ σύμφωνα με την μαρτυρία του Κομνηνού Πυρομάγλου που συμμετείχε στην αντίσταση από τις γραμμές του ΕΔΕΣ (και όχι του ΕΛΑΣ)  έγινε το βράδυ μετά το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων στην περιοχή Μάζι του όρος Χελμός ενώ υπάρχουν και γερμανικές μαρτυρίες που θέλουν την εκτέλεση των ναζί να πραγματοποιείται λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου. Πράγμα που σημαίνει ότι και σ’ αυτή την περίπτωση μιλάμε για ψέμα και εκ των υστέρων δικαιολόγηση της ναζιστικής θηριωδίας.

Για όλη αυτήν όμως την μυθοπλασία περί αντιποίνων λόγω της «πρότερης εκτέλεσης των ναζί αιχμαλώτων» ευθύνεται η συγκεκριμένη ταινία ή μήπως οι ρίζες της  βρίσκονται βαθύτερα;

-Οι πρώτες επίσημες από ελληνικής πλευράς αναφορές για την πρότερη σφαγή των ναζί αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ, που έδωσαν τάχα το πάτημα στη Βέρμαχτ να ασκήσει αντίποινα σκοτώνοντας αμάχους, ανήκουν στο κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) δια στόματος του Αχαιού βουλευτή Παναγιώτη Κανελλόπουλου στις συζητήσεις της Βουλής που διεξήχθησαν στις 20, 21 και 22 Οκτωβρίου 1959. Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που «έκανε αντίσταση» από τη Μέση Ανατολή και μετά έπαιζε «τον φίλο» στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την απελευθέρωση για να ταυτιστεί πλήρως με τα αγγλικά συμφέροντα από τα Δεκεμβριανά και μετά. Ας μην εκπλησσόμαστε όμως. Ο αρχηγός του ίδιου κόμματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λίγο νωρίτερα, στις αρχές του 1959 είχε προωθήσει μέσω της κυβέρνησης του το νομοσχέδιο «περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου» προκειμένου να πέσουν στα μαλακά και να απελαθούν στη Δυτική Γερμανία πρώην εγκληματίες πολέμου, όπως ο ναζί αξιωματικός Μαξ Μέρτεν που είχε βαρύ ιστορικό εγκλημάτων πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Με βάση αυτό το νόμο ο Μέρτεν αποφυλακίζεται και αποστέλλεται στη Δυτική Γερμανία το Νοέμβριο του 1959, όπου και αφέθηκε εντέλει ελεύθερος. Ο ίδιος μάλιστα λίγο αργότερα, προέβη σε «αποκαλύψεις» για το βρώμικο, δηλαδή το δωσίλογο, παρελθόν τόσο του Κων/νου Καραμανλή όσο και του υπουργού Εξωτερικών Μακρή στον δυτικογερμανικό τύπο.

Κατόπιν όλων αυτών αξίζει να δει κανείς την ταινία «Καλάβρυτα 1943» ή όχι;

Αν θέλετε τη γνώμη μου, αξίζει να δούμε κάθε ταινία, παρά τη σκόπιμη ή άστοχη μυθοπλασία που μπορεί να περιλαμβάνει με πιθανή πρόθεση την “ανάδειξη της ανθρωπιάς” ακόμα και μέσα στα ναζιστικά στρατεύματα. Να τη δούμε γιατί μιλάει για μια ανοιχτή πληγή του λαού μας, που κοντά 80 χρόνια μετά δεν έχει κλείσει. Να την δούμε γιατί ο καθένας από εμάς πρέπει να έχει μια εικόνα της φρίκης του ναζιστικού ολοκαυτώματος αλλά και της απανθρωπιάς του ναζιστικού κτήνους. Να τη δούμε γιατί μέχρι σήμερα το γερμανικό κράτος δεν έχει προχωρήσει στην αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων για όσα εγκλήματα έκαναν οι ναζί προπάτορες του στα Καλάβρυτα, το Κομμένο, το Δίστομο, την Κάνδανο, το Χορτιάτη και αλλού. Να τη δούμε γιατί το δηλητήριο του ναζισμού και του φασισμού κοχλάζει στην ελληνική κοινωνία, πατώντας πάνω στην ιστορική λήθη και την στοχευμένη προσπάθεια του κεφαλαίου να μας δείξει ως εχθρό τον ξένο και τον αδύναμο για να μη το τσακίσουμε όπως του αξίζει. Αλλά να μη μείνουμε μόνο σε μια ταινία για να κατανοήσουμε όλα τα παραπάνω.

Και κάτι τελευταίο. Το 1943 η μάνα της μάνας μου, από το χωριό Σιγούνι των Καλαβρύτων, ήταν 6 χρονών. Η πλειοψηφία των χωριανών της και η οικογένεια της άκουσε ευτυχώς τους αντάρτες και δεν έμεινε στο χωριό αλλά ανέβηκε στη ράχη του Χαμάκου που χωρίζει σχεδόν στα δυο τον κάμπο των Λουσών – νότια των Καλαβρύτων. Εκεί έμειναν 3-4 μέρες κι από εκεί είδαν τους ναζί να καίνε τα χωριά του κάμπου (Σιγούνι, Ντούνισα, Σουδενά), να πλιατσικολογούν τα αγροτόσπιτα και να εκτελούν κάθε χωρικό που είχε πειστεί ότι δεν θα πειραχτεί από την 117η Μεραρχία στα πλαίσια της επιχείρησης «Καλάβρυτα».

Κάπως έτσι γλίτωσαν από το μακελειό των ναζί και δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των θυμάτων του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων σήμερα.

Και δεν τους γλίτωσε κανένας ναζί που τάχα μετάνιωσε, γιατί τέτοιος ναζί στα Καλάβρυτα δεν υπήρξε. Όπως δεν υπήρξε κι εκείνος που τάχα γλίτωσε τα γυναικόπαιδα στην πύλη του δημοτικού σχολείου Καλαβρύτων.

Η μεγάλη ιστορική παράχαραξη βέβαια δεν αφορά τέτοια ή αντίστοιχα περιστατικά. Γιατί ακόμα και αν στα Καλάβρυτα δεν βρέθηκε κανείς ναζί στρατιώτης να συγκινηθεί από το ολοκαύτωμα και να ανοίξει την πόρτα του σχολείου, αλλού μπορεί να βρέθηκε. Η παραχάραξη αφορά το ελεεινό δόγμα του ιστορικού αναθεωρητισμού ότι η Αντίσταση προκάλεσε τα ναζιστικά αντίποινα και τις θηριωδίες. Ότι αν δεν υπήρε αντάρτικο, ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί δεν θα έκαιγαν πόλεις και χωριά. Δεν θα έκαναν εκτελέσεις.

Το δόγμα του ιστορικού αναθεωρητισμού εμφανίζει τους κατακτητές αμυνόμενους και τους κατακτημένους θύτες. Εμφανίζει την ιστορία αναποδογυρισμένη, κομμένη και ραμένη στα μέτρα όσων θέλουν να θολώσουν τις σκοτεινότερες στιγμές που έζησε η ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα. Αλλά και να μειώσουν τη μοναδική και ανεπανάληπτη συμβολή των κινημάτων Αντίστασης σε όλη την Ευρώπη στην ήττα του Άξονα και τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνστών σε αυτήν.

Αυτή η ιστορική παραχάραξη, προσφιλής στη μετεμφυλιακή Ελλάδα όπου οι αντιστασιακοί πέρασαν από φωτιά, μαχαίρι, εξορίες και εκτελέσεις και οι συνεργάτες των Γερμανών τιμούνταν από το κράτος, είναι και η πιο επικίνδυνη. Όχι απλά γιατί κηρύσσει ότι η δίκαιη αντίσταση είναι μάταιη και πιθανώς επιζήμια, αλλά γιατί – ακόμα χειρότερα-  δικαιώνει σήμερα το ναζισμό και το φασισμό!

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Βασίλης Κ. Λάζαρης (2014), Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941 – 1944, Πάτρα: Διαπολιτισμός.

Ευάγγελος Μαχαιράς (2001), 50 χρόνια μετά, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Περικλής Ροδάκης (2001), ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1941-1944 Η Αντίσταση στην επαρχία, Το Ολοκαύτωμα, Αθήνα: Παρασκήνιο.

Χέρμαν-Φρανκ Μάγερ (2003), Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα-Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, Αθήνα: Εστία.

Χρήσιμες πληροφορίες για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με πλούσιο αρχειακό υλικό διαθέτει και το επίσημο site του μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος https://www.dmko.gr/episkepsi/