Μα τέτοια ομοβροντία η ευρωπαϊκή παράταξη;

«Σήμερα, η χώρα μας βρίσκεται ένα βήμα πριν την έξοδο από την κρίση. Όλοι μας όμως ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι αυτό το βήμα, όπως επίσης ξέρουμε ότι είναι μονόδρομος και ότι δεν υπάρχει plan B» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βενιζέλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Ευρωβουλής (και υποψήφιο για την προεδρία της Επιτροπής) Μάρτιν Σουλτς. (3/11/2013)

Α. ΣΑΜΑΡΑΣ: Να σας πω, η καλή στιγμή είναι εσωτερική. Δική μου. Είναι η ρεαλιστική νομίζω αίσθηση που έχω ότι μέρα με την ημέρα, πλησιάζει όλο και περισσότερο η στιγμή που τα πράγματα θα είναι καλά.

Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Πλην ατυχήματος, έτσι;

Α. ΣΑΜΑΡΑΣ: Πλην ατυχήματος. Έξοδος, να σπάσουμε την κορδέλα στο μαραθώνιο που τραβάει ο ελληνικός λαός, όχι εμείς. (εκπομπή Ανατροπή 4/11/2013)

Α. Τσίπρας στο Τέξας σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο 4/11/2013 (μα τέτοια μανία με τα ταξίδια στις ΗΠΑ;)

«Η ευρωζώνη μπορεί να ήταν λάθος. Οι Συνθήκες και οι Χάρτες της είναι εσφαλμένες. Και πρέπει να αλλάξουν θεμελιωδώς. Κάποιοι λένε ότι ορισμένες χώρες, θα έπρεπε ίσως να μην είχαν ενταχθεί. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αλλά εγώ προτιμώ να αφήσουμε στους ιστορικούς αυτή τη συζήτηση. Δεν έχει σημασία σήμερα.

Σήμερα, η Ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα – διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank run, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων.

Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δε θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη. Αλλά υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος. Μία έξοδος της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας σε κρίση θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουν».

Ως προς το αν υπάρχει απάντηση στο τι θα συμβεί αν οι δανειστές δεν δεχτούν αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Δραγασάκης σε συνέντευξη στο Βήμα (4/11/2013) είπε: «Υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η μια είναι η διαπραγμάτευση με συναίνεση. Αυτό που κάνουν ως τώρα οι κυβερνήσεις. Επειδή υπάρχει τέτοια ασυμμετρία δύναμης, αυτό καταλήγει σε υποταγή. Το δεύτερο είναι “ή όλα ή τίποτα”. Πάμε σε ρήξη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχει αυτή η ρήξη και αδιαφορώντας για το αν μπορούμε να τις διαχειριστούμε. Αυτό το απορρίψαμε. Πάμε λοιπόν σε μια διαπραγματευτική λογική, διεκδικητική θα έλεγα, που λέει ότι εμείς λέμε ότι “με αυτή την πολιτική οδηγούμαστε σε καταστροφή, ενώ με μια άλλη πολιτική μπορούμε να διασώσουμε ό,τι μπορούμε και να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία”. Διεκδικούμε καταρχάς να γίνει δεκτή αυτή η θέση. Εφόσον δεν γίνει δεκτή, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για ρήξη, αλλά εντός της ευρωζώνης πάντα…».

(Διόρθωση συντάκτη μετά από σχόλιο αναγνώστη: η συνέντευξη δόθηκε στον 9,84 και όχι στο Βήμα και υπάρχει και το σχετικό ηχητικό στο οποίο η φράση δεν είναι “εντός της ευρωζώνης πάντα”, αλλά “εντός ευρωζώνης κατ’ αρχήν”. Παρόλο που η Αυγή και όλα τα μέσα έβαλαν τη φράση που έχουμε και εμείς και παρόλο που ο κ. Δραγασάκης δεν προέβη σε διόρθωση ή καταγγελία για αυτή την “κεφαλαιώδη” διαφορά νοήματος, εμείς το αναφέρουμε για λόγους δεοντολογίας. Πολιτικά, ο καθένας καταλαβαίνει). 

Και σημειώνει η Αυγή (5/11/2013): Ο Σαμαράς αποδεικνύεται ανίκανος να κάνει πολιτική διαπραγμάτευση γιατί η πολιτική επιβίωσή του στηρίζεται στην όποια υποστήριξη από την τρόικα. Δεν διαπραγματεύεται, παρά τα όσα έλεγε τον Ιούνιο του 2012. Και να ήθελε τώρα, δεν βρίσκει θεσμικούς συνομιλητές. Η τακτική του συνιστά τουλάχιστον πολιτικό αναχρονισμό.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται σε μια περίοδο που η Τρόικα και κάθε ευρωπαίος αξιωματούχος (πχ Όλι Ρεν) έχει δηλώσει σε όλους του τόνους δεν υπάρχει θέμα διαπραγμάτευσης. Και που η Μέρκελ ντροπιάζει τον πρωθυπουργό και τον στέλνει πίσω με την όποια συζήτηση να μεταφέρεται για μετά τις ευρωεκλογές. Γίνεται σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση θωρακίζεται και θεσμοθετεί μηχανισμούς επιτήρησης πολιτικών λιτότητας και πλεονασματικών προϋπολογισμών και χωρίς τρόικες! Σε αυτή την περίοδο το πολιτικό σύστημα δηλώνει σε όλους τους τόνους. Θα διαπραγματευτούμε με όριο μας το ευρώ! Δηλαδή μη μας φοβάστε!

Και αν ο πόνος του Βενιζέλου να αποδείξει ότι δεν υπάρχει σχέδιο Β και εναλλακτικός δρόμος εκτός ευρωζώνης είναι λογικός και ο τρομοκρατικός λόγος του Σαμαρά για «το ατύχημα της εξόδου» είναι συνεπής με βάση την πολιτική του, οι διαβεβαιώσεις του Δραγασάκη ότι το όριο της διαπραγμάτευσης του είναι το ευρώ και η τρομοκρατία του Τσίπρα (σε Αμερικάνικο έδαφος θυμίζουμε) με την ταύτιση της εξόδου από το ευρώ με την Αποκάλυψη του Ιωάννη τι προσφέρουν; Γιατί τέτοια τέτοιες διαβεβαιώσεις; Γιατί τέτοια ομοβροντία; Δεν ταυτίζουμε το ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ αλλά γιατί γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως και ευνοεί πολιτικά ένα περιβάλλον δημιουργίας μιας ενιαίας ευρωπαϊκής παράταξης; Πόσο βοηθάει μια τέτοια στάση την διακριτότητα και κρουστικότητα της αριστεράς απέναντι στη δεξιά σε μια περίοδο που η δεύτερη εκμεταλλευόμενη τις δολοφονίες Χρυσαυγιτών θα εντείνει τις πιέσεις για εθνική ενότητα και συνεννόηση;

Το βάρος όμως, ξανά, πέφτει στις πλάτες της αντιΕΕ ή μη ευρωπαϊκής παράταξης, με την έννοια της παράταξης που αμφισβητεί το όριο του ευρώ, που έχει Σχέδιο Β απέναντι στην νεοφιλελεύθερη παντοκρατορία της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, που υποστηρίζει ένα διαφορετικό δρόμο για τη χώρα. Τέτοια παράταξη δεν υπάρχει και πρέπει να δημιουργηθεί.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει…

Υπάρχει μια διελκυστίνδα στη συζήτηση που γίνεται περί δύο άκρων που βοηθάει το κυβερνητικό στρατόπεδο. Και αυτή έχει να κάνει με το ότι οι δύο βασικοί παίκτες του επικοινωνιακού παιχνιδιού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να κρυφτούν γύρω από έναν κατά φαντασίαν μεσαίο χώρο, ένα υποτιθέμενο παλιότερο συνταγματικό πλαίσιο των «ήρεμων» χρόνων της μεταπολίτευσης, όπου στα θεμέλια του έγραφε τις φράσεις Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Κοινοβούλιο ως εγγυητής των Κοινωνικών Συμβολαίων, Αγορά. Όπου τα κοινωνικά κινήματα ή τα συνδικάτα ήταν «θεσμοί της δημοκρατίας» και γινόταν παραχωρήσεις σε διεκδικήσεις τους, επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους και όχι την καταστολή τους. Ξεχνιέται όμως ότι τώρα τα κινήματα αντιμετωπίζονται ως άκρο, ως εχθρός λαός, ως εν δυνάμει φυτώρια τρομοκρατών.

Κατηγορεί η ΝΔ, με ασφαλίτικη λογική, το ΣΥΡΙΖΑ ότι γειτνιάζει με βίαια κινήματα, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ είναι αυτή που γειτνιάζει με το άκρο της ΧΑ. Επιμένει η ΝΔ ότι η βία είναι μονοπώλιο του (μνημονιακού) κράτους, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ με γενικόλογη υπεράσπιση της δημοκρατίας και κατηγορεί τη ΝΔ για διχαστική λογική. Έτσι η συζήτηση για τα δύο άκρα και τη βία γίνεται με τους κυβερνητικούς πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και επικοινωνιακούς όρους. Με όρους μεσαίου χώρου, σεβασμού της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής ομαλότητας, σεβασμού του αστικού πολιτικού παιχνιδιού με όρους κομμάτων, δηλώσεων, γκάλοπ, επικοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοναδική ευκαιρία που είχαν να μιλήσουν οι «μάζες» στο δρόμο, γύρω από τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε από προβοκάτσιες μέχρι αστοχία στο να βγει η αντιφασιστική πορεία από το Σύνταγμα και να κατευθυνθεί στη Μεσογείων, στα γραφεία των ναζί.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα όμως δεν είναι μια επικοινωνιακή συζήτηση. Είναι μια συζήτηση που έχει ιδεολογικές, ιστορικές και τελικά πολιτικές παραμέτρους.

Η προσπάθεια που ξεκίνησε από αντιδραστικούς ιστορικούς και επισημοποιήθηκε-θεσμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (των τραπεζιτών για να μη ξεχνιόμαστε), περί καταδίκης του φασισμού ταυτόχρονα με τον κομμουνισμό σαν τις δύο όψεις του ίδιου ολοκληρωτισμού έχει ξεκάθαρο στόχο. Και αυτός είναι να σβηστεί από τις μνήμες των λαών η τεράστια αντιφασιστική – και γενικά προοδευτική – προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος και να ταυτιστεί με το αποκρουστικό πρόσωπο του Χιτλερισμού. Να αποκρουστεί ως βίαιο κάθε μελλοντικό κίνημα μαζών, όπως ήταν το κομμουνιστικό κίνημα, και να θεωρείται «νόμιμο» μόνο το στημένο κοινοβουλευτικό πλαίσιο μεταξύ κομμάτων, ΜΜΕ, επιχειρηματικών κύκλων.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα λοιπόν, προϋπήρξε των πολιτικών αναγκαιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Το θέμα είναι ότι η αριστερά έχει πικρή εμπειρία, απ’ όσες φορές προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είναι ακραία, όποτε προσπάθησε να κατευνάσει το θηρίο, να αποδείξει ότι αξιακά είναι εναντίον της βίας και μόνο σαν αυτοάμυνα μπορεί να την αποδεχθεί. Το πλήρωσε μια φορά μετά τον πόλεμο. Όταν η δεξιά έβριζε τους ήρωες της εθνικής αντίστασης κομμουνιστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαρους, προδοτες του έθνους. Η απάντηση της Αριστεράς ήταν η επίδειξη υπευθυνότητας, σύνεσης, δημοκρατικής νομιμότητας, εθνικής ενότητας. Και εισέπραξε την ωμή επίθεση των Άγγλων, οι οποίοι έκαναν σαφές ότι εθνική ενότητα με μια Αριστερά που διεκδικεί τη λαοκρατία δεν θα υπάρξει. Αργότερα, στα καλέσματα για ομαλότητα και δημοκρατία η Αριστερά εισέπραττε πογκρόμ βίας από τους δεξιούς παρακρατικούς, πρώην συνεργάτες των Ναζί και μετέπειτα εγγυητές της αστικής ομαλότητας και Αμερικάνικης επικυριαρχίας.

Ίδια πικρή είναι και η πείρα όταν η αριστερά περιόριζε την ταυτότητά της στο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», του μετεμφυλιακού κράτους για να αποδείξει ότι θα αποτελέσει παράγοντα ομαλότητας, εισπράττοντας νεκρούς, διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, και τελικά έπεσε απροετοίμαστη μπροστά στη μέγιστη κλιμάκωση του «μονοπωλίου της βίας τους κράτους» που ήταν η χούντα.

Οι προσπάθειες κατευνασμού δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.

Σήμερα; Μπορεί να αντιμετωπιστεί η θεωρία των δύο άκρων με την επιστημονική – ηθική επίκληση ότι είναι ανιστόρητη; Μπορεί να αντιμετωπιστούν οι αφόρητες πιέσεις προς την αριστερά με μια διελκυστίνδα διεκδίκησης του μεσαίου χώρου; Με ανταγωνισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς για το ποιος εγγυάται περισσότερο την ομαλότητα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τον κοινοβουλευτισμό; Μήπως και το ποιος έχει την πιο πειστική πρόταση προς τους δανειστές για την βιωσιμότητα του χρέους (όπως είχε βεβαιώσει σχετικά ο Α. Τσίπρας το καλοκαίρι);

Κάθε πολιτική βασίζεται σε κάποια ιδεολογικά θεμέλια. Οι σύμβουλοι του Πρωθυπουργού έχουν τέτοια θεμέλια. Κάποιοι εξ αυτών είναι και ιδιαίτερα διαβασμένοι για τα αντίστοιχα θεμέλια της αριστεράς. Ένας τέτοιος είναι ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, πρώην στέλεχος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς και νυν ακροδεξιός.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά που είναι εγκλωβισμένη στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, δεν μπορεί να κάνει αριστερή πολιτική.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά μόνο με κινήματα μαζών, μόνο με μεγάλα μαζικά λαϊκά κινήματα στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, σπουδών και διαβίωσης μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ της, γιατί ακριβώς είναι η δύναμη που υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της εργασίας που είναι οι μη έχοντες χρήμα και μέσα εξουσίας.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι τέτοια κινήματα μαζών αντιμετωπίζονται με το «κρατικό μονοπώλιο στη βία». Με τις ορδές των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ και όλων αυτών των νέων μιλιταριστικών αστυνομικών σωμάτων καταστολής του λαού. Η πλατεία Συντάγματος και το καλοκαίρι του 2011 δεν είναι μακριά.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει ότι το όργιο παραπληροφόρησης και ΜΜΕ, εκβιασμών των ψηφοφόρων, εκβιασμών από την Τρόικα, πελατειακών δεσμών, χρηματοδότησης από την επιχειρηματική ελίτ και καλπονοθευτικών νόμων που ονομάζεται ελληνική μνημονιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το πεδίο τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερά, ακόμα και αν σε υποτιθέμενες εκλογές βγει πρώτη, θα είναι εγκλωβισμένη.

Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει καθαρά. Αγωνίζεται για την ισότητα και την δικαιοσύνη. Και αναγνωρίζει τη νομιμότητα που πηγάζει από αυτήν. Η ευρω-μνημονιακή νομιμότητα και ομαλότητα διευρύνει εκρηκτικά την αδικία και την ανισότητα. Η αριστερά ως εκ τούτου είναι εκτός ευρω-μνημονιακού τόξου. Και καλεί και οργανώνει συγχρόνως το ξήλωμα, με κοινοβουλευτικό αλλά κυρίως με μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα στο δρόμο, στους χώρους δουλειάς και στις πλατείες.

Είναι σωστό ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που κουρελιάζει το Σύνταγμα. Η Αριστερά όμως δεν υπερασπίζεται απλά το Σύνταγμα ως πλαίσιο κοινοβουλευτικής εναλλαγής, αλλά ως ελάχιστη βάση λαϊκών δικαιωμάτων και προστασίας του λαού απέναντι στην εξουσία. Δεν μένει όμως εκεί. Διεκδικεί ένα άλλο πλαίσιο δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, μια άλλη λαϊκή εξουσία, ένα άλλο, πιο δημοκρατικό, γνήσια λαϊκό και ριζοσπαστικό Σύνταγμα υπέρ των εργατικών συμφερόντων. Και αυτό δεν θα γίνει με μια κοινοβουλευτική εναλλαγή στις επόμενες εκλογές ούτε με μια συνταγματική αναθεώρηση. Δεν θα γίνει χωρίς την μαζική λαϊκή παρέμβαση εκτός κοινοβουλίου, χωρίς το λαϊκό ξεσηκωμό.

Σύμφωνα με τα κριτήρια και το συνταγματικό πλαίσιο του Χρύσανθου Λαζαρίδη, μια τέτοια αλλαγή θα χαρακτηριστεί βίαιη και εκτός συνταγματικού τόξου. Για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που υπηρετεί, βία είναι η ορμητική είσοδος των λαών στο προσκήνιο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμα κι όταν κατεβαίνουν «ειρηνικά» στο δρόμο. Είτε για να ανατρέψουν στρατιωτικές χούντες, όπως έγινε στην Ελλάδα, είτε για να ανατρέψουν οικονομικές δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως έγινε στη Βενεζουέλα, στην Ισλανδία, στην Αργεντινή και αλλού. Και αυτό το ξέρει ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και προετοιμάζεται. Δεν τραβάει, αυτός και η κυβέρνηση, τα πράγματα στα άκρα από ιδεολογικό φανατισμό αλλά από πολιτική σκοπιμότητα. Η Αριστερά δεν προετοιμάζεται και ακόμα χειρότερα ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Πιστεύει ότι το θηρίο που λέγεται κρίση, μνημόνια, δανειστές και κυβερνήσεις τους μπορεί να κατευναστεί με επικλήσεις ενάντια στις διχαστικές λογικές. Κάνει λάθος. Η πολιτική του κατευνασμού γιγαντώνει το θηρίο.

Μια γυναίκα από μια Ελλάδα μαγική

Βγήκαμε από τη στενάχωρη έδρα του Σωματείου Συνταξιούχων ΙΚΑ Κυκλάδων. Με τη βία χωρούσαμε τα έξι επτά μέλη της Διοίκησης και η Ελένη, ο Νίκος, ο Θόδωρος, η άλλη Ελένη κι εγώ από το Σχέδιο Β. Η φιλοξενία ήταν ζεστή, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όπως πάντα όταν μιλάς πια για το πόσο εξαθλιωμένα ζούνε εργαζόμενοι και απόμαχοι σήμερα.

Βρεθήκαμε έξω, στο πλακόστρωτο, κοντά στις βουκαμβίλιες και τα κλουβιά με τα καναρίνια. Είχαμε μισή ώρα στη διάθεσή μας μέχρι την επόμενη συνάντηση με τους εργαζόμενους στο Νεώριο της Σύρου. Τότε καταλάβαμε ότι το μικρό γραφείο που ήμασταν ήταν στο ισόγειο ενός μεγαλόπρεπου τριώροφου κτηρίου, ενός αρχοντικού επενδυμένου με συμπαγές μάρμαρο.

Η προσοχή μας στράφηκε στα περίτεχνα σκαλισμένα φουρούσια των μπαλκονιών. Άραγε ήταν τηνιακοί οι μάστορες που έκαναν τόσο καλλιτεχνική δουλειά; Και το ραβδί με τα δύο φίδια, το σήμα του Ασκληπιού; Ήταν μήπως παλιά νοσοκομείο ή το νεοκλασικό κάποιου μεγαλογιατρού;

Μιλούσαμε έτσι, για να περάσει η ώρα. Μια νέα γυναίκα μας περιεργαζόταν επίμονα από την πόρτα της εισόδου.

Σας αρέσει το κτήριο; Έχετε καιρό να σας ξεναγήσω;

Την ακολουθήσαμε. Μας μίλησε για τους σιδερένιους βενετσιάνικους φεγγίτες, τη λαξευτή λιθοδομή, τα περίτεχνα γείσα των παραθύρων. Ερμήνευε τα διακοσμητικά σχέδια. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Μας οδήγησε επίσημα στην αίθουσα χοροεσπερίδων με τις τοιχογραφίες από σκηνές κυνηγιού, τη θεά Άρτεμη, τις ψαριές κρεμασμένες στη βεράντα. Τραπεζαρίες με εκρηκτικά χρώματα. Στον διάδρομο πάνω από κάθε πόρτα προσωπογραφίες των ηρώων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Παπαφλέσα. Στον τρίτο όροφο, με πολύχρωμο διάκοσμο και τα υπνοδωμάτια. Μαρμάρινα γλυπτά στις σκάλες.

Το κτήριο το σχεδίασε ο συριανός αρχιτέκτονας Βλησίδης, μας είπε η νέα γυναίκα, την εποχή της μεγάλης ακμής της Ερμούπολης, μετά την Επανάσταση. Ανήκε στην οικογένεια Αναργύρου, μετά στην οικογένεια Βελισσαροπούλου. Πριν κάποια χρόνια δόθηκε στην Εργατική Εστία και τώρα στεγάζει το Εργατικό Κέντρο που ιδρύθηκε το 1918.

Κατεβήκαμε πάλι στο ισόγειο. Τα δωμάτια των φιλοξενουμένων και των υπηρετών. Το πάτωμα σκακιέρα, μαύρες και λευκές μαρμάρινες πλάκες. Στο τέλος, προς την είσοδο μεγαλοπρεπής η αίθουσα υποδοχής.

Εκεί ήταν κρεμασμένα τα ιστορικά εργατικά λάβαρα. Μετάξι, κεντημένο με χρυσοκλωστές, με την τεχνική του τζεβρέ, όλα με μια αγιογραφία στο κέντρο. «Σύνδεσμος Εργατών Λιμένος Σύρου» 1914, με τα Εισόδια της Θεοτόκου. «Σύνδεσμος Ναυπηγοεργατών, 1918, με τη Γέννηση του Ιωάννη Προδρόμου. «Σύνδεσμος Καφφεϋπαλλήλων Ερμούπολης», 1912, η Αγία Μάρθα. «Σύνδεσμος Σιτεργατών Σύρου», 1918, ο Άγιος με πανοπλία και κοντάρι, πάνω σε μαύρο άλογο, το όνομά του μισοσβησμένο.

Ξεριζωμένοι πρόσφυγες από την καταστροφή της Χίου ίδρυσαν την Ερμούπολη, θεοσεβούμενοι, όντας μάλιστα ορθόδοξη πια πλειοψηφία στο καθολικό νησί της Σύρου, φτηνά εργατικά χέρια, που πάνω τους ρίζωσε η πρώτη βιομηχανική πόλη της ανεξάρτητης Ελλάδας. Όχι χωρίς σκληρούς αγώνες. Το 1879 οι δύο πρώτες μεγάλες απεργίες. Ιδρύεται ο «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών» των ταρσανάδων, των τότε ναυπηγείων, ζητάει ωράριο και καθορισμένο μεροκάματο. Ηττάται, οι εργοδότες φέρνουν απεργοσπάστες από τις γειτονικές Κυκλάδες, τους βάζουν να εργάζονται 15 ώρες. Έπειτα οι βυρσοδέψες, σύρραξη στο νησί, από τις γέφυρες των καϊκιών κατεβαίνουν ένοπλα αστυνομικά μπουλούκια από την Αθήνα. Νικάνε: μειωμένο ωράριο, κατάργηση της αγγαρείας – απλήρωτης κυριακάτικης εργασίας, της «κουτουράδας» – αμοιβής με το κομμάτι.

Έχουμε ένα ζωντανό διάλογο με αυτή τη νέα γυναίκα. Μιλάει λιτά και απλά, για να καταλάβουμε προφανώς. Ξέρει πολλά. Άλλο είναι που μας προξενεί όμως εντύπωση. Μια αγάπη με πάθος για αυτές τις σκάλες, τους διαδρόμους, τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες από τους Συνδέσμους. Μια απόλυτη αφοσίωση σε αυτό το μέγαρο, που υψώνεται πάνω από την ταξική σύγκρουση, και στα φαντάσματα που τον κατοικούν: τον αστικό πλούτο σε συντροφιά με την προλεταριακή κληρονομιά. Σα να είναι όλα δικά της. Όπως αγαπάς το πατρικό σου. Κι ακόμα περισσότερο. Όπως αγαπάς το χαμένο πια πατρικό σου.
Την ευχαριστούμε και τη χαιρετάμε. Είμαστε όμως πολύ περίεργοι.

-Μήπως κρατάτε από την οικογένεια Βελισσαροπούλου, τη ρωτάμε.
-Όχι, μας λέει χαμογελώντας.
-Μήπως είστε συντηρήτρια; Είστε ερωτευμένη με αυτό το κτήριο.
-Όχι. Εργάζομαι στο Εργατικό Κέντρο.
-Ως ξεναγός;
-Όχι. Είμαι η καθαρίστρια. Εδώ κι επτά χρόνια.

Η απάντηση σα να έρχονταν από ένα άλλο, μαγικό, κόσμο. Όχι από τη σημερινή Ελλάδα του κράτους – εχθρού, της καταλήστευσης της δημόσιας λείας και της διαφθοράς, της εκποίησης της περιουσίας του λαού, της απαξίωσης όλων των «κοινών», της φοροδιαφυγής, του ατομισμού και της ιδιοτέλειας.

Μια γυναίκα, με τη σφουγγαρίστρα, τη χλωρίνη και το καθαριστικό τουαλέτας, με μια δουλειά προορισμένη πια μόνο για μελαψές ή ανατολίτισσες, καταλύει από μόνη της τη διαφορά χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Και κυρίως, παρά  την χαμηλή κοινωνικά κλίμακα του επαγγέλματός της, παρά τη «βρώμικη δουλειά» της, ενσαρκώνει το υψηλό οραματικό κι εξιδανικευμένο πνεύμα για την πόλη, όπως το δίνει ο Θουκυδίδης και ο Περικλής στον Επιτάφιο. «Την πόλιν κοινήν  παρέχομεν», «η πόλη είναι κοινή, ολονών μας». «Ένι τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια», «οι ίδιοι άνθρωποι γνοιάζονται τα του οίκου τους και τα δημόσια». «Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλά αχρείον νομίζομεν», «γιατί είμαστε οι μόνοι που αυτόν που δεν συμμετέχει στον δήμο, δεν τον θεωρούμε αποσυρμένο, αλλά αχρείο».

Κι όμως είναι δυνατό η σημερινή απαξιωμένη Ελλάδα να γίνει μαγική – αυτό επιβεβαιώνουν τέτοια στιγμιότυπα. Να πονέσουμε το κοινό αγαθό. Να αγαπήσουμε αυτά που είναι ολονών. Να υπερασπισθούμε την συλλογική περιουσία με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπιζόμασταν το σπίτι μας. Να νοηματοδοτήσουμε ξανά τον Δημόσιο Χώρο και την πατρίδα μας. Να ανακαλύψουμε πάλι το συλλογικό. Να βιώσουμε την αλληλεγγύη ως τον ισχυρό κρίκο ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινό καλό.

Καμία μα καμία τεχνοκρατική οικονομική λύση, καμία μα καμία αλλαγή στην εξουσία, αν δεν συνοδεύεται από μια πολιτιστική επανάσταση, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Και μια επανάσταση αξιών έχει ήδη καταφύγιο στις καρδιές πολλών Ελληνίδων και Ελλήνων.

“Η σύγχρονη αδυναμία μας. Το ελληνικό σύμπτωμα: χρέος, κρίση και η κρίση της Αριστεράς”

Ξεκινώ με μια αίσθηση, μια πρόσληψη, που πιθανώς είναι προσωπική, πιθανώς αδικαιολόγητη, την οποία ωστόσο διαμορφώνω με βάση τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου: μια αίσθηση γενικής πολιτικής αδυναμίας. Αυτό που σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα μοιάζει με συμπύκνωμα αυτής της αίσθησης.

Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε την δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα.

Βεβαίως, το κουράγιο και η επινοητικότητα του προοδευτικού και αντιφασιστικού κινήματος όσον αφορά την τακτική προκαλεί ενθουσιασμό. Επιπλέον, τέτοιες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά αναγκαίες. Είναι όμως κάτι καινούργιο; Καθόλου. Αποτελούν τα ίδια και απαράλλακτα στοιχεία κάθε πραγματικά μαζικού κινήματος: εξισωτισμός, δημοκρατία των πολλών, επινόηση συνθημάτων, γενναιότητα, ταχύτητα αντιδράσεων … Τα ίδια είδαμε και με την ίδια ενεργητικότητα –χαρούμενη και λίγο αγωνιώδη– τον Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα είδαμε πιο πρόσφατα στην Πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ. […] Όμως τα νέα πολιτικά στοιχεία και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο είναι κάτι άλλο: η ζωτικότητά τους απαιτεί την ύπαρξη κινήματος, αλλά δεν μπορεί ποτέ να συγχέεται μ’ αυτό.

Ας ξεκινήσουμε όμως, προσωρινά, από μια άλλη αφετηρία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μακρόχρονη ιστορία, πλανητικής σημασίας. Είναι μια χώρα η αντίσταση της οποίας σε διαδοχικά καταπιεστικά καθεστώτα και κατοχικές δυνάμεις έχει μια ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα που το κομμουνιστικό κίνημα, και με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα που η νεολαία της ακόμη και σήμερα δημιουργεί ένα παράδειγμα με τις μαζικές και πεισματικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις αναμφίβολα είναι πολύ καλά οργανωμένες και όπου υπάρχουν επίσης μεγάλα και θαρραλέα λαϊκά κινήματα. Μια χώρα όπου υπάρχουν επίφοβες φασιστικές οργανώσεις, αλλά και ένα αριστερό κόμμα με μια φαινομενικά στέρεα εκλογικά και μαχητική βάση.

Κι όμως, ό,τι συμβαίνει σήμερα σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει σαν να μην μπορεί να σταματήσει την ακραία κυριαρχία του αχαλίνωτου από τη δική του κρίση καπιταλισμού. Μοιάζει σαν να μην έχει η χώρα, υπό τη διεύθυνση των δουλικών κυβερνήσεων και της τρόικας, καμιά άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να ακολουθεί τα βάρβαρα αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Πράγματι, όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται και τις ευρωπαϊκές “λύσεις” τους, το κίνημα αντίστασης μοιάζει περισσότερο να ακολουθεί μια τακτική καθυστέρησης παρά να γίνεται σημαιοφόρος μιας αυθεντικής πολιτικής εναλλακτικής λύσης.

Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα των καιρών, που μας καλεί όχι μόνο να υποστηρίξουμε με όλη μας τη δύναμη τον θαρραλέο ελληνικό λαό, αλλά να στοχαστούμε από κοινού γύρω από ιδέες και πρακτικές ώστε αυτό το κουράγιο που επιδεικνύει να μην αχρηστευθεί από απελπισία.

Διότι αυτό που εντυπωσιάζει –στην Ελλάδα πάνω απ’ όλα αλλά και αλλού επίσης, ιδίως στη Γαλλία– είναι μια έκδηλη αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλουν ακόμη και την ελαχιστότατη υποχώρηση των οικονομικών και κρατικών εξουσιών που επιδιώκουν να υποτάξουν το λαό ανεπιφύλακτα στον νέο (αν και μακροχρόνιο επίσης, και θεμελιακό) νόμο του ακραιφνούς φιλελευθερισμού.

Όχι μόνο δεν έχουν σημειώσει κανένα προχώρημα οι προοδευτικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει ακόμη και μια περιορισμένη επιτυχία, αλλά οι δυνάμεις του φασισμού επεκτάθηκαν και στη βάση του ψευδαισθητικού φόντου ενός ξενοφοβικού και ρατσιστικού εθνικισμού διεκδικούν σήμερα να γίνουν η ηγετική δύναμη αντίθεσης στα διατάγματα της ευρωπαϊκής διοίκησης.

Η αίσθησή μου είναι πως η βαθύτερη αιτία αυτής της αδυναμίας δεν είναι η αδράνεια του κόσμου, η έλλειψη κουράγιου ή το ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν τα “αναγκαία κακά”. Πολλές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σθεναρή και μαζική λαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα. Ακόμη και στη Γαλλία, με τις δράσεις κατά τη συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του Σαρκοζί … είδαμε ότι μεγάλα τμήματα του λαού επέδειξαν την ικανότητά τους για πεισματική αντίσταση και υιοθέτησαν τις γνωστές μορφές του κινηματικού κομμουνισμού , κυρίως τη χρήση μη συμβατικών μορφών απεργίας και συνελεύσεις που αφαίρεσαν την ηγεμονία από τον επίσημο συνδικαλισμό. Εντούτοις, από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν έχει εμφανιστεί σε μαζική κλίμακα νέα πολιτική σκέψη, ούτε έχει εμφανιστεί ένα νέο λεξιλόγιο από τη ρητορική της διαμαρτυρίας, και τα αφεντικά των συνδικάτων κατάφεραν τελικά να πείσουν τους πάντες ότι έπρεπε να περιμένουν τις … εκλογές.

Νομίζω ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι αγωνιστές πολλών πολιτικών κατηγοριών στέκονται σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι αντί να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους και να μετασχηματίσουν την τρέχουσα κατάσταση.

Μετά τα σαρωτικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970, κληρονομήσαμε μια μακροχρόνια αντεπαναστατική περίοδο, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση έχει καταστρέψει σε βάθος την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη που κάποτε μπορούσαν να εμποτίζουν τη λαϊκή συνείδηση με τις πιο στοιχειώδεις λέξεις της πολιτικής της χειραφέτησης – λέξεις όπως, για να παραθέσω κάποιες τυχαία, “ταξικός αγώνας”, “γενική απεργία”, “επανάσταση”, “δημοκρατία των μαζών”, “εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση”, “παράνομη δράση”, “συμμαχία εργατών-φοιτητών”, “εθνική απελευθέρωση”, ”δικτατορία του λαού”, “προλεταριακό κόμμα” και πολλές άλλες. Η λέξη-κλειδί “κομμουνισμός”, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 19 ου αιώνα, περιορίστηκε σε ένα είδος ιστορικού στίγματος, διότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ιστορική αφήγηση την οποία δέχεται ακόμη και η προοδευτική κοινή γνώμη υπαγορεύεται πλήρως από τον αντίπαλο. Το ότι η εξίσωση “κομμουνισμός ίσον ολοκληρωτισμός” θα κατέληγε να εμφανιστεί ως κάτι το φυσικό και ομόφωνα αποδεκτό αποτελεί μια ένδειξη του βάθους της αποτυχίας των επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1980. Βεβαίως, δεν μπορούμε επίσης να αποφύγουμε μια διεισδυτική και σοβαρή κριτική των σοσιαλιστικών κρατών και των κομμουνιστικών κομμάτων που πήραν την εξουσία, ιδίως στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή η κριτική πρέπει να είναι δική μας. Πρέπει να θρέφει τις δικές μας θεωρίες και πρακτικές , να τις βοηθά να αναπτυχθούν και να μην οδηγεί σε ένα είδος μελαγχολικής αποκήρυξης που πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκπληκτική κατάσταση: όσον αφορά ένα ιστορικό γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς, έχουμε υιοθετήσει, πρακτικά χωρίς περιορισμό, την άποψη του εχθρού. Και εκείνοι που δεν έχουν κάνει αυτό το πράγμα απλά επιμένουν στην παλιά θλιμμένη ρητορική, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.

Από όλες τις νίκες των αντιπάλων μας, – στις γραμμές των οποίων θα πρέπει να κατατάξουμε τη νέα φρουρά των μαντρόσκυλων της σύγχρονης ιδεολογικής τάξης πραγμάτων που όλοι σχεδόν ήταν λιποτάκτες των κινημάτων του 1968–αυτή η συμβολική νίκη είναι η πιο σημαντική. Όχι μόνο επιτρέψαμε να δυσφημιστεί και να γελοιοποιηθεί το λεξιλόγιό μας , αν δεν χρησιμοποιείται απλά σαν εγκληματικό, αλλά και οι ίδιοι χρησιμοποιούμε τις αγαπημένες λέξεις των αντιπάλων σαν να ήταν δικές μας. Αυτό ισχύει ιδίως για την κατάσταση που μας ενδιαφέρει με τις λέξεις “δημοκρατία”, “οικονομία”, “Ευρώπη” και αρκετές άλλες. Ακόμη και το νόημα μάλλον ουδέτερων εκφράσεων, όπως ο “λαός” εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ και ενσωματώνεται σε ανόητες φράσεις όπως “ο λαός πιστεύει ότι …”

Τις εποχές των παλιών κομμουνισμών, συνηθίζαμε να περιγελούμε αυτή που ονομάζαμε γλώσσα των χιλιοειπωμένων λέξεων, τη γλώσσα-κλισέ – τα άδεια λόγια και τα πομπώδη επίθετα.

Βεβαίως, βεβαίως. Όμως η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας δηλώνει μια κοινή ιδέα. Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες –και δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς ότι τα μαθηματικά είναι μια θαυμάσια γλώσσα-κλισέ– έχει να κάνει αποκλειστικά με το ότι σχηματοποιεί την επιστημονική ιδέα. Με την ικανότητα να σχηματοποιούμε γρήγορα την ανάλυση μιας κατάστασης και τις τακτικές συνέπειες αυτής της ανάλυσης. Αυτή η ικανότητα δεν είναι λιγότερο απαραίτητη στην πολιτική. Είναι ένα σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.

Σήμερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις της επίσημης δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ακριβώς το ότι έχει στη διάθεσή της μια γλώσσα-κλισέ που την εκπέμπει κάθε μέσο και κάθε κυβέρνηση χωρίς εξαίρεση. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όροι όπως “δημοκρατία” , “ελευθερίες”, “οικονομία της αγοράς”, “ανθρώπινα δικαιώματα”, “ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί”, “εθνική προσπάθεια”, “γαλλικός λαός”, “ανταγωνιστικότητα” “μεταρρυθμίσεις” κοκ δεν είναι τίποτε άλλο παρά στοιχεία μιας πανταχού παρούσας γλώσσας-κλισέ; Εμείς, οι αγωνιστές χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, είμαστε (και ήμαστε επί αρκετό χρονικό διάστημα) οι πραγματικοί αφασικοί! Και δεν πρόκειται να μας σώσει η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής δημοκρατίας. “Κάτω αυτό ή εκείνο”, “Όλοι μαζί θα νικήσουμε”, “Έξω”, “αντίσταση!”, “το δικαίωμα στην εξέγερση” … Όλα αυτά είναι ικανά για να συσπειρώνουν στιγμιαία τις συλλογικές συγκινήσεις και , τακτικά, είναι πολύ χρήσιμα – αλλά αφήνουν παντελώς άλυτο το ζήτημα μιας ευανάγνωστης στρατηγικής. Είναι μια πολύ φτωχή γλώσσα για μια στρατηγικής σημασίας πραγμάτευση του μέλλοντος των πράξεων χειραφέτησης.

Βεβαίως το βασικό στοιχείο της πολιτικής επιτυχίας είναι η δύναμη της εξέγερσης, το εύρος και το θάρρος της. Αλλά επίσης βασικά στοιχεία είναι η πειθαρχία και η ικανότητα να προβαίνει σε διακηρύξεις – οι διακηρύξεις σχετίζονται με το θετικό στρατηγικό μέλλον και αυτό αποκαλύπτει μια νέα δυνατότητα που έχει μείνει αόρατη εν μέσω της προπαγάνδας των εχθρών. Αυτό θα όφειλαν να εκμαιεύσουν οι οργανωμένοι αγωνιστές ενός κινήματος από όσα λέγονται και γίνονται. Αυτό θα όφειλαν να μορφοποιήσουν και να το φέρουν στην ευρύτερη συζήτηση στη λαϊκή βάση του κινήματος. Γι’ αυτό και η ύπαρξη μεγάλων λαϊκών κινημάτων, αν και αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να διαμορφώσει πολιτικό όραμα. Εκείνο που δένει σφιχτά ένα κίνημα στη βάση των ατομικών συγκινήσεων είναι πάντα κάτι που έχει αρνητικό χαρακτήρα: είναι κάτι που προέρχεται από αφηρημένες αρνήσεις, όπως “κάτω ο καπιταλισμός” ή “να σταματήσουν οι απολύσεις” ή “όχι στη λιτότητα” ή “έξω η τρόικα” που δεν έχουν αυστηρά άλλο αποτέλεσμα παρά να συγκολλούν προσωρινά το κίνημα μέσω της αρνητικής αδυναμίας των συναισθημάτων του. Όσον αφορά δε πιο συγκεκριμένες αρνήσεις, εφόσον ο στόχος τους είναι ακριβής και συσπειρώνουν διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού, όπως το “Κάτω ο Μουμπάρακ” κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, μπορούν όντως να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορούν να οικοδομήσουν την πολιτική αυτού του αποτελέσματος, όπως βλέπουμε σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα δρέπουν τους καρπούς ενός κινήματος με το οποίο δεν έχουν πραγματική σχέση.

Διότι κάθε πολιτική είναι η οργανωμένη έκφραση αυτού που βεβαιώνει και προτείνει και όχι αυτού που αρνείται και απορρίπτει. Η πολιτική είναι μια ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη εν δράσει που δείχνει τις μη ορατές δυνατότητες. Λέξεις κλειδιά όπως “αντίσταση!” είναι κατάλληλες να συνενώνουν άτομα, αλλά κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια συσπείρωση που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά ένα χαρούμενο και ενθουσιώδες μείγμα ιστορικής ύπαρξης και πολιτικής αδυναμίας, για να γίνει πικρός αναδιπλασιασμός και στείρα επανάληψη της αποτυχίας , αν ο εχθρός (που είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος πολιτικά, ιδεολογικά και έχει κυβερνητική ισχύ) τελικά νικήσει.

Δεν είναι λοιπόν η μετάδοση της αρνητικής επιρροής της αντίστασης αυτό που πρέπει να ανακαλύψουμε, το στοιχείο που μας χρειάζεται για να επιβάλουμε μια σοβαρή υποχώρηση των αντιδραστικών δυνάμεων που σήμερα επιδιώκουν να αποσυνθέσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να τις ακολουθήσει. Είναι μια κοινή ιδέα και η αυξανόμενη χρήση μιας ομογενοποιητικής γλώσσας.

Η αναδημιουργία μιας τέτοιας γλώσσας αποτελεί κρίσιμη επιταγή. Γι’ αυτό το σκοπό επιδίωξα να εισαγάγω ξανά, να επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω όλα όσα αρθρώνονται με τη λέξη “κομμουνισμός”. Η λέξη “κομμουνισμός” υποδηλώνει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία στις σύγχρονες κυρίαρχες κοινωνίες , η ελευθερία , με τον δημοκρατικό φετιχισμό της οποίας είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, στην πραγματικότητα διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από την ιδιοκτησία. “Ελευθερία” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελευθερία να αποκτάς κάθε εμπόρευμα χωρίς κανένα όριο και η δύναμη να κάνεις “ό,τι θέλεις” μετριέται αυστηρά με το βαθμό αυτής της δυνατότητας απόκτησης. Όποιος έχει χάσει τη δυνατότητα απόκτησης δεν έχει, λοιπόν, καμιά ελευθερία, όπως βλέπουμε καθαρά , π.χ., στους “αλήτες” που οι Άγγλοι φιλελεύθεροι εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανένα δισταγμό. Γι’ αυτό ο Μαρξ στο “Μανιφέστο” διακηρύσσει ότι όλα τα μέτρα του κομμουνισμού μπορούν , με μια έννοια, να αναχθούν σε ένα: στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, ο κομμουνισμός σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ελευθερία δεν διέπεται αναγκαία από την ιδιοκτησία ούτε οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διευθύνονται από μια ολιγαρχία ισχυρών επιχειρηματιών και των υπηρετών τους στην πολιτική, την αστυνομία, το στρατό και τα ΜΜΕ. Υπάρχει η δυνατότητα για μια κοινωνία που ο Μαρξ ονόμαζε “κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών”, όπου η παραγωγική εργασία είναι συλλογική, όπου μπορεί να επιτευχθεί η κατάργηση των μεγάλων μη εξισωτικών αντιθέσεων (μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων κ.λπ) και όπου οι αποφάσεις που αφορούν όλους είναι υπόθεση όλων. Θα έπρεπε να μεταχειριζόμαστε αυτή την εξισωτική δυνατότητα ως αρχή σκέψης και δράσης και να μην την αφήνουμε στην άκρη.

Τέλος, ο “κομμουνισμός” υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα διεθνή πολιτικό οργανισμό. Αυτή η οργάνωση ξεκινά με τη συνάντηση ανάμεσα σε [θεωρητικές] αρχές και στην αποτελεσματική δράση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή τη βάση προσπαθεί να θέσει σε κίνηση την επινοητική σκέψη των ανθρώπων, να οικοδομήσει, με έναν τρόπο ανόθευτο από τον υπάρχον καθεστώς, μια δύναμη εσωτερική σε κάθε δεδομένη κατάσταση. Ο στόχος αυτής της δύναμης είναι να έχει την ικανότητα να στρίβει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που ορίζεται από το συνδυασμό των θεωρητικών αρχών με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσοι έχουν τη θέληση να μετασχηματίσουν την δεδομένη κατάσταση.

Η λέξη “κομμουνισμός” ορίζει συνεπώς μια πλήρη διαδικασία με την οποία η ελευθερία απελευθερώνεται από τη μη εξισωτική υποταγή της στην ιδιοκτησία. Το ότι αυτή είναι μια λέξη που οι εχθροί μας την πολεμούν τόσο πεισματικά σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία που θα κατέστρεφε την ελευθερία τους, ο κανόνας της οποίας είναι άρρηκτα δεμένος με την ιδιοκτησία. Αν λοιπόν αυτό είναι που απεχθάνονται περισσότερο απ’ όλα οι εχθροί μας, εμείς οφείλουμε να αρχίσουμε ακριβώς από την ανακάλυψή του ξανά.

Μας έχουν φέρει άραγε αυτές οι λεκτικές ασκήσεις μακριά από την Ελλάδα και την συγκεκριμένη επείγουσα κατάστασή της; Ίσως. Ωστόσο η πολιτική είναι πάντα μια συνάντηση ανάμεσα στην επιστήμη των ιδεών και στην έκπληξη των περιστάσεων. Επιθυμία μου είναι να γίνει για όλους μας η Ελλάδα ο παγκόσμιος τόπος μιας τέτοιας συνάντησης.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αποσπάσματα από άρθρο που έχει δημοσιευτεί στο Radical Philosophy (Σεπτέμβριος / Οκτώβριος 2013).

Παρακολουθώντας τις συλλήψεις της Χρυσής Αυγής: Διαπιστώσεις και προβληματισμοί

Το ανεπανάληπτο θέαμα της σύλληψης σε ζωντανή μετάδοση του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτές όμως θα καθοριστούν και από την επαύριο των Γερμανικών εκλογών και από το τι θα κομίσουν από τις ΗΠΑ Σαμαράς και Βενιζέλος. Δεν θα υπήρχε για την κυβέρνηση Σαμαρά καλύτερη στιγμή από τη σημερινή για προκήρυξη εκλογών με μονομερή αντι-Χρυσαυγίτικη ατζέντα και τον ίδιο σε ρόλο εγγυητή της δημοκρατίας, θέτοντας το δίλημμα “σταθερότητα ή χάος”, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο στην υπεράσπιση των θεσμών. Όμως τα ποντίκια χορεύουν όταν λείπουν οι γάτες που εν προκειμένω είναι οι δανειστές, ο υπερατλαντικός παράγοντας και η επανεκλεγείσα καγκελάριος. Η ηχηρή σφαλιάρα που εισέπραξε ο ΓΑΠ στις Κάνες από το δίδυμο Μέρκελ – Σαρκοζί, δημιουργεί κακό προηγούμενο για το αν θα επιτραπεί στον Σαμαρά να παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι πολιτικής επιβίωσης, βάζοντας σε ρίσκο το πρόγραμμα της τρόικας.

Η κυβέρνηση Σαμαρά επιδιώκει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων γνωρίζοντας ότι μπροστά της έχει ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Παίζει το χαρτί της συνταγματικής ομαλότητας, της περιφρούρησης της νομιμότητας, του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Για να μπορέσει να επιβιώσει πρέπει να ταυτίσει το μνημονιακό πρόγραμμα με τη δημοκρατική ομαλότητα. Ακόμη κι αν δεν καταφέρει να επιβιώσει, πρέπει να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον όπου οι όρκοι περί ομαλότητας θα δίνονται από όλους, και πρώτα από όλα από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στόχος είναι η διάδοχη λύση σε κυβερνητικό επίπεδο να μην φλερτάρει με ανατροπές και ρήξεις, αλλά με νουνεχείς και συναινετικές πολιτικές, οικουμενικού και ευρωπαϊκού αρώματος.

Το προσκήνιο του ξηλώματος της Χρυσής Αυγής λογικά διαθέτει αντίστοιχο παρασκήνιο που έχει προκύψει από πολύμηνες παρακολουθήσεις. Είναι προφανές ότι ούτε ο φάκελος του Δένδια δημιουργήθηκε την τελευταία βδομάδα, ούτε οι συνομιλίες των Χρυσαυγιτών ξεκίνησαν να καταγράφονται την επαύριο της δολοφονίας του Π.Φύσσα. Το αστικό κράτος αποδεικνύει ότι μπορεί να θρέφει το ναζιστικό παρακράτος, κρατώντας όμως ράμματα για τη γούνα του, μέχρι την κρίσιμη στιγμή που θα το αναλώσει στην επόμενη μάχη για να κερδίσει τον πόλεμο. Γιατί όσο ρόλο κι αν έπαιξε η λαϊκή οργή και οι αντιφασιστικές διαδηλώσεις, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε έτοιμο σχέδιο και το υλοποίησε με ταχύτητα και θεαματικά πλάνα, με την πρόθυμη συνδρομή των ΜΜΕ που ομοθυμαδόν ξεσάλωσαν για μια συμμορία την οποία μέχρι πρότινος έμμεσα ή άμεσα συνέδραμαν.

Η εντυπωσιακή κατάρρευση του ηθικού και της δήθεν μαχητικότητας του χρυσαυγίτικου μηχανισμού απέδειξε ότι οι νεοναζί στήριζαν το θράσος τους στην πεποίθηση ότι βρίσκονται διαρκώς υπό την κρατική, δικαστική και αστυνομική θαλπωρή. Όταν για τους δικούς του λόγους το μνημονιακό αστικό καθεστώς απέσυρε την προστασία του από τους ναζί, η φασιστική συμμορία που φιγουράριζε τρίτο κόμμα στη χώρα, δεν μπόρεσε καν να διοργανώσει μια αξιοπρεπή συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Να γιατί η σχέση κράτους – Χρυσής Αυγής αποτελούσε τον πυρήνα της γιγάντωσης του ναζιστικού φαινομένου. Η εκστρατεία των ΜΜΕ, το τηλεοπτικό σόου των συλλήψεων, το σκηνοθετικό στήσιμο των σιδεροδέσμιων βουλευτών, έδειξε ότι ο φόβος και ο τρόμος που σκόρπιζαν τα τάγματα εφόδου ήταν με δανεική δύναμη.

Η Αριστερά για πολλοστή φορά συλλαμβάνεται με λάθος εκτιμήσεις αλλά αυτό παύει πλέον να είναι πρωτότυπο. Λίγες ώρες πριν τις συλλήψεις, κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν βέβαια ότι ο Μιχαλολιάκος εκβιάζει τον Σαμαρά με εκλογές και ότι ο Σαμαράς θα υποχωρήσει. Ο Σαμαράς δεν υποχώρησε και έκανε πράξη -με πολύ πιο εντυπωσιακό τρόπο- το κάλεσμα του Τσίπρα: Να τεθεί η Χρυσή Αυγή ενώπιον του νόμου, αλλά όχι εκτός νόμου. Το δε ΚΚΕ καλεί το λαό σε επαγρύπνηση γιατί τον φασισμό δεν τον ξεριζώνουν οι αστοί, αλλά το εργατικό λαϊκό κίνημα. Πράγμα που είναι σωστό και ισχύει και για τον προηγούμενο αιώνα, ισχύει για τον τρέχοντα, και θα ισχύσει και για τον επόμενο.

Και η Αριστερά και ο λαός αφοπλίζεται όσο το παιχνίδι γίνεται με τους όρους του αντιπάλου. Τόσο στο αντιφασιστικό ζήτημα, όσο και στο κεντρικό πεδίο που καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Η επίκληση του δημοκρατικού και συνταγματικού τόξου από όσους ξεφτίλισαν τη δημοκρατία και το σύνταγμα δεν πέφτει στο κενό, καθώς στριμώχνει εκείνη την ψυχούλα του ΣΥΡΙΖΑ που εγγυάται την ομαλότητα και φαντασιώνεται μια ομαλή δημοκρατική μετάβαση σε μια κυβέρνηση με την Αριστερά. Αυτή η ψυχούλα θα γίνεται όλο και πιο κυρίαρχη όσο η πίεση από την απέναντι πλευρά αυξάνεται: Ακόμη κι αν υπάρξει κυβερνητική εναλλαγή, αυτή δεν θα πρέπει να αμφισβητήσει το βασικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο που δένει τη χώρα στο άρμα των δανειστών και της Ευρωζώνης.

Το πρόβλημα στην Αριστερά είναι ότι παραδέρνει ανάμεσα σε λαθεμένες εκτιμήσεις για την πορεία των πραγμάτων: 1. Η Χρυσή Αυγή είναι το απόλυτο όργανο του συστήματος, η ΝΔ είναι φιλική με τη Χρυσή Αυγή και δεν πρόκειται να την πειράξει. 2. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα τελείως αυτονομημένο φαινόμενο από το αστικό πολιτικό σύστημα και χρειάζεται μέτωπο όλων των υπολοίπων εναντίον της. 3. Ο φασισμός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί σε τελική ανάλυση είναι καπιταλισμός, οπότε το πρόβλημα θα λυθεί ταυτόχρονα με το σοσιαλισμό. 4. Η Χρυσή Αυγή είναι κόλπο, ο ναζισμός είναι κόλπο, τα μαχαιρώματα είναι κόλπο και θέλουν να αποπροσανατολίσουν το λαό από το μνημόνιο. 5. Οι διώξεις εναντίον της Χρυσής Αυγής γίνονται για να χτυπηθεί αύριο η Αριστερά και να μας ξαναστείλουν στα ξερονήσια. 6. Η σύλληψη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει κάτι γιατί τον φασισμό τον τσακίζουν μόνο οι λαϊκοί αγώνες. 7. Το χτύπημα στο Μιχαλολιάκο είναι προετοιμασία για εκτροπή και χρειάζεται από την Αριστερά περιφρούρηση της δημοκρατικής ομαλότητας και της νομιμότητας.

Τα παραπάνω και άλλα πολλά αφοπλίζουν και ξεδοντιάζουν. Κάποια περιέχουν ψήγματα αλήθειας, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Άλλα οδηγούν σε τελείως λάθος πολιτικές. Άλλα υποτιμούν το φασιστικό φαινόμενο. Άλλα το απομονώνουν ως το μοναδικό πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας.

Η θεωρία των δύο άκρων δεν λήγει επειδή το αιτείται η αντιπολίτευση. Το επιτελείο του Χρύσανθου Λαζαρίδη παίζει δυνατά το χαρτί του αποφασισμένου κέντρου, πρώτα ενάντια στο δεξιό άκρο που είχε “ξεφύγει”, για να βυσσοδομήσει αύριο ενάντια στο αριστερό άκρο που “θα βάλει σε κίνδυνο τη χώρα”. Αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη και κρατικοί μηχανισμοί δεν εκκαθαρίστηκαν, ενώ είναι πιθανό ένα έωλο κατηγορητήριο να αναστηλώσει τη ναζιστική ηγεσία που σήμερα πιάστηκε με κατεβασμένα παντελόνια. Οι νεκροί -όπως και να ‘χει- δεν ανασταίνονται. Οι κοινωνικές συνθήκες που γεννούν το φασισμό όχι μόνο παραμένουν αλλά διευρύνονται. Η δε Αριστερά είχε προ πολλού διαρρήξει τις οργανικές της σχέσεις με τις λαϊκές συνοικίες, προτού σε αυτές εισβάλουν τα τάγματα εφόδου.

Όμως όλα αυτά δεν είναι λόγος αυτιστικής συμπεριφοράς. Δεν χρειάζεται ούτε αφασία και αποχαύνωση, ούτε μεμψιμοιρία και τρομοκράτηση. Εκτός και αν έχουμε ήδη αποφασίσει ότι θα αντιμετωπίσουμε τις κινήσεις του αντιπάλου …από την κερκίδα.

Σε τελική ανάλυση, ας πάρουμε υπόψη τις εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια προοδευτικών και δημοκρατικών ανθρώπων που ανακουφίστηκαν -έστω και προσωρινά- βλέποντας την ηγεσία της ναζιστικής συμμορίας να οδηγείται στη φυλακή. Ας αξιολογήσουμε το γεγονός ότι της γης οι κολασμένοι που στα σώματά τους ακονίζονταν τα ναζιστικά μαχαίρια, ίσως κοιμηθούν πιο ήσυχα. Κι ας προετοιμαστούμε για τις μάχες που έπονται και που θα είναι δύσκολες και καθόλου “ομαλές”.

Τι μπορεί να πετύχει ο αγώνας των καθηγητών;

Ο απεργιακός αγώνας των εκπαιδευτικών έχει ήδη ξεκινήσει δυναμικά και έως τώρα έχει διαψεύσει πανηγυρικά τις σειρήνες της ήττας. Αυτούς που το Μάιο έλεγαν ότι δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, τον Ιούλιο ότι πρέπει αντί για απεργία να δούμε εναλλακτικές μορφές αγώνα χωρίς οικονομικό κόστος και την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν υπάρχει το κίνημα που θα τραβήξει πολυήμερη απεργία και άρα ας πάμε σε 48ωρη και βλέπουμε.

Δυστυχώς οι σειρήνες της ήττας δεν ακούγονται μόνο από το μνημονιακό-κυβερνητικό στρατόπεδο που κεντρική του στρατηγική είναι ότι κανένας αγώνας δεν πρέπει να νικήσει. Ακούγονται και μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος ανατροφοδοτώντας την τάση «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, αργά ή γρήγορα θα πέσουν σαν ώριμο φρούτο». Στην πραγματικότητα, οι απόψεις αυτές αντανακλούν το πραγματικό πρόβλημα του κινήματος, που σε τελική ανάλυση είναι ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων: Οι όροι συγκρότησης κινημάτων αντίστασης έχουν δυσκολέψει κατά πολύ και συνεχίζουν να δυσκολεύουν. Όλοι βλέπουν ότι η παραμικρή αντίδραση ή διεκδίκηση έχει απέναντί της το απόρθητο τείχος Τρόικας-μνημονίων και προϋποθέτει συγκρούσεις συχνά «αιματηρές» με μεγάλα ατομικά ρίσκα και εντελώς αβέβαια αποτελέσματα.

Σήμερα απαιτούνται από το κίνημα άλματα παντού: στα αιτήματα, τις μορφές ζύμωσης, οργάνωσης, πάλης. Απαιτείται συνείδηση ότι μιλάμε για αγώνα αντικυβερνητικό, αντινεοφιλελεύθερο, αντιευρωπαϊκό. Ότι η σύγκρουση θα είναι βίαια, μακροχρόνια και με θύματα. Και με διακύβευμα πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε συνδικαλιστική διεκδίκηση. Αυτό δηλαδή που σήμερα απαιτείται βρίσκεται στον αντίποδα τόσο του συντεχνιασμού όσο και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Πως μεταφράζονται τα παραπάνω στον αγώνα των καθηγητών; Οι 5/ήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες που αποφασίστηκαν δεν εντάσσονται σε κάποιο ταχτικό σχεδιασμό. Απλώς δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Για την ακρίβεια οι άλλοι δρόμοι δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Μετά την απεργία του Μαΐου, που ποτέ δεν έγινε, Τρόικα-κυβέρνηση και Υπουργείο πραγματικά ξεσάλωσαν. Απολύσεις, υποχρεωτικές μετακινήσεις, 27άρια, κλίμα στρατώνα στα σχολεία.

Οι καθηγητές αποφάσισαν την απεργία διαρκείας σαν μορφή πάλης απλά γιατί οτιδήποτε άλλο θα φαινόταν κοροϊδία. Γιατί αντιλαμβάνονται ότι ανατροπή των απολύσεων σημαίνει μπλοκάρισμα του μνημονίου στην Ελλάδα και πιθανά εκδίωξη της Τρόικας από τη χώρα. Δεν έχουν την αυταπάτη ότι θα πάνε σε έναν απεργιακό περίπατο όπου η κυβέρνηση με την πρώτη βδομάδα θα φοβηθεί και θα υποχωρήσει σε 1-2 αιτήματα. Καταλαβαίνουν ότι το «ή αυτοί ή εμείς» δεν είναι κενό σχήμα λόγου, αλλά πλαίσιο που καθορίζει τους αγώνες της εποχής μας. Στην ουσία οι 5θήμερες επαναλαμβανόμενες ψηφίστηκαν ως πρόταση αξιοπρέπειας απέναντι στους συναδέλφους μας και στους μαθητές μας. Έκφραση μιας συμπιεσμένης αγανάκτησης, μια κραυγή «ΩΣ ΕΔΩ!».  Οι καθηγητές ψήφισαν τον αγώνα διαρκείας για όλα αυτά έστω και αν ένα σημαντικό τμήμα τους δεν πίστευε στη νίκη. Το αν και πόσο την πιστέψει θα κρίνει τελικά την έκβαση του αγώνα.

Να σταματήσει η αριστερά να είναι παρατηρητής των λαϊκών διαθέσεων

Τα παραπάνω πρέπει να συζητηθούν γιατί είναι η βάση από την οποία πρέπει να ξεκινήσουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στον αντιμνημονιακό αγώνα και στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Αλλά δεν αρκεί μείνουν εκεί.

Οσο σωστό είναι να προσκαλούμε και να επιδιώκουμε την αγωνιστική αλληλεγγύη τόσο λάθος είναι να περιμένουμε την κήρυξη μονοήμερης και εκτονωτικής πλέον απεργίας από την ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ.

Δουλειά της αριστεράς είναι να αναπτύσει το κίνημα, να θέτει προτάσεις όξυνσης και γενίκευσης της αντιπαράθεσης παίρνοντας υπόψη τη λεγόμενη μέση συνείδηση και τους συσχετισμούς αλλά όχι υποτασσόμενη σε αυτά.

Δεν μπορεί να ψάχνει εγγυήσεις για «σίγουρους και εύκολους» δρόμους νίκης. Δεν μπορεί (γιατί αγγίζει τα όρια της υπονόμευσης) να περιμένει στη γωνία για το πότε θα ηττηθεί ένας αγώνας με βάση τον αρνητικό συσχετισμό και την επιθετικότητα του συστήματος για να δικαιωθεί εκ των υστέρων.

Δουλειά της είναι να οργανώνει αγώνες, να τους ενώνει-συντονίζει, να τους πολιτικοποιεί.

Μερικές κατευθύνσεις σαν σκέψεις:

–       Κάθε σχολείο να γίνει κύτταρο ενημέρωσης σε γονείς-μαθητές για το τι προβλέπει το νέο σχολείο.

–       Να ανοίξει συζήτηση για το νέο σχολείο πλατιά στην κοινωνία. Μέσα στη βουλή, στους εργασιακούς χώρους, παντού. Να πρωτοστατήσουν οι εκπαιδευτικοί σε αυτό.

–       Να συντονιστούν όλοι οι αγώνες ενάντια στις απολύσεις και υπερ των δημόσιων αγαθών. ΕΡΤ, καθηγητές, ΑΕΙ-ΤΕΙ κοκ.

–       Να καλούμε στις δράσεις μας (πορείες κοκ) όλη την κοινωνία με αίτημα-στόχο «να σπάσουμε στην παιδεία την εφαρμογή του μνημονίου».

–       Οι καθηγητές πρέπει να αντέξουν σαν απεργοί. Έμπρακτη στήριξη από δομές αλληλεγγύης αλλά και από τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα (από τις πολλαπλές επιχορηγήσεις τους) και κινήματα για το απεργιακό ταμείο της ΟΛΜΕ!

–       Να στηθούν επιτροπές κοινού αγώνα υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών σε κάθε Δήμο από εργαζομενους, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές.

Μπορεί με τα παραπάνω να νικήσει ο αγώνας των εκπαιδευτικών; Κανείς δεν το ξέρει. Αλλά δημιουργούν τους όρους για τη νίκη, δεν παρακολουθούν απλά τις αυθόρμητες διαθέσεις αλλά προσπαθούν να τις διαμορφώσουν, οικοδομούν το αίσθημα αξιοπρέπειας και ενότητας των εκπαιδευτικών, βαθαίνουν τη συνείδηση για το ποιο σχολείο θέλουμε, ποιον εκπαιδευτικό θέλουμε, ποιος είναι ο αντίπαλός μας. Κι αν γενικά σήμερα ισχύει πως χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν γίνεται οι παραπάνω κατευθύνσεις μπορούν να διαμορφώσουν όρους και για μια πολυπόθητη νίκη απέναντι στο μνημόνιο και τις πολιτικές του!

Δημήτρης Μητρόπουλος (ΕΛΜΕ Πειραιά)

Χριστίνα Μπάρτσα (Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Τριβιζάκης Γιώργος (Ζ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Σκαλιδάκης Γιάννης (Α’ ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής)

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.

Επτά κανόνες για την καλύτερη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών

Το σχέδιο νόμου του Γάλλου υπουργού εσωτερικών Jean-Louis Debré, σχετικά με την είσοδο και τη διαμονή ξένων και το δικαίωμα ασύλου, συζητήθηκε στη Βουλή τον χειμώνα του 1997 και ψηφίστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Οι διατάξεις του, οι οποίες προέβλεπαν τον διπλασιασμό του χρόνου κράτησης των χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής αλλοδαπών αλλά και υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες να δηλώνουν στην Αστυνομία την άφιξη ή την αναχώρηση κάθε ξένου ενοικιαστή, προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυρίας που κορυφώθηκε με μια δημόσια έκκληση για ανυπακοή, πρωτοβουλία μιας ομάδας 59 σκηνοθετών. Η πιο κάτω παρέμβαση, στην εφημερίδα Le Monde, του φιλοσόφου Jacques Rancière, παλαιού μαθητή και συνεργάτη του Louis Althusser και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι δυνάμεις του συστήματος γύρω από το ζήτημα της Χρυσής Αυγής.

Κανόνας 1 — Αναφερθείτε καθημερινά σε ρατσιστικές δηλώσεις και δώστε τους τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα. Σχολιάστε τις εκτενώς, θέστε ερωτήματα στους εκφραστές τους, επώνυμους κι ανώνυμους. Υποθέστε, παραδείγματος χάρη, ότι καθώς ένας ρατσιστής ηγέτης, απευθύνεται στους οπαδούς του, του ξεφεύγει ότι έχουμε πολλούς τραγουδιστές με σκούρο δέρμα και πολλούς ποδοσφαιριστές στην Εθνική Γαλλίας με ονόματα που ηχούν ξενόφερτα. Θα μπορούσατε να θεωρήσετε ότι η πληροφορία αυτή δεν αποτελεί καμιά συνταρακτική αποκάλυψη αλλά μάλλον κοινοτοπία, πολλώ δε μάλλον αφού ένας ρατσιστής, όταν μιλάει σε ρατσιστές, τους λέει ρατσιστικά πράγματα. Η στάση αυτή θα είχε μια διπλή δυσάρεστη συνέπεια: πρώτον, θα παραλείπατε έτσι να εκδηλώσετε την αδιάλειπτη επαγρύπνησή σας απέναντι στη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών, δεύτερον, οι ίδιες αυτές ιδέες θα διαδίδονταν λιγότερο. Όμως το σημαντικό είναι να μιλάμε πάντοτε γι αυτές, ώστε αυτές να καθορίζουν το μόνιμο πλαίσιο για το ό,τι βλέπουμε και το ό,τι ακούμε. Μια ιδεολογία δεν είναι πρωτίστως θεωρητικές θέσεις, αλλά χειροπιαστές και πρόδηλες πραγματικότητες. Δεν είναι απαραίτητο να εγκρίνουμε τις ιδέες των ρατσιστών. Αρκεί να βλέπουμε ακατάπαυστα όσα αυτοί μας κάνουν να δούμε, να μιλάμε ακατάπαυστα για όσα αυτοί μας μιλάνε, να αρνούμαστε αυτές τις “ιδέες” αποδεχόμενοι το δεδομένο που αυτές μας επιβάλλουν.

Κανόνας 2 — Μην παραλείπετε ποτέ να συνοδεύετε την κοινοποίηση κάθε ρατσιστικής δήλωσης με μια όσο το δυνατόν πιο έντονη έκφραση αποτροπιασμού. Αυτός ο κανόνας είναι σημαντικό να γίνει απόλυτα κατανοητός, δεδομένου ότι εξασφαλίζει ένα τριπλό αποτέλεσμα: πρώτον, οι ρατσιστικές ιδέες πρέπει να γίνουν κοινός τόπος μέσω της ακατάπαυστης διάδοσής τους, δεύτερον, πρέπει να καταγγέλλονται συνεχώς ώστε να παραμένουν σκάνδαλο διατηρώντας ταυτόχρονα την ελκυστικότητά τους, τρίτον, η ίδια η καταγγελία τους πρέπει να εμφανίζεται ως δαιμονοποίηση, ώστε οι ρατσιστές να θεωρούνται κατακριτέοι επειδή λένε πράγματα τα οποία ωστόσο αποτελούν κοινότοπες και πρόδηλες αλήθειες. Ας θυμίσουμε το παράδειγμά μας: θα μπορούσατε να θεωρήσετε ανώδυνη την ανάγκη του κ. Le Pen να στρέψει την προσοχή μας σε ό,τι ο καθένας μας βλέπει δια γυμνού οφθαλμού, ότι δηλαδή ο τερματοφύλακας της Εθνικής Γαλλίας έχει μαύρο δέρμα. Θα χάνατε έτσι το ουσιαστικό αποτέλεσμα: να αποδείξετε ότι είναι έγκλημα οι ρατσιστές να μιλάνε για κάτι το οποίο όλος ο κόσμος βλέπει δια γυμνού οφθαλμού.

Κανόνας 3 — Επαναλάβετε σε όλες περιστάσεις: υπάρχει ένα μεταναστευτικό πρόβλημα που πρέπει να ρυθμίσουμε αν θέλουμε να βάλουμε φραγμό στον ρατσισμό. Οι ρατσιστές δεν σας ζητούν κάτι περισσότερο: να αναγνωρίσετε ότι το πρόβλημά τους είναι όντως ένα πρόβλημα και μάλιστα «το» πρόβλημα. Προβλήματα υπάρχουν πράγματι πολλά με τους ανθρώπους που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το χρώμα του δέρματός τους και το ότι έρχονται από τις παλιές γαλλικές αποικίες. Αλλά όλα αυτά δεν συνιστούν ένα μεταναστευτικό πρόβλημα, για τον απλό λόγο ότι «μετανάστης» είναι μια έννοια ρευστή που καλύπτει ετερογενείς κατηγορίες, όπως στην περίπτωση πολλών Γάλλων που έχουν γεννηθεί στη Γαλλία από Γάλλους γονείς. Το να διεκδικείς να ρυθμιστεί με νομικά και πολιτικά μέτρα το «πρόβλημα των μεταναστών» είναι σαν να διεκδικείς κάτι απολύτως αδύνατο. Ωστόσο, διεκδικώντας το, αφενός δίνεις υπόσταση στην απροσδιόριστη μορφή του ανεπιθύμητου, αφετέρου, αποδεικνύεις ότι είσαι ανίκανος να κάνεις το οτιδήποτε γι αυτό το ανεπιθύμητο και ότι μόνο οι ρατσιστές έχουν να προτείνουν λύσεις.

Κανόνας 4 — Επιμείνετε στην ιδέα ότι ο ρατσισμός έχει ο ίδιος μια αντικειμενική βάση, ότι είναι αποτέλεσμα της κρίσης και της ανεργίας και ότι δεν μπορείς να τον εξαλείψεις παρά μόνο εξαλείφοντας την κρίση και την ανεργία. Με αυτό τον τρόπο του προσδίδετε επιστημονική νομιμοποίηση. Και καθώς η ανεργία αποτελεί πλέον μια διαρθρωτική απαίτηση για την καλή λειτουργία των οικονομιών μας, το συμπέρασμα συνάγεται απολύτως φυσικά: αν δεν μπορείς να εξαλείψεις τη «βαθιά» αιτία του ρατσισμού, το μόνο που σου μένει είναι να εξαλείψεις την περιστασιακή αιτία του, ξαποστέλνοντας τους μετανάστες στις χώρες προέλευσής τους με τη θέσπιση νηφάλιων και αντικειμενικών ρατσιστικών νόμων. Εάν κάποιος σκεπτόμενος επιπόλαια σάς αντιτείνει ότι σε άλλες χώρες, με παραπλήσια ποσοστά ανεργίας, δεν εκδηλώνονται ρατσιστικές εκτροπές όπως σε εμάς, παρακινείστε τον να ψάξει σε τι μπορεί να διαφέρουν αυτές οι χώρες από τη δική μας. Η απάντηση είναι αυτονόητη: ότι δεν έχουν όπως εμείς υπερβολικά πολλούς μετανάστες.

Κανόνας 5 — Προσθέστε ότι ο ρατσισμός εκδηλώνεται σε κοινωνικά στρώματα ευάλωτα από τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, σε καθυστερημένους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν την πρόοδο, στον «λαουτζίκο» κ.λπ. Ο κανόνας αυτός συμπληρώνει τον προηγούμενο. Παρουσιάζει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι αποδεικνύει πως οι αντιρατσιστές, στιγματίζοντας τους «καθυστερημένους» ρατσιστές, έχουν τα ίδια αντανακλαστικά με εκείνους που μιλούν για «κατώτερες φυλές», και ότι κάνει αυτούς τους «καθυστερημένους» να αισθάνονται πιο άνετα για την περιφρόνηση που τρέφουν τόσο για τις κατώτερες φυλές όσο και για τους αντιρατσιστές των καλών συνοικιών που θέλουν να τους κάνουν μάθημα αντιρατσισμού.

Κανόνας 6 — Κάντε έκκληση για συστράτευση όλων των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων ενάντια στις ρατσιστικές δηλώσεις. Καλέστε αταλάντευτα τους ανθρώπους της εξουσίας να τις αποδοκιμάσουν με τον πιο απόλυτο τρόπο. Αυτό που έχει πράγματι σημασία είναι να αποκτήσουν αυτοί οι πολιτικοί την πατέντα του αντιρατσισμού, πράγμα που θα τους επιτρέψει να εφαρμόσουν με αυστηρότητα και να βελτιώσουν, αν παραστεί ανάγκη, τους ρατσιστικούς νόμους, οι οποίοι βεβαίως προορίζονται να θέσουν φραγμό στον ρατσισμό. Σημαντικό είναι επίσης να παρουσιαστεί η ακραία ρατσιστική δεξιά ως η μόνη συνεπής δύναμη που τολμά να πει μεγαλόφωνα αυτό που άλλοι σκέφτονται σιωπηρά, η μόνη που προτείνει ευθέως ό,τι οι άλλοι κάνουν στα μουλωχτά. Είναι σημαντικό τελικά να εμφανιστεί, μόνη αυτή, ως το θύμα μιας συνομωσίας όλων αυτών των ανθρώπων της εξουσίας.

Κανόνας 7 —  Απαιτείστε νέους αντιρατσιστικούς νόμους που θα επιτρέπουν την ποινικοποίηση ακόμα και της ίδιας της πρόθεσης αναμόχλευσης ρατσιστικών παθών, ένα εκλογικό νόμο που θα εμποδίζει την άκρα δεξιά να καταλάβει έδρες στη Βουλή και μια σειρά μέτρα της ίδιας τάξεως. Καταρχήν, κατασταλτικοί νόμοι μπορούν πάντα να φανούν χρήσιμοι. Έπειτα, θα αποδείξετε ότι η προσήλωσή σας στη δημοκρατική νομιμότητα είναι αρκετά εύκαμπτη και προσαρμόσιμη στις αλλαγές των περιστάσεων. Τέλος, θα καθαγιάσετε τους ρατσιστές στον ρόλο τους ως μάρτυρες της αλήθειας που υφίστανται την καταστολή για αδικήματα γνώμης, που καταδιώκονται από αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους όπως τους βολεύει.

Πρέπει, εν ολίγοις, να υποβοηθηθεί η διάδοση του ρατσισμού με τρεις τρόπους: διαφημίζοντας όσο το δυνατό περισσότερο το όραμα που έχει για τον κόσμο, προσδίδοντάς του το ακάνθινο στεφάνι του μάρτυρα, δείχνοντας ότι μόνον ο καθαρός ρατσισμός μπορεί να μας γλιτώσει από τον βρόμικο ρατσισμό. Ήδη για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος υιοθετούνται και οι τρεις τρόποι, με αξιόλογες επιτυχίες. Όμως, με τη μέθοδο, μπορούμε να τα καταφέρουμε ακόμα καλύτερα.

Πηγη: angelusnovus-dixit.blogspot.gr

Η αβάστακτη ελαφρότητα μιας συνέντευξης

Η μακροσκελής συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” (8/9/2013) έχει πολλές ομοιότητες με μια πολύ δημοφιλή ατραξιόν του τσίρκου: τον ελέφαντα που στέκεται με τα τέσσερα πόδια πάνω σε βάθρο μεγέθους ίσου με έναν κουβά. Είναι πασιφανές ότι ο χρόνος παραμονής του ελέφαντα πάνω σ’ αυτό το βάθρο είναι ελάχιστος.

Κάπως έτσι θα μπορούσε να κρίνει κανείς τη λογική της συνέντευξης. Οι επιμέρους πολιτικές, οι προτάσεις, τα υπό επεξεργασία σχέδια, η πληθώρα των μέτρων κ.λπ. στηρίζονται σε ορισμένες προκείμενες που δεν αντέχουν στη δοκιμασία ούτε της ιστορικής εμπειρίας, ούτε του χρόνου ούτε καν στην ορθολογική εξέταση.

Μέσα από τις γραμμές αναδύονται τρεις κεντρικές ιδέες:

Πρώτον: άπαξ και αναλάβει μια κυβέρνηση του Σύριζα που θα δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ( σαν να πρόκειται για κάτι άγνωστο) κατά ένα μαγικό τρόπο οι πιστώτριες χώρες θα θελήσουν να διαπραγματευτούν μία καινούρια δανειακή συνθήκη με την οποία θα διαγράφεται μεγάλο μέρος του χρέους (έως και 50%), θα δεχτούν πάγωμα των τόκων, θα βάλουν πλάτη στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Η φρόνηση και ο “ορθολογισμός” ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους θα τους το υπαγορεύσει, διότι αλλιώς κινδυνεύει η Ευρωζώνη.

Αυτή η λογική πάσχει από αξιοπιστία σε τρία βασικά σημεία: α)αν ο ορθολογισμός και το συμφέρον των πιστωτριών χωρών υπαγόρευε μια τόσο δραστική μείωση του χρέους δεν θα ετοιμάζονταν για νέο δανεισμό/μνημόνιο το αμέσως επόμενο διάστημα. β)Δεν θα είχαν κανένα λόγο να δείξουν αυτή την ορθολογικότητα και την καλή θέληση, θα λέγαμε, απέναντι σε μια νέα και υποτίθεται αντίπαλη στην κεντρική πολιτική/οικονομική γραμμή τους κυβέρνηση, που θα αποτελεί το “κακό παράδειγμα”, το οποίο μπορεί να εξαπολύσει αναστάτωση σε όλες τις υπερχρεωμένες χώρες. Και γ) Θα είχαν κάθε λόγο να δείξουν την καλή τους θέληση απέναντι σε μια πειθαρχική κυβέρνηση όπως αυτή των Σαμαρά-Βενιζέλου, σε μια συγκυρία που είναι κρίσιμη για να διασώσουν τις φιλικές τους δυνάμεις που τους εγγυώνται τη “σταθερότητα”. (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μετά τις γερμανικές εκλογές, εφόσον το συνιστά και το ΔΝΤ.)

Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: κάποτε η ηγεσία του Σύριζα θα πρέπει να πάψει να φυγομαχεί και να αναμετρηθεί με μερικές αλήθειες. Στην Ελλάδα με τη συμφωνία για το κούρεμα των ομολόγων των ιδιωτών, τον Μάρτιο του 2012, έγινε η μεγαλύτερη μείωση χρέους στην ιστορία, Όμως, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εξανέμισε στην κυριολεξία τα όποια οφέλη.

Την ίδια μοίρα θα έχει και οποιαδήποτε άλλη μείωση του χρέους όσο η χώρα μας υπόκειται στους κανόνες του ευρώ. Το χρέος θα αναπαράγεται και θα χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις που δημιουργούν ακόμη πιο ευρύ πεδίο για το μεγάλο κεφάλαιο, πέραν του ότι αποδίδει για τις πιστώτριες χώρες απτά κέρδη σε ζεστό χρήμα. Η πρόσφατη είδηση για το ισπανικό χρέος που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ και τυπικά χωρίς μνημόνιο θα έπρεπε να δίνει κάποιο μάθημα σε όσους δεν έχουν βουλωμένα αφτιά και κλειστά μάτια.

“Λάθος” η λιτότητα;

Δεύτερον: η πολιτική της λιτότητας αποτελεί ένα “λάθος”, υποστηρίζει ο Α.Τ., που επιτέλους θα το συνειδητοποιήσουν οι δανειστές αν έχουν απέναντί τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια δύναμη που θα τους λέει αποφασιστικά ότι το “πρόγραμμα δεν βγαίνει” και “ δεν θα λέει εκ των προτέρων ναι σε όλα”. Αν ακολουθήσει κανείς αυτή τη γραμμή σκέψης φυσιολογικά καταλήγει στο ότι –όπως υποστηρίζουν πολλοί του περιβάλλοντος Σύριζα και συμμάχων– τα μνημόνια είναι απλώς μια “λανθασμένη συνταγή”. Αν λοιπόν πρόκειται περί λάθους, και πάλι ο ορθολογικός παίκτης , εν προκειμένω οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, μπορεί να συνειδητοποιήσει και να διορθώσει το λάθος του. Εδώ, εκούσια ή ακούσια, αποκρύπτεται ότι η λιτότητα δεν είναι συνταγή , αλλά σκόπιμη πολιτική που φέρει τη σφραγίδα συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, μια καθαρά ταξική πολιτική που εφαρμόζεται καθολικά και φορτώνει την κρίση του συστήματος στον εργαζόμενο πληθυσμό. Αποκρύπτεται ότι η λιτότητα και η διάλυση του κοινωνικού κράτους έχει εμπεδωθεί στους θεσμούς και τις ευρωπαϊκές συνθήκες και μπορεί ακόμη και ο “αντιμνημονιακός” να εφαρμόζει μνημονιακές πολιτικές [1]. Ενώ εναποθέτει στους ίδιους τους σφαγείς να σώσουν το πρόβατο.

Το “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”

Τρίτον: για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των παραπάνω θέσεων ο Α. Τσίπρας επιχειρεί μια φυγή στο παρελθόν και ζητά ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ και μια διευθέτηση για τα χρέη του Νότου ανάλογη με τη Συνθήκη του Λονδίνου για το Χρέος της Γερμανίας, του 1953.

Είναι αλήθεια ότι τα περί νέου Σχεδίου Μάρσαλ δεν τα υποστηρίζει μόνο ο Α.Τ. αλλά και Ευρωπαίοι ιθύνοντες, πιο πρόσφατα ο διεκδικητής της γερμανικής καγκελαρίας, σοσιαλδημοκράτης Π. Στάινμπρουκ.

Και πάλι αυτή η λογική χωλαίνει σε πολλά επίπεδα.

Όμως πριν εξετάσουμε κατά πόσο είναι αξιόπιστη αυτή η προσέγγιση του προέδρου του Σύριζα, θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: Μπορεί η Αριστερά να γίνεται πολιτικό πλυντήριο για προγράμματα τύπου Σχεδίου Μάρσαλ;

Είναι πραγματικά ντροπή να ακούει κανείς τον επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος στην Ελλάδα που διεκδικεί μάλιστα να κυβερνήσει, να επιδεικνύει τέτοια τερατώδη άγνοια ή απρονοησία, για να πούμε το ελάχιστο, ζητώντας ένα “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”. Να αναβαπτίζει το αισχρό εργαλείο με το οποίο επιτεύχθηκε η συντριβή του αριστερού-δημοκρατικού κινήματος και στερεώθηκε η υποτέλεια, σε μια χώρα που για πρώτη φορά ο εργαζόμενος κόσμος διεκδίκησε να γίνει αφέντης της μοίρας του. Δεν γνωρίζει άραγε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα του 1948-1952 σήμαινε κυρίως βόμβες ναπάλμ στα βουνά της χώρας μας, ξεριζωμό από την ύπαιθρο μεγάλων πληθυσμών, Αμερικανούς υπερυπουργούς, λεόντειες συμβάσεις υπέρ αμερικανικών συμφερόντων, στρατιωτικές βάσεις, εμπλοκές σε πολέμους, στήριξη ενός δωσιλογικού και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, δημιουργία μιας αρπακτικής και κρατικοδίαιτης αστικής τάξης, εκτελέσεις αγωνιστών, φυλακίσεις και εξορίες, υπονόμευση της δημοκρατίας; Καλό θα ήταν να συμβουλευτεί το βιβλίο του Γ. Σταθάκη που ανήκει στο οικονομικό του επιτελείο, “Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ” (Αθήνα 2004), για να πληροφορηθεί τι είδους πολιτική εφάρμοσαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα τότε μέσω της παροχής βοήθειας. Σήμερα τη λένε νεοφιλελεύθερη…

Ένα το κρατούμενο είναι λοιπόν πως αν υπάρξει ποτέ ένα ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ, θα είναι για τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα συνοδεύεται από όρους εξίσου ή και περισσότερο σκληρούς με τους μνημονιακούς.

Για να υπογραμμίσουμε τον ανιστόρητο και πιθανώς παραπλανητικό χαρακτήρα αυτής της πρότασης, πρέπει να δούμε υπό ποιες ιστορικές συνθήκες υιοθετήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ και συνήφθη η συνθήκη του Λονδίνου, το 1953, για το γερμανικό χρέος.

Είναι καθολικά αποδεκτό ότι οι νικήτριες δυτικές δυνάμεις προχώρησαν σ’ αυτές τις διευθετήσεις με βασικό κριτήριο τις πολιτικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου. Επείγοντες γεωπολιτικοί λόγοι επέβαλαν να ανασυγκροτηθεί γρήγορα η Δυτική Ευρώπη και να ανασυσταθεί μια ισχυρή Δυτική Γερμανία μέσα στην ατλαντική συμμαχία, προμαχώνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, τη νεοσύστατη Ανατολική Γερμανία και τα εργατικά/αριστερά κινήματα. Ο σχεδιασμός συμπεριλάμβανε και τη μετέπειτα ΕΟΚ και τη νομισματική ένωση, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Το Σχέδιο Μάρσαλ (1948), παρότι είχε και ισχυρές οικονομικές πτυχές, όπως η στόχευση των ΗΠΑ να δημιουργήσουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ευρωπαϊκές χώρες, δίνοντάς τους δολάρια με αντάλλαγμα την αγορά αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών,υπήρξε βασικά ένα πολιτικό εργαλείο αποκλεισμού της Σοβιετικής Ένωσης από τη μεταπολεμική πανευρωπαϊκή διευθέτηση και διαίρεσης της Ευρώπης.

Αναρωτιέται κανείς: γιατί η Γερμανία να δώσει δωρεάν χρήματα στο ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που υπαγόρευσαν το Σχέδιο Μάρσαλ; Και τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα έχει, κυρίως χάρη στο ευρώ, και πολιτικο-οικονομικές δεσμεύσεις έχει κατοχυρώσει μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών και γεωπολιτικοί λόγοι πιεστικοί δεν συντρέχουν. Ενώ με το δανεισμό ανακυκλώνει, και πολύ κερδοφόρα μάλιστα, τα πλεονάσματά της. Η δε απειλή της κοινωνικής ανατροπής είναι σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη πολιτικά μέσα στο σύστημα του ευρώ.

Η συνθήκη του 1953 αποτελεί ακόμη πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Οι όροι της δεν αφορούσαν μόνο τη διαγραφή χρεών, αλλά τη δημιουργία μιας κραταιάς καπιταλιστικής γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική βούληση για μια τέτοια λύση εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις ειδικές ιστορικές καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί σ’ όλη την Ευρώπη και στη μεταναζιστική Γερμανία. Ιδίως την πιεστική ανάγκη να εδραιωθεί ξανά ο καπιταλισμός στη συνείδηση των εργαζομένων στα μάτια των οποίων ήταν αξεδιάλυτα δεμένος με τις μαζικές δολοφονίες,τη βία του Τρίτου Ράιχ και τις στενές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο ναζιστικό κόμμα. Μεγάλα τμήματα των Γερμανών εργαζομένων απαιτούσαν, με απεργίες, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, προκειμένου να προστατευθεί η Γερμανία από το φασισμό στο μέλλον [2].

Οι ΗΠΑ και οι λοιποί Δυτικοί, για να εξασφαλίσουν ότι η Δυτική Γερμανία θα αποτελούσε μια σταθερή συνιστώσα του ατλαντικού μπλοκ, έκαναν παραχωρήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τη μείωση του χρέους — το οποίο βεβαίως “κουρεύτηκε” δραστικά, κατά 62,6% περίπου, και η εξυπηρέτησή του ορίστηκε να μην υπερβαίνει ετησίως το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές. Δέχτηκαν να πληρώνει το χρέος της σε εθνικό νόμισμα, το γερμανικό μάρκο, και μάλιστα σοβαρά υποτιμημένο (20,6% έναντι του δολαρίου όταν άρχισε να κυκλοφορεί ξανά, το 1948, μετά το κατοχικό μάρκο) και οι διαφορές να επιλύονται στα γερμανικά δικαστήρια και με το γερμανικό δίκαιο. Το σημαντικότερο είναι ότι δέχτηκαν την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πώληση των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, ώστε να αποκτήσει θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Δέχτηκαν επίσης το πρωτοφανές: να μειώσουν τις δικές τους εξαγωγές στη Γερμανία.

Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε από τις ΗΠΑ επιλεκτικά και σε άλλες χώρες με εξίσου μεγάλη γεωπολιτική σημασία γι’ αυτές, όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν [Για τα στοιχεία, βλ. Ε. Τουσαίν. “The Marshall Plan and the Debt Agreement on German debt”, ιστοσελίδα της CADTM, 24 Οκτωβρίου 2006 ].

Ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία δεν θα επέτρεπε να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί αυτό το ιστορικό προηγούμενο, χωρίς μεγάλες εσωτερικές και διεθνείς ανατροπές, ανάλογες μ’ αυτές που επέφερε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, τα αντιστασιακά και τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγματι: γιατί άραγε θα ακολουθούσε σήμερα μια τέτοια πολιτική η Γερμανία των μεγαλοεξαγωγέων και τραπεζιτών για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο για την Ιταλία ή την Ισπανία; Για να απολέσει εξαγωγές και να δημιουργήσει ανταγωνιστές; Ή γιατί θα την έπαιρνε ο πόνος για το βιοτικό επίπεδο;

Και η Ευρωζώνη/ΕΕ δεν θα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, εάν δεν διασφάλιζε αυτόν ακριβώς τον καταμερισμό εργασίας που υπάρχει σήμερα και τα συνακόλουθα οφέλη, ως εργαλείο πειθάρχησης των εργαζομένων, περιορισμού της δημοκρατίας και της κυριαρχίας, δημιουργίας πάμφθηνου εργατικού δυναμικού, κατάλυσης του κοινωνικού κράτους, μεταφοράς πλούτου εκτός και υπέρ μιας οικονομικής ολιγαρχίας εντός των χωρών, διεθνούς πολιτικής δέσμευσης [3].

Η χώρα μας και οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη ιστορική συγκυρία για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματά τους με ασυγχώρητη ελαφρότητα και καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων ότι τη λύση μπορούν να τη δώσουν αυτοί που οδήγησαν τους λαούς στην εξαθλίωση. Χρειάζεται ένα πραγματικά εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από τη σημερινή κατάσταση που θα περιγράφει καθαρά ποιοι είναι οι κοινωνικοί αντίπαλοι και ποιοι οι σύμμαχοι, και όχι αβάσιμα ιστορικά αναμασήματα.

[1] Για να ακολουθήσουμε τη λογική της συνέντευξης, αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη τις δεσμεύσεις στις οποίες υπόκειται η χώρα με τη συνθήκη για την οικονομική διακυβέρνηση και το σύμφωνο για το ευρώ και τις λοιπές συνθήκες της ΟΝΕ. Μια θεσμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[2] Αντίστοιχη πολιτική, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, ακολούθησαν οι ΗΠΑ και έναντι της Γαλλίας. Για μια πλήρη ανάλυση, βλ. “Η μεταπολεμική γερμανική πολιτική οικονομία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς”, του Neil Ryan.

[3] Στα 1950-1951, το 41% των γερμανικών εισαγωγών προερχόταν από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εάν προστεθεί η ποσότητα εισαγομένων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Ελβετία, κι αυτές πιστώτριες χώρες, το συνολικό ποσοστό έφτανε στο 66% (Τουσαίν, ό.π.).

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β 

Μπροστά στο Σεπτέμβρη. Μπορεί να γίνει η ΟΛΜΕ η νέα ΕΦΕΕ;

Είναι γεγονός ότι μέχρι τις 11 Ιουνίου, υπήρχε μια αίσθηση απαισιοδοξίας στο λαό, μια αίσθηση ανικανότητας όσον αφορά ότι η κυβέρνηση επελαύνει και πουλάει το success story χωρίς κινητοποιήσεις, εμπόδια, αντίπαλο.

Το μαύρο στις οθόνες ανέκοψε αυτήν την παντοδυναμία της κυβέρνησης. Το κίνημα της ΕΡΤ λάβωσε την κυβέρνηση, χωρίς όμως να την νικήσει. Έχουμε μια κυβέρνηση που μπορεί να έχει αδυνατίσει, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη ή αποφασιστική. Στην ουσία έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει δύο βήματα μπροστά. Και αυτό φάνηκε στην επόμενη φάση.

Μετά τον ανασχηματισμό και τον σχηματισμό της νέας δικομματικής κυβέρνησης με γρήγορα βήματα ακολούθησε το πολυνομοσχέδιο των συμφωνηθέντων για τη συνέχεια των απολύσεων, μέσω της διαθεσιμότητας. Έτσι μετά τους 2.700 της ΕΡΤ ακολούθησαν 2.500 εκπαιδευτικοί, 2.200 σχολικοί φύλακες και 5.000 υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Πάνω από 12.000 διαθεσιμότητες μέσα σε 40 μέρες από τις οποίες οι περίπου 7.000 θα είναι σίγουρες απολύσεις. Καθόλου μικρή επίδοση, όταν μέσα στον επόμενο 1,5 χρόνο θα χρειαστεί περίπου άλλες 20.000 απολύσεις.

Τις 40 αυτές ημέρες είχαμε προσπάθειες αντίστασης. Που κατέγραψαν χαρακτηριστικά, δυνατότητες αλλά και αδυναμίες στο λαϊκό κίνημα.

Πρώτον κατέγραψαν ότι ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να αντιδράει και να αντιστέκεται για το «αυτονόητο». Θα βγαίνει στο δρόμο όταν χτυπιέται η δημοκρατία και η εθνική του αξιοπρέπεια, όταν χτυπιέται η ίδια του η ζωή, όταν απολύεται.

Δεύτερον ότι οι αγώνες δεν έχουν απέναντι τους μια αδύναμη κυβέρνηση που με πίεση θα υποχωρήσει, θα παραχωρήσει κάτι. Έχουν μια αποφασισμένη κυβέρνηση, με τη διεθνή στήριξη (βλ. παραγγελιά από κομισιόν να μην προχωρήσουν σε εκλογές, επίσκεψη Σόιμπλε) να προχωρήσει το συμβόλαιο θανάτου του ελληνικού λαού. Οι «υποχωρήσεις» γύρω από το θέμα της δημοτικής αστυνομίας ήταν προαποφασισμένες και όχι αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων. Ήταν προαποφασισμένο να περάσουν κάποιοι στο υπουργείο δημόσιας τάξης και να συστήσουν ένα νέο εισπρακτικό κυρίως σώμα.

Τρίτον αυτό σημαίνει ότι οι όποιοι αγώνες γίνονται κεντρικοί-πολιτικοί αγώνες. Η απειλή του Σαμαρά προς τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ «ή εγώ ή εσείς» δεν είναι λεκτικό κόλπο. Εκφράζει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην κάνει πίσω, για να μην αμφισβητηθεί η συνολική πορεία του προγράμματος. Ακόμα και το γεγονός ότι έχουν «καεί» πολιτικές εφεδρείες και δεν έχει το σύστημα – προς το παρόν – άλλα εναλλακτικά σχέδια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υποχωρεί εύκολα. Η διαχείριση της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (από εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα) αυτό δείχνει.

Τέταρτον έχουμε αγώνες που αντικειμενικά είναι κεντρικοί πολιτικοί, χωρίς πολιτικό υποκείμενο οργάνωσης τους. Το ΚΚΕ δεν θεωρεί καν ότι σήμερα αντικειμενικά οι αγώνες ενοποιούνται στον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης και της τρόικας. Ο δε ανένδοτος του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ανέκδοτο.

Πέμπτον το δε συνδικαλιστικό κίνημα ή άλλες μορφές οργάνωσης του λαϊκού κινήματος κάνουν δειλά βήματα προς τα εκεί, αλλά μόνο στα λόγια. Έτσι η ΠΟΕ-ΟΤΑ (εργαζόμενοι στου δήμους), μιλάει στα χαρτιά για πολιτικό αγώνα και ο πρόεδρός της Μπαλασόπουλος καλεί σε πολιτικούς συντονισμούς ομοσπονδιών, αλλά στην πράξη πλειοδότησε στα ραντεβού με το Μιχελάκη και τον Μητσοτάκη για να «τη γλιτώσουν» οι υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Έτσι στις κινητοποιήσεις της προηγούμενης βδομάδας που πρωταγωνίστησαν ΟΛΜΕ και ΠΟΕ-ΟΤΑ, δεν ήταν τυχαίο που το μεσημέρι έβγαζε πολύ κόσμο η μία ομοσπονδία, το βράδυ η άλλη. Στην ουσία όχι πολιτικός συντονισμός, αλλά ούτε καν συνδικαλιστικός συντονισμός δεν υπήρξε. Από την άλλη η ΟΛΜΕ καλεί σε αγώνες βασικά γύρω από την προστασία του δημόσιου σχολείου. ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ-ΠΑΜΕ αρνούνται την λογική του πολιτικού αγώνα, ενώ και άλλες δυνάμεις της αριστεράς τον θεωρούν αποπροσανατολιστικό.

Μπροστά στο Σεπτέμβρη

Το Σεπτέμβρη έρχονται κι άλλες απολύσεις και στην εκπαίδευση. Μετά τους 12.000 αναπληρωτές (που δεν θα προσληφθούν λόγω αύξησης ωραρίου) και τους 2.500 μόνιμους από την τεχνική εκπαίδευση, έρχονται κι άλλες διαθεσιμότητες και απολύσεις. Η απόφαση του συνεδρίου της ΟΛΜΕ καλούσε σε ξεσηκωμό και σε απεργία από τον Σεπτέμβρη αν έχουμε έστω και μια απόλυση και διαθεσιμότητα. Και έχουμε ήδη χιλιάδες. Άρα το θέμα δεν είναι τι λες τώρα πια αλλά τι κάνεις.

Το ερώτημα επανέρχεται. Πως θα οργανώσουμε πολιτικό αγώνα ανατροπής της κυβέρνησης και ακύρωσης των νομοσχεδίων που – μεταξύ άλλων – οδήγησαν στις απολύσεις. Το δεύτερο χωρίς το πρώτο δε γίνεται. Πολιτικός αγώνας σημαίνει παλλαϊκός ξεσηκωμός και όχι απλά αγώνας ενός κλάδου ή μόνο των δημοσίων υπαλλήλων. Και ο στόχος που ενοποιεί την πληττόμενη λαϊκή πλειοψηφία είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις πολιτικές τους. Αλλά και το πρώτο χωρίς λαϊκά αιτήματα και περιεχόμενο ανακούφισης των εργαζομένων (να αποσυρθούν οι απολύσεις και τα νομοσχέδια, να καταργηθούν τα χαράτσια κοκ) αφήνει χώρο ανοικτό σε μια ακόμα πολιτική αναμόρφωση, σαν κι αυτές που ζήσαμε τα τελευταία 3 χρόνια. Ο πολιτικός αγώνας δεν είναι πουκάμισο αδειανό. Έχει κοινωνικό περιεχόμενο και αιτήματα για ζωή μισθούς με αξιοπρέπεια, για να υπάρξει δουλειά και όχι ανεργία, για να ανατραπεί η μνημονιακή επιτήρηση, για να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία. Αλλά δεν είναι η παράθεση των αιτημάτων διαφορετικών χώρων. Είναι η συνάντηση τους γύρω από έναν κεντρικό πολιτικό στόχο που σήμερα είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις θανατηφόρες δόσεις της από την χώρα.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αυτό. Δύσκολο; Εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά άλλες απόψεις που προσπαθούν να αποφύγουν το ερώτημα – ή το μεταθέτουν – δεν βοηθούν ιδιαίτερα.

Είτε αυτές είναι ανοιχτά αντιδραστικές που αποδεχόμενες ότι δεν μπορούν να ανατραπούν οι μνημονιακοί νόμοι υποστηρίζουν το αλληλοφάγωμα κλάδων και ειδικοτήτων για το ποιος θα απολυθεί πρώτος.

Είτε αυτές είναι «εναλλακτικές» και βάζουν το στόχο να κρατήσουμε ανοιχτά τα σχολεία με τους απολυμένους συναδέλφους μέσα, με εναλλακτικά μαθήματα κοκ. Όμως ένα κίνημα «αυτοδιαχειριζόμενων» ΕΠΑΛ (αν θεωρήσουμε ότι είναι εφικτό και αν θεωρήσουμε ότι λέει κάποιος κάτι τέτοιο;;;), δεν απειλεί την κυβέρνηση, δεν καλεί σε μετωπική σύγκρουση μαζί της. Οι απολυμένοι παραμένουν απολυμένοι και οι επόμενοι που είναι να απολυθούν θα απολυθούν. Κι αυτό παράγει ήττα και απογοήτευση. Τα δημόσια σχολεία δεν είναι ΒΙΟΜΕΤ, ούτε εφημερίδα των συντακτών. Δεν έχουν ιδιώτη εργοδότη για να αναλάβεις την διεύθυνσή τους μέσα στα πλαίσια της αγοράς, αλλά το κράτος. Ακόμα και το παράδειγμα της ΕΡΤ, δείχνει τα όρια αυτής της λογικής, αφού και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν την συνέχεια της λειτουργίας της ΕΡΤ σαν διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στον Καψή και όχι ότι την πήραν πραγματικά στα χέρια τους. Κανείς απ’ όσους κάνουν αυτήν την πρόταση δεν κάνει καθαρά μια πρόταση δυαδικής εξουσίας και να χτίσουμε εδώ και τώρα τα δικά μας σχολεία, την δικιά μας εκπαίδευση, όπως έκανε πχ το ΕΑΜ στα πλαίσια του απελευθερωτικού ένοπλου αγώνα ενάντια στον κατακτητή και τους δοσίλογους κυβερνήτες. Τίθεται σαν πρόταση μετάθεσης του προβλήματος του πολιτικού αγώνα και όχι σαν πρόταση δημιουργίας μια άλλης παράλληλης αντι-εξουσίας εδώ και τώρα. Είναι σωστό να κρατήσουμε αυτούς τους συναδέλφους στα σωματεία και να στηρίξουμε κινήσεις αλληλοβοηθείας (εράνους, συναυλίες για ταμείο αλληλοβοηθείας στους απολυμένους κοκ) σε όλη την διάρκεια του αγώνα. Και να ανοίξουμε στην κοινωνία τα σχολεία με αντιμαθήματα και άλλες πολύπλευρες δραστηριότητες που βρίσκει το κίνημα όταν είναι σε ανάπτυξη και να συνεχιστούν τα μαθήματα αλληλεγγύης που κάνουν ήδη χιλιάδες εκπαιδευτικοί σε αδύναμους μαθητές. Όμως να εντάσσεται μια τέτοια δραστηριότητα σε μια κίνηση μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση, όχι να είναι ντρίπλα για να την αποφύγουμε, όχι να εντάσσεται σε μια επικίνδυνη λογική «οι αγώνες δεν κερδίζουν, ας κάνουμε άλλες μορφές και αλληλεγγύη μέχρι να έρθουν οι εκλογές για να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Άλλες απόψεις προσπαθούν πάλι να αποφύγουν το ερώτημα και μιλάνε για σχολεία ανοιχτά στην κοινωνία, δήθεν για να «δημιουργήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις» με τους γονείς, τους μαθητές κοκ. Και άρα ότι μια απεργία τον Σεπτέμβρη είναι επιζήμια. Όσο βέβαια «δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις», οι απολύσεις θα προχωράνε και η εμπέδωση αυτής της πολιτικής θα παράγει απαισιοδοξία, αλληλοφάγωμα και αναδίπλωση. Και ίσως μια βολική εκλογική αναμονή. Κατ’ αυτήν την λογική δεν είχαμε τους όρους να πάμε για απεργία τον Μάιο γιατί θα είχαμε ήττα του κλάδου και απολύσεις όσων θα απεργούσαν κόντρα στην επιστράτευση. Σήμερα έχουμε άσχημη κατάσταση στον κλάδο, κλίμα ηττοπάθειας και 12.500 απολύσεις. Και περιμένουμε ακόμα τις προϋποθέσεις…

Άλλοι (ΠΑΜΕ) δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει κάτι και βλέπουν ίσως κάποιες απεργίες διαμαρτυρίας…

Το ερώτημα όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Πως θα οργανώσουμε έναν παλλαϊκό ξεσηκωμό για να φύγουν κυβέρνηση και τρόικα. Η αφετηρία αυτού του αγώνα θα είναι οι απολύσεις, αλλά δεν θα είναι αυτό το αίτημα για την οργάνωση του παλλαϊκού ξεσηκωμού και ούτε οι εκπαιδευτικοί είναι το κέντρο του κόσμου. Θα πρέπει η πλειοψηφία του λαού στα αιτήματα μας να δει τον εαυτό της. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο Βήμα που δείχνουν ότι ακόμα υπάρχει μια πλειοψηφία που είναι υπερ των απολύσεων στο δημόσιο, αλλά και η μηδαμινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην πρόσφατη γενική απεργία, δείχνουν τις δυσκολίες και ότι δεν φτάνει να λες για την μορφή αγώνα (απεργία διαρκείας). Πρέπει να αναδείξουμε τα αιτήματα για το δημόσιο σχολείο, αλλά ούτε και εκεί να σταματήσουμε. Μπορούν οι καθηγητές και η ΟΛΜΕ να γίνουν η νέα ΕΦΕΕ ενός σύγχρονου ξεσηκωμού για να πέσει η κυβέρνηση και η πολιτική-οικονομική χούντα ΕΕ-ΔΝΤ; Αν ο στόχος είναι αυτός κι αν γίνεται κατανοητό ότι όσο προχωράνε οι απολύσεις και η πολιτική αυτή, τόσο εμπεδώνεται ένας χειρότερος συσχετισμός, το αλληλλοφάγωμα και η μοιρολατρία, τότε ναι ο στόχος πρέπει να είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβρη. Από καθηγητές και μαθητές. Όχι «μερική» απεργία του 20%. Να μην ανοίξουν. Με στόχο να αγκαλιάσουν όλο το λαό. Δύσκολο; Εξαιρετικά. Αλλά επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα. Δεν το μεταθέτει.