Σταματήστε τα τεστ PISA μέχρι τη ριζική αναθεώρησή τους

Ανοιχτή επιστολή στον Αντρέα Σλάισερ, διευθυντή του Προγράμματος PISA

(Μετάφραση: Πέτρος Μενδώνης)

Πρόλογος του μεταφραστή

Σε αυτή την επιστολή προς τον διευθυντή του προγράμματος  Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), δρAndreas  Schleicher,  ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς  από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις των τεστ PISA (Πίζα) και καλούν για την (προσωρινή) παύση διεξαγωγής του. Η πρωτοβουλία εμφανίστηκε στο διαδίκτυο (http://oecdpisaletter.org/) πέρσι τον Απρίλη και από τον Μάιο της ίδιας χρονιάς μέχρι φέτος  τον Ιανουάριο συγκέντρωσε κάτι παραπάνω από 2.300 υπογραφές υποστήριξης.

Η προσέγγιση που υιοθετούν οι συντάκτες του γράμματος είναι αυστηρά εκπαιδευτική.  Αναδεικνύει με συντομία τη ζημιά που προκαλούν οι έρευνες αυτές στα σχολεία, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τη διδασκαλία και προτείνει τρόπους επανόρθωσης. Όσοι αγωνιζόμαστε για την αλλαγή στη θεματολογία της δημόσιας συζήτησης για τα σχολεία, μπορούμε να επωφεληθούμε από την επιχειρηματολογία των συντακτών.   

Γύρω από την πρωτοβουλία αυτή συγκεντρώθηκαν αρκετά διαφορετικές «φωνές» από το χώρο των επιστημών της αγωγής.  Η πολυφωνία αυτή τονίζει τον οξυμένο χαρακτήρα των προβλημάτων που δημιουργούν στα σχολεία οι έρευνες της PISA και αναδεικνύει την ανάγκη να σταματήσουμε τη διεξαγωγή τους, μέχρι (τουλάχιστον) να συμφωνήσουμε σε μια ριζική αναθεώρησή τους. Η προέλευση των υπογραφών από μια ευρεία γκάμα χωρών, δείχνει ότι στις μέρες μας μερικά από τα πιο σημαντικά προβλήματα της εκπαιδευτικής πολιτικής, ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. 

Τέλος, αξίζει να προβληματιστούμε για την απουσία από τον κατάλογο των υπογραφών ανθρώπων που εκφράζουν τα σωματεία  των εκπαιδευτικών. Δεν θα ήταν άραγε ένας καλός τρόπος  προώθησης των συλλογικών μας θέσεων  για την εκπαιδευτική πολιτική η συλλογική υιοθέτηση αυτού του κειμένου και η οργανωμένη συγκέντρωση υπογραφών; Δεν θα αποτελούσε επίσης ένα τρόπο να διευρύνουμε τις συμμαχίες μας σε διεθνές επίπεδο;

Ακολουθεί μια μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά και οι  υπογραφές με τις οποίες αρχικά εμφανίστηκε στο διαδίκτυο.

* * *

Αγαπητέ Δρ. Σλάισερ,

απευθυνόμαστε σε εσάς,  ως  διευθυντή του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ. Σήμερα, κι ενώ βρισκόμαστε στο 13ο χρόνο της διεξαγωγής του, το πρόγραμμα PISA είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως ένα εργαλείο ιεραρχικής κατάταξης των χωρών (μελών του ΟΟΣΑ και άλλων), ανάλογα με τη μέτρηση των ακαδημαϊκών επιδόσεων των 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, τη φυσική και την ανάγνωση. Τα αποτελέσματα του προγράμματος, που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια, αναμένονται με αγωνία από κυβερνήσεις, υπουργούς παιδείας, συντακτικές ομάδες εφημερίδων και παρατίθενται σε αναρίθμητες εκθέσεις πολιτικής. Έχουν αρχίσει επίσης να επηρεάζουν βαθιά τις εκπαιδευτικές πρακτικές πολλών χωρών. Στη βάση των αποτελεσμάτων του προγράμματος, κράτη αναμορφώνουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, ελπίζοντας να βελτιώσουν τη θέση τους στην κατάταξη.   Σε πολλές χώρες η απουσία προόδου στο πρόγραμμα PISA οδηγεί σε δηλώσεις περί κρίσης και σοκ, οι οποίες ακολουθούνται από εκκλήσεις για παραιτήσεις και από εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο πνεύμα του προγράμματος.

Ανησυχούμε ειλικρινά για τις αρνητικές συνέπειες των κατατάξεων της PISA. Μερικές από τις ανησυχίες είναι οι παρακάτω:

  • Αν και πολλές χώρες χρησιμοποιούσαν τα σταθμισμένα τεστ για δεκαετίες (παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους) το πρόγραμμα PISA συμβάλει στην κλιμάκωση τέτοιων μετρήσεων  και στη δραματική αύξηση της εξάρτησης από ποσοτικές μετρήσεις. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, το πρόγραμμα PISA επικαλούνται σε μεγάλο βαθμό για τη νομιμοποίηση του πρόσφατου προγράμματος «Κούρσα για την κορυφή», το οποίο αύξησε τη χρήση σταθμισμένων τεστ για την αξιολόγηση μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων και το οποίο κατατάσσει και αποδίδει χαρακτηρισμούς (ταμπέλες) σε όλους αυτούς στη βάση των επιδόσεων τους  σε τεστ ευρέως γνωστά για τις ατέλειες τους (δες για παράδειγμα την ανεξήγητη πτώση της Φινλανδίας από τις κορυφαίες θέσεις της κατάταξης του προγράμματος PISA).
  • Στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής το πρόγραμμα  PISA, με τον τριετή κύκλο των ερευνών του, έχει προκαλέσει τη μετατόπιση της προσοχής σε βραχυχρόνιες ρυθμίσεις με στόχο τη γρήγορη άνοδο μιας χώρας στην κατάταξη, αν και η σχετική έρευνα δείχνει ότι οι αλλαγές στην εκπαίδευση απαιτούν δεκαετίες, και όχι λίγα χρόνια, για να αποδώσουν. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι το κύρος των εκπαιδευτικών και του επαγγέλματος τους, επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της διδασκαλίας, αλλά διαφέρει σημαντικά από κουλτούρα σε κουλτούρα και δεν επηρεάζεται εύκολα από βραχυπρόθεσμες πολιτικές.
  • Επικεντρωνόμενο σε ένα περιορισμένο εύρος μετρήσιμων τομέων της εκπαίδευσης, το πρόγραμμα PISA αποσπά την προσοχή από τομείς που είναι αδύνατο (ή λιγότερο δυνατό) να μετρηθούν, όπως η φυσική αγωγή, η ηθική, η πολιτική και η αισθητική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τον επικίνδυνο περιορισμό του συλλογικού φαντασιακού για το τι είναι και το τι οφείλει να είναι η εκπαίδευση.
  • Ως οργανισμός οικονομικής ανάπτυξης είναι φυσικό ο ΟΟΣΑ να μεροληπτεί υπέρ του οικονομικού ρόλου των δημόσιων σχολείων. Αλλά η προετοιμασία της νέας γενιάς για επικερδή απασχόληση δεν είναι ο κύριος, ούτε καν ο πιο σημαντικός, στόχος της δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές για τη συμμετοχή τους στη δημοκρατική διακυβέρνηση, την ηθική δράση και μια ευημερούσα ζωή.
  • Σε αντίθεση με τους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, όπως η UNESCO και η UNICEF, οι οποίοι έχουν ξεκάθαρες και νομιμοποιημένες αποστολές βελτίωσης της εκπαίδευσης και της ζωής των παιδιών σε όλο τον κόσμο, ο ΟΟΣΑ δεν έχει τέτοια αποστολή. Επιπροσθέτως δεν υπάρχουν μηχανισμοί δημοκρατικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης των εκπαιδευτικών του  αποφάσεων .
  • Για τη διεξαγωγή του προγράμματος PISA και μιας σειρά υπηρεσιών που το συνοδεύουν ο ΟΟΣΑ έχει πρόθυμα υποστηρίξει «συνέργειες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα» και έχει προσχωρήσει σε συνεργασίες με πολυεθνικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες κερδοσκοπούν από την κάθε αδυναμία –πραγματική ή όχι- που η PISA αποκαλύπτει. Κάποιες από τις εταιρείες αυτές παρέχουν σε μεγάλη έκταση υπηρεσίες σε σχολεία ή ομάδες σχολείων στις ΗΠΑ, με σκοπό το κέρδος, ενώ επιδιώκουν επίσης να αναπτύξουν την κερδοφόρα στοιχειώδη εκπαίδευση στην Αφρική, όπου ο ΟΟΣΑ σχεδιάζει την εισαγωγή του προγράμματος PISA.
  • Τελευταία και σημαντικότερη ανησυχία: το νέο καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών.

Οι εξελίξεις αυτές συγκρούονται εμφανώς με ευρέως αποδεκτές αρχές καλής εκπαιδευτικής και δημοκρατικής πρακτικής.

  • Καμία μεταρρύθμιση, οποιασδήποτε σημασίας, δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε μια περιορισμένη μέτρηση της ποιότητας.
  • Καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οποιασδήποτε σημασίας, δεν μπορεί να αγνοεί το ρόλο μη εκπαιδευτικών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους κυρίαρχη σημασία έχει η κοινωνική και οικονομική ανισότητα μιας χώρας. Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, η ανισότητα έχει δραματικά αυξηθεί τα τελευταία 15 χρόνια, γεγονός που ερμηνεύει το άνοιγμα της εκπαιδευτικής ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών και το οποίο είναι αδύνατο να κλείσουν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις όσο επεξεργασμένες κι αν είναι.
  • Ένας οργανισμός σαν τον ΟΟΣΑ, όπως και κάθε οργανισμός που επηρεάζει τη ζωή των κοινοτήτων μας, θα έπρεπε να λογοδοτεί δημοκρατικά στα μέλη των κοινοτήτων αυτών.

Σας γράφουμε όχι μόνο για να αναδείξουμε αδυναμίες και προβλήματα. Θέλουμε επίσης να προσφέρουμε εποικοδομητικές ιδέες και προτάσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις παραπάνω ανησυχίες. Αν και δεν είναι ολοκληρωμένες, δείχνουν πως θα μπορούσε να βελτιωθεί η μάθηση χωρίς τα παραπάνω αρνητικά αποτελέσματα.

  1. Αναπτύξτε  εναλλακτικούς  τρόπους παρουσίασης των ευρημάτων αντί των πινάκων κατάταξης: διερευνήστε τρόπους αναφοράς των αξιολογικών  αποτελεσμάτων που να μην ευνοούν τις εύκολες εντυπώσεις αλλά να είναι πλουσιότεροι σε νοήματα. Για παράδειγμα, η σύγκριση αναπτυσσόμενων χωρών, όπου συνήθως οι νέοι στα δεκαπέντε τους εισέρχονται στην αγορά εργασίας, με χώρες του πρώτου κόσμου δεν έχει κανένα εκπαιδευτικό και πολιτικό νόημα και αφήνει ακάλυπτο τον ΟΟΣΑ σε κατηγορίες περί αποικιοκρατικής αντίληψης στη προσέγγιση της εκπαίδευσης.
  2. Αφήστε χώρο για τη συμμετοχή όλων των σχετιζόμενων μερών και επιστημονικών ειδικοτήτων: σήμερα οι ομάδες με την μεγαλύτερη επιρροή στον προσδιορισμό της μάθησης και του τρόπου που διεθνώς αξιολογείται είναι οι ψυχομέτρες, οι στατιστικολόγοι και οι οικονομολόγοι. Τους αξίζει ασφαλώς μια θέση στο τραπέζι, όπως όμως και σε πολλές άλλες ομάδες: στους γονείς, στους εκπαιδευτικούς, σε  όσους ασκούν διοικητικό έργο, στους επικεφαλής κοινοτήτων, στους μαθητές, όπως και σε μελετητές άλλων ειδικοτήτων όπως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία, η γλωσσολογία, οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές σπουδές. Το περιεχόμενο και ο τρόπος με τον οποίο αξιολογούμε την εκπαίδευση των 15χρονων μαθητών έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο διαλόγου/συζήτησης  μεταξύ όλων αυτών των ομάδων σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
  3. Στη διαμόρφωση των αξιολογικών μεθόδων και των σχετικών προτύπων προσθέστε εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς η αποστολή των οποίων να υπερβαίνει την οικονομική πλευρά της δημόσιας εκπαίδευσης και οι οποίοι ασχολούνται με την υγεία, την προσωπική ανάπτυξη, την ευημερία και την ευτυχία μαθητών και εκπαιδευτικών. Μεταξύ αυτών θα συμπεριλαμβάνονταν οι οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών που ήδη έχουν αναφερθεί αλλά και ενώσεις γονέων, εκπαιδευτικών και διοικητικών για να αναφέρουμε μονάχα κάποιους από αυτούς.
  4. Δημοσιοποιήστε το άμεσο και έμμεσο κόστος διεξαγωγής του Προγράμματος PISA έτσι ώστε οι φορολογούμενοι στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ να έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν εναλλακτικούς τρόπους χρήσης των εκατομμύριων δολαρίων που δαπανώνται σε αυτά τα τεστ και να αποφασίσουν εάν θέλουν τη συνέχιση της συμμετοχής των χωρών τους.
  5. Αποδεχτείτε την επίβλεψη από ανεξάρτητες διεθνείς ομάδες εποπτείας, οι οποίες μπορούν να ερευνήσουν τη διοίκηση του προγράμματος από τη σύλληψη έως την εφαρμογή του, έτσι ώστε να διερευνηθούν δικαιολογημένα ερωτήματα σχετικά με τη διαμόρφωση των τεστ, την στατιστική επεξεργασία και τη διόρθωση, και τα οποία συνδέονται με κατηγορίες περί προκαταλήψεων  και άδικων συγκρίσεων.
  6. Προσκομίστε λεπτομερείς αναφορές που να αφορούν το ρόλο των ιδιωτικών κερδοσκοπικών εταιρειών στην προετοιμασία, την πραγματοποίηση και την παρακολούθηση των αξιολογήσεων του προγράμματος PISA για να αποφευχθεί η φαινομενική ή πραγματική σύγκρουση συμφερόντων.
  7. Επιβραδύνετε την κατίσχυση των τεστ. Για να εξασφαλίσουμε τον απαιτούμενο χρόνο συζήτησης σε τοπικό, εθνικό και διεθνικό επίπεδο των θεμάτων που έχουν τεθεί εδώ, εξετάστε το ενδεχόμενο παράκαμψης του επόμενου γύρου του προγράμματος PISA.  Κάτι τέτοιο θα έδινε χρόνο να ενσωματώσουμε τη συλλογική μάθηση που θα προκύψει από τις προτεινόμενες συζητήσεις, σε ένα νέο και βελτιωμένο μοντέλο αξιολόγησης.

Υποθέτουμε ότι οι ειδικοί του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ εμφορούνται από ειλικρινή επιθυμία βελτίωσης της εκπαίδευσης. Αλλά αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως ο οργανισμός σας έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο διαιτητή του νοήματος και των στόχων της εκπαίδευσης σε ολόκληρο τον κόσμο.  Η περιορισμένη εστίαση του ΟΟΣΑ στα σταθμισμένα τεστ διακινδυνεύει τη μετατροπή της μάθησης σε πληκτική εργασία και το θάνατο της χαράς της μάθησης. Καθώς το πρόγραμμα PISA οδηγεί πολλές χώρες στο διεθνή ανταγωνισμό για τις υψηλότερες επιδόσεις, ο ΟΟΣΑ έχει αποκτήσει τη δύναμη να διαμορφώνει την εκπαιδευτική πολιτική σε όλο τον κόσμο, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση για την αναγκαιότητα ή τους περιορισμούς των τελικών σκοπών του . Η μέτρηση μιας μεγάλης ποικιλίας εκπαιδευτικών παραδόσεων και πολιτισμών με τη χρήση ενός μοναδικού, περιορισμένου και προκατειλημμένου μέτρου σύγκρισης, θα μπορούσε τελικά να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στα σχολεία και τους μαθητές μας. Γι’ αυτό είμαστε βαθύτατα ανήσυχοι.

Ειλικρινά,

Andrews, Paul Professor of Mathematics Education, Stockholm University

Atkinson, Lori New York State Allies for Public Education

Ball, Stephen J Karl Mannheim Professor of Sociology of Education, Institute of Education, University of London

Barber, Melissa Parents Against High Stakes Testing

Beckett, Lori Winifred Mercier Professor of Teacher Education, Leeds Metropolitan University

Berardi, Jillaine Linden Avenue Middle School, Assistant Principal

Berliner, David Regents Professor of Education at Arizona State University

Bloom, Elizabeth EdD Associate Professor of Education, Hartwick College

Boudet, Danielle Oneonta Area for Public Education

Boland, Neil Senior lecturer, AUT University, Auckland, New Zealand

Burris, Carol Principal and former Teacher of the Year

Cauthen, Nancy PhD Change the Stakes, NYS Allies for Public Education

Cerrone, Chris Testing Hurts Kids; NYS Allies for Public Education

Ciaran, Sugrue Professor, Head of School, School of Education, University College Dublin

Deutermann, Jeanette Founder Long Island Opt Out, Co-founder NYS Allies for Public Education

Devine, Nesta Associate Professor, Auckland University of Technology, New Zealand

Dodge, Arnie Chair, Department of Educational Leadership, Long Island University

Dodge, Judith Author, Educational Consultant

Farley, Tim Principal, Ichabod Crane School; New York State Allies for Public Education

Fellicello, Stacia Principal, Chambers Elementary School

Fleming, Mary Lecturer, School of Education, National University of Ireland, Galway

Fransson, Göran Associate Professor of Education, University of Gävle, Sweden

Giroux, Henry Professor of English and Cultural Studies, McMaster University

Glass, Gene Senior Researcher, National Education Policy Center, Santa Fe, New Mexico

Glynn, Kevin Educator, co-founder of Lace to the Top

Goldstein, Harvey Professor of Social Statistics, University of Bristol

Gorlewski, David Director, Educational Leadership Doctoral Program, D’Youville College

Gorlewski, Julie PhD, Assistant Professor, State University of New York at New Paltz

Gowie, Cheryl Professor of Education, Siena College

Greene, Kiersten Assistant Professor of Literacy, State University of New York at New Paltz

Haimson, Leonie Parent Advocate and Director of “Class Size Matters”

Heinz, Manuela Director of Teaching Practice, School of Education, National University of Ireland Galway

Hughes, Michelle Principal, High Meadows Independent School

Jury, Mark Chair, Education Department, Siena College

Kahn, Hudson Valley Against Common Core

Kayden, Michelle Linden Avenue Middle School Red Hook, New York

Kempf, Arlo Program Coordinator of School and Society, OISE, University of Toronto

Kilfoyle, Marla NBCT, General Manager of BATs

Labaree, David Professor of Education, Stanford University

Leonardatos, Harry Principal, high school, Clarkstown, New York

MacBeath, John Professor Emeritus, Director of Leadership for Learning, University of Cambridge

McLaren, Peter Distinguished Professor, Chapman University

McNair, Jessica Co-founder Opt-Out CNY, parent member NYS Allies for Public Education

Meyer, Heinz-Dieter Associate Professor, Education Governance & Policy, State University of New York (Albany)

Meyer, Tom Associate Professor of Secondary Education, State University of New York at New Paltz

Millham, Rosemary PhD Science Coordinator, Master Teacher Campus Director, SUNY New Paltz

Millham, Rosemary Science Coordinator/Assistant Professor, Master Teacher Campus Director, State University of New York, New Paltz

Oliveira Andreotti Vanessa Canada Research Chair in Race, Inequality, and Global Change, University of British Columbia

Sperry, Carol Emerita, Millersville University, Pennsylvania

Mitchell, Ken Lower Hudson Valley Superintendents Council

Mucher, Stephen Director, Bard Master of Arts in Teaching Program, Los Angeles

Tuck, Eve Assistant Professor, Coordinator of Native American Studies, State University of New York at New Paltz

Naison, Mark Professor of African American Studies and History, Fordham University; Co-Founder, Badass Teachers Association

Nielsen, Kris Author, Children of the Core

Noddings, Nel Professor (emerita) Philosophy of Education, Stanford University

Noguera, Pedro Peter L. Agnew Professor of Education, New York University

Nunez, Isabel Associate Professor, Concordia University, Chicago

Pallas, Aaron Arthur I Gates Professor of Sociology and Education, Columbia University

Peters, Michael Professor, University of Waikato, Honorary Fellow, Royal Society New Zealand

Pugh, Nigel Principal, Richard R Green High School of Teaching, New York City

Ravitch, Diane Research Professor, New York University

Rivera-Wilson Jerusalem Senior Faculty Associate and Director of Clinical Training and Field Experiences, University at Albany

Roberts, Peter Professor, School of Educational Studies and Leadership, University of Canterbury, New Zealand

Rougle, Eija Instructor, State University of New York, Albany

Rudley, Lisa Director: Education Policy-Autism Action Network

Saltzman, Janet Science Chair, Physics Teacher, Red Hook High School

Schniedewind, Nancy Professor of Education, State University of New York, New Paltz

Silverberg, Ruth Associate Professor, College of Staten Island, City University of New York

Sperry, Carol Professor of Education, Emerita, Millersville University

St. John, Edward Algo D. Henderson Collegiate Professor, University of Michigan

Suzuki, Daiyu Teachers College at Columbia University

Swaffield, Sue Senior Lecturer, Educational Leadership and School Improvement, University of Cambridge

Tanis, Bianca Parent Member: ReThinking Testing

Thomas, Paul Associate Professor of Education, Furman University

Thrupp, Martin Professor of Education, University of Waikato, New Zealand

Tobin, KT Founding member, ReThinking Testing

Tomlinson, Sally Emeritus Professor, Goldsmiths College, University of London; Senior Research Fellow, Department of Education, Oxford University

Tuck, Eve Coordinator of Native American Studies, State University of New York at New Paltz

VanSlyke-Briggs Kjersti Associate Professor, State University of New York, Oneonta

Wilson, Elaine Faculty of Education, University of Cambridge

Wrigley, Terry Honorary senior research fellow, University of Ballarat, Australia

Zahedi, Katie Principal, Linden Ave Middle School, Red Hook, New York

Zhao, Yong Professor of Education, Presidential Chair, University of Oregon

Αναδημοσίευση από Εκπαιδευτική Λέσχη

Σαράντα χρόνια από τη μεταπολίτευση – ορισμένες πλευρές

Το κείμενο αυτό είναι τμήμα εκτενέστερης εισήγησης (Νοέμβριος 2014) με αφορμή τα σαράντα χρόνια από το 1974. Γράφτηκε πριν την ανάληψη της εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την τραγωδία της Κύπρου συντελείται η μετάβαση στην αστική δημοκρατία με ομαλό τρόπο. Αυτή η μετάβαση εξασφαλίστηκε από πλήθος συμβιβασμών ανάμεσα στις κυρίαρχες δυνάμεις, συγχρονίστηκε με μια γενική τάση εκδημοκρατισμού ανά την Ευρώπη, και κατοχυρώθηκε με τη σύναψη ενός πολιτικού και κοινωνικού συμβολαίου που διασφάλισε το ομαλό πέρασμα από τη χούντα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε μεταπολίτευση.

1. Το φορτίο της μεταπολίτευσης

Η μεταπολίτευση απέκτησε ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος, καθώς έπαψε να αναφέρεται στη «στιγμή» της μετάβασης, ορίζοντας ολόκληρη την περίοδο που άνοιξε αυτή η μετάβαση και τα ιδιαίτερα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της. Η μεταπολίτευση απέκτησε ένα ιδιαίτερο φορτίο στο δημόσιο λόγο, ορίζοντας συχνά αντιφατικά και αντικρουόμενα φαινόμενα. Σήμερα μιλώντας κανείς για μεταπολίτευση μπορεί να αναφέρεται στον αυξημένο κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό, στην αγωνιστική παράδοση, στο συνδικαλισμό, στις λαϊκές κατακτήσεις. Μπορεί να αναφέρεται στις αθρόες κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων των κυβερνήσεων Καραμανλή, ή στο κολοβό και ημιτελές κράτος πρόνοιας των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να αναφέρεται στις γιγαντιαίες διαστάσεις του πελατειακού κράτους, στον κομματικό παρασιτισμό των κομμάτων εξουσίας, στη διαπλοκή, στη διαφθορά, στα σκάνδαλα και στην οσμή σκανδάλων που κυριάρχησαν στο δημόσιο βίο. Μπορεί να αναφέρεται στο συγκεκριμένο πολιτικό χάρτη όπως συγκροτήθηκε κατά τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης και διαμορφώθηκε σχεδόν οριστικά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, για να ανατραπεί μόνο πολύ πρόσφατα. Μπορεί τέλος να αναφέρεται στην προβληματική νεοελληνική κουλτούρα όπως διαμορφώθηκε από το μείγμα μιας βαλκανικής, μεσογειακής και ευρωπαϊκής κληρονομιάς.

Στην πραγματικότητα, όταν ο αστικός πολιτικός κόσμος μιλά για τα κακώς κείμενα της μεταπολίτευσης εννοεί βασικές κατακτήσεις που επέβαλε η αντιφασιστική και αντιμπεριαλιστική πάλη, και που σήμερα πρέπει να πεταχτούν. Η τέτοια αμφισβήτηση της μεταπολίτευσης ξεκινά προτού κλείσει καλά καλά η πρώτη δεκαπενταετία. Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού δεν αφορά μόνο τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Ξεκινά ήδη από τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ με το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας, και βεβαίως κορυφώνεται με την πολιτική κρίση του 89-91. Τότε είναι που εμφανίζονται οι πρώτες θεωρίες για το τέλος της μεταπολίτευσης.

Όταν οι αστικές δυνάμεις μιλούν για το τέλος της μεταπολίτευσης εννοούν πρώτα από όλα το τέλος του συγκεκριμένου φορτίου, του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου που συνάφθηκε κατά τη μετάβαση του 1974, και άρχισε διαδοχικά να εξαντλείται, προτού τελικά εγκαταλειφθεί και καταγγελθεί οριστικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Άλλωστε το συγκεκριμένο συμβόλαιο αφορούσε έναν υφιστάμενο πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Όταν αυτός ανατράπηκε, έπαψε να υπάρχει η ανάγκη αποτύπωσης και διασφάλισής του.

2. Το τέλος της μεταπολίτευσης

Σαράντα χρόνια μετά κι ενώ έχει εξαγγελθεί πολλές φορές το «τέλος» της μεταπολίτευσης, φαίνεται ότι ζούμε ένα πραγματικό τέλος της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής στην Ελλάδα. Από το Σημίτη και τον Αβραμόπουλο, μέχρι σήμερα τον Σαμαρά και τον Τσίπρα, το «τέλος» της μεταπολίτευσης αποκτά έναν ισχυρό συμβολισμό: Δηλώνει φιλοδοξίες πολιτικών ανακατατάξεων, αλλά πάνω από όλα δηλώνει φιλοδοξίες που θα ξεμπερδέψουν με τους αγώνες και τις κατακτήσεις της συγκεκριμένης περιόδου.

Σήμερα το τέλος της μεταπολίτευσης φαίνεται πολύ πιο πραγματικό από κάθε άλλη φορά. Το κοινωνικό συμβόλαιο όχι απλά αμφισβητήθηκε αλλά διαρρήχθηκε βίαια. Τα πολιτικά κόμματα που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά είτε κλείνουν τον κύκλο τους, είτε αναζητούν εναγωνίως μεταμορφώσεις. Η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει τη μεγαλύτερη μεταπολεμική οπισθοδρόμηση με μια τεράστια επιχείρηση φτωχοποίησης. Η οικονομία είναι δεμένη χειροπόδαρα από τους ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς και βουλιάζει αργά αλλά σταθερά στην ασφυξία, χωρίς κανέναν απολύτως ορατό μοχλό ανάκαμψης.

Πράγματι, έχουμε ένα τέλος της μεταπολίτευσης, πολύ πιο πραγματικό από τις δεκάδες εξαγγελθείσες «νέες μεταπολιτεύσεις». Όμως αυτό το τέλος δε σηματοδοτεί και δεν προοιωνίζεται αυτομάτως θετικά πράγματα.

3. Οι τρεις φάσεις της μεταπολίτευσης

Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε στη μεταπολιτευτική περίοδο ως ενιαία, όμως εντός αυτής της περιόδου οι αλλαγές είναι τεράστιες. Σε γενικές γραμμές και με όλους τους απλουστευτικούς κινδύνους, η περίοδος από το 1974 μέχρι σήμερα διαιρείται σε τρεις βασικές φάσεις.

Η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης ανοίγει με την πτώση της χούντας και κλείνει στα τέλη της δεκαετίας του 80. Καθορίζεται σε πρώτο επίπεδο από τις λαϊκές και εργατικές διεκδικήσεις, από τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό ριζοσπαστισμό, από το φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό των κυβερνήσεων Καραμανλή, ενώ φέρνει με δύναμη το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αναδεικνύει νέα και ανερχόμενα αστικά στρώματα, στην πορεία ενσωματώνει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, εδραιώνει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, μοιράζει την πίτα στους μικρομεσαίους. Το ΠΑΣΟΚ λεηλατεί την Αριστερά, διαστρέφοντας τα συνθήματά της. Κατοχυρώνεται ο δικομματισμός που θα κυριαρχήσει για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Υπογράφονται οι βασικές στρατηγικές επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης και των πολιτικών της κομμάτων που δεν είναι άλλες από την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τα συνακόλουθα αποτελέσματα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Συγκροτείται ένα υποτυπώδες κράτος πρόνοιας που όμως εξαρχής έχει τεράστιες καθυστερήσεις, ελλείψεις και αναπηρίες καθώς δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο με τα ευρωπαϊκά συστήματα πρόνοιας που οικοδόμησε η δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η διαφθορά και η διαπλοκή, το πελατειακό κράτος, η μίζα και η ρεμούλα είναι οι παράπλευρες συνέπειες της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία που εκσυγχρονίζει κατά πολύ τις παλαιοκομματικές και καθυστερημένες μεθόδους της Δεξιάς. Σε διεθνές επίπεδο, η καπιταλιστική κρίση του 1973 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής του καπιταλισμού, το λαχάνιασμα και την ήττα του κρατικού παρεμβατισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, την ορμητική εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού. Με μια σημαντική χρονική και ποιοτική καθυστέρηση από τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, η Νότια Ευρώπη αποκτά σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, ενώ ήδη στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ ο νεοφιλελευθερισμός αποκτά την απόλυτη ηγεμονία.

Η δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης κάνει δειλά την εμφάνιση της ως τάση στα μέσα της δεκαετίας του 1980, για να εδραιωθεί την περίοδο 1989 -90. Η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, καθορίζεται από το ισχυρό βάρος των διεθνών εξελίξεων. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η ενοποίηση του επί δεκαετίες διασπασμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, υπέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο τον νικητή καπιταλισμό και τον ηττημένο σοσιαλισμό του 20ου αιώνα. Πλέον ανακηρύσσεται το «τέλος της ιστορίας», το κράτος πρόνοιας θεωρείται αναχρονιστικό, η σοσιαλδημοκρατία μεταλλάσσεται ανοικτά, ολοκληρώνεται η αποκομμουνιστικοποίηση, και η ευρωπαϊκή ενοποίηση ανεβάζει απότομα στροφές. Η ενοποίηση της Γερμανίας δημιουργεί νέα τετελεσμένα και στην Ελλάδα κυριαρχεί το ορόσημο του 1992, και η πλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτυπώνει την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και στη χώρα μας, ενώ οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1993, αναλαμβάνουν το έργο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Η κυβέρνηση Σημίτη αποτελεί το καλύτερο δείγμα της μετάλλαξης της στρεβλής Πασοκικής εκδοχής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Η ελληνική άρχουσα τάξη, έχει επιβεβαιώσει τις στρατηγικές επιλογές που έκανε από τη δεκαετία του 70, έχει προσδέσει τη χώρα στο ευρωπαϊκό άρμα, με πολλαπλές και επώδυνες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην οικονομία. Ο εκσυγχρονισμένος μεταπρατισμός, η στροφή στις υπηρεσίες, το εμπόριο και βασικά το χρηματοπιστωτικό τομέα, η παραγωγική αποσάθρωση, ολοκληρώνονται υπό τις ιαχές για την ένταξη στο στενό πυρήνα της ΕΕ. Η μεγάλη ιδέα του ελληνικού αστισμού εκφράζεται στο τρίπτυχο: ΟΝΕ, Ολυμπιακοί Αγώνες, βαλκανική εξόρμηση. Η κυβέρνηση Καραμανλή μετά την περίοδο Σημίτη διαχειρίζεται με καθυστερήσεις και προβλήματα τα απόνερα της προηγούμενης φάσης, επιδιώκοντας με ανάσες χρηματοπιστωτικής δανειοδότησης να αναβάλει το επερχόμενο τέλος. Στη φάση αυτή ο δικομματισμός εμφανίζεται με δύο όμοια κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εκτελούν πανομοιότυπη πολιτική και μόνο αποδεκτό πλαίσιο είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Από το 2010 μπαίνουμε στην τρίτη (και τελευταία) φάση της μεταπολίτευσης, όταν πλέον το ελληνικό κράτος ουσιαστικά χρεοκοπεί. Το έδαφος της χρεοκοπίας είναι η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που αγγίζει τις μητροπόλεις του καπιταλισμού και ειδικά την Ευρωζώνη. Η πραγματική αιτία της ελληνικής χρεοκοπίας βρίσκεται στη συντεταγμένη και επί δεκαετίες παραγωγική και οικονομική διάλυση που έχει επιφέρει ο ευρωπαϊσμός. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ αποτελεί τη χαριστική βολή στον κρόταφο μιας χώρας ανίκανης και αδύναμης να σταθεί στον ανταγωνισμό με το ευρωπαϊκό κέντρο και ειδικά τη γερμανική οικονομική υπερδύναμη. Η ισχυρή Ελλάδα στην Ευρώπη αποδεικνύεται ανέκδοτο, με ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και το λαό. Η καταστροφή είναι τέτοια που το πολιτικό σύστημα μετασχηματίζεται ολοκληρωτικά, κραταιά κόμματα της μεταπολίτευσης παλεύουν εναγώνια να επιβιώσουν (ΠΑΣΟΚ), η Αριστερά αναδεικνύεται σε ισχυρή πολιτική δύναμη, αποδεχόμενη όμως όλο και περισσότερο τη στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού πλαισίου. Το τέλος της λαϊκής συναίνεσης δημιουργεί συνθήκες ολοκληρωτικής πολιτικής ρευστότητας και κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Η διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής εκπροσώπησης είναι τέτοια που φέρνει ένα καθαρό νεοναζιστικό κόμμα στην τρίτη θέση. Σε οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα ζει μια φρίκη χωρίς τέλος, και το σπουδαιότερο είναι ότι εκλείπουν λόγοι αισιοδοξίας ή πιο απλά εργαλεία ανάκαμψης: Τα μνημόνια ολοκληρώνονται, έχοντας όμως οικοδομήσει τη μνημονιακή Ελλάδα, η Ευρωζώνη διατηρεί καθεστώς επιτήρησης και επιτροπείας, οι σφιχτοί και πλεονασματικοί προϋπολογισμοί είναι διακομματικό κεκτημένο σεβαστό τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά, ενώ τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα νέα σχέδια Μάρσαλ ανήκουν είτε στο παρελθόν είτε στη φαντασία. Τρόποι ανάκαμψης δεν υπάρχουν. Από την άποψη αυτή, υπάρχει πραγματικά ένα «τέλος» σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

4. Ο κοινός ευρωπαϊκός βηματισμός

Αν και η Ελλάδα αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, οι τάσεις που ισχύουν εδώ με καθυστέρηση ή και στρεβλότητα αφορούν γενικότερες τάσεις που κυριάρχησαν στον ευρωπαϊκό χώρο, και ειδικά στο νότιο τμήμα του: Το τέλος των σαράντα ένδοξων χρόνων και η είσοδος στην παρατεταμένη κρίση. Ο εκδημοκρατισμός και η ομαλή μετάβαση χωρών της Ν. Ευρώπης στην αστική δημοκρατία. Η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας. Η υποχώρηση των επαναστατικών ιδεών και των αντικαπιταλιστικών εξεγέρσεων. Η ενσωμάτωση της Αριστεράς. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού. Η κοινή επιλογή της ενωμένης Ευρώπης. Η ανάδυση της νομισματικής ένωσης ως κορυφαίου συμβόλου. Η ολοκληρωτική μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η κρίση της Ευρωζώνης και η ασφυξία της περιφέρειάς της. Όλα αυτά, σηματοδοτούν μια πορεία με κοινές αναφορές σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Οι αρχές της δεκαετίας του 70 βρίσκουν την ήπειρο σε αναζήτηση ταυτότητας. Η κρίση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων σε Δύση και Ανατολή οδηγεί τις βασικές δυνάμεις της ηπείρου στην επιλογή της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Η ΕΣΣΔ δεν αποτελεί πλέον την απειλή του παρελθόντος, είναι εμφανής η πρόθεσή της για ακόμη μεγαλύτερη συνεννόηση. Οι ΗΠΑ λαχανιάζουν από την κρίση του 73 και δεν αποτελούν τον μοναδικό και ισχυρό εγγυητή της ευρωπαϊκής ηπείρου απέναντι στον εξ ανατολών κίνδυνο. Οι τριγμοί των εξεγέρσεων των εργατικών και νεολαιίστικων ξεσπασμάτων (Μάης), αλλά και οι ένοπλες αμφισβητήσεις της τάξης, έχουν πλέον σιγήσει στις τρεις βασικές ηπειρωτικές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία). Στη Μ. Βρετανία ο νεοφιλελευθερισμός εξαπολύει την αντεπίθεσή του. Η κεντροαριστερά και η Αριστερά οδηγούνται όλο και περισσότερο στο ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Οι ανατροπές του 89-91, η πτώση του υπαρκτού, οι ΗΠΑ ως απομένουσα μονοκρατορία και η επανένωση της Γερμανίας επιβεβαιώνουν την προηγούμενη πορεία. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση μέσα από αντιφάσεις και καθυστερήσεις επιταχύνει την απόπειρα να καταστήσει την ΕΟΚ (ΕΕ) παγκόσμια πολιτική και οικονομική δύναμη.

Η ελληνική μεταπολίτευση αν και με σημαντικές ιδιαιτερότητες ακολουθεί σε γενικές γραμμές και με σημαντικές καθυστερήσεις την πορεία της ευρωπαϊκής ηπείρου. Από την τριπλή υπόσταση της Ελλάδας (χώρα μεσογειακή, βαλκανική, ευρωπαϊκή), στη μεταπολιτευτική περίοδο κυριαρχεί ο ευρωπαϊκός της προσδιορισμός. Δεν ήταν βεβαίως έτσι σε όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα. Στις αρχές του και μέχρι και το μεσοπόλεμο βαρύνουσα σημασία έχει η βαλκανική αναφορά με τον τελικό καθορισμό των συνόρων με τους γείτονες. Μεταπολεμικά κυριαρχεί η μεσογειακή διάσταση με την Ελλάδα ως προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ στα κομμουνιστικά Βαλκάνια και ως γέφυρα με την Ανατολή. Μεταπολιτευτικά είναι η ευρωπαϊκή αναφορά κυριαρχεί. Ιστορικά, η τριπλή υπόσταση του ελληνικού σχηματισμού είναι παρούσα, αλλά σε κάθε φάση κυριαρχεί κάποια διάσταση.

5. Από την αμερικανοκρατία στον ευρωπαϊσμό.

Η παραδοσιακή αγγλόφιλη πολιτική των αστικών κομμάτων στις αρχές του 20ου αιώνα και προπολεμικά, έδωσε τη θέση της στην αμερικανοκρατία κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο. Η απόλυτη πρόσδεση της χώρας στο άρμα των ΗΠΑ υπό το φόβο της κομμουνιστικής απειλής του ηττημένου ΚΚΕ και των βόρειων γειτόνων, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητη επιλογή της ελληνικής άρχουσας τάξης από τη δεκαετία του 40 μέχρι και την πτώση της χούντας. Η πρεσβεία καθόριζε σχεδόν τα πάντα, από την εκλογή του αρχηγού της Δεξιάς παράταξης, μέχρι το ανεβοκατέβασμα κυβερνήσεων. Το γεγονός της ίδιας της δικτατορίας και της αμέριστης υποστήριξής της από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η τραγωδία της Κύπρου, και το αντιιμπεριαλιστικό και αντιαμερικανικό αίσθημα του ελληνικού λαού, οδηγούν σε μια βαθμιαία, σιγανή, αλλά ισχυρή αλλαγή. Χωρίς να αμφισβητούνται οι ιδιαίτερες και βαθιές σχέσεις εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο ευρωπαϊσμός γίνεται κυρίαρχος στην ελληνική άρχουσα τάξη.

Είναι μια αλλαγή που περνάει σχετικά απαρατήρητη καθώς στην Αριστερά κυριαρχεί (ή έστ κυριαρχούσε μέχρι τα μνημόνια) η μονοσήμαντη αντιπαράθεση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ακόμη χειρότερα, η πρόσδεση στον ευρωπαϊσμό αποκτά κίβδηλη προοδευτική και αριστερή ταυτότητα καθώς θεωρείται αξιοπρεπές πέρασμα ανάμεσα στη Σκύλλα των ΗΠΑ και στη Χάρυβδη της ΕΣΣΔ. Αυτή η τρομακτική καθυστέρηση έχει επιπτώσεις, καθώς μεγάλο μέρος της Αριστεράς κληρονόμησε την ευρωπαϊκή ιδεοληψία, και σήμερα, τη στιγμή που ο βασικός αντίπαλος για μια φιλολαϊκή διέξοδο της χώρας είναι το ευρωενωσιακό πλαίσιο, αυτό θεωρείται ιερό και απαραβίαστο.

Το πέρασμα από την αμερικάνικη στην ευρωπαϊκή επιρροή συντελείται με ομαλό και βαθμιαίο τρόπο σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Ορόσημα είναι η φιλογαλλική στάση της κυβέρνησης Καραμανλή, η ένταξη στην ΕΟΚ υπό διακομματική συναίνεση, το κοινό ευρωπαϊκό πόρισμα των ΚΚΕ-ΕΑΡ, ο ομόθυμος εθνικός στόχος του 1992 και η έγκριση της συνθήκης του Μάαστριχτ, ο νέος εθνικός στόχος της ένταξης στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ (ΟΝΕ) και η ανοικτά γερμανόφιλη κυβέρνηση Σημίτη. Και φυσικά, η κατάσταση αποκτά άλλα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά σήμερα, κατά την εποχή της «αποικίας χρέους». Οι αμερικανικές επιρροές δεν λείπουν, αφορούν όμως κατεξοχήν το γεωπολιτικό, το στρατιωτικό – κατασταλτικό και αρκετά λιγότερο το πολιτικό επίπεδο. Πολιτικά και οικονομικά, η πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα είναι αναμφισβήτητη.

6. Ο μεταπρατικός προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας.

Μέχρι τον Β Π.Π. η ελληνική οικονομία παραμένει κυρίως γεωργική με σταδιακή ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου γίνονται δειλές προσπάθειες εκβιομηχάνισης, ενώ οι περιορισμένες αναλαμπές αφορούν τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, την ανάπτυξη της ναυτιλίας, την υποτυπώδη συγκρότηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Μεταπολεμικά η ένταξη της Ελλάδας στο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το σχέδιο Μάρσαλ, η ολοκληρωτική πρόσδεση στον αμερικανικό παράγοντα, η υποτίμηση της δραχμής και οι ευνοϊκοί διεθνείς όροι δημιουργούν τους όρους για μια στροφή στην εκβιομηχάνιση ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι σταθερά υψηλοί (άνω του 7% για μια δεκαπενταετία). Το εμπόριο απελευθερώνεται και οι ξένες επενδύσεις αντιμετωπίζονται με ένα εξαιρετικά προστατευτικό πλαίσιο. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας και του τουρισμού αποτελούν σταθερές πηγές συναλλάγματος. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την πολιτική παροχών στο μεγάλο και στο ξένο κεφάλαιο.

Μεταπολιτευτικά η είσοδος στην παρατεταμένη παγκόσμια οικονομική κρίση, το τέλος της χρυσής εποχής του καπιταλισμού, η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και το άνοιγμα των αγορών και κυρίως η υπαγωγή της Ελλάδας στις ντιρεκτίβες της ευρωπαϊκής ενοποίησης συντελούν σε μια ριζική αλλαγή στις κλίμακες, τις ποιότητες και τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Η πρωτογενής και δευτερογενής παραγωγή κατέρρευσε με την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό. Οι ποσοστώσεις και οι άνωθεν επιβαλλόμενοι ευρωπαϊκοί καταμερισμοί στην εγχώρια παραγωγή αποτέλεσαν τη χαριστική βολή. Η κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας έχει οριστικά αλλάξει από τη μεταπολεμική περίοδο. Κυρίαρχος πλέον είναι ο μεταπρατισμός, οι υπηρεσίες, το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ο μεταπρατικός χαρακτήρας δεν ορίζει μόνο μια νέα χαμηλότερη και πιο ευάλωτη ποιότητα στην οικονομία. Αποτυπώνεται και στα μεγέθη της ανάπτυξης. Μετά τους υψηλούς ρυθμούς της προδικτατορικής περιόδου, κατά την πρώτη εικοσαετία της μεταπολίτευσης ο ρυθμός ανάπτυξης περιορίζεται στο 1,5%, για να ανέβει την επόμενη δεκαπενταετία στο 3,4% χάρη στο πιστωτικό άνοιγμα, τις φούσκες των κατασκευών, τα μεγάλα έργα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την εύκολη ρευστότητα λόγω του ευρώ. Αυτό όμως που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ευεργέτημα, στην περίπτωση της διαλυμένης παραγωγικής βάσης ήταν η χαριστική βολή στον κρόταφο. Μετά το 2004, η κατάρρευση αναβλήθηκε για λίγο χάρη στην πιστωτική επέκταση, για να εκδηλωθεί σε όλη της την έκταση κατά την παγκόσμια κρίση του 2008.

7. Ο ευρωπαϊκός δρόμος προς τη χρεοκοπία

Η σημερινή κατάρρευση είναι αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων δεκαετιών και του μοντέλου που επιβλήθηκε. Η πρόσφατη πραγματική ελληνική χρεοκοπία και ακόμη περισσότερο η αυτοκαταστροφική εμμονή στο χρεοκοπημένο πλαίσιο φέρει ολοκληρωτικά την ευρωπαϊκή σφραγίδα. Ο ευρωπαϊσμός και οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις είναι ο βασικός ένοχος της σημερινής καταστροφής.

Ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε. Μέσω των επιδοτήσεων και της πρώτης ευφορίας οι καλλιέργειες τροποποιήθηκαν, ενώ παραδοσιακοί τομείς εξαφανίστηκαν. Με την παγκοσμιοποίηση και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τσακίστηκε ο εξαγωγικός προσανατολισμός της ελληνικής γεωργίας, ενώ άρχισαν να εισάγονται προϊόντα που υπό κανονικές συνθήκες θα παράγονταν στην Ελλάδα. Ο αγροτικός κόσμος έγινε αντικείμενο χειρισμών και συντονισμένου εκμαυλισμού για να αφεθεί στο χείλος του γκρεμού όταν τέλειωσε ο δρόμος των επιδοτήσεων. Η ευρωποποίηση στον πρωτογενή τομέα, πέρα από ξεπατώματα και καλλιέργειες περιορισμένου βάθους μας κληρονόμησε άφθονους περιορισμούς και ποσοστώσεις.

Η μεταποιητική βιομηχανία υπό το βάρος του διεθνούς ανταγωνισμού και χωρίς προστατευτικά οικονομικά, διαρθρωτικά και νομισματικά εργαλεία, έφτασε στο τέλος της. Οι κρατικοποιήσεις των κυβερνήσεων Καραμανλή και των πρώτων κυβερνήσεων Παπανδρέου φόρτωσαν στο κράτος ελλείμματα κοινωνικοποιώντας τις ζημιές, ενώ οι βιομήχανοι απέδρασαν με υπερκέρδη. Στην πορεία όσες βιομηχανίες είχαν μείνει μετακόμιζαν στο εξωτερικό –υπό κρατική μάλιστα επιδότηση, ενώ ο ανταγωνισμός με τη φθηνά προϊόντα τρίτων χωρών αποτέλεσε τη χαριστική βολή.

Όλα τα παραπάνω συντελέσθηκαν υπό ευρωπαϊκή καθοδήγηση και σχεδιασμό, με άφθονες κοινοτικές οδηγίες – εντολές στις οποίες η ελληνική παραγωγή όφειλε να συμμορφωθεί. Από τις αγροτικές ποσοστώσεις μέχρι το κλείσιμο των ναυπηγείων, η παραγωγική διάλυση έχει ευρωπαϊκή σφραγίδα. Και αν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1980 ήταν η πρώτη πράξη του έργου που οδήγησε στην παραγωγική διάλυση, η ένταξη στην ΟΝΕ το 1999 και η προηγούμενη πορεία προς αυτή την ένταξη απελευθέρωσε τις οδυνηρές συνέπειες στο σύνολό τους. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 90 εφαρμόζεται η πολιτική της σκληρής δραχμής με περιοριστική εισοδηματική πολιτική, υψηλά επιτόκια και συγκρατημένη διολίσθηση. Η τελική –υψηλή- ισοτιμία ένταξης στο κοινό νόμισμα θα ήταν έκτοτε η συνεχής τροχοπέδη στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συμμετοχή στην ΟΝΕ οδήγησε στην εκτόξευση του δανεισμού (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια με ετήσια αύξηση 29,7% και 28,7% την περίοδο 2001-2008). Μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που είναι προσανατολισμένη ολοκληρωτικά στις υπηρεσίες (και μάλιστα χαμηλής ποιότητας), με διευρυνόμενο αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, κάποια στιγμή θα έφτανε αντικειμενικά στο αδιέξοδο.

8. Σχέσεις εξάρτησης με ταξικό πρόσημο

Το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, διαχρονικά και από τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους είναι η εξάρτηση. Είναι κεντρικό πρόβλημα γιατί αποτελεί το αντικειμενικό όριο που πάνω τους προσκρούσει οποιαδήποτε εθνική και κοινωνική απελευθερωτική πολιτική. Αυτό το όριο στη μεταπολίτευση δεν αποδυναμώθηκε, αντίθετα μετασχηματίστηκε και ενισχύθηκε, παρά τις διακηρύξεις για την «Ελλάδα που ανήκει στους Έλληνες» ή την «ισχυρή Ελλάδα». Βεβαίως ο ξένος παράγοντας δεν επεμβαίνει το ίδιο απροκάλυπτα με το παρελθόν, ούτε στέλνει στρατεύματα. Στις κρίσιμες όμως στιγμές, ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις (ας θυμηθούμε τις πρόσφατες Κάννες και την κυβέρνηση Παπαδήμου), σέρνει κόμματα σε μεταβολή 180 μοιρών (όπως την πάλαι ποτέ αντιμνημονιακή ΝΔ), ορίζει υπουργούς Οικονομικών (όλοι οι τελευταίοι είναι από την ίδια μήτρα), καθορίζει την κατεύθυνση της χώρας. Η εξάρτηση στη διάρκεια της μεταπολίτευσης είναι παρούσα, μετασχηματιζόμενη και εξελισσόμενη, η πορεία προς την ΕΕ και το ευρώ της δίνει θεσμική υπόσταση, και ειδικά με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο αποκτά ακόμη μεγαλύτερο βάθος.

«Η ουσία του ιμπεριαλισμού είναι η οικονομική του βάση», ισχυρίζονταν οι μαρξιστές πριν ένα αιώνα. Οι σχέσεις εξάρτησης καθορίζουν την κατεύθυνση, την ποιότητα, αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Χωρίς την αντιμετώπιση αυτού του κεντρικού ζητήματος, δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα προς την κοινωνική πρόοδο και δικαιοσύνη. Ούτε αναδιανομή, ούτε αντιμετώπιση της ανεργίας, ούτε επανίδρυση της δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν σπάσουν τα δεσμά εξάρτησης.

Και αντίθετα με την περιρρέουσα φιλολογία ενός τμήματος της Αριστεράς, οι σχέσεις εξάρτησης αποτελούν επιβαρυντικό και όχι ελαφρυντικό στοιχείο για την άρχουσα τάξη. Η επιλογή αυτή δεν γίνεται επειδή εν γένει «εκβιάζεται» από την ξένη κυριαρχία (παρόλο που και αυτό ορισμένες στιγμές μπορεί να συμβεί), αλλά επειδή είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη δική της αναπαραγωγή, με το μικρότερο δυνατό κόστος και χωρίς ρίσκα ή απώλειες. Οι εργαζόμενες τάξεις υπόκεινται σε διπλή εξοντωτική εκμετάλλευση, μια φορά από την εγχώρια ολιγαρχία, και άλλη μία φορά από τον ιμπεριαλισμό.

Η ελληνική άρχουσα τάξη σώθηκε κατά τη δεκαετία του 40 χάρη στις διαδοχικές ξένες επεμβάσεις Άγγλων και Αμερικάνων. Χρωστά την ύπαρξή της στον ξένο παράγοντα. Αυτό είναι κάτι που η ίδια η άρχουσα τάξη δεν μπορεί και δεν θέλει να το ξεχάσει. Άλλωστε η βασική επιλογή της ελληνικής άρχουσας τάξης, από την πρώτη στιγμή συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους υπήρξε η ανισότιμη ένταξη σε σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Αυτή η στρατηγική επιλογή καθόρισε τις ποιότητες και τις δυναμικές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής ζωής.

Με αυτή τη στρατηγική της επιλογή, η ελληνική άρχουσα τάξη, όχι μόνο επέζησε, αλλά μπόρεσε να διαποτίσει με τη θεωρία της Ψωροκώσταινας ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, ακόμη και των πολιτικών της αντιπάλων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική φορά που συντεταγμένα απειλήθηκε η εξουσία της, αυτό έγινε από ένα κόμμα και ένα κίνημα που στην πρώτη γραμμή είχε βάλει την εθνική ανεξαρτησία και τη λαοκρατία, υπερασπίζοντας πολιτικά και επιστημονικά τη δυνατότητα να υπάρξει ένας άλλος δρόμος.

Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης οι σχέσεις εξάρτησης εκσυγχρονίστηκαν και μετασχηματίστηκαν. Δεν ελάφρυναν όμως τον ζυγό, αντιθέτως έδεσαν πολύ πιο σφιχτά τα δεσμά της ξενικής κυριαρχίας. Πρωτεύουσα θέση πήρε η ΕΟΚ, μετέπειτα ΕΕ, και τελικά ο Γερμανικός παράγοντας. Ισχυρότερο εργαλείο αυτής της κυριαρχίας ήταν και παραμένει η βασική και αδιαπραγμάτευτη επιλογή της άρχουσας τάξης να «ανήκει η Ελλάδα στη Δύση», επιλογή που εσχάτως αναγνωρίστηκε δημόσια και ρητά και από την αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση. Το να ανήκει η Ελλάδα στη Δύση αποτελεί την επιλογή της άρχουσας τάξης και αυτή η επιλογή φέρει βαρύ το στίγμα των ταξικών σχέσεων και της κοινωνικής εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων. Στην Ελλάδα το εθνικό διαπλέκεται με το ταξικό και η κοινωνική αξιοπρέπεια προϋποθέτει την εθνική.

9. Η κοινωνία των μικρομεσαίων και η κατασκευή της συναίνεσης.

Η ελληνική κοινωνία άλλαξε ραγδαία μεταπολεμικά. Η καταστροφική ναζιστική κατοχή, αλλά και ο εμφύλιος οδήγησε σε κοινωνικούς, οικονομικούς, χωροταξικούς μετασχηματισμούς. Παρά την (περιορισμένη και προβληματική) εκβιομηχάνιση, η Ελλάδα συγκροτήθηκε βασισμένη στη ραχοκοκαλιά των μικρομεσαίων, μια ετερογενή θάλασσα που δεν πολώθηκε ταξικά, εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης της ελληνικής οικονομίας. Η εργατική τάξη δεν άγγιξε τα ποσοστά των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η μισθωτή σχέση παρουσίαζε ισχυρές διακυμάνσεις, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προχώρησε αργά και περιορισμένα, αφήνοντας χώρο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο αγροτικός κλήρος παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένος.

Όλα τα παραπάνω αποτύπωσαν συγκεχυμένες κοινωνικές σχέσεις και ανταγωνισμούς. Οι «μη προνομιούχοι» κατά τον Α. Παπανδρέου συμπεριελάμβαναν ένα τεράστιο μέρος όχι μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά ή πολιτικά αδικημένων δυνάμεων. Αυτή ήταν η υλική βάση της οικοδόμησης των άρρητων κοινωνικών συμβολαίων της μεταπολίτευσης και έδωσε τη δυνατότητα κατασκευής μιας ευρείας συναίνεσης ανάμεσα στα κυρίαρχα κόμματα που εξέφρασαν παλιά ή νέα αστικά στρώματα και στην ελληνική κοινωνία. Η συναίνεση τελείωσε μόλις πολύ πρόσφατα με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο και την πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Σε αυτό το πλαίσιο υπήρξε το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης. Βάσει αυτού του συμβολαίου υπήρξε ένα διαχρονικό modus vivendi ανάμεσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και την πολιτική εξουσία. Επιδοματική πολιτική, κατακερματισμός, εξαγορά, λίπος που συσσωρεύτηκε, φοροδιαφυγή και κλείσιμο του ματιού. Η διαπλοκή διαχύθηκε προς τα κάτω. Με συντεταγμένες κινήσεις των «από πάνω» διαμορφώθηκε μια κοινωνία που εθίστηκε στο χρηματισμό, τη μίζα, τις πελατειακές σχέσεις, τους κομματικούς στρατούς με οικονομικά και κοινωνικά ανταλλάγματα. Σήμερα, με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο, όχι απλά διαλύεται και «προλεταριοποιείται» η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων, αλλά στερεύουν και οι δυνατότητες εξαγοράς και απόσπασης της κοινωνικής συναίνεσης από το πολιτικό σύστημα. Αυτή η διπλή οικονομική και κοινωνική διαδικασία ορίζει τις σταθερές μιας σημαντικής, εκ βάθρων αλλαγής στην ελληνική κοινωνία που θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί τα επόμενα χρόνια.

10.Τα κόμματα και η πολιτική υπό την ελληνική ιδιομορφία.

Η συγκρότηση των μεταπολιτευτικών κομμάτων έγινε υπό το βάρος της τομής με το δικτατορικό και προδικτατορικό παρελθόν. Τα νέα πολιτικά κόμματα έπρεπε να οριστούν σε συνέχεια, αλλά κυρίως σε ασυνέχεια με το πρόσφατο παρελθόν τους. Στη νέα κατάσταση, η κλασική Δεξιά εκσυγχρονίστηκε (συχνά θεαματικά στα μάτια των υποστηρικτών της» σε μια σχετικά σύγχρονη ευρωπαϊκή κεντροδεξιά παράταξη που δεν αμφισβήτησε ποτέ ξανά την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ταυτόχρονα και η κεντροαριστερά αρνήθηκε την αρνητική κληρονομιά του προδικτατορικού κέντρου και όρισε το ζωτικό της χώρο, με την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ.

Το δίπολο Δεξιά – Αντιδεξιά καθόρισε την εξέλιξη των πραγμάτων σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο το σκληρό παρελθόν του εμφυλίου, το κράτος του χωροφύλακα, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί της εαμογενούς μάζας, η αμερικανοστήρικτη χούντα. Ως αποτέλεσμα, η ρεβάνς ενάντια στη Δεξιά με όχημα το ΠΑΣΟΚ προϋπέθετε τη λεηλασία της Αριστεράς. Στόχος, στον οποίο ο Αν. Παπανδρέου ανταποκρίθηκε πλήρως.

Οι πολιτικοί και κομματικοί ανταγωνισμοί, σε μεγάλο βαθμό αφορούσαν ιστορικές αιτίες. Οι κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις, αν και παρούσες, δεν έπαιξαν τον πρωτεύοντα ρόλο. Η ιδιαίτερη ελληνική ιστορία, κατά τον πόλεμο, την Αντίσταση και βεβαίως μετεμφυλιακά, δημιούργησε μια εγχώρια ιδιαιτερότητα μιας υπερπολιτικής κοινωνίας, που έκρυβε τους καθαρούς ταξικούς διαχωρισμούς. Η «λαϊκή δεξιά» αλλά και η πρόσφατη εκτίναξη της Χρυσής Αυγής στις λαϊκές και φτωχές περιοχές, δείχνουν ότι η πολιτική έκφραση στην Ελλάδα είχε ένα μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από αυτόν της Δυτικής Ευρώπης.

Ακόμη και σήμερα, η αντίθεση Δεξιά – Αντιδεξιά παίζει ρόλο, αν και ο κύριος φορέας του αντιδεξιού λόγου, το ΠΑΣΟΚ, βαίνει προς εξαφάνιση. Το νέο ωστόσο στοιχείο είναι το άτεγκτο και απαραβίαστο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Αυτό το πλαίσιο, αποδεκτό τόσο από τη Δεξιά όσο και από την επελαύνουσα κυβερνώσα Αριστερά, είναι κανό να γεφυρώσει τις χαώδεις ιστορικές διαφορές, καθώς οι βαθμοί ελευθερίας και διαφοροποίησης μέσα στο μνημονιακό μονόδρομο είναι ανύπαρκτοι.

Σε όλη την πορεία της μεταπολίτευσης, το κράτος, τα κόμματα και η πολιτική ακολούθησαν (με μικρότερη ή μεγαλύτερη διαφορά φάσης) την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας, επιδρώντας με τη σειρά τους πάνω σε αυτή. Το ενδιαφέρον στοιχείο της τρίτης και τελευταίας φάσης της μεταπολίτευσης, είναι ότι στην εποχή των τεράτων δεν έχει ακόμη γεννηθεί το καινούριο. Η ρευστή ακόμη υλική βάση δεν έχει διαμορφώσει ακόμα ένα σταθερό και σχετικά βιώσιμο πολιτικό εποικοδόμημα. Αυτό σημαίνει δυνατότητες και για το καλύτερο και για το χειρότερο.

11. «Όχι άλλη μεταπολίτευση»

Ο Α. Παπανδρέου χαρακτήρισε –με υπερβολικό τρόπο και κατακρίθηκε για αυτό- ως «αλλαγή φρουράς» τη μεταπολίτευση. Είχε όμως δίκιο από τη σκοπιά του ποιος ορίζει την πορεία και την εξέλιξη των πραγμάτων. Υπήρξε βαθιά τομή και αλλαγή στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού, ακολουθώντας το νήμα της Ευρώπης. Σήμερα το ερώτημα δεν αφορά μια πολιτική μετατόπιση ή αλλαγή, αλλά την πραγματική αλλαγή (ρήξη, ανατροπή και αποδέσμευση) από το πλαίσιο που στρατηγικά, συμφωνημένα και φανατικά υποστηρίζουν η ντόπια άρχουσα τάξη και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Αυτό είναι το κρίσιμο καθήκον που έχουν να αντιμετωπίσουν οι λαϊκές αριστερές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναμφισβήτητη αλλαγή. Για πρώτη φορά ένα κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ) που δεν είναι γέννημα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, αλλά και δεν ανήκει στο κλασικό δίπολο «Δεξιά, Αντιδεξιά» βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την εξουσία. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί συμβολισμοί είναι ισχυροί και αναμφισβήτητοι.

Η πρόκληση όμως είναι να μην υπάρξει μια «άλλη μεταπολίτευση», με την έννοια της αλλαγής φρουράς, της ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού, της διαδοχής διαφορετικών μορφών, που τείνουν όμως στη διατήρηση της ίδιας κατάστασης. Η πρόκληση είναι να υπάρξει μια νέα εποχή, μια ριζικά διαφορετική στρατηγική επιλογή για τη χώρα και τον εργαζόμενο κόσμο της. Με ρήξεις, ανατροπές, συγκρούσεις, συνείδηση των δυσκολιών και αποφυγή των ευκολιών που -ίσως- κυοφορούν τραγωδίες και για την κοινωνία και για την Αρτιστερά. Και σε αυτή την πρόκληση δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται καμιά σημαίνουσα και ισχυρή πολιτική δύναμη.

Λετονία: 18ο μέλος της Ευρωζώνης. Φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση ως το σύγχρονο ευρωπαϊκό παράδειγμα

Από την 1/1/2014, η Λετονία είναι η 18η χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Οι πανηγυρισμοί του ευρωπαϊκού και του εγχώριου κατεστημένου κατανοητοί: σε μια εποχή που η Ευρωζώνη κλυδωνίζεται νομίζουν ότι μπορούν να επιδείξουν την επέκτασή της ως επιτυχία. Τους συνέδραμαν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης με αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Λετονίας εν μέσω των διαβεβαιώσεων των “αγορών” ότι εφόσον εντάχθηκε στην Ευρωζώνη δεν ανησυχούν μήπως γνωρίσει υπαναχώρηση η δολοφονική λιτότητα που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό. Παρόλο που ο αρχιτέκτονας της λιτότητας , πρωθυπουργός Β. Ντομπρόβνικς, αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από κατάρρευση στέγης σούπερμαρκετ που σκότωσε 54 ανθρώπους στη Ρίγα, μια απώλεια εμπιστοσύνης δεν φαίνεται πιθανή, αναφέρει το BBC(2/1/2014). “Η Ευρωζώνη αποτελεί εγγύηση για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί”. Ο Ντομπρόβνικς, που υπηρετεί ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, δήλωσε επ’ ευκαιρία ότι “η χώρα δεν πρέπει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική” (France 24). Το μήνυμα ήταν σαφές. “Η λιτότητα θα συνεχιστεί”.

Οι Ευρωπαίοι και Λετονοί ιθύνοντες μπορεί να πανηγυρίζουν που η λετονική οικονομία σημειώνει θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 4% περίπου τα τελευταία δύο χρόνια, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι “η λιτότητα –η εσωτερική υποτίμηση– είναι αποτελεσματική”, αλλά την πραγματική αποτελεσματικότητα (και σκοπιμότητα) της εσωτερικής υποτίμησης τη δείχνει η κοινωνική κατάσταση : η επίσημη (για την ανεπίσημη ούτε λόγος) ανεργία κυμαίνεται στο 12% και είναι μόνο τόση διότι σε μια χώρα 1,8 εκατ. έχουν μεταναστεύσει 300.000 εργαζόμενοι, ενώ μόνο στη Ρίγα μοιράζονται 760.000 γεύματα σε συσσίτια. Ταυτόχρονα, σχεδόν αποσιωπάται ότι το 58% του πληθυσμού, που ως συνήθως τον έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, δεν εγκρίνει την υιοθέτηση του ευρώ. Μόνο ένας αναλυτής, ο Τιμ Ας, επικεφαλής του τμήματος αναδυόμενων αγορών της StandardBankτου Λονδίνου επισήμανε: “Ούτως ή άλλως, το ευρώ είναι σχέδιο των ελίτ”. Και η αμερικανική τριμηνιαία επιθεώρηση “TheNationalInterest” έδωσε το πραγματικό στίγμα, σημειώνοντας ότι η ένταξη της Λετονίας στην Ευρωζώνη “θα δώσει τη δυνατότητα στον εντυπωσιακό χρηματοπιστωτικό της τομέα να έχει εύκολη και απρόσκοπτη πρόσβαση στην υπόλοιπη ήπειρο”.

Τα μετασοβιετικά πειραματόζωα

Ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και μελετητής των μετασοβιετικών οικονομιών, αφηγείται την ιστορία της Λετονίας, σε άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2010 και ενώ η κρίση ακόμη μαινόταν (πηγή: GlobalResearch):

Η μελλοντική ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν το βασικό πρόσχημα της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας για τα επώδυνα μέτρα λιτότητας προκειμένου να διατηρηθεί η σύνδεση με το ευρώ. Η διατήρηση της σύνδεσης αυτής ανάλωσε τεράστια νομισματικά αποθεματικά που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην εγχώρια οικονομία. [Αξίζει να σημειωθεί η τερατώδης ισοτιμία του λατς προς το ευρώ: 1 λατς = με 1,3 ευρώ, δηλαδή περίπου ίδια ισοτιμία της αγγλικής στερλίνας προς το ευρώ.]

Στη Δύση ουδείς θέτει το ερώτημα γιατί η Λετονία είχε αυτή τη μοίρα που είναι τυπική για όλες τις Βαλτικές χώρες και άλλες μετασοβιετικές οικονομίες … Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά από το 1991, το σοβιετικό σύστημα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως η μοναδική αιτία των προβλημάτων τους. Ούτε μπορεί να εξηγηθεί η κατάστασή τους με τη διαφθορά – μια κληρονομιά διάλυσης που επικράτησε την τελευταία σοβιετική περίοδο, η οποία μεγιστοποιήθηκε, εντάθηκε και ενθαρρύνθηκε σε βαθμό που να σχηματιστεί μια κλεπτοκρατία η οποία εξασφάλιζε μεγάλα οφέλη στους δυτικούς τραπεζίτες και επενδυτές. Οι δυτικοί νεοφιλελεύθεροι, η Ουάσιγκτον, οι Βρυξέλλες, χρηματιστικοποίησαν αυτές τις οικονομίες με τις “φιλικές προς τους επιχειρηματίες μεταρρυθμίσεις”.

Η κεντρική ιδέα των Δυτικών που κατέφθασαν στη Λετονία μετά το 1991 ήταν να δοθεί στις δυτικές τράπεζες, στους χρηματοπιστωτικούς επενδυτές και στους οικονομολόγους της “ελεύθερης αγοράς” η πλήρης δυνατότητα να σχεδιάσουν ολόκληρες οικονομίες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Δημόσιες επιχειρήσεις μοιράστηκαν αφειδώς σε έμπιστους που τις πούλησαν στα γρήγορα σε δυτικούς επενδυτές και τοπικούς ολιγάρχες οι οποίοι μετέφεραν ασφαλώς χρήματα σε υπεράκτιες εταιρείες δυτικών “παραδείσων”. Εφαρμόστηκαν φορολογικά συστήματα τα οποία απάλλασσαν σχεδόν από τους φόρους τους πελάτες των δυτικών τραπεζών –τις εταιρείες ακινήτων και τα μονοπώλια φυσικών υποδομών—ώστε να πληρώνονται οι πρόσόδοί τους ως τόκος στις ξένες τράπεζες, αντί να φορολογούνται για να ανοικοδομηθεί η εγχώρια οικονομία.

Η Δυτική Ευρώπη έδωσε κίνητρα στις τράπεζές της να δημιουργήσουν πίστωση και να φορτώσουν αυτές τις οικονομίες με τόκους – σε ευρώ και άλλα σκληρά νομίσματα για την προστασία των τραπεζών– και υποσχέθηκε να τις βοηθήσει να ενταχθούν στο ευρώ με τις “κατάλληλες πολιτικές”. Οι γνωστές μεταρρυθμίσεις συνίσταντο στο πώς θα ρίξουν το φορολογικό βάρος από τις επιχειρήσεις και τις εταιρείες ακινήτων στους εργαζόμενους, όχι μόνο με τη μορφή του ενιαίου φόρου [κάτι που προτείνεται τώρα και στην Ελλάδα] , αλλά και με ένα είδος ενιαίου φόρου για τις “κοινωνικές υπηρεσίες” που σήμαινε ότι πλήρωναν οι εργαζόμενοι την περίθαλψη π.χ. ως χρήστες αντί να χρηματοδοτούνται η υγεία ή η παιδεία από τον κρατικό προϋπολογισμό με τη φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων. [Πρβλ. τα 25 ευρώ για επίσκεψη στα νοσοκομεία που επέβαλε το ελληνικό υπουργείο Υγείας από 1/1/14.]

Στη Λετονία, όπου δεν υπήρχε μεγάλη ιδιοκτησία δεν υπήρχε και φόρος μεγάλης ιδιοκτησίας. Ούτε και εφαρμόστηκε ποτέ. Αντιθέτως εφαρμόστηκε ο ενιαίος φόρος που τον πληρώνουν ως επί το πλείστον οι εργαζόμενοι και φτάνει σε πολλές περιπτώσεις το 59%. Όταν μια χώρα δεν φορολογεί τις εταιρείες ακινήτων, την άλλη μεγάλη ιδιοκτησία και τους πλούσιους, το φορολογικό βάρος πέφτει στους εργαζόμενους και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν τεράστιο κόστος και να μην μπορούν να σταθούν στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα οι χώρες αυτές έγιναν ζώνες εξαγωγών για τα βιομηχανικά προϊόντα και τις τραπεζικές υπηρεσίες των ισχυρών χωρών της ΕΕ.

Ακόμη, οι χώρες αυτές που δεν είχαν καθόλου δημόσιο ή ιδιωτικό χρέος το 1991 φορτώθηκαν με χρέη σε σκληρό νόμισμα, και το μεγαλύτερο μέρος των δανείων δόθηκε με εγγυήσεις περιουσιακών στοιχείων που υπήρχαν από τη σοβιετική περίοδο και για να τροφοδοτήσει τη φούσκα ακινήτων. Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση, οι δυτικές τράπεζες απαίτησαν να πληρωθούν. Το λετονικό κράτος, προκειμένου να διατηρήσει τη σύνδεση του νομίσματός του, του λατς, με το ευρώ και να μη υποστούν απώλειες οι ξένες τράπεζες, εφάρμοσε όλο το πακέτο των μέτρων που επέβαλε η ΕΕ. Μόνο η διάσωση της τράπεζας Parex * κόστισε το 20% του προϋπολογισμού. Συνεπώς, h Λετονία βρέθηκε σε ανάγκη για δανεικά και η Κομισιόν έσπευσε να τη “βοηθήσει” με δάνειο 7,5 δισ. ευρώ και μέτοχο το ΔΝΤ, καθώς και με τη γνωστή στην Ελλάδα διαδικασία της εποπτείας και των αξιολογήσεων. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 25%, σε ανεργία 22%, σε μείωση μισθών και συντάξεων κατά 30% και σε απόλυση των μισών δημόσιων υπαλλήλων της χώρας, στο κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, όσων είχαν απομείνει δηλαδή ύστερα από το ξήλωμα του εκτεταμένου συστήματος κοινωνικής αγαθών επί σοβιετικής εποχής.

Αυτό ήταν το πρότυπο που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου. Τέτοιες πολιτικές δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς μεγάλες ανατροπές, αν δεν υπήρχαν οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Γι’ αυτό εξάλλου και οι εγχώριες άρχουσες τάξεις εναπόθεσαν τμήμα της κυριαρχίας τους σ’ αυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα

Σήμερα, το ερώτημα που έθετε ο Χάντσον σε εκείνο το άρθρο του, αν δηλαδή αυτό που συνέβη στη Λετονία και σε άλλες μετασοβιετικές κοινωνίες ήταν μια πρόβα για τις υπόλοιπες χώρες, έχει ήδη απαντηθεί.

Όμως έθετε και άλλο ένα ερώτημα: γιατί δεν υπήρξε λαϊκή αντίδραση;

Ο ίδιος σε ένα άλλο άρθρο του, το 2013, απαντά:

No People, No Problem’: the Great Latvian Exodus”. (Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα: η μεγάλη έξοδος των Λετονών.)

Η Λετονία το 1991 είχε πληθυσμό 2,7 εκατ. και ρυθμό γεννήσεων που αναπλήρωναν τη φυσική μείωση λόγω θανάτων. Το 2010 είχε 1,8 εκατ. και ο αριθμός αυτός αμφισβητείται από πολλούς, εφόσον η κυβέρνηση καταγράφει ως μόνιμους κατοίκους ακόμη και όσους επισκέπτονται τη χώρα για να δουν συγγενείς, ενώ οι γεννήσεις έχουν μειωθεί κατακόρυφα. Από το 2004 που εντάχθηκε στην ΕΕ, η Λετονία έχασε το 10% του πληθυσμού της. Η μετανάστευση εντάθηκε στα χρόνια της κρίσης 2008-2010, όταν έφυγε το πιο μορφωμένο και παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού. Ύστερα από κάποιες λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, οι Λετονοί πήραν των οματιών τους και έφυγαν, καθώς η οικονομία συντριβόταν και η κυβέρνηση εφάρμοζε όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας.

Οι οπαδοί της λιτότητας θριαμβολογούν ότι στη Λετονία έχουν πραγματοποιηθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις και θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει την οικονομική της πολιτική. Όμως, εκτός του ότι στις χώρες που διοικούνται ουσιαστικά από διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, όπως η Ευρωζώνη/ΕΕ, εφαρμόζεται κατά βάση η ίδια πολιτική, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κομμάτων και των κυβερνήσεων, κάτι που επιβεβαίωσε και η περίπτωση της Κύπρου, αποκρύπτουν βασικά στοιχεία που εξηγούν γιατί η πολιτική ελίτ της Λετονίας κατάφερε να παραμείνει σταθερή τα τελευταία 20 χρόνια. Ο πληθυσμός της Λετονίας έγινε έρμαιο μιας εθνοτικής αντιπαράθεσης μεταξύ γηγενών και Ρώσων που εν μέρει έχει πραγματική βάση, αλλά κυρίως αποτέλεσε μέσο χειραγώγησης. Έτσι οι δύο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, πριν και μετά από την κρίση του 2008-2010, περιστράφηκαν γύρω από εθνοτικά ζητήματα. Η πολιτική της λιτότητας συνδέθηκε κυρίως με τα εθνοτικά λετονικά κόμματα, ενώ οι πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές με τα εθνοτικά ρωσικά κόμματα. Οι δύο εθνοτικές ομάδες έχουν εσωτερικές διαιρέσεις όσον αφορά την οικονομική πολιτική, αλλά το γενικό πλαίσιο της εθνοτικής αντιπαράθεσης διασφάλισε ότι τα υπέρ της της λιτότητας κόμματα θα επικρατούσαν σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νιώθει αντιπάθεια για τους Ρώσους. Με την κατάλληλη ώθηση βεβαίως εκ μέρους της ΕΕ, όπως είδαμε πρόσφατα και στην Ουκρανία.

Από μια άποψη λοιπόν, η Λετονία είναι όντως μια ιδανική χώρα της ευρωζωνικής περιφέρειας, το παράδειγμα προς μίμηση που προβάλλουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι: Οι τράπεζες, οι κερδοσκόποι και τα πλυντήρια χρήματος αλωνίζουν, τα μερίσματα και οι εταιρείες ακινήτων δεν φορολογούνται, οι πρώτες ύλες μεταφέρονται στις πλούσιες σκανδιναβικές χώρες, στελέχη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος διευθύνουν βασικά τραπεζικά ιδρύματα, το χρήμα μπαινοβγαίνει ανενόχλητο, ο πληθυσμός ζει με ελάχιστα ευρώ και τρέφεται σε συσσίτια , το μορφωμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό μεταναστεύει, τα συνδικάτα είναι αποδυναμωμένα, η εργασιακή και κοινωνική προστασία ανύπαρκτη, η κοινωνία σπαράσσεται από εθνοτικές διαφορές. Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους για τους ισχυρούς της ΕΕ.

Το ευρωπαϊκό Mezzogiorno

Αν, όμως, η Λετονία διαφημίζεται από τους ιθύνοντες της Ευρωζώνης ως η χώρα-υπόδειγμα που επιβραβεύεται με την πανηγυρική της είσοδο σ’ αυτήν, τι είδους ανάπτυξη και τι είδους πρότυπο συνεργασίας χωρών προωθούν; Η απάντηση έχει μεγάλη σημασία γιατί δεν αφορά μόνο τους χειρισμούς σε περίοδο κρίσης, αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις, ακόμη κι αν δεχθεί κανείς ότι στις χώρες της κρίσης κάποια στιγμή θα παρατηρηθούν ρυθμοί ανάκαμψης, όπως συνέβη στη Λετονία.**

Την απάντηση τη δίνει ο Μάρκο Τζιούλι, ερευνητής στο Madariaga – College of Europe Foundation που προωθεί την έρευνα για το ρόλο της ΕΕ, ένας καθ’ όλα ευρωπαϊστής, σε άρθρο του στο SocialEuropeJournal (2/10/2013), όπου πραγματεύεται την είσοδο της Λετονίας στην Ευρωζώνη.

Το γεγονός ότι η Λετονία εντάσσεται στην Ευρωζώνη ως “ζωντανή διαφήμιση της λιτότητας” “, γράφει, “δείχνει … ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση σκόπιμα δρομολογεί το μετασχηματισμό της σε ένα μπλοκ πλεονασματικών χωρών με τη συντριβή της εσωτερικής ζήτησης . Το λετονικό μοντέλο λιτότητας αντιπροσωπεύει μια οικονομία εξαγωγική, χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών μισθών, δομικά επηρεασμένη από τη δημογραφική μείωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα. Τόσο η Λετονία όσο και οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης μετατρέπονται σε εφεδρικό εργατικό δυναμικό που θα επιτρέπει στο βιομηχανικό πυρήνα της Ευρωζώνης να διατηρεί περιορισμένους τους μισθούς και να συγκρατεί μια οικονομική μεγέθυνση με πλεονάσματα, δημιουργούν, με άλλα λόγια, ένα ευρωπαϊκό Mezzogiorno (περιοχή οικονομικής, κοινωνικής καθυστέρησης και φτώχειας όπου αλωνίζουν οι μαφίες)”.

Σημειώσεις

* Η τελετή ένταξης στο ευρώ έγινε στην τοποθεσία που άρχισε η κρίση της Λετονίας το 2008, στην πρώην έδρα της τράπεζας Parexπου κατέρρευσε και τώρα είναι η έδρα της τράπεζας Citatele, η οποία πήρε το τμήμα της Parex για το οποίο εγγυήθηκε το λετονικό κράτος, την ανακεφαλαιοποίησε και της παρέσχε ρευστότητα με την ευλογία της Κομισιόν (ανακοίνωση Τύπου: “State aid: Commission clears restructuring of Latvian bank Parex” 15/9/2010). Σ’ όλη αυτή τη συναλλαγή ενεπλάκη και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) που υποτίθεται ότι αγόρασε το 25% των μετοχών. Η Parex είναι μια μεγάλη αμαρτία όπως και όλο το τραπεζικό σύστημα της Λετονίας, το οποίο συγκρότησαν οι Δυτικοί μετά το 1991. Η υπόθεση της τράπεζας Parex αξίζει μια πιο εκτενή αναφορά γιατί αποκαλύπτει το ρόλο της ΕΤΑΑ και των αρχών των Βρυξελλών, καθώς και πολλών άλλων επιτροπών κεφαλαιαγοράς, όπως π.χ. της βρετανικής, αλλά και το ρόλο διεθνών ΜΜΕ στη συγκάλυψη τραπεζικών απατών, όταν εμπλέκονται “μεγάλοι” όπως η ΕΤΑΑ. Το μπλογκ Lawless Latviaσημειώνει: “Η εγκληματική επίθεση της ΕΤΑΑ εναντίον των λαών της Ανατ. Ευρώπης διεξάγεται εδώ και δύο δεκαετίες χωρίς ορατό τέλος. Στη δεκαετία του 1990, η ΕΤΑΑ χρηματοδότησε πολλές εγκληματικές τράπεζες στη Ρωσία με χρήματα των φορολογουμένων. Το 2009, η ΕΤΑΑ συγκάλυψε την απάτη στην τράπεζα Parexμε απατηλή αγορά μετοχών και τώρα με τη βοήθεια της [βρετανικής] εταιρείας συμβούλων Deloitte εξαπολύει εγκληματική επίθεση στο λαό της Λιθουανίας… Η ΕΤΑΑ αγόρασε μετοχές της Parex με μια μυστική συμφωνία να πουλήσει αυτά τα σκουπίδια στη λετονική κυβέρνηση, ο σκοπός ήταν να εξαπατήσει….”.

Την 1/3/2013, η εφημερίδα “The Lithuanian Tribune” δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής σχετικά με μια έρευνα για το ρόλο της ΕΤΑΑ: “οι εκδότες δύο μεγάλων διεθνών ειδησεογραφικών ομίλων ανέθεσαν σε δημοσιογράφους να γράψουν σχετικά ρεπορτάζ. Είχε νόημα να ασχοληθούν τα ΜΜΕ, επειδή η ΕΤΑΑ χρηματοδοτείται από φορολογούμενους 61 χωρών και η Parexείχε προκαλέσει την οικονομική κατάρρευση μιας χώρας-μέλους της ΕΕ. Και οι δύο δημοσιογράφοι συγκέντρωσαν καινούργια στοιχεία που στήριζαν τα παλιότερα. Όμως, οι εκδότες αρνήθηκαν να τα δημοσιεύσουν”.

Το άρθρο αναφέρει ότι τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί περιλάμβαναν μια έκθεση της εταιρείας Nomuraπου είχε διαρρεύσει και ύστερα από πιέσεις της λετονικής κυβέρνησης και της ΕΤΑΑ ο ιστότοπος [http://www.kargins.com/] που την είχε ανεβάσει έκλεισε. Το ότι η ΕΤΑΑ είχε δαπανήσει εκατ. ευρώ αγοράζοντας μετοχές-σκουπίδια. Και το ότι η ΕΤΑΑ πήρε μετοχές της Citadeleενώ οι άλλοι μέτοχοι της μειοψηφίας της Parexδεν πήραν. Η εφημερίδα σημειώνει ότι όλα αυτά δείχνουν ότι πιθανώς όλες οι συναλλαγές της ΕΤΑΑ στην Ανατ. Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία περιλάμβαναν δικαιώματα προαίρεσης μετοχών προς μελλοντική πώληση και άρα ήταν ένα είδος απάτης. Και αναρωτιέται ο συντάκτης: μήπως γι΄ αυτό η ΕΤΑΑ χρηματοδοτεί επανειλημμένα σκανδαλώδη προγράμματα με διαβόητους εταίρους σε όλη την περιοχή;

Το μπλογκ Lawless Latvia σημειώνει επίσης: “η βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνώριζε για τις απάτες και το ξέπλυμα χρήματος της Parex επί πολλά χρόνια και επέλεξε να μην κάνει τίποτε παρόλο που η Parex δανειζόταν εκατοντάδες εκατ. ευρώ στο Λονδίνο. Αυτά τα χρήματα εξαφανίστηκαν και τα δάνεια αποπληρώθηκαν από τη λετονική κυβέρνηση με δανεικά χρήματα”.

Οι όροι γι’ αυτά τα δάνεια που πήρε η κυβέρνηση της Λετονίας επέφεραν την ύφεση, την ανεργία και την κοινωνική κατάρρευση.

**Αξίζει τον κόπο να γίνει μια σύντομη αναφορά στην αποκαλούμενη ανάκαμψη της Λετονίας. Αυτή προήλθε κυρίως από τον τραπεζικό (υπεράκτιο) τομέα που προσελκύει και διοχετεύει τη φυγή κεφαλαίων και εμπλέκεται σε πλήθος κερδοσκοπικών απατών. (Στη Λετονία το 48,9% των καταθέσεων ανήκει σε μη κατοίκους της χώρας, σε σύγκριση με το 43% της Ελβετίας –του διαχρονικού παραδείσου φορολογικής απάτης– και με το 37% της Κύπρου). Η λετονική κυβέρνηση, με τη στήριξη της Κομισιόν, υπερασπίστηκε τον υπεράκτιο τραπεζικό τομέα με κάθε τίμημα, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων σκληρή λιτότητα στον πληθυσμόΕπίσης, η άμεση αντίδραση της Λετονίας στην κρίση ήταν η μαζική κοπή δασών που είχε κληρονομήσει από τη σοβιετική περίοδο, όταν έγινε εκτεταμένη αναδάσωση αγροτικών γαιών. Η αύξηση των εξαγωγών σ’ αυτό τον τομέα απεικονίζει την απογύμνωση της χώρας από περιουσιακά στοιχεία, όπως ακριβώς έγινε στη μετασοβιετική περίοδο, προκαλώντας μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή (παίρνοντας υπόψη το βόρειο πλάτος της Λετονίας, χρειάζονται 50-100 χρόνια για να αναπληρωθούν τα κομμένα δέντρα) και στερώντας τη χώρα από ένα σημαντικό πόρο. Ταυτόχρονα, το ότι η Λετονία αποβιομηχανίστηκε τα τελευταία 20 χρόνια σημαίνει ότι σχεδόν κάθε αμελητέα αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής εκφράζεται ποσοστιαία πολύ μεγάλη. Είναι όπως το παλιό ανέκδοτο με την κατά 100% αύξηση παραγωγής αλβανικών υποβρυχίων, που από 1 έγιναν 2….

(τα στοιχεία από M. Hudson, “Latvia’s Economic Disaster as a Neoliberal Success Story: A Model for Europe and the US?”, 3/1/2013, και από το “The National Interest”).

Εθνικό Νόμισμα: μέρος μια πρωτοβουλίας ιστορικών διαστάσεων

Παρά τις δυσκολίες του εργατικού κινήματος, παρά μια σχεδόν γενικευμένη μοιρολατρία, φαίνεται ότι στην κοινωνία υπογείως λειτουργούν ιδιαίτερα θετικές διεργασίες.

Ήδη η ημερήσια διάταξη στη βραδινή οικογενειακή συζήτηση, στις κουβέντες στα καφενεία  έχει διαφοροποιηθεί από αυτήν μέσα στη Βουλή. Στη δεύτερη επικρατεί μια σύγκρουση γύρο από το μνημόνιο, επί της ουσίας άγονη πια δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές αποδέχονται το ίδιο πλαίσιο της Ευρωζώνης που το γέννησε και το καθιστά υποχρεωτικό εις το διηνεκές.

Στις πρώτες, στις λαϊκές κουβέντες, το θέμα που κυριαρχεί πια είναι η παραμονή ή η αποχώρηση από το ευρώ, από άλλους με αισιοδοξία ή και αφέλεια, από άλλους με ανησυχία ή και πανικό, από όλους σχεδόν πάντως που νοιάζονται για δουλειά και επιβίωση με ενδιαφέρον και αναζήτηση.

Μπορούμε να πούμε ότι ο κοινοβουλευτικός «διάλογος», όταν δεν πρόκειται για ανταλλαγή υβρισμών βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τους πλούσιους κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο παράδοξο, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία να είναι οργισμένη με την κυβέρνηση Σαμαρά και μια επίσης μεγάλη πλειοψηφία να μη θέλει εκλογές για να τη διώξει.

Σε σχέση με το δίλημμα λοιπόν «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» θέλω να κάνω τις εξής παρατηρήσεις:

Πρώτο, κατά ένα τρόπο το σύστημα έχει αυτοπαγιδευθεί. Συνέβαλε να έρθει στο προσκήνιο το θέμα του ευρώ, επιχειρώντας να οικοδομήσει πάνω του μια γενική εκστρατεία φόβου. Το κακό είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, που δέχθηκε μια τέτοια επίθεση κινδυνολογίας κατά τις δεύτερες εκλογές του 2012, επιχειρεί να την εκτονώσει υιοθετώντας την, διαφημίζοντας πια και η ίδια την «εθνική καταστροφή» σε περίπτωση αποχώρησης.

Το ευρώ, από κέντρο της επίθεσης του συστήματος μετεξελίσσεται σε κέντρο αντεπίθεσης από το λαό. Ισοδύναμη με την οικονομική ωφέλεια από την απελευθέρωση από το ευρώ αναδείχνεται η ιδεολογική ωφέλεια, η απαλλαγή από την ηγεμόνευση του συστήματος. Ο ισχυρότερος αντίπαλος σε μια επαναστατική αλλαγή που έχει ανάγκη η Ελλάδα δεν είναι η κυβέρνηση Σαμαρά. Ούτε η κυβέρνηση Μέρκελ. Είναι η «αόρατη κυβέρνηση», σύμφωνα με τον όρο της Χάνα Άρεντ, οι παλιές αλήθειες, οι χωρίς νόημα κοινοτοπίες, τα ταμπού που ακυρώνουν τη ελεύθερη σκέψη, όπως το ευρώ.

Δεύτερο, η έξοδος από το ευρώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Υπάρχουν μια σειρά άλλες τομές, εξίσου ή μπορεί και περισσότερο αναγκαίες από το εθνικό νόμισμα, που, γιατί η κυρίαρχη τάξη επέλεξε το ευρώ κυρίως ως γήπεδο αντιπαράθεσης. Η παύση πληρωμών, προκειμένου οι δημοσιονομικοί πόροι να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην οικονομική ανοικοδόμηση και την κοινωνική στήριξη. Το ισχυρότατο κράτος, δημοκρατικό, διαφανές και υπό κοινωνικό έλεγχο, γιατί μόνο αυτό μπορεί να γίνει το υποκείμενο μιας οικονομικής αναγέννησης κι όχι κάποια ξένα fundsπεριφερόμενα ανά τον κόσμο όπως οι πειρατές στις ανοικτές θάλασσες. Ο παραγωγικός σχεδιασμός, αυτή η παλιά αλλά απραγματοποίητη ιδέα του Δημήτρη Μπάτση που (και για αυτό) εκτελέσθηκε μαζί με τον Μπελογιάννη, που θα δώσει υπόσταση και θεμέλια στην ελληνική παραγωγή. Η πλήρης απασχόληση ως κεντρικός στόχος.

Τρίτο, Η έξοδος από το ευρώ δε σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα έχει θετικό πρόσημο. Υπάρχει η και η συστημική έξοδος, μια επιλογή πάντα ανοικτή για την Ευρωζώνη στην προοπτική της παταγώδους αποτυχίας του προγράμματος της τρόικα. Υπάρχει και η αντιδραστική άποψη ότι με αυτόν τον τρόπο στην ήδη επελθούσα μείωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων από την «εσωτερική υποτίμηση», θα προστεθεί η «εξωτερική υποτίμηση» του νομίσματος, χωρίς εξισορροπήσεις στην αμοιβή της εργασίας, που θα κάνει ακόμα πιο φτηνή την αμοιβή της εργασίας, θα πακιστανοποίησει τους εργαζόμενους.

Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εξαρχής το εγχείρημα να συνοδεύεται από την αποδυνάμωση των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας και την ενδυνάμωση της λαϊκής εξουσίας, μέσω εθνικοποιήσεων, ελέγχου και νομοθεσίας.  Δεν το έκανε η προεδρεία Κίρχνερ στην Αργεντινή κι έτσι μετά από μια πενταετή θριαμβευτική σχεδόν πορεία που ξεκίνησε με την απελευθέρωση του νομίσματος από την ισοτιμία του με το δολάριο, μπλόκαρε μπροστά στην αντεπανάσταση του «elcampo», της συμμαχίας πολυεθνικών εταιριών στον αγροτικό χώρο τύπου Monsanto με τους μεγαλογαιοκτήμονες της χώρας, που συμπαρέσυρε και τους μικρότερους αγρότες και είχε διαλύσει για μήνες τη χώρα.

Τέταρτο, για αυτό για την αριστερά είναι εξαιρετικής σημασίας από την ίδια την ημέρα εκκίνησης, σε συνθήκες ρευστότητας που θα καθορίζεται από την Τράπεζα Ελλάδας κι όχι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η «ταυτότητα» του εθνικού νομίσματος να ενσωματώνει την αισθητή άνοδο της επιπέδου ζωής των εργαζομένων μέσα από τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και τη βελτίωση των μισθών τους που θα εξουδετερώνουν και οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση από τον πληθωρισμό.

Αυτό έχουν αναγκασθεί ορισμένες φορές να το κάνουν και σε εντελώς καπιταλιστικά πλαίσια, όπως δείχνει το παράδειγμα του NewDealστις ΗΠΑ το 1934, όταν στην πιο ακραία στιγμή της κρίσης,προκειμένου να αναζωπυρωθεί η ενεργός ζήτηση, γεννήθηκε η μεγαλύτερη άνθηση εργασιακών δικαιωμάτων – χρόνος εργασίας, κατώτεροι μισθοί, ελεύθερα από την εργοδοσία συνδικάτα. Ή σήμερα στην Ιαπωνία, στην προσπάθειά της να βγει από δεκάχρονη στασιμότητα, όπου η κυβέρνηση Abe έρχεται σε ανοικτή σύγκρουση με την Toyotaή τη Sony για την άνοδο των μισθών προκειμένου να ενισχυθεί η κατανάλωση των εργαζομένων.

Πέμπτο, ποια είναι τα όρια του πληθωρισμού που θα αφήσει μια κυβέρνηση; Θα υπάρξουν περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίου, τι είδους και μέχρι πότε; Ποιο είναι το περιθώριο της αυξημένης ρευστότητας;  Πώς θα εξασφαλισθούν οι λαϊκές καταθέσεις, θα επιτραπούν καταθέσεις μέχρι ένα ποσό σε ευρώ,  συνάλλαγμα στις νέες συνθήκες εθνικού νομίσματος; Πώς θα σταθεί ένα εγχείρημα με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά μέσα σε μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική αγορά; Πώς θα αξιοποιηθεί η θετική και αρνητική εμπειρία της Λατινικής Αμερικής. Είναι πολλά και δύσκολα τα ερωτήματα. Αλλά απαντιούνται.

Εδώ βρίσκεται και η ιδιαίτερα θετική συμβολή της πολιτικής δύναμης «Σχέδιο Β». Προσγείωσε την άλλη άποψη από τον ουρανό των ιδεών στην γη των προγραμμάτων και των απλών ανθρώπων που δικαιούνται να αξιώνουν απλές και σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματά τους.Μια ριζοσπαστική αλλαγή για να μη είναι όνειρο καπιταλιστικής θερινής νυκτός πρέπει να έχει την έκφραση ενός αιχμηρού, συγκροτημένου κυβερνητικού προγράμματος που στηρίζεται σε ένα συνεχή συναγερμό του κόσμου της εργασίας.

Και έκτο, η κίνηση προς ένα τέτοιο πρόγραμμα μετασχηματισμών είναι μια πατριωτική κίνηση. Όχι με την έννοια της εθνικής αναδίπλωσης, του εκτονωτικού παραληρήματος ή του σνομπισμού του ξεπεσμένου αριστοκράτη.  Είναι μια εθνική πρωτοβουλία ιστορικών διαστάσεων ώστε η Ελλάδα να μπει ορμητικά στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με τα δικά της χαρακτηριστικά, με τα συμφέροντα των δικών της εργαζομένων κι όχι των ευρωπαϊκών τραπεζών, με σχέσεις αμοιβαίου οφέλους κι όχι υποταγής. Είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια που θα ξεματιάσει τη νέα γενιά από την κατάρα της ανεργίας και θα της ανοίξει τους διεθνείς ορίζοντες, όχι ως τόπους εξορίας, αλλά ως τόπους μάθησης, υψηλής εξειδίκευσης, γνώσεων όπου η νέα γενιά θα μπορέσει να αξιοποιήσει την πλανητική σκέψη για να ΄στηρίξει ένα νέο ιστορικό εγχείρημα για την Ελλάδα.

Αναδημοσίευση απο το unfollow, τεύχος 25 .Αφιέρωμα: Ευρώ ή δραχμή μιά συζήτηση που πρέπει να γίνει

Του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Ο Σερ Κεν Ρόμπινσον έχει γίνει γνωστός από τις παρεμβάσεις του στο TED (διεθνής οργάνωση και πλατφόρμα διάδοσης ιδεών) με τρεις ομιλίες το 2006, το 2010, το 2013, με τους εντυπωσιακούς τίτλους «τα σχολεία σκοτώνουν την δημιουργικότητα», «φέρτε την επανάσταση στην εκπαίδευση» και «πως να δραπετεύσουμε από την κοιλάδα του θανάτου της εκπαίδευσης». Τις ομιλίες του τις έχουν παρακολουθήσει, μέσω αυτών των πλατφόρμων, εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα και είναι επίσης εντυπωσιακή ο ομοθυμία γύρω από τους ισχυρισμούς του κ. Ρόμπινσον. Μέχρι και ο ΓΑΠ έχει δηλώσει εντυπωσιασμένος από τις καινοτόμες απόψεις του (Βήμα, 20/01/2011)!

Και πράγματι πως να διαφωνήσει κανείς με τις τρεις γενικές παραδοχές του; Πρώτον, ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα θα πρέπει να προωθούν τη πολυμορφία προσφέροντας ένα ευρύ πρόγραμμα σπουδών και να ενθαρρύνουν την εξατομικευμένη μαθησιακή διαδικασία, δεύτερον, ότι θα πρέπει να προωθούν την περιέργεια μέσω της δημιουργικής διδασκαλίας και ότι θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αφύπνιση της δημιουργικότητας μέσω εναλλακτικών διδακτικών διαδικασιών που έχουν λιγότερη έμφαση στην τυποποίηση των εξετάσεων.

Οι διαπιστώσεις αυτές είναι τόσο κοινότυπες και γενικής αποδοχής που μέχρι και τα κείμενα οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, καθώς και εκπαιδευτικά νομοσχέδια όλων των κυβερνήσεων, τα εμπεριέχουν. Πολυμορφία, δημιουργικότητα, ανάπτυξη περιέργειας, αντίθεση σε μια στείρα τυποποίηση. Όμως τα ίδια νομοσχέδια που εμπεριέχουν αυτές τις ευχές, αναπαράγουν διαρκώς την τυποποίηση, διευρύνουν τις εξετάσεις, οξύνουν το πρόβλημα του σύγχρονου λειτουργικού αναλφαβητισμού, ενισχύουν την κρίση και τα αδιέξοδα των εκπαιδευτικών συστημάτων. Διεθνώς και όχι μόνο στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις διαφορές. Οι απανωτές μεταρρυθμίσεις προσπαθούν να απαντήσουν στην κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος και όλο και σκάβουν πιο βαθύ το λάκκο του. Σήμερα εκατομμύρια μαθητές τελειώνουν το σχολείο και δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα τους, δεν μπορούν να διαβάσουν, να αναλύσουν και να εξηγήσουν ένα κείμενο εφημερίδας και κυρίως βαριούνται αφόρητα το σχολείο και απαξιώνουν την ίδια τη γνώση. Τα φαινόμενα αυτά ισχύουν και για το Βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα, του οποίου σύμβουλος ήταν ο συγκεκριμένος συγγραφέας επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ ως το 2003. Και άρα συνυπεύθυνος για τα προβλήματα του.

Ο Κεν Ρόμπινσον επιχειρεί να ανιχνεύσει τα αίτια αυτής της κρίσης. Σε μια άλλη ομιλία του με τίτλο «αλλαγή των εκπαιδευτικών προτύπων» παρουσιάζει μια αφήγηση, που απέχει πολύ όμως από το να είναι ανάλυση, αναπαράγοντας τα λάθη των κυβερνήσεων και των οργανισμών που ενώ ξορκίζουν την κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος, την οξύνουν.

Η βασική παραδοχή αφορά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα γεννήθηκε με τη σημερινή του μορφή, για τις ανάγκες μια διαφορετικής εποχής με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την γέννηση της βιομηχανίας και την πολιτισμική διανόηση του διαφωτισμού και την αναφορά των κοινωνιών στη δύναμη του ορθού λόγου και της γνώσης.

Και αυτή την παραδοχή την ντύνει κυριολεκτικά αραδιάζοντας μια σειρά σχετικών και άσχετων ζητημάτων, σωστών ή λαθεμένων. Αναφέρει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα έχει δομή αντίστοιχη με της βιομηχανίας, επειδή χωρίζουμε τα παιδιά ανά ηλικία (;;;), χωρίς όμως να αναφέρει μια μελέτη ή θεωρία που να αναφέρει το αντίθετο, κάνει μια εκτεταμένη και σωστή κριτική στην τυποποίηση μέσω των εξετάσεων, μετά κάνει ένα αυθαίρετο ορισμό της δημιουργικότητας («ορίζω δημιουργικότητα να παράγεις ιδέες που έχουν αξία» ΣΣ: τι αξία; και για ποιον;) και εμφανίζει και έναν ορισμό της «αποκλίνουσας σκέψης», σαν κάτι διαφορετικό, όταν τελικά το ταυτίζει με αυτό που αναφέρουν όλα τα παιδαγωγικά εγχειρίδια σαν αναλυτική ή κριτική σκέψη. Στο τέλος μιλάει και για ένα τεστ αμφιβόλου επιστημονικότητας (ποια μέθοδος; με ποια ερωτήματα;) στο οποίο θεμελιώνει τη θεωρία του ότι το σχολείο σκοτώνει την δημιουργικότητα με «πειστικό τρόπο», αφού μιλάνε τα αδιαμφισβήτητα ποσοστά που αναφέρει, χωρίς καν να αναφέρει ποια ήταν τα ερωτήματα του τεστ!

Την «ανάλυση» αυτή μέσω του youtube και του TED την έχουν δει εκατομμύρια άνθρωποι. Και όσο και να περιέχει αστήρικτους ισχυρισμούς, έχει μεγαλύτερη δύναμη και «εγγυρότητα» από χιλιάδες αναλύσεις και παιδαγωγικές μελέτες που έχουν διδαχθεί μερικές εκατοντάδες φοιτητές παιδαγωγικής. Και τελικά αποκρύβει τα βασικά αίτια της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος.

Είναι αυτή η ιντερνετική δύναμη του βομβαρδισμού πληροφορίας που υποκαθιστά την μελέτη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, την επιστήμη και την γνώση. Είναι αυτό το μοντέλο που υπερασπίζεται ο κ. Ρόμπινσον ότι αναπτύσσει την «αποκλίνουσα σκέψη», που δε ξέρουμε όμως αν ενδιαφέρει ότι με αυτό τον τρόπο γίνεται μη- σκέψη…

Κρίση-εκπαίδευση-μεταμοντέρνο

Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια στασιμότητα, σε μια κρίση αναπαραγωγής του εδώ και δεκαετίες. Απέναντι σε αυτήν την κρίση ένα φάρμακο που χορηγήθηκε αφειδώς ήταν ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση. Ένα άλλο ήταν η διαρκής αναζήτηση της καινοτομίας και των τεχνολογικών τομών.

Από τη δεκαετία του 70, με κορύφωση τη δεκαετία του 90, αναλυτές και διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι το μυστικό της ανάπτυξης της οικονομίας βρίσκεται μέσα στην εκπαίδευση. Είμαστε στην εποχή, όπως λαθεμένα υπονοεί και ο κ. Ρόμπινσον, των «κοινωνιών της γνώσης» ή αλλιώς στην μεταβιομηχανική κοινωνία. Έχουμε ξεπεράσει τις βιομηχανικές κοινωνίες και άρα το εκπαιδευτικό μοντέλο των βιομηχανικών κοινωνιών πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να αντιστοιχηθεί στη νέα εποχή. Δεκάδες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις χώρες, αναλύσεις επί αναλύσεων κι όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα παρεμένει ο μεγάλος ασθενής. Για την ακρίβεια με κάθε του μεταρρύθμιση αρρωσταίνει πιο πολύ.

Τη τελευταία δεκαετία η συζήτηση γύρω από τις κοινωνίες της γνώσης ξεθωριάζει. Είναι η εποχή που τα κινέζικα μεροκάματα στη βιομηχανία τραβούν την προσοχή σε σχέση με τη «νέα οικονομία», που πόνταρε πολλά στις νέες τεχνολογίες. Όπως έδειξε και το τελευταίο επεισόδιο της κρίσης, οι καινοτομίες και η “νέα οικονομία” με την επιστημονικοτεχνική επανάσταση, τελικά, δεν λύνουν το πρόβλημα της αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου. Είναι η εποχή που στο κέντρο για τον ανταγωνισμό ΗΠΑ, Ε.Ε. και άλλων οικονομικών κέντρων, είναι η συζήτηση για την φτηνή εργατική δύναμη και τις ειδικές οικονομικές ζώνες εργαζομένων χωρίς δικαιώματα και όχι τόσο η συζήτηση για την επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Οι βασικές προσπάθειες για το ξεπέρασμα της κρίσης εστιάζονται στην επίθεση στην εργατική δύναμη. Στην λεηλατημένη και χρεοκοπημένη Ελλάδα η συζήτηση προσγειώνεται στο τι και πως παράγει και οι αναφορές του πρωθυπουργού ότι με το wi-fi σε κάθε γειτονιά θα έρθει η ανάπτυξη προκαλούν γέλιο.

Τα παραπάνω είναι, σε γενικές γραμμές, η μία πλευρά για το πως η κρίση του καπιταλισμού τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί την κρίση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Αν η εκπαίδευση ήταν το μέσο, η διαδικασία για την συμμετοχή στον παραγόμενο πλούτο στα χρόνια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και αυτό της έδινε ένα εσωτερικό νόημα, στα χρόνια της στασιμότητας του καπιταλισμού αναζητά νόημα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι η γνωστή διεκδίκηση του εργατικού κινήματος για δημόσια δωρεάν παιδεία και ολόπλευρη μόρφωση για όλα τα παιδιά, γιατί το σύστημα μπορεί να έχει αυταπάτες, αλλά δεν είναι ηλίθιο. Το νόημα προσπαθούσε να το οικοδομήσει μέσα από την πλάνη της «κοινωνίας της γνώσης» και της διαρκούς εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης». Και δεν τα κατάφερνε.

Τα παραπάνω ισχύουν στο επίπεδο της οικονομίας όσο και στο επίπεδο των ιδεών μιας και η «μεταβιομηχανική κοινωνία» είχε το ισοδύναμο της. Το μεταμοντέρνο φιλοσοφικό ιδεώδες.

Στις μοντέρνες κοινωνίες, στις κοινωνίες που εγκαινίασε ο διαφωτισμός, η γνώση ισοδυναμούσε με την επιστήμη. Κάποιος αποκτούσε γνώση μέσω της εκπαίδευσης για να γίνει γνώστης, για να γίνει μορφωμένος.

Οι οπαδοί του μεταμοντέρνου διαφωνούν με αυτήν την οπτική. Γι’ αυτούς η γνώση γίνεται λειτουργική και χρηστική. Μαθαίνεις πράγματα, όχι για να τα γνωρίζεις, αλλά για να χρησιμοποιήσεις αυτή τη γνώση. Ο «πατέρας» του μεταμοντερνισμού, Ζ. Φ. Λιοτάρ σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία στις 10/05/1998 το διατυπώνει πιο καθαρά: « Η παλαιά αρχή ότι η απόκτηση γνώσης είναι αδιαχώριστη από την εκπαίδευση του μυαλού … τείνει να ξεπεραστεί και αυτό θα γίνεται όλο και περισσότερο. Η σχέση των προμηθευτών και χρηστών της γνώσης με τη γνώση που προμηθεύουν και χρησιμοποιούν τείνει σήμερα … να αποκτήσει τη μορφή που έχει ήδη πάρει η σχέση των παραγωγών καταναλωτικών αγαθών και των καταναλωτών με τα προϊόντα που παράγουν και καταναλώνουν, δηλαδή να αποκτήσει τη μορφή της αξίας. Ή υπάρχει και θα παράγεται για να πουληθεί, ή υπάρχει και θα καταναλώνεται με σκοπό να αξιοποιηθεί σε μια νέα παραγωγή: και στις δύο περιπτώσεις σκοπός είναι η ανταλλαγή. Η γνώση παύει να είναι αυτοσκοπός …!!!»

Ο γνώστης αντικαθίσταται από τον καταναλωτή γνώσης. Το νέο αυτό φιλοσοφικό ιδεώδες δένει με τις νέες τεχνολογίες αφού η γνώση δεν έχει να κάνει με νόμους και νομοτέλειες (αυτά θεωρούνται παιχνίδια του μυαλού και της γλώσσας), αλλά με την ποσότητα της πληροφορίας που διαχέεται, δικτυώνεται, επεξεργάζεται, αποθηκεύεται, επικοινωνείται και τελικά χρησιμοποιείται. Οι πιο «προχωρημένοι» εισαγάγουν και τον όρο «υπολογιστική σκέψη» ή «διαδικτυακή σκέψη».

Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες αναπαράγουν, με μονοτονία, ένα συνονθύλευμα πρακτικών και ιδεών, βασιζόμενες πάνω σε αυτή τη γενική αντίληψη. Περισσεύει η φλυαρία για τη «σχετικότητα της γνώσης», για την «ανάγκη το παιδί να βρει τη δικιά του οπτική» πχ για την Ιστορία (αυτά είχαν ακουστεί πριν χρόνια στο περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της Ρεπούση), τον υποβιβασμό του εκπαιδευτικού από δασκάλου σε συντονιστή ομάδων, η πλειοδοσία γύρω από «ομαδοσυνεργατικές μεθόδους» σε αντίθεση με τη στείρα και κατά μέτωπο διδασκαλία, όπως χαρακτηρίζουν «ατιμωτικά» την διδασκαλία κοκ. Εδώ βέβαια η δαιμονοποίηση κάποιων λέξεων και εννοιών και η ωραιοποίηση κάποιων άλλων παίζει το ρόλο της. Με μια έννοια προσπαθούν να εφαρμόσουν αυτά που λέει ο Κεν Ρόμπινσον, για να ανταποκριθούν στην «μεταβιομηχανική κοινωνία», όχι όμως με επιτυχία. Τα εκπαιδευτικά συστήματα παραμένουν ιεραρχικά, τυποποιημένα, αξιολογικά, βαρετά, ταξικά. Όπως ακριβώς τα θέλει η βιομηχανική κοινωνία η οποία είναι σε κρίση και επιθυμεί να υπερβεί τον εαυτό της, σε μια μετά-κατάσταση της. Αυτή την αντίφαση και σχιζοφρένεια του συστήματος, ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θέλει να γίνει, την πληρώνουν οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και όλα τα άλλα θύματα των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων».

Σε αυτήν την αντίφαση κινείται και ο Σερ Κεν Ρόμπινσον, παρόλες τις σωστές κριτικές που κάνει στην σημερινή εκπαίδευση, όπως και άλλοι που ασπάζονται την μεταμοντέρνα κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μία τέτοια κριτική όμως, για να προχωρήσει και να μην μείνει σε ευχές πρέπει να έχει μια θεωρία για την εκπαίδευση που να βασίζεται σε μια θεωρία για την κοινωνία, να γνωρίζει ότι «δεν είναι η εκπαίδευση η οποία δίνει μορφή στην κοινωνία αλλά είναι η κοινωνία που προδιαγράφει την εκπαίδευση, ώστε να προσαρμόζεται στις αξίες που στηρίζεται η κοινωνία» (Freire P. 1985: 170). Αλλιώς οι προσπάθειες για περισσότερες ομαδοσυνεργατικές λογικές στην εκπαίδευση, η ανίχνευση δρόμων για μάθηση έξω από «την ύλη» και την τυποποίηση, η εξατομικευμένη και διαφοροποιημένη διδασκαλία, μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν. Στο βαθμό που οι μετανεωτερικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συγκλίνουν στην αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στα σχολεία χρειάζεται να ανταποκρίνονται στη μεταβιομηχανική αγορά εργασίας και στις αναδιαρθρώσεις της νέας παγκόσμιας οικονομίας εν μέσω εθνικού και διεθνούς ανταγωνισμού ή στη σύνδεση οικονομίας και γνώσης, στη σύνθεση κοσμοπολιτικών θέσεων με δόσεις φιλελεύθερων πολυπολιτισμικών πρακτικών («η ενότητα των διαφορών»), στην πολιτική/κοινωνική πίεση για αλλαγές πολιτικών σε ζητήματα που αφορούν διακρίσεις φυλών και εθνοτήτων κ.ο.κ. ουσιαστικά συγκλίνουν σε πρακτικές όμορες της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευσης (McLaren 2003: 158-159).

Σχολείο για όλους, να μορφώνει και όχι να εξοντώνει.

Δεν χρειάζεται αλλαγή προτύπου με στόχο την υπέρβαση του διαφωτισμού. Το σχολείο είναι ένας θεσμός όπου οι προηγούμενοι πολιτισμοί «περνάνε» στις επόμενες γενιές τη γνώση τους, τις αξίες τους και τους κώδικες τους. Σήμερα ζητούμενο για το σχολείο παραμένει η κατανόηση των υλικών και πνευματικών όρων, η γνώση των νόμων ανάπτυξης της φύσης και της κοινωνίας. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας δεν αντιβαίνει τη γνώση αυτών των νόμων, το αντίθετο. Η χρήση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών δεν αλλοιώνεται από την επιστημονική γνώση, το ανάποδο. Η ανάπτυξη της αισθητικής παιδείας είναι παράλογο να θεωρείται παράπλευρη απώλεια των συνεχών εξετάσεων και της προετοιμασίας των πανελλαδικών. Ένας μαθητής πρέπει να προσπαθεί, να κοπιάζει για να αποκτήσει γνώσεις αλλά πρέπει να έχει ελεύθερο χρόνο. Ένας μαθητής δε μπορεί να κάθεται 10 ώρες τη μέρα στα θρανία. Ένας μαθητής πρέπει να μάθει στη συνεργασία και όχι στον ατομισμό. Πρέπει να μάθει να αγωνίζεται, να διεκδικεί, να του αρέσει να μαθαίνει. Και για να γίνουν όλα αυτά. Ένας μαθητής πρέπει να βρίσκει νόημα σε όλα αυτά. Ένα καλύτερο μέλλον.

Πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ: Επίτηδες το κάνουν;

Την ώρα που λίγος κόσμος για τις απαιτήσεις της στιγμής βρισκόταν έξω από την ΕΡΤ και ένα πικρό “γιατί” θα έπρεπε να τεθεί απαιτητικά και να δοθούν απαντήσεις, έσκασε η είδηση της πρότασης μομφής που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βεβαίως κάθε κόμμα έχει δικαίωμα να αποφασίζει τη συγκυρία στην οποία υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις να κλιμακώσει μια κοινοβουλευτική αντιπαράθεση. Παραμένει ερώτημα αν έχει κάποιο νόημα μια τέτοια κοινοβουλευτική αντιπαράθεση που διαιωνίζει όρους επικοινωνιακής, τηλεοπτικής και επιφανειακής πολιτικής. Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι οι “κοινοβουλευτικές αυταπάτες”. Κάθε μέσο πάλης πρέπει να χρησιμοποιείται και η πρόταση μομφής είναι ένα από αυτά. Μικρό, συνήθως αναποτελεσματικό, αλλά πάντως υπαρκτό.

Το πρόβλημα είναι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας σε μια δύσκολη κινηματικά περίοδο, με τον κόσμο να μην είναι σε αγωνιστική εγρήγορση, αλλά αμήχανο να επιζητά απαντήσεις και διέξοδο στα αδιέξοδα και την κυβέρνηση να μην αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα εσωκομματικής διαφοροποίησης για το συγκεκριμένο θέμα για το οποίο κατατίθεται η μομφή.

Το πρώτο τριήμερο μετά το μαύρο που έπεσε στην ΕΡΤ στις 11 Ιούνη, συζητήθηκε η προοπτική μιας πρότασης μομφής. Ο κόσμος κατά χιλιάδες ήταν καθημερινά στο δρόμο, η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ απειλούσαν την κυβέρνηση με πτώση, η Ευρώπη παρακολουθούσε σοκαρισμένη, η λαϊκή οργή, η συμμετοχή και η αποφασιστικότητα περίσσευαν.

Κυρίως: Η κυβέρνηση παράπαιε.

Τη στιγμή εκείνη ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάνθηκε ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες.

Δεν ήταν τότε, αλλά είναι σήμερα;

Τη στιγμή εκείνη, δεν ήταν δεδομένη η επιβίωση της κυβέρνησης, ήταν όμως δεδομένη η εντυπωσιακή συμμετοχή του λαού στον αγώνα για δημοκρατία και ελευθερία.

Τη στιγμή εκείνη η λυκοσυμμαχία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ αλληλοεκβιάζοταν και αλληλοκαρφώνοταν κάνοντας ευάλωτη όσο ποτέ τη συγκυβέρνηση.

Τη στιγμή εκείνη ο λαός ήταν στο δρόμο. Θα μπορούσε η κυβερνητική αμηχανία και η λαϊκή αγωνιστικότητα να μεταφερθούν ΚΑΙ στη Βουλή. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν έπεφτε, με άλλους όρους θα επέστρεφαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στο βρώμικο έργο που εκτελούν. Και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η Αριστερά θα αποδείκνυε ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία πρέπει να βοηθά και να στηρίζει την εξωκοινοβουλευτική πάλη.

Τότε, δεν υπήρχαν οι συνθήκες, δεν υπήρχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις.

Σήμερα;

Ποιες ακριβώς συνθήκες ωρίμασαν;

Η ΔΗΜΑΡ ψάχνει κολυμπήθρα του Σιλωάμ να ξεπλυθεί και ρίχνει γέφυρες στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κόβει τις γέφυρες με την κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ στηρίζει μανιωδώς τη ΝΔ και η ΝΔ στηρίζει μανιωδώς το ΠΑΣΟΚ. Ο Σαμαράς αποφάνθηκε ότι ο Βενιζέλος είναι αθώος για όλα και ο Βενιζέλος ορκίζεται στην υγεία του Σαμαρά για να μην πέσει πρόωρα και έχει περιπέτειες. Ποια ακριβώς είναι η κυβερνητική συνοχή που σήμερα δοκιμάζεται με την πρόταση μομφής; Κάθε κίνηση έχει ένα πολιτικό στόχο και ένα σκεπτικό. Ποιο είναι το σκεπτικό της συγκεκριμένης κίνησης;

Χωρίς να αποτελούσε πανάκεια, η πρόταση μομφής τότε θα ήταν μια κλιμάκωση. Ύστατη κοινοβουλευτική καταγγελία με την κυβέρνηση να είναι στον αέρα και το λαό στο δρόμο. Σήμερα τι ακριβώς επιδιώκεται;

Να επισφραγιστεί η τηλεοπτικά εξαγγελθείσα στήριξη του Σαμαρά στο Βενιζέλο και τούμπαλιν;

Να καταγραφεί ότι η ΔΗΜΑΡ δεν είναι πια καθαρόαιμη μνημονιακή δύναμη αλλά ντεμί;

Τότε, υπήρξαν φωνές από το κυβερνητικό στρατόπεδο που διαφοροποιήθηκαν. Μια μομφή θα τους εξανάγκαζε σε ανεξαρτητοποίηση ή σε ατιμωτική επιστροφή στο μαντρί. Σήμερα ποιοι κυβερνητικοί βουλευτές διαφοροποιούνται; Ο ανεκδιήγητος Τζαμτζής για τις στάνες;

Μήπως πρέπει να διασκεδαστούν οι όρκοι υπέρ της Ευρωζώνης που εκστομίστηκαν στο Τέξας;

Μήπως ο μεγάλος στόχος είναι να έρθει επιτέλους ο Σαμαράς στη Βουλή για να αντιμετωπίσει τον Τσίπρα;

Μήπως μας λείπει μια τηλεοπτική νίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί της κυβέρνησης; (Αν υπάρξει).

Μα δεν μας λείπει μια τέτοια νίκη, μας λείπει η νίκη ενός αγώνα. Η νίκη ενός κλάδου. Η νίκη ενός λαού. Και όσο τέτοια νίκη δεν επιτυγχάνεται, ματαίως θα αναζητούμε τις τηλεοπτικές ατάκες και τις κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις που στη μεταπολίτευση υπήρξαν πολλές αλλά ανούσιες.

Το ερώτημα του τίτλου αφορά την Αριστερά. Σαν να μην νιώθει τη στιγμή της επίθεσης και τη στιγμή της ανασύνταξης. Τη στιγμή της κλιμάκωσης και τη στιγμή της συσπείρωσης για να υπάρξει ανάκαμψη. Τη στιγμή που ο αντίπαλος είναι ευάλωτος και κρύβεται και τη στιγμή που είναι πρόθυμος για δημόσια έκφραση, στοίχιση των δυνάμεών του, περιχαράκωση.

Τόσο απολίτικη στάση, τέτοια επικοινωνιακή αντίληψη της πολιτικής, κάνει ζημιά.

Η σημερινή πρόταση μομφής, τη στιγμή που γίνεται, δεν θα βοηθήσει σε τίποτα την Αριστερά, το λαό και το κίνημα. Εκτός κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ξέρει κάτι που δεν το ξέρουμε εμείς. Αυτό όμως θα φανεί την Κυριακή. Σε κάθε άλλη περίπτωση το ερώτημα έρχεται και επανέρχεται: Επίτηδες το κάνουν;

Μα τέτοια ομοβροντία η ευρωπαϊκή παράταξη;

«Σήμερα, η χώρα μας βρίσκεται ένα βήμα πριν την έξοδο από την κρίση. Όλοι μας όμως ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι αυτό το βήμα, όπως επίσης ξέρουμε ότι είναι μονόδρομος και ότι δεν υπάρχει plan B» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βενιζέλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Ευρωβουλής (και υποψήφιο για την προεδρία της Επιτροπής) Μάρτιν Σουλτς. (3/11/2013)

Α. ΣΑΜΑΡΑΣ: Να σας πω, η καλή στιγμή είναι εσωτερική. Δική μου. Είναι η ρεαλιστική νομίζω αίσθηση που έχω ότι μέρα με την ημέρα, πλησιάζει όλο και περισσότερο η στιγμή που τα πράγματα θα είναι καλά.

Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Πλην ατυχήματος, έτσι;

Α. ΣΑΜΑΡΑΣ: Πλην ατυχήματος. Έξοδος, να σπάσουμε την κορδέλα στο μαραθώνιο που τραβάει ο ελληνικός λαός, όχι εμείς. (εκπομπή Ανατροπή 4/11/2013)

Α. Τσίπρας στο Τέξας σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο 4/11/2013 (μα τέτοια μανία με τα ταξίδια στις ΗΠΑ;)

«Η ευρωζώνη μπορεί να ήταν λάθος. Οι Συνθήκες και οι Χάρτες της είναι εσφαλμένες. Και πρέπει να αλλάξουν θεμελιωδώς. Κάποιοι λένε ότι ορισμένες χώρες, θα έπρεπε ίσως να μην είχαν ενταχθεί. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αλλά εγώ προτιμώ να αφήσουμε στους ιστορικούς αυτή τη συζήτηση. Δεν έχει σημασία σήμερα.

Σήμερα, η Ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα – διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank run, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων.

Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δε θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη. Αλλά υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος. Μία έξοδος της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας σε κρίση θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουν».

Ως προς το αν υπάρχει απάντηση στο τι θα συμβεί αν οι δανειστές δεν δεχτούν αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Δραγασάκης σε συνέντευξη στο Βήμα (4/11/2013) είπε: «Υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η μια είναι η διαπραγμάτευση με συναίνεση. Αυτό που κάνουν ως τώρα οι κυβερνήσεις. Επειδή υπάρχει τέτοια ασυμμετρία δύναμης, αυτό καταλήγει σε υποταγή. Το δεύτερο είναι “ή όλα ή τίποτα”. Πάμε σε ρήξη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχει αυτή η ρήξη και αδιαφορώντας για το αν μπορούμε να τις διαχειριστούμε. Αυτό το απορρίψαμε. Πάμε λοιπόν σε μια διαπραγματευτική λογική, διεκδικητική θα έλεγα, που λέει ότι εμείς λέμε ότι “με αυτή την πολιτική οδηγούμαστε σε καταστροφή, ενώ με μια άλλη πολιτική μπορούμε να διασώσουμε ό,τι μπορούμε και να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία”. Διεκδικούμε καταρχάς να γίνει δεκτή αυτή η θέση. Εφόσον δεν γίνει δεκτή, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για ρήξη, αλλά εντός της ευρωζώνης πάντα…».

(Διόρθωση συντάκτη μετά από σχόλιο αναγνώστη: η συνέντευξη δόθηκε στον 9,84 και όχι στο Βήμα και υπάρχει και το σχετικό ηχητικό στο οποίο η φράση δεν είναι “εντός της ευρωζώνης πάντα”, αλλά “εντός ευρωζώνης κατ’ αρχήν”. Παρόλο που η Αυγή και όλα τα μέσα έβαλαν τη φράση που έχουμε και εμείς και παρόλο που ο κ. Δραγασάκης δεν προέβη σε διόρθωση ή καταγγελία για αυτή την “κεφαλαιώδη” διαφορά νοήματος, εμείς το αναφέρουμε για λόγους δεοντολογίας. Πολιτικά, ο καθένας καταλαβαίνει). 

Και σημειώνει η Αυγή (5/11/2013): Ο Σαμαράς αποδεικνύεται ανίκανος να κάνει πολιτική διαπραγμάτευση γιατί η πολιτική επιβίωσή του στηρίζεται στην όποια υποστήριξη από την τρόικα. Δεν διαπραγματεύεται, παρά τα όσα έλεγε τον Ιούνιο του 2012. Και να ήθελε τώρα, δεν βρίσκει θεσμικούς συνομιλητές. Η τακτική του συνιστά τουλάχιστον πολιτικό αναχρονισμό.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται σε μια περίοδο που η Τρόικα και κάθε ευρωπαίος αξιωματούχος (πχ Όλι Ρεν) έχει δηλώσει σε όλους του τόνους δεν υπάρχει θέμα διαπραγμάτευσης. Και που η Μέρκελ ντροπιάζει τον πρωθυπουργό και τον στέλνει πίσω με την όποια συζήτηση να μεταφέρεται για μετά τις ευρωεκλογές. Γίνεται σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση θωρακίζεται και θεσμοθετεί μηχανισμούς επιτήρησης πολιτικών λιτότητας και πλεονασματικών προϋπολογισμών και χωρίς τρόικες! Σε αυτή την περίοδο το πολιτικό σύστημα δηλώνει σε όλους τους τόνους. Θα διαπραγματευτούμε με όριο μας το ευρώ! Δηλαδή μη μας φοβάστε!

Και αν ο πόνος του Βενιζέλου να αποδείξει ότι δεν υπάρχει σχέδιο Β και εναλλακτικός δρόμος εκτός ευρωζώνης είναι λογικός και ο τρομοκρατικός λόγος του Σαμαρά για «το ατύχημα της εξόδου» είναι συνεπής με βάση την πολιτική του, οι διαβεβαιώσεις του Δραγασάκη ότι το όριο της διαπραγμάτευσης του είναι το ευρώ και η τρομοκρατία του Τσίπρα (σε Αμερικάνικο έδαφος θυμίζουμε) με την ταύτιση της εξόδου από το ευρώ με την Αποκάλυψη του Ιωάννη τι προσφέρουν; Γιατί τέτοια τέτοιες διαβεβαιώσεις; Γιατί τέτοια ομοβροντία; Δεν ταυτίζουμε το ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ αλλά γιατί γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως και ευνοεί πολιτικά ένα περιβάλλον δημιουργίας μιας ενιαίας ευρωπαϊκής παράταξης; Πόσο βοηθάει μια τέτοια στάση την διακριτότητα και κρουστικότητα της αριστεράς απέναντι στη δεξιά σε μια περίοδο που η δεύτερη εκμεταλλευόμενη τις δολοφονίες Χρυσαυγιτών θα εντείνει τις πιέσεις για εθνική ενότητα και συνεννόηση;

Το βάρος όμως, ξανά, πέφτει στις πλάτες της αντιΕΕ ή μη ευρωπαϊκής παράταξης, με την έννοια της παράταξης που αμφισβητεί το όριο του ευρώ, που έχει Σχέδιο Β απέναντι στην νεοφιλελεύθερη παντοκρατορία της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, που υποστηρίζει ένα διαφορετικό δρόμο για τη χώρα. Τέτοια παράταξη δεν υπάρχει και πρέπει να δημιουργηθεί.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει…

Υπάρχει μια διελκυστίνδα στη συζήτηση που γίνεται περί δύο άκρων που βοηθάει το κυβερνητικό στρατόπεδο. Και αυτή έχει να κάνει με το ότι οι δύο βασικοί παίκτες του επικοινωνιακού παιχνιδιού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να κρυφτούν γύρω από έναν κατά φαντασίαν μεσαίο χώρο, ένα υποτιθέμενο παλιότερο συνταγματικό πλαίσιο των «ήρεμων» χρόνων της μεταπολίτευσης, όπου στα θεμέλια του έγραφε τις φράσεις Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Κοινοβούλιο ως εγγυητής των Κοινωνικών Συμβολαίων, Αγορά. Όπου τα κοινωνικά κινήματα ή τα συνδικάτα ήταν «θεσμοί της δημοκρατίας» και γινόταν παραχωρήσεις σε διεκδικήσεις τους, επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους και όχι την καταστολή τους. Ξεχνιέται όμως ότι τώρα τα κινήματα αντιμετωπίζονται ως άκρο, ως εχθρός λαός, ως εν δυνάμει φυτώρια τρομοκρατών.

Κατηγορεί η ΝΔ, με ασφαλίτικη λογική, το ΣΥΡΙΖΑ ότι γειτνιάζει με βίαια κινήματα, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ είναι αυτή που γειτνιάζει με το άκρο της ΧΑ. Επιμένει η ΝΔ ότι η βία είναι μονοπώλιο του (μνημονιακού) κράτους, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ με γενικόλογη υπεράσπιση της δημοκρατίας και κατηγορεί τη ΝΔ για διχαστική λογική. Έτσι η συζήτηση για τα δύο άκρα και τη βία γίνεται με τους κυβερνητικούς πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και επικοινωνιακούς όρους. Με όρους μεσαίου χώρου, σεβασμού της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής ομαλότητας, σεβασμού του αστικού πολιτικού παιχνιδιού με όρους κομμάτων, δηλώσεων, γκάλοπ, επικοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοναδική ευκαιρία που είχαν να μιλήσουν οι «μάζες» στο δρόμο, γύρω από τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε από προβοκάτσιες μέχρι αστοχία στο να βγει η αντιφασιστική πορεία από το Σύνταγμα και να κατευθυνθεί στη Μεσογείων, στα γραφεία των ναζί.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα όμως δεν είναι μια επικοινωνιακή συζήτηση. Είναι μια συζήτηση που έχει ιδεολογικές, ιστορικές και τελικά πολιτικές παραμέτρους.

Η προσπάθεια που ξεκίνησε από αντιδραστικούς ιστορικούς και επισημοποιήθηκε-θεσμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (των τραπεζιτών για να μη ξεχνιόμαστε), περί καταδίκης του φασισμού ταυτόχρονα με τον κομμουνισμό σαν τις δύο όψεις του ίδιου ολοκληρωτισμού έχει ξεκάθαρο στόχο. Και αυτός είναι να σβηστεί από τις μνήμες των λαών η τεράστια αντιφασιστική – και γενικά προοδευτική – προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος και να ταυτιστεί με το αποκρουστικό πρόσωπο του Χιτλερισμού. Να αποκρουστεί ως βίαιο κάθε μελλοντικό κίνημα μαζών, όπως ήταν το κομμουνιστικό κίνημα, και να θεωρείται «νόμιμο» μόνο το στημένο κοινοβουλευτικό πλαίσιο μεταξύ κομμάτων, ΜΜΕ, επιχειρηματικών κύκλων.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα λοιπόν, προϋπήρξε των πολιτικών αναγκαιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Το θέμα είναι ότι η αριστερά έχει πικρή εμπειρία, απ’ όσες φορές προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είναι ακραία, όποτε προσπάθησε να κατευνάσει το θηρίο, να αποδείξει ότι αξιακά είναι εναντίον της βίας και μόνο σαν αυτοάμυνα μπορεί να την αποδεχθεί. Το πλήρωσε μια φορά μετά τον πόλεμο. Όταν η δεξιά έβριζε τους ήρωες της εθνικής αντίστασης κομμουνιστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαρους, προδοτες του έθνους. Η απάντηση της Αριστεράς ήταν η επίδειξη υπευθυνότητας, σύνεσης, δημοκρατικής νομιμότητας, εθνικής ενότητας. Και εισέπραξε την ωμή επίθεση των Άγγλων, οι οποίοι έκαναν σαφές ότι εθνική ενότητα με μια Αριστερά που διεκδικεί τη λαοκρατία δεν θα υπάρξει. Αργότερα, στα καλέσματα για ομαλότητα και δημοκρατία η Αριστερά εισέπραττε πογκρόμ βίας από τους δεξιούς παρακρατικούς, πρώην συνεργάτες των Ναζί και μετέπειτα εγγυητές της αστικής ομαλότητας και Αμερικάνικης επικυριαρχίας.

Ίδια πικρή είναι και η πείρα όταν η αριστερά περιόριζε την ταυτότητά της στο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», του μετεμφυλιακού κράτους για να αποδείξει ότι θα αποτελέσει παράγοντα ομαλότητας, εισπράττοντας νεκρούς, διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, και τελικά έπεσε απροετοίμαστη μπροστά στη μέγιστη κλιμάκωση του «μονοπωλίου της βίας τους κράτους» που ήταν η χούντα.

Οι προσπάθειες κατευνασμού δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.

Σήμερα; Μπορεί να αντιμετωπιστεί η θεωρία των δύο άκρων με την επιστημονική – ηθική επίκληση ότι είναι ανιστόρητη; Μπορεί να αντιμετωπιστούν οι αφόρητες πιέσεις προς την αριστερά με μια διελκυστίνδα διεκδίκησης του μεσαίου χώρου; Με ανταγωνισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς για το ποιος εγγυάται περισσότερο την ομαλότητα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τον κοινοβουλευτισμό; Μήπως και το ποιος έχει την πιο πειστική πρόταση προς τους δανειστές για την βιωσιμότητα του χρέους (όπως είχε βεβαιώσει σχετικά ο Α. Τσίπρας το καλοκαίρι);

Κάθε πολιτική βασίζεται σε κάποια ιδεολογικά θεμέλια. Οι σύμβουλοι του Πρωθυπουργού έχουν τέτοια θεμέλια. Κάποιοι εξ αυτών είναι και ιδιαίτερα διαβασμένοι για τα αντίστοιχα θεμέλια της αριστεράς. Ένας τέτοιος είναι ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, πρώην στέλεχος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς και νυν ακροδεξιός.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά που είναι εγκλωβισμένη στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, δεν μπορεί να κάνει αριστερή πολιτική.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά μόνο με κινήματα μαζών, μόνο με μεγάλα μαζικά λαϊκά κινήματα στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, σπουδών και διαβίωσης μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ της, γιατί ακριβώς είναι η δύναμη που υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της εργασίας που είναι οι μη έχοντες χρήμα και μέσα εξουσίας.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι τέτοια κινήματα μαζών αντιμετωπίζονται με το «κρατικό μονοπώλιο στη βία». Με τις ορδές των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ και όλων αυτών των νέων μιλιταριστικών αστυνομικών σωμάτων καταστολής του λαού. Η πλατεία Συντάγματος και το καλοκαίρι του 2011 δεν είναι μακριά.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει ότι το όργιο παραπληροφόρησης και ΜΜΕ, εκβιασμών των ψηφοφόρων, εκβιασμών από την Τρόικα, πελατειακών δεσμών, χρηματοδότησης από την επιχειρηματική ελίτ και καλπονοθευτικών νόμων που ονομάζεται ελληνική μνημονιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το πεδίο τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερά, ακόμα και αν σε υποτιθέμενες εκλογές βγει πρώτη, θα είναι εγκλωβισμένη.

Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει καθαρά. Αγωνίζεται για την ισότητα και την δικαιοσύνη. Και αναγνωρίζει τη νομιμότητα που πηγάζει από αυτήν. Η ευρω-μνημονιακή νομιμότητα και ομαλότητα διευρύνει εκρηκτικά την αδικία και την ανισότητα. Η αριστερά ως εκ τούτου είναι εκτός ευρω-μνημονιακού τόξου. Και καλεί και οργανώνει συγχρόνως το ξήλωμα, με κοινοβουλευτικό αλλά κυρίως με μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα στο δρόμο, στους χώρους δουλειάς και στις πλατείες.

Είναι σωστό ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που κουρελιάζει το Σύνταγμα. Η Αριστερά όμως δεν υπερασπίζεται απλά το Σύνταγμα ως πλαίσιο κοινοβουλευτικής εναλλαγής, αλλά ως ελάχιστη βάση λαϊκών δικαιωμάτων και προστασίας του λαού απέναντι στην εξουσία. Δεν μένει όμως εκεί. Διεκδικεί ένα άλλο πλαίσιο δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, μια άλλη λαϊκή εξουσία, ένα άλλο, πιο δημοκρατικό, γνήσια λαϊκό και ριζοσπαστικό Σύνταγμα υπέρ των εργατικών συμφερόντων. Και αυτό δεν θα γίνει με μια κοινοβουλευτική εναλλαγή στις επόμενες εκλογές ούτε με μια συνταγματική αναθεώρηση. Δεν θα γίνει χωρίς την μαζική λαϊκή παρέμβαση εκτός κοινοβουλίου, χωρίς το λαϊκό ξεσηκωμό.

Σύμφωνα με τα κριτήρια και το συνταγματικό πλαίσιο του Χρύσανθου Λαζαρίδη, μια τέτοια αλλαγή θα χαρακτηριστεί βίαιη και εκτός συνταγματικού τόξου. Για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που υπηρετεί, βία είναι η ορμητική είσοδος των λαών στο προσκήνιο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμα κι όταν κατεβαίνουν «ειρηνικά» στο δρόμο. Είτε για να ανατρέψουν στρατιωτικές χούντες, όπως έγινε στην Ελλάδα, είτε για να ανατρέψουν οικονομικές δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως έγινε στη Βενεζουέλα, στην Ισλανδία, στην Αργεντινή και αλλού. Και αυτό το ξέρει ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και προετοιμάζεται. Δεν τραβάει, αυτός και η κυβέρνηση, τα πράγματα στα άκρα από ιδεολογικό φανατισμό αλλά από πολιτική σκοπιμότητα. Η Αριστερά δεν προετοιμάζεται και ακόμα χειρότερα ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Πιστεύει ότι το θηρίο που λέγεται κρίση, μνημόνια, δανειστές και κυβερνήσεις τους μπορεί να κατευναστεί με επικλήσεις ενάντια στις διχαστικές λογικές. Κάνει λάθος. Η πολιτική του κατευνασμού γιγαντώνει το θηρίο.

Μια γυναίκα από μια Ελλάδα μαγική

Βγήκαμε από τη στενάχωρη έδρα του Σωματείου Συνταξιούχων ΙΚΑ Κυκλάδων. Με τη βία χωρούσαμε τα έξι επτά μέλη της Διοίκησης και η Ελένη, ο Νίκος, ο Θόδωρος, η άλλη Ελένη κι εγώ από το Σχέδιο Β. Η φιλοξενία ήταν ζεστή, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όπως πάντα όταν μιλάς πια για το πόσο εξαθλιωμένα ζούνε εργαζόμενοι και απόμαχοι σήμερα.

Βρεθήκαμε έξω, στο πλακόστρωτο, κοντά στις βουκαμβίλιες και τα κλουβιά με τα καναρίνια. Είχαμε μισή ώρα στη διάθεσή μας μέχρι την επόμενη συνάντηση με τους εργαζόμενους στο Νεώριο της Σύρου. Τότε καταλάβαμε ότι το μικρό γραφείο που ήμασταν ήταν στο ισόγειο ενός μεγαλόπρεπου τριώροφου κτηρίου, ενός αρχοντικού επενδυμένου με συμπαγές μάρμαρο.

Η προσοχή μας στράφηκε στα περίτεχνα σκαλισμένα φουρούσια των μπαλκονιών. Άραγε ήταν τηνιακοί οι μάστορες που έκαναν τόσο καλλιτεχνική δουλειά; Και το ραβδί με τα δύο φίδια, το σήμα του Ασκληπιού; Ήταν μήπως παλιά νοσοκομείο ή το νεοκλασικό κάποιου μεγαλογιατρού;

Μιλούσαμε έτσι, για να περάσει η ώρα. Μια νέα γυναίκα μας περιεργαζόταν επίμονα από την πόρτα της εισόδου.

Σας αρέσει το κτήριο; Έχετε καιρό να σας ξεναγήσω;

Την ακολουθήσαμε. Μας μίλησε για τους σιδερένιους βενετσιάνικους φεγγίτες, τη λαξευτή λιθοδομή, τα περίτεχνα γείσα των παραθύρων. Ερμήνευε τα διακοσμητικά σχέδια. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Μας οδήγησε επίσημα στην αίθουσα χοροεσπερίδων με τις τοιχογραφίες από σκηνές κυνηγιού, τη θεά Άρτεμη, τις ψαριές κρεμασμένες στη βεράντα. Τραπεζαρίες με εκρηκτικά χρώματα. Στον διάδρομο πάνω από κάθε πόρτα προσωπογραφίες των ηρώων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Παπαφλέσα. Στον τρίτο όροφο, με πολύχρωμο διάκοσμο και τα υπνοδωμάτια. Μαρμάρινα γλυπτά στις σκάλες.

Το κτήριο το σχεδίασε ο συριανός αρχιτέκτονας Βλησίδης, μας είπε η νέα γυναίκα, την εποχή της μεγάλης ακμής της Ερμούπολης, μετά την Επανάσταση. Ανήκε στην οικογένεια Αναργύρου, μετά στην οικογένεια Βελισσαροπούλου. Πριν κάποια χρόνια δόθηκε στην Εργατική Εστία και τώρα στεγάζει το Εργατικό Κέντρο που ιδρύθηκε το 1918.

Κατεβήκαμε πάλι στο ισόγειο. Τα δωμάτια των φιλοξενουμένων και των υπηρετών. Το πάτωμα σκακιέρα, μαύρες και λευκές μαρμάρινες πλάκες. Στο τέλος, προς την είσοδο μεγαλοπρεπής η αίθουσα υποδοχής.

Εκεί ήταν κρεμασμένα τα ιστορικά εργατικά λάβαρα. Μετάξι, κεντημένο με χρυσοκλωστές, με την τεχνική του τζεβρέ, όλα με μια αγιογραφία στο κέντρο. «Σύνδεσμος Εργατών Λιμένος Σύρου» 1914, με τα Εισόδια της Θεοτόκου. «Σύνδεσμος Ναυπηγοεργατών, 1918, με τη Γέννηση του Ιωάννη Προδρόμου. «Σύνδεσμος Καφφεϋπαλλήλων Ερμούπολης», 1912, η Αγία Μάρθα. «Σύνδεσμος Σιτεργατών Σύρου», 1918, ο Άγιος με πανοπλία και κοντάρι, πάνω σε μαύρο άλογο, το όνομά του μισοσβησμένο.

Ξεριζωμένοι πρόσφυγες από την καταστροφή της Χίου ίδρυσαν την Ερμούπολη, θεοσεβούμενοι, όντας μάλιστα ορθόδοξη πια πλειοψηφία στο καθολικό νησί της Σύρου, φτηνά εργατικά χέρια, που πάνω τους ρίζωσε η πρώτη βιομηχανική πόλη της ανεξάρτητης Ελλάδας. Όχι χωρίς σκληρούς αγώνες. Το 1879 οι δύο πρώτες μεγάλες απεργίες. Ιδρύεται ο «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών» των ταρσανάδων, των τότε ναυπηγείων, ζητάει ωράριο και καθορισμένο μεροκάματο. Ηττάται, οι εργοδότες φέρνουν απεργοσπάστες από τις γειτονικές Κυκλάδες, τους βάζουν να εργάζονται 15 ώρες. Έπειτα οι βυρσοδέψες, σύρραξη στο νησί, από τις γέφυρες των καϊκιών κατεβαίνουν ένοπλα αστυνομικά μπουλούκια από την Αθήνα. Νικάνε: μειωμένο ωράριο, κατάργηση της αγγαρείας – απλήρωτης κυριακάτικης εργασίας, της «κουτουράδας» – αμοιβής με το κομμάτι.

Έχουμε ένα ζωντανό διάλογο με αυτή τη νέα γυναίκα. Μιλάει λιτά και απλά, για να καταλάβουμε προφανώς. Ξέρει πολλά. Άλλο είναι που μας προξενεί όμως εντύπωση. Μια αγάπη με πάθος για αυτές τις σκάλες, τους διαδρόμους, τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες από τους Συνδέσμους. Μια απόλυτη αφοσίωση σε αυτό το μέγαρο, που υψώνεται πάνω από την ταξική σύγκρουση, και στα φαντάσματα που τον κατοικούν: τον αστικό πλούτο σε συντροφιά με την προλεταριακή κληρονομιά. Σα να είναι όλα δικά της. Όπως αγαπάς το πατρικό σου. Κι ακόμα περισσότερο. Όπως αγαπάς το χαμένο πια πατρικό σου.
Την ευχαριστούμε και τη χαιρετάμε. Είμαστε όμως πολύ περίεργοι.

-Μήπως κρατάτε από την οικογένεια Βελισσαροπούλου, τη ρωτάμε.
-Όχι, μας λέει χαμογελώντας.
-Μήπως είστε συντηρήτρια; Είστε ερωτευμένη με αυτό το κτήριο.
-Όχι. Εργάζομαι στο Εργατικό Κέντρο.
-Ως ξεναγός;
-Όχι. Είμαι η καθαρίστρια. Εδώ κι επτά χρόνια.

Η απάντηση σα να έρχονταν από ένα άλλο, μαγικό, κόσμο. Όχι από τη σημερινή Ελλάδα του κράτους – εχθρού, της καταλήστευσης της δημόσιας λείας και της διαφθοράς, της εκποίησης της περιουσίας του λαού, της απαξίωσης όλων των «κοινών», της φοροδιαφυγής, του ατομισμού και της ιδιοτέλειας.

Μια γυναίκα, με τη σφουγγαρίστρα, τη χλωρίνη και το καθαριστικό τουαλέτας, με μια δουλειά προορισμένη πια μόνο για μελαψές ή ανατολίτισσες, καταλύει από μόνη της τη διαφορά χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Και κυρίως, παρά  την χαμηλή κοινωνικά κλίμακα του επαγγέλματός της, παρά τη «βρώμικη δουλειά» της, ενσαρκώνει το υψηλό οραματικό κι εξιδανικευμένο πνεύμα για την πόλη, όπως το δίνει ο Θουκυδίδης και ο Περικλής στον Επιτάφιο. «Την πόλιν κοινήν  παρέχομεν», «η πόλη είναι κοινή, ολονών μας». «Ένι τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια», «οι ίδιοι άνθρωποι γνοιάζονται τα του οίκου τους και τα δημόσια». «Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλά αχρείον νομίζομεν», «γιατί είμαστε οι μόνοι που αυτόν που δεν συμμετέχει στον δήμο, δεν τον θεωρούμε αποσυρμένο, αλλά αχρείο».

Κι όμως είναι δυνατό η σημερινή απαξιωμένη Ελλάδα να γίνει μαγική – αυτό επιβεβαιώνουν τέτοια στιγμιότυπα. Να πονέσουμε το κοινό αγαθό. Να αγαπήσουμε αυτά που είναι ολονών. Να υπερασπισθούμε την συλλογική περιουσία με τον ίδιο τρόπο που θα υπερασπιζόμασταν το σπίτι μας. Να νοηματοδοτήσουμε ξανά τον Δημόσιο Χώρο και την πατρίδα μας. Να ανακαλύψουμε πάλι το συλλογικό. Να βιώσουμε την αλληλεγγύη ως τον ισχυρό κρίκο ανάμεσα στο προσωπικό και το κοινό καλό.

Καμία μα καμία τεχνοκρατική οικονομική λύση, καμία μα καμία αλλαγή στην εξουσία, αν δεν συνοδεύεται από μια πολιτιστική επανάσταση, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Και μια επανάσταση αξιών έχει ήδη καταφύγιο στις καρδιές πολλών Ελληνίδων και Ελλήνων.

“Η σύγχρονη αδυναμία μας. Το ελληνικό σύμπτωμα: χρέος, κρίση και η κρίση της Αριστεράς”

Ξεκινώ με μια αίσθηση, μια πρόσληψη, που πιθανώς είναι προσωπική, πιθανώς αδικαιολόγητη, την οποία ωστόσο διαμορφώνω με βάση τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου: μια αίσθηση γενικής πολιτικής αδυναμίας. Αυτό που σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα μοιάζει με συμπύκνωμα αυτής της αίσθησης.

Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε την δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα.

Βεβαίως, το κουράγιο και η επινοητικότητα του προοδευτικού και αντιφασιστικού κινήματος όσον αφορά την τακτική προκαλεί ενθουσιασμό. Επιπλέον, τέτοιες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά αναγκαίες. Είναι όμως κάτι καινούργιο; Καθόλου. Αποτελούν τα ίδια και απαράλλακτα στοιχεία κάθε πραγματικά μαζικού κινήματος: εξισωτισμός, δημοκρατία των πολλών, επινόηση συνθημάτων, γενναιότητα, ταχύτητα αντιδράσεων … Τα ίδια είδαμε και με την ίδια ενεργητικότητα –χαρούμενη και λίγο αγωνιώδη– τον Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα είδαμε πιο πρόσφατα στην Πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ. […] Όμως τα νέα πολιτικά στοιχεία και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο είναι κάτι άλλο: η ζωτικότητά τους απαιτεί την ύπαρξη κινήματος, αλλά δεν μπορεί ποτέ να συγχέεται μ’ αυτό.

Ας ξεκινήσουμε όμως, προσωρινά, από μια άλλη αφετηρία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μακρόχρονη ιστορία, πλανητικής σημασίας. Είναι μια χώρα η αντίσταση της οποίας σε διαδοχικά καταπιεστικά καθεστώτα και κατοχικές δυνάμεις έχει μια ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα που το κομμουνιστικό κίνημα, και με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα που η νεολαία της ακόμη και σήμερα δημιουργεί ένα παράδειγμα με τις μαζικές και πεισματικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις αναμφίβολα είναι πολύ καλά οργανωμένες και όπου υπάρχουν επίσης μεγάλα και θαρραλέα λαϊκά κινήματα. Μια χώρα όπου υπάρχουν επίφοβες φασιστικές οργανώσεις, αλλά και ένα αριστερό κόμμα με μια φαινομενικά στέρεα εκλογικά και μαχητική βάση.

Κι όμως, ό,τι συμβαίνει σήμερα σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει σαν να μην μπορεί να σταματήσει την ακραία κυριαρχία του αχαλίνωτου από τη δική του κρίση καπιταλισμού. Μοιάζει σαν να μην έχει η χώρα, υπό τη διεύθυνση των δουλικών κυβερνήσεων και της τρόικας, καμιά άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να ακολουθεί τα βάρβαρα αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Πράγματι, όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται και τις ευρωπαϊκές “λύσεις” τους, το κίνημα αντίστασης μοιάζει περισσότερο να ακολουθεί μια τακτική καθυστέρησης παρά να γίνεται σημαιοφόρος μιας αυθεντικής πολιτικής εναλλακτικής λύσης.

Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα των καιρών, που μας καλεί όχι μόνο να υποστηρίξουμε με όλη μας τη δύναμη τον θαρραλέο ελληνικό λαό, αλλά να στοχαστούμε από κοινού γύρω από ιδέες και πρακτικές ώστε αυτό το κουράγιο που επιδεικνύει να μην αχρηστευθεί από απελπισία.

Διότι αυτό που εντυπωσιάζει –στην Ελλάδα πάνω απ’ όλα αλλά και αλλού επίσης, ιδίως στη Γαλλία– είναι μια έκδηλη αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλουν ακόμη και την ελαχιστότατη υποχώρηση των οικονομικών και κρατικών εξουσιών που επιδιώκουν να υποτάξουν το λαό ανεπιφύλακτα στον νέο (αν και μακροχρόνιο επίσης, και θεμελιακό) νόμο του ακραιφνούς φιλελευθερισμού.

Όχι μόνο δεν έχουν σημειώσει κανένα προχώρημα οι προοδευτικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει ακόμη και μια περιορισμένη επιτυχία, αλλά οι δυνάμεις του φασισμού επεκτάθηκαν και στη βάση του ψευδαισθητικού φόντου ενός ξενοφοβικού και ρατσιστικού εθνικισμού διεκδικούν σήμερα να γίνουν η ηγετική δύναμη αντίθεσης στα διατάγματα της ευρωπαϊκής διοίκησης.

Η αίσθησή μου είναι πως η βαθύτερη αιτία αυτής της αδυναμίας δεν είναι η αδράνεια του κόσμου, η έλλειψη κουράγιου ή το ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν τα “αναγκαία κακά”. Πολλές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σθεναρή και μαζική λαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα. Ακόμη και στη Γαλλία, με τις δράσεις κατά τη συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του Σαρκοζί … είδαμε ότι μεγάλα τμήματα του λαού επέδειξαν την ικανότητά τους για πεισματική αντίσταση και υιοθέτησαν τις γνωστές μορφές του κινηματικού κομμουνισμού , κυρίως τη χρήση μη συμβατικών μορφών απεργίας και συνελεύσεις που αφαίρεσαν την ηγεμονία από τον επίσημο συνδικαλισμό. Εντούτοις, από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν έχει εμφανιστεί σε μαζική κλίμακα νέα πολιτική σκέψη, ούτε έχει εμφανιστεί ένα νέο λεξιλόγιο από τη ρητορική της διαμαρτυρίας, και τα αφεντικά των συνδικάτων κατάφεραν τελικά να πείσουν τους πάντες ότι έπρεπε να περιμένουν τις … εκλογές.

Νομίζω ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι αγωνιστές πολλών πολιτικών κατηγοριών στέκονται σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι αντί να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους και να μετασχηματίσουν την τρέχουσα κατάσταση.

Μετά τα σαρωτικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970, κληρονομήσαμε μια μακροχρόνια αντεπαναστατική περίοδο, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση έχει καταστρέψει σε βάθος την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη που κάποτε μπορούσαν να εμποτίζουν τη λαϊκή συνείδηση με τις πιο στοιχειώδεις λέξεις της πολιτικής της χειραφέτησης – λέξεις όπως, για να παραθέσω κάποιες τυχαία, “ταξικός αγώνας”, “γενική απεργία”, “επανάσταση”, “δημοκρατία των μαζών”, “εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση”, “παράνομη δράση”, “συμμαχία εργατών-φοιτητών”, “εθνική απελευθέρωση”, ”δικτατορία του λαού”, “προλεταριακό κόμμα” και πολλές άλλες. Η λέξη-κλειδί “κομμουνισμός”, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 19 ου αιώνα, περιορίστηκε σε ένα είδος ιστορικού στίγματος, διότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ιστορική αφήγηση την οποία δέχεται ακόμη και η προοδευτική κοινή γνώμη υπαγορεύεται πλήρως από τον αντίπαλο. Το ότι η εξίσωση “κομμουνισμός ίσον ολοκληρωτισμός” θα κατέληγε να εμφανιστεί ως κάτι το φυσικό και ομόφωνα αποδεκτό αποτελεί μια ένδειξη του βάθους της αποτυχίας των επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1980. Βεβαίως, δεν μπορούμε επίσης να αποφύγουμε μια διεισδυτική και σοβαρή κριτική των σοσιαλιστικών κρατών και των κομμουνιστικών κομμάτων που πήραν την εξουσία, ιδίως στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή η κριτική πρέπει να είναι δική μας. Πρέπει να θρέφει τις δικές μας θεωρίες και πρακτικές , να τις βοηθά να αναπτυχθούν και να μην οδηγεί σε ένα είδος μελαγχολικής αποκήρυξης που πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκπληκτική κατάσταση: όσον αφορά ένα ιστορικό γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς, έχουμε υιοθετήσει, πρακτικά χωρίς περιορισμό, την άποψη του εχθρού. Και εκείνοι που δεν έχουν κάνει αυτό το πράγμα απλά επιμένουν στην παλιά θλιμμένη ρητορική, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.

Από όλες τις νίκες των αντιπάλων μας, – στις γραμμές των οποίων θα πρέπει να κατατάξουμε τη νέα φρουρά των μαντρόσκυλων της σύγχρονης ιδεολογικής τάξης πραγμάτων που όλοι σχεδόν ήταν λιποτάκτες των κινημάτων του 1968–αυτή η συμβολική νίκη είναι η πιο σημαντική. Όχι μόνο επιτρέψαμε να δυσφημιστεί και να γελοιοποιηθεί το λεξιλόγιό μας , αν δεν χρησιμοποιείται απλά σαν εγκληματικό, αλλά και οι ίδιοι χρησιμοποιούμε τις αγαπημένες λέξεις των αντιπάλων σαν να ήταν δικές μας. Αυτό ισχύει ιδίως για την κατάσταση που μας ενδιαφέρει με τις λέξεις “δημοκρατία”, “οικονομία”, “Ευρώπη” και αρκετές άλλες. Ακόμη και το νόημα μάλλον ουδέτερων εκφράσεων, όπως ο “λαός” εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ και ενσωματώνεται σε ανόητες φράσεις όπως “ο λαός πιστεύει ότι …”

Τις εποχές των παλιών κομμουνισμών, συνηθίζαμε να περιγελούμε αυτή που ονομάζαμε γλώσσα των χιλιοειπωμένων λέξεων, τη γλώσσα-κλισέ – τα άδεια λόγια και τα πομπώδη επίθετα.

Βεβαίως, βεβαίως. Όμως η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας δηλώνει μια κοινή ιδέα. Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες –και δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς ότι τα μαθηματικά είναι μια θαυμάσια γλώσσα-κλισέ– έχει να κάνει αποκλειστικά με το ότι σχηματοποιεί την επιστημονική ιδέα. Με την ικανότητα να σχηματοποιούμε γρήγορα την ανάλυση μιας κατάστασης και τις τακτικές συνέπειες αυτής της ανάλυσης. Αυτή η ικανότητα δεν είναι λιγότερο απαραίτητη στην πολιτική. Είναι ένα σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.

Σήμερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις της επίσημης δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ακριβώς το ότι έχει στη διάθεσή της μια γλώσσα-κλισέ που την εκπέμπει κάθε μέσο και κάθε κυβέρνηση χωρίς εξαίρεση. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όροι όπως “δημοκρατία” , “ελευθερίες”, “οικονομία της αγοράς”, “ανθρώπινα δικαιώματα”, “ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί”, “εθνική προσπάθεια”, “γαλλικός λαός”, “ανταγωνιστικότητα” “μεταρρυθμίσεις” κοκ δεν είναι τίποτε άλλο παρά στοιχεία μιας πανταχού παρούσας γλώσσας-κλισέ; Εμείς, οι αγωνιστές χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, είμαστε (και ήμαστε επί αρκετό χρονικό διάστημα) οι πραγματικοί αφασικοί! Και δεν πρόκειται να μας σώσει η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής δημοκρατίας. “Κάτω αυτό ή εκείνο”, “Όλοι μαζί θα νικήσουμε”, “Έξω”, “αντίσταση!”, “το δικαίωμα στην εξέγερση” … Όλα αυτά είναι ικανά για να συσπειρώνουν στιγμιαία τις συλλογικές συγκινήσεις και , τακτικά, είναι πολύ χρήσιμα – αλλά αφήνουν παντελώς άλυτο το ζήτημα μιας ευανάγνωστης στρατηγικής. Είναι μια πολύ φτωχή γλώσσα για μια στρατηγικής σημασίας πραγμάτευση του μέλλοντος των πράξεων χειραφέτησης.

Βεβαίως το βασικό στοιχείο της πολιτικής επιτυχίας είναι η δύναμη της εξέγερσης, το εύρος και το θάρρος της. Αλλά επίσης βασικά στοιχεία είναι η πειθαρχία και η ικανότητα να προβαίνει σε διακηρύξεις – οι διακηρύξεις σχετίζονται με το θετικό στρατηγικό μέλλον και αυτό αποκαλύπτει μια νέα δυνατότητα που έχει μείνει αόρατη εν μέσω της προπαγάνδας των εχθρών. Αυτό θα όφειλαν να εκμαιεύσουν οι οργανωμένοι αγωνιστές ενός κινήματος από όσα λέγονται και γίνονται. Αυτό θα όφειλαν να μορφοποιήσουν και να το φέρουν στην ευρύτερη συζήτηση στη λαϊκή βάση του κινήματος. Γι’ αυτό και η ύπαρξη μεγάλων λαϊκών κινημάτων, αν και αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να διαμορφώσει πολιτικό όραμα. Εκείνο που δένει σφιχτά ένα κίνημα στη βάση των ατομικών συγκινήσεων είναι πάντα κάτι που έχει αρνητικό χαρακτήρα: είναι κάτι που προέρχεται από αφηρημένες αρνήσεις, όπως “κάτω ο καπιταλισμός” ή “να σταματήσουν οι απολύσεις” ή “όχι στη λιτότητα” ή “έξω η τρόικα” που δεν έχουν αυστηρά άλλο αποτέλεσμα παρά να συγκολλούν προσωρινά το κίνημα μέσω της αρνητικής αδυναμίας των συναισθημάτων του. Όσον αφορά δε πιο συγκεκριμένες αρνήσεις, εφόσον ο στόχος τους είναι ακριβής και συσπειρώνουν διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού, όπως το “Κάτω ο Μουμπάρακ” κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, μπορούν όντως να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορούν να οικοδομήσουν την πολιτική αυτού του αποτελέσματος, όπως βλέπουμε σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα δρέπουν τους καρπούς ενός κινήματος με το οποίο δεν έχουν πραγματική σχέση.

Διότι κάθε πολιτική είναι η οργανωμένη έκφραση αυτού που βεβαιώνει και προτείνει και όχι αυτού που αρνείται και απορρίπτει. Η πολιτική είναι μια ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη εν δράσει που δείχνει τις μη ορατές δυνατότητες. Λέξεις κλειδιά όπως “αντίσταση!” είναι κατάλληλες να συνενώνουν άτομα, αλλά κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια συσπείρωση που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά ένα χαρούμενο και ενθουσιώδες μείγμα ιστορικής ύπαρξης και πολιτικής αδυναμίας, για να γίνει πικρός αναδιπλασιασμός και στείρα επανάληψη της αποτυχίας , αν ο εχθρός (που είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος πολιτικά, ιδεολογικά και έχει κυβερνητική ισχύ) τελικά νικήσει.

Δεν είναι λοιπόν η μετάδοση της αρνητικής επιρροής της αντίστασης αυτό που πρέπει να ανακαλύψουμε, το στοιχείο που μας χρειάζεται για να επιβάλουμε μια σοβαρή υποχώρηση των αντιδραστικών δυνάμεων που σήμερα επιδιώκουν να αποσυνθέσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να τις ακολουθήσει. Είναι μια κοινή ιδέα και η αυξανόμενη χρήση μιας ομογενοποιητικής γλώσσας.

Η αναδημιουργία μιας τέτοιας γλώσσας αποτελεί κρίσιμη επιταγή. Γι’ αυτό το σκοπό επιδίωξα να εισαγάγω ξανά, να επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω όλα όσα αρθρώνονται με τη λέξη “κομμουνισμός”. Η λέξη “κομμουνισμός” υποδηλώνει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία στις σύγχρονες κυρίαρχες κοινωνίες , η ελευθερία , με τον δημοκρατικό φετιχισμό της οποίας είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, στην πραγματικότητα διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από την ιδιοκτησία. “Ελευθερία” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελευθερία να αποκτάς κάθε εμπόρευμα χωρίς κανένα όριο και η δύναμη να κάνεις “ό,τι θέλεις” μετριέται αυστηρά με το βαθμό αυτής της δυνατότητας απόκτησης. Όποιος έχει χάσει τη δυνατότητα απόκτησης δεν έχει, λοιπόν, καμιά ελευθερία, όπως βλέπουμε καθαρά , π.χ., στους “αλήτες” που οι Άγγλοι φιλελεύθεροι εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανένα δισταγμό. Γι’ αυτό ο Μαρξ στο “Μανιφέστο” διακηρύσσει ότι όλα τα μέτρα του κομμουνισμού μπορούν , με μια έννοια, να αναχθούν σε ένα: στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, ο κομμουνισμός σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ελευθερία δεν διέπεται αναγκαία από την ιδιοκτησία ούτε οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διευθύνονται από μια ολιγαρχία ισχυρών επιχειρηματιών και των υπηρετών τους στην πολιτική, την αστυνομία, το στρατό και τα ΜΜΕ. Υπάρχει η δυνατότητα για μια κοινωνία που ο Μαρξ ονόμαζε “κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών”, όπου η παραγωγική εργασία είναι συλλογική, όπου μπορεί να επιτευχθεί η κατάργηση των μεγάλων μη εξισωτικών αντιθέσεων (μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων κ.λπ) και όπου οι αποφάσεις που αφορούν όλους είναι υπόθεση όλων. Θα έπρεπε να μεταχειριζόμαστε αυτή την εξισωτική δυνατότητα ως αρχή σκέψης και δράσης και να μην την αφήνουμε στην άκρη.

Τέλος, ο “κομμουνισμός” υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα διεθνή πολιτικό οργανισμό. Αυτή η οργάνωση ξεκινά με τη συνάντηση ανάμεσα σε [θεωρητικές] αρχές και στην αποτελεσματική δράση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή τη βάση προσπαθεί να θέσει σε κίνηση την επινοητική σκέψη των ανθρώπων, να οικοδομήσει, με έναν τρόπο ανόθευτο από τον υπάρχον καθεστώς, μια δύναμη εσωτερική σε κάθε δεδομένη κατάσταση. Ο στόχος αυτής της δύναμης είναι να έχει την ικανότητα να στρίβει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που ορίζεται από το συνδυασμό των θεωρητικών αρχών με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσοι έχουν τη θέληση να μετασχηματίσουν την δεδομένη κατάσταση.

Η λέξη “κομμουνισμός” ορίζει συνεπώς μια πλήρη διαδικασία με την οποία η ελευθερία απελευθερώνεται από τη μη εξισωτική υποταγή της στην ιδιοκτησία. Το ότι αυτή είναι μια λέξη που οι εχθροί μας την πολεμούν τόσο πεισματικά σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία που θα κατέστρεφε την ελευθερία τους, ο κανόνας της οποίας είναι άρρηκτα δεμένος με την ιδιοκτησία. Αν λοιπόν αυτό είναι που απεχθάνονται περισσότερο απ’ όλα οι εχθροί μας, εμείς οφείλουμε να αρχίσουμε ακριβώς από την ανακάλυψή του ξανά.

Μας έχουν φέρει άραγε αυτές οι λεκτικές ασκήσεις μακριά από την Ελλάδα και την συγκεκριμένη επείγουσα κατάστασή της; Ίσως. Ωστόσο η πολιτική είναι πάντα μια συνάντηση ανάμεσα στην επιστήμη των ιδεών και στην έκπληξη των περιστάσεων. Επιθυμία μου είναι να γίνει για όλους μας η Ελλάδα ο παγκόσμιος τόπος μιας τέτοιας συνάντησης.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αποσπάσματα από άρθρο που έχει δημοσιευτεί στο Radical Philosophy (Σεπτέμβριος / Οκτώβριος 2013).