Η Αϊτή ως εργαστήρι της Αυτοκρατορίας

Το antapocrisis μεταφράζει και αναδημοσιεύει το ακόλουθο άρθρο, δημοσιευμένο στις 30 Αυγούστου του 2023, με αφορμή την ευρεία και παραδοσιακά υποκριτική «δυτική ανησυχία» για τη βία που επικρατεί στην Αϊτή. Με τμήματα της πρωτεύουσάς της υπό τον έλεγχο συμμοριών, που εξοστράκισαν και οδήγησαν σε παραίτηση τον πλέον πρώην (και εξαρχής αντιδημοκρατικά διορισμένο από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα) πρόεδρο Ariel Henry, την εγκατάσταση ενός ακόμα παράνομου «μεταβατικού συμβουλίου» και την ένταση των δυτικών διεργασιών για νέα στρατιωτική επέμβαση στην πολύπαθη χώρα, η Αϊτή μετατρέπεται σε αυτό ακριβώς που επικαλείται ο τίτλος του άρθρου: ένα εργαστήρι της μεταποικιοκρατικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ, μία χώρα υπό μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ένα παράδειγμα προς αποφυγή για τους λαούς που τολμάνε να επαναστατούν. Οι λαοί όμως ποτέ δεν παύουν να παλεύουν για τα δίκια τους και να αρνούνται τα σχέδια για το μέλλον τους που καταστρώνουν οι δυτικοί «ηγεμόνες». Όπως ακριβώς κι ο λαός της Αϊτής, που απ’ τη μια αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα της ασύδοτης ευρωατλαντικής κυριαρχίας κι απ’ την άλλη απειλούμενος με μια νέα καταστροφική εξωτερική επέμβαση (σε μια σειρά τέτοιων), μοχθεί να χαράξει μια ανεξάρτητη πορεία, κόντρα στον ιμπεριαλισμό και την ξενοκρατία, τη βία και τη διαφθορά που αυτός γεννά.

Στρατιωτική πομπή των ΗΠΑ διασχίζει το Port-au-Prince, Αϊτή, 5 Απριλίου 2004

Τον Δεκέμβριο του 2019, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε τον νόμο H.R.2116, γνωστό και ως Νόμο περί Παγκόσμιας Ευθραυστότητας (Global Fragility Act – GFA). Αν και αυτό το νόμο τον εισηγήθηκε το συντηρητικό Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών, προτάθηκε στο Κογκρέσο από τον αντιπρόσωπο των Δημοκρατικών Έλιοτ Λ. Ένγκελ, τότε πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, και υποστηρίχθηκε από μια δικομματική ομάδα εκπροσώπων, συμπεριλαμβανομένης, αξιοσημείωτα, της Δημοκρατικής Κάρεν Μπας. Το GFA παρουσιάζει νέες στρατηγικές για την εφαρμογή της σκληρής και ήπιας ισχύος των ΗΠΑ σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Εστιάζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην ιδέα ότι υπάρχουν κατ’ ευφημισμόν «εύθραυστα κράτη», χώρες επιρρεπείς στην αστάθεια, τον εξτρεμισμό, τις συγκρούσεις και την ακραία φτώχεια, που εκλαμβάνονται ως απειλές για την ασφάλεια των ΗΠΑ.

Αν και δεν αναφέρεται ρητά, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η GFA έχει σκοπό να αποτρέψει περιττές και ολοένα και πιο αναποτελεσματικές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Ο δηλωμένος στόχος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να επενδύσουν στην «ικανότητά τους να αποτρέπουν και να μετριάζουν τις βίαιες συγκρούσεις» χρηματοδοτώντας έργα που απαιτούν «μια διυπηρεσιακή προσέγγιση μεταξύ των βασικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) και των Υπουργείων Εξωτερικών, Άμυνας και Οικονομικών» σε συνεργασία με «διεθνείς συμμάχους και εταίρους».

Τον Απρίλιο του 2022, η κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της στο GFA περιγράφοντας μια στρατηγική για την εφαρμογή του. Όπως περιγράφεται λεπτομερώς στον πρόλογο της στρατηγικής, η νέα προσέγγιση εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης των ΗΠΑ εξαρτάται από «εταίρους πρόθυμους να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις, [και] να μοιραστούν το κόστος». «Σε τελική ανάλυση», συνεχίζει το έγγραφο, «καμία αμερικανική ή διεθνής παρέμβαση δεν θα είναι επιτυχής χωρίς την συνεισφορά και την αμοιβαία ιδιοκτησία μεταξύ αξιόπιστων περιφερειακών, εθνικών και τοπικών εταίρων». Η κυβέρνηση Μπάιντεν τόνισε επίσης ότι η GFA θα χρησιμοποιήσει τα Ηνωμένα Έθνη και «άλλους διεθνείς οργανισμούς» για να εκτελέσει τις αποστολές της. Ο πρόλογος περιγράφει ένα 10ετές σχέδιο για το GFA που, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ειρήνης των ΗΠΑ, «θα επιτρέψει την ενσωμάτωση και την ιεράρχηση των διπλωματικών, αναπτυξιακών και στρατιωτικών προσπαθειών των ΗΠΑ». Μεταξύ πέντε δοκιμαστικών χωρών για την εφαρμογή της GFA, η Αϊτή είναι ο πρώτος στόχος.

Χαρακτηρισμένη από εμπειρογνώμονες ανάπτυξης ως νομοθεσία «ορόσημο» και, όπως ανέφερε το Foreign Policy, «δυνητικά ανατρεπτική στον κόσμο της εξωτερικής βοήθειας των ΗΠΑ», η νομοθεσία φαίνεται να προσφέρει επαναφορά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ με τρόπους που αλλάζουν τακτική, διατηρώντας παράλληλα την στόχους και στρατηγικές της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η πράξη και ο πρόλογός της διατυπώνουν ξεκάθαρα ότι οι κύριοι στόχοι της είναι να προωθήσει «την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ» και να «τιθασεύουν αντίπαλες δυνάμεις», υπονοώντας τη Ρωσία και την Κίνα. Υπό αυτή την έννοια, ειδικά για τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες στο δυτικό ημισφαίριο, η GFA μπορεί να θεωρηθεί ως αναμόρφωση του Δόγματος Monroe, του δόγματος περί εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ το 1823 που καθιέρωσε ολόκληρη την περιοχή ως αναγνωρισμένη σφαίρα επιρροής της, διαμορφώνοντας τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Η GFA χρησιμοποιεί πονηρή γλώσσα –καταπολεμώντας τους «προαγωγούς» της βίας, προάγοντας τη σταθερότητα σε «περιοχές επιρρεπείς σε συγκρούσεις», υποστηρίζοντας «τοπικές πολιτικές λύσεις» – που κρύβει την πραγματική πρόθεση της νομοθεσίας: να επαναπροσδιορίσει τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ.

Στις συζητήσεις τους σχετικά με την GFA, αξιωματούχοι των ΗΠΑ χαρακτήρισαν την Αϊτή ως ένα από τα πιο «εύθραυστα» κράτη του κόσμου. Ωστόσο, αυτή η υποτιθέμενη ευθραυστότητα έχει προκληθεί από περισσότερο από έναν αιώνα παρέμβασης των ΗΠΑ και μια συνεχή ώθηση για άρνηση της κυριαρχίας της Αϊτής. Μέσα από μια μακρά ιστορία κι έναν πολύπλοκο -παρότι κραυγαλέο- ιμπεριαλισμό, η Αϊτή ήταν και συνεχίζει να είναι το κύριο εργαστήριο για τις ιμπεριαλιστικές μηχανορραφίες των ΗΠΑ στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Αϊτή είναι το πρώτο αντικείμενο στην τελευταία αναδιάρθρωση μιας πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας.

Στην πραγματικότητα, μια ανασκόπηση των ενεργειών των Ηνωμένων Πολιτειών και της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας» στην Αϊτή από το 2004 έως σήμερα καταδεικνύει πώς η Αϊτή έχει χρησιμεύσει ως το πεδίο δοκιμών -το εργαστήριο- για πολλά από αυτά που περικλείονται στην GFA. H GFA, με άλλα λόγια, δεν είναι τόσο μια νέα πολιτική όσο είναι μια επίσημη έκφραση της de facto πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Αϊτής και του λαού της τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Χωρίς να αναγνωρίσουμε αυτή την εκμετάλλευση και τις βία που υπέστη η Αϊτή, του τόπου του μακροβιότερου και πιο βάναυσου νεοαποικιακού πειράματος στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τη λειτουργία της αμερικάνικης (και δυτικής) ηγεμονίας. Και αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ηγεμονία των ΗΠΑ, τότε δεν μπορούμε να την νικήσουμε. Και η Αϊτή δεν θα είναι ποτέ ελεύθερη.

H Aνεξαρτησία Ματαιώνεται Ξανά

Από το 2004, η Αϊτή βρίσκεται εκ νέου υπό ξένη κατοχή και στερείται κυριαρχίας. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Πάρτε, για παράδειγμα, μια σειρά γεγονότων και ενεργειών μετά τη δολοφονία στις 7 Ιουλίου 2021 του μάλλον παράνομου αλλά εν πάση περιπτώσει εν ενεργεία προέδρου της Αϊτής, Jovenel Moïse. Την επομένη της δολοφονίας, η Helen La Lime, επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών στην Αϊτή (Bureau Intégré des Nations Unies en Haïti – BINUH), δήλωσε ότι ο προσωρινός πρωθυπουργός Claude Joseph θα ηγηθεί της κυβέρνησης της Αϊτής μέχρι να προγραμματιστούν οι εκλογές. Λόγω του προσωρινού καθεστώτος του Joseph, ωστόσο, η γραμμή διαδοχής ήταν ασαφής. Μέρες πριν από τη δολοφονία του, ο Moïse είχε ορίσει τον νευροχειρουργό και πολιτικό σύμμαχο Ariel Henry ως πρωθυπουργό για να αντικαταστήσει τον Joseph, αλλά δεν είχε ακόμη ορκιστεί.

Λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Moïse, η κυβέρνηση Μπάιντεν έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Αϊτή για να συναντηθεί τόσο με τον Joseph όσο και με τον Henry, καθώς και με τον Joseph Lambert, που είχε επιλεγεί από τους 10 εναπομείναντες γερουσιαστές της Αϊτής -τους μόνους εκλεγμένους αξιωματούχους στη χώρα εκείνη την εποχή- να χριστεί πρόεδρος εν αναμονή νέων εκλογών. Παρά αυτές τις ανταγωνιστικές διεκδικήσεις για την εξουσία, η Ουάσιγκτον επέλεξε μια πλευρά. Η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ έβαλε στο περιθώριο τον Lambert, έπεισε τον Joseph και τον Henry να καταλήξουν σε συμφωνία για τη διακυβέρνηση της Αϊτής και προέτρεψε τον Joseph να παραιτηθεί.

Μια εβδομάδα αργότερα, στις 17 Ιουλίου, το BINUH και το Core Group —μια οργάνωση κυρίως δυτικών ξένων δυνάμεων που υπαγορεύουν πολιτικές στην Αϊτή— εξέδωσαν μια δήλωση. Κάλεσαν για σχηματισμό μιας «συναινετικής και συμπεριληπτικής κυβέρνησης», καθοδηγώντας τον Henry, ως διορισμένο πρωθυπουργό που ονομάστηκε από τον Moïse, «να συνεχίσει την αποστολή που του έχει ανατεθεί». Δύο ημέρες αργότερα, στις 19 Ιουλίου, ο Joseph ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί, επιτρέποντας στον Henry να αναλάβει τον μανδύα του πρωθυπουργού στις 20 Ιουλίου. Η «νέα» -και εντελώς μη εκλεγμένη- κυβέρνηση αποτελούνταν κυρίως από μέλη του Αϊτινού Tèt Kale Party (PHTK), το νεο-ντουβαλιεριστικό (neo-Duvalierist) πολιτικό κόμμα του Moïse και του προκατόχου του Michel Martelly. Στον απόηχο του καταστροφικού σεισμού του 2010, το PHTK, με τον Martelly στο τιμόνι, δημιουργήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές δυνάμεις χωρίς την υποστήριξη των μαζών της Αϊτής.

Αφού η πρεσβεία των ΗΠΑ, το Core Group και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS) εξέδωσαν παρόμοιες δηλώσεις επικροτώντας τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης «συναίνεσης», ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν επιβεβαίωσε ότι υποστηρίζει τους μη εκλεγμένους ηγέτες. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίζουν τις προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας της Αϊτής να συνενωθούν για την επιλογή ενός προσωρινού πρωθυπουργού και ενός υπουργικού συμβουλίου ενότητας», ανέφερε σε δήλωσή του. Στην πραγματικότητα, οι πραγματικοί μεσίτες εξουσίας της Αϊτής —ή αυτό που αποκαλώ οι «λευκοί ηγεμόνες της Αϊτής»— καθόρισαν την αντικατάσταση της κυβέρνησης της Αϊτής μέσω ενός δελτίου τύπου.

Εν τω μεταξύ, η διαδικασία λήψης αποφάσεων της διεθνούς κοινότητας άφησε εντελώς έξω τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της Αϊτής, οι οποίες συσκέπτονταν από τις αρχές του 2021 για να βρουν έναν τρόπο να επιλύσουν την πολιτική κρίση της χώρας, καθώς ο Moïse, που ήδη κυβερνούσε με διάταγμα, φαινόταν διατεθειμένος να παρατείνει τη συνταγματική του εντολή. Αυτές οι οργανώσεις απέρριψαν κατηγορηματικά την προσωρινή κυβέρνηση που επιβλήθηκε από το εξωτερικό και επέκριναν τις ενέργειες της διεθνούς κοινότητας ως κατάφωρα αποικιακές.

Ποιοι και ποιες είναι οι οντότητες που λαμβάνουν αποφάσεις για την Αϊτή και τον λαό της Αϊτής και πώς διεκδίκησαν τόσο εξέχοντες ρόλους στον έλεγχο της πολιτικής της Αϊτής; Οι Αϊτινοί δεν είναι μέλη του BINUH, του OAS ή του Core Group. Αλλά επίσης κεντρικό είναι το ζήτημα της κυριαρχίας της χώρας —ή της έλλειψής της. Η Αϊτή βρίσκεται υπό ξένο στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο για σχεδόν 20 χρόνια. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά, φυσικά, που η Αϊτή βρίσκεται υπό κατοχή.

Κληρονομιά Ξένου Ελέγχου και Κατοχής

Το καλοκαίρι του 1915, πεζοναύτες των ΗΠΑ αποβιβάστηκαν στο Port-au-Prince και ξεκίνησαν μια 19ετή περίοδο στρατιωτικής διακυβέρνησης που προσπάθησε να καταπνίξει την κυριαρχία της πρώτης μαύρης δημοκρατίας του σύγχρονου κόσμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης κατοχής, όπως έχω γράψει αλλού με τον Peter James Hudson, «οι ΗΠΑ ξαναέγραψαν το σύνταγμα της Αϊτής και εγκατέστησαν έναν πρόεδρο μαριονέτα (που υπέγραψε συνθήκες που ανέθεσαν τον έλεγχο των οικονομικών του κράτους της Αϊτής στην κυβέρνηση των ΗΠΑ), επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο και στρατιωτικό νόμο και έφερε τις πολιτικές του Jim Crow και την καταναγκαστική εργασία στο νησί». Σε συμφωνία με τη ρατσιστική άποψή της ότι οι μαύροι δεν έχουν την ικανότητα για πολιτισμό ή αυτοδιοίκηση, η Ουάσιγκτον θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να διδάξουν στους Αϊτινούς τις τέχνες της αυτοδιοίκησης – μια άποψη που κρατά ως σήμερα.

Αλλά το πιο εξέχον έργο των πεζοναυτών των ΗΠΑ ήταν η κατάπνιξη εξεγέρσεων. Διεξήγαγαν μια εκστρατεία «αποκατάστασης της ειρήνης» σε όλη την ύπαιθρο για να καταστείλουν μια εξέγερση των αγροτών ενάντια στην κατοχή, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τεχνικές βομβαρδισμού από αέρος. Ρίχνοντας βόμβες από αεροπλάνα σε χωριά της Αϊτής, οι εκστρατείες αυτές άφησαν περισσότερους από 15.000 νεκρούς και αμέτρητους άλλους ακρωτηριασμένους. Όσοι επέζησαν και συνέχισαν να αντιστέκονται βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τελικά τη χώρα το 1934 μετά από μαζικές διαδηλώσεις του λαού της Αϊτής. Αλλά ένα από τα συνεπακόλουθα αποτελέσματα ήταν η ίδρυση και η εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της κατοχής μιας τοπικής αστυνομικής δύναμης, της Χωροφυλακής της Αϊτής. Για χρόνια, αυτή η αστυνομική δύναμη και οι διάδοχοί της χρησιμοποιήθηκαν για να τρομοκρατήσουν τον λαό της Αϊτής, μια κληρονομιά που συνεχίζεται σήμερα.

Στα χρόνια μετά την κατοχή του 1915-1934, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να παρεμβαίνουν πολιτικά και οικονομικά στις υποθέσεις της Αϊτής. Η πιο διαβόητη από αυτές τις δεσμεύσεις ήταν η υποστήριξη των ΗΠΑ στη βάναυση δικτατορία του Francois “Papa Doc” Duvalier και του Jean-Claude “Baby Doc” Duvalier. Στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές μετά την πτώση του καθεστώτος Duvalier, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποτρέψουν την άνοδο του δημοφιλούς υποψηφίου, Jean-Bertrand Aristide. Ωστόσο, εννέα μήνες μετά την εκλογή του τον Ιανουάριο του 1991, ο Αριστίντ καθαιρέθηκε σε ένα πραξικόπημα που χρηματοδότησε η CIA. Το πραξικόπημα δεν παγιώθηκε, ωστόσο, λόγω της συνεχούς αντίστασης του λαού της Αϊτής. Μέχρι το 1994, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Bill Clinton αναγκάστηκε να φέρει τον Αριστίντ πίσω στην Αϊτή μετά από τρία χρόνια εξορίας — με περισσότερους από 20.000 Αμερικανούς στρατιώτες κατά πόδας. Ο Aristide ήταν πλέον όμηρος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των ΗΠΑ. Τα στρατεύματα παρέμειναν μέχρι το 2000.

Η Αϊτή έχασε επίσημα την τυπική της κυριαρχία και πάλι στα τέλη Φεβρουαρίου 2004. Οι δυτικές κυβερνήσεις, καθώς και η ισχυρή ελίτ της Αϊτής, δεν υποστήριξαν ποτέ την κυβέρνηση Aristide, προφανώς λόγω των «λαϊκίστικων και κατά της οικονομίας της αγοράς» θέσεων της, όπως η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ Janet Sanderson αργότερα υπαινίχθηκε σε ένα διπλωματικό τηλεγράφημα που διέρρευσε το 2008 που ζητούσε συνέχιση της ξένης επέμβασης. Έτσι, όταν ο Aristide κέρδισε μια δεύτερη θητεία στις εκλογές του 2000, λίγους μήνες αφότου το κόμμα του Fanmi Lavalas απέκτησε τον έλεγχο της πλειοψηφίας των εδρών στο κοινοβούλιο, οι ΗΠΑ και οι δυτικοί εταίροι τους εργάστηκαν για να δυσφημήσουν την κυβέρνηση. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αϊτή εκείνη την εποχή, Thierry Burkhard, παραδέχτηκε αργότερα ότι η Γαλλία ανησυχούσε για το ότι ο Aristide απαιτούσε οικονομική επανόρθωση για την ανήθικη αποζημίωση -ή αυτό που οι New York Times αποκάλεσαν “Η Εξαγορά” (The Ransome)- που η Αϊτή αναγκάστηκε να πληρώσει για την ανεξαρτησία της.

Τα σχέδια για την παρέμβαση και την κατάληψη του 2004 καταστρώθηκαν τον προηγούμενο χρόνο σε μια συνάντηση στον Καναδά που ονομάστηκε «Πρωτοβουλία της Οττάβα για την Αϊτή». Ο Aristide είχε επιστρέψει στην εξουσία για δύο χρόνια. Ο Καναδός πρωθυπουργός Jean Chrétien και η κυβέρνησή του του Φιλελεύθερου Κόμματος οργάνωσαν μια διήμερη διάσκεψη από τις 31 Ιανουαρίου έως την 1η Φεβρουαρίου 2003 στο Meech Lake, ένα κυβερνητικό θέρετρο κοντά στην Οτάβα, που συγκέντρωσε κορυφαίους αξιωματούχους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον OAS ώστε να αποφασίσει το μέλλον της διακυβέρνησης της Αϊτής. Δεν παρευρέθηκαν εκπρόσωποι από την Αϊτή. Ο Καναδός δημοσιογράφος Michel Vastel, ο οποίος πληροφορήθηκε αυτή τη μυστική συνάντηση, ανέφερε ότι η συζήτηση στην Οτάβα περιελάμβανε την πιθανή απομάκρυνση του Aristide με μια πιθανή κηδεμονία υπό τη Δύση στην Αϊτή.

Στις 29 Φεβρουαρίου 2004, ο Πρόεδρος Aristide καθαιρέθηκε, μεταφέρθηκε σε πτήση από πεζοναύτες των ΗΠΑ και πέταξε στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Σχεδόν αμέσως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους έστειλε 200 στρατιώτες των ΗΠΑ στο Port-au-Prince για να «βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της χώρας». Μέχρι το βράδυ της απέλασης του Aristide, 2.000 Αμερικανοί, Γάλλοι και Καναδοί στρατιώτες βρίσκονταν στο έδαφος.

Εν τω μεταξύ, κατόπιν εντολής των μόνιμων μελών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ) ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα που εξουσιοδότησε «την άμεση ανάπτυξη μιας Πολυεθνικής Προσωρινής Δύναμης για περίοδο τριών μηνών για να βοηθήσει στην εξασφάλιση και σταθεροποίηση της πρωτεύουσας, Port-au-Prince, και αλλού στη χώρα». Με άλλα λόγια, ο ΟΗΕ ψήφισε την αποστολή «ειρηνευτικής» αποστολής στην Αϊτή. Είναι σημαντικό ότι το ψήφισμα 1529 εγκρίθηκε βάσει του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο, σε αντίθεση με ένα ψήφισμα υπό το Κεφάλαιο VI, εξουσιοδοτεί τις δυνάμεις του ΟΗΕ να αναλάβουν στρατιωτική δράση μέσω ξηράς, αέρος και θάλασσας χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των εμπλεκόμενων μερών. Δηλαδή, το ψήφισμα εξουσιοδότησε την πολυεθνική δύναμη να «λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εκπληρώσει την εντολή της».

Η αποστολή του ΟΗΕ στην Αϊτή θέτει τέσσερα σημαντικά ζητήματα. Πρώτον, η Αϊτή ήταν η μόνη χώρα που δεν τελούσε υπό καθεστώς εμφυλίου πολέμου όπου ο ΟΗΕ  ανέπτυξε στρατιωτικές δυνάμεις του δυνάμει του Κεφαλαίο VII του Χάρτη του. Υπήρχαν σίγουρα τοπικές διαμαρτυρίες κατά την έγκριση του ψηφίσματος, αλλά αυτές ήταν από Αϊτινούς που διαδήλωσαν ενάντια στην απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου τους. Η κατάσταση στην Αϊτή, με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί εμφύλιος πόλεμος, με την κανονική έννοια της λέξης, τέτοια που να της αναλογεί η επίκληση του Κεφαλαίου VII (αν μπορεί ποτέ να καταξιώνεται μια τέτοια επίκληση). Μάλλον, μέσω της στρατιωτικής εμπλοκής, οι ίδιοι χαρακτήρες που ξεκίνησαν και εδραίωσαν το πραξικόπημα κατέστειλαν τη διαμαρτυρία ενός λαού.

Δεύτερον, βασικοί παράγοντες για την υποστήριξη και την υποβοήθηση της απομάκρυνσης του Aristide ήταν επίσης μόνιμα μέλη του ΣΑΗΕ, του μοναδικού φορέα που είχε την εξουσία να αναπτύξει μια πολυεθνική «ειρηνευτική» αποστολή. Από την Πρωτοβουλία της Οτάβα, ήταν σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και ο Καναδάς είχαν συνωμοτήσει για να απομακρύνουν τον Aristide και να καταστρέψουν το κράτος της Αϊτής. Τρίτον, και σχετικά, για να δικαιολογήσουν την ξένη επέμβαση και την επακόλουθη κατοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία επινόησαν ένα αφήγημα ότι ο Aristide είχε παραιτηθεί από την προεδρία. Πράγματι, έγγραφα ασφαλείας και ψηφίσματα του ΟΗΕ σχετικά με την Αϊτή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, καθώς και αναφορές των δυτικών μέσων ενημέρωσης, επισήμαναν την υποτιθέμενη «παραίτηση» του Aristide ως τον λόγο για την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΟΗΕ.

Την 1η Μαρτίου 2004, το πρωί μετά την ανατροπή του Aristide, το Democracy Now! μετέδωσε ένα αξιοσημείωτο ζωντανό πρόγραμμα κατά τη διάρκεια του οποίου η Αμερικανίδα βουλευτής και πρόεδρος της Αφροαμερικανικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κογκρέσου, Maxine Waters, τηλεφώνησε για να πει ότι είχε μιλήσει με τον Πρόεδρο Aristide. «Είπε ότι τον απήγαγαν», ανέφερε η Waters. «Είπε ότι αναγκάστηκε να φύγει από την Αϊτή… ότι η αμερικανική πρεσβεία έστειλε τους διπλωμάτες… και τον διέταξαν να φύγει». Τις επόμενες εβδομάδες, ο Αριστείδης μίλησε στο Democracy Now! για την απαγωγή. «Όταν έχεις στρατιώτες που έρχονται από το εξωτερικό να περικυκλώνουν το σπίτι σου, να παίρνουν τον έλεγχο του αεροδρομίου, να περιβάλλουν το εθνικό παλάτι, να είσαι στους δρόμους και να σε παίρνουν από το σπίτι σου για να σε βάλουν στο αεροπλάνο», είπε, «… επρόκειτο για χρήση βίας για να πάρεις έναν εκλεγμένο πρόεδρο από τη χώρα του».

Τέταρτον, και ίσως το πιο κραυγαλέο, το ΣΑΗΕ ισχυρίστηκε ότι η λεγόμενη προσωρινή κυβέρνηση που δημιουργήθηκε μετά την ανατροπή του Aristide είχε ζητήσει τη δύναμη σταθεροποίησης. Αλλά αυτή η κυβέρνηση ήταν παράνομη. Στο βιβλίο του του 2012 Paramilitarism and the Assault on Democracy in Haiti, ο Jeb Sprague αφηγείται ότι νωρίς το πρωί μετά τη συνοδεία του Aristide και της οικογένειάς του στο αεροδρόμιο, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αϊτή, James Foley, πήρε τον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αϊτής Boniface Alexandre και τον πήρε στο «πρωθυπουργικό γραφείο για διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την άνοδό του στην εξουσία». Ο πρωθυπουργός της Αϊτής, Yvon Neptune, ανέφερε αργότερα ότι δεν είχε λόγο —ούτε συμμετείχε, όπως υπαγορεύει ο νόμος της Αϊτής— στην ορκωμοσία του μεταβατικού προέδρου της Αϊτής που εγκατέστησαν οι ΗΠΑ. Η πρώτη ενέργεια του Alexandre ως μεταβατικού προέδρου ήταν, κατόπιν εντολής του πρέσβη των ΗΠΑ, να υποβάλει επίσημο αίτημα στο ΣΑΗΕ για την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης από πολυεθνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το ΣΑΗΕ ενέκρινε αμέσως την ανάπτυξη.

Ειδομένα συνολικά, αυτά τα γεγονότα καταδεικνύουν πώς ολόκληρη η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και η κατοχή του ΟΗΕ —με βάση ένα πραξικόπημα που χορηγήθηκε από δύο μόνιμα μέλη του ΣΑΗΕ, ισχυρισμούς ότι ο πρόεδρος είχε παραιτηθεί και την παράνομη ορκωμοσία ενός παράνομου αρχηγού κράτους— ήταν μια εξαπάτηση. Ταυτόχρονα, οι διαμαρτυρίες του λαού της Αϊτής απορρίφθηκαν από τις δυτικές κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης ως «βία συμμοριών» και δράση «ληστών». Τέτοιοι χαρακτηρισμοί όχι μόνο αξιοποίησαν τα παλαιά ρατσιστικά στερεότυπα για τους Αϊτινούς, που τους ήθελαν πάντα βίαιους, αλλά έδωσαν επίσης περισσότερη στήριξη στο πρόσχημα για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων βάσει του Κεφαλαίου VII. Επιδεινώνοντας την κατάσταση, τα περισσότερα από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ αναφέρονταν στη διασφάλιση της «κυριαρχίας» της Αϊτής, σαν να μπορούσε αυτή η κυριαρχία να συνυπάρχει με τον εξωτερικό πολιτικό έλεγχο και τη στρατιωτική κατοχή.

Το παράνομο πραξικόπημα του 2004 διαπράχθηκε και επικυρώθηκε με την σφραγίδα του ΟΗΕ. Την 1η Ιουνίου 2004, ο ΟΗΕ αντικατέστησε επίσημα τις δυνάμεις των ΗΠΑ και δημιούργησε την Αποστολή Σταθεροποίησης των Ηνωμένων Εθνών στην Αϊτή (Mission des Nations Unies pour la stabilisation en Haïti – MINUSTAH) υπό το πρόσχημα της επικράτησης ειρήνης και ασφάλειας. Μια επιχείρηση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, η MINUSTAH είχε, ανά πάσα στιγμή, από 6.000 έως 13.000 στρατιώτες και αστυνομικούς να σταθμεύουν στην Αϊτή μαζί με χιλιάδες γραφειοκράτες, τεχνικό και πολιτικό προσωπικό. Σε άμεση συνάφεια και συνέχεια με την φρικτή πρώτη κατοχή της Αϊτής από τις ΗΠΑ, στρατιώτες της MINUSTAH διέπραξαν πολυάριθμες βιαιοπραγίες εναντίον του λαού της Αϊτής, συμπεριλαμβανομένων πυροβολισμών και βιασμών. Οι στρατιώτες της MINUSTAH ήταν επίσης υπεύθυνοι για την εισαγωγή της χολέρας στη χώρα, μια ασθένεια που σκότωσε επίσημα έως και 30.000 και μόλυνε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους.

Διαμαρτυρία που τιμά την 100ή επέτειο από την κατοχή της Αϊτής από τις ΗΠΑ
και την έναρξη του λαϊκού δικαστηρίου,
Port-au-Prince, Ιούλιος 2015. (MARK SCHULLER)

Αλλά αυτό που εδραίωσε περισσότερο αυτή η κατοχή ήταν η δημιουργία και η λειτουργία του Core Group. Ένας διεθνής συνασπισμός αυτοαποκαλούμενων και λευκών «φίλων» της Αϊτής, το Core Group ιδρύθηκε ως μέρος του ψηφίσματος του ΟΗΕ το 2004 που έφερε ξένους στρατιώτες και τεχνοκράτες στη χώρα. Αν και η σύνθεση της ομάδας παρουσιάζει αλλαγές από την αρχική της σύσταση, αυτή τη στιγμή έχει εννέα μέλη: Βραζιλία, Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαϊκή Ένωση, OAS και Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Είναι σημαντικό ότι η ομάδα δεν είχε ποτέ εκπρόσωπο της Αϊτής. Ο δεδηλωμένος στόχος του Core Group είναι να επιβλέπει τη διακυβέρνηση της Αϊτής μέσω του συντονισμού των διαφόρων κλάδων και στοιχείων της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στην Αϊτή. Αλλά στην πράξη, το Core Group αντιπροσωπεύει ένα ύπουλο παράδειγμα (νεο)αποικιοκρατίας βασιζόμενο στην υπεροχή των λευκών.

Ιμπεριαλιστική Τιμωρία

Ενώ υπήρξε επίσημη αποχώρηση της MINUSTAH το 2017, τα Ηνωμένα Έθνη παρέμειναν στην Αϊτή μέσω μιας σειράς νέων γραφείων, με αποκορύφωμα την ίδρυση του Κεντρικού Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών στην Αϊτή (BINUH) το 2019. Παρά τις διαμαρτυρίες στην Αϊτή κατά της συνεχιζόμενης παρουσίας του ΟΗΕ, το ΣΑΗΕ συνεχίζει να ανανεώνει την εντολή του BINUH κάθε χρόνο. Η τελευταία ανανέωση έγινε στις 14 Ιουλίου 2023. Το BINUH είχε έναν τεράστιο, δημόσιο ρόλο στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Αϊτής και είναι συχνά το φερέφωνο του Core Group.

Η συντριπτική δύναμη του Core Group είναι κατάφωρα δημόσια. Σε μια ειδική σύνοδο για την Αϊτή στο ΣΑΗΕ στις 26 Απριλίου 2023, η νεοδιορισθείσα επικεφαλής του BINUH, María Isabel Salvador του Ισημερινού, πρωτοστάτησε στο να παρουσιάσει την Αϊτή με τυπικούς ρατσιστικούς όρους—ως μια περίπτωση ασυλλόγιστων και βίαιων συμμοριών. Μη εκλεγμένη και μη υπόλογη στον λαό της Αϊτής, το Core Group είναι ο ενδιάμεσος της αντικειμενικής αποικιακής διακυβέρνησης της Αϊτής.

Ο δυτικός ιμπεριαλισμός στην Αϊτή είναι μια ιεραρχική δομή που δημιουργήθηκε μέσω της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες στη συνέχεια αναθέτουν τον αποικιακό έλεγχο της Αϊτής σε άλλους. Σε ένα εμπιστευτικό διπλωματικό τηλεγράφημα του 2008 που διέρρευσε το Wikileaks, ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ Sanderson αποκάλεσε την MINUSTAH «ένα αξιοσημείωτο προϊόν και σύμβολο της ημισφαιρικής συνεργασίας σε μια χώρα με λίγα πράγματα υπέρ της». Και συνέχισε: «Δεν υπάρχει εφικτό υποκατάστατο για αυτήν την παρουσία του ΟΗΕ. Είναι ένα κελεπούρι για την οικονομική και περιφερειακή ασφάλεια των ΗΠΑ […] Πρέπει να εργαστούμε για τη διατήρηση της MINUSTAH με το να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε μαζί της σ’ όλα τα επίπεδα […] Αυτή η συνεργασία θα βοηθήσει επίσης στην αντιμετώπιση αντιλήψεων σε Λατινογενείς συμμετέχουσες χώρες ότι οι Αϊτινοί βλέπουν την παρουσία τους στην Αϊτή ως ανεπιθύμητη».

Η Βραζιλία, για παράδειγμα, όπου κατοικεί ο μεγαλύτερος μαύρος πληθυσμός εκτός Αφρικής, ανέλαβε το στρατιωτικό σκέλος της κατοχής από την έναρξή της. Η κατ’ επίφαση αριστερή κυβέρνηση του προέδρου Luiz Inácio Lula da Silva ξόδεψε περισσότερα από 750 εκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση αυτής της επιχείρησης. Όπως έχω γράψει αλλού, η Αϊτή ήταν το «αυτοκρατορικό σημείο μηδέν» της Βραζιλίας. Υπήρχε όμως συμμετοχή και από άλλες περιθωριοποιημένες κυβερνήσεις από την Καραϊβική και τη Λατινική Αμερική. Κάποια στιγμή, η ηγεσία της MINUSTAH περιλάμβανε έναν εκπρόσωπο από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο και έναν Αφροαμερικανό δικηγόρο και διπλωμάτη. Και αυτή η ηγεσία συνοδεύτηκε από μια πολυεθνική στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από στρατεύματα από διάφορες χώρες της Νότιας Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής, όπως η Αργεντινή, η Κολομβία, η Γρενάδα, η Βολιβία, το Μπενίν, η Μπουρκίνα Φάσο, η Αίγυπτος, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Νιγηρία, η Ρουάντα, η Σενεγάλη, το Καμερούν, ο Νίγηρας και το Μάλι.

Εκτός από τη Βραζιλία, οι νεοαποικιακές κυβερνήσεις άλλων γειτονικών χωρών έχουν στρατολογηθεί ομοίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βοηθήσουν στην υπονόμευση της κυριαρχίας της Αϊτής. Η Δομινικανή Δημοκρατία, για παράδειγμα, χρηματοδότησε και στέγασε τα παραστρατιωτικά στρατεύματα που τρομοκρατούσαν την Αϊτή από το 2000 έως το 2004. Πιο πρόσφατα, το φθινόπωρο του 2022, το Μεξικό ενώθηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι στην υποστήριξη ενώπιον του ΣΑΗΕ για μια νέα ξένη στρατιωτική επέμβαση στην Αϊτή. Η Ουάσιγκτον προέτρεψε τον Καναδά να αναλάβει την ηγεσία και τον Ιούνιο του 2023, η Οτάβα ανακοίνωσε σχέδια να συντονίσει τη διεθνή βοήθεια ασφαλείας στην Αϊτή, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομικής εκπαίδευσης, με τη Δομινικανή Δημοκρατία.

Από τη δολοφονία του Moïse το 2021, οι Αϊτινοί διαμαρτυρήθηκαν για την υποστήριξη των ξένων προς την παράνομη και διεφθαρμένη de facto κυβέρνηση, τον αυξανόμενο πληθωρισμό και τις τιμές των καυσίμων, το παράνομο ξεφόρτωμα όπλων και την ιλιγγιώδη αύξηση της βίας. Σε απάντηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους συνέχισαν να πιέζουν για ξένη στρατιωτική επέμβαση στη χώρα. Τον Ιανουάριο του 2023, η Κοινότητα των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC) υποστήριξε το κάλεσμα για μια ξένη δύναμη. Τον Ιούλιο, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Blinken, η αντιπρόεδρος Kamala Harris και ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ Hakeem Jeffries έπεισαν την Κοινότητα της Καραϊβικής (CARICOM) να αντιστρέψει την αρχική της θέση που επιβεβαίωνε την κυριαρχία της Αϊτής και να ζητήσει τώρα παρέμβαση. Τη στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν έτοιμες να εισαγάγουν ένα ψήφισμα του ΣΑΗΕ αφού η Κένυα εξέφρασε την προθυμία να ηγηθεί μιας πολυεθνικής ένοπλης αποστολής. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πρωθυπουργός Henry, εγκατεστημένος απ’ το Core Group ως πρόεδρος της Αϊτής, είναι αυτός που, μαζί με το γραφείο του ΟΗΕ στην Αϊτή, επιμένει σε αυτή τη βίαιη λύση της κρίσης στη χώρα – μια κρίση τη δημιουργία της οποίας βοήθησαν οι ίδιοι.

Οι συνεχείς διαμαρτυρίες της κοινότητας της Αϊτής ενάντια στα ξένα στρατεύματα και τη δυτική ανάμιξη αποτελούν απόδειξη του ακλόνητου θάρρους της.

Η άρνηση της κυριαρχίας της Αϊτής φαίνεται να είναι, όπως έχει περιγράψει ο Sprague, «μια συγχρονισμένη προσπάθεια από συνεργαζόμενα κράτη και θεσμούς που ενισχύονται από τη συναίνεση μιας παγκόσμιας ελίτ ενάντια στη λαϊκή δημοκρατία». Ο Νόμος περί Παγκόσμιας Ευθραυστότητας, λοιπόν, όχι μόνο καθορίζει ένα σχέδιο που έχει ήδη εφαρμοστεί στην Αϊτή τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά επίσης προκύπτει άμεσα από τις εμπειρίες των ΗΠΑ στο εργαστήριο της Αϊτινής (νεο)αποικιοκρατίας. Πρέπει να αναγνωρίσουμε την κρίσιμη θέση της Αϊτής ως πεδίο δοκιμών για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και της Δύσης.

Αλλά η Αϊτή είναι επίσης ο τόπος ενός από τους μεγαλύτερους αγώνες στον κόσμο τόσο για την απελευθέρωση των Μαύρων όσο και για την αντιαποικιακή ανεξαρτησία. Αυτό εξηγεί τη συνεχή αντιδραστική επίθεση της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ εναντίον του λαού της Αϊτής, τιμωρώντας τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες κυριαρχία τους με δεκαετίες αστάθειας που έχουν σχεδιαστεί για να εξασφαλίσουν και να επεκτείνουν την ηγεμονία των ΗΠΑ. Για δύο αιώνες, η αυτοκρατορική αντεπίθεση κατά της Αϊτής είχε ως στόχο να τερματίσει το πιο φιλόδοξο επαναστατικό πείραμα στον σύγχρονο κόσμο. Οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν για την επίθεση στην κυριαρχία της Αϊτής ήταν συνεχείς και επίμονες. Το κρίμα θα είναι δικό μας αν συνεχίσουμε να αγνοούμε πως αυτές οι τακτικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην υπόλοιπη περιοχή μας.

Πηγή: NACLA (North American Congress on Latin America)

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *