Τι μπορεί να πετύχει ο αγώνας των καθηγητών;

Ο απεργιακός αγώνας των εκπαιδευτικών έχει ήδη ξεκινήσει δυναμικά και έως τώρα έχει διαψεύσει πανηγυρικά τις σειρήνες της ήττας. Αυτούς που το Μάιο έλεγαν ότι δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, τον Ιούλιο ότι πρέπει αντί για απεργία να δούμε εναλλακτικές μορφές αγώνα χωρίς οικονομικό κόστος και την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν υπάρχει το κίνημα που θα τραβήξει πολυήμερη απεργία και άρα ας πάμε σε 48ωρη και βλέπουμε.

Δυστυχώς οι σειρήνες της ήττας δεν ακούγονται μόνο από το μνημονιακό-κυβερνητικό στρατόπεδο που κεντρική του στρατηγική είναι ότι κανένας αγώνας δεν πρέπει να νικήσει. Ακούγονται και μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος ανατροφοδοτώντας την τάση «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, αργά ή γρήγορα θα πέσουν σαν ώριμο φρούτο». Στην πραγματικότητα, οι απόψεις αυτές αντανακλούν το πραγματικό πρόβλημα του κινήματος, που σε τελική ανάλυση είναι ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων: Οι όροι συγκρότησης κινημάτων αντίστασης έχουν δυσκολέψει κατά πολύ και συνεχίζουν να δυσκολεύουν. Όλοι βλέπουν ότι η παραμικρή αντίδραση ή διεκδίκηση έχει απέναντί της το απόρθητο τείχος Τρόικας-μνημονίων και προϋποθέτει συγκρούσεις συχνά «αιματηρές» με μεγάλα ατομικά ρίσκα και εντελώς αβέβαια αποτελέσματα.

Σήμερα απαιτούνται από το κίνημα άλματα παντού: στα αιτήματα, τις μορφές ζύμωσης, οργάνωσης, πάλης. Απαιτείται συνείδηση ότι μιλάμε για αγώνα αντικυβερνητικό, αντινεοφιλελεύθερο, αντιευρωπαϊκό. Ότι η σύγκρουση θα είναι βίαια, μακροχρόνια και με θύματα. Και με διακύβευμα πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε συνδικαλιστική διεκδίκηση. Αυτό δηλαδή που σήμερα απαιτείται βρίσκεται στον αντίποδα τόσο του συντεχνιασμού όσο και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Πως μεταφράζονται τα παραπάνω στον αγώνα των καθηγητών; Οι 5/ήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες που αποφασίστηκαν δεν εντάσσονται σε κάποιο ταχτικό σχεδιασμό. Απλώς δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Για την ακρίβεια οι άλλοι δρόμοι δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Μετά την απεργία του Μαΐου, που ποτέ δεν έγινε, Τρόικα-κυβέρνηση και Υπουργείο πραγματικά ξεσάλωσαν. Απολύσεις, υποχρεωτικές μετακινήσεις, 27άρια, κλίμα στρατώνα στα σχολεία.

Οι καθηγητές αποφάσισαν την απεργία διαρκείας σαν μορφή πάλης απλά γιατί οτιδήποτε άλλο θα φαινόταν κοροϊδία. Γιατί αντιλαμβάνονται ότι ανατροπή των απολύσεων σημαίνει μπλοκάρισμα του μνημονίου στην Ελλάδα και πιθανά εκδίωξη της Τρόικας από τη χώρα. Δεν έχουν την αυταπάτη ότι θα πάνε σε έναν απεργιακό περίπατο όπου η κυβέρνηση με την πρώτη βδομάδα θα φοβηθεί και θα υποχωρήσει σε 1-2 αιτήματα. Καταλαβαίνουν ότι το «ή αυτοί ή εμείς» δεν είναι κενό σχήμα λόγου, αλλά πλαίσιο που καθορίζει τους αγώνες της εποχής μας. Στην ουσία οι 5θήμερες επαναλαμβανόμενες ψηφίστηκαν ως πρόταση αξιοπρέπειας απέναντι στους συναδέλφους μας και στους μαθητές μας. Έκφραση μιας συμπιεσμένης αγανάκτησης, μια κραυγή «ΩΣ ΕΔΩ!».  Οι καθηγητές ψήφισαν τον αγώνα διαρκείας για όλα αυτά έστω και αν ένα σημαντικό τμήμα τους δεν πίστευε στη νίκη. Το αν και πόσο την πιστέψει θα κρίνει τελικά την έκβαση του αγώνα.

Να σταματήσει η αριστερά να είναι παρατηρητής των λαϊκών διαθέσεων

Τα παραπάνω πρέπει να συζητηθούν γιατί είναι η βάση από την οποία πρέπει να ξεκινήσουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στον αντιμνημονιακό αγώνα και στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Αλλά δεν αρκεί μείνουν εκεί.

Οσο σωστό είναι να προσκαλούμε και να επιδιώκουμε την αγωνιστική αλληλεγγύη τόσο λάθος είναι να περιμένουμε την κήρυξη μονοήμερης και εκτονωτικής πλέον απεργίας από την ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ.

Δουλειά της αριστεράς είναι να αναπτύσει το κίνημα, να θέτει προτάσεις όξυνσης και γενίκευσης της αντιπαράθεσης παίρνοντας υπόψη τη λεγόμενη μέση συνείδηση και τους συσχετισμούς αλλά όχι υποτασσόμενη σε αυτά.

Δεν μπορεί να ψάχνει εγγυήσεις για «σίγουρους και εύκολους» δρόμους νίκης. Δεν μπορεί (γιατί αγγίζει τα όρια της υπονόμευσης) να περιμένει στη γωνία για το πότε θα ηττηθεί ένας αγώνας με βάση τον αρνητικό συσχετισμό και την επιθετικότητα του συστήματος για να δικαιωθεί εκ των υστέρων.

Δουλειά της είναι να οργανώνει αγώνες, να τους ενώνει-συντονίζει, να τους πολιτικοποιεί.

Μερικές κατευθύνσεις σαν σκέψεις:

–       Κάθε σχολείο να γίνει κύτταρο ενημέρωσης σε γονείς-μαθητές για το τι προβλέπει το νέο σχολείο.

–       Να ανοίξει συζήτηση για το νέο σχολείο πλατιά στην κοινωνία. Μέσα στη βουλή, στους εργασιακούς χώρους, παντού. Να πρωτοστατήσουν οι εκπαιδευτικοί σε αυτό.

–       Να συντονιστούν όλοι οι αγώνες ενάντια στις απολύσεις και υπερ των δημόσιων αγαθών. ΕΡΤ, καθηγητές, ΑΕΙ-ΤΕΙ κοκ.

–       Να καλούμε στις δράσεις μας (πορείες κοκ) όλη την κοινωνία με αίτημα-στόχο «να σπάσουμε στην παιδεία την εφαρμογή του μνημονίου».

–       Οι καθηγητές πρέπει να αντέξουν σαν απεργοί. Έμπρακτη στήριξη από δομές αλληλεγγύης αλλά και από τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα (από τις πολλαπλές επιχορηγήσεις τους) και κινήματα για το απεργιακό ταμείο της ΟΛΜΕ!

–       Να στηθούν επιτροπές κοινού αγώνα υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών σε κάθε Δήμο από εργαζομενους, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές.

Μπορεί με τα παραπάνω να νικήσει ο αγώνας των εκπαιδευτικών; Κανείς δεν το ξέρει. Αλλά δημιουργούν τους όρους για τη νίκη, δεν παρακολουθούν απλά τις αυθόρμητες διαθέσεις αλλά προσπαθούν να τις διαμορφώσουν, οικοδομούν το αίσθημα αξιοπρέπειας και ενότητας των εκπαιδευτικών, βαθαίνουν τη συνείδηση για το ποιο σχολείο θέλουμε, ποιον εκπαιδευτικό θέλουμε, ποιος είναι ο αντίπαλός μας. Κι αν γενικά σήμερα ισχύει πως χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν γίνεται οι παραπάνω κατευθύνσεις μπορούν να διαμορφώσουν όρους και για μια πολυπόθητη νίκη απέναντι στο μνημόνιο και τις πολιτικές του!

Δημήτρης Μητρόπουλος (ΕΛΜΕ Πειραιά)

Χριστίνα Μπάρτσα (Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Τριβιζάκης Γιώργος (Ζ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Σκαλιδάκης Γιάννης (Α’ ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής)

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.

Επτά κανόνες για την καλύτερη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών

Το σχέδιο νόμου του Γάλλου υπουργού εσωτερικών Jean-Louis Debré, σχετικά με την είσοδο και τη διαμονή ξένων και το δικαίωμα ασύλου, συζητήθηκε στη Βουλή τον χειμώνα του 1997 και ψηφίστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Οι διατάξεις του, οι οποίες προέβλεπαν τον διπλασιασμό του χρόνου κράτησης των χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής αλλοδαπών αλλά και υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες να δηλώνουν στην Αστυνομία την άφιξη ή την αναχώρηση κάθε ξένου ενοικιαστή, προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυρίας που κορυφώθηκε με μια δημόσια έκκληση για ανυπακοή, πρωτοβουλία μιας ομάδας 59 σκηνοθετών. Η πιο κάτω παρέμβαση, στην εφημερίδα Le Monde, του φιλοσόφου Jacques Rancière, παλαιού μαθητή και συνεργάτη του Louis Althusser και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι δυνάμεις του συστήματος γύρω από το ζήτημα της Χρυσής Αυγής.

Κανόνας 1 — Αναφερθείτε καθημερινά σε ρατσιστικές δηλώσεις και δώστε τους τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα. Σχολιάστε τις εκτενώς, θέστε ερωτήματα στους εκφραστές τους, επώνυμους κι ανώνυμους. Υποθέστε, παραδείγματος χάρη, ότι καθώς ένας ρατσιστής ηγέτης, απευθύνεται στους οπαδούς του, του ξεφεύγει ότι έχουμε πολλούς τραγουδιστές με σκούρο δέρμα και πολλούς ποδοσφαιριστές στην Εθνική Γαλλίας με ονόματα που ηχούν ξενόφερτα. Θα μπορούσατε να θεωρήσετε ότι η πληροφορία αυτή δεν αποτελεί καμιά συνταρακτική αποκάλυψη αλλά μάλλον κοινοτοπία, πολλώ δε μάλλον αφού ένας ρατσιστής, όταν μιλάει σε ρατσιστές, τους λέει ρατσιστικά πράγματα. Η στάση αυτή θα είχε μια διπλή δυσάρεστη συνέπεια: πρώτον, θα παραλείπατε έτσι να εκδηλώσετε την αδιάλειπτη επαγρύπνησή σας απέναντι στη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών, δεύτερον, οι ίδιες αυτές ιδέες θα διαδίδονταν λιγότερο. Όμως το σημαντικό είναι να μιλάμε πάντοτε γι αυτές, ώστε αυτές να καθορίζουν το μόνιμο πλαίσιο για το ό,τι βλέπουμε και το ό,τι ακούμε. Μια ιδεολογία δεν είναι πρωτίστως θεωρητικές θέσεις, αλλά χειροπιαστές και πρόδηλες πραγματικότητες. Δεν είναι απαραίτητο να εγκρίνουμε τις ιδέες των ρατσιστών. Αρκεί να βλέπουμε ακατάπαυστα όσα αυτοί μας κάνουν να δούμε, να μιλάμε ακατάπαυστα για όσα αυτοί μας μιλάνε, να αρνούμαστε αυτές τις “ιδέες” αποδεχόμενοι το δεδομένο που αυτές μας επιβάλλουν.

Κανόνας 2 — Μην παραλείπετε ποτέ να συνοδεύετε την κοινοποίηση κάθε ρατσιστικής δήλωσης με μια όσο το δυνατόν πιο έντονη έκφραση αποτροπιασμού. Αυτός ο κανόνας είναι σημαντικό να γίνει απόλυτα κατανοητός, δεδομένου ότι εξασφαλίζει ένα τριπλό αποτέλεσμα: πρώτον, οι ρατσιστικές ιδέες πρέπει να γίνουν κοινός τόπος μέσω της ακατάπαυστης διάδοσής τους, δεύτερον, πρέπει να καταγγέλλονται συνεχώς ώστε να παραμένουν σκάνδαλο διατηρώντας ταυτόχρονα την ελκυστικότητά τους, τρίτον, η ίδια η καταγγελία τους πρέπει να εμφανίζεται ως δαιμονοποίηση, ώστε οι ρατσιστές να θεωρούνται κατακριτέοι επειδή λένε πράγματα τα οποία ωστόσο αποτελούν κοινότοπες και πρόδηλες αλήθειες. Ας θυμίσουμε το παράδειγμά μας: θα μπορούσατε να θεωρήσετε ανώδυνη την ανάγκη του κ. Le Pen να στρέψει την προσοχή μας σε ό,τι ο καθένας μας βλέπει δια γυμνού οφθαλμού, ότι δηλαδή ο τερματοφύλακας της Εθνικής Γαλλίας έχει μαύρο δέρμα. Θα χάνατε έτσι το ουσιαστικό αποτέλεσμα: να αποδείξετε ότι είναι έγκλημα οι ρατσιστές να μιλάνε για κάτι το οποίο όλος ο κόσμος βλέπει δια γυμνού οφθαλμού.

Κανόνας 3 — Επαναλάβετε σε όλες περιστάσεις: υπάρχει ένα μεταναστευτικό πρόβλημα που πρέπει να ρυθμίσουμε αν θέλουμε να βάλουμε φραγμό στον ρατσισμό. Οι ρατσιστές δεν σας ζητούν κάτι περισσότερο: να αναγνωρίσετε ότι το πρόβλημά τους είναι όντως ένα πρόβλημα και μάλιστα «το» πρόβλημα. Προβλήματα υπάρχουν πράγματι πολλά με τους ανθρώπους που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το χρώμα του δέρματός τους και το ότι έρχονται από τις παλιές γαλλικές αποικίες. Αλλά όλα αυτά δεν συνιστούν ένα μεταναστευτικό πρόβλημα, για τον απλό λόγο ότι «μετανάστης» είναι μια έννοια ρευστή που καλύπτει ετερογενείς κατηγορίες, όπως στην περίπτωση πολλών Γάλλων που έχουν γεννηθεί στη Γαλλία από Γάλλους γονείς. Το να διεκδικείς να ρυθμιστεί με νομικά και πολιτικά μέτρα το «πρόβλημα των μεταναστών» είναι σαν να διεκδικείς κάτι απολύτως αδύνατο. Ωστόσο, διεκδικώντας το, αφενός δίνεις υπόσταση στην απροσδιόριστη μορφή του ανεπιθύμητου, αφετέρου, αποδεικνύεις ότι είσαι ανίκανος να κάνεις το οτιδήποτε γι αυτό το ανεπιθύμητο και ότι μόνο οι ρατσιστές έχουν να προτείνουν λύσεις.

Κανόνας 4 — Επιμείνετε στην ιδέα ότι ο ρατσισμός έχει ο ίδιος μια αντικειμενική βάση, ότι είναι αποτέλεσμα της κρίσης και της ανεργίας και ότι δεν μπορείς να τον εξαλείψεις παρά μόνο εξαλείφοντας την κρίση και την ανεργία. Με αυτό τον τρόπο του προσδίδετε επιστημονική νομιμοποίηση. Και καθώς η ανεργία αποτελεί πλέον μια διαρθρωτική απαίτηση για την καλή λειτουργία των οικονομιών μας, το συμπέρασμα συνάγεται απολύτως φυσικά: αν δεν μπορείς να εξαλείψεις τη «βαθιά» αιτία του ρατσισμού, το μόνο που σου μένει είναι να εξαλείψεις την περιστασιακή αιτία του, ξαποστέλνοντας τους μετανάστες στις χώρες προέλευσής τους με τη θέσπιση νηφάλιων και αντικειμενικών ρατσιστικών νόμων. Εάν κάποιος σκεπτόμενος επιπόλαια σάς αντιτείνει ότι σε άλλες χώρες, με παραπλήσια ποσοστά ανεργίας, δεν εκδηλώνονται ρατσιστικές εκτροπές όπως σε εμάς, παρακινείστε τον να ψάξει σε τι μπορεί να διαφέρουν αυτές οι χώρες από τη δική μας. Η απάντηση είναι αυτονόητη: ότι δεν έχουν όπως εμείς υπερβολικά πολλούς μετανάστες.

Κανόνας 5 — Προσθέστε ότι ο ρατσισμός εκδηλώνεται σε κοινωνικά στρώματα ευάλωτα από τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, σε καθυστερημένους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν την πρόοδο, στον «λαουτζίκο» κ.λπ. Ο κανόνας αυτός συμπληρώνει τον προηγούμενο. Παρουσιάζει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι αποδεικνύει πως οι αντιρατσιστές, στιγματίζοντας τους «καθυστερημένους» ρατσιστές, έχουν τα ίδια αντανακλαστικά με εκείνους που μιλούν για «κατώτερες φυλές», και ότι κάνει αυτούς τους «καθυστερημένους» να αισθάνονται πιο άνετα για την περιφρόνηση που τρέφουν τόσο για τις κατώτερες φυλές όσο και για τους αντιρατσιστές των καλών συνοικιών που θέλουν να τους κάνουν μάθημα αντιρατσισμού.

Κανόνας 6 — Κάντε έκκληση για συστράτευση όλων των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων ενάντια στις ρατσιστικές δηλώσεις. Καλέστε αταλάντευτα τους ανθρώπους της εξουσίας να τις αποδοκιμάσουν με τον πιο απόλυτο τρόπο. Αυτό που έχει πράγματι σημασία είναι να αποκτήσουν αυτοί οι πολιτικοί την πατέντα του αντιρατσισμού, πράγμα που θα τους επιτρέψει να εφαρμόσουν με αυστηρότητα και να βελτιώσουν, αν παραστεί ανάγκη, τους ρατσιστικούς νόμους, οι οποίοι βεβαίως προορίζονται να θέσουν φραγμό στον ρατσισμό. Σημαντικό είναι επίσης να παρουσιαστεί η ακραία ρατσιστική δεξιά ως η μόνη συνεπής δύναμη που τολμά να πει μεγαλόφωνα αυτό που άλλοι σκέφτονται σιωπηρά, η μόνη που προτείνει ευθέως ό,τι οι άλλοι κάνουν στα μουλωχτά. Είναι σημαντικό τελικά να εμφανιστεί, μόνη αυτή, ως το θύμα μιας συνομωσίας όλων αυτών των ανθρώπων της εξουσίας.

Κανόνας 7 —  Απαιτείστε νέους αντιρατσιστικούς νόμους που θα επιτρέπουν την ποινικοποίηση ακόμα και της ίδιας της πρόθεσης αναμόχλευσης ρατσιστικών παθών, ένα εκλογικό νόμο που θα εμποδίζει την άκρα δεξιά να καταλάβει έδρες στη Βουλή και μια σειρά μέτρα της ίδιας τάξεως. Καταρχήν, κατασταλτικοί νόμοι μπορούν πάντα να φανούν χρήσιμοι. Έπειτα, θα αποδείξετε ότι η προσήλωσή σας στη δημοκρατική νομιμότητα είναι αρκετά εύκαμπτη και προσαρμόσιμη στις αλλαγές των περιστάσεων. Τέλος, θα καθαγιάσετε τους ρατσιστές στον ρόλο τους ως μάρτυρες της αλήθειας που υφίστανται την καταστολή για αδικήματα γνώμης, που καταδιώκονται από αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους όπως τους βολεύει.

Πρέπει, εν ολίγοις, να υποβοηθηθεί η διάδοση του ρατσισμού με τρεις τρόπους: διαφημίζοντας όσο το δυνατό περισσότερο το όραμα που έχει για τον κόσμο, προσδίδοντάς του το ακάνθινο στεφάνι του μάρτυρα, δείχνοντας ότι μόνον ο καθαρός ρατσισμός μπορεί να μας γλιτώσει από τον βρόμικο ρατσισμό. Ήδη για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος υιοθετούνται και οι τρεις τρόποι, με αξιόλογες επιτυχίες. Όμως, με τη μέθοδο, μπορούμε να τα καταφέρουμε ακόμα καλύτερα.

Πηγη: angelusnovus-dixit.blogspot.gr

Η αβάστακτη ελαφρότητα μιας συνέντευξης

Η μακροσκελής συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” (8/9/2013) έχει πολλές ομοιότητες με μια πολύ δημοφιλή ατραξιόν του τσίρκου: τον ελέφαντα που στέκεται με τα τέσσερα πόδια πάνω σε βάθρο μεγέθους ίσου με έναν κουβά. Είναι πασιφανές ότι ο χρόνος παραμονής του ελέφαντα πάνω σ’ αυτό το βάθρο είναι ελάχιστος.

Κάπως έτσι θα μπορούσε να κρίνει κανείς τη λογική της συνέντευξης. Οι επιμέρους πολιτικές, οι προτάσεις, τα υπό επεξεργασία σχέδια, η πληθώρα των μέτρων κ.λπ. στηρίζονται σε ορισμένες προκείμενες που δεν αντέχουν στη δοκιμασία ούτε της ιστορικής εμπειρίας, ούτε του χρόνου ούτε καν στην ορθολογική εξέταση.

Μέσα από τις γραμμές αναδύονται τρεις κεντρικές ιδέες:

Πρώτον: άπαξ και αναλάβει μια κυβέρνηση του Σύριζα που θα δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ( σαν να πρόκειται για κάτι άγνωστο) κατά ένα μαγικό τρόπο οι πιστώτριες χώρες θα θελήσουν να διαπραγματευτούν μία καινούρια δανειακή συνθήκη με την οποία θα διαγράφεται μεγάλο μέρος του χρέους (έως και 50%), θα δεχτούν πάγωμα των τόκων, θα βάλουν πλάτη στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Η φρόνηση και ο “ορθολογισμός” ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους θα τους το υπαγορεύσει, διότι αλλιώς κινδυνεύει η Ευρωζώνη.

Αυτή η λογική πάσχει από αξιοπιστία σε τρία βασικά σημεία: α)αν ο ορθολογισμός και το συμφέρον των πιστωτριών χωρών υπαγόρευε μια τόσο δραστική μείωση του χρέους δεν θα ετοιμάζονταν για νέο δανεισμό/μνημόνιο το αμέσως επόμενο διάστημα. β)Δεν θα είχαν κανένα λόγο να δείξουν αυτή την ορθολογικότητα και την καλή θέληση, θα λέγαμε, απέναντι σε μια νέα και υποτίθεται αντίπαλη στην κεντρική πολιτική/οικονομική γραμμή τους κυβέρνηση, που θα αποτελεί το “κακό παράδειγμα”, το οποίο μπορεί να εξαπολύσει αναστάτωση σε όλες τις υπερχρεωμένες χώρες. Και γ) Θα είχαν κάθε λόγο να δείξουν την καλή τους θέληση απέναντι σε μια πειθαρχική κυβέρνηση όπως αυτή των Σαμαρά-Βενιζέλου, σε μια συγκυρία που είναι κρίσιμη για να διασώσουν τις φιλικές τους δυνάμεις που τους εγγυώνται τη “σταθερότητα”. (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μετά τις γερμανικές εκλογές, εφόσον το συνιστά και το ΔΝΤ.)

Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: κάποτε η ηγεσία του Σύριζα θα πρέπει να πάψει να φυγομαχεί και να αναμετρηθεί με μερικές αλήθειες. Στην Ελλάδα με τη συμφωνία για το κούρεμα των ομολόγων των ιδιωτών, τον Μάρτιο του 2012, έγινε η μεγαλύτερη μείωση χρέους στην ιστορία, Όμως, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εξανέμισε στην κυριολεξία τα όποια οφέλη.

Την ίδια μοίρα θα έχει και οποιαδήποτε άλλη μείωση του χρέους όσο η χώρα μας υπόκειται στους κανόνες του ευρώ. Το χρέος θα αναπαράγεται και θα χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις που δημιουργούν ακόμη πιο ευρύ πεδίο για το μεγάλο κεφάλαιο, πέραν του ότι αποδίδει για τις πιστώτριες χώρες απτά κέρδη σε ζεστό χρήμα. Η πρόσφατη είδηση για το ισπανικό χρέος που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ και τυπικά χωρίς μνημόνιο θα έπρεπε να δίνει κάποιο μάθημα σε όσους δεν έχουν βουλωμένα αφτιά και κλειστά μάτια.

“Λάθος” η λιτότητα;

Δεύτερον: η πολιτική της λιτότητας αποτελεί ένα “λάθος”, υποστηρίζει ο Α.Τ., που επιτέλους θα το συνειδητοποιήσουν οι δανειστές αν έχουν απέναντί τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια δύναμη που θα τους λέει αποφασιστικά ότι το “πρόγραμμα δεν βγαίνει” και “ δεν θα λέει εκ των προτέρων ναι σε όλα”. Αν ακολουθήσει κανείς αυτή τη γραμμή σκέψης φυσιολογικά καταλήγει στο ότι –όπως υποστηρίζουν πολλοί του περιβάλλοντος Σύριζα και συμμάχων– τα μνημόνια είναι απλώς μια “λανθασμένη συνταγή”. Αν λοιπόν πρόκειται περί λάθους, και πάλι ο ορθολογικός παίκτης , εν προκειμένω οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, μπορεί να συνειδητοποιήσει και να διορθώσει το λάθος του. Εδώ, εκούσια ή ακούσια, αποκρύπτεται ότι η λιτότητα δεν είναι συνταγή , αλλά σκόπιμη πολιτική που φέρει τη σφραγίδα συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, μια καθαρά ταξική πολιτική που εφαρμόζεται καθολικά και φορτώνει την κρίση του συστήματος στον εργαζόμενο πληθυσμό. Αποκρύπτεται ότι η λιτότητα και η διάλυση του κοινωνικού κράτους έχει εμπεδωθεί στους θεσμούς και τις ευρωπαϊκές συνθήκες και μπορεί ακόμη και ο “αντιμνημονιακός” να εφαρμόζει μνημονιακές πολιτικές [1]. Ενώ εναποθέτει στους ίδιους τους σφαγείς να σώσουν το πρόβατο.

Το “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”

Τρίτον: για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των παραπάνω θέσεων ο Α. Τσίπρας επιχειρεί μια φυγή στο παρελθόν και ζητά ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ και μια διευθέτηση για τα χρέη του Νότου ανάλογη με τη Συνθήκη του Λονδίνου για το Χρέος της Γερμανίας, του 1953.

Είναι αλήθεια ότι τα περί νέου Σχεδίου Μάρσαλ δεν τα υποστηρίζει μόνο ο Α.Τ. αλλά και Ευρωπαίοι ιθύνοντες, πιο πρόσφατα ο διεκδικητής της γερμανικής καγκελαρίας, σοσιαλδημοκράτης Π. Στάινμπρουκ.

Και πάλι αυτή η λογική χωλαίνει σε πολλά επίπεδα.

Όμως πριν εξετάσουμε κατά πόσο είναι αξιόπιστη αυτή η προσέγγιση του προέδρου του Σύριζα, θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: Μπορεί η Αριστερά να γίνεται πολιτικό πλυντήριο για προγράμματα τύπου Σχεδίου Μάρσαλ;

Είναι πραγματικά ντροπή να ακούει κανείς τον επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος στην Ελλάδα που διεκδικεί μάλιστα να κυβερνήσει, να επιδεικνύει τέτοια τερατώδη άγνοια ή απρονοησία, για να πούμε το ελάχιστο, ζητώντας ένα “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”. Να αναβαπτίζει το αισχρό εργαλείο με το οποίο επιτεύχθηκε η συντριβή του αριστερού-δημοκρατικού κινήματος και στερεώθηκε η υποτέλεια, σε μια χώρα που για πρώτη φορά ο εργαζόμενος κόσμος διεκδίκησε να γίνει αφέντης της μοίρας του. Δεν γνωρίζει άραγε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα του 1948-1952 σήμαινε κυρίως βόμβες ναπάλμ στα βουνά της χώρας μας, ξεριζωμό από την ύπαιθρο μεγάλων πληθυσμών, Αμερικανούς υπερυπουργούς, λεόντειες συμβάσεις υπέρ αμερικανικών συμφερόντων, στρατιωτικές βάσεις, εμπλοκές σε πολέμους, στήριξη ενός δωσιλογικού και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, δημιουργία μιας αρπακτικής και κρατικοδίαιτης αστικής τάξης, εκτελέσεις αγωνιστών, φυλακίσεις και εξορίες, υπονόμευση της δημοκρατίας; Καλό θα ήταν να συμβουλευτεί το βιβλίο του Γ. Σταθάκη που ανήκει στο οικονομικό του επιτελείο, “Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ” (Αθήνα 2004), για να πληροφορηθεί τι είδους πολιτική εφάρμοσαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα τότε μέσω της παροχής βοήθειας. Σήμερα τη λένε νεοφιλελεύθερη…

Ένα το κρατούμενο είναι λοιπόν πως αν υπάρξει ποτέ ένα ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ, θα είναι για τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα συνοδεύεται από όρους εξίσου ή και περισσότερο σκληρούς με τους μνημονιακούς.

Για να υπογραμμίσουμε τον ανιστόρητο και πιθανώς παραπλανητικό χαρακτήρα αυτής της πρότασης, πρέπει να δούμε υπό ποιες ιστορικές συνθήκες υιοθετήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ και συνήφθη η συνθήκη του Λονδίνου, το 1953, για το γερμανικό χρέος.

Είναι καθολικά αποδεκτό ότι οι νικήτριες δυτικές δυνάμεις προχώρησαν σ’ αυτές τις διευθετήσεις με βασικό κριτήριο τις πολιτικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου. Επείγοντες γεωπολιτικοί λόγοι επέβαλαν να ανασυγκροτηθεί γρήγορα η Δυτική Ευρώπη και να ανασυσταθεί μια ισχυρή Δυτική Γερμανία μέσα στην ατλαντική συμμαχία, προμαχώνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, τη νεοσύστατη Ανατολική Γερμανία και τα εργατικά/αριστερά κινήματα. Ο σχεδιασμός συμπεριλάμβανε και τη μετέπειτα ΕΟΚ και τη νομισματική ένωση, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Το Σχέδιο Μάρσαλ (1948), παρότι είχε και ισχυρές οικονομικές πτυχές, όπως η στόχευση των ΗΠΑ να δημιουργήσουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ευρωπαϊκές χώρες, δίνοντάς τους δολάρια με αντάλλαγμα την αγορά αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών,υπήρξε βασικά ένα πολιτικό εργαλείο αποκλεισμού της Σοβιετικής Ένωσης από τη μεταπολεμική πανευρωπαϊκή διευθέτηση και διαίρεσης της Ευρώπης.

Αναρωτιέται κανείς: γιατί η Γερμανία να δώσει δωρεάν χρήματα στο ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που υπαγόρευσαν το Σχέδιο Μάρσαλ; Και τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα έχει, κυρίως χάρη στο ευρώ, και πολιτικο-οικονομικές δεσμεύσεις έχει κατοχυρώσει μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών και γεωπολιτικοί λόγοι πιεστικοί δεν συντρέχουν. Ενώ με το δανεισμό ανακυκλώνει, και πολύ κερδοφόρα μάλιστα, τα πλεονάσματά της. Η δε απειλή της κοινωνικής ανατροπής είναι σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη πολιτικά μέσα στο σύστημα του ευρώ.

Η συνθήκη του 1953 αποτελεί ακόμη πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Οι όροι της δεν αφορούσαν μόνο τη διαγραφή χρεών, αλλά τη δημιουργία μιας κραταιάς καπιταλιστικής γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική βούληση για μια τέτοια λύση εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις ειδικές ιστορικές καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί σ’ όλη την Ευρώπη και στη μεταναζιστική Γερμανία. Ιδίως την πιεστική ανάγκη να εδραιωθεί ξανά ο καπιταλισμός στη συνείδηση των εργαζομένων στα μάτια των οποίων ήταν αξεδιάλυτα δεμένος με τις μαζικές δολοφονίες,τη βία του Τρίτου Ράιχ και τις στενές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο ναζιστικό κόμμα. Μεγάλα τμήματα των Γερμανών εργαζομένων απαιτούσαν, με απεργίες, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, προκειμένου να προστατευθεί η Γερμανία από το φασισμό στο μέλλον [2].

Οι ΗΠΑ και οι λοιποί Δυτικοί, για να εξασφαλίσουν ότι η Δυτική Γερμανία θα αποτελούσε μια σταθερή συνιστώσα του ατλαντικού μπλοκ, έκαναν παραχωρήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τη μείωση του χρέους — το οποίο βεβαίως “κουρεύτηκε” δραστικά, κατά 62,6% περίπου, και η εξυπηρέτησή του ορίστηκε να μην υπερβαίνει ετησίως το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές. Δέχτηκαν να πληρώνει το χρέος της σε εθνικό νόμισμα, το γερμανικό μάρκο, και μάλιστα σοβαρά υποτιμημένο (20,6% έναντι του δολαρίου όταν άρχισε να κυκλοφορεί ξανά, το 1948, μετά το κατοχικό μάρκο) και οι διαφορές να επιλύονται στα γερμανικά δικαστήρια και με το γερμανικό δίκαιο. Το σημαντικότερο είναι ότι δέχτηκαν την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πώληση των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, ώστε να αποκτήσει θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Δέχτηκαν επίσης το πρωτοφανές: να μειώσουν τις δικές τους εξαγωγές στη Γερμανία.

Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε από τις ΗΠΑ επιλεκτικά και σε άλλες χώρες με εξίσου μεγάλη γεωπολιτική σημασία γι’ αυτές, όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν [Για τα στοιχεία, βλ. Ε. Τουσαίν. “The Marshall Plan and the Debt Agreement on German debt”, ιστοσελίδα της CADTM, 24 Οκτωβρίου 2006 ].

Ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία δεν θα επέτρεπε να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί αυτό το ιστορικό προηγούμενο, χωρίς μεγάλες εσωτερικές και διεθνείς ανατροπές, ανάλογες μ’ αυτές που επέφερε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, τα αντιστασιακά και τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγματι: γιατί άραγε θα ακολουθούσε σήμερα μια τέτοια πολιτική η Γερμανία των μεγαλοεξαγωγέων και τραπεζιτών για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο για την Ιταλία ή την Ισπανία; Για να απολέσει εξαγωγές και να δημιουργήσει ανταγωνιστές; Ή γιατί θα την έπαιρνε ο πόνος για το βιοτικό επίπεδο;

Και η Ευρωζώνη/ΕΕ δεν θα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, εάν δεν διασφάλιζε αυτόν ακριβώς τον καταμερισμό εργασίας που υπάρχει σήμερα και τα συνακόλουθα οφέλη, ως εργαλείο πειθάρχησης των εργαζομένων, περιορισμού της δημοκρατίας και της κυριαρχίας, δημιουργίας πάμφθηνου εργατικού δυναμικού, κατάλυσης του κοινωνικού κράτους, μεταφοράς πλούτου εκτός και υπέρ μιας οικονομικής ολιγαρχίας εντός των χωρών, διεθνούς πολιτικής δέσμευσης [3].

Η χώρα μας και οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη ιστορική συγκυρία για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματά τους με ασυγχώρητη ελαφρότητα και καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων ότι τη λύση μπορούν να τη δώσουν αυτοί που οδήγησαν τους λαούς στην εξαθλίωση. Χρειάζεται ένα πραγματικά εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από τη σημερινή κατάσταση που θα περιγράφει καθαρά ποιοι είναι οι κοινωνικοί αντίπαλοι και ποιοι οι σύμμαχοι, και όχι αβάσιμα ιστορικά αναμασήματα.

[1] Για να ακολουθήσουμε τη λογική της συνέντευξης, αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη τις δεσμεύσεις στις οποίες υπόκειται η χώρα με τη συνθήκη για την οικονομική διακυβέρνηση και το σύμφωνο για το ευρώ και τις λοιπές συνθήκες της ΟΝΕ. Μια θεσμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[2] Αντίστοιχη πολιτική, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, ακολούθησαν οι ΗΠΑ και έναντι της Γαλλίας. Για μια πλήρη ανάλυση, βλ. “Η μεταπολεμική γερμανική πολιτική οικονομία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς”, του Neil Ryan.

[3] Στα 1950-1951, το 41% των γερμανικών εισαγωγών προερχόταν από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εάν προστεθεί η ποσότητα εισαγομένων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Ελβετία, κι αυτές πιστώτριες χώρες, το συνολικό ποσοστό έφτανε στο 66% (Τουσαίν, ό.π.).

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β 

Μπροστά στο Σεπτέμβρη. Μπορεί να γίνει η ΟΛΜΕ η νέα ΕΦΕΕ;

Είναι γεγονός ότι μέχρι τις 11 Ιουνίου, υπήρχε μια αίσθηση απαισιοδοξίας στο λαό, μια αίσθηση ανικανότητας όσον αφορά ότι η κυβέρνηση επελαύνει και πουλάει το success story χωρίς κινητοποιήσεις, εμπόδια, αντίπαλο.

Το μαύρο στις οθόνες ανέκοψε αυτήν την παντοδυναμία της κυβέρνησης. Το κίνημα της ΕΡΤ λάβωσε την κυβέρνηση, χωρίς όμως να την νικήσει. Έχουμε μια κυβέρνηση που μπορεί να έχει αδυνατίσει, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη ή αποφασιστική. Στην ουσία έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει δύο βήματα μπροστά. Και αυτό φάνηκε στην επόμενη φάση.

Μετά τον ανασχηματισμό και τον σχηματισμό της νέας δικομματικής κυβέρνησης με γρήγορα βήματα ακολούθησε το πολυνομοσχέδιο των συμφωνηθέντων για τη συνέχεια των απολύσεων, μέσω της διαθεσιμότητας. Έτσι μετά τους 2.700 της ΕΡΤ ακολούθησαν 2.500 εκπαιδευτικοί, 2.200 σχολικοί φύλακες και 5.000 υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Πάνω από 12.000 διαθεσιμότητες μέσα σε 40 μέρες από τις οποίες οι περίπου 7.000 θα είναι σίγουρες απολύσεις. Καθόλου μικρή επίδοση, όταν μέσα στον επόμενο 1,5 χρόνο θα χρειαστεί περίπου άλλες 20.000 απολύσεις.

Τις 40 αυτές ημέρες είχαμε προσπάθειες αντίστασης. Που κατέγραψαν χαρακτηριστικά, δυνατότητες αλλά και αδυναμίες στο λαϊκό κίνημα.

Πρώτον κατέγραψαν ότι ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να αντιδράει και να αντιστέκεται για το «αυτονόητο». Θα βγαίνει στο δρόμο όταν χτυπιέται η δημοκρατία και η εθνική του αξιοπρέπεια, όταν χτυπιέται η ίδια του η ζωή, όταν απολύεται.

Δεύτερον ότι οι αγώνες δεν έχουν απέναντι τους μια αδύναμη κυβέρνηση που με πίεση θα υποχωρήσει, θα παραχωρήσει κάτι. Έχουν μια αποφασισμένη κυβέρνηση, με τη διεθνή στήριξη (βλ. παραγγελιά από κομισιόν να μην προχωρήσουν σε εκλογές, επίσκεψη Σόιμπλε) να προχωρήσει το συμβόλαιο θανάτου του ελληνικού λαού. Οι «υποχωρήσεις» γύρω από το θέμα της δημοτικής αστυνομίας ήταν προαποφασισμένες και όχι αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων. Ήταν προαποφασισμένο να περάσουν κάποιοι στο υπουργείο δημόσιας τάξης και να συστήσουν ένα νέο εισπρακτικό κυρίως σώμα.

Τρίτον αυτό σημαίνει ότι οι όποιοι αγώνες γίνονται κεντρικοί-πολιτικοί αγώνες. Η απειλή του Σαμαρά προς τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ «ή εγώ ή εσείς» δεν είναι λεκτικό κόλπο. Εκφράζει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην κάνει πίσω, για να μην αμφισβητηθεί η συνολική πορεία του προγράμματος. Ακόμα και το γεγονός ότι έχουν «καεί» πολιτικές εφεδρείες και δεν έχει το σύστημα – προς το παρόν – άλλα εναλλακτικά σχέδια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υποχωρεί εύκολα. Η διαχείριση της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (από εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα) αυτό δείχνει.

Τέταρτον έχουμε αγώνες που αντικειμενικά είναι κεντρικοί πολιτικοί, χωρίς πολιτικό υποκείμενο οργάνωσης τους. Το ΚΚΕ δεν θεωρεί καν ότι σήμερα αντικειμενικά οι αγώνες ενοποιούνται στον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης και της τρόικας. Ο δε ανένδοτος του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ανέκδοτο.

Πέμπτον το δε συνδικαλιστικό κίνημα ή άλλες μορφές οργάνωσης του λαϊκού κινήματος κάνουν δειλά βήματα προς τα εκεί, αλλά μόνο στα λόγια. Έτσι η ΠΟΕ-ΟΤΑ (εργαζόμενοι στου δήμους), μιλάει στα χαρτιά για πολιτικό αγώνα και ο πρόεδρός της Μπαλασόπουλος καλεί σε πολιτικούς συντονισμούς ομοσπονδιών, αλλά στην πράξη πλειοδότησε στα ραντεβού με το Μιχελάκη και τον Μητσοτάκη για να «τη γλιτώσουν» οι υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Έτσι στις κινητοποιήσεις της προηγούμενης βδομάδας που πρωταγωνίστησαν ΟΛΜΕ και ΠΟΕ-ΟΤΑ, δεν ήταν τυχαίο που το μεσημέρι έβγαζε πολύ κόσμο η μία ομοσπονδία, το βράδυ η άλλη. Στην ουσία όχι πολιτικός συντονισμός, αλλά ούτε καν συνδικαλιστικός συντονισμός δεν υπήρξε. Από την άλλη η ΟΛΜΕ καλεί σε αγώνες βασικά γύρω από την προστασία του δημόσιου σχολείου. ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ-ΠΑΜΕ αρνούνται την λογική του πολιτικού αγώνα, ενώ και άλλες δυνάμεις της αριστεράς τον θεωρούν αποπροσανατολιστικό.

Μπροστά στο Σεπτέμβρη

Το Σεπτέμβρη έρχονται κι άλλες απολύσεις και στην εκπαίδευση. Μετά τους 12.000 αναπληρωτές (που δεν θα προσληφθούν λόγω αύξησης ωραρίου) και τους 2.500 μόνιμους από την τεχνική εκπαίδευση, έρχονται κι άλλες διαθεσιμότητες και απολύσεις. Η απόφαση του συνεδρίου της ΟΛΜΕ καλούσε σε ξεσηκωμό και σε απεργία από τον Σεπτέμβρη αν έχουμε έστω και μια απόλυση και διαθεσιμότητα. Και έχουμε ήδη χιλιάδες. Άρα το θέμα δεν είναι τι λες τώρα πια αλλά τι κάνεις.

Το ερώτημα επανέρχεται. Πως θα οργανώσουμε πολιτικό αγώνα ανατροπής της κυβέρνησης και ακύρωσης των νομοσχεδίων που – μεταξύ άλλων – οδήγησαν στις απολύσεις. Το δεύτερο χωρίς το πρώτο δε γίνεται. Πολιτικός αγώνας σημαίνει παλλαϊκός ξεσηκωμός και όχι απλά αγώνας ενός κλάδου ή μόνο των δημοσίων υπαλλήλων. Και ο στόχος που ενοποιεί την πληττόμενη λαϊκή πλειοψηφία είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις πολιτικές τους. Αλλά και το πρώτο χωρίς λαϊκά αιτήματα και περιεχόμενο ανακούφισης των εργαζομένων (να αποσυρθούν οι απολύσεις και τα νομοσχέδια, να καταργηθούν τα χαράτσια κοκ) αφήνει χώρο ανοικτό σε μια ακόμα πολιτική αναμόρφωση, σαν κι αυτές που ζήσαμε τα τελευταία 3 χρόνια. Ο πολιτικός αγώνας δεν είναι πουκάμισο αδειανό. Έχει κοινωνικό περιεχόμενο και αιτήματα για ζωή μισθούς με αξιοπρέπεια, για να υπάρξει δουλειά και όχι ανεργία, για να ανατραπεί η μνημονιακή επιτήρηση, για να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία. Αλλά δεν είναι η παράθεση των αιτημάτων διαφορετικών χώρων. Είναι η συνάντηση τους γύρω από έναν κεντρικό πολιτικό στόχο που σήμερα είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις θανατηφόρες δόσεις της από την χώρα.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αυτό. Δύσκολο; Εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά άλλες απόψεις που προσπαθούν να αποφύγουν το ερώτημα – ή το μεταθέτουν – δεν βοηθούν ιδιαίτερα.

Είτε αυτές είναι ανοιχτά αντιδραστικές που αποδεχόμενες ότι δεν μπορούν να ανατραπούν οι μνημονιακοί νόμοι υποστηρίζουν το αλληλοφάγωμα κλάδων και ειδικοτήτων για το ποιος θα απολυθεί πρώτος.

Είτε αυτές είναι «εναλλακτικές» και βάζουν το στόχο να κρατήσουμε ανοιχτά τα σχολεία με τους απολυμένους συναδέλφους μέσα, με εναλλακτικά μαθήματα κοκ. Όμως ένα κίνημα «αυτοδιαχειριζόμενων» ΕΠΑΛ (αν θεωρήσουμε ότι είναι εφικτό και αν θεωρήσουμε ότι λέει κάποιος κάτι τέτοιο;;;), δεν απειλεί την κυβέρνηση, δεν καλεί σε μετωπική σύγκρουση μαζί της. Οι απολυμένοι παραμένουν απολυμένοι και οι επόμενοι που είναι να απολυθούν θα απολυθούν. Κι αυτό παράγει ήττα και απογοήτευση. Τα δημόσια σχολεία δεν είναι ΒΙΟΜΕΤ, ούτε εφημερίδα των συντακτών. Δεν έχουν ιδιώτη εργοδότη για να αναλάβεις την διεύθυνσή τους μέσα στα πλαίσια της αγοράς, αλλά το κράτος. Ακόμα και το παράδειγμα της ΕΡΤ, δείχνει τα όρια αυτής της λογικής, αφού και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν την συνέχεια της λειτουργίας της ΕΡΤ σαν διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στον Καψή και όχι ότι την πήραν πραγματικά στα χέρια τους. Κανείς απ’ όσους κάνουν αυτήν την πρόταση δεν κάνει καθαρά μια πρόταση δυαδικής εξουσίας και να χτίσουμε εδώ και τώρα τα δικά μας σχολεία, την δικιά μας εκπαίδευση, όπως έκανε πχ το ΕΑΜ στα πλαίσια του απελευθερωτικού ένοπλου αγώνα ενάντια στον κατακτητή και τους δοσίλογους κυβερνήτες. Τίθεται σαν πρόταση μετάθεσης του προβλήματος του πολιτικού αγώνα και όχι σαν πρόταση δημιουργίας μια άλλης παράλληλης αντι-εξουσίας εδώ και τώρα. Είναι σωστό να κρατήσουμε αυτούς τους συναδέλφους στα σωματεία και να στηρίξουμε κινήσεις αλληλοβοηθείας (εράνους, συναυλίες για ταμείο αλληλοβοηθείας στους απολυμένους κοκ) σε όλη την διάρκεια του αγώνα. Και να ανοίξουμε στην κοινωνία τα σχολεία με αντιμαθήματα και άλλες πολύπλευρες δραστηριότητες που βρίσκει το κίνημα όταν είναι σε ανάπτυξη και να συνεχιστούν τα μαθήματα αλληλεγγύης που κάνουν ήδη χιλιάδες εκπαιδευτικοί σε αδύναμους μαθητές. Όμως να εντάσσεται μια τέτοια δραστηριότητα σε μια κίνηση μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση, όχι να είναι ντρίπλα για να την αποφύγουμε, όχι να εντάσσεται σε μια επικίνδυνη λογική «οι αγώνες δεν κερδίζουν, ας κάνουμε άλλες μορφές και αλληλεγγύη μέχρι να έρθουν οι εκλογές για να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Άλλες απόψεις προσπαθούν πάλι να αποφύγουν το ερώτημα και μιλάνε για σχολεία ανοιχτά στην κοινωνία, δήθεν για να «δημιουργήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις» με τους γονείς, τους μαθητές κοκ. Και άρα ότι μια απεργία τον Σεπτέμβρη είναι επιζήμια. Όσο βέβαια «δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις», οι απολύσεις θα προχωράνε και η εμπέδωση αυτής της πολιτικής θα παράγει απαισιοδοξία, αλληλοφάγωμα και αναδίπλωση. Και ίσως μια βολική εκλογική αναμονή. Κατ’ αυτήν την λογική δεν είχαμε τους όρους να πάμε για απεργία τον Μάιο γιατί θα είχαμε ήττα του κλάδου και απολύσεις όσων θα απεργούσαν κόντρα στην επιστράτευση. Σήμερα έχουμε άσχημη κατάσταση στον κλάδο, κλίμα ηττοπάθειας και 12.500 απολύσεις. Και περιμένουμε ακόμα τις προϋποθέσεις…

Άλλοι (ΠΑΜΕ) δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει κάτι και βλέπουν ίσως κάποιες απεργίες διαμαρτυρίας…

Το ερώτημα όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Πως θα οργανώσουμε έναν παλλαϊκό ξεσηκωμό για να φύγουν κυβέρνηση και τρόικα. Η αφετηρία αυτού του αγώνα θα είναι οι απολύσεις, αλλά δεν θα είναι αυτό το αίτημα για την οργάνωση του παλλαϊκού ξεσηκωμού και ούτε οι εκπαιδευτικοί είναι το κέντρο του κόσμου. Θα πρέπει η πλειοψηφία του λαού στα αιτήματα μας να δει τον εαυτό της. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο Βήμα που δείχνουν ότι ακόμα υπάρχει μια πλειοψηφία που είναι υπερ των απολύσεων στο δημόσιο, αλλά και η μηδαμινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην πρόσφατη γενική απεργία, δείχνουν τις δυσκολίες και ότι δεν φτάνει να λες για την μορφή αγώνα (απεργία διαρκείας). Πρέπει να αναδείξουμε τα αιτήματα για το δημόσιο σχολείο, αλλά ούτε και εκεί να σταματήσουμε. Μπορούν οι καθηγητές και η ΟΛΜΕ να γίνουν η νέα ΕΦΕΕ ενός σύγχρονου ξεσηκωμού για να πέσει η κυβέρνηση και η πολιτική-οικονομική χούντα ΕΕ-ΔΝΤ; Αν ο στόχος είναι αυτός κι αν γίνεται κατανοητό ότι όσο προχωράνε οι απολύσεις και η πολιτική αυτή, τόσο εμπεδώνεται ένας χειρότερος συσχετισμός, το αλληλλοφάγωμα και η μοιρολατρία, τότε ναι ο στόχος πρέπει να είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβρη. Από καθηγητές και μαθητές. Όχι «μερική» απεργία του 20%. Να μην ανοίξουν. Με στόχο να αγκαλιάσουν όλο το λαό. Δύσκολο; Εξαιρετικά. Αλλά επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα. Δεν το μεταθέτει.

Ο Γενίτσαρος που έγινε Γιουσουφάκι και θέλει να γίνει Δραγάτης

Η ΔΗΜΑΡ μετά την απόσχισή της από τον ΣΥΡΙΖΑ διένυσε μια ταχύτατη πορεία. Σαν να πελευθερώθηκε μετά από χρόνια σκληρής καταπίεσης από ένα αριστερό περίβλημα, και φανέρωσε αυτό που ακριβώς είναι: Έκφραση ενός ευρωπαϊστικού, φιλελεύθερου, πολιτικού χώρου. Τα περί Αριστεράς (υπεύθυνης και δημοκρατικής) είναι φληναφήματα. Το κόμμα του κ.Κουβέλη κινείται πολύ δεξιότερα των κλασικών ορισμών της σοσιαλδημοκρατίας, αποδεχόμενο τον βασικό αν όχι ολόκληρο τον όγκο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και ορίων.

Η ΔΗΜΑΡ απελευθερώθηκε από τον αριστερό “ζυγό” και μετακινήθηκε αστραπιαία προς τα δεξιά σε μια “μη κανονική περίοδο”. Σε αυτή την περίοδο είχαμε εκρηκτική αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, σκληρή εμπέδωση της λιτότητας, κατάργηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Θεωρητικά ο κάθε πολιτικός οργανισμός θα όφειλε να κινηθεί αριστερότερα, εκφράζοντας το πρωτογενές λαϊκό αίσθημα για ανατροπή ή αλλαγή αυτής της πολιτικής.

Κι όμως όχι. Η πολιτική ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ βασίζεται στη δοξασία ότι είναι δυνατόν να επηρεάσεις σε θετική κατεύθυνση τα πράγματα αν συμμετάσχεις σε κυβερνητικές θέσεις. Η εμπειρία έδειξε ότι αυτή η δοξασία είναι απλώς δίψα για την καρέκλα. Δεν κρύβει καν αυταπάτες. Άλλωστε οι σύντροφοι του κ.Κουβέλη είναι αρκετά έμπειροι για να αυταπατώνται. Προέρχονται από ένα θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα της Αριστεράς που με τη μεγαλύτερη ευκολία πέταγε στην κάλαθο των αχρήστων τη θεωρία και την πολιτική του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στο όνομα του να “κυβερνήσουμε επιτέλους κι εμείς”. Αυτό το ρεύμα τροφοδότησε με πλείστα στελέχη το Πασοκικό κράτος, έπληξε θανάσιμα την αξιοπιστία της Αριστεράς, τροφοδότησε το ότι “όλοι είναι ίδιοι”, συγκυβέρνησε (πριν το Κοινοβούλιο) σε συνδικάτα και τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα εκδηλώθηκε χωρίς ταμπού με τη ΔΗΜΑΡ, δεν περιορίζεται όμως στη ΔΗΜΑΡ. Έχει ισχυρότατες προσβάσεις, επιρροές και δυνάμεις και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΔΗΜΑΡ ξεκίνησε ως Γενίτσαρος της Αριστεράς, απαρνούμενη με πρωτοφανή επιθετικότητα στοιχειώδεις αρχές και αξίες, μπήκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην Αριστερά, καθύβρισε και κατασυκοφάντησε αγώνες και κινήματα. Διεκδίκησε και πέτυχε να γίνει το Γιουσουφάκι του Σαμαρά, σε μια περίοδο που ο ελληνικός λαός υποφέρει από τις πολυετείς “επιτυχίες” των άλλων δύο κυβερνητικών της εταίρων. Η απόσχισή της από την τρικομματική συγκυβέρνηση δεν αφορά ούτε την πίεση της βάσης της για τον επιθανάτιο ρόγχο της χώρας, ούτε την αγανάκτηση της κορυφής της για τους χειρισμούς του Σαμαρά. Αν η ΔΗΜΑΡ ήταν τόσο ευαίσθητη, οι ευκαιρίες διαφοροποίησης πριν και μετά την ΕΡΤ ήταν αμέτρητες.

Η ΔΗΜΑΡ δεν παλεύει απλά για την επιβίωσή της. Παλεύει για τη χρησιμότητά της. Αν προχθές ήταν χρήσιμη ως Γενίτσαρος και χθες ήταν χρήσιμη ως Γιουσουφάκι της πιο σκληρής και επικίνδυνης Δεξιάς, σήμερα είναι χρήσιμη ως Δραγάτης που φυλάει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το άπλωμα της ΔΗΜΑΡ ή στελεχών της προς τον ΣΥΡΙΖΑ αφορά το κλείδωμα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων σε ελεγχόμενες κατευθύνσεις που δεν θα αμφισβητήσουν τα ιερά και όσια του αστισμού. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αύριο, και συνεργαζόμενη τη ΔΗΜΑΡ (αν και εφόσον επιβιώσει), ή κάποια άλλη μνημονιακή κεντροαριστερή μετάλλαξη, είναι προφανές ότι θα εγγυηθεί το υπάρχον πλαίσιο και κριτήριό της θα είναι η παραμονή της χώρας στην ΟΝΕ και στην ΕΕ.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ΔΗΜΑΡ παρά τον κυνισμό της υπήρξε γενικά ειλικρινής. Πριν τις περσινές εκλογές πέρα από τις μπούρδες για την Αριστερά της Ευθύνης και τα διαφημιστικά σποτάκια του Μπέζου για τον Κουβέλη, η ΔΗΜΑΡ μίλησε καθαρά για απαγκίστρωση από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ.

Στην πορεία αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν μπορείς να απαγκιστρωθείς από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ. Έφυγε λοιπόν το περιττό (απαγκίστρωση) και έμεινε το βασικό (ευρώ). Ακόμη κι αν η παραμονή στο ευρώ απαιτεί κι άλλες κοινωνικές εκατόμβες, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ΔΗΜΑΡ επί της ουσίας κορόιδεψε το λαό. Τον κορόιδεψε μόνο κατά το βαθμό που δεν είπε την αλήθεια: Ότι δηλαδή δεν υπάρχει ευρώ χωρίς μνημόνιο. Όμως αυτό είναι κάτι που και άλλοι δεν τολμούν και δεν θέλουν να πουν.

Η ΔΗΜΑΡ προεκλογικά εγγυήθηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, την παραμονή στο κοινό νόμισμα, διαχωρίζοντας τη θέση της από την -μέχρι τότε- ήξεις αφήξεις θέση του ΣΥΡΙΖΑ και τον “εθνικό απομονωτισμό” άλλων δυνάμεων. Μετεκλογικά έπραξε αντιστοίχως. Συνέχισε να εγγυάται την παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα. Μπορεί οι χθεσινοί σύντροφοι και επί δεκαετίες συνοδοιπόροι του Φ.Κουβέλη να ανατριχιάζουν συλλογούμενοι την πορεία του, αλλά το πολιτικό πλαίσιο της ΔΗΜΑΡ δεν είναι ανταγωνιστικό με το επίσημο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική στάση φυσικά διαφέρει, αλλά αυτή είναι πάντα αποτέλεσμα των συνθηκών, διλημμάτων, ερωτημάτων, που απαντιούνται στα όρια ενός δοσμένου πλαισίου.

Από αυτή την άποψη, η αποστροφή του Α.Τσίπρα ότι “και πολύ άντεξε η ΔΗΜΑΡ” προδίδει τις συγγενικές σχέσεις. Αυτές δεν αφορούν την κοινή καταγωγή αλλά το κοινό πολιτικό πλαίσιο. Στη συνέχεια ακούσαμε την απαίτηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ ή για “να ξεκαθαρίσει η ΔΗΜΑΡ αν ανήκει ή όχι στο μνημονιακό στρατόπεδο”. Ένας χρόνος συμμετοχής στη μνημονιακή συγκυβέρνηση, δεν αρκεί να ξεκαθαρίσει τι είναι η ΔΗΜΑΡ; Και μετά τη ΔΗΜΑΡ μήπως πρέπει να ξεκαθαρίσει και το ΠΑΣΟΚ; Να ξεκαθαρίσει και η ΝΔ; Πώς αλήθεια ορίζονται τα στρατόπεδα με βάση το Συριζικό διαχωρισμό μνημόνιο – αντιμνημόνιο; Γιατί με τόση ευκολία θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές που κατά τα άλλα είναι τόσο σαφείς και κάθετες;

Ας υποθέσουμε ότι όσοι υποστηρίζουμε ότι ο πραγματικός διαχωρισμός αφορά το ευρώ και την ΕΕ, και όχι το μνημόνιο, είμαστε κάπως περιθωριακοί. Μα όσοι υποστήριζαν ότι ο διαχωρισμός είναι από τη μια όσοι εφαρμόζουν ή εφάρμοσαν το μνημόνιο και από την άλλη όσοι αντιστέκονται, γιατί σήμερα ανακαλύπτουν ότι ο μόνος εχθρός είναι ο Σαμαράς και μάλιστα όχι όλη η ΝΔ, αλλά εκείνη η ΝΔ που είναι παλαιοκομματική, ακροδεξιά, φλερτάρει με την Χρυσή Αυγή κλπ; Ιδού λοιπόν νέο πεδίο δόξης λαμπρό: Η ΔΗΜΑΡ πέρα από Δραγάτης που διαφυλάττει τα κεκτημένα του ευρωπαϊσμού, μπορεί να αποτελέσει και τη γέφυρα ανάμεσα στους βασικούς σημερινούς αντιπάλους αν η μετεκλογική αριθμητική δεν βγαίνει και απειλείται η “δημοκρατία” και η “ευρωπαϊκή προοπτική” της χώρας. Ας θυμηθούμε ότι πριν τους ύμνους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στον Α. Παπανδρέου, είχαμε τους ύμνους στον Κ. Καραμανλή.

Η πολιτική περιπέτεια της ΔΗΜΑΡ και η πιθανή κατάληξη αλά Καρατζαφέρη, προσφέρει πολλαπλά συμπεράσματα για την Αριστερά: Πρώτον, ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος με ολίγο μνημόνιο. Δεύτερο, ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης όσο δεν είναι αποφασισμένη και προετοιμασμένη η ρήξη με τους δανειστές και η αποχώρηση από τους μηχανισμούς τους. Τρίτον, ότι οι προεκλογικές αντιμνημονιακές ρητορείες μεταλλάσσονται και θα συνεχίσουν να μεταλλάσσονται σε μνημονιακές και νεομνημονιακές πολιτικές, όσο παραμένουν στο έδαφος ευχολογίων που θέλουν να τα έχουν καλά και με τον λαό και με τον ευρωπαϊσμό.

Μονοπωλιακός καπιταλισμός

Το παρακάτω άρθρο του Paul Sweezy γράφτηκε το 1987 και αναδημοσιεύτηκε το 2004 στο Monthly Review. Συνοψίζει τις βασικές θέσεις του Sweezy αλλά και ευρύτερα του ρεύματος που συγκροτήθηκε γύρω από το περιοδικό σχετικά με τον Μονοπωλιακό Καπιταλισμό. Ανεξάρτητα από επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν το κείμενο έχει σημασία γιατί επιχειρεί να ερμηνεύσει τις κρίσεις και τη στασιμότητα του καπιταλισμού από την πλευρά της γιγάντωσης των μονοπωλίων.

Μεταξύ των μαρξιστών οικονομολόγων ο όρος “μονοπωλιακός καπιταλισμός” χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει το στάδιο του καπιταλισμού που χρονολογείται περίπου από το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα και φτάνει σε πλήρη ωριμότητα την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Κεφάλαιο του Μαρξ, όπως και η κλασική πολιτική οικονομία από τον Άνταμ Σμιθ έως τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, βασίστηκε στην υπόθεση ότι όλα τα εμπορεύματα παράγονται από βιομηχανίες που αποτελούνται από πολλές επιχειρήσεις, ή κεφάλαια στην ορολογία του Μαρξ, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει ένα αμελητέο κλάσμα της συνολικής παραγωγής και όλες ανταποκρίνονται στα σήματα τιμών και κερδών που δημιουργούνται από τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Σε αντίθεση με τους κλασικούς οικονομολόγους, ωστόσο, ο Μαρξ αναγνώρισε ότι μια τέτοια οικονομία ήταν εγγενώς ασταθής και παροδική. Ο τρόπος για να πετύχει κανείς σε μια ανταγωνιστική αγορά είναι να μειώσει το κόστος και να επεκτείνει την παραγωγή, μια διαδικασία που απαιτεί αδιάκοπη συσσώρευση κεφαλαίου σε ολοένα και νέες τεχνολογικές και οργανωτικές μορφές.

Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ:

“Η ανάπτυξη του κεφαλαίου θα πρέπει να είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να δημιουργεί νέες και νέες μορφές κεφαλαίου, που θα πρέπει να δημιουργούν νέες και νέες μορφές παραγωγής: “Η μάχη του ανταγωνισμού δίνεται χαμηλώνοντας την τιμή των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται, ceteris paribus, από την παραγωγικότητα της εργασίας, και αυτή πάλι από την κλίμακα της παραγωγής. Επομένως, τα μεγαλύτερα κεφάλαια νικούν τα μικρότερα”.

Περαιτέρω, το πιστωτικό σύστημα, το οποίο

“αρχίζει ως ένας μετριοπαθής βοηθός της συσσώρευσης”, σύντομα “γίνεται ένα νέο και τρομερό όπλο στον ανταγωνισμό στον ανταγωνιστικό αγώνα, και τελικά μετατρέπεται σε έναν τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων”

(Μαρξ, 1894, κεφ. 27).

Δεν υπάρχει επομένως καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι ο καπιταλισμός είχε φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Κατά την άποψη αυτή, ωστόσο, το τέλος της ανταγωνιστικής εποχής δεν σηματοδοτούσε την αρχή ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού, αλλά μάλλον την αρχή της μετάβασης στο νέο τρόπο παραγωγής που θα έπαιρνε τη θέση του καπιταλισμού. Μόνο κάπως αργότερα, όταν έγινε σαφές ότι ο καπιταλισμός απέχει πολύ από το να βρίσκεται στα τελευταία του στάδια, οι μαρξιστές, αναγνωρίζοντας ότι ένα νέο στάδιο είχε πράγματι φτάσει, ανέλαβαν να αναλύσουν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό για τους “νόμους της κίνησης” του καπιταλισμού.

Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο αυστριακός μαρξιστής Rudolf Hilferding, του οποίου το μεγάλο έργο Das Finanzkapital κυκλοφόρησε το 1910. Πρόδρομος ήταν και ο Αμερικανός οικονομολόγος Thorstein Veblen, του οποίου το βιβλίο The Theory of Business Enterprise (1904) ασχολήθηκε με πολλά από τα ίδια προβλήματα με εκείνα του Hilferding: χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ο ρόλος των τραπεζών στη συγκέντρωση του κεφαλαίου κ.λπ. Το έργο του Veblen, ωστόσο, ήταν προφανώς άγνωστο στον Hilferding, και κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κυρίαρχη οικονομική σκέψη στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου η εμφάνιση των εταιρειών και των συναφών νέων μορφών επιχειρηματικής δραστηριότητας και οργάνωσης, αν και αντικείμενο μιας τεράστιας περιγραφικής βιβλιογραφίας, αγνοήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κυρίαρχη νεοκλασική ορθοδοξία.

Στους μαρξιστικούς κύκλους, ωστόσο, το έργο του Χίλφερντινγκ χαιρετίστηκε ως επανάσταση και η εξέχουσα θέση του στη μαρξιστική παράδοση εξασφαλίστηκε όταν ο Λένιν το υποστήριξε σθεναρά στην αρχή του έργου του Ιμπεριαλισμός, Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. “Το 1910”, έγραψε ο Λένιν, “εμφανίστηκε στη Βιέννη το έργο του Αυστριακού μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Οικονομικό Κεφάλαιο….Το έργο αυτό δίνει μια πολύ πολύτιμη θεωρητική ανάλυση της “1τελευταίας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης”, όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου”.

Όσον αφορά την οικονομική θεωρία με τη στενή έννοια, ο Λένιν πρόσθεσε ελάχιστα στο Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο, και εκ των υστέρων είναι προφανές ότι ο ίδιος ο Hilferding δεν κατάφερε να ενσωματώσει τα νέα φαινόμενα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον πυρήνα της θεωρητικής δομής του Μαρξ (αξία, υπεραξία και κυρίως τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου). Στο κεφάλαιο 15 του βιβλίου του (“Ο καθορισμός των τιμών στο καπιταλιστικό μονοπώλιο, ιστορική τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου”) ο Χίλφερντινγκ, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει ορισμένα από αυτά τα προβλήματα, κατέληξε σε ένα πολύ εντυπωσιακό συμπέρασμα που από τότε συνδέθηκε με το όνομά του. Οι τιμές σε συνθήκες μονοπωλίου, σκέφτηκε, είναι απροσδιόριστες και συνεπώς ασταθείς. Κάθε φορά που η συγκέντρωση επιτρέπει στους καπιταλιστές να επιτύχουν υψηλότερα από το μέσο όρο κέρδη, οι προμηθευτές και οι πελάτες πιέζονται να δημιουργήσουν αντιπαραγωγικούς συνδυασμούς που θα τους επιτρέψουν να ιδιοποιηθούν μέρος των επιπλέον κερδών για τον εαυτό τους. Έτσι το μονοπώλιο εξαπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις από κάθε σημείο προέλευσης. Τότε τίθεται το ερώτημα σχετικά με τα όρια της “καρτελοποίησης” (ο όρος χρησιμοποιείται συνώνυμα με τη μονοπώληση). Ο Hilferding απαντά:

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτο όριο στην καρτελοποίηση. Αυτό που υπάρχει μάλλον είναι μια τάση προς τη συνεχή εξάπλωση της καρτελοποίησης. Οι ανεξάρτητες βιομηχανίες, όπως είδαμε, πέφτουν όλο και περισσότερο υπό την κυριαρχία των καρτελοποιημένων βιομηχανιών, καταλήγοντας τελικά να προσαρτώνται από τις καρτελοποιημένες βιομηχανίες. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τότε ένα γενικό καρτέλ. Ολόκληρη η καπιταλιστική παραγωγή ελέγχεται συνειδητά από ένα κέντρο που καθορίζει την ποσότητα της παραγωγής σε όλες τις σφαίρες της….Είναι η συνειδητά ελεγχόμενη κοινωνία σε ανταγωνιστική μορφή.

Υπάρχουν περισσότερα σχετικά με αυτό το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που θα είναι πλήρως μονοπωλιακή, αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Τρία τέταρτα του αιώνα της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ιστορίας έχουν δείξει ότι ενώ η τάση για συγκέντρωση είναι ισχυρή και επίμονη, δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο πανταχού παρούσα και συντριπτική όσο φανταζόταν ο Hilferding. Υπάρχουν ισχυρές αντίθετες τάσεις – η διάλυση των υφιστάμενων επιχειρήσεων και η ίδρυση νέων – οι οποίες ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν τον σχηματισμό οποιουδήποτε είδους που να πλησιάζει έστω και στο ελάχιστο το γενικό καρτέλ του Hilferding.

Τα πρώτα σημάδια σημαντικών νέων παρεκκλίσεων στη μαρξιστική οικονομική σκέψη άρχισαν να εμφανίζονται προς το τέλος του μεσοπολέμου, δηλαδή τις δεκαετίες του 1920 και 1930, αλλά στο σύνολό τους ήταν μια περίοδος κατά την οποία ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν έγινε αποδεκτός ως η τελευταία λέξη για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και η άκαμπτη ορθοδοξία του σταλινισμού αποθάρρυνε τις προσπάθειες να διερευνηθούν οι μεταβαλλόμενες εξελίξεις στη δομή και τη λειτουργία των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών. Εν τω μεταξύ, οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι στη Δύση άρχισαν τελικά να αναλύουν τις μονοπωλιακές και ατελώς ανταγωνιστικές αγορές (ιδίως ο Edward Chamberlin και η Joan Robinson), αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα οι προσπάθειες αυτές περιορίζονταν στο επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων και κλάδων. Η αποκαλούμενη έτσι κεϋνσιανή επανάσταση που μεταμόρφωσε τη μακροοικονομική θεωρία τη δεκαετία του 1930 έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτη από αυτές τις εξελίξεις στη θεωρία των αγορών, συνεχίζοντας να βασίζεται στην πατροπαράδοτη υπόθεση του ατομικού ανταγωνισμού.

Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 εμφανίστηκαν νέες τάσεις σκέψης στο γενικό πλαίσιο των μαρξικών οικονομικών. Αυτές είχαν τις ρίζες τους αφενός στη θεωρία του Μαρξ για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, η οποία, όπως είδαμε, αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Χίλφερντινγκ και τον Λένιν- και αφετέρου στα περίφημα Σχέδια Αναπαραγωγής του Μαρξ που παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, τα οποία αποτέλεσαν το επίκεντρο μιας παρατεταμένης συζήτησης για τη φύση της καπιταλιστικής κρίσης στην οποία συμμετείχαν πολλοί από τους κορυφαίους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου μεταξύ του θανάτου του Ένγκελς (1895) και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εύσημα για την πρώτη προσπάθεια να συνδεθούν αυτά τα δύο σκέλη σκέψης σε μια επεξεργασμένη εκδοχή της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης ανήκουν στον Michal Kalecki, του οποίου τα δημοσιευμένα έργα στα πολωνικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διατύπωσαν, σύμφωνα με την Joan Robinson και άλλους, τις βασικές αρχές της ταυτόχρονης κεϋνσιανής επανάστασης στη Δύση. Ο Kalecki είχε εισαχθεί στην οικονομική επιστήμη μέσω των έργων του Μαρξ και της μεγάλης Πολωνής μαρξίστριας Rosa Luxemburg, και κατά συνέπεια ήταν απαλλαγμένος από τις αναστολές και τις προκαταλήψεις που συνόδευαν μια εκπαίδευση στα νεοκλασικά οικονομικά. Μετακόμισε στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μπαίνοντας στις έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις της περιόδου και κάνοντας τις δικές του ξεχωριστές συνεισφορές με βάση το προηγούμενο έργο του και το έργο του Κέινς και των οπαδών του στο Κέιμπριτζ, την Οξφόρδη και το London School of Economics. Τον Απρίλιο του 1938 ο Kalecki δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Econometrica (“The Distribution of the National Income”) το οποίο ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ της προσέγγισής του και της προσέγγισης του Keynes, ιδίως όσον αφορά δύο κρίσιμα σημαντικά και στενά συνδεδεμένα θέματα, δηλαδή την ταξική κατανομή του εισοδήματος και το ρόλο των μονοπωλίων. Όσον αφορά το μονοπώλιο, ο Kalecki διατύπωσε στο τέλος του άρθρου του μια θέση που είχε βαθιές ρίζες στη σκέψη του και θα ήταν στο εξής κεντρική στο θεωρητικό του έργο:

Τα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει το δοκίμιο αυτό έχουν μια γενικότερη πτυχή. Ένας κόσμος στον οποίο ο βαθμός του μονοπωλίου καθορίζει την κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι ένας κόσμος που απέχει πολύ από το πρότυπο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το µονοπώλιο φαίνεται να είναι βαθιά ριζωµένο στη φύση του καπιταλιστικού συστήµατος: ο ελεύθερος ανταγωνισµός, ως υπόθεση, µπορεί να είναι χρήσιµος στο πρώτο στάδιο ορισµένων ερευνών, αλλά ως περιγραφή του κανονικού σταδίου της καπιταλιστικής οικονοµίας είναι απλώς ένας µύθος.

Ένα περαιτέρω βήμα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των δύο κατευθύνσεων της σκέψης του Μαρξ -συγκέντρωση και συγκεντρωτισμός από τη μια πλευρά και θεωρία της κρίσης από την άλλη- σηματοδοτήθηκε από τη δημοσίευση το 1942 της Θεωρίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης του Paul M. Sweezy, η οποία περιείχε μια αρκετά ολοκληρωμένη ανασκόπηση της προπολεμικής ιστορίας της μαρξιστικής οικονομικής επιστήμης και ταυτόχρονα έκανε επεξηγηματική χρήση των εννοιών που εισήχθησαν στην κυρίαρχη θεωρία του μονοπωλίου και του ολιγοπωλίου κατά την προηγούμενη δεκαετία. Το βιβλίο αυτό, που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, είχε σημαντική επίδραση στη συστηματοποίηση της μελέτης και της ερμηνείας της μαρξικής οικονομικής θεωρίας.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτεθεί ότι αυτές οι νέες τοποθετήσεις ήταν εντελώς θέμα θεωρητικής ανησυχίας. Εξίσου, αν όχι μεγαλύτερης σημασίας, ήταν οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του καπιταλισμού που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Από τη μία πλευρά, η παρακμή του ανταγωνισμού που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα προχωρούσε με επιταχυνόμενο ρυθμό -όπως καταγράφεται στην κλασική μελέτη του Arthur R. Burns, The Decline of Competition: A Study of the Evolution of American Industry (1936)- και από την άλλη πλευρά η πρωτοφανής σοβαρότητα της ύφεσης της δεκαετίας του 1930 παρείχε δραματική απόδειξη της ανεπάρκειας των συμβατικών θεωριών του επιχειρηματικού κύκλου. Η κεϋνσιανή επανάσταση ήταν μια μερική απάντηση σε αυτή την πρόκληση, αλλά η νέα άνοδος των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο έκοψε την περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής ανάλυσης μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων, και αφέθηκε στους μαρξιστές να συνεχίσουν στις γραμμές που είχε πρωτοπορήσει ο Kalecki πριν από τον πόλεμο.

Ο Kalecki πέρασε τα χρόνια του πολέμου στο Ινστιτούτο Στατιστικής της Οξφόρδης, ο διευθυντής του οποίου, ο A. L. Bowley, είχε συγκεντρώσει μια διακεκριμένη ομάδα επιστημόνων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εμιγκρέδες από την κατεχόμενη Ευρώπη. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και ο Josef Steindl, ένας νεαρός Αυστριακός οικονομολόγος που δέχθηκε την επιρροή του Kalecki και ακολούθησε τα βήματά του. Αργότερα, ο Steindl (1985) αφηγήθηκε τα εξής: “Ο Steindl ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του Kalecki, ο οποίος ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του:

Μια φορά μίλησα με τον Kalecki για την κρίση του καπιταλισμού. Και οι δύο, όπως και οι περισσότεροι σοσιαλιστές, θεωρούσαμε δεδομένο ότι ο καπιταλισμός απειλούνταν από μια κρίση ύπαρξης, και θεωρούσαμε τη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 ως σύμπτωμα μιας τέτοιας μεγάλης κρίσης. Αλλά ο Kalecki δεν έβρισκε πειστικούς τους λόγους, που έδινε ο Μαρξ, για τους οποίους θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια τέτοια κρίση- ταυτόχρονα δεν είχε μια δική του εξήγηση. Ακόμα δεν ξέρω, είπε, γιατί θα έπρεπε να υπάρξει κρίση του καπιταλισμού, και πρόσθεσε: Θα μπορούσε να έχει σχέση με το μονοπώλιο; Στη συνέχεια πρότεινε σε μένα και στο Ινστιτούτο, πριν φύγει από την Αγγλία, να ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα. Ήταν ένα πολύ μαρξιστικό πρόβλημα, αλλά οι μέθοδοί μου για την αντιμετώπισή του ήταν καλλεκιανές.

Η εργασία του Steindl για το θέμα αυτό ολοκληρώθηκε το 1949 και δημοσιεύθηκε το 1952 με τον τίτλο Maturity and Stagnation in American Capitalism (Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό). Αν και ελάχιστα παρατηρημένο από το επάγγελμα του οικονομολόγου την εποχή της δημοσίευσής του, το βιβλίο αυτό παρείχε ωστόσο έναν κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ των εμπειριών, εμπειρικών όσο και θεωρητικών, της δεκαετίας του 1930 και της ανάπτυξης μιας σχετικά στρογγυλεμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μια διαδικασία που έλαβε νέα ώθηση από την επιστροφή της στασιμότητας στον αμερικανικό (και παγκόσμιο) καπιταλισμό κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Το επόμενο σημαντικό έργο στην ευθεία γραμμή από τον Μαρξ μέσω του Kalecki και του Steindl ήταν το βιβλίο του Paul Baran, The Political Economy of Growth (1957), το οποίο παρουσίασε μια θεωρία της δυναμικής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και άνοιξε μια νέα προοπτική για τη φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ακολούθησε το κοινό έργο των Baran και Sweezy, Monopoly Capital: An Essay on the American Economic and Social Order (1966), το οποίο ενσωμάτωσε ιδέες και από τα δύο προηγούμενα έργα τους και προσπάθησε να διαφωτίσει, σύμφωνα με τα λόγια της εισαγωγής τους, τον “μηχανισμό που συνδέει τα θεμέλια της κοινωνίας (στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού) με αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική υπερδομή της”. Η προσπάθειά τους, ωστόσο, εξακολουθούσε να υπολείπεται μιας ολοκληρωμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς παραμελούσε “ένα θέμα που κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του Μαρξ για τον καπιταλισμό”, δηλαδή τη συστηματική διερεύνηση “των συνεπειών που είχαν τα συγκεκριμένα είδη τεχνολογικών αλλαγών που χαρακτηρίζουν τη μονοπωλιακή καπιταλιστική περίοδο για τη φύση της εργασίας, τη σύνθεση (και τη διαφοροποίηση) της εργατικής τάξης, την ψυχολογία των εργατών, τις μορφές οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης κ.ο.κ.”. Μια πρωτοποριακή προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το κενό στη θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού έγινε από τον Harry Braverman λίγα χρόνια αργότερα (Braverman, 1974), η οποία με τη σειρά της έκανε πολλά για να υποκινήσει την ανανέωση της έρευνας σχετικά με τις μεταβαλλόμενες τάσεις στις εργασιακές διαδικασίες και τις εργασιακές σχέσεις στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ότι “ο απώτερος στόχος αυτού του έργου είναι να αποκαλυφθεί ο οικονομικός νόμος κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας”. Αυτό που προέκυψε, το οποίο διατρέχει σαν κόκκινο νήμα ολόκληρο το έργο, θα μπορούσε ίσως καλύτερα να ονομαστεί θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από ποια άποψη μπορούμε να πούμε ότι οι σύγχρονες θεωρίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού τροποποιούν ή προσθέτουν στην ανάλυση του Μαρξ για τη διαδικασία συσσώρευσης;

Σε ό,τι αφορά τη μορφή, η θεωρία παραμένει βασικά αμετάβλητη, ενώ οι τροποποιήσεις στο περιεχόμενο είναι προς την κατεύθυνση να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση σε ορισμένες τάσεις που ο Μαρξ είχε ήδη αποδείξει ότι είναι εγγενείς στη διαδικασία συσσώρευσης. Αυτό ισχύει για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, και ακόμη πιο θεαματικά για τον ρόλο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε πιστωτικό σύστημα, το οποίο έχει πλέον πάρει τερατώδεις διαστάσεις σε σύγκριση με τα μικρά ξεκινήματα της εποχής του. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, οι νέες θεωρίες προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πιο επιρρεπής από τον ανταγωνιστικό προκάτοχό του στη δημιουργία μη βιώσιμων ρυθμών συσσώρευσης, οδηγώντας σε κρίσεις, υφέσεις και παρατεταμένες περιόδους στασιμότητας.

Η συλλογιστική εδώ ακολουθεί μια γραμμή σκέψης που επανέρχεται στα γραπτά του Μαρξ, ιδίως στους ημιτελείς μεταγενέστερους τόμους του Κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των θεωριών της υπεραξίας)- οι μεμονωμένοι καπιταλιστές προσπαθούν πάντα να αυξήσουν τη συσσώρευσή τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την τελική συνολική επίδραση στη ζήτηση της αυξανόμενης παραγωγής της διευρυνόμενης παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας. Ο Μαρξ το συνόψισε αυτό στη γνωστή φόρμουλα ότι “το πραγματικό εμπόδιο στην καπιταλιστική παραγωγή είναι το ίδιο το κεφάλαιο”. Το συμπέρασμα των νέων θεωριών είναι ότι η ευρεία εισαγωγή του μονοπωλίου ανεβάζει αυτό το εμπόδιο ακόμη πιο ψηλά. Αυτό το κάνει με τρεις τρόπους:

(1) Η μονοπωλιακή οργάνωση δίνει στο κεφάλαιο ένα πλεονέκτημα στην πάλη του με την εργασία, άρα τείνει να αυξήσει το ποσοστό της υπεραξίας και να καταστήσει δυνατό ένα υψηλότερο ποσοστό συσσώρευσης.

(2) Με τις μονοπωλιακές (ή ολιγοπωλιακές) τιμές να αντικαθιστούν τις ανταγωνιστικές τιμές, ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους δίνει τη θέση του σε μια ιεραρχία ποσοστών κέρδους -το υψηλότερο στις πιο συγκεντρωμένες βιομηχανίες, το χαμηλότερο στις πιο ανταγωνιστικές. Αυτό σημαίνει ότι η κατανομή της υπεραξίας στρέφεται υπέρ των μεγαλύτερων μονάδων κεφαλαίου, οι οποίες χαρακτηριστικά συσσωρεύουν μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών τους από ό,τι οι μικρότερες μονάδες κεφαλαίου, καθιστώντας και πάλι δυνατό έναν υψηλότερο ρυθμό συσσώρευσης.

(3) Στην πλευρά της ζήτησης της εξίσωσης της συσσώρευσης, οι μονοπωλιακές βιομηχανίες υιοθετούν μια πολιτική επιβράδυνσης και προσεκτικής ρύθμισης της επέκτασης της παραγωγικής ικανότητας, προκειμένου να διατηρήσουν τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους τους.

Μεταφρασμένες στη γλώσσα της κεϋνσιανής μακροοικονομικής θεωρίας, αυτές οι συνέπειες του μονοπωλίου σημαίνουν ότι το αποταμιευτικό δυναμικό του συστήματος αυξάνεται, ενώ οι ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις μειώνονται. Επομένως, εφόσον τα άλλα πράγματα είναι ίσα, το επίπεδο του εισοδήματος και της απασχόλησης στον μονοπωλιακό καπιταλισμό είναι χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Για να μετατραπεί αυτή η διαπίστωση σε μια δυναμική θεωρία, είναι απαραίτητο να δούμε τη μονοπώληση (τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου) ως μια συνεχή ιστορική διαδικασία. Στην αρχή της μετάβασης από το ανταγωνιστικό στο μονοπωλιακό στάδιο, η διαδικασία συσσώρευσης επηρεάζεται ελάχιστα. Όμως με την πάροδο του χρόνου ο αντίκτυπος αυξάνεται και τείνει αργά ή γρήγορα να γίνει κρίσιμος παράγοντας στη λειτουργία του συστήματος. Αυτό, σύμφωνα με τη μονοπωλιακή καπιταλιστική θεωρία, εξηγεί την παρατεταμένη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 καθώς και την επιστροφή της στασιμότητας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 μετά την εξάντληση της μακράς άνθησης που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι πολύπλευρες επακόλουθες επιπτώσεις του.

Ούτε η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη ούτε η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία μπόρεσαν να προσφέρουν μια ικανοποιητική εξήγηση του φαινομένου της στασιμότητας που εμφανίστηκε όλο και πιο έντονα στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Είναι λοιπόν η ξεχωριστή συμβολή της μονοπωλιακής καπιταλιστικής θεωρίας στο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα κατά μέτωπο και στην πορεία να έχει δημιουργήσει ένα πλούσιο σώμα βιβλιογραφίας που αντλεί και προσθέτει στο έργο των μεγάλων οικονομικών στοχαστών των τελευταίων 150 ετών. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα αυτής της βιβλιογραφίας, µαζί µε εισαγωγές και ερµηνείες των συντακτών, περιέχεται στο Foster and Szlajfer (1984).

Βιβλιογραφία

Baran, P. A. The Political Economy of Growth (Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1957.

Baran, P. A. και Sweezy, P. M. Monopoly Capital: Ένα δοκίμιο για την αμερικανική οικονομική και κοινωνική τάξη. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1966.

Braverman, H. Labor and Monopoly Capital: Η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1974.

Burns, A. R. The Decline of Competition (Η παρακμή του ανταγωνισμού): Μια μελέτη της εξέλιξης της αμερικανικής βιομηχανίας. Νέα Υόρκη: McGraw-Hill, 1936.

Foster, J. B. and Szlajfer, H., eds. The Faltering Economy: The Problem of Accumulation Under Monopoly Capitalism. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1984.

Hilferding, R. Das Finanzkapital (1910) Trans. M. Watnick και S. Gordon ως Finance Capital, εκδ. T. Bottomore. London: London: Routledge & Kegan Paul, 1981.

Ka1ecki, M. “The Distribution of the National Income”, Econometrica, Απρίλιος 1938.

Λένιν, Β. Ι. Ο ιμπεριαλισμός, το ανώτατο κράτος του κεφαλαιο1ισμού. 1917.

Μαρξ, Κ. Τόμος 1. Μόσχα: Progress Publishers, 1867.

Μαρξ, Κ. Τόμος 2: Progress Publishers, 1885.

Μαρξ, Κ. Τόμος 3: Progress Publishers, 1894.

Steindl, J. Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό. Οξφόρδη: Blackwell, 1952.

Steindl, J. “The Present State of Economics”, Monthly Review, Φεβρουάριος 1985.

Sweezy, P. M. The The Theory of Capitalist Development (Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1942.

Sweezy, P. M., 1966. Βλέπε Baran και Sweezy, 1966.

Veblen, T. The The Theory of Business Enterprise. Νέα Υόρκη: Charles Scribners’ Sons, 1904.