Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου; Ο Κορκονέας. Μην το ξεχάσεις ποτέ.

(Ανοιχτή επιστολή στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου)

Αγαπητά μου παιδιά,

Είστε η ελπίδα για την νέα ζωή, που όλοι μας έχουμε ανάγκη, αλλά δεν μας δίνεται πάντα. Είστε μικροί, για να διαβάσετε αυτά που γράφω, αλλά τα γράφω τώρα, γιατί δεν ξέρω αν θα υπάρχω, όταν φτάσετε στην κατάλληλη ηλικία, για να τα μάθετε.

Έχουν λεχθεί άσχημα πράγματα για τον Αλέξανδρο μετά τη δολοφονία του. Αλλά τα έχουν πει βρώμικα στόματα και τα έχουν γράψει βρώμικα χέρια. Μην πιστέψετε τίποτε και κανένα. Εγώ ήμουν σε θέση να ξέρω τον Αλέξανδρο καλύτερα από τον καθένα και σας λέω αυτό. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ καλό, ευγενικό και τίμιο παιδί, που αγαπούσαν όλοι οι δάσκαλοι και όλοι οι συμμαθητές του. Κι εκείνος αγαπούσε πολύ τους φίλους του και είχε πολλούς, πάρα πολλούς φίλους και οι φίλοι του έγιναν αναρίθμητοι μετά τον θάνατό του, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλον τον κόσμο. Αλλά ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να τους αγαπήσει, όμως η μεγάλη του καρδιά, είμαι βέβαιος ότι θα τους χωρούσε όλους αυτούς.

Χθες τέλειωσε η δίκη των δολοφόνων του σε δεύτερο βαθμό στο εφετείο Λαμίας. Μια δίκη που συνεχώς μας έκανε να αγανακτούμε και να ντρεπόμαστε για τον τρόπο που απονέμεται «η δικαιοσύνη» στη χώρα μας. Δεν θα επεκταθώ όμως σε όλα όσα λέχθηκαν και έγιναν σε αυτή τη δίκη που κράτησε πάνω από δυόμισι χρόνια. Λέω μόνο τούτο. Από την αρχή φάνηκε πως είχαν σκοπό να βγάλουν έξω τον Κορκονέα με κάθε τρόπο. Και τώρα θα σας πω μόνο για τη χθεσινή μέρα και αυτό φτάνει.

Η αδιάντροπη υπεράσπιση, που πρότεινε ένα σωρό ελαφρυντικά, πρότεινε και ως ελαφρυντικό την ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος. Λες και η υπεράσπιση δεν ήταν μέσα στην αίθουσα, όπου αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο Αλέξανδρος δεν έκανε τίποτε ανάρμοστο. Απλώς βρέθηκε σε ένα μέρος, όπου συχνάζουν πολλά παιδιά αυτής της ηλικίας. Για αυτό και το ελαφρυντικό αυτό δεν έγινε δεκτό. Αλλά η υπεράσπιση, όπως και άλλοι όμοιοι, πάντα προσπαθούσαν να βεβηλώσουν τη μνήμη του Αλέξανδρου και θα συνεχίσουν να προσπαθούν, αλλά εσεις να μη δέχεστε αυτά τα ψέματα.

Ο εισαγγελέας από την άλλη πρότεινε ως ελαφρυντικό τον πρότερο σύννομο βίο του κατηγορουμένου. Ποιος σύννομος βίος όμως; Ακόμη και τη δολοφονία του Αλέξανδρου προσπάθησαν να καλύψουν και να συσκοτίσουν οι δολοφόνοι, αλλά και οι συνάδελφοί τους τροποποίησαν τα ενοχοποιητικά στοιχεία και κατασκεύασαν ψευδομάρτυρα. Σκοπός τους ήταν να πουν ότι οι δολοφόνοι δέχθηκαν επίθεση και κινδύνεψε η ζωή τους και ο Κορκονέας πυροβόλησε για εκφοβισμό στον αέρα και η σφαίρα εξοστρακίστηκε και σκότωσε τον Αλέξανδρο. Και παρόλο που αποδείχθηκε ότι όλα αυτά ήταν ψέματα, δεν υπήρξε καμιά συνέπεια για τους αστυνομικούς που κατασκεύασαν αυτά τα σενάρια. Αν λοιπόν η υπηρεσία του προσπάθησε να απαλλάξει τον Κορκονέα από τη δολοφονία δεν θα τον κάλυπτε για μικρότερα αδικήματα και μικρότερες εγκληματικές πράξεις; Και ακόμη ο εισαγγελέας είπε ότι οι συνάδελφοι του Κορκονέα τον αποκαλούσαν Ράμπο, γιατί ήταν καλός και αποτελεσματικός στη δουλειά του και όχι γιατί έδερνε αθώους ανθρώπους. Αλλά αυτά δεν έκαναν το δικαστήριο να αμφιβάλλει για τον σύννομο βίο του Κορκονέα και δέχθηκε το ελαφρυντικό, ενώ αμφέβαλε για την ενοχή του Σαραλιώτη και τον κήρυξε αθώο. Ο Σαραλιώτης αθώος! Που όλα τα έκαναν μαζί και δεν σκέφτηκαν οι δικαστές, ότι όσα έκανε μετά ο Σαραλιώτης τα έκανε, όχι για να καλύψει την ενοχή του Κορκονέα, αλλά για να καλύψει τη δική του συνενοχή.

Κι ακόμη είπε ο εισαγγελέας ότι ο Κορκονέας οδηγήθηκε σε αυτές τις πράξεις, επειδή ήταν αφελής και αντιδεοντολογικός, όχι γιατί είναι ένας στυγερός δολοφόνος, ένα παλιοτόμαρο της κοινωνίας. Αλλά χθες στην αίθουσα δεν είδα μόνο ένα παλιοτόμαρο, είδα πολλά.

Και η απόφαση του δικαστηρίου να δεχθεί την ενοχή του Κορκονέα για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο απέβλεπε στο να καλύψει τα νώτα του σε ενδεχόμενη αναίρεση, αλλά συγχρόνως είχε σκοπό να τον βγάλει αμέσως από την φυλακή με την ποινή κάθειρξης 13 ετών.

Εύχομαι εσείς παιδιά να ζήσετε καλύτερες μέρες κι αν ποτέ σας πουν παραμύθι για τη λάμια που έτρωγε τα αθώα παλικαρόπουλα, να ξέρετε ότι αυτή δεν είναι η λάμια, αλλά η Λαμία.

Να ζήσετε σε καλύτερες μέρες, αλλά αυτές θα αργήσουν πολύ. Ήδη η κυβέρνηση θα στείλει αστυνομικούς με πολυβόλα ανάμεσα στους ανθρώπους στο κέντρο της Αθήνας και ο πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι θα προσλάβει 1500 νέους οπλισμένους Κορκονείς.

Για να έρθουν οι καλύτερες μέρες πρέπει να αγωνιστούμε πολύ και ελπίζω να συμμετάσχετε κι εσείς σε αυτόν τον αγώνα όταν μεγαλώσετε.

Ο γυμνασιάρχης του Αλέξανδρου

Γιώργος Θαλάσσης

Πηγή: giorgosthalassis.com

Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας υπουργού αποτελούν συνέχεια της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής!

Η νεοσύστατη κυβέρνηση της ΝΔ και η Υπ.Παιδείας Ν. Κεραμέως  με τις προγραμματικές δηλώσεις, αλλά και με πρώτο δείγμα γραφής το ν/σ για την κατάργηση του ασύλου μέσα στο καλοκαίρι, προχωρούν σε μια πολύ σαφή δήλωση προθέσεων γύρω από το ποια πολιτική θα ακολουθήσουν στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παραμένοντας πιστοί και στις δεσμεύσεις της προεκλογικής περιόδου. Η πολιτική αυτή έχει δύο ξεκάθαρους άξονες. Ο πρώτος αφορά  την επαναφορά κάποιων πάγιων εξαγγελιών που είχαν θεσμοθετήσει και στο παρελθόν: Τέτοιες είναι  η κατάργηση του ασύλου, η διαγραφή των ‘’αιωνιων’’ φοιτητών , το ανώτατο όριο φοίτησης,  η όλη συζήτηση γύρω από την  είσοδο στα πανεπιστήμια με κάρτες εισόδου, ελέγχους, μπάρες, face control… Ο δεύτερος αφορά το άνοιγμα με ένταση της συζήτησης για  Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για την κάλυψη επιμέρους αναγκών των Ιδρυμάτων και για αξιολόγηση των πανεπιστημίων  μέσω της ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση).

Πρέπει να ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε συζήτηση με την εξής παραδοχή: Οι προγραμματικές εξαγγελίες της Κεραμέως στην Βουλή αποτελούν συνέχεια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισής, όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου. Η ΝΔ εκμεταλλευόμενη το στρωμένο έδαφος από τους προκατόχους της έρχεται με ένα πρόγραμμα για την παιδεία, το οποίο  αφενός επαναφέρει κάποιες από τις πάγιες θέσεις της και αφετέρου ναρκοθετεί με τον πιο διαυγή τρόπο τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου

Ξεκινώντας από την βασικότερη πτυχή των μέτρων αυτών,  θωρακίζεται η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π),δηλαδή  ο θεσμός της αξιολόγησης, ενώ η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων όπως και ο   Ακαδημαϊκός Χάρτης της χώρας θα εξαρτάται από αυτή. Με την αξιολόγηση , η υπαρκτή ή η επιδιωκόμενη «ποιότητα» στα AEI μετριέται με εισαγόμενα/επιβαλλόμενα αντίγραφα κριτηρίων στα πανευρωπαικά πρότυπα. Αυτό πρακτικά σημαίνει 2 πράγματα : 1) Μπαίνουν  για τα καλά τα θεμέλια για ένα πανεπιστήμιο ‘’ευάλωτο’’ στις διαθέσεις της αγοράς. Η εμπορευματοποίηση του ελληνικών πανεπιστημίων συνεχίζεται και πλέον αποτελεί προϋπόθεση για να είναι επαρκώς ανταγωνιστικό στις λίστες της διεθνούς κατάταξης που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των διαδικασιών αξιολόγησης. 2) Τμήματα , τα οποία με βάση αμφίβολα κριτήρια ως προς την αντικειμενικότητά και την επιστημονική συνεισφορά  δεν κρίνονται επαρκή οδηγούνται σταδιακά στον μαρασμό και την αδυναμία λειτουργίας, αφού η χρηματοδότησή τους θα εξαρτάται απ’ την αξιολόγησή τους. Σημειωτέον, η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο δεν αναιρεί τις πολιτικές των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ανοίγει την κερκόπορτα για την συνέχιση και διεύρυνσης τους ντύνοντας τες με τον μανδύα της αντικειμενικής αξιολόγησης.

Την ίδια στιγμή όλη η αποθέωση και το άγχος γύρω απ’ το πότε και με τι όρους θα μπει ο ιδιωτικός τομέας στο πανεπιστήμιο, στην βάση του ότι ο δημόσιος δεν χρηματοδοτείται επαρκώς και δεν είναι ικανός  να ανταποκριθεί σε αυτά που ζητά η αγορά, εκφράζονται  με τις εξαγγελίες για ΣΔΙΤ. Η Κεραμέως στο τέλος της ομιλίας της τονίζει ότι ‘’οι περισσότερες παρεμβάσεις τους δεν απαιτούν χρήματα’’. Τα παραδείγματα όμως ιδιωτικοποιήσεων στην σίτιση, στην φύλαξη  των εστιών, αλλά και σε μια σειρά φοιτητικών παροχών γνωρίζουμε πλέον τι συνέπειες έχουν για την ποιότητα των σπουδών μας. Επί της ουσίας ούτε η παρούσα ούτε και η προηγούμενη κυβέρνηση αμφισβητούν την πολιτική της υποχρηματοδότησης. Αυτό το οποίο ζητάμε είναι όχι να καλυφθούν ‘’τρύπες’’ που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω ΣΔΙΤ αλλά αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την αξιοπρεπή κάλυψη των φοιτητικών αναγκών μας.

Δημόσια και δωρεάν σίτιση, στέγαση και μετακίνηση για όλους τους φοιτητές!

Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης – Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις με πρόχημα την κάλυψη των αναγκών των Ιδρυμάτων – όχι στις ΣΔΙΤ μέσα στις σχολές!

Η αξιολόγηση μέσω της ΑΔΙΠ θα γίνει με τα ανταγωνιστικά κρητήρια της αγοράς – Σχολές που να προάγουν τη γνώση, όχι να καλύπτουν τις ανάγκες των επενδυτών!

Να μην περάσει το ανώτατο όριο φοίτησης (ν+2). Κανένας φοιτητής να μην αναγκαστεί να παρατήσει τις σπουδές του!

Πανεπιστήμια ανοιχτά στην κοινωνική και πολιτική δράση! Όχι στις μπάρες, τους ελέγχους και τα face control. Κάτω τα χέρια από το άσυλο – όπλο των φοιτητών και του λαού για να αγωνίζεται!

Ωδή στον κρατισμό

Πρόσφατα η σειρά Chernobyl της HBO που δραματοποιεί το πυρηνικό δυστύχημα του 1986 κατέγραψε την υψηλότερη βαθμολογία για σειρές στο IMDB. Η σειρά έχει έναν ορισμένο βαθμό αντισοβιετισμού που βεβαίως συνυπάρχει με την ωραιοποίηση του τότε επικεφαλής της ΕΣΣΔ και μετέπειτα αγαπημένου της Δύσης Γκορμπατσόφ. Παρόλα αυτά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι παρουσιάζονται με σχετική ακρίβεια τα γεγονότα, οι σκοπιμότητες, οι σχέσεις, οι ιεραρχίες και οι άθλιες γραφειοκρατίες, που, είτε οδήγησαν στο δυστύχημα, είτε επιχείρησαν -τις πρώτες μέρες- να κρύψουν την έκτασή του.

Υπάρχουν ωστόσο δύο εντυπωσιακές σκηνές που συνέβησαν στην πραγματικότητα και αξίζει να αναφέρουμε.

Η πρώτη είναι η αυτοθυσία και αίσθηση προσφοράς που δείχνει η ομάδα των ανθρακωρύχων όταν καλείται να σκάψει κάτω από τον φλεγόμενο αντιδραστήρα. Με πλήρη γνώση ότι το κόστος για την υγεία και τη ζωή τους θα είναι μοιραίο, οι ανθρακωρύχοι δέχονται να μεταβούν στον τόπο της καταστροφής. Ο γράφων δεν ανήκει στους υποστηρικτές του υπαρκτού σοσιαλισμού, ούτε πίστεψε τις διαβεβαιώσεις του Ριζοσπάστη ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Είναι όμως δεδομένο ότι η αίσθηση κοινωνικής αλληλεγγύης και προσφοράς ακόμα και στο στρεβλό και υπό καπιταλιστική παλινόρθωση σοβιετικό κράτος, ήταν πολλαπλάσια συγκρινόμενη με τις σημερινές κοινωνίες. Σήμερα αποθεώνεται ο ατομισμός, η ιδιοτέλεια, η προσωπική ανέλιξη, καθώς «δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είμαστε όλοι ίσοι». Η κοινωνική προσφορά εξαντλείται σε φιλανθρωπίες που φουσκώνουν τα βιογραφικά των αναρριχώμενων στελεχών των επιχειρήσεων και της πολιτικής, ή μετασχηματίζεται σε «εταιρική ευθύνη». Η έννοια της αυτοθυσίας, υπάρχει μόνο στα κοινότυπα ανακοινωθέντα των εθνικών επετείων.

Η δεύτερη σκηνή, που είναι επίσης πραγματική, είναι η εκκένωση της πόλης του Πριπιάτ, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον πυρηνικό σταθμό. Την επόμενη μέρα του δυστυχήματος και αφού οι κομματικοί κομισάριοι δέχτηκαν με δυσφορία την εκτίμηση των επιστημόνων, αποφασίστηκε κεντρικά η εκκένωση. Μέσα σε τρεις (!) ώρες 50.000 άνθρωποι επιβιβάστηκαν σε λεωφορεία η ουρά των οποίων έφτανε τα 20 χιλιόμετρα. Η επιχείρηση εκτελέστηκε με πλήρη έλεγχο, αυτοπειθαρχία, υποδειγματικά.

Όχι, δεν τρελαθήκαμε. Δεν «θαυμάζουμε» την τάξη και την οργάνωση ενώ υπάρχει μια πρωτόγνωρη καταστροφή για την οποία το σοβιετικό κράτος φέρει ακέραιες τις ευθύνες. Είμαστε όμως αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιες πρωτόγνωρες (ανθρώπινες ή φυσικές) καταστροφές, απαιτούν έναν υψηλό βαθμό οργάνωσης, πειθαρχίας και επαγγελματικότητας που μόνο ένας κρατικός μηχανισμός μπορεί να διαθέσει.

Ας μεταφερθούμε 19 χρόνια μετά, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Η Νέα Ορλεάνη χτυπιέται από τον τυφώνα Κατρίνα. Οι επίσημες πηγές κάνουν λόγο για 1500 νεκρούς. Σχεδόν όλοι είναι μαύροι, φτωχοί ή ηλικιωμένοι. Η εκκένωση της πόλης γίνεται αποκλειστικά με ιδιωτική πρωτοβουλία και ιδιωτικά μέσα. Όσοι δεν διαθέτουν, πνίγονται, ή αποκλείονται σε μια πόλη δίχως υποδομές, νερό, ηλεκτρισμό. Χάος επικρατεί παντού, καθώς ιδιωτικά στρατιωτικά αποσπάσματα και εταιρείες ασφαλείας συμπλέκονται με συμμορίες. Φτωχοδιάβολοι που αναζητούν τροφή και καθαρό νερό, πυροβολούνται εν ψυχρώ. Τα ΜΜΕ αντί να εστιάσουν στην πρωτόγνωρη καταστροφή και στα ανύπαρκτα σχέδια διάσωσης, δημιουργούν πανικό στα όρια της παράνοιας για λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων που αργότερα αποδείχτηκαν υπερβολικές.

Τι ακριβώς έκανε ο κρατικός οργανισμός;

Συνοψίζεται στην απάντηση που έλαβε η Debbie Durso, επισκέπτρια της πόλης από το Μίτσιγκαν όταν ζήτησε βοήθεια από έναν αστυνομικό: «Άντε στο διάολο, τώρα είναι ο καθένας για τον εαυτό του». Η επίσημη έκθεση για την αστυνομία της Νέας Ορλεάνης αποκαλύπτει ότι το ένα τρίτο των αστυνομικών διέφυγαν από την πόλη πριν τον τυφώνα παραλύοντας ένα κρίσιμο κομμάτι του κρατικού μηχανισμού που θα έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο στην εκκένωση, στη διάσωση, στην τήρηση της τάξης. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν χρησιμοποιώντας παράνομα τα υπηρεσιακά τους οχήματα. Δεκάδες αστυνομικοί καταδικάστηκαν επειδή στην προσπάθειά τους να διαφύγουν έκλεψαν με την απειλή όπλου οχήματα άλλων πολιτών. Τα παραπάνω αναφέρονται στην τελική έκθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων για τον Τυφώνα Κατρίνα.

Η βασική σπουδή της κυβέρνησης Μπους σχετικά με την καταστροφή της Νέας Ορλεάνης, ήταν η προσευχή (πολύ προσευχή), η υστερία για την «τάξη και την ασφάλεια» και -κυρίως- η δημιουργία επενδυτικών σχημάτων που θα κέρδιζαν από την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων τμημάτων της πόλης. Η Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα έζησε μια τεράστια οικονομική έκρηξη. Ο φτωχότερος μαύρος πληθυσμός που απομακρύνθηκε δεν μπόρεσε να επιστρέψει, ενώ εγκαταστάθηκαν στην πόλη πλούσιοι νέοι λευκοί, ανεβάζοντας τις τιμές και αλλάζοντας τη φυλετική της σύνθεση. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες οι μαύροι έπαψαν να είναι πλειοψηφία στη Νέα Ορλεάνη. Δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν άστεγοι ή εκτοπισμένοι. Gentrification βουτηγμένο στο αίμα, στην καταστροφή και στην αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση.

Πέρα από τον πρωτοφανή αγριανθρωπισμό της εκτόπισης ολόκληρων πληθυσμών χάριν της επενδυτικής έκρηξης, η ιστορία της Νέας Ορλεάνης έφερε στο φως μια κυνική ομολογία: Το κόστος της πρόληψης, της κατασκευής υποδομών, του αυστηρού περιβαλλοντικού ελέγχου, της συγκρότησης κρατικού μηχανισμού προστασίας, είναι μεγαλύτερο από το κόστος των καταστροφών και των ανθρώπινων ζωών, ειδικά όταν μετά την καταστροφή έρθει ένα νέο κύμα ανάπτυξης. Το big bang της Νέας Ορλεάνης την τελευταία δεκαετία λειτουργεί ως αιματηρή επιβεβαίωση του Σουμπέτερ και της δημιουργικής δύναμης του καπιταλισμού που ξεπηδά μέσα από την καταστροφή. Για κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ο τυφώνας Κατρίνα ήταν καταστροφή. Για τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, του real estate, των κυβερνήσεων, ήταν θείο δώρο.

Ας πάμε τώρα στη Χαλκιδική, στο Μάτι ή στη Μάνδρα. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που ενώνουν ως κόκκινο νήμα και τις τρεις αυτές καταστροφές;

Πρώτον η αδιαφορία για την κλιματική αλλαγή που δημιουργεί φυσικά φαινόμενα με μεγάλη ένταση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Τσίπρας έκανε δήλωση για την κλιματική αλλαγή με αφορμή τη Χαλκιδική, κατηγορώντας την «άκρατη ανάπτυξη». Όσο όμως ήταν πρωθυπουργός, υπέγραφε τη μία μετά την άλλη τις συμφωνίες για τους υδρογονάνθρακες. Το να γεμίσει η Νοτιοανατολική Μεσόγειος πλατφόρμες εξόρυξης φυσικού αερίου και ορυκτών καυσίμων δεν συνιστά προφανώς μια πολιτική που παίρνει υπόψη της την κλιματική αλλαγή.

Τελικά, από εκεί που η κλιματική αλλαγή -θεωρητικά- συνιστά κεντρικό πρόβλημα που απαιτεί αντίστοιχες λύσεις, φτάνουμε να γίνεται η βολική δικαιολογία για τους νεκρούς που κάθε τόσο θρηνούμε από τα έντονα καιρικά φαινόμενα. Για τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής μπορεί και να μην υπάρχει καν, ή αν υπάρχει, αντιμετωπίζεται με δεντροφυτεύσεις στον Υμηττό και στην Πεντέλη. Για τους ιδεοληπτικούς νεοφιλελεύθερους κάθε περιβαλλοντική πολιτική που υποχρεώνει τις εταιρείες σε μέτρα προστασίας και πρόληψης, «σκοτώνει» τις επενδύσεις.

Δεύτερο κοινό στοιχείο των «φυσικών» καταστροφών είναι η αποψίλωση των μηχανισμών πρόληψης και προστασίας στην εποχή του περιορισμού των κρατικών δαπανών και της μείωσης των εξόδων. Από τα νοσοκομεία που υπολειτουργούν μέχρι την Πυρόσβεση που λειτουργεί με εποχικό δυναμικό και απαρχαιωμένα μέσα. Για αυτά, όλοι οι ιθύνοντες θα κάνουν δηλώσεις μετά από κάθε καταστροφή, αλλά επίσης όλοι θα αγωνίζονται να καταγράψουν όσο το δυνατόν ψηλότερα ματωμένα πλεονάσματα για να είναι εντάξει με τις μνημονιακές υποχρεώσεις απέναντι στους δανειστές. Η μείωση των κρατικών δαπανών είναι το ευαγγέλιο κάθε μνημονιακής κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ συμπεριλαμβανομένων. Τα υπόλοιπα είναι υποκρισία.

Τρίτο στοιχείο είναι η κατάργηση κάθε ελέγχου, αν όχι η προκλητική νομιμοποίηση για παραβάσεις, αυθαιρεσίες, ανεξέλεγκτη δόμηση, άναρχες κατασκευές, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον, χωρίς τήρηση κανόνων ασφαλείας. Τόσο η Μάνδρα και το Μάτι όσο και η Χαλκιδική, θα είχαν άλλη κατάληξη αν πέρα από όλα τα άλλα (γιατί κάθε περίπτωση έχει και τις δικές της ευθύνες), το ελληνικό κράτος επί δεκαετίες δεν έκανε τα στραβά μάτια σε μικρές και -κυρίως- μεγάλες αυθαιρεσίες.

Το πρόβλημα έχει τρεις παραμέτρους: Πρώτον τη μικρή διαπλοκή σε αυτοδιοίκηση, πολεοδομίες, δημόσιο που αποδεικνύεται ικανή να χτίσει ο,τιδήποτε, οπουδήποτε. Πρόκειται για το μικρό λάδωμα, απότοκο του μεγάλου λαδώματος και της μεγάλης διαπλοκής, μέθοδο εκμαυλισμού της κοινωνίας («όλοι τα παίρνουν», «πρέπει να λαδώσεις για να κάνεις τη δουλειά σου»). Είναι μία από τις μεγαλύτερες «επιτυχίες» του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης.

Δεύτερον τη μείωση του προσωπικού στους δημόσιους φορείς ελέγχου, εγκρίσεων και έκδοσης αδειών. Διότι πολύ απλά πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων. Σήμερα υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες που απλώς δεν διαθέτουν τον κατά νόμο υπεύθυνο υπάλληλο για να γίνει κάποιος έλεγχος ή να υπάρξει κάποια έγκριση. Δεν μιλάμε για υπηρεσίες οι οποίες υποστελεχώνονται.

Τρίτον, το κύμα «κατάργησης της γραφειοκρατίας» στις επενδύσεις. Έτσι τουλάχιστον λέγεται στη γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού. Σε κανονικά ελληνικά σημαίνει απόλυτη μείωση ελέγχων, εγκρίσεων, απαιτούμενων χαρτιών και αδειών. Σε κάποιες περιπτώσεις οι απαιτήσεις είναι υπερβολικές. Στις περισσότερες όμως, είναι αναγκαίες για την ασφάλεια και τις σωστές προδιαγραφές. Τα γκόλντεν μπόις του νεοφιλελευθερισμού όπου σταθούν κι όπου βρεθούν απαιτούν απλοποίηση των διαδικασιών για να γίνουν επενδύσεις. Πρόκειται κατά βάση για μείωση των απαιτήσεων. Την προηγούμενη εβδομάδα μια στέγη υπερφορτωμένη με φωτοβολταϊκά προσγειώθηκε σε κεφάλια ανθρώπων. Όσοι έσκουζαν για τον όγκο των εγκρίσεων που απαιτεί μια επένδυση φωτοβολταϊκών σήμερα πρέπει να βγάλουν τον σκασμό ή να ζητήσουν συγνώμη.

Ας τολμήσει κάποια δημόσια υπηρεσία να κάνει έλεγχο σε παραθαλάσσιες περιοχές πυκνής δόμησης με σπίτια, καταστήματα, τουριστικές εγκαταστάσεις και να επιβάλει πρόστιμα, συστάσεις ή ακόμα και κλείσιμο. Θα βγουν ουρλιάζοντας οι λάτρεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και θα καταγγέλλουν το χτύπημα του τουρισμού, της επιχειρηματικότητας και των εντερπρενέρς που κυνηγά το κακό κράτος. Συνήθως όσο πιο μεγάλη αυθαιρεσία, ασυδοσία, ασυνειδησία, τόσο πιο θαυμαστό και το εντερπρένερσιπ επιχειρηματιών που δεν διστάζουν μπροστά στο παραμικρό για λίγο κέρδος παραπάνω. Τώρα αν στην επόμενη θεομηνία, διάφορες ελαφρές κατασκευές τις παίρνει ο αέρας και τις εναποθέτει σε κεφάλια τουριστών, θα φταίει απλά η τύχη και η κλιματική αλλαγή.

Σε όλες τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι ο περιορισμός του δημοσίου, η υποστελέχωση και κατασυκοφάντηση του κράτους και η εκχώρηση πόρων και αρμοδιοτήτων στον ιδιωτικό τομέα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε ολοταχώς. Οι υπουργοί – λομπίστες του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχοντας πάρει θάρρος και φόρα από τους προηγούμενους θα ξεσαλώσουν. Δεν συνιστά άλλωστε ελληνική ιδιαιτερότητα η δαιμονοποίηση του δημοσίου.

Ελληνική ιδιαιτερότητα όμως είναι η πλήρης προσχώρηση στην αντι-κρατικιστική υστερία δίχως την παραμικρή αίσθηση ευθύνης για το κοινωνικό σύνολο. Βεβαίως πατάει αυτή η αντι-κρατικιστική υστερία στο νεοελληνικό κράτος που κατά βάση χτίστηκε για να διατηρεί ο καθυστερημένος αστικός πολιτικός κόσμος σχέσεις πελατειακής εξάρτησης. Οι περισσότεροι άλλωστε νεοφιλελεύθεροι που ωρύονται για το «σοβιετικό» κράτος της μεταπολιτευτικής Ελλάδας σιτίζονται πλουσιοπάροχα άμεσα, αλλά κυρίως έμμεσα, από το δημόσιο. Αρμέγουν μανιωδώς την κρατική αγελάδα διακηρύσσοντας την ιδιωτικοποίηση του γάλατος για την κοινωνική πλέμπα.

Στα μέσα Ιουλίου, το κρατίδιο του Βερολίνου ανακοίνωσε ότι πρόκειται να αγοράσει 670 διαμερίσματα για να αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη αύξηση ενοικίων. Τι συμβαίνει στην πρωτεύουσα της Γερμανίας και κρατικοποιούνται κατοικίες;

Αναστήθηκε η Λούξεμπουργκ; Κατέλαβαν την εξουσία οι Μαδούροι; Έγινε Σοβιετία το καμάρι της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης;

Τίποτα από αυτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κράτος (με τη δύναμη αδράνειας της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας) επιτελεί έναν ελάχιστο κοινωνικό ρόλο. Αντίστοιχη είδηση θα προκαλούσε μαζικές αυτοκτονίες στην ελληνική πολιτική σκηνή και δημοσιογραφία καθώς θα ισοδυναμούσε με εισβολή μπολσεβίκων στη Βουλή και στο Μέγαρο Μαξίμου. Ωστόσο, η κρατικοποίηση κατοικιών για να εξισορροπηθεί η εκτίναξη στα ενοίκια είναι μια απόλυτα λογική και εφαρμόσιμη πολιτική. Σε καπιταλιστικά πάντα πλαίσια, με την αγορά να παραμένει παντοδύναμη και το κράτος να εξακολουθεί να είναι μοχλός κυριαρχίας της αστικής τάξης.

Στην Ελλάδα εδώ και τριάντα χρόνια αποδεχτήκαμε τη χυδαία προπαγάνδα όσων καθυβρίζουν το κράτος σιτιζόμενοι από αυτό και αρμέγοντάς το ποικιλοτρόπως. Ας διαχωρίσουμε το κακό, γραφειοκρατικό, πελατειακό κράτος που θρέφει το αστικό πολιτικό σύστημα από τα δημόσια αγαθά και τις πολιτικές πρόνοιας. Και μετά, ας υπερασπίσουμε τη δυνατότητα του κράτους και του δημόσιου τομέα να παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνική πολιτική, δομές πρόνοιας και προστασίας. Αποτελεί έναν από τους πυλώνες της άμυνας απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό δεξιάς ή αριστερής κοπής, που παρεμπιπτόντως, επελαύνει ιδεολογικά, κοινωνικά, οικονομικά μετά την εμπέδωση (και) των τριών μνημονίων.

Κάτω τα χέρια από το άσυλο

Κάτω τα χέρια από το άσυλο

Άσυλο εξ ορισμού είναι χώρος περιορισμού των δικαιωμάτων της εξουσίας απέναντι στον πολίτη. Αποτέλεσε από τις απαρχές της ιστορίας λαϊκή κατάκτηση που και όταν ακόμα δεν κατοχυρώθηκε νομικά βρίσκονταν ψηλά στην κοινωνική συνείδηση και αποτελούσε άγραφο νόμο.

Το Κυλώνειο άγος (632 πΧ) έμεινε στην ιστορία ως μία πράξη ντροπής ήταν σφαγή οπαδών του Κύλωνα στην Ακρόπολη που αποτελούσε άσυλο, έστω ως χώρος λατρείας των θεών. Αλλά και στα σημερινά χρόνια το άσυλο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής απετέλεσε κατοχυρωμένο και μάλιστα με συνταγματική περιωπή θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα (άρθρο 9 Σ), ενώ η από μέρους κρατικού υπαλλήλου παραβίαση του οικιακού ασύλου, δηλαδή είσοδος σε ιδιωτική κατοικία χωρίς τη θέλησή του, χωρίς τις διατυπώσεις του νόμου και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού αποτελεί ποινικό αδίκημα (ΠΚ 241) απειλούμενο μάλιστα με υψηλότερη ποινή από το αδίκημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης (ΠΚ 334) και πολύ σωστά αφού η από μέρους οργάνου της εξουσίας παραβίαση του νόμου έχει πολύ μεγαλύτερη επικινδυνότητα και άρα απαξία από την αντίστοιχη ενός ιδιώτη. Περιορισμοί που προβλέπονται και για την κατ’ οίκον έρευνα, την κατά κανόνα απαγόρευσή της στη διάρκεια της νύχτας (ΚΠοινΔ 254) αποβλέπουν επίσης στην προστασία του οικιακού ασύλου.

Αναμφισβήτητη άλλωστε είναι και η έννοια του πολιτικού ασύλου που προστατεύει πρόσωπα που διώκονται από αντίπαλα καθεστώτα για τους πολιτικούς αγώνες τους και υποχρεώνει τα κράτη στα οποία καταφεύγουν να τα προστατεύουν όταν αυτό διαπιστώνεται.

Αν για τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προβλέπεται και νομοθετήθηκε άσυλο, δεν συμβαίνει το ίδιο κατά τρόπο συγκεκριμένο με την προστασία των συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει την εγγύηση του κράτους για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου (Σ 25 παρ. 1). Τα κινήματα δεν έχουν “το σπίτι τους” κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα αν και το έχουν κατακτήσει με αγώνες δεκαετιών που κανένας δεν τόλμησε να αμφισβητήσει.

Ένα τέτοιο σπίτι είναι το Πανεπιστημιακό Άσυλο. Θα μπορούσαν η μπορεί στο μέλλον στη θέση των Α.Ε.Ι. να είναι τα Εργατικά κέντρα, τα Δημαρχεία, οι πλατείες, τα δημόσια και δημοτικά κτίρια, κάποια άλλα “άβατα”. Συνέβη για λόγους ιστορικούς και ιδιαίτερους σε αυτήν την χώρα η θεμιτή και σεβαστή συνταγματικά κινηματική ασυλία να στεγασθεί στο πανεπιστήμιο. Και όχι φυσικά χάριν προστασίας της τριτοβάθμιας ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Στο Ελληνικό κράτος η τελευταία δεν γνώρισε ποτέ διωγμούς, όπως στην μεσαιωνική Ευρώπη. Αντίθετα υπήρξε θεραπαινίδα των εξουσιών και διαπιστευμένη πηγή παροχής της αστικής γνώσης και ιδεολογικής συγκρότησης των μελλοντικών στελεχών της κοινωνίας. Συνεπώς ούτε κινδύνευσε ποτέ από την εξουσία, ούτε δεν είχε ανάγκη κανενός ασύλου. Ποτέ δεν μπήκε αστυνομία σε Α.Ε.Ι. για να διακόψει μάθημα η άλλη εκπαιδευτική πράξη. Η νεοελληνική ιστορία δεν έχει καταγράψει καμία τέτοια περίπτωση. Αντίθετα, έχει καταγράψει από πολύ παλιά τη νομιμοποίηση του πανεπιστημιακού ασύλου στη συλλογική συνείδηση ως χώρου προστασίας λαϊκών κινητοποιήσεων και ασυλίας από την αστυνομική επέμβαση.

Πρώτη τέτοια περίπτωση τα «Σκιαδικά» (Μάιος 1859): Στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών καταφεύγουν φοιτητές και μαθητές χαμηλών κοινωνικών τάξεων, που φορούσαν ελληνικά καπέλα (σκιάδια) από τη Σίφνο, καταδιωκόμενοι από τη φοιτητική ελίτ ύστερα από πρόκληση έντασης από εισαγωγείς πανάκριβων ευρωπαϊκών καπέλων που έβλεπαν τα συμφέροντά τους να απειλούνται, πληρωμένους τραμπούκους και την αστυνομία, που τελικά επεμβαίνει στον χώρο του ασύλου και ακολουθούν πολυήμερες συγκρούσεις. Ο ίδιος ο πρύτανης του Πανεπιστημίου καταγγέλλει την παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου λέγοντας ότι το πανεπιστήμιο είναι μόνον χώρος διδασκαλίας.

Είναι όμως προφανές ότι αυτό που υπερασπίζεται δεν είναι η διδασκαλία, αλλά η ελεύθερη διάδοση των ιδεών, που είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Ακολουθεί πολιτική κρίση που οδηγεί στην παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας. Και περνούν πολλές δεκαετίες για να ξαναμπεί η αστυνομία στα Πανεπιστήμια. Δεν μπήκε ούτε στα «Γαλβανικά», πολυήμερη κατάληψη του Πανεπιστημίου ενάντια στις αυθαιρεσίες του καθηγητή Ιατρικής Γαλβάνη τον Ιανουάριο 1897 από τους φοιτητές με σκληρές συγκρούσεις, ακόμα και νεκρό φοιτητή από σφαίρα αστυνομικού, Δεν μπήκε ούτε τα επόμενα χρόνια στα «Ευαγγελικά» (1901), τα «Σανιδικά», (1902) τα «Ορεστειακά» (1903). Οι τελευταίες κινητοποιήσεις καταγράφονται παρά τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα, αφού αιτήματά τους ήταν να μην μεταφρασθεί το ευαγγέλιο στην απλή έστω καθαρεύουσα, να παιχτεί η Ορέστεια τριλογία στην αρχαία ελληνική γλώσσα κλπ. Το φοιτητικό κίνημα αποκτά προοδευτικό χαρακτήρα και εντάσσεται στις κοινωνικές δυνάμεις του κοινωνικού μετασχηματισμού μετά τη δεκαετία 1920 υπό την επιρροή της Αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση κάτι μένει, αφού στον Οργανισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών (ν. 5343/1932, άρθρο 125) απαγορεύεται ρητά η είσοδος άλλων πλην φοιτητών και διδασκόντων στο Πανεπιστήμιο χωρίς άδεια του Πρύτανη. Προφανώς φωτογραφίζεται η αστυνομία : αυτήν αφορά η απαγόρευση.

Στα μετεμφυλιακά χρόνια της δεκαετίας 1950 και μετά οι συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων απαγορεύουν την παρουσία μελών του Σπουδαστικού της Ασφάλειας στις συνελεύσεις και στις σχολές, επικαλούμενες το Πανεπιστημιακό Άσυλο. Στα χρόνια της δικτατορίας η Σύγκλητος του ΕΜΠ παραιτείται όταν η αστυνομία εισβάλλει σε αυτό (14.2.1973), αντίθετα με τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ που επιτρέπει την βίαιη αστυνομική εκκένωση της κατειλημμένης Νομικής την ίδια περίοδο, ενώ λίγους μήνες μετά η Σύγκλητος του ΕΜΠ επικαλούμενη επίσης το πανεπιστημιακό άσυλο αρνείται να δώσει στην αστυνομία την άδεια εκκένωσης του κατειλημμένου Πολυτεχνείου στις 15/11/1973 και μόνο εκ των υστέρων εγκρίνει την επέμβαση του στρατού με την γνωστή επιχειρηματολογία της χούντας.

Στην κοινοβουλευτική διαβούλευση για το Σύνταγμα 1975 υπάρχει ζωηρή άποψη να αναφερθεί ρητά το πανεπιστημιακό άσυλο στις συνταγματικές διατάξεις. Τελικά υποχωρεί θεωρώντας αρκετό το ότι το άρθρο 16 το υπονοεί στην ακαδημαϊκή ελευθερία που κατοχυρώνει. Και άλλωστε ο τότε Υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης δηλώνει στη Βουλή ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει το Πανεπιστημιακό Άσυλο.

Ωστόσο κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει το πανεπιστημιακό άσυλο, παρότι παραμένει στον χώρο του “συνταγματικού εθίμου”. χωρίς να κατοχυρώνεται έστω σε κοινό νόμο. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης τα Πανεπιστήμια ανθούν ως χώροι συνελεύσεων, εκδηλώσεων, όχι μόνο φοιτητικών αλλά και πολιτικών διαδικασιών, αφετηρίας και λήξης πορειών κ.λ.π. Όλα τα πρωτοποριακά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα αποκτούν στους χώρους τους την επαφή και τη γείωση με την κοινωνία. Και δίνουν στο Πανεπιστήμιο, που γίνεται το “σπίτι του κινήματος” την πραγματική και πολύπλευρη μορφωτική εν τέλει λειτουργία των οριζόντων αυτών, που καμία κατεστημένη ακαδημαϊκή διδασκαλία ούτε μπορεί, ούτε θέλει να δώσει. Το σύνθημα “Το άσυλο ανήκει σε όλον τον λαό” δονεί συχνά τις διαδηλώσεις.

Το ΠΑΣΟΚ, με το ν. 1268/1982 (άρθρο 2) διατυπώνει για πρώτη φορά την έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου «καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ (σ. είχε γεννηθεί θέμα αν εκτείνεται και στα προαύλια) και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση η άδεια του αρμοδίου οργάνου…..»

Ταυτόχρονα διατυπώνει και τους όρους της παραβίασής του μέσα από όργανο συνδιοίκησης (την οποία επίσης με σκοπό την ενσωμάτωση του φοιτητικού κινήματος και τη χρήση του για την μεταβολή των συσχετισμών στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ καθιερώνει), την τριμελή επιτροπή ασύλου (Πρύτανης, εκπρόσωπος ΔΕΠ, εκπρόσωπος φοιτητών).

Και για πρώτη φορά το Νοέμβρη 1985 η αστυνομία παραβιάζει το Πανεπιστημιακό άσυλο μετά από άδεια της επιτροπής και εκκενώνει το κατειλημμένο για μία εβδομάδα λόγω διαμαρτυρίας για την δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτέζα στα Εξάρχεια από αστυνομικό στις 17/11/1985 Χημείο (τότε στη Ναυαρίνου και Χ. Τρικούπη) με το πρόσχημα του κινδύνου έκρηξης από τις διάφορες χημικές ουσίες στο υπόγειο. Η κατακραυγή του φοιτητικού κόσμου και όχι μόνο είναι πλήρης : Δεν υπάρχει συνέλευση σχολής που να μην καταδικάσει την – νομότυπη αλλά ποτέ νόμιμη στις συνειδήσεις – παραβίαση του ασύλου, ενώ ο εκπρόσωπος των φοιτητικών συλλόγων του ΕΚΠΑ στην επιτροπή ασύλου και μέλος της ΠΑΣΠ διαγράφεται από μέλος του φοιτητικού συλλόγου της σχολής του (Οικονομικό Νομικής) με ομόφωνη σχεδόν απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.

Στις 18/11/1995 είναι η επόμενη σημαντική παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου : Τα ΜΑΤ εκκενώνουν το κατειλημμένο από την προηγούμενη μέρα από αντιεξουσιαστές για συμπαράσταση στους αγώνες των κρατούμενων Πολυτεχνείο και προχωρούν σε 500 και πλέον συλλήψεις, που καταλήγουν σε δίκες με ομοιόμορφες κατηγορίες χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία για κανέναν πλην της παρουσίας του στο κτίριο, η έκβαση των οποίων συχνά εξαρτάται όχι από τα στοιχεία, αλλά από την μεταμέλεια η μη των κατηγορουμένων.

Ο «νόμος Γιαννάκου» (ν. 3549/2007) έρχεται μέσα στις πολύμηνες κινητοποιήσεις ενάντια στην τροποποίηση του άρθρου 16Σ να περιστείλει (άρθρο 3) την κατοχύρωση του ασύλου τόσο ως προς το εύρος («όλους τους χώρους των ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα»), όσο και ως προς την έννοια του ασύλου «αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και για την προστασία του δικαιώματος στη γνώση στη μάθηση και την εργασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας…..»

Ενώ καταργεί την τριμελή επιτροπή ασύλου και μεταθέτει τη σχετική αρμοδιότητα στο Πρυτανικό Συμβούλιο. Δεν τολμά ωστόσο να πειράξει την παράγραφο (1) του άρθρου (3) της οποίας η διατύπωση μένει ίδια όπως του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 1268/1982 : «Στα ΑΕΙ κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και διδασκαλία, καθώς και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών» την οποία μάλιστα αφήνει αμετάβλητη και ο μετέπειτα σαρωτικός «νόμος Διαμαντοπούλου».

Οι καταλήψεις της Νομικής και του ΕΜΠ και άλλων σχολών μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, καθώς και οι ήδη εκδηλούμενες αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις (απεργίες, συνελεύσεις αγανακτισμένων, καταλήψεις κλπ) εξωθούν την τότε κυβερνητική εξουσία στην ύστατη γραμμή αντεπίθεσης.

Έτσι ψηφίζεται ο «νόμος Διαμαντοπούλου» (ν. 4009/2011) που καταργεί κάθε απαγόρευση αστυνομικής επέμβασης ορίζοντας (άρθρο 3 παρ. 2) ότι «Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία».

Μόνη αυτή η υπόμνηση είναι αρκετή για να καταδείξει την υποκρισία όσων προφασίζονται ότι η παραβατικότητα εντός και πέριξ των ΑΕΙ οφείλεται στην – ανύπαρκτη από το 2011 – νομοθεσία του πανεπιστημιακού ασύλου. Και όμως από τότε και μετά ισχυροποιείται η παραβατικότητα αυτή.

Έξι χρόνια αργότερα, ο νόμος Γαβρόγλου (ν. 4485/2011, άρθρο 3) επαναφέρει την απαγόρευση επέμβασης της αστυνομίας, την οποία επιτρέπει αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση τέλεσης κακουργήματος η εγκλήματος κατά της ζωής και μετά από άδεια του Πρυτανικού Συμβουλίου σε κάθε άλλη περίπτωση, χωρίς εν τέλει να την απαγορεύει ποτέ.

Κανένας από αυτούς τους νόμους λοιπόν δεν απαγορεύει την αστυνομική επέμβαση για ότι συμβαίνει εκτός του κτιρίου και του περιβόλου της σχολής. Είναι ψέμα ο ισχυρισμός ότι χρειάζεται άδεια της επιτροπής για τη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται στην αυλή του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθήνας η στους πέριξ της ΑΣΟΕΕ δρόμους η παλαιότερα στην Τοσίτσα.

Αλλά και μέσα στους χώρους της σχολής δεν υπήρξε κανένας νόμος που να μην επιτρέπει την χωρίς διατυπώσεις (δηλαδή προηγούμενη αίτηση η παροχή άδειας από πανεπιστημιακό όργανο) επέμβαση της αστυνομίας σε περίπτωση διάπραξης κακουργήματος η αυτόφωρου πλημμελήματος στρεφόμενου κατά της ζωής.

Καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις παραβίασης του ασύλου δεν έγινε με επίκληση διάπραξης κακουργημάτων η αδικημάτων κατά της ζωής. Έγιναν βέβαια φθορές και υλικές ζημιές για τις οποίες κανείς δεν πρέπει να είναι περήφανος. Αλλά η κοινωνική και πολιτική οργή δεν συγκρατείται πάντα εντός η εκτός των Α.Ε.Ι.

Δεν είναι συνεπώς η περιφρούρηση της νομιμότητας από τα τελούμενα πέριξ πανεπιστημιακών χώρων ποινικά αδικήματα το κίνητρο για την εξαγγελλόμενη κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Είναι η απαλλαγή των πανεπιστημιακών χώρων από τις κινηματικές διαδικασίες, τις συνελεύσεις, τις εκδηλώσεις, τις αφίσες, τα συνθήματα, τη διακίνηση εντύπων. Είναι ο σκοπός ποινικών διώξεων όσων δρουν πολιτικά στο πανεπιστήμιο.

Είναι η πειθάρχηση των ΑΕΙ και του φοιτητικού κινήματος που απέτρεψε την τροποποίηση του άρθρου 16Σ και την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο στόχος που δεν κατόρθωσε ποτέ καμία κυβέρνηση να πετύχει και η μετατροπή τους σε χώρους πολυτελών κολλεγίων για να παράγουν ειδικευμένους πειθήνιους και να διασυνδέονται ανεμπόδιστα με την ιδιωτική αγορά προσαρμόζοντας την εκπαιδευτική και ερευνητική τους δραστηριότητα στις ανάγκες και τις παραγγελίες της. Είναι η εμπέδωση μιας γενικευμένης κουλτούρας καταστολής και συρρίκνωσης δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που διαπνέει όχι μόνο τις εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και όλο το φάσμα των νομοθετικών παρεμβάσεων τα τελευταία χρόνια σε απεργίες και ποινικοποιήσεις κινητοποιήσεων. Είναι τελικά η αντεπίθεση της εξουσίας που κλιμακώνεται με την ανάκτηση του πανεπιστημίου και τον αποχαρακτηρισμό του ως χώρου περιορισμού της εξουσίας απέναντι στο κίνημα. Γιατί έχει τους συσχετισμούς να κάνει πλέον και αυτό. Η μάλλον έτσι νομίζει.

Αυτό το “σπίτι του κινήματος” που κινδυνεύει οφείλουμε να το υπερασπιστούμε. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν υπάρχει χώρος για τους αγώνες, οι αγώνες ουσιαστικά θα τεθούν εκτός νόμου. Ότι η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου δεν γίνεται ούτε για τους “μπαχαλάκηδες”, ούτε για τη διακίνηση ναρκωτικών, ούτε για την παραβατικότητα. Όλα αυτά είναι προσχήματα και ελάχιστα ενοχλούν τις εξουσίες, αν δεν εκπορεύονται από αυτές τις ίδιες.

Έχουμε χρέος όλες οι παλιότερες φοιτητικές γενιές που πέρασαν από τις σχολές να υπερασπίσουμε την ιστορία μας, να υπερασπίσουμε τη λειτουργία που μας έδωσε την πολυτέλεια να είμαστε πολιτικοποιημένοι, να σκεφτόμαστε πέρα από όσα μας επιβάλλουν η μας επιτρέπουν, να μην εξαντλούμε την κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτική μας πρακτική στο ρόλο του πελάτη του – για πόσο ακόμη – δημόσιου Α.Ε.Ι. Έχουμε χρέος να μην επιτρέψουμε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου ούτε στο νόμο, ούτε στην πράξη.

Στήριξη στον αγώνα των εργαζομένων στη SIDENOR

Οι εργαζόμενοι στη χαλυβουργεία της Sidenor βρίσκονται σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις από τον Ιούνη διεκδικώντας υπογραφή διετούς επιχειρησιακής σύμβασης με αυξήσεις, αύξηση στο πριμ παραγωγικότητας, θέσπιση επιδόματος βάρδιας και αύξηση του μισθού του νεοεισερχόμενου, αύξηση των μέτρων ασφαλείας στο χώρο δουλειάς και να σταματήσουν οι εργολαβίες. Έπειτα από το εκδικητικό lock out από την πλευρά της εργοδοσίας για δυόμιση εβδομάδες, οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κυλιόμενες δίωρες στάσεις εργασίας.

Ο όμιλος Sidenor κατέχει ηγετική θέση στο χώρο του χάλυβα και από το 2017 καταγράφει καθαρά κέρδη!

Στηρίζουμε το δίκαιο αγώνα των εργαζομένων που πραγματοποιούν με αποφασιστικότητα και θάρρος, κόντρα στην εργοδοτική τρομοκρατία, κόντρα στο μαύρο τοπίο της δουλειάς χωρίς δικαιώματα που έχει εμπεδωθεί στον τόπο μας για την εργατική τάξη.

Ο συγκεκριμένος όμιλος όπως και άλλοι κρίσιμοι παραγωγικοί κλάδοι στη χώρα μας, καταγράφουν τα τελευταία χρόνια κέρδη, πατώντας πάνω στην καταπάτηση του εργατικού δικαίου, την ανατροπή των συλλογικών συμβάσεων, την κατακρεούργηση των μισθών και των δικαιωμάτων μας που επέβαλλαν τα ευρωμνημόνια κι η πολιτική του κεφαλαίου.

Οι εργαζόμενοι της Sidenor δείχνουν πως τίποτα δεν είναι τελειωμένο! Ο συλλογικός μαζικός ενωτικός αγώνας κι η ταξική αλληλεγγύη είναι ο δρόμος.

Τώρα χρειάζεται να ενωθούν όλα τα ρυάκια αντίστασης σε ένα μέτωπο που θα σπάσει τον τσαμπουκά και την ασυδοσία του κεφαλαίου.

Με ταξική ενότητα και αποφασιστικό σχέδιο, δημοκρατία στον αγώνα και συλλογική πυγμή να διεκδικήσουμε:

  • Σταθερή δουλειά. Μείωση του χρόνου εργασίας για να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας
  • Επαναφορά των ΣΣΕ. Ενιαίες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Μισθοί στο ύψος των αναγκών μας.
  • Όχι στην εντατικοποίηση. Αύξηση των μέτρων ασφαλείας. Στους χώρους δουλειάς. Να μη θρηνήσουμε άλλους νεκρούς εργάτες στο βωμό των κερδών τους.

Νίκη στον αγώνα των εργαζομένων της Sidenor!

Για να είναι νίκη όλων μας!

Ανακοίνωση για τα εκλογικά αποτελέσματα

1. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου κλείνει τον ταραγμένο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας με την αναγέννηση του δικομματισμού και τη Νέα Δημοκρατία στη θέση του ηγεμόνα και του αυτοδύναμου κυβερνήτη, μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη μνημονιακή διαχείριση με μικρές σχετικά απώλειες και ταυτόχρονα με πορεία στην κατεύθυνση μιας σοσιαλδημοκρατικής «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης», πιο κοντά στο ΚΙΝΑΛ. Η ακροδεξιά πλέον εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από την πιο ελεγχόμενη, συστημική Ελληνική Λύση, η οποία θα πιέζει τη ΝΔ σε ακόμη πιο εθνικιστική, πολεμοκάπηλη, αντιδημοκρατική και ρατσιστική πολιτική. Και η Χρυσή Αυγή βρίσκεται πλέον εκτός Βουλής, κάτι που δείχνει μεν τη σχετική ύφεση του πολιτικού συστήματος (που την αποσύρει προσωρινά) αλλά αναμφίβολα αποτελεί επιστέγασμα των αντιφασιστικών αγώνων του ελληνικού λαού. Η επιμένουσα μεγάλη αποχή αποτελεί ανησυχητική ένδειξη απόγνωσης και εξατομίκευσης ευρύτερων μαζών.

2. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος. Η κυβέρνηση της ΝΔ με απόλυτους όρους αποτελεί μειοψηφία στον ελληνικό λαό, δείγμα βαθύτερης κρίσης της αστικής δημοκρατίας. Καλείται να διαχειριστεί μια ασθενική οικονομική ανάκαμψη, ένα εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα και ένα ογκώδες δημόσιο χρέος που δύσκολα θα αποπληρωθεί ομαλά, σε μια διεθνή κατάσταση στάσιμων επενδύσεων, οξύτατων ανταγωνισμών και πολεμικού κλίματος στον κόσμο, την Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η υπόσχεση του Μητσοτάκη για «ανάπτυξη και δουλειές για όλους» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον με ελαστικές δουλειές και όχι για όλους, με μια νέα, βαθύτερη και ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη, τον κόσμο της εργασίας, τα λαϊκά στρώματα, τις γυναίκες και τη νεολαία, στα δημοκρατικά δικαιώματα, την ειρήνη και το περιβάλλον.

3. Όλα αυτά δεν προδιαγράφουν κοινωνική και κατ’ επέκταση, πολιτική σταθερότητα. Η ΝΔ θα διαχειριστεί τα αποτελέσματα τριών μνημονίων και το τέταρτο, εν αναμονή μνημόνιο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να περάσει αλώβητη από τα μνημόνια, όσο κραταιά και αν είναι. Σε πρώτη ανάγνωση, το 71,5% του δικομματισμού φαίνεται καθηλωτικό. Όμως, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει επιδοκιμασία της μνημονιακής του διαχείρισης και της δήθεν «δυναμικής αντιπολίτευσής» του, αλλά κυρίως ένδειξη επίγνωσης του κινδύνου από την επερχόμενη επίθεση της ΝΔ και εκδήλωση αντίδρασης ενάντιά της, από ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του. Σε αυτή την αντίδραση πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος της αποχής, όπως και η ψήφος υπέρ του ΜεΡΑ25, όσο και αν υπόσχεται «ρεαλιστική ανυπακοή».

4. Η λαϊκή αντίδραση δεν διοχετεύθηκε προς τη μαχόμενη Αριστερά. Το ΚΚΕ κράτησε σχεδόν το ίδιο ποσοστό και ψήφους σε σχέση και με τις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη 2015. Δεν μπόρεσε να ανακάμψει και να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΛΑΕ τέθηκε σε ανεπίστρεπτη κρίση, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξαναγύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε το 2009 και βαθιά διχασμένη. Ο κύκλος αυτών των πολιτικών μετώπων με τη σημερινή μορφή τους πολιτικά έχει κλείσει. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αποτυχία όλων των προγραμμάτων και κομμάτων της Αριστεράς.

Τα αποτελέσματα της Αριστεράς, στο σύνολό τους, δυσκολεύουν μια γρήγορη αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κάνουν το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ασυμβίβαστη Αριστερά.

5. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, χρειάζεται βαθιά και μαχόμενη αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική πολιτική. Χρειάζεται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική συμμαχία της ανυπότακτης Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε θέλει να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση. Το ΜεΡΑ25 δεν μπορεί. Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ, με όποιες μορφές κι αν συνεχίσουν, μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση. Αλλά, για διαφορετικούς λόγους, δεν μπορούν να ηγηθούν μιας τέτοιας προσπάθειας. Για αυτό χρειάζεται η υπέρβαση τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της σεχταριστικής πολιτικής στην Αριστερά.

6. Η αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, δείχνουν ότι απαιτείται  η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.

Με πολιτική συμφωνία γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.

 Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.

 Με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.

 Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.

 Με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

7. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση, θα συμβάλει στη δημιουργία ενός μαζικού πόλου συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

8. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, παράλληλα, θα αναλάβει και θα συμβάλει σε πρωτοβουλίες για τον διάλογο και την κοινή δράση αριστερών ρευμάτων και αγωνιστών/τριών του μαζικού κινήματος, για μια ενωτική πολιτική συμμαχία ασυμβίβαστης πάλης ενάντια στη νέα κυβέρνηση, σε κάθε αντεργατικό, αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό μέτρο.

Τίποτε δεν τελείωσε!

Και στις πιο μαύρες συνθήκες υπάρχει πάντα ένα φωτεινό μονοπάτι για να βαδίσουμε μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές/τριες.

Οι πρόσφατες εκλογές και η κομμουνιστική αριστερά

Του Βασίλη Λιόση

Οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων συνηθίζουνε να λένε (σωστά) πως οι δημοσκοπήσεις είναι μια φωτογραφία της στιγμής. Αυτό ισχύει εν μέρει και για τις ίδιες τις εκλογές. Επομένως η εξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων για τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την τρέχουσα συγκυρία αλλά και την ανασκόπηση των εκλογικών επιδόσεων σε ένα ορισμένο βάθος χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση είχαμε από τη μία τη διαδρομή μιας κυβέρνησης που για πρώτη φορά άντεξε τέσσερα χρόνια την περίοδο της κρίσης και που ψευδώς διαλαλούσε τον αριστερό της χαρακτήρα ενώ από την άλλη είχαμε την ίδια την κρίση να σοβεί έχοντας εισέλθει πλέον στον δέκατο χρόνο της. Αυτά είναι τα δύο πλαίσια εντός των οποίων πρέπει να αποτιμηθεί το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Εν προκειμένω θα αναφερθούμε στις εκλογικές επιδόσεις του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των ΚΚΕ (μ-λ) και ΜΛ-ΚΚΕ. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί στο κείμενό μας δεν συμπεριλαμβάνονται και άλλες δυνάμεις. Οι λόγοι είναι δυο: πρώτο, γιατί τα ποσοστά των υπόλοιπων είναι ιδιαίτερα χαμηλά και άρα η επιρροή τους στην ελληνική κοινωνία είναι σχεδόν μηδαμινή και δεύτερο, γιατί είναι συζητήσιμο αν κάποιες δυνάμεις με αναφορά στον κομμουνισμό, είναι κομμουνιστικές (βεβαίως αυτό σηκώνει πολύ συζήτηση για το πώς ορίζεται μία πολιτική δύναμη ως κομμουνιστική, αλλά ο σχετικός προβληματισμός ξεφεύγει από τις επιδιώξεις αυτού του κειμένου). Στο παρόν κείμενο θέτουμε ορισμένες παραδοχές:

1.     Κάνουμε την επισκόπηση των εκλογικών αποτελεσμάτων από το 2009, χρονιά που στην ελληνική κοινωνία είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης.

2.     Περισσότερο σημαντική είναι η εξέλιξη των ποσοστών, χωρίς να σημαίνει ότι η απώλεια ή το κέρδος ψήφων σε απόλυτα νούμερα είναι αμελητέα.

 

Α. ΤΟ ΚΚΕ

Η εξέλιξη ψήφων και ποσοστών από το 2009 μέχρι και τις πρόσφατες εκλογές του 2019 αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα και στο διάγραμμα που αφορά την εξέλιξη των ποσοστών του.

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 7,54 517.249
Μάιος 2012 8,48 536.072
Ιούνιος 2012 4,51 277.204
Ιανουάριος 2015 5,47 338.188
Σεπτέμβριος 2015 5,55 301.632
Ιούλιος 2019 5,30 299.592

 

 

 

 

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

Βασικά συμπεράσματα που εξάγονται για την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ είναι τα εξής:

Με βάση την υψηλότερη επίδοση του κόμματος που σημειώθηκε τον Μάιο του 2012 το ΚΚΕ έχει απολέσει ένα ποσοστό της τάξης του 3,18% και 236.480 ψήφους. Για ένα κόμμα που λαμβάνει 2,5 εκατομμύρια ψήφους η απώλεια 230.000 ψήφων ίσως δεν είναι και τόσο σοβαρή. Στην περίπτωση, όμως, του ΚΚΕ πρόκειται για απώλεια σχεδόν του 40% της εκλογικής του δύναμης, άρα πρόκειται για σοβαρή απώλεια. Αυτή δεν συντελέστηκε σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου, αλλά μόλις σε επτά χρόνια και μάλιστα μνημονιακά χρόνια.

Θεωρούμε πως η απώλεια του ΚΚΕ θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη στις πρόσφατες εκλογές αν δεν είχε αλλάξει κάποια στοιχεία της πολιτικής του. Απαριθμούμε ενδεικτικά:

  • Έκανε μερικά πολιτικά ανοίγματα που αφορούσαν πρόσωπα.
  • Μεγάλη έκταση των προεκλογικών ομιλιών καταλάμβανε η καταγγελία των ΗΠΑ και του ιμπεριαλισμού.
  • Δόθηκε μεγάλο βάρος στο να μην μπει η Χρυσή Αυγή στο κοινοβούλιο.
  • Στα καλέσματα για την ενίσχυση του ΚΚΕ ετίθετο το δίλλημα: Ή με το ΚΚΕ ή με τις μνημονιακές δυνάμεις.
  • Στιγματίστηκε η μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
  • Επανήλθε στη ρητορική του κόμματος ο όρος Αριστερά.
  • Η επίκληση για λαϊκή εξουσία, δηλαδή για δικτατορία του προλεταριάτου, εξαφανίστηκε.

Συχνά πυκνά ο λόγος του ΚΚΕ θύμιζε πρότερες εποχές, εποχές πριν τη μετατροπή του σε ένα σεχταριστικό νεοτροτσκιστικό μόρφωμα. Επομένως, γιατί αυτό είναι επιλήψιμο, θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει. Καμία αλλαγή πολιτικής δεν είναι επιλήψιμη, αρκεί να μην είναι ευκαιριακή και αρκεί να εξηγείται καθώς και να γίνεται γενναία αυτοκριτική για τα όποια λάθη. Τι έχουμε, όμως, στην περίπτωση του ΚΚΕ; Το μήνυμα που έλαβε από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ενεργοποίησαν το σήμα κινδύνου. Το ΚΚΕ «κατάφερε» να σημειώσει τη χαμηλότερη εκλογική του επίδοση στις πρόσφατες ευρωεκλογές, ενώ βλέποντας κάποιος τις επιδόσεις του στις βουλευτικές των τελευταίων ετών κατευθυνόταν σε ένα ποσοστό κάτω του 5%. Υπήρχε, πλέον, ζήτημα επιβίωσης για να το πούμε κομψά. Έτσι, οι γωνίες στρογγύλεψαν.

 

Οι ομιλίες και οι πολιτικές προσεγγίσεις έγιναν πιο γειωμένες. Ωστόσο:

  • Η πολιτική συμμαχιών περιορίστηκε σε πρόσωπα και δεν αγκάλιασε και πολιτικές δυνάμεις όπως επιτάσσουν οι καιροί.
  • Ενώ στο 20ο συνέδριο του κόμματος η λέξη αντιιμπεριαλισμός απουσιάζει παντελώς, ξαφνικά και χωρίς να εξηγηθεί οι αντιιμπεριαλιστικοί τόνοι υπερκάλυψαν τους αντικαπιταλιστικούς.
  • Καμία έκκληση δεν έγινε στο πρόσφατο παρελθόν για σύμπηξη αντιφασιστικών μετώπων για την αντιμετώπιση της ΧΑ. Επομένως, οι εκκλήσεις από το μπαλκόνι για τον αποκλεισμό της ΧΑ από τη βουλή, μικρή σημασία έχουν.
  • Ποιος τολμούσε να μιλήσει για μνημονιακές δυνάμεις και να μην χαρακτηριστεί οπορτουνιστής από την ηγεσία του ΚΚΕ; Κι όμως! Ο γραμματέας του κόμματος έλεγε ότι μπροστά στην κάλπη υπάρχουν από τη μία μνημονιακές και φασιστικές δυνάμεις και από την άλλη το ΚΚΕ.
  • Τι να πούμε όσον αφορά την καταγγελία για τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ; Ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε την ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Όμως, το ΚΚΕ μπροστά στο δημοψήφισμα καλούσε σε αποχή και άκυρο. Επομένως το ΟΧΙ και το ΝΑΙ δεν είχαν καμία διαφορά (πάντα κατά το ΚΚΕ). Τώρα, όμως –κατά δήλωση μέλους του ΠΓ– το ΟΧΙ υπήρξε μεγαλειώδες!
  • Όσον αφορά τον όρο αριστερά, ας θυμηθούμε τις δηλώσεις της Αλέκας Παπαρήγα σύμφωνα με τις οποίες «εμείς δεν είμαστε αριστεροί, είμαστε κομμουνιστές», καθιστώντας τους δύο όρους ασύμβατους για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Ανάμεσα στα άλλα δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε τις δηλώσεις του γραμματέα του ΚΚΕ: «Το ποσοστό του ΚΚΕ επιτεύχθηκε μέσα σε συνθήκες πόλωσης, εκβιαστικών διλημμάτων, απογοήτευσης, αποχής, μειωμένων απαιτήσεων που καλλιεργούν όχι μόνο οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως η ΝΔ, αλλά και αυτές που παρουσιάζονται ως “αριστερές”». Κανένα σχόλιο για την εκλογική επίδοση του ΚΚΕ! Καλή; Κακή; Μέτρια; Αναμενόμενη; Οι πρώτες δηλώσεις του Κουτσούμπα δεν δίνουν καμία απάντηση σε αντίθεση με τις δηλώσεις για την εκλογική επίδοση στις ευρωεκλογές που ενώ ήταν κάκιστη ο γενικός γραμματέας του κόμματος δήλωσε: «Είναι θετικό ότι το ΚΚΕ παραμένει σταθερή δύναμη για τα λαϊκά συμφέροντα, με τάση αναπλήρωσης των δυνάμεών του». Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν εκτέθηκε με μία τέτοια δήλωση.

 

Β. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Ανάλογη είναι η εικόνα και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και βεβαίως τα μεγέθη σε αυτή την περίπτωση είναι μικρότερα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει χάσει από τον Μάιο του 2012 μέχρι και σήμερα 52.248 ψήφους, ενώ το 1,19% έγινε πλέον 0,41%, δηλαδή το ποσοστό της υποτριπλασιάστηκε. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αν και έκανε πριν από μερικά χρόνια αξιοπρόσεκτα βήματα στην κατεύθυνση της ενότητας και μιας πολιτικής που άρχιζε να συγκινεί ευρύτερα στρώματα, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά ζητήματα: αυτοτελείς πολιτικές από συνιστώσες της (ΣΕΚ), κυριαρχία της αντικαπιταλιστικής ρητορείας, υποτίμηση των ζητημάτων που άπτονται της εθνικής ανεξαρτησίας και απόρριψη της έννοιας του πατριωτισμού, έλλειψη προτάσεων.

 

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 0,36 24.687
Μάιος 2012 1,19 75.439
Ιούνιος 2012 0,33 20.391
Ιανουάριος 2015 0,64 39.497
Σεπτέμβριος 2015 0,85 46.096
Ιούλιος 2019 0,41 23.191

 

Γ. ΤΟ ΚΚΕ (μ-λ) & ΤΟ ΜΛ-ΚΚΕ

Εδώ τα μεγέθη είναι ακόμη μικρότερα, αλλά πρόκειται για δυνάμεις που δρουν για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία και που πριν από λίγα χρόνια αποφάσισαν κοινή εκλογική κάθοδο. Στην περίπτωσή τους η ενωτική αυτή κίνηση, αν και θετική, δεν απέδωσε εκλογικά. Στις τελευταίες εκλογές κατήλθαν και πάλι ξεχωριστά. Πάντως και σε αυτή την περίπτωση η μείωση είναι διακριτή αν συγκρίνουμε τα νούμερα του 2012 και του 2019.

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΚΕ (μ-λ) ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΛ ΚΚΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 0,15+0,08 10.480+5.219
Μάιος 2012 0,25 16.049
Ιούνιος 2012 0,12 7.648
Ιανουάριος 2015 0,13 7.999
Σεπτέμβριος 2015 0,16 8.944
Ιούλιος 2019 0,14+0,05 7.778+2.791

Σημείωση: στα αθροίσματα ο πρώτος αριθμός αφορά το ΚΚΕ μλ και ο δεύτερος το ΜΛ-ΚΚΕ

 

 

Δ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Είναι σχεδόν αδιανόητο μέσα σε περίοδο κρίσης και μετά από μία τετραετία όπου προδόθηκαν οι ελπίδες ενός κόσμου (ο οποίος είχε αυταπάτες, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα) η κομμουνιστική αριστερά όχι μόνο να μην καρπώνεται εκλογικά οφέλη, αλλά και να χάνει εκλογικά. Ωστόσο, οι εκλογές για τους κομμουνιστές δεν είναι το άπαν. Είναι ένα όμως μέτρο της επιρροής τους, πολιτικής και ιδεολογικής. Και εδώ υπάρχει όχι μεγάλο, αλλά τεράστιο πρόβλημα. Καμία ηγεσία των σχημάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, δεν θέλει ή δεν μπορεί ή μπορεί αλλά ψεύδεται, να δει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι η εξής: η κομμουνιστική πολιτική και η κομμουνιστική ιδεολογία έχουν απαξιωθεί σε ευρέα τμήματα των εργαζομένων.

Επιπλέον, σε τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής των προηγούμενων, διαστροφή της αλήθειας, απύθμενο θράσος. Σταχυολογούμε:

  • Συμμαχία με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛΛ.
  • Τρίτο μνημόνιο, ιδιαίτερα σκληρό.
  • Αύξηση του χρέους της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστές και ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, έπειτα από ανελέητο ξεζούμισμα του λαού.
  • Προδοσία του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος μέσα σε ένα βράδυ.
  • Εθελοντική φορολόγηση των εφοπλιστών.
  • Αύξηση του πλούτου των πλουσιότερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
  • Ξέπλυμα στελεχών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (υπουργοποίηση ως και της Παπακώστα που χαρακτήρισε τους μετανάστες ως κατσαρίδες).
  • Γλειψίματα του Τραμπ και της Μέρκελ που έγιναν ξαφνικά «διαβολικά καλοί» και «σώφρονες πολιτικοί».
  • Διατήρηση των ΜΑΤ που θα καταργούνταν.
  • Διατήρηση του ΕΝΦΙΑ που και αυτός θα καταργείτο.
  • Διατήρηση όλων των προηγούμενων μνημονιακών νόμων που κι αυτοί θα καταργούνταν με ένα νόμο και ένα άρθρο.
  • Δημοπρασίες πρώτης κατοικίας που κι αυτές θα καταργούνταν.
  • Παραμονή στο ΝΑΤΟ που θα βγαίναμε.
  • Συμφωνία των Πρεσπών κατόπιν παραγγελίας των ΗΠΑ.

Μέσα σε αυτή τη λαίλαπα, λοιπόν, η κομμουνιστική αριστερά φαίνεται να έχει πάρει την κατιούσα. Υπάρχει, όμως, ο αντίλογος: οι συνθήκες είναι δύσκολες, η παγκόσμια τάση είναι η υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων κ.λπ. Θα είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι. Ασφαλώς και οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Τουλάχιστον από το 1989 έχουμε εισέρθει σε ένα αντεπαναστατικό κύμα που στο διάβα του έχει δημιουργήσει νέες πιεστικές, για τους λαούς, καταστάσεις. Αλλά, υπάρχει και ο αντίλογος στον αντίλογο: πόσες φορές η ιστορία προσέφερε ευνοϊκές συνθήκες στους κομμουνιστές; Ελάχιστες, είναι η απάντηση. Συνήθως οι συνθήκες ήταν δυσκολότερες από ό,τι σήμερα με διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και δολοφονίες. Τα ψευτοδιλλήματα που δημιουργούσε ο παλαιός τύπος δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) ήταν ακόμη πιο πιεστικά σε άλλες εποχές από ό,τι στη σημερινή συγκυρία. Και εν πάση περιπτώσει, δεν γίνεται με ένα σχεδόν μεταφυσικό τρόπο όλα να επαφίενται στις τυφλές δυνάμεις των αντικειμενικών συνθηκών που με παντοδυναμία τα καθορίζουν όλα και ανά πάσα στιγμή μπορούν να δικαιολογήσουν στασιμότητα, αποτυχίες, στρεβλώσεις και λάθη. Ο υποκειμενικός παράγοντας μπορεί και πρέπει να παίξει τον ρόλο του. Αλλιώς τι ρόλο έχουν οι πιο συνειδητοί επαναστάτες; Να φαντασιώνονται αυτάρεσκα εξεγέρσεις και επαναστάσεις που θα προκύψουν έτσι ξαφνικά και τότε αυτοί θα καβαλήσουν το επαναστατικό κύμα και ο λαός θα τους ακολουθήσει στην εφόρμηση στους ουρανούς;

Οι κομμουνιστές πρέπει να έχουν το θάρρος να πούνε: η επιρροή μας στον λαό, εκλογική, πολιτική, συνδικαλιστική, ιδεολογική είναι περιορισμένη. Έχουμε υποστεί μία σκληρή ήττα. Πρέπει να τα βάλουμε κάτω, να δούμε τι φταίει. Δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει απλώς και μόνο η αναπαραγωγή ενός κομματικού μηχανισμού. Αυτό δεν είναι επαναστατική πολιτική. Είναι διαχείριση της μιζέριας και εν τέλει βαθιά ενσωμάτωση στο σύστημα.

Αν οι ηγεσίες της κομμουνιστικής αριστεράς συνεχίζουν να πορεύονται έτσι όπως έχουν πορευτεί μέχρι σήμερα, ο αφανισμός ίσως δεν είναι και τόσο μακριά ή το πολύ πολύ να συντηρείται μια σταθερότητα που όμως δεν θα μπορεί να δημιουργήσει γεγονότα, να προκαλέσει ρήξεις στις συνειδήσεις, να αναστήσει οράματα που τώρα βρίσκονται κλεισμένα στο μπαούλο. Η κομμουνιστική αριστερά πρέπει να αλλάξει πολλά: να κατανοήσει τους μηχανισμούς που δημιουργούν υποταγμένες συνειδήσεις και όχι να κουνά το δάχτυλο από καθέδρας  στον λαό, να δραστηριοποιηθεί όπου υπάρχει συλλογικότητα ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς δύναμης, να αλλάξει γλώσσα, να διαμορφώσει προτάσεις για την καθημερινότητα, να διεξάγει ενωτικούς αγώνες, να μάθει να ακούει, να μελετήσει σε βάθος τον καπιταλισμό, να πρωτοπορεί παντού και πάντα, να μην αναζητά ιδεολογικές καθαρότητες που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτες, να μην φοβάται τη σύγκρουση και τις επιπτώσεις της αλλά ταυτόχρονα αυτή τη σύγκρουση να την διεξάγει με τέχνη.

Αν δεν γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές και μάλιστα γρήγορα και θαρρετά, τότε θα μείνουμε να αναρωτιόμαστε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθεί να πείθει εκατοντάδες χιλιάδων αγωνιστών και αριστερών και γιατί ο Βαρουφάκης ενώ είχε δηλώσει τη συμφωνία του με το 70% του μνημονίου και ενώ δηλώνει πως μπορεί να συνεργαστεί και με τη ΝΔ και με τον ΣΥΡΙΖΑ, εισέρχεται στη βουλή στην πρώτη του εκλογική εμφάνιση.

Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι: οι σημερινές ηγεσίες είναι ικανές να μπουν σε μία τέτοια διαδικασία αλλαγών; Κι αν όχι, τότε τι ακριβώς κάνουν όσοι συμφωνούν με τις διαπιστώσεις που έχουμε καταγράψει; Σε κάθε περίπτωση αν συμφωνούμε πως οι ηγεσίες αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα, το επόμενο ερώτημα, χιλιοειπωμένο αλλά κρίσιμο, είναι: τι κάνουμε; Όσο οι απαντήσεις καθυστερούν, τόσο οι πιθανότητες για τη μετατροπή των κομμουνιστών σε γραφικά απολιθώματα θα αυξάνουν.

Πηγή: http://kordatos.org

Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Εκλογές 2019: Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι εθνικές εκλογές επιβεβαιώνουν και ενισχύουν το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών. Υπογραμμίζουν σε όλους τους τόνους ότι έχει κλείσει εδώ και χρόνια η εποχή πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από τη χρεοκοπία της χώρας. Δύο κόμματα – πόλοι (η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ) εναλλάσσονται στην εξουσία, υλοποιώντας όμοιες πολιτικές, έστω και αν οι τόνοι ανάμεσά τους παραμένουν υψηλοί.

Δεν έκλεισαν δύο εικοσιτετράωρα από την ορκωμοσία του νέου πρωθυπουργού και είχαμε ήδη δείγματα γραφής: Χαριεντισμοί και αστικές ευγένειες ανάμεσα στους πρώην και στους νυν, ανοικτή αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών από την νέα κυβέρνηση, άρνηση της Μέρκελ στη χαλάρωση του προγράμματος που διαφήμιζε η ΝΔ ως μπόνους των εταίρων στον σοβαρό Μητσοτάκη, νέοι υπουργοί να αναγνωρίζουν ότι δεν θα μηδενίσουν το έργο των προκατόχων τους. Το ουσιαστικό στοιχείο είναι η συνέχεια στις ίδιες ράγες. Φυσικά υπάρχουν και οι επιδεικτικές κινήσεις προς τα κομματικά ακροατήρια (πχ η επιχείρηση νόμος και τάξη ή η ένταξη του προσφυγικού στον τομέα της καταστολής) που δεν αναιρούν την ουσία μιας βαθύτερης συμφωνίας ανάμεσα στους πρώην και στους νυν.

Είναι τόση και τέτοια η ομαλότητα της μετάβασης και η συνέχεια (παρά τις ψεύτικες κραυγές και τις στημένες οιμωγές) πριν και μετά τις εκλογές, ώστε όλοι (ή σχεδόν όλοι) δηλώνουν κερδισμένοι.

Η ΝΔ κέρδισε γιατί αναδεικνύεται αυτοδύναμη κυβέρνηση (η πρώτη μετά το ξέσπασμα της κρίσης). Έρχεται στην εξουσία με φανατική πίστη στην επιβολή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, καθώς ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί από την απερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια οικονομία ήδη δεσμευμένη μέχρι το 2060 με αιματηρά πρωτογενή πλεονάσματα, σε μια κοινωνία ήδη τσακισμένη από την αφαίμαξη εισοδημάτων, σε μια χώρα ήδη υποθηκευμένη στους δανειστές και με ιδιωτικοποιημένα λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμους και βασικές υποδομές, η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ορμή το έργο που εξελίσσεται την τελευταία δεκαετία. Βασικό έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα είναι η πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση του πιο άγριου και κυνικού καπιταλισμού. Δεν θα εξοντώνει το κοινωνικό κράτος επειδή δεν μπορεί αλλιώς (όπως οι προηγούμενοι) αλλά επειδή έτσι πρέπει. Θα ενσταλάζει διαρκώς στο κοινωνικό σώμα ακόμα πιο συντηρητικές, ακόμα πιο αντιδραστικές ιδεολογίες και συμπεριφορές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε γιατί εδραιώνεται μόνιμα στον χώρο της κεντροαριστεράς, κερδίζοντας οριστικά την πρωτοκαθεδρία του χώρου από το ΚΙΝΑΛ, αποφεύγοντας τη στρατηγική ήττα. Αν και προεκλογικά έπαιζε το χαρτί της «καταστροφής που θα φέρει ο Μητσοτάκης», μετεκλογικά ομνύει στην ομαλή δικομματική εναλλαγή. Το κόμμα Τσίπρα επιδιώκει ανοικτά να πάρει τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ, χωρίς ουσιαστικές διαφορές στην κοινωνική και οικονομική πολιτική ή στην εξωτερική πολιτική και στην αμερικανονατοϊκή εξάρτηση, συγκριτικά με τη ΝΔ. Θα επιδιώξει να χαράξει τις γνωστές κάλπικες διαχωριστικές που συνήθως στήνονται ανάμεσα σε διαφορετικούς διαχειριστές όμοιων πολιτικών.

Το ΚΙΝΑΛ κέρδισε γιατί ανέβηκε σε ψήφους και ποσοστά από τις ευρωεκλογές, υπό συνθήκες ανόδου και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Εκφράζει έναν υπαρκτό και αναπαραγόμενο μηχανισμό εξουσίας που τρέφεται από την αυτοδιοίκηση και τον συνδικαλισμό και κατέχει θέσεις στην κρατική μηχανή.

Το ΜΕΡΑ 25 κέρδισε γιατί με μηδενική συγκρότηση στις τοπικές κοινωνίες και με μόνο προσόν τον αρχηγό του πέτυχε την είσοδό του στη Βουλή. Αποτελεί απόδειξη (για όσους θέλουν να σκέφτονται) ότι αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε χώρος και δυνατότητες. Πλέον όμως ο χώρος καλύπτεται από μια σοσιαλδημοκρατικότερη και προσωποκεντρική εκδοχή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, με τις ίδιες ακριβώς αυταπάτες και προσδοκίες για την ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση.

Το ΚΚΕ «κέρδισε» γιατί ως συνήθως «άντεξε μια ακόμα φορά», καταγράφοντας το γνωστό του ποσοστό. Η στασιμότητα και σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης και σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, και σε συνθήκες πολιτικής σταθεροποίησης και σε συνθήκες ρευστότητας, και σε συνθήκες ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και σε συνθήκες πτώσης του, περίπου καταχωρεί το κόμμα αυτό έξω από τις πολιτικές μεταβολές της ιστορίας, έξω από μετασχηματισμούς, ευκαιρίες, δυνατότητες αλλαγών και ανατροπών.

Τα μετωπικά σχήματα ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, αλλά και όλα τα άλλα μικρότερα αριστερά ψηφοδέλτια, επίσης «κέρδισαν» χάνοντας. Ως συνήθως, θα ισχυριστούν ότι «έδωσαν μια δύσκολη μάχη, σε δύσκολες συνθήκες» σημειώνοντας για πολλοστή φορά μείωση των δυνάμεών τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα διαβεβαιώσουν τον ελληνικό λαό ότι την επόμενη μέρα θα είναι στα ίδια μετερίζια, με τις ίδιες θέσεις, με τα ίδια επιτελεία, με τις ίδιες πολιτικές και τα ίδια αποτελέσματα.

Ο ελληνικός λαός χάνει γιατί μετά από μια δεκαετία άγριας μνημονιακής λεηλασίας και μια τετραετία σκληρών μαθημάτων προσαρμογής, ρεαλισμού, υποταγής στους μονόδρομους, επιλέγει «αυτόν που ξέρει τη δουλειά». Οι απερχόμενοι κυβερνητικοί μπορεί να χλευάζουν τον λαό διακωμωδώντας το παράδοξο να «αποδοκιμάζεται η δεξιά πολιτική του Τσίπρα υπερψηφίζοντας Μητσοτάκη». Στην πραγματικότητα ούτε ο Τσίπρας αποδοκιμάζεται, ούτε ο Μητσοτάκης επιδοκιμάζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε την κοινωνία στο ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα διαφορετικό» και το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την ισχύ του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

Η εργαζόμενη κοινωνία χάνει γιατί ανεξάρτητα από αναλύσεις και «αναλύσεις» για την επόμενη μέρα και την προσδοκώμενη κινηματική ανάταση, η ήττα αφορά την παγίωση ενός συνολικά χειρότερου συσχετισμού που χτίζεται πάνω στο έδαφος ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αγώνες μπορεί να υπάρξουν, αλλά αυτό που αναζητείται είναι η συλλογική πίστη ότι υπάρχει εναλλακτική. Αυτή η πίστη έχει τσακιστεί για αυτό και παράγονται τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Για τους αριστερούς που επιμένουν ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και όχι με την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, το εκλογικό αποτέλεσμα οφείλει να σφραγίσει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ανημπόριας, αδυναμίας, ανικανότητας παρέμβασης, οικοδόμησης, ανατροπής. Τα κόμματα και τα σχήματα που αναφέρονται στην κομμουνιστική, επαναστατική ή ριζοσπαστική Αριστερά έχουν κλείσει τον κύκλο τους.

Ένας νέος κύκλος πρέπει να ξεκινήσει.

Η διεφθαρμένη διαδικασία εισαγωγής των πλούσιων γόνων σε διακεκριμένα ελίτ Πανεπιστήμια

Τίποτα δεν είναι πιο εξοργιστικό  από τους πλούσιους ανθρώπους που αποκτούν άδικα προνόμια. Οι ίδιοι αυτοί πλούσιοι άνθρωποι που έχουν απολαύσει παράνομα προνόμια,  παλεύουν ενάντια στα αποκαλούμενα προγράμματα “δικαιωμάτων” και σε ενέργειες προκειμένου να ξεπεραστούν οι ανισορροπίες στις εκπαιδευτικές και επιχειρηματικές ευκαιρίες, επειδή φαίνεται  θεωρούν  ότι τα επιτεύγματά τους βασίζονται στην αξία, ενώ όλοι οι υπόλοιποι που πραγματικά εργαζόμαστε για να ζήσουμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε- δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από τεμπέληδες τζαμπατζήδες  ή αδίστακτοι “βασιλιάδες της πρόνοιας” που αξίζει να πεθάνουμε, αν δεν μπορέσουμε να καλύψουμε αναγκαία έξοδα.

Η πραγματική τραγωδία είναι ότι πολλοί άνθρωποι, των οποίων οι γονείς δεν έχουν την πολυτέλεια να ξοδέψουν εκατομμύρια για να τους στείλουν στο Χάρβαρντ ή σε αντίστοιχα Πανεπιστήμια, λειτουργούν υπό την εικασία, ότι η καθαρή οικονομική αξία ενός ατόμου είναι ισοδύναμη με την πραγματική του αξία. Για την κατάσταση αυτή ευθύνεται κυρίως το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, και οι δύο εμποδίζουν τις μάζες  από την αναγκαία ταξική ανάλυση.

Τα ΜΜΕ κατακλύζονται από άτομα που πέτυχαν στη ζωή τους, ξεπερνώντας δήθεν προσωπικές δυσκολίες  και παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε τάξη ή άλλες δομικές διαφοροποιήσεις. Το άτομο οδηγείται από τα εκπαιδευτικά του χρόνια στην άποψη και την σκέψη, ότι κάθε επίτευγμα, ανεξάρτητα από το πόσο ύποπτο ή απίθανο είναι, μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην προσωπική φιλοδοξία, στην προσπάθεια και το ταλέντο.

Τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης παίρνουν την σκυτάλη από την εκπαίδευση και διαμορφώνουν αντίστοιχα μια ανάλογη σκέψη και άποψη.  Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν εμμονή με ηθοποιούς, αθλητές, τραγουδιστές, πλούσιους επιχειρηματίες, εκκεντρικούς πολιτικούς και οποιονδήποτε άλλον που μπορεί να τραβήξει πάνω του το φως της δημοσιότητας. Για να το πούμε απλά, δεν θαυμάζουμε ομαδικούς παίκτες – θαυμάζουμε παρτάκιδες. Θαυμάζουμε ανθρώπους που θα έπνιγαν ακόμη και τον δίδυμό τους στην μήτρα για να βγουν από εκεί λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα.

Σκεφτείτε τι θα κέρδιζε ο λαός σε περίπτωση που αντί να προσκυνά ή να θαυμάζει μια μέτρια διασημότητα, αμφισβητούσε και προβληματιζόταν εξ αρχής, αν αξίζει αυτές τις τιμές και την αναγνωρισιμότητα.

Αντίθετα προσποιούμαστε ότι κάθε πλούσιος άνθρωπος είναι πιο έξυπνος, ελκυστικότερος ή  με κάποιον τρόπο καλύτερος από εμάς επειδή δεν κερδίσαμε στην ταξική κλήρωση. Μας αρέσουν οι διασημότητες για τον μοναδικό λόγο ότι είναι διασημότητες. Αφήσαμε την ανεπαρκή εκπαίδευσή μας και τα συστημικά μέσα, να καθορίσουν το πώς θα σκεφτόμαστε για εκείνους που έχουν περισσότερη δύναμη και προνόμια.

Αυτό εξυπηρετεί το σκοπό της διατήρησης των πνευματικών μας αλυσίδων, ώστε να μην τολμήσουμε ποτέ να οργανώσουμε τους εαυτούς μας και να αμφισβητήσουμε τους καταπιεστές . Οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να γίνουμε σαν αυτούς παρά να αγωνιστούμε εναντίον τους.

Οι πλούσιοι δεν είναι πιο έξυπνοι από σένα. Αλλά νομίζουν ότι είναι, αυτό θέλουν να πιστεύεις και σε εκφοβίζουν σαν να είσαι το μικρό παιδάκι στην παιδική χαρά. Σου κλέβουν το χαρτζιλίκι για το κολατσιό και την αξιοπρέπειά σου εδώ και πάμπολλες γενιές.

Τον Μάρτιο του 2019 είδαμε ορισμένους πλούσιους και διάσημους των ΗΠΑ να συλλαμβάνονται  για ψέματα, δωροδοκίες και εξαπάτηση με σκοπό τα παιδιά τους  να αποκτήσουν άδικα προνόμια και να εισαχθούν σε ελίτ Πανεπιστήμια, που διατυμπανίζουν ότι εκτιμούν, επιβραβεύουν και σέβονται την «αριστεία».

Σε ό, τι αποκαλείται ως η μεγαλύτερη απάτη εισόδου σε κολέγια, κάποιοι πλούσιοι γονείς, διασημότητες και προπονητές κολεγίων έχουν κατηγορήθηκαν ότι προέβησαν σε μεγάλες δωροδοκίες για να εισαχθούν πλούσιοι μαθητές σε σχολεία του Ivy League, ανεξάρτητα από τα διαπιστευτήριά τους. (Η Ivy League είναι μια αθλητική ένωση  πανεπιστημίων η οποία αποτελείται από οχτώ ιδιωτικά πανεπιστήμια της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ένωση αυτή όμως, χρησιμοποιείται για την αναφορά αυτών των οχτώ πανεπιστημίων σαν ένα σύνολο πέρα απέ τα αθλήματα. Τα οχτώ μέλη είναι το Πανεπιστήμια Μπράουν, Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το Πανεπιστήμιο Κόρνελ, το Κολέγιο Νταρτμάουθ, το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και το Πανεπιστήμιο Γέιλ. Ο όρος Ivy League έχει ως υπαινιγμό την ακαδημαϊκή αριστεία, την επιλεκτικότητα της αποδοχής των μελών της και του κοινωνικού εκλεκτισμού).

Οι γονείς που αντιμετωπίζουν κατηγορίες φέρονται να έχουν πληρώσει μέχρι και 6,5 εκατομμύρια δολάρια για να μπουν τα παιδιά τους στα κολέγια.

Με τίτλους όπως, “Φρίκη, σοκ! Οι πλούσιοι  χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να εξαγοράσουν την είσοδο των παιδιών τους  σε ελίτ κολέγια” αντιμετώπισαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης την δημοσίευση της έρευνας του FBI, με την επωνυμία Operation Varsity Blues, που εξέθεσε ένα σκάνδαλο 25 εκατομμυρίων δολαρίων για την είσοδο πλούσιων γόνων σε ελίτ πανεπιστήμια. Κανείς από αυτούς φαίνεται δεν το περίμενε, ούτε το υποπτευόταν…

Προπονητές δωροδοκήθηκαν,  για να δηλώσουν τους υποψηφίους ως αθλητικούς νεοσύλλεκτους,  εξεταστές δωροδοκήθηκαν, για ν’ αλλάξουν τα αποτελέσματά τους ή να επιτρέψουν σε κάποιον άλλο να δώσει εξετάσεις στη θέση των πραγματικών υποψηφίων.

Μεταξύ των 33 γονέων που συνέλαβε το FBI ήταν και αρκετοί αστέρες του Χόλυγουντ,  όπως η Lori Loughlin και η Felicity Huffman.

Το σύστημα δωροδοκίας  επέτρεψε σε γονείς να εξαγοράσουν την είσοδο για τους απογόνους τους σε μερικά από τα πιο αναγνωρισμένα κολέγια των ΗΠΑ όπως το Yale, το Πανεπιστήμιο Georgetown, το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, το UCLA, το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, το USC, το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο του Τέξας και το Wake Forest.

Οι αξιωματικοί του FBI έσπευσαν βέβαια, να υπογραμμίσουν ότι τα ίδια τα κολέγια δεν θεωρούνται υπεύθυνα, παρόλο που εννέα αθλητικοί προπονητές  πιάστηκαν στα δίχτυα.

“Μετά από 10 μήνες έρευνας με τη χρήση εξεζητημένων τεχνικών, το FBI αποκάλυψε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι ένα διεφθαρμένο σύστημα”, δήλωσε ο John Bonavolonta, ειδικός πράκτορας του FBI.

Όσο συγκλονιστικό κι αν είναι, δεν πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι  μόνο η πρόσφατη διαφθορά που έγινε ευρέως γνωστή. Η διαδικασία εισόδου σε ελίτ κολέγια είναι διεφθαρμένη με κάθε τρόπο.

Οι πλούσιοι και προνομιούχοι φοιτητές είχαν πάντοτε το πλεονέκτημα, να γίνονται αποδεκτοί σε αναγνωρισμένα πανεπιστήμια.

Εδώ λοιπόν, είναι η ουσία: ολόκληρο το σύστημα είναι διεφθαρμένο και διαμορφωμένο υπέρ των πιο εύπορων γονέων. Είναι αλήθεια ότι η εξαγορά μέσω του πλούτου για μια επιθυμητή θέση κολεγίου, ήταν ιδιαίτερα σκανδαλώδης σε αυτή την περίπτωση – στο βαθμό που ήταν πραγματικά παράνομη. Αλλά υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι με τους οποίους οι φοιτητές αποκλείονται μια δίκαιη ευκαιρία εισαγωγής, αν δεν είναι αρκετά τυχεροί να έχουν γεννηθεί από πλούσιους και καλά δικτυωμένους γονείς.

Η διαφορά μεταξύ αυτής της παράνομης μεθόδου και των νόμιμων τρόπων με τους οποίους τα χρήματα εξαγοράζουν την  πρόσβαση στα ελίτ πανεπιστήμια είναι ελάχιστη. Το λάθος εδώ ήταν ότι απλά έκαναν κάτι που καταλογίζεται ως παράνομο. Εν τω μεταξύ, πολλά από όσα συμβαίνουν στις διαδικασίες εισαγωγής των κολεγίων δεν είναι παράνομα αλλά είναι εντελώς ανήθικα.

Πάρτε για παράδειγμα τις κληρονομικές προτιμήσεις. Αυτό ενισχύει τις πιθανότητες εισαγωγής των παιδιών των αποφοίτων των συγκεκριμένων Πανεπιστημίων και για προφανείς λόγους οι απόφοιτοι των ελίτ κολεγίων τείνουν να είναι αρκετά εύποροι, ειδικά αν παντρευτούν ο ένας τον άλλον. (Επίσης, είναι δυσανάλογα λευκοί). Το ποσοστό αποδοχής για τους αιτούντες  απόγονους αποφοίτων στα Πανεπιστήμια  Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον, Τζορτζτάουν και Στάνφορντ είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερο από το γενικό ποσοστό εισαγωγής. Αν δεν εισαχθούν την πρώτη φορά, θα τους ζητηθεί να πάρουν ένα “μεταβατικό έτος” και να εισέλθουν ένα χρόνο αργότερα, ένα ενδιάμεσο κενό που είναι γνωστό ως “Z-listing”. Μια μελέτη του Princeton διαπίστωσε ότι το να είναι κάποιος υποψήφιος , απόγονος αποφοίτων των εν λόγω Πανεπιστημίων, έχει  το ίδιο αποτέλεσμα με την προσθήκη 160 μονάδων – στην παλιά κλίμακα μέχρι το 1600 που απαιτείται για την εισαγωγή – στην αίτηση ενός σπουδαστή. Φανταστείτε αν τα κολέγια έδιναν αυτού του είδους την ώθηση εισόδου στα παιδιά των χαμηλότερων εισοδημάτων.

Ονομάζονται “προτιμήσεις κληρονομιάς” και ο λόγος είναι ότι “θεωρούνται ευρέως αξιόπιστη πηγή δωρεών”.

Ορισμένες από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των ΗΠΑ και όχι μόνο, έχουν επωφεληθεί από τις προτιμήσεις του παρελθόντος. Όταν υπέβαλε αίτηση στο Χάρβαρντ, ο μελλοντικός πρόεδρος John F. Kennedy σημείωσε ότι ο πατέρας του ήταν απόφοιτος. Και παρόλο που το ακαδημαϊκό του ρεκόρ δεν ήταν εντυπωσιακό, εισήχθη στο σχολείο του Ivy League.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον George W. Bush, του οποίου ο πατέρας και ο παππούς αποφοίτησαν από το Yale. Παρά τους “αδύναμους βαθμούς”, όπως αναφέρεται στον «Guardian», ο Μπους έγινε δεκτός.

Ή μήπως να γίνει αναφορά στην προτίμηση των παιδιών των χορηγών; Αντί να δωροδοκούν προπονητές, οι πλουσιότεροι γονείς μπορούν απλά να δωροδοκούν – συγγνώμη, να δωρίζουν – στο κολέγιο άμεσα. Το 2017, η Washington Post ανέφερε σχετικά με την ειδική μεταχείριση που παρέχεται στους “αιτούντες VIP” μέσω ενός ετήσιου “καταλόγου παρακολούθησης”. Οι υποψήφιοι των οποίων οι γονείς ήταν μεγάλοι χορηγοί θα μπορούσαν να έχουν σημειώσεις  των μαθημάτων με 500.000 δολάρια. Ακόμα καλύτερα, αυτές οι δωρεές είναι αφορολόγητες!

Κατά γενικό κανόνα, όσο περισσότερα είναι τα χρήματα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εισόδου. Μεταξύ των ελίτ, η ερώτηση που τίθεται είναι “ποια είναι η τιμή;”. Με άλλα λόγια, τι ποσό πρέπει να δωρίσεις για να εισαχθεί το παιδί σου;

Όποια κι αν είναι η τιμή, εκείνοι με τα πιο χοντρά πορτοφόλια μπορούν προφανώς να την πληρώσουν.

Ο Peter Malkin αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ το 1958. Έγινε πολύ πλούσιος επιχειρηματίας στον τομέα των ακινήτων και τεράστιος δωρητής. Το 1985, η εσωτερική αθλητική εγκατάσταση του πανεπιστημίου μετονομάστηκε σε Αθλητικό Κέντρο Malkin προς τιμήν του. Και τα τρία παιδιά του Malkin πήγαν στο Χάρβαρντ. Μέχρι το 2009, πέντε από τα έξι εγγόνια του  είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του. (Ένα γενναίο αγόρι τόλμησε να πάει στο Στάνφορντ αντ ‘αυτού.)

Ή μήπως ν’αναφερθούμε στον Jared Kushner, τον γαμπρό του Donald Trump;

Ο Kushner έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ λίγο μετά αφού ο πατέρας του δώρισε στο Πανεπιστήμιο 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Ένας λειτουργός στο Λύκειο του Kushner δήλωσε ότι «κανένας στο διοικητικό εκπαιδευτικό γραφείο του σχολείου δεν πίστευε ότι θα μπει στο Χάρβαρντ. Οι επιδόσεις του και οι βαθμοί του δεν ήταν αντάξιοι, δεν το δικαιούνταν“.

Ακόμα και εκείνοι οι γονείς που δεν βρίσκονται στις πλουσιότερες κατηγορίες, αλλά βρίσκονται σε μια ανώτερη τάξη, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους για να αυξήσουν τις πιθανότητες των παιδιών τους, μέσω δασκάλων, μαθημάτων προετοιμασίας , αθλητικών προπονητών. Πολλά κολέγια προτιμούν σπουδαστές που έχουν «δείξει ενδιαφέρον» για το κολέγιο τους. Πώς να δείξετε ενδιαφέρον; Με την επίσκεψη στην πανεπιστημιούπολη – εύκολο για εκείνους με χρήματα για πτήσεις και ξενοδοχεία, δύσκολο για εκείνους με μέτρια ή χαμηλά εισοδήματα.

Δεν είναι ν’απορεί κανείς λοιπόν, ότι τα κορυφαία κολέγια, που συμπεριλαμβάνουν τα περισσότερα που μπλέχτηκαν στο σκάνδαλο διαφθοράς , όπως το Yale, το Duke, το Stanford και το Wake Forest, το Χάρβαρντ, δέχονται περισσότερους σπουδαστές από οικογένειες που ανήκουν στο 1% της διανομής εισοδήματος.

Επομένως, σαφώς σημαντικό το γεγονός ότι ξεσκεπάστηκε ένα μέρος της διαφθοράς ως προς την εισαγωγή στα ελίτ Πανεπιστήμια αλλά, στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό είναι απλώς το πιο ορατό σημάδι ενός πολύ βαθύτερου προβλήματος με τις εισαγωγές στα κολέγια.

Τα ελίτ κολέγια  χρησιμεύουν στην ενίσχυση της ταξικής ανισότητας, αντί να τη μειώνουν.

Η αδιαφανής, πολύπλοκη και αθέμιτη διαδικασία εισαγωγής είναι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος. Από την άποψη της ισότητας, δεν είναι μόνο όσοι τώρα με αυτό το σκάνδαλο συνελήφθησαν υπεύθυνοι : είναι το σύστημα στο σύνολό του.

Το σκάνδαλο για τις δωροδοκίες στα κολέγια και τα Πανεπιστήμια είναι μόνο το τελευταίο παράδειγμα του τι πρέπει να γνωρίζει όποιος δίνει την πρέπουσα προσοχή: τα καπιταλιστικά κράτη δεν είναι αξιοκρατικά. Ο μεγαλύτερος δείκτης επιτυχίας είναι η περιοχή που έχεις γεννηθεί και η τσέπη αυτών που σε γέννησαν  – ανεξάρτητα από το πόσο ταλαντούχος, ευφυής ή χαρισματικός είσαι.

(πηγές : https://www.theguardian.com

https://www.counterpunch.org/)

Αναδημοσίευση από poli-k.net

Η νέα ιμπεριαλιστική δομή

Το άρθρο του Samir Amin δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιούλιο του 2019. Αναπτύσσει τη θέση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατά τη γνώμη του χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η κεντρική ιδέα

Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που εννοώ με αυτό είναι ότι τα μονοπώλια δεν αποτελούν πλέον νησίδες (όσο σημαντικές και αν είναι) σε έναν ωκεανό εταιρειών που δεν είναι μονοπώλια -και κατά συνέπεια είναι σχετικά αυτόνομα- αλλά ένα ολοκληρωμένο σύστημα, και κατά συνέπεια ελέγχουν πλέον αυστηρά όλα τα παραγωγικά συστήματα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες που δεν ανήκουν επισήμως στα ολιγοπώλια, περικλείονται σε δίκτυα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα μονοπώλια ένθεν κακείθεν. Κατά συνέπεια, το περιθώριο αυτονομίας τους έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε υπεργολάβους των μονοπωλίων. Αυτό το σύστημα των γενικευμένων μονοπωλίων είναι το αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στις χώρες της τριάδας (σ.μ. ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του ’90.

Ταυτόχρονα, αυτά τα γενικευμένα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στις επιταγές μέσω των οποίων ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού (όλος ο κόσμος πέρα από τους εταίρους της τριάδας). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

Ως σύστημα, ο γενικευμένος και παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός διασφαλίζει ότι τα μονοπώλια αυτά αντλούν ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εισπράττεται από τη μάζα της υπεραξίας (που μετατρέπεται σε κέρδη) που το κεφάλαιο αντλεί από την εκμετάλλευση της εργασίας. Στο βαθμό που αυτά τα μονοπώλια λειτουργούν στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, αυτό το μονοπωλιακό ενοίκιο μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό ενοίκιο. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου -η οποία ορίζει τον καπιταλισμό σε όλες τις διαδοχικές ιστορικές μορφές του- διέπεται συνεπώς από τη μεγιστοποίηση του μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται πίσω από τη συνεχή επιδίωξη της συγκέντρωσης των εισοδημάτων και των περιουσιών, αυξάνοντας τα μονοπωλιακά ενοίκια, και τα οποία καταλαμβάνονται κυρίως από τις ολιγαρχίες (πλουτοκρατίες) που ελέγχουν τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, εις βάρος των εργατικών εισοδημάτων και ακόμη και των εσόδων του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με τη σειρά της, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανισορροπία είναι η ίδια η προέλευση της χρηματιστικοποίησης του οικονομικού συστήματος. Αυτό που εννοώ είναι ότι ένα αυξανόμενο μέρος του πλεονάσματος δεν μπορεί πλέον να επενδυθεί στην επέκταση και ενίσχυση των παραγωγικών συστημάτων και ότι η “χρηματοοικονομική επένδυση” αυτού του αυξανόμενου πλεονάσματος είναι η μόνη δυνατή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση της συσσώρευσης που ελέγχεται από τα μονοπώλια. Αυτή η χρηματιστικοποίηση, η οποία επιτείνει την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος (και του πλούτου), δημιουργεί το αυξανόμενο πλεόνασμα από το οποίο τρέφεται. Οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις (ή, ακριβέστερα, οι επενδύσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας) συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα, δυσανάλογους με τους ρυθμούς αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που και ο ίδιος γίνεται τότε σε μεγάλο βαθμό ψευδής) ή τους ρυθμούς επενδύσεων στο παραγωγικό σύστημα. Η εκπληκτική αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων απαιτεί -και συντηρεί- μεταξύ άλλων, την αύξηση του χρέους, σε όλες τις μορφές του, ιδίως του δημόσιου χρέους. Όταν οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν τον στόχο της “μείωσης του χρέους”, λένε σκόπιμα ψέματα. Η στρατηγική των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων χρειάζεται την αύξηση του χρέους (την οποία επιδιώκουν και δεν αντιτίθενται) -ένα οικονομικά ελκυστικό μέσο για την απορρόφηση του πλεονάσματος από τα μονοπωλιακά ενοίκια. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται για τη “μείωση του χρέους”, όπως λέγεται, καταλήγουν στην πραγματικότητα να αυξάνουν τον όγκο του, που είναι η επιδιωκόμενη συνέπεια.

Οι πλουτοκράτες: Η νέα άρχουσα τάξη του παρωχημένου καπιταλισμού

Η λογική της συσσώρευσης έγκειται στην αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελέγχου του κεφαλαίου. Η τυπική ιδιοκτησία μπορεί να διασκορπιστεί (όπως στους “ιδιοκτήτες” των μετοχών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα), ενώ η διαχείριση αυτής της ιδιοκτησίας ελέγχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συγκέντρωσης της εξουσίας κυριαρχίας του κεφαλαίου, τέτοιο που οι μορφές ύπαρξης και οργάνωσης της αστικής τάξης, όπως ήταν γνωστές μέχρι σήμερα, έχουν μετασχηματιστεί πλήρως. Η αστική τάξη σχηματίστηκε αρχικά από σταθερές αστικές οικογένειες. Από γενιά σε γενιά, οι κληρονόμοι συνέχιζαν τις εξειδικευμένες δραστηριότητες των επιχειρήσεών τους. Η αστική τάξη χτίστηκε και οικοδομήθηκε σε βάθος χρόνου. Αυτή η σταθερότητα ενθάρρυνε την εμπιστοσύνη στις “αστικές αξίες” και προώθησε την επιρροή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό, η αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη έγινε αποδεκτή ως τέτοια. Η πρόσβασή της στα προνόμια της άνεσης και του πλούτου φαινόταν άξια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχε. Φαινόταν επίσης ότι είχε κυρίως εθνικό προσανατολισμό, ότι ήταν ευαίσθητη στα εθνικά συμφέροντα, όποιες κι αν ήταν οι ασάφειες και οι περιορισμοί αυτής της χειραγωγημένης έννοιας. Η νέα άρχουσα τάξη έρχεται σε απότομη ρήξη με αυτή την παράδοση. Ορισμένοι περιγράφουν τον εν λόγω μετασχηματισμό ως την ανάπτυξη των ενεργών μετόχων (που μερικές φορές χαρακτηρίζονται ακόμη και ως λαϊκιστές μέτοχοι) που αποκαθιστούν πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτός ο εγκωμιαστικός και παραπλανητικός χαρακτηρισμός νομιμοποιεί την αλλαγή και δεν αναγνωρίζει ότι η κύρια πτυχή του μετασχηματισμού αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον έλεγχο του κεφαλαίου και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας. Η νέα άρχουσα τάξη δεν μετριέται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, όπως συνέβαινε με την παλαιότερη αστική τάξη. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό της νέας αστικής τάξης αποτελείται από νεοεισερχόμενους που αναδείχθηκαν περισσότερο από την επιτυχία των οικονομικών τους πράξεων (ιδίως στο χρηματιστήριο) παρά από τη συμβολή τους στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Η ταχύτατη άνοδός τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους τους, των οποίων η άνοδος πραγματοποιήθηκε σε πολλές δεκαετίες.

Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ακόμη πιο έντονος από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύει τη διαπλοκή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Η “παραδοσιακή” ιδεολογία του καπιταλισμού έδινε έμφαση στις αρετές της ιδιοκτησίας εν γένει, ιδιαίτερα της μικρής ιδιοκτησίας -στην πραγματικότητα της μεσαίας ή μεσαίας-μεγάλης ιδιοκτησίας- που θεωρείται ότι προωθεί την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο μέσω της σταθερότητάς της. Σε αντίθεση με αυτό, η νέα ιδεολογία συσσωρεύει επαίνους στους “νικητές” και περιφρονεί τους “ηττημένους” χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό. Ο “νικητής” εδώ έχει σχεδόν πάντα δίκιο, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι οριακά παράνομα, αν δεν είναι προφανώς παράνομα, και σε κάθε περίπτωση αγνοούν τις κοινά αποδεκτές ηθικές αξίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε πελατειακό καπιταλισμό μέσω της δύναμης της λογικής της συσσώρευσης. Ο αγγλικός όρος “crony capitalism” δεν θα πρέπει να προορίζεται μόνο για τις “υπανάπτυκτες και διεφθαρμένες” μορφές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που οι “οικονομολόγοι” (οι ειλικρινείς και πεπεισμένοι πιστοί στις αρετές του φιλελευθερισμού) κατήγγειλαν παλαιότερα. Ισχύει τώρα για τον καπιταλισμό στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η σημερινή συμπεριφορά αυτής της άρχουσας τάξης είναι αρκετά κοντά σε εκείνη της μαφίας, ακόμη και αν η σύγκριση φαίνεται προσβλητική και ακραία.

Το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πλέον πλουτοκρατικό. Αυτή η πλουτοκρατία προσαρμόζεται στην πρακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία έχει γίνει “δημοκρατία χαμηλής έντασης”. Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε όποιον θέλετε, κάτι που δεν έχει καμία σημασία, αφού η αγορά και όχι το Κογκρέσο ή το Κοινοβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει για τα πάντα. Η πλουτοκρατία προσαρμόζεται και αλλού σε απολυταρχικές μορφές διαχείρισης ή σε εκλογικές δυνάμεις.

Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει το καθεστώς των μεσαίων τάξεων και τον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι τάξεις αυτές αποτελούνται τώρα κυρίως από μισθωτούς και όχι πλέον από μικρούς παραγωγούς εμπορευμάτων όπως πριν. Αυτός ο μετασχηματισμός εκδηλώνεται ως κρίση των μεσαίων τάξεων, που χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη διαφοροποίηση: οι προνομιούχοι (υψηλοί μισθοί) έχουν γίνει οι άμεσοι φορείς της κυρίαρχης ολιγοπωλιακής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται.

Οι κερδοσκόποι: Η νέα κυρίαρχη τάξη στην περιφέρεια

Η αντίθεση κέντρων/περιφέρειας δεν είναι καινούργια. Αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποιημένης επέκτασης του καπιταλισμού από την αρχή, πριν από πέντε αιώνες. Κατά συνέπεια, οι τοπικές άρχουσες τάξεις των περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών, είτε ήταν ανεξάρτητες είτε αποικίες, ήταν πάντα υποδεέστερες άρχουσες τάξεις, αν και εξακολουθούσαν να συνδέονται με τις χώρες τους, αντλώντας κέρδη από την ένταξή τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε αυτές τις τάξεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες τους πριν από την υποταγή τους στον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Η επανάκτηση της ανεξαρτησίας οδήγησε συχνά στην αντικατάσταση αυτών των παλαιότερων (συνεργατικών) υποταγμένων τάξεων από νέες άρχουσες τάξεις -γραφειοκρατίες, κρατικές αστικές τάξεις- οι οποίες ήταν πιο νόμιμες στα μάτια του λαού (στην αρχή) λόγω της σύνδεσής τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Αλλά και εδώ πάλι, στις περιφέρειες που κυριαρχούνταν είτε από τον παλαιότερο ιμπεριαλισμό (μορφές πριν από το 1950) είτε από τον νέο ιμπεριαλισμό (από την εποχή του Μπαντούνγκ μέχρι περίπου το 1980), οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνταν από μια ορατή σχετική σταθερότητα. Οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού (η τριάδα) ξερίζωσαν πραγματικά τις δυνάμεις όλων αυτών των παλαιότερων κυρίαρχων τάξεων στην περιφέρεια και τις αντικατέστησαν με μια νέα τάξη που θα ονομάσω κερδοσκόπους. Οι εν λόγω κερδοσκόποι είναι επιχειρηματίες, όχι δημιουργικοί επιχειρηματίες. Αποκομίζουν τον πλούτο τους από τις διασυνδέσεις τους με την κατεστημένη κυβέρνηση και τους ξένους αφέντες του συστήματος, είτε πρόκειται για εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών κρατών (ιδίως της CIA) είτε για τα ολιγοπώλια. Λειτουργούν ως καλοπληρωμένοι μεσάζοντες, επωφελούμενοι από ένα πραγματικό πολιτικό ενοίκιο. Αυτή είναι η προέλευση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που συσσωρεύουν. Οι κερδοσκόποι δεν προσυπογράφουν πλέον καμία απολύτως ηθική και εθνική αξία. Σε μια καρικατούρα των alter-egos τους στα κυρίαρχα κέντρα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από την “επιτυχία”, τη συσσώρευση χρημάτων, με μια πλεονεξία που ξεχωρίζει πίσω από έναν υποτιθέμενο έπαινο του ατόμου. Και πάλι, οι μαφιόζικες, ακόμη και οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν είναι ποτέ μακριά.

Ο σχηματισμός της νέας τάξης των κερδοσκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των μορφών λούμπεν-ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν ευρέως τον σύγχρονο Νότο. Αλλά ο κύριος άξονας του κυρίαρχου μπλοκ διαμορφώνεται από αυτή την τάξη μόνο στις “μη ανερχόμενες” χώρες. Στις “αναδυόμενες” χώρες, το κυρίαρχο μπλοκ είναι διαφορετικό.

Οι υποτελείς τάξεις: Ένα γενικευμένο αλλά κατακερματισμένο προλεταριάτο

Ο Καρλ Μαρξ όρισε αυστηρά τον προλετάριο (ένα ανθρώπινο ον που αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο) και αναγνώρισε ότι οι συνθήκες αυτής της πώλησης (“τυπικές” ή “πραγματικές” για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ) ήταν πάντα διαφορετικές. Η κατάτμηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Η περιγραφή ήταν πιο ακριβής για ορισμένα τμήματα της τάξης, όπως οι εργάτες του 19ου αιώνα στον νέο τομέα της μεταποίησης ή, ένα καλύτερο παράδειγμα, το εργοστάσιο του Φορντισμού στον 20ό αιώνα. Η εστίαση στον εργασιακό χώρο διευκόλυνε την αλληλεγγύη στους κοινούς αγώνες και την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης, αλλά ενθάρρυνε επίσης τον εργατισμό σε ορισμένους ιστορικούς μαρξισμούς. Ο κατακερματισμός της παραγωγής που προκύπτει από τη στρατηγική του κεφαλαίου να εφαρμόσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, χωρίς ωστόσο να χάσει τον έλεγχο της υπεργολαβικής ή αποσυγκεντρωμένης παραγωγής, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη και ενισχύει την ποικιλομορφία στην αντίληψη των συμφερόντων.

Έτσι, το προλεταριάτο φαίνεται να εξαφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που έχει γίνει πιο διαδεδομένο. Μορφές μικρής, αυτόνομης παραγωγής και εκατομμύρια μικροί αγρότες, τεχνίτες και έμποροι εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από την υπεργολαβική εργασία, τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ. Το ενενήντα τοις εκατό των εργαζομένων, τόσο στην υλική όσο και στην άυλη παραγωγή, γίνονται, με τυπικούς όρους, μισθωτοί εργάτες. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από τη διαφοροποίηση των μισθών. Μακριά από το να είναι ανάλογη με το κόστος της κατάρτισης για τα απαιτούμενα προσόντα, αυτή η διαφοροποίηση επιτείνεται στα άκρα. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την αναγέννηση του αισθήματος αλληλεγγύης. “Εμείς, το 99 τοις εκατό”, λένε τα κινήματα Occupy. Αυτή η διπλή πραγματικότητα -η εκμετάλλευση όλων από το κεφάλαιο και οι ποικίλες μορφές και η βία αυτής της εκμετάλλευσης- αποτελεί πρόκληση για την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει “τις αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων”, αλλά και να παραιτηθεί από την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια σύγκλιση των στόχων. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται μια ποικιλομορφία στις μορφές οργάνωσης και δράσης του νέου γενικευμένου προλεταριάτου. Η ιδεολογία του “κινήματος” αγνοεί αυτές τις προκλήσεις. Η μετάβαση στην επίθεση απαιτεί μια αναπόφευκτη ανασυγκρότηση κέντρων ικανών να σκεφτούν την ενότητα των στρατηγικών στόχων.

Η εικόνα του γενικευμένου προλεταριάτου στην περιφέρεια, είτε αναδύεται είτε όχι, είναι διαφορετική με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους: (1) η πρόοδος της “εργατικής τάξης”, ορατή στις αναδυόμενες χώρες, (2) η επιμονή μιας μεγάλης αγροτιάς που, ωστόσο, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αγορά και, κατά συνέπεια, υπόκειται σε εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, έστω και έμμεση, (3) η εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων “επιβίωσης” που απορρέουν από τη λούμπεν-ανάπτυξη και (4) οι αντιδραστικές θέσεις μεγάλων τμημάτων των μεσαίων τάξεων όταν είναι οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της ανάπτυξης.

Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες είναι “να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες”, για να χρησιμοποιήσουμε όρους που προέρχονται από την Τρίτη Διεθνή, να ενώσει τους εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων άτυπων), την κριτική διανόηση και τις μεσαίες τάξεις σε ένα μέτωπο κατά των κομπραδόρων.

Νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας

Οι μετασχηματισμοί στην οικονομική βάση του συστήματος και στις ταξικές δομές που το συνοδεύουν έχουν αλλάξει τις συνθήκες άσκησης της εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία εκφράζεται πλέον μέσω μιας νέου τύπου “πολιτικής τάξης” και ενός κλήρου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που και οι δύο είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του αφηρημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων. Η ιδεολογία του “ατόμου ως βασιλιά” και οι ψευδαισθήσεις του “κινήματος” που θέλει να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να “αλλάξει τη ζωή”(!) -χωρίς να θέτει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς- ενισχύουν μόνο τις νέες μεθόδους άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου.

Στην περιφέρεια, μια εξαιρετικά καρικατούρα μορφή επιτυγχάνεται όταν η λούμπεν-ανάπτυξη περιορίζει την άσκηση της εξουσίας σε ένα κομπραδόρικο κράτος και μια τάξη κερδοσκόπων. Αντίθετα, στις αναδυόμενες χώρες, κοινωνικά μπλοκ διαφορετικού τύπου ασκούν πραγματική εξουσία, η νομιμοποίηση της οποίας απορρέει από την οικονομική επιτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αυταπάτη ότι η ανάδυση “στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και με καπιταλιστικά μέσα” θα επιτρέψει να φτάσουμε τα κέντρα, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του εφικτού σε αυτό το πλαίσιο και τις συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ανοίγουν την πόρτα σε διαφορετικές πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να κινηθούν είτε προς το καλύτερο (προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού) είτε προς το χειρότερο (αποτυχία και επανακομπραδοποίηση).

Ο παρωχημένος καπιταλισμός και το τέλος του αστικού πολιτισμού

Τα χαρακτηριστικά των νέων κυρίαρχων τάξεων που περιγράφονται εδώ δεν είναι παροδικά συγκυριακά φαινόμενα. Ανταποκρίνονται αυστηρά στις λειτουργικές απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο αστικός πολιτισμός -όπως κάθε πολιτισμός- δεν μπορεί να αναχθεί στη λογική της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει μια ιδεολογική και ηθική συνιστώσα: τον έπαινο της ατομικής πρωτοβουλίας, βεβαίως, αλλά και την εντιμότητα και τον σεβασμό του νόμου, ακόμη και την αλληλεγγύη προς τον λαό, που εκφράζεται τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το σύστημα αξιών εξασφάλιζε μια ορισμένη σταθερότητα στην κοινωνική αναπαραγωγή στο σύνολό της και σηματοδοτούσε τον κόσμο των πολιτικών αναπαραστάσεων στην υπηρεσία του. Αυτό το σύστημα αξιών εξαφανίζεται. Τη θέση του παίρνει ένα σύστημα χωρίς αξίες. Η άγνοια και η χυδαιότητα χαρακτηρίζουν μια αυξανόμενη πλειοψηφία σε αυτόν τον κόσμο των “κυρίαρχων”. Μια δραματική αλλαγή αυτού του είδους προαναγγέλλει το τέλος ενός πολιτισμού. Αναπαράγει αυτό που φαίνεται καθαρά από άλλες εποχές παρακμής. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι ο σύγχρονος ολιγοπωλιακός καπιταλισμός πρέπει πλέον απερίφραστα να χαρακτηριστεί ως παρωχημένος, ανεξάρτητα από τις φαινομενικές άμεσες επιτυχίες του, αφού αυτές απορροφώνται πλήρως σε μια πορεία που οδηγεί ξεκάθαρα σε μια νέα βαρβαρότητα. (Αναφέρομαι εδώ στη μελέτη μου “Επανάσταση ή παρακμή;”, η οποία έχει ήδη συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια)1.

Το σύστημα του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “παγκοσμιοποιημένο” (ιμπεριαλιστικό) και χρηματιστικό, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό το σύστημα είναι εμφανώς ανίκανο να ξεπεράσει τις αυξανόμενες εσωτερικές του αντιφάσεις και είναι καταδικασμένο να συνεχίσει την τρελή του βιασύνη. Η κρίση του συστήματος δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια του την “επιτυχία”. Η στρατηγική που χρησιμοποιούν τα μονοπώλια έχει πάντα οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέχρι σήμερα: τα σχέδια λιτότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά (στην πραγματικότητα αντικοινωνικά) σχέδια απολύσεων, εξακολουθούν να επιβάλλονται παρά την αντίσταση. Η πρωτοβουλία παραμένει, ακόμη και τώρα, στα χέρια των μονοπωλίων (των αγορών) και των πολιτικών τους υπηρέτες (των κυβερνήσεων που υποτάσσουν τις αποφάσεις τους στις λεγόμενες απαιτήσεις της αγοράς).

Οι αναλύσεις των αγώνων και των συγκρούσεων που ξεκινούν με την ιδέα της αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το νέο φαινόμενο της “ανάδυσης” ορισμένων χωρών του Νότου.

Ωστόσο, αυτό το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει με μια “άνοιξη των λαών”, η οποία συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι και οι λαοί που αγωνίζονται έχουν κάνει μια ακριβή εκτίμηση των απαιτήσεων, όχι για να “τελειώσει η κρίση του καπιταλισμού” αλλά για να “τελειώσει ο καπιταλισμός “2. Αυτό δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί ακόμα. Το χάσμα που χωρίζει το φθινόπωρο του καπιταλισμού από την πιθανή άνοιξη των λαών προσδίδει στη σημερινή στιγμή της ιστορίας τον επικίνδυνα δραματικό της χαρακτήρα. Η μάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καπιταλιστικής τάξης και εκείνων που, πέρα από την αντίστασή τους, μπορούν να ωθήσουν την ανθρωπότητα στο μακρύ δρόμο προς το σοσιαλισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του πολιτισμού, έχει μόλις αρχίσει. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις -οι καλύτερες αλλά και οι πιο βάρβαρες- είναι επομένως δυνατές.

Η ίδια η ύπαρξη αυτού του χάσματος απαιτεί κάποια εξήγηση. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Είναι επίσης ένα σύστημα που βασίζεται στην πόλωση της ανάπτυξής του σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι τα δύο αδιαχώριστα πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, αυτής του ιστορικού καπιταλισμού. Η αμφισβήτηση αυτού του συστήματος αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα μέχρι το 1980, σε ένα μακρύ κύμα νικηφόρων αγώνων από τους εργαζόμενους και τους κυριαρχούμενους λαούς. Οι επαναστάσεις που διεξήχθησαν κάτω από τις σημαίες του μαρξισμού και του κομμουνισμού, οι μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό, οι νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων λαών, όλα μαζί οικοδόμησαν σχέσεις ισχύος λιγότερο δυσμενείς για τους εργαζόμενους και τους λαούς από ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό το κύμα εξαντλήθηκε χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή του με νέες προόδους. Αυτή η εξάντληση επέτρεψε στη συνέχεια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να ξαναπάρει την επίθεση και να αποκαταστήσει την απόλυτη και μονομερή εξουσία του, ενώ τα περιγράμματα ενός νέου κύματος αμφισβήτησης του συστήματος μόλις που διακρίνονται. Σε αυτό το ημίφως της νύχτας που δεν έχει τελειώσει ακόμα και της ημέρας που δεν έχει αρχίσει ακόμα, τα τέρατα και τα φαντάσματα παίρνουν μορφή. Ενώ ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πραγματικά τερατώδης, οι απαντήσεις των δυνάμεων της απόρριψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό νεφελώδεις.

Η Ανάδυση και η Λούμπεν Ανάπτυξη

Ο όρος ανάδυση χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους σε εξαιρετικά διαφορετικά συμφραζόμενα και τις περισσότερες φορές χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια το νόημά του. Η ανάδυση δεν μετριέται από έναν αυξημένο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή των εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από μια δεκαετία) ή από το γεγονός ότι η εν λόγω κοινωνία έχει επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως το βλέπουν η Παγκόσμια Τράπεζα και οι συμβατικοί οικονομολόγοι. Η ανάδυση συνεπάγεται πολύ περισσότερα: συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας και αύξηση της ικανότητας των βιομηχανιών αυτών να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ακόμη ερωτήματα: ποιες βιομηχανίες εμπλέκονται και τι εννοούμε με τον όρο ανταγωνιστικός. Θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες (ορυχεία και καύσιμα), οι οποίες από μόνες τους μπορούν, σε χώρες καλά προικισμένες από τη φύση, να παράγουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη χωρίς να παρασύρουν στο πέρασμά τους όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες της εν λόγω χώρας. Ακραία παραδείγματα αυτών των “μη-αναδυόμενων” καταστάσεων είναι οι χώρες του Κόλπου, η Βενεζουέλα και η Γκαμπόν. Είναι επίσης απαραίτητο να εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας καθώς και του παραγωγικού συστήματος στο σύνολό του, και όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα ενός επιλεγμένου αριθμού παραγωγικών μονάδων μεμονωμένα. Μέσω της μετεγκατάστασης ή της υπεργολαβίας, οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται σε χώρες του Νότου μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία τοπικών παραγωγικών μονάδων (θυγατρικών των πολυεθνικών ή αυτόνομων μονάδων) ικανών να εξάγουν στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές κατά την άποψη των συμβατικών οικονομικών. Η ανταγωνιστικότητα ενός παραγωγικού συστήματος εξαρτάται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα και η αποτελεσματικότητα όλων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική πολιτική οικονομία (φορολογικό σύστημα, εταιρικό δίκαιο, εργασιακά δικαιώματα, πιστώσεις, δημόσια στήριξη κ.λπ.) Με τη σειρά του, το εν λόγω παραγωγικό σύστημα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις βιομηχανίες μεταποίησης που παράγουν βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή και την κατανάλωση (αν και η απουσία αυτών σημαίνει πραγματικά ότι δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα που να αξίζει το όνομα), αλλά περιλαμβάνει επίσης την παραγωγή τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, καθώς και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία του συστήματος (ιδίως τις μεταφορές και τις πιστώσεις).

Η έννοια της ανάδυσης, λοιπόν, συνεπάγεται μια πολιτική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, μια χώρα είναι αναδυόμενη μόνο στο βαθμό που οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση στοχεύουν στον στόχο της οικοδόμησης και ενίσχυσης μιας οικονομίας που είναι στραμμένη προς το εσωτερικό (ακόμη και αν είναι ανοικτή προς το εξωτερικό) και, κατά συνέπεια, ικανή να διεκδικήσει την εθνική οικονομική της κυριαρχία. Αυτός ο σύνθετος στόχος συνεπάγεται ότι η διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα, συνεπάγεται μια πολιτική που επιτρέπει σε μια χώρα να ενισχύσει την επισιτιστική της κυριαρχία καθώς και την κυριαρχία της στον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από το εξωτερικό της εθνικής της επικράτειας. Αυτοί οι πολλαπλοί και συμπληρωματικοί στόχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους μιας κομπραδόρικης κυβέρνησης που αρκείται στο να προσαρμόζει το εφαρμοζόμενο μοντέλο ανάπτυξης στις απαιτήσεις του κυρίαρχου “φιλελεύθερου-παγκοσμιοποιημένου” παγκόσμιου συστήματος και στις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.

Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πει τίποτα για τον προσανατολισμό της πολιτικής στρατηγικής που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο κράτος και μια συγκεκριμένη κοινωνία: Είναι καπιταλιστικό ή κινείται προς το σοσιαλισμό; Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη συζήτηση, διότι η επιλογή του προσανατολισμού μιας άρχουσας τάξης έχει σημαντικές θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιτυχία της ανάδυσης. Η σχέση μεταξύ των πολιτικών της ανάδυσης, από τη μια πλευρά, και των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις συνοδεύουν, από την άλλη, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική συνοχή των πρώτων, αλλά και από το βαθμό της συμπληρωματικότητάς τους (ή της σύγκρουσής τους) με τους δεύτερους. Οι κοινωνικοί αγώνες -ταξικοί αγώνες και πολιτικές συγκρούσεις- δεν προκύπτουν από την “προσαρμογή” στη λογική του σχεδίου ανάδυσης του κράτους- αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το τι κάνει το κράτος. Η τρέχουσα εμπειρία καταδεικνύει την ποικιλομορφία και τις διακυμάνσεις αυτών των σχέσεων. Η ανάδυση συνοδεύεται συχνά από επιδείνωση των ανισοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής φύση αυτών των ανισοτήτων πρέπει να διευκρινιστεί: Εμφανίζονται οι ανισότητες αυτές σε ένα πλαίσιο όπου μια μικρή μειοψηφία ή μια μεγαλύτερη (η μεσαία τάξη) επωφελείται από τις ασκούμενες πολιτικές, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται, ή σε ένα πλαίσιο όπου παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αυτής της πλειοψηφίας, έστω και αν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματός της είναι χαμηλότερος από εκείνον των δικαιούχων του συστήματος; Με άλλα λόγια, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορούν να συνδέουν την ανάδυση με την εξαθλίωση ή όχι. Η ανάδυση δεν είναι ένα καθεστώς που μια χώρα επιτυγχάνει μια για πάντα. Αποτελείται από διαδοχικά βήματα – τα προηγούμενα, αν είναι επιτυχή, θα προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα ή, αν δεν είναι επιτυχή, θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η σχέση μεταξύ της αναδυόμενης οικονομίας και της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται η ίδια σε συνεχή μετασχηματισμό και αποτελεί μέρος διαφορετικών συνολικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κοινωνική αλληλεγγύη στο έθνος ή να την αποδυναμώσουν. Συνεπώς, η ανάδυση δεν είναι συνώνυμη με την αύξηση των εξαγωγών και την αυξανόμενη ισχύ μιας χώρας που μετριέται με αυτόν τον τρόπο. Η αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που πρέπει να προσδιοριστεί (για την εργατική τάξη, τη μεσαία τάξη) και η πρώτη μπορεί να γίνει στήριγμα ή εμπόδιο για τη δεύτερη. Η αύξηση των εξαγωγών μπορεί έτσι να αποδυναμώσει ή να ενισχύσει τη σχετική αυτονομία της αναδυόμενης οικονομίας στις σχέσεις της με το παγκόσμιο σύστημα.

Η ανάδυση είναι ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο οικονομικό. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της βασίζεται συνεπώς στην εξέταση της ικανότητάς της να μειώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα συνεχίζουν την κυριαρχία τους, παρά τις οικονομικές επιτυχίες των αναδυόμενων χωρών που μετρώνται με τους όρους της συμβατικής οικονομίας. Από την πλευρά μου, έχω ορίσει αυτά τα μέσα με όρους ελέγχου από τις κυρίαρχες δυνάμεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, της πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, των μέσων πληροφόρησης και των όπλων μαζικής καταστροφής. Υποστηρίζω επίσης τη θέση ότι υπάρχει πράγματι ένας συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας που σκοπεύει να διατηρήσει, με κάθε μέσο, την προνομιακή της θέση στην κυριαρχία του κόσμου και να εμποδίσει κάθε αναδυόμενη χώρα να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Από αυτό συμπεραίνω ότι οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε σύγκρουση με τους στρατηγικούς στόχους της ιμπεριαλιστικής τριάδας και η έκταση της βίας σε αυτή τη σύγκρουση είναι ανάλογη με το βαθμό ριζοσπαστικότητας των προκλήσεων των αναδυόμενων χωρών προς τα προνόμια του κέντρου που απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Τα οικονομικά της ανάδυσης δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη διεθνή πολιτική των εν λόγω χωρών. Ευθυγραμμίζονται με τον πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό της τριάδας; Αποδέχονται, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές που εφαρμόζει ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου; Ή επιχειρούν να τις αντιμετωπίσουν;

Ένα αυθεντικό σχέδιο ανάδυσης είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που περιλαμβάνει τη μονομερή υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αυτό που ονομάζω λούμπεν-ανάπτυξη. Δανείζομαι εδώ ελεύθερα τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Αντρέ Γκούντερ Φρανκ για να αναλύσει μια παρόμοια ανάπτυξη, αλλά σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές συνθήκες. Σήμερα, η λούμπεν-ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται με το μοντέλο “ανάπτυξης” (το οποίο δεν αξίζει το όνομα) που επιβάλλουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων στις κυριαρχούμενες κοινωνίες της περιφέρειας. Αντανακλάται στη δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων επιβίωσης (η λεγόμενη άτυπη σφαίρα), με άλλα λόγια, από την εξαθλίωση που είναι συνυφασμένη με τη μονομερή λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Μεταξύ των εμπειριών της ανάδυσης, ορισμένες αξίζουν πλήρως τον χαρακτηρισμό, επειδή δεν αποτελούν μέρος διαδικασιών λούμπεν-ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις καταστάσεις, η εξαθλίωση δεν πλήττει τις εργατικές τάξεις. Αντίθετα, παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, είτε μέτρια είτε ισχυρή. Δύο από αυτές τις εμπειρίες είναι σαφώς καπιταλιστικές: Νότια Κορέα και Ταϊβάν (δεν θα συζητήσω εδώ τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επιτυχία του εγχειρήματος της ανάδυσης σε αυτές τις δύο χώρες). Δύο άλλες κληρονομούν την κληρονομιά των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: Κίνα και Βιετνάμ. Η Κούβα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτή την ομάδα αν καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που υφίσταται σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανάδυσης που συνδέονται με προφανείς διαδικασίες λούμπεν-ανάπτυξης. Η Ινδία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τμήματα της κατάστασης της χώρας αντιστοιχούν σε αυτό που απαιτεί και παράγει η ανάδυση. Υπάρχει μια κρατική πολιτική που στοχεύει στην ενίσχυση ενός ευμεγέθους βιομηχανικού συστήματος, υπάρχει μια συνοδευτική επέκταση της μεσαίας τάξης, υπάρχει πρόοδος στις τεχνολογικές δυνατότητες και στην εκπαίδευση, και υπάρχει μια εξωτερική πολιτική ικανή να αυτονομηθεί στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά υπάρχει επίσης επιταχυνόμενη φτωχοποίηση για τη μεγάλη πλειοψηφία -τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει την ανάδυση με τη λούμπεν-ανάπτυξη. Μπορούμε μάλιστα να αναδείξουμε τη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο όψεων της πραγματικότητας. Πιστεύω, χωρίς να θέλω να κάνω μια τεράστια γενίκευση, ότι όλες οι άλλες χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες ανήκουν σε αυτή την υβριδική οικογένεια, είτε πρόκειται για τη Βραζιλία, είτε για τη Νότια Αφρική, είτε για άλλες. Αλλά υπάρχουν επίσης -και αυτό ισχύει για τις περισσότερες άλλες χώρες του Νότου- καταστάσεις στις οποίες τα στοιχεία της ανάδυσης είναι ελάχιστα εμφανή, ενώ οι διαδικασίες της λούμπεν ανάπτυξης είναι σαφώς κυρίαρχες.

Η συμβολή του μαοϊσμού

Ο “εργατικός” και ευρωκεντρικός μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς μοιραζόταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνίες πρέπει πρώτα να περάσουν από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για το οποίο η αποικιοκρατία -από αυτή την άποψη “ιστορικά θετική”- φύτεψε τους σπόρους, πριν μπορέσουν να φιλοδοξούν να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η ιδέα ότι η “ανάπτυξη” ορισμένων (τα κυρίαρχα κέντρα) και η “υπανάπτυξη” άλλων (οι κυριαρχούμενες περιφέρειες) ήταν αδιαχώριστες, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο έμφυτα προϊόντα της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού, ήταν εντελώς ξένη προς αυτήν.

Η πόλωση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -ένα μείζον γεγονός με σημαντικές παγκόσμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις- απαιτεί μια προοπτική που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτή η πόλωση είναι η βάση για την πιθανή υποστήριξη μεγάλων τμημάτων των εργατικών τάξεων και, κυρίως, των μεσαίων τάξεων (των οποίων η ίδια η ανάπτυξη ευνοείται από τη θέση των κέντρων στο παγκόσμιο σύστημα) στις κυρίαρχες χώρες προς τον κοινωνικό-αποικιοκρατισμό. Ταυτόχρονα, μετατρέπει την περιφέρεια σε μια “ζώνη καταιγίδων” (όπως λέει η κινεζική έκφραση) σε μια μόνιμη φυσική εξέγερση ενάντια στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Βεβαίως, η εξέγερση δεν είναι συνώνυμη της επανάστασης, αλλά εγείρει τη δυνατότητα της τελευταίας. Τα κίνητρα για την απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου δεν λείπουν, ακόμη και στο κέντρο του συστήματος, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του 1968. Αναμφίβολα, η διατύπωση της πρόκλησης που επέλεξε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα κάποτε – “η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις”- είναι κατά συνέπεια πολύ ακραία για να είναι χρήσιμη. Μια παγκόσμια στρατηγική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό προς τον παγκόσμιο σοσιαλισμό πρέπει να συντονίζει τους αγώνες στα κέντρα με εκείνους στην περιφέρεια του συστήματος.

Αρχικά, ο Β. Ι. Λένιν αποστασιοποιήθηκε από την κυρίαρχη θεωρία της Δεύτερης Διεθνούς και οδήγησε με επιτυχία μια επανάσταση στον “αδύναμο κρίκο” (Ρωσία), αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι αυτό θα ακολουθούσε ένα κύμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Αυτή ήταν μια απογοητευμένη ελπίδα. Στη συνέχεια ο Λένιν κινήθηκε προς μια άποψη που έδινε μεγαλύτερη σημασία στη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστάσεις στην Ανατολή. Αλλά εναπόκειτο στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Μάο Τσετούνγκ να συστηματοποιήσουν αυτή τη νέα προοπτική.

Ο μαοϊσμός συνέβαλε αποφασιστικά σε μια συνολική αξιολόγηση των ζητημάτων και των προκλήσεων που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επέκταση. Μας επέτρεψε να θέσουμε στο κέντρο της ανάλυσης τα κέντρα/περιφέρειες σε αντίθεση με την επέκταση του εγγενώς ιμπεριαλιστικού και πολωτικού “πραγματικά υπάρχοντος” καπιταλισμού και να αντλήσουμε από την ανάλυση αυτή όλα τα συνεπαγόμενα διδάγματα για τον σοσιαλιστικό αγώνα τόσο στα κυρίαρχα κέντρα όσο και στις κυριαρχούμενες περιφέρειες. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνοψιστεί σε μια όμορφη έκφραση κινεζικού τύπου: “Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν επανάσταση”. Τα κράτη -οι κυρίαρχες τάξεις όλων των χωρών του κόσμου, όταν είναι κάτι άλλο από λακέδες και μεταφορείς εξωτερικών δυνάμεων- εργάζονται για να διευρύνουν το χώρο κίνησής τους που τους επιτρέπει να ελιχθούν μέσα στο (καπιταλιστικό) παγκόσμιο σύστημα και να αναδειχθούν από “παθητικοί” δρώντες, καταδικασμένοι να προσαρμόζονται μονομερώς στις κυρίαρχες απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού, σε “ενεργούς” δρώντες, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Τα έθνη -δηλαδή, ιστορικά μπλοκ δυνητικά προοδευτικών τάξεων- επιθυμούν την απελευθέρωση, συγκεκριμένα την “ανάπτυξη” και τον “εκσυγχρονισμό”. Οι λαοί -δηλαδή, οι κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες εργατικές τάξεις- επιδιώκουν το σοσιαλισμό. Η φράση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα και, ως εκ τούτου, να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές δράσης. Συμμερίζεται την άποψη ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον παγκόσμιο σοσιαλισμό θα είναι μακρά, πολύ μακρά μάλιστα, και, κατά συνέπεια, έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της Τρίτης Διεθνούς για τη “σύντομη μετάβαση”.

Οικολογία και μαρξισμός

Το οικολογικό ζήτημα τίθεται σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι το μέγεθος των οικολογικών καταστροφών είναι πλέον σαφώς ορατό. Ωστόσο, αυτές οι συζητήσεις σπάνια ξεπερνούν τη σύγχυση. Μόνο μια μειοψηφία κινημάτων κατανοεί ότι η απάντηση στην πρόκληση απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι κατεστημένες δυνάμεις κατάλαβαν γρήγορα τον κίνδυνο και κατέβαλαν μεγάλες, δήθεν επιστημονικές, προσπάθειες -που στην πραγματικότητα είναι καθαρά ιδεολογική προπαγάνδα- για να αποδείξουν ότι ένας πράσινος καπιταλισμός είναι εφικτός. Μίλησα γι’ αυτό στις αναλύσεις μου για τα ζητήματα της “βιώσιμης” ανάπτυξης.3 Επίσης, αντίθετα, υποστήριξα ότι τα έργα των Mathis Wackernagel και William Rees, στα οποία αναφέρθηκα, καταδεικνύουν τη δυνατότητα υπολογισμού (τονίζω τη λέξη υπολογισμός, δηλαδή ποσοτικοποιημένο μέτρο) των αξιών χρήσης, υπό την προϋπόθεση της αποδέσμευσης από τον καπιταλισμό. Το βιβλίο του François Houtart (2010) αναλύει την απάτη του “πράσινου καπιταλισμού”. Ο John Bellamy Foster (2000) έχει δώσει μια αριστουργηματική ανάλυση του Μαρξ ως οικολόγου.4 Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τους αναγνώστες να γνωρίζουν ποια είναι η άποψή μου σε αυτά τα ζητήματα, την οποία έχω υποστηρίξει ακούραστα σε πολλές συζητήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο μου Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας (2010).

Η άποψη των κυρίαρχων ρευμάτων του περιβαλλοντισμού, ιδίως της φονταμενταλιστικής ποικιλίας, δεν είναι ασφαλώς αυτή του μαρξισμού, αν και αμφότεροι δικαίως καταγγέλλουν τις καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”.

Ο περιβαλλοντισμός αποδίδει αυτές τις καταστροφικές συνέπειες στην ευρωκεντρική και προμηθεϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τη “νεωτερικότητα”, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος της φύσης, αλλά ισχυρίζεται ότι υποτάσσει την τελευταία στην ικανοποίηση των αναγκών του. Η θέση αυτή συνεπάγεται μια μοιραία κουλτουραλιστική συνέπεια. Εμπνέει την έκκληση να ακολουθήσουμε μια άλλη φιλοσοφία που τονίζει την υπαγωγή του ανθρώπου στη φύση, τη “μητέρα” του. Με αυτό το σκεπτικό, υποτιθέμενες εναλλακτικές και καλύτερες φιλοσοφίες, όπως αυτή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Ινδουισμού, εξυμνούνται σε αντιπαράθεση με τη λεγόμενη δυτική φιλοσοφία. Πρόκειται για έναν κακώς μελετημένο έπαινο, ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι η ινδουιστική κοινωνία δεν διέφερε (και δεν διαφέρει) από τις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, ούτε όσον αφορά τη χρήση βίας (η ινδουιστική κοινωνία κάθε άλλο παρά μη βίαιη είναι, όπως ισχυρίζεται ότι είναι) ούτε την υποταγή της φύσης στην εκμετάλλευση.

Ο Μαρξ αναπτύσσει την ανάλυσή του σε ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος. Αποδίδει τον καταστροφικό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη λογική της ορθολογικότητας του καπιταλισμού, η οποία διέπεται αποκλειστικά από την επιδίωξη του άμεσου κέρδους (βραχυπρόθεσμη κερδοφορία). Το αποδεικνύει αυτό και βγάζει τα ρητά συμπεράσματα στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

Αυτές οι δύο μέθοδοι ερμηνείας της ιστορίας και της πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κρίσεις σχετικά με το “τι πρέπει να γίνει” για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση – οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”. Οι περιβαλλοντολόγοι οδηγούνται στην “καταδίκη της προόδου” και έτσι ενώνονται με τους μεταμοντέρνους στην αρνητική θεώρηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η καταδίκη οδηγεί, με τη σειρά της, σε μια μέθοδο οραματισμού για το πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, η οποία δεν είναι, τουλάχιστον, πολύ ρεαλιστική. Έτσι, γίνονται προβλέψεις κατά τις οποίες ένας συγκεκριμένος φυσικός πόρος θα εξαντληθεί (τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα), και στη συνέχεια η εγκυρότητα αυτών των -θανατηφόρα κινδυνολογικών- συμπερασμάτων γενικεύεται με τον ισχυρισμό ότι οι πόροι του πλανήτη δεν είναι άπειροι, ο οποίος είναι ασφαλώς σωστός κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα ως προς το τι μπορεί να συναχθεί από αυτόν. Ως εκ τούτου, αγνοούνται πιθανές μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν ένα συγκεκριμένο κινδυνολογικό συμπέρασμα. Φυσικά, το μακρινό μέλλον παραμένει άγνωστο και ποτέ δεν θα υπάρξει καμία εγγύηση ότι η “πρόοδος” θα καθιστά πάντα δυνατή την εξεύρεση λύσεων σε άγνωστες μελλοντικές προκλήσεις. Η επιστήμη δεν υποκαθιστά την πίστη στην αιωνιότητα (θρησκευτική ή φιλοσοφική). Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της συζήτησης στη φύση των προκλήσεων και στους τρόπους αντιμετώπισής τους δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.

Αντίθετα, τοποθετώντας τη συζήτηση στο έδαφος που καθάρισε ο Μαρξ -την ανάλυση του καπιταλισμού- είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στην ανάλυση των προκλήσεων. Ναι, θα υπάρξουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις στο μέλλον, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν τεχνολογίες για τον έλεγχο του πλούτου της φύσης. Αλλά αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς φόβο αντιφάσεων είναι ότι όσο η λογική του καπιταλισμού αναγκάζει την κοινωνία να ασκεί τις επιλογές της με βάση τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία (που συνεπάγεται η αξιοποίηση του κεφαλαίου), οι τεχνολογίες που θα εφαρμοστούν για την εκμετάλλευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων θα επιλέγονται μόνο αν είναι κερδοφόρες βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, αυτό συνεπάγεται ότι οι τεχνολογίες αυτές θα ενέχουν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σχεδιάσει έναν τρόπο διαχείρισης της κοινωνίας που θα βασίζεται στην ιεράρχηση των αξιών χρήσης αντί των αξιών ανταλλαγής που συνδέονται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Λέω “καλύτερη διαχείριση” και όχι “τέλεια διαχείριση”. Η τελευταία συνεπάγεται την εξάλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση. Η πρώιμη κριτική του ευρωκεντρισμού που προώθησα (η οποία συνεχίζεται στη δεύτερη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου μου Ευρωκεντρισμός) συνεχίζει το έργο που ξεκίνησε ο Μαρξ ως αντίλογος στον πολιτιστικιστικό, μεταμοντέρνο και υποτίθεται περιβαλλοντικό λόγο5.

Η επιλογή των οικολόγων να συζητούν αυτά τα ζητήματα σε ένα λανθασμένο θεωρητικό πλαίσιο τους παγιδεύει, όχι μόνο σε θεωρητικά, αλλά κυρίως σε πολιτικά αδιέξοδα. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου να χειραγωγούν όλες τις πολιτικές προτάσεις που προκύπτουν από αυτήν. Είναι γνωστό ότι η κινδυνολογία επιτρέπει στις κοινωνίες της ιμπεριαλιστικής τριάδας να διατηρήσουν το προνόμιο της αποκλειστικής πρόσβασης στους πόρους του πλανήτη και να εμποδίσουν τους λαούς της περιφέρειας να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ανάπτυξής τους – είτε για καλό είτε για κακό. Είναι αναποτελεσματικό να απαντά κανείς στις “αντιασφαλιστικές” απόψεις με την επισήμανση του (αδιαμφισβήτητου) γεγονότος ότι οι ίδιες είναι απλά κατασκευάσματα των λόμπι (για παράδειγμα, του λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας). Ο κόσμος του κεφαλαίου λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο: τα λόμπι που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου έρχονται αενάως αντιμέτωπα μεταξύ τους και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Τα λόμπι υπέρ των ενεργοβόρων επιλογών αντιμάχονται τώρα τα λόμπι υπέρ του “πράσινου” καπιταλισμού. Οι οικολόγοι θα μπορέσουν να βγουν από αυτόν τον λαβύρινθο μόνο αν καταλάβουν ότι πρέπει να γίνουν μαρξιστές.

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Samir Amin, “Révolution ou Decadence? La Crise du Système Impérialiste Contemporain et Celle de l’Empire Romain,” Review: Fernand Braudel Center 4, αριθ. 1 (1980): 155-67.
  2. Βλέπε Samir Amin, Ending Capitalism or Ending the Crisis of Capitalism?, trans. Victoria Bawtree (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Pambazuka, 2011).
  3. Samir Amin, Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας, μτφρ. Brian Pearce και Shane Mage (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2010), 135-44.
  4. Βλέπε Mathis Wackernagel και William Rees, Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth (Gabriola Island, Canada: New Society, 1996)- François Houtart, Agrofuels: Big Profits, Ruined Lives and Ecological Destruction, trans. Victoria Bawtree (Νέα Υόρκη: Pluto, 2010)- John Bellamy Foster, Marx’s Ecology: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2000).
  5. Samir Amin, Eurocentrism, 2η έκδοση, μτφρ. Russell Moore και James Membrez (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009).

Πηγή: Monthly Review