Το άρθρο του Samir Amin δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιούλιο του 2019. Αναπτύσσει τη θέση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατά τη γνώμη του χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η κεντρική ιδέα
Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που εννοώ με αυτό είναι ότι τα μονοπώλια δεν αποτελούν πλέον νησίδες (όσο σημαντικές και αν είναι) σε έναν ωκεανό εταιρειών που δεν είναι μονοπώλια -και κατά συνέπεια είναι σχετικά αυτόνομα- αλλά ένα ολοκληρωμένο σύστημα, και κατά συνέπεια ελέγχουν πλέον αυστηρά όλα τα παραγωγικά συστήματα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες που δεν ανήκουν επισήμως στα ολιγοπώλια, περικλείονται σε δίκτυα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα μονοπώλια ένθεν κακείθεν. Κατά συνέπεια, το περιθώριο αυτονομίας τους έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε υπεργολάβους των μονοπωλίων. Αυτό το σύστημα των γενικευμένων μονοπωλίων είναι το αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στις χώρες της τριάδας (σ.μ. ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του ’90.
Ταυτόχρονα, αυτά τα γενικευμένα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στις επιταγές μέσω των οποίων ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού (όλος ο κόσμος πέρα από τους εταίρους της τριάδας). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.
Ως σύστημα, ο γενικευμένος και παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός διασφαλίζει ότι τα μονοπώλια αυτά αντλούν ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εισπράττεται από τη μάζα της υπεραξίας (που μετατρέπεται σε κέρδη) που το κεφάλαιο αντλεί από την εκμετάλλευση της εργασίας. Στο βαθμό που αυτά τα μονοπώλια λειτουργούν στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, αυτό το μονοπωλιακό ενοίκιο μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό ενοίκιο. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου -η οποία ορίζει τον καπιταλισμό σε όλες τις διαδοχικές ιστορικές μορφές του- διέπεται συνεπώς από τη μεγιστοποίηση του μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού ενοικίου.
Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται πίσω από τη συνεχή επιδίωξη της συγκέντρωσης των εισοδημάτων και των περιουσιών, αυξάνοντας τα μονοπωλιακά ενοίκια, και τα οποία καταλαμβάνονται κυρίως από τις ολιγαρχίες (πλουτοκρατίες) που ελέγχουν τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, εις βάρος των εργατικών εισοδημάτων και ακόμη και των εσόδων του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με τη σειρά της, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανισορροπία είναι η ίδια η προέλευση της χρηματιστικοποίησης του οικονομικού συστήματος. Αυτό που εννοώ είναι ότι ένα αυξανόμενο μέρος του πλεονάσματος δεν μπορεί πλέον να επενδυθεί στην επέκταση και ενίσχυση των παραγωγικών συστημάτων και ότι η “χρηματοοικονομική επένδυση” αυτού του αυξανόμενου πλεονάσματος είναι η μόνη δυνατή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση της συσσώρευσης που ελέγχεται από τα μονοπώλια. Αυτή η χρηματιστικοποίηση, η οποία επιτείνει την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος (και του πλούτου), δημιουργεί το αυξανόμενο πλεόνασμα από το οποίο τρέφεται. Οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις (ή, ακριβέστερα, οι επενδύσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας) συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα, δυσανάλογους με τους ρυθμούς αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που και ο ίδιος γίνεται τότε σε μεγάλο βαθμό ψευδής) ή τους ρυθμούς επενδύσεων στο παραγωγικό σύστημα. Η εκπληκτική αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων απαιτεί -και συντηρεί- μεταξύ άλλων, την αύξηση του χρέους, σε όλες τις μορφές του, ιδίως του δημόσιου χρέους. Όταν οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν τον στόχο της “μείωσης του χρέους”, λένε σκόπιμα ψέματα. Η στρατηγική των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων χρειάζεται την αύξηση του χρέους (την οποία επιδιώκουν και δεν αντιτίθενται) -ένα οικονομικά ελκυστικό μέσο για την απορρόφηση του πλεονάσματος από τα μονοπωλιακά ενοίκια. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται για τη “μείωση του χρέους”, όπως λέγεται, καταλήγουν στην πραγματικότητα να αυξάνουν τον όγκο του, που είναι η επιδιωκόμενη συνέπεια.
Οι πλουτοκράτες: Η νέα άρχουσα τάξη του παρωχημένου καπιταλισμού
Η λογική της συσσώρευσης έγκειται στην αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελέγχου του κεφαλαίου. Η τυπική ιδιοκτησία μπορεί να διασκορπιστεί (όπως στους “ιδιοκτήτες” των μετοχών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα), ενώ η διαχείριση αυτής της ιδιοκτησίας ελέγχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συγκέντρωσης της εξουσίας κυριαρχίας του κεφαλαίου, τέτοιο που οι μορφές ύπαρξης και οργάνωσης της αστικής τάξης, όπως ήταν γνωστές μέχρι σήμερα, έχουν μετασχηματιστεί πλήρως. Η αστική τάξη σχηματίστηκε αρχικά από σταθερές αστικές οικογένειες. Από γενιά σε γενιά, οι κληρονόμοι συνέχιζαν τις εξειδικευμένες δραστηριότητες των επιχειρήσεών τους. Η αστική τάξη χτίστηκε και οικοδομήθηκε σε βάθος χρόνου. Αυτή η σταθερότητα ενθάρρυνε την εμπιστοσύνη στις “αστικές αξίες” και προώθησε την επιρροή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό, η αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη έγινε αποδεκτή ως τέτοια. Η πρόσβασή της στα προνόμια της άνεσης και του πλούτου φαινόταν άξια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχε. Φαινόταν επίσης ότι είχε κυρίως εθνικό προσανατολισμό, ότι ήταν ευαίσθητη στα εθνικά συμφέροντα, όποιες κι αν ήταν οι ασάφειες και οι περιορισμοί αυτής της χειραγωγημένης έννοιας. Η νέα άρχουσα τάξη έρχεται σε απότομη ρήξη με αυτή την παράδοση. Ορισμένοι περιγράφουν τον εν λόγω μετασχηματισμό ως την ανάπτυξη των ενεργών μετόχων (που μερικές φορές χαρακτηρίζονται ακόμη και ως λαϊκιστές μέτοχοι) που αποκαθιστούν πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτός ο εγκωμιαστικός και παραπλανητικός χαρακτηρισμός νομιμοποιεί την αλλαγή και δεν αναγνωρίζει ότι η κύρια πτυχή του μετασχηματισμού αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον έλεγχο του κεφαλαίου και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας. Η νέα άρχουσα τάξη δεν μετριέται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, όπως συνέβαινε με την παλαιότερη αστική τάξη. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό της νέας αστικής τάξης αποτελείται από νεοεισερχόμενους που αναδείχθηκαν περισσότερο από την επιτυχία των οικονομικών τους πράξεων (ιδίως στο χρηματιστήριο) παρά από τη συμβολή τους στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Η ταχύτατη άνοδός τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους τους, των οποίων η άνοδος πραγματοποιήθηκε σε πολλές δεκαετίες.
Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ακόμη πιο έντονος από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύει τη διαπλοκή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Η “παραδοσιακή” ιδεολογία του καπιταλισμού έδινε έμφαση στις αρετές της ιδιοκτησίας εν γένει, ιδιαίτερα της μικρής ιδιοκτησίας -στην πραγματικότητα της μεσαίας ή μεσαίας-μεγάλης ιδιοκτησίας- που θεωρείται ότι προωθεί την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο μέσω της σταθερότητάς της. Σε αντίθεση με αυτό, η νέα ιδεολογία συσσωρεύει επαίνους στους “νικητές” και περιφρονεί τους “ηττημένους” χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό. Ο “νικητής” εδώ έχει σχεδόν πάντα δίκιο, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι οριακά παράνομα, αν δεν είναι προφανώς παράνομα, και σε κάθε περίπτωση αγνοούν τις κοινά αποδεκτές ηθικές αξίες.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε πελατειακό καπιταλισμό μέσω της δύναμης της λογικής της συσσώρευσης. Ο αγγλικός όρος “crony capitalism” δεν θα πρέπει να προορίζεται μόνο για τις “υπανάπτυκτες και διεφθαρμένες” μορφές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που οι “οικονομολόγοι” (οι ειλικρινείς και πεπεισμένοι πιστοί στις αρετές του φιλελευθερισμού) κατήγγειλαν παλαιότερα. Ισχύει τώρα για τον καπιταλισμό στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η σημερινή συμπεριφορά αυτής της άρχουσας τάξης είναι αρκετά κοντά σε εκείνη της μαφίας, ακόμη και αν η σύγκριση φαίνεται προσβλητική και ακραία.
Το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πλέον πλουτοκρατικό. Αυτή η πλουτοκρατία προσαρμόζεται στην πρακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία έχει γίνει “δημοκρατία χαμηλής έντασης”. Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε όποιον θέλετε, κάτι που δεν έχει καμία σημασία, αφού η αγορά και όχι το Κογκρέσο ή το Κοινοβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει για τα πάντα. Η πλουτοκρατία προσαρμόζεται και αλλού σε απολυταρχικές μορφές διαχείρισης ή σε εκλογικές δυνάμεις.
Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει το καθεστώς των μεσαίων τάξεων και τον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι τάξεις αυτές αποτελούνται τώρα κυρίως από μισθωτούς και όχι πλέον από μικρούς παραγωγούς εμπορευμάτων όπως πριν. Αυτός ο μετασχηματισμός εκδηλώνεται ως κρίση των μεσαίων τάξεων, που χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη διαφοροποίηση: οι προνομιούχοι (υψηλοί μισθοί) έχουν γίνει οι άμεσοι φορείς της κυρίαρχης ολιγοπωλιακής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται.
Οι κερδοσκόποι: Η νέα κυρίαρχη τάξη στην περιφέρεια
Η αντίθεση κέντρων/περιφέρειας δεν είναι καινούργια. Αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποιημένης επέκτασης του καπιταλισμού από την αρχή, πριν από πέντε αιώνες. Κατά συνέπεια, οι τοπικές άρχουσες τάξεις των περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών, είτε ήταν ανεξάρτητες είτε αποικίες, ήταν πάντα υποδεέστερες άρχουσες τάξεις, αν και εξακολουθούσαν να συνδέονται με τις χώρες τους, αντλώντας κέρδη από την ένταξή τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.
Υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε αυτές τις τάξεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες τους πριν από την υποταγή τους στον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Η επανάκτηση της ανεξαρτησίας οδήγησε συχνά στην αντικατάσταση αυτών των παλαιότερων (συνεργατικών) υποταγμένων τάξεων από νέες άρχουσες τάξεις -γραφειοκρατίες, κρατικές αστικές τάξεις- οι οποίες ήταν πιο νόμιμες στα μάτια του λαού (στην αρχή) λόγω της σύνδεσής τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Αλλά και εδώ πάλι, στις περιφέρειες που κυριαρχούνταν είτε από τον παλαιότερο ιμπεριαλισμό (μορφές πριν από το 1950) είτε από τον νέο ιμπεριαλισμό (από την εποχή του Μπαντούνγκ μέχρι περίπου το 1980), οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνταν από μια ορατή σχετική σταθερότητα. Οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού (η τριάδα) ξερίζωσαν πραγματικά τις δυνάμεις όλων αυτών των παλαιότερων κυρίαρχων τάξεων στην περιφέρεια και τις αντικατέστησαν με μια νέα τάξη που θα ονομάσω κερδοσκόπους. Οι εν λόγω κερδοσκόποι είναι επιχειρηματίες, όχι δημιουργικοί επιχειρηματίες. Αποκομίζουν τον πλούτο τους από τις διασυνδέσεις τους με την κατεστημένη κυβέρνηση και τους ξένους αφέντες του συστήματος, είτε πρόκειται για εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών κρατών (ιδίως της CIA) είτε για τα ολιγοπώλια. Λειτουργούν ως καλοπληρωμένοι μεσάζοντες, επωφελούμενοι από ένα πραγματικό πολιτικό ενοίκιο. Αυτή είναι η προέλευση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που συσσωρεύουν. Οι κερδοσκόποι δεν προσυπογράφουν πλέον καμία απολύτως ηθική και εθνική αξία. Σε μια καρικατούρα των alter-egos τους στα κυρίαρχα κέντρα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από την “επιτυχία”, τη συσσώρευση χρημάτων, με μια πλεονεξία που ξεχωρίζει πίσω από έναν υποτιθέμενο έπαινο του ατόμου. Και πάλι, οι μαφιόζικες, ακόμη και οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν είναι ποτέ μακριά.
Ο σχηματισμός της νέας τάξης των κερδοσκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των μορφών λούμπεν-ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν ευρέως τον σύγχρονο Νότο. Αλλά ο κύριος άξονας του κυρίαρχου μπλοκ διαμορφώνεται από αυτή την τάξη μόνο στις “μη ανερχόμενες” χώρες. Στις “αναδυόμενες” χώρες, το κυρίαρχο μπλοκ είναι διαφορετικό.
Οι υποτελείς τάξεις: Ένα γενικευμένο αλλά κατακερματισμένο προλεταριάτο
Ο Καρλ Μαρξ όρισε αυστηρά τον προλετάριο (ένα ανθρώπινο ον που αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο) και αναγνώρισε ότι οι συνθήκες αυτής της πώλησης (“τυπικές” ή “πραγματικές” για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ) ήταν πάντα διαφορετικές. Η κατάτμηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Η περιγραφή ήταν πιο ακριβής για ορισμένα τμήματα της τάξης, όπως οι εργάτες του 19ου αιώνα στον νέο τομέα της μεταποίησης ή, ένα καλύτερο παράδειγμα, το εργοστάσιο του Φορντισμού στον 20ό αιώνα. Η εστίαση στον εργασιακό χώρο διευκόλυνε την αλληλεγγύη στους κοινούς αγώνες και την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης, αλλά ενθάρρυνε επίσης τον εργατισμό σε ορισμένους ιστορικούς μαρξισμούς. Ο κατακερματισμός της παραγωγής που προκύπτει από τη στρατηγική του κεφαλαίου να εφαρμόσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, χωρίς ωστόσο να χάσει τον έλεγχο της υπεργολαβικής ή αποσυγκεντρωμένης παραγωγής, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη και ενισχύει την ποικιλομορφία στην αντίληψη των συμφερόντων.
Έτσι, το προλεταριάτο φαίνεται να εξαφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που έχει γίνει πιο διαδεδομένο. Μορφές μικρής, αυτόνομης παραγωγής και εκατομμύρια μικροί αγρότες, τεχνίτες και έμποροι εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από την υπεργολαβική εργασία, τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ. Το ενενήντα τοις εκατό των εργαζομένων, τόσο στην υλική όσο και στην άυλη παραγωγή, γίνονται, με τυπικούς όρους, μισθωτοί εργάτες. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από τη διαφοροποίηση των μισθών. Μακριά από το να είναι ανάλογη με το κόστος της κατάρτισης για τα απαιτούμενα προσόντα, αυτή η διαφοροποίηση επιτείνεται στα άκρα. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την αναγέννηση του αισθήματος αλληλεγγύης. “Εμείς, το 99 τοις εκατό”, λένε τα κινήματα Occupy. Αυτή η διπλή πραγματικότητα -η εκμετάλλευση όλων από το κεφάλαιο και οι ποικίλες μορφές και η βία αυτής της εκμετάλλευσης- αποτελεί πρόκληση για την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει “τις αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων”, αλλά και να παραιτηθεί από την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια σύγκλιση των στόχων. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται μια ποικιλομορφία στις μορφές οργάνωσης και δράσης του νέου γενικευμένου προλεταριάτου. Η ιδεολογία του “κινήματος” αγνοεί αυτές τις προκλήσεις. Η μετάβαση στην επίθεση απαιτεί μια αναπόφευκτη ανασυγκρότηση κέντρων ικανών να σκεφτούν την ενότητα των στρατηγικών στόχων.
Η εικόνα του γενικευμένου προλεταριάτου στην περιφέρεια, είτε αναδύεται είτε όχι, είναι διαφορετική με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους: (1) η πρόοδος της “εργατικής τάξης”, ορατή στις αναδυόμενες χώρες, (2) η επιμονή μιας μεγάλης αγροτιάς που, ωστόσο, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αγορά και, κατά συνέπεια, υπόκειται σε εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, έστω και έμμεση, (3) η εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων “επιβίωσης” που απορρέουν από τη λούμπεν-ανάπτυξη και (4) οι αντιδραστικές θέσεις μεγάλων τμημάτων των μεσαίων τάξεων όταν είναι οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της ανάπτυξης.
Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες είναι “να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες”, για να χρησιμοποιήσουμε όρους που προέρχονται από την Τρίτη Διεθνή, να ενώσει τους εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων άτυπων), την κριτική διανόηση και τις μεσαίες τάξεις σε ένα μέτωπο κατά των κομπραδόρων.
Νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας
Οι μετασχηματισμοί στην οικονομική βάση του συστήματος και στις ταξικές δομές που το συνοδεύουν έχουν αλλάξει τις συνθήκες άσκησης της εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία εκφράζεται πλέον μέσω μιας νέου τύπου “πολιτικής τάξης” και ενός κλήρου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που και οι δύο είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του αφηρημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων. Η ιδεολογία του “ατόμου ως βασιλιά” και οι ψευδαισθήσεις του “κινήματος” που θέλει να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να “αλλάξει τη ζωή”(!) -χωρίς να θέτει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς- ενισχύουν μόνο τις νέες μεθόδους άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου.
Στην περιφέρεια, μια εξαιρετικά καρικατούρα μορφή επιτυγχάνεται όταν η λούμπεν-ανάπτυξη περιορίζει την άσκηση της εξουσίας σε ένα κομπραδόρικο κράτος και μια τάξη κερδοσκόπων. Αντίθετα, στις αναδυόμενες χώρες, κοινωνικά μπλοκ διαφορετικού τύπου ασκούν πραγματική εξουσία, η νομιμοποίηση της οποίας απορρέει από την οικονομική επιτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αυταπάτη ότι η ανάδυση “στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και με καπιταλιστικά μέσα” θα επιτρέψει να φτάσουμε τα κέντρα, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του εφικτού σε αυτό το πλαίσιο και τις συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ανοίγουν την πόρτα σε διαφορετικές πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να κινηθούν είτε προς το καλύτερο (προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού) είτε προς το χειρότερο (αποτυχία και επανακομπραδοποίηση).
Ο παρωχημένος καπιταλισμός και το τέλος του αστικού πολιτισμού
Τα χαρακτηριστικά των νέων κυρίαρχων τάξεων που περιγράφονται εδώ δεν είναι παροδικά συγκυριακά φαινόμενα. Ανταποκρίνονται αυστηρά στις λειτουργικές απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ο αστικός πολιτισμός -όπως κάθε πολιτισμός- δεν μπορεί να αναχθεί στη λογική της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει μια ιδεολογική και ηθική συνιστώσα: τον έπαινο της ατομικής πρωτοβουλίας, βεβαίως, αλλά και την εντιμότητα και τον σεβασμό του νόμου, ακόμη και την αλληλεγγύη προς τον λαό, που εκφράζεται τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το σύστημα αξιών εξασφάλιζε μια ορισμένη σταθερότητα στην κοινωνική αναπαραγωγή στο σύνολό της και σηματοδοτούσε τον κόσμο των πολιτικών αναπαραστάσεων στην υπηρεσία του. Αυτό το σύστημα αξιών εξαφανίζεται. Τη θέση του παίρνει ένα σύστημα χωρίς αξίες. Η άγνοια και η χυδαιότητα χαρακτηρίζουν μια αυξανόμενη πλειοψηφία σε αυτόν τον κόσμο των “κυρίαρχων”. Μια δραματική αλλαγή αυτού του είδους προαναγγέλλει το τέλος ενός πολιτισμού. Αναπαράγει αυτό που φαίνεται καθαρά από άλλες εποχές παρακμής. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι ο σύγχρονος ολιγοπωλιακός καπιταλισμός πρέπει πλέον απερίφραστα να χαρακτηριστεί ως παρωχημένος, ανεξάρτητα από τις φαινομενικές άμεσες επιτυχίες του, αφού αυτές απορροφώνται πλήρως σε μια πορεία που οδηγεί ξεκάθαρα σε μια νέα βαρβαρότητα. (Αναφέρομαι εδώ στη μελέτη μου “Επανάσταση ή παρακμή;”, η οποία έχει ήδη συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια)1.
Το σύστημα του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “παγκοσμιοποιημένο” (ιμπεριαλιστικό) και χρηματιστικό, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό το σύστημα είναι εμφανώς ανίκανο να ξεπεράσει τις αυξανόμενες εσωτερικές του αντιφάσεις και είναι καταδικασμένο να συνεχίσει την τρελή του βιασύνη. Η κρίση του συστήματος δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια του την “επιτυχία”. Η στρατηγική που χρησιμοποιούν τα μονοπώλια έχει πάντα οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέχρι σήμερα: τα σχέδια λιτότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά (στην πραγματικότητα αντικοινωνικά) σχέδια απολύσεων, εξακολουθούν να επιβάλλονται παρά την αντίσταση. Η πρωτοβουλία παραμένει, ακόμη και τώρα, στα χέρια των μονοπωλίων (των αγορών) και των πολιτικών τους υπηρέτες (των κυβερνήσεων που υποτάσσουν τις αποφάσεις τους στις λεγόμενες απαιτήσεις της αγοράς).
Οι αναλύσεις των αγώνων και των συγκρούσεων που ξεκινούν με την ιδέα της αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το νέο φαινόμενο της “ανάδυσης” ορισμένων χωρών του Νότου.
Ωστόσο, αυτό το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει με μια “άνοιξη των λαών”, η οποία συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι και οι λαοί που αγωνίζονται έχουν κάνει μια ακριβή εκτίμηση των απαιτήσεων, όχι για να “τελειώσει η κρίση του καπιταλισμού” αλλά για να “τελειώσει ο καπιταλισμός “2. Αυτό δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί ακόμα. Το χάσμα που χωρίζει το φθινόπωρο του καπιταλισμού από την πιθανή άνοιξη των λαών προσδίδει στη σημερινή στιγμή της ιστορίας τον επικίνδυνα δραματικό της χαρακτήρα. Η μάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καπιταλιστικής τάξης και εκείνων που, πέρα από την αντίστασή τους, μπορούν να ωθήσουν την ανθρωπότητα στο μακρύ δρόμο προς το σοσιαλισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του πολιτισμού, έχει μόλις αρχίσει. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις -οι καλύτερες αλλά και οι πιο βάρβαρες- είναι επομένως δυνατές.
Η ίδια η ύπαρξη αυτού του χάσματος απαιτεί κάποια εξήγηση. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Είναι επίσης ένα σύστημα που βασίζεται στην πόλωση της ανάπτυξής του σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι τα δύο αδιαχώριστα πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, αυτής του ιστορικού καπιταλισμού. Η αμφισβήτηση αυτού του συστήματος αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα μέχρι το 1980, σε ένα μακρύ κύμα νικηφόρων αγώνων από τους εργαζόμενους και τους κυριαρχούμενους λαούς. Οι επαναστάσεις που διεξήχθησαν κάτω από τις σημαίες του μαρξισμού και του κομμουνισμού, οι μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό, οι νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων λαών, όλα μαζί οικοδόμησαν σχέσεις ισχύος λιγότερο δυσμενείς για τους εργαζόμενους και τους λαούς από ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό το κύμα εξαντλήθηκε χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή του με νέες προόδους. Αυτή η εξάντληση επέτρεψε στη συνέχεια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να ξαναπάρει την επίθεση και να αποκαταστήσει την απόλυτη και μονομερή εξουσία του, ενώ τα περιγράμματα ενός νέου κύματος αμφισβήτησης του συστήματος μόλις που διακρίνονται. Σε αυτό το ημίφως της νύχτας που δεν έχει τελειώσει ακόμα και της ημέρας που δεν έχει αρχίσει ακόμα, τα τέρατα και τα φαντάσματα παίρνουν μορφή. Ενώ ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πραγματικά τερατώδης, οι απαντήσεις των δυνάμεων της απόρριψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό νεφελώδεις.
Η Ανάδυση και η Λούμπεν Ανάπτυξη
Ο όρος ανάδυση χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους σε εξαιρετικά διαφορετικά συμφραζόμενα και τις περισσότερες φορές χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια το νόημά του. Η ανάδυση δεν μετριέται από έναν αυξημένο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή των εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από μια δεκαετία) ή από το γεγονός ότι η εν λόγω κοινωνία έχει επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως το βλέπουν η Παγκόσμια Τράπεζα και οι συμβατικοί οικονομολόγοι. Η ανάδυση συνεπάγεται πολύ περισσότερα: συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας και αύξηση της ικανότητας των βιομηχανιών αυτών να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα.
Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ακόμη ερωτήματα: ποιες βιομηχανίες εμπλέκονται και τι εννοούμε με τον όρο ανταγωνιστικός. Θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες (ορυχεία και καύσιμα), οι οποίες από μόνες τους μπορούν, σε χώρες καλά προικισμένες από τη φύση, να παράγουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη χωρίς να παρασύρουν στο πέρασμά τους όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες της εν λόγω χώρας. Ακραία παραδείγματα αυτών των “μη-αναδυόμενων” καταστάσεων είναι οι χώρες του Κόλπου, η Βενεζουέλα και η Γκαμπόν. Είναι επίσης απαραίτητο να εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας καθώς και του παραγωγικού συστήματος στο σύνολό του, και όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα ενός επιλεγμένου αριθμού παραγωγικών μονάδων μεμονωμένα. Μέσω της μετεγκατάστασης ή της υπεργολαβίας, οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται σε χώρες του Νότου μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία τοπικών παραγωγικών μονάδων (θυγατρικών των πολυεθνικών ή αυτόνομων μονάδων) ικανών να εξάγουν στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές κατά την άποψη των συμβατικών οικονομικών. Η ανταγωνιστικότητα ενός παραγωγικού συστήματος εξαρτάται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα και η αποτελεσματικότητα όλων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική πολιτική οικονομία (φορολογικό σύστημα, εταιρικό δίκαιο, εργασιακά δικαιώματα, πιστώσεις, δημόσια στήριξη κ.λπ.) Με τη σειρά του, το εν λόγω παραγωγικό σύστημα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις βιομηχανίες μεταποίησης που παράγουν βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή και την κατανάλωση (αν και η απουσία αυτών σημαίνει πραγματικά ότι δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα που να αξίζει το όνομα), αλλά περιλαμβάνει επίσης την παραγωγή τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, καθώς και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία του συστήματος (ιδίως τις μεταφορές και τις πιστώσεις).
Η έννοια της ανάδυσης, λοιπόν, συνεπάγεται μια πολιτική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, μια χώρα είναι αναδυόμενη μόνο στο βαθμό που οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση στοχεύουν στον στόχο της οικοδόμησης και ενίσχυσης μιας οικονομίας που είναι στραμμένη προς το εσωτερικό (ακόμη και αν είναι ανοικτή προς το εξωτερικό) και, κατά συνέπεια, ικανή να διεκδικήσει την εθνική οικονομική της κυριαρχία. Αυτός ο σύνθετος στόχος συνεπάγεται ότι η διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα, συνεπάγεται μια πολιτική που επιτρέπει σε μια χώρα να ενισχύσει την επισιτιστική της κυριαρχία καθώς και την κυριαρχία της στον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από το εξωτερικό της εθνικής της επικράτειας. Αυτοί οι πολλαπλοί και συμπληρωματικοί στόχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους μιας κομπραδόρικης κυβέρνησης που αρκείται στο να προσαρμόζει το εφαρμοζόμενο μοντέλο ανάπτυξης στις απαιτήσεις του κυρίαρχου “φιλελεύθερου-παγκοσμιοποιημένου” παγκόσμιου συστήματος και στις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.
Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πει τίποτα για τον προσανατολισμό της πολιτικής στρατηγικής που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο κράτος και μια συγκεκριμένη κοινωνία: Είναι καπιταλιστικό ή κινείται προς το σοσιαλισμό; Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη συζήτηση, διότι η επιλογή του προσανατολισμού μιας άρχουσας τάξης έχει σημαντικές θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιτυχία της ανάδυσης. Η σχέση μεταξύ των πολιτικών της ανάδυσης, από τη μια πλευρά, και των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις συνοδεύουν, από την άλλη, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική συνοχή των πρώτων, αλλά και από το βαθμό της συμπληρωματικότητάς τους (ή της σύγκρουσής τους) με τους δεύτερους. Οι κοινωνικοί αγώνες -ταξικοί αγώνες και πολιτικές συγκρούσεις- δεν προκύπτουν από την “προσαρμογή” στη λογική του σχεδίου ανάδυσης του κράτους- αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το τι κάνει το κράτος. Η τρέχουσα εμπειρία καταδεικνύει την ποικιλομορφία και τις διακυμάνσεις αυτών των σχέσεων. Η ανάδυση συνοδεύεται συχνά από επιδείνωση των ανισοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής φύση αυτών των ανισοτήτων πρέπει να διευκρινιστεί: Εμφανίζονται οι ανισότητες αυτές σε ένα πλαίσιο όπου μια μικρή μειοψηφία ή μια μεγαλύτερη (η μεσαία τάξη) επωφελείται από τις ασκούμενες πολιτικές, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται, ή σε ένα πλαίσιο όπου παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αυτής της πλειοψηφίας, έστω και αν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματός της είναι χαμηλότερος από εκείνον των δικαιούχων του συστήματος; Με άλλα λόγια, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορούν να συνδέουν την ανάδυση με την εξαθλίωση ή όχι. Η ανάδυση δεν είναι ένα καθεστώς που μια χώρα επιτυγχάνει μια για πάντα. Αποτελείται από διαδοχικά βήματα – τα προηγούμενα, αν είναι επιτυχή, θα προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα ή, αν δεν είναι επιτυχή, θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η σχέση μεταξύ της αναδυόμενης οικονομίας και της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται η ίδια σε συνεχή μετασχηματισμό και αποτελεί μέρος διαφορετικών συνολικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κοινωνική αλληλεγγύη στο έθνος ή να την αποδυναμώσουν. Συνεπώς, η ανάδυση δεν είναι συνώνυμη με την αύξηση των εξαγωγών και την αυξανόμενη ισχύ μιας χώρας που μετριέται με αυτόν τον τρόπο. Η αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που πρέπει να προσδιοριστεί (για την εργατική τάξη, τη μεσαία τάξη) και η πρώτη μπορεί να γίνει στήριγμα ή εμπόδιο για τη δεύτερη. Η αύξηση των εξαγωγών μπορεί έτσι να αποδυναμώσει ή να ενισχύσει τη σχετική αυτονομία της αναδυόμενης οικονομίας στις σχέσεις της με το παγκόσμιο σύστημα.
Η ανάδυση είναι ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο οικονομικό. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της βασίζεται συνεπώς στην εξέταση της ικανότητάς της να μειώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα συνεχίζουν την κυριαρχία τους, παρά τις οικονομικές επιτυχίες των αναδυόμενων χωρών που μετρώνται με τους όρους της συμβατικής οικονομίας. Από την πλευρά μου, έχω ορίσει αυτά τα μέσα με όρους ελέγχου από τις κυρίαρχες δυνάμεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, της πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, των μέσων πληροφόρησης και των όπλων μαζικής καταστροφής. Υποστηρίζω επίσης τη θέση ότι υπάρχει πράγματι ένας συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας που σκοπεύει να διατηρήσει, με κάθε μέσο, την προνομιακή της θέση στην κυριαρχία του κόσμου και να εμποδίσει κάθε αναδυόμενη χώρα να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Από αυτό συμπεραίνω ότι οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε σύγκρουση με τους στρατηγικούς στόχους της ιμπεριαλιστικής τριάδας και η έκταση της βίας σε αυτή τη σύγκρουση είναι ανάλογη με το βαθμό ριζοσπαστικότητας των προκλήσεων των αναδυόμενων χωρών προς τα προνόμια του κέντρου που απαριθμήθηκαν παραπάνω.
Τα οικονομικά της ανάδυσης δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη διεθνή πολιτική των εν λόγω χωρών. Ευθυγραμμίζονται με τον πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό της τριάδας; Αποδέχονται, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές που εφαρμόζει ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου; Ή επιχειρούν να τις αντιμετωπίσουν;
Ένα αυθεντικό σχέδιο ανάδυσης είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που περιλαμβάνει τη μονομερή υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αυτό που ονομάζω λούμπεν-ανάπτυξη. Δανείζομαι εδώ ελεύθερα τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Αντρέ Γκούντερ Φρανκ για να αναλύσει μια παρόμοια ανάπτυξη, αλλά σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές συνθήκες. Σήμερα, η λούμπεν-ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται με το μοντέλο “ανάπτυξης” (το οποίο δεν αξίζει το όνομα) που επιβάλλουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων στις κυριαρχούμενες κοινωνίες της περιφέρειας. Αντανακλάται στη δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων επιβίωσης (η λεγόμενη άτυπη σφαίρα), με άλλα λόγια, από την εξαθλίωση που είναι συνυφασμένη με τη μονομερή λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Μεταξύ των εμπειριών της ανάδυσης, ορισμένες αξίζουν πλήρως τον χαρακτηρισμό, επειδή δεν αποτελούν μέρος διαδικασιών λούμπεν-ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις καταστάσεις, η εξαθλίωση δεν πλήττει τις εργατικές τάξεις. Αντίθετα, παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, είτε μέτρια είτε ισχυρή. Δύο από αυτές τις εμπειρίες είναι σαφώς καπιταλιστικές: Νότια Κορέα και Ταϊβάν (δεν θα συζητήσω εδώ τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επιτυχία του εγχειρήματος της ανάδυσης σε αυτές τις δύο χώρες). Δύο άλλες κληρονομούν την κληρονομιά των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: Κίνα και Βιετνάμ. Η Κούβα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτή την ομάδα αν καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που υφίσταται σήμερα.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανάδυσης που συνδέονται με προφανείς διαδικασίες λούμπεν-ανάπτυξης. Η Ινδία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τμήματα της κατάστασης της χώρας αντιστοιχούν σε αυτό που απαιτεί και παράγει η ανάδυση. Υπάρχει μια κρατική πολιτική που στοχεύει στην ενίσχυση ενός ευμεγέθους βιομηχανικού συστήματος, υπάρχει μια συνοδευτική επέκταση της μεσαίας τάξης, υπάρχει πρόοδος στις τεχνολογικές δυνατότητες και στην εκπαίδευση, και υπάρχει μια εξωτερική πολιτική ικανή να αυτονομηθεί στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά υπάρχει επίσης επιταχυνόμενη φτωχοποίηση για τη μεγάλη πλειοψηφία -τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει την ανάδυση με τη λούμπεν-ανάπτυξη. Μπορούμε μάλιστα να αναδείξουμε τη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο όψεων της πραγματικότητας. Πιστεύω, χωρίς να θέλω να κάνω μια τεράστια γενίκευση, ότι όλες οι άλλες χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες ανήκουν σε αυτή την υβριδική οικογένεια, είτε πρόκειται για τη Βραζιλία, είτε για τη Νότια Αφρική, είτε για άλλες. Αλλά υπάρχουν επίσης -και αυτό ισχύει για τις περισσότερες άλλες χώρες του Νότου- καταστάσεις στις οποίες τα στοιχεία της ανάδυσης είναι ελάχιστα εμφανή, ενώ οι διαδικασίες της λούμπεν ανάπτυξης είναι σαφώς κυρίαρχες.
Η συμβολή του μαοϊσμού
Ο “εργατικός” και ευρωκεντρικός μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς μοιραζόταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνίες πρέπει πρώτα να περάσουν από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για το οποίο η αποικιοκρατία -από αυτή την άποψη “ιστορικά θετική”- φύτεψε τους σπόρους, πριν μπορέσουν να φιλοδοξούν να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η ιδέα ότι η “ανάπτυξη” ορισμένων (τα κυρίαρχα κέντρα) και η “υπανάπτυξη” άλλων (οι κυριαρχούμενες περιφέρειες) ήταν αδιαχώριστες, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο έμφυτα προϊόντα της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού, ήταν εντελώς ξένη προς αυτήν.
Η πόλωση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -ένα μείζον γεγονός με σημαντικές παγκόσμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις- απαιτεί μια προοπτική που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτή η πόλωση είναι η βάση για την πιθανή υποστήριξη μεγάλων τμημάτων των εργατικών τάξεων και, κυρίως, των μεσαίων τάξεων (των οποίων η ίδια η ανάπτυξη ευνοείται από τη θέση των κέντρων στο παγκόσμιο σύστημα) στις κυρίαρχες χώρες προς τον κοινωνικό-αποικιοκρατισμό. Ταυτόχρονα, μετατρέπει την περιφέρεια σε μια “ζώνη καταιγίδων” (όπως λέει η κινεζική έκφραση) σε μια μόνιμη φυσική εξέγερση ενάντια στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Βεβαίως, η εξέγερση δεν είναι συνώνυμη της επανάστασης, αλλά εγείρει τη δυνατότητα της τελευταίας. Τα κίνητρα για την απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου δεν λείπουν, ακόμη και στο κέντρο του συστήματος, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του 1968. Αναμφίβολα, η διατύπωση της πρόκλησης που επέλεξε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα κάποτε – “η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις”- είναι κατά συνέπεια πολύ ακραία για να είναι χρήσιμη. Μια παγκόσμια στρατηγική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό προς τον παγκόσμιο σοσιαλισμό πρέπει να συντονίζει τους αγώνες στα κέντρα με εκείνους στην περιφέρεια του συστήματος.
Αρχικά, ο Β. Ι. Λένιν αποστασιοποιήθηκε από την κυρίαρχη θεωρία της Δεύτερης Διεθνούς και οδήγησε με επιτυχία μια επανάσταση στον “αδύναμο κρίκο” (Ρωσία), αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι αυτό θα ακολουθούσε ένα κύμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Αυτή ήταν μια απογοητευμένη ελπίδα. Στη συνέχεια ο Λένιν κινήθηκε προς μια άποψη που έδινε μεγαλύτερη σημασία στη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστάσεις στην Ανατολή. Αλλά εναπόκειτο στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Μάο Τσετούνγκ να συστηματοποιήσουν αυτή τη νέα προοπτική.
Ο μαοϊσμός συνέβαλε αποφασιστικά σε μια συνολική αξιολόγηση των ζητημάτων και των προκλήσεων που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επέκταση. Μας επέτρεψε να θέσουμε στο κέντρο της ανάλυσης τα κέντρα/περιφέρειες σε αντίθεση με την επέκταση του εγγενώς ιμπεριαλιστικού και πολωτικού “πραγματικά υπάρχοντος” καπιταλισμού και να αντλήσουμε από την ανάλυση αυτή όλα τα συνεπαγόμενα διδάγματα για τον σοσιαλιστικό αγώνα τόσο στα κυρίαρχα κέντρα όσο και στις κυριαρχούμενες περιφέρειες. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνοψιστεί σε μια όμορφη έκφραση κινεζικού τύπου: “Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν επανάσταση”. Τα κράτη -οι κυρίαρχες τάξεις όλων των χωρών του κόσμου, όταν είναι κάτι άλλο από λακέδες και μεταφορείς εξωτερικών δυνάμεων- εργάζονται για να διευρύνουν το χώρο κίνησής τους που τους επιτρέπει να ελιχθούν μέσα στο (καπιταλιστικό) παγκόσμιο σύστημα και να αναδειχθούν από “παθητικοί” δρώντες, καταδικασμένοι να προσαρμόζονται μονομερώς στις κυρίαρχες απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού, σε “ενεργούς” δρώντες, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Τα έθνη -δηλαδή, ιστορικά μπλοκ δυνητικά προοδευτικών τάξεων- επιθυμούν την απελευθέρωση, συγκεκριμένα την “ανάπτυξη” και τον “εκσυγχρονισμό”. Οι λαοί -δηλαδή, οι κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες εργατικές τάξεις- επιδιώκουν το σοσιαλισμό. Η φράση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα και, ως εκ τούτου, να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές δράσης. Συμμερίζεται την άποψη ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον παγκόσμιο σοσιαλισμό θα είναι μακρά, πολύ μακρά μάλιστα, και, κατά συνέπεια, έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της Τρίτης Διεθνούς για τη “σύντομη μετάβαση”.
Οικολογία και μαρξισμός
Το οικολογικό ζήτημα τίθεται σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι το μέγεθος των οικολογικών καταστροφών είναι πλέον σαφώς ορατό. Ωστόσο, αυτές οι συζητήσεις σπάνια ξεπερνούν τη σύγχυση. Μόνο μια μειοψηφία κινημάτων κατανοεί ότι η απάντηση στην πρόκληση απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι κατεστημένες δυνάμεις κατάλαβαν γρήγορα τον κίνδυνο και κατέβαλαν μεγάλες, δήθεν επιστημονικές, προσπάθειες -που στην πραγματικότητα είναι καθαρά ιδεολογική προπαγάνδα- για να αποδείξουν ότι ένας πράσινος καπιταλισμός είναι εφικτός. Μίλησα γι’ αυτό στις αναλύσεις μου για τα ζητήματα της “βιώσιμης” ανάπτυξης.3 Επίσης, αντίθετα, υποστήριξα ότι τα έργα των Mathis Wackernagel και William Rees, στα οποία αναφέρθηκα, καταδεικνύουν τη δυνατότητα υπολογισμού (τονίζω τη λέξη υπολογισμός, δηλαδή ποσοτικοποιημένο μέτρο) των αξιών χρήσης, υπό την προϋπόθεση της αποδέσμευσης από τον καπιταλισμό. Το βιβλίο του François Houtart (2010) αναλύει την απάτη του “πράσινου καπιταλισμού”. Ο John Bellamy Foster (2000) έχει δώσει μια αριστουργηματική ανάλυση του Μαρξ ως οικολόγου.4 Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τους αναγνώστες να γνωρίζουν ποια είναι η άποψή μου σε αυτά τα ζητήματα, την οποία έχω υποστηρίξει ακούραστα σε πολλές συζητήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο μου Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας (2010).
Η άποψη των κυρίαρχων ρευμάτων του περιβαλλοντισμού, ιδίως της φονταμενταλιστικής ποικιλίας, δεν είναι ασφαλώς αυτή του μαρξισμού, αν και αμφότεροι δικαίως καταγγέλλουν τις καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”.
Ο περιβαλλοντισμός αποδίδει αυτές τις καταστροφικές συνέπειες στην ευρωκεντρική και προμηθεϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τη “νεωτερικότητα”, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος της φύσης, αλλά ισχυρίζεται ότι υποτάσσει την τελευταία στην ικανοποίηση των αναγκών του. Η θέση αυτή συνεπάγεται μια μοιραία κουλτουραλιστική συνέπεια. Εμπνέει την έκκληση να ακολουθήσουμε μια άλλη φιλοσοφία που τονίζει την υπαγωγή του ανθρώπου στη φύση, τη “μητέρα” του. Με αυτό το σκεπτικό, υποτιθέμενες εναλλακτικές και καλύτερες φιλοσοφίες, όπως αυτή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Ινδουισμού, εξυμνούνται σε αντιπαράθεση με τη λεγόμενη δυτική φιλοσοφία. Πρόκειται για έναν κακώς μελετημένο έπαινο, ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι η ινδουιστική κοινωνία δεν διέφερε (και δεν διαφέρει) από τις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, ούτε όσον αφορά τη χρήση βίας (η ινδουιστική κοινωνία κάθε άλλο παρά μη βίαιη είναι, όπως ισχυρίζεται ότι είναι) ούτε την υποταγή της φύσης στην εκμετάλλευση.
Ο Μαρξ αναπτύσσει την ανάλυσή του σε ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος. Αποδίδει τον καταστροφικό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη λογική της ορθολογικότητας του καπιταλισμού, η οποία διέπεται αποκλειστικά από την επιδίωξη του άμεσου κέρδους (βραχυπρόθεσμη κερδοφορία). Το αποδεικνύει αυτό και βγάζει τα ρητά συμπεράσματα στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.
Αυτές οι δύο μέθοδοι ερμηνείας της ιστορίας και της πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κρίσεις σχετικά με το “τι πρέπει να γίνει” για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση – οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”. Οι περιβαλλοντολόγοι οδηγούνται στην “καταδίκη της προόδου” και έτσι ενώνονται με τους μεταμοντέρνους στην αρνητική θεώρηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η καταδίκη οδηγεί, με τη σειρά της, σε μια μέθοδο οραματισμού για το πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, η οποία δεν είναι, τουλάχιστον, πολύ ρεαλιστική. Έτσι, γίνονται προβλέψεις κατά τις οποίες ένας συγκεκριμένος φυσικός πόρος θα εξαντληθεί (τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα), και στη συνέχεια η εγκυρότητα αυτών των -θανατηφόρα κινδυνολογικών- συμπερασμάτων γενικεύεται με τον ισχυρισμό ότι οι πόροι του πλανήτη δεν είναι άπειροι, ο οποίος είναι ασφαλώς σωστός κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα ως προς το τι μπορεί να συναχθεί από αυτόν. Ως εκ τούτου, αγνοούνται πιθανές μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν ένα συγκεκριμένο κινδυνολογικό συμπέρασμα. Φυσικά, το μακρινό μέλλον παραμένει άγνωστο και ποτέ δεν θα υπάρξει καμία εγγύηση ότι η “πρόοδος” θα καθιστά πάντα δυνατή την εξεύρεση λύσεων σε άγνωστες μελλοντικές προκλήσεις. Η επιστήμη δεν υποκαθιστά την πίστη στην αιωνιότητα (θρησκευτική ή φιλοσοφική). Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της συζήτησης στη φύση των προκλήσεων και στους τρόπους αντιμετώπισής τους δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.
Αντίθετα, τοποθετώντας τη συζήτηση στο έδαφος που καθάρισε ο Μαρξ -την ανάλυση του καπιταλισμού- είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στην ανάλυση των προκλήσεων. Ναι, θα υπάρξουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις στο μέλλον, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν τεχνολογίες για τον έλεγχο του πλούτου της φύσης. Αλλά αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς φόβο αντιφάσεων είναι ότι όσο η λογική του καπιταλισμού αναγκάζει την κοινωνία να ασκεί τις επιλογές της με βάση τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία (που συνεπάγεται η αξιοποίηση του κεφαλαίου), οι τεχνολογίες που θα εφαρμοστούν για την εκμετάλλευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων θα επιλέγονται μόνο αν είναι κερδοφόρες βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, αυτό συνεπάγεται ότι οι τεχνολογίες αυτές θα ενέχουν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σχεδιάσει έναν τρόπο διαχείρισης της κοινωνίας που θα βασίζεται στην ιεράρχηση των αξιών χρήσης αντί των αξιών ανταλλαγής που συνδέονται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Λέω “καλύτερη διαχείριση” και όχι “τέλεια διαχείριση”. Η τελευταία συνεπάγεται την εξάλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση. Η πρώιμη κριτική του ευρωκεντρισμού που προώθησα (η οποία συνεχίζεται στη δεύτερη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου μου Ευρωκεντρισμός) συνεχίζει το έργο που ξεκίνησε ο Μαρξ ως αντίλογος στον πολιτιστικιστικό, μεταμοντέρνο και υποτίθεται περιβαλλοντικό λόγο5.
Η επιλογή των οικολόγων να συζητούν αυτά τα ζητήματα σε ένα λανθασμένο θεωρητικό πλαίσιο τους παγιδεύει, όχι μόνο σε θεωρητικά, αλλά κυρίως σε πολιτικά αδιέξοδα. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου να χειραγωγούν όλες τις πολιτικές προτάσεις που προκύπτουν από αυτήν. Είναι γνωστό ότι η κινδυνολογία επιτρέπει στις κοινωνίες της ιμπεριαλιστικής τριάδας να διατηρήσουν το προνόμιο της αποκλειστικής πρόσβασης στους πόρους του πλανήτη και να εμποδίσουν τους λαούς της περιφέρειας να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ανάπτυξής τους – είτε για καλό είτε για κακό. Είναι αναποτελεσματικό να απαντά κανείς στις “αντιασφαλιστικές” απόψεις με την επισήμανση του (αδιαμφισβήτητου) γεγονότος ότι οι ίδιες είναι απλά κατασκευάσματα των λόμπι (για παράδειγμα, του λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας). Ο κόσμος του κεφαλαίου λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο: τα λόμπι που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου έρχονται αενάως αντιμέτωπα μεταξύ τους και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Τα λόμπι υπέρ των ενεργοβόρων επιλογών αντιμάχονται τώρα τα λόμπι υπέρ του “πράσινου” καπιταλισμού. Οι οικολόγοι θα μπορέσουν να βγουν από αυτόν τον λαβύρινθο μόνο αν καταλάβουν ότι πρέπει να γίνουν μαρξιστές.
Σημειώσεις
- Βλέπε Samir Amin, “Révolution ou Decadence? La Crise du Système Impérialiste Contemporain et Celle de l’Empire Romain,” Review: Fernand Braudel Center 4, αριθ. 1 (1980): 155-67.
- Βλέπε Samir Amin, Ending Capitalism or Ending the Crisis of Capitalism?, trans. Victoria Bawtree (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Pambazuka, 2011).
- Samir Amin, Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας, μτφρ. Brian Pearce και Shane Mage (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2010), 135-44.
- Βλέπε Mathis Wackernagel και William Rees, Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth (Gabriola Island, Canada: New Society, 1996)- François Houtart, Agrofuels: Big Profits, Ruined Lives and Ecological Destruction, trans. Victoria Bawtree (Νέα Υόρκη: Pluto, 2010)- John Bellamy Foster, Marx’s Ecology: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2000).
- Samir Amin, Eurocentrism, 2η έκδοση, μτφρ. Russell Moore και James Membrez (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009).
Πηγή: Monthly Review