Ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Όταν μοιάζεις πολύ με τον αντίπαλό σου, αλλά θέλεις οπωσδήποτε να ξεχωρίσεις, οξύνεις ανούσιες και δευτερεύουσες διαφορές. Αυτή είναι με δυο λόγια η πολιτική κατάσταση την τελευταία περίοδο και ειδικά ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πόλωση, όξυνση, υψηλοί τόνοι, ακραίοι χαρακτηρισμοί, έντονα διλήμματα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα διλήμματα όμως δεν μπορούν να κρύψουν τις μεγάλες ομοιότητες στην πολιτική τους.

  1. Τα δύο κόμματα μοιράζονται παρόμοια διαδρομή προς την εξουσία. Όπως ο Σαμαράς ήρθε στην εξουσία με τις υποσχέσεις του Ζαππείου και την «επαναδιαπραγμάτευση με σκοπό την έξοδο από τα μνημόνια», έτσι και ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το «σκίσιμο σε μια μέρα των μνημονίων». Και ο ένας και ο άλλος, ως πρωθυπουργοί, άσκησαν την πολιτική που κατήγγειλαν ως αντιπολιτευόμενοι δικαιώνοντας με την πολιτική τους τους εκάστοτε προηγούμενους, ακολουθώντας τους «μονόδρομους» που επέβαλαν οι δανειστές και κατακρεουργώντας την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Αυτή η απλή, βασική αλήθεια κρύβεται και διαστρεβλώνεται από όσους ανακαλύπτουν «αξεπέραστες διαφορές» ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα.
  2. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις φραστικές τεχνητές οξύνσεις, ακολουθούν την ίδια -στον πυρήνα της- πολιτική. Από εκεί που οι άνθρωποι ήταν “πάνω από τα κέρδη” στον προκυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, μέτρο και κριτήριο πάντων είναι η αγορά. Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η αγορά είναι η θεά του, δεν κρύβει το γεγονός ότι και ο Τσίπρας λογοδοτεί (και υπηρετεί) τις αγορές. Εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, ξεπούλησε λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, ενέργεια και φυσικό πλούτο, υποθήκευσε τα πάντα στο Υπερταμείο, γιατί έτσι διέταξαν οι δανειστές και επιβάλει η αγορά. Γερμανοί, Κινέζοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι αγοράζουν μισοτιμής μια χώρα με υποτιμημένες αξίες και ο Τσίπρας είναι ο εκποιητής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην δηλώνει λάτρης της ελεύθερης αγοράς, αλλά εφαρμόζει πιστά, άκαμπτα και σκληρά όλα τα δόγματά της. Από τα ματωμένα κοινωνικά πλεονάσματα που προϋποθέτουν κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέχρι τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και τον περιορισμό του δημόσιου. Σε μια αποστροφή του ο Μητσοτάκης αναγνώρισε την αλήθεια: «Εμείς θα κάνουμε (τα ίδια) γιατί τα πιστεύουμε. Εσείς τα κάνετε αλλά δεν τα πιστεύετε». Τι νόημα όμως έχει η διαφορά στη θεωρία όταν η πράξη είναι παρόμοια;
  3. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πρόσωπα και κόμματα χρήσιμα και αγαπητά από τους υπερατλαντικούς προστάτες και τους ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Για τέσσερα χρόνια μάλιστα, ο Τσίπρας συγκέντρωσε ρητά και κατηγορηματικά την εύνοια των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε αντάλλαγμα και της αφοσίωσής του, αλλά και του μεγέθους της κωλοτούμπας και της μακράς διαδρομής που διένυσε για να γίνει ο «ευνοούμενος» των ισχυρών, έλαβε μικρά «δωράκια», όπως η αναβολή της περικοπής των συντάξεων, που όμως δεν αλλάζουν ούτε το πλαίσιο ούτε το πρόσημο της ασκούμενης πολιτικής. Ο Τσίπρας, για τις αγορές, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ήταν περισσότερο χρήσιμος και προτιμητέος από τον Μητσοτάκη. Όχι απλά υπάκουος και πειθήνιος («προσόντα» που διακρίνουν και με το παραπάνω τον αρχηγό της ΝΔ), αλλά και ικανός να κρατά τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ύπνωση. Η διακυβέρνηση Τσίπρα συνιστά μια ζωντανή υπενθύμιση στο λαό ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το μονόδρομο που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πριμοδοτούν ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ. Αυτός είναι ο λόγος που οι προσβλητικές δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του κατά τους πρώτους μήνες του 2015, μετατράπηκαν σήμερα σε ύμνους και διθυράμβους. Βεβαίως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι αγορές δεν έχουν σε τίποτα να ανησυχούν από τη διαφαινόμενη έλευση Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι θα είναι και ο Μητσοτάκης δεδομένος στις πολιτικές λιτότητας για την εξυπηρέτηση του χρέους. Γνωρίζουν ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις και των δύο περί μείωσης των φόρων και εισφορών ύψους 5 δισ, θα τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό τον έλεγχο των δανειστών, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν.
  4. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, από τη μία ισχυρίζονται ότι ξεπεράστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, από την άλλη όμως πλειοδοτούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Ο Τσίπρας, μετά το διαζύγιο με τον Καμμένο, υιοθέτησε την αντιδεξιά γραμμή σερβίροντας την ξαναζεσταμένη από τη δεκαετία του ’80 σούπα της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενώ τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ συχνά καταφεύγουν σε αντιαριστερή, αντικομμουνιστική, αντιδραστική ρητορική. Οι εκατέρωθεν ρητορείες -με βουτιές στο παρελθόν- κρύβουν την αλήθεια της -σημερινής- πολιτικής σύγκλισης των δύο κομμάτων. Επιχειρούν να κουκουλώσουν το γεγονός ότι η Αριστερά από τη Δεξιά χωρίζονται με ανυπέρβλητο χάσμα, όχι γιατί βρίζονται μεταξύ τους, αλλά γιατί εκφράζουν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. Το τελευταίο δεν ισχύει στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζουν, σε τελική ανάλυση, είναι ίδια. Μετά τις εκλογές δε, ομνύουν κάλπικα και οι δύο στην υπεράσπιση των στρωμάτων που τσάκισαν από κοινού με τις μνημονιακές τους πολιτικές, των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων». Η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε ως “κυβέρνηση της Αριστεράς” όλη την πολιτική της Δεξιάς. Αλλά όχι μόνο. Πρότεινε τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με τον Καμμένο. Ενσωμάτωσε ως κυβερνητικά στελέχη πολλούς παράγοντες, πολιτευτές, βουλευτές, πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Ο Τσίπρας παρέδωσε την έννοια της Αριστεράς στη χλεύη και στον περίγελο της Δεξιάς. Όμως, η Αριστερά όπως άλλωστε και η Δεξιά δεν είναι «ιδιοκτησία» κομμάτων ή προσώπων. Είναι οι πολιτικές εκφράσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, ανταγωνιστικών προτάσεων, αντίπαλων ιδεολογιών. Ο Τσίπρας κατάφερε να σβήσει τις διαφορές Δεξιάς – Αριστεράς, τόσο με την πολιτική του, όσο και με τις μεταγραφές στελεχών της ΝΔ. Αυτό που πραγματικά πέτυχε είναι να καταγράψει τον εαυτό του και το κόμμα του στο στρατόπεδο της Δεξιάς.
  5. Ακόμα και το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο της Δεξιάς, που ήταν η ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ, έγινε πλέον προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα αναγνωρίζεται ανοιχτά ως η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης που με προοδευτικό και «αντιεθνικιστικό» πρόσημο προωθεί όλα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έλυσε το Μακεδονικό με εντολή των Αμερικάνων για να επιταχυνθεί η επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Εντάχθηκε στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Στήριξε τη σιωνιστική κατοχή στην Παλαιστίνη και το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Συμμαχεί με κάθε αντιδραστικό καθεστώς στον αραβικό κόσμο, αρκεί να αποτελεί ενεργούμενο των ΗΠΑ. Μετατρέπει τη χώρα σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, στον βασικό πληρεξούσιο της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Σήμερα, οι εκατέρωθεν κινήσεις στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, βάζουν και την Ελλάδα και την Κύπρο στην Προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολυεθνικών, καταργώντας κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας. Το «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου στον Βαν Φλητ, αντικαταστάθηκε από το «πρέσβη μου ιδού η χώρα σας» του Τσίπρα στον Πάιατ. Όμως, παρά τις ασχήμιες του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά ήταν, είναι και θα παραμείνει εκείνη η πολιτική και κοινωνική δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στους λαούς, παλεύει για να μην έχουν οι χώρες προστάτες και αγωνίζεται ενάντια στους φονιάδες των λαών και στις πολεμικές τους μηχανές.
  6. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση το σύνολο των μνημονίων που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως και τον μνημονιακό γύψο που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη για τις επόμενες δεκαετίες. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τροφοδοτούν την αποπληρωμή των δανείων, υψηλή φορολογία στα φυσικά πρόσωπα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μείωση των συντάξεων, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, ελάφρυνση επιχειρήσεων, διευκόλυνση «επενδύσεων», επιδότηση εργοδοτικών εισφορών. Και αν δημοσιονομικά ή στην διεθνή οικονομία πάει κάτι στραβά τα επόμενα 40 χρόνια, η πολιτική ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ και το υπερταμείο υπενθυμίζουν ότι οι δανειστές θα είναι οι μόνοι που θα ωφεληθούν σε βάρος του λαού και της χώρας, με υπογραφή και του Τσίπρα και του Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο μεταμνημονιακός γύψος που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το πρόγραμμα όχι απλά δεν αμφισβητείται, αλλά είναι αποδεκτό με ενθουσιασμό από τη ΝΔ.
  7. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του αντιδραστικού κράτους στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν συγκρούεται με την εκκλησία και τη χρόνια προστασία που της παρέχει το κράτος, τόσο για την σκοταδιστική προπαγάνδα της (Θρησκευτικά στο σχολείο), όσο και για τη σκανδαλώδη επιχειρηματική της δράση. Κανείς τους δε συγκρούεται με την “ανεξάρτητη” δικαιοσύνη που βάζει καθαρίστριες στη φυλακή για 10 χρόνια, αλλά για απάτες με πολλαπλάσια ζημιά για το δημόσιο ή εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα με δράστες επιχειρηματίες ή πολιτικούς, η ποινή είναι πάντα “με αναστολή”. Κανείς τους δεν ακουμπάει το βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της αστυνομίας ως σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων και φυτώριο ακροδεξιών πρακτικών και φωνών με θύματα πάντα τους νεολαίους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, κάθε καταπιεσμένο. Στο μεταναστευτικό, στα πλαίσια της υποταγής του Τσίπρα στις απαιτήσεις Μέρκελ, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε όχι μία αλλά πολλές «Αμυγδαλέζες», στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της (όλο και μειούμενης) διαφοράς με τη ΝΔ στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, στην ουσία επιβεβαιώνει τη βαθιά τους συμφωνία στο χτύπημα των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  8. Η ουσία είναι ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν και γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και παρά τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί ελίτ, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, ο βαθύς πυρήνας της μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει θιγεί ούτε επί ΝΔ, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα έχει αυξήσει τα κέρδη της. Οι καταγγελίες, οι κριτικές, η αντιπαράθεση, οι οξείς τόνοι ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αφορούν αποκλειστικά δευτερεύοντα στοιχεία, τους ρυθμούς, το περιτύλιγμα, το πλασάρισμα, αλλά όχι τον πυρήνα της κοινής μεταμνημονιακής πολιτικής. Συχνά μάλιστα αφορούν όχι απλά δευτερεύοντα ζητήματα της πολιτικής, αλλά αποπροσανατολιστικό κουρνιαχτό για το ποιος είναι πιο έντιμος, καθαρός, αμόλυντος ή ικανός να ασκήσει την ίδια πολιτική, στο ίδιο πλαίσιο. Η λιτότητα, η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν κοινός τόπος και των μεν και των δε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μια ήπια εφαρμογή, η ΝΔ εξαγγέλλει μια άγρια εφαρμογή. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχιζε να παρουσιάσει ως μέτρα κοινωνικής προστασίας τις μικροπαραχωρήσεις που επιτρέπουν οι δανειστές ως αντίδωρο για τον όγκο του έργου που έχει εκτελέσει. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποδείξει τη διαφορετικότητά του από τη ΝΔ. Στην πραγματικότητα όμως η αντιλαϊκή τομή από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει τέτοιο μέγεθος που τα νεοφιλελεύθερης κοπής επιδόματα κοινωνικής προστασίας και η πολιτική των φιλοδωρημάτων μοιάζουν με ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο. Τώρα και οι δύο αναφέρονται στη «μεσαία τάξη» και στη μείωση φόρων και εισφορών, γιατί ποντάρουν να συσπειρώσουν αυτά τα στρώματα για τις εκλογές της 7ης Ιούλη. Ο Τσίπρας ακύρωσε -υποτίθεται- τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά μετά το τράβηγμα του αυτιού από τους δανειστές, τα επιτελεία Τσίπρα-Μητσοτάκη ήδη μηχανεύονται νέους φορολογικούς συντελεστές, για να συνεχιστεί η αφαίμαξη της κοινωνίας προς όφελος των δανειστών.
  9. Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ακόμα πιο επιθετικός και άγριος απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία, καθώς αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού προσωπικού, λειτουργώντας στα λαϊκά στρώματα ως φόβητρο για τα «χειρότερα». Αυτή η εικόνα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται ως διαφορετικός από τη ΝΔ, βολεύει και τη ΝΔ γιατί κερδίζει την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Όμως εν πολλοίς η εικόνα αυτή είναι επικοινωνιακή. Πολλά από αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν τα έκανε η ΝΔ, πολλοί θα ανατρίχιαζαν: Η θέσπιση του υπερταμείου για 99 χρόνια. Η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για τιμή λιγότερο των 100 €/τμ. Ο νόμος Κατρούγκαλου που μειώνει τις συντάξεις έως και 30% στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Η αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67. Οι χιλιάδες πλειστηριασμοί –μερικές εκατοντάδες από αυτούς σε πρώτη κατοικία– από τράπεζες και κεδροσκοπικά funds. Η νομοθέτηση του διαχωρισμού της ΔΕΗ με σκοπό την μελλοντική ιδιωτικοποίηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν όλων των υποδομών της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα). Η μείωση του αφορολόγητου και οι 17 νέοι φόροι λεηλασίας του λαϊκού εισοδήματος. Το χτύπημα των απεργιών για τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ο περιορισμός της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο. Η νομοθέτηση του μητρώου εργοδοτών που επιτρέπει στους εργοδότες να εκβιάζουν με επιχειρησιακές συμβάσεις, πολλές από αυτές 7 ημερών για τις οποίες φωνασκεί υποκριτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μη τήρηση του μνημονιακού 5 αποχωρήσεις – 1 πρόσληψη ούτε καν στο χώρο της υγείας και της παιδείας. Η θεσμοθέτηση νέου συστήματος διορισμού στην παιδεία βασισμένο στη νεοφιλελεύθερη λογική των «ατομικών προσόντων». Η μετατροπή της Γ’ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος, με απόσυρση των μαθημάτων γενικής παιδείας αλλά διατήρηση των θρησκευτικών. Το άνοιγμα δεκάδων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών τύπου Μόριας. Η μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τα δωράκια προς Μελισανίδη, Σαββίδη, COSCO, Νιάρχο μέσω κυρίως χρηματοδοτικών εργαλείων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική, όπου η χώρα γίνεται πρακτορείο των ΗΠΑ, ξεπερνώντας στην υποταγή στις ΗΠΑ ακόμα και τον Γ. Παπανδρέου, τον Σημίτη και τον πατέρα Μητσοτάκη. Αν όλα αυτά τα έφερνε η ΝΔ θα χαρακτηρίζονταν ακραία δεξιά, αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα τι είναι; Γνωρίζουμε ότι η ΝΔ θα φέρει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Όμως το έδαφος είναι στρωμένο. Εν πολλοίς και ήδη νομοθετημένο από τον «αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Αρκούν οι διαφορές στους ρυθμούς και στο περιτύλιγμα της κοινής τους πολιτικής για να προτιμήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ; Με όλο το σεβασμό στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να γλυτώσει δέκα, είκοσι, τριάντα ευρώ το μήνα, ή να «αποτρέψει τα χειρότερα», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λογική του μικρότερου κακού ανοίγει πάντα και διάπλατα το δρόμο σε ολόκληρο το κακό. Επί δεκαετίες το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που ο λαός επέλεγε το «λιγότερο χειρότερο» ερχόταν το ακόμα χειρότερο. Και βήμα το βήμα, κάθε φορά που επιλέγαμε την ήπια και όχι την άγρια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε όλο και περισσότερο αίμα από την εργαζόμενη κοινωνία. Επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ακόμα πιο άγρια ΝΔ, ακόμα πιο κυνικό ΣΥΡΙΖΑ και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Όσο εμπεδώνεται ότι η «αριστερά» είναι «μία από τα ίδια» και υπηρετεί τους «μονόδρομους» του συστήματος, τόσο ένας κόσμος που αναζητά «αντισυστημικές» λύσεις θα στρέφεται στην ακροδεξιά.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ.

Οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν διαφορές. Είναι όμως όμοιοι και η βασική τους πολιτική είναι ταυτόσημη.

Οι διαφορές όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης και ύπαρξης μιας αντισυστημικής αριστερής πολιτικής και προγράμματος για την έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των πλουσίων. Το ότι αυτή η δύναμη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, δεν σημαίνει υποχώρηση από αυτό το καθήκον. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει την ενίσχυση του δηλητηρίου «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν σημαίνει την κουτοπονηριά ότι «αφού δεν υπάρχει στον εφικτό ορίζοντα η ανατροπή, ας επιλέξουμε το μικρότερο κακό». Η αναστροφή της καταστροφής των τελευταίων ετών, η ανάταξη της κοινωνίας, η ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας, απαιτεί να ηττηθούν και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Γνωρίζουμε καλά ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν υπάρχει καμιά εκλογική πρόταση που να αποτελεί μια θετική διέξοδο. Με συντριπτική ευθύνη της υπαρκτής Αριστεράς δεν διαμορφώθηκε καμιά προοπτική για την αντίσταση του λαού στη λαίλαπα της επόμενης μέρας. Δεν συγκροτήθηκε πολιτική δύναμη που θα μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.

Στο καθήκον της επανίδρυσης, της ανασύνθεσης, της κατεδάφισης και επανοικοδόμησης της Αριστεράς στη χώρα μας, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη, με βασικό, αλλά επίπονο και μακροχρόνιο καθήκον την αντιστροφή αυτής της κατάστασης προς όφελος του λαού και της χώρας.

Η χώρα που κυνηγάει την ουρά της

Η προεκλογική περίοδος για τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου ξεκίνησε κι επίσημα. Τη Δευτέρα, ο Πρωθυπουργός πήγε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον ενημέρωσε για την απόφασή του να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, ενώ την Τρίτη, θυροκολλήθηκε το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής. Η αντιπαράθεση θα είναι, όπως λένε τα κλισέ, έντονη, το κλίμα μόνιμα πολωμένο, αλλά ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας απουσιάζει. Η πολιτική στη χώρα μοιάζει να κάνει κύκλους, γύρω από τον εαυτό της, γαβγίζοντας και γρυλίζοντας, προσπαθώντας να πιάσει την ουρά της. Προφανώς, μάταια.

Πρώτα από όλα, βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου από το τραπέζι της αντιπαράθεσης των δύο μεγάλων κομμάτων απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ο βασικός παίκτης: Η τρόικα. ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία παρουσιάζουν τα προγράμματά τους, μοιράζουν υποσχέσεις, δεσμεύσεις και συγκρούονται καθημερινά. «Που θα βρείτε τα λέφτα;» ρωτάει κλασικά η κυβέρνηση, «παροχολογία» καταγγέλλει ως είθισται η αντιπολίτευση. Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σαρξ εκ της σαρκός της τρόικας, αναφέρει στην έκθεση της για την τρίτη «μεταμνημονιακή» αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας:

«Οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν μια σειρά πρόσθετων επεκτατικών φορολογικών μέτρων για το 2020 το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και εισαγωγή σειράς απαλλαγών σε φορολογικές δαπάνες ή επιδοτήσεις. Οι αρχές έχουν παράσχει μόνο μια μερική εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων αυτών, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, αυτές οι ανακοινώσεις παραμένουν δηλώσεις μελλοντικής πολιτικής πρόθεσης και η εκτίμηση της ποιότητας των μέτρων και των επιπτώσεών τους στην η επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν υποβληθούν πραγματικά λεπτομερείς προτάσεις.»

Την ίδια στιγμή λοιπόν που τα δύο μεγάλα κόμματα επιχειρηματολογούν παθιασμένα για τα προεκλογικά τους προγράμματα, η Κομισιόν βάζει, διακριτικά αλλά ξεκάθαρα, τα πράγματα στη θέση τους. Οι υποτιθέμενες προεκλογικές «δεσμεύσεις» είναι απλά προτάσεις και γίνονται πολιτικές μόνο αφού κατατεθούν στην τρόικα και εγκριθούν από τους δανειστές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται σε μια σειρά από προηγούμενα μνημονιακά κείμενα και εκθέσεις για την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που πανηγύριζε για την «έξοδο από τα μνημόνια», υπέγραψε μια σειρά από δεσμεύσεις στην τρόικα. Συμφώνησε και δεσμεύεται να διατηρήσει τα τεράστια πλεονάσματα λιτότητας, ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και λίγο πάνω από 2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060. Συμφώνησε ότι οποιοδήποτε μέτρο θα πρέπει να έχει την έγκριση των δανειστών και δεν θα προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες (τα προεκλογικά μέτρα ελάφρυνσης παραβίασαν αυτήν τη δέσμευση αλλά ο λογαριασμός θα έρθει το φθινόπωρο). Συμφώνησε επίσης ότι δεν θα καταργήσει τις «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων τριών μνημονίων, υποχώρηση που τονίζεται από την Επιτροπή στο θέμα της μείωσης του ΦΠΑ, της «13ης σύνταξης» και της αύξησης των συντάξεων χηρείας.

Φυσικά όλες αυτές οι «λεπτομέρειες» δεν έχουν καμία σημασία εν μέσω του προεκλογικού πυρετού. Ο Αλέξης Τσίπρας για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, το πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν καθορίζεται από την τρόικα». Αυτό είναι καταφανές ψέμα. Το επιχείρημα επίσης ότι οι δανειστές «αποθρασύνθηκαν» επειδή κέρδισε η ΝΔ τις εκλογές και «έρχεται ο Μητσοτάκης» είναι από παιδαριώδες έως συνωμοσιολογικό. Αφενός, τα καμπανάκια της τρόικας για κίνδυνο στα δημοσιονομικά υπάρχουν και πριν τις εκλογές (απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οπαδοί του δεν έδιναν σημασία). Αφετέρου, είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επέτρεψαν στον Τσίπρα να μην κόψει τις συντάξεις και έδιναν, ξανά και ξανά, συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Τότε, δεν υπήρχαν «ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι των δανειστών»;

Οι δανειστές θέλουν πάντα, από κάθε κυβέρνηση, συγκεκριμένα πράγματα: Να υπογράφει ό,τι της ζητούν, να πληρώνει στην ώρα της τα δάνειά της, να τηρεί τις δεσμεύσεις τη και να κλωτσούν το τενεκεδάκι της ελληνικής κρίσης λίγο παρακάτω, χωρίς βιώσιμη λύση. Συνεχίζουν επίσης και θα συνεχίσουν να έχουν λόγο σε οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο της ελληνικής κυβέρνησης. Στην καλύτερη περίπτωση, αν ο στόχος του πλεονάσματος επιτυγχάνεται και υπάρχει υπερπλεόνασμα και «εάν οι δανειστές κρίνουν ότι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι επαρκής», η τρόικα δίνει ένα τυπικό «οκ» στην Ελλάδα για να το μοιράσει όπως θέλει (όπως συνέβη με την απόφαση για μη περικοπή των συντάξεων).

Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ΝΔ υπόσχονται πρακτικά ότι και θα εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και δεν θα χρειαστεί να πάρουν μέτρα λιτότητας. Το επιχείρημα είναι ότι οι δανειστές θα τους αγαπάνε περισσότερο γιατί είναι πιο «μεταρρυθμιστές» και «αξιόπιστοι». Φυσικά, όλα αυτά θα αποδειχθεί μετεκλογικά ότι δεν γίνονται. Είτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα υποχρεωθεί να πάρει μέτρα, αποδίδοντάς τα στην «καμένη γη» Τσίπρα, είτε θα ακολουθήσει την πρόταση του Γιάννη Στουρνάρα, για ένα ακόμα «μνημόνιο plus» με περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» και ιδιωτικοποιήσεις και αντάλλαγμα μείωση των πλεονασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί καλόπιστοι δεξιοί ή φιλελεύθεροι θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί τις «αυταπάτες» τους…

«Καμμένη γη» εναντίον «αν είχε περάσει το πρόγραμμα Τσακαλώτου»

Παράλληλα, η κατάσταση στην «εποχή μετά το μνημόνιο» θυμίζει σε σημαντικό βαθμό το τελευταίο εξάμηνο της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. Τότε, η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μολονότι δεν είχε κλείσει την αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, υποστήριζε ότι «σκίζει τα μνημόνια, μέρα μέρα, σελίδα σελίδα», μοίρασε για πρώτη φορά το υπερπλεόνασμα ως «κοινωνικό μέρισμα» και μείωσε για πρώτη φορά τον ΦΠΑ στην εστίαση. Την ίδια στιγμή βέβαια, ήταν γνωστό ότι μια σειρά από προαπαιτούμενα είχαν μείνει πίσω, ενώ οι δανειστές είχαν πετάξει στο καλάθι των αχρήστων το περίφημο «mail Χαρδούβελη» με μέτρα 1 δισ. ζητώντας πολλαπλάσια. Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει ακόμα και σήμερα τη Νέα Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι το 2014 βγαίναμε από την κρίση, αλλά πήγαμε πίσω λόγω της καταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ.

Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Τηρουμένων των αναλογιών (άλλα πλεονάσματα, άλλος τύπος μνημονίου, άλλοι πρωταγωνιστές, άλλη ιδεολογία της αντιπολίτευσης για την «έξοδο») ισχύουν και σήμερα. Σήμερα, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι έσκισε τα μνημόνια, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που αγνοώντας το τι λένε οι δανειστές παρουσιάζει ένα μη εφαρμόσιμο πρόγραμμα, έχουμε ξανά μία κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι ο μεγάλος της αντίπαλος θα οδηγήσει τη χώρα πίσω στην εποχή των μνημονίων «πάνω που βγήκαμε στο ξέφωτο».

Σήμερα, η έκθεση της Κομισιόν, μολονότι αποφεύγει τους υψηλούς τόνους λόγω προεκλογικής περιόδου στη χώρα, αναφέρει μια σειρά από σημαντικά για τους δανειστές προβλήματα και κυβερνητικά αδιέξοδα λόγω του μονοδρόμου λιτότητας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να δώσει την εικόνα της «εξόδου» έχει εδώ και αρκετό καιρό κατεβάσει τα μολύβια. Οι ιδιωτικοποιήσεις που έχει υποσχεθεί δεν προχωρούν, μολονότι το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο είναι ξεκάθαρο και περιλαμβάνει 24 «δράσεις». Η «διαχείριση» των κόκκινων δανείων προχωράει εξαιρετικά αργά. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε 120.000 πλειστηριασμούς μέχρι το 2022, ωστόσο, όπως είναι λογικό, προσπαθεί όσο μπορεί να καθυστερήσει την εφαρμογή τους, αφήνονται τη «νάρκη» στην επόμενη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι πλειστηριασμοί ανεστάλησαν εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ο νέος «νόμος Κατσέλη» έχει διάρκεια μόνο ενός έτους. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί επίσης, ξανά και ξανά, να μειώσει τα χρέη του Δημοσίου σε ιδιώτες, αλλά το πραγματοποιεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Λογικό, γιατί κρατάει ό,τι μπορεί ώστε να πετυχαίνει τα πλεονάσματα και να μοιράζει ό,τι περισσεύει ως «μέτρα ελάφρυνσης», περικόπτοντας παράλληλα και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι «παροχές», τέλος, είναι προεκλογικές ενέργειες χωρίς την συγκατάθεση των δανειστών και δημιουργούν εκτιμήσεις για σοβαρό δημοσιονομικό κενό, που θα εκτιμηθεί μετεκλογικά, όταν οι εκλογικοί κύκλοι σε Ελλάδα και Ευρώπη θα έχουν ξεκινήσει από την αρχή.

Επομένως, μπορεί να μην παρακολουθούμε το ίδιο έργο με το 2014, αλλά σίγουρα βλέπουμε το sequel. Μετά τις εκλογές, αν επιβεβαιωθεί η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το σκηνικό θα είναι ξανά πολύ γνώριμο: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μιλάει για την «καμένη γη» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ και θα ζητάει χρόνο από τους ψηφοφόρους της ώστε «πρώτα να πατήσει η χώρα στα πόδια της και μετά να προχωρήσουμε μπροστά». Μετά θα έρθει ξανά η ώρα που «θα ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι άνθρωποι» αλλά θα πρέπει να περιμένουμε ώστε «να φανούν τα οφέλη στην τσέπη του πολίτη και στην πραγματική οικονομία». Στο μεταξύ βέβαια η ίδια ελίτ που δεν πλήρωσε ποτέ την κρίση θα απολαμβάνει την ίδια ασυδοσία.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντικαταστήσει το «εάν είχε περάσει το μέιλ Χαρδούβελη» με κάτι σαν «αν είχε εμπιστευτεί ο λαός το πρόγραμμα Τσακαλώτου». Θα μιλάει για την «επιστροφή της χώρας στα μνημόνια» και θα αναπολεί την περίοδο που υποτίθεται «αφήναμε πίσω μας την κρίση». Την ίδια ώρα, οποιαδήποτε σκληρή πολιτική της ΝΔ θα έχει, με κάποιον τρόπο, την υπογραφή ή την σιωπηρή αποδοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και το βάρος της κρίσης θα μοιραστεί σε «μεσαία» και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας με διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν. Όλα τριγύρω θα αλλάξουνε και όλα, με κάποιον τρόπο θα μείνουν ίδια.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο καλύτερος, σχεδόν υποδειγματικός διαχειριστής μίας κατάστασης που βρήκε και δεν αμφισβήτησε ποτέ. Διαχειριστής ωστόσο μιας παράλογης και καταστροφικής στον πυρήνα της πολιτικής. Αυτό (τη διαχείριση μάλιστα την παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Τσίπρας τη Δευτέρα) ο καθένας μπορεί να το κρίνει όπως θέλει, θετικά ή αρνητικά. Σίγουρα δεν παραδίδει στην επόμενη κυβέρνηση μια χώρα στο χείλος του γκρεμού. Σίγουρα όμως επίσης, παραδίδει μία κατάσταση που «δεν βγαίνει». Οι μνημονιακοί στόχοι δεν βγαίνουν, η «λύση για το χρέος» δεν αρκεί, η λιτότητα συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για δεκαετίες, η περιουσία του Δημοσίου συνεχίζει να εκποιείται σε τιμές ευκαιρίας και το «ελληνικό πρόβλημα» για τους δανειστές έχει μπει από τον Αύγουστο του 2018 στον «αυτόματο πιλότο». Οποιοδήποτε κόμμα αποδέχεται τον «μονόδρομο», όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Μετά από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων, αυτός ο κανόνας θα έπρεπε να αποτελεί θέσφατο για όλους.

Αντ’ αυτού όμως, κάνουμε απλά κύκλους, επιλέγοντας να μην βλέπουμε τον ελέφαντα στα δωμάτια των Eurogroup. O κύκλος της «σταθερότητας» και τις παγίωσης των μνημονιακών πολιτικών, του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πάσα πιθανότητα τελειώνει. Κατά τραγική ειρωνεία, θα τελειώσει συμβολικά με την τελευταία ομιλία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, δύο μέρες πριν τις εκλογές ως είθισται, δηλαδή στις 5 Ιουλίου, στην 4η επέτειο του δημοψηφίσματος. Κατά πάσα πιθανότητα επίσης, ξεκινάει ένας πολύ χειρότερος, που περιστρέφεται όμως γύρω από το ίδιο κέντρο.

Πηγή: The Press Project

Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη;

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για το αν και πως θα υπάρξει μαζική αντισυστημική αριστερά στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ή αν θα ακολουθήσουμε την πορεία άλλων αριστερών κινημάτων της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία κ.α.), έχει ξεκινήσει. Στη συζήτηση αυτή το ΚΚΕ δεν παρεμβαίνει, καθώς δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο θέμα περί αριστερού κινήματος που έχει ηττηθεί. Το ζήτημα είναι να “αντέχει το κόμμα”. Μια βαθιά συστημική λογική, έξω από κάθε θεωρία, ηθική, ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρόβλημα στην υπόλοιπη “γκρίζα ζώνη” της αριστεράς, κομμουνιστικογενούς και μη, είναι ότι στη συζήτηση εξακολουθούν και διεκδικούν χώρο οι πάσης φύσεως μικροπολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενισμοί. Προτάσεις εκλογικών συνεργασιών πάνε και έρχονται μαζί με προσχηματικές προτάσεις ενότητας. Απόψεις για επιβεβαιώσεις και «επιβεβαιώσεις» για κάθε μια αριστερά που έχει ο καθένας στο μυαλό του. Που για κάποιον έχασε γιατί δεν ήταν αρκετά αντιρατσιστική, για κάποιον άλλον γιατί δεν ήταν αρκετά ταξική, για κάποιον τρίτο γιατί δεν ήταν αρκετά κινηματική, για κάποιον τέταρτο γιατί δεν ήταν αρκετά πατριωτική. Άλλοι θεωρούν ότι το μοναδικό όχημα για να υπάρξει μια κάποια αριστερά στην Ελλάδα είναι ο Βαρουφάκης. Και άλλοι θεωρούν ότι η επανάληψη ενός συνδυασμού κινηματισμού-απεργιών και καταγγελίας του καπιταλισμού είναι η μόνη τίμια στάση. Η σύγχυση περισσεύει και το από που να ξεκινήσουμε, είναι σημαντικό ερώτημα. Ωστόσο μια καλή αρχή πάντα ήταν η πραγματικότητα.

Πρώτο στοιχείο. Γιατί χάσαμε; Ή δε χάσαμε όλοι μαζί; Κάποιος θα πει ότι κάποιοι άντεξαν (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και κάποιοι έχασαν (ΛΑΕ). Πέρα από το ψευδές και το φαιδρό αυτής της εκτίμησης, για αυτήν την άποψη δεν τίθεται θέμα αν χάσαμε, καθώς το “κόμμα άντεξε”. Μια λογική μικρού ΚΚΕ δηλαδή. Αν έχασε όμως το αριστερό κίνημα, με την έννοια ότι αριστεροί αγωνιστές έχουν αποστρατευτεί, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και το «δεν υπάρχει εναλλακτική» έχει εμπεδωθεί σε ευρύτερα στρώματα και επιπλέον εκλογικά έχουμε συρρικνωθεί, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάσαμε γιατί δεν είχαμε μια γραμμή και πρακτική που ήθελε να εμποδίσει την ήττα.

Πιο συγκεκριμένα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έβαλε ως στόχο τη συγκράτηση και τη συγκρότηση ενός μαζικού αγωνιστικού αριστερού δυναμικού, μετά το 2015 – για να μην πούμε από το 2012 όταν και διαφαινόταν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για το λαϊκό κίνημα. Στην ουσία επένδυσε σε μια πολιτική “καμένης γης”, στη ρευστοποίηση δηλαδή ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα – πέραν του ΚΚΕ.

Η δε ηγεσία της ΛΑΕ – και ειδικά του ΑΡ – δεν έβλεπε την ήττα. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει το πρώτο εξάμηνο, άντε τον πρώτο χρόνο. Μέχρι προχθές θεωρούσε ότι έχει ρεύμα ισχυρό και ότι αυτό που την έφαγε είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η ηγετική ομάδα διαρκώς έκλεινε το παιχνίδι σε ένα στενό πυρήνα – τόσο στενό που έως και παραδοσιακά στελέχη αυτού του χώρου έμεναν εκτός. Η βασική πολιτική πρακτική και ιδεολογία που έχει διαμορφώσει, ο κοινοβουλευτισμός, την είχε οδηγήσει σε μια πολιτική (επικοινωνιακή παλαιοκομματικού τύπου- αποκρουστική για πολύ κόσμο και ειδικά της νεολαίας) διαρκούς ικεσίας για να μπει η ΛΑΕ στο κοινοβούλιο. Στην ουσία όλες οι βασικές εκτιμήσεις, η γραμμή, η μορφή και επικοινωνία, ήταν εκτός πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα στην πολιτική και μάλιστα από τα βασικά. Να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Βασικό πρόβλημα όλων των μικρών ομάδων και οργανώσεων. Όσον αφορά όμως τη συντριβή της ΛΑΕ, διακατέχονται από υποκειμενισμό και όσοι διαβάζουν το πρόβλημα στο “θολό στίγμα” της ΛΑΕ, που δεν ήταν έντονα ταξικό αλλά μπερδεύτηκε με τα “εθνικά” στο Μακεδονικό. Γιατί όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τριπλάσιο ποσοστό, χωρίς κανένα μηχανισμό και οργάνωση; Και ανάποδα, η Ανταρσυα που δε θόλωσε το στίγμα με τα “εθνικά” γιατί δεν πήρε παραπάνω; Ή το ΚΚΕ; Γιατί αυτή η άποψη παραγνωρίζει ότι τα φλερτ του Λαφαζάνη με τα μακεδονικά ήρθαν μετά από την ουσιαστική απονέκρωση και παράλυση της ΛΑΕ – καθώς δημοσκοπικά οριακά ήταν ανιχνεύσιμη στο 1% ήδη από το 2017;

Ή έχουμε την αίσθηση ότι ο Βαρουφάκης είχε την καταγραφή που είχε γιατί δεν “θόλωσε” το στίγμα του απευθυνόμενος σε εθνικό και όχι “ταξικό” ακροατήριο; Το ανάποδο, ο Βαρουφάκης απευθύνεται και σε εργατικά και σε μεσοαστικά στρώματα. Η «ανάλυση» ότι έλειψε η απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», παραγνωρίζει ότι δεν συγκροτήθηκε κίνημα, έστω διαμαρτυρίας, αυτού του «κόσμου» εδώ και 6 χρόνια τουλάχιστον – και άρα και τάση να εκφραστει εκλογικά. Παραγνωρίζει ότι τα τελευταία κινήματα ήταν των αγροτών και των μηχανικών και δικηγόρων πριν 3 χρόνια, για το ασφαλιστικό. Παραγνωρίζει ότι το ασταθές στοιχείο σε κάθε τελευταίες εκλογές είναι τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» – κατά ΣΥΡΙΖΑ είναι όσοι ανήκουν εισοδηματικά στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο μιας κοινωνίας. Δηλαδή – πάντα κατά ΣΥΡΙΖΑ – ένα ζευγάρι εργατών των 800 € έκαστος αλλά και μια οικογένεια με 4.000 μηνιαίο εισόδημα, ανήκουν στα «μεσαία στρώματα». Για την μαρξιστική αριστερά, μπορεί αυτές οι έννοιες να είναι θολές, αλλά όλη αυτή η φιλολογία και η επιβαλλόμενη πραγματικότητα φτιάχνει και μια αντίστοιχη ψυχολογία για το που ανήκει ο καθένας. Παραγνωρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσε κι άλλο τους φόρους σε αυτά τα στρώματα. Παραγνωρίζει ότι ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην Ε.Ε. και την επιτροπεία, αφορά ένα ακροατήριο ευρύτερο από τον «κόσμο της εργασίας», ένα ακροατήριο που συχνά περιγράφεται ως «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης».

Ο υποκειμενισμός δεν είναι καλός οδηγός. Είναι άλλο πράγμα ότι η απεύθυνση της ΛΑΕ και ειδικά της iskra στον κόσμο των μακεδονικών συλλαλητηρίων γινόταν με αποκρουστικούς όρους κοινοβουλευτικής ικεσίας, και άλλο πράγμα ότι μια ΛΑΕ εξίσου “ταξική” και λίγο πιο μετωπική από την Ανταρσυα θα είχε καλύτερη τύχη… Δε θα είχε.

Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε αυστηρές μαρξιστικές κατηγορίες για να περιγράψουμε το πασιφανές. Η ΛΑΕ, παρά τους έντιμους αγώνες της, ήταν εκτός πραγματικότητας. Εκεί ήταν το πρόβλημα και όχι ότι «λέρωσε» το ταξικό με το εθνικό. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δε θα γίνει με ένα «καθαρό» ταξικό κίνημα και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της δεκαετίας της κρίσης. Το ερώτημα πως μπορεί να σταθεί ένα έθνος-κράτος σε ρήξη με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και τον ιμπεριαλισμό, θα είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.

Δεύτερο στοιχείο, το μέτωπο. Πολλοί λένε ότι αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Ανταρσυα κάτι καλύτερο θα γινόταν, ή αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Πλεύση. Ίσως να είχαμε ποσοστά άνω του 1% και εκλογικά θα ήταν μια ψήφος αντίστασης στην αποστράτευση. Θα ήταν μια στάση άμυνας απέναντι στην εμπέδωση του «δεν υπάρχει εναλλακτική» μετά το 2015.

Στάση άμυνας όμως, όχι προοπτικής. Το μέτωπο απέναντι σε μνημόνια, τρόικες, χρέος, ευρώ ήταν μια πρόταση που έδινε διέξοδο και προσανατολισμό το 2010-2011. Το 2012 η πρόταση αυτή ηττήθηκε πρώτη φορά όταν πήρε την ηγεμονία σε αυτό το ερώτημα το θολό αντιμνημονιακό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια βέβαια αυτή η πρόταση δεν ηττήθηκε γιατί δεν υιοθετήθηκε – δοκιμάστηκε ποτέ. Μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν και δημιουργήθηκε η ΛΑΕ, το ΟΧΙ είχε ηττηθεί, ο δρόμος της ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ είχε φύγει προσωρινά από το τραπέζι. Ο εναλλακτικός δρόμος για τη χώρα, με σύγκρουση με το ευρωσύστημα, είχε φύγει από το λαϊκό προβληματισμό και τη δημόσια συζήτηση. Σίγουρα χρειάζεται ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όμως πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος και το τι εννοούμε. Εκλογικό μέτωπο; Συνάντηση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς σε μια ομόσπονδη κομματική δομή; Με στόχο ένα γενικό αντικαπιταλισμό; Την αντίσταση στη λιτότητα και την οργάνωση της αντίστασης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές; Την αποτροπή του «διαμελισμού της χώρας» όπως λένε άλλοι που έχουν χαιρετήσει εδώ και χρόνια την αριστερή πολιτική; Η κίνηση με τις αδράνειες του παρελθόντος και τα «κεκτημένα» του κάθε χώρου, δε θα μπορούν να δώσουν κάποια προοπτική.

Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ενότητα της αριστεράς, το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, είναι προτάσεις που συγκροτήθηκαν σε άλλες συνθήκες. Και επιπλέον υπάρχει και μια – κυρίως αρνητική – εμπειρία. Σήμερα δεν αρκεί να αθροίζεις δυνάμεις, πρέπει αυτές να μπορούν στοιχειωδώς να έχουν κάποιες κοινές εκτιμήσεις και μια κοινή λογική. Είναι εύκολο το ανάθεμα στις κινήσεις του Βαρουφάκη, με βάση και τα πεπραγμένα του το 2015 με την τότε καταστροφική διαπραγμάτευση. Δεν είναι στην αριστερά ακριβώς, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης με τα γνωστά κουσούρια του ναρκισισμού κοκ. Όμως έθεσε ένα στόχο – τη χρεοδουλοπαροικία όμως την ονομάζει αυτός – και κάλεσε σε μέτωπο γι’ αυτό, έξω από τη λογική της αναπαραγωγής των ίδιων φθαρμένων προσώπων και της βαβέλ που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο των αριστερών ή αντιμνημονιακών κινήσεων και οργανώσεων. Μέτωπο οργανώσεων που μέσα στη δεκαετία 2009-2019 απέδειξε ότι είναι περισσότερο παραλυτικό, παρά όχημα μετωπικής-κομματικής συγκρότησης του αγωνιστικού δυναμικού. Μια τέτοια λογική πρώτον ύπαρξης ξεκάθαρου στόχου με κύριο πρόβλημα την επιβαλλόμενη λιτότητα από το ευρωσύστημα, δεύτερον ανοίγματος έξω από φθαρμένα πρόσωπα και κινήσεις, είχε διατυπωθεί το 2016 στη ΛΑΕ. Ειδικά το δεύτερο όχι απλά δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε ακριβώς το ανάποδο. Μόνιμη έκκληση σε Ανταρσυα και Πλεύση, αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και προσώπων, με αποκορύφωμα την ίδια τη δημόσια εικόνα της ΛΑΕ.

Σήμερα επανέρχεται από διάφορες μεριές η πρόταση ενός μετώπου. Καταρχήν ως παιχνιδάκι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Όλοι ξέρουν ότι ένα εκλογικό μέτωπο ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα γίνει για ακόμη μια φορά. Σε αυτό το έδαφος οι προτάσεις για ένα μέτωπο της μαχόμενης αριστεράς που έχει απομείνει είναι μια καρικατούρα των προτάσεων προ δεκαπενταετίας περί ενότητας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο μόνο νέες ήττες και νέα λάθη θα φέρει.

Τρίτη πλευρά της σύγχυσης. Το πρόγραμμα. Το μεταβατικό πρόγραμμα για την ακρίβεια. Το οποίο είναι το ίδιο το 2010 όταν έρχονταν τα μνημόνια, το 2011 όταν η πολιτική κρίση σοβούσε και οι μάζες ήταν στο δρόμο, το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια χωρίς ρήξη με τους δανειστές, το 2015 όταν το ΟΧΙ ηττήθηκε, το 2019 όταν η αριστερά πλέον αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης και κινηματικά υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση μεταπολιτευτικά. Το ίδιο πρόγραμμα – με τις ίδιες αιχμές – ανεξαρτήτως συνθηκών και συσχετισμού.

Μάλιστα στη ΛΑΕ έως πρόσφατα θεωρούσαν ότι το ισχυρό τους ατού είναι το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε μια αρκετά τεκμηριωμένη επεξεργασία για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, τη διαγραφή των χρεών, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.α.. Σωστές και κρίσιμες επεξεργασίες που όμως ήταν έξω από τη μέση συνείδηση ή πολλά βήματα μπροστά από αυτήν, για να παραφράσουμε τους κλασικούς. Και ένα αριστερό λαϊκό πρόγραμμα που δεν κινητοποιεί τους εργαζόμενους και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δεν είναι ούτε μεταβατικό, ούτε πρόγραμμα, ούτε αριστερό.

Το 2016 η Α’ συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ξεκινούσε την επομένη της νίκης του Brexit. Τότε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το «να που η ρήξη είναι εφικτή». Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και το πως (και αν) θα γίνει το Brexit γεννάει πολλά ερωτηματικά. Λίγους μήνες μετά ο Μελανσόν στη Γαλλία καταγράφει μια θεαματική πορεία. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δυό χρόνια μετά, η πορεία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στην Ιταλία έχουμε μια μόνιμη πολιτική κρίση με αντικείμενο αν «αντέχει» η ιταλική οικονομία να οξύνει την αντιπαράθεση με το Βερολίνο. Ταυτόχρονα τόνους προπαγάνδας δέχεται ο λαός για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπου περίπου όποιος αντιστέκεται στις ΗΠΑ  (Βενεζουέλα, Κούβα) είναι καταδικασμένος. Την ίδια στιγμή που δε λέγεται κουβέντα βέβαια για τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Αργεντινή, Βραζιλία κοκ. Ποιο είναι το «μήνυμα» όμως που δέχεται η λαϊκή συνείδηση; Τι είναι αυτό που καταγράφεται;

Το «δεν υπάρχει εναλλακτική» μπορεί να ειπώθηκε 30 χρόνια πριν από τη Θάτσερ και η «ιστορία τελείωσε» σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, όμως αμφισβητήθηκε έκτοτε αρκετές φορές και από κινήματα και από τα πειράματα των αριστερών κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική. Λειψά, δειλά, αλλά αμφισβητήθηκε. Η «άμπωτη» όλων των παραπάνω έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μαζί με την προσωρινή, νικηφόρα για την παγκοσμιοποιητική αστική τάξη, κατάληξη της κρίσης στην ευρωζώνη – με εμβληματική την συνθηκολόγηση Τσίπρα – το «δεν υπάρχει εναλλακτική» απέκτησε περαιτέρω νομιμοποίηση και αποδοχή.

Οι πρόσφατες εκλογές απλά κατέγραψαν αυτές τις τάσεις και δυναμικές. Και στην Ευρώπη και στο πειραματόζωο Ελλάδα. Αν ισχύουν αυτά και ισχύει και η συντηρητικοποίηση, δεν μπορεί να μιλάμε με αυτάρκεια για το «μεταβατικό πρόγραμμα» που κατέκτησε ένα μέρος της αριστεράς το 2009.

Χρειάζεται να συζητήσουμε ξανά για το ποιο μπορεί να είναι ένα λαϊκό αριστερό πρόγραμμα σήμερα. Μεταβατικών διεκδικήσεων, ώριμων αιτημάτων, κεντρικών στόχων. Στις συνθήκες του «δεν υπάρχει εναλλακτικό πρόγραμμα». Ένα τέτοιο πρόγραμμα σίγουρα δεν είναι μια παράθεση συνθημάτων και συνδικαλιστικών αιτημάτων, αλλά δεν είναι και μια έκθεση ιδεών για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό.

Αν ο υποκειμενισμός είναι ένα βασικό πρόβλημα η αδράνεια είναι ένα άλλο άσχημο κουσούρι. Αυτά ξέρουμε – αυτά κάνουμε. Που στην τωρινή συγκυρία σημαίνει μια ανούσια εμπλοκή με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μια μάχη που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην αριστερά από κάθε άποψη. Πέρα από περισσότερη αποστράτευση, περισσότερο υποκειμενισμό και μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα. Ο Βαρουφάκης θα διεκδικήσει την ηγεμονία στον ρεφορμιστικό αριστερό χώρο, το ΚΚΕ την «αντοχή του» και οι υπόλοιποι θα διεκδικήσουν άλλη μια ήττα. Μέχρι την τελική νίκη.

Ωστόσο είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι έχει τη λύση. Όμως χοντρικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με ένα κοινό τρόπο την πραγματικότητα και έχουν τη διάθεση να την αλλάξουν, μπορούν και πρέπει να συναντηθούν. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να είναι καθαρό ότι δε θα υπάρχουν  το πιθανότερο προτάσεις μαζικών ακροατηρίων. Μια πιο «στενή» συσσώρευση δυνάμεων είναι απαραίτητη για να μπορούμε να παρέμβουμε σε μια επόμενη φάση και στο πεδίο της πολιτικής, με μια αξιόπιστη και μαζική πολιτική πρόταση «για το κόμμα των φτωχών». Αυτό που έλειψε διαχρονικά από τη μεταπολίτευση ως τώρα.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων – Ανάγκη για πρωτοβουλίες

Ενημερωτικό Σημείωμα

Την Κυριακή 2 Ιουνίου 2019 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων με τη συμμετοχή διευρυμένων αντιπροσωπειών των έξι συλλογικοτήτων που συμμετέχουν στο Συντονισμό.

Ανταλλάχθηκαν απόψεις και προβληματισμοί σχετικά με το νέο τοπίο που διαμορφώνεται. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 26ης Μαϊου επιβεβαιώνουν την βασική εκτίμηση, που μας οδήγησε στη συγκρότηση του Συντονισμού, ότι όσον αφορά τουλάχιστον το τοπίο στην Αριστερά υπάρχει ένα «τέλος εποχής».

Ο Συντονισμός θα καταγράψει σύντομα, σε μια αρχική ανακοίνωση, στοιχεία αυτής της εκτίμησης. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώθηκε πως  υπάρχει ανάγκη να συνεχιστεί η συζήτηση σε πανελλαδική κλίμακα και κοινά βήματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν προς ενωτική και μάχιμη κατεύθυνση. Για το σκοπό αυτό θα αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες το επόμενο διάστημα.

Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

5 κομμουνιστές δήμαρχοι, ο εξής ένας. Γιατί;

Παρά τη συνηθισμένη μετεκλογική ανακοίνωση του ΚΚΕ (μετά από κάθε σχεδόν εκλογική αναμέτρηση τα τελευταία χρόνια) που περιστρέφεται γύρω από το “αντέξαμε”, διάχυτη είναι η απογοήτευση καθώς από τους 5 κομμουνιστές δημάρχους, τελικά κατάφερε να επανεκλεγεί μόνο ο Κώστας Πελετίδης στην Πάτρα.

Δεν μπορούμε να μην βγάλουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα:

1. Η μη επανεκλογή των 4 δημάρχων του ΚΚΕ (Βαγγέλης Σίμος στην Πετρούπολη, Μιχάλης Σελέκος στο Χαϊδάρι, Ηλίας Σταμέλος στην Καισαριανή και υποψηφιότητα του Νίκου Λαρδά στην Ικαρία), είναι ήττα για την πολιτική του ΚΚΕ, μια ήττα που ακολουθεί τη γενικότερη συρρίκνωση και αναξιοπιστία της αριστεράς.

2. Παρά την απόπειρα των στελεχών του ΚΚΕ να εμφανίσουν τις μάχες που χάθηκαν σε Πετρούπολη, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Ικαρία, σαν μάχες στις οποίες συνασπίστηκε όλο το πολιτικό σύστημα ενάντια στην πολιτική του ΚΚΕ, αυτό που τελικά αποδείχτηκε ήταν ότι η πολιτική και πρακτική του ΚΚΕ στην αυτοδιοίκηση προκάλεσε την απώλεια των συγκεκριμένων δήμων.

3. Με εξαίρεση την Πάτρα, όπου όντως υπήρξε ένας ισχυρός πολιτικός συνασπισμός από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ και “απολίτικες” υποψηφιότητες καθώς και οικονομικά συμφέροντα που πολέμησαν την επανεκλογή Πελετίδη, στις υπόλοιπες πόλεις οι υποψήφιοι του ΚΚΕ αποδείχτηκαν πολύ λίγοι συγκρινόμενοι με τον Πελετίδη, απογοήτευσαν ακόμα και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΚΚΕ ή της Λαϊκής Συσπείρωσης, καθώς δεν ξεχώρισαν αισθητά σε σχέση με άλλους δημάρχους που δεν ανήκαν στο ΚΚΕ.

4. Η στασιμότητα, η αδράνεια και το “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα λόγω οικονομικής κρίσης, καπιταλισμού και μνημονίων” επικράτησαν όλη την προηγούμενη περίοδο στη δράση και τον λόγο αυτών των τεσσάρων υποψηφίων δημάρχων. Μια δράση που σε τίποτα δεν θύμιζε την πολύ πλουσιότερη (και κινηματικού χαρκτήρα) δράση του Κώστα Πελετίδη στην Πάτρα, ο οποίος επανεκλέχτηκε πανηγυρικά παρά την αντιΚΚΕ εκστρατεία όλων των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Όλη την προηγούμενη περίοδο, ο Ριζοσπάστης αλλά και τα διαδικτυακά μέσα που πρόσκεινται στο ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν ενιαία τους πέντε δημάρχους. Σχολιάζοντας δε την πολιτική Πελετίδη, ανέφεραν συνεχώς ότι ο Κώστας Πελετίδης υλοποιεί την πολιτική του ΚΚΕ. Ποιος τελικά υλοποιούσε τι ακριβώς; Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε ότι κάποια διαφορά υπήρχε ανάμεσα στον Πελετίδη και στους υπόλοιπους τέσσερις.

Αυτό που μένει τελικά στη συνείδηση του κόσμου (και αυτό που τελικά επιβραβεύεται) είναι ότι αν τελικά μια δημοτική αρχή κάνει πράγματα που ξεχωρίζουν, προς όφελος του λαού και των εργαζομένων, τότε όσες πιέσεις κι αν ασκηθούν από τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν θα έχουν αποτέλεσμα.

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Πρώτα, η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί στον νεοφιλελευθερισμό. Μετά, ενοχοποιείται η Αριστερά για την κυριαρχία της Δεξιάς. Η παλιά γνωστή συνταγή ενεργοποιείται, αυτή τη φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρόθυμους να παραβλέψουν τις βαριές, ιστορικές του ευθύνες. Ενόψει των εκλογών του Ιουλίου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να πιέσει αφόρητα ό,τι βρίσκεται στα αριστερά του, ρίχνοντάς τους μάλιστα το φταίξιμο ότι «φέρνουν τον Κούλη». Στην καλύτερη, το φταίξιμο διαχέεται αριστοτεχνικά, τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε όλους τους υπόλοιπους, καθώς «πρέπει ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του». Εννοώντας προφανώς ότι φταίμε όλοι. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξευτέλισε κάθε έννοια Αριστεράς, αλλά και οι υπόλοιποι που δεν έτρεξαν να προσχωρήσουν στον εξευτελισμό.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μεσάζοντες του εκβιαστικού του διλήμματος κάνουν δύο μεγάλες λαθροχειρίες.

Η πρώτη είναι ότι έχουν καταργήσει την αριθμητική. Ακόμα και αν στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί το ποσοστό του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ, πράγμα απίθανο και εξωπραγματικό, και πολιτικά αλλά και εκλογικά, ίσα που προσεγγίζεται το ποσοστό της ΝΔ.

Οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέχασαν να κάνουν πρόσθεση. Προτιμούν όμως να ξεχνούν να σκεφτούν. Και εδώ βρίσκεται η δεύτερη λαθροχειρία.

Ο λαός δεν τιμώρησε απλώς τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεξιά του πολιτική. Αυτή είναι μια βολική ανάγνωση που βλέπει την κοινωνία σαν ένα εκκρεμές που πάει δεξιά ή αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η κοινωνία δυσαρεστήθηκε από τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν, η μέχρι σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μια «αναγκαστική δεξιά» παρένθεση που θα ακολουθηθεί από μια γνήσια αριστερή πολιτική κοινωνικών παροχών και προστασίας.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι η δεξιά πολιτική που ως παρένθεση εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο έστησε στα τρία μέτρα και εκτέλεσε εν ψυχρώ την ελπίδα, την προσδοκία ή την πεποίθηση ότι υπάρχει εναλλακτική.

Γιατί οι κοινωνίες δεν κινούνται μόνο δεξιά ή αριστερά. Κινούνται και μπροστά ή πίσω. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έσπρωξε την κοινωνία πολύ πίσω. Την έκανε να πιστέψει ότι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή είναι ανέφικτη.

Ο κόσμος δεν καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έγινε (μόνιμα για μερικούς, πρόσκαιρα για άλλους) δεξιός. Αν ήταν έτσι, δεν θα ψήφιζε τον ακόμα δεξιότερο Μητσοτάκη. Ο κόσμος στράφηκε δεξιά γιατί πλέον αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα αιματηρά πλεονάσματα, τη λιτότητα, την διευκόλυνση των επενδυτών που «θα φέρουν ανάπτυξη».

Η κοινωνία στράφηκε δεξιά γιατί το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα ποδοπατήθηκε όταν το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ. Και έκτοτε συνηθίσαμε στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες, στην ιδιώτευση, στην ατομική επιβίωση, στην παθητική αναδίπλωση.

Αυτή είναι η μεγάλη υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα και στην άρχουσα τάξη. Δευτερεύον είναι ότι μείωσε τις συντάξεις με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, ότι έδεσε ασφυκτικά τη χώρα στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς, ή ότι ιδιωτικοποίησε λιμάνια, αεροδρόμια, δημόσιο πλούτο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε τον Μητσοτάκη να μιλά για 7 μέρες εργασία ή τον Βενιζέλο να παριστάνει τον θεματοφύλακα της δημοκρατίας και της συνταγματικής τάξης. Τους δικαίωσε εκ των πραγμάτων ακολουθώντας την πολιτική τους.

Όλη η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, αλλά το πινέλο και το χρώμα τα κρατούσε ο Τσίπρας.

Έχει ευθύνη η Αριστερά;

Προφανώς, όχι όμως γιατί δεν στήριξε τον Τσίπρα.

Έχει ευθύνη γιατί δεν έστησε μια ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πειστική, μαζική, πλειοψηφική. Για αυτό ελέγχονται και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ αλλά και οποιοσδήποτε θέλει να μιλά στο όνομα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή ήταν η ευθύνη τους. Αυτό ήταν το καθήκον τους. Και χρεοκόπησαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο εκκωφαντικά.

Δεν μπορούν όμως να ελεγχθούν σε αυτό τους το καθήκον από όσους σαλπίζουν προσχώρηση στον εφιαλτικό μονόδρομο του «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αν κάποιος σκούζει υπέρ της ενσωμάτωσης, δεν μπορεί να κριτικάρει την Αριστερά που δεν πείθει για τη ρήξη. Αν το δικό σου στρατόπεδο είναι αδύναμο, δεν προσχωρείς στο αντίπαλο. Εκτός κι αν απλώς, ψάχνεις για προσχήματα.

Στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ με οποιονδήποτε τρόπο (κριτικά στο δεύτερο γύρο ή εκβιαστικά, μπροστά στον Μητσοτάκη, στις εθνικές εκλογές), σημαίνει ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της εναλλακτικής προοπτικής. Σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή ότι δεν μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στηρίζουμε τον ηπιότερο νεοφιλελευθερισμό απέναντι στον κυνικότερο.

Μόνο που αυτό δεν συνιστά διέξοδο από μια δύσκολη κατάσταση, αλλά διαρκή εγκλωβισμό.

Η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, η ΝΔ έρχεται φουριόζα και εκδικητική, ο εργαζόμενος κόσμος θα πληρώσει ακόμα περισσότερο τα σπασμένα.

Όπως όμως «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» για την κρίση, έτσι και «δεν φταίμε όλοι μαζί» για το μπλε χρώμα του χάρτη. Είναι άλλη η ευθύνη του δράστη ενός εγκλήματος και άλλη αυτού που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έγκλημα.

Πώς μπορεί να ληφθεί το μήνυμα;

Λέει ο Εκκλησιαστής ότι για τα πάντα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος: Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», «καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζόνειν το πεφυτευμένον», «καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν», «καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν», «καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν», «καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν», «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι για τους αριστερούς, σήμερα είναι καιρός και για γέλια και για κλάματα. Ταυτόχρονα. Στην ουσία όμως ο Εκκλησιαστής έχει δίκιο. Υπήρχε για κάθε τι ο κατάλληλος καιρός.

Από την εμφάνιση της κρίσης το 2010 μέχρι το 2012 ήταν καιρός μεγάλων ανασυνθέσεων στην Αριστερά και ανάληψης πρωτοβουλιών για μια χώρα έξω από τα δεσμά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Ήταν ο καιρός που η εργαζόμενη κοινωνία είχε ανοικτά μάτια και αυτιά, ενώ η πολιτική κρίση ρευστοποιούσε κόμματα, ανέτρεπε συσχετισμούς, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για μεγάλες αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Ήταν ο «καιρός της ευκαιρίας και της πρωτοβουλίας».

Από το 2012 μέχρι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε τροχιά εξουσίας με ένα πρόγραμμα και ένα κόμμα που αντικειμενικά θα οδηγούσε είτε στην ενσωμάτωση, είτε στην ήττα. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Αρκούσε απλή λογική και ελάχιστος μαρξισμός. Έλειψαν και τα δύο. Στη φάση αυτή, όφειλε να συγκροτηθεί η αξιόπιστη πρόταση για την επόμενη μέρα της ενσωμάτωσης ή της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με πλήρη συναίσθηση ότι αν δεν συγκροτηθεί μια τέτοια πρόταση, η παλίρροια θα πνίξει τους πάντες. Ήταν ο «καιρός της συγκρότησης και της ενότητας».

Από το 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ περπάτησε στον δρόμο που άνοιξε το τρίτο μνημόνιο. Η κοινωνία τσακίστηκε πολιτικά, πείστηκε ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, παραιτήθηκε από την απόπειρα να αναζητήσει διέξοδο. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είχε τέτοιο βάθος και έκταση που η ανασυγκρότησή της θα όφειλε να γίνει με όρους ανασύνθεσης και επανίδρυσης. Η παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν συγκροτούνταν και δεν συσπειρώνονταν δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς σε διαφορετικό επίπεδο. Ήταν ο καιρός του «γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης».

Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών περιόδων είναι η μειούμενη στασιμότητα, η γενικευμένη ανημπόρια, η πολιτική αφασία, όπως αυτές καταγράφηκαν στην τελευταία τριπλή εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι σωστές εκτιμήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίοδο δεν υπήρξαν. Ή, αν, και όσο υπήρξαν, παρέμειναν σχολιασμός και δεν μετασχηματίστηκαν σε πολιτική.

Αν διερωτάται κανείς τι χρειαζόμαστε σήμερα, επανερχόμαστε στον Εκκλησιαστή: Είναι καιρός του αποθνήσκειν, καιρός του εκριζόνειν, καιρός του καταστρέφειν, καιρός του σχίζειν, καιρός του σιγάν.

Υπάρχουν δυνάμεις που αποδέχονται αυτή την οπτική; Όχι. Ίσως υπάρχουν επιμέρους τάσεις, σχήματα ή αγωνιστές. Όχι όμως δυνάμεις.

Το ΚΚΕ τεχνηέντως προσπαθεί να κρύψει την ιστορικά εντυπωσιακή αδυναμία ενός κομμουνιστικού κόμματος να επωφεληθεί της κρίσης του αντιπάλου συστήματος και στρατοπέδου. Περίπου δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, πολιτικής κρίσης, τεκτονικών αλλαγών, μεγάλων κινητοποιήσεων, μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων, οδηγούν σε μείωση δυνάμεων από εκλογές σε εκλογές, αλλά και -ακόμα χειρότερα- σε υποστολή των αγώνων και του λαϊκού κινήματος. Στη πρώτη φάση το ΚΚΕ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για μια πρόταση και ένα πρόγραμμα για τη διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας. Αντίθετα υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αδιάφορη έως και βλαπτική αν δεν συνδέεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Στη δεύτερη φάση δικαιολόγησε τη συμπίεσή του από τις ψευδείς προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και στην τρίτη φάση που αποδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει «τάση σταθεροποίησης» των δυνάμεών του.

Το ΚΚΕ, σε εθνικές εκλογές, από το 7,54% και 517.000 ψήφους το 2009, φτάνει στο 8,48% και 536.000 ψήφους το 2012 για να προσγειωθεί στο 5,47% και 338.000 ψήφους τον Γενάρη του 2015 και 5,55% και 302.000 ψήφους τον Σεπτέμβρη του 2015. Στις ευρωεκλογές από το 6,11% και 349.000 ψήφους του 2014 φτάνει στο 5,35% και 302.000 ψήφους το 2019. Αυτά εμφανίζονται ως «τάση σταθεροποίησης», όμως η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν συνδυαστεί με την παραλυτική κατάσταση στο λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της ΛΑΕ θεωρώντας ότι το 0,64% συνιστά αντοχή ενώ το 0,56% συνιστά κατάρρευση. Οι δυνάμεις της μειώνονται και στις τρεις κάλπες σε ποσοστά που την καθιστούν σχετικά ανύπαρκτη δύναμη στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης και προοπτικής. Οι κάποιες χιλιάδες αγωνιστές που απαρτίζουν τα ψηφοδέλτιά της και έχουν σημαντική παρουσία στους εργασιακούς χώρους ή στα τοπικά κινήματα, δεν συνιστούν αντίβαρο στο μηδαμινό πολιτικό της βάρος – τουναντίον. Πώς είναι δυνατόν μια δύναμη που συσπειρώνει αρκετές χιλιάδες ανθρώπους με μαζική συνδικαλιστική και κινηματική δράση, να αδυνατεί να πείσει έναν κύκλο ευρύτερο των λίγων δεκάδων χιλιάδων που αποτελούν τη μόνιμη εκλογική της επιρροή; Το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να απαλυνθεί το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το αδιέξοδο.

Η αναξιοπιστία της «αντικαπιταλιστικής συνεργασίας» εκτινάσσεται αν αναλογιστεί κανείς τα διπλά κατεβάσματα στους μεγάλους δήμους, τα ξεκατινιάσματα ανάμεσα στις δύο Ανταρσίες, αλλά και την εντελώς αντίθετη μετεκλογική στάση για τον δεύτερο γύρο. Το μεν ΝΑΡ με δυσκοίλια ασάφεια προτρέπει σε καταψήφιση της Λαϊκής Συσπείρωσης, το δε ΣΕΚ προτείνει υπερψήφιση μέχρι και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κριτική στη ΛΑΕ σήμερα είναι σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας. Δεν πληρώνει τη μία ή την άλλη θέση ή παρέκκλιση, αλλά τη συνολική χρεοκοπία της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς της, που με ευθύνη της ηγεσίας της μετατράπηκε σε γραφικές διαβεβαιώσεις για την …αυξανόμενη επιρροή της. Και στον χώρο αυτό, οι αγωνιστές που υπάρχουν είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο, αναγκαίο για την επόμενη μέρα, και αν και ήδη τσακισμένο δεν πρέπει να διαλυθεί εντελώς σε νέα, απονενοημένα εκλογικά διαβήματα.

Πέρα από τα οργανωμένα σχήματα υπάρχουν τάσεις, αγωνιστές, απόψεις και υποψίες που διατρέχουν οριζόντια όλους τους σχηματισμούς. Αυτή η οριζόντια τάση έχει μια κοινή λογική, αντιλαμβάνεται ότι οι πανηγυρισμοί και οι περιχαρακώσεις είναι εντελώς ξένες με την πραγματικότητα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα νέο κρεσέντο αυτοαναφορικότητας και χαζομάρας ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη δεν έχει ασφαλή οδό διαφυγής.

Υπάρχει ένα ανεπίδοτο μήνυμα που πλανάται πάνω από την Αριστερά εδώ και χρόνια. Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, μέχρι σήμερα. Το μήνυμα αυτό δεν λαμβάνεται, παρά τις διαδοχικές ήττες, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αποστρατεύσεις. Οι ηγεσίες αναπαράγουν ένα βολικό μικρόκοσμο που δεν αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα, δεν προβληματίζεται σοβαρά από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έξω από βολικά σχήματα, δίπολα, «αντοχές» και «αναλύσεις».

Πολλοί αγωνιστές δίνουν διαρκώς παράταση εμπιστοσύνης, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες και ούτω καθεξής ευκαιρίες. Για να διαψευστούν σε κάθε συγκυρία. Γιατί η ψήφος ανοχής σε μια «δύναμη που τουλάχιστον …»  μεταφράζεται σε ψήφος εμπιστοσύνης σε μια πορεία που μεγαλώνει κάθε φορά το αδιέξοδο.

Στις επόμενες εκλογές θα έχουμε και πάλι μια από τα ίδια. Ένα ΚΚΕ που θα «αντέξει» μειούμενο, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επικαλείται τους αγωνιστές της για να φτιασιδώσει τη γραμμή της και μια ΛΑΕ που θα παρακαλάει -χωρίς αντίκρισμα- τους υπόλοιπους να συνεργαστεί.

Υπάρχει αξιοπρεπής στάση εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση; Θεωρητικά θα ήταν ένα «κοινό ψηφοδέλτιο άμυνας», στην περαιτέρω διάλυση, χωρίς υψηλές προσδοκίες και μεγάλα λόγια. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Οι προτάσεις «μετώπων» που θα κατατεθούν τις επόμενες μέρες θα είναι το αναγκαίο προπέτασμα καπνού για «μια από τα ίδια».

Στην κατάσταση αυτή ο μόνος τρόπος να επιδοθεί το μήνυμα είναι να μην υπάρξει ψήφος ανοχής. Στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο την αναξιοπιστία μας και τον εκλογικό μας κρετινισμό. Ας τα χάσουμε.

Ποιος φέρνει τον Μητσοτάκη και ποιος μπορεί να τον σταματήσει;

Δεν έχει ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των εκλογικών αποτελεσμάτων της 26ης Μαϊου και η δεξιά δε σταματάει να υπενθυμίζει, σε όλους τους τόνους, ότι έρχεται και θα είναι αγριεμένη. Όχι μόνο σε επίπεδο εμβάθυνσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας. Διαστάσεις θα λάβει και το ρεβανσιστικό ξήλωμα των συριζαίων από τον κρατικό μηχανισμό, αυτών των «πουθενάδων» – σύμφωνα με τους «άριστους» της δεξιάς – που ανήλθαν στην εξουσία πατώντας πάνω στο αντιμνημονιακό κύμα και την οργή απέναντι στο παλιό πολιτικό σύστημα. Μαζί με αυτά θα δούμε και μια συνολική επίθεση σε ό,τι θυμίζει Αριστερά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί αυτήν την πραγματικότητα για να κάνει το δικό του παιχνίδι στο αστικό πλαίσιο. Από το πρωί ως το βράδυ παίζει το φόβο του βελζεβούλ – Μητσοτάκη που έρχεται για να εφαρμόσει τις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το ασφαλιστικό Πινοσέτ, την περικοπή των συντάξεων, την κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις επιχειρησιακές συμβάσεις των επτά ημερών.

Ναι, η δεξιά θα έρθει αγριεμένη. Για να φέρει ακόμα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα και αντιλαϊκά μέτρα.

Ίσως πιο ακραία και από τις ιδιωτικοποιήσεις λιμανιών, αεροδρομίων και σιδηροδρόμων, από την περικοπή του ΕΚΑΣ, από την αύξηση ορίων ηλικίας στα 67 και τις μειώσεις συντάξεων με το νόμο Κατρούγκαλο, από την επέκταση της μερικής απασχόλησης, από την εμπέδωση των επιχειρησιακών συμβάσεων, από τις προκλητικές φοροαπαλλαγές και τα δώρα σε εφοπλιστές, COSCO και ολιγάρχες.

Tα παραπάνω κατορθώματα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί, όντως, να υπολείπονται μπροστά στα μελλούμενα κατορθώματα της δεξιάς παλινόρθωσης.

Ας αφήσουμε όμως στην άκρη προς στιγμήν ότι και η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πολιτική λιτότητας και διεύρυνσης των ανισοτήτων υπέρ των πλουσίων, των funds, των τραπεζών, των δανειστών, του ΝΑΤΟ. Ας ξεχάσουμε ότι το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε τα μνημόνια των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών και προσφύγων επί ΣΥΡΙΖΑ είναι πολλαπλάσια από όσα έστησαν οι προηγούμενοι.

Ακόμη και αν τα ξεχάσουμε όλα αυτά και προσπαθήσουμε απλώς να αμυνθούμε απέναντι στην επελαύνουσα δεξιά, υπάρχει ένα πρόβλημα.

Την επέλαση Μητσοτάκη δεν μπορεί να τη σταματήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ανάποδο: ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε την επέλαση Μητσοτάκη.

Οι συνέπειες του ξεπουλήματος του 2015 είναι πολύ πιο βαθιές, πιο μακρόχρονες, έχουν ιδεολογικό και πολιτικό βάθος. Η δεξιά έρχεται με όρους μαζικού ιδεολογικού-πολιτικού ρεύματος και όχι απλά ως μια ψήφο διαμαρτυρίας απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Το καλοκαίρι του 2015 εγκαταλείφθηκε ο λαός χωρίς ελπίδα. Πίστεψε ότι σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής και διεθνών συμμαχιών δεν υπάρχει εναλλακτική. Του εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι μας κυβερνούν οι αγορές και οι δανειστές από Ε.Ε. και ΔΝΤ και ότι όποιος και να κερδίζει τις εκλογές αυτό δεν αλλάζει. Το κυριότερο. Το αξιακό φορτίο, σχεδόν ενός αιώνα, της Αριστεράς της αντίστασης και της αυτοθυσίας, κατακρεουργήθηκε από το «τελικά όλοι ίδιοι είναι».

Το 2017 ο Γ. Μαυρής (που καλό είναι οι σημερινοί υβριστές του λαού να διάβαζαν τις έρευνές του καθώς από τις 14 Μαΐου είχε αποτυπώσει με σαφήνεια το εύρος της διαφοράς στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου), αποτύπωσε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες από αυτό το σοκ στην έρευνα «Άνοδος του συντηρητισμού: Πολιτικές ιδεολογίες στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο».

Στην έρευνα αυτή, ο Μαυρής αναφέρει:

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση του συντηρητισμού οφείλεται κατά βάση στην αρνητική έκβαση που είχε τελικά το πείραμα της αριστερής διαχείρισης της λιτότητας.  Η εγκατάλειψη της πολιτικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων άνοιξε το δρόμο στη συντηρητική στροφή της κοινωνίας και την πολιτική επάνοδο της Δεξιάς.

Η αριστερά απώλεσε την ιστορική ευκαιρία να εδραιώσει ηγεμονικά την παρουσία της. Η πολιτική μετάλλαξη της κυβερνώσας Αριστεράς, μετά το Δημοψήφισμα του 2015, ακύρωσε την τάση ριζοσπαστικοποίησης που εκδηλώθηκε στην ελληνική κοινωνία με την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος το 2012.

Με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και των ΑΝΕΛ) στη μνημονιακή στρατηγική, πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Οι ιδεολογικές επιπτώσεις της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ και της αποδοχής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής είναι πολύ σημαντικές και μακροπρόθεσμες. Τα τελευταία δύο χρόνια, η διάψευση των ελπίδων διόγκωσε την κοινωνική απογοήτευση και την παράλυση του κοινωνικού σώματος και προκάλεσε την στροφή στην πλήρη ιδιώτευση και τον κοινωνικό συντηρητισμό.

Εν κατακλείδι, με πολιτική ευθύνη της κυβερνώσας αριστεράς δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι, όχι μόνο για την πολιτική επιστροφή της Δεξιάς, αλλά και για την ιδεολογική της επέλαση. Όπως είναι γνωστό, η Μεταπολίτευση του 1974 συντελέστηκε με την Αριστερά στη γωνία. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η «Νέα Μεταπολίτευση», που επαγγέλθηκε αμετροεπώς το κυβερνών κόμμα, βρίσκεται πράγματι επί θύραις. Αλλά το καθεστώς που διαδέχεται την Γ’ ελληνική Δημοκρατία, για άλλη μια φορά, δεν θα φέρει αριστερή σφραγίδα.

Πράγματι, με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο της λιτότητας, εκτινάχθηκε ένα μαζικό πολιτικό – ιδεολογικό δεξιό ρεύμα που αποθεώνει το ιδιωτικό και αποστρέφεται το δημόσιο. Επανανομιμοποιεί τις βασικές ιδέες και αξίες της δεξιάς. Το νεοφιλελευθερισμό. Το ρατσισμό. Τον εθνικισμό – πατριδοκαπηλία σε συνδυασμό με το ραγιαδισμό σε ΗΠΑ-Ε.Ε., όσον αφορά την ελληνική περίπτωση. Τον κοινωνικό δαρβινισμό. Το ρεύμα αυτό έχει ισχυρή κοινωνική βάση και ιδεολογική αποδοχή και δεν είναι συγκυριακό. Το 13% της ΧΑ στους νέους είναι ένας ακόμα δείκτης.

Δεν απαντιέται επικοινωνιακά και εκλογικά. Και κυρίως δεν απαντιέται από αυτούς που η πολιτική τους πυροδότησε το συγκεκριμένο ρεύμα.

Τέτοιο ρεύμα προσπάθησε να οικοδομήσει και ο πατέρας Μητσοτάκης το 1990 πατώντας πάνω στην τότε πολιτική κρίση (σκάνδαλο Κοσκωτά) αλλά κυρίως στην «πτώση» του υπαρκτού σοσιαλισμού και του οράματος για μια άλλη κοινωνία. Εν μέρει το κατάφερε, από κοινού με το τότε ΠΑΣΟΚ. Αν δεν το κατάφερε ολοκληρωτικά (από τότε υπάρχει η προσπάθεια για ένα ασφαλιστικό τύπου Κατρούγκαλου με μειώσεις συντάξεων-αυξήσεις ορίων ηλικίας), οφείλεται στην αντίσταση του λαού στο δρόμο ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τη λιτότητα. Οφείλεται στα κινήματα μετά από 10 χρόνια ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Στα κινήματα ενάντια στον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ. Στην αντίσταση της πλειοψηφίας της Αριστεράς στον εθνικισμό και το ρατσισμό. Και βεβαίως στο ότι η Αριστερά – η όποιας μορφής και προέλευσης – δε σταμάτησε να αντιστέκεται και δεν λερώθηκε κατά βάση με τη συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ στη λογική «μην έρθει ο Μητσοτάκης».

Αυτή η «δεξιά επέλαση», που δεν έγινε ολοκληρωτικά κατορθωτή πριν 30 χρόνια και δεν κατόρθωσε να σβήσει εντελώς την ελπίδα για έναν πιο δίκαιο, βιώσιμο και ειρηνικό κόσμο, έρχεται σήμερα πιο απειλητική από ποτέ. Λόγω και κυρίως της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ – όσον αφορά την Ελλάδα. Μιράντα Ξαφά, Άδωνις Γεωργιάδης, οι αλλαλάζοντες φανατικοί του ΣΚΑΙ το επισημαίνουν καθημερινά. Το σίγουρο είναι πως αυτοί που δημιούργησαν αυτό το δεξιό μαζικό ρεύμα δε θα το σταματήσουν, όσες ψήφους κι αν υφαρπάξουν στις 7 Ιουλίου.

Οι Συριζαίοι διασκεδάζουν τις εγκληματικές ευθύνες το κόμματός τους χλευάζοντας τον λαό «Διαμαρτυρήθηκε ο λαός για τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και ψήφισε Μητσοτάκη».

Όχι.

Ο λαός δεν διαμαρτυρήθηκε για τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζοντας Μητσοτάκη. Η δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έκανε το λαό να συνηθίσει το δηλητήριο του «δεν υπάρχει εναλλακτική», «τίποτα δεν μπορεί να γίνει πέρα από όσα θέλουν οι δανειστές και οι αγορές», «όλα είναι μάταια».  Η δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ τσάκισε το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα και την προσδοκία ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

Η αποδοχή Μητσοτάκη είναι η συνέπεια όλων αυτών.

Δεν έχουμε έναν αλλοπρόσαλλο λαό που «διαμαρτύρεται για τον δεξιό ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζοντας Μητσοτάκη». Όσο κι αν αυτό το σχήμα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κι εννοείται, ότι όπως δεν ψηφίσαμε ΠΑΣΟΚ το 1993 «για να φύγει ο Μητσοτάκης», δεν θα το κάνουμε και τώρα.

Επειδή ο Μητσοτάκης νομιμοποιήθηκε την ώρα που η «πρώτη φορά αριστερά» έχοντας εκλεγεί με ένα πρόγραμμα και ζητήσει τη στήριξη του λαού σε ένα δημοψήφισμα, προσχώρησε στο αντίπαλο στρατόπεδο και εφάρμοσε τα αντίθετα. Από εκείνη τη στιγμή, ο Μητσοτάκης ερχόταν. Σήμερα απλά, επισφραγίζεται αυτή η πορεία.

Πολλά απαιτούνται να γίνουν για να ανακοπεί η συντηρητικοποίηση και να αλλάξουν οι συσχετισμοί. Χρειάζεται σύγχρονη ματιά, κατανόηση του προβλήματος, κοινή λογική και πολλά άλλα στοιχεία (που δεν έχει η σημερινή αντισυστημική αριστερά).

Όμως για αρχή πρέπει να συμφωνήσουμε ότι όπως το ΟΥΤΕ ΠΑΣΟΚ – ΟΥΤΕ ΔΕΞΙΑ ήταν μια σωστή πολιτική, έτσι και σήμερα το ΟΥΤΕ ΝΔ-ΟΥΤΕ ΣΥΡΙΖΑ είναι μια αναγκαία αφετηρία για την αντίσταση στη δεξιά πολιτική και ιδεολογία.

Τέλος εποχής

Ένα πρώτο σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Τα αποτελέσματα σηματοδοτούν με εκκωφαντικό τρόπο το τέλος εποχής που υπήρξε το 2015. Μόνο που αυτό το τέλος εποχής δεν γίνεται εύκολα παραδεκτό από την Αριστερά και τους αριστερούς. Η Ελλάδα μπήκε μετά το δημοψήφισμα σε μια νέα, πιο σκληρή και συντηρητική πραγματικότητα, με δύο όμοια κόμματα να ασκούν όμοια πολιτική, με την Αριστερά να μετρά (αλλά να μην κλείνει) τις πληγές της και με την ακροδεξιά να σηκώνει κεφάλι με ποικίλες εκφράσεις και μορφές. Ο ΣΥΡΙΖΑ τσάκισε το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα της αντιμνημονιακής περιόδου και αποδεικνύει ότι είναι ο χειρότερος νεκροθάφτης της Αριστεράς, του αξιακού της φορτίου, της διαφορετικότητάς της. Η συντηρητική στροφή είναι ισχυρή, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.

Η συντριπτική διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι όταν η κοινωνία εκπαιδεύεται διαρκώς στη λογική του «λιγότερο χειρότερου», μαθηματικά και αντικειμενικά θα έρθει το χειρότερο. Έχει αποδειχθεί χιλιάδες φορές στο παρελθόν, αποδείχθηκε και σήμερα. Ο καλύτερος λαγός του Μητσοτάκη ήταν ο Τσίπρας. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που ξέπλυνε το μνημονιακό παρελθόν της ΝΔ και η εμπέδωση του δόγματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο σε μια «ακραία» νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Οι σπασμωδικές, αγοραίες, επιδοματικού τύπου πολιτικές των τελευταίων εβδομάδων δεν συνιστούν αλλαγή πορείας, δεν είναι «άλλο μοντέλο», δεν είναι «άλλος κόσμος», όπως εναγωνίως προσπαθούσε να μας πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελούν τον φερετζέ της κυρίαρχης και επιβαλλόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.Το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι κοινά αποδεκτό από τους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος και επιβάλλεται από τους δανειστές και τον πραγματικό επικυρίαρχο της χώρας, την ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε με ένα πρόγραμμα στην εξουσία, προσχώρησε στο στρατόπεδο του αντιπάλου και εφάρμοσε τα αντίθετα. Δεν αλλάζει αυτή η γενική εικόνα με την προσομοίωση της 13ης σύνταξης και μάλιστα με προκλητικά προεκλογικό τρόπο.

Έρχεται πλέον μια καλπάζουσα φανατισμένη δεξιά-κεντροδεξιά, με απελευθερωμένες  όλες τις  νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Όσο απέτυχε η απόπειρα να ανακοπεί ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού με προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, άλλο τόσο θα αποτύχει η αντίσταση στην επερχόμενη λαίλαπα με τα χθεσινά στραπατσαρισμένα όπλα. Για να υπάρχει μια μικρή ελπίδα ανάταξης ενός ανταγωνιστικού λαϊκού κινήματος χρειάζεται ολική κατεδάφιση και ανοικοδόμηση με νέα υλικά.

Η Αριστερά με την πολιτική και τη μορφή που έχει, είναι ανυπόληπτη και αναξιόπιστη εδώ και καιρό στα μάτια του λαού αλλά και των αριστερών. Από την τεράστια φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ο πολυδιαφημιζόμενος και πολυαναμενόμενος κερδισμένος, το ΚΚΕ, τελικά όχι μόνο δεν κερδίζει, αλλά και χάνει σε σχέση με τις αντίστοιχες προηγούμενες εκλογές. Δεν βοήθησαν οι δηλώσεις «ανάνηψης» πολλών πρώην, που με όσο πάθος στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και κουνούσαν το δάχτυλο σε όσους βρέθηκαν κόντρα στο ρεύμα, με άλλη τόση βεβαιότητα θεωρούσαν ότι το ΚΚΕ θα μαζέψει όλη την αριστερή δυσαρέσκεια. Το ΚΚΕ, ακίνδυνο έως χρήσιμο για το ντόπιο και ευρωπαϊκό σύστημα, μιας και απείχε από τα άμεσα καθήκοντα και λαϊκά αιτήματα προπαγανδίζοντας απλώς την «επουράνια» λαϊκή εξουσία, για μια ακόμα φορά «άντεξε». Αφού «άντεξε» στη μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση του 2010-2015 και εκτινάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα «αντέχει» και στα απόνερά της και κερδίζει η ΝΔ. Συγχαρητήρια για την αντοχή, αλλά το ερώτημα είναι αν και πότε το ΚΚΕ θα σταματήσει απλά να «αντέχει» και θα βάλει τον εαυτό του και τις δυνάμεις του όχι απλά στην υπηρεσία του κόμματος και του εκλογικού ποσοστού, αλλά στην υπηρεσία της ανάταξης του λαϊκού κινήματος. Θα είναι  μάλιστα δύσκολο για το ΚΚΕ το στοίχημα αν σε τριάντα ημέρες μπορέσει να αντέξει το δίλημμα του διπολισμού, ή αν χάσει κι άλλο από το ποσοστό του.

Ο μόνος από τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που κερδίζει, είναι ο Βαρουφάκης, και αυτό ήταν αναμενόμενο και έχει λογική ερμηνεία. Δεν ήταν μια αποκρουστική, αυτοαναφορική επιλογή όπως άλλες, μίλησε με ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου, υπενθύμισε τη χαμένη αξιοπρέπεια της αντίστασης του ελληνικού λαού κατά το δημοψήφισμα, δεν μπλέχτηκε ιδιαίτερα με τα «πίτουρα» της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής σκηνής. Είναι δύσκολο να κρατήσει το ίδιο ποσοστό στις βουλευτικές, συνιστά όμως μια ζωντανή υπενθύμιση ότι στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε χώρος και δυνατότητες αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.

ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ φέρνουν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα. Γνωρίζαμε ότι το ακέραιο μέρος του ποσοστού θα ήταν το μηδέν και από εκεί και πέρα το μόνο (θλιβερό) ενδιαφέρον ήταν το δεκαδικό και η κατάταξη. Ειδικά η ΛΑΕ καταβαραθρώνεται καταγράφοντας και στην κάλπη αυτό που καταλάβαινε όλος ο κόσμος πέρα από το επιτελείο της, ότι δηλαδή δεν πείθει ούτε στο ελάχιστο. Η ανάληψη ευθύνης από τον Λαφαζάνη όφειλε να είχε γίνει το 2015 όταν και έγινε φανερό ότι το συγκεκριμένο πολιτικό δυναμικό δεν μπορεί να οδηγήσει μια νέα προσπάθεια. Όφειλε επίσης να είχε συνοδευτεί με την ολοκληρωτική ανατροπή στη φυσιογνωμία και στον προσανατολισμό του σχήματος και το πλήρες διαζύγιο με τις γραφικότητες για το «σύστημα που τρέμει τη ΛΑΕ και την θάβει στις δημοσκοπήσεις». Το να μην τσακιστεί ο κόσμος που οργανωμένα μετά το 2015 διαχωρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, να μην γυρίσει με την ουρά στα σκέλια στον Τσίπρα, να μην προσχωρήσει παραδίδοντας λευκή πετσέτα στη μοναστηριακή λογική του ΚΚΕ, να μην ιδιωτεύσει, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα αλλά και καθήκον όσων καταλαβαίνουν το μέγεθος της ήττας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το συγκεκριμένο επιτελείο της βλέποντας «την κατσίκα του γείτονα» θα επιχειρήσει να χρυσώσει το χάπι. Η διαστροφή της πραγματικότητας θα είναι μια μικρή εκδοχή τού “αντέξαμε” με προσφυγή στις έδρες (λόγω απλής αναλογικής και όχι στα ποσοστά ή στις ψήφους) των αυτοδιοικητικών σχημάτων. Υποκριτικά θα παραβλεφθεί και η φαιδρότητα δύο αντίπαλων ψηφοδελτίων του συγκεκριμένου “μετωπικού σχήματος” στους κεντρικούς δήμους (όπου μετά τη …”νίκη” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επί της ΛΑΕ θα συζητηθεί η …”νίκη” του ΣΕΚ επί του ΝΑΡ).

Το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα σημαίνει ότι οι δυνάμεις που σήμερα είναι εντός ή εκτός της υπαρκτής Αριστεράς και που αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ήττας και της δουλειάς που πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί, παίρνουν διαζύγιο με τη συνήθεια. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες που τους κρατούν δέσμιους σε πρόσωπα, σχήματα και καταστάσεις που διατηρούν την Αριστερά βουλιαγμένη, ακίνδυνη, αυτοαναφορική, μόνιμα ικανοποιημένη με τον εαυτό της και μόνιμα αναξιόπιστη στην κοινωνία και στον εργαζόμενο λαό.

δημοτική

Ένας Δήμος για όλους

Δημοτική κίνηση Δήμου Συκεών-Νεάπολης “Η ΠΟΛΗ ΑΛΛΙΩΣ” – Ποιοι είμαστε

Μέτρα κοινωνικής πολιτικής

Είναι γνωστό ότι η κατάσταση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο ‘’Καλλικράτης’’ αρχικά και ο ’’Κλεισθένης’’ στην συνέχεια με την ενσωμάτωση των μνημονίων απομάκρυναν τους πολίτες από την ενεργή συμμετοχή και μετέτρεψαν τους Δήμους σε εργαλείο εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Οι αντισυνταγματικές περικοπές των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) νομιμοποιήθηκαν στερώντας από την τοπική αυτοδιοίκηση τεράστια έσοδα( 26 δις ευρώ θα φθάσουν οι παρακρατηθέντες φόροι από το 2010 μέχρι το 2022 σύμφωνα με στοιχεία της ΚΕΔΕ). Αυτός ο οικονομικός στραγγαλισμός πρόθυμα χρησιμοποιήθηκε από πολλές δημοτικές αρχές για την επέκταση της λογικής της “επιχειρηματικότητας” και την διασύνδεση των δημοτικών αρχών με ιδιωτικά συμφέροντα, στα οποία παραχωρούνται βασικές λειτουργίες ,όπως η διαχείριση απορριμμάτων, και οι κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες.

Είναι επίσης γνωστό ότι οι επιπτώσεις της πολύπλευρης κρίσης είναι εμφανείς και αφορούν όλο και περισσότερους συμπολίτες μας .Τα φαινόμενα της φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης εντείνονται και τα αστικά κέντρα αποτελούν κατεξοχήν το πεδίο εμφάνισης νέων φαινομένων αποκλεισμού. Χιλιάδες συμπολίτες μας στερούνται τα στοιχειώδη: εργασία, στέγη, τροφή, ρεύμα, ιατρική περίθαλψη. Μέσα σε αυτό το τοπίο με βασικό γνώρισμα την ανασφάλεια και την ανεργία η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορείκαι πρέπει να εφαρμόσει ενεργητικές πολιτικές που θα υπερασπίζονται και θα υπηρετούν τις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Ως ΠΟΛΗ ΑΛΛΙΩΣ θεωρούμε ότι συγκεκριμένα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση είναι:

  • Η δραστική μείωση των ανταποδοτικών τελών και του δημοτικού φόρου, ώστε να ελαφρυνθούν οι λαϊκές κατοικίες και να απαλλαγούν από αυτά οι άνεργοι/ες και όσοι ζουν στο όριο της φτώχειας. Στόχο βέβαια, αποτελεί η σταδιακή κατάργησή τους, προκειμένου να μην πληρώνουν διπλά και τριπλά οι πολίτες για τις ίδιες υπηρεσίες.
  • Η διασφάλιση του δικαιώματος σίτισης και στέγασης για όλους τους συμπολίτες μας με επιστράτευση όσων δημοτικών πόρων απαιτούνται και η επανασύνδεση του κομμένου ρεύματος σε κάθε λαϊκή κατοικία με την βοήθεια του Δήμου.
  • Η κατάργηση ηλεκτρονικών κατασχέσεων μισθών και περιουσίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων για χρέη σε δήμους.
  • Η κατάργηση κάθε μορφής ελαστικής εργασίας, η προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον Δήμο, η παύση των απολύσεων και οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού σε όλες τις κενές θέσεις του Δήμου.
  • Η κατάργηση των τροφείων , η ένταξη όλων των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς και η δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή σε δημόσια νηπιαγωγεία για όλα τα νήπια και προνήπια.
  • Η υποστήριξη και ενίσχυση των ΚΑΠΗ ως χώρων ψυχαγωγίας και πολιτισμού.
  • Η ενίσχυση και υποστήριξη του μαζικού- ερασιτεχνικού αθλητισμού.
  • Η ελεύθερη πρόσβαση των ανέργων στους χώρους αθλητισμού και στα δημοτικά γυμναστήρια.
  • Η υποστήριξη του πολιτισμού ως κοινωνικού αγαθού και όχι ως εμπορεύσιμου προϊόντος με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Η αξιοποίηση χώρων πολιτισμού (Πολιτιστική Γειτονιά) για συνδιοργάνωση εκδηλώσεων – φεστιβάλ με καλλιτεχνικές ομάδες, η παραχώρηση χώρων για στέγαση καλλιτεχνικών ομάδων, η δημιουργία κινηματογραφικής λέσχης, η ελεύθερη πρόσβαση σε θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές ή άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις για μαθητές|τριες, φοιτητές|τριες, χαμηλόμισθους και άνεργους πρέπει να αποτελούν το αντίβαρο στις υψηλού κόστους εκδηλώσεις βιτρίνας και να καθιστούν τον πολιτισμό καθιστούν καθημερινότητα και όχι είδος πολυτελείας.
  • Η παροχή δωρεάν υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας στα δημοτικά ιατρεία και η παράλληλη κινητοποίηση για την υπεράσπιση του δημόσιου συστήματος υγείας. Συγκεκριμένα ο Δήμος πρέπει να ενεργοποιεί τους πολίτες και να είναι αμέριστος συμπαραστάτης σε κάθε προσπάθεια διεκδίκησης δωρεάν, αποκλειστικά δημόσιας κα ποιοτικής περίθαλψης για όλους τους πολίτες.
  • Η υποστήριξη και διεύρυνση των σημερινών δομών αλληλεγγύης(κοινωνικών παντοπωλείων, κοινωνικών φαρμακείων, δημοτικών ιατρείων).Υπ αυτήν την έννοια ο Δήμος πρέπει να αποτελεί μοχλό οργάνωσης τέτοιων δομών, όχι όμως στην λογική της φιλανθρωπίας και της πελατειακής σχέσης ,αλλά στην λογική της συνδιαμόρφωσης ,της συνεργασίας και της αυτοδιαχείρισης τους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η ανάθεση, καλλιεργείται η αυτενέργεια και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια νέα συλλογική συνείδηση και συλλογική διεκδικητική δράση
  • Η υποστήριξη και προώθηση συνεργατικών θεσμών αλληλέγγυας οικονομίας.
  • Η διεκδίκηση ενός δημόσιου φορέα για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς με πυκνά δρομολόγια, σύγχρονα οχήματα και δωρεάν μετακίνηση χαμηλόμισθων εργαζομένων, άνεργων, φοιτητών\σπουδαστών και μαθητών.
  • Η δημιουργία και λειτουργία δομών φιλοξενίας και υποστήριξης προσφύγων, οι οποίες θα είναι ενταγμένες στην κοινωνική και πολιτική ζωή, ανοιχτές στην κοινωνία και θα προσφέρουν στέγη και δυνατότητα για εργασία.

Ως ΠΟΛΗ ΑΛΛΙΩΣ πιστεύουμε ότι

Πέρα από τα παραπάνω μέτρα που μπορεί να εφαρμόσει ο Δήμος, χρειάζεται ένας ριζικός αναπροσανατολισμός του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε σχέση με την κεντρική εξουσία και την κοινωνία από την άλλη. Από ένα μοντέλο «φερέφωνου» της κυβέρνησης ή προσχηματικής διαμαρτυρίας πρέπει να περάσουμε σε έναν δήμο που θα συγκρουστεί με τις κυρίαρχες πολιτικές της λιτότητας, των μνημονίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έναν Δήμο που θα υπερασπίζεται τους “πολλούς” και θα συνδιαμορφώνει μαζί τους ένα πολιτικό πρόγραμμα αλλαγών και ρήξεων. Που θα υπερασπίζεται την μόνιμη εργασία, τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας, της παιδείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, του πολιτισμού ,του αθλητισμού και δεν θα παγιδεύεται στο πλαίσιο της μνημονιακής νομιμότητας. Που θα συμβάλλει στην συγκρότηση ενός ισχυρού κινήματος σε τοπικό επίπεδο και δεν θα περιοριστεί σε μια πολιτική διαχείρισης του συστήματος αλλά θα προχωρήσει στην ρήξη με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές που αποσκοπούν στην υφαρπαγή των κοινωνικών αγαθών.

Πηγή: https://ipolialliws.home.blog