Άρθρα

Η δημοκρατία είναι νεκρή

Πάρα πολλοί Αμερικανοί λατρεύουν να καυχώνται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι δημοκρατία. Αυτή η ιδέα γίνεται άκριτα αποδεκτή και αναφέρεται και ως απόδειξη της ανωτερότητας της χώρας. Κάθε δημόσια δραστηριότητα και εκδήλωση είναι μια ευκαιρία να επαναληφθεί και να αναβαθμιστεί αυτή η ψευδής αφήγηση. Εκδηλώσεις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως οι εκλογές, οι γιορτές, οι διαφημίσεις, οι σχολικές εκδηλώσεις και η θρησκευτική λατρεία χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με τον βαθμό εξουσίας που έχει ο μέσος πολίτης έναντι της κυβέρνησής του. Φυσικά, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή η αφήγηση ήταν και παραμένει ψέμα. Τα λεξικά ορίζουν τη δημοκρατία ως την κυβέρνηση που εκπροσωπεί τους πολίτες μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων, ή ως τον κανόνα που η πλειοψηφία αποφασίζει, ή ως την κοινωνία που παρέχει ίσα δικαιώματα σε όλους. Η ιστορία αυτής της χώρας σπάνια ανταποκρίθηκε σε κάποια από αυτές τις περιγραφές. Στο πρόσφατο όμως παρελθόν, η ιδέα ότι αυτή η χώρα είναι δημοκρατία εξελίχθηκε σε φάρσα. Δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά αυταπάτες, ενώ κάθε δύναμη που ασκεί ο λαός είναι δυστυχώς ανεπαρκής.

Αυτή η κατάσταση είναι προφανής σε όποιον προσέχει. Οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν καταφέρνουν αυτό που επιδιώκουν από το πολιτικό σύστημα, αλλά παίρνουν το αντίθετο από αυτό που θέλουν. Ο ρυθμός που προχωρά το ολιγαρχικό κράτος έχει επιταχυνθεί τελευταία, αλλά η δυναμική ήταν εμφανής εδώ και αρκετό καιρό.

Ακόμη και η ακαδημαϊκή ελίτ γνωρίζει, έχει δώσει στοιχεία σε μια συζήτηση που όμως αγνοείται. Οι καθηγητές Martin Gilens του Πανεπιστημίου Princeton και Benjamin Page του Πανεπιστημίου Northwestern είναι οι συγγραφείς της μελέτης «Δοκιμές Θεωριών της Αμερικανικής Πολιτικής: Ελίτ, Ομάδες Ενδιαφέροντος και Μέσος Πολίτης». Ενώ η δουλειά τους δεν χρησιμοποιεί τη λέξη ολιγαρχία, οι συγγραφείς είναι αρκετά σαφείς στα ευρήματά τους. Ο καθηγητής Gilens έδωσε μια σύντομη περίληψη των συμπερασμάτων τους:

«Θα έλεγα ότι σε αντίθεση με τι σας οδηγούν να πιστεύετε δεκαετίες έρευνας της πολιτικής επιστήμης, οι απλοί πολίτες δεν έχουν ουσιαστικά καμία επιρροή σε αυτό που κάνει η κυβέρνησή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, οι οικονομικές ελίτ και οι ομάδες συμφερόντων, ειδικά εκείνες που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις, έχουν σημαντικό βαθμό επιρροής. Η χάραξη κυβερνητικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες αντικατοπτρίζει τις προτιμήσεις αυτών των ομάδων – οικονομικών ελίτ και οργανωμένων συμφερόντων».

Παρόλο που αυτή η μελέτη δεν επηρέασε ιδιαίτερα τη δημόσια συζήτηση, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παραβίαση της λαϊκής βούλησης είναι προφανής για όλους. Εάν αυτό δεν ίσχυε, ο κατώτατος μισθός θα ήταν υψηλότερος, δεν θα υπήρχαν περικοπές στα επιδόματα και οι Αμερικανοί θα είχαν ένα καθολικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Δεν θα υπήρχαν συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών NAFTA ή TPP που εξαναγκάζουν σε έναν αγώνα προς τα κάτω τους μισθούς των εργαζομένων, καταστρέφουν ολόκληρα οικοσυστήματα και παραβιάζουν την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Εάν αυτή η χώρα ήταν πραγματικά δημοκρατική, η πόλη του Ντιτρόιτ δεν θα είχε καταθέσει πτώχευση για τον απλό λόγο ότι οι ψηφοφόροι στο Ντιτρόιτ, όπως και στην πολιτεία του Μίσιγκαν, ψήφισαν για την κατάργηση του νόμου για τον μάνατζερ έκτακτης ανάγκης που προκάλεσε την πτώχευση.

Οι Αμερικανοί δεν θέλουν τις ολοένα και συχνότερες παρεμβάσεις σε κάθε γωνιά της γης να επιβάλλονται από τον ένα πρόεδρο μετά τον άλλον, αλλά αυτό είναι που παίρνουν. Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα κλιματικής αλλαγής που δημιουργούνται από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Δεν θέλουμε οι πλούσιοι άνθρωποι να ελέγχουν την πολιτική, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πει ξανά και ξανά ότι το χρήμα ισούται με το λόγο και οι αποφάσεις αυτές αποδεικνύουν το βασικό συμπέρασμα της παραπάνω μελέτης. Με απλά λόγια, το χρήμα έχει λόγο, και αυτοί που δεν έχουν χρήμα, δεν έχουν φωνή.

Εάν δεν συνέβαινε αυτό, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν θα ήταν φτωχότεροι από τους αντίστοιχους ομολόγους τους στον υπόλοιπο κόσμο. Η λεγόμενη μεσαία τάξη σε αυτήν τη χώρα είχε τη δυνατότητα να ζει καλύτεροι από τη μεσαία τάξη στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν ισχύει πλέον με τη στασιμότητα των μισθών και την απώλεια θέσεων εργασίας. Δεν ισχύει με μια χώρα που δεν εφαρμόζει αναδιανομή εισοδήματος που θα προστάτευε τους ανθρώπους από τη φτώχεια. Σε μια δημοκρατική χώρα, η Walmart με τους κατώτερους μισθούς της δεν θα ήταν ο μεγαλύτερος εργοδότης. Η μεταποίηση που κάποτε κυριαρχούσε στο οικονομικό τοπίο θα εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού με υψηλότερους μισθούς και με άλλα οφέλη που παρέχουν οικονομική ασφάλεια.

Σε μια δημοκρατία, ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δημιούργησε την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, δεν θα είχε διασωθεί. Θα είχαν διασωθεί όμως οι εργαζόμενοι. Οι εταιρείες δεν θα λάμβαναν φοροαπαλλαγές και άλλες κρατικές επιδοτήσεις. Οι εργαζόμενοι θα λάμβαναν. Και αν ο μέσος άνθρωπος είχε κάποιο λόγο στο θέμα, οι μεγάλοι τραπεζίτες θα ήταν τώρα πίσω από τα κάγκελα.

Ο μύθος της αμερικανικής δημοκρατίας είναι μόνο ένας από τους πολλούς που λατρεύονται στην εποχή της άγνοιας και της δυσπιστίας, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να συνεχίζεται η σύγχυση και η αυταπάτη. Η μόνη φορά που θα δοκιμάσουμε πώς είναι μια δημοκρατία είναι η στιγμή που θα αποφασίσουμε ότι δεν την έχουμε, αλλά ισχυριστούμε ξεκάθαρα ότι σκοπεύουμε να την αποκτήσουμε.

Η ψεύτικη αφήγηση φθείρεται καθώς η ποιότητα ζωής πέφτει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι δημοκρατικό έθνος, εάν το μόνο δικαίωμα που έχουν οι πολίτες είναι να πηγαίνουν σε ένα εκλογικό τμήμα κάθε λίγα χρόνια. Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να φετιχοποιούμε ό, τι σαφώς δεν λειτουργεί για την πλειοψηφία των ανθρώπων και να αρχίσουμε να μιλάμε για κάτι νέο. Σε τελική ανάλυση, η τρέλα, σύμφωνα με τον ορισμό, είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, αλλά να περιμένεις ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Το μόνο αποτέλεσμα που έχουμε να δείξουμε, είναι ότι κουμάντο κάνουν οι ελίτ. Αν αυτό είναι αποδεκτό, τότε οι άνθρωποι, πραγματικά έχουν τρελαθεί.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis

Πώς μια ταινία αναπτέρωσε τον φασισμό στην Αμερική και βοήθησε στην εκλογή του Τραμπ

Το antapocrisis αναδημοσιεύει το παρακάτω άρθρο γιατί ανεξάρτητα από την εκτίμηση για την καλλιτεχνική και φιλοσοφική αξία μιας ταινίας, επιχειρεί να ερμηνεύσει την υλική βάση του Τραμπισμού πολύ ευρύτερα και μάλλον ουσιαστικότερα από την περιοριστική εικόνα του αμόρφωτου Αμερικανού του καθυστερημένου Νότου. Ως τέτοιο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξηγεί το βάθος και την έκταση του φαινομένου καθώς και τις ρίζες του στο “τέλος της ιστορίας”.

Τι θα απαντούσατε στο ερώτημα για το ποια ταινία είχε την μεγαλύτερη επιρροή στον 21ο αιώνα μέχρι τώρα; Και μιλώ για πραγματική, απτή επιρροή. Επιρροή που βιώνουμε κάθε μέρα. Η ταινία στην οποία αναφέρομαι, κυκλοφόρησε το 1999. Αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που κουράζεται από το κενό νόημα του κόσμου. Μιλώ φυσικά για το Fight Club.

Κατά το γράψιμο αυτού του άρθρου, το Fight Club κατατάσσεται στην 11η θέση στις αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών στη λίστα του IMDB. Όταν κυκλοφόρησε, οι κριτικοί ήταν πολύ διχασμένοι και η ταινία απέτυχε να ενθουσιάσει το κοινό της. Από τότε όμως, έχει γίνει αντικείμενο λατρείας, κυρίως από νεαρούς λευκούς άντρες που αναζητούν σκοπό στη ζωή τους.

Για μένα, η ταινία έμοιαζε πάντα σαν φασιστικός ψευδο-πνευματισμός τυλιγμένος σε περιττή βία. Ο Ρότζερ Έμπερτ καταλάβαινε καλύτερα τη ματαιοδοξία της ταινίας, όταν έγραψε ότι το Fight Club είναι «ένας συναρπαστικός περίπατος μεταμφιεσμένος σε φιλοσοφία» και μία από τις «πιο ειλικρινείς και χαρούμενες φασιστικές ταινίες μεγάλων αστέρων». Οι υποστηρικτές της ταινίας ισχυρίζονται ότι είναι μια κριτική του φασισμού, του καταναλωτισμού και της τοξικής αρρενωπότητας. Λένε ότι ο Aφηγητής, σκοτώνοντας τον Τάιλερ, αποδεικνύει την ειρωνική του πρόθεση. Είναι ο τρόπος του να πει «ήταν απλώς μια φάρσα». Διαφωνώ εντελώς.

Το Fight Club δεν είναι κριτική. Είναι μια αδιάκοπη απολογία. Ο Aφηγητής, που σκοτώνει τον Τάιλερ, δεν απαλλάσσεται από αυτό που έχει κάνει. Δεν αποδεικνύει επίσης ότι έχει μάθει κάτι ή ότι έχει γίνει καλύτερο άτομο. Ενώ κάποιοι βλέπουν λύτρωση στη δολοφονία-αυτοκτονία, εγώ βλέπω αποδοχή. Ο Aφηγητής δεν χρειάζεται πια ένα alter ego. Έχει πλέον εσωτερικεύσει αυτό που αρχικά πρόβαλε στον Tyler. Η τελική σκηνή, στην οποία κοιτάζει ασταμάτητα και δίχως συναισθήματα να ξετυλίγεται η τρομοκρατική συνωμοσία, είναι περαιτέρω απόδειξη ότι έχει γίνει πλέον Tyler.

Αυτή η συζήτηση θα είχε μικρή σημασία εάν περιοριζόταν στη συζήτηση της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας μιας ταινίας. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ότι το Fight Club και η «φιλοσοφία» που υποστηρίζει, έχουν φτάσει πολύ πέρα ​​από τα σαλόνια των κριτικών της ταινίας. Η ταινία συνέβαλε στην ψυχολογική μιζέρια μιας ολόκληρης γενιάς και αναζωογόνησα πολλές τοξικά και επικίνδυνα ρεύματα που τελικά οδήγησαν στην εναλλακτική ακραία δεξιά (alt-right) και εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Για εκείνους που είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται, η δεκαετία του ’90 ήταν μια χαμένη δεκαετία που ορίστηκε από το παράξενο συναίσθημα ότι είχαμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας», αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν ιστορικό κενό. Ο 20ος αιώνας είχε τελειώσει τον Δεκέμβριο του 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε την Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Δέκα χρόνια έμειναν ξεκρέμαστα ανάμεσα σε δύο αιώνες, χάθηκαν ανάμεσα σε δύο χιλιετίες, περιπλανώμενα στο χρόνο.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Κομπτ-Σπονβίλ, σε ένα δοκίμιο του 2004, υποστήριξε ότι η πτώση του κομμουνιστικού ανατολικού μπλοκ άφησε την καπιταλιστική Δύση χωρίς σαφή συνείδηση του εαυτού της. Από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, εμείς στον «πρώτο κόσμο» ορίσαμε τον εαυτό μας βάζοντάς τον σε αντίθεση με τον δεύτερο και τον τρίτο κόσμο. Οι εθνικές μας επιστημολογίες και οι μεταφυσικές βασίστηκαν σε αντίθεση και σύγκριση με τους Άλλους. Όταν ο Μεγάλος Άλλος εξαφανίστηκε, δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πια ποιοι είμαστε.

Ταινίες από τη δεκαετία του ’90 περικλείουν αυτό το αίσθημα απελπισίας, εγκατάλειψης, έλλειψης σκοπών. Μόνο το 1999 μας έδωσε το Matrix, το Office Space, το Fight Club, το American Beauty και το Eyes Wide Shut. Οι πρωταγωνιστές όλων αυτών των ταινιών είναι λευκοί άντρες που αισθάνονται ότι η ζωή τους (προσωπική, επαγγελματική, σεξουαλική) βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθούν να δημιουργήσουν νόημα σε ένα παράλογο κόσμο μέσα από την εξέγερση, τη βία και το σεξ.

Όταν τελικά ήρθε ο 21ος αιώνας, ξεκίνησε μέσα στη βία και στο χάος. Μας υποσχέθηκαν ιπτάμενα αυτοκίνητα και έναν καλύτερο, ειρηνικό κόσμο. Το μόνο που πήραμε ήταν συντριβή αεροπλάνων στους Δίδυμους Πύργους, φόβο και άνοδο του αυταρχισμού. Ως κοινωνία, χρειαζόμαστε έναν Μεγάλο Άλλο για να μας κάνει να νιώθουμε σαν να είμαστε εμείς οι καλοί. Τον βρήκαμε πολύ εύκολα. Οι ισλαμιστές έγιναν οι νέοι κομμουνιστές. Το μεγάλο χάσμα μετακινήθηκε από τις κοινωνικοοικονομικές πολιτικές σε μια πολύ πιο απλοϊκή διχοτόμηση ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς. Είμαστε Εμείς και απέναντι ο άξονας του Κακού. Ο Ντικ Τσένι χαρακτήρισε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ως «υπαρξιακή σύγκρουση».

Η μελαγχολία της δεκαετίας του ’90 μετατράπηκε σε υπαρξιακό φόβο κατά τη δεκαετία του 2000. Με την αρρενωπότητα και τις παραδοσιακές δυτικές αξίες να δέχονται επίθεση, τα χειρότερα πνευματικά κινήματα επανεμφανίστηκαν σε ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος, ενισχυμένα από νέα παγκόσμια εργαλεία επικοινωνίας: το Διαδίκτυο και, σύντομα, τα κοινωνικά δίκτυα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες αυτές οι κινήσεις θα βρίσκουν στο Fight Club, την τέλεια έκφραση των βασικών αρχών τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι που προσηλυτίστηκαν σε αυτά τα ρεύματα, θα λατρέψουν αυτήν την ταινία και θα την κρατήσουν ως Ευαγγέλιο.

Το Fight Club δοξάζει τον ανδρισμό, τον μηδενισμό, την έλλειψη πίστης και τον φασισμό. Εξυψώνει τον λευκό νεαρό άνδρα που βρίσκει νόημα στην επιβολή της ανδρικότητάς του, μεταχειρίζεται τις γυναίκες σαν θηράματα προς κυνήγι, απορρίπτοντας κοινωνικούς κανόνες, αρνούμενος τις παραδοσιακές αξίες, φλερτάροντας με το μηδέν.

Είναι συναρπαστικό να βλέπουμε πώς το Fight Club έχει γίνει μια φιλοσοφική αναφορά και, σε κάποιο βαθμό, μια εξιδανικευμένη εκδοχή της ζωής, για τους ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ανδρών, για όσους θεωρούν ότι το σεξ με τις γυναίκες είναι αποτέλεσμα επιστημονικού σχεδιασμού (pick-up artists), για όσους δεν βρίσκουν γυναίκα παρόλο που το επιδιώκουν (incels), για τους νέους άθεϊστές, για τις ομάδες πολιτοφυλακών όπως το Fraternal Order of Alt-Knights ή τους Proud Boys, για τον Steve Bannon και το Breitbart, και για μισογυνιστές όπως ο Jordan Peterson.

Όλες αυτές οι ομάδες και οι άνθρωποι ζουν σε έναν κόσμο όπου οι λευκοί άντρες είναι καταπιεσμένοι:

Από τις γυναίκες που τους αρνούνται το σεξ που τάχα τους οφείλουν, αναγκάζοντάς τους να μην έχουν σεξουαλική ζωή, παρά το ότι την επιδιώκουν.

Από κάποιον άλλο άνδρα που επιτυγχάνει σεξουαλικά με τις γυναίκες, κλέβοντάς τες από τους «καλούς» στους οποίους υποτίθεται ότι ανήκουν οι ίδιοι.

Από την κοινότητα LGBTQ+, από ακτιβιστές κοινωνικών δικαιωμάτων, και από αυτό που αποκαλούν «ιδεολογία της αφύπνισης», σύμφωνα με την οποία όλοι οι άλλοι συνωμοτούν για να μειώσουν τα δικαιώματα των λευκών ανδρών για να αυξήσουν τα δικά τους.

Από αλλοδαπούς φυσικά, στη διαδικασία που αποκαλούν Μεγάλη Αντικατάσταση.

Και, φυσικά, όλες αυτές οι ομάδες έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό που είναι τώρα γνωστό ως alt-right (Εναλλακτική Δεξιά). Αρτίστες του σεξουαλικού πεσίματος, νέοι αθεϊστές, σκεπτικιστές, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ανδρών, αποτελούν πλέον τον πυρήνα αυτής της νέας ακροδεξιάς, φασιστικής ιδεολογίας της οποίας ηγέτης είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και Βίβλος είναι το Fight Club.

Με πολλούς τρόπους, ο Τραμπ προσωποποιεί όλα αυτά που εκτιμούν αυτοί οι άντρες στον Τάιλερ του Fight Club. Ο Τραμπ είναι απροκάλυπτα μισογύνης, αγκαλιάζει με υπερηφάνεια τις απόψεις της Λευκής Ανωτερότητας, είναι εντελώς ρατσιστής, δεν δείχνει σεβασμό στις κλασικές αξίες ή στο πρωτόκολλο, είναι ομοφοβικός που επαινεί την τοξική αρρενωπότητα. Είναι ανοιχτά αυτό που ελπίζουν οι ίδιοι να είναι κρυφά.

Το Fight Club βοήθησε στη γέννηση μιας νέας φυλής φασισμού στην Αμερική. Αποκρυσταλλώνει τον φόβο των νέων λευκών αντρών και τους έδωσε έναν χάρτη πορείας για να βρουν νόημα στην λύπηση προς τον εαυτό τους και στο μίσος προς τους άλλους. Μας έδωσε την ακροδεξιά και τον Ντόναλντ Τραμπ.

Το Fight Club είναι πιθανώς η πιο καταστροφική ταινία που έγινε ποτέ.

Πηγή: Medium

Μετάφραση: antapocrisis

Εικόνες γελοίες, εικόνες θλιβερές. Εποχή της παρακμής, εποχή των τεράτων.

Φρίττουν με ιερή αγανάκτηση οι απανταχού τον κόσμο υποστηρικτές της αστικής δημοκρατίας με όσα συνέβησαν στο Καπιτώλιο από τους οπαδούς του Τραμπ. Γελούν, αλλά και ταυτόχρονα ανησυχούν, όλοι οι υπόλοιποι. Ένας όχλος αποτελούμενος από ακροδεξιούς, από θρησκόληπτους, από οπαδούς της Λευκής Υπεροχής, από τύπους με κέρατα στο κεφάλι και αρκουδοτόμαρα, από μέλη της Κου Κλουξ Κλαν, από τον Μπάτμαν και από τον Κάπτεν Αμέρικα, εισέβαλε ανενόχλητος στο Καπιτώλιο. Τη στιγμή μάλιστα που το ανώτατο νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ επικύρωνε τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών.

Αυτό είναι πραξικόπημα, ουρλιάζουν με στόμφο οι οπαδοί της Δυτικής Δημοκρατίας.

Αυτό, δεν είναι πραξικόπημα.

Και ο Κάπτεν Αμέρικα στη μάχη

Είναι σοβαρό, είναι και γελοίο. Είναι κωμικό, είναι και θλιβερό. Είναι σαπίλα, είναι και κίνδυνος. Είναι ένδειξη της βαθιάς διαίρεσης και της πολιτικής κρίσης των ΗΠΑ. Είναι πάνω από όλα απόδειξη παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Οι χθεσινές εικόνες ήταν η τρίτη κατά σειρά χρεοκοπία της παγκόσμιας υπερδύναμης μέσα σε λίγους μήνες. Είχε προηγηθεί η παταγώδης αποτυχία της διαχείρισης της πανδημίας με τις ΗΠΑ να βρίσκονται μακράν πρώτες σε απώλειες από τον κορωνοϊό. Η ισχυρότερη χώρα του κόσμου αποδεικνύεται συστηματικά και επί μήνες, η πλέον αδύναμη να συγκροτήσει αποτελεσματικό δίκτυ κοινωνικής και υγειονομικής προστασίας. Ακολούθησε, ένα μήνα πριν, η υπογραφή της RCEP, της μεγαλύτερης οικονομικής ζώνης του πλανήτη που περιλαμβάνει την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ν. Κορέα, την Αυστραλία και όλες τις άλλες χώρες της ΝΑ Ασίας και της Ωκεανίας. Η Κίνα αναδύεται, συμβολικά και πραγματικά, σε δεσπόζουσα δύναμη, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ από τις άλλοτε δεδομένες ζώνες επιρροής τους. Και έρχεται και η χθεσινή εικόνα με τις ορδές των βαρβάρων να εισβάλουν στο Καπιτώλιο, γελοιοποιώντας την υπερδύναμη στα μάτια όλου του πλανήτη.

Εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια άνθρωποι βάζουν τα γέλια με τους οπαδούς του Τραμπ αλλά όχι μόνο: Μειδιούν με την αδυναμία των ΗΠΑ να προστατεύσουν την αξιοπιστία της προεδρικής εκλογής, αλλά και την ίδια τη διαδικασία ανάδειξης του προέδρου τους από το ανώτατο νομοθετικό σώμα. Χαμογελούν με τις γραφικότητες, ανησυχούν με το βάθος και την έκταση του κοινωνικού αγριανθρωπισμού και της βαθιάς καθυστέρησης, όμως σε κάθε περίπτωση καταλαβαίνουν ότι «ο βασιλιάς του πλανήτη είναι γυμνός». Όχι μόνο γυμνός, αλλά και γελοίος. Παραπέμπει στις τελευταίες μέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με όλη την αντίστοιχη παρακμή, την αλλοφροσύνη, το χάος και τη φαιδρότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η τροπή των γεγονότων δεν μπορεί να εγκυμονεί ακόμα χειρότερες εξελίξεις.

Στις ΗΠΑ είναι εμφανής η εικόνα μιας εκτεταμένης φασιστικοποίησης που θυμίζει τις μαύρες σελίδες του φασισμού και του ναζισμού. Πρόκειται για ρεύμα που τροφοδοτείται όχι μόνο από το ανοικτό φλερτ της Δεξιάς με τις ρατσιστικές ιδέες, αλλά και από τον τρόπο που πολιτεύεται το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Φαινόμενα σαν τα χθεσινά αντλούν τη βάση τους από τέτοια ρεύματα και ακόμα χειρότερο, είναι παράδειγμα που εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη.

Οι μάζες είναι στο προσκήνιο, έστω και αν ένα σεβαστό τμήμα τους ανεμίζει τη ρατσιστική σημαία της Συνομοσπονδίας. Ο διεθνής συσχετισμός δύναμης μεταβάλλεται, καθώς η ηγεμονική δύναμη του δυτικού κόσμου εμφανίζει εικόνες παρακμής. Η αναταραχή είναι μεγάλη, αλλά η κατάσταση απέχει από το να είναι θαυμάσια. Είναι περίοδος αλλαγών, είναι καιρός μεταβάσεων και ανακατατάξεων, αλλά μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε εποχή των τεράτων.

Γερουσιαστές κρύβονται στα έδρανα

Γερουσιαστές κρύβονται στα έδρανα

Χθες, στο ναό της «παλιότερης Δημοκρατίας στον κόσμο» η δημοκρατία δεν ήταν πουθενά. Ούτε έξω, με τον μαινόμενο λαό της Δεξιάς που πιστεύει ότι ο Τραμπ συνομιλεί με τον Θεό, ούτε όμως μέσα, με το συνασπισμένο πλέον κατεστημένο Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών που ξεφορτώθηκε επιτέλους τον κλόουν που μετέτρεψε σε τσίρκο την Ουάσιγκτον. Η Ουάσιγκτον είναι η έδρα της δημοκρατίας που στέκεται επικεφαλής της Δύσης. Είναι το κέντρο που εξαπολύει πολέμους, οργανώνει πραξικοπήματα, αυθαιρετεί ασύστολα, προάγει τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, διδάσκει ότι η φτώχεια είναι φυσικό φαινόμενο και η έξοδος από αυτή εναπόκειται στην ατομική ευθύνη. Αυτό συμβολίζει η Ουάσιγκτον. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι τσίρκο. Αυτή είναι η κοινή συνισταμένη των υπερασπιστών της «παλιότερης δημοκρατίας στον κόσμο».

Το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ είναι βαθύτατα διχασμένο. Ένας πρόεδρος που σήμερα εμφανίζεται πέρα από κάθε λογική, ως απόλυτη ανορθογραφία και παραλογισμός, ήταν γέννημα θρέμμα φαινομένων που εξελίσσονται επί δεκαετίες στην αμερικανική κοινωνία και όχι μόνο: Συντηρητικοποίηση, θρησκοληψία, ανορθολογισμός, κυρίως κοινωνική αλλά και πολιτική ακροδεξιά, ρατσισμός, λευκή υπεροχή, βαθύς αντικομμουνισμός, συνωμοσιολογία. Αλλά και οικονομική κρίση, κυριολεκτική διχοτόμηση ανάμεσα στις φωτισμένες αλλά πλούσιες ελίτ και στις καθυστερημένες αλλά φτωχές μάζες των «χαμένων» της παγκοσμιοποίησης. Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός και αυτός έφερε τον «κλόουν» Τραμπ στην εξουσία. Το να αφαιρέσουμε όλο το υπόστρωμα, να μην προβληματιζόμαστε με το φαινόμενο, και απλώς να χαχανίζουμε με τις γκροτέσκο εικόνες των εισβολέων του Καπιτωλίου, δεν είναι ιδιαίτερα σοφό.

Οπαδοί του Τραμπ συνομιλούν με τον Θεό

Οπαδοί του Τραμπ συνομιλούν με τον Θεό

Μπορεί σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι να εγκαταλείπουν τον Τραμπ και να αναγνωρίζουν το αποτέλεσμα, ωστόσο μέχρι και χθες, ένα σεβαστό κομμάτι της alt-Right παράταξης, πάλευε και ΜΕΣΑ στο Καπιτώλιο να ακυρώσει τα αποτελέσματα της προεδρικής εκλογής. Οι ενστάσεις κατατίθενταν σωρηδόν ακόμα και μετά την αποχώρηση των εισβολέων και την αποκατάσταση της τάξης, από καθόλα θεοφοβούμενους, ευυπόληπτους οικογενειάρχες, σεβαστούς Γερουσιαστές και Αντιπροσώπους της ακροδεξιάς πτέρυγας των Ρεπουμπλικάνων. Απορρίφθηκαν μεν, έδειξαν όμως ότι ο τραμπισμός ως φαινόμενο ήρθε και παραμένει. Μπορεί ο επόμενος εκφραστής να είναι περισσότερο σοβαρός αλλά δεν θα είναι λιγότερο επικίνδυνος για τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη λαϊκή βούληση.

Η ελεύθερη είσοδος των κερασφόρων στην έδρα της Γερουσίας και της Βουλής, δείχνει ότι οι ίδιοι οι μηχανισμοί του αμερικανικού κράτους είναι βαθιά διχασμένοι. Οι κατασταλτικές δυνατότητες των σύγχρονων αστικών κρατών είναι τέτοιες και τόσες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα επέτρεπαν καν στους διαδηλωτές να πατήσουν το πρώτο σκαλί. Όχι να λεηλατήσουν ανενόχλητοι το γραφείο της επικεφαλής της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, εξερχόμενοι μάλιστα με τρόπαια.

Μπορεί σήμερα οι Δημοκρατικοί να εμφανίζονται ανακουφισμένοι και προασπιστές της δημοκρατίας και της έννομης τάξης, ωστόσο στα μάτια της μισής Αμερικής δεν είναι τίποτα άλλο από βαθύ κατεστημένο. Ένα κατεστημένο που με το ένα χέρι ανεμίζει την πολύχρωμη σημαία των δικαιωμάτων και με το άλλο χέρι ταΐζει το αδηφάγο τέρας του καπιταλισμού. Πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Το να εμφανίζεται η «ομιλούσα κεφαλή» Τζο Μπάιντεν, ο εκλεκτός του κεφαλαίου, η επιλογή του σκληρού κατεστημένου, ως «μπολσεβίκος», είναι απλώς ένδειξη του απόλυτου χάους, του ταξικού χάσματος και του τεράστιου αποπροσανατολισμού.

Οι Δημοκρατικοί πλέον ελέγχουν τα πάντα στις ΗΠΑ: Γερουσία, Βουλή των Αντιπροσώπων, Λευκό Οίκο. Τι θα υλοποιήσουν από όσα ζητά η αριστερή τους πτέρυγα; Τι θα εφαρμόσουν από τα αιτήματα του μαζικού κινήματος της βάσης τους; Τι θα γίνει με το Medicare for All; Τι θα συμβεί με τα προγράμματα οικονομικής στήριξης; Πώς θα εξελιχθεί η αστυνομική αυθαιρεσία και το κίνημα BLM; Οι απαντήσεις για ορισμένους είναι προφανείς, για ορισμένους άλλους θα χρειαστούν λίγοι μήνες ακόμα μέχρι να χρεοκοπήσουν οι αυταπάτες. Ας ευχηθούμε επίσης, η εσωτερική κρίση να μην εξαχθεί με έναν παροξυσμό επεμβάσεων, πραξικοπημάτων, πολέμων χαμηλής έντασης και καταστροφών σε όσες δυστυχείς χώρες δοκιμάζουν το παρακμιακό μεγαλείο της υπερδύναμης.

Με μπλουζάκι Άουσβιτς και λάφυρα από το γραφείο της Πελόζι

Με μπλουζάκι Άουσβιτς και λάφυρα από το γραφείο της Πελόζι

Από τη χθεσινή εικόνα (εντός και εκτός, πριν και μετά) του Καπιτωλίου, απουσιάζει και η δημοκρατία, και η γνήσια εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων. Η Αριστερά είναι εξαφανισμένη, και αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία από το «πραξικόπημα» των γραφικών οπαδών του Τραμπ. Γιατί οι όποιες εκφράσεις του ρεύματος της κοινωνικής δικαιοσύνης (οι μαύροι ακτιβιστές, η Squad, η δουλειά στη βάση κλπ), στοιχίζονται πλέον στην «υπεράσπιση» της δημοκρατίας πίσω όχι μόνο από τον Μπάιντεν, αλλά και τη συντριπτική πλέον πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Στοιχίζονται τόσο πολύ που καθίστανται αόρατες.

Για την Αριστερά διεθνώς, αυτό θα όφειλε να είναι το ερώτημα. Όχι νέτα σκέτα ο εξοργισμένος ακροδεξιός όχλος που εισέβαλε στο Καπιτώλιο. Γιατί απέναντι στον ακροδεξιό λαό που ζητά τη δική του «αλλαγή», δεν ορθώνεται παρά πολύ αποσπασματικά και δίχως αυτόνομη πολιτική έκφραση το λαϊκό κίνημα, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, το κίνημα των αποκλεισμένων και περιθωριοποιημένων με τη σημαία της δικής του «αλλαγής». Το φάντασμα του κομμουνισμού δεν υπάρχει παρά μόνο στα πλακάτ των ακροδεξιών της Κου Κλουξ Κλαν.

Και αυτό είναι που πραγματικά μας μελαγχολεί από τα χθεσινά γεγονότα στην καρδιά της Αμερικής.

Ο Τραμπ μάχεται τον κομμουνισμό

Ο Τραμπ μάχεται τον κομμουνισμό

ΗΠΑ: ο πόλεμος μεταξύ των ελίτ – οι ολιγάρχες τα πάνε καλά, ο λαός υποφέρει

Σε μια κλίμακα πρωτοφανή από την «μεγάλη» παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του 1930, στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα σημειώνονται οξύτατες πολιτικές επιθέσεις, διαιρέσεις και υφαρπαγές εξουσίας. Απολύσεις κυβερνητικών αξιωματούχων, έρευνες του Κογκρέσου, απαιτήσεις για προεδρική παραπομπή, κυνηγητό μαγισσών, απειλές φυλάκισης για «επίδειξη περιφρόνησης προς το Κογκρέσο» και απροκάλυπτες διαμάχες για την εξουσία έχουν θρυμματίσει τη βιτρίνα πολιτικής ενότητας και συναίνεσης ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες ισχυρές μερίδες της ολιγαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία, ο εκλεγμένος πρόεδρος παλεύει σε καθημερινή βάση να ασκήσει την κρατική εξουσία. Τα ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση κρατικά (όπως η εθνική δημόσια ραδιοφωνία) και εταιρικά όργανα μαζικής προπαγάνδας αντιπαρατίθενται στην προεδρία. Ομάδες της στρατιωτικής ελίτ και της επιχειρηματικής ολιγαρχίας συγκρούονται στην εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Οι ολιγάρχες διαπληκτίζονται και επιτίθενται ο ένας τον άλλον. Κατασκευάζουν πλαστές κατηγορίες, συνωμοτούν και εξαπατούν. Οι πολιτικοί ακόλουθοί τους, ως μάρτυρες αυτών των μνημειωδών συγκρούσεων, είναι βουβοί, κουφοί και τυφλοί ως προς  τα πραγματικά συμφέροντα που διακυβεύονται.

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον ολιγάρχη πρόεδρο και τους ολιγάρχες της αντιπολίτευσης έχει σοβαρές συνέπειες για τις αντίστοιχες μερίδες τους και για τον αμερικανικό λαό. Οι πόλεμοι και η κατάκτηση αγορών, που επιδιώκουν οι ομάδες των ολιγαρχών, ώθησαν τις αντιτιθέμενες ολιγαρχικές δυνάμεις στην απόκτηση ελέγχου επί των  μέσων πολιτικής χειραγώγησης (ΜΜΕ και δικαστικών διώξεων).

Ο έντονος πολιτικός ανταγωνισμός και η ανοικτή πολιτική αντιπαράθεση δεν έχει καμιά σχέση με τη «δημοκρατία» όπως υπάρχει σήμερα στις ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, η απουσία πραγματικής δημοκρατίας επιτρέπει στους ολιγάρχες να συγκρούονται στα σοβαρά. Ο περιθωριοποιημένος και απολίτικος λαός είναι ανίκανος να αξιοποιήσει υπέρ του τη σύγκρουση μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.

Τι δεν αφορά η «σύγκρουση» μεταξύ των ολιγαρχών

Η μάχη «ζωής και θανάτου» ανάμεσα στις μερίδες των ολιγαρχών δεν αφορά την ειρήνη!

Καμία από τις ολιγαρχικές ομάδες που εμπλέκεται σ’ αυτή τη διαμάχη δεν τάσσεται υπέρ δημοκρατικών ή ανεξάρτητων κυβερνήσεων.

Καμία πλευρά δεν επιδιώκει τον εκδημοκρατισμό της αμερικανικής πολιτικής/εκλογικής διαδικασίας ή τη διάλυση του μηχανισμού του αστυνομικού κράτους.

Καμία πλευρά δεν δεσμεύεται με «κοινωνικό συμβόλαιο» απέναντι στους Αμερικανούς εργάτες και υπαλλήλους.

Καμία δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές αλλαγές  που είναι αναγκαίες ώστε να αντιμετωπιστεί η συνεχής διάβρωση του βιοτικού επιπέδου ή η πρωτοφανής αύξηση της «πρώιμης» θνησιμότητας ανάμεσα στα εργατικά και αγροτικά στρώματα της χώρας.

Παρά τις ομοιότητές τους όμως, που απορρέουν από τον βασικό στόχο ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση της ισχύος/εξουσίας της ολιγαρχίας ενάντια στα συμφέροντα του γενικότερου πληθυσμού, υπάρχουν βαθιές διαιρέσεις σχετικά με το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του προεδρικού καθεστώτος και του κρατικού μηχανισμού.

Και τι αφορά 

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των μερίδων της ολιγαρχίας πάνω στο ζήτημα των πολέμων και των «επεμβάσεων».

Η «αντιπολίτευση»  (το Δημοκρατικό Κόμμα και κάποιες ρεπουμπλικανικές ελίτ) επιδιώκει τη συνέχιση της πολιτικής των πλανητικών πολέμων, με πιο συγκεκριμένο  στόχο την αντιπαράθεση με τη Ρωσία και την Κίνα, όπως επίσης τη συνέχιση των περιφερειακών πολέμων στην Ασία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει πεισματική άρνηση τροποποίησης της στρατιωτικής πολιτικής, παρά τις καταστροφικές συνέπειες στο εσωτερικό των ΗΠΑ (οικονομική παρακμή και αυξανόμενη φτώχεια) και διεθνώς, με τις μαζικές εθνικές εκκαθαρίσεις, την τρομοκρατία, την αναγκαστική μετανάστευση των προσφύγων πολέμου στην Ευρώπη, την πείνα και τις επιδημίες (όπως η χολέρα και ο λιμός στην Υεμένη).

Η προεδρία Τραμπ ευνοεί την ένταση της αντιπαράθεσης με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, καθώς και την επέμβαση στη Συρία, τη Βενεζουέλα και την Υεμένη.

Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει τις πολυμερείς οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες (όπως η TTP και η  NAFTA), ενώ ο Τραμπ ευνοεί τις επικερδείς «διμερείς» συμφωνίες, βασίζεται στις εμπορικές και επενδυτικές δοσοληψίες με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου και στο σχηματισμό ενός επιθετικού στρατιωτικού «άξονα» (ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ-Εμιράτων) για να ανατρέψει το εθνικιστικό καθεστώς του Ιράν και να διαμελίσει τη χώρα.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη διεξαγωγή πολέμων και βίαιης «αλλαγής καθεστώτος», προκειμένου να αντικαταστήσει ανυπάκουους «τυράννους» και εθνικιστές και να εγκαταστήσει «πελατειακές κυβερνήσεις» οι οποίες θα παραχωρούν βάσεις στην αμερικανική στρατιωτική αυτοκρατορία. Ο Τραμπ εναγκαλίζεται τους υπάρχοντες δικτάτορες που μπορούν να επενδύσουν στο εσωτερικό πρόγραμμά του για τις υποδομές.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ρόλου που παίζει παγκοσμίως η στρατιωτική ισχύς της Ουάσιγκτον. Ο Τραμπ αποβλέπει στην επέκταση του ρόλου των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά.

Και οι δύο μερίδες της ολιγαρχίας υποστηρίζουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έχουν διαφορές  όμως όσον αφορά το χαρακτήρα και τα μέσα του.

Για την «αντιπολίτευση», κάθε χώρα, μεγάλη ή μικρή, μπορεί να αποτελέσει στόχο στρατιωτικής κατάκτησης. Ο Τραμπ τείνει να ευνοεί την επέκταση των κερδοφόρων εξωτερικών αγορών μαζί με την προβολή της αμερικανικής στρατιωτικής κυριαρχίας.

Ολιγάρχες: ομοιότητες ως προς την τακτική

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ολιγαρχών δεν αποκλείει ομοιότητες ως προς τα μέσα και την τακτική. Και οι δύο ομάδες προωθούν την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, υποστηρίζουν τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και την επέμβαση στη Βενεζουέλα. Υποστηρίζουν το εμπόριο με την Κίνα και τις διεθνείς κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία και το Ιράν. Επιδεικνύουν δουλικό σέβας προς το κράτος του Ισραήλ και ευνοούν το διορισμό ανοικτά σιωνιστικών παραγόντων στον πολιτικό, οικονομικό μηχανισμό και στις μυστικές υπηρεσίες.

Αυτές οι ομοιότητες όμως υπόκεινται σε αψιμαχίες τακτικής,  πολιτικού προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Η «αντιπολίτευση» καταγγέλλει όποια απόκλιση της πολιτικής έναντι της Ρωσίας ως «προδοσία», ενώ ο Τραμπ κατηγορεί την «αντιπολίτευση» ότι θυσιάζει τους Αμερικανούς εργάτες για χάρη της  NAFTA.

Παρά τις αποχρώσεις τακτικής και τις ομοιότητες, ο άγριος ενδο-ολιγαρχικός ανταγωνισμός απέχει πολύ από το να γίνεται για το θεαθήναι. Όποιες κι αν είναι οι πραγματικές ή οι προσποιητές ομοιότητες και διαφορές, η αντιπαράθεση των ολιγαρχών για την ιμπεριαλιστική και εγχώρια εξουσία επιφέρει μεγάλες συνέπειες στην πολιτική και συνταγματική τάξη πραγμάτων.

Ολιγαρχική πολιτική εκπροσώπηση και παράλληλο αστυνομικό κράτος

Η εξελισσόμενη διαμάχη ανάμεσα στην προεδρία Τραμπ και την «αντιπολίτευση» δεν αποτελεί μια συνήθη αψιμαχία όσον αφορά τη νομοθεσία ή τις αποφάσεις. Δεν αφορά επίσης, απλώς, τον έλεγχο του δημόσιου πλούτου της χώρας. Η σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από τον έλεγχο του καθεστώτος και την άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Η «αντιπολίτευση» διαθέτει μια εντυπωσιακή διάταξη δυνάμεων, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μηχανισμός των μυστικών υπηρεσιών (NSA, Homeland Security, FBI, CIA, κ.λπ.) και ένας ουσιώδης τομέας του Πενταγώνου και της αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει νέα κέντρα ισχύος με σκοπό την εκδίωξη του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του χώρου της Δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά με το διορισμό του πρώην επικεφαλής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ ως «ειδικού ανακριτή» και βασικών στελεχών των υπηρεσιών του γενικού εισαγγελέα/υπουργού Δικαιοσύνης, όπως του αναπληρωτή γενικού εισαγγελέα Ρομπ Ρόζενστάιν.  Ο Ρόζενστάιν διόρισε τον Μιούλερ, αφότου απομονώθηκε αναγκαστικά ο γενικός εισαγγελέας «Τζεφ» Σέσιον (σύμμαχος του Τραμπ) διότι είχε «συναντηθεί» με Ρώσους διπλωμάτες κατά την άσκηση των καθηκόντων του στο Κογκρέσο, όντας ανώτατο στέλεχος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.   Αυτή η «απομόνωση» αφαίρεσε σημαντικές αρμοδιότητες από τον πιο σημαντικό σύμμαχο του Τραμπ στη Δικαιοσύνη.

Το δίχτυ της αντιπολιτευτικής ισχύος απλώνεται και περιλαμβάνει πρώην αξιωματούχους του αστυνομικού κράτους, μεταξύ των οποίων τον Μάικλ Τσέρτοφ (συνεργάτη του Ρ. Μιούλερ) και επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας  υπό τον Μπους τον νεότερο, τον Τζον Μπρέναν (CIA), τον Τζέιμς Κομέι (FBI) και άλλους.

Η «αντιπολίτευση» κυριαρχεί στα βασικά όργανα προπαγάνδας — στον Τύπο («Washington Post», «Financial Times», «New York Times» και «Wall Street Journal») και  στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο (ABC, NBC, CBS και PBS/ NPR), τα οποία ταχύτατα μεγαλοποιούν γεγονότα  και κατηγορούν  τον πρόεδρο και τους συμμάχους του για ένα όλο και επεκτεινόμενο πλέγμα ατεκμηρίωτων «εγκλημάτων και παραπτωμάτων». Νεοσυντηρητικά και φιλελεύθερα think tanks και ιδρύματα, ακαδημαϊκοί ειδικοί και σχολιαστές έχουν ενωθεί σε μια «χορωδία υστερίας» και τροφοδοτούν τη φρενίτιδα εκδίωξης του Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος διαθέτει μια όλο και πιο ευάλωτη βάση υποστήριξης στο υπουργικό του συμβούλιο, στην οικογένεια και τους στενότερους συμβούλους του. Διαθέτει μια μειοψηφία υποστηρικτών στα νομοθετικά σώματα και πιθανώς στο Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που πλειοψηφεί σ’ αυτά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Διαθέτει επίσης την παθητική υποστήριξη των ψηφοφόρων του, αλλά αυτοί δεν έχουν την ικανότητα κινητοποίησης στους δρόμους. Είναι περιθωριοποιημένοι.

Εκτός της πολιτικής (του «βάλτου» όπως αποκάλεσε ο Τραμπ την Ουάσιγκτον), η εμπορική, επενδυτική, φορολογική πολιτική και οι απορρυθμίσεις του Τραμπ υποστηρίζονται  από την πλειονότητα των επενδυτών που αποκόμισαν κέρδη από την άνοδο των χρηματιστηρίων μετά την εκλογή του. Ωστόσο, το «χρήμα» φαίνεται να μην επηρεάζει το παράλληλο κράτος.

Η απόκλιση ανάμεσα στους επενδυτές υποστηρικτές του Τραμπ και στην πολιτική ισχύ του αντιπολιτευόμενου κρατικού μηχανισμού αποτελεί μια από τις πιο ασυνήθιστες αλλαγές του αιώνα μας.

Με δεδομένη την αδυναμία του στο εσωτερικό της χώρας και το επαπειλούμενο πραξικόπημα, ο Τραμπ στράφηκε προς την εξασφάλιση «συμφωνιών» με εξωτερικούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η πώληση όπλων ύψους πολλών δισ.  δολαρίων στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα του Κόλπου [360 δισ.  δολάρια σε μία δεκαετία] θα χαροποιήσει το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σ’ αυτό.

Οι πολιτικοί και διπλωματικοί «τεμενάδες» του στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου θα πρέπει να ευχαρίστησαν πολλούς Αμερικανούς σιωνιστές.

Αλλά οι συναντήσεις με παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και η σύνοδος του G7 στη Σικελία απέτυχαν να εξουδετερώσουν την εξωτερική αντίθεση στον Τραμπ.

Οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του NATO δεν δέχτηκαν τις απαιτήσεις του Τραμπ για αύξηση της οικονομικής συμβολής τους στη συμμαχία και καταδίκασαν την απροθυμία του να προσφέρει άνευ όρων στρατιωτική στήριξη στα νέα μέλη του ΝΑΤΟ. Δεν έδειξαν συμπάθεια για τα εσωτερικά του προβλήματα.

Εν ολίγοις, οι υποστηρικτές του Τραμπ στο εξωτερικό, οι συναντήσεις και οι συμφωνίες θα έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης.

Επιπλέον, υπάρχουν μακροχρόνιοι δεσμοί ανάμεσα στους διάφορους κρατικούς μηχανισμούς της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι οποίοι ενισχύουν την εμβέλεια της αντιπολίτευσης στις επιθέσεις της κατά του Τραμπ.

Παρόλο που οι προεδρικοί και οι αντιπολιτευόμενοι ολιγάρχες διαιρούνται πάνω σε ουσιώδη θέματα, αυτά τα θέματα είναι κάθετα και όχι οριζόντια σχίσματα – ένα ζήτημα των πολέμων «τους» ή των πολέμων «μας».

Ο Τραμπ όξυνε την ιδεολογική διαμάχη με τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, υποσχέθηκε να αυξήσει τα χερσαία στρατεύματα στο Αφγανιστάν και στη Συρία, ενίσχυσε τη στρατιωτική και συμβουλευτική στήριξη της σαουδαραβικής εισβολής στην Υεμένη και αύξησε την υποστήριξη προς τις βίαιες διαδηλώσεις και τις οχλοκρατικές επιθέσεις στη Βενεζουέλα.

Η «αντιπολίτευση» απαιτεί να αυξηθούν οι προκλήσεις ενάντια στη Ρωσία και στους συμμάχους της και να συνεχιστούν οι εφτά πόλεμοι του Ομπάμα.

Ενώ και οι δύο ομάδες των ολιγαρχών υποστηρίζουν τους συνεχείς πολέμους, η μεγάλη διαφορά είναι ποιος διαχειρίζεται τους πολέμους και ποιος θα καταστεί υπεύθυνος για τις συνέπειες.

Οι συγκρουόμενες ολιγαρχίες διαχωρίζονται ως προς το ποιος ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, εφόσον η ισχύς τους εξαρτάται από το ποια πλευρά κατευθύνει τους κατασκόπους και δημιουργεί τις χαλκευμένες ειδήσεις.

Σήμερα και οι δύο ολιγαρχικές μερίδες βγάζουν η μία τα «άπλυτα» της άλλης στη φόρα, και καλύπτουν τις κοινές παράνομες πρακτικές τους στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό.

Οι ολιγάρχες του Τραμπ θέλουν να μεγιστοποιήσουν τις οικονομικές συμφωνίες μέσω «άκριτης» υποστήριξης γνωστών τυράννων, η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει «κριτικά» τυράννους με αντάλλαγμα την εκχώρηση εδαφών για αμερικανικές βάσεις και στρατιωτική στήριξη των «επεμβάσεων».

Ο Τραμπ προωθεί μεγάλες φορολογικές περικοπές προς όφελος των ολιγαρχών συμμάχων του, προχωρώντας ταυτόχρονα σε μεγάλες περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων για τους κακότυχους ψηφοφόρους του. Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει πιο ήπιες φορολογικές περικοπές και μικρότερες μειώσεις στα κοινωνικά προγράμματα.

Συμπέρασμα

 Η μάχη μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων στις ΗΠΑ δεν έχει φτάσει ακόμη σε αποφασιστική κλίμακα. Ο Τραμπ είναι ακόμη πρόεδρος. Η «αντιπολίτευση» ανοίγει  το δρόμο της με τις έρευνές της και τις εντυπωσιακές αποκαλύψεις στα ΜΜΕ.

Ο πόλεμος προπαγάνδας συνεχίζεται. Τη μια ημέρα τα αντιπολιτευόμενα  ΜΜΕ  εστιάζουν σε έναν μετανάστη φοιτητή που απελάθηκε και την επομένη ο πρόεδρος παρουσιάζει στοιχεία για νέες θέσεις εργασίας στην αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία.

Η αναδυόμενη συνεργασία αριστερών και νεοσυντηρητικών ακαδημαϊκών (δηλ. Νόαμ Τσόμσκι-Γουίλιαμ Κρίστολ) καταγγέλλει εξ αρχής την προεδρία Τραμπ ως εθνική «καταστροφή». Παράλληλα, συνασπίζονται επενδυτές της Γουόλ Στριτ και ελευθεριακοί για να καταγγείλουν την αντίσταση της «αντιπολίτευσης» στις μεγάλες φορολογικές «μεταρρυθμίσεις».

Ολιγάρχες όλων των αποχρώσεων και των τάσεων διαγκωνίζονται για τη συνολική κρατική εξουσία και τον πλούτο, ενώ οι πολίτες στην πλειονότητά τους αποκαλούνται «αποτυχημένοι» από τον Τραμπ ή «απαράδεκτοι» από τη μαντάμ Κλίντον.

Το κίνημα «ειρήνης», οι ομάδες για τα δικαιώματα των μεταναστών και οι ακτιβιστές του κινήματος «Η ζωή των μαύρων μετράει» έχουν μετατραπεί σε ανόητους υπηρέτες που σέρνουν το βαγόνι των ολιγαρχών της «αντιπολίτευσης», ενώ οι εργάτες της «ζώνης της σκουριάς», οι φτωχοί των αγροτικών περιοχών και οι  υπάλληλοι της μεσαίας τάξης που χάνουν την κοινωνική τους θέση είναι αδύναμοι δουλοπάροικοι, δεμένοι στο κάρο του προέδρου Τραμπ.

Επίλογος

Μετά την αιματοχυσία, όταν και εάν ανατραπεί ο πρόεδρος Τραμπ, οι υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας με τα καθωσπρέπει σκούρα κοστούμια τους θα επιστρέψουν στα άνετα γραφεία τους για να επιβλέψουν το «σύνηθες» έργο της κατασκοπίας των πολιτών και να εξαπολύσουν μυστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Τα ΜΜΕ θα βγάλουν στον αέρα μερικές εντυπωσιακές πληροφορίες και «λόγια της αλήθειας» από τον νέο κάτοχο του Οβάλ Γραφείου.

Η ακαδημαϊκή αριστερά θα διατυπώσει κάποια κριτική ενάντια στον πιο πρόσφατο «επικεφαλής ολιγάρχη» ή θα κοκορευτεί για το πώς η ηρωική της «αντίσταση» απέτρεψε μια εθνική καταστροφή.

Ο Τραμπ, πρώην πρόεδρος, και ο ολιγάρχης γαμπρός του Τζάρεντ Κάσνερ θα υπογράψουν νέες συμφωνίες στον τομέα των ακινήτων. Οι Σαουδάραβες θα λάβουν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανικών όπλων για να εφοδιάσουν ξανά το ISIS ή τους διαδόχους του και να διαβρώσουν περαιτέρω την  «τεράστια και κραυγάζουσα από πόνο» ερημιά της αμερικανικής Μέσης Ανατολής. Το Ισραήλ θα απαιτήσει ακόμη πιο συχνές «εξυπηρετήσεις» από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο.

Οι θριαμβευτές αρθρογράφοι θα διατυμπανίσουν ότι το μοναδικό πολιτικό σύστημά «μας», παρά την «πρόσφατη αναταραχή», απέδειξε ότι η δημοκρατία πάντα νικά … μόνο οι άνθρωποι υποφέρουν!

Ζήτω οι ολιγάρχες!

Πηγή: The James Petras Website 31 May 2017 via Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Θα σφετεριστεί η «εναλλακτική δεξιά» το αντιπολεμικό κίνημα;

Εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ φοβούμενοι ότι θα προκαλέσει  καταστροφή τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και εκτός των συνόρων τους.  Αυτό το κίνημα αντίστασης εξακολουθεί να αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική δύναμη και πρόσφατα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του –η εξαπόλυση ενός νέου πολέμου–  πραγματοποιήθηκε, όταν ο Τραμπ βομβάρδισε τη Συρία και επέκτεινε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή σε μια περίοδο που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Αμέσως μετά το βομβαρδισμό της Συρίας, η κυβέρνηση του Τραμπ έστειλε πολεμικά πλοία στη Βόρεια Κορέα και την απείλησε με «προληπτικά» πλήγματα, όπως ακριβώς έγινε στο Ιράκ το 2003. Στη συνέχεια, κλιμάκωσε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν εξαπολύοντας τη μεγαλύτερη μη πυρηνική βόμβα στον κόσμο, ισχύος 21.000 λιβρών, η ενός μιλίου ακτίνα της οποίας δημιουργεί πυρηνικής έκτασης χάος, χωρίς την ενοχλητική ταμπέλα του «πυρηνικού όπλου». Το μήνυμα είναι σαφές: ο Τραμπ έγινε ένας επικίνδυνα πολεμοχαρής πρόεδρος, το φίδι απέβαλε το «απομονωτιστικό» δέρμα του.

Η κοινωνία κλονίστηκε από αυτές τις πολεμικές ενέργειες, αλλά στο εύφορο έδαφος για διαμαρτυρία δεν φύτρωσαν βλαστάρια. Το κατεστημένο «υποστήριξε» τον νέο πόλεμο είτε άμεσα χειροκροτώντας είτε έμμεσα σιωπώντας.

Η αριστερά είναι κατά του πολέμου, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να οργανώσει κάποια διαμαρτυρία. Η μόνη αξιοσημείωτη ομάδα που το έκανε— ο συνασπισμός  ANSWER  — υποστηρίχθηκε ελάχιστα από άλλες αριστερές ομάδες. Οι λίγες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν ήταν μικρές ή καταγγέλθηκαν από άλλους αριστερούς ότι είναι «υπέρ του Άσαντ». Ο Τραμπ, βεβαίως, είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος από τη μη εκδήλωση αντίθεσης στις ενέργειές  του και από τη διαίρεση που επικρατεί εν όψει ενός νέου πολέμου.

Μέσα σ’ αυτό το γιγαντιαίο αντιπολεμικό κενό έρπουν οι νεοναζιστικές ομάδες της «εναλλακτικής δεξιάς», με  ηγετική παρουσία του λευκού σοβινιστή Ρίτσαρντ Σπένσερ, ο οποίος απέσυρε ηχηρά την υποστήριξή του προς τον Τραμπ, οργανώνοντας διαδήλωση μπροστά στον Λευκό Οίκο για τους βομβαρδισμούς στη Συρία.  Άλλες οργανώσεις ή άτομα που συνδέονται με την «εναλλακτική δεξιά» –συμπεριλαμβανομένων των altright.comκαι Infowars— αποκήρυξαν επίσης τον πρώην φίρερ τους.

Έτσι, οι οπαδοί της λευκής υπεροχής διαμαρτυρήθηκαν πιο ηχηρά και μαχητικά από ό,τι η αριστερά, η οποία αρνήθηκε να κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου και επέλεξε να υποβαθμίσει την επίθεση, βαφτίζοντας την εξαπόλυση των εξήντα «Τόμαχοκ» κατά της Συρίας «συμβολικό» πλήγμα ή «ρουτίνα».

Έτσι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της «εναλλακτικής δεξιάς» κατήγγειλε κατηγορηματικά τους βομβαρδισμούς, ορισμένοι στην αριστερά τους νομιμοποίησαν εν μέρει, εστιάζοντας κατά το ήμισυ τη μετά τους βομβαρδισμούς ενεργητικότητά τους  σε καταγγελίες κατά του στόχου  του Τραμπ, του Άσαντ, και  βοηθώντας να γυρίσει το αμερικανικό κοινό στον καναπέ, αντί να βγει στους δρόμους.

Προφανώς, ο Τραμπ επέβαλε τη σιωπή στους επικριτές του, κάνοντας αυτό που φοβούνταν περισσότερο. Πώς συνέβη αυτό;

Στην πολιτική σφαίρα, η θεωρία και η πράξη είναι αδιαχώριστες. Για τους επαναστάτες η ουσία της πολιτικής θεωρίας/ανάλυσης βρίσκεται στο ότι τους οδηγεί να παρεμβαίνουν άμεσα, πιο αποτελεσματικά, μέσω της οργάνωσης/δράσης. Το «τι» της θεωρίας πρέπει να συνδέεται στενά με το «πώς» της οργανωμένης δράσης — μ’ αυτό που συχνά λέγεται «πράξη».

Στην περίπτωση της θεωρίας/ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, η ουσία δεν είναι μόνο το να κατανοεί κανείς το «ποιος», το «τι» και το «γιατί» της πολεμικής σύγκρουσης, αλλά το «πώς» θα παρέμβει άμεσα για να τη σταματήσει.

Σε τελευταία ανάλυση, ο μόνος τόπος όπου μπορούν οι Αμερικανοί πολίτες να παρέμβουν άμεσα κατά του πολέμου είναι η χώρα τους, και γι’ αυτό ακριβώς η όποια επαναστατική ανάλυση της συριακής σύγκρουσης πρέπει να προσανατολίζεται στην κινητοποίηση του λαού  εναντίον των πολεμικών ενεργειών της κυβέρνησής «του».  Οτιδήποτε λιγότερο είναι είτε αφηρημένος σχολιασμός είτε αναποτελεσματική ηθικολογία.

Επειδή η ουσία της θεωρίας είναι η προετοιμασία της εργατικής τάξης  ώστε να μπορεί να αναπτύσσει δράση, μια λανθασμένη θεωρία καταλήγει στην αδρανοποίησή της και στην πολιτική παράλυση εν όψει του πολέμου. Ο Λέων Τρότσκι συνέκρινε κάποτε τη λανθασμένη θεωρία με μια τρύπια ομπρέλα, «άχρηστη ακριβώς όταν βρέχει».

Και τώρα βρέχει καταρρακτωδώς και αντί για μαζικές διαδηλώσεις έχουμε μια ναρκωμένη αριστερά, ως αποτέλεσμα μιας πολυετούς λανθασμένης ανάλυσης για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ακριβώς τη στιγμή που βρέχει βόμβες εναντίον άλλης μιας χώρας.

Ποιο ήταν το λάθος;  Η αριστερά αγνοούσε ή υποβάθμιζε  κάθε κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Αντί να διαφωτίζει τον λαϊκό κόσμο  ότι οι ΗΠΑ οργάνωναν ανοιχτά έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων  –κάτι που οδηγεί σε άμεση στρατιωτική επέμβαση— το μεγαλύτερο μέρος της  είχε συγκεντρώσει την προσοχή  στο πόσο «τερατώδης» ήταν ο πρόεδρος  της Συρίας, Μπ. Άσαντ.

Η αριστερά αγνόησε  το ρεπορτάζ των “NewYorkTimes” ότι ο Ομπάμα συνεργαζόταν με περιφερειακούς συμμάχους για τη στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό στρατιωτών, ενώ ταυτόχρονα τους χρηματοδοτούσε για να επιτίθενται κατά της συριακής κυβέρνησης. Το 2013, οι « NewYorkTimes» αποκάλυψαν ότι οι ΗΠΑ επέβλεπαν τον περιφερειακό «αγωγό όπλων» προς τους ενόπλους μέσα στη Συρία. Αυτές οι ειδήσεις δεν καταγράφηκαν από τα αριστερά ραντάρ.

Αντί να απαιτούν να σταματήσει η επέμβαση, πολλοί στην αριστερά έδωσαν το πράσινο φως για τη διεξαγωγή της – ορισμένοι δε απαίτησαν, στην πραγματικότητα, να στρατιωτικοποιήσουν οι ΗΠΑ τη σύγκρουση εξοπλίζοντας ακόμη περισσότερο τους  Σύρους αντάρτες ή μεταδίδοντας την απαίτηση ορισμένων απ’ αυτούς να επιβληθεί  στρατιωτική «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στη Συρία (μια ενέργεια που απαιτεί  πόλεμο).

Χωρίς την άμεση  αμερικανική παρέμβαση, η σύγκρουση πιθανώς θα είχε τερματιστεί αρκετά χρόνια πριν, διότι οι ΗΠΑ όχι μόνο έδωσαν όπλα και παρείχαν στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά υποσχέθηκαν και αλλαγή καθεστώτος στους συμμάχους τους που έτσι ενθαρρύνθηκαν να  στραφούν «με όλα τα μέσα» ενάντια στο συριακό καθεστώς, βοηθώντας τους ενόπλους και κατακρεουργώντας  όλη την περιοχή μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία.

Το μέγιστο μέρος της ανάλυσης της αριστεράς εστίαζε στο πόσο φρικτός ήταν ο Άσαντ, σαν να μην είχε γνώση  το αμερικανικό κοινό της συνεχούς κάλυψης από τα κατεστημένα ΜΜΕ που τον χαρακτήριζαν «τέρας», «χασάπη» «Χίτλερ» κοκ.  Έτσι η αριστερά διακατέχεται σήμερα από πολύ μεγάλη σύγχυση που την καθιστά ανίκανη να αντιδράσει — η σύγκρουση εμφανίζεται «πολύ περίπλοκη». Ο κόσμος μισεί τον Τραμπ, αλλά του λένε ότι ο Άσαντ είναι χειρότερος, συνεπώς γιατί να διαμαρτυρηθεί ενάντια σε έναν νέο αμερικανικό πόλεμο, εάν ο στόχος του αξίζει να θανατωθεί;

Όμως, αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ελπίζει να προκαλέσει η αμερικανική κυβέρνηση σε κάθε πόλεμο. Ο Σαντάμ ήταν «τέρας», ο Καντάφι ήταν «τέρας», οι Ταλιμπάν είναι «τέρατα», ο Μιλόσεβιτς ήταν «τέρας», οι Βιετναμέζοι ήταν «τέρατα» κοκ. Κάθε καινούργιος εχθρός του αμερικανικού στρατού συγκρίνεται με τον Χίτλερ, επειδή είναι «ηθικό» να δολοφονείται ο Χίτλερ, μια ιδέα που σήμερα παρουσιάζεται με το νέο περιτύλιγμα των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων». Όποιος πόλεμος διεξάχθηκε από τις ΗΠΑ ονομάστηκε «ανθρωπιστικός», ακόμη και η «εξημέρωση των αγρίων» κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αμερικανών ιθαγενών.

Η αριστερά δεν θα έπρεπε να γίνεται θύμα της απανθρωποποίησης εκείνων που κηρύσσουν ως εχθρούς τους  οι ΗΠΑ.  Βεβαίως, ο Άσαντ δεν είναι κανένας  ευγενής πρίγκιπας, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι Σύροι και όχι οι ΗΠΑ.  Οι πολίτες των ΗΠΑ πρέπει να ασχοληθούν με τη χώρα τους, να αντιμετωπίσουν τον Τραμπ. Τα περισσότερα κράτη έχουν φρικτούς ηγέτες και όλες οι καπιταλιστικές χώρες θα αντιδρούσαν παρόμοια με τον Άσαντ εάν αντιμετώπιζαν διαμαρτυρίες που θα μεταμορφώνονταν σε ένοπλη ανταρσία: θα χρησιμοποιούσαν άγρια καταστολή.

Ο Σαντάμ ήταν εξίσου «τυραννικός» με τον Άσαντ, πνίγοντας στο  αίμα κάθε απειλή εναντίον του. Όμως, δεν είδαμε αντισανταμικές διαδηλώσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του μαζικού αντιπολεμικού κινήματος το 2003. Η απαίτηση ήταν απλή: «Μην επιτεθείτε στο Ιράκ» ή « Όχι στον πόλεμο». Ουδείς κατηγορήθηκε τότε ως «υποστηρικτής του Σαντάμ».

Εν όψει του πολέμου με τη Συρία, πολλές αριστερές οργανώσεις έχουν ξεχάσει τελείως αυτά τα αντιπολεμικά αιτήματα. Αντίθετα επικεντρώνουν στην «καταδίκη» όλων των μερών. Κάθε μέρος που συμμετέχει στη σύγκρουση  κηρύσσεται εξίσου ένοχο, πράγμα το οποίο απαλλάσσει κάθε μεμονωμένο μέρος, εφόσον «αν όλοι είναι ένοχοι, κανείς δεν είναι ένοχος».  Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς την αμφιβολία και την αδράνεια, εάν ο στόχος είναι ένα αντιπολεμικό κίνημα.  Αυτή η απουσία προτεραιοτήτων οδηγεί στην αναποτελεσματική οργάνωση και στους άδειους δρόμους. Η επείγουσα ανάγκη να κινητοποιηθεί ο κόσμος ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ουσιαστικά αποσιωπάται. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά μια επείγουσα κλήση σε κινητοποίηση.

Ο κόσμος θα πρέπει να δικάσει μόνο μία κυβέρνηση για τη συριακή σύγκρουση: τη δική του κυβέρνηση. Οι Σύροι θα πρέπει να εστιάζουν στη Συρία και οι Ρώσοι στη Ρωσία. Οι πολίτες των ΗΠΑ είναι οι μόνοι που έχουν δικαιοδοσία για τη δική τους χώρα, όπου έχουν το δικαίωμα να κατηγορήσουν, να καταδικάσουν και να τιμωρήσουν άμεσα τον ένοχο, την κυβέρνησή τους, μέσω της οργάνωσης και της κινητοποίησης της κοινωνίας.

Η αμερικανική εργατική τάξη ελάχιστα μπορεί να κάνει για να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια της συριακής κυβέρνησης, ούτε υπάρχουν συριακές επαναστατικές ομάδες  με κάποια υπόσταση στις οποίες θα μπορούσε ο αμερικανικός λαός να προσφέρει την υποστήριξή του (εξαιρούνται οι Σύροι Κούρδοι της Ροτζάβα).

Ο αμερικανικός λαός  μπορεί να επιδράσει μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ,   όπου η κυβέρνηση μπορεί να αμφισβητηθεί άμεσα, ακόμη και να ανατραπεί επαναστατικά, όταν χρειαστεί.  Γι’ αυτό ακριβώς επί δεκαετίες τα αντιπολεμικά κινήματα παγκοσμίως χρησιμοποιούσαν μια γενική στρατηγική οργάνωσης εναντίον του πολέμου, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στην αρχή  «ο κύριος εχθρός είναι η δική σου κυβέρνηση».  Αυτή είναι η μόνη διεθνιστική προσέγγιση της αντιπολεμικής δραστηριότητας. Τώρα, πρέπει να αναπτυχθεί η αληθινή δύναμη για να σταματήσει την περαιτέρω εξάπλωση του πολέμου. Οι Αμερικανοί πολίτες μπορούν να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη στον συριακό λαό σταματώντας την επέμβαση της  μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης του κόσμου στη χώρα του.

Αιτήματα και κοινωνικά κινήματα

Τα στρατηγικά αιτήματα αποτελούν το ιδιαίτερο όπλο της εργατικής τάξης. Είναι αναντικατάστατα εργαλεία οργάνωσης και τα πραγματικά αιτήματα είναι εκείνα που κινητοποιούν τον ευρύτερο πληθυσμό. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δεν θα ενωθεί πάνω σε μια λιτανεία αιτημάτων, τα πιο αποτελεσματικά είναι τα περιορισμένα ή  ιδιαίτερα αιτήματα, συχνά αναφέρονται και ως αιτήματα «ενιαίου μετώπου», που μπορούν να ενώσουν και να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα του λαού.

Το πιο αποτελεσματικό αίτημα ενιαίου μετώπου κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάντα ήταν μια παραλλαγή του «Σταματήστε τον πόλεμο» ή «Κάτω τα χέρια από το Ιράκ» (ή το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία κοκ). Είναι ενοποιητικό αίτημα στο οποίο μπορεί να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι σε αντίθεση με το πλυντήριο των καταγγελιών προς πάσα κατεύθυνση που προκαλεί σύγχυση και διαίρεση, με κατάληξη την παθητικότητα.

Τα λαϊκά αιτήματα  δεν είναι λίστα γνωμών για το ποιος μας αρέσει ή δεν μας αρέσει. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν έχουν κυρίως ανάγκη να ξέρουν «ποιον» θα υποστηρίξουν σ’ αυτή τη σύγκρουση, πρέπει να ξέρουν «πώς» θα σταματήσουν τον πόλεμο. Καμιά αντιπολεμική ομάδα σε οποιαδήποτε χώρα δεν σπαταλά τις δυνάμεις της για να καταγγέλλει το στόχο της ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Ορισμένες αριστερές ομάδες συνδυάζουν τα αιτήματά τους, όπως «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ». Χρειάζονται άραγε  τα εκατομμύρια των ανθρώπων που διαδήλωσαν κατά του Τραμπ –και καθημερινά ακούν την εναντίον του Άσαντ προπαγάνδα των ΜΜΕ— να τους πουν «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ»; Θα τους κινητοποιήσει αυτό το σύνθημα; Η προφανής απάντηση είναι «όχι» , εφόσον τους λένε κάτι που ήδη ξέρουν, ενώ τους ζητούν να μην κάνουν τίποτε.

Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι να ξέρει τι θα κάνει τώρα που η κυβέρνησή του βομβαρδίσει άλλη μια χώρα. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτό είναι πολύ σοβαρό, εφόσον η Συρία και η Ρωσία συνδέονται στενά και η κατάσταση εξελίσσεται εκτός ελέγχου.

Η επικίνδυνη μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ

Εφόσον δεν οργανώνονται λαϊκές διαμαρτυρίες ενάντια στην επέκταση του πολέμου στη Συρία αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στον Τραμπ και οι νεοναζιστές που αυτοαποκαλούνται «εναλλακτική δεξιά» έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν κι άλλα διαπιστευτήρια, κάνοντας αυτό που πάντα έκανε η αριστερά: να αποκηρύσσουν κατηγορηματικά, και χωρίς να απολογούνται, τους πολέμους των ΗΠΑ.

Επίσης, φαίνεται ότι η «εναλλακτική δεξιά» έχει μια πιο καθαρή ανάλυση για το τι συμβαίνει στον Λευκό Οίκο. Η εκλογή του Τραμπ περιθωριοποίησε το τμήμα του κατεστημένου που χειριζόταν την εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες και συχνά αναφέρεται ως οι «νεοσυντηρητικοί». Ο Τραμπ τους παραγκώνισε εφόσον παρουσιάστηκε στην προεκλογική καμπάνια ως «οπαδός του απομονωτισμού» που επιδίωκε την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Η τάση αυτή εκφράστηκε με τον διορισμό του στρατηγού Φλιν και του φασίστα Στιβ Μπάνον σε θέσεις ισχύος όπου λαμβάνονται οι στρατιωτικές αποφάσεις.

Ο Τραμπ διακήρυξε τον τερματισμό της πολιτικής περί «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία και η ειρηνευτική διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει –από την οποία ουσιαστικά είχαν αποκλειστεί οι ΗΠΑ—θα συγκεκριμενοποιούσε σύντομα αυτό που όλοι γνώριζαν: ότι ο Άσαντ είχε νικήσει στον πόλεμο και θα ανακτούσε τη «νομιμοποίησή» του στην παγκόσμια διπλωματία.

Η ήττα της στρατηγικής του Ομπάμα περί αλλαγής καθεστώτος από τον Άσαντ έκανε έξαλλους τους νεοσυντηρητικούς που ήθελαν να πετάξουν  τη Ρωσία έξω  από τη Μέση Ανατολή και από την Ανατολική Ευρώπη, διατηρώντας την επί δεκαετίες αμερικανική ηγεμονία σ’ αυτές τις περιοχές.

Η Χίλαρι Κλίντον ήταν η υποψήφια των μεγάλων τραπεζών και των νεοσυντηρητικών, χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» για να απαλλαγούν από τον Άσαντ.  Ένα μεγάλο μέρος του λαϊκισμού του Τραμπ έγινε αντιληπτό ως «στάση κατά του πολέμου» (με εξαίρεση το Ισλαμικό Κράτος).

Μετά από τις προεδρικές εκλογές, οι «νεοσυντηρητικοί» διεξήγαγαν εσωτερική πάλη με τον Τραμπ την οποία και κέρδισαν πρόσφατα, μετατρέποντας τον Τραμπ από οπαδό του απομονωτισμού στον επιθυμητό  πολεμοκάπηλο. Απόδειξη είναι το αποτέλεσμα: ο απομονωτιστής στρατηγός Φλιν απολύθηκε μέσω εσωτερικών διαρροών προς τα ΜΜΕ και αντικαταστάθηκε από τον νεοσυντηρητικό στρατηγό ΜακΜάστερ, ο οποίος, σύμφωνα με την εφημερίδα “WashingtonPost” ήταν εκείνος που ώθησε στην αποπομπή του απομονωτιστή/φασίστα Στιβ Μπάνον από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, λίγες μόνο ημέρες πριν βομβαρδίσει ο Τραμπ τη Συρία, χωρίς καμιά απόδειξης  για την επίθεση του Άσαντ με χημικά στην επαρχία Ιντλίμπ (η «εναλλακτική δεξιά» απαίτησε να δοθούν αποδείξεις για την επίθεση με αέρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς αποδέχθηκε το πρόσχημα του Τραμπ για την εξαπόλυση της πυραυλικής επίθεσης στη Συρία).

Η εσωτερική ισορροπία ισχύος έχει μεταβληθεί και το κυρίαρχο τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου επιβεβαίωσε τη θέση του στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τραμπ έμαθε ποια είναι η θέση του και ο κόσμος είναι πολύ πιο επικίνδυνο μέρος πλέον: οι εντάσεις με τη Βόρεια Κορέα έφτασαν σε εκρηκτικό σημείο και ταυτόχρονα οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν την  υπερ-βόμβα στο Αφγανιστάν.

Η «εναλλακτική δεξιά» θα χρησιμοποιήσει τον πόλεμο του Τραμπ για να ενισχύσει τη θέση της, αλλά είναι πολύ αδύναμη για να ηγηθεί οποιουδήποτε κινήματος. Εάν, όμως, η αριστερά μείνει στην παραλυτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται  σήμερα, ως προς αυτό το θέμα,  θα βρει χώρο για να αναπτυχθεί.

Υπάρχει τεράστιο επαναστατικό δυναμικό για ένα αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ. Οι κινητοποιήσεις κατά του Τραμπ έχουν προετοιμάσει τον κόσμο για τα επόμενα βήματα και εναπόκειται στην αριστερά να δείξει το δρόμο σε μια εποχή που ο Τραμπ κλιμακώνει τους πολέμους και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός γονατίζει τη χώρα.

Κανονικά, είναι έργο της αριστεράς των ΗΠΑ να ενώσει τον ευρύτερο πληθυσμό γύρω από το αίτημα να σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία ή  σε κάτι παρόμοιο που θα μετασχηματίσει την ενεργητικότητα σε ισχυρή δύναμη η οποία μπορεί να ωθήσει το κίνημα κατά του Τραμπ στο επόμενο επίπεδο, όπου θα είναι ικανός ο λαός να σταματήσει τον πόλεμο με τη Συρία, τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα ή με οποιαδήποτε άλλη χώρα.


Ο Shamus Cooke είναι κοινωνικός λειτουργός, συνδικαλιστής και γράφει εκ μέρους της Workers Action (www.workerscompass.org).

Πηγή: counterpunch.org

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Ο κόσμος, όπως τον βλέπει ο Donald Trump

Προωθώντας τα συμφέροντα της Αμερικής σε έναν πολυπολικό κόσμο

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Trump, η Αμερική έρχεται πρώτη και όλοι οι άλλοι αποτελούν ατού ή εμπόδιο. Η Ευρώπη αξίζει λιγότερη προσοχή από τη Ρωσία, με την οποία οι σχέσεις θα πρέπει να βελτιωθεί εν συντομία, και η Κίνα, η οποία αναμένεται να έχει τη Βόρεια Κορέα υπό έλεγχο.

Η κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής του Trump δεν ήταν εύκολη δουλειά. Σε αντίθεση με άλλους μέλλοντες προέδρους, δεν έχει εκδώσει περίτεχνα κείμενα θέσεων σχετικά με τις πρωτιμώμενές του πολιτικές, ούτε έχει πραγματοποιήσει μακροσκελείς ομιλίες. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι κάποιες συνεντεύξεις και εμφανίσεις στα πλαίσια της καμπάνιας του, και τώρα τις επιλογές του για τις κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις. Για ορισμένους παρατηρητές, αυτό δείχνει μια απαίδευτη ή ασυνάρτητη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, προερχόμενη κυρίως από τίτλους ειδήσεων και τις εμπειρίες του ως κοσμογυρισμένος επιχειρηματίας. Αλλά αν κανείς το εξετάσει προσεκτικότερα, συγκεκριμένα μοτίβα αρχίζουν να εμφανίζονται. Ο Donald Trump έχει μια σαφή οπτική για τον κόσμο και τη θέση της Αμερικής μέσα σε αυτόν – και σε ορισμένες πτυχές τους, οι αντιλήψεις του είναι πολύ πιο κοντινές στις παγκόσμιες πραγματικότητες από εκείνες των, χαιρόντων μεγάλης εκτίμησης, σοφών και παραγωγών πολιτικής στην Ουάσινγκτον.

Περάστε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα του έθνους και θα δείτε τον κόσμο με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτό είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο από ομόκεντρους κύκλους που εκτείνονται έξω από τον Λευκό Οίκο, με τον Καναδά, τη Βρετανία και άλλες αγγλόφωνες χώρες-συμμάχους στον πρώτο δακτύλιο· τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΝΑΤΟ συν την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και το Ισραήλ στο δεύτερο· τους μακροχρόνιους οικονομικούς και στρατιωτικούς εταίρους, όπως την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και τη Σαουδική Αραβία στον τρίτο και ούτω καθεξής. Έξω από αυτό το σύστημα εξαρτώμενων σχέσεων βρίσκονται οι αντιπάλοι της Αμερικής: η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Για δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών με και ανάμεσα στις φιλικές προς τη Ουάσιγκτον χώρες, και προσπαθούσε να αποδυναμώσει και να απομονώσει τους «outsider». Μερικές φορές αυτό σήμαινε πόλεμο, για να προστατευτούν εκείνοι στο εξωτερικό δίκτυο συμμαχιών, ή για να αποφευχθεί κάποιοι στους εσωτερικούς κύκλους να εκτεθούν σε κίνδυνο.

Ο Trump δεν έχει περάσει πολύ χρόνο μέσα στον δακτύλιο (σ.μτφ. Inside the Beltway, αμερικάνικος ιδιωματισμός που χαρακτηρίζει τα ζητήματα που κρίνουν αναγκαία η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι λομπίστες και τα media) και δεν συμμερίζεται την Ουάσιγκτον-κεντρική άποψη της πλειονότητας των πολιτικών των ΗΠΑ. Είναι ένας επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης με συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, εντελώς αποκομμένος από κάθε δομική αντίληψη των συμμάχων, φίλων και εχθρών. Σε αυτό, μοιάζει πολύ με τον Rex W. Tillerson, διευθύνων σύμβουλο της Exxon Mobil και επιλογή του Trump ως υπουργό. Για τους δύο αυτούς άνδρες, ο κόσμος είναι μια τεράστια ανταγωνιστική ζούγκλα, με ευκαιρίες και κινδύνους παντού, χωρίς σεβασμό για την υποτιθέμενη πίστη ή εχθρότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης προς την Ουάσιγκτον.

Στον κόσμο όπως τον βλέπει ο Donald Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο πυρήνας μιας εκτεταμένης οικογένειας εξαρτώμενων μελών στα οποία οφείλει την προστασία, αλλά ένα από τα πολλά κέντρα εξουσίας που συναγωνίζονται για τον πλούτο και το πλεονέκτημα σε μια έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια σκακιέρα. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτό το περιβάλλον είναι να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής πάνω απ’ όλα, και να ματαιώσει τα σχέδια όλων εκείνων που αναζητούν να κερδίσουν εις βάρος της. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου κάθε κυβέρνηση θα κριθεί αποκλειστικά από το τι μπορεί να κάνει για να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής ή να εμποδίσει την πρόοδό της, ο Trump θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του για να ανταμείψει τους συνεργάτες και να τιμωρήσει τους αντιπάλους. Οι πρόθυμοι συνεργάτες μπορούν να αναμένουν κρατικές επισκέψεις στο Λευκό Οίκο, ευνοϊκότερες εμπορικές συμφωνίες και εξαίρεση από τις αναθεωρήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα· οι αντίπαλοι θα αντιμετωπίσουν υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, διπλωματική απομόνωση και, σε περίπτωση ακραίας πρόκλησης, στρατιωτική δράση. Η ενδεχόμενη μορφή την οποία μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να λάβει δεν μπορεί να προβλεφθεί, μιας και ο Trump έχει πει λίγα για το θέμα, αλλά είναι πιθανό να είναι δυναμικού χαρακτήρα (αναμενόμενα αεροπορικά πλήγματα και πύραυλοι ενάντια σε στόχους υψηλής αξίας).

Για να εξασφαλιστεί ότι η Ουάσιγκτον είναι σε θέση να πράξει και τις δύο πλευρές αυτής της εξίσωσης, ο Trump έχει συγκεντρώσει μια ομάδα ανώτερης ηγεσίας. που αποτελείται από ανθρώπους που ξέρουν πώς να ανταμείψουν τους συνεργάτες με επικερδείς συμφωνίες (τον Tillerson ως υπουργό), αλλά ταυτόχρονα και από εκείνους που είναι έμπειροι στο κυνήγι της βίας ενάντια στους εχθρούς του έθνους (το στρατηγό Michael T. Flynn ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας και το στρατηγό James Ν. Mattis ως γραμματέα άμυνας). Και για να βεβαιωθεί ότι οι στρατηγοί του θα είναι σε κυρίαρχη θέση, αν και όταν απαιτηθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική επιλογή, ο ίδιος ζήτησε μαζική επέκταση των ενόπλων δυνάμεων – και κυρίως του ναυτικού, την πιο κατάλληλη υπηρεσία για δραστηριότητες επίδειξης δύναμης και γρήγορων χτυπημάτων.

Ο πόλεμος εναντίον του ISIS

Πώς θα επηρεάσουν αυτά τις σχέσεις των ΗΠΑ με συγκεκριμένες περιοχές και χώρες; Ας εξετάσουμε πρώτα τη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο κατά του ISIS (του λεγόμενου ισλαμικού κράτους). Από την αρχή, ο Trump κατέστησε σαφές ότι ο κορυφαίος στόχος του για το εξωτερικό θα είναι να «καταστρέψει τον ISIS» και να συντρίψει άλλες εκδηλώσεις της «ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας». «Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου», δήλωσε στη Φιλαδέλφεια στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, «θα ζητήσω από τους στρατηγούς μου να μου παρουσιάσουν ένα σχέδιο εντός 30 ημερών για να νικήσουμε και να καταστρέψουμε τον ISIS».

Σε ένα σημαντικό βαθμό, ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του ISIS είναι περισσότερο εγχώριο παρά θέμα εξωτερικής πολιτικής: η έκδηλη αποφασιστικότητα του Trump να καταστρέψει την ομάδα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο των υποστηρικτών του για τη «διεθνή του εμβέλεια» και την απέχθειά τους για το μαχητικό Ισλάμ. Στην καταπολέμηση του ISIS, υποσχέθηκε, δε θα υπάρξουν ημίμετρα: κάθε εργαλείο στη διάθεσή του στρατού θα εξαπολυθεί σε μια αμείλικτη εκστρατεία αφανισμού· αν τα μέλη της οικογένειας και των πολιτικών συνεργατών του ISIS παγιδεύονται στη δίνη, ας είναι.

Όμως, ενώ η εκστρατεία ενάντια στον ISIS θα ανατεθεί στον στρατό σε μεγάλο βαθμό, εγείρει σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει, για να αρχίσουμε με αυτό, το ερώτημα του ποιος θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην τελική πάλη ενάντια στον ISIS. Το πιο αξιοσημείωτο σχετικό συμβάν είναι η συζήτηση του Trump για τον Vladimir Putin ως πιθανό σύμμαχο. «Δεν θα ήταν ωραίο αν συναντιόμασταν με τη Ρωσία και χτυπούσαμε αλύπητα τον ISIS;», είπε σε ένα συλλαλητήριο τον Ιούλιο του 2016 στη Βόρεια Καρολίνα. Ο Trump έχει επίσης υπαινιχθεί μια πιθανή σχέση εργασίας με τον Bashar al-Assad της Συρίας. «Δεν μου αρέσει καθόλου ο Assad, αλλά ο Assad σκοτώνει τον ISIS», είπε κατά τη διάρκεια του δεύτερου ντιμπέιτ με τη Hillary Clinton στις 9 Οκτωβρίου. Οι ηγέτες των χωρών αυτών, φυσικά, θα περιμένουν κάποιες παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα – για τη Ρωσία, την αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και την άρση των κυρώσεων· για τον Assad, την παύση όλων των ενισχύσεων προς τους αντικυβερνητικούς αντάρτες.

Ο Trump θα επιδιώξει επίσης συμφωνίες με άλλους σημαντικούς παράγοντες της περιοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μια σύντομη συμφωνία με τον πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι θα αυξήσουν την πίεση τους προς τον ISIS σε αντάλλαγμα για τη μείωση της στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους αντάρτες στη βόρεια Συρία – ακόμα κι αν αυτές οι ομάδες έχουν αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική δύναμη πάλης στην εκστρατεία ενάντια στον ISIS. Ο Erdoğan ήταν μεταξύ των πρώτων ξένων ηγετών που συγχάρηκαν τον Trump μετά την εκλογική του νίκη, και οι δύο τους μίλησαν για τη βελτίωση της συνεργασίας σε δραστηριότητες αντι-τρομοκρατίας. Είναι επίσης πιθανό ότι ο Trump θα συμφωνήσει να εκδώσει τον αυτοεξόριστο Τούρκο κληρικό Fethullah Gulen, ο οποίος κατηγορείται από την Άγκυρα για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν να υποστούν πλήγμα, ως αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης επιθετικότητας των ΗΠΑ ενάντια στον ISIS. Η ηγεσία του, όπως και της Σαουδικής Αραβίας, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από σουνίτες – και πολλοί από εκείνους που είναι πιθανό να υποφέρουν από οποιαδήποτε αύξηση των αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ σε θέσεις του ISIS είναι σουνίτες πολίτες. Ωστόσο, πολλές από τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον ISIS αποτελούνται από σιίτες – είτε μιλάμε για την πολιτοφυλακή στο Ιράκ, προωθούμενη από το Ιράν, είτε για τους Αλεβίτες και τους συμμάχους τους στη Συρία. Αναπόφευκτα, μια νίκη των πολιτοφυλακών και η επιβίωση του Assad θα προβληθούν στη Ριάντ ως θρίαμβος για το Ιράν, τον αρχι-ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας στον αγώνα για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου. Μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η επισκευή των τεταμένων σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ριάντ, ειδικά με την επιμονή του Trump ότι η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να πληρώσει ακριβά για την προστασία που ισχυρίζεται ότι λαμβάνει από τις ΗΠΑ.

Με μια πρώτη ματιά, οι Ιρανοί έχουν πολλά να φοβηθούν από την άνοδο του Trump στο Λευκό Οίκο. Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, αποκάλεσε την πυρηνική συμφωνία Ιράν – επίσημα, το κοινό γενικό σχέδιο δράσης – «το χειρότερο deal στην ιστορία» και υποσχέθηκε να «το διαλύσει» ξεκινώντας τη θητεία. Ο Flynn, στην εθνική ασφάλεια, είναι ένας ιδιαίτερα ειλικρινής αντίπαλος του Ιράν και αναμένεται να συνεχίσει την πίεση στον Trump να δώσει συνέχεια σε αυτή του την υπόσχεση. Αλλά η προτεραιότητα της νίκης κατά του ISIS μπορεί να υπερισχύει της διάθεσης για απομόνωση του Ιράν· ο Trump μπορεί να δει κάποιο πλεονέκτημα σε μια σιωπηρή συμφωνία με την Τεχεράνη σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα της καταπολέμησης του ISIS τώρα και αναβολή άλλων ζητημάτων για αργότερα.

Μήνας του μέλιτος ΗΠΑ-Ρωσίας

Αν κάτι είναι πιθανό να αλλάξει κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της διοίκησης του Trump, είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Ο Trump μίλησε σε αρκετές περιπτώσεις για τον θαυμασμό του για τον Vladimir Putin, προσφερόμενος να τον συναντήσει, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις. Μετά την διάσκεψη του Putin με τον εκλεγέντα πρόεδρο από το τηλέφωνο, το Κρεμλίνο εξέδωσε δήλωση αναφέροντας ότι οι δύο ηγέτες είχαν συμφωνήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους και να συνεχίσουν την εποικοδομητική συνεργασία στο ευρύτερο δυνατό φάσμα θεμάτων». Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν επίσης ότι επέλεξε τον Tillerson ως γραμματέας του κράτους, εν μέρει λόγω τους μακροχρόνιούς του δεσμούς με το Κρεμλίνο σχετικά με την ενέργεια, που διαμορφώθηκε μέσω περίτεχνων κοινοπραξιών μεταξύ Exxon και ρωσικών επιχειρήσεων στην Αρκτική και το νησί Σαχαλίνη.

Αλλά θα ήταν λάθος για τον Putin να υποθέσει ότι οποιοσδήποτε μήνας του μέλιτος στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα καταστεί μόνιμος. Όπως ο Trump έχει καταστήσει σαφές, κύριο ενδιαφέρον του είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ πάνω απ ‘όλα, και αυτό δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε ρύθμιση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως την παράδοση της δεσπόζουσας θέσης της Αμερικής στην παγκόσμια σκακιέρα. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε ποιο σημείο κάποια διεκδικητική ρωσική ενέργεια στην Ανατολική Ευρώπη θα μπορούσε να δοκιμάσει αυτή τη στάση, αλλά ο Trump δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να χαρακτηριστούν ως αναποφάσιστες ή άβουλες σε οποιαδήποτε τέτοια αντιπαράθεση. Οι μυστικές Ρώσικες παρεμβάσεις στις χώρες της Βαλτικής ή τα βαλκανικά κράτη μάλλον δεν θα διεγείρουν την οργή του, αλλά μια απροκάλυπτη επίθεση σε σύμμαχο των ΗΠΑ θα προκαλούσε αναμφίβολα μια σκληρή απάντηση.

Το καθεστώς Putin θα πρέπει να ανησυχεί και για την πρόθεση του Trump να αναζωογονήσει τον αμερικάνικο στρατό. Ενώ πολλές από τις προτάσεις του, όπως μια σημαντική επέκταση του ναυτικού, εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στην Κίνα, ορισμένες από αυτές θα αποδειχθούν ενοχλητικές στη Ρωσία. Αυτές περιλαμβάνουν την έκκληση του Trump για τον εκσυγχρονισμό του στρατηγικού βομβαρδιστικού στόλου των ΗΠΑ και την απόκτηση ενός «αριστοτεχνικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας». Ενώ απειλεί την Κίνα, οι πρωτοβουλίες αυτές θα αποδειχθούν ιδιαίτερα ανησυχητικές για τη Ρωσία, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της από τα πυρηνικά όπλα για να αποτρέψει τη στρατιωτική δράση από τη Δύση. Ο ίδιος ο Putin εξέφρασε την ανησυχία του για τις προτάσεις αυτές κατά την ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους την 1η Δεκεμβρίου: «Θα ήθελα να τονίσω ότι οι προσπάθειες να σπάσει η στρατηγική ισοτιμία είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορεί να οδηγήσουν σε παγκόσμια καταστροφή», δήλωσε.

Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, ο Trump επέπληξε τους Κινέζους για την χρήση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εναντίον των ΗΠΑ και για προσβολή του Πρόεδρου Ομπάμα μέσω των ξεδιάντροπων δραστηριοτήτων οικοδόμησης βάσης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. «Η Κίνα παίζει μαζί μάς … ενώ χτίζουν στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας,» είπε στην εφημερίδα New York Times στις 26 Μαρτίου. «Δεν έχουν κανένα σεβασμό για τη χώρα μας και δεν έχουν κανένα σεβασμό για την προεδρία μας».

Το δίλημμα της Κίνας

Ο Trump προβλέπει μια πιο αμφιλεγόμενη σχέση με το Πεκίνο και επιδιώκει να αντισταθεί σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καταχρηστική και ασεβή στάση της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αυτό σε μία πλήρως ανταγωνιστική σχέση, ή ακόμα και στρατιωτική σύγκρουση; Ερωτηθείς αν θα χρησιμοποιήσει βία για να αποσπάσει τις βάσεις από τους Κινέζους στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Trump απάντησε: «. Ίσως … αλλά έχουμε μεγάλη οικονομική δύναμη στην Κίνα … τη δύναμη του εμπορίου» χωρίς να επεκταθεί, ανέφερε ότι ο ίδιος προτιμά τη χρήση δασμών και άλλων εμπορικών μηχανισμών για να αλλάξει τη συμπεριφορά της Κίνας. Η τηλεφωνική κλήση του Trump με τον Πρόεδρο Tsai Ing-Wen της Ταϊβάν, την 1η Δεκεμβρίου – η πρώτη γνωστή συνομιλία μεταξύ ενός προέδρου των ΗΠΑ ή εκλεγέντα Προέδρου με Ταϊβανέζο ηγέτη από πριν οι ΗΠΑ να σπάσουν τις διπλωματικές σχέσεις με το νησί το 1979 – μπορεί να ειδωθεί με τον ίδιο τρόπο, ως προειδοποίηση για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων εάν η Κίνα δεν συναινέσει με τις προτιμήσεις των ΗΠΑ. Χωρίς να ειπωθεί, αλλά σαφώς κατανοητή από τους κινέζους ηγέτες, είναι η προοπτική περαιτέρω σοκ: η αναγνώριση της Ταϊβάν, ας πούμε, ή στρατιωτικά πλήγματα κατά των κινεζικών εγκαταστάσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Παρ ‘όλα αυτά, ο Trump κατανοεί ότι σε ορισμένα βασικά ζητήματα θα πρέπει να εξασφαλίσει την κινεζική βοήθεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απειλή από τη Βόρεια Κορέα – ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα εθνικής ασφάλειας που θα αντιμετωπίσει στην ανάληψη των καθηκόντων. Παρότι αποκομμένοι από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, οι Βορειοκορεάτες έχουν προφανώς καταφέρει να επεκτείνουν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους και την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων ικανών να χτυπούν εδάφη της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Οι Κινέζοι εμφανίζονται φοβισμένοι στο ενδεχόμενο κατάρρευσης του καθεστώτος – ενδέχεται να οδηγήσει σε μια πλημμύρα απελπισμένων προσφύγων στην βόρεια Κίνα και τη δημιουργία μιας ενωμένης Κορέας υπό αμερικανική κηδεμονία – και έχουν παράσχει στη χώρα την απαραίτητη υλική υποστήριξη.

Ο Trump αναγνωρίζει ότι αν είναι να αναγκάσει την Πιονγιάνγκ να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα, θα χρειαστεί μια κινεζική υπόσχεση να μειώσει σημαντικά το εμπόριο με τη Βόρεια Κορέα. «Η Κίνα πρέπει να λύσει αυτό το πρόβλημα για εμάς», δήλωσε στο πρώτο ντιμπέιτ με την Clinton. Αλλά αυτό, φυσικά, θα συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο, και θα πρέπει να υπάρξει ένα αντάλλαγμα. Ενώ αναμένει μια υποχώρηση από την Κίνα σε ορισμένους τομείς που έχουν σημασία για τον ίδιο, όπως το εμπόριο, ο ίδιος κατανοεί πλήρως ότι θα χρειαστεί τη συνεργασία του Πεκίνου σε άλλες περιοχές ανησυχίας, και θα πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει και αυτός παραχωρήσεις.

Η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ

Η διαφορά μεταξύ των πεποιθήσεών του Trump και των προκατόχων του, όμως, φαίνονται ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Παρότι όλοι οι προηγούμενο Αμερικάνοι πρόεδροι έβλεπαν το ΝΑΤΟ ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την Ευρώπη ως ένα προπύργιο της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, ο Trump δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Σε ό, τι τον αφορά, η Ατλαντική Συμμαχία λείπει στον πιο σημαντικό αγώνα αυτή τη φορά – τον πόλεμο κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας. Και η Ευρώπη, ως συλλογική οντότητα, δεν έχει την εκτελεστική ικανότητα για να προωθήσει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, και έτσι αξίζει λιγότερη προσοχή από ό, τι άλλες, πιο διεκδικητική δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg στις 18 Νοεμβρίου, ο Trump επιβεβαίωσε την πίστη του στη «διαρκή σημασία» της συμμαχίας· από τότε, όμως, δεν έχει προσφέρει καμία άλλη διαβεβαιώσεις της δέσμευσής του, και κανένας από τους διορισμένους ανώτερους στρατιωτικούς του δεν έχει προτείνει να δοθεί έμφαση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πράγματι, το ενδιαφέρον του για το ΝΑΤΟ φαίνεται να αρκείται σε μόλις δύο βασικές προτάσεις: τα μέλη της συμμαχίας πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την κοινή άμυνα και το ΝΑΤΟ πρέπει να συμμετέχουν πιο δυναμικά στον πόλεμο εναντίον του ISIS. Σε όλα τα άλλα σημαντικά θέματα, όπως η υπεράσπιση της «ανατολικής πλευράς» έναντι πιθανών ρωσική επίθεση, έχει εμφανιστεί πολύ μικρή ανησυχία – αν και, όπως σημειώνεται, ο ίδιος δεσμεύεται να απαντήσει δυναμικά σε οποιαδήποτε κίνηση από τη Μόσχα που φαίνεται να αμφισβητεί την τιμή και τη θέληση των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια δευτερεύουσα θέση έριδος στην παγκόσμια σκακιέρα. Εκτός αν διασταυρωθεί με τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είναι πιθανό να αγνοείται. Και αυτό, φυσικά, ταιριάζει με το μεγαλύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του Trump: η Αμερική έρχεται πρώτη, όλοι οι άλλοι μετρούν μόνο στο βαθμό που είναι ένα ατού ή εμπόδιο για την επίτευξη των θεμελιωδών στόχων των ΗΠΑ.


Ο Michael Klare είναι καθηγητής στις σπουδές ειρήνης και παγκόσμιας ασφάλειας στο Hampshire College στο Amherst της Μασαχουσέτης, και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του «The Race for What’s Left» («Αγώνας για ότι έχει απομείνει/ την Αριστερά») (Picador, 2012)

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

Πηγή: Le Monde Diplomatique

Η Πορεία των Γυναικών ήταν μια ζοφερή αποτυχία και ένα ελπιδοφόρο σημάδι

Οι πορείες αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα αποτέλεσαν πόλο έλξης για εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια διαδηλωτές.

Η προσέλευση ήταν εντυπωσιακή. Εκνεύρισε το νέο πρόεδρο. Αλλά τι σήμαινε η Πορεία των Γυναικών;

Παρά το ότι λένε οι σχολιαστές, οι πορείες των Γυναικών δεν ήταν κίνημα. Ούτε ήταν η αρχή ενός κινήματος.

Ήταν μια στιγμή: μια ανάταση των χειρών. “Είμαι ενάντια στον Τραμπ”, είπαν στον κόσμο οι γυναίκες (και οι άντρες). Η ερώτηση ήταν, ποιος/τι θέλουν να τον αντικαταστήσει;

Όπως σημείωσε ο υποκινητής του Occupy Wall Street, Micah White, οι διαδηλώτριες δεν εξέφρασαν κάποιες απαιτήσεις, ούτε, ακόμα περισσότερο, έθεσαν την επιθυμία να αποκτήσουν πολιτικη δύναμη. Προειδοποίησε πως “Χωρίς μια ξεκάθαρη διαδρομη από τις πορείες στην εξουσία, οι διαμαρτυρίες προορίζονται να είναι ένα αναποτελεσματικό θέαμα για να ‘νιώσουμε καλά’, διακοσμημένο με ροζ γατίσια καπέλα”. Όπως και οι άλλες διαμαρτυρίες των τελευταίων δεκαετιών, η Πορεία των Γυναικών ήταν ένας σπασμός, μια αυθόρμηση έκφραση απέχθειας και αγανάκτησης καταδικασμένη να μην οδηγήσει πουθενά.

Αν δεν απαιτείς τίποτα, πώς θα το αποκτήσεις;

Αν δεν αποτελέσεις απειλή για το κατεστημένο, γιατί να νιώσουν φοβισμένοι;

Παρόλα αυτά, υπό το ρίσκο του Mansplaining* αλλά και του Leftsplaining*, μια ανάταση χειρών έχει σημασία. Γεγονότα όπως η Πορεία των Γυναικών είναι σημαντικά γιατί η Αμερικανική πολιτική περιστρέφεται (με κάθε πρόθεση για λογοπαίγνιο) γύρω από τη μυθοπλασία ότι τα αριστερά πολιτικά κινήματα που είναι δεδομένα σε άλλα έθνη – κομμουνισμός, σοσιαλισμός και αριστερός αναρχισμός – δεν έχουν θέση στην κάλπη ή στα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ, γιατί οι αμερικανοί ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται.

Στιγμές όπως του Σαββάτου αποδεικνύουν πως αυτό είναι ψέμα.

Η Νέα Αριστερά (New Left) ήταν το τελευταίο οργανωμένο μαζικό αριστερό κίνημα στην αμερικανική ιστορία. Από τη στιγμή που η οργανωμένη Αριστερά κατέρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχουμε δει κι άλλες στιγμές όπως αυτή του Σαββάτου, ένδειξη ότι υπάρχουν αμερικανοί, δεκάδες εκατομμύρια από αυτούς, οι οποίοι πολιτικά ανήκουν στα αριστερά του ψευτοαριστερού Δημοκρατικού κόμματος και του συμβαδίζοντος κεντροδεξιού επιχειρηματικού και μιντιακού συστήματος που το υποστηρίζει και του «αντίπαλου» Ρεπουμπλικανικού brand. Σημάδια ότι αυτή η Αριστερά-εν-αναμονή υπάρχει έρχονται σε αντίθεση με την κομματική γραμμή ότι δεν υπάρχει αγορά για σφυροδρέπανα στις παλιές καλές ΗΠΑ.

Ακόμη και στην ”κοιμισμένη” δεκαετία του 1980, εκατοντάδες χιλιάδες εμφανίστηκαν για να διαδηλώσουν ενάντια στον Ρήγκαν σε διαδηλώσεις όπως αυτή της Ημέρας Αλληλεγγύης. Υπήρχαν βίαιες, αποτελεσματικές οικο-τρομοκρατικές επιθέσεις και διαμαρτυρίες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, όπως η Μάχη του Σιάτλ τη δεκαετία του 1990. Εκατομμύρια διαδήλωσαν ενάντια στην εισβολή στο Ιρακ το 2003. Αυτή η δεκαετία μας έφερε το Occupy Wall Street, την παραδόξως δημοφιλή υποψηφιότητα του Bernie Sanders για την προεδρία, και δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως το 37% των Αμερικανών θα ξεφορτώνονταν τον καπιταλισμό – το οικονομικό σύστημα που συνεχώς μας λένε πως είναι πιο ιερό και πιο δημοφιλές από τον Ιησού, τη μαμά και το φραπουτσίνο μήλο.

Αυτές οι πολιτικές παρορμήσεις – η αντίθεση στον πόλεμο και το μιλιταρισμό, η πάλη ενάντια στις συμφωνίες ελευθερου εμπορίου και εξαγωγής εργασίας και η καχυποψία για τον απελευθερωμένο καπιταλισμό – δεν έχουν καμία θέση στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανό κόμμα. Αντίθετα, ο πόλεμος, το ελεύθερο εμπόριο και η άγρια απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας είναι σε αηδιαστικό βαθμό χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων.

Έτσι, περισσότερο από το ένα τρίτο των αμερικανών δε βρίσκουν τίποτα ενδιαφέρον στην αμερικανική αγορά πολιτικών ιδεών(ιδεολογιών). Αυτή αποτελεί μια αχανή δεξαμενή από εν δυνάμει “καταναλωτές”. Αυτοί οι άνθρωποι – θα έλεγα ψηφοφόροι, αλλά πολλοί από αυτούς δεν μπαίνουν στον κόπο να ψηφίσουν γιατί μισούν και τα δύο κόμματα – αντιπροσωπεύουν μια αναποτελεσματικότητα στην αγορά. Στιγμές όπως το Occupy, o Bernie και η Πορεία των Γυναικών μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη της εν-αναμονή-αριστεράς. Κάποια μέρα, προφανώς, κάποιος ή κάποιοι θα χτίσουν μια οργάνωση που θα προσελκύσει τους για καιρό παραμελημένους αμερικάνους αριστερούς και θα διοχετεύσουν την ενέργειά τους σε κάτι αρκετά δυνατό για να κατακτήσουν την εξουσία και αρκετά έξυπνο για να κυβερνήσουν.

Μέχρι τότε, η πραγματική αριστερά θα αυτοαναπαράγονται στα πλαίσια των Δημοκρατικών.

Το οποίο και συνέβη στην Πορεία των γυναικών.

Για την ακρίβεια, πολλοί διαδηλωτές στις Πορείες των Γυναικών ήταν Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Hillary Clinton. Τα πλακάτ “Love Trumps Hate”, γραμμένα στο χέρι παρά τυπωμένα από τη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή, όπως κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής εκστρατείας και τα κουμπιά Hillary, το αποδεικνύουν.  Ωστόσο, ακόμα περισσότεροι διαδηλωτές ήταν προοδευτικοί υποστηρικτές του Bernie Sanders, σοσιαλιστές και κομμουνιστές που θέλουν να δουν μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία και την οικονομία – και αυτοί οι καλοί αριστεριστές (το ένα τρίτο της χώρας, και η πλειοψηφία της αριστεράς συνολικά) επέτρεψαν στον εαυτό τους να εμφανιστούν χωρίς αντιπροσώπευση.

Μια καλή ένδειξη ότι η Πορεία των Γυναικών ενσωματώθηκαν σε μια θορυβώδη εκλογική καμπάνια για τη Hillary και τον Cory Booker-το-2020 pep rally ήταν ότι οι ομιλήτριες περιορίστηκαν σε εκατομμυριούχους φιλελεύθερους Δημοκρατικούς celebrities όπως το Michael Moore, την Ashley Judd και τη Gloria Steinem και παροπλισμένους πρώην ριζοσπαστικούς όπως η Angela Davis. Αν αυτή ήταν μια ακτιβιστική δράση (για παράδειγμα μια που θα φόβιζε τον Τραμπ και το GOP, δηλαδή το Ρεπουμπλικανό Κόμμα, στμ), ή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων οι οποίοι θα καλωσόριζαν και θα σέβονταν τους αριστερούς συμμάχους τους, αντί να θέλουν απλώς να βρικολακιάσουν τον δίκαιο θυμό τους και την ενέργεια τους σε ενδιάμεσες (στο μέσο της θητείας) ψήφους, η λίστα των ομιλητών θα περιλάμβανε ανθρώπους που θα καλούσαν σε επαναστατική αλλαγή και δράση έξω από το υπάρχον σύστημα. Θα υπήρχαν επίσης μερικοί ριζοσπαστικοί ακτιβιστές που θα έκαναν σημαντική δουλειά.

Ο φιλελευθερισμός των διασημοτήτων και η έκκληση για ψήφο στους Δημοκρατικούς είναι αυτά που άφησαν την Αριστερά να πεθάνει.

Δεν είναι περίεργο που η Πορεία των Γυναικών είναι καταδικασμένη να προστεθεί στη λίστα με τις άκαρπες φιλελεύθερες πορείες! Επείδη είναι Δημοκρατικοί, κανένας από τους ομιλητές δεν πρότειναν την απόρριψη ολόκληρου του άρρωστου συστήματος της συστηματοποιημένης φτώχειας, των βιομηχανοποιημένων φυλακών, του πολέμου και της εργασιακής σκλαβιάς. Αντίθετα, στους διαδηλωτές δόθηκε ένας φθαρμένος δημιουργός ντοκιμαντέρ να τους καλεί να απομνημονεύσουν έναν αριθμό τηλεφώνου με τον οποίο μπορούν να καλέσουν στο Κογκρέσσο γιατί, ναι, αυτό θα προσφέρει κάτι, ειδικά αυτήν την περίοδο, με τους Ρεπουμπλικανούς να κάνουν κουμάντο σε όλα.

Ωστόσο, παρά τις μαλακίες των Δημοκρατικών, αυτά τα τεράστια πλήθη ήταν θριαμβευτικά. Εμφανίστηκαν, ακούστηκαν και υπαινίσσονται την καλύτερη χώρα που θα μπορούσαμε να έχουμε.


Ο Ted Rall, συνδικαλιστής συγγραφέας και καρτουνίστας για το ANewDomain.net, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Snowden”, της βιογραφίας του πληροφοριοδότη του NSA.

*Ο όρος Μansplaining λοιπόν προέρχεται από το πάντρεμα των λέξεων man και explaining και πλέον χρησιμοποιείται  ευρέως για να περιγράψει την τάση των ανδρών να κάνουν μάθημα στις γυναίκες πολλές φορές μάλιστα πάνω σε θέματα σχετικά με τις εμπειρίες των ίδιων των γυναικών ,όπως ο σεξισμός ή η έκτρωση χωρίς να ενδιαφέρονται ή να αναγνωρίζουν την γνώση της γυναίκας πάνω στο θέμα. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και ο όρος leftsplaining για την αριστερά και τις αναλύσεις της.

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη, Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: Rall.com

Φεμινίστριες, προσοχή!

Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου εκλογών του 2016, η πρώην Γραμματέας του Κράτους Madeleine Albright (η αμερικάνικη απάντηση στη Margaret Thatcher) έφερε σε δύσκολη θέση τον εαυτό της κηρύσσοντας δημόσια «Υπάρχει ένα ειδικό μέρος στην Κόλαση φυλαγμένο για τις γυναίκες εκείνες που αρνούνται να υποστηρίξουν την Hillary Clinton».

Εκτός από το να προσβάλει τα εκατομμύρια νέων γυναικών (κάτω των 35) που εκούσια επέλεξαν να υποστηρίξουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Bernie Sanders, η Albright έμμεσα προσέβαλε και την ίδια την Clinton, υπαινισσόμενη ότι ο κύριος λόγος να ψηφίσουν υπέρ της είναι το φύλο της, κάτι που χυδαία αναφέρθηκε από τους σχολιαστές ως ”vagina vote” (ψήφος μήτρας).

Το ψωνισμένο σχόλιο της Albright ήταν ένα από τα δύο πιο βλακώδη σχόλια που άκουσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Το άλλο ήταν η απάντηση του Donald Trump όταν ρωτήθηκε από έναν ρεπόρτερ τι θα έκανε με τον ISIS, αν εκλεχθή πρόεδρος. Ο Trump απάντησε «Αυτό που θα κάνω με τον ISIS θα σοκάρει τον κόσμο!» Φυσικά, με τα μίντια να μην έχουν κότσια ως συνήθως, ο ρεπόρτερ δεν αμφισβήτησε αυτή την ηλίθια απάντηση.

Ανεξάρτητα από το τι κηρύττουν οι Ρεπουμπλικάνοι (και αλίμονο, οι Δημοκρατικοί) ως μέλη του Κογκρέσου – ανεξάρτητα από το τι θα μας έκαναν να πιστεύουμε παρουσιαστές ραδιοφωνικών εκπομπών, επιχειρηματίες, αντιεργατικοί προπαγανδιστές, ρεβιζιονιστές ιστορικοί, μαριονέτες των κυρίαρχων ΜΜΕ, και βολεμένοι κάτοικοι προαστίων, ήταν η δύναμη των εργατικών ενώσεων και η σιωπηρή απειλή της βίας που από μόνη της δημιούργησε την αμερικανική μεσαία τάξη.

Είναι γεγονός. Φυσικά, επειδή η δημόσια ανυπακοή και η «δύναμη» τείνει να είναι δύσκολη και τρομακτική – που δεν καταλαβαίνει από ωραία λόγια, σεμιναριακούς λόγους, «δηλώσεις αποστολής» και ασκήσεις ανάπτυξης ομαδικού πνεύματος – το Κατεστημένο θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι κάθε τι που ξεφεύγει από τα όρια της πολιτισμένης συζήτησης και βγαίνει στους δρόμους είναι αναξιοπρεπές, δυσάρεστο, και (το μεγαλύτερο ψέμα από όλα) αχρείαστο.

Εξετάστε την ιστορία. Η μεσαία τάξη δεν συνενώθηκε μέχρι την μεταπολεμική δεκαετία του 1950. Πριν από αυτό, η μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Και αυτή η πλουσιοπάροχη δεκαετία τυχαίνει να είναι η ίδια δεκαετία που η ενωμένη εργατιά χτύπησε το υψηλότερο ρεκόρ της, με περίπου το 35% όλων των εργατών των ΗΠΑ να ανήκουν σε συνδικάτα.

Επιπλέον, αυτά τα εντυπωσιακά νούμερα δε λαμβάνουν καν υπόψη τους «λαθρεπιβάτες» οι οποίοι επωφελήθηκαν από τους εργοδότες που τους παρείχαν μισθούς συνδικάτων, προνόμια και εργασιακές συνθήκες ώστε να κρατήσουν μακριά τα σωματεία.

Συγκρίνετέ το με την αξιοθρήνητη κατάσταση που συναντάμε σήμερα, όπου μόλις το 6% των εργασιών του ιδιωτικού τομέα διαθέτει σωματεία. Για να πω την αλήθεια, ίσα που μπορεί κανείς να κατανοήσει – να συλλάβει το μυαλό του – την τρομερή επιρροή που μπορούσε να ασκήσει ο κόσμος της εργασίας μισό αιώνα πίσω (παρά το πέρασμα του τοξικού νόμου Taft-Hartley Act, το 1947). Η ιδέα του να έχουν οι εργάτες και οι εργάτριες τόση ωμή δύναμη ακούγεται σαν φαντασίωση στο σήμερα.

Γεγονός που μας φέρνει στο Φεμινισμό. Στην ιστορία των ΗΠΑ, πηγαίνοντας πίσω στο 1920, τη χρονιά που οι ενήλικες γυναίκες απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα της ψήφου, στη μόνη δουλειά που ήταν απόλυτα εγγυημένο ότι οι γυναίκες κάνοντας την ίδια δουλειά με τους άντρες θα λάβουν ακριβώς τα ίδια με τους άνδρες ήταν τα εργατικά σωματεία.

Δεν ευθύνονταν το Κογκρέσο, δεν ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν η Εκκλησία. Ήταν η οργανωμένη εργασία. Αυτό ίσχυε τότε και ισχύει και σήμερα. Αν μια γυναίκα θέλει να βεβαιωθεί πως θα παίρνει τις ίδιες απολαβές με έναν άνδρα, το μόνο μέρος που αυτό είναι εγγυημένο είναι μέσα στο πλαίσιο κάποιας εργατικής ένωσης.

Αντίστοιχα, αντί να καταθέτουν συλλογές υπογραφών στο Κογκρέσο, ή να κάνουν διαμαρτυρίες στο Δημαρχείο, ή να εγγραφούν σε ομάδες γυναικείας αλληλεγγύης, ή να γράφουν καυστικά έξυπνα άρθρα γνώμης για τους New York Times, οι γυναίκες θα έπρεπε να αναλογιστούν να γίνουν απειλητικές. Θα έπρεπε να σκεφτούν να γίνουν εκείνο που οι άντρες τρέμουν, δηλαδή να αποκτήσουν δύναμη. Χρειάζεται να ενταχθούν σε σωματεία.

Αν οι γυναίκες δικαίως πιστεύουν ότι είναι άδικο για αυτές να παίρνουν 77 cents του δολαρίου συγκριτικά με όσα βγάζουν οι άνδρες, οι Φεμινίστριες χρειάζεται να εγκαταλείψουν τον αβρό διανοουμενισμό και τη ρητορική (ασχέτως πόσο εύγλωττη), και να κάνουν κάτι τρομακτικό. Χρειάζεται να ενστερνιστούν το «ξεπερασμένο».

Όλα αυτά έκανε το «διακοσμητικό Φεμινισμό» της Hillary Clinton κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της να φαίνεται τόσο υποκριτικό. Δε μπορούσε να τα έχει όλα. Δε μπορούσε να εξυμνείται και να προμοτάρεται από τη Wall Street και ταυτόχρονα να επιμένει ότι είναι υπέρ της «ισότητας των μισθών», γιατί αυτές οι δύο απόψεις είναι αντιφατικές. Η Wall Street αντιτίθεται στην ισότητα των μισθών. Η Wall Street είναι αντίθετη με τα εργατικά σωματεία. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι και η Clinton.

Ο David Macaray είναι συγγραφέας και δραματουργός.

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: CounterPunch

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr

RSFX Austin: Αγωνιστική αλληλεγγύη από το Όστιν ως την Αθήνα. Συνέντευξη με φοιτητές του Revolutionary Student Front.

Συζητάμε με φοιτητές, μέλη του Revolutionary Student Front. Τους είδαμε πρόσφατα σε δυναμικές κινητοποιήσεις στο Πανεπιστήμιο του Austin στο Τέξας, να διοργανώνουν κινητοποιήσεις ενάντια στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Οι κινητοποιήσεις γρήγορα επεκτάθηκαν σε αρκετές πόλεις των ΗΠΑ, ενώ υπήρξε αρκετός κόσμος που ευαισθητοποιήθηκε έστω και μετά τις εκλογές λόγω της ακροδεξιάς ρητορικής του Τραμπ απέναντι σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.

1. Σας είδαμε στο βίντεο να διαδηλώνετε κατά της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Θα θέλαμε καταρχήν να ρωτήσουμε τι είναι το Revolutionary Student Front – Austin. Έχετε σχέσεις με συνδικάτα ή με άλλες φοιτητικές οργανώσεις στις ΗΠΑ; Ποιος είναι ο σκοπός σας;

Το Επαναστατικό Φοιτητικό Μέτωπο είναι μια ευρεία ομάδα αντικαπιταλιστών φοιτητών, που παλεύουν να οικοδομήσουν μια επαναστατική φοιτητική δύναμη στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν. Παρ’ όλο που δεν αποστασιοποιούμαστε από ζητήματα εκτός του πανεπιστημίου και συμμετέχουμε σε διάφορες εξωπανεπιστημιακές ομάδες, ξέρουμε ότι ο ταξικός αγώνας επεκτείνεται και στα πανεπιστήμια και ότι είναι κρίσιμο να οικοδομηθεί μια δύναμη φοιτητών της εργατικής τάξης ενάντια στις πανεπιστημιακές γραφειοκρατίες που δεν ενδιαφέρονται για τους φοιτητές. Ξεκινήσαμε την οργάνωσή μας λιγότερο από 3 μήνες πριν και δεν έχουμε ακόμα επαφές με συνδικάτα εντός των ΗΠΑ. Εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε ισχυρούς και διαρκείς δεσμούς με άλλες επαναστατικές φοιτητικές οργανώσεις σε ολόκληρη τη χώρα όπως η Οργάνωση Προοδευτικής Νεολαίας του Κάνσας και του Σεντ Λούις, 2 οργανώσεις που έχουν κάνει σημαντική δουλειά στη νεολαία και στους φοιτητές και από τους οποίους έχουμε να μάθουμε πολλά. Πάνω απ’ όλα παλεύουμε για τη διεθνή επανάσταση της εργατικής τάξης, τίποτε λιγότερο. Σήμερα παλεύουμε εντός του πανεπιστημίου για να δημιουργήσουμε αυτού του είδους τη μαζική πολιτική βάση ανάμεσα στους φοιτητές που είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας επανάστασης.

2. Περιγράψτε μας λίγο την κατάσταση στις ΗΠΑ. Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι εκλέχτηκε ο Τραμπ; Ποια κομμάτια της κοινωνίας ήταν μαζί με τον Τραμπ και ποια με την Χίλαρυ Κλίντον;

Η Αμερική κρέμεται σήμερα από μια κλωστή. Η εκλογή του Τραμπ συμβολίζει μια μετατόπιση προς τα δεξιά του γενικού πολιτικού φάσματος αλλά ταυτόχρονα έχει φέρει και πολλούς που μέχρι σήμερα κινούνταν στο χώρο της κεντροαριστεράς στη ριζοσπαστική αριστερά και τα αντιφασιστικά κινήματα.

Αυτές οι εκλογές αντιπροσωπεύουν την πάλη μεταξύ δύο αντικρουόμενων στοιχείων της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης, η οποία έχει νιώσει τα τελευταία χρόνια τα κέρδη της και την παγκόσμια ηγεμονία της να απειλούνται. Τόσο ό φασισμός όσο και ο νεοφιλελευθερισμός προέρχονται από την άρχουσα τάξη αλλά ταυτόχρονα ένα μεγάλο κομμάτι της λευκής μεσαίας (μικροί επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες) και εργατικής τάξης της Αμερικής έχει καταλάβει την πλάνη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών και των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» που χειροτέρεψαν τη θέση της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός του Τραμπ κατάφερε να απαντήσει στους φόβους της λευκής εργατικής τάξης ότι το σύστημα των ελίτ δεν δουλεύει γι’ αυτούς, αλλά προφανέστατα με το δραματικό κόστος του να καταστήσει σχεδόν κάθε μειονοτική ομάδα της χώρας αποδιοπομπαίο τράγο. Ο φασισμός είναι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός σε παρακμή και εμφανίζεται εκεί όπου κομμάτια της άρχουσας τάξης αποφασίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ικανή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως ο φασισμός δε μπορεί να ανέβει μόνο μέσω της θέλησης της άρχουσας τάξης, πρέπει να επικαλεστεί μια λαϊκή, μαζική βάση (στη δική μας περίπτωση από τη λευκή εργατική, μεσαία και ανώτερη τάξη), μέσω της προσφοράς βραχυπρόθεσμων λύσεων στα συστημικά προβλήματα που προκαλεί ο καπιταλισμός- αυτές είναι οι ομάδες που κατέχει τη μεγαλύτερη δύναμη στην αμερικανική κοινωνία και φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την εκλογή του Τραμπ. Όπως βλέπετε στους χάρτες, η ψήφος ακολουθεί ξεκάθαρα φυλετικές και έμφυλες γραμμές. Τα κομμάτια εκείνα που προσβάλλονται περισσότερο από την αυξανόμενη απειλή της ακροδεξιάς και του φασισμού ήταν και τα πιο διστακτικά σε μια προεδρία του Τραμπ (παρ’ όλο που αυτό δεν εξισώνεται απαραίτητα και με στήριξη στους Δημοκρατικούς ή στη Χίλαρι). ‘Όλα αυτά τα κομμάτια που αντιμετωπίζουν τις ανερχόμενες απειλές της βίας και της καταπίεσης που θα φέρει ο φασισμός τείνουν να ψηφίζουν την Κλίντον.

3. Αρκετοί στην Ευρώπη θεωρούν ότι το σύστημα στήριξε την Χίλαρυ Κλίντον και ότι η εκλογή Τραμπ ταρακουνάει το σύστημα έχοντας την εντύπωση ότι ο Τραμπ ήταν αντισυστημικός. Ποιες είναι οι σχέσεις του Τραμπ με τις ακροδεξιές οργανώσεις των ΗΠΑ και ποιες οι σχέσεις του με το Αμερικάνικο κεφάλαιο;

Η Κλίντον ήταν η αγαπημένη υποψήφια του καπιταλιστικού νεοφιλελεύθερου συστήματος που τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ έχουν ανεχτεί για δεκαετίες. Ο Τραμπ, που αντιπροσωπεύει την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, ήταν περισσότερο ο υποψήφιος ενός άλλου κομματιού της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης που προκαλεί τον παλιό τρόπο διαχείρισης του συστήματος, όχι το ίδιο το σύστημα. Αυτό το κομμάτι της άρχουσας τάξης, στηριζόμενο και από τις λευκές μάζες, έχει αναγνωρίσει τη χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού και έχει αποφασίσει ότι είναι προς όφελος του κεφαλαίου το να εγκαταλείψει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και να αγκαλιάσει μια φασιστική δικτατορία με βάση το φύλο σαν λύση στην μείωση της ιμπεριαλιστικής της δύναμης παγκοσμίως. Πολλές βιομηχανίες ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια στη στήριξη της Κλίντον, η οποία θεωρήθηκε σχεδόν σίγουρη νικήτρια και που αντιπροσωπεύει τη συνέχιση του «μια από τα ίδια». Ξόδεψαν τα χρήματά τους στον να τη στηρίξουν όχι απαραίτητα γιατί συμφωνούσαν ότι η Κλίντον είναι καλύτερη για το κεφάλαιο από τον Τραμπ, αλλά επειδή την είδαν ως την πιο πιθανή υποψήφια που θα πρόσφερε στις επιχειρήσεις πολιτικές χάρες για να εκλεγεί. Μια προεδρία του Τραμπ θα πείσει πιθανότατα το σύνολο των Αμερικανών καπιταλιστών ότι ο πιο επικερδής δρόμος μπροστά είναι μέσω του φασισμού, άσχετα από τις τρομακτικές συνέπειες που έχει για τις γυναίκες, τους Ισπανόφωνους πληθυσμούς, τους μουσουλμάνους, τις έγχρωμες κοινότητες.

austin 3

4. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη μέρα για την Αμερική όσον αφορά την οικονομία αλλά και όσον αφορά τις διεθνείς της σχέσεις με την Ευρώπη, την Ρωσία και την Μέση Ανατολή;

Είναι δύσκολο να πούμε ακριβώς, κυρίως επειδή ο Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να παίρνει πίσω τις υποσχέσεις του. Σχετικά με την Ευρώπη, πιστεύω ότι οι σχέσεις μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ θα δυσκολέψουν με μια προεδρία του Τραμπ. Ο μύθος του φασισμού είναι πάντα αυτός του ατομικιστή “ήρωα” και η άνοδός του θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να δρουν μονομερώς και χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη καμία συμφωνία με άλλες καπιταλιστικές- ιμπεριαλιστικές χώρες. Με τη Ρωσία και την κατάσταση στη Συρία, περιέργως, φαίνεται ότι μια προεδρία της Κλίντον θα μας είχε φέρει πιο κοντά στη διαμάχη ενώ ο Τραμπ, τουλάχιστον στα λόγια, είναι αφοσιωμένος στη λογική του «κάτω τα χέρια», επιτρέποντας στη Συριακή και τη Ρωσική κυβέρνηση να προχωρήσουν μπροστά όπως συνήθως.

5. Πολλοί λένε ότι αν ήταν επικεφαλής των Δημοκρατικών ο Μπέρνι Σάντερς, τότε ο Τραμπ δεν θα είχε εκλεγεί. Συμφωνείτε με αυτό; Ποια είναι η γνώμη σας για τον Μπέρνι Σάντερς;

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια των δημοκρατικών προκριματικών φαίνεται ότι η εκτίμηση αυτή είναι σωστή. Μια μάχη μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού αντί δεξιού λαϊκισμού και νεοφιλελευθερισμού θα ήταν πολύ πιο δίκαιη. Ο Μπέρνι Σάντερς, ενώ ήταν ανώτερος και από τους δύο υποψήφιους των εκλογών, συνεχίζει να έχει πολλά σημαντικά μειονεκτήματα, κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και στην περίπτωση μιας προεδρίας του Σάντερς, όμως, δεν πιστεύουμε ότι πολλές από τις υποσχόμενες προτάσεις του όπως το να καταργήσει τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια θα γίνονταν πολιτικές που επέτρεπε η αμερικανική άρχουσα τάξη να περάσουν, ιδιαίτερα με τόσα άλλα κομμάτια του κρατικού μηχανισμού να παραμένουν Ρεπουμπλικανικά. Πιστεύουμε το ίδιο και για τους υποψήφιους των τρίτων κομμάτων όπως την Τζιλ Στάιν του Πράσινου Κόμματος: ανεξάρτητα από το πόση οργανωτική ενέργεια δαπανείται για να τους κάνει ικανούς να κερδίσουν τις εκλογές, υπάρχει πάντα μια ολόκληρη κυβερνητική γραφειοκρατία που τους περιβάλει που θα εμποδίσει τις προσπάθειες οποιουδήποτε πολιτικού που απειλεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Το να πεισθεί ο λαός να ψηφίσει τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές ή το τους Πράσινους θα οδηγήσει απλά την εργατική τάξη στην παγίδα της εκλογικής πολιτικής, την οποία τόσοι πολλοί έχουν απορρίψει επειδή γνωρίζουν ότι το σύστημα δεν λειτουργεί για τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα από το ποιος διοικεί. Εδώ βλέπουμε πως θα ήταν ο εκλογικός χάρτης εάν το «δεν ψηφίζω» ήταν υποψήφιος

austin 5

6. Ποια είναι τα πλάνα σας για το επόμενο διάστημα; Τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει;

Βλέποντας την εκλογή του Τραμπ ως ενδεικτική της ακροδεξιάς τάσης που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε να αυξάνετε τα επόμενα χρόνια, γνωρίζουμε ότι η απειλή του φασισμού είναι πραγματική. Ομάδες όπως οι «Alt-right»και οι «White Lives Matter» καθώς και διάφορες νεοναζιστικές ομάδες αισθάνονται όλο και πιο άνετα στο να εκφράζουν τις ιδέες τους δημόσια και τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης και οι ιδέες τις ελεύθερης έκφρασης δεν θα διστάσουν να δώσουν στους φασίστες βήμα. Αν και είχαμε ξεκινήσει μια αντιφασιστική καμπάνια πριν ακόμα από την εκλογή του Τραμπ, η ανάγκη του να δημιουργηθεί ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο είναι σήμερα ένα από τα καθήκοντα που ιεραρχούνται ψηλά στις οργανωτικές μας προσπάθειες. Η πάλη ενάντια στον φασισμό δεν μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων αριστερών. Αφού ο φασισμός είναι ένα μαζικό λαϊκό κίνημα που κινείται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από μας, θα πρέπει να στοχεύσουμε στο να οικοδομήσουμε το δικό μας μαζικό κίνημα. Εμείς ως επαναστατική αριστερή ομάδα θα πρέπει να δώσουμε απαντήσεις στα καυτά ερωτήματα που αφορούν το λαό και μέσω μιας σωστής καθοδήγησης να τους φέρουμε στην επαναστατική πολιτική και να τους δεσμεύσουμε όχι μόνο στην πάλη ενάντια στο φασισμό αλλά στην οικοδόμηση της λαϊκής δύναμης, ικανής να φέρει την επανάσταση.

Παραθέτοντας ένα κομμάτι από ένα πρόσφατο κείμενο σχετικά με τον αντιφασισμό των στενών συντρόφων μας της Κόκκινης Φρουράς του Όστιν υπό τον τίτλο «Δεν θα πέσει αν δεν χτυπήσεις»:

«Για να εδραιώσει ο αντιφασισμός τη λαϊκή βάση του στο λαό, οι λαϊκές ανάγκες και τα συμφέροντα θα πρέπει να παραμένουν στο κέντρο. Θα πρέπει να είμαστε όπου ο λαός μας χρειάζεται και να τον υπηρετούμε με την καρδιά μας. Αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει σε ολόκληρη τη χώρα. Μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, βασισμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιοχής, εάν (η περιοχή) είναι κομμάτι εργατικών αγώνων, εάν οργανώνεται ενάντια στις περικοπές των επιδομάτων ή αν συλλέγει ρούχα και τρόφιμα για εργατικές κοινότητες. Όλα αυτά τα μέτωπα, ανεξάρτητα από το που βρίσκονται, πρέπει να θεωρηθούν κομμάτι της αντιφασιστικής μας δουλειάς και πρέπει να προσανατολίσει την τακτική μας. Είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε αυτή τη δουλειά προτού ο φασιστικός λαϊκισμός εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο».

Αναφέρονται επίσης στις ταχτικές ομάδων όπως η Χρυσή Αυγή στο να οικειοποιούνται αυτόν τον τρόπο δουλειάς για να υπηρετήσουν τους αντιδραστικούς σκοπούς τους. Σας συστήνω να διαβάσετε και να αναφερθείτε στο έργο τους (An analysis of the growing fascist trends in the United States), που δίνει αρκετές πληροφορίες για την ανάλυσή μας σχετικά με τον φασισμό και τα καθήκοντα που θα πρέπει να αναλάβουμε το προσεχές διάστημα.

Ευχαριστούμε για τον χρόνο σας και για τη δουλειά σας στο να διαδώσετε το κείμενό μας στα ελληνικά μέσα.

Αγωνιστική αλληλεγγύη από το Όστιν ως την Αθήνα