ΗΠΑ: ο πόλεμος μεταξύ των ελίτ – οι ολιγάρχες τα πάνε καλά, ο λαός υποφέρει

Σε μια κλίμακα πρωτοφανή από την «μεγάλη» παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του 1930, στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα σημειώνονται οξύτατες πολιτικές επιθέσεις, διαιρέσεις και υφαρπαγές εξουσίας. Απολύσεις κυβερνητικών αξιωματούχων, έρευνες του Κογκρέσου, απαιτήσεις για προεδρική παραπομπή, κυνηγητό μαγισσών, απειλές φυλάκισης για «επίδειξη περιφρόνησης προς το Κογκρέσο» και απροκάλυπτες διαμάχες για την εξουσία έχουν θρυμματίσει τη βιτρίνα πολιτικής ενότητας και συναίνεσης ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες ισχυρές μερίδες της ολιγαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία, ο εκλεγμένος πρόεδρος παλεύει σε καθημερινή βάση να ασκήσει την κρατική εξουσία. Τα ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση κρατικά (όπως η εθνική δημόσια ραδιοφωνία) και εταιρικά όργανα μαζικής προπαγάνδας αντιπαρατίθενται στην προεδρία. Ομάδες της στρατιωτικής ελίτ και της επιχειρηματικής ολιγαρχίας συγκρούονται στην εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Οι ολιγάρχες διαπληκτίζονται και επιτίθενται ο ένας τον άλλον. Κατασκευάζουν πλαστές κατηγορίες, συνωμοτούν και εξαπατούν. Οι πολιτικοί ακόλουθοί τους, ως μάρτυρες αυτών των μνημειωδών συγκρούσεων, είναι βουβοί, κουφοί και τυφλοί ως προς  τα πραγματικά συμφέροντα που διακυβεύονται.

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον ολιγάρχη πρόεδρο και τους ολιγάρχες της αντιπολίτευσης έχει σοβαρές συνέπειες για τις αντίστοιχες μερίδες τους και για τον αμερικανικό λαό. Οι πόλεμοι και η κατάκτηση αγορών, που επιδιώκουν οι ομάδες των ολιγαρχών, ώθησαν τις αντιτιθέμενες ολιγαρχικές δυνάμεις στην απόκτηση ελέγχου επί των  μέσων πολιτικής χειραγώγησης (ΜΜΕ και δικαστικών διώξεων).

Ο έντονος πολιτικός ανταγωνισμός και η ανοικτή πολιτική αντιπαράθεση δεν έχει καμιά σχέση με τη «δημοκρατία» όπως υπάρχει σήμερα στις ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, η απουσία πραγματικής δημοκρατίας επιτρέπει στους ολιγάρχες να συγκρούονται στα σοβαρά. Ο περιθωριοποιημένος και απολίτικος λαός είναι ανίκανος να αξιοποιήσει υπέρ του τη σύγκρουση μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.

Τι δεν αφορά η «σύγκρουση» μεταξύ των ολιγαρχών

Η μάχη «ζωής και θανάτου» ανάμεσα στις μερίδες των ολιγαρχών δεν αφορά την ειρήνη!

Καμία από τις ολιγαρχικές ομάδες που εμπλέκεται σ’ αυτή τη διαμάχη δεν τάσσεται υπέρ δημοκρατικών ή ανεξάρτητων κυβερνήσεων.

Καμία πλευρά δεν επιδιώκει τον εκδημοκρατισμό της αμερικανικής πολιτικής/εκλογικής διαδικασίας ή τη διάλυση του μηχανισμού του αστυνομικού κράτους.

Καμία πλευρά δεν δεσμεύεται με «κοινωνικό συμβόλαιο» απέναντι στους Αμερικανούς εργάτες και υπαλλήλους.

Καμία δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές αλλαγές  που είναι αναγκαίες ώστε να αντιμετωπιστεί η συνεχής διάβρωση του βιοτικού επιπέδου ή η πρωτοφανής αύξηση της «πρώιμης» θνησιμότητας ανάμεσα στα εργατικά και αγροτικά στρώματα της χώρας.

Παρά τις ομοιότητές τους όμως, που απορρέουν από τον βασικό στόχο ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση της ισχύος/εξουσίας της ολιγαρχίας ενάντια στα συμφέροντα του γενικότερου πληθυσμού, υπάρχουν βαθιές διαιρέσεις σχετικά με το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του προεδρικού καθεστώτος και του κρατικού μηχανισμού.

Και τι αφορά 

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των μερίδων της ολιγαρχίας πάνω στο ζήτημα των πολέμων και των «επεμβάσεων».

Η «αντιπολίτευση»  (το Δημοκρατικό Κόμμα και κάποιες ρεπουμπλικανικές ελίτ) επιδιώκει τη συνέχιση της πολιτικής των πλανητικών πολέμων, με πιο συγκεκριμένο  στόχο την αντιπαράθεση με τη Ρωσία και την Κίνα, όπως επίσης τη συνέχιση των περιφερειακών πολέμων στην Ασία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει πεισματική άρνηση τροποποίησης της στρατιωτικής πολιτικής, παρά τις καταστροφικές συνέπειες στο εσωτερικό των ΗΠΑ (οικονομική παρακμή και αυξανόμενη φτώχεια) και διεθνώς, με τις μαζικές εθνικές εκκαθαρίσεις, την τρομοκρατία, την αναγκαστική μετανάστευση των προσφύγων πολέμου στην Ευρώπη, την πείνα και τις επιδημίες (όπως η χολέρα και ο λιμός στην Υεμένη).

Η προεδρία Τραμπ ευνοεί την ένταση της αντιπαράθεσης με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, καθώς και την επέμβαση στη Συρία, τη Βενεζουέλα και την Υεμένη.

Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει τις πολυμερείς οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες (όπως η TTP και η  NAFTA), ενώ ο Τραμπ ευνοεί τις επικερδείς «διμερείς» συμφωνίες, βασίζεται στις εμπορικές και επενδυτικές δοσοληψίες με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου και στο σχηματισμό ενός επιθετικού στρατιωτικού «άξονα» (ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ-Εμιράτων) για να ανατρέψει το εθνικιστικό καθεστώς του Ιράν και να διαμελίσει τη χώρα.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη διεξαγωγή πολέμων και βίαιης «αλλαγής καθεστώτος», προκειμένου να αντικαταστήσει ανυπάκουους «τυράννους» και εθνικιστές και να εγκαταστήσει «πελατειακές κυβερνήσεις» οι οποίες θα παραχωρούν βάσεις στην αμερικανική στρατιωτική αυτοκρατορία. Ο Τραμπ εναγκαλίζεται τους υπάρχοντες δικτάτορες που μπορούν να επενδύσουν στο εσωτερικό πρόγραμμά του για τις υποδομές.

Η «αντιπολίτευση» επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ρόλου που παίζει παγκοσμίως η στρατιωτική ισχύς της Ουάσιγκτον. Ο Τραμπ αποβλέπει στην επέκταση του ρόλου των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά.

Και οι δύο μερίδες της ολιγαρχίας υποστηρίζουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έχουν διαφορές  όμως όσον αφορά το χαρακτήρα και τα μέσα του.

Για την «αντιπολίτευση», κάθε χώρα, μεγάλη ή μικρή, μπορεί να αποτελέσει στόχο στρατιωτικής κατάκτησης. Ο Τραμπ τείνει να ευνοεί την επέκταση των κερδοφόρων εξωτερικών αγορών μαζί με την προβολή της αμερικανικής στρατιωτικής κυριαρχίας.

Ολιγάρχες: ομοιότητες ως προς την τακτική

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ολιγαρχών δεν αποκλείει ομοιότητες ως προς τα μέσα και την τακτική. Και οι δύο ομάδες προωθούν την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, υποστηρίζουν τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και την επέμβαση στη Βενεζουέλα. Υποστηρίζουν το εμπόριο με την Κίνα και τις διεθνείς κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία και το Ιράν. Επιδεικνύουν δουλικό σέβας προς το κράτος του Ισραήλ και ευνοούν το διορισμό ανοικτά σιωνιστικών παραγόντων στον πολιτικό, οικονομικό μηχανισμό και στις μυστικές υπηρεσίες.

Αυτές οι ομοιότητες όμως υπόκεινται σε αψιμαχίες τακτικής,  πολιτικού προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Η «αντιπολίτευση» καταγγέλλει όποια απόκλιση της πολιτικής έναντι της Ρωσίας ως «προδοσία», ενώ ο Τραμπ κατηγορεί την «αντιπολίτευση» ότι θυσιάζει τους Αμερικανούς εργάτες για χάρη της  NAFTA.

Παρά τις αποχρώσεις τακτικής και τις ομοιότητες, ο άγριος ενδο-ολιγαρχικός ανταγωνισμός απέχει πολύ από το να γίνεται για το θεαθήναι. Όποιες κι αν είναι οι πραγματικές ή οι προσποιητές ομοιότητες και διαφορές, η αντιπαράθεση των ολιγαρχών για την ιμπεριαλιστική και εγχώρια εξουσία επιφέρει μεγάλες συνέπειες στην πολιτική και συνταγματική τάξη πραγμάτων.

Ολιγαρχική πολιτική εκπροσώπηση και παράλληλο αστυνομικό κράτος

Η εξελισσόμενη διαμάχη ανάμεσα στην προεδρία Τραμπ και την «αντιπολίτευση» δεν αποτελεί μια συνήθη αψιμαχία όσον αφορά τη νομοθεσία ή τις αποφάσεις. Δεν αφορά επίσης, απλώς, τον έλεγχο του δημόσιου πλούτου της χώρας. Η σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από τον έλεγχο του καθεστώτος και την άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Η «αντιπολίτευση» διαθέτει μια εντυπωσιακή διάταξη δυνάμεων, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μηχανισμός των μυστικών υπηρεσιών (NSA, Homeland Security, FBI, CIA, κ.λπ.) και ένας ουσιώδης τομέας του Πενταγώνου και της αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει νέα κέντρα ισχύος με σκοπό την εκδίωξη του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του χώρου της Δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά με το διορισμό του πρώην επικεφαλής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ ως «ειδικού ανακριτή» και βασικών στελεχών των υπηρεσιών του γενικού εισαγγελέα/υπουργού Δικαιοσύνης, όπως του αναπληρωτή γενικού εισαγγελέα Ρομπ Ρόζενστάιν.  Ο Ρόζενστάιν διόρισε τον Μιούλερ, αφότου απομονώθηκε αναγκαστικά ο γενικός εισαγγελέας «Τζεφ» Σέσιον (σύμμαχος του Τραμπ) διότι είχε «συναντηθεί» με Ρώσους διπλωμάτες κατά την άσκηση των καθηκόντων του στο Κογκρέσο, όντας ανώτατο στέλεχος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.   Αυτή η «απομόνωση» αφαίρεσε σημαντικές αρμοδιότητες από τον πιο σημαντικό σύμμαχο του Τραμπ στη Δικαιοσύνη.

Το δίχτυ της αντιπολιτευτικής ισχύος απλώνεται και περιλαμβάνει πρώην αξιωματούχους του αστυνομικού κράτους, μεταξύ των οποίων τον Μάικλ Τσέρτοφ (συνεργάτη του Ρ. Μιούλερ) και επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας  υπό τον Μπους τον νεότερο, τον Τζον Μπρέναν (CIA), τον Τζέιμς Κομέι (FBI) και άλλους.

Η «αντιπολίτευση» κυριαρχεί στα βασικά όργανα προπαγάνδας — στον Τύπο («Washington Post», «Financial Times», «New York Times» και «Wall Street Journal») και  στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο (ABC, NBC, CBS και PBS/ NPR), τα οποία ταχύτατα μεγαλοποιούν γεγονότα  και κατηγορούν  τον πρόεδρο και τους συμμάχους του για ένα όλο και επεκτεινόμενο πλέγμα ατεκμηρίωτων «εγκλημάτων και παραπτωμάτων». Νεοσυντηρητικά και φιλελεύθερα think tanks και ιδρύματα, ακαδημαϊκοί ειδικοί και σχολιαστές έχουν ενωθεί σε μια «χορωδία υστερίας» και τροφοδοτούν τη φρενίτιδα εκδίωξης του Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος διαθέτει μια όλο και πιο ευάλωτη βάση υποστήριξης στο υπουργικό του συμβούλιο, στην οικογένεια και τους στενότερους συμβούλους του. Διαθέτει μια μειοψηφία υποστηρικτών στα νομοθετικά σώματα και πιθανώς στο Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που πλειοψηφεί σ’ αυτά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Διαθέτει επίσης την παθητική υποστήριξη των ψηφοφόρων του, αλλά αυτοί δεν έχουν την ικανότητα κινητοποίησης στους δρόμους. Είναι περιθωριοποιημένοι.

Εκτός της πολιτικής (του «βάλτου» όπως αποκάλεσε ο Τραμπ την Ουάσιγκτον), η εμπορική, επενδυτική, φορολογική πολιτική και οι απορρυθμίσεις του Τραμπ υποστηρίζονται  από την πλειονότητα των επενδυτών που αποκόμισαν κέρδη από την άνοδο των χρηματιστηρίων μετά την εκλογή του. Ωστόσο, το «χρήμα» φαίνεται να μην επηρεάζει το παράλληλο κράτος.

Η απόκλιση ανάμεσα στους επενδυτές υποστηρικτές του Τραμπ και στην πολιτική ισχύ του αντιπολιτευόμενου κρατικού μηχανισμού αποτελεί μια από τις πιο ασυνήθιστες αλλαγές του αιώνα μας.

Με δεδομένη την αδυναμία του στο εσωτερικό της χώρας και το επαπειλούμενο πραξικόπημα, ο Τραμπ στράφηκε προς την εξασφάλιση «συμφωνιών» με εξωτερικούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η πώληση όπλων ύψους πολλών δισ.  δολαρίων στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα του Κόλπου [360 δισ.  δολάρια σε μία δεκαετία] θα χαροποιήσει το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σ’ αυτό.

Οι πολιτικοί και διπλωματικοί «τεμενάδες» του στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου θα πρέπει να ευχαρίστησαν πολλούς Αμερικανούς σιωνιστές.

Αλλά οι συναντήσεις με παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και η σύνοδος του G7 στη Σικελία απέτυχαν να εξουδετερώσουν την εξωτερική αντίθεση στον Τραμπ.

Οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του NATO δεν δέχτηκαν τις απαιτήσεις του Τραμπ για αύξηση της οικονομικής συμβολής τους στη συμμαχία και καταδίκασαν την απροθυμία του να προσφέρει άνευ όρων στρατιωτική στήριξη στα νέα μέλη του ΝΑΤΟ. Δεν έδειξαν συμπάθεια για τα εσωτερικά του προβλήματα.

Εν ολίγοις, οι υποστηρικτές του Τραμπ στο εξωτερικό, οι συναντήσεις και οι συμφωνίες θα έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης.

Επιπλέον, υπάρχουν μακροχρόνιοι δεσμοί ανάμεσα στους διάφορους κρατικούς μηχανισμούς της ΕΕ και των ΗΠΑ, οι οποίοι ενισχύουν την εμβέλεια της αντιπολίτευσης στις επιθέσεις της κατά του Τραμπ.

Παρόλο που οι προεδρικοί και οι αντιπολιτευόμενοι ολιγάρχες διαιρούνται πάνω σε ουσιώδη θέματα, αυτά τα θέματα είναι κάθετα και όχι οριζόντια σχίσματα – ένα ζήτημα των πολέμων «τους» ή των πολέμων «μας».

Ο Τραμπ όξυνε την ιδεολογική διαμάχη με τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, υποσχέθηκε να αυξήσει τα χερσαία στρατεύματα στο Αφγανιστάν και στη Συρία, ενίσχυσε τη στρατιωτική και συμβουλευτική στήριξη της σαουδαραβικής εισβολής στην Υεμένη και αύξησε την υποστήριξη προς τις βίαιες διαδηλώσεις και τις οχλοκρατικές επιθέσεις στη Βενεζουέλα.

Η «αντιπολίτευση» απαιτεί να αυξηθούν οι προκλήσεις ενάντια στη Ρωσία και στους συμμάχους της και να συνεχιστούν οι εφτά πόλεμοι του Ομπάμα.

Ενώ και οι δύο ομάδες των ολιγαρχών υποστηρίζουν τους συνεχείς πολέμους, η μεγάλη διαφορά είναι ποιος διαχειρίζεται τους πολέμους και ποιος θα καταστεί υπεύθυνος για τις συνέπειες.

Οι συγκρουόμενες ολιγαρχίες διαχωρίζονται ως προς το ποιος ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, εφόσον η ισχύς τους εξαρτάται από το ποια πλευρά κατευθύνει τους κατασκόπους και δημιουργεί τις χαλκευμένες ειδήσεις.

Σήμερα και οι δύο ολιγαρχικές μερίδες βγάζουν η μία τα «άπλυτα» της άλλης στη φόρα, και καλύπτουν τις κοινές παράνομες πρακτικές τους στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό.

Οι ολιγάρχες του Τραμπ θέλουν να μεγιστοποιήσουν τις οικονομικές συμφωνίες μέσω «άκριτης» υποστήριξης γνωστών τυράννων, η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει «κριτικά» τυράννους με αντάλλαγμα την εκχώρηση εδαφών για αμερικανικές βάσεις και στρατιωτική στήριξη των «επεμβάσεων».

Ο Τραμπ προωθεί μεγάλες φορολογικές περικοπές προς όφελος των ολιγαρχών συμμάχων του, προχωρώντας ταυτόχρονα σε μεγάλες περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων για τους κακότυχους ψηφοφόρους του. Η «αντιπολίτευση» υποστηρίζει πιο ήπιες φορολογικές περικοπές και μικρότερες μειώσεις στα κοινωνικά προγράμματα.

Συμπέρασμα

 Η μάχη μεταξύ των ολιγαρχικών μερίδων στις ΗΠΑ δεν έχει φτάσει ακόμη σε αποφασιστική κλίμακα. Ο Τραμπ είναι ακόμη πρόεδρος. Η «αντιπολίτευση» ανοίγει  το δρόμο της με τις έρευνές της και τις εντυπωσιακές αποκαλύψεις στα ΜΜΕ.

Ο πόλεμος προπαγάνδας συνεχίζεται. Τη μια ημέρα τα αντιπολιτευόμενα  ΜΜΕ  εστιάζουν σε έναν μετανάστη φοιτητή που απελάθηκε και την επομένη ο πρόεδρος παρουσιάζει στοιχεία για νέες θέσεις εργασίας στην αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία.

Η αναδυόμενη συνεργασία αριστερών και νεοσυντηρητικών ακαδημαϊκών (δηλ. Νόαμ Τσόμσκι-Γουίλιαμ Κρίστολ) καταγγέλλει εξ αρχής την προεδρία Τραμπ ως εθνική «καταστροφή». Παράλληλα, συνασπίζονται επενδυτές της Γουόλ Στριτ και ελευθεριακοί για να καταγγείλουν την αντίσταση της «αντιπολίτευσης» στις μεγάλες φορολογικές «μεταρρυθμίσεις».

Ολιγάρχες όλων των αποχρώσεων και των τάσεων διαγκωνίζονται για τη συνολική κρατική εξουσία και τον πλούτο, ενώ οι πολίτες στην πλειονότητά τους αποκαλούνται «αποτυχημένοι» από τον Τραμπ ή «απαράδεκτοι» από τη μαντάμ Κλίντον.

Το κίνημα «ειρήνης», οι ομάδες για τα δικαιώματα των μεταναστών και οι ακτιβιστές του κινήματος «Η ζωή των μαύρων μετράει» έχουν μετατραπεί σε ανόητους υπηρέτες που σέρνουν το βαγόνι των ολιγαρχών της «αντιπολίτευσης», ενώ οι εργάτες της «ζώνης της σκουριάς», οι φτωχοί των αγροτικών περιοχών και οι  υπάλληλοι της μεσαίας τάξης που χάνουν την κοινωνική τους θέση είναι αδύναμοι δουλοπάροικοι, δεμένοι στο κάρο του προέδρου Τραμπ.

Επίλογος

Μετά την αιματοχυσία, όταν και εάν ανατραπεί ο πρόεδρος Τραμπ, οι υπάλληλοι της κρατικής ασφάλειας με τα καθωσπρέπει σκούρα κοστούμια τους θα επιστρέψουν στα άνετα γραφεία τους για να επιβλέψουν το «σύνηθες» έργο της κατασκοπίας των πολιτών και να εξαπολύσουν μυστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό.

Τα ΜΜΕ θα βγάλουν στον αέρα μερικές εντυπωσιακές πληροφορίες και «λόγια της αλήθειας» από τον νέο κάτοχο του Οβάλ Γραφείου.

Η ακαδημαϊκή αριστερά θα διατυπώσει κάποια κριτική ενάντια στον πιο πρόσφατο «επικεφαλής ολιγάρχη» ή θα κοκορευτεί για το πώς η ηρωική της «αντίσταση» απέτρεψε μια εθνική καταστροφή.

Ο Τραμπ, πρώην πρόεδρος, και ο ολιγάρχης γαμπρός του Τζάρεντ Κάσνερ θα υπογράψουν νέες συμφωνίες στον τομέα των ακινήτων. Οι Σαουδάραβες θα λάβουν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των αμερικανικών όπλων για να εφοδιάσουν ξανά το ISIS ή τους διαδόχους του και να διαβρώσουν περαιτέρω την  «τεράστια και κραυγάζουσα από πόνο» ερημιά της αμερικανικής Μέσης Ανατολής. Το Ισραήλ θα απαιτήσει ακόμη πιο συχνές «εξυπηρετήσεις» από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο.

Οι θριαμβευτές αρθρογράφοι θα διατυμπανίσουν ότι το μοναδικό πολιτικό σύστημά «μας», παρά την «πρόσφατη αναταραχή», απέδειξε ότι η δημοκρατία πάντα νικά … μόνο οι άνθρωποι υποφέρουν!

Ζήτω οι ολιγάρχες!

Πηγή: The James Petras Website 31 May 2017 via Global Research

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *