Γράμματα στη Χέμπα | Β’ μέρος
Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.
Γλυκιά μου,
Δεν έχω φωτογραφίες σου. Αν είχα, θα τις έβαζα δίπλα στο προσκεφάλι μου ώστε η εικόνα σου να είναι το πρώτο πράγμα που θα δω όταν ξυπνάω, και το τελευταίο προτού πέσω για ύπνο. Αλλά δεν πειράζει, είσαι χαραγμένη στη μνήμη μου. Σε θυμάμαι ακριβώς όπως ήσουν. Η μέρα που γεννήθηκες ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Δεν είμαι άνθρωπος υλιστικός, αλλά όταν έφθασες, ήθελα να βγάζω περισσότερα λεφτά για να μπορώ να σε περιποιούμαι καλύτερα. Όταν ο εμφύλιος υποχώρησε το ’76, πέρασα μια βδομάδα δουλεύοντας στο γραφείο του Αραφάτ. Τον είδα μια μέρα και του την έπεσα. «Χρειάζομαι κι άλλα λεφτά, γέρο» του είπα. Γέλασε και μ’ αγκάλιασε. Πήρε το τρίχρωμο στυλό του κι έγραψε ένα σημείωμα για το οικονομικό γραφείο της Φατάχ. Του ζήτησα να προσέξει να υπογράψει με πράσινο χρώμα γιατί για τον όποιο λόγο αυτό ήταν το μόνο χρώμα που οι του οικονομικού δέχονταν σε μια υπογραφή. Ως τότε πληρωνόμουν 211 λίρες το μήνα. Ο Αραφάτ διέταξε να λάβω ένα μπόνους 500 λιρών. Του ήμουν ευγνώμων. Έβγαλα την μητέρα σου για δείπνο εκείνη τη μέρα. Της αγόρασα ένα φόρεμα κι ένα ασημένιο κολιέ κι είχα ακόμα αρκετά για τσιγάρα και δυο ζευγάρια παντελόνια και της έδωσα τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ένιωσα καλά που της το ‘κανα. Εύχομαι για την ευκαιρία να το ξανακάνω.
Ο Αραφάτ πάντα είχε υψηλό ηθικό, ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς. Κατάφερε να μας κρατήσει ενωμένους. Η Φατάχ είχε κι άλλους σπουδαίους ηγέτες, αλλά κανείς τους ούτε καν τον πλησιάζει. Δε νομίζω να είχα παραμείνει μαχητής της Φατάχ χωρίς τον Αραφάτ. Μου ήταν σαν πατέρας, σ’ όλους μας. Δε με νοιάζει τι λένε άλλοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουν εκεί.
Μετά τον πόλεμο, έγινα εκπαιδευτής στο Μαντρασάτ Αλ-Κιτάλ, στο Λίβανο. Στα χρόνια που πέρασα στη στρατιωτική ακαδημία, γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς που εκπαίδευσα γίναν σπουδαίοι ηγέτες και πολλοί απ’ αυτούς γίναν μάρτυρες[1] σε αποστολές μέσα στο Ισραήλ, ή πολεμώντας τους Ισραηλινούς στο Λίβανο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Υπήρχαν πολλοί εθελοντές που εισέρρεαν από την Αλγερία και το Πακιστάν, καθώς επίσης και πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι που δεν τους πείραζε που τους λέγαμε Κόκκινους Ινδιάνους. Κάποιοι γίναν φίλοι μου. Είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κατανοούν τι σημαίνει να είσαι ένας λαός που παλεύει για τη γη και την ταυτότητά του. Τα επόμενα χρόνια, κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν παλεύοντας ενάντια στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Τους τιμήσαμε ως μάρτυρες και τους θάψαμε εν μέσω ψαλμωδιών και απαγγελιών απ’ το Κοράνι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα πάνε οι δικοί τους στην Αμερική.
Όταν εκπαίδευσα τον Ίμαντ Μουχνίγιε, διαισθάνθηκα ότι θα γίνει σπουδαίος ηγέτης, αλλά δεν περίμενα ότι θα αποκτούσε μια τόσο σημαντική θέση στη Χεζμπολάχ πολλά χρόνια αργότερα. Η Χεζμπολάχ αναδύθηκε από μια μικρή ομάδα ονόματι Χαρακάτ Αλ-Μαχρομίν που ήταν σθεναρός σύμμαχος του PLO. Εκπαίδευσα πολλούς απ’ αυτούς. Ο Ίμαντ είχε παλαιστινιακή καταγωγή. Η οικογένειά του ζούσε στο Ρούις, μεταξύ Χαντάς και Μπουρτζ Αλ-Βαρατζνέ. Γίναμε καλοί φίλοι παρότι ήταν νεότερος από μένα. Ήταν σκληρό καρύδι κι επιλέχθηκε απ’ τον επικεφαλής της στρατιωτικής ακαδημίας για να συνοδεύσει τον Αραφάτ. Ο Ίμαντ ήταν ευγενικός κι απίστευτα γενναίος. Αν ήταν αποστολή του να πηδήξει σε μια μαινόμενη πυρκαγιά, θα την εκτελούσε στο βαθμό που πυρήνας της αποστολής ήταν η πάλη εναντίον του Ισραήλ. Δεν έβλεπε τους Φαλαγγίτες σαν αντιπάλους του, παρότι τους μισούσε για την προδοσία τους. Οι Μαχρομίν ήταν όντως καταπιεσμένοι. Χωρίς τη Χεζμπολάχ, οι Σιίτες θα παρέμεναν καταπιεσμένοι στο Λίβανο για πάντα. Αργότερα το κίνημά τους διασπάστηκε στην Άμαλ και τη Χεζμπολάχ, η οποία επικεντρώθηκε στο να παλεύει στη Συρία αντί να διασφαλίζει τα σύνορα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.
Πιστεύεις ότι σ’ έχω εγκαταλείψει Χέμπα; Με μισείς; Αν το κάνεις, θα μου ράγιζε η καρδιά, αλλά δεν θα σε κατηγορούσα. Σ’ ό,τι σ’ αφορά, έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Σχεδίαζα να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί με σένα και την οικογένειά μου μέχρι τις τελευταίες των ημερών μου. Ήθελα να μεγαλώσω ένα δυνατό κορίτσι, που θα συνέχιζε τον αγώνα μου για την Παλαιστίνη. Ήθελα να σ’ ονομάσω Νταλάλ από τη Νταλάλ Μουγκράμπι, που σκοτώθηκε μόλις μήνες προτού γεννηθείς. Όταν έφθασε με τον αρραβωνιαστικό της στην ακαδημία, ήταν δεκαοχτώ. Τους εκπαίδευσα και τους δύο στο να χρησιμοποιούν διάφορα είδη τουφεκιών και στο να μεταμφιέζονται σε διάφορα περιβάλλοντα. Ένα χρόνο μετά, αποβιβάστηκαν στην ακτή του Τελ Αβίβ, και σκότωσαν πολλούς Ισραηλινούς προτού σκοτωθούν αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της. Η αποστολή της στόχευε στην αιχμαλωσία Ισραηλινών και την ανταλλαγή τους με Παλαιστίνιους, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Μετά απ’ αυτό πολλά κορίτσια ήρθαν εθελοντικά στην ακαδημία να ενταχθούν στην Αντίσταση. Η Νταλάλ ζούσε στο Φακαχάνι όπου τελικά μετακομίσαμε. Εκεί γεννήθηκες. Αλλά αποφάσισα να σ’ ονομάσω Χέμπα γιατί η γέννησή σου ήταν ένα θαύμα.
Γεννήθηκες στη μέση ενός νέου, αισχρού πολέμου όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο. Επενέβησαν με την πρόσκληση του Λαχντ Χαντάντ και της Φάλαγγας,αλλά τους απωθήσαμε στο Ναμπατίγιε, στο Μπουρτζ Αλ-Σαμάλι, στο Ρασιντίγιε, στο Αλ-Μπας και στο Έιν Ελ-Χιλγουέ. Τα όπλα μας ήταν απ’ την Ρωσία και την Κούβα, και παρότι οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλες περιοχές στο νότο, οργανώσαμε την αντίστασή μας από το Μαρτζ Αλ-Ζοχούρ, τη Σίμπα και το κατεχόμενο Γκολάν.
Υπάρχουν τόσα που μου λείπουν απ’ το Λίβανο. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε ένας όμορφος τόπος.
* * *
Ειρήνη σε σένα αγαπημένη μου,
Σήμερα σκεφτόμουν τη μητέρα σου. Η Καρίμα ήταν αντάξια του ονόματός της. Ήταν πράγματι γενναιόδωρη. Συνήθιζε να αναμειγνύει αλάτι, ξεραμένη πράσινη πιπεριά και τα συνθλιμμένα κουκούτσια από βερίκοκα. Βουτούσαμε το ψωμί μας στο μίγμα αφού προσθέταμε λίγο ελαιόλαδο. Ήταν ένα ταπεινό γεύμα, αλλά έτσι επιβιώναμε.
Ο μισθός μου των 211 λιρών δεν ήταν αρκετός για να φροντίσω εσένα και τη μητέρα σου. Χρειαζόσουν ρούχα κι επισκέψεις στο γιατρό και παιχνίδια. Οπότε έπιασα δουλειά και στις κατασκευές για το PLO. Είχαν μεγάλες εργολαβικές εταιρείες στο Λίβανο. Πληρωνόμουν άλλες 25 λίρες τη μέρα κι έκανε μεγάλη διαφορά. Ο αδερφός σου ο Μοχάμεντ γεννήθηκε μια μέρα μετά τα γενέθλιά σου. Η Καρίμα ανησυχούσε για τ’ ότι είχε άλλο ένα στόμα να θρέψει. Δεν ήθελε να μου φορτώσει κι άλλο άγχος. Αχ, τι δώρο που είσαι, Χέμπα. Της είπα ότι τα παιδιά θα κρατήσουν την επανάστασή μας ζωντανή.
Όποτε ένιωθα αποτυχημένος που δεν μπορούσα να παρέχω μια καλή ζωή στην οικογένειά μου, η μητέρα σου, παρότι Αιγύπτια, πάντα μου ‘λεγε: «Δεν πειράζει· όλα είναι για την Παλαιστίνη και τη Χέμπα». Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, και χρειάστηκε να δουλέψει πάλι ως υπηρέτρια αν κι εγώ δεν το ήθελα. Ένα λεωφορείο έπαιρνε εσένα και τον μικρό σου αδερφό για να σας πάνε στο νηπιαγωγείο. Δεν ήταν κι άσχημα εκεί. Όλα τα παιδιά ήταν προσφυγόπουλα, που κυρίως έρχονταν απ’ το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.
Όταν το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο το ’82, δεν ένιωθα πια ότι ήταν ασφαλές για σένα και τον αδερφό σου. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σε φυγαδεύσω έξω απ’ τη χώρα και μέσα στη Συρία. Σας μετακίνησα τους τρεις σας βαθύτερα στη δυτική Βηρυτό όπου υπήρχαν καταφύγια για αμάχους. Η στρατιωτική ακαδημία έγινε μια στρατιωτική μονάδα από μόνη της, διοικούμενη από έναν άντρα ονόματι Τζαμπάρ. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν με το να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο φορώντας λιβανέζικα στρατιωτικά ρούχα, αλλά τους απωθήσαμε. Το PLO ήταν σκληρό αυτό τον καιρό. Απελευθερώναμε μια περιοχή και την παραδίδαμε στους Σύριους. Αλλά μετά αυτοί την έχαναν πάλι στους Ισραηλινούς, και τότε πάλι επιστρέφαμε στη μάχη και απωθούσαμε τους Ισραηλινούς. Ήταν σαν σκακιστικό παιχνίδι και ξέραμε τις κινήσεις καλά.
Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα στην ανατολική Βηρυτό εξαιτίας των Φαλαγγιτών προδοτών που συνεργάζονταν με τους Ισραηλινούς. Κάποιοι Χριστιανοί ήταν με τη μεριά μας, κι οι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί πολεμούσαν μαζί μας γιατί είμαστε όλοι αδέρφια. Όποτε χρειαζόταν να επιχειρήσουμε στην ανατολική Βηρυτό, έπρεπε να πάμε μέσα από τους υπονόμους. Το έκανα πάνω από μια φορά όταν η μονάδα μου εκτελούσε επιθέσεις εναντίον των Ισραηλινών που ήταν σταθμευμένοι στην περιοχή Αλ-Μαθάφ.
Ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε στο Λίβανο αυτές τις μέρες. Αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας εναντίον του Αραφάτ απέτυχαν, κι αρκετοί απ’ αυτούς που βοήθησαν τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν δούλευαν γι’ αυτόν. Το χωράει ο νους σου; Κάποιοι από τους συνεργάτες εκτελέστηκαν επί τόπου. Μια απ’ τις εκτελέσεις συνέβη μπροστά μου. Τον έπιασαν να επικοινωνεί με τους Ισραηλινούς αφού ένα κτίριο ανατινάχθηκε στο οποίο ο Αραφάτ είχε μυστική συνάντηση. Επέζησε από θαύμα. Κι όταν ο Αραφάτ οδηγήθηκε εσπευσμένα στο αμάξι του, το αμάξι ανατινάχθηκε μόλις μέτρα μακριά του. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι, Χέμπα, καμιά φορά ακόμα και τα αγγελικά μάτια κρύβουν το διάβολο.
Καθώς ο πόλεμος μαινόταν, σας μετακινούσα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο. Αλλά πουθενά δεν ήταν ασφαλή: σφαγές εκτελούνταν παντού και επιτίθονταν ακόμα και στα καταφύγια, καίγοντας ανθρώπους ζωντανούς σε μέρη όπου θα ‘πρεπε να είναι προστατευμένοι απ’ τον κίνδυνο. Όταν λάβαμε εντολές ν’ αποχωρήσουμε απ’ το Λίβανο, ξέραμε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ήσουν με τη μητέρα και τον αδερφό σου σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή Σαραγιά στη δυτική Βηρυτό. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα σας σας γύρισε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.
Αναγκάστηκα να σας εγκαταλείψω, αφού επέτρεπαν μόνο σε στελέχη του PLO να επιβιβαστούν στα πλοία. Δεν μας είπαν τον προορισμό μας και συνοδευόμασταν από πλοία του ιταλικού και του γαλλικού ναυτικού μέχρι που φτάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ιταλοί άφησαν το πλοίο μας μόνο πλησιάζαμε την σαουδική ακτή και κοντεύαμε να ξεμείνουμε από νερό. Ο καπετάνιος τηλεφώνησε τους Σαουδάραβες ακτοφύλακες και ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσουμε κοντά στην ακτή και ν’ ανεφοδιαστούμε. Του είπαν ότι αν τολμούσε να φτάσει σε σαουδικά χωρικά ύδατα, θα ανατίνασσαν εκείνον και το πλοίο του. Οπότε συνεχίσαμε νότια.
Ανησυχούσα σαν τρελός για σένα και δεν είχα ιδέα πού ήταν να σταματήσει το πλοίο μας. Το μόνο πράγμα που μου ‘δινε κάποια παρηγοριά ήταν η γνώση ότι θα σε φρόντιζε ο Λιβανέζος φίλος μου Αμπού Αλί Τζαφάρ. Εισήγαγε λαθραία όπλα και τσιγάρα για το μεροκάματό του, και μου φερόταν σαν να ‘μουν γιος του. Τον εμπιστευόμουν ολόψυχα.
Το πλοίο ήταν γεμάτο πολεμιστές, άντρες και γυναίκες που πάλεψαν για να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαφνικά έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα δίχως αίσθηση προσανατολισμού. Κάποιοι απ’ τους πολεμιστές πίστευαν πως τελικά θα μας έστελναν στην Τυνησία. Άλλοι νόμιζαν ότι προορισμός μας είναι η Αλγερία, αλλά τελικά αποβιβαστήκαμε στη Σαναά της Υεμένης, όπου χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να μας χαιρετίσουν. Νόμιζαν πως ήρθαμε απ‘ την Παλαιστίνη, όχι απ’ το Λίβανο. Υεμενικά μαχητικά κάναν κύκλους στον ουρανό για να γιορτάσουν τον ερχομό μας. Τυμπανιστές παρελαύναν καθ’ όλη τη διαδρομή ως το πλοίο και παιδιά μας ρίχνανε λουλούδια. Ο πρόεδρός τους, Αλί Αμπντούλαχ Σάλεχ, ήρθε στο πλοίο και μας αγκάλιασε. Τους είπαμε ότι ήμαστε διψασμένοι και πεινασμένοι, οπότε μας φέρανε νερό και κατ[2]. Νομίζαμε ότι τα φύλλα κατ ήταν κάποιο είδος μουλοχίγιας (φύλλα μολόχας, που τρώγονται ως φαγητό). Δεν ήξερα ότι ήταν είδος ναρκωτικού. Μπούκωσα το στόμα μου μ’ ένα μάτσο και το μάσησα. Μετά ένιωθα λες και αιωρούμουν μπρούμυτα στον αέρα.
Μέσα σε λίγες μέρες, το ηθικό ανέβηκε και πάλι. Στήσαμε ένα στρατόπεδο που φιλοξενούσε σχεδόν 2.000 μαχητές και συνεχίσαμε την εκπαίδευσή μας. Οι ανώτεροι μας είπαν ότι η εξορία μας ήταν προσωρινή, αλλά όταν μάθαμε πως οι ισραηλινές δυνάμεις μαζί με τoυς Φαλαγγίτες επιτέθηκαν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, σκοτώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ταραχθήκαμε στα έγκατα της ψυχής μας. Προτρέψαμε τους διοικητές του στρατοπέδου να επιστρέψουμε στο Λίβανο να βοηθήσουμε το λαό μας. Αφήσαμε τη χώρα με την κατανόηση ότι διεθνείς δυνάμεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των προσφύγων. Αν οι Ιταλοί ήταν παραταγμένοι εκεί, αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα ‘χαν σφαγιαστεί.
Ήμασταν οργισμένοι και νιώθαμε προδομένοι απ’ την ανόητη ηγεσία μας. Η Φατάχ έστειλε κάποιους απ’ τους αρχηγούς της να μας μεταπείσουν απ’ το να φύγουμε απ’ τη Σαναά, αλλά τους παλέψαμε και νικήσαμε. Ακόμα κι ο Αμπάς Ζακί που ήταν τότε πρέσβης του PLO στην Υεμένη ήταν σωματικά παραδομένος. Του φωνάζαμε: «Τα παιδιά μας σφάζονται, οι γυναίκες μας βιάζονται και ακρωτηριάζονται, και μας ζητάτε να κάνουμε υπομονή». Ήταν όλοι τους σκουπίδια. Όποτε σκέφτομαι αυτή τη μέρα, το αίμα μου βράζει. Ο πόλεμος ξέσπασε με τη δολοφονία των παιδιών μας στο Ταλ Αλ-Ζατάρ, και τέλειωσε με τη σφαγή των οικογενειών μας στη Σάμπρα και τη Σατίλα.
Τελικά μας έδωσαν από χίλια δολάρια στον καθένα, μας αγόρασαν εισιτήρια και μας έστειλαν στη Συρία. Πάνω από εκατό από μας είχαν επιλέξει ν’ αφήσουν την Υεμένη. Όταν φθάσαμε στη Δαμασκό, η συριακή ασφάλεια μας κράτησε στο αεροδρόμιο. Ήταν μια Τρίτη και μας είπαν: «Θα σταλείτε πίσω στην Υεμένη την Τετάρτη». Μας έβαλαν στη φυλακή του αεροδρομίου. Είχα μια μικρή τηλεόραση και την πούλησα σε κάποιον στο κρατητήριο. Είπα στο φρουρό ότι ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα. Μ’ άφησε έξω. Τη στιγμή που αποσπάστηκε η προσοχή του, δραπέτευσα. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στο αεροδρόμιο οπότε δεν είχε καμιά πιθανότητα να με πιάσει. Ήθελα να πάω πίσω στο Λίβανο και να σε βρω. Άξιζε το ρίσκο. Πήρα ένα ταξί ως το κέντρο της Δαμασκού, μετά άλλο ένα στη λίμνη Ζαρζάρ, όχι πολύ μακριά απ’ τα λιβανέζικα σύνορα. Μετά διέσχισα τα σύνορα στη Χαλούα όπου Παλαιστίνιοι πολεμιστές παρέμεναν κι είχαν ένα σημείο ελέγχου στη λιβανέζικη μεριά. Με οδήγησαν στη δυτική κοιλάδα Μπίκα.
Αυτές τις μέρες ήταν δύσκολο να πλοηγηθείς στο Λίβανο. Υπήρχαν πάρα πολλές σέχτες και πάρα πολλές μάχες. Αναμενόμενο το Ισραήλ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μας. Το Αλ-Μπίκα ήταν χωρισμένο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Πήγα στην σουνίτικη περιοχή, αλλά δεν μπορούσα να πάω παραπέρα γιατί οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά. Γνώρισα ένα Βεδουίνο από το Άραμπ Αλ-Φαόρ που μας πουλούσε πορτοκάλια. Του έδωσα λεφτά και μου υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ και θα σ’ έβρισκε. Κατακλύστηκα από ανακούφιση όταν γύρισε και μου είπε πως ήσαστε όλες ζωντανές. Περίμενα για μέρες σ’ ένα πανδοχείο, αλλά η μητέρα σου δεν εμφανίστηκε. Ως τότε είχα ξοδέψει 600 δολάρια κι είχαν απομείνει μόνο άλλα 400.
Όσο ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, άκουσα τη φωνή της στο χώρο στάθμευσης. Έτρεξα έξω στο δρόμο και μόνο όταν ήμουν πια έξω αντιλήφθηκα ότι φορούσα μόνο το εσώρουχό μου. Ήσουν πέντε κι ο Μοχάμεντ δυόμισι χρόνων. Σας αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη, και κλάψαμε όλοι μαζί. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ το Θεό πέρα απ’ το να ‘σαι με την οικογένειά σου; Και τη γυναίκα που σε ολοκληρώνει.
Η μητέρα σου ήταν πολύ έξυπνη. Πούλησε το μικρό μας σπίτι στον καταυλισμό μαζί με λίγα έπιπλα που είχαμε. Έβγαλε συνολικά 14.000 λίρες, τις οποίες έραψε στο εσωτερικό του σακακιού σου σε περίπτωση που Φαλαγγίτες κλέφτες έψαχναν τα ρούχα σας. Τα λίγα κομμάτια χρυσού που είχε ήταν κρυμμένα μέσα στις πάνες του Μοχάμεντ. Ο θείος στην Τρίπολη με βοήθησε να βγάλω χαρτιά που πιστοποιούσαν πως εγώ κι η μητέρα σου ήμαστε αγωνιστές για την ελευθερία κι ότι ήμαστε σε διακοπές. Μας οδήγησε πίσω στο Αλ-Μπίκα κι από κει πήγαμε στη Συρία μέσω της Χαλούα. Με πονούσε που τον άφηνα στο Λίβανο, αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω την ασφάλειά σας μακριά απ’ αυτή την κόλαση. Νόμιζα πως η Συρία θα είναι ασφαλής. Φαινόταν πως υπήρχε κάποια σταθερότητα εκεί όσο κανείς δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν κακολογούσε το καθεστώς. Δεν είχα ιδέα ότι θα ξεσπούσε κι εκεί κάποια μέρα πόλεμος ακόμα χειρότερος απ’ του Λιβάνου. Πού έπρεπε να σ’ έχω πάει, Χέμπα; Συγχώρεσέ με που δεν πρόβλεψα την προέλαση αυτού του εφιάλτη.
Μόλις φτάσαμε στη Συρία, είπα στον οδηγό να μας πάει στο Ντερά όπου η γυναίκα και τα παιδιά του θείου σου μέναν. Ο γιος του, Αμπντέλ Αζίζ, ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτισε. Μείναμε με τη γυναίκα του θείου σου για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα αγοράσαμε κουβέρτες και μαξιλάρια, και λίγα είδη για την κουζίνα, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον καταυλισμό. Ήταν ωραία να είμαστε σαν μια πραγματική οικογένεια. Έμεινα μαζί σου για δυο μήνες, μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Υεμένη. Πρώτα, παρουσιάστηκα στη Στρατιωτική Διοίκηση της Φατάχ στη Δαμασκό και με όρισαν να υπηρετήσω στο Άντεν, όχι στη Σαναά. Ήταν το 1983, κι έπρεπε να σας αποχαιρετήσω γι’ άλλη μια φορά. Για ενάμιση χρόνο έμενα σ’ ένα αντίσκηνο. Οι υποχρεώσεις μου περιλάμβαναν την επίβλεψη των εφοδίων όπου πάνω από 1.500 μαχητές εκπαιδεύονταν και ζούσαν υπό την ηγεσία του Αμπού Αλ-Αμπέντ Χατάμπ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.
* * *
Αγαπητή μου Χέμπα,
Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι πολλά να τα συλλάβεις. Φοβάμαι ότι θα ‘χω λίγα να σου αφήσω όταν πεθάνω. Δεν έχω λεφτά και τα λίγα πράγματα στο τροχόσπιτό μου είναι δωρεές από μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση, είμαι σίγουρος πως όταν πια φύγω, κατά πάσα πιθανότητα θα τα δωρίσουν σε κάποιον άλλο. Αλλά σου αφήνω τις ιστορίες μου. Δεν προσπαθώ να με παρουσιάσω ως ήρωα, μόνο να σου δώσω μια ειλικρινή αναφορά του τι μου συνέβη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι καλός άνθρωπος, και θέλω να λες στα παιδιά σου «ο παππούς Αλί αγωνίστηκε για την Παλαιστίνη». Δεν με πειράζει να τους πεις ότι πέθανα φτωχός. Το χρήμα είναι άψυχο, και ποτέ δεν είχε σημασία για μένα. Αν είχε, η ζωή μου θα ‘ταν διαφορετική. Είναι σημαντικό να μη με νομίζουν ως έναν που έζησε δειλός. Δεν είμαι. Ξέρω ότι εγκατέλειψα την οικογένειά μου όταν ήμουν έφηβος επειδή φοβόμουν, αλλά ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς κι ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός να με φροντίσει. Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Η παναθεματισμένη τύχη μου κι οι περιστάσεις ήταν έξω απ’ τον έλεγχό μου και με εξώθησαν σε μέρη που ποτέ δεν ήθελα να πάω. Μάλιστα, αυτές οι περιστάσεις σχεδόν μ’ ανάγκασαν να παλέψω εναντίον του αδερφού μου μετά τη διάσπαση της Φατάχ. Αρνήθηκα. Τους είπα: «Έφυγα απ’ την Παλαιστίνη για να πολεμήσω το Ισραήλ, και βρέθηκα να παλεύω με Άραβες. Αλλά δεν θα χύσω το αίμα του αδερφού μου». Πάντα να προστατεύεις την οικογένειά σου, Χέμπα. Και βεβαιώσου ότι και τα παιδιά σου το καταλαβαίνουν αυτό.
Βλέπεις, η διάσπαση μεταξύ αδερφών ξεκίνησε όταν ο Συνταγματάρχης Αμπού Μούσα ηγήθηκε μιας ανταρσίας εναντίον του Αραφάτ το ’83. Βοηθήθηκε από μερικούς άλλους όπως ο Μούσα Αλ-Ιμλέ, που τον λέγαμε Αμπού Χαλέντ, και τον Νιμρ Σαλέ. Ο τελευταίος ήταν στη Δαμασκό, μιας κι οι Σύριοι ήταν επίσης αναμειγμένοι. Ο Αραφάτ υποψιαζόταν ότι οι Λίβυοι υποστήριζαν τους υποκινητές. Ο Αμπού Μούσα κι άλλοι αξιωματικοί είχαν μπουχτίσει με τη διαφθορά του Αραφάτ, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν. Έλεγαν ότι είχε επαφή με τους Αμερικάνους κι ότι είχε ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το Ισραήλ μέσω Ισραηλινών Εβραίων που αυτοπαρουσιάζονταν ως ειρηνοποιοί. Πράγματι, πολλοί στη Φατάχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες μετά το ’82. Η ηγεσία της Φατάχ συμφώνησε να διασπείρει τους πολεμιστές της στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κι έτσι δεν είχε μείνει κανείς να υπερασπιστεί τους πρόσφυγες στο Λίβανο. Μόνο διεφθαρμένοι αξιωματικοί μείναν επικεφαλής στην κοιλάδα Αλ-Μπίκα. Αντιπαθούσα τον συνταγματάρχη Χατζ Ισμαήλ γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος που εγκατέλειψε το πόστο του ως διοικητής του νότιου Λιβάνου γίνεται να ξαναδιοριστεί ως ανώτατος διοικητής στην Αλ-Μπίκα και το νότο.
Νομίζαμε, εντάξει, θα έχει το λόγο του ο Αραφάτ. Πάντα τον είχε. Κρατούσε τους εχθρούς του πιο κοντά απ’ τους φίλους του. Αλλά ο Αμπού Μούσα διαφωνούσε. Ήταν σκληρός πολεμιστής, αυτός ο Αμπού Μούσα. Ο Αραφάτ κάλεσε τους υποκινητές να υποβληθούν σε έρευνα και αρμόζουσα τιμωρία, αλλά αυτοί δεν παραδόθηκαν κι ακολούθησε πόλεμος. Στο Λίβανο, αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του PLO. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από την Τρίπολη ως την Αλ-Μπίκα. Αναμείχθηκαν κι οι Σύριοι και η υπόθεση έκλεισε καταστροφικά. Συνάντησα τον Αμπού Μούσα στην Ιορδανία. Αγαπούσε τον Αραφάτ μέχρι που η πίστη του σ’ αυτόν κλονίστηκε. Ο Αμπού Μούσα καταγόταν από τον Αλ-Χαλίλ. Οι Χαλιλιανοί φημίζονται για την ξεροκεφαλιά τους, σαν τους Γαζίτες και τους Βεδουίνους. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν στη Συρία για σύντομες διακοπές απ’ το πόστο μου στην Υεμένη, και μετακινήθηκα στην Αλ-Μπίκα να πολεμήσω όταν ανακάλυψα ότι ο αδερφός μου, ο Μοχάμεντ, ήταν με τους αντάρτες. Υπήρχαν λίγες μάχες μεταξύ των Παλαιστινίων, αλλά πολεμούσαμε τους Σύριους. Τους είπα: «Ο αδερφός μου είναι με τον Αμπού Μούσα, σας παρακαλώ απαλλάξτε με απ’ αυτή τη μάχη». Μετά μετακινήθηκα στην Τρίπολη. Η Φατάχ έχασε κι Αμπού Μάσα παρέμεινε στην Τρίπολη κι αργότερα ξεκίνησε ένα παρακλάδι, που ονόμασε Φατάχ Αλ-Ιντιφάντα. Πλοία μας πήραν μακριά απ’ το Λίβανο γι’ άλλη μια φορά.
Το πλοίο μου πήγε στην Κύπρο. Από κει μας στείλαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο και πετάξαμε προς Βαγδάτη σε ιρακινά αεροπλάνα. Με τοποθέτησαν στη βάση μου στο στρατόπεδο «Επαναστατικού Συμβουλίου», υπό τη διοίκηση του Σαμπρί Αλ-Μπάνα. Το ’85 με κατέτρωγε η ανησυχία. Σκεφτόμουν, οι Ιρακινοί είναι καλοί σε μας, αλλά ούτε πάλευα για την Παλαιστίνη ούτε ήμουν κοντά στα παιδιά μου. Οπότε πήρα ένα ταξί προς μια περιοχή της Βαγδάτης που λέγεται Αλαουγί, κι από κει ένα λεωφορείο για τα σύνορα της Συρίας. Είχα 500 αμερικάνικα δολάρια και 200 ιρακινά δινάρια. Έφτασα ένα φράγμα από άμμο και περπάτησα ως το Μποκαμάλ. Αντάλλαξα κάποια λεφτά και πήρα ένα λεωφορείο για τη Δαμασκό, και λίγες ώρες αργότερα ήμουν σπίτι. Ήσουν δεκάξι τότε. Είχες τόσα πολλά που ‘θελες να μου πεις κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ‘θελα να σου πω. Σου είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο και το πρωί θα σε πάω στην αγορά και θα σου πάρω καινούρια ρούχα». Αλλά οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήρθαν τη νύχτα. Ήμουν εγκλωβισμένος. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από άνδρες μ’ αυτά τα κουστούμια που φοράνε. Μπορείς να τους εντοπίσεις από ένα μίλι μακριά. Ήταν πάνω από σαράντα από δαύτους κι αρκετά στρατιωτικά οχήματα. Είπαν: «Είσαι ο Σαντάντ Αμπού Μοχάμεντ;». Απάντησα «Ναι». Μου πέρασαν αλυσίδες και με πήγαν στην παλαιστινιακή πτέρυγα της φυλακής στο Μεζέ που είναι η έδρα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ήταν λες κι όλοι οι φτωχοί του κόσμου παστώθηκαν σε ατέλειωτες σειρών υπόγειων κελιών. Το φαΐ ήταν λίγο, καθόλου τσιγάρα και καμιά ελπίδα για οποιαδήποτε συμπόνια.
Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν να στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας ένα τοίχο για ώρες. Απαίτησαν να ομολογήσω ότι είμαι Ιρακινός κατάσκοπος. Αρνήθηκα ότι έχω πάει ποτέ στο Ιράκ, θα με σκότωναν ούτως ή άλλως. Τους είπα: «Είμαι αγωνιστής για την ελευθερία και δεν με αφορά η διαμάχη σας με τους Ιρακινούς», ότι δεν ήταν δική μου μάχη. Μου είπαν ότι είμαι αντιδραστικός, κι έκαψαν την πλάτη μου με τσιγάρα. Τα σημάδια παραμένουν στο σώμα μου. Μετά έβαλαν ηλεκτρικά καλώδια στο δέρμα μου, βάζοντας ρεύμα να διαπερνά το σώμα μου. Με βασάνιζαν για μέρες και μετά με πέταξαν σ’ ένα κελί, τρία επί τρία μέτρα, με άλλους εβδομήντα πέντε ανθρώπους. Ξέρω ότι ακούγεται αδύνατο, αλλά είναι η αλήθεια. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι στέκονταν κόντρα στον τοίχο και στις γωνίες, και κάποιοι κοιμούνταν κολλητά ο ένας στα πλάγια του άλλου, αγκαλιάζοντας τα πόδια τους για να κερδίσουν χώρο. Αυτό και μόνο ήταν αρκετά μαρτυρικό ώστε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Το να φάμε ήταν επίσης περίπλοκο. Τρώγαμε μόνο πλιγούρι και φακές ανάμικτες με χαλίκια, χώμα κι έντομα. Έχοντας επιζήσει από τόσα περιστατικά που μ’ έφεραν κοντά στο θάνατο, δεν ήθελα ένα θάνατο από πνιγμό. Ήμουν εκεί για δυο χρόνια.
Δεν είχα υπόψιν μου μέχρι ένα χρόνο μετά ότι ο αδερφός σου, Αχμάντ, γεννήθηκε το ’86. Ήμουν στο κελί μου κι η μητέρα σου δε λάμβανε καμιά πληροφορία για μένα. Ήθελα να προσευχηθώ με το σωστό τρόπο, αλλά οι Σύριοι δεν μας άφηναν. Έγινα καλός φίλος εκεί με τον δρ. Αμπντουλά, ένα αναισθησιολόγο που προσευχόταν πολύ. Οι πράκτορες τον κατηγορούσαν ότι ήταν εξτρεμιστής. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και μας φρόντιζε όλους. Δεν είχε φάρμακα να βοηθήσει τους φυλακισμένους όταν αρρώσταιναν, οπότε μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Πολλοί πέθαναν εκεί, αλλά κυρίως ήταν κατά τα βασανιστήρια. Αυτός βασανίστηκε αλλά το άντεχε. Δύο απ’ τους φίλους του πέθαναν. Έφυγα το ’87 κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Αναρωτιέμαι αν βγήκε ζωντανός. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους κρατούμενους ήταν φουκαράδες που κατέληξαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Τελικά ελευθερώθηκα, με παρέδωσαν στο Τμήμα Μετανάστευσης και Διαβατηρίων και με απέλασαν στο Λίβανο μ’ ένα αστυνομικό αμάξι. Με πέταξαν στα σύνορα. Περπάτησα πίσω στη Συρία μέσω της Χαλούα και των βουνών, και μετά πήρα ένα ταξί για τη Δαμασκό. Εκεί αγόρασα μια πλαστή ταυτότητα, και μου ‘δωσα τ’ όνομα Ατιέ Αμπντάλα αλ-Ζουμπί. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε δω, κι επισκεπτόμουν μόνο αργά τη νύχτα. Συνέχισα έτσι από το ’87 ως το ’92, βλέποντας εσένα και τους αδερφούς σου περιστασιακά και μυστικά. Κοιμόσουν τις περισσότερες φορές. Σου φιλούσα το μέτωπο, και καμιά φορά ξυπνούσες και τρώγαμε ένα σνακ μαζί και μιλούσαμε. Πόσο μου λείπει αυτό. Μετά γεννήθηκε ο Μαχμούντ. Δεν μπορούσα να πω ανοιχτά σε κανέναν ότι είχα αποκτήσει ακόμα ένα αγοράκι από φόβο μην τυχόν με πιάσουν. Του αγόραζα δώρα και ρούχα και παιχνίδια κι έδωσα στη μητέρα σου όλα τα λεφτά που είχα εξοικονομήσει δουλεύοντας ως εργάτης στην οικοδομή, και μετά έφευγα πάλι. Κάπως οι πράκτορες μάθαν ότι ζούσα κρυφά στη Συρία κι έκαναν πάλι έφοδο στο σπίτι. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σε δω αυτό τον καιρό, ή να βρω δουλειά. Ήμουν σαν φυλακισμένος χωρίς φυλακή. Κρυβόμουν σε σπίτια φίλων και ζούσα με μια ψεύτικη ταυτότητα ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου έστω και για λίγα λεπτά κάθε τόσο. Μου ήταν προφανές ότι δεν ήσαστε χαρούμενοι μ’ αυτή την κατάσταση. Σπάραζε η καρδιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η ζωή στο Λίβανο θα ήταν κόλαση για σας, όπως ήταν για όλους τους πρόσφυγες. Κι αν πήγαινα μόνος μου στο Λίβανο, δε θα σας ξανάβλεπα. Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις, παιδί μου, ξέρω ότι αυτή δεν είναι ιδανική ζωή για μια οικογένεια. Σε ονόμασα Χέμπα γιατί είσαι το δώρο μου απ’ τους ουρανούς, κι είχα ανάγκη να είμαι κοντά να φροντίσω τη μικρή μου πριγκίπισσα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα σ’ όλους σας.
* * *
Αγαπητή Χέμπα,
Μια ομάδα νέων Παλαιστίνιων ανδρών έβαλαν τις πληροφορίες μου και τη φωτογραφία μου σ’ αυτό το Facebook. Μου ‘παν ότι θα ‘καναν ό,τι μπορούσαν για να με βοηθήσουν. Έβαλαν μια έκκληση σε βίντεο από μένα, ζητώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες για την οικογένεια μου να έρθει σ’ επαφή. Η ελπίδα με κρατάει ζωντανό. Ελπίζω ν’ ακούσω από σένα σύντομα. Όποτε σκέφτομαι ότι δεν σ’ έχω δει όλ’ αυτά τα χρόνια, η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Δεν ποτέ αυτό το πλάνο. Ο Θεός μου ‘δωσε ένα δώρο κι εγώ το σπατάλησα. Αλλά όταν αναγκάστηκα να κρυφτώ και ξέμεινα από χρήματα για την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Σκέφτηκα, αν πάω πίσω στο στρατόπεδο στο Ιράκ, θα ‘πρεπε να μπορώ να εκταμιεύσω όλα τα αναδρομικά μου. Έφυγα κρυφά απ’ τη Συρία μέσω του Μποκαμάλ και πήγα πίσω στο παλιό μου στρατόπεδο. Ο Αμπντουλά Αμπντουλά ήταν επικεφαλής. Μου είπε: «Δε σου χρωστάμε τίποτα». Είπε ότι μια Παλαιστινιακή Αρχή που έτρεχε τα πράγματα και το PLO δεν είχε χρήματα. Αλλά μου ‘δωσε ένα μηνιάτικο και ταξιδιωτικά έγγραφα που έλεγαν «Παλαιστινιακή Αρχή» πάνω τους. Ήταν άχρηστο βέβαια για μένα. Απλά ήθελα λεφτά για τα παιδιά μου και να συνεχίσω την πάλη μου για την Παλαιστίνη.
Τότε σκέφτηκα, η υγεία μου με εγκαταλείπει και δε θέλω να πεθάνω προτού εκπληρώσω το χρέος μου να προσκυνήσω στη Μέκκα. Μπήκα κρυφά στη Σαουδική Αραβία, αλλά μ’ έπιασε η αστυνομία μετά από περπάτημα δύο χιλιομέτρων. Τους ικέτεψα: «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να προσκυνήσω», αλλά αρνήθηκαν. Μου είπαν: «Να σε βοηθήσει ο Σαντάμ Χουσεΐν». Μου δώσαν 150 ριάλες και μ’ έστειλαν στο Μποκαμάλ. Διέσχισα άλλο ένα αμμοφράγμα και βρέθηκα πίσω στη Ντεράα. Χρησιμοποίησα πάλι την πλαστή μου ταυτότητα, δουλεύοντας στις οικοδομές για τρία χρόνια για έναν άντρα της οικογένειας αλ-Χαρίρι, όχι της λιβανέζικης, αλλά της συριακής. Είχαν τόσα πολλά λεφτά, αλλά το μόνο που ‘θελα ήταν αρκετά για να στείλω στη μητέρα σου ώστε να σου αγοράσει αξιοπρεπές φαγητό και ρούχα.
Τότε οι πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών με ξανασυνέλαβαν. Το ήξερα ότι θα γινόταν. Ήμουν τυχερός που είχα μείνει ελεύθερος ως το 2004. «Γιατί επέστρεψες αφού σε στείλαμε στο Λίβανο;» με ρωτήσαν. «Επέστρεψα για τα παιδιά μου», τους απάντησα. Με στείλαν στο δικαστήριο και με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να εισέλθω λαθραία στο Ισραήλ. Με κρατούσαν σ’ ένα μικρό υπόγειο κελί για οχτώ μακρά χρόνια. Ήταν το δωμάτιο νούμερο εννιά. Ήμουν εκεί με ογδόντα άτομα. Η μητέρα σου ποτέ δεν το ‘μαθε αυτό. Ποτέ δεν ξαναείδα ούτε κείνη ούτε σένα μετά απ’ αυτό.
Σύντομα μάθαμε ότι ξέσπασε ένας πόλεμος στη Συρία. Προσευχήθηκα στο Θεό ο πόλεμος να φτάσει ως τη φυλακή μας, ώστε να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να σε σώσω και να σε πάω σ’ ένα ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στη φυλακή, κι ο αριθμός των φυλακισμένων συνέχιζε να μεγαλώνει. Πολλοί πέθαιναν κι απ’ τα βασανιστήρια. Κανείς δεν θα πίστευε τα πράγματα που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.
Σε σκεφτόμουν για οχτώ χρόνια. Στην αρχή, προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Μετά συνειδητοποίησα πως όλοι οι άντρες κλαίγαν, οπότε έκλαψα κι εγώ φανερά μαζί τους. Ήταν λυτρωτικό το να βγάλουμε αυτό τον πόνο προς τα έξω. Ελπίζω να έχεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να κλάψεις, Χέμπα. Το 2012 με βγάλαν απ’ τη φυλακή ένα σκιάχτρο. Οι Σύριοι με πέταξαν γι’ άλλη μια φορά στο Λίβανο. Ένας Λιβανέζος αξιωματικός ευγενικά μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες και με πήγε στη Σατίλα. Ήταν αργά τη νύχτα και κρύωνα τόσο πολύ. Κοιμήθηκα σ’ ένα κάρο με λαχανικά στην παλιά αγορά. Το πρωί, έψαξα τους παλιούς μου φίλους, μα δε μπόρεσα να τους βρω. Πήγα στο γραφείο της Φατάχ στο Μαρ Ιλίας και βρήκα τον Αμπού Σαμίρ Αφάς. Μου είπε «οι φίλοι σου είτε πέθαναν στον πόλεμο είτε φύγαν απ’ το Λίβανο». Η παλαιστινιακή πρεσβεία μου ‘δωσε 300 αμερικάνικα δολάρια τα οποία έστειλα σε σένα μ’ ένα οδηγό λεωφορείου. Τα πήρες; Ελπίζω να ήταν έντιμος άνθρωπος.
Ο Αμπού Σαμίρ μου ‘πε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αμάξι του σε μια περιοχή ονόματι Ντάχρ Αλ-Μπαϊντάρ, που ήταν υπό τον έλεγχο του Αμπού Μούσα. Ήταν στην περιοχή Αλ-Μπίκα. Τρία απ’ τα παιδιά του, ο Αμπντέλ Αζίζ, η Ιτάφ κι ο Φακίρ, πέθαναν μαζί του στο αμάξι. Η Ατέφ κι ο Ταλάτ επιβίωσαν, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν επέζησαν του πολέμου. Πραγματικά ελπίζω ότι τα 300 δολάρια έφτασαν σε σένα, Χέμπα. Ήταν ό,τι είχα. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πάντα να βάζεις κάποια χρήματα στην άκρη. Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς.
Έμεινα στο Λίβανο για δυο χρόνια, ως το 2014. Με πλήρωναν 100 δολάρια το μήνα. Ξέρω ότι ήταν ελεημοσύνη, αλλά τουλάχιστον με σέβονταν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια στολή και να μου αναθέσουν χρέη φύλακα στα γραφεία της Φατάχ στο Έιν Αλ-Χιλγουέ. Τότε η λιβανέζικη αστυνομία με συνέλαβε καθώς περπατούσα στην Αλ-Χάμρα στη Βηρυτό. Τους είπα ότι είχα χαρτιά και δούλευα για τη Φατάχ, αλλά με απέλασαν στην Αίγυπτο πάραυτα. Οι Αιγύπτιοι με κράτησαν στο αεροδρόμιο και με απέλασαν μαζί με άλλους στη Γάζα με τρία λεωφορεία. Ήμαστε 150, ο καθένας με μια ιστορία πιο πολύπλοκη από την επόμενη. Μου θύμισε τον καιρό που ξεγλίστρησα απ’ τη Συρία στο Ιράκ με μια ομάδα εθελοντών μαχητών το 2003. Ήμαστε περίπου ο ίδιος αριθμός ατόμων, αλλά πήγαμε εκεί πέρα με τέσσερα λεωφορεία. Πήγαμε να πολεμήσουμε τους Αμερικάνους που μαζί με το Ισραήλ είναι η πηγή των δεινών μας – αυτοί ήταν τότε και παραμένουν ως σήμερα. Ένα αμερικάνικο αεροπλάνο ανατίναξε ένα απ’ τα λεωφορεία κι όλοι οι νέοι μέσα του πέθαναν. Ήταν Σύριοι και Παλαιστίνιοι. Φτάσαμε στο Ουμ Κασρ και πολεμήσαμε τους Αμερικάνους για λίγους μήνες. Οι πιο πολλοί απ’ την ομάδα μας τελικά πέθαναν: ο Μοχάμεντ Σόμπι, κι ο Ζιάντ, κι ο νεαρός από την οικογένεια Μασαλμέ, κι αυτός από τη φυλή Άμπα Ζαΐντ, κι απ’ τη Σαφούρι… Η ιρακινή αντίσταση μου ‘πε: «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου». Και το έκανα.
Δεν το μετανιώνω. Όταν μπαίνω στη μάχη, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτούς που έχω ορκιστεί να προστατέψω, αλλά αυτό το ταξίδι στη Γάζα μέσα από την έρημο Σινά ήταν διαφορετικό. Ήταν γεμάτο ντροπή για μένα. Ένιωσα ότι ήταν η τελική μου ήττα. Οι Αιγύπτιοι ήταν αγενείς απέναντί μας, και βρίζαν τις γυναίκες και τους άντρες μαζί. Όταν διέσχισα τα σύνορα στη Γάζα, γονάτισα κι έκλαψα. Ζήτησα συγχώρεση απ’ το Θεό. Πήγα ν’ αναζητήσω την οικογένειά μου, αλλά κανείς δεν ζούσε. Υπήρχαν μόνο μακρινοί συγγενείς που δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Τους είπα: «Είμαι ένας αγωνιστής για την ελευθερία». Με σεβάστηκαν όταν το είπα, αλλά δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τις ιστορίες που τους έλεγα. Μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση μου έδωσε ένα παλιό τροχόσπιτο όπου μένω ακόμα, περιμένοντας ν’ ακούσω νέα σου. Αν ποτέ τα καταφέρεις ως εδώ, θα βρω μια δουλειά και θα σου νοικιάσω ένα μεγάλο σπίτι. Θα επανορθώσω για το χαμένο χρόνο. Έμαθα ότι ο χρόνος δεν είναι πάντα με το μέρος μας, αγαπημένη Χέμπα. Σε παρακαλώ να τον αξιοποιείς καλά.
* * *
Αγαπητή Χέμπα,
Πήγα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού σήμερα να ρωτήσω αν είχαν ακούσει τίποτα για σένα και τους αδερφούς σου. Φάνηκαν να χάνουν την υπομονή τους με μένα, αλλά μετά μου φέραν τσάι και μπισκότα και μου ζήτησαν να περιμένω. Μετά από δυο ώρες, μια νεαρή γραμματέας μου ‘πε ότι δεν είχαν καμία νεότερη πληροφορία, αλλά με ξαναφωτογράφησαν για ν’ ανανεώσουν το προφίλ μου. Η όψη μου σήμερα ίσως σε ξαφνιάσει, Χέμπα. Τα μαλλιά μου είναι λευκά, λείπουν τα πιο πολλά απ’ τα δόντια μου και τα γένια μου είναι μακριά κι αχτένιστα. Αν δεις τη φωτογραφία μου, σε παρακαλώ μη λυπηθείς ή σοκαριστείς. Μόλις ακούσω από σένα, και ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα κουρευτώ και θα κόψω τα γένια μου. Θα αγοράσω καινούρια ρούχα αν μου φτάσουν τα χρήματα. Θα ‘σαι περήφανη να περπατάς δίπλα μου. Βεβαιώσου ότι κανείς δεν σου συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό, αγαπημένη Χέμπα. Σου αξίζει κάποιος που σου φέρεται ευγενικά.
Χέμπα αγάπη μου, προσεύχομαι συνέχεια πλέον. Το καλοκαίρι κάθομαι έξω απ’ το τροχόσπιτο σε μια πλαστική καρέκλα και σε περιμένω. Είναι χειμώνας τώρα. Η μικρή μου σόμπα χάλασε κι η οροφή του τροχόσπιτου έχει τρύπες που μπάζουν νερά στο πάτωμα. Ένας νεαρός μου ‘πε ότι θα ερχόταν να τις φτιάξει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι είναι απασχολημένος. Ίσως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα για να επισκευάσει. Μαζεύω το νερό της βροχής σ’ ένα δοχείο, κι όταν ξεμένω από νερό χρησιμοποιώ της βροχής για να πλυθώ πριν την προσευχή. Εύχομαι να είσαι ασφαλής. Εύχομαι αν δεν ξανακούσω ποτέ μου από σένα ή δε σε ξαναδώ, να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή μακριά απ’ τον πόλεμο· να μην τραυματιστείς ποτέ και να έχεις πάντα ένα σπίτι. Αν δεν μπορείς να έρθεις πίσω στην Παλαιστίνη, μακάρι η Παλαιστίνη να ‘ναι πάντα στην καρδιά σου, όπως είναι στη δική μου.
Χέμπα, μου λείπεις. Είμαι μόνος και φοβάμαι. Σε παρακαλώ πες μου πως είσαι εντάξει. Μόνο ένα γράμμα, μια γραμμή, μια λέξη ακόμα, ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.
Ο πατέρας σου που σ’ αγαπά,
Γάζα, Παλαιστίνη
[1] Μαχητές που θυσιάζονται ή πολίτες που σκοτώνονται στο συνεχή αγώνα για απελευθέρωση της Παλαιστίνης
[2] Φυτό που περιέχει διεγερτικό που επάγει κοινωνικότητα, ενθουσιασμό, απώλεια όρεξης και ήπια ευφορία
Ο Ramzy Baroud είναι δημοσιογράφος και εκδότης του The Palestine Chronicle.