Γράμματα στη Χέμπα | Α’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Αγαπημένη μου,

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ είδα. Ο χρόνος περνά τόσο αργά τώρα. Είσαι η παντοτινή πυξίδα που οδηγεί τις σκέψεις μου. Προσεύχομαι στο Θεό ότι αυτά τα γράμματα θα φτάσουν σε σένα ενόσω ζω. Αλλά αν είναι της μοίρας μου να μη ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου ποτέ, θα αποχωρήσω απ’ αυτό τον κόσμο ξέροντας στην καρδιά μου ότι τα ονόματά σας ήταν οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισαν τα χείλη μου. Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει για τ’ αμαρτήματά μου. Μονάχα Εκείνος μπορεί να καταλάβει γιατί ένιωσα υποχρεωμένος να κάνω τις επιλογές που έκανα στη ζωή μου, για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας μου. Αυτή είναι η μοναδική μου αλήθεια. Διάδωσέ την και στα αδέρφια σου, κι αν κάνεις παιδιά, που το εύχομαι, σε παρακαλώ πες τους για μένα. Πες τους ότι ο Αλί Αμπουμγκασίμπ ήταν ένας καλός άνθρωπος. Πες τους ότι γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν είχε χώρο για φτωχούς ή περιπλανόμενους σαν κι εμένα. Αλλά πες τους κι ότι αντιπάλεψα τους δαίμονες αυτής της γης μ’ όλη μου τη δύναμη μέχρι την τελευταία μου μέρα.

Χέμπα, προσπάθησα στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου να σε προστατέψω απ’ όλα κακά. Με είδες στην ακμή μου, σαν ένα πολεμιστή με τη στρατιωτική μου στολή, αλλά και σαν ένα συντετριμμένο άνθρωπο που δούλευε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ως χειρώνακτας. Η τσέπη μου έκρυβε το μυστικό ενός ψεύτικου ονόματος σε μια πλαστή ταυτότητα. Παράλληλα, πάλευα για σένα. Και πραγματικά πίστευα ότι μπορούσαμε να νικήσουμε, καιρό φαντασιωνόμουν το τελευταίο μας ταξίδι στην Παλαιστίνη μόλις απελευθερωνόταν. Σε φαντάστηκα να φοράς το θάουμπ[1] που σου αγόρασα από το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, κεντημένο στα χρώματα της σημαίας. Φαντάστηκα τον Άχμαντ ως ένα πολεμιστή επίσης, φορώντας μια χακί στολή, στολισμένη με ασπρόμαυρη καφίγια. Σ’ αυτή τη φαντασίωση, ήμουν γέρος, αλλά αρκετά δυνατός για να θυμάμαι τα πάντα ξεκάθαρα. Θα σε οδηγούσα μέσα απ’ το χωριό μας στην Γουάντι Αλ-Σαλαλά στην Μπιρ Αλ-Σάμπα. «Εδώ είναι που ο παππούς σου, Αγίς, ερωτεύτηκε την γιαγιά σου, Χάμντα,» θα σου ‘λεγα, κι εσύ θα γελούσες και θα επέμενες να σου πω την ιστορία ξανά. Και ήθελες να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια, από το χρώμα τ’ ουρανού ως τα λουλούδια που ανθούσαν. Ήταν κι αυτός φτωχός, Βεδουίνος σαν κι εμένα. Και σαν κι εμένα, ήταν κοντός, σκούρος και ρυτιδιασμένος. Αλλά σ’ αντίθεση μ’ εμένα, είχε λίγη υπομονή. Η ζωή του ήταν πάντα σκληρή κι όταν τον διώξαν απ’ το χωριό του, αυτό το μικρό κομμάτι γης που λέγαμε Αλ-Τουρ αλ-Αμπιάντ, έχασε τα λογικά του. Έχασε τα πάντα.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα για κείνον, Χέμπα. Αλλά άφησα αυτόν και τη μητέρα μου όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε. Οι ζωές μας μετά τη Νάκμπα ήταν χειρότερες απ’ των φτωχότερων προσφύγων. Ο πατέρας μου, ο περήφανος Βεδουίνος του Μπιρ Αλ-Σάμπα, έγινε ο βοσκός των προβάτων ενός φεουδάρχη ονόματι Μοχάμεντ Αλ-Μπασαΐρε. Μόνο στην οικογένεια του ανήκε περισσότερη γη στη Νότια Παλαιστίνη απ’ όλους τους πρόσφυγες μαζί. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Γάζα το ’48, και μεμιάς γίναν άστεγοι και πένητες. Η μάχη τους ήταν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και την ατέρμονη αναζήτηση για το δικαίωμα επιστροφής τους. Θυμάμαι να τον βλέπω με μια μακριά μαγκούρα να οδηγεί τα πρόβατα, από δω κι από κει πάνω στα εύφορα εδάφη. Το μυαλό του πάντα φαινόταν να είναι αλλού. Ποτέ δεν τραγούδησε στα πρόβατα όπως κάνουν οι βοσκοί. Ποτέ δε γέλασε. Ούτε μια φορά. Μπορείς να το διανοηθείς; Ήταν λες και έπαιζε το ρόλο ενός μαντρόσκυλου που δεν ένιωθε καμιά αφοσίωση για τ’ αφεντικό του. Γεννήθηκα το 1951, και δραπέτευσα απ’ το φτιαγμένο από λάσπη σπίτι μας μ’ ένα δωμάτιο προς το βορρά μέσα στα περιβόλια όταν ήμουν έφηβος. Πριν απ’ αυτό δεν είδα τον πατέρα μου να γελάει ούτε μια φορά. Τον άκουγα συχνά να κλαίει, αλλά ποτέ μπροστά μας. Μπορούσα να τον ακούσω να σιγοκλαίει μετά την προσευχή Fajr[2] το χάραμα όταν νόμιζε πως είναι μόνος. Το μέτωπό του άγγιζε κάτω το χαλί της προσευχής, και ξέσπαγε σε δάκρυα και δεν μπορούσε να τελειώσει τη sujud[3] του. Παρακολουθούσα τη σιλουέτα του να τρέμει εκείνη τη στιγμή κάθε μέρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα να τολμήσω να πληγώσω την υπερηφάνεια του με το να του γνωρίσω ότι τον είδα στο πιο αδύναμο σημείο του, να ζητά απ’ το Θεό να τερματίσει το μαρτύριό του και να τον απαλλάξει απ’ την ταπείνωση. Ίσως αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που έφυγα. Ήταν πολύ δύσκολο να είμαι μάρτυρας της κατάστασής του. Ήθελα να παλέψω για εκείνον και για όλο το λαό μου.

Η γιαγιά σου, η Χάμντα, ήταν πιο συγκρατημένη. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της ό,τι κι αν έκανε ο θείος σου ο Μοχάμεντ κι όσο δύσκολος κι αν ήμουν. Ήταν τρυφερή και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή κι είχε μια απλή φιλοσοφία: «Ό,τι δίνει ο Θεός είναι πάντα γλυκό», την οποία συχνά έλεγε στους δυσκολότερους καιρούς. Την θυμάμαι πεντακάθαρα τη νύχτα που έφυγα απ’ το σπίτι, μόλις μήνες μετά την κατάληψη της Γάζας απ’ τους Ισραηλινούς το 1967. Ήταν καλοκαίρι, και φορούσε ένα μακρύ παραδοσιακό φουστάνι από αιγυπτιακό ύφασμα. Άναβε φωτιά μπροστά στο σπίτι μας για να βράσει νερό ώστε ο πατέρας μου να μουλιάσει τα πόδια του και να νιώσει λίγη ανακούφιση μετά την εξοντωτική του μέρα. Ο παππούς σου δεν ήταν ακόμη σπίτι, κι είχε σκοτεινιάσει. Έφυγα χωρίς να πω αντίο σε κανέναν. Αυτό το μετανιώνω. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή τώρα. Μην μετανιώνεις για τίποτα, αγαπητή μου Χέμπα. Κάποιες φορές μας δίνεται μονάχα μία ευκαιρία.

Μέχρι τότε ο θείος σου Μοχάμεντ είχε επίσης δραπετεύσει απ’ τη Γάζα. Ήταν μόνο ενός μήνα όταν οι Βεδουίνοι εξωθήθηκαν απ’ το Μπιρ Αλ-Σάμπα το ’48. Ήταν πολεμιστής στο στρατό του Άχμαντ αλ-Σουχεϊρί κι ήταν απ’ τους λίγους που επέζησαν στη μονάδα του. Ο Απελευθερωτικός Παλαιστινιακός Στρατός τους αποτελούνταν από άτακτους στρατιώτες – φτωχοί φελαχίν[4] καθοδηγούμενους απ’ το πάθος τους να υπερασπιστούν ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους. Βεβαίως, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουν ένα πόλεμο. Όταν οι Αιγύπτιοι τράπηκαν σε φυγή, η ήττα μας ήταν ολοκληρωτική. Ο θείος σου διέφυγε στην έρημο του Σινά. Ένας ολόκληρος στρατός υποχώρησε χωρίς αεροπορική κάλυψη, κι αυτός χωρίς να πει τ’ αντίο του. Με πονάει που δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μετά απ’ αυτή τη μέρα που χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πέθαναν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου παρέμεινε ο βοσκός που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, και η μάνα μου έβραζε νερό για τα πονεμένα πόδια του μέχρι που πέθαναν κι οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο από λάσπη. Μου είπαν ότι πέθανε ενώ γονάτιζε προσευχόμενος, κι ότι τελευταία του ευχή ήταν να δει τον αδερφό μου κι εμένα. Δεν μας ξανάδε ποτέ. Πληρώνω κάποιο τίμημα για τον πόνο που τους προκάλεσα; Θα είναι αυτή κι η δική μου μοίρα; Θα με συγχωρέσει ο Θεός; Εκείνοι με έχουν συγχωρέσει;

Πρέπει να σε δω, Χέμπα, έστω για μια τελευταία φορά. Είσαι το φως των αστεριών που μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω αυτό το δύσκολο ταξίδι που λέγεται ζωή. Η όρασή μου φθίνει, κι οι ουλές μου από σφαίρες ακόμα πονάνε. Μερικές φορές νιώθω πως το αριστερό μου πόδι είναι έτοιμο να μου πέσει, λες και το κρατάει πάνω μου μονάχα δέρμα. Ο γιατρός με επισκέφτηκε στο τροχόσπιτό μου, κι όταν είδε πώς ζω αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα να του δώσω. Μου είπε πως τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστησα στις αραβικές φυλακές έχουν φθείρει το σώμα μου. Μου έδωσε φάρμακα, κι όταν άκουσε την ιστορία μου, μου προσέφερε χρήματα. Τα αρνήθηκα. Η αξιοπρέπειά μου, γλυκό μου παιδί, είναι το μόνο που μ’ απομένει, αυτό κι η ελπίδα ότι θα σε δω μια μέρα, και θα κρατήσω τα χέρια σου μια στιγμή προτού τα μάτια μου κλείσουν για τελευταία φορά.

Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να καθαρίσω την ψυχή μου, τουλάχιστον με σένα που είσαι η σάρκα και το αίμα μου. Ντρέπομαι να σου πω ότι συχνά ευχήθηκα για το θάνατο. Αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν με οδήγησε η δειλία. Ο πόνος μου ήταν τόσο εξοντωτικός κι ο θάνατος έμοιαζε η ύστατη λύτρωση. Μου έκαναν απεχθή πράγματα. Οι Ιορδανοί με γδέρναν με καυτές ράβδους στην πλάτη μου και σφυροκοπούσαν μυτερά αντικείμενα στο κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια προτού με εισάγουν για 4 χρόνια σε ψυχιατρείο. Ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα είναι χαμένος κάπου που δεν μπορώ να βρω, και για να ‘μια ειλικρινής, δεν θέλω να τον βρω. Όχι Χέμπα, ο πατέρας σου δεν ήταν majnoun[5] ακόμα κι αν τα παιδιά στο σχολείο σε πείραζαν για τον τρελό πατέρα σου. Ήταν αυτά τα παναθεματισμένα επιληπτικά επεισόδια που μ’ έκαναν έτσι. Υπάρχουν ουλές σ’ όλο μου το σώμα, που μου θυμίζουν αυτά τα αγωνιώδη χρόνια. Παιδιά στη γειτονιά συχνά μου ζητάνε να τους δείξω τις ουλές μου, και το κάνω. «Είναι το τίμημα που πληρώνεις για την επανάσταση, για τη λευτεριά» τους λέω. Και το εννοώ.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Σήμερα γράφτηκα στον Ερυθρό Σταυρό και συμπλήρωσα τη φόρμα για αγνοούμενα οικογενειακά μέλη. Τους έδωσα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας στον προσφυγικό καταυλισμό Ντίρα στη Συρία. Μου είπαν ότι χιλιάδες οικογένειες αγνοούνται, και πως μπορεί να πάρει πολύ χρόνο ώσπου να σε βρούνε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει λίγη ελπίδα. Ένας νεαρός μου έδωσε το παλιό του κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορώ να λάβω νέα για σένα. Μου έκανε επίσης κάτι που ονόμαζε λογαριασμό e-mail για εμένα, αλλά του είπα ότι δεν μπορώ να το ελέγχω αφού ποτέ δε χρησιμοποίησα υπολογιστές. Μου υποσχέθηκε να το κάνει για λογαριασμό μου και τον ρωτάω κάθε μέρα αν έχει νέα. Αν είχαν αυτά τα μηχανήματα όταν ήμουν νέος, θα έστελνα ένα μήνυμα στον πατέρα μου και θα του ‘λεγα πόσο λυπόμουν που άφησα αυτόν, τη μητέρα μου και την αδερφή μου Αζίζα. Θα του έλεγα ότι χάρη στ’ ότι έφυγα, η Αζίζα είχε καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει αφού θα έτρωγε και το δικό μου μερίδιο από ό,τι λίγο φαΐ κατάφερνε να βρει για μας στο τέλος της μέρας. Θα του έλεγα πόσο λυπόμουν για τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν θα του ‘λεγα ότι τον άκουσα να κλαίει το χάραμα κάθε μέρας. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ξέρουμε τα πάντα. Το να μην αποχαιρετίσω ήταν ανόητο λάθος, αλλά δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Ίσως δε σκεφτόμουν καθόλου. Σίγουρα δεν άκουγα την καρδιά μου.

Σου είπα ποτέ πως όταν έφυγα απ’ το σπίτι, περπάτησα τρεις μέρες μέσα από περιβόλια και κοιλάδες προτού φτάσω στο στο Αλ-Χαλίλ; Απλά ακολούθησα το μονοπάτι από την κοιλάδα της Γάζας το οποίο με οδήγησε στη νότια Νεγκέβ, και τελικά στα βουνά του Αλ-Χαλίλ όπου κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Ένα κορίτσι Βεδουίνων με βρήκε να κοιμάμαι. Δίχως να φοβάται, πήγε σπίτι κι επέστρεψε με τον πατέρα της, έναν ευγενικό σεΐχη που με τάισε και με φιλοξένησε στη σκηνή του για τρεις μέρες. Μετά η φυλή του έφυγε από τη Δυτική Όχθη για την Ιορδανία κατά μήκος της Γέφυρας. Με έκρυψαν στο πάτωμα ενός από τα φορτηγά τους, θαμμένο κάτω από στρώματα και στοίβες από ρούχα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες με πλησίασαν τόσο που μπορούσα να νιώσω την άχνα των σκύλων τους κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλά με την ευλογία του Θεού το καραβάνι μας διέσχισε. Φτάσαμε στην περιοχή Μα’αν στην Ιορδανία. Ήταν μια άδεια, επίπεδη, άγονη γη που η φυλή αποφάσισε να αποκαλέσει σπίτι. Έμαθα πολλά απ’ αυτούς κι είμαι ευγνώμων. Η καλοσύνη είναι κάτι που πολύ λίγοι μου ‘χουν δείξει. Έμεινα μαζί τους για πάνω από ένα χρόνο και μετά πήγα στο Αμμάν, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής.

Είναι αλήθεια, οι Ισραηλινοί με τρόμαζαν. Ακόμα το κάνουν. Αλλά το κουράγιο δεν είναι η επιλογή που κάνουμε σε μια εύκολη κατάσταση. Κουράγιο είναι το να κάνεις αυτό που είναι δύσκολο και τρομαχτικό επειδή ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι η μόνη διέξοδος. Κι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, πρέπει να τις αντιμετωπίσεις για την απώτατη ελευθερία σου. Ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς, να τους διώξω από το Μπιρ Αλ-Σάμπα και ν’ αποκαταστήσω τους γονείς μου στο χωριό τους, να τους δώσω πίσω την τιμή τους κι ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό τους. Όσον αφορά το πώς εντάχθηκα στην αντίσταση, λοιπόν, συνέβη πολύ γρήγορα λες κι επρόκειτο για πεπρωμένο.

Στο Αμμάν είδα ένα όμορφο άντρα να φορά στρατιωτική στολή. Το σακάκι του είχε το έμβλημα της παλαιστινιακής σημαίας στην αριστερή του τσέπη. Τον ρώτησα αν ήταν Παλαιστίνιος πολεμιστής, κι αυτός με κατηύθυνε σ’ ένα κτίριο όπου κατατάχθηκα στους φενταγίν[6]. Γράφτηκα στα γραφεία της Φατάχ στον προσφυγικό καταυλισμό Γουιχντάτ. Εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου όλη. Ήμουν δεκαεπτά χρόνων κι ήταν η ώρα επιτέλους να ξεκινήσω να κάνω αυτό που μου ‘μελλε. Εκεί γνώρισα έναν άνδρα ονόματι Ουαλίντ Νιμρ, με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί Ιγιάντ. Ήταν υπεύθυνος του στρατοπέδου. Όλοι όσοι εντάσσονταν στη Φατάχ είχαν ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Το δικό μου δεν μου δόθηκε μέχρι να πάω στην πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ. Μετά απ’ αυτή, με έλεγαν Σαντάντ. Ήμουν σκληρός τότε, και σου υπόσχομαι πως αν είχα την ευκαιρία να παλέψω για την Παλαιστίνη άλλη μια φορά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, θα το ξανάκανα.

Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση για περπάτημα, χαιρετισμούς κι άλλη βασική εκπαίδευση στο Γουιχντάτ, μέσα στο Αμμάν, μας πήραν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης Καραμέ που ήταν κοντύτερα στα σύνορα με την Παλαιστίνη. Οι εκπαιδευτές μας ήταν Παλαιστίνιοι κι Ιρακινοί. Στο τάγμα που εντάχθηκα με έμαθαν να συναρμολογώ και ν’ αποσυναρμολογώ πολλά είδη όπλων, κυρίως ρωσικά. Έγινα ειδικός του Σίμονοφ και του Καλάσνικοφ. Ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος για το λόχο μας πίστευε πως γεννημένος σκοπευτής. Έτσι μ’ έστειλαν στην Αϊγυπτο το 1969 να εκπαιδευτώ για τρεις μήνες στη στρατιωτική σχολή Αλ-Ταλ Αλ-Κιμπίρ. Μας έβαζαν να κουβαλάμε βάρη και να περπατάμε πολύ μεγάλες αποστάσεις για να χτίσουμε τη δύναμη και την αντοχή μας. Οι εκπαιδευτές μου ήταν κυρίως Παλαιστίνιοι αλλά κι Αιγύπτιοι. Ο ανώτερός μου, Μοχάμεντ Μπαρούντ, ήταν νέος και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Αγαπούσε την πολιτική και τη ρωσική λογοτεχνία κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Οι δεξιότητές του ήταν άφταστες απ’ οποιονδήποτε άλλο στη σχολή. Ήταν πρόσφυγας με ουλές από θραύσματα οβίδων απ’ τον προηγούμενο πόλεμο, και τις έδειχνε περήφανα όταν εξέθετε τις γνώμες του.

Όταν γύρισα απ’ την Ιορδανία, ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερος θείος σου ο Μοχάμεντ ήταν πολεμιστής σε μια επίλεκτη μονάδα που αποκαλούνταν 201 που ήταν μέρος του PLO[7]. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαράς. Όταν συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε. Εγώ έκλαψα παραπάνω. Ένιωσα σαν μετά από τόσα χρόνια χαμένος χωρίς κατεύθυνση ή συγγενή στον ορίζοντα, επιτέλους είχα βρεθεί. Το πρόσωπο του αδερφού μου ήταν σχεδόν ένα αντίγραφο του πατέρα μου πριν εκπέσει στις ρυτίδες και την άπειρη θλίψη. Κι αυτός ήταν οργισμένος, αλλά ήταν πιο συγκρατημένος κι αποφασισμένος, σαν τη μητέρα μου. Ήμουν περήφανος όταν έλεγα ότι ο αδερφός μου πολεμούσε με την 201, κι ότι το πρόσωπό του ήταν όμορφο όπως ενός σταρ του σινεμά. Ήμουν χαρούμενος που επιλέχθηκα να λάβω μέρος μαζί με άλλους σαράντα πολεμιστές από διάφορες οργανώσεις για την πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ, που για μένα φυσικά πάντα θα είναι Παλαιστίνη. Ο θείος σου μου ‘πε πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές, και προσφέρθηκε να πάει αντί για μένα. Αλλά αρνήθηκα. Είχε παιδιά, ενώ εγώ όχι ακόμα. Αν πέθαινα, σκεφτόμουν, θα πέθαινα μέσα στην πατρίδα μου. Αν ζούσα, θα εξιλέωνα το τσακισμένο πνεύμα του πατέρα μου.

*             *             *

Αγαπημένη μου Χέμπα,

Οι ειδήσεις σήμερα ανέφεραν ότι το Ντίραα βομβαρδίστηκε ισχυρά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν. Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είσαι πια εκεί αλλά κάπου αλλού ασφαλέστερα; Όχι πια στη Συρία ή κάποιο άλλο μέρος ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο; Ίσως βρήκες ευκαιρία να δραπετεύσεις; Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειάστηκε να συναντήσεις αδίστακτους διακινητές, ή να διασχίσεις κρύα κι ανελέητα νερά. Μ’ όλη μου την καρδιά, ελπίζω να είσαι μη διατρέχεις κίνδυνο. Μια φωνή μέσα μου λέει πως είσαι ασφαλής. Κι αν όντως έτσι είναι, γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μου ακόμα; Ο νεαρός που τσεκάρει κάθε μέρα το e-mail μου είπε ότι δεν έχει φτάσει κανένα μήνυμα από σένα. Το κινητό μου δεν χτύπησε ούτε μια φορά. Δεν έχω δει ούτε μιλήσει με κανένα για μέρες, εκτός απ’ το μαγαζάτορα όπου αγοράζω τα τσιγάρα και το ψωμί μου. Είναι πάντα απασχολημένος, και δεν ξέρω αν τον ταλαιπωρώ με τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Σιχαίνομαι όταν οι πελάτες του με κοιτούν με οίκτο στα μάτια τους. Αν ήξεραν πόσο δυνατός και γενναίος ήμουν, θα κρατούσαν τον οίκτο τους για λογαριασμό τους· η ιστορία της πρώτης μου αποστολής στο Ισραήλ θα τους έκανε να τρέμουν.

Ήμουν ο νεότερος σαράντα μαχητών κι ένας απ’ τους δέκα που επιλέχθηκαν απ’ τη Φατάχ για την αποστολή. Οι υπόλοιποι ήταν απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης[8], το Δημοκρατικό Μέτωπο και δυνάμεις της Αλ-Σάικα εκπαιδευμένες στη Συρία. Μας έστειλαν εκεί με ξεκάθαρες εντολές και μας είπαν να μην καπνίζουμε καθόλου, αφού το φως απ’ το τσιγάρο μπορεί να εντοπιστεί μίλια μακριά ακόμα και μέσα σε φαράγγια και ειδικά τη νύχτα. Το κάπνισμα δεν σου κάνει καλό, αγάπη μου, οπότε σιγουρέψου ότι κανένα απ’ τα παιδιά σου δεν θα πιάσει αυτή την κακή συνήθεια. Όλοι μας καπνίζαμε, κι οι σαράντα, όλη την ώρα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι του ποταμού Ιορδάνη ως την Παλαιστίνη και κατευθυνθήκαμε νότια προς το Εϊλάτ. Η κωδική ονομασία της αποστολής μας ήταν «Πράσινη Ζώνη». Ο τελικός μας στόχος ήταν να αιχμαλωτίσουμε Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξουμε αργότερα για Παλαιστίνιους κρατούμενους. Επίσης θέλαμε να ανατινάξουμε το λιμάνι του Εϊλάτ προτού επιστρέψουμε στην Ιορδανία μέσω της ερήμου Άκαμπα. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάζαμε. Υπήρχαν πολλές ισραηλινά στρατόπεδα στο δρόμο για τα οποία δεν ήμασταν πληροφορημένοι. Έπρεπε συνέχεια να αυτοσχεδιάζουμε. Τους χτυπήσαμε σκληρά και σκοτώσαμε αρκετούς. Χάσαμε δέκα άντρες μας, απ’ όλες τις παρατάξεις, και τους θάψαμε βιαστικά στην έρημο πριν επιστρέψουμε. Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Εϊλάτ, αλλά αιχμαλωτίσαμε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν λευκοί κι αδύνατοι κι έντρομοι. Ένας ήταν ψηλός κι είχε πορτοκαλί μαλλιά. Ο άλλος φοβόταν τόσο πολύ, που κατουρήθηκε. Λυπήθηκα τον καημένο, αλλά το κράτησα μέσα μου. Δεν ξέρω τι απέγιναν όταν φτάσαμε την Ιορδανία.

Η επανάστασή μας αποκτούσε ορμή κι επιτέλους επανακτούσαμε την πρωτοβουλία κινήσεων μετά την εκκωφαντική ήττα των Αράβων το ’67. Όταν η Φατάχ εισήλθε στο προσκήνιο το ’65, τα πράγματα ξεκίνησαν ν’ αλλάζουν για μας. Δεν μιλούσαν πια αραβικά καθεστώτα για λογαριασμό μας, και δεν περιμέναμε τους Ισραηλινούς να μας επιτεθούν καθώς σαστισμένα ψάχναμε κάλυψη. Τους κυνηγούσαμε στην καρδιά των πόλεών τους. Ο τρόμος που είχαν επιφέρει στο λαό μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς ερχόταν τώρα πίσω να τους στοιχειώσει. Μας επιτέθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό Καραμέ το ’68, ελπίζοντας να καταστρέψουν τις βάσεις μας και να μας ωθήσουν πίσω απ’ τα σύνορα, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, σκότωσαν περισσότερους από μας απ’ ότι εμείς απ’ αυτούς, αλλά παραμείναμε δυνατοί και παλέψαμε σαν λιοντάρια. Οι παρατάξεις του PLO[9] κι ο ιορδανικός στρατός πάλεψαν ενωμένοι. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν τις περισσότερες βάσεις μας, αλλά τους απωθήσαμε. Το Καραμέ μας είχε απελευθερώσει απ’ τους δαίμονες της ήττας λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν τα αραβικά κράτη ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα.

Μετά τη μάχη του Καραμέ, εκκενώσαμε τις βάσεις μας που ήταν πολύ κοντά στον ποταμό και επανεγκατασταθήκαμε βαθύτερα μέσα στη χώρα. Παρότι ενισχυθήκαμε, από κάποιες απ’ τις παρατάξεις έλειπε πειθαρχία και προκλήθηκε πολιτικό χάος. Ο Χασεμίτης Βασιλιάς ένιωσε την κυριαρχία του να απειλείται, και πιστεύαμε ότι ο βασιλιάς συνωμοτούσε με τη Δύση και το Ισραήλ για να μας διώξουν απ’ την Ιορδανία. Ξέσπασε σύγκρουση με τον βασιλιά Χουσεΐν, οπότε η κοινή μας νίκη το ’68 έγινε η συλλογική μας ντροπή δυο χρόνια μετά σ’ ένα ψευτο-εμφύλιο πόλεμο. Παλεύαμε ενάντια στο Βασιλιά, που δεν έδειξε ίχνος οίκτου καθώς εξαπέλυε την οργή του, σκοτώνοντας χιλιάδες αθώων ανθρώπων στους προσφυγικούς καταυλισμούς που ήταν αμέτοχοι στον πόλεμο. Έγινε το ένα μακελειό μετά το άλλο, και καμιά αραβική χώρα δεν επενέβη παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις για βοήθεια. Οι Σύριοι δίστασαν πολύ ώσπου να επέμβουν, κι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμντούλ Νάσερ, που συνέπασχε μαζί μας, πέθανε αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη του 1970. Ο λαός μας σφαζόταν σωρηδόν, με άλλες πέντε χιλιάδες νεκρούς μέσα σε δέκα μέρες.

Νιώθαμε σαν η επανάστασή μας να είχε καταρρεύσει μετά τα μακελειά, ότι ποτέ ξανά δεν θα αποκαθιστόμασταν. Μέλη της Φατάχ που αρνούνταν τη συμφωνία μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Βασιλιά της Ιορδανίας έφτιαξαν την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», και προσπάθησαν να εκδικηθούν το Βασιλιά και τους ακολούθους του. Με πιάσαν να βάζω δυναμίτη στο αεροδρόμιο Εμίρ Μοχάμεντ, ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο που κατά βάση εξυπηρετούσε τους μονάρχες. Ήμουν απασχολημένος συνδέοντας τα καλώδια κι άλλα τέτοια όταν φτάσαν οι στρατιώτες, κι ήταν πολύ αργά για μένα να διαφύγω. Με έδειραν άσχημα, και μ’ έριξαν σε μια τεράστια σπηλιά μεταξύ Τζαράς και Ίρμπιντ. Πολλοί άντρες ήταν εκεί, αλυσοδεμένοι, με αιμορραγίες ή νεκροί. Μετά μεταφέρθηκα στη μονάδα πληροφοριών στο Αμπντάλι όπου θα με εξανάγκαζαν να εξομολογήσω. Τους είπα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός». Πήραν ένα μεγάλο μαχαίρι κι άρχισαν αργά να κόβουν πίσω απ’ το λαιμό μου. Ένιωθα το αίμα να τρέχει στην πλάτη και τους ώμους μου. Ούρλιαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ποτέ μου δεν έπιασα όπλο». Τότε μου κάρφωσαν μυτερές μεταλλικές ράβδους στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Το αίμα έβγαινε από μέσα απ’ το στόμα μου. Σφάδαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ψάχνω τη φυλή μου». Με παρέπεμψαν στο δικαστήριο και με καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο: για αντίσταση στο στρατό, απόπειρα να ανατινάξω ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο και για είσοδο στην Ιορδανία δίχως έγγραφα. Τους απάντησα ότι μπορούν να με σκοτώσουν μόνο μια φορά. Με κράτησαν στη φυλακή Μαχάτα για δεκαπέντε μέρες, μετά με μετακίνησαν στη φυλακή Αλ-Τζαφρ στην τεράστια έρημο μεταξύ Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας όπου μόνο λίγοι έζησαν να εξιστορήσουν τη φρίκη της. Περίμενα τη θανατική καταδίκη μου, μετά αποφάσισα να δραπετεύσω. Ο θάνατος θα μ’ έβρισκε ούτως ή άλλως, άρα δεν είχα τίποτα να χάσω.

Χέμπα, ένας λόγος που είμαι χαρούμενος που έζησα είναι που αργότερα παντρεύτηκα τη μητέρα σου κι αυτή γέννησε εσένα. Αλλά δυστυχώς, δε σ’ έχω δίπλα μου στα γεράματά μου. Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανή, ή Θεός φυλάξοι… δεν μπορώ καν να ξεστομίσω τη λέξη.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε σήμερα στο τροχόσπιτό μου και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για σένα. Μου ‘παν «περιέγραψε τη μεγάλη σου κόρη» κι εγώ τους είπα «το πρόσωπό ήταν σαν το φεγγάρι, κι όταν χαμογελά, είναι λες κι ο ήλιος ανέτειλε». Γέλασαν και μου ‘παν ότι μια τέτοια περιγραφή δεν τους βοηθά. Αλλά βοηθά εμένα. Η μέρα που γεννήθηκες, ήταν η πρώτη φορά σ’ όλη μου τη ζωή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν μια εκστασιαστική αίσθηση χαράς που δεν την περίμενα. Σιωπηλά δάκρυα χαράς έρρευσαν στο πρόσωπό μου όταν πρώτη φορά σε κράτησα στα χέρια μου. Είπα, θα την ονομάσω «Χέμπα» γιατί είναι ένα δώρο απ’ το Θεό, ένα δώρο που δεν αξίζει σ’ ένα νομά σαν και του λόγου μου. Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δε θα σ’ έβλαπτα, ούτε θα επέτρεπα σε άλλον να σε βλάψει, ποτέ. Αλλά σ’ έχασα. Προσεύχομαι στον Θεό κάθε στιγμή που ‘μια ξύπνιος να σε βρει. Τον ικετεύω για το έλεός του, για μια δεύτερη ευκαιρία. Κι όταν σε βρω, δε θα σε ξαναχάσω ποτέ.

Όταν σε ρωτάνε, Χέμπα, τους λες ότι είσαι Βεδουίνα; Εγώ πάντα απαντώ: «Είμαι Παλαιστίνιος Βεδουίνος». Είμαι νομάς χάρη στ’ ότι προσπαθώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ακόμα βλέπω τ’ άστρα όταν θέλω να προσανατολιστώ ή προσπαθώ να βρω το σπίτι. Αυτή είναι μια δεξιότητα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου πριν εγκαταλείψω τους γονείς μου. Αυτό το δώρο και μόνο μου ‘σωσε τη ζωή. Εύχομαι να μπορούσα να σε διδάξω, Χέμπα. Θα μπορούσε να ‘ναι η παράδοσή μας κι εσύ θα μπορούσες να τη μεταβιβάσεις στα παιδιά σου.

Όταν έφυγα από το Αλ-Τζαφρ, διέσχισα τις ερήμους της Ιορδανίας ως τη Συρία, καθοδηγούμενος απ’ τα αστέρια. Περπάτησα τη νύχτα κι έσκαψα τρύπες στο χώμα για να κρυφτώ απ’ τους συνοριοφύλακες και τον καυτό ήλιο της μέρας. Ήξερα ότι η ουρά του Γαλαξία οδηγούσε στη Δαμασκό, κι έτσι την ακολούθησα. Κι όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σε καιρούς πείνας, κράτησα ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα μου για ώρες συνεχόμενες για να βγάζω σάλιο. Μπορείς να ‘σαι περήφανη, Χέμπα, που εμείς ξέρουμε να επιβιώνουμε. Στα σύνορα, μ’ έπιασαν φύλακες που με παρέδωσαν στη συριακή υπηρεσία πληροφοριών. Η εμπειρία μ’ έχει διδάξει ότι όλοι οι Άραβες πράκτορες είναι το ίδιο – βίαιοι, μειωτικοί κι άσπλαχνοι. Αλλά για καλή μου τύχη, ο ξάδερφός μου ήταν μέλος της Φατάχ στη Συρία, οπότε παραδόθηκα σ’ αυτόν.

Τότε ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια. Έχανα τις αισθήσεις μου στη στιγμή. Το σώμα μου συσπαζόταν κι έπεφτα στο έδαφος. Είναι τρομαχτικό να χάνεις κάθε έλεγχο του σώματός σου. Νόμιζαν ότι τα βασανιστήρια που υπέστησα στην Ιορδανία μ’ έκαναν τρελό, οπότε μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική κλινική στο νοσοκομείο Ιμπν Σίνα όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια κι ήμουν συχνά δεμένος στο κρεβάτι για ώρες. Πολύ λίγα θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι πως μια στο τόσο μ’ έφερναν πίσω στο νοσοκομείο, γυμνό. Μου έλεγαν ότι είχα γδυθεί και πλανιόμουν στο δρόμο. Αυτά τα επεισόδια λιγόστεψαν, κι η στρατιωτική διοίκηση της Φατάχ τελικά κατάφερε να με βγάλει απ’ αυτό το μέρος. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Αλί Χατζάζ και τον Ηατζ Μουτλίκ, δύο εξαιρετικούς αξιωματικούς της Φατάχ, για τη συμπαράστασή τους αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς, θα είχα χαθεί σ’ αυτό τον τόπο ως ένας τρελός σε μια ξένη χώρα.

Ήταν κατά το τέλος του 1974 που εντάχθηκα στην Αντίσταση στο Λίβανο. Ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Οι άντρες πίστευαν ότι δεν θα ‘πρεπε να με στείλουν σε άλλες αποστολές μέσα στο Ισραήλ λόγω της ασθένειάς μου. Αντ’ αυτού, με βάλαν να δουλεύω στο σώμα τραυματιών στον προσφυγικό καταυλισμό Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ στη Βυρηττό. Υπαγόταν στο γραφείο του Γιάσερ Αραφάτ τότε, αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε Τάγμα 17. Κοιμόμουν στο γραφείο μιας και δεν είχα σπίτι ούτε μέρος να πάω μετά τη δουλειά. Λίγο αφού έφτασα, ξέσπασε ο λιβανέζικος εμφύλιος, και βρέθηκα να παλεύω και σ’ αυτό τον πόλεμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπλέχτηκα σ’ αυτό τον πόλεμο. Δεν έβλεπα τους Λιβανέζους ως εχθρούς, ούτε ένιωσα το Λίβανο σπίτι μου. Όταν το PLO έφυγε απ’ την Ιορδανία κι έφτασε στο Λίβανο, αναστάτωσε την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία αυτής της χώρας. Βλέπεις, οι Λιβανέζοι ήταν πάντα σε διαμάχη. Πολλές σέχτες και θρησκείες και ομάδες όλες πολεμούσαν η μία την άλλη για επιβίωση ή κυριαρχία. Υπήρχαν πολλοί Παλαιστίνιοι στο Λίβανο, αρχικά ως πρόσφυγες που έφθασαν μετά τη Νάκμπα το ’48. Όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν να οργανώνονται στο Λίβανο, οι πρόσφυγες ένιωσαν ένα είδος ελευθερίας που δεν είχαν ξανανιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Σύντομα το PLO σύναψε μια συμμαχία επιτιθέμενο σε Ισραηλινούς οικισμούς, προκαλώντας εσωτερικές ταραχές στο Λίβανο.

Ενώ μετανιώνω τον πόλεμο που ξέσπασε, δε μετανιώνω τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν. Τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όταν Παλαιστίνια προσφυγάκια σφαγιάστηκαν στο Έιν Αλ-Ρουμανέ; Ήταν αθώα παιδιά, για τ’ όνομα του Θεού, φορούσαν μαύρα κι άσπρα κασκόλ και τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια σ’ ένα λεωφορείο στο δρόμο για το σπίτι τους στον προσφυγικό καταυλισμό Ταλ Αλ-Ζατάρ, όταν πολιτοφυλακές Φαλαγγιτών τους έστησαν ενέδρα. Σκότωσαν τα περισσότερα όταν πυροβόλησαν από τρεις διαφορετικές θέσεις, και μετά μαχαίρωσαν τους τραυματίες με ξιφολόγχες. Τι κτήνη είναι αυτά που δολοφονούν άκακα παιδιά; Δεν υπάρχουν καθόλου κανόνες; Αυτοί οι βάρβαροι δεν δίστασαν ποτέ να συνεργαστούν με τους Σιωνιστές εναντίον του ίδιου τους του λαού και εναντίον των Παλαιστινίων, και γιατί; Για να παραμείνουν οι κυρίαρχοι του Λιβάνου;

Ευχαριστώ το Θεό που δεν είχα οικογένεια αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αν ήξερες τι έκαναν οι Φαλαγγίτες κι οι Σύριοι σύμμαχοί τους στο Ταλ Αλ-Ζατάρ το ’76, τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, θα τρόμαζες. Πολιόρκησαν τον καταυλισμό για πολλές μέρες μέχρι που οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν. Μετά σφάγιασαν χιλιάδες και κατέστρεψαν τον καταυλισμό ολοσχερώς. Άνθρωποι σκοτώνονταν αν η ταυτότητά τους έδειχνε ότι ανήκαν στη λάθος ομάδα. Ήμουν ακόμα στο γραφείο του Τάγματος 17, όπου κοιμόμουν, καθάριζα και διεκπεραίωνα τα έγγραφα για τους πολλούς τραυματίες. Έτυχε ν’ ακούσω μια συζήτηση μεταξύ πολεμιστών για ένα μεγάλο φορτηγό με πολυβόλο αναρτημένο στο πίσω μέρος του, που οι χριστιανοί Φαλαγγίτες χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατούν τους Λιβανέζους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Δίχως δισταγμό, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τους είπα: «Θα το καταρρίψω». Ξαφνιάστηκαν μιας κι ήμουν ένας γραφιάς που είχε αφήσει τα όπλα του χρόνια πριν. Δεν με είχαν δει στο πεδίο. Πήρα ένα αντιαρματικό από έναν απ’ τους πολεμιστές και σκαρφάλωσα ένα τοίχο κοντά σ’ ένα νεκροταφείο που οδηγούσε σε μια εκκλησία στην οδό Παλιά Σαΐντα. Περίμενα εκεί το φορτηγό να εμφανισθεί, κι όντως εμφανίστηκε, οδηγώντας αργά σαν θηρευτής στο κυνήγι. Το ανατίναξα με την πρώτη. Τότε, απ’ το πουθενά, ένιωσα λες και στεκόμουν σε μια λίμνη με ζεστό νερό, κι έπεσα. Αίμα χύθηκε παντού.

Ένας απ’ τους ελεύθερους σκοπευτές τους με είχε δει από την άλλη μεριά του δρόμου και πυροβόλησε μια εκρηκτική σφαίρα στο μπράτσο μου. Θρυμμάτισε το κόκκαλο σε πολλά κομμάτια. Δεν ξέρω πώς οι γιατροί κατάφεραν να το επανενώσουν. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Γάζα μέσα στον προσφυγικό καταυλισμό της Σάμπρας κι από κει σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί όπου προηγουμένως ήταν το κτίριο της Αραβικής Λίγκας στο Φακαχανί. Ήταν ένας αγώνας να με πάνε εκεί, καθώς όλη η Βηρυτός ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε εμάς και τους συμμάχους μας κι αυτούς και τους συμμάχους τους. Η Φατάχ, άλλες παρατάξεις του PLO και οι Λιβανέζοι σύμμαχοί μας ελέγχαμε τη δυτική Βηρυτό κι οι Φαλαγγίτες ήταν στην ανατολική. Στα νοτιοανατολικά ήταν οι Δρούζοι και πολλές άλλες παρατάξεις έλεγχαν μικρές περιοχές σ’ όλη την πόλη, καταλαμβάνοντας δρόμους, σχολεία και γραφεία. Παντού είχε ελεύθερους σκοπευτές. Πολλοί πυροβολήθηκαν επειδή πήραν μια λάθος στροφή ή διέσχισαν το λάθος δρόμο.

Ξύπνησα στο Φακαχανί φορώντας ένα μεγάλο νάρθηκα. Ήμουν έξαλλος. Έφυγα αμέσως απ’ το νοσοκομείο και δανείστηκα ένα Σίμονοφ. Αγόρασα ένα μικρό κιάλι, το κόλλησα πάνω στο τουφέκι στην οδό Ασάντ Αλ-Ασάντ όπου κρύφτηκα μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που είχε τρυπηθεί από εκατοντάδες σφαίρες. Έστησα το τουφέκι στην άκρη ενός παραθύρου που έβλεπε στην καρδιά του Έιν Αλ-Ρουμανέ όπου οι χριστιανοί Φαλαγγίτες αρμένιζαν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του δρόμου που έσφυζε από κόκκινα άνθη. Στην άλλη πλευρά ήταν ο κυρίως δρόμος που ανεβοκατέβαιναν οι πολιτοφυλακές των Φαλαγγιτών. Έμαθα να είμαι καλός σκοπευτής στο Ταλ Αλ-Κιμπίρ στην Αίγυπτο. Πίστευα πως θα χρησιμοποιούσα τις δεξιότητές μου για να παλέψω Ισραηλινούς, όχι Λιβανέζους. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις, αγαπητή Χέμπα. Γιατί έπρεπε να σφαγιάσουν αυτά τα παιδιά; Γιατί σφάγιασαν όλο το Ταλ Αλ-Ζατάρ; Πήρα την εκδίκησή μου, και πέντε Φαλαγγίτες στρατιώτες κείτονταν νεκροί ο ένας πάνω απ’ τον άλλο στο δρόμο.

Ο ώμος μου ανάρρωσε μετά από δύο εβδομάδες κι εντάχθηκα σε μια μικρή μονάδα που περιλάμβανε τον Χασάν Αμπού Αλί, τον Μπασάμ και τον Μουντακίμ. Φυλούσαμε την οδό Τζαμάλ Αμντούλ Νάσερ στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, και πυροβολήσαμε στους Φαλαγγίτες όποτε πλησίαζαν. Ταϊζόμασταν από το σπίτι του Χαντίρ Αλ-Ανάν, μιας Λιβανέζικης μουσουλμανικής οικογένειας που ήταν καταπιεσμένοι σαν κι εμάς και πάλευαν για ένα μεγαλύτερο μερτικό της χώρας τους. Υπήρχαν εκτενείς διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων, όλων των μουσουλμάνων, Σούνι και Σία.

Τότε είναι που γνώρισα τη μητέρα σου. Ήταν μια Αιγύπτια που δούλευε ως υπηρέτρια. Ήταν μελαμψή και πολύ γλυκιά. Ήταν τρυφερή μαζί μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν τρόφιμα. Ο αδερφός μου ο Μοχάμεντ, που επίσης πάλευε στο Λίβανο, με πίεζε να σκεφτώ το γάμο. Δεν φαντάστηκα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μπορούσε κανείς να μ’ αγαπήσει, ή ότι εγώ θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποια άλλη. Το μυαλό μου ήταν πάντα απασχολημένο με άλλα προβλήματα. Διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, οπότε ζήτησα απ’ τη μητέρα της, που δούλευε επίσης ως υπηρέτρια στο Λίβανο, το χέρι της. Η Καρίμα ήταν πολύτιμη και τόσο καλή με μένα από τη μέρα που την πρωτογνώρισα ως τη μέρα που την έχασα πολλά χρόνια μετά. Πόσο μου λείπει η μητέρα σου. Ξέρω ότι της λείπω κι εγώ. Ποτέ δεν έμαθε ότι ήμουν στη φυλακή όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήταν τόσο θυμωμένη μαζί μου που δεν γύρισα να τη σώσω. Θα της εξηγήσω τα πάντα, Χέμπα. Θα επανορθώσω. Θα κάνω το παν για να ενώσω την οικογένειά μου. Όλα θα είναι εντάξει όταν σε βρω, Χέμπα.

[1] Παραδοσιακή αραβική φορεσιά

[2] Μια απ’ τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές της ισλαμικής θρησκείας που μπορεί να εκτελεστεί μεταξύ αυγής και ανατολής του ήλιου

[3] Η βαθιά υπόκλιση ή γονάτισμα ενώπιον του Θεού

[4] Χωρικοί

[5] Τρελός

[6] Αντάρτες, αγωνιστές για την ελευθερία

[7] Palestine Liberation Organisation, Οργανισμός Απελευθέρεωσης της Παλαιστίνης

[8] PFLP – Popular Front for the Liberation of Palestine, παλαιστινιακή αντιστασιακή οργάνωση

[9] Palestine Liberation Organisation, ένωση αντιστασιακών οργανώσεων, αναγνωριζόμενη σήμερα ως νόμιμη κυβέρνηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *