Άρθρα

Γράμματα στη Χέμπα | Β’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Γλυκιά μου,

Δεν έχω φωτογραφίες σου. Αν είχα, θα τις έβαζα δίπλα στο προσκεφάλι μου ώστε η εικόνα σου να είναι το πρώτο πράγμα που θα δω όταν ξυπνάω, και το τελευταίο προτού πέσω για ύπνο. Αλλά δεν πειράζει, είσαι χαραγμένη στη μνήμη μου. Σε θυμάμαι ακριβώς όπως ήσουν. Η μέρα που γεννήθηκες ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Δεν είμαι άνθρωπος υλιστικός, αλλά όταν έφθασες, ήθελα να βγάζω περισσότερα λεφτά για να μπορώ να σε περιποιούμαι καλύτερα. Όταν ο εμφύλιος υποχώρησε το ’76, πέρασα μια βδομάδα δουλεύοντας στο γραφείο του Αραφάτ. Τον είδα μια μέρα και του την έπεσα. «Χρειάζομαι κι άλλα λεφτά, γέρο» του είπα. Γέλασε και μ’ αγκάλιασε. Πήρε το τρίχρωμο στυλό του κι έγραψε ένα σημείωμα για το οικονομικό γραφείο της Φατάχ. Του ζήτησα να προσέξει να υπογράψει με πράσινο χρώμα γιατί για τον όποιο λόγο αυτό ήταν το μόνο χρώμα που οι του οικονομικού δέχονταν σε μια υπογραφή. Ως τότε πληρωνόμουν 211 λίρες το μήνα. Ο Αραφάτ διέταξε να λάβω ένα μπόνους 500 λιρών. Του ήμουν ευγνώμων. Έβγαλα την μητέρα σου για δείπνο εκείνη τη μέρα. Της αγόρασα ένα φόρεμα κι ένα ασημένιο κολιέ κι είχα ακόμα αρκετά για τσιγάρα και δυο ζευγάρια παντελόνια και της έδωσα τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ένιωσα καλά που της το ‘κανα. Εύχομαι για την ευκαιρία να το ξανακάνω.

Ο Αραφάτ πάντα είχε υψηλό ηθικό, ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς. Κατάφερε να μας κρατήσει ενωμένους. Η Φατάχ είχε κι άλλους σπουδαίους ηγέτες, αλλά κανείς τους ούτε καν τον πλησιάζει. Δε νομίζω να είχα παραμείνει μαχητής της Φατάχ χωρίς τον Αραφάτ. Μου ήταν σαν πατέρας, σ’ όλους μας. Δε με νοιάζει τι λένε άλλοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουν εκεί.

Μετά τον πόλεμο, έγινα εκπαιδευτής στο Μαντρασάτ Αλ-Κιτάλ, στο Λίβανο. Στα χρόνια που πέρασα στη στρατιωτική ακαδημία, γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς που εκπαίδευσα γίναν σπουδαίοι ηγέτες και πολλοί απ’ αυτούς γίναν μάρτυρες[1] σε αποστολές μέσα στο Ισραήλ, ή πολεμώντας τους Ισραηλινούς στο Λίβανο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Υπήρχαν πολλοί εθελοντές που εισέρρεαν από την Αλγερία και το Πακιστάν, καθώς επίσης και πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι που δεν τους πείραζε που τους λέγαμε Κόκκινους Ινδιάνους. Κάποιοι γίναν φίλοι μου. Είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κατανοούν τι σημαίνει να είσαι ένας λαός που παλεύει για τη γη και την ταυτότητά του. Τα επόμενα χρόνια, κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν παλεύοντας ενάντια στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Τους τιμήσαμε ως μάρτυρες και τους θάψαμε εν μέσω ψαλμωδιών και απαγγελιών απ’ το Κοράνι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα πάνε οι δικοί τους στην Αμερική.

Όταν εκπαίδευσα τον Ίμαντ Μουχνίγιε, διαισθάνθηκα ότι θα γίνει σπουδαίος ηγέτης, αλλά δεν περίμενα ότι θα αποκτούσε μια τόσο σημαντική θέση στη Χεζμπολάχ πολλά χρόνια αργότερα. Η Χεζμπολάχ αναδύθηκε από μια μικρή ομάδα ονόματι Χαρακάτ Αλ-Μαχρομίν που ήταν σθεναρός σύμμαχος του PLO. Εκπαίδευσα πολλούς απ’ αυτούς. Ο Ίμαντ είχε παλαιστινιακή καταγωγή. Η οικογένειά του ζούσε στο Ρούις, μεταξύ Χαντάς και Μπουρτζ Αλ-Βαρατζνέ. Γίναμε καλοί φίλοι παρότι ήταν νεότερος από μένα. Ήταν σκληρό καρύδι κι επιλέχθηκε απ’ τον επικεφαλής της στρατιωτικής ακαδημίας για να συνοδεύσει τον Αραφάτ. Ο Ίμαντ ήταν ευγενικός κι απίστευτα γενναίος. Αν ήταν αποστολή του να πηδήξει σε μια μαινόμενη πυρκαγιά, θα την εκτελούσε στο βαθμό που πυρήνας της αποστολής ήταν η πάλη εναντίον του Ισραήλ. Δεν έβλεπε τους Φαλαγγίτες σαν αντιπάλους του, παρότι τους μισούσε για την προδοσία τους. Οι Μαχρομίν ήταν όντως καταπιεσμένοι. Χωρίς τη Χεζμπολάχ, οι Σιίτες θα παρέμεναν καταπιεσμένοι στο Λίβανο για πάντα. Αργότερα το κίνημά τους διασπάστηκε στην Άμαλ και τη Χεζμπολάχ, η οποία επικεντρώθηκε στο να παλεύει στη Συρία αντί να διασφαλίζει τα σύνορα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Πιστεύεις ότι σ’ έχω εγκαταλείψει Χέμπα; Με μισείς; Αν το κάνεις, θα μου ράγιζε η καρδιά, αλλά δεν θα σε κατηγορούσα. Σ’ ό,τι σ’ αφορά, έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Σχεδίαζα να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί με σένα και την οικογένειά μου μέχρι τις τελευταίες των ημερών μου. Ήθελα να μεγαλώσω ένα δυνατό κορίτσι, που θα συνέχιζε τον αγώνα μου για την Παλαιστίνη. Ήθελα να σ’ ονομάσω Νταλάλ από τη Νταλάλ Μουγκράμπι, που σκοτώθηκε μόλις μήνες προτού γεννηθείς. Όταν έφθασε με τον αρραβωνιαστικό της στην ακαδημία, ήταν δεκαοχτώ. Τους εκπαίδευσα και τους δύο στο να χρησιμοποιούν διάφορα είδη τουφεκιών και στο να μεταμφιέζονται σε διάφορα περιβάλλοντα. Ένα χρόνο μετά, αποβιβάστηκαν στην ακτή του Τελ Αβίβ, και σκότωσαν πολλούς Ισραηλινούς προτού σκοτωθούν αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της. Η αποστολή της στόχευε στην αιχμαλωσία Ισραηλινών και την ανταλλαγή τους με Παλαιστίνιους, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Μετά απ’ αυτό πολλά κορίτσια ήρθαν εθελοντικά στην ακαδημία να ενταχθούν στην Αντίσταση. Η Νταλάλ ζούσε στο Φακαχάνι όπου τελικά μετακομίσαμε. Εκεί γεννήθηκες. Αλλά αποφάσισα να σ’ ονομάσω Χέμπα γιατί η γέννησή σου ήταν ένα θαύμα.

Γεννήθηκες στη μέση ενός νέου, αισχρού πολέμου όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο. Επενέβησαν με την πρόσκληση του Λαχντ Χαντάντ και της Φάλαγγας,αλλά τους απωθήσαμε στο Ναμπατίγιε, στο Μπουρτζ Αλ-Σαμάλι, στο Ρασιντίγιε, στο Αλ-Μπας και στο Έιν Ελ-Χιλγουέ. Τα όπλα μας ήταν απ’ την Ρωσία και την Κούβα, και παρότι οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλες περιοχές στο νότο, οργανώσαμε την αντίστασή μας από το Μαρτζ Αλ-Ζοχούρ, τη Σίμπα και το κατεχόμενο Γκολάν.

Υπάρχουν τόσα που μου λείπουν απ’ το Λίβανο. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε ένας όμορφος τόπος.

*             *             *

Ειρήνη σε σένα αγαπημένη μου,

Σήμερα σκεφτόμουν τη μητέρα σου. Η Καρίμα ήταν αντάξια του ονόματός της. Ήταν πράγματι γενναιόδωρη. Συνήθιζε να αναμειγνύει αλάτι, ξεραμένη πράσινη πιπεριά και τα συνθλιμμένα κουκούτσια από βερίκοκα. Βουτούσαμε το ψωμί μας στο μίγμα αφού προσθέταμε λίγο ελαιόλαδο. Ήταν ένα ταπεινό γεύμα, αλλά έτσι επιβιώναμε.

Ο μισθός μου των 211 λιρών δεν ήταν αρκετός για να φροντίσω εσένα και τη μητέρα σου. Χρειαζόσουν ρούχα κι επισκέψεις στο γιατρό και παιχνίδια. Οπότε έπιασα δουλειά και στις κατασκευές για το PLO. Είχαν μεγάλες εργολαβικές εταιρείες στο Λίβανο. Πληρωνόμουν άλλες 25 λίρες τη μέρα κι έκανε μεγάλη διαφορά. Ο αδερφός σου ο Μοχάμεντ γεννήθηκε μια μέρα μετά τα γενέθλιά σου. Η Καρίμα ανησυχούσε για τ’ ότι είχε άλλο ένα στόμα να θρέψει. Δεν ήθελε να μου φορτώσει κι άλλο άγχος. Αχ, τι δώρο που είσαι, Χέμπα. Της είπα ότι τα παιδιά θα κρατήσουν την επανάστασή μας ζωντανή.

Όποτε ένιωθα αποτυχημένος που δεν μπορούσα να παρέχω μια καλή ζωή στην οικογένειά μου, η μητέρα σου, παρότι Αιγύπτια, πάντα μου ‘λεγε: «Δεν πειράζει· όλα είναι για την Παλαιστίνη και τη Χέμπα». Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, και χρειάστηκε να δουλέψει πάλι ως υπηρέτρια αν κι εγώ δεν το ήθελα. Ένα λεωφορείο έπαιρνε εσένα και τον μικρό σου αδερφό για να σας πάνε στο νηπιαγωγείο. Δεν ήταν κι άσχημα εκεί. Όλα τα παιδιά ήταν προσφυγόπουλα, που κυρίως έρχονταν απ’ το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Όταν το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο το ’82, δεν ένιωθα πια ότι ήταν ασφαλές για σένα και τον αδερφό σου. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σε φυγαδεύσω έξω απ’ τη χώρα και μέσα στη Συρία. Σας μετακίνησα τους τρεις σας βαθύτερα στη δυτική Βηρυτό όπου υπήρχαν καταφύγια για αμάχους. Η στρατιωτική ακαδημία έγινε μια στρατιωτική μονάδα από μόνη της, διοικούμενη από έναν άντρα ονόματι Τζαμπάρ. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν με το να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο φορώντας λιβανέζικα στρατιωτικά ρούχα, αλλά τους απωθήσαμε. Το PLO ήταν σκληρό αυτό τον καιρό. Απελευθερώναμε μια περιοχή και την παραδίδαμε στους Σύριους. Αλλά μετά αυτοί την έχαναν πάλι στους Ισραηλινούς, και τότε πάλι επιστρέφαμε στη μάχη και απωθούσαμε τους Ισραηλινούς. Ήταν σαν σκακιστικό παιχνίδι και ξέραμε τις κινήσεις καλά.

Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα στην ανατολική Βηρυτό εξαιτίας των Φαλαγγιτών προδοτών που συνεργάζονταν με τους Ισραηλινούς. Κάποιοι Χριστιανοί ήταν με τη μεριά μας, κι οι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί πολεμούσαν μαζί μας γιατί είμαστε όλοι αδέρφια. Όποτε χρειαζόταν να επιχειρήσουμε στην ανατολική Βηρυτό, έπρεπε να πάμε μέσα από τους υπονόμους. Το έκανα πάνω από μια φορά όταν η μονάδα μου εκτελούσε επιθέσεις εναντίον των Ισραηλινών που ήταν σταθμευμένοι στην περιοχή Αλ-Μαθάφ.

Ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε στο Λίβανο αυτές τις μέρες. Αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας εναντίον του Αραφάτ απέτυχαν, κι αρκετοί απ’ αυτούς που βοήθησαν τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν δούλευαν γι’ αυτόν. Το χωράει ο νους σου; Κάποιοι από τους συνεργάτες εκτελέστηκαν επί τόπου. Μια απ’ τις εκτελέσεις συνέβη μπροστά μου. Τον έπιασαν να επικοινωνεί με τους Ισραηλινούς αφού ένα κτίριο ανατινάχθηκε στο οποίο ο Αραφάτ είχε μυστική συνάντηση. Επέζησε από θαύμα. Κι όταν ο Αραφάτ οδηγήθηκε εσπευσμένα στο αμάξι του, το αμάξι ανατινάχθηκε μόλις μέτρα μακριά του. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι, Χέμπα, καμιά φορά ακόμα και τα αγγελικά μάτια κρύβουν το διάβολο.

Καθώς ο πόλεμος μαινόταν, σας μετακινούσα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο. Αλλά πουθενά δεν ήταν ασφαλή: σφαγές εκτελούνταν παντού και επιτίθονταν ακόμα και στα καταφύγια, καίγοντας ανθρώπους ζωντανούς σε μέρη όπου θα ‘πρεπε να είναι προστατευμένοι απ’ τον κίνδυνο. Όταν λάβαμε εντολές ν’ αποχωρήσουμε απ’ το Λίβανο, ξέραμε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ήσουν με τη μητέρα και τον αδερφό σου σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή Σαραγιά στη δυτική Βηρυτό. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα σας σας γύρισε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Αναγκάστηκα να σας εγκαταλείψω, αφού επέτρεπαν μόνο σε στελέχη του PLO να επιβιβαστούν στα πλοία. Δεν μας είπαν τον προορισμό μας και συνοδευόμασταν από πλοία του ιταλικού και του γαλλικού ναυτικού μέχρι που φτάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ιταλοί άφησαν το πλοίο μας μόνο πλησιάζαμε την σαουδική ακτή και κοντεύαμε να ξεμείνουμε από νερό. Ο καπετάνιος τηλεφώνησε τους Σαουδάραβες ακτοφύλακες και ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσουμε κοντά στην ακτή και ν’ ανεφοδιαστούμε. Του είπαν ότι αν τολμούσε να φτάσει σε σαουδικά χωρικά ύδατα, θα ανατίνασσαν εκείνον και το πλοίο του. Οπότε συνεχίσαμε νότια.

Ανησυχούσα σαν τρελός για σένα και δεν είχα ιδέα πού ήταν να σταματήσει το πλοίο μας. Το μόνο πράγμα που μου ‘δινε κάποια παρηγοριά ήταν η γνώση ότι θα σε φρόντιζε ο Λιβανέζος φίλος μου Αμπού Αλί Τζαφάρ. Εισήγαγε λαθραία όπλα και τσιγάρα για το μεροκάματό του, και μου φερόταν σαν να ‘μουν γιος του. Τον εμπιστευόμουν ολόψυχα.

Το πλοίο ήταν γεμάτο πολεμιστές, άντρες και γυναίκες που πάλεψαν για να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαφνικά έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα δίχως αίσθηση προσανατολισμού. Κάποιοι απ’ τους πολεμιστές πίστευαν πως τελικά θα μας έστελναν στην Τυνησία. Άλλοι νόμιζαν ότι προορισμός μας είναι η Αλγερία, αλλά τελικά αποβιβαστήκαμε στη Σαναά της Υεμένης, όπου χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να μας χαιρετίσουν. Νόμιζαν πως ήρθαμε απ‘ την Παλαιστίνη, όχι απ’ το Λίβανο. Υεμενικά μαχητικά κάναν κύκλους στον ουρανό για να γιορτάσουν τον ερχομό μας. Τυμπανιστές παρελαύναν καθ’ όλη τη διαδρομή ως το πλοίο και παιδιά μας ρίχνανε λουλούδια. Ο πρόεδρός τους, Αλί Αμπντούλαχ Σάλεχ, ήρθε στο πλοίο και μας αγκάλιασε. Τους είπαμε ότι ήμαστε διψασμένοι και πεινασμένοι, οπότε μας φέρανε νερό και κατ[2]. Νομίζαμε ότι τα φύλλα κατ ήταν κάποιο είδος μουλοχίγιας (φύλλα μολόχας, που τρώγονται ως φαγητό). Δεν ήξερα ότι ήταν είδος ναρκωτικού. Μπούκωσα το στόμα μου μ’ ένα μάτσο και το μάσησα. Μετά ένιωθα λες και αιωρούμουν μπρούμυτα στον αέρα.

Μέσα σε λίγες μέρες, το ηθικό ανέβηκε και πάλι. Στήσαμε ένα στρατόπεδο που φιλοξενούσε σχεδόν 2.000 μαχητές και συνεχίσαμε την εκπαίδευσή μας. Οι ανώτεροι μας είπαν ότι η εξορία μας ήταν προσωρινή, αλλά όταν μάθαμε πως οι ισραηλινές δυνάμεις μαζί με τoυς Φαλαγγίτες επιτέθηκαν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, σκοτώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ταραχθήκαμε στα έγκατα της ψυχής μας. Προτρέψαμε τους διοικητές του στρατοπέδου να επιστρέψουμε στο Λίβανο να βοηθήσουμε το λαό μας. Αφήσαμε τη χώρα με την κατανόηση ότι διεθνείς δυνάμεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των προσφύγων. Αν οι Ιταλοί ήταν παραταγμένοι εκεί, αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα ‘χαν σφαγιαστεί.

Ήμασταν οργισμένοι και νιώθαμε προδομένοι απ’ την ανόητη ηγεσία μας. Η Φατάχ έστειλε κάποιους απ’ τους αρχηγούς της να μας μεταπείσουν απ’ το να φύγουμε απ’ τη Σαναά, αλλά τους παλέψαμε και νικήσαμε. Ακόμα κι ο Αμπάς Ζακί που ήταν τότε πρέσβης του PLO στην Υεμένη ήταν σωματικά παραδομένος. Του φωνάζαμε: «Τα παιδιά μας σφάζονται, οι γυναίκες μας βιάζονται και ακρωτηριάζονται, και μας ζητάτε να κάνουμε υπομονή». Ήταν όλοι τους σκουπίδια. Όποτε σκέφτομαι αυτή τη μέρα, το αίμα μου βράζει. Ο πόλεμος ξέσπασε με τη δολοφονία των παιδιών μας στο Ταλ Αλ-Ζατάρ, και τέλειωσε με τη σφαγή των οικογενειών μας στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Τελικά μας έδωσαν από χίλια δολάρια στον καθένα, μας αγόρασαν εισιτήρια και μας έστειλαν στη Συρία. Πάνω από εκατό από μας είχαν επιλέξει ν’ αφήσουν την Υεμένη. Όταν φθάσαμε στη Δαμασκό, η συριακή ασφάλεια μας κράτησε στο αεροδρόμιο. Ήταν μια Τρίτη και μας είπαν: «Θα σταλείτε πίσω στην Υεμένη την Τετάρτη». Μας έβαλαν στη φυλακή του αεροδρομίου. Είχα μια μικρή τηλεόραση και την πούλησα σε κάποιον στο κρατητήριο. Είπα στο φρουρό ότι ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα. Μ’ άφησε έξω. Τη στιγμή που αποσπάστηκε η προσοχή του, δραπέτευσα. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στο αεροδρόμιο οπότε δεν είχε καμιά πιθανότητα να με πιάσει. Ήθελα να πάω πίσω στο Λίβανο και να σε βρω. Άξιζε το ρίσκο. Πήρα ένα ταξί ως το κέντρο της Δαμασκού, μετά άλλο ένα στη λίμνη Ζαρζάρ, όχι πολύ μακριά απ’ τα λιβανέζικα σύνορα. Μετά διέσχισα τα σύνορα στη Χαλούα όπου Παλαιστίνιοι πολεμιστές παρέμεναν κι είχαν ένα σημείο ελέγχου στη λιβανέζικη μεριά. Με οδήγησαν στη δυτική κοιλάδα Μπίκα.

Αυτές τις μέρες ήταν δύσκολο να πλοηγηθείς στο Λίβανο. Υπήρχαν πάρα πολλές σέχτες και πάρα πολλές μάχες. Αναμενόμενο το Ισραήλ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μας. Το Αλ-Μπίκα ήταν χωρισμένο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Πήγα στην σουνίτικη περιοχή, αλλά δεν μπορούσα να πάω παραπέρα γιατί οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά. Γνώρισα ένα Βεδουίνο από το Άραμπ Αλ-Φαόρ που μας πουλούσε πορτοκάλια. Του έδωσα λεφτά και μου υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ και θα σ’ έβρισκε. Κατακλύστηκα από ανακούφιση όταν γύρισε και μου είπε πως ήσαστε όλες ζωντανές. Περίμενα για μέρες σ’ ένα πανδοχείο, αλλά η μητέρα σου δεν εμφανίστηκε. Ως τότε είχα ξοδέψει 600 δολάρια κι είχαν απομείνει μόνο άλλα 400.

Όσο ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, άκουσα τη φωνή της στο χώρο στάθμευσης. Έτρεξα έξω στο δρόμο και μόνο όταν ήμουν πια έξω αντιλήφθηκα ότι φορούσα μόνο το εσώρουχό μου. Ήσουν πέντε κι ο Μοχάμεντ δυόμισι χρόνων. Σας αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη, και κλάψαμε όλοι μαζί. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ το Θεό πέρα απ’ το να ‘σαι με την οικογένειά σου; Και τη γυναίκα που σε ολοκληρώνει.

Η μητέρα σου ήταν πολύ έξυπνη. Πούλησε το μικρό μας σπίτι στον καταυλισμό μαζί με λίγα έπιπλα που είχαμε. Έβγαλε συνολικά 14.000 λίρες, τις οποίες έραψε στο εσωτερικό του σακακιού σου σε περίπτωση που Φαλαγγίτες κλέφτες έψαχναν τα ρούχα σας. Τα λίγα κομμάτια χρυσού που είχε ήταν κρυμμένα μέσα στις πάνες του Μοχάμεντ. Ο θείος στην Τρίπολη με βοήθησε να βγάλω χαρτιά που πιστοποιούσαν πως εγώ κι η μητέρα σου ήμαστε αγωνιστές για την ελευθερία κι ότι ήμαστε σε διακοπές. Μας οδήγησε πίσω στο Αλ-Μπίκα κι από κει πήγαμε στη Συρία μέσω της Χαλούα. Με πονούσε που τον άφηνα στο Λίβανο, αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω την ασφάλειά σας μακριά απ’ αυτή την κόλαση. Νόμιζα πως η Συρία θα είναι ασφαλής. Φαινόταν πως υπήρχε κάποια σταθερότητα εκεί όσο κανείς δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν κακολογούσε το καθεστώς. Δεν είχα ιδέα ότι θα ξεσπούσε κι εκεί κάποια μέρα πόλεμος ακόμα χειρότερος απ’ του Λιβάνου. Πού έπρεπε να σ’ έχω πάει, Χέμπα; Συγχώρεσέ με που δεν πρόβλεψα την προέλαση αυτού του εφιάλτη.

Μόλις φτάσαμε στη Συρία, είπα στον οδηγό να μας πάει στο Ντερά όπου η γυναίκα και τα παιδιά του θείου σου μέναν. Ο γιος του, Αμπντέλ Αζίζ, ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτισε. Μείναμε με τη γυναίκα του θείου σου για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα αγοράσαμε κουβέρτες και μαξιλάρια, και λίγα είδη για την κουζίνα, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον καταυλισμό. Ήταν ωραία να είμαστε σαν μια πραγματική οικογένεια. Έμεινα μαζί σου για δυο μήνες, μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Υεμένη. Πρώτα, παρουσιάστηκα στη Στρατιωτική Διοίκηση της Φατάχ στη Δαμασκό και με όρισαν να υπηρετήσω στο Άντεν, όχι στη Σαναά. Ήταν το 1983, κι έπρεπε να σας αποχαιρετήσω γι’ άλλη μια φορά. Για ενάμιση χρόνο έμενα σ’ ένα αντίσκηνο. Οι υποχρεώσεις μου περιλάμβαναν την επίβλεψη των εφοδίων όπου πάνω από 1.500 μαχητές εκπαιδεύονταν και ζούσαν υπό την ηγεσία του Αμπού Αλ-Αμπέντ Χατάμπ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι πολλά να τα συλλάβεις. Φοβάμαι ότι θα ‘χω λίγα να σου αφήσω όταν πεθάνω. Δεν έχω λεφτά και τα λίγα πράγματα στο τροχόσπιτό μου είναι δωρεές από μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση, είμαι σίγουρος πως όταν πια φύγω, κατά πάσα πιθανότητα θα τα δωρίσουν σε κάποιον άλλο. Αλλά σου αφήνω τις ιστορίες μου. Δεν προσπαθώ να με παρουσιάσω ως ήρωα, μόνο να σου δώσω μια ειλικρινή αναφορά του τι μου συνέβη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι καλός άνθρωπος, και θέλω να λες στα παιδιά σου «ο παππούς Αλί αγωνίστηκε για την Παλαιστίνη». Δεν με πειράζει να τους πεις ότι πέθανα φτωχός. Το χρήμα είναι άψυχο, και ποτέ δεν είχε σημασία για μένα. Αν είχε, η ζωή μου θα ‘ταν διαφορετική. Είναι σημαντικό να μη με νομίζουν ως έναν που έζησε δειλός. Δεν είμαι. Ξέρω ότι εγκατέλειψα την οικογένειά μου όταν ήμουν έφηβος επειδή φοβόμουν, αλλά ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς κι ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός να με φροντίσει. Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Η παναθεματισμένη τύχη μου κι οι περιστάσεις ήταν έξω απ’ τον έλεγχό μου και με εξώθησαν σε μέρη που ποτέ δεν ήθελα να πάω. Μάλιστα, αυτές οι περιστάσεις σχεδόν μ’ ανάγκασαν να παλέψω εναντίον του αδερφού μου μετά τη διάσπαση της Φατάχ. Αρνήθηκα. Τους είπα: «Έφυγα απ’ την Παλαιστίνη για να πολεμήσω το Ισραήλ, και βρέθηκα να παλεύω με Άραβες. Αλλά δεν θα χύσω το αίμα του αδερφού μου». Πάντα να προστατεύεις την οικογένειά σου, Χέμπα. Και βεβαιώσου ότι και τα παιδιά σου το καταλαβαίνουν αυτό.

Βλέπεις, η διάσπαση μεταξύ αδερφών ξεκίνησε όταν ο Συνταγματάρχης Αμπού Μούσα ηγήθηκε μιας ανταρσίας εναντίον του Αραφάτ το ’83. Βοηθήθηκε από μερικούς άλλους όπως ο Μούσα Αλ-Ιμλέ, που τον λέγαμε Αμπού Χαλέντ, και τον Νιμρ Σαλέ. Ο τελευταίος ήταν στη Δαμασκό, μιας κι οι Σύριοι ήταν επίσης αναμειγμένοι. Ο Αραφάτ υποψιαζόταν ότι οι Λίβυοι υποστήριζαν τους υποκινητές. Ο Αμπού Μούσα κι άλλοι αξιωματικοί είχαν μπουχτίσει με τη διαφθορά του Αραφάτ, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν. Έλεγαν ότι είχε επαφή με τους Αμερικάνους κι ότι είχε ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το Ισραήλ μέσω Ισραηλινών Εβραίων που αυτοπαρουσιάζονταν ως ειρηνοποιοί. Πράγματι, πολλοί στη Φατάχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες μετά το ’82. Η ηγεσία της Φατάχ συμφώνησε να διασπείρει τους πολεμιστές της στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κι έτσι δεν είχε μείνει κανείς να υπερασπιστεί τους πρόσφυγες στο Λίβανο. Μόνο διεφθαρμένοι αξιωματικοί μείναν επικεφαλής στην κοιλάδα Αλ-Μπίκα. Αντιπαθούσα τον συνταγματάρχη Χατζ Ισμαήλ γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος που εγκατέλειψε το πόστο του ως διοικητής του νότιου Λιβάνου γίνεται να ξαναδιοριστεί ως ανώτατος διοικητής στην Αλ-Μπίκα και το νότο.

Νομίζαμε, εντάξει, θα έχει το λόγο του ο Αραφάτ. Πάντα τον είχε. Κρατούσε τους εχθρούς του πιο κοντά απ’ τους φίλους του. Αλλά ο Αμπού Μούσα διαφωνούσε. Ήταν σκληρός πολεμιστής, αυτός ο Αμπού Μούσα. Ο Αραφάτ κάλεσε τους υποκινητές να υποβληθούν σε έρευνα και αρμόζουσα τιμωρία, αλλά αυτοί δεν παραδόθηκαν κι ακολούθησε πόλεμος. Στο Λίβανο, αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του PLO. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από την Τρίπολη ως την Αλ-Μπίκα. Αναμείχθηκαν κι οι Σύριοι και η υπόθεση έκλεισε καταστροφικά. Συνάντησα τον Αμπού Μούσα στην Ιορδανία. Αγαπούσε τον Αραφάτ μέχρι που η πίστη του σ’ αυτόν κλονίστηκε. Ο Αμπού Μούσα καταγόταν από τον Αλ-Χαλίλ. Οι Χαλιλιανοί φημίζονται για την ξεροκεφαλιά τους, σαν τους Γαζίτες και τους Βεδουίνους. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν στη Συρία για σύντομες διακοπές απ’ το πόστο μου στην Υεμένη, και μετακινήθηκα στην Αλ-Μπίκα να πολεμήσω όταν ανακάλυψα ότι ο αδερφός μου, ο Μοχάμεντ, ήταν με τους αντάρτες. Υπήρχαν λίγες μάχες μεταξύ των Παλαιστινίων, αλλά πολεμούσαμε τους Σύριους. Τους είπα: «Ο αδερφός μου είναι με τον Αμπού Μούσα, σας παρακαλώ απαλλάξτε με απ’ αυτή τη μάχη». Μετά μετακινήθηκα στην Τρίπολη. Η Φατάχ έχασε κι Αμπού Μάσα παρέμεινε στην Τρίπολη κι αργότερα ξεκίνησε ένα παρακλάδι, που ονόμασε Φατάχ Αλ-Ιντιφάντα. Πλοία μας πήραν μακριά απ’ το Λίβανο γι’ άλλη μια φορά.

Το πλοίο μου πήγε στην Κύπρο. Από κει μας στείλαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο και πετάξαμε προς Βαγδάτη σε ιρακινά αεροπλάνα. Με τοποθέτησαν στη βάση μου στο στρατόπεδο «Επαναστατικού Συμβουλίου», υπό τη διοίκηση του Σαμπρί Αλ-Μπάνα. Το ’85 με κατέτρωγε η ανησυχία. Σκεφτόμουν, οι Ιρακινοί είναι καλοί σε μας, αλλά ούτε πάλευα για την Παλαιστίνη ούτε ήμουν κοντά στα παιδιά μου. Οπότε πήρα ένα ταξί προς μια περιοχή της Βαγδάτης που λέγεται Αλαουγί, κι από κει ένα λεωφορείο για τα σύνορα της Συρίας. Είχα 500 αμερικάνικα δολάρια και 200 ιρακινά δινάρια. Έφτασα ένα φράγμα από άμμο και περπάτησα ως το Μποκαμάλ. Αντάλλαξα κάποια λεφτά και πήρα ένα λεωφορείο για τη Δαμασκό, και λίγες ώρες αργότερα ήμουν σπίτι. Ήσουν δεκάξι τότε. Είχες τόσα πολλά που ‘θελες να μου πεις κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ‘θελα να σου πω. Σου είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο και το πρωί θα σε πάω στην αγορά και θα σου πάρω καινούρια ρούχα». Αλλά οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήρθαν τη νύχτα. Ήμουν εγκλωβισμένος. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από άνδρες μ’ αυτά τα κουστούμια που φοράνε. Μπορείς να τους εντοπίσεις από ένα μίλι μακριά. Ήταν πάνω από σαράντα από δαύτους κι αρκετά στρατιωτικά οχήματα. Είπαν: «Είσαι ο Σαντάντ Αμπού Μοχάμεντ;». Απάντησα «Ναι». Μου πέρασαν αλυσίδες και με πήγαν στην παλαιστινιακή πτέρυγα της φυλακής στο Μεζέ που είναι η έδρα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ήταν λες κι όλοι οι φτωχοί του κόσμου παστώθηκαν σε ατέλειωτες σειρών υπόγειων κελιών. Το φαΐ ήταν λίγο, καθόλου τσιγάρα και καμιά ελπίδα για οποιαδήποτε συμπόνια.

Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν να στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας ένα τοίχο για ώρες. Απαίτησαν να ομολογήσω ότι είμαι Ιρακινός κατάσκοπος. Αρνήθηκα ότι έχω πάει ποτέ στο Ιράκ, θα με σκότωναν ούτως ή άλλως. Τους είπα: «Είμαι αγωνιστής για την ελευθερία και δεν με αφορά η διαμάχη σας με τους Ιρακινούς», ότι δεν ήταν δική μου μάχη. Μου είπαν ότι είμαι αντιδραστικός, κι έκαψαν την πλάτη μου με τσιγάρα. Τα σημάδια παραμένουν στο σώμα μου. Μετά έβαλαν ηλεκτρικά καλώδια στο δέρμα μου, βάζοντας ρεύμα να διαπερνά το σώμα μου. Με βασάνιζαν για μέρες και μετά με πέταξαν σ’ ένα κελί, τρία επί τρία μέτρα, με άλλους εβδομήντα πέντε ανθρώπους. Ξέρω ότι ακούγεται αδύνατο, αλλά είναι η αλήθεια. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι στέκονταν κόντρα στον τοίχο και στις γωνίες, και κάποιοι κοιμούνταν κολλητά ο ένας στα πλάγια του άλλου, αγκαλιάζοντας τα πόδια τους για να κερδίσουν χώρο. Αυτό και μόνο ήταν αρκετά μαρτυρικό ώστε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Το να φάμε ήταν επίσης περίπλοκο. Τρώγαμε μόνο πλιγούρι και φακές ανάμικτες με χαλίκια, χώμα κι έντομα. Έχοντας επιζήσει από τόσα περιστατικά που μ’ έφεραν κοντά στο θάνατο, δεν ήθελα ένα θάνατο από πνιγμό. Ήμουν εκεί για δυο χρόνια.

Δεν είχα υπόψιν μου μέχρι ένα χρόνο μετά ότι ο αδερφός σου, Αχμάντ, γεννήθηκε το ’86. Ήμουν στο κελί μου κι η μητέρα σου δε λάμβανε καμιά πληροφορία για μένα. Ήθελα να προσευχηθώ με το σωστό τρόπο, αλλά οι Σύριοι δεν μας άφηναν. Έγινα καλός φίλος εκεί με τον δρ. Αμπντουλά, ένα αναισθησιολόγο που προσευχόταν πολύ. Οι πράκτορες τον κατηγορούσαν ότι ήταν εξτρεμιστής. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και μας φρόντιζε όλους. Δεν είχε φάρμακα να βοηθήσει τους φυλακισμένους όταν αρρώσταιναν, οπότε μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Πολλοί πέθαναν εκεί, αλλά κυρίως ήταν κατά τα βασανιστήρια. Αυτός βασανίστηκε αλλά το άντεχε. Δύο απ’ τους φίλους του πέθαναν. Έφυγα το ’87 κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Αναρωτιέμαι αν βγήκε ζωντανός. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους κρατούμενους ήταν φουκαράδες που κατέληξαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Τελικά ελευθερώθηκα, με παρέδωσαν στο Τμήμα Μετανάστευσης και Διαβατηρίων και με απέλασαν στο Λίβανο μ’ ένα αστυνομικό αμάξι. Με πέταξαν στα σύνορα. Περπάτησα πίσω στη Συρία μέσω της Χαλούα και των βουνών, και μετά πήρα ένα ταξί για τη Δαμασκό. Εκεί αγόρασα μια πλαστή ταυτότητα, και μου ‘δωσα τ’ όνομα Ατιέ Αμπντάλα αλ-Ζουμπί. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε δω, κι επισκεπτόμουν μόνο αργά τη νύχτα. Συνέχισα έτσι από το ’87 ως το ’92, βλέποντας εσένα και τους αδερφούς σου περιστασιακά και μυστικά. Κοιμόσουν τις περισσότερες φορές. Σου φιλούσα το μέτωπο, και καμιά φορά ξυπνούσες και τρώγαμε ένα σνακ μαζί και μιλούσαμε. Πόσο μου λείπει αυτό. Μετά γεννήθηκε ο Μαχμούντ. Δεν μπορούσα να πω ανοιχτά σε κανέναν ότι είχα αποκτήσει ακόμα ένα αγοράκι από φόβο μην τυχόν με πιάσουν. Του αγόραζα δώρα και ρούχα και παιχνίδια κι έδωσα στη μητέρα σου όλα τα λεφτά που είχα εξοικονομήσει δουλεύοντας ως εργάτης στην οικοδομή, και μετά έφευγα πάλι. Κάπως οι πράκτορες μάθαν ότι ζούσα κρυφά στη Συρία κι έκαναν πάλι έφοδο στο σπίτι. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σε δω αυτό τον καιρό, ή να βρω δουλειά. Ήμουν σαν φυλακισμένος χωρίς φυλακή. Κρυβόμουν σε σπίτια φίλων και ζούσα με μια ψεύτικη ταυτότητα ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου έστω και για λίγα λεπτά κάθε τόσο. Μου ήταν προφανές ότι δεν ήσαστε χαρούμενοι μ’ αυτή την κατάσταση. Σπάραζε η καρδιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η ζωή στο Λίβανο θα ήταν κόλαση για σας, όπως ήταν για όλους τους πρόσφυγες. Κι αν πήγαινα μόνος μου στο Λίβανο, δε θα σας ξανάβλεπα. Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις, παιδί μου, ξέρω ότι αυτή δεν είναι ιδανική ζωή για μια οικογένεια. Σε ονόμασα Χέμπα γιατί είσαι το δώρο μου απ’ τους ουρανούς, κι είχα ανάγκη να είμαι κοντά να φροντίσω τη μικρή μου πριγκίπισσα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα σ’ όλους σας.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Μια ομάδα νέων Παλαιστίνιων ανδρών έβαλαν τις πληροφορίες μου και τη φωτογραφία μου σ’ αυτό το Facebook. Μου ‘παν ότι θα ‘καναν ό,τι μπορούσαν για να με βοηθήσουν. Έβαλαν μια έκκληση σε βίντεο από μένα, ζητώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες για την οικογένεια μου να έρθει σ’ επαφή. Η ελπίδα με κρατάει ζωντανό. Ελπίζω ν’ ακούσω από σένα σύντομα. Όποτε σκέφτομαι ότι δεν σ’ έχω δει όλ’ αυτά τα χρόνια, η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Δεν ποτέ αυτό το πλάνο. Ο Θεός μου ‘δωσε ένα δώρο κι εγώ το σπατάλησα. Αλλά όταν αναγκάστηκα να κρυφτώ και ξέμεινα από χρήματα για την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Σκέφτηκα, αν πάω πίσω στο στρατόπεδο στο Ιράκ, θα ‘πρεπε να μπορώ να εκταμιεύσω όλα τα αναδρομικά μου. Έφυγα κρυφά απ’ τη Συρία μέσω του Μποκαμάλ και πήγα πίσω στο παλιό μου στρατόπεδο. Ο Αμπντουλά Αμπντουλά ήταν επικεφαλής. Μου είπε: «Δε σου χρωστάμε τίποτα». Είπε ότι μια Παλαιστινιακή Αρχή που έτρεχε τα πράγματα και το PLO δεν είχε χρήματα. Αλλά μου ‘δωσε ένα μηνιάτικο και ταξιδιωτικά έγγραφα που έλεγαν «Παλαιστινιακή Αρχή» πάνω τους. Ήταν άχρηστο βέβαια για μένα. Απλά ήθελα λεφτά για τα παιδιά μου και να συνεχίσω την πάλη μου για την Παλαιστίνη.

Τότε σκέφτηκα, η υγεία μου με εγκαταλείπει και δε θέλω να πεθάνω προτού εκπληρώσω το χρέος μου να προσκυνήσω στη Μέκκα. Μπήκα κρυφά στη Σαουδική Αραβία, αλλά μ’ έπιασε η αστυνομία μετά από περπάτημα δύο χιλιομέτρων. Τους ικέτεψα: «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να προσκυνήσω», αλλά αρνήθηκαν. Μου είπαν: «Να σε βοηθήσει ο Σαντάμ Χουσεΐν». Μου δώσαν 150 ριάλες και μ’ έστειλαν στο Μποκαμάλ. Διέσχισα άλλο ένα αμμοφράγμα και βρέθηκα πίσω στη Ντεράα. Χρησιμοποίησα πάλι την πλαστή μου ταυτότητα, δουλεύοντας στις οικοδομές για τρία χρόνια για έναν άντρα της οικογένειας αλ-Χαρίρι, όχι της λιβανέζικης, αλλά της συριακής. Είχαν τόσα πολλά λεφτά, αλλά το μόνο που ‘θελα ήταν αρκετά για να στείλω στη μητέρα σου ώστε να σου αγοράσει αξιοπρεπές φαγητό και ρούχα.

Τότε οι πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών με ξανασυνέλαβαν. Το ήξερα ότι θα γινόταν. Ήμουν τυχερός που είχα μείνει ελεύθερος ως το 2004. «Γιατί επέστρεψες αφού σε στείλαμε στο Λίβανο;» με ρωτήσαν. «Επέστρεψα για τα παιδιά μου», τους απάντησα. Με στείλαν στο δικαστήριο και με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να εισέλθω λαθραία στο Ισραήλ. Με κρατούσαν σ’ ένα μικρό υπόγειο κελί για οχτώ μακρά χρόνια. Ήταν το δωμάτιο νούμερο εννιά. Ήμουν εκεί με ογδόντα άτομα. Η μητέρα σου ποτέ δεν το ‘μαθε αυτό. Ποτέ δεν ξαναείδα ούτε κείνη ούτε σένα μετά απ’ αυτό.

Σύντομα μάθαμε ότι ξέσπασε ένας πόλεμος στη Συρία. Προσευχήθηκα στο Θεό ο πόλεμος να φτάσει ως τη φυλακή μας, ώστε να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να σε σώσω και να σε πάω σ’ ένα ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στη φυλακή, κι ο αριθμός των φυλακισμένων συνέχιζε να μεγαλώνει. Πολλοί πέθαιναν κι απ’ τα βασανιστήρια. Κανείς δεν θα πίστευε τα πράγματα που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.

Σε σκεφτόμουν για οχτώ χρόνια. Στην αρχή, προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Μετά συνειδητοποίησα πως όλοι οι άντρες κλαίγαν, οπότε έκλαψα κι εγώ φανερά μαζί τους. Ήταν λυτρωτικό το να βγάλουμε αυτό τον πόνο προς τα έξω. Ελπίζω να έχεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να κλάψεις, Χέμπα. Το 2012 με βγάλαν απ’ τη φυλακή ένα σκιάχτρο. Οι Σύριοι με πέταξαν γι’ άλλη μια φορά στο Λίβανο. Ένας Λιβανέζος αξιωματικός ευγενικά μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες και με πήγε στη Σατίλα. Ήταν αργά τη νύχτα και κρύωνα τόσο πολύ. Κοιμήθηκα σ’ ένα κάρο με λαχανικά στην παλιά αγορά. Το πρωί, έψαξα τους παλιούς μου φίλους, μα δε μπόρεσα να τους βρω. Πήγα στο γραφείο της Φατάχ στο Μαρ Ιλίας και βρήκα τον Αμπού Σαμίρ Αφάς. Μου είπε «οι φίλοι σου είτε πέθαναν στον πόλεμο είτε φύγαν απ’ το Λίβανο». Η παλαιστινιακή πρεσβεία μου ‘δωσε 300 αμερικάνικα δολάρια τα οποία έστειλα σε σένα μ’ ένα οδηγό λεωφορείου. Τα πήρες; Ελπίζω να ήταν έντιμος άνθρωπος.

Ο Αμπού Σαμίρ μου ‘πε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αμάξι του σε μια περιοχή ονόματι Ντάχρ Αλ-Μπαϊντάρ, που ήταν υπό τον έλεγχο του Αμπού Μούσα. Ήταν στην περιοχή Αλ-Μπίκα. Τρία απ’ τα παιδιά του, ο Αμπντέλ Αζίζ, η Ιτάφ κι ο Φακίρ, πέθαναν μαζί του στο αμάξι. Η Ατέφ κι ο Ταλάτ επιβίωσαν, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν επέζησαν του πολέμου. Πραγματικά ελπίζω ότι τα 300 δολάρια έφτασαν σε σένα, Χέμπα. Ήταν ό,τι είχα. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πάντα να βάζεις κάποια χρήματα στην άκρη. Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς.

Έμεινα στο Λίβανο για δυο χρόνια, ως το 2014. Με πλήρωναν 100 δολάρια το μήνα. Ξέρω ότι ήταν ελεημοσύνη, αλλά τουλάχιστον με σέβονταν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια στολή και να μου αναθέσουν χρέη φύλακα στα γραφεία της Φατάχ στο Έιν Αλ-Χιλγουέ. Τότε η λιβανέζικη αστυνομία με συνέλαβε καθώς περπατούσα στην Αλ-Χάμρα στη Βηρυτό. Τους είπα ότι είχα χαρτιά και δούλευα για τη Φατάχ, αλλά με απέλασαν στην Αίγυπτο πάραυτα. Οι Αιγύπτιοι με κράτησαν στο αεροδρόμιο και με απέλασαν μαζί με άλλους στη Γάζα με τρία λεωφορεία. Ήμαστε 150, ο καθένας με μια ιστορία πιο πολύπλοκη από την επόμενη. Μου θύμισε τον καιρό που ξεγλίστρησα απ’ τη Συρία στο Ιράκ με μια ομάδα εθελοντών μαχητών το 2003. Ήμαστε περίπου ο ίδιος αριθμός ατόμων, αλλά πήγαμε εκεί πέρα με τέσσερα λεωφορεία. Πήγαμε να πολεμήσουμε τους Αμερικάνους που μαζί με το Ισραήλ είναι η πηγή των δεινών μας – αυτοί ήταν τότε και παραμένουν ως σήμερα. Ένα αμερικάνικο αεροπλάνο ανατίναξε ένα απ’ τα λεωφορεία κι όλοι οι νέοι μέσα του πέθαναν. Ήταν Σύριοι και Παλαιστίνιοι. Φτάσαμε στο Ουμ Κασρ και πολεμήσαμε τους Αμερικάνους για λίγους μήνες. Οι πιο πολλοί απ’ την ομάδα μας τελικά πέθαναν: ο Μοχάμεντ Σόμπι, κι ο Ζιάντ, κι ο νεαρός από την οικογένεια Μασαλμέ, κι αυτός από τη φυλή Άμπα Ζαΐντ, κι απ’ τη Σαφούρι… Η ιρακινή αντίσταση μου ‘πε: «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου». Και το έκανα.

Δεν το μετανιώνω. Όταν μπαίνω στη μάχη, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτούς που έχω ορκιστεί να προστατέψω, αλλά αυτό το ταξίδι στη Γάζα μέσα από την έρημο Σινά ήταν διαφορετικό. Ήταν γεμάτο ντροπή για μένα. Ένιωσα ότι ήταν η τελική μου ήττα. Οι Αιγύπτιοι ήταν αγενείς απέναντί μας, και βρίζαν τις γυναίκες και τους άντρες μαζί. Όταν διέσχισα τα σύνορα στη Γάζα, γονάτισα κι έκλαψα. Ζήτησα συγχώρεση απ’ το Θεό. Πήγα ν’ αναζητήσω την οικογένειά μου, αλλά κανείς δεν ζούσε. Υπήρχαν μόνο μακρινοί συγγενείς που δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Τους είπα: «Είμαι ένας αγωνιστής για την ελευθερία». Με σεβάστηκαν όταν το είπα, αλλά δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τις ιστορίες που τους έλεγα. Μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση μου έδωσε ένα παλιό τροχόσπιτο όπου μένω ακόμα, περιμένοντας ν’ ακούσω νέα σου. Αν ποτέ τα καταφέρεις ως εδώ, θα βρω μια δουλειά και θα σου νοικιάσω ένα μεγάλο σπίτι. Θα επανορθώσω για το χαμένο χρόνο. Έμαθα ότι ο χρόνος δεν είναι πάντα με το μέρος μας, αγαπημένη Χέμπα. Σε παρακαλώ να τον αξιοποιείς καλά.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Πήγα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού σήμερα να ρωτήσω αν είχαν ακούσει τίποτα για σένα και τους αδερφούς σου. Φάνηκαν να χάνουν την υπομονή τους με μένα, αλλά μετά μου φέραν τσάι και μπισκότα και μου ζήτησαν να περιμένω. Μετά από δυο ώρες, μια νεαρή γραμματέας μου ‘πε ότι δεν είχαν καμία νεότερη πληροφορία, αλλά με ξαναφωτογράφησαν για ν’ ανανεώσουν το προφίλ μου. Η όψη μου σήμερα ίσως σε ξαφνιάσει, Χέμπα. Τα μαλλιά μου είναι λευκά, λείπουν τα πιο πολλά απ’ τα δόντια μου και τα γένια μου είναι μακριά κι αχτένιστα. Αν δεις τη φωτογραφία μου, σε παρακαλώ μη λυπηθείς ή σοκαριστείς. Μόλις ακούσω από σένα, και ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα κουρευτώ και θα κόψω τα γένια μου. Θα αγοράσω καινούρια ρούχα αν μου φτάσουν τα χρήματα. Θα ‘σαι περήφανη να περπατάς δίπλα μου. Βεβαιώσου ότι κανείς δεν σου συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό, αγαπημένη Χέμπα. Σου αξίζει κάποιος που σου φέρεται ευγενικά.

Χέμπα αγάπη μου, προσεύχομαι συνέχεια πλέον. Το καλοκαίρι κάθομαι έξω απ’ το τροχόσπιτο σε μια πλαστική καρέκλα και σε περιμένω. Είναι χειμώνας τώρα. Η μικρή μου σόμπα χάλασε κι η οροφή του τροχόσπιτου έχει τρύπες που μπάζουν νερά στο πάτωμα. Ένας νεαρός μου ‘πε ότι θα ερχόταν να τις φτιάξει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι είναι απασχολημένος. Ίσως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα για να επισκευάσει. Μαζεύω το νερό της βροχής σ’ ένα δοχείο, κι όταν ξεμένω από νερό χρησιμοποιώ της βροχής για να πλυθώ πριν την προσευχή. Εύχομαι να είσαι ασφαλής. Εύχομαι αν δεν ξανακούσω ποτέ μου από σένα ή δε σε ξαναδώ, να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή μακριά απ’ τον πόλεμο· να μην τραυματιστείς ποτέ και να έχεις πάντα ένα σπίτι. Αν δεν μπορείς να έρθεις πίσω στην Παλαιστίνη, μακάρι η Παλαιστίνη να ‘ναι πάντα στην καρδιά σου, όπως είναι στη δική μου.

Χέμπα, μου λείπεις. Είμαι μόνος και φοβάμαι. Σε παρακαλώ πες μου πως είσαι εντάξει. Μόνο ένα γράμμα, μια γραμμή, μια λέξη ακόμα, ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.

Ο πατέρας σου που σ’ αγαπά,

Γάζα, Παλαιστίνη

 

[1] Μαχητές που θυσιάζονται ή πολίτες που σκοτώνονται στο συνεχή αγώνα για απελευθέρωση της Παλαιστίνης

[2] Φυτό που περιέχει διεγερτικό που επάγει κοινωνικότητα, ενθουσιασμό, απώλεια όρεξης και ήπια ευφορία

Γράμματα στη Χέμπα | Α’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Αγαπημένη μου,

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ είδα. Ο χρόνος περνά τόσο αργά τώρα. Είσαι η παντοτινή πυξίδα που οδηγεί τις σκέψεις μου. Προσεύχομαι στο Θεό ότι αυτά τα γράμματα θα φτάσουν σε σένα ενόσω ζω. Αλλά αν είναι της μοίρας μου να μη ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου ποτέ, θα αποχωρήσω απ’ αυτό τον κόσμο ξέροντας στην καρδιά μου ότι τα ονόματά σας ήταν οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισαν τα χείλη μου. Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει για τ’ αμαρτήματά μου. Μονάχα Εκείνος μπορεί να καταλάβει γιατί ένιωσα υποχρεωμένος να κάνω τις επιλογές που έκανα στη ζωή μου, για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας μου. Αυτή είναι η μοναδική μου αλήθεια. Διάδωσέ την και στα αδέρφια σου, κι αν κάνεις παιδιά, που το εύχομαι, σε παρακαλώ πες τους για μένα. Πες τους ότι ο Αλί Αμπουμγκασίμπ ήταν ένας καλός άνθρωπος. Πες τους ότι γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν είχε χώρο για φτωχούς ή περιπλανόμενους σαν κι εμένα. Αλλά πες τους κι ότι αντιπάλεψα τους δαίμονες αυτής της γης μ’ όλη μου τη δύναμη μέχρι την τελευταία μου μέρα.

Χέμπα, προσπάθησα στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου να σε προστατέψω απ’ όλα κακά. Με είδες στην ακμή μου, σαν ένα πολεμιστή με τη στρατιωτική μου στολή, αλλά και σαν ένα συντετριμμένο άνθρωπο που δούλευε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ως χειρώνακτας. Η τσέπη μου έκρυβε το μυστικό ενός ψεύτικου ονόματος σε μια πλαστή ταυτότητα. Παράλληλα, πάλευα για σένα. Και πραγματικά πίστευα ότι μπορούσαμε να νικήσουμε, καιρό φαντασιωνόμουν το τελευταίο μας ταξίδι στην Παλαιστίνη μόλις απελευθερωνόταν. Σε φαντάστηκα να φοράς το θάουμπ[1] που σου αγόρασα από το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, κεντημένο στα χρώματα της σημαίας. Φαντάστηκα τον Άχμαντ ως ένα πολεμιστή επίσης, φορώντας μια χακί στολή, στολισμένη με ασπρόμαυρη καφίγια. Σ’ αυτή τη φαντασίωση, ήμουν γέρος, αλλά αρκετά δυνατός για να θυμάμαι τα πάντα ξεκάθαρα. Θα σε οδηγούσα μέσα απ’ το χωριό μας στην Γουάντι Αλ-Σαλαλά στην Μπιρ Αλ-Σάμπα. «Εδώ είναι που ο παππούς σου, Αγίς, ερωτεύτηκε την γιαγιά σου, Χάμντα,» θα σου ‘λεγα, κι εσύ θα γελούσες και θα επέμενες να σου πω την ιστορία ξανά. Και ήθελες να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια, από το χρώμα τ’ ουρανού ως τα λουλούδια που ανθούσαν. Ήταν κι αυτός φτωχός, Βεδουίνος σαν κι εμένα. Και σαν κι εμένα, ήταν κοντός, σκούρος και ρυτιδιασμένος. Αλλά σ’ αντίθεση μ’ εμένα, είχε λίγη υπομονή. Η ζωή του ήταν πάντα σκληρή κι όταν τον διώξαν απ’ το χωριό του, αυτό το μικρό κομμάτι γης που λέγαμε Αλ-Τουρ αλ-Αμπιάντ, έχασε τα λογικά του. Έχασε τα πάντα.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα για κείνον, Χέμπα. Αλλά άφησα αυτόν και τη μητέρα μου όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε. Οι ζωές μας μετά τη Νάκμπα ήταν χειρότερες απ’ των φτωχότερων προσφύγων. Ο πατέρας μου, ο περήφανος Βεδουίνος του Μπιρ Αλ-Σάμπα, έγινε ο βοσκός των προβάτων ενός φεουδάρχη ονόματι Μοχάμεντ Αλ-Μπασαΐρε. Μόνο στην οικογένεια του ανήκε περισσότερη γη στη Νότια Παλαιστίνη απ’ όλους τους πρόσφυγες μαζί. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Γάζα το ’48, και μεμιάς γίναν άστεγοι και πένητες. Η μάχη τους ήταν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και την ατέρμονη αναζήτηση για το δικαίωμα επιστροφής τους. Θυμάμαι να τον βλέπω με μια μακριά μαγκούρα να οδηγεί τα πρόβατα, από δω κι από κει πάνω στα εύφορα εδάφη. Το μυαλό του πάντα φαινόταν να είναι αλλού. Ποτέ δεν τραγούδησε στα πρόβατα όπως κάνουν οι βοσκοί. Ποτέ δε γέλασε. Ούτε μια φορά. Μπορείς να το διανοηθείς; Ήταν λες και έπαιζε το ρόλο ενός μαντρόσκυλου που δεν ένιωθε καμιά αφοσίωση για τ’ αφεντικό του. Γεννήθηκα το 1951, και δραπέτευσα απ’ το φτιαγμένο από λάσπη σπίτι μας μ’ ένα δωμάτιο προς το βορρά μέσα στα περιβόλια όταν ήμουν έφηβος. Πριν απ’ αυτό δεν είδα τον πατέρα μου να γελάει ούτε μια φορά. Τον άκουγα συχνά να κλαίει, αλλά ποτέ μπροστά μας. Μπορούσα να τον ακούσω να σιγοκλαίει μετά την προσευχή Fajr[2] το χάραμα όταν νόμιζε πως είναι μόνος. Το μέτωπό του άγγιζε κάτω το χαλί της προσευχής, και ξέσπαγε σε δάκρυα και δεν μπορούσε να τελειώσει τη sujud[3] του. Παρακολουθούσα τη σιλουέτα του να τρέμει εκείνη τη στιγμή κάθε μέρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα να τολμήσω να πληγώσω την υπερηφάνεια του με το να του γνωρίσω ότι τον είδα στο πιο αδύναμο σημείο του, να ζητά απ’ το Θεό να τερματίσει το μαρτύριό του και να τον απαλλάξει απ’ την ταπείνωση. Ίσως αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που έφυγα. Ήταν πολύ δύσκολο να είμαι μάρτυρας της κατάστασής του. Ήθελα να παλέψω για εκείνον και για όλο το λαό μου.

Η γιαγιά σου, η Χάμντα, ήταν πιο συγκρατημένη. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της ό,τι κι αν έκανε ο θείος σου ο Μοχάμεντ κι όσο δύσκολος κι αν ήμουν. Ήταν τρυφερή και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή κι είχε μια απλή φιλοσοφία: «Ό,τι δίνει ο Θεός είναι πάντα γλυκό», την οποία συχνά έλεγε στους δυσκολότερους καιρούς. Την θυμάμαι πεντακάθαρα τη νύχτα που έφυγα απ’ το σπίτι, μόλις μήνες μετά την κατάληψη της Γάζας απ’ τους Ισραηλινούς το 1967. Ήταν καλοκαίρι, και φορούσε ένα μακρύ παραδοσιακό φουστάνι από αιγυπτιακό ύφασμα. Άναβε φωτιά μπροστά στο σπίτι μας για να βράσει νερό ώστε ο πατέρας μου να μουλιάσει τα πόδια του και να νιώσει λίγη ανακούφιση μετά την εξοντωτική του μέρα. Ο παππούς σου δεν ήταν ακόμη σπίτι, κι είχε σκοτεινιάσει. Έφυγα χωρίς να πω αντίο σε κανέναν. Αυτό το μετανιώνω. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή τώρα. Μην μετανιώνεις για τίποτα, αγαπητή μου Χέμπα. Κάποιες φορές μας δίνεται μονάχα μία ευκαιρία.

Μέχρι τότε ο θείος σου Μοχάμεντ είχε επίσης δραπετεύσει απ’ τη Γάζα. Ήταν μόνο ενός μήνα όταν οι Βεδουίνοι εξωθήθηκαν απ’ το Μπιρ Αλ-Σάμπα το ’48. Ήταν πολεμιστής στο στρατό του Άχμαντ αλ-Σουχεϊρί κι ήταν απ’ τους λίγους που επέζησαν στη μονάδα του. Ο Απελευθερωτικός Παλαιστινιακός Στρατός τους αποτελούνταν από άτακτους στρατιώτες – φτωχοί φελαχίν[4] καθοδηγούμενους απ’ το πάθος τους να υπερασπιστούν ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους. Βεβαίως, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουν ένα πόλεμο. Όταν οι Αιγύπτιοι τράπηκαν σε φυγή, η ήττα μας ήταν ολοκληρωτική. Ο θείος σου διέφυγε στην έρημο του Σινά. Ένας ολόκληρος στρατός υποχώρησε χωρίς αεροπορική κάλυψη, κι αυτός χωρίς να πει τ’ αντίο του. Με πονάει που δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μετά απ’ αυτή τη μέρα που χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πέθαναν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου παρέμεινε ο βοσκός που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, και η μάνα μου έβραζε νερό για τα πονεμένα πόδια του μέχρι που πέθαναν κι οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο από λάσπη. Μου είπαν ότι πέθανε ενώ γονάτιζε προσευχόμενος, κι ότι τελευταία του ευχή ήταν να δει τον αδερφό μου κι εμένα. Δεν μας ξανάδε ποτέ. Πληρώνω κάποιο τίμημα για τον πόνο που τους προκάλεσα; Θα είναι αυτή κι η δική μου μοίρα; Θα με συγχωρέσει ο Θεός; Εκείνοι με έχουν συγχωρέσει;

Πρέπει να σε δω, Χέμπα, έστω για μια τελευταία φορά. Είσαι το φως των αστεριών που μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω αυτό το δύσκολο ταξίδι που λέγεται ζωή. Η όρασή μου φθίνει, κι οι ουλές μου από σφαίρες ακόμα πονάνε. Μερικές φορές νιώθω πως το αριστερό μου πόδι είναι έτοιμο να μου πέσει, λες και το κρατάει πάνω μου μονάχα δέρμα. Ο γιατρός με επισκέφτηκε στο τροχόσπιτό μου, κι όταν είδε πώς ζω αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα να του δώσω. Μου είπε πως τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστησα στις αραβικές φυλακές έχουν φθείρει το σώμα μου. Μου έδωσε φάρμακα, κι όταν άκουσε την ιστορία μου, μου προσέφερε χρήματα. Τα αρνήθηκα. Η αξιοπρέπειά μου, γλυκό μου παιδί, είναι το μόνο που μ’ απομένει, αυτό κι η ελπίδα ότι θα σε δω μια μέρα, και θα κρατήσω τα χέρια σου μια στιγμή προτού τα μάτια μου κλείσουν για τελευταία φορά.

Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να καθαρίσω την ψυχή μου, τουλάχιστον με σένα που είσαι η σάρκα και το αίμα μου. Ντρέπομαι να σου πω ότι συχνά ευχήθηκα για το θάνατο. Αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν με οδήγησε η δειλία. Ο πόνος μου ήταν τόσο εξοντωτικός κι ο θάνατος έμοιαζε η ύστατη λύτρωση. Μου έκαναν απεχθή πράγματα. Οι Ιορδανοί με γδέρναν με καυτές ράβδους στην πλάτη μου και σφυροκοπούσαν μυτερά αντικείμενα στο κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια προτού με εισάγουν για 4 χρόνια σε ψυχιατρείο. Ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα είναι χαμένος κάπου που δεν μπορώ να βρω, και για να ‘μια ειλικρινής, δεν θέλω να τον βρω. Όχι Χέμπα, ο πατέρας σου δεν ήταν majnoun[5] ακόμα κι αν τα παιδιά στο σχολείο σε πείραζαν για τον τρελό πατέρα σου. Ήταν αυτά τα παναθεματισμένα επιληπτικά επεισόδια που μ’ έκαναν έτσι. Υπάρχουν ουλές σ’ όλο μου το σώμα, που μου θυμίζουν αυτά τα αγωνιώδη χρόνια. Παιδιά στη γειτονιά συχνά μου ζητάνε να τους δείξω τις ουλές μου, και το κάνω. «Είναι το τίμημα που πληρώνεις για την επανάσταση, για τη λευτεριά» τους λέω. Και το εννοώ.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Σήμερα γράφτηκα στον Ερυθρό Σταυρό και συμπλήρωσα τη φόρμα για αγνοούμενα οικογενειακά μέλη. Τους έδωσα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας στον προσφυγικό καταυλισμό Ντίρα στη Συρία. Μου είπαν ότι χιλιάδες οικογένειες αγνοούνται, και πως μπορεί να πάρει πολύ χρόνο ώσπου να σε βρούνε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει λίγη ελπίδα. Ένας νεαρός μου έδωσε το παλιό του κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορώ να λάβω νέα για σένα. Μου έκανε επίσης κάτι που ονόμαζε λογαριασμό e-mail για εμένα, αλλά του είπα ότι δεν μπορώ να το ελέγχω αφού ποτέ δε χρησιμοποίησα υπολογιστές. Μου υποσχέθηκε να το κάνει για λογαριασμό μου και τον ρωτάω κάθε μέρα αν έχει νέα. Αν είχαν αυτά τα μηχανήματα όταν ήμουν νέος, θα έστελνα ένα μήνυμα στον πατέρα μου και θα του ‘λεγα πόσο λυπόμουν που άφησα αυτόν, τη μητέρα μου και την αδερφή μου Αζίζα. Θα του έλεγα ότι χάρη στ’ ότι έφυγα, η Αζίζα είχε καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει αφού θα έτρωγε και το δικό μου μερίδιο από ό,τι λίγο φαΐ κατάφερνε να βρει για μας στο τέλος της μέρας. Θα του έλεγα πόσο λυπόμουν για τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν θα του ‘λεγα ότι τον άκουσα να κλαίει το χάραμα κάθε μέρας. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ξέρουμε τα πάντα. Το να μην αποχαιρετίσω ήταν ανόητο λάθος, αλλά δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Ίσως δε σκεφτόμουν καθόλου. Σίγουρα δεν άκουγα την καρδιά μου.

Σου είπα ποτέ πως όταν έφυγα απ’ το σπίτι, περπάτησα τρεις μέρες μέσα από περιβόλια και κοιλάδες προτού φτάσω στο στο Αλ-Χαλίλ; Απλά ακολούθησα το μονοπάτι από την κοιλάδα της Γάζας το οποίο με οδήγησε στη νότια Νεγκέβ, και τελικά στα βουνά του Αλ-Χαλίλ όπου κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Ένα κορίτσι Βεδουίνων με βρήκε να κοιμάμαι. Δίχως να φοβάται, πήγε σπίτι κι επέστρεψε με τον πατέρα της, έναν ευγενικό σεΐχη που με τάισε και με φιλοξένησε στη σκηνή του για τρεις μέρες. Μετά η φυλή του έφυγε από τη Δυτική Όχθη για την Ιορδανία κατά μήκος της Γέφυρας. Με έκρυψαν στο πάτωμα ενός από τα φορτηγά τους, θαμμένο κάτω από στρώματα και στοίβες από ρούχα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες με πλησίασαν τόσο που μπορούσα να νιώσω την άχνα των σκύλων τους κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλά με την ευλογία του Θεού το καραβάνι μας διέσχισε. Φτάσαμε στην περιοχή Μα’αν στην Ιορδανία. Ήταν μια άδεια, επίπεδη, άγονη γη που η φυλή αποφάσισε να αποκαλέσει σπίτι. Έμαθα πολλά απ’ αυτούς κι είμαι ευγνώμων. Η καλοσύνη είναι κάτι που πολύ λίγοι μου ‘χουν δείξει. Έμεινα μαζί τους για πάνω από ένα χρόνο και μετά πήγα στο Αμμάν, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής.

Είναι αλήθεια, οι Ισραηλινοί με τρόμαζαν. Ακόμα το κάνουν. Αλλά το κουράγιο δεν είναι η επιλογή που κάνουμε σε μια εύκολη κατάσταση. Κουράγιο είναι το να κάνεις αυτό που είναι δύσκολο και τρομαχτικό επειδή ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι η μόνη διέξοδος. Κι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, πρέπει να τις αντιμετωπίσεις για την απώτατη ελευθερία σου. Ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς, να τους διώξω από το Μπιρ Αλ-Σάμπα και ν’ αποκαταστήσω τους γονείς μου στο χωριό τους, να τους δώσω πίσω την τιμή τους κι ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό τους. Όσον αφορά το πώς εντάχθηκα στην αντίσταση, λοιπόν, συνέβη πολύ γρήγορα λες κι επρόκειτο για πεπρωμένο.

Στο Αμμάν είδα ένα όμορφο άντρα να φορά στρατιωτική στολή. Το σακάκι του είχε το έμβλημα της παλαιστινιακής σημαίας στην αριστερή του τσέπη. Τον ρώτησα αν ήταν Παλαιστίνιος πολεμιστής, κι αυτός με κατηύθυνε σ’ ένα κτίριο όπου κατατάχθηκα στους φενταγίν[6]. Γράφτηκα στα γραφεία της Φατάχ στον προσφυγικό καταυλισμό Γουιχντάτ. Εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου όλη. Ήμουν δεκαεπτά χρόνων κι ήταν η ώρα επιτέλους να ξεκινήσω να κάνω αυτό που μου ‘μελλε. Εκεί γνώρισα έναν άνδρα ονόματι Ουαλίντ Νιμρ, με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί Ιγιάντ. Ήταν υπεύθυνος του στρατοπέδου. Όλοι όσοι εντάσσονταν στη Φατάχ είχαν ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Το δικό μου δεν μου δόθηκε μέχρι να πάω στην πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ. Μετά απ’ αυτή, με έλεγαν Σαντάντ. Ήμουν σκληρός τότε, και σου υπόσχομαι πως αν είχα την ευκαιρία να παλέψω για την Παλαιστίνη άλλη μια φορά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, θα το ξανάκανα.

Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση για περπάτημα, χαιρετισμούς κι άλλη βασική εκπαίδευση στο Γουιχντάτ, μέσα στο Αμμάν, μας πήραν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης Καραμέ που ήταν κοντύτερα στα σύνορα με την Παλαιστίνη. Οι εκπαιδευτές μας ήταν Παλαιστίνιοι κι Ιρακινοί. Στο τάγμα που εντάχθηκα με έμαθαν να συναρμολογώ και ν’ αποσυναρμολογώ πολλά είδη όπλων, κυρίως ρωσικά. Έγινα ειδικός του Σίμονοφ και του Καλάσνικοφ. Ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος για το λόχο μας πίστευε πως γεννημένος σκοπευτής. Έτσι μ’ έστειλαν στην Αϊγυπτο το 1969 να εκπαιδευτώ για τρεις μήνες στη στρατιωτική σχολή Αλ-Ταλ Αλ-Κιμπίρ. Μας έβαζαν να κουβαλάμε βάρη και να περπατάμε πολύ μεγάλες αποστάσεις για να χτίσουμε τη δύναμη και την αντοχή μας. Οι εκπαιδευτές μου ήταν κυρίως Παλαιστίνιοι αλλά κι Αιγύπτιοι. Ο ανώτερός μου, Μοχάμεντ Μπαρούντ, ήταν νέος και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Αγαπούσε την πολιτική και τη ρωσική λογοτεχνία κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Οι δεξιότητές του ήταν άφταστες απ’ οποιονδήποτε άλλο στη σχολή. Ήταν πρόσφυγας με ουλές από θραύσματα οβίδων απ’ τον προηγούμενο πόλεμο, και τις έδειχνε περήφανα όταν εξέθετε τις γνώμες του.

Όταν γύρισα απ’ την Ιορδανία, ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερος θείος σου ο Μοχάμεντ ήταν πολεμιστής σε μια επίλεκτη μονάδα που αποκαλούνταν 201 που ήταν μέρος του PLO[7]. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαράς. Όταν συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε. Εγώ έκλαψα παραπάνω. Ένιωσα σαν μετά από τόσα χρόνια χαμένος χωρίς κατεύθυνση ή συγγενή στον ορίζοντα, επιτέλους είχα βρεθεί. Το πρόσωπο του αδερφού μου ήταν σχεδόν ένα αντίγραφο του πατέρα μου πριν εκπέσει στις ρυτίδες και την άπειρη θλίψη. Κι αυτός ήταν οργισμένος, αλλά ήταν πιο συγκρατημένος κι αποφασισμένος, σαν τη μητέρα μου. Ήμουν περήφανος όταν έλεγα ότι ο αδερφός μου πολεμούσε με την 201, κι ότι το πρόσωπό του ήταν όμορφο όπως ενός σταρ του σινεμά. Ήμουν χαρούμενος που επιλέχθηκα να λάβω μέρος μαζί με άλλους σαράντα πολεμιστές από διάφορες οργανώσεις για την πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ, που για μένα φυσικά πάντα θα είναι Παλαιστίνη. Ο θείος σου μου ‘πε πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές, και προσφέρθηκε να πάει αντί για μένα. Αλλά αρνήθηκα. Είχε παιδιά, ενώ εγώ όχι ακόμα. Αν πέθαινα, σκεφτόμουν, θα πέθαινα μέσα στην πατρίδα μου. Αν ζούσα, θα εξιλέωνα το τσακισμένο πνεύμα του πατέρα μου.

*             *             *

Αγαπημένη μου Χέμπα,

Οι ειδήσεις σήμερα ανέφεραν ότι το Ντίραα βομβαρδίστηκε ισχυρά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν. Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είσαι πια εκεί αλλά κάπου αλλού ασφαλέστερα; Όχι πια στη Συρία ή κάποιο άλλο μέρος ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο; Ίσως βρήκες ευκαιρία να δραπετεύσεις; Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειάστηκε να συναντήσεις αδίστακτους διακινητές, ή να διασχίσεις κρύα κι ανελέητα νερά. Μ’ όλη μου την καρδιά, ελπίζω να είσαι μη διατρέχεις κίνδυνο. Μια φωνή μέσα μου λέει πως είσαι ασφαλής. Κι αν όντως έτσι είναι, γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μου ακόμα; Ο νεαρός που τσεκάρει κάθε μέρα το e-mail μου είπε ότι δεν έχει φτάσει κανένα μήνυμα από σένα. Το κινητό μου δεν χτύπησε ούτε μια φορά. Δεν έχω δει ούτε μιλήσει με κανένα για μέρες, εκτός απ’ το μαγαζάτορα όπου αγοράζω τα τσιγάρα και το ψωμί μου. Είναι πάντα απασχολημένος, και δεν ξέρω αν τον ταλαιπωρώ με τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Σιχαίνομαι όταν οι πελάτες του με κοιτούν με οίκτο στα μάτια τους. Αν ήξεραν πόσο δυνατός και γενναίος ήμουν, θα κρατούσαν τον οίκτο τους για λογαριασμό τους· η ιστορία της πρώτης μου αποστολής στο Ισραήλ θα τους έκανε να τρέμουν.

Ήμουν ο νεότερος σαράντα μαχητών κι ένας απ’ τους δέκα που επιλέχθηκαν απ’ τη Φατάχ για την αποστολή. Οι υπόλοιποι ήταν απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης[8], το Δημοκρατικό Μέτωπο και δυνάμεις της Αλ-Σάικα εκπαιδευμένες στη Συρία. Μας έστειλαν εκεί με ξεκάθαρες εντολές και μας είπαν να μην καπνίζουμε καθόλου, αφού το φως απ’ το τσιγάρο μπορεί να εντοπιστεί μίλια μακριά ακόμα και μέσα σε φαράγγια και ειδικά τη νύχτα. Το κάπνισμα δεν σου κάνει καλό, αγάπη μου, οπότε σιγουρέψου ότι κανένα απ’ τα παιδιά σου δεν θα πιάσει αυτή την κακή συνήθεια. Όλοι μας καπνίζαμε, κι οι σαράντα, όλη την ώρα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι του ποταμού Ιορδάνη ως την Παλαιστίνη και κατευθυνθήκαμε νότια προς το Εϊλάτ. Η κωδική ονομασία της αποστολής μας ήταν «Πράσινη Ζώνη». Ο τελικός μας στόχος ήταν να αιχμαλωτίσουμε Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξουμε αργότερα για Παλαιστίνιους κρατούμενους. Επίσης θέλαμε να ανατινάξουμε το λιμάνι του Εϊλάτ προτού επιστρέψουμε στην Ιορδανία μέσω της ερήμου Άκαμπα. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάζαμε. Υπήρχαν πολλές ισραηλινά στρατόπεδα στο δρόμο για τα οποία δεν ήμασταν πληροφορημένοι. Έπρεπε συνέχεια να αυτοσχεδιάζουμε. Τους χτυπήσαμε σκληρά και σκοτώσαμε αρκετούς. Χάσαμε δέκα άντρες μας, απ’ όλες τις παρατάξεις, και τους θάψαμε βιαστικά στην έρημο πριν επιστρέψουμε. Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Εϊλάτ, αλλά αιχμαλωτίσαμε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν λευκοί κι αδύνατοι κι έντρομοι. Ένας ήταν ψηλός κι είχε πορτοκαλί μαλλιά. Ο άλλος φοβόταν τόσο πολύ, που κατουρήθηκε. Λυπήθηκα τον καημένο, αλλά το κράτησα μέσα μου. Δεν ξέρω τι απέγιναν όταν φτάσαμε την Ιορδανία.

Η επανάστασή μας αποκτούσε ορμή κι επιτέλους επανακτούσαμε την πρωτοβουλία κινήσεων μετά την εκκωφαντική ήττα των Αράβων το ’67. Όταν η Φατάχ εισήλθε στο προσκήνιο το ’65, τα πράγματα ξεκίνησαν ν’ αλλάζουν για μας. Δεν μιλούσαν πια αραβικά καθεστώτα για λογαριασμό μας, και δεν περιμέναμε τους Ισραηλινούς να μας επιτεθούν καθώς σαστισμένα ψάχναμε κάλυψη. Τους κυνηγούσαμε στην καρδιά των πόλεών τους. Ο τρόμος που είχαν επιφέρει στο λαό μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς ερχόταν τώρα πίσω να τους στοιχειώσει. Μας επιτέθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό Καραμέ το ’68, ελπίζοντας να καταστρέψουν τις βάσεις μας και να μας ωθήσουν πίσω απ’ τα σύνορα, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, σκότωσαν περισσότερους από μας απ’ ότι εμείς απ’ αυτούς, αλλά παραμείναμε δυνατοί και παλέψαμε σαν λιοντάρια. Οι παρατάξεις του PLO[9] κι ο ιορδανικός στρατός πάλεψαν ενωμένοι. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν τις περισσότερες βάσεις μας, αλλά τους απωθήσαμε. Το Καραμέ μας είχε απελευθερώσει απ’ τους δαίμονες της ήττας λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν τα αραβικά κράτη ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα.

Μετά τη μάχη του Καραμέ, εκκενώσαμε τις βάσεις μας που ήταν πολύ κοντά στον ποταμό και επανεγκατασταθήκαμε βαθύτερα μέσα στη χώρα. Παρότι ενισχυθήκαμε, από κάποιες απ’ τις παρατάξεις έλειπε πειθαρχία και προκλήθηκε πολιτικό χάος. Ο Χασεμίτης Βασιλιάς ένιωσε την κυριαρχία του να απειλείται, και πιστεύαμε ότι ο βασιλιάς συνωμοτούσε με τη Δύση και το Ισραήλ για να μας διώξουν απ’ την Ιορδανία. Ξέσπασε σύγκρουση με τον βασιλιά Χουσεΐν, οπότε η κοινή μας νίκη το ’68 έγινε η συλλογική μας ντροπή δυο χρόνια μετά σ’ ένα ψευτο-εμφύλιο πόλεμο. Παλεύαμε ενάντια στο Βασιλιά, που δεν έδειξε ίχνος οίκτου καθώς εξαπέλυε την οργή του, σκοτώνοντας χιλιάδες αθώων ανθρώπων στους προσφυγικούς καταυλισμούς που ήταν αμέτοχοι στον πόλεμο. Έγινε το ένα μακελειό μετά το άλλο, και καμιά αραβική χώρα δεν επενέβη παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις για βοήθεια. Οι Σύριοι δίστασαν πολύ ώσπου να επέμβουν, κι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμντούλ Νάσερ, που συνέπασχε μαζί μας, πέθανε αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη του 1970. Ο λαός μας σφαζόταν σωρηδόν, με άλλες πέντε χιλιάδες νεκρούς μέσα σε δέκα μέρες.

Νιώθαμε σαν η επανάστασή μας να είχε καταρρεύσει μετά τα μακελειά, ότι ποτέ ξανά δεν θα αποκαθιστόμασταν. Μέλη της Φατάχ που αρνούνταν τη συμφωνία μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Βασιλιά της Ιορδανίας έφτιαξαν την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», και προσπάθησαν να εκδικηθούν το Βασιλιά και τους ακολούθους του. Με πιάσαν να βάζω δυναμίτη στο αεροδρόμιο Εμίρ Μοχάμεντ, ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο που κατά βάση εξυπηρετούσε τους μονάρχες. Ήμουν απασχολημένος συνδέοντας τα καλώδια κι άλλα τέτοια όταν φτάσαν οι στρατιώτες, κι ήταν πολύ αργά για μένα να διαφύγω. Με έδειραν άσχημα, και μ’ έριξαν σε μια τεράστια σπηλιά μεταξύ Τζαράς και Ίρμπιντ. Πολλοί άντρες ήταν εκεί, αλυσοδεμένοι, με αιμορραγίες ή νεκροί. Μετά μεταφέρθηκα στη μονάδα πληροφοριών στο Αμπντάλι όπου θα με εξανάγκαζαν να εξομολογήσω. Τους είπα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός». Πήραν ένα μεγάλο μαχαίρι κι άρχισαν αργά να κόβουν πίσω απ’ το λαιμό μου. Ένιωθα το αίμα να τρέχει στην πλάτη και τους ώμους μου. Ούρλιαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ποτέ μου δεν έπιασα όπλο». Τότε μου κάρφωσαν μυτερές μεταλλικές ράβδους στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Το αίμα έβγαινε από μέσα απ’ το στόμα μου. Σφάδαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ψάχνω τη φυλή μου». Με παρέπεμψαν στο δικαστήριο και με καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο: για αντίσταση στο στρατό, απόπειρα να ανατινάξω ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο και για είσοδο στην Ιορδανία δίχως έγγραφα. Τους απάντησα ότι μπορούν να με σκοτώσουν μόνο μια φορά. Με κράτησαν στη φυλακή Μαχάτα για δεκαπέντε μέρες, μετά με μετακίνησαν στη φυλακή Αλ-Τζαφρ στην τεράστια έρημο μεταξύ Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας όπου μόνο λίγοι έζησαν να εξιστορήσουν τη φρίκη της. Περίμενα τη θανατική καταδίκη μου, μετά αποφάσισα να δραπετεύσω. Ο θάνατος θα μ’ έβρισκε ούτως ή άλλως, άρα δεν είχα τίποτα να χάσω.

Χέμπα, ένας λόγος που είμαι χαρούμενος που έζησα είναι που αργότερα παντρεύτηκα τη μητέρα σου κι αυτή γέννησε εσένα. Αλλά δυστυχώς, δε σ’ έχω δίπλα μου στα γεράματά μου. Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανή, ή Θεός φυλάξοι… δεν μπορώ καν να ξεστομίσω τη λέξη.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε σήμερα στο τροχόσπιτό μου και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για σένα. Μου ‘παν «περιέγραψε τη μεγάλη σου κόρη» κι εγώ τους είπα «το πρόσωπό ήταν σαν το φεγγάρι, κι όταν χαμογελά, είναι λες κι ο ήλιος ανέτειλε». Γέλασαν και μου ‘παν ότι μια τέτοια περιγραφή δεν τους βοηθά. Αλλά βοηθά εμένα. Η μέρα που γεννήθηκες, ήταν η πρώτη φορά σ’ όλη μου τη ζωή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν μια εκστασιαστική αίσθηση χαράς που δεν την περίμενα. Σιωπηλά δάκρυα χαράς έρρευσαν στο πρόσωπό μου όταν πρώτη φορά σε κράτησα στα χέρια μου. Είπα, θα την ονομάσω «Χέμπα» γιατί είναι ένα δώρο απ’ το Θεό, ένα δώρο που δεν αξίζει σ’ ένα νομά σαν και του λόγου μου. Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δε θα σ’ έβλαπτα, ούτε θα επέτρεπα σε άλλον να σε βλάψει, ποτέ. Αλλά σ’ έχασα. Προσεύχομαι στον Θεό κάθε στιγμή που ‘μια ξύπνιος να σε βρει. Τον ικετεύω για το έλεός του, για μια δεύτερη ευκαιρία. Κι όταν σε βρω, δε θα σε ξαναχάσω ποτέ.

Όταν σε ρωτάνε, Χέμπα, τους λες ότι είσαι Βεδουίνα; Εγώ πάντα απαντώ: «Είμαι Παλαιστίνιος Βεδουίνος». Είμαι νομάς χάρη στ’ ότι προσπαθώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ακόμα βλέπω τ’ άστρα όταν θέλω να προσανατολιστώ ή προσπαθώ να βρω το σπίτι. Αυτή είναι μια δεξιότητα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου πριν εγκαταλείψω τους γονείς μου. Αυτό το δώρο και μόνο μου ‘σωσε τη ζωή. Εύχομαι να μπορούσα να σε διδάξω, Χέμπα. Θα μπορούσε να ‘ναι η παράδοσή μας κι εσύ θα μπορούσες να τη μεταβιβάσεις στα παιδιά σου.

Όταν έφυγα από το Αλ-Τζαφρ, διέσχισα τις ερήμους της Ιορδανίας ως τη Συρία, καθοδηγούμενος απ’ τα αστέρια. Περπάτησα τη νύχτα κι έσκαψα τρύπες στο χώμα για να κρυφτώ απ’ τους συνοριοφύλακες και τον καυτό ήλιο της μέρας. Ήξερα ότι η ουρά του Γαλαξία οδηγούσε στη Δαμασκό, κι έτσι την ακολούθησα. Κι όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σε καιρούς πείνας, κράτησα ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα μου για ώρες συνεχόμενες για να βγάζω σάλιο. Μπορείς να ‘σαι περήφανη, Χέμπα, που εμείς ξέρουμε να επιβιώνουμε. Στα σύνορα, μ’ έπιασαν φύλακες που με παρέδωσαν στη συριακή υπηρεσία πληροφοριών. Η εμπειρία μ’ έχει διδάξει ότι όλοι οι Άραβες πράκτορες είναι το ίδιο – βίαιοι, μειωτικοί κι άσπλαχνοι. Αλλά για καλή μου τύχη, ο ξάδερφός μου ήταν μέλος της Φατάχ στη Συρία, οπότε παραδόθηκα σ’ αυτόν.

Τότε ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια. Έχανα τις αισθήσεις μου στη στιγμή. Το σώμα μου συσπαζόταν κι έπεφτα στο έδαφος. Είναι τρομαχτικό να χάνεις κάθε έλεγχο του σώματός σου. Νόμιζαν ότι τα βασανιστήρια που υπέστησα στην Ιορδανία μ’ έκαναν τρελό, οπότε μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική κλινική στο νοσοκομείο Ιμπν Σίνα όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια κι ήμουν συχνά δεμένος στο κρεβάτι για ώρες. Πολύ λίγα θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι πως μια στο τόσο μ’ έφερναν πίσω στο νοσοκομείο, γυμνό. Μου έλεγαν ότι είχα γδυθεί και πλανιόμουν στο δρόμο. Αυτά τα επεισόδια λιγόστεψαν, κι η στρατιωτική διοίκηση της Φατάχ τελικά κατάφερε να με βγάλει απ’ αυτό το μέρος. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Αλί Χατζάζ και τον Ηατζ Μουτλίκ, δύο εξαιρετικούς αξιωματικούς της Φατάχ, για τη συμπαράστασή τους αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς, θα είχα χαθεί σ’ αυτό τον τόπο ως ένας τρελός σε μια ξένη χώρα.

Ήταν κατά το τέλος του 1974 που εντάχθηκα στην Αντίσταση στο Λίβανο. Ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Οι άντρες πίστευαν ότι δεν θα ‘πρεπε να με στείλουν σε άλλες αποστολές μέσα στο Ισραήλ λόγω της ασθένειάς μου. Αντ’ αυτού, με βάλαν να δουλεύω στο σώμα τραυματιών στον προσφυγικό καταυλισμό Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ στη Βυρηττό. Υπαγόταν στο γραφείο του Γιάσερ Αραφάτ τότε, αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε Τάγμα 17. Κοιμόμουν στο γραφείο μιας και δεν είχα σπίτι ούτε μέρος να πάω μετά τη δουλειά. Λίγο αφού έφτασα, ξέσπασε ο λιβανέζικος εμφύλιος, και βρέθηκα να παλεύω και σ’ αυτό τον πόλεμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπλέχτηκα σ’ αυτό τον πόλεμο. Δεν έβλεπα τους Λιβανέζους ως εχθρούς, ούτε ένιωσα το Λίβανο σπίτι μου. Όταν το PLO έφυγε απ’ την Ιορδανία κι έφτασε στο Λίβανο, αναστάτωσε την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία αυτής της χώρας. Βλέπεις, οι Λιβανέζοι ήταν πάντα σε διαμάχη. Πολλές σέχτες και θρησκείες και ομάδες όλες πολεμούσαν η μία την άλλη για επιβίωση ή κυριαρχία. Υπήρχαν πολλοί Παλαιστίνιοι στο Λίβανο, αρχικά ως πρόσφυγες που έφθασαν μετά τη Νάκμπα το ’48. Όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν να οργανώνονται στο Λίβανο, οι πρόσφυγες ένιωσαν ένα είδος ελευθερίας που δεν είχαν ξανανιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Σύντομα το PLO σύναψε μια συμμαχία επιτιθέμενο σε Ισραηλινούς οικισμούς, προκαλώντας εσωτερικές ταραχές στο Λίβανο.

Ενώ μετανιώνω τον πόλεμο που ξέσπασε, δε μετανιώνω τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν. Τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όταν Παλαιστίνια προσφυγάκια σφαγιάστηκαν στο Έιν Αλ-Ρουμανέ; Ήταν αθώα παιδιά, για τ’ όνομα του Θεού, φορούσαν μαύρα κι άσπρα κασκόλ και τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια σ’ ένα λεωφορείο στο δρόμο για το σπίτι τους στον προσφυγικό καταυλισμό Ταλ Αλ-Ζατάρ, όταν πολιτοφυλακές Φαλαγγιτών τους έστησαν ενέδρα. Σκότωσαν τα περισσότερα όταν πυροβόλησαν από τρεις διαφορετικές θέσεις, και μετά μαχαίρωσαν τους τραυματίες με ξιφολόγχες. Τι κτήνη είναι αυτά που δολοφονούν άκακα παιδιά; Δεν υπάρχουν καθόλου κανόνες; Αυτοί οι βάρβαροι δεν δίστασαν ποτέ να συνεργαστούν με τους Σιωνιστές εναντίον του ίδιου τους του λαού και εναντίον των Παλαιστινίων, και γιατί; Για να παραμείνουν οι κυρίαρχοι του Λιβάνου;

Ευχαριστώ το Θεό που δεν είχα οικογένεια αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αν ήξερες τι έκαναν οι Φαλαγγίτες κι οι Σύριοι σύμμαχοί τους στο Ταλ Αλ-Ζατάρ το ’76, τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, θα τρόμαζες. Πολιόρκησαν τον καταυλισμό για πολλές μέρες μέχρι που οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν. Μετά σφάγιασαν χιλιάδες και κατέστρεψαν τον καταυλισμό ολοσχερώς. Άνθρωποι σκοτώνονταν αν η ταυτότητά τους έδειχνε ότι ανήκαν στη λάθος ομάδα. Ήμουν ακόμα στο γραφείο του Τάγματος 17, όπου κοιμόμουν, καθάριζα και διεκπεραίωνα τα έγγραφα για τους πολλούς τραυματίες. Έτυχε ν’ ακούσω μια συζήτηση μεταξύ πολεμιστών για ένα μεγάλο φορτηγό με πολυβόλο αναρτημένο στο πίσω μέρος του, που οι χριστιανοί Φαλαγγίτες χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατούν τους Λιβανέζους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Δίχως δισταγμό, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τους είπα: «Θα το καταρρίψω». Ξαφνιάστηκαν μιας κι ήμουν ένας γραφιάς που είχε αφήσει τα όπλα του χρόνια πριν. Δεν με είχαν δει στο πεδίο. Πήρα ένα αντιαρματικό από έναν απ’ τους πολεμιστές και σκαρφάλωσα ένα τοίχο κοντά σ’ ένα νεκροταφείο που οδηγούσε σε μια εκκλησία στην οδό Παλιά Σαΐντα. Περίμενα εκεί το φορτηγό να εμφανισθεί, κι όντως εμφανίστηκε, οδηγώντας αργά σαν θηρευτής στο κυνήγι. Το ανατίναξα με την πρώτη. Τότε, απ’ το πουθενά, ένιωσα λες και στεκόμουν σε μια λίμνη με ζεστό νερό, κι έπεσα. Αίμα χύθηκε παντού.

Ένας απ’ τους ελεύθερους σκοπευτές τους με είχε δει από την άλλη μεριά του δρόμου και πυροβόλησε μια εκρηκτική σφαίρα στο μπράτσο μου. Θρυμμάτισε το κόκκαλο σε πολλά κομμάτια. Δεν ξέρω πώς οι γιατροί κατάφεραν να το επανενώσουν. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Γάζα μέσα στον προσφυγικό καταυλισμό της Σάμπρας κι από κει σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί όπου προηγουμένως ήταν το κτίριο της Αραβικής Λίγκας στο Φακαχανί. Ήταν ένας αγώνας να με πάνε εκεί, καθώς όλη η Βηρυτός ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε εμάς και τους συμμάχους μας κι αυτούς και τους συμμάχους τους. Η Φατάχ, άλλες παρατάξεις του PLO και οι Λιβανέζοι σύμμαχοί μας ελέγχαμε τη δυτική Βηρυτό κι οι Φαλαγγίτες ήταν στην ανατολική. Στα νοτιοανατολικά ήταν οι Δρούζοι και πολλές άλλες παρατάξεις έλεγχαν μικρές περιοχές σ’ όλη την πόλη, καταλαμβάνοντας δρόμους, σχολεία και γραφεία. Παντού είχε ελεύθερους σκοπευτές. Πολλοί πυροβολήθηκαν επειδή πήραν μια λάθος στροφή ή διέσχισαν το λάθος δρόμο.

Ξύπνησα στο Φακαχανί φορώντας ένα μεγάλο νάρθηκα. Ήμουν έξαλλος. Έφυγα αμέσως απ’ το νοσοκομείο και δανείστηκα ένα Σίμονοφ. Αγόρασα ένα μικρό κιάλι, το κόλλησα πάνω στο τουφέκι στην οδό Ασάντ Αλ-Ασάντ όπου κρύφτηκα μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που είχε τρυπηθεί από εκατοντάδες σφαίρες. Έστησα το τουφέκι στην άκρη ενός παραθύρου που έβλεπε στην καρδιά του Έιν Αλ-Ρουμανέ όπου οι χριστιανοί Φαλαγγίτες αρμένιζαν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του δρόμου που έσφυζε από κόκκινα άνθη. Στην άλλη πλευρά ήταν ο κυρίως δρόμος που ανεβοκατέβαιναν οι πολιτοφυλακές των Φαλαγγιτών. Έμαθα να είμαι καλός σκοπευτής στο Ταλ Αλ-Κιμπίρ στην Αίγυπτο. Πίστευα πως θα χρησιμοποιούσα τις δεξιότητές μου για να παλέψω Ισραηλινούς, όχι Λιβανέζους. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις, αγαπητή Χέμπα. Γιατί έπρεπε να σφαγιάσουν αυτά τα παιδιά; Γιατί σφάγιασαν όλο το Ταλ Αλ-Ζατάρ; Πήρα την εκδίκησή μου, και πέντε Φαλαγγίτες στρατιώτες κείτονταν νεκροί ο ένας πάνω απ’ τον άλλο στο δρόμο.

Ο ώμος μου ανάρρωσε μετά από δύο εβδομάδες κι εντάχθηκα σε μια μικρή μονάδα που περιλάμβανε τον Χασάν Αμπού Αλί, τον Μπασάμ και τον Μουντακίμ. Φυλούσαμε την οδό Τζαμάλ Αμντούλ Νάσερ στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, και πυροβολήσαμε στους Φαλαγγίτες όποτε πλησίαζαν. Ταϊζόμασταν από το σπίτι του Χαντίρ Αλ-Ανάν, μιας Λιβανέζικης μουσουλμανικής οικογένειας που ήταν καταπιεσμένοι σαν κι εμάς και πάλευαν για ένα μεγαλύτερο μερτικό της χώρας τους. Υπήρχαν εκτενείς διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων, όλων των μουσουλμάνων, Σούνι και Σία.

Τότε είναι που γνώρισα τη μητέρα σου. Ήταν μια Αιγύπτια που δούλευε ως υπηρέτρια. Ήταν μελαμψή και πολύ γλυκιά. Ήταν τρυφερή μαζί μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν τρόφιμα. Ο αδερφός μου ο Μοχάμεντ, που επίσης πάλευε στο Λίβανο, με πίεζε να σκεφτώ το γάμο. Δεν φαντάστηκα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μπορούσε κανείς να μ’ αγαπήσει, ή ότι εγώ θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποια άλλη. Το μυαλό μου ήταν πάντα απασχολημένο με άλλα προβλήματα. Διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, οπότε ζήτησα απ’ τη μητέρα της, που δούλευε επίσης ως υπηρέτρια στο Λίβανο, το χέρι της. Η Καρίμα ήταν πολύτιμη και τόσο καλή με μένα από τη μέρα που την πρωτογνώρισα ως τη μέρα που την έχασα πολλά χρόνια μετά. Πόσο μου λείπει η μητέρα σου. Ξέρω ότι της λείπω κι εγώ. Ποτέ δεν έμαθε ότι ήμουν στη φυλακή όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήταν τόσο θυμωμένη μαζί μου που δεν γύρισα να τη σώσω. Θα της εξηγήσω τα πάντα, Χέμπα. Θα επανορθώσω. Θα κάνω το παν για να ενώσω την οικογένειά μου. Όλα θα είναι εντάξει όταν σε βρω, Χέμπα.

[1] Παραδοσιακή αραβική φορεσιά

[2] Μια απ’ τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές της ισλαμικής θρησκείας που μπορεί να εκτελεστεί μεταξύ αυγής και ανατολής του ήλιου

[3] Η βαθιά υπόκλιση ή γονάτισμα ενώπιον του Θεού

[4] Χωρικοί

[5] Τρελός

[6] Αντάρτες, αγωνιστές για την ελευθερία

[7] Palestine Liberation Organisation, Οργανισμός Απελευθέρεωσης της Παλαιστίνης

[8] PFLP – Popular Front for the Liberation of Palestine, παλαιστινιακή αντιστασιακή οργάνωση

[9] Palestine Liberation Organisation, ένωση αντιστασιακών οργανώσεων, αναγνωριζόμενη σήμερα ως νόμιμη κυβέρνηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών

Η τελευταία Γη – Μια Παλαιστινιακή Ιστορία | Πρόλογος του Ίλαν Πάππε

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος του Ίλαν Πάππε.

Οι ιστορίες και οι αφηγήσεις ως Πολιτισμική Αντίσταση

Πρόλογος του Ίλαν Πάππε στο βιβλίο “Η Τελευταία Γη | Μια Παλαιστινιακή Ιστορία” του Ramzy Baroud

Αλ-Νάκμπα αλ-Μουσταμέρα, η συνεχιζόμενη Νάκμπα[1], είναι πλέον μια κοινή παλαιστινιακή αναφορά στην εποχή και το χρόνο που ζουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομήντα χρόνων. Αυτό σημαίνει πως διακριτά κεφάλαια στην ιστορία των Παλαιστινίων, όπως η καταστροφή του 1948, δεν είναι απλά γεγονότα του παρελθόντος, αλλά περισσότερο ένα κομμάτι ενός σύγχρονου ιστορικού κεφαλαίου. Είμαστε ακόμα σ’ αυτή τη συγκεκριμένη φάση, κι έτσι όταν γράφουμε την ιστορία ορισμένων ιστορικών στιγμών, όπως η Νάκμπα, γράφουμε για σύγχρονα ζητήματα τόσο όσο γράφουμε για παλιά γεγονότα.

Αυτή η τάξη πραγμάτων έχει πρόσφατα αναγνωριστεί από μελετητές που προσάρμοσαν κι εφάρμοσαν το αποικιοκρατικό υπόδειγμα στη μελέτη υπόθεσης της Παλαιστίνης. Ο αείμνηστος Patrick Wolfe, που ανέστησε το υπόδειγμα, μ’ ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Παλαιστίνη, δήλωσε πως η αποικιοκρατία δεν είναι ένα γεγονός αλλά μια δομή. Και πράγματι, μέσα απ’ την εξέταση της ιστορίας του σιωνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το αποικιοκρατικό σχέδιο που ξεκίνησε στον όψιμο δέκατο ένατο αιώνα δεν έχει ακόμα τελειώσει· όπως κι ο αγώνας εναντίον του.

Αυτή η έννοια μιας συνεχιζόμενης καταστροφής κι ο αγώνας εναντίον της συμπυκνώνεται στις δοκιμασίες των ηρώων και των ηρωίδων αυτού του βιβλίου που είναι από διαφορετικές παλαιστινιακές γενιές και προέρχονται από διαφορετικά μέρη.

Είναι μέσω μικρών, σχεδόν ανατεμνημένων προσωπικών ιστοριών κατά μήκος ενός διαγενεακού φάσματος που μπορεί κανείς να καταλάβει με πληρότητα το πλήρες αντίκτυπο που τόσο πολύπτυχες εμπειρίες έχουν στο άτομο καθώς επίσης και στο συλλογικό ψυχισμό των Παλαιστινίων γενικά και των Παλαιστίνιων προσφύγων ειδικότερα. Η αφήγηση στην οποία οι αναγνώστες πρόκειται να εισέλθουν αποδίδει πολύ ισχυρά αυτή την αίσθηση μιας εύρωστης, ομογενούς ζώνης ώρας στην οποία οι Παλαιστίνιοι ζουν και των ανεπίλυτων και επισφαλών υπαρξιακών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτή την παρούσα φάση στη ζωή της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων, η καταπίεση κι η θυματοποίηση πήραν διαφορετικές μορφές σύμφωνα με τις περιστάσεις του χρόνου και του τόπου. Το 1948, οι Παλαιστίνιοι αντιμετώπιζαν εθνοκάθαρση και σφαγές. Αυτοί που έζησαν μετά στο Ισραήλ ως μειονότητα ήταν υπό στρατιωτική διακυβέρνηση που παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματά τους σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Στους πρόσφυγες στο μεταξύ αρνούνταν την επιστροφή τους και σ’ αυτούς προστίθονταν ένα νέο ρεύμα ξεριζωμένων Παλαιστινίων στον απόηχο του πολέμου του 1967.

Οι μέθοδοι της υφαρπαγής έγινε περιπλοκότερη, και με πολλούς τρόπους πιο μοχθηρή και βίαιη στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα τα τελευταία πενήντα χρόνια, και συνεχίζει στην ίδια γραμμή, καθώς αυτό το βιβλίο βαίνει προς εκτύπωση. Το Ισραήλ χρησιμοποίησε νέα μεθοδολογία καταπίεσης απ’ όταν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες κατέστησαν τις πολιτικές εθνοκάθαρσης αναποτελεσματικές μετά το 1948. Οι μέθοδοι άλλαξαν, αλλά το βασικό όραμα που τις ωθεί παραμένει το ίδιο, και τυπικό όλων των αποικιοκρατικών κινημάτων του παρελθόντος: απόκτηση του εδάφους δίχως τον πληθυσμό.

Η εθνοκάθαρση ως πρωταρχικό μέσο για την εφαρμογή αυτού του οράματος αντικαταστάθηκε από μια μήτρα υφαρπαγής, φυλάκισης, και χωρικού στραγγαλισμού. Αυτό το σύστημα πρώτα επιβλήθηκε στους Παλαιστίνιους που παρέμειναν στο Ισραήλ και υποβλήθηκαν σε μια άτεγκτη στρατιωτική διακυβέρνηση μεταξύ 1948 και 1967. Η αρχή ήταν αρκετά απλή, αν δεν μπορείς να εκτοπίσεις κόσμο από ένα τόπο, πρέπει να τους ενθυλακώσεις έτσι που να μην μπορούν να μετακινηθούν ελεύθερα ή να επεκτείνουν τις περιοχές της κατοικίας τους. Αυτό εκτελέστηκε ανελέητα στις παλαιστινιακές περιοχές εντός του Ισραήλ μέχρι το 1967 και μετά μεταφέρθηκε ως σύστημα στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και στη λωρίδα της Γάζας.

Όποια κι αν ήταν η σιωνιστική μέθοδος, αντιμετώπισε την παλαιστινιακή αντίσταση. Οι Παλαιστίνιοι είναι θύματα, αλλά δεν είναι παθητικά θύματα. Η τραγωδία ήταν και παραμένει ότι λόγω στρατιωτικές ασσυμετρίας (το Ισραήλ έγινε η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή κι οι Παλαιστίνιοι η ασθενέστερη), κάθε παλαιστινιακή πράξη αντίστασης (συμπεριλαμβανομένων των μη βίαιων) αντιμετωπίστηκε με όλο το μένος της ισραηλινής δύναμης. Τα κεφάλαια κι οι στροφές αυτού του ποινικού ρεπερτορίου εξιστορούνται σ’ αυτό το βιβλίο μέσα απ’ την αφήγηση των ηρώων και των ηρωίδων του και θα σας εξοικειώσουν με την παλαιστινιακή εμπειρία. Αξιοσημείωτες μεταξύ τους είναι οι φυλακίσεις αντρών, γυναικών και παιδιών δίχως δίκη, που φυλακίζονται όχι επειδή είναι εγκληματίες αλλά μόνο επειδή είναι Παλαιστίνιοι.

Παραδόξως, η μεγαλύτερη επιτυχία του σιωνισμού, η διάσπαση των Παλαιστινίων σε διακριτές ομάδες, που βοήθησε το Ισραήλ να διαιρεί και να βασιλεύει, έφθινε χάρη στην ενιαιότητα αυτής της παλαιστινιακής εμπειρίας στην πάροδο των χρόνων. Αυτή η ενιαιότητα είναι ξεκάθαρη στις αφηγήσεις που ξεδιπλώνονται σ’ αυτό το βιβλίο και μετατρέπει την παλαιστινιακή μνήμη, προφορική ιστορία και ανάμνηση όχι μόνο σ’ ένα μητρώο θηριωδών εγκλημάτων, αλλά επίσης σε εργαλεία πολιτισμικής αντίστασης.

Ο Αντόνιο Γκράμσι έλεγε ότι η πολιτισμική αντίσταση είναι είτε η πρόβα για την πολιτική αντίσταση ή τα μέσα που χρησιμοποιούνται όταν η πολιτική αντίσταση είναι αδύνατη. Νομίζω πως κι οι δύο πιθανότητες εφαρμόζονται στην παλαιστινιακή αντίσταση. Η αντίσταση εδώ εκδιπλώνεται ως ατομικές πράξεις ενισχυόμενες από μια ισχυρή αλληλεγγύη του συλλογικού. Η καταπίεση είναι καθημερινή κι ο χρόνος απειροελάχιστος, και το ίδιο είναι κι αντίσταση. Μικροί συμβολισμοί, καθημερινός ηρωισμός και επιβίωση συσσωρεύονται σε μια ιστορία της Sumud, ανθεκτικότητας. Το μήνυμα αυτού του βιβλίου, όπως και πολλών παλαιστινιακών βιβλίων πριν απ’ αυτό, μηνύει ξεκάθαρα ότι ο σιωνισμός δεν είναι ένα αποικιοκρατικό σχέδιο που πρόκειται να τελειώσει με την εξολόθρευση των ιθαγενών. Αυτοί είναι εδώ και θα παραμείνουν.

Ένας απ’ τους εντυπωσιακότερους τρόπους με τους οποίους οι Παλαιστίνιοι παρέμειναν ανθεκτικοί και θα εξακολουθήσουν να το κάνουν είναι η ικανότητά τους, όπως τόσο ευσύνοπτα το έθεσε ο Έντουαρντ Σαΐντ, να αφηγούνται παρά την συνεχιζόμενη Νάκμπα. Οι ισχυρισμοί τους έχουν διαστρεβλωθεί στην πάροδο των χρόνων, ακόμα κι από κάποιους παλαιστίνιους πολιτικούς, πόσο μάλλον από ξένα ειδησεογραφικά μέσα και την ακαδημία, κι είναι μέσα από προσωπικές ιστορίες που επέμεναν στην δική τους εκδοχή των γεγονότων που αυτές οι σκευωρίες και τα μυθεύματα αμφισβητήθηκαν και καταρρίφθηκαν επιτυχώς.

Η μοναδική μέθοδος που χρησιμοποιείται εδώ από τον Ramzy Baroud κάνει αυτές τις αφηγήσεις δυνατότερες όσο ποτέ. Επίσης φωτίζει ξεκάθαρα ότι οι αφηγήσεις είναι ένα δεινό εργαλείο αντίστασης στην αποικιοκρατία και την υφαρπαγή. Είναι μέρος της πολιτισμικής αντίστασης που προαναφέρθηκε, μια που ήταν πολύ πιο ενοποιημένη και ομοιογενής από την πολιτική αντίσταση που έπασχε, και πάσχει, από φραξιονισμό και ανθενωτικότητα. Η μνήμη έγινε το κύριο μέσο δια του οποίου οι Παλαιστίνιοι εντός του Ισραήλ ταυτίστηκαν με το αίτημα των παλαιστινίων προσφύγων για το δικαίωμά τους στον επαναπατρισμό και το οποίο διέδωσε ξεκάθαρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και στους όπου γης Παλαιστινίους, ότι είναι τα θύματα του ίδιου αποικιοκρατικού συστήματος. Γι’ αυτό, όποια πολιτική λύση που θα διαιώνιζε την πολυδιάσπαση και το διαχωρισμό θα επέτεινε την υφαρπαγή και την οδύνη.

Αυτή η ενιαιοποιητική μνήμη τονίζεται από τις σύγχρονες εμπειρίες, αλλά δεν αναγνωρίζεται πάντα από την πολυδιασπασμένη ελίτ, που παραλύει τον αγώνα. Η πράξη της συμμετρικής μίξης της συλλογικής μνήμης σ’ ένα αποτελεσματικό εργαλείο πολιτισμικής αντίστασης έρχεται από τα κάτω, κι είναι μέσα απ’ αυτό που ο Baroud αποκαλεί «μια ιστορία από τα κάτω», που επανακατασκευάζουμε μια πολύ διαφορετική αφήγηση του παρελθόντος και χαρτογραφούμε τις φιλοδοξίες του παρόντος.

Ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το βιβλίο ως πηγή για την ιστορία της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων σε συνδυασμό με άλλα εξαιρετικά βιβλία που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια. Συμπληρώνει την υπάρχουσα ακαδημαϊκή παράδοση με το να προσθέτει την αυθεντική φωνή των ανθρώπων ως τους πρωταρχικούς αφηγητές του παρελθόντος και αντιπαραθέτοντάς το με τα ακαδημαϊκά αφηγήματα που βασίζονται σε ντοκουμέντα και πιο συμβατική ιστοριογραφική ύλη, ή ειδησεογραφικές αναφορές για την πιο πρόσφατη περίοδο.

Επίσης διαφέρει απ’ ότι θα βρείτε σε ακαδημαϊκά έργα στο λογοτεχνικό του ύφος. Η Ιστορία είναι ιστορία[2]· αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εσφαλμένη, φαλκιδευμένη ή και φανταστική. Αλλά η αφήγηση της ιστορίας της Ιστορίας δεν μπορεί να διαζευχθεί από συναισθηματικό υπόστρωμα, θυμό, αίσθημα αδικίας, κι ελπίδα. Η ακαδημαϊκή δουλειά συχνά αποτυγχάνει στο να επανασυνδέσει μ’ αυτές τις διαχρονικές και φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης ακόμα κι όταν γράφει για ανθρώπινα όντα. Το στυλ μας επιτρέπει να συνδεθούμε μ’ αυτές τις ευάλωτες και συνάμα ενδυναμωτικές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης, ακόμα κι αν κάποιες φορές διαβιβάζονται από έναν ενδιάμεσο αφηγητή.

Είναι πιθανόν μόνο διαμέσου μιας τέτοιας προσέγγισης που μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τη σύνδεση μεταξύ της καταστροφής του αστικού χώρου στην Παλαιστίνη το 1948 κι αυτού της Συρίας από το 2011. Μεταξύ των πολλών θυμάτων της πιο πρόσφατης από τις δύο φρικαλεότητες, οι Παλαιστίνιοι πάλι ξεχωρίζουν (όπως οι ένοικοι του καταυλισμού στο Γιαρμούκ στη Συρία), διαφεύγοντας αυτή τη φορά από τη Μέση Ανατολή κι όχι απλά απ’ την Παλαιστίνη.

Η απανθρωπιά, που περιέλαβε τους Παλαιστινίους γι’ άλλη μια φορά, έχει επίσης επηρεάσει εκατομμύρια άλλους στην περιοχή. Η βαρβαρότητα που μαίνεται στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη αξίζει την προσοχή και την καταδίκη μας, Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα ‘πρεπε να ξεχνάμε ότι αυτού του είδους η απανθρωπιά υπερίσχυσε στην Παλαιστίνη για πάνω από έναν αιώνα κι ότι η διεθνής αδιαφορία προς, κι όντως αρκετά συχνά στήριξη για, αυτήν είναι ένας απ’ τους κύριους λόγους που η Δύση νιώθει και παραμένει ανήμπορη ενώπιον της τρέχουσας σφαγής. Μόνο μέσω της προσεχτικής παρακολούθησης του ρόλου της Δύσης στην υφαρπαγή της περιουσίας των Παλαιστινίων, που ξεκίνησε εκατό χρόνια πριν με τη διακήρυξη του Μπάλφουρ, μπορεί να εκτιμηθεί η υπευθυνότητα της Δύσης για το χάος που επικρατεί στη Μέση Ανατολή. Κανείς μπορεί να απαλλάξει τις αραβικές κοινωνίες και τους πολιτικούς τους από την ευθύνη τους για τη δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η Μέση Ανατολή· αυτό είναι αποδεκτό και ποτέ δεν παραγνωρίστηκε. Η μοίρα του ιθαγενούς λαού της Παλαιστίνης, όπως κι αυτή τόσων άλλων ιθαγενών λαών ανά τον κόσμο που καταστράφηκαν απ’ τη Δύση, είναι στενά συνδεδεμένη μ’ ένα καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο μέλλον για όλη τη Μέση Ανατολή. Για μια καλύτερη κατανόηση του πώς ξεκίνησε, και τι σήμαινε, κανείς πρέπει να ακούσει τις φωνές των ανθρώπων που υπέστησαν τον Δυτικό Ιμπεριαλισμό και τη Σιωνιστική Αποικιοκρατία. Αυτό το βιβλίο είναι ένα καλό σημείο αφετηρίας αυτού του ταξιδιού.

[1] Καταστροφή. Αναφέρεται στα γεγονότα του 1948, όταν ισραηλινές παραστρατιωτικές ομάδες έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εθνοκάθαρσης της ιστορικής Παλαιστίνης ώστε στα εδάφη της να ιδρυθεί εβραϊκό κράτος, διαπράττοντας θηριωδίες, σκοτώνοντας χιλιάδες κι εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδων Παλαιστινίων

[2] Ως «Ιστορία» αποδίδεται ο όρος «history» και ως «ιστορία» ο όρος «story»