Ένα κατάλληλο πολιτικό εργαλείο για κάθε κατάσταση

Α. Γιατί είναι αναγκαία μία πολιτική οργάνωση;

  1. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο επιβεβαιώνουν αυτό που έγραψε ο Λένιν το 1914[1]: «Χωρίς οργάνωση οι μάζες δεν έχουν ενότητα βούλησης» και χωρίς αυτήν δεν μπορούν να αγωνιστούν ενάντια στην «πανίσχυρη τρομοκρατική στρατιωτική οργάνωση» των καπιταλιστικών κρατών.
  2. Προκειμένου η πολιτική δράση να είναι αποτελεσματική, έτσι ώστε οι διαμαρτυρίες, η αντίσταση και οι αγώνες να μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μετατροπή των μαζικών εξεγέρσεων σε επαναστάσεις, είναι απαραίτητο ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να υπερβαίνει τον διασκορπισμό και την πολυδιάσπαση όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση: ένα πολιτικό εργαλείο που να μπορεί να δημιουργεί χώρους συνάντησης όλων εκείνων που, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται έναν κοινό εχθρό· ένα εργαλείο ικανό να ενδυναμώνει τους υφιστάμενους αγώνες και να προωθεί και νέους κατευθύνοντας τη δράση τους βάσει μιας ενδελεχούς ανάλυσης της πολιτικής κατάστασης· ένα εργαλείο που να μπορεί να λειτουργεί για τη συνοχή των επιμέρους εκφράσεων της αντίστασης και του αγώνα.
  3. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων δείχνει ξεκάθαρα τι μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να αναπτύξει ένα εναλλακτικό εθνικό πρόγραμμα προκειμένου να ενοποιήσει τους αγώνες διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων σε έναν κοινό σκοπό· ένα εργαλείο που θα βοηθά στη συνοχή και θα καθοδηγεί τους κοινωνικούς αυτούς παράγοντες βασιζόμενο σε μια ανάλυση του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι κατάλληλες δράσεις να λάβουν χώρα στο σωστό τόπο και το σωστό χρόνο, στοχεύοντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του εχθρού.
  4. Αυτό το πολιτικό εργαλείο είναι σαν έμβολο μέσα σε μια ατμομηχανή τρένου, το οποίο μετατρέπει την ενέργεια του ατμού σε κίνηση που μεταφέρεται στους τροχούς, θέτοντας έτσι σε λειτουργία τη μηχανή και μαζί της και το υπόλοιπο τρένο. Η ισχυρή οργανωτική συνοχή δεν εξασφαλίζει από μόνη της μείζονα αντικειμενική ικανότητα δράσης, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα ένα εσωτερικό κλίμα που καθιστά δυνατές τις ενεργητικές παρεμβάσεις σε πολιτικά γεγονότα που αποτελούν ευκαιρίες. Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως στην πολιτική δεν αρκεί να έχει κάποιος δίκιο, αλλά θα πρέπει να δρα στο σωστό χρόνο και να βασίζεται στην ισχύ του προκειμένου να έχει επιτυχία.
  5. Στον αντίποδα, η ιδεολογική σύγχυση σε σχέση με το γιατί αγωνιζόμαστε και το συναίσθημα ότι δεν βασιζόμαστε σε συμπαγή εργαλεία, που να μας επιτρέπουν να μετουσιώνουμε τις ληφθείσες αποφάσεις σε πράξη, έχει αρνητικό αντίκτυπο, οδηγώντας σε παράλυση της πράξης.

i) Ένα εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού

  1. Ένα τέτοιο πολιτικό εργαλείο είναι αναγκαίο επειδή χρειαζόμαστε ένα φορέα που να μπορεί να θέσει τους άξονες για τη συγκρότηση μιας πρώτης πολιτικής πρότασης, ενός προγράμματος ή ενός εθνικού σχεδίου εναλλακτικού προς τον καπιταλισμό. Αυτό το πρόγραμμα ή το σχέδιο λειτουργεί ως θαλάσσιος χάρτης προκειμένου να βρούμε το δρόμο μας, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χαθούμε, για να θέσουμε τα θεμέλια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε σωστή βάση, για να μην συγχέουμε αυτό που πρέπει να γίνει τώρα με αυτό που πρέπει να γίνει αργότερα, για να γνωρίζουμε ποια βήματα πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο· με άλλα λόγια, χρειζόμαστε μια πυξίδα για να διασφαλίσουμε ότι το πλοίο μας δεν θα εξοκείλει, αλλά θα φτάσει με ασφάλεια στον προορισμό του.
  2. Το παραπάνω καθήκον απαιτεί χρόνο, μελέτη και γνώση της εθνικής και διεθνούς κατάστασης. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αυτοσχεδιάσουμε σε μια νύχτα, πολλώ δε μάλλον στο σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε. Το έργο αυτό πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτικό πρόγραμα που να λειτουργεί όπως ο θαλάσσιος χάρτης που προαναφέραμε και να συγκεκριμενοποιείται σε ένα εθνικό πλάνο ανάπτυξης.
  3. Η αρχική προετοιμασία θα πρέπει πάντοτε να γίνεται από την πολιτική οργάνωση, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας πως θα πρέπει αυτό το έργο να εμπλουτίζεται και να τροποποιείται μέσα από την κοινωνική πρακτική με τις απόψεις και τις προτάσεις των κοινωνικών παραγόντων, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω, αλλά θα πρέπει να οικοδομηθεί με τη συμμετοχή του λαού.
  4. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν βαρέθηκε ποτέ να επαναλαμβάνει ότι το μονοπάτι για το σοσιαλισμό δεν είναι από τα πριν χαραγμένο ούτε και υπάρχουν προκαθορισμένα πρότυπα και σχέδια, καθώς «η σύγχρονη προλεταριακή τάξη δεν διεξάγει τους αγώνες της βάσει κάποιου προτύπου που αναπαράγεται σε ένα βιβλίο ή μία θεωρία. Ο αγώνας των σύγχρονων εργατών είναι μέρος της ιστορίας, μέρος της κοινωνικής εξέλιξης και μαθαίνουμε πώς πρέπει να παλεύουμε εν μέσω της ιστορίας, εν μέσω της εξέλιξης, εν μέσω του αγώνα»[2].
  5. Το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να διεγείρει μια διαρκή αντιπαράθεση για τα μεγάλα εθνικά προβλήματα ώστε αυτό το βασικό σχέδιο, και τα επιμέρους που απορρέουν από αυτό, να εμπλουτίζονται διαρκώς. Συμφωνώ με τον Farruco Sesto ότι αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν μπορούν να περιορίζονται σε μια απλή αναμέτρηση ιδεών αλλά θα πρέπει «να οδηγούν στην συλλογική σφυρηλάτηση ιδεών και λύσεων στα προβλήματα […]. Τα επιχειρήματα που συγκεντρώνουμε ή που αντιπαραθέτουμε απέναντι σε αντίθετες απόψεις θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε μια κοινή αλήθεια»[3].
  6. Η πολιτική οργάνωση θα πρέπει – σύμφωνα με τον Sesto- να αποτελεί «ένα τεράστιο εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού, που θα αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη χώρα». Εγώ πιστεύω, ειδικότερα, ότι το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει όχι μόνο να ενθαρρύνει την εσωτερική αντιπαράθεση αλλά και να καταβάλλει προσπάθειες για να διευκολύνει την ενεργό συμμετοχή σε χώρους δημοσίου διαλόγου επί θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος όπου θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες.
  7. Για το λόγο αυτό συμφωνώ για μια ακόμη φορά με τον Farruco ότι, εφόσον το κόμμα δεν είναι κάτι ξέχωρο από το λαό αλλά αντιθέτως θα πρέπει «να ζει μαζί με το λαό», το ιδανικό μέρος για να λάβει χώρα αυτή η αντιπαράθεση είναι «η καρδιά του λαϊκού κινήματος». Επιπλέον, «εάν ένας από τους στρατηγικούς στόχους της επανάστασης είναι να μεταβιβάσει την εξουσία στο λαό, αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά όχι απλά της δυνατότητας λήψης αποφάσεων αλλά και της επεξεργασίας των λόγων που οδηγούν σε αυτή την απόφαση, καθώς η παραγωγή των ιδεών και το ξεκαθάρισμα σχετικά με το ποια οδό πρέπει να ακολουθήσουμε αποτελεί την πιο σημαντική πτυχή της άσκησης εξουσίας».

ii) Ένας οδηγός για τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε

  1. Το πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο όχι μόνο για να συντονίζει το λαϊκό κίνημα και να προωθεί την θεωρητική σκέψη, αλλά και για να προσδιορίζει τη στρατηγική. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οδηγό που να περιγράφει τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για να εφαρμόσουμε τη θεωρία, σε συνδυασμό με την ανάλυσή μας για τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι δράσεις μας να λάβουν χώρα στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, αναζητώντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του αντιπάλου, εκμεταλλευόμενοι τον ατμό της μηχανής την αποφασιστική στιγμή, μετατρέποντάς τον σε προωθητική δύναμη και αποφεύγοντας την κατασπατάλησή του. Φυσικά, όπως είπε και ο Τρότσκι, αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι το έμβολο, αλλά ο ατμός· κι αυτός είναι η ενέργεια που εκτοξεύεται από της μάζες που κινητοποιούνται.
  2. Και αν ένα πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο για την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας, παίζει καθοριστικό ρόλο και κατά την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, εναλλακτικής στον Καπιταλισμό, όπως προείπαμε.

Β. Υπερβαίνοντας το Υποκειμενικό Εμπόδιο

  1. Γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με αυτές τις ιδέες. Υπάρχουν πολλοί που δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να τις συζητήσουν. Τέτοιες θέσεις συχνά υιοθετούνται επειδή συσχετίζουν την παραπάνω αντίληψη με τις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές, γραφειοκρατικές και πατροναριστικές πολιτικές πρακτικές που έχουν χαρακτηρίσει αρκετά κόμματα της αριστεράς.
  2. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπερβούμε αυτό το υποκειμενικό εμπόδιο, καθώς είμαι, όπως είπα, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αγώνας ενάντια στο παρόν σύστημα κυριαρχίας ούτε και να οικοδομηθεί μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς την ύπαρξη ενός εργαλείου ικανού να συσπειρώνει διαφορετικούς κοινωνικούς παράγοντες και να ενοποιεί την βούλησή τους για δράση γύρω από συμφωνημένους στόχους.
  3. Αποτελεί παράδοξο ότι ο Hardt και ο Negri, οι οποίοι παραδέχονται ότι ζούμε σε μια «παγκόσμια εμπόλεμη κατάσταση», ότι η απόλυτη δημοκρατία που επιθυμούμε δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί, που θεωρούν δίκαιη την άμυνα των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, που υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι «ένα σχέδιο πολιτικής οργάνωσης, συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από πολιτικές πρακτικές»[4] και ότι «η κοινωνική πλειοψηφία θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις και να δρα από από κοινού», δεν αποδέχονται, παρόλα αυτά, την άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «κεντρικό σημείο διοίκησης και πληροφόρησης»[5] και δεν προτείνουν τίποτε απολύτως για το πώς θα εφαρμόζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού.

Γ. Γιατί Πολιτικό Υποκείμενο και όχι Πολιτικό Κόμμα

i) Ο Λένιν ενάντια σε ένα Παγκόσμιο Μοντέλο

  1. Εξαιτίας της εντεινόμενης υποτίμησης της πολιτικής και των πολιτικών, πολλοί άνθρωποι τείνουν να απορρίπτουν τον όρο «κόμμα». Γι αυτό το λόγο προτιμώ τη χρήση του όρου «πολιτικό υποκείμενο».
  2. Δεν είναι όμως αυτό ο μόνος λόγος· υπάρχει και ένας πιο θεμελιακός λόγος που προσπαθεί να δώσει έμφαση στον εργαλειακό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχουν όλες οι πολιτικές, επαναστατικές οργανώσεις.
  3. Εάν αυτό που διακυβέβευται είναι η καθοδήγηση του αγώνα κομματιών της κοινωνίας, τα οργανωτικά ζητήματα δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό, παρά μόνο εργαλείο που εξυπηρετεί το αντικειμενικό στόχο.
  4. Και η μορφή που παίρνει ο αγώνας εξαρτάται από την πραγματικότητα κάθε χώρας. Δεν μπορεί κανείς να έχει μια φόρμουλα για την οργάνωση· αυτή θα πρέπει να καθορίζεται ώστε να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά κάθε κοινωνικής πραγματικότητας.
  5. Ο Λένιν, σε αντίθεση με πολλούς από τους υποστηρικτές του, όταν προσπαθούσαν να συγκροτήσουν ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία, στήριζε ξεκάθαρα την άποψη ότι δεν τίθετο ζήτημα ανάπτυξης μιας παγκόσμιας φόρμουλας για το επαναστατικό κόμμα. Γνώριζε καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που λειτουργούσε σε αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα, ήταν καλά οργανωμένη: προκειμένου να δώσει τη μάχη μέσω των εκλογικών διαδικασιών, ήταν οργανωμένη σε ισχυρά, νόμιμα κόμματα· κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά των κομμάτων αυτών δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν μηχανικά στην τσαρική Ρωσία, το απολυταρχικό καθεστώς της οποίας εμπόδιζε όλες τις ανοιχτά επαναστατικές πολιτικές οργανώσεις. Ούτε και το μοντέλο των παλαιών, μυστικών επαναστατικών οργανώσεων της Ρωσίας θα μπορούσε να υιοθετηθεί, αν και παρέμενε σημαντικό να διδαχθούν από αυτές σχετικά με ορισμένες συνωμοτικές τεχνικές.
  6. Τι έπρεπε να γίνει για να συγκροτηθεί ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία – μια χώρα όπου υπήρχε ένα τρομοκρατικό κράτος, που στηριζόταν σε μια πολύ μικρή σε μέγεθος, ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στις πόλεις και πολύ μαχητική εργατική τάξη; Σύμφωνα με τον μπολσεβίκο ηγέτη, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «κλειστό» κόμμα πειθαρχημένων μαχητών – αληθινά επαναστατικές ομάδες – και με αυτούς να επιδιώξουν «τη συνάντηση με τα αυθόρμητα κινήματα τμημάτων του λαού, ή πιο συγκεκριμένα, με το προλεταριάτο των εργαστασίων, προκειμένου να δημιουργήσουν μια οργάνωση για αυτό το κίνημα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της χώρας»[6].

ii) Η Τρίτη Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα

  1. Για τον Λένιν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε μια παγκόσμια φόρμουλα για το επαναστατικό κόμμα. Θεωρούσε πάντα το κόμμα ως το κατεξοχήν πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού, ως το εργαλείο εκείνο που θα παρείχε πολιτική κατεύθυνση στην ταξική πάλη – μια πάλη που πάντοτε λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Πίστευε, λοιπόν, ότι η οργανωτική δομή κάθε κόμματος θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας και να τροποποιείται με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του αγώνα.
  2. Αυτές οι πρώιμες ιδέες του Λένιν επικυρώθηκαν και στην 3η Διάσκεψη της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921. Σε ένα από τα έργα του[7] υποστηρίζει τα παρακάτω: «Δεν υπάρχει απόλυτη οργανωτική μορφή, κατάλληλη για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε κάθε εποχή. Οι συνθήκες της προλεταριακής ταξικής πάλης μεταβάλλονται διαρκώς, συνεπώς η προλεταριακή εμπροσθοφυλακή θα πρέπει πάντοτε να αναζητά αποτελεσματικά οργανωτικά σχήματα. Αντιστοίχως, κάθε Κόμμα θα πρέπει να αναπτύξει δικές του, ειδικές μορφές οργάνωσης, ώστε να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες κάθε χώρας».
  3. Ωστόσο, παρά τις οδηγίες της Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν στην πράξη ένα ενιαίο μοντέλο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις χώρες όπου ιδρύθηκαν.
  4. Αυτό θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη δύο κριτήρια τα οποία ο Λένιν θεωρούσε ότι τυγχάνουν παγκόσμιας εφαρμογής. Το πρώτο αφορούσε τη θεώρηση του κομμουνιστικού κόμματος ως του κόμματος της εργατικής τάξης και το δεύτερο κριτήριο αφορούσε την προϋπόθεση να υιοθετήσει κάθε κόμμα υποχρεωτικά το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα», προκειμένου να ανήκει στην Κομμουνιστική Διεθνή.
  5. Τέτοιες υποθέσεις εφαρμόστηκαν με ζήλο από το Λατινοαμερικάνικο τμήμα της Διεθνούς, με την επίδρασή τους να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Οι ηγέτες των κομμάτων αντέγραφαν με ζήλο φόρμουλες που είχαν εφευρεθεί για τον Τρίτο Κόσμο χωρίς καμιά διαφοροποίηση και αγνοούσαν τις ιδιαιτερότητες των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν για να θυμηθούμε τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Mariátegui όταν δεν τήρησε την απόφαση της Διεθνούς σχετικά με το όνομα του κόμματος της εργατικής τάξης που ίδρυσε· το ονόμασε Σοσιαλιστικό και όχι Κομμουνιστικό κόμμα, αν και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει μέλος της Διεθνούς.

iii) Σημαντικά τμήματα του λαού παραβλέπονται

  1. Η άκριτη έμφαση που δόθηκε στην εργατική τάξη οδήγησε τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής στην παράβλεψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του επαναστατικού κοινωνικού υποκειμένου της ηπείρου και στην μη κατανόηση του ρόλου που μπορούν να παίξουν στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής οι ιθαγενείς και οι χριστιανοί.
  2. Είναι προφανές ότι αυτήν την περίοδο στις δικές μας χώρες η λαϊκή πάλη αναπτύσσεται υπό συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες της τσαρικής Ρωσίας. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι η Βενεζουέλα δεν είναι ούτε Κούβα ούτε Νικαράγουα, ούτε είναι η Βολιβία το ίδιο με το Εκουαδόρ. Σε κάθε χώρα υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες που διαπερνούν τη στρατηγική και τροποποιούν της μορφές της λαϊκής πάλης. Κατά συνέπεια, δεν πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να προτείνουμε ένα ορισμένο «καλούπι» για την μορφή που θα έπρεπε να έχει το επαναστατικό υποκείμενο.
  3. Το λάθος πολλών κομμάτων και κινημάτων στη Λατινική Αμερική είναι ότι ιεράρχησαν το πρόβλημα της οργανωτικής δομής υψηλότερα από της ανάγκες της πάλης, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
  4. Μια έκφανση του παραπάνω φαινομένου αποτελεί η τάση να υιοθετούν πολύ προωθημένες μορφές οργάνωσης που δεν ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη του ίδιου του επαναστατικού κινήματος, ως αποτέλεσμα αντιγραφής από άλλες επμπειρίες που πολλοί λίγοι τις θεωρούν κτήμα τους. Μια ακραία απόκλιση ορισμένων αριστερών ομάδων στη Λατινική Αμερική, που αυτοπροσδιορίζονταν ως υπέρμαχοι του ένοπλου αγώνα, ήταν αυτή της δημιουργίας δομών και και ιεραρχίας στρατιωτικού τύπου χωρίς να διαθέτουν καμία απολύτως στρατιωτική δύναμη.

Marta Harnecker (1937 – 2019) κατάγεται από τη Χιλή, όπου συμμετείχε στην επαναστατική διαδικασία των ετών 1970-73. Έχει γράψει εκτενώς για την επανάσταση της Κούβας και τη φύση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Έζησε στο Καράκας και συμμετείχε στην Βενεζουελάνικη επανάσταση. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Ένας κόσμος να οικοδομήσουμε: Νέα μονοπάτια για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».  

Πηγή: The Bullet

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] V. I. Lenin, “The Collapse of the Second International,” Ch. 6.

[2] Rosa Luxemburg, “The Politics of Mass Strikes and Unions.”

[3] Farruco Sesto, Que Viva el Debate!

[4] Michael Hardt and Antonio Negri, Multitude: War and Democracy in the Age of Empire, New York: Penguin, 2004, p.226.

[5] βλ. σημείωση 4

[6] V.I. Lenin, “Our Immediate Task,” 1899.

[7] V.I. Lenin, “Thesis on the Structure, Methods and Action of Communist Parties,” in Alan Adler (ed.), Theses, Resolutions and Manifestos of the First Four Congresses of the Third International.

Ο Ύστερος Ιμπεριαλισμός

Το έργο με τη μεγαλύτερη επιρροή για τον ιμπεριαλισμό παραμένει η κλασική μελέτη του Β. Ι. Λένιν πριν από έναν αιώνα, Ιμπεριαλισμός: Το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού (πιο γνωστή με τον τίτλο που της δόθηκε μετά την πρώτη της δημοσίευση, Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού[i]). Ο Λένιν χρησιμοποίησε τον όρο σύγχρονος ιμπεριαλισμός ή απλώς ιμπεριαλισμός για να αναφερθεί στην εποχή του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου, κατά την οποία ολόκληρος ο κόσμος διαμοιράζεται από τα ηγετικά κράτη και τις επιχειρήσεις τους, διαχωρίζοντας το ιμπεριαλιστικό στάδιο από τον αποικιοκρατισμό/ιμπεριαλισμό των μερκαντιλιστικών και ελεύθερα ανταγωνιστικών σταδίων του καπιταλισμού που προηγήθηκαν. “Η αποικιακή πολιτική και ο ιμπεριαλισμός”, επέμενε ο Λένιν, “υπήρχαν πριν από αυτό το τελευταίο [ιμπεριαλιστικό] στάδιο του καπιταλισμού, και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό”[ii].

Το νέο ιμπεριαλιστικό στάδιο, που ξεκίνησε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και επεκτάθηκε στον 20ο αιώνα, θεωρήθηκε ως προϊόν της ανάπτυξης γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων με μονοπωλιακή δύναμη, της στενής σύνδεσης που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων και των εθνικών κρατών στα οποία προέκυψαν, και της συνακόλουθης πάλης για τον έλεγχο των παγκόσμιων πληθυσμών και πόρων -που οδήγησε σε ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και πόλεμο. “Αν ήταν απαραίτητο να δώσουμε τον συντομότερο δυνατό ορισμό του ιμπεριαλισμού [ως “ειδικό στάδιο”]”, έγραψε ο Λένιν, “θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού “[iii].

Η γενική ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ανήκε σε μια ομάδα που σε μεγάλο βαθμό αφορούσε συμπληρωματικές θεωρίες της μαρξιστικής παράδοσης που περιελάμβανε έργα όπως το Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910), Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1913) της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Ο Ιμπεριαλισμός και η Παγκόσμια Οικονομία (1915) του Νικολάι Μπουχάριν[iv]. Ωστόσο, η ανάλυση του ίδιου του Λένιν ήταν ασυναγώνιστη ως προς την ικανότητά της να αποτυπώνει τις κυρίαρχες παγκόσμιες συνθήκες μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης των ίδιων των παγκόσμιων πολέμων. Ένα ισχυρό σημείο της ανάλυσής του ήταν ο συγκεκριμένος, ιστορικός χαρακτήρας της, απαλλαγμένος από άκαμπτες θεωρητικές φόρμουλες. Περιελάμβανε ποικίλα φαινόμενα όπως η ανάπτυξη του μονοπωλιακού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η “διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ”, η εξαγωγή κεφαλαίου, ο αγώνας για ενέργεια και πρώτες ύλες, η ταξική πάλη, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στον αγώνα για οικονομική επικράτεια και σφαίρες επιρροής, η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στον καπιταλιστικό πυρήνα και ο ανταγωνισμός για παγκόσμια και περιφερειακή ηγεμονία[v].

Δίνοντας έμφαση στον διακαπιταλιστικό ανταγωνισμό, ο Λένιν επισήμανε επίσης την ιεραρχία των εθνών-κρατών, η οποία χρησίμευε για να διαχωρίζει τις δυνάμεις του πυρήνα από τα φτωχότερα έθνη της περιφέρειας που βρίσκονταν εντός της ιμπεριαλιστικής επιρροής τους. Η ανάλυσή του προχώρησε πέρα από την αποικιοκρατία για να συζητήσει τη νεοαποικιοκρατία σε σχέση με τη Λατινική Αμερική. Στη δεκαετία του 1920, προσεκτικός απέναντι στους επαναστατικούς αγώνες που συνέβαιναν στο Μεξικό, την Τουρκία, την Περσία, την Κίνα και την Ινδία, ο Λένιν πρωτοστάτησε στην επέκταση της ανάλυσής του στην εξέταση όλων των “ιμπεριαλιστικά καταπιεσμένων αποικιών και χωρών” και όλων των “εξαρτημένων χωρών”, πυροδοτώντας την κατεύθυνση της επανάστασης στην περιφέρεια ενάντια στον “διεθνή ιμπεριαλισμό “[vi].

Ωστόσο, η ιστορία στη μαρξιστική αντίληψη είναι μια διαλεκτική συνέχειας και αλλαγής. Στη δεκαετία του 1960, η ανάλυση του Λένιν, παρά την πληρότητά της, χρειαζόταν επικαιροποίηση. Στη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν με σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, ο κόσμος είδε το μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα στην ιστορία που σχετιζόταν με τη ρήξη με την αποικιοκρατία, την άνοδο της νεοαποικιοκρατίας και την ανάδυση μιας αντίπαλης σφαίρας, αυτή της μετεπαναστατικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων κρατών με σοσιαλιστικές φιλοδοξίες[vii]. Σε αυτή την αλλαγμένη ατμόσφαιρα, που αντιστοιχούσε στον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους παρουσίασαν μια νέα ιδεολογία οικονομικής μεγέθυνσης, ανάπτυξης, βοήθειας και εκσυγχρονισμού εντός του καπιταλιστικού ιδεολογικού πλαισίου. Μια στρατιά φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών διανοουμένων, μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως οι Mark Blaug, Benjamin J. Cohen, Robert W. Tucker και Barrington Moore Jr. επιστρατεύτηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 για να αρνηθούν την ύπαρξη του οικονομικού ιμπεριαλισμού, αν όχι του ιμπεριαλισμού γενικότερα, επικρίνοντας με την ανάλυσή τους διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς και των Ηνωμένων Πολιτειών ειδικότερα, όπως ο Paul Baran, ο Paul Sweezy, ο William Appleman Williams και ο Harry Magdoff.[viii]

Στο επίκεντρο της έντονης συζήτησης για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 στο πλαίσιο του πολέμου του Βιετνάμ ήταν το βιβλίο του Magdoff Η εποχή του ιμπεριαλισμού: Τα οικονομικά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (1969), που γράφτηκε λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνια μετά το μεγάλο έργο του Λένιν. Σε συνδυασμό με τη συλλογή ιστορικών και θεωρητικών δοκιμίων του Magdoff από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του ’70 – Ιμπεριαλισμός: From the Colonial Age to the Present (1978)- το έργο ‘Η Εποχή του Ιμπεριαλισμού’ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη οικονομική, ιστορική και θεωρητική ανάλυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην κορύφωσή του, στη λεγόμενη χρυσή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού[ix].

Ο Magdoff, περισσότερο από κάθε άλλη προσωπικότητα της εποχής, διαμόρφωσε τη διαλεκτική της συνέχειας και της αλλαγής στη μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, συνδέοντας το έργο του με την προηγούμενη ανάλυση του Λένιν. Όπως και άλλοι σημαντικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού από τα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, όπως οι Baran, Sweezy και Samir Amin, συνέχισε να δίνει έμφαση στη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μαζί με την άνοδο των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ως το κλειδί για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Επιπλέον, ο Magdoff βασίστηκε στην πολυπλοκότητα και την πολυδιάστατη φύση της αρχικής προσέγγισης του Λένιν, επιχειρώντας να την αναπαράγει για μια μεταγενέστερη εποχή. Ο Magdoff είχε σχεδιάσει τα στατιστικά μέτρα παραγωγικότητας (τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ) για το Εθνικό Ερευνητικό Πρόγραμμα για τις Ευκαιρίες Επανένταξης στην Απασχόληση και την Τεχνολογική Ανάπτυξη της Διεύθυνσης Προόδου των Έργων (Works Progress Administration) κατά τη διάρκεια του New Deal στη δεκαετία του 1930. Υπήρξε κομβική φυσιογνωμία στην οργάνωση της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικών Απαιτήσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και στο ρόλο του στο War Production Board, όπου τέθηκε επικεφαλής του σχεδιασμού και των ελέγχων στις βιομηχανίες μηχανημάτων. Στη συνέχεια ήταν επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης τρεχουσών επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορίου, όπου επέβλεπε την έρευνα τρεχουσών επιχειρήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης και στη συνέχεια διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του Υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ (και πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ) Henry Wallace. Αυτό το εξαιρετικό υπόβαθρο στην δημιουργία και ανάλυση των οικονομικών στατιστικών των ΗΠΑ και στον πολεμικό σχεδιασμό σήμαινε ότι ο Magdoff ήταν καλά εξοπλισμένος για να παρέχει οριστικές εμπειρικές αποδείξεις του οικονομικού ιμπεριαλισμού εκ μέρους των αμερικανικών επιχειρήσεων και του αμερικανικού κράτους, μαζί με τη σχέση του με τις ευρύτερες διαστάσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού[x].

Στην αντιμετώπιση του Magdoff, ο ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε να εξεταστεί στο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης που χρησιμοποιείται μερικές φορές για την ανάλυση της λογικής του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια λογική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού απαιτούσε προσοχή στις εσωτερικές λειτουργίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, που εκκινούν από τη θεωρητική αφαίρεση, αλλά τελικά επιβεβαιώνονται και αποκτούν νόημα σε συγκεκριμένο, ιστορικό επίπεδο[xi]. Αυτό ήταν σύμφωνο με τη μέθοδο του ίδιου του Καρλ Μαρξ, ο οποίος ανέπτυξε την κριτική του στην πολιτική οικονομία μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων που κινούνταν από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Έτσι, ο Μαρξ ξεκίνησε την κριτική του με το Κεφάλαιο (που αρχικά είχε προγραμματιστεί ως ο τόμος 1 σε ένα έργο έξι τόμων), αντιπροσωπεύοντας το πιο αφηρημένο επίπεδο ανάλυσης, και σκόπευε να την ολοκληρώσει με τον τόμο 5 για το Διεθνές Εμπόριο και τον τόμο 6 για την Παγκόσμια Οικονομία και τις Κρίσεις –δηλαδή, με όρους συγκεκριμένης ανάλυσης αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Ωστόσο, ποτέ δεν ξεπέρασε τον 1ο τόμο του αρχικού σχεδίου, ο οποίος μετατράπηκε στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου.[xii]

Ο ιμπεριαλισμός, υποστήριξε ο Magdoff, ήταν εγγενώς πολύπλοκος και μεταβαλλόμενος στις διαμορφώσεις του, αντανακλώντας τόσο τις κεντρομόλες όσο και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που διέπουν το σύστημα. Σε ό,τι αφορούσε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έπρεπε να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί η “ουσιαστική ενότητα” μεταξύ οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικοστρατηγικών στόχων/τάσεων. Ο ρόλος των πολυεθνικών εταιρειών στο εξωτερικό δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το ρόλο των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ που είναι διασκορπισμένες σε όλο τον πλανήτη ή από την ανάγκη ελέγχου του πετρελαίου και άλλων στρατηγικών πόρων. Ο Magdoff ήταν στα καλύτερά του όταν αντέκρουε όσους προσπαθούσαν να ισχυριστούν: (1) ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις και το εμπόριο είχαν μικρή οικονομική σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες (απέδειξε ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν αυξηθεί από περίπου το 10% του αμερικανικού ΑΕΠ μετά τη φορολογία των μη χρηματοπιστωτικών εταιρικών κερδών το 1950, σε περίπου 22% μέχρι το 1964)- (2) ότι η αμερικανική οικονομία δεν εξαρτιόταν από το πετρέλαιο ή άλλες πρώτες ύλες που βρίσκονταν στο εξωτερικό και δεν είχε εγγενή γεωπολιτικά συμφέροντα- και (3) ότι τα αμερικανικά κέρδη επηρεάζονταν μόνο οριακά από το πλεόνασμα που αντλούνταν από την περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος[xiii]. Το γεγονός ότι όλες οι άλλες μεγάλες καπιταλιστικές χώρες αποδέχθηκαν την ηγεμονία των ΗΠΑ δεν σήμαινε ότι ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός είχε εξαφανιστεί εντελώς ή ότι δεν θα επανεμφανιζόταν στο μέλλον. Απαντώντας σε όσους αμφισβητούσαν αν “ο ιμπεριαλισμός ήταν πραγματικά απαραίτητος” για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Magdoff εξήγησε ότι “ο ιμπεριαλισμός είναι ο τρόπος ζωής του καπιταλισμού[xiv].

Για τον Magdoff, που έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι κύριες αλλαγές στη δομή του ιμπεριαλισμού από την εποχή του Λένιν -πέρα από την αποαποικιοποίηση και την άνοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ – σχετίζονταν όλες με την περαιτέρω ανάπτυξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου: (1) η εμφάνιση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, (2) η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων των πολυεθνικών τραπεζών) και η αυξανόμενη διείσδυσή τους στην περιφέρεια και (3) “η προτεραιότητα των συμφερόντων της στρατιωτικο-πολυεθνικής βιομηχανίας στις κρατικές υποθέσεις”. Αυτή η περιγραφή, σημείωσε, αφορούσε πρώτα και κύρια τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αντανακλούσε τις σχέσεις που υλοποιούνταν επίσης μεταξύ των αντίπαλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στην ουσία, επισήμαινε μια τάση εντός του συστήματος προς τη διαμόρφωση ενός γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, που θα ξεκινούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Βασικό στοιχείο στην Εποχή του Ιμπεριαλισμού του Magdoff ήταν το κεφάλαιο για την ανάπτυξη του “Χρηματοπιστωτικού Δικτύου”, το οποίο διερευνούσε το όλο φαινόμενο των πολυεθνικών τραπεζών και των χρηματοοικονομικών εν γένει – μια αντιμετώπιση που επρόκειτο να συνεχίσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βιβλίο του Globalization: To What End?, το οποίο περιλάμβανε την ανάλυσή του για την “Χρηματοπιστωτική Παγκοσμιοποίηση” [xv].

Θα υποστηριχθεί εδώ ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής (και του χρηματοπιστωτικού συστήματος) -η οποία αναδύθηκε μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό από την οικονομική στασιμότητα των μέσων της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια επιταχύνθηκε με την κατάρρευση των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και την επανένταξη της Κίνας στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα- δημιούργησε έναν πιο γενικευμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον οποίο θεωρητικοποίησαν στοχαστές όπως οι Magdoff, Baran, Sweezy και Amin. Αυτό εγκαινίασε αυτό που μπορεί να ονομαστεί ύστερος ιμπεριαλισμός.

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός αναφέρεται στην παρούσα περίοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της στασιμότητας, της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ και της αυξανόμενης παγκόσμιας σύγκρουσης, που συνοδεύεται από υπαρξιακές απειλές για τις ίδιες τις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και της ίδιας της ζωής. Αντιπροσωπεύει στον πυρήνα του τις ακραίες, ιεραρχικές σχέσεις που διέπουν την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία στον εικοστό πρώτο αιώνα, η οποία κυριαρχείται όλο και περισσότερο από μεγαλο-πολυεθνικές εταιρείες και μια χούφτα κράτη στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος. Ακριβώς όπως είναι πλέον σύνηθες να αναφερόμαστε στον ύστερο καπιταλισμό αναγνωρίζοντας τους έσχατους καιρούς που προκαλούνται από τις ταυτόχρονες οικονομικές και οικολογικές διαταραχές, έτσι και σήμερα είναι απαραίτητο να μιλάμε για ύστερο ιμπεριαλισμό, αντανακλώντας τις παγκόσμιες διαστάσεις και αντιφάσεις αυτού του συστήματος, που τέμνει όλες τις άλλες διαιρέσεις και δημιουργεί ένα “παγκόσμιο ρήγμα” στην ανθρώπινη ιστορική εξέλιξη: μια εποχιακή κρίση που θέτει το ερώτημα “καταστροφή ή επανάσταση”[xvi].

Η επίμονη αποτυχία πολλών στην αριστερά, ιδιαίτερα στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, να αναγνωρίσουν αυτές τις εξελίξεις είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης εγκατάλειψης της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, αντικαθιστώντας την με πιο εξευγενισμένες αντιλήψεις που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, η οποία θεωρείται ότι διαλύει τις πρώην αυτοκρατορικές ιεραρχίες. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσφέρεται πλέον ένα πλήθος εναλλακτικών πλαισίων που προτείνουν: (1) τον προοδευτικό και αυτοκαταστροφικό ρόλο του ιμπεριαλισμού- (2) μεταβαλλόμενες ηγεμονίες στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος, οι οποίες εκλαμβάνονται ως υποκατάστατο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού- (3) “αποεδαφικοποιημένη” (χωρίς κράτη, χωρίς σύνορα) αυτοκρατορία- (4) αφηρημένος πολιτικός ιμπεριαλισμός υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ή κυριαρχία υπερεθνικών οργανισμών απομακρυσμένων από τις οικονομικές δυνάμεις- (5) η άνοδος του υπερεθνικισμού ως μιας οντότητας από μόνη της σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητης από τα κράτη και τη γεωγραφία- και (6) η υποτιθέμενη αντιστροφή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, προτού εξετάσουμε το ιστορικό φαινόμενο του ύστερου ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να δούμε ορισμένες από αυτές τις επικρατούσες παρανοήσεις της Αριστεράς μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες προκύπτουν από την άρνηση να συμβιβαστούν με τις πολύπλοκες, πολύπλευρες δομικές πραγματικότητες του ύστερου ιμπεριαλισμού στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Η δυτική αριστερά και η άρνηση του ιμπεριαλισμού

Το ζήτημα της εγκατάλειψης της κριτικής του ιμπεριαλισμού σε μεγάλο μέρος της δυτικής αριστεράς τέθηκε δραματικά από τον Prabhat Patnaik στο άρθρο του Monthly Review του Νοεμβρίου 1990 με τίτλο “Whatever Happened to Imperialism?” (Τι απέγινε ο ιμπεριαλισμός;). Γράφοντας δύο δεκαετίες μετά το The Αge of Imperialism του Magdoff και λίγο περισσότερο από μια δεκαετία μετά το Imperialism: From the Colonial Age to the Present, ο Patnaik, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, παρατήρησε:

Ένας ξένος δεν μπορεί να μην παρατηρήσει μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση που έλαβε χώρα στον μαρξιστικό λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες την τελευταία δεκαετία: σχεδόν κανείς δεν μιλάει πια για τον ιμπεριαλισμό. Το 1974 έφυγα από το Κέιμπριτζ της Αγγλίας, όπου δίδασκα οικονομικά, και τώρα έχω επιστρέψει στη Δύση, αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 15 χρόνια. Όταν έφυγα, ο ιμπεριαλισμός κατείχε ίσως την πιο εξέχουσα θέση σε κάθε μαρξιστική συζήτηση, και πουθενά δεν γράφονταν και δεν συζητούνταν περισσότερα για το θέμα αυτό από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες – σε τέτοιο βαθμό που πολλοί Ευρωπαίοι μαρξιστές κατηγορούσαν τον αμερικανικό μαρξισμό ότι ήταν μολυσμένος με τον “τριτοκοσμικό”… Οι μαρξιστές παντού έψαχναν στις Ηνωμένες Πολιτείες για βιβλιογραφία σχετικά με τον ιμπεριαλισμό….

Αυτό προφανώς δεν ισχύει σήμερα. Οι νεότεροι μαρξιστές [στις Ηνωμένες Πολιτείες] κοιτάζουν σαστισμένοι όταν αναφέρεται ο όρος. Τα φλέγοντα ζητήματα της ημέρας… συζητούνται, αλλά χωρίς καμία αναφορά στον ιμπεριαλισμό. Η ριζοσπαστική αγανάκτηση για την εισβολή στον Παναμά ή τη στρατιωτική επέμβαση στη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ δεν συμπυκνώνεται σε θεωρητικές προτάσεις για τον ιμπεριαλισμό. Και το θέμα έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τις σελίδες των μαρξιστικών περιοδικών, ιδιαίτερα εκείνων που είναι μεταγενέστερης έκδοσης.

Περιέργως, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιος έχει θεωρητικοποιήσει την αντίληψη αυτή. Η σιωπή για τον ιμπεριαλισμό δεν είναι το επακόλουθο κάποιας έντονης συζήτησης όπου η ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ της μιας πλευράς- δεν είναι μια συνειδητοποιημένη (από θεωρητική άποψη) σιωπή. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ την τελευταία μιάμιση δεκαετία που το να μιλάμε για ιμπεριαλισμό έχει γίνει ένας προφανής αναχρονισμός[xvii].

Εκείνη την εποχή, ο Patnaik απέδιδε την αλλαγή των αριστερών προοπτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες στην απουσία ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, κατά την περίοδο 1975-90. Όμως, εξίσου σημαντική για τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, που διέπει τη διάθεση στους ριζοσπαστικούς κύκλους, ήταν η εξελισσόμενη οικονομική κατάσταση, με την οικονομία των ΗΠΑ, μαζί με εκείνη των άλλων προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, να βιώνει βαθύτερη οικονομική στασιμότητα σε αντίθεση με την ταχύτερη ανάπτυξη σε ορισμένα μέρη της Ασίας. Πάνω σε αυτή την ασταθή βάση, η θέση περί εξάρτησης της “ανάπτυξης της υπανάπτυξης”, που έγινε διάσημη κυρίως από τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, γράφοντας στο Monthly Review, χαρακτηρίστηκε ως λανθασμένη ακόμη και από πολλούς αριστερούς – παρά το γεγονός ότι η ψαλίδα στο εθνικό εισόδημα μεταξύ των ηγετικών ιμπεριαλιστικών χωρών και του αναπτυσσόμενου κόσμου στο σύνολό του συνέχισε να διευρύνεται, με το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος που εισέπραττε το ανώτερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού (χωρισμένο σε έθνη-κράτη) να αυξάνεται από 66% το 1965 σε 83% το 1990[xviii].

Ο μαρξιστής θεωρητικός Μπιλ Γουόρεν υποστήριξε ήδη από το 1973 στο “Imperialism and Capitalist Industrialization” στο New Left Review ότι η εξάρτηση στις φτωχές χώρες βρισκόταν σε “μη αναστρέψιμη υποχώρηση” λόγω της “μεγάλης έξαρσης” της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο. Σύμφωνα με τον Γουόρεν, ο Μαρξ, σε άρθρα όπως “Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία”, είχε δει ότι η αποικιοκρατία/ιμπεριαλισμός έπαιζε εποικοδομητικό ρόλο στις υπανάπτυκτες χώρες. Αυτό αργότερα λανθασμένα “αντιστράφηκε” από τον Λένιν στον Ιμπεριαλισμό του, ο οποίος αντιπροσώπευε μια “στροφή” στη μαρξιστική θεωρία, δίνοντας το έναυσμα για τη θεωρία της εξάρτησης. Τα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετώπιζαν οι φτωχότερες χώρες, υποστήριξε ο Γουόρεν, δεν ήταν κυρίως εξωτερικά, όπως τα παρουσίαζαν οι εξαρτημένοι, αλλά μπορούσαν να εντοπιστούν σε “εσωτερικές αντιφάσεις”. Αυτή η άποψη, αν και δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη τη δεκαετία του 1970, όταν ο Warren την εισήγαγε για πρώτη φορά, επρόκειτο να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη δυτική αριστερά μέχρι το 1980, όταν το μεταθανάτιο έργο του Ιμπεριαλισμός: ο πιονέρος του Καπιταλισμού, δημοσιεύθηκε[xix].

Μια εντελώς διαφορετική απόκλιση από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού εμφανίστηκε στον επίλογο της έκδοσης του 1983 του βιβλίου του Giovanni Arrighi Η γεωμετρία του ιμπεριαλισμού. Κορυφαίος θεωρητικός των παγκόσμιων συστημάτων μαρξιστικής έμπνευσης, ο Arrighi κατέληξε να εγκαταλείψει τη θεωρία του ιμπεριαλισμού, την οποία δεν θεωρούσε πλέον σχετική, αντικαθιστώντας την με μια πιο περιορισμένη αντίληψη των αγώνων για την παγκόσμια ηγεμονία. Το μοντέλο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος με τις μεταβαλλόμενες ηγεμονίες του θεωρήθηκε από τον Arrighi ως επαρκές υποκατάστατο της πιο σύνθετης έννοιας του ιμπεριαλισμού. Η παρακμή του έθνους-κράτους στον απόηχο της παγκοσμιοποίησης σήμαινε ότι οι παλιές θεωρίες του ιμπεριαλισμού είχαν γίνει “ξεπερασμένες” και η θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού θεωρήθηκε ομοίως ξεπερασμένη. Αυτό που απέμενε ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα και ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία.[xx]

Ωστόσο, οι πιο εκτεταμένες αριστερές απορρίψεις της μαρξικής κριτικής του ιμπεριαλισμού θα έρχονταν τον αιώνα που διανύουμε. Το 2000, ο Michael Hardt και ο Antonio Negri δημοσίευσαν την Αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας ότι ο ιμπεριαλισμός ανήκει πλέον στο παρελθόν -με τον πόλεμο του Βιετνάμ να αντιπροσωπεύει “την τελευταία στιγμή της ιμπεριαλιστικής τάσης”- για να αντικατασταθεί από μια νέα αποεδαφικοποιημένη παγκόσμια συνταγματική τάξη και μια παγκόσμια αγορά που θα διαμορφώνεται με βάση τις πολιτικοοικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ, σε μια αριστερή εκδοχή του “τέλους της ιστορίας” του Francis Fukuyama. Ο ιεραρχικός ιμπεριαλισμός του παρελθόντος, υποστήριζαν οι Hardt και Negri, είχε δώσει τη θέση του στον “ομαλό χώρο της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς” – μια άποψη που πρόλαβε κατά πέντε χρόνια τον ισχυρισμό του νεοφιλελεύθερου ειδήμονα της παγκοσμιοποίησης Thomas L. Friedman ότι “ο κόσμος είναι επίπεδος”. Ως εκ τούτου, “δεν ήταν πλέον δυνατό”, έγραφαν, “να οριοθετήσουμε μεγάλες γεωγραφικές ζώνες ως Κέντρο και Περιφέρεια, Βορρά και Νότο”. Αυτή η υπέρβαση του ιμπεριαλισμού υπέρ της χωρίς πατρίδα, χωρίς σύνορα, κυριαρχίας της Αυτοκρατορίας, που βασίζεται σε μια παγκόσμια αγορά που αποτελείται από απλές δικτυακές σχέσεις χωρίς κέντρο και περιφέρεια, θεωρήθηκε ότι αναδύεται από την εσωτερική λογική του ίδιου του καπιταλισμού. “Ο ιμπεριαλισμός”, δήλωσαν οι Hardt και Negri, “στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν ζουρλομανδύα για το κεφάλαιο”, η εσωτερική λογική του οποίου απαιτεί τελικά έναν “ομαλό χώρο” ή έναν επίπεδο κόσμο στον οποίο μπορεί να λειτουργήσει.[xxi]

Τέτοιες ιδέες δεν ήταν σχεδόν καινούργιες, εκτός από τους μαρξιστικούς κύκλους. Αυτό που ήταν καινοτόμο ήταν η χρήση της μαρξιστικής και μεταμοντέρνας ορολογίας για την ενίσχυση απόψεων που προωθούνται εδώ και καιρό στο πλαίσιο της κατεστημένης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το έργο των Hardt και Negri να επαινεθεί ιδιαίτερα από τους New York Times, το περιοδικό Time, το Foreign Affairs και άλλα κυρίαρχα έντυπα. Αυτό ήταν που οδήγησε την Ellen Meiksins Wood να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία των Hardt και Negri ως, στην πραγματικότητα, “ένα μανιφέστο για λογαριασμό του παγκόσμιου κεφαλαίου”.[xxii]

Η απόρριψη από τους Hardt και Negri οποιασδήποτε συνέχειας με τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού άνοιξε το δρόμο σε διάφορες, ενίοτε διορατικές, αλλά μονοδιάστατες προσεγγίσεις της αριστεράς, που συγκλίνουν με την κυρίαρχη ιδεολογία. Στο βιβλίο τους The Making of Global Capitalism το 2013, οι Leo Panitch και Sam Gindin τόνισαν την ικανότητα του αμερικανικού κράτους, κυρίως μέσω των ενεργειών του Υπουργείου Οικονομικών και του Federal Reserve Board, να δημιουργεί έναν “κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του”, υποτάσσοντας το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στην επιρροή του. Η επιχειρηματολογία, η οποία εμπνεύστηκε εν μέρει από την κριτική του Peter Gowan για το “καθεστώς του δολαρίου και της Γουόλ Στριτ”, αν και κατατοπιστική, ήταν σχεδόν αποκλειστικά πολιτική, υποβαθμίζοντας συστηματικά την οικονομική διάσταση του ιμπεριαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών εταιρειών, του συνεχιζόμενου διεθνούς ανταγωνισμού και των επιδεινούμενων συνθηκών του υπανάπτυκτου κόσμου. Οι Panitch και Gindin παρείχαν έτσι μια ανάλυση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, πολύ περισσότερο εξοικειωμένη με τις παραδεδομένες απόψεις, σε αντίθεση με τις κλασικές αντιλήψεις του ιμπεριαλισμού με τις πολυάριθμες κριτικές διαστάσεις τους. Στο The Making of Global Capitalism, η παλαιότερη δομή των ιμπεριαλιστικών χωρών στο κέντρο και των εξαρτημένων χωρών στην περιφέρεια έδωσε τη θέση της σε ομαλά “δίκτυα υπερεθνικής παραγωγής καθώς και χρηματοδότησης” που περιστρέφονται γύρω από “την κεντρική θέση του αμερικανικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καπιταλισμό”. Αυτό που μεταφερόταν ήταν μια σταθερή παγκόσμια ηγεμονική τάξη των ΗΠΑ, ριζωμένη σε μια συναίνεση Ουάσινγκτον – Γουόλ Στριτ και φαινομενικά προορισμένη να συνεχιστεί επ’ αόριστον – ένα είδωλο της άποψης που επικρατούσε στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά τώρα προερχόταν από την Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο παγκόσμιος καπιταλισμός που απορρέει από την “Αμερικανική Αυτοκρατορία” και διοικείται από το αμερικανικό κράτος υποσκελίζει πλήρως την πιο σύνθετη και πολύπλευρη και ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη ανάλυση του ιμπεριαλισμού που προσφέρουν στοχαστές όπως ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ, ο Μαγκντόφ και ο Αμίν[xxiii].

Αν ο Panitch και ο Gindin έδωσαν έμφαση στην άνοδο της πολιτικής αυτοκρατορίας, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ο John Hobson είχε αποκαλέσει “οικονομική ρίζα του ιμπεριαλισμού”, ο θεωρητικός της υπερεθνικοποίησης William I. Robinson κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποστηρίζοντας ότι το κεφάλαιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει καταπιεί πλήρως τα εθνικά κράτη και έχει δημιουργήσει μια νέα υπερεθνική τάξη πραγμάτων, στην οποία κυριαρχούν οι ελεύθερα διακινούμενες υπερεθνικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας μια “υπερεθνική καπιταλιστική τάξη” και το “υπερεθνικό κράτος”. Γράφοντας στο βιβλίο του A Theory of Global Capitalism το 2004, ο Robinson δήλωσε ότι “η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την αντικατάσταση του έθνους-κράτους ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό”.[xxiv]

Το 2018, στο “Πέρα από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού” (ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του Into the Tempest), ο Robinson προχώρησε σε μια καθαρή ρήξη με τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού: “Οι ταξικές σχέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι πλέον τόσο βαθιά εσωτερικευμένες σε κάθε έθνος-κράτος που η κλασική εικόνα του ιμπεριαλισμού ως σχέση εξωτερικής κυριαρχίας είναι ξεπερασμένη” και πρέπει να εγκαταλειφθεί, μαζί με έννοιες όπως το κέντρο, η περιφέρεια και η εξαγωγή πλεονάσματος. “Το τέλος της εκτεταμένης διεύρυνσης του καπιταλισμού είναι το τέλος της ιμπεριαλιστικής εποχής του παγκόσμιου καπιταλισμού… Δεν χρειάζεται ιμπεριαλισμός με την παλιά έννοια είτε των αντίπαλων εθνικών κεφαλαίων”, είτε η κυριαρχία “από τα κράτη του πυρήνα των προκαπιταλιστικών περιοχών”, αλλά “μια θεωρία της καπιταλιστικής επέκτασης” ως μια ειδικά υπερεθνική και διεθνική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενες “χωρικές δυναμικές”.[xxv]

Εν τω μεταξύ, ο μαρξιστής γεωγράφος David Harvey πήγε πέρα από όλες αυτές τις προοπτικές, υποστηρίζοντας το 2017 ότι οι ροές του κεφαλαίου έχουν αλλάξει τόσο πολύ κατεύθυνση ώστε “η ιστορική αποστράγγιση του πλούτου από την Ανατολή προς τη Δύση για περισσότερο από δύο αιώνες… έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί τα τελευταία τριάντα χρόνια”. Παραδέχθηκε: “Δεν βρίσκω την κατηγορία του ιμπεριαλισμού τόσο επιτακτική”. Ο ιμπεριαλισμός ήταν μια έννοια που δεν απαντάται στον Μαρξ, αλλά αποδίδεται κυρίως στον Λένιν. Η όλη έννοια της παγκόσμιας “περιφέρειας” ειπώθηκε ότι είναι ασαφής ως προς τα όριά της, και η έννοια του Arrighi για τις “μεταβαλλόμενες ηγεμονίες” θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκτοπίζει τις προηγούμενες μαρξικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού.[xxvi]

Στο έργο του New Imperialism του 2003 ένα έργο που τώρα λέει ότι δεν είχε σκοπό να προωθήσει την έννοια του ιμπεριαλισμού τόσο, όσο να καταπολεμήσει τις προσπάθειες των νεοσυντηρητικών να υιοθετήσουν τον όρο ως δικό τους- ο Χάρβεϊ επαίνεσε τη θεώρηση των Χαρντ και Νέγκρι για “μια αποκεντρωμένη διαμόρφωση της αυτοκρατορίας που είχε πολλές νέες, μεταμοντέρνες, ιδιότητες”. Το βιβλίο του κατέληγε υποστηρίζοντας έναν νέο “New Deal Ιμπεριαλισμό”, που θεωρούνταν ως ένας πιο προοδευτικός ιμπεριαλισμός υπό μια πιο φωτισμένη Συναίνεση της Ουάσινγκτον, που θα αντικαθιστούσε την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη/νεοσυντηρητική παγκόσμια τάξη. Για τον Harvey, η αριστερά έπρεπε να τιμωρηθεί για την “παγωμένη υποδοχή” της στην ιδέα του Warren για τον προοδευτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού.[xxvii]

Αν η θέση του Harvey για τον ιμπεριαλισμό όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάπως ασυνάρτητη, η σημερινή απόρριψη της έννοιας του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος στο όνομα μιας υποτιθέμενης πιο δυναμικής άποψης που εστιάζει σε συνεχώς μεταβαλλόμενες χωρικές διαμορφώσεις, οι οποίες έχουν “αντιστρέψει” τις παραδοσιακές σχέσεις κέντρου-περιφέρειας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής ως προς τις επιπτώσεις της. Αναφερόμενος στις σύγχρονες τάσεις παγκοσμιοποίησης, εξηγεί ότι “δεν είχε καν νόημα να προσπαθήσουμε να τα στριμώξουμε όλα αυτά σε κάποια καθολική έννοια του ιμπεριαλισμού”. Ολόκληρη η μαρξική ανάλυση του ιμπεριαλισμού έχει γίνει ένας θεωρητικός “ζουρλομανδύας”.[xxviii] Σε συμφωνία με τον Arrighi, απορρίπτει την “άκαμπτη γεωγραφία του πυρήνα και της περιφέρειας… υπέρ μιας πιο ανοιχτής και ρευστής ανάλυσης”.[xxix] Στη διαδικασία αυτή, ωστόσο, καθίσταται αναγκαία η ρήξη με ολόκληρη την ιστορικο-υλιστική κριτική του ιμπεριαλισμού. Στο βιβλίο του το 2014 Οι δεκαεπτά αντιφάσεις του καπιταλισμού, ο ιμπεριαλισμός δεν δικαιολογεί καν τη συμπερίληψή του στον κατάλογο των διψήφιων αντιφάσεων του καπιταλισμού. Στο κεφάλαιό του για τις “Ανισόρροπες γεωγραφικές εξελίξεις και την παραγωγή του χώρου” δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στον ιμπεριαλισμό, ούτε στο κέντρο και την περιφέρεια. Η μόνη άμεση αναφορά στον Ιμπεριαλισμό του Λένιν αποσκοπεί στην υποβάθμιση του δομικού ρόλου του μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο ο Λένιν είχε συνδέσει με τον ιμπεριαλισμό.[xxx]

Ύστερος ιμπεριαλισμός

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει αλλάξει στον αιώνα που μεσολάβησε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Λένιν ανέπτυξε την κριτική του για το ιμπεριαλιστικό στάδιο. Ωστόσο, αυτό πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαλεκτικής που περιλαμβάνει τόσο τη συνέχεια όσο και την αλλαγή. Ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο μια ιστορική όσο και μια θεωρητική κατηγορία. Αν πριν από μισό αιώνα ήταν ακόμη δυνατό να αναφερόμαστε, όπως έκανε ο Magdoff, στην “εποχή του ιμπεριαλισμού”, ακόμη και στο σημείο να τη βλέπουμε ως τη “χρυσή εποχή” του ιμπεριαλισμού, σήμερα βρισκόμαστε σαφώς σε μια εποχή ύστερου ιμπεριαλισμού που συνδέεται με: το γενικευμένο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, τις νέες μορφές εξαγωγής πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο και τις κοσμοϊστορικές οικονομικές, στρατιωτικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Οι κρίσεις που αντιμετωπίζει το σύστημα και η ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της είναι πλέον τόσο σοβαρές που δημιουργούν νέα ρήγματα στο κράτος τόσο στις προηγμένες καπιταλιστικές όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, με ραγδαία ανάπτυξη πρωτοφασιστικών και νεοφασιστικών τάσεων, από τη μια πλευρά, και αναβίωση του σοσιαλισμού, από την άλλη.

Η αναγνώριση της συνέχειας με προηγούμενες φάσεις του ιμπεριαλισμού είναι εξίσου κρίσιμη για την κατανόηση του παρόντος όσο και η συνειδητοποίηση των διακριτικών χαρακτηριστικών της τρέχουσας φάσης. Κάθε ιστορική φάση του ιμπεριαλισμού βασίζεται σε διαφορετικά μέσα εκμετάλλευσης και απαλλοτρίωσης για να τροφοδοτήσει τη συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες στον πυρήνα του συστήματος επιχειρούν πάντοτε να αναδιαρθρώσουν την εργασία στην καπιταλιστική περιφέρεια (ή στις προκαπιταλιστικές εξωτερικές περιοχές) για να ενισχύσουν την εξουσία και τη συσσώρευση στο κέντρο του συστήματος. Ταυτόχρονα, τα ιμπεριαλιστικά έθνη του πυρήνα βρίσκονται συχνά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για παγκόσμιες σφαίρες επιρροής. Η πρώιμη αποικιακή εποχή στο μερκαντιλιστικό στάδιο του καπιταλισμού κατά τον 16ο και 17ο αιώνα δεν επικεντρώθηκε στην ελεύθερη ανταλλαγή αλλά στο “κέρδος από την απαλλοτρίωση”, μαζί με τον “αφανισμό, την υποδούλωση και τον ενταφιασμό σε ορυχεία του ιθαγενούς πληθυσμού” της αμερικανικής ηπείρου και μεγάλου μέρους της Αφρικής και της Ασίας[xxxi].

Στη μεταγενέστερη, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, αποικιακή εποχή ή στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό τη βρετανική ηγεμονία, το ελεύθερο εμπόριο λειτούργησε στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με την αποικιοκρατία σε μεγάλο μέρος του κόσμου, όπου κυριαρχούσαν οι άνισες ανταλλαγές και η απόλυτη ληστεία και λεηλασία. Το 1875, ο Robert Arthur Talbot Gascoyne-Cecil, ο 3ος μαρκήσιος του Salisbury, τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανικής Ινδίας, δήλωσε: “Καθώς η Ινδία πρέπει να ματώσει, η αφαίμαξη πρέπει να γίνει με σύνεση”[xxxii]. Η αφαίμαξη έγινε, αλλά όχι “με σύνεση”. Όπως έχει καταδείξει λεπτομερώς ο Utsa Patnaik, η παρούσα αξία της “διαρροής” του πλεονάσματος από την Ινδία προς τη Βρετανία από το 1765 έως το 1938 ανέρχεται “με μια εξαιρετικά υποτιμημένη βάση” σε 9,2 τρισεκατομμύρια λίρες, σε σύγκριση με ένα ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) 2,1 τρισεκατομμυρίων λιρών για το Ηνωμένο Βασίλειο το 2018.[xxxiii]

Ο αποικιακός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εξελίχθηκε μέχρι το τέλος του αιώνα σε αυτό που ο Λένιν ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις, την πτώση της βρετανικής ηγεμονίας και την αυξανόμενη ένταση σχετικά με τη διαίρεση ολόκληρου του κόσμου μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους μεταξύ των αντίπαλων διεκδικητών της ηγεμονίας επί της οικονομικής επικράτειας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως ο παγκόσμιος ηγεμόνας εντός του καπιταλιστικού κόσμου, σε ένα πλαίσιο που περιλάμβανε επίσης έναν Ψυχρό Πόλεμο με τον αντίπαλο σοσιαλιστικά προσανατολισμένο κόσμο. Ενώ προωθούσε την ιδεολογία του ελεύθερου εμπορίου και της ανάπτυξης, ο ηγεμόνας των ΗΠΑ έθεσε ωστόσο σε εφαρμογή ένα σύστημα νεοαποικιοκρατίας που επιβαλλόταν από τις πολυεθνικές εταιρείες, την ηγεμονία του δολαρίου και μια σειρά στρατιωτικών βάσεων που εκτείνονταν σε όλο τον κόσμο, από τις οποίες επρόκειτο να εξαπολυθούν πολυάριθμες στρατιωτικές επεμβάσεις και περιφερειακοί πόλεμοι. Αυτό συνοδεύτηκε από την αφαίμαξη μεγάλου μέρους του οικονομικού πλεονάσματος του παγκόσμιου Νότου.

Με την άνοδο του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα φάση του ιμπεριαλισμού, τον ύστερο ιμπεριαλισμό, και όχι την αντικατάσταση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, όπως είδαμε, αντιπροσωπεύει μια εποχή κατά την οποία οι παγκόσμιες αντιφάσεις του συστήματος αποκαλύπτονται με όλο και πιο έντονες μορφές και κατά την οποία ολόκληρος ο πλανήτης ως τόπος ανθρώπινης κατοίκησης βρίσκεται πλέον σε κίνδυνο – με τις καταστροφικές συνέπειες να πέφτουν δυσανάλογα στις πιο ευάλωτες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού. Όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν μεγαλύτερες γεωπολιτικές συγκρούσεις, καθώς η αποτυχία του καπιταλισμού ως κοινωνίας γίνεται εμφανής.

Τίποτα από όλα αυτά δεν αποτέλεσε πλήρη έκπληξη για τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της παγκοσμιοποίησης. Το 1992, ο Magdoff έγραψε ότι,

σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες προσδοκίες, οι πηγές έντασης μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών δυνάμεων έχουν αυξηθεί παράλληλα με την αυξανόμενη αλληλεξάρτησή τους. Ούτε η γεωγραφική εξάπλωση του κεφαλαίου μείωσε τις αντιθέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εθνών. Παρόλο που μια χούφτα χώρες του τρίτου κόσμου, επωφελούμενες από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, έχουν σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στην εκβιομηχάνιση και το εμπόριο, το συνολικό χάσμα μεταξύ των εθνών του πυρήνα και της περιφέρειας συνέχισε να διευρύνεται….. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης παρήγαγε πολλά νέα στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, αλλά δεν άλλαξε τους βασικούς τρόπους λειτουργίας του καπιταλισμού. Ούτε έχει βοηθήσει την υπόθεση της ειρήνης ή της ευημερίας.[xxxiv]

Πράγματι, υπάρχει κάτι βαθιά ειρωνικό στην αυξανόμενη απόρριψη της θεωρητικής κριτικής του ιμπεριαλισμού στο σημερινό παγκόσμιο πλαίσιο. Όπως παρατήρησε ο Αργεντινός μαρξιστής Atilio Borón το 2003 στο βιβλίο του “Αυτοκρατορία” και Ιμπεριαλισμός, ο ιμπεριαλισμός σήμερα αντανακλά εκείνα τα “θεμελιώδη χαρακτηριστικά” σε σχέση με τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα που περιγράφουν οι κλασικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού, αλλά με πιο ανεπτυγμένες μορφές:

Αυτό το νέο στάδιο [του ιμπεριαλισμού με την έννοια του Λένιν] χαρακτηρίζεται, τώρα ακόμη περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τη συντριπτική επικράτηση των μονοπωλίων, τον όλο και πιο σημαντικό ρόλο που παίζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την εξαγωγή του κεφαλαίου και τη διαίρεση του κόσμου σε “σφαίρες επιρροής”. Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης που έλαβε χώρα στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα, αντί να αποδυναμώσει ή να διαλύσει τις ιμπεριαλιστικές δομές της παγκόσμιας οικονομίας, μεγέθυνε τις δομικές ασυμμετρίες που καθορίζουν την ένταξη των διαφόρων χωρών σε αυτήν. Ενώ μια χούφτα αναπτυγμένων καπιταλιστικών εθνών αύξησε την ικανότητά της να ελέγχει, τουλάχιστον εν μέρει, τις παραγωγικές διαδικασίες σε παγκόσμιο επίπεδο, τη χρηματιστικοποίηση της διεθνούς οικονομίας και την αυξανόμενη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών είδε την αύξηση της εξωτερικής τους εξάρτησης και τη διεύρυνση του χάσματος που τις χώριζε από το κέντρο. Η παγκοσμιοποίηση, εν ολίγοις, εδραίωσε την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εμβάθυνε την υποταγή των περιφερειακών καπιταλισμών, οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο ανίκανοι να ελέγξουν έστω και οριακά τις εγχώριες οικονομικές τους διαδικασίες.[xxxv]

Η νέα φάση του ιμπεριαλισμού που προέκυψε στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα έχει περιγραφεί από τον Αμίν και διάφορους συγγραφείς που συνδέονται με το Monthly Review ως ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ή ένας καπιταλισμός “γενικευμένων μονοπωλίων”[xxxvi]. Σε αυτό το πιο ολοκληρωμένο ιμπεριαλιστικό σύστημα, πεντακόσιες εταιρείες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40% των παγκόσμιων εσόδων, ενώ οι περισσότερες άλλες επιχειρήσεις της παγκόσμιας οικονομίας είναι μπλεγμένες στους ιστούς αυτών των γιγάντιων εταιρειών και υπάρχουν ως απλοί υπεργολάβοι.[xxxvii] Η παραγωγή και η κυκλοφορία οργανώνονται πλέον με τη μορφή παγκόσμιων εμπορευματικών αλυσίδων, γεγονός που χρησιμεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών ρόλων του κέντρου και της περιφέρειας μέσα σε αυτές τις εμπορευματικές αλυσίδες. Αυτό συμβαδίζει με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ, το οποίο χρησιμεύει για την προώθηση της εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης/εξευτελισμού της εργασίας στον παγκόσμιο Νότο, οδηγώντας στη σύλληψη μεγάλου μέρους αυτής της επιπλέον αξίας από τον Βορρά. Οι αυξημένοι ιμπεριαλιστικοί έλεγχοι της παγκόσμιας οικονομίας και των επικοινωνιών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας, χωρίς την οποία η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής δεν θα ήταν δυνατή.[xxxviii]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80 παρατηρήθηκε η ανάπτυξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία προσπάθησε με σημαντική επιτυχία να υποτάξει τα κράτη, ιδίως στον παγκόσμιο Νότο, στους κανόνες μιας παγκόσμιας αγοράς όπου, εξ ορισμού, κυριαρχεί το χρηματοπιστωτικό κέντρο. Έτσι, ο ύστερος ιμπεριαλισμός μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η περίοδος κατά την οποία η οικονομική στασιμότητα, η χρηματιστικοποίηση και η πλανητική οικολογική κρίση αναδύθηκαν ως διευρυνόμενα, μη αναστρέψιμα ρήγματα, άρρηκτα συνδεδεμένα με το ίδιο το σύστημα της μονοπωλιακής-καπιταλιστικής συσσώρευσης και βρίσκοντας την ιδεολογική τους δικαίωση στον νεοφιλελευθερισμό.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και χρηματοδότησης στον τρέχοντα αιώνα είναι η συστηματική εκμετάλλευση του χαμηλού μοναδιαίου κόστους εργασίας στον Νότο, προϊόν του γεγονότος ότι οι μισθοί διατηρούνται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα του Βορρά λόγω: (1) του τεράστιου παγκόσμιου εφεδρικού στρατού που βρίσκεται κυρίως στον Νότο, (2) των περιορισμών στη μετακίνηση της εργασίας μεταξύ των χωρών, και ιδιαίτερα από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες, και (3) της δύναμης των ιμπεριαλιστικών πιέσεων του παρελθόντος και του παρόντος.[xxxix] Όπως εξήγησε το 2015 ο οικονομολόγος Tony Norfield, πρώην εκτελεστικός διευθυντής και παγκόσμιος επικεφαλής της στρατηγικής συναλλάγματος σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, στο βιβλίο “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, (Η εργασία στην ιμπεριαλιστική παγκόσμια οικονομία).

όλοι γνωρίζουν ότι οι εργαζόμενοι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αμείβονται περισσότερο από εκείνους στις φτωχότερες χώρες. Ωστόσο, η απόκλιση στους μέσους μισθούς μπορεί παρ’ όλα αυτά να είναι εκπληκτική: όχι μόνο 20% ή 50%, αλλά περισσότερο σαν ένας συντελεστής 2, 5, 10 ή 20 μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία το εξηγεί αυτό -και το δικαιολογεί- με το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι στις πλουσιότερες χώρες είναι πιο παραγωγικοί από ό,τι στις φτωχότερες, επειδή οι πρώτοι είναι πιο μορφωμένοι και εξειδικευμένοι και εργάζονται με υψηλότερα επίπεδα τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν συνάδει με την πραγματικότητα ότι πολλοί εργαζόμενοι στη μεταποίηση στις φτωχές χώρες απασχολούνται, άμεσα ή έμμεσα, από μεγάλες εταιρείες και εργάζονται με τεχνολογία που συχνά είναι συγκρίσιμη με εκείνη της πλουσιότερης χώρας.[xl]

Η παραγωγή από τις ξένες πολυεθνικές εταιρείες (ή η ανάθεση από αυτές) στις φτωχές χώρες βασίζεται στην ίδια ή σχεδόν στην ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιείται στις πλούσιες οικονομίες, οδηγώντας σε συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, είναι ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη μεταποίηση στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας και του Μεξικού το 2014 ήταν μόνο το 46, 37, 62 και 43 τοις εκατό, αντίστοιχα, των επιπέδων των ΗΠΑ.[xli] Αυτό δημιουργεί εξαιρετικά διογκωμένα περιθώρια ακαθάριστου κέρδους για τις πολυεθνικές που βρίσκονται στον Βορρά. Το συνολικό κόστος παραγωγής (που αντικατοπτρίζεται στην τιμή εξαγωγής) για ένα μπλουζάκι που παρήχθη το 2010 μέσω ενός υπεργολάβου στο Μπαγκλαντές που εργαζόταν για τη σουηδική εταιρεία Hennes & Mauritz (H&M) ήταν το 27% της τελικής τιμής πώλησης στην Ευρώπη, με τους εργαζόμενους στο Μπαγκλαντές να λαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσό για την εργασία τους. Ένας εργαζόμενος στο εργοστάσιο έλαβε 1,36 ευρώ για μια ημέρα δέκα έως δώδεκα ωρών.[xlii] Η προσαύξηση της τιμής (ή το περιθώριο μικτού κέρδους) σε ένα iPhone που συναρμολογήθηκε στην Κίνα το 2009 ήταν πάνω από 64%.[xliii] Τα διευρυνόμενα περιθώρια μικτού κέρδους που συνδέονται με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ έχουν οδηγήσει σε μια ταχεία παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, με το παγκόσμιο μερίδιο της βιομηχανικής απασχόλησης που βρίσκεται στις αναπτυσσόμενες (συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων) οικονομίες να αυξάνεται από 52% το 1980 σε 83% το 2012.[xliv]

Σήμερα, ένα μεγάλο και ραγδαία αυξανόμενο τμήμα της παραγωγής ανατίθεται σε εξωτερικούς συνεργάτες στην περιφέρεια με τη μορφή συμβάσεων μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή με αυτό που είναι γνωστό ως μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής (όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), η αδειοδότηση, η δικαιόχρηση (franchising) και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διαχείρισης), αποτελώντας ένα είδος ενδιάμεσου εδάφους μεταξύ των άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές και του πραγματικού εμπορίου. Το 2010, οι μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής δημιούργησαν πωλήσεις άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[xlv]

Παρόλα αυτά, δεν είναι μόνο η υπεργολαβική ή η μη συμμετοχική παραγωγή της αλυσίδας αξίας που εκμεταλλεύεται το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας στον παγκόσμιο Νότο. Μεγάλο μέρος της πραγματοποιείται με τη μορφή των πιο παραδοσιακών άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές εταιρείες. Μόνο το 2013, οι εισπράξεις των ΗΠΑ από επενδύσεις στο εξωτερικό σε ξένες εταιρείες, μετοχές, ομόλογα κ.λπ. ανήλθαν σε 773,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πληρωμές των ΗΠΑ για τις υποχρεώσεις τους από επενδύσεις που έκαναν οι ξένοι στις ΗΠΑ ανήλθαν σε μόλις 564,9 δισεκατομμύρια δολάρια, με αποτέλεσμα ένα καθαρό κέρδος περίπου 209 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσο περίπου με το 35% των συνολικών καθαρών ιδιωτικών εγχώριων επενδύσεων των ΗΠΑ για το ίδιο έτος). Αυτό απλώς επιτάχυνε τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου.[xlvi] Όπως έγραψαν οι Baran και Sweezy το 1966 στο Monopoly Capital, “οι ξένες επενδύσεις, πέρα και έξω από το να είναι μια διέξοδος για το εγχώρια παραγόμενο πλεόνασμα, είναι ένας αποτελεσματικότατος μηχανισμός για τη μεταφορά του πλεονάσματος που παράγεται στο εξωτερικό, πίσω, στη χώρα που επενδύει. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι, φυσικά, προφανές ότι οι ξένες επενδύσεις μάλλον επιδεινώνουν παρά βοηθούν στην επίλυση του προβλήματος της απορρόφησης του πλεονάσματος”[xlvii].

Στη μεταφορά αξίας από τις αναπτυσσόμενες χώρες υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της φυγής κεφαλαίων από τον παγκόσμιο Νότο που εκτιμάται σε περισσότερα από 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2012.[xlviii] Πράγματι, κάθε μορφή χρηματοπιστωτικής συναλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και του Νότου περιλαμβάνει ένα στοιχείο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε “κέρδος από απαλλοτρίωση”, ή απλή ληστεία, αντανακλώντας τις άνισες σχέσεις εξουσίας.[xlix] Όπως γράφει ο Norfield, τα χρηματοοικονομικά “είναι ένας τρόπος για τις πλούσιες χώρες να αντλούν εισόδημα από την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία”.[l] Μια έκθεση του 2015 από το Κέντρο Εφαρμοσμένων Οικονομικών της Νορβηγικής Σχολής Οικονομικών και την Global Financial Integrity με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμά ότι οι καθαρές μεταφορές πόρων, πολλές από τις οποίες είναι παράνομες, από τις αναπτυσσόμενες χώρες (ανεξάρτητα από τις κρυφές μεταφορές που συνδέονται με την άνιση ανταλλαγή), ανήλθαν σε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2012 – και αυξάνονται σε 3 τρισεκατομμύρια δολάρια αν συμπεριληφθούν και οι αδήλωτες μεταφορές.[li]

Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να εκτιμηθεί η έκταση των κρυφών μεταβιβάσεων αξίας που οφείλονται στις άνισες σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Νότου και του Βορρά, σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος ιδιοποιείται “περισσότερη εργασία ανταλλάσσοντάς την με λιγότερα”[lii]. Μια προσέγγιση, με πρωτοπόρο τον Καναδό οικονομολόγο Gernot Köhler, χρησιμοποίησε δεδομένα ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP) για να δείξει πώς η εργασία που ενσωματώνεται σε εξαγωγικά προϊόντα από τον παγκόσμιο Νότο -δεδομένης της διαφοράς μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών- δεν αντικατοπτρίζει τι θα άξιζε αυτή η εργασία σε όρους τοπικής αγοραστικής δύναμης στην αναδυόμενη οικονομία. Σύμφωνα με τα λόγια του Jason Hickel στο The Divide:

Η μέθοδος του Köhler είναι ο υπολογισμός της διαφοράς μεταξύ των ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών (δηλαδή διορθωμένων ως προς την αγοραστική δύναμη) για τα εμπορεύσιμα αγαθά. Για παράδειγμα, φανταστείτε μια ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του δολαρίου ΗΠΑ και της ινδικής ρουπίας 1:50. Φανταστείτε τώρα ότι η Ινδία στέλνει αγαθά αξίας R1.000 στις ΗΠΑ και λαμβάνει ως αντάλλαγμα 20 δολάρια. Αυτό θα ήταν μια απόλυτα ισότιμη ανταλλαγή. Ή τουλάχιστον έτσι θα φαινόταν. Το πρόβλημα είναι ότι η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι ακριβώς ακριβής. Στην Ινδία, οι 50 ρουπίες μπορούν να αγοράσουν πολύ περισσότερα από το ισοδύναμο αγαθών αξίας 1 δολαρίου. Για παράδειγμα, μπορεί να αγοράσει αγαθά αξίας 2 δολαρίων. Έτσι, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, σε όρους αγοραστικής δύναμης, είναι 1:25. Αυτό σημαίνει ότι όταν η Ινδία έστειλε αγαθά με αξία 1.000 ρουπίες στις ΗΠΑ, ήταν στην πραγματικότητα ισοδύναμο με την αποστολή αγαθών αξίας 40 δολαρίων, όσον αφορά την αξία που οι 1.000 ρουπίες θα μπορούσαν να αγοράσουν στην Ινδία. Και όμως, η Ινδία έλαβε μόνο 20 δολάρια σε αντάλλαγμα, τα οποία σε πραγματικούς όρους αξίζουν μόνο 500 ρουπίες. Με άλλα λόγια, λόγω της στρέβλωσης μεταξύ πραγματικών και ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η Ινδία έστειλε 20 δολάρια (500 ρουπίες) περισσότερα από όσα έλαβε. Ένας τρόπος για να το σκεφτούμε αυτό είναι ότι τα εξαγώγιμα αγαθά της Ινδίας αξίζουν περισσότερο από την τιμή που λαμβάνουν στην παγκόσμια αγορά. Ένας άλλος τρόπος είναι ότι η εργασία της Ινδίας υποαμείβεται σε σχέση με την αξία που παράγει.[liii]

Τα εμπειρικά αποτελέσματα του Köhler, που βασίζονται στις Ισοτιμίες της Αγοραστικής Δύναμης (PPP), θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως ένα πρόχειρο μέτρο της μεταφοράς αξίας που παράγεται στις χώρες του Νότου (χώρες που δεν ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης [ΟΟΣΑ]), αλλά πιστώνεται στις χώρες του Βορρά (ΟΟΣΑ), μέσω αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν άνιση ανταλλαγή. Με τον τρόπο αυτό, μπόρεσε να εκτιμήσει ότι οι εν λόγω μεταφορές αξίας μόνο το 1995 ανήλθαν σε 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας απώλειες που αντιστοιχούν σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνολικού ΑΕΠ των χωρών εκτός ΟΟΣΑ.[liv] Αν και τέτοιες εμπειρικές εκτιμήσεις επιδέχονται αμφισβήτηση από διάφορες απόψεις, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την υποκείμενη πραγματικότητα ή την τάξη μεγέθους του “ιμπεριαλιστικού ενοικίου”[lv].

Όπως υποστηρίζει ο John Smith, “οι τεράστιες ροές αξίας από τον Νότο προς τον Βορρά”, που συνδέονται με τις άνισες ανταλλαγές, “καθίστανται αόρατες στις στατιστικές για το ΑΕΠ, το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές ροές”, ακριβώς επειδή η αξία που παράγεται στον Νότο παρακρατείται στον Βορρά. Όλες οι πηγές εισοδήματος, είτε πρόκειται για μισθούς, είτε για κέρδη, είτε για ενοίκια, είτε για τόκους, που προκύπτουν από τα τεράστια περιθώρια ακαθάριστου κέρδους στην παραγωγή του Νότου, απλώς καταχωρούνται ως προστιθέμενη αξία στον παγκόσμιο Βορρά, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ του Βορρά.[lvi]

Τα τεράστια κέρδη από την εξωτερική ανάθεση και άλλα μέσα παγκόσμιας παρακράτησης αξίας επιδεινώνουν περαιτέρω τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος αυτού του ιμπεριαλιστικού ενοικίου καταλήγει σε φορολογικούς παραδείσους και γίνεται ένα μέσο συσσώρευσης χρηματοοικονομικού πλούτου που συγκεντρώνεται σε ένα μικρό αριθμό εταιρειών και πλούσιων ατόμων, ενώ αποσυνδέεται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεχιζόμενη και όλο και πιο προβληματική διαδικασία παραγωγής, επενδύσεων και ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα ιμπεριαλιστικά έθνη.[lvii] Αυτό στη συνέχεια επιδεινώνει το συνολικό πρόβλημα της στασιμότητας, που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, υποαπασχόληση, αργή ανάπτυξη, αυξανόμενη ανισότητα και περιοδικές χρηματοοικονομικές φούσκες και κρίσεις.

Ο Αμίν υποστήριξε ότι το ιμπεριαλιστικό ενοίκιο είχε δύο διαφορετικές συνιστώσες. Το πρώτο ήταν το ενοίκιο που προερχόταν από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της εργασίας του Νότου. Η δεύτερη ήταν η αφαίμαξη των φυσικών πόρων από τον Νότο και οι παραβιάσεις της κυριαρχίας του από την άποψη αυτή από τις πολυεθνικές εταιρείες και τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Αν και η πρώτη μορφή ιμπεριαλιστικού ενοικίου ήταν, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, μετρήσιμη με όρους αξίας, η δεύτερη μορφή ενοικίου, εφόσον αφορούσε αξίες χρήσης (και την ιδιοποίηση από το κεφάλαιο των δωρεάν δώρων της φύσης) και όχι ανταλλακτικές αξίες, δεν ήταν.[lviii] Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ, επέμενε, είχε παράσχει τρόπους αντίληψης των οικολογικών αντιφάσεων και του οικολογικού ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός επιδίδεται σε έναν τεράστιο αγώνα για τον έλεγχο των στρατηγικών πόρων. Έχει υπολογιστεί ότι ο αμερικανικός στρατός δαπανά περίπου το 16% του βασικού του προϋπολογισμού μόνο για την άμεση διασφάλιση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου.[lix] Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς, όπως τόνισε ο Magdoff, για την έκταση στην οποία τα στρατιωτικά συμφέροντα και τα συμφέροντα των φυσικών πόρων είναι αλληλένδετα. Η στρατιωτική ηγεμονία διαδραματίζει βασικό ρόλο σε όλα τα ζητήματα διασφάλισης της οικονομικής επικράτειας και των στρατηγικών πόρων.

Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την οικονομική και πολιτικοστρατιωτική ισχύ των συγκεκριμένων κρατών στα οποία εδρεύουν, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ούτε στιγμή και από την οποία εξαρτάται η ικανότητά τους να συμμετέχουν αποτελεσματικά στον διεθνή ανταγωνισμό. Στην περίπτωση των εκατό κορυφαίων μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών στον κόσμο, τα τρία τέταρτα έχουν την έδρα τους σε έξι μόνο χώρες: Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Ελβετία. Σύμφωνα με τον Norfield,

αυτό που διακρίνει μια ιμπεριαλιστική εταιρεία δεν είναι το μέγεθός της ή η ανταγωνιστική της επιτυχία, ούτε καν η παγκόσμια σημασία της ως σημαντικός παραγωγός αγαθών ή υπηρεσιών, αν και συχνά θα είναι μια μεγάλη εταιρεία δεδομένων των πλεονεκτημάτων που απολαμβάνει. Αυτό που τη διακρίνει είναι η υποστήριξη που λαμβάνει από ένα ισχυρό έθνος-κράτος στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και τυχόν πλεονεκτήματα που αποκτά επειδή βρίσκεται σε αυτό το ιμπεριαλιστικό κράτος και ταυτίζεται με αυτό. Παρομοίως, αυτό που με οικονομικούς όρους διακρίνει ένα ιμπεριαλιστικό κράτος είναι η ικανότητά του να ασκεί εξουσία στην παγκόσμια οικονομία για λογαριασμό των “εθνικών” καπιταλιστικών εταιρειών του”.[lx]

Τέλος εποχής

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα είναι πιο επιθετικός και απεριόριστος στους στόχους του από ποτέ.[lxi] Στην παρούσα περίοδο της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ, καθώς και της οικονομικής και οικολογικής παρακμής, το καθεστώς του δολαρίου-πετρελαίου-Πενταγώνου, υποστηριζόμενο από ολόκληρη την τριάδα των ΗΠΑ/Καναδά, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, ασκεί όλη τη στρατιωτική και οικονομική του δύναμη για να αποκτήσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά πλεονεκτήματα.[lxii] Ο στόχος είναι να υποτάξει ακόμη περισσότερο τις χώρες που βρίσκονται στον πάτο της παγκόσμιας ιεραρχίας, ενώ παράλληλα να βάλει εμπόδια στις αναδυόμενες οικονομίες και να ανατρέψει όλα τα κράτη που παραβιάζουν τους κανόνες της κυρίαρχης τάξης. Οι συγκρούσεις εντός του πυρήνα, εντός της τριάδας, συνεχίζουν να υφίστανται, αλλά προς το παρόν καταστέλλονται, όχι μόνο λόγω της συντριπτικής ισχύος της αμερικανικής δύναμης, αλλά και ως αποτέλεσμα της (κοινής και συμφωνημένης στην τριάδα) ανάγκης να συγκρατηθούν η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούνται ότι αποτελούν σοβαρές απειλές για την επικρατούσα ιμπεριαλιστική τάξη. Στην Κίνα και στη Ρωσία, για διαφορετικούς αλλά συναφείς ιστορικούς λόγους, το παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν συγκροτεί έναν κυρίαρχο συνασπισμό με τον εθνικό καπιταλισμό εντός των οικονομιών τους, συνασπισμός που υπάρχει στις άλλες χώρες BRICS. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε σύγχυση, βιώνοντας φυγόκεντρες αντί για  κεντρομόλες τάσεις, που προκύπτουν από την οικονομική στασιμότητα και την αστάθεια που δημιουργείται από τα ιμπεριαλιστικά πλήγματα που προέρχονται από τις γειτονικές περιοχές, ιδίως τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας/προμήθειας, μαζί με την ενέργεια, τους πόρους και τη χρηματοδότηση, αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο με στρατιωτικοστρατηγικούς όρους. Στο επίκεντρο αυτής της αλληλένδετης, παγκοσμιοποιημένης παγκόσμιας τάξης βρίσκεται η ασταθής ηγεμονία που ασκεί η Αμερική-φρούριο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν σήμερα μια στρατηγική κυριαρχίας πλήρους φάσματος, με στόχο όχι μόνο τη στρατιωτική, αλλά και την τεχνολογική, οικονομική, ακόμη και την παγκόσμια “ενεργειακή κυριαρχία” – σε ένα σκηνικό επικείμενης πλανητικής καταστροφής και οικονομικής και πολιτικής αταξίας.[lxiii]

Σε αυτές τις επιδεινούμενες συνθήκες, οι νεοφασιστικές τάσεις έχουν επανεμφανιστεί για άλλη μια φορά, αποτελώντας την τελευταία ταξική προσφυγή του μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – μια συμμαχία μεταξύ του μεγάλου κεφαλαίου και μιας πρόσφατα κινητοποιημένης αντιδραστικής κατώτερης μεσαίας τάξης.[lxiv] Όλο και περισσότερο, ο νεοφιλελευθερισμός συγχωνεύεται με τον νεοφασισμό, εξαπολύοντας τον ρατσισμό και τον ρεβανσιστικό εθνικισμό. Τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα ειρήνης έχουν εξασθενήσει στο μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού πυρήνα, ακόμη και στο πλαίσιο μιας αναβίωσης της αριστεράς, θέτοντας και πάλι το ζήτημα του κοινωνικού ιμπεριαλισμού.[lxv]

Υπάρχει μια έννοια, βέβαια, με βάση την οποία, πολλά από αυτά που περιγράφονται είναι οικεία. Όπως σημείωσε ο Magdoff:

οι φυγόκεντρες και οι κεντρομόλες δυνάμεις συνυπήρχαν πάντα στον πυρήνα της καπιταλιστικής διαδικασίας, με άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη να κυριαρχεί. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι ειρήνης και αρμονίας εναλλάσσονταν με περιόδους διχόνοιας και βίας. Γενικά ο μηχανισμός αυτής της εναλλαγής περιλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές μορφές πάλης, με την ισχυρότερη δύναμη να αναδεικνύεται νικήτρια και να επιβάλλει τη συναίνεση στους ηττημένους. Σύντομα όμως η άνιση ανάπτυξη παίρνει τη σκυτάλη και αναδύεται μια περίοδος καινούργιου αγώνα για ηγεμονία.[lxvi]

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, ωστόσο, αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό σημείο τέλους για την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, προμηνύοντας είτε μια πλανητική καταστροφή είτε μια νέα επαναστατική αρχή. Η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Γήινου Συστήματος δίνει νέα επείγουσα σημασία στον πανάρχαιο συλλογικό αγώνα για “ελευθερία γενικά”.[lxvii] Ο ευρύτερος ανθρώπινος αγώνας πρέπει να στηριχθεί στη συνεχιζόμενη επαναστατική αντίσταση των εργαζομένων και των λαών του παγκόσμιου Νότου, με στόχο πρώτα και κύρια την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, ως παγκόσμιας εκδήλωσης του καπιταλισμού. Η εργασία στα έθνη του πυρήνα δεν μπορεί να είναι ελεύθερη μέχρι η εργασία στα έθνη της περιφέρειας να είναι ελεύθερη και ο ιμπεριαλισμός να καταργηθεί.[lxviii] Αυτό που ο Μαρξ ονόμασε σοσιαλισμό, μια κοινωνία βιώσιμης ανθρώπινης ανάπτυξης, μπορεί να οικοδομηθεί μόνο σε παγκόσμια βάση. Όλες οι καταπιεστικές, αδικαιολόγητες, εκμεταλλευτικές σχέσεις πρέπει να φύγουν και η ανθρωπότητα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσει με νηφάλιες αισθήσεις τις σχέσεις της με το είδος της και την ενότητά της με τη γη.[lxix]

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Αναφορές

[i] (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939): Ιμπεριαλισμός: Το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939). Όταν εκδόθηκε το 1917, ο τίτλος του φυλλαδίου του Λένιν ήταν Ιμπεριαλισμός: Το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού. Βλ. Β. Ι. Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους (Μόσχα: Progress, 1977), 640-41, 801. Τονίζοντας αυτό το γεγονός, ο Witold Kula, ένας Πολωνός ιστορικός, έγραψε το 1963: “Οι μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ αυτών των διατυπώσεων είναι θεμελιώδεις. Ο προσδιορισμός “το νεότερο [πιο πρόσφατο] στάδιο” αναφέρεται στο παρελθόν… ενώ ο προσδιορισμός “το υψηλότερο στάδιο” λέει κάτι περισσότερο, επίσης για το μέλλον- ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει “υψηλότερο στάδιο” από αυτό”. Ο Kula αναφέρεται στο John Bellamy Foster και Henryk Szlajfer, εισαγωγή στο The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 21. Σύμφωνα με αυτό, ο Λένιν αναφέρεται γενικά στο πραγματικό κείμενο της μπροσούρας του στον ιμπεριαλισμό ως την “τελευταία φάση” ή το “τελευταίο στάδιο” του καπιταλισμού, σύμφωνα με τον υπότιτλο του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ: Η τελευταία φάση του καπιταλισμού.

[ii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 78, 81-82, 88, 92. Ήταν στο άρθρο του “Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού” τον Οκτώβριο του 1916 που ο Λένιν έδωσε για πρώτη φορά πρωταρχική έμφαση στην αντίληψη του ιμπεριαλισμού ως το υψηλότερο στάδιο, σε αντίθεση με το νεότερο ή πιο πρόσφατο στάδιο, με βάση αυτό που θεωρούσε ως “θνησιγενή” χαρακτήρα του καπιταλισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτό βοηθά στην εξήγηση της μεταγενέστερης αλλαγής του τίτλου της μπροσούρας του, μετά την πρώτη δημοσίευσή της το 1917. Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 23 (Μόσχα: Progress, 1964), 105-20. Σε απάντηση στον Λένιν, ο Σαμίρ Αμίν έχει γράψει ότι “ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένα στάδιο, ούτε καν το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού: από την αρχή είναι εγγενής στην επέκταση του καπιταλισμού”. Samir Amin, “Imperialism and Globalization”, Monthly Review 53, αρ. 2 (Ιούνιος 2001): 6. Ο Λένιν, ωστόσο, χρησιμοποίησε τον όρο με διπλή έννοια, για να αναφερθεί τόσο στον ιμπεριαλισμό γενικά, που ανατρέχει στην αρχή του καπιταλισμού, όσο και (με πιο εστιασμένο τρόπο) για να αναφερθεί σε αυτό που ονομάστηκε στην εποχή του “νέος ιμπεριαλισμός” ή ιμπεριαλιστικό (μονοπωλιακό) στάδιο του καπιταλισμού.

[iii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 13-14, 85, 88, 91. Για όσους πιστεύουν ότι ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν ήταν έργο μιας στιγμής, είναι χρήσιμο να δούμε τις πάνω από 700 σελίδες σημειώσεων, που περιέχουν αποσπάσματα από 148 βιβλία και 232 άρθρα στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, τις οποίες πήρε για την προετοιμασία της συγγραφής του. Βλέπε Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 39 (Μόσχα: Progress, 1968), 20.

[iv] Rudolf Hilferding, Finance Capital (Λονδίνο: Routledge, 1981)- Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1951), Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1929). Αν και από πολλές απόψεις συμπληρωματική προς τη μεταγενέστερη ανάλυση του Λένιν, η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον ιμπεριαλισμό ως κυρίως καταστροφή και αφομοίωση των προκαπιταλιστικών εξωτερικών περιοχών αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό τη θεωρία της, σημειώνουν οι Utsa και Prabhat Patnaik, “ως μια μόνιμη σχέση υπό τον καπιταλισμό”. Utsa and Prabhat Patnaik, A Theory of Imperialism (New York: Columbia University Press, 2017), 87.

[v] Lenin, Imperialism, 89. Όσον αφορά την εργατική αριστοκρατία, ο Λένιν επέμεινε ότι “ένα προνομιούχο ανώτερο στρώμα του προλεταριάτου στις ιμπεριαλιστικές χώρες ζει εν μέρει εις βάρος εκατοντάδων εκατομμυρίων στα [λεγόμενα] απολίτιστα έθνη” (Συλλεγμένα έργα, τόμος 23, 107). (Σημείωση: Ενώ έκανε διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων εθνών, ο Λένιν έβαλε εισαγωγικά γύρω από το πρώτο και το αντιμετώπισε, όπως και στη σοσιαλιστική παράδοση, ως ευφημισμό για τον καπιταλισμό). Για την ιστορική βάση της αντιμετώπισης της εργατικής αριστοκρατίας από τον Λένιν, βλέπε Eric Hobsbawm, “Lenin and the ‘Aristocracy of Labor'”, στο Lenin Today, εκδ. Paul M. Sweezy and Harry Magdoff (New York: Monthly Review Press, 1970), 47-56.

[vi] Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους, τόμος 3 (Μόσχα: Progress, 1975), 246, 372-78. Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό έχει συχνά μετατραπεί σε μια απλοϊκή θεωρία περί πλεονάσματος στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη και εξαγωγής κεφαλαίου, που έχει τις ρίζες της στην υποκατανάλωση. Αυτή η υπερβολικά χονδροειδής ερμηνεία του Λένιν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του επιδραστικού Ιμπεριαλισμού του Μπιλ Γουόρεν: Pioneer of Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1980), 50-83. Για μια έντονη κριτική αυτής της απλοϊκής άποψης, βλέπε Prabhat Patnaik, Whatever Happened to Imperialism and Other Essays (Νέο Δελχί: Tulika, 1995), 80-101.

[vii] S. Stavrianos, Global Rift (Νέα Υόρκη: William Morrow and Company, 1981), 623-24.

[viii] Mark Blaug, “Τα οικονομικά του ιμπεριαλισμού”, στο Economic Imperialism, εκδ. Kenneth E. Boulding and Tapan Mukerjee (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1972), 142-55. Benjamin J. Cohen, The Question of Imperialism (New York: Basic, 1973), 99-141. Barrington Moore, Jr., The Causes of Human Misery (Boston: Beacon, 1972), 117-32. Robert W. Tucker, The Radical Left and American Foreign Policy (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1971).

[ix] Harry Magdoff, The Age of Imperialism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1969)- Harry Magdoff, Imperialism: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1978).

[x] Για μια ένδειξη του πόσο πιο έμπειρος ήταν ο Magdoff στη χρήση οικονομικών στατιστικών από τους επικριτές του, βλέπε “A Technical Note”, στο Imperialism, 11-14.

[xi] Magdoff, Η εποχή του ιμπεριαλισμού, 18-19.

[xii] Ernest Mandel, εισαγωγή στη σχεδιαζόμενη Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος 1, Karl Marx (Λονδίνο: Penguin, 1976), 27-28- John Bellamy Foster, “The Imperialist World System”, Monthly Review 59, no. 1 (Μάιος 2007): 1-16. Ο Σαμίρ Αμίν, στο έργο του, ασχολείται με το φάσμα των ερωτημάτων που ο Μαρξ σκόπευε να θέσει στους τόμους 5 και 6 του Κεφαλαίου, αλλά όχι όπως θα το προσέγγιζε ο Μαρξ στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά μάλλον σε σχέση με τα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα. Βλέπε Samir Amin, Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value (New York: Monthly Review Press, 2018), 131-35.

[xiii] Magdoff, Imperialism, 239- Bernard Baruch, πρόλογος στο The Revolution in World Trade and American Economic Policy, Samuel Lubell (New York: Harper, 1955), xi- Magdoff, The Age of Imperialism, 182.

[xiv] Magdoff, Imperialism, 260-61.

[xv] Magdoff, Imperialism, 110-11

[xvi] Magdoff, The Age of Imperialism, 67-113

[xvii] Prabhat Patnaik, “Whatever Happened to Imperialism?”, Monthly Review 42, αρ. 6 (Νοέμβριος 1990): 1-14.

[xviii] Andre Gunder Frank, “The Development of Underdevelopment”, Monthly Review 18, no. 4 (Σεπτέμβριος 1966): Harry Magdoff, “A Note on the Communist Manifesto”, Monthly Review 50, no. 1 (Μάιος 1998): 11-13, αναδημοσίευση σε αυτό το τεύχος.

[xix] Bill Warren, “Ιμπεριαλισμός και καπιταλιστική εκβιομηχάνιση”, New Left Review 181 (1973): Warren, Imperialism: 4, 43, 48, 82: Ιμπεριαλισμός: Πρωτοπόρος του καπιταλισμού, 48. Ο Warren, σε αντίθεση με πολλούς μεταγενέστερους μαρξιστές θεωρητικούς, γνώριζε το ρόλο του Λένιν στην άνοδο της θεωρίας της εξάρτησης στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919. Βλέπε Warren, Imperialism: Pioneer of Capitalism, 97-98- Research Unit for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, Monthly Review 59, no. 7 (Δεκέμβριος 2007): 42-50. Ο ισχυρισμός του Warren ότι ο Μαρξ έβλεπε τον ιμπεριαλισμό να παίζει εποικοδομητικό ρόλο σε σχέση με την εκβιομηχάνιση καταρρίφθηκε στο Kenzo Mohri, “Marx and ‘Underdevelopment’, “Monthly Review 30, no. 11 (April 1979): 32-42, και Suniti Kumar Ghosh, “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): 39-53. Μια πιο πρόσφατη αντίκρουση, που βασίζεται σε ορισμένα νέα υλικά, είναι το Kevin Anderson, Marx at the Margins (Chicago: University of Chicago Press, 2016).

[xx] Giovanni Arrighi, The Geometry of Imperialism (London: Verso, 1983), 171-73- Giovanni Arrighi, “Lineages of Empire”, στο Debating Empire, επιμ. Gopal Balakrishnan (Λονδίνο: Verso, 2003), 35. Στο The Long Twentieth Century, ο Arrighi παραιτήθηκε πλήρως από την ανάλυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της μονοπωλιακής δύναμης στην εξέλιξη της σύγχρονης γιγαντιαίας εταιρικής επιχείρησης -εγκαταλείποντας έτσι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού που ο Λένιν είχε ταυτίσει με τον ιμπεριαλισμό- επιλέγοντας μάλλον να αντικαταστήσει τη νεοκλασική ανάλυση του κόστους συναλλαγών ως επαρκή εξήγηση για την ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century (Λονδίνο: Verso, 1994), 218-19, 239-43.

[xxi] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000), 178, 234, 332-35- Thomas L. Friedman, The World Is Flat (Νέα Υόρκη: Farrar, Strauss, and Giroux, 2005)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992).

[xxii] Ellen Meiksins Wood, “A Manifesto for Global Capitalism?”, στο Debating Empire, 61-82- John Bellamy Foster, “Imperialism and ‘Empire'”, Monthly Review 53, no. 7 (Δεκέμβριος 2001): 1-9.

[xxiii] Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism (Λονδίνο: Verso, 2013), 12, 26, 275- Tony Norfield, The City (Λονδίνο: Verso, 2017), 14-17- Peter Gowan, The Global Gamble (Λονδίνο: Verso, 1999), 19-38.

[xxiv] William I. Robinson, A Theory of Global Capital (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2004), 44-49- John A. Hobson, Imperialism: James Nisbet and Company, 1902).

[xxv] William I. Robinson, Into the Tempest (Σικάγο: Haymarket, 2018), 99-121. Σχετικά με τις εμπειρικές αδυναμίες της θέσης του υπερεθνικού κεφαλαίου, βλέπε “Υπερεθνικός καπιταλισμός ή συλλογικός ιμπεριαλισμός”, Pambazuka News, 23 Μαρτίου 2011- Ha-Joon Chang, Things They Don’t Tell You About Capitalism (New York: Bloomsbury, 2010), 74-87- Ernesto Screpanti,Global Imperialism and the Great Crisis (New York: Monthly Review Press, 2014), 57-58.

[xxvi] David Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, στο A Theory of Imperialism, Patnaik and Patnaik, 169, 171- David Harvey, “Realities on the Ground: David Harvey Replies to John Smith,” Review of African Political Economy blog, 5 Φεβρουαρίου 2018- David Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, (συμβολή σε συζήτηση για το θέμα αυτό που παρουσιάστηκε στο Center for Public Scholarship, New School for Social Research, Νέα Υόρκη, 1 Μαΐου 2017), διαθέσιμο στο YouTube. Στα προηγούμενα έργα του, ο Harvey ήταν αρκετά δεκτικός στην έννοια του ιμπεριαλισμού, όπως στο άρθρο του 1975 με τίτλο “The Geography of Capital Accumulation”, το οποίο αναδημοσιεύεται στο David Harvey, Spaces of Capital (New York: Routledge, 2001), 260-61. Βλέπε επίσης David Harvey, The Limits to Capital (1982- ανατύπωση, Λονδίνο: Verso, 2006), 439-42.

[xxvii] David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003), 7, 27, 163, 209-11- Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”.

[xxviii] Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, 169.

[xxix] Harvey, “Realities on the Ground (Πραγματικότητες στο έδαφος)”.

[xxx] David Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2014), 135. Ο Harvey λέει ότι το “rent seeking”, όπως χρησιμοποιείται από τον Joseph Stiglitz για να αναφερθεί στην αρπαγή του πλούτου και όχι στη δημιουργία του, “δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν ευγενικό και μάλλον ουδέτερο ηχητικά τρόπο να αναφερθεί κανείς σε αυτό που εγώ ονομάζω “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”” (Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism, 133). Θα μπορούσαμε να πούμε, με τη σειρά μας, ότι η “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης” είναι απλώς ένας ευγενικός και μάλλον ουδέτερος τρόπος να αναφερθούμε σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε απαλλοτρίωση (ή κέρδος από απαλλοτρίωση).

[xxxi] Karl Marx, Capital, vol. 1 (Λονδίνο: Penguin, 1976), 915. Σχετικά με την έννοια του Μαρξ “κέρδος από απαλλοτρίωση” (ή κέρδος από αλλοτρίωση), βλ. John Bellamy Foster και Brett Clark, “The Expropriation of Nature“, Monthly Review 69, no. 10 (Μάρτιος 2018): 1-27.

[xxxii] Marquess of Salisbury αναφέρεται στο Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (New York: Monthly Review Press, 1957), 145.

[xxxiii] Utsa Patnaik, “Revisiting the ‘Drain,’ or Transfers from India to Britain in the Context of Global Diffusion of Capitalism,” στο Agrarian and Other Histories, ed. Shubhra Chakrabarti και Utsa Patnaik (Νέο Δελχί: Tulika, 2017), 311.

[xxxiv] Magdoff, Globalization, 4, 41.

[xxxv] Atilio Borón, “Empire” and Imperialism (Λονδίνο: Zed, 2005), 3.

[xxxvi] Amin, Modern Imperialism, 162, 193-95.

[xxxvii] John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review, 2012), 76-77.

[xxxviii] Intan Suwandi, R. Jamil Jonna και John Bellamy Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, Monthly Review 70, no. 10 (Μάρτιος 2019): 1-24.

[xxxix] Σχετικά με τον παγκόσμιο εφεδρικό στρατό, βλέπε Foster and McChesney, The Endless Crisis, 125-54.

[xl] Tony Norfield, “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, στο Struggle in a Time of Crisis, επιμ. Nicolas Pons-Vignon και Mbuso Nkosi (Λονδίνο: Pluto, 2015), 23-28- John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2016), 13-16.

[xli] Suwandi, Jonna και Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, 14-15.

[xlii] Norfield, “T-Shirt Economics”, 25-26.

[xliii] Foster και McChesney, The Endless Crisis, 140-41.

[xliv] Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, πίνακας 4α. Employment by Aggregate Sector (by Sex), στο Key Indicators of the Labour Market(KILM), 8th ed. (Geneva: International Labour Office, 2014)- “Economic Groups and Composition,” United Nations Conference on Trade and Development, http://unctadstat.unctad.org.

[xlv] Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, “Non-Equity Modes of International Production and Development”, στο World Investment Report, 2011 (Γενεύη: Ηνωμένα Έθνη, 2011), 123, 132.

[xlvi] Norfield, The City, 9, 169- Federal Reserve Bank of St. Louis Economic Research, FRED,Net Domestic Investment: Private: Domestic Business, πρόσβαση 18 Μαΐου 2019- Stephanie E. Curcuru και Charles P. Thomas, “The Return on U.S. Direct Investment at Home and Abroad,” International Finance Discussion Papers, no. 1057, Board of Governors of the Federal Reserve System, Οκτώβριος 2012.

[xlvii] Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 107-08.

[xlviii] Dev Kar και Guttorm Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens (Λονδίνο: Global Financial Integrity, Norwegian School of Economics, 2015), 19- Jason Hickel, The Divide (Νέα Υόρκη: W. W. Norton, 2017), 27.

[xlix] Karl Marx and Frederick Engels, Collected Works, vol. 30 (New York: International, 1975), 59.

[l] Norfield, The City, 76.

[li] Kar και Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens, 15-17.

[lii] Karl Marx, Capital, τόμος 3 (Λονδίνο: Penguin, 1981), 345.

[liii] Hickel, The Divide, 290-91.

[liv] Gernot Köhler, “The Structure of Global Money and World Tables of Unequal Exchange”, Journal of World-System Research 4 (1998): 145-68, Gernot Köhler, Global Keynesianism: Global Keynesianism: Unequal Exchange and Global Exploitation (New York: Nova Science, 2002), 43-100- Gernot Köhler, “Unequal Exchange 1965-1995”, Νοέμβριος 1988- Hickel, The Divide, 290-91. Ο Zak Cope, βασιζόμενος σε διάφορους τρόπους υπολογισμού της μεταφοράς αξίας μέσω άνισης ανταλλαγής, κατέληξε σε στοιχεία για το 2009 ύψους 2,6-4,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε. Zak Cope, Divided World Divided Class (Μόντρεαλ: Kersplebedeb, 2012), 262.

[lv] Amin, Modern Imperialism, 223-25.

[lvi] John Smith, “Το κεφάλαιο του Μαρξ και η παγκόσμια κρίση”, στο The Changing Face of Imperialism, εκδ. Sunanda Sen and Maria Cristina Marcuzzo (London: Routledge, 2018), 43-45. Imperialism in the Twenty-First Century, 252. Tony Norfield, “Imperialism, a Marxist Understanding”, Socialist Economist, 22 Μαρτίου 2019. Για τα ευρύτερα ζητήματα της παρακράτησης της αξίας, βλ. Mariana Mazzucato, The Value of Everything (New York: PublicAffairs, 2018).

[lvii] Ο ρόλος των “νησιών θησαυρού”, κυρίως στην Καραϊβική, αναδεικνύει το τεράστιο υπεράκτιο κεφάλαιο στους φορολογικούς παραδείσους. Βλέπε Nicholas Shaxson, Treasure Islands (Νέα Υόρκη: Palgrave-Macmillan, 2011). Ο Thomas Piketty έχει επίσης επισημάνει το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των επενδύσεων/ανάπτυξης (ο παραδοσιακός ρόλος του κεφαλαίου) και της συσσώρευσης πλούτου. Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014).

[lviii] Amin, Modern Imperialism, 110-11.

[lix] ” The Military Cost of Defending the Global Oil Supply”, Securing America’s Future Energy, 21 Σεπτεμβρίου 2018.

[lx] Norfield, The City, 123, 126.

[lxi] Για τη στροφή προς έναν πιο επιθετικό ιμπεριαλισμό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βλ. John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006).

[lxii] Η γεωοικονομία αντιπροσωπεύει την αναβίωση του οικονομικού πολέμου. Για τη σχετική μεγάλη στρατηγική που εκπορεύεται από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, βλέπε Robert D. Blackwill και Jennifer M. Harris, War by Other Means (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2016).

[lxiii] Donald Trump, “President Trump Vows to Usher in Golden Era of American Energy Dominance”, 30 Ιουνίου 2017, http://whitehouse.gov.

[lxiv] Βλέπε John Bellamy Foster, Trump in the White House (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2017).

[lxv] Για την ιστορία του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, βλέπε Bernard Semmel, Imperialism and Social Reform (Garden City, NY: Doubleday, 1960).

[lxvi] Magdoff, Globalization, 4-5.

[lxvii] Μαρξ και Ένγκελς, Συλλεγμένα έργα, τόμος 1, 180.

[lxviii] ” Ένα ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα [στον Βορρά] δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν αντιταχθεί ανυποχώρητα στους αυτοκρατορικούς πολέμους, στην παραγωγή και πώληση όπλων, στη διείσδυση του στρατού στις τοπικές οικονομίες και στην καθημερινή ζωή, στον πατριωτισμό των σημαιών και των εθνικών ύμνων, στο μάντρα ότι όλοι πρέπει να υποστηρίξουμε τα στρατεύματα της χώρας μας. Στον Παγκόσμιο Βορρά ο εθνικισμός είναι μια ασθένεια που εμποδίζει την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργατικής τάξης που είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη απελευθέρωση”. Michael D. Yates, Can the Working Class Change the World? (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2018), 160.

[lxix] Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1964), 7.

Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης

Το antapocrisis αναδημοσιεύει αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου «Παγκόσμια ανισότητα» του Branko Milanovic, οικονομολόγου που εστιάζει στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο σερβοαμερικάνος οικονομολόγος υποστηρίζει με στοιχεία ότι κατά την τελευταία εικοσιπενταετία από την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ωφελήθηκαν οι μεσαίες τάξεις των αναπτυσσόμενων χωρών (κυρίως της Ασίας) καθώς και το πλουσιότερο 1% των αναπτυγμένων χωρών. Αντίθετα, έχασαν οι μεσαίες τάξεις των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συνδέεται με καινούριες πολιτικές συμπεριφορές των μεσαίων στρωμάτων σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση προκαλώντας ισχυρή κρίση στη μέχρι σήμερα πολιτική αντιπροσώπευση.

Ποιοι ωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση;

Τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα.

Το Διάγραμμα 1.1 απεικονίζει πώς έχουν ακριβώς τα πράγματα. Παριστώντας γραφικά την ποσοστιαία αύξηση του εισοδήματος ως προς το αρχικό εισόδημα, μπορούμε να δούμε ποιες εισοδηματικές ομάδες ωφελήθηκαν περισσότερο τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο οριζόντιος άξονας παρουσιάζει τα εκατοστημόρια της κατανομής εισοδήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία ξεκινά από τους φτωχότερους ανθρώπους στον κόσμο στα αριστερά και φτάνει στους πλουσιότερους (το «πλουσιότερο 1% παγκοσμίως») στο δεξιό άκρο. (Η κατάταξη των ανθρώπων γίνεται με βάση το μετά από φόρους κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών, εκφρασμένο σε δολάρια ίσης αγοραστικής δύναμης για λεπτομέρειες σχετικά με το πώς γίνονται οι συγκρίσεις εισοδήματος μεταξύ χωρών, βλ. Παρέκβαση 1.1.)  Ο κατακόρυφος άξονας παρουσιάζει τη σωρευτική αύξηση του πραγματικού εισοδήματος (δηλαδή του αποπληθωρισμένου και αναπροσαρμοσμένου με βάση τις διαφορές στα επίπεδα τιμών εισοδήματος) από το 1988 μέχρι το 2008.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.1 Σχετική αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος ως προς το επίπεδο του παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008. Το διάγραμμα παρουσιάζει τη σχετική (ποσοστιαία) αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (μετρημένου σε διεθνή δολάρια 2005) από το 1988 μέχρι το 2008, σε διαφορετικά σημεία της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (ξεκινά από το φτωχότερο παγκόσμιο εικοστημόριο, στο 5, και φθάνει στο πλουσιότερο παγκόσμιο εκατοστημόριο, στο 100). Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ήταν μεγαλύτερη μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται περί το 50ό εκατοστημόριο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (τον διάμεσο, στο σημείο Α) και μεταξύ των πλουσιότερων ατόμων (του πλουσιότερου 1%, στο σημείο Γ). Ήταν χαμηλότερη μεταξύ όσων βρίσκονται γύρω από το 80ό εκατοστημόριο παγκοσμίως (σημείο Β), οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στην κατώτερη μεσαία τάξη των πλούσιων χωρών.
Πηγή δεδομένων: Lakner & Milanović (2015)

Η 20ετία αυτή συμπίπτει σχεδόν επακριβώς με το διάστημα που μεσολάβησε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Καλύπτει την περίοδο που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «υψηλή παγκοσμιοποίηση», περίοδο κατά την οποία μπήκαν στη σφαίρα της αλληλεξαρτώμενης παγκόσμιας οικονομίας πρώτα η Κίνα, με πληθυσμό άνω του ενός δισεκατομμυρίου κατοίκους, και κατόπιν οι οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης, με περίπου μισό δισεκατομμύριο κατοίκους. Εδώ μπορεί να συμπεριληφθεί ακόμα και η Ινδία αφού, χάρη στις μεταρρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, η οικονομία της αύξησε τον βαθμό ενσωμάτωσής της στην παγκόσμια. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε επίσης η επανάσταση των επικοινωνιών, η οποία επέτρεψε στις επιχειρήσεις να μετεγκαθιστούν εργοστάσια σε μακρινές χώρες, όπου μπορούν να επωφελούνται από τη φθηνή εργασία αλλά να διατηρούν πάντα τον έλεγχο. Έτσι προέκυψε η διπλή σύμπτωση από τη μια του ανοίγματος των «περιφερειακών» αγορών και από την άλλη της δυνατότητας των χωρών του πυρήνα να απασχολούν εργατικό δυναμικό από τις χώρες της περιφέρειας επιτόπου. Από πολλές απόψεις, τα χρόνια που προηγήθηκαν της χρηματοπιστωτικής κρίσης χαρακτηρίζονταν από τον μεγαλύτερο βαθμό παγκοσμιοποίησης στην ανθρώπινη ιστορία.

Όμως τα οφέλη, πράγμα ίσως όχι απροσδόκητο σε μια τόσο περίπλοκη διεργασία, ήταν άνισα κατανεμημένα, αφού κάποιοι δεν είχαν κανένα απολύτως όφελος. Στο Διάγραμμα 1.1 επικεντρωνόμαστε σε τρία σημεία ενδιαφέροντος, όπου η αύξηση του εισοδήματος ήταν είτε μέγιστη είτε ελάχιστη. Τα σημεία αυτά ορίζονται ως Α, Β και Γ. Το Α βρίσκεται γύρω από τον διάμεσο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (ο διάμεσος χωρίζει την κατανομή σε δύο ίσα μέρη, καθένα από τα οποία περιέχει το 50% του πληθυσμού· το ένα μέρος βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση και το άλλο σε χειρότερη κατάσταση από τους ανθρώπους με μέσο εισόδημα). Οι άνθρωποι στο σημείο Α παρουσίαζαν τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης πραγματικού εισοδήματος: γύρω στο 80% κατά τη συγκεκριμένη 20ετία. Ο ρυθμός αύξησης, ωστόσο, δεν ήταν υψηλός μόνο για όσους βρίσκονταν κοντά στον διάμεσο, αλλά για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, που ξεκινούσε απ’ όσους βρίσκονταν γύρω από το 40ό παγκόσμιο εκατοστημόριο και έφθανε σε όσους βρίσκονταν γύρω από το 60ό. Πρόκειται, βέβαια, για το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτή την ομάδα, οι εμφανώς ωφελημένοι από την παγκοσμιοποίηση; Εννέα στις δέκα φορές πρόκειται για ανθρώπους από τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, κυρίως την Κίνα, αλλά και την Ινδία, την Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ και την Ινδονησία. Δεν πρόκειται για τους πιο πλούσιους κατοίκους αυτών των χωρών, γιατί οι πλούσιοι καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος (δηλαδή, βρίσκονται δεξιότερα στο διάγραμμα). Πρόκειται για ανθρώπους που καταλαμβάνουν το μέσο της κατανομής στη χώρα τους αλλά, όπως μόλις είδαμε, και στον κόσμο. Ιδού μερικά παραδείγματα αξιοσημείωτης σωρευτικής αύξησης που βίωσαν αυτές οι μεσαίες εισοδηματικές ομάδες. Τα δύο διάμεσα δεκατημόρια (πέμπτο και έκτο) στις αγροτικές και τις αστικές περιοχές της Κίνας είδαν το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημά τους να πολλαπλασιάζεται επί 3 και επί περίπου 2,2, αντίστοιχα, μεταξύ 1988 και 2008. Στην περίπτωση της Ινδονησίας τα διάμεσα αστικά εισοδήματα σχεδόν διπλασιάστηκαν, ενώ τα αγροτικά εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 80%. Στο Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη (όπου ο πληθυσμός δεν διακρίνεται σε αστικό και αγροτικό) τα πραγματικά εισοδήματα γύρω από τις διάμεσες τιμές υπερδιπλασιάστηκαν.  Αυτές οι ομάδες ήταν κατά κύριο λόγο οι «κερδισμένοι» της παγκοσμιοποίησης μεταξύ 1988 και 2008. Για λόγους ευκολίας τις αποκαλούμε «αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη» – αν και, όπως θα εξηγήσω αργότερα, επειδή εξακολουθούν να είναι σχετικά φτωχές σε σύγκριση με τις μεσαίες τάξεις της Δύσης, δεν θα πρέπει να αποδίδεται στον όρο το ίδιο κύρος (με βάση το εισόδημα και την εκπαίδευση) που συνήθως επιφυλάσσεται για τις μεσαίες τάξεις των πλούσιων χωρών.

Ας περάσουμε τώρα στο σημείο Β. Το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι βρίσκεται δεξιά του σημείου Α, το οποίο σημαίνει ότι οι άνθρωποι στο σημείο Β είναι πλουσιότεροι από τους ανθρώπους στο σημείο Α. Παρατηρούμε, όμως, και ότι η τιμή του κατακόρυφου άξονα στο σημείο Β είναι σχεδόν μηδενική, υποδηλώνοντας ότι δεν σημειώθηκε καμία αύξηση του πραγματικού εισοδήματος σε διάστημα 20 ετών. Ποιοι απαρτίζουν αυτή την ομάδα; Σχεδόν όλοι προέρχονται από τις πλούσιες οικονομίες του ΟΟΣΑ (Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). Αν αγνοήσουμε όσους προέρχονται από τα σχετικά πρόσφατα μέλη του ΟΟΣΑ (διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, Χιλή και Μεξικό), περίπου τα 3/4 των ανθρώπων αυτής της ομάδας είναι πολίτες των «παλαιών πλούσιων» χωρών της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας (για τις τρεις περιοχές ενίοτε χρησιμοποιείται το αρκτικόλεξο ΔΕΒΑΩ), καθώς και πολίτες της Ιαπωνίας. Όπως η Κίνα δεσπόζει στο σημείο Α, έτσι δεσπόζουν στο σημείο Β οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και η Γερμανία. Οι άνθρωποι στο σημείο Β γενικά ανήκουν στο χαμηλότερο ήμισυ των κατανομών εισοδήματος των χωρών τους. Ανήκουν στα φτωχότερα πέντε δεκατημόρια της Γερμανίας, τα οποία από το 1988 μέχρι το 2008 σημείωσαν σωρευτική αύξηση μόλις 0%-7%· στο κάτω μισό της κατανομής εισοδήματος στις ΗΠΑ, που βίωσε πραγματική αύξηση 21%-23%· και στα κατώτερα δεκατημόρια στην Ιαπωνία, που είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να σημειώνει κάμψη ή να αυξάνεται συνολικά κατά 3%-4%. Για λόγους απλούστευσης, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να αποκληθούν «κατώτερη μεσαία τάξη του πλούσιου κόσμου». Και σίγουρα δεν είναι οι κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης.

Με την απλή σύγκριση των ομάδων σε αυτά τα δύο σημεία αποδείξαμε εμπειρικά κάτι που έχει γίνει αισθητό από πολλούς και έχει συζητηθεί ευρέως στην οικονομική βιβλιογραφία, καθώς και στον δημόσιο διάλογο. Έχουμε επίσης αναδείξει ένα από τα βασικά προβλήματα της τρέχουσας διαδικασίας παγκοσμιοποίησης: την απόκλιση που εμφανίζει η εξελικτική πορεία της οικονομικής κατάστασης των ανθρώπων στον παλαιό πλούσιο κόσμο και στην αναδυόμενη Ασία. Με λίγα λόγια: οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι φτωχές και μεσαίες τάξεις της Ασίας· οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου.

Μια τόσο ωμή διαπίστωση μπορεί να μην εκπλήσσει πολλούς σήμερα, αλλά σίγουρα θα είχε προκαλέσει έκπληξη σε πολλούς αν είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι πολιτικοί της Δύσης, οι οποίοι ασκούσαν πιέσεις προκειμένου να αυξηθεί η εξάρτηση τόσο των οικονομιών τους όσο και ολόκληρου του κόσμου από τις αγορές, μετά την επανάσταση των Θάτσερ-Ρήγκαν, δεν περίμεναν σε καμιά περίπτωση ότι η πολυδιαφημισμένη παγκοσμιοποίηση δεν θα είχε χειροπιαστά οφέλη για τους περισσότερους πολίτες τους – δηλαδή εκείνους ακριβώς τους οποίους προσπαθούσαν να πείσουν για την υπεροχή των νεοφιλελεύθερων μέτρων πολιτικής έναντι καθεστώτων πρόνοιας με πιο προστατευτικό χαρακτήρα.

Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη σε όσους, συμπεριλαμβανομένου του νομπελίστα οικονομολόγου Gunnar Myrdal, εξέφραζαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 την ανησυχία ότι οι μάζες της Ασίας, που αριθμούσαν πολλά εκατομμύρια και μετά βίας κατάφερναν να επιβιώσουν με τα χαμηλά εισοδήματά τους, θα έμεναν για πάντα στο τέλμα της φτώχειας. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 γράφτηκε πλήθος βιβλίων (όπως το The Population Bomb [1968, «Η πληθυσμιακή βόμβα»] του Paul Ehrlich) με αντικείμενο τους κινδύνους της πληθυσμιακής αύξησης σε ό,τι αφορούσε την οικονομική ανάπτυξη στον Τρίτο Κόσμο. Η εμπειρία της Ασίας στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα διέψευσε πλήρως αυτές τις δυσοίωνες προβλέψεις. Αντί για το «Ασιατικό δράμα», όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Myrdal, σήμερα ακούμε για το Θαύμα της Ανατολικής Ασίας, το Κινεζικό Όνειρο και τη Λαμπερή Ινδία, όρους που πλάστηκαν κατ’ αντιστοιχία προς το Αμερικανικό Όνειρο και το γερμανικό Wirtschaftswunder (οικονομικό θαύμα).

Επισημαίνω εδώ αυτό το παράδειγμα, σ’ ένα πολύ αρχικό σημείο του βιβλίου, για να τονίσω πόσο δύσκολο είναι να γίνει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη πρόγνωση οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως σε παγκόσμια κλίμακα. Ο αριθμός των μεταβλητών που μπορούν να αλλάξουν και όντως αλλάζουν, ο ρόλος των ανθρώπων στην ιστορία («ελεύθερη βούληση») και η επιρροή που ασκούν οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές έχουν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε σπανίως επαληθεύονται ακόμα και προγνώσεις γενικών τάσεων, τις οποίες κάνουν τα κορυφαία μυαλά κάθε γενιάς. Θα πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτής της δυσκολίας όταν στο Κεφάλαιο 4 θα εξετάσουμε την πιθανή οικονομική και πολιτική εξέλιξη του κόσμου στο υπόλοιπο του 21ου και στον 22ο αιώνα.

Η αντιθετική πορεία των δύο μεσαίων τάξεων αναδεικνύει ένα από τα κύρια πολιτικά ερωτήματα του καιρού μας: σχετίζονται, άραγε, τα οφέλη της μεσαίας τάξης της Ασίας με τις απώλειες της κατώτερης μεσαίας τάξης του πλούσιου κόσμου; Ή, με άλλα λόγια, είναι άραγε η στασιμότητα των εισοδημάτων (και των μισθών, αφού στους μισθούς αναλογεί η μερίδα του λέοντος από το εισόδημα της κατώτερης μεσαίας και μεσαίας τάξης) στη Δύση απότοκο της επιτυχίας της μεσαίας τάξης της Ασίας; Αν αυτό το κύμα παγκοσμιοποίησης παρεμποδίζει την αύξηση του εισοδήματος των μεσαίων τάξεων του πλούσιου κόσμου, ποια θα είναι η επίδραση του επόμενου κύματος, στο οποίο θα μετέχουν ακόμα πιο φτωχές και πολυάνθρωπες χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Βιρμανία και η Αιθιοπία;

Ας επιστρέψουμε τώρα στο Διάγραμμα 1.1 κι ας δούμε το σημείο Γ. Η ερμηνεία του είναι απλή: έχουμε να κάνουμε με τους ανθρώπους που είναι πολύ πλούσιοι σε παγκόσμιο επίπεδο (το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως), τα πραγματικά εισοδήματα των οποίων σημείωσαν μεγάλη άνοδο μεταξύ 1988 και 2008. Ανήκουν κι αυτοί στους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης, σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τις μεσαίες τάξεις της Ασίας (και, όπως θα δούμε σε λίγο, ακόμα περισσότερο σε απόλυτους όρους). Οι άνθρωποι που ανήκουν στο πλουσιότερο 1% παγκοσμίως προέρχονται σε συντριπτικό βαθμό από τις πλούσιες οικονομίες. Εδώ δεσπόζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες: οι μισοί απ’ όσους ανήκουν στο πλουσιότερο 1% παγκοσμίως είναι Αμερικανοί. (Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 12% των Αμερικανών αποτελεί τμήμα του πλουσιότερου 1% παγκοσμίως.) Οι υπόλοιποι προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τη Δυτική Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Ωκεανία. Από τις υπόλοιπες χώρες, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Ρωσία συνεισφέρουν το 1% του πληθυσμού τους. Την ομάδα Γ μπορούμε να την αποκαλέσουμε «παγκόσμια πλουτοκρατία».

Η σύγκριση των ομάδων Β και Γ μας επιτρέπει ν’ ασχοληθούμε με άλλο ένα χάσμα. Είδαμε ότι η ομάδα Β, η οποία αποκόμισε μηδενικά ή αμελητέα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση, αποτελείται κυρίως από την κατώτερη μεσαία τάξη και τα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού των πλούσιων χωρών. Αντιθέτως, η ομάδα Γ, η κερδισμένη της παγκοσμιοποίησης, αποτελείται από τις πλουσιότερες τάξεις των ίδιων χωρών. Μια προφανής συνέπεια είναι ότι οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στην κορυφή και στον πάτο έχουν διευρυνθεί στον πλούσιο κόσμο, η δε παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει εκείνους τους κατοίκους των πλούσιων χωρών που ήδη ήταν σε καλύτερη μοίρα. Αυτό δεν είναι εντελώς απροσδόκητο, αφού γενικά αναγνωρίζεται ότι τα προηγούμενα 25-30 χρόνια αυξήθηκαν οι ανισότητες στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών. Αυτό είναι το θέμα με το οποίο θ’ ασχοληθούμε στο Κεφάλαιο 2. Όμως αυτό που έχει σημασία, και που μας ανταμείβει από επιστημολογική άποψη, είναι η διαπίστωση πως τούτα τα φαινόμενα είναι εξίσου παρατηρήσιμα όταν εξετάζουμε τον κόσμο συνολικά.

Το Διάγραμμα 1.1 δίνει μια πολύ αδρή εικόνα των κερδισμένων και των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Τα ίδια δεδομένα είναι δυνατόν να εξεταστούν και με πολλούς άλλους τρόπους: μπορούμε να εξετάσουμε με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια τον οριζόντιο άξονα (διαχωρίζοντας τον παγκόσμιο πληθυσμό σε μικρότερα «πολλοστημόρια», ας πούμε της τάξης του 1%), ή μπορούμε να δούμε πώς τα πήγαν κάποιες συγκεκριμένες εισοδηματικές ομάδες (π.χ. το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της Κίνας σε σύγκριση με το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της Αργεντινής) κατά την ίδια 20ετία, ή μπορούμε να ορίσουμε τα εισοδηματικά οφέλη σε δολάρια με βάση την τυπική συναλλαγματική ισοτιμία, αντί να τα αναπροσαρμόζουμε έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών από χώρα σε χώρα. Όποια αναπροσαρμογή κι αν κάνουμε όμως, η ουσιαστική εικόνα που φιλοτεχνείται εδώ για τα κέρδη και τις ζημίες παραμένει αμετάβλητη: έχουμε πάντοτε μια γερτή καμπύλη με σχήμα S (την οποία κάποιοι έχουν ονομάσει «καμπύλη ελέφαντα», γιατί θυμίζει ελέφαντα με υψωμένη προβοσκίδα). Τα ποσοστιαία οφέλη είναι πάντα υψηλότερα για τις μεσαίες τάξεις των αναδυόμενων οικονομιών και το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως· και πάντα χαμηλότερα για όσους βρίσκονται κατά προσέγγιση από το 75o έως το 90ο εκατοστημόριο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος, με άλλα λόγια για όσους ανήκουν στη μεσαία και την κατώτερη μεσαία τάξη των χωρών του ΟΟΣΑ.

Το σχήμα αυτό, το κατώτερο σημείο του οποίου αντιστοιχεί στα σχετικά ευκατάστατα εκατοστημόρια, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο όσον αφορά τις επιμέρους χώρες. Κανονικά, διαγράμματα τέτοιου είδους, τα οποία ονομάζονται καμπύλες συχνότητας εμφάνισης αύξησης (growth incidence curves, GIC), είτε εμφανίζουν λίγο-πολύ συνεχή άνοδο, κάτι που υποδηλώνει ότι οι πλούσιοι ωφελήθηκαν περισσότερο από τους φτωχούς, είτε έχουν συνεχή καθοδική κλίση, καταδεικνύοντας το ακριβώς αντίθετο. Μια γερτή καμπύλη S δείχνει ότι οι μεταβολές του εισοδήματος ήταν τέτοιες ώστε οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη έχουν ωφεληθεί περισσότερο απ’ όσους βρίσκονται ενδιάμεσα. Στο εσωτερικό κάθε χώρας χωριστά, αυτού του είδους οι μεταβολές είναι απίθανο να εμφανιστούν, γιατί τότε η οικονομική πολιτική ή η τεχνολογική αλλαγή θα είχαν «βαθμονομηθεί» έτσι ώστε να ωφελούν το πλουσιότερο 1% ή 5%, να επιβαρύνουν όσους βρίσκονται ακριβώς από κάτω και μετά να ωφελούν πάλι όσους βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα. Η πιθανότητα να παρατηρηθούν τέτοιου είδους ασυνέχειες στον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες ή τα νέα μέτρα οικονομικής πολιτικής επηρεάζουν τις διάφορες εισοδηματικές ομάδες είναι πολύ μικρή. Λόγου χάρη, δεν είναι και τόσο πιθανό ένα μέτρο πολιτικής που προβλέπει την περικοπή του ανώτατου φορολογικού συντελεστή για το πλουσιότερο 5% να συνοδεύεται από άλλο μέτρο πολιτικής που προβλέπει αύξηση φόρων για όσους βρίσκονται ακριβώς κάτω από το επίπεδο του πλουσιότερου 5%. Εδώ, ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με την κατανομή μίας και μόνο χώρας, αλλά με μια παγκόσμια κατανομή, που απορρέει από διαφόρους παράγοντες: (α) τις διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών (ή, για να ακριβολογούμε, τον ταχύτερο ρυθμό μεγέθυνσης της Κίνας σε σύγκριση με τον αντίστοιχο των Ηνωμένων Πολιτειών), (β) τις αρχικές θέσεις των χωρών στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος του 1988 (τότε που η Κίνα ήταν πολύ πιο φτωχή από τις Ηνωμένες Πολιτείες), και τέλος (γ) τις αλλαγές στις κατανομές εισοδήματος των ιδίων των χωρών, οι οποίες δεν επηρεάζονται μόνο από τα εγχώρια μέτρα πολιτικής αλλά και από την παγκοσμιοποίηση (κυρίως από την εξαγωγή φθηνών προϊόντων από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες). Οι παράγοντες αυτοί εξηγούν πώς είναι δυνατόν να προκύπτουν καμπύλες με τόσο ασυνήθιστα σχήματα, όπως η γερτή καμπύλη S. Τι σχήμα περιμένουμε να έχει η παγκόσμια καμπύλη συχνότητας εμφάνισης στα επόμενα 30 χρόνια; Με το θέμα αυτό θ’ ασχοληθούμε στο Κεφάλαιο 4.

Κάτι που πρέπει να τονίσουμε με έμφαση, όσον αφορά την ερμηνεία των όρων «κερδισμένοι» και «χαμένοι» και το νόημα της γερτής καμπύλης S, είναι ότι μέχρι στιγμής έχουμε ασχοληθεί μόνο με τα σχετικά κέρδη που συνδέονται με την παγκόσμια κατανομή εισοδήματος. Ο κατακόρυφος άξονας στο Διάγραμμα 1.1 απεικονίζει τη σωρευτική ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού εισοδήματος μεταξύ 1988 και 2008. Ποια θα ήταν η εικόνα των αποτελεσμάτων αν, αντί για τη σχετική μεταβολή (ποσοστιαία αύξηση), εξετάζαμε την απόλυτη μεταβολή (το ποσό της αύξησης σε δολάρια); Όπως θα δούμε, αυτή η αλλαγή οπτικής γωνίας μεταβάλλει τα αποτελέσματα με ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο.

Απόλυτες αυξήσεις που συνδέονται με την παγκόσμια κατανομή εισοδήματος

Έστω ότι εξετάζουμε το σύνολο της αύξησης του παγκόσμιου εισοδήματος από το 1988 έως το 2008 και του δίνουμε την τιμή 100. Το Διάγραμμα 1.2 δείχνει ότι το 44% της απόλυτης αύξησης κατέληξε στα χέρια του πλουσιότερου 5% παγκοσμίως, ενώ σχεδόν το 1/5 της παγκόσμιας αύξησης το καρπώθηκε το πλουσιότερο 1%. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που ορίσαμε ως τους κυρίως ωφελημένους από την τρέχουσα φάση της παγκοσμιοποίησης, η «αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη», έχουν καρπωθεί (ανά εικοστημόριο) μόνο το 2%-4% της αύξησης της παγκόσμιας πίτας, ή συνολικά γύρω στο 12%-13%.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.2 Ποσοστό απολαβής της απόλυτης αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, ανά επίπεδο παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008 Το διάγραμμα απεικονίζει το ποσοστό της συνολικής απόλυτης αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (μετρημένης σε διεθνή δολάρια 2005) μεταξύ 1988 και 2008, το οποίο καρπώθηκαν ομάδες σε διαφορετικές θέσεις της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος. Δίνουμε στην αύξηση του συνολικού παγκόσμιου πραγματικού εισοδήματος την τιμή 100 και υπολογίζουμε τι τμήμα της καρπώθηκαν τα διαφορετικά εικοστημόρια (ομάδες που περιλαμβάνουν το 5% του πληθυσμού) ή εκατοστημόρια της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος. Το διάγραμμα δείχνει ότι η απόλυτη αύξηση του εισοδήματος κατέληξε κυρίως στο πλουσιότερο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το πλουσιότερο 1% εξασφάλισε το 19% της συνολικής αύξησης του παγκόσμιου εισοδήματος.
Πηγή δεδομένων: Lakner & Milanović (2015)

Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, και μήπως αυτή η κατανομή της απόλυτης αύξησης ανατρέπει την προηγούμενη διαπίστωσή μας όσον αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους; Το παραπάνω είναι δυνατόν απλώς και μόνο διότι ανάμεσα στην κορυφή, τον διάμεσο και τη βάση της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα πραγματικά εισοδήματα. Το 2008, το μέσο κατά κεφαλήν διαθέσιμο (προ φόρων) εισόδημα του πλουσιότερου 1% παγκοσμίως μόλις που ξεπερνούσε τα 71.000 $ ετησίως, το εισόδημα στον διάμεσο κυμαινόταν στα 1.400 $, ενώ τα ετήσια εισοδήματα όσων ανήκαν στο φτωχότερο δεκατημόριο παγκοσμίως δεν υπερέβαιναν τα 450 $ (όλα τα ποσά δίνονται σε διεθνή δολάρια 2005). Κοιτάζοντας αυτούς τους αριθμούς, αμέσως διαπιστώνουμε ότι ένα ποσό που αποτελεί απλό σφάλμα στρογγυλοποίησης σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα στην κορυφή ισοδυναμεί με ολόκληρο το ετήσιο εισόδημα των φτωχών! Είναι πλέον σαφές ότι η παραμικρή ποσοστιαία αύξηση στην κορυφή, ή κοντά στην κορυφή, θα αντιπροσωπεύει τεράστιο τμήμα της συνολικής απόλυτης αύξησης. Έστω, π.χ., ότι το εισόδημα του πλουσιότερου 1% αυξάνεται κατά μόλις 1%, δηλαδή κατά 710 $. Όμως το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το 1/2 του συνολικού εισοδήματος των ανθρώπων που βρίσκονται στον παγκόσμιο διάμεσο. Να γιατί τόσο τα μεγάλα σχετικά οφέλη στην κορυφή (το εισόδημα του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε κατά τα 2/3 μεταξύ 1988 και 2008) όσο και τα σχεδόν ανύπαρκτα οφέλη μεταξύ των κατώτερων μεσαίων τάξεων του πλούσιου κόσμου (τα εισοδήματα των οποίων αυξήθηκαν μόλις κατά 1%) δείχνουν τόσο αξιοσημείωτα, όταν μεταφράζονται σε απόλυτα οφέλη, σε σύγκριση με τα απόλυτα οφέλη για την αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη. Πρόκειται για ένα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο εκπληκτικά άνιση είναι η κατανομή των εισοδημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτή η ασυμμετρία στην κατανομή του απόλυτου οφέλους μάς κάνει, άραγε, να αναθεωρήσουμε το προηγούμενο συμπέρασμά μας για τους κερδισμένους και τους χαμένους; Όχι. Τουναντίον, από κάποιες πλευρές δίνει έμφαση στα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε σχετικά με το πλουσιότερο 1% ή 5%, γιατί τα σημαντικά ποσοστιαία οφέλη τους φαίνονται ακόμη εντυπωσιακότερα όταν τα εξετάζουμε σε απόλυτα μεγέθη. Επιπλέον, ούτε μας κάνει να αναθεωρήσουμε το συμπέρασμά μας για τις κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου, γιατί, όπως οι περισσότεροι από εμάς, έτσι και όσοι ανήκουν σε τούτες τις τάξεις βλέπουν κυρίως τα (ασήμαντα) ποσοστιαία οφέλη τους και, όταν συγκρίνουν τη θέση τους με τη θέση των άλλων, είναι πολύ πιθανό να την αντιπαραβάλλουν με τα πραγματικά ποσοστιαία οφέλη που καρπώνεται η κορυφή. Άρα η εισοδηματική τους στασιμότητα είναι πραγματική. Τέλος, δεν επηρεάζεται ούτε το συμπέρασμά μας για την επιτυχία των μεσαίων τάξεων της Ασίας, διότι κι αυτές είναι πιο πιθανό να δουν πρώτα τα σχετικά οφέλη τους. Παρ’ όλα αυτά, η εισαγωγή της απόλυτης μέτρησης μας επιτρέπει να εξετάσουμε τα ίδια δεδομένα από διαφορετική οπτική γωνία και να αντιληφθούμε καλύτερα τις τεράστιες εισοδηματικές διαφορές που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Αναδεικνύει, επίσης, κάτι σημαντικό: δεν πρέπει να συγχέουμε τις μεσαίες τάξεις στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς (ανθρώπους με κατά κεφαλήν εισοδήματα που κυμαίνονται από 1.000 $ μέχρι λίγο κάτω από 2.000 $ ετησίως) με τις κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου (ανθρώπους με εισοδήματα που μετά από φόρους κυμαίνονται μεταξύ 5.000 $ και 10.000 $ ετησίως – όλα σε διεθνή δολάρια 2005).

[…]

Οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης

Μέχρι στιγμής έχουμε αναλύσει τις αλλαγές που σημειώθηκαν από το 1998 έως το 2008, διότι αντιπροσωπεύουν καλύτερα τις επιπτώσεις της «έντονης παγκοσμιοποίησης» και γιατί τα δεδομένα μας γι’ αυτή την περίοδο είναι καλά οργανωμένα και ιδιαιτέρως συγκρίσιμα. Τώρα, όμως, έχουμε στη διάθεσή μας νέα δεδομένα και πληροφορίες για το διάστημα 2008-2011. Από πολλές απόψεις, αυτή η πρόσφατη σύντομη περίοδος –αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση– χαρακτηρίστηκε από συνέχιση ή ακόμα και επιτάχυνση των τάσεων παγκοσμιοποίησης που περιγράφτηκαν παραπάνω· ωστόσο, εμφανίστηκε μια μικρή διαφοροποίηση.

Μια τάση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στο διάστημα 2008-2011 ήταν η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης, που την τριετία αυτή τροφοδοτήθηκε, όπως και την προηγούμενη 20ετία, από τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην Κίνα. Από το 2008 μέχρι το 2011 το μέσο αστικό εισόδημα στην Κίνα διπλασιάστηκε, ενώ τα αγροτικά εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 80%, μετατοπίζοντας την παγκόσμια καμπύλη συχνότητας εμφάνισης αύξησης γύρω από τη διάμεση τιμή και πολύ πάνω από το επίπεδο της περιόδου 1988-2008. Έτσι, η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης έγινε ακόμα πιο ευδιάκριτη και παγιώθηκε περαιτέρω (βλ. Διάγραμμα 1.3).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.3 Σχετική αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος ως προς το επίπεδο του παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008 και 1988-2011 Το διάγραμμα παρουσιάζει τη σχετική (ποσοστιαία) αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (σε διεθνή δολάρια 2011) σε διαφορετικά σημεία της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: 1988-2008 (αναπαράγει το γράφημα στο Διάγραμμα 1.1, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα χρησιμοποιούμε διεθνή δολάρια 2011 και όχι 2005) και 1988-2011. Παρατηρούμε ότι οι πολύ μεγάλες αυξήσεις γύρω από το μέσο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος διατηρούνται, αλλά σημειώνεται επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης γύρω από το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως.
Πηγές δεδομένων: Lakner & Milanović (2015) και δεδομένα του συγγραφέα

Από την άλλη, η απουσία μεγέθυνσης στον πλούσιο κόσμο δεν σήμαινε μόνο ότι έμειναν στάσιμα τα εισοδήματα των κατώτερων μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, αλλά και ότι η στασιμότητα επεκτάθηκε προς την κορυφή. Ούτε εκεί σημειώθηκε μεγέθυνση, γι’ αυτό και το σημείο Γ παρέμεινε εκεί όπου βρισκόταν το 2008 (συγκρίνετε τα Διαγράμματα 1.1 και 1.3).

Η επίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην παγκόσμια κατανομή των εισοδημάτων δεν προκαλεί έκπληξη. Εκείνο που δεν είναι σαφές είναι πόσο σημαντική τομή στην παγκόσμια οικονομική ιστορία αντιπροσωπεύει τούτη η κρίση, που συχνά αποκαλείται παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Πρώτον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ίδιος ο όρος «παγκόσμια» είναι παραπλανητικός, αφού κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας (ή ύφεση) αρχικά σημειώθηκε μόνο στις πλούσιες οικονομίες. Θα ήταν πιο σωστό να χαρακτηριστεί ως ύφεση των οικονομιών του Ατλαντικού. Δεύτερον, η μακροχρόνια εξέλιξη των εισοδημάτων σε επίπεδο χωρών, δηλαδή η ανακατάταξη της οικονομικής δραστηριότητας υπέρ της Ασίας και σε βάρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όχι μόνο δεν διακόπηκε, αλλά μάλλον ενισχύθηκε από την κρίση. Επομένως, η κρίση δεν συνιστούσε διακοπή αυτής της τάσης αλλά μάλλον το αντίστροφο: ενίσχυση μιας τάσης που ήδη υπήρχε. Τρίτον, η ανακατάταξη συνοδεύεται από αντίστοιχη ανακατανομή των προσωπικών εισοδημάτων παγκοσμίως, από την άποψη ότι μετέβαλε το σχήμα της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος που, αντί να παρουσιάζει δύο σαφείς κορυφές (πολλούς ανθρώπους με πολύ χαμηλά εισοδήματα, κατόπιν σχεδόν κανέναν στη μέση, και τέλος πολλούς ανθρώπους με πολύ υψηλά επίπεδα εισοδήματος), «γέμισε» περισσότερο στη μέση, έτσι ώστε η παγκόσμια κατανομή εισοδήματος να θυμίζει σιγά σιγά την κατανομή που συναντάμε σε επίπεδο χώρας. Βέβαια, απέχουμε ακόμη πολύ απ’ αυτό το σημείο, αλλά το 2011 (ή σήμερα) σίγουρα βρισκόμαστε πλησιέστερα σ’ αυτό απ’ ό,τι το 1988. Πρόκειται για μία ακόμα τάση που απλώς ενισχύθηκε με την κρίση.

Πηγή: Παγκόσμια Ανισότητα, Branko Milanovic, 2019

Αναδημοσίευση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Όταν μοιάζεις πολύ με τον αντίπαλό σου, αλλά θέλεις οπωσδήποτε να ξεχωρίσεις, οξύνεις ανούσιες και δευτερεύουσες διαφορές. Αυτή είναι με δυο λόγια η πολιτική κατάσταση την τελευταία περίοδο και ειδικά ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πόλωση, όξυνση, υψηλοί τόνοι, ακραίοι χαρακτηρισμοί, έντονα διλήμματα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα διλήμματα όμως δεν μπορούν να κρύψουν τις μεγάλες ομοιότητες στην πολιτική τους.

  1. Τα δύο κόμματα μοιράζονται παρόμοια διαδρομή προς την εξουσία. Όπως ο Σαμαράς ήρθε στην εξουσία με τις υποσχέσεις του Ζαππείου και την «επαναδιαπραγμάτευση με σκοπό την έξοδο από τα μνημόνια», έτσι και ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το «σκίσιμο σε μια μέρα των μνημονίων». Και ο ένας και ο άλλος, ως πρωθυπουργοί, άσκησαν την πολιτική που κατήγγειλαν ως αντιπολιτευόμενοι δικαιώνοντας με την πολιτική τους τους εκάστοτε προηγούμενους, ακολουθώντας τους «μονόδρομους» που επέβαλαν οι δανειστές και κατακρεουργώντας την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Αυτή η απλή, βασική αλήθεια κρύβεται και διαστρεβλώνεται από όσους ανακαλύπτουν «αξεπέραστες διαφορές» ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα.
  2. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις φραστικές τεχνητές οξύνσεις, ακολουθούν την ίδια -στον πυρήνα της- πολιτική. Από εκεί που οι άνθρωποι ήταν “πάνω από τα κέρδη” στον προκυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, μέτρο και κριτήριο πάντων είναι η αγορά. Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η αγορά είναι η θεά του, δεν κρύβει το γεγονός ότι και ο Τσίπρας λογοδοτεί (και υπηρετεί) τις αγορές. Εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, ξεπούλησε λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, ενέργεια και φυσικό πλούτο, υποθήκευσε τα πάντα στο Υπερταμείο, γιατί έτσι διέταξαν οι δανειστές και επιβάλει η αγορά. Γερμανοί, Κινέζοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι αγοράζουν μισοτιμής μια χώρα με υποτιμημένες αξίες και ο Τσίπρας είναι ο εκποιητής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην δηλώνει λάτρης της ελεύθερης αγοράς, αλλά εφαρμόζει πιστά, άκαμπτα και σκληρά όλα τα δόγματά της. Από τα ματωμένα κοινωνικά πλεονάσματα που προϋποθέτουν κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέχρι τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και τον περιορισμό του δημόσιου. Σε μια αποστροφή του ο Μητσοτάκης αναγνώρισε την αλήθεια: «Εμείς θα κάνουμε (τα ίδια) γιατί τα πιστεύουμε. Εσείς τα κάνετε αλλά δεν τα πιστεύετε». Τι νόημα όμως έχει η διαφορά στη θεωρία όταν η πράξη είναι παρόμοια;
  3. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πρόσωπα και κόμματα χρήσιμα και αγαπητά από τους υπερατλαντικούς προστάτες και τους ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Για τέσσερα χρόνια μάλιστα, ο Τσίπρας συγκέντρωσε ρητά και κατηγορηματικά την εύνοια των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε αντάλλαγμα και της αφοσίωσής του, αλλά και του μεγέθους της κωλοτούμπας και της μακράς διαδρομής που διένυσε για να γίνει ο «ευνοούμενος» των ισχυρών, έλαβε μικρά «δωράκια», όπως η αναβολή της περικοπής των συντάξεων, που όμως δεν αλλάζουν ούτε το πλαίσιο ούτε το πρόσημο της ασκούμενης πολιτικής. Ο Τσίπρας, για τις αγορές, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ήταν περισσότερο χρήσιμος και προτιμητέος από τον Μητσοτάκη. Όχι απλά υπάκουος και πειθήνιος («προσόντα» που διακρίνουν και με το παραπάνω τον αρχηγό της ΝΔ), αλλά και ικανός να κρατά τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ύπνωση. Η διακυβέρνηση Τσίπρα συνιστά μια ζωντανή υπενθύμιση στο λαό ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το μονόδρομο που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πριμοδοτούν ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ. Αυτός είναι ο λόγος που οι προσβλητικές δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του κατά τους πρώτους μήνες του 2015, μετατράπηκαν σήμερα σε ύμνους και διθυράμβους. Βεβαίως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι αγορές δεν έχουν σε τίποτα να ανησυχούν από τη διαφαινόμενη έλευση Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι θα είναι και ο Μητσοτάκης δεδομένος στις πολιτικές λιτότητας για την εξυπηρέτηση του χρέους. Γνωρίζουν ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις και των δύο περί μείωσης των φόρων και εισφορών ύψους 5 δισ, θα τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό τον έλεγχο των δανειστών, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν.
  4. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, από τη μία ισχυρίζονται ότι ξεπεράστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, από την άλλη όμως πλειοδοτούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Ο Τσίπρας, μετά το διαζύγιο με τον Καμμένο, υιοθέτησε την αντιδεξιά γραμμή σερβίροντας την ξαναζεσταμένη από τη δεκαετία του ’80 σούπα της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενώ τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ συχνά καταφεύγουν σε αντιαριστερή, αντικομμουνιστική, αντιδραστική ρητορική. Οι εκατέρωθεν ρητορείες -με βουτιές στο παρελθόν- κρύβουν την αλήθεια της -σημερινής- πολιτικής σύγκλισης των δύο κομμάτων. Επιχειρούν να κουκουλώσουν το γεγονός ότι η Αριστερά από τη Δεξιά χωρίζονται με ανυπέρβλητο χάσμα, όχι γιατί βρίζονται μεταξύ τους, αλλά γιατί εκφράζουν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. Το τελευταίο δεν ισχύει στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζουν, σε τελική ανάλυση, είναι ίδια. Μετά τις εκλογές δε, ομνύουν κάλπικα και οι δύο στην υπεράσπιση των στρωμάτων που τσάκισαν από κοινού με τις μνημονιακές τους πολιτικές, των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων». Η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε ως “κυβέρνηση της Αριστεράς” όλη την πολιτική της Δεξιάς. Αλλά όχι μόνο. Πρότεινε τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με τον Καμμένο. Ενσωμάτωσε ως κυβερνητικά στελέχη πολλούς παράγοντες, πολιτευτές, βουλευτές, πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Ο Τσίπρας παρέδωσε την έννοια της Αριστεράς στη χλεύη και στον περίγελο της Δεξιάς. Όμως, η Αριστερά όπως άλλωστε και η Δεξιά δεν είναι «ιδιοκτησία» κομμάτων ή προσώπων. Είναι οι πολιτικές εκφράσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, ανταγωνιστικών προτάσεων, αντίπαλων ιδεολογιών. Ο Τσίπρας κατάφερε να σβήσει τις διαφορές Δεξιάς – Αριστεράς, τόσο με την πολιτική του, όσο και με τις μεταγραφές στελεχών της ΝΔ. Αυτό που πραγματικά πέτυχε είναι να καταγράψει τον εαυτό του και το κόμμα του στο στρατόπεδο της Δεξιάς.
  5. Ακόμα και το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο της Δεξιάς, που ήταν η ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ, έγινε πλέον προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα αναγνωρίζεται ανοιχτά ως η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης που με προοδευτικό και «αντιεθνικιστικό» πρόσημο προωθεί όλα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έλυσε το Μακεδονικό με εντολή των Αμερικάνων για να επιταχυνθεί η επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Εντάχθηκε στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Στήριξε τη σιωνιστική κατοχή στην Παλαιστίνη και το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Συμμαχεί με κάθε αντιδραστικό καθεστώς στον αραβικό κόσμο, αρκεί να αποτελεί ενεργούμενο των ΗΠΑ. Μετατρέπει τη χώρα σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, στον βασικό πληρεξούσιο της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Σήμερα, οι εκατέρωθεν κινήσεις στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, βάζουν και την Ελλάδα και την Κύπρο στην Προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολυεθνικών, καταργώντας κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας. Το «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου στον Βαν Φλητ, αντικαταστάθηκε από το «πρέσβη μου ιδού η χώρα σας» του Τσίπρα στον Πάιατ. Όμως, παρά τις ασχήμιες του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά ήταν, είναι και θα παραμείνει εκείνη η πολιτική και κοινωνική δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στους λαούς, παλεύει για να μην έχουν οι χώρες προστάτες και αγωνίζεται ενάντια στους φονιάδες των λαών και στις πολεμικές τους μηχανές.
  6. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση το σύνολο των μνημονίων που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως και τον μνημονιακό γύψο που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη για τις επόμενες δεκαετίες. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τροφοδοτούν την αποπληρωμή των δανείων, υψηλή φορολογία στα φυσικά πρόσωπα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μείωση των συντάξεων, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, ελάφρυνση επιχειρήσεων, διευκόλυνση «επενδύσεων», επιδότηση εργοδοτικών εισφορών. Και αν δημοσιονομικά ή στην διεθνή οικονομία πάει κάτι στραβά τα επόμενα 40 χρόνια, η πολιτική ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ και το υπερταμείο υπενθυμίζουν ότι οι δανειστές θα είναι οι μόνοι που θα ωφεληθούν σε βάρος του λαού και της χώρας, με υπογραφή και του Τσίπρα και του Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο μεταμνημονιακός γύψος που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το πρόγραμμα όχι απλά δεν αμφισβητείται, αλλά είναι αποδεκτό με ενθουσιασμό από τη ΝΔ.
  7. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του αντιδραστικού κράτους στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν συγκρούεται με την εκκλησία και τη χρόνια προστασία που της παρέχει το κράτος, τόσο για την σκοταδιστική προπαγάνδα της (Θρησκευτικά στο σχολείο), όσο και για τη σκανδαλώδη επιχειρηματική της δράση. Κανείς τους δε συγκρούεται με την “ανεξάρτητη” δικαιοσύνη που βάζει καθαρίστριες στη φυλακή για 10 χρόνια, αλλά για απάτες με πολλαπλάσια ζημιά για το δημόσιο ή εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα με δράστες επιχειρηματίες ή πολιτικούς, η ποινή είναι πάντα “με αναστολή”. Κανείς τους δεν ακουμπάει το βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της αστυνομίας ως σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων και φυτώριο ακροδεξιών πρακτικών και φωνών με θύματα πάντα τους νεολαίους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, κάθε καταπιεσμένο. Στο μεταναστευτικό, στα πλαίσια της υποταγής του Τσίπρα στις απαιτήσεις Μέρκελ, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε όχι μία αλλά πολλές «Αμυγδαλέζες», στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της (όλο και μειούμενης) διαφοράς με τη ΝΔ στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, στην ουσία επιβεβαιώνει τη βαθιά τους συμφωνία στο χτύπημα των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  8. Η ουσία είναι ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν και γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και παρά τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί ελίτ, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, ο βαθύς πυρήνας της μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει θιγεί ούτε επί ΝΔ, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα έχει αυξήσει τα κέρδη της. Οι καταγγελίες, οι κριτικές, η αντιπαράθεση, οι οξείς τόνοι ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αφορούν αποκλειστικά δευτερεύοντα στοιχεία, τους ρυθμούς, το περιτύλιγμα, το πλασάρισμα, αλλά όχι τον πυρήνα της κοινής μεταμνημονιακής πολιτικής. Συχνά μάλιστα αφορούν όχι απλά δευτερεύοντα ζητήματα της πολιτικής, αλλά αποπροσανατολιστικό κουρνιαχτό για το ποιος είναι πιο έντιμος, καθαρός, αμόλυντος ή ικανός να ασκήσει την ίδια πολιτική, στο ίδιο πλαίσιο. Η λιτότητα, η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν κοινός τόπος και των μεν και των δε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μια ήπια εφαρμογή, η ΝΔ εξαγγέλλει μια άγρια εφαρμογή. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχιζε να παρουσιάσει ως μέτρα κοινωνικής προστασίας τις μικροπαραχωρήσεις που επιτρέπουν οι δανειστές ως αντίδωρο για τον όγκο του έργου που έχει εκτελέσει. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποδείξει τη διαφορετικότητά του από τη ΝΔ. Στην πραγματικότητα όμως η αντιλαϊκή τομή από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει τέτοιο μέγεθος που τα νεοφιλελεύθερης κοπής επιδόματα κοινωνικής προστασίας και η πολιτική των φιλοδωρημάτων μοιάζουν με ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο. Τώρα και οι δύο αναφέρονται στη «μεσαία τάξη» και στη μείωση φόρων και εισφορών, γιατί ποντάρουν να συσπειρώσουν αυτά τα στρώματα για τις εκλογές της 7ης Ιούλη. Ο Τσίπρας ακύρωσε -υποτίθεται- τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά μετά το τράβηγμα του αυτιού από τους δανειστές, τα επιτελεία Τσίπρα-Μητσοτάκη ήδη μηχανεύονται νέους φορολογικούς συντελεστές, για να συνεχιστεί η αφαίμαξη της κοινωνίας προς όφελος των δανειστών.
  9. Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ακόμα πιο επιθετικός και άγριος απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία, καθώς αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού προσωπικού, λειτουργώντας στα λαϊκά στρώματα ως φόβητρο για τα «χειρότερα». Αυτή η εικόνα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται ως διαφορετικός από τη ΝΔ, βολεύει και τη ΝΔ γιατί κερδίζει την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Όμως εν πολλοίς η εικόνα αυτή είναι επικοινωνιακή. Πολλά από αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν τα έκανε η ΝΔ, πολλοί θα ανατρίχιαζαν: Η θέσπιση του υπερταμείου για 99 χρόνια. Η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για τιμή λιγότερο των 100 €/τμ. Ο νόμος Κατρούγκαλου που μειώνει τις συντάξεις έως και 30% στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Η αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67. Οι χιλιάδες πλειστηριασμοί –μερικές εκατοντάδες από αυτούς σε πρώτη κατοικία– από τράπεζες και κεδροσκοπικά funds. Η νομοθέτηση του διαχωρισμού της ΔΕΗ με σκοπό την μελλοντική ιδιωτικοποίηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν όλων των υποδομών της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα). Η μείωση του αφορολόγητου και οι 17 νέοι φόροι λεηλασίας του λαϊκού εισοδήματος. Το χτύπημα των απεργιών για τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ο περιορισμός της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο. Η νομοθέτηση του μητρώου εργοδοτών που επιτρέπει στους εργοδότες να εκβιάζουν με επιχειρησιακές συμβάσεις, πολλές από αυτές 7 ημερών για τις οποίες φωνασκεί υποκριτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μη τήρηση του μνημονιακού 5 αποχωρήσεις – 1 πρόσληψη ούτε καν στο χώρο της υγείας και της παιδείας. Η θεσμοθέτηση νέου συστήματος διορισμού στην παιδεία βασισμένο στη νεοφιλελεύθερη λογική των «ατομικών προσόντων». Η μετατροπή της Γ’ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος, με απόσυρση των μαθημάτων γενικής παιδείας αλλά διατήρηση των θρησκευτικών. Το άνοιγμα δεκάδων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών τύπου Μόριας. Η μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τα δωράκια προς Μελισανίδη, Σαββίδη, COSCO, Νιάρχο μέσω κυρίως χρηματοδοτικών εργαλείων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική, όπου η χώρα γίνεται πρακτορείο των ΗΠΑ, ξεπερνώντας στην υποταγή στις ΗΠΑ ακόμα και τον Γ. Παπανδρέου, τον Σημίτη και τον πατέρα Μητσοτάκη. Αν όλα αυτά τα έφερνε η ΝΔ θα χαρακτηρίζονταν ακραία δεξιά, αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα τι είναι; Γνωρίζουμε ότι η ΝΔ θα φέρει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Όμως το έδαφος είναι στρωμένο. Εν πολλοίς και ήδη νομοθετημένο από τον «αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Αρκούν οι διαφορές στους ρυθμούς και στο περιτύλιγμα της κοινής τους πολιτικής για να προτιμήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ; Με όλο το σεβασμό στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να γλυτώσει δέκα, είκοσι, τριάντα ευρώ το μήνα, ή να «αποτρέψει τα χειρότερα», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λογική του μικρότερου κακού ανοίγει πάντα και διάπλατα το δρόμο σε ολόκληρο το κακό. Επί δεκαετίες το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που ο λαός επέλεγε το «λιγότερο χειρότερο» ερχόταν το ακόμα χειρότερο. Και βήμα το βήμα, κάθε φορά που επιλέγαμε την ήπια και όχι την άγρια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε όλο και περισσότερο αίμα από την εργαζόμενη κοινωνία. Επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ακόμα πιο άγρια ΝΔ, ακόμα πιο κυνικό ΣΥΡΙΖΑ και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Όσο εμπεδώνεται ότι η «αριστερά» είναι «μία από τα ίδια» και υπηρετεί τους «μονόδρομους» του συστήματος, τόσο ένας κόσμος που αναζητά «αντισυστημικές» λύσεις θα στρέφεται στην ακροδεξιά.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ.

Οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν διαφορές. Είναι όμως όμοιοι και η βασική τους πολιτική είναι ταυτόσημη.

Οι διαφορές όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης και ύπαρξης μιας αντισυστημικής αριστερής πολιτικής και προγράμματος για την έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των πλουσίων. Το ότι αυτή η δύναμη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, δεν σημαίνει υποχώρηση από αυτό το καθήκον. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει την ενίσχυση του δηλητηρίου «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν σημαίνει την κουτοπονηριά ότι «αφού δεν υπάρχει στον εφικτό ορίζοντα η ανατροπή, ας επιλέξουμε το μικρότερο κακό». Η αναστροφή της καταστροφής των τελευταίων ετών, η ανάταξη της κοινωνίας, η ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας, απαιτεί να ηττηθούν και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Γνωρίζουμε καλά ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν υπάρχει καμιά εκλογική πρόταση που να αποτελεί μια θετική διέξοδο. Με συντριπτική ευθύνη της υπαρκτής Αριστεράς δεν διαμορφώθηκε καμιά προοπτική για την αντίσταση του λαού στη λαίλαπα της επόμενης μέρας. Δεν συγκροτήθηκε πολιτική δύναμη που θα μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.

Στο καθήκον της επανίδρυσης, της ανασύνθεσης, της κατεδάφισης και επανοικοδόμησης της Αριστεράς στη χώρα μας, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη, με βασικό, αλλά επίπονο και μακροχρόνιο καθήκον την αντιστροφή αυτής της κατάστασης προς όφελος του λαού και της χώρας.

Η χώρα που κυνηγάει την ουρά της

Η προεκλογική περίοδος για τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου ξεκίνησε κι επίσημα. Τη Δευτέρα, ο Πρωθυπουργός πήγε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον ενημέρωσε για την απόφασή του να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, ενώ την Τρίτη, θυροκολλήθηκε το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής. Η αντιπαράθεση θα είναι, όπως λένε τα κλισέ, έντονη, το κλίμα μόνιμα πολωμένο, αλλά ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας απουσιάζει. Η πολιτική στη χώρα μοιάζει να κάνει κύκλους, γύρω από τον εαυτό της, γαβγίζοντας και γρυλίζοντας, προσπαθώντας να πιάσει την ουρά της. Προφανώς, μάταια.

Πρώτα από όλα, βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου από το τραπέζι της αντιπαράθεσης των δύο μεγάλων κομμάτων απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ο βασικός παίκτης: Η τρόικα. ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία παρουσιάζουν τα προγράμματά τους, μοιράζουν υποσχέσεις, δεσμεύσεις και συγκρούονται καθημερινά. «Που θα βρείτε τα λέφτα;» ρωτάει κλασικά η κυβέρνηση, «παροχολογία» καταγγέλλει ως είθισται η αντιπολίτευση. Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σαρξ εκ της σαρκός της τρόικας, αναφέρει στην έκθεση της για την τρίτη «μεταμνημονιακή» αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας:

«Οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν μια σειρά πρόσθετων επεκτατικών φορολογικών μέτρων για το 2020 το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και εισαγωγή σειράς απαλλαγών σε φορολογικές δαπάνες ή επιδοτήσεις. Οι αρχές έχουν παράσχει μόνο μια μερική εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων αυτών, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, αυτές οι ανακοινώσεις παραμένουν δηλώσεις μελλοντικής πολιτικής πρόθεσης και η εκτίμηση της ποιότητας των μέτρων και των επιπτώσεών τους στην η επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν υποβληθούν πραγματικά λεπτομερείς προτάσεις.»

Την ίδια στιγμή λοιπόν που τα δύο μεγάλα κόμματα επιχειρηματολογούν παθιασμένα για τα προεκλογικά τους προγράμματα, η Κομισιόν βάζει, διακριτικά αλλά ξεκάθαρα, τα πράγματα στη θέση τους. Οι υποτιθέμενες προεκλογικές «δεσμεύσεις» είναι απλά προτάσεις και γίνονται πολιτικές μόνο αφού κατατεθούν στην τρόικα και εγκριθούν από τους δανειστές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται σε μια σειρά από προηγούμενα μνημονιακά κείμενα και εκθέσεις για την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που πανηγύριζε για την «έξοδο από τα μνημόνια», υπέγραψε μια σειρά από δεσμεύσεις στην τρόικα. Συμφώνησε και δεσμεύεται να διατηρήσει τα τεράστια πλεονάσματα λιτότητας, ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και λίγο πάνω από 2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060. Συμφώνησε ότι οποιοδήποτε μέτρο θα πρέπει να έχει την έγκριση των δανειστών και δεν θα προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες (τα προεκλογικά μέτρα ελάφρυνσης παραβίασαν αυτήν τη δέσμευση αλλά ο λογαριασμός θα έρθει το φθινόπωρο). Συμφώνησε επίσης ότι δεν θα καταργήσει τις «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων τριών μνημονίων, υποχώρηση που τονίζεται από την Επιτροπή στο θέμα της μείωσης του ΦΠΑ, της «13ης σύνταξης» και της αύξησης των συντάξεων χηρείας.

Φυσικά όλες αυτές οι «λεπτομέρειες» δεν έχουν καμία σημασία εν μέσω του προεκλογικού πυρετού. Ο Αλέξης Τσίπρας για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, το πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν καθορίζεται από την τρόικα». Αυτό είναι καταφανές ψέμα. Το επιχείρημα επίσης ότι οι δανειστές «αποθρασύνθηκαν» επειδή κέρδισε η ΝΔ τις εκλογές και «έρχεται ο Μητσοτάκης» είναι από παιδαριώδες έως συνωμοσιολογικό. Αφενός, τα καμπανάκια της τρόικας για κίνδυνο στα δημοσιονομικά υπάρχουν και πριν τις εκλογές (απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οπαδοί του δεν έδιναν σημασία). Αφετέρου, είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επέτρεψαν στον Τσίπρα να μην κόψει τις συντάξεις και έδιναν, ξανά και ξανά, συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Τότε, δεν υπήρχαν «ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι των δανειστών»;

Οι δανειστές θέλουν πάντα, από κάθε κυβέρνηση, συγκεκριμένα πράγματα: Να υπογράφει ό,τι της ζητούν, να πληρώνει στην ώρα της τα δάνειά της, να τηρεί τις δεσμεύσεις τη και να κλωτσούν το τενεκεδάκι της ελληνικής κρίσης λίγο παρακάτω, χωρίς βιώσιμη λύση. Συνεχίζουν επίσης και θα συνεχίσουν να έχουν λόγο σε οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο της ελληνικής κυβέρνησης. Στην καλύτερη περίπτωση, αν ο στόχος του πλεονάσματος επιτυγχάνεται και υπάρχει υπερπλεόνασμα και «εάν οι δανειστές κρίνουν ότι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι επαρκής», η τρόικα δίνει ένα τυπικό «οκ» στην Ελλάδα για να το μοιράσει όπως θέλει (όπως συνέβη με την απόφαση για μη περικοπή των συντάξεων).

Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ΝΔ υπόσχονται πρακτικά ότι και θα εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και δεν θα χρειαστεί να πάρουν μέτρα λιτότητας. Το επιχείρημα είναι ότι οι δανειστές θα τους αγαπάνε περισσότερο γιατί είναι πιο «μεταρρυθμιστές» και «αξιόπιστοι». Φυσικά, όλα αυτά θα αποδειχθεί μετεκλογικά ότι δεν γίνονται. Είτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα υποχρεωθεί να πάρει μέτρα, αποδίδοντάς τα στην «καμένη γη» Τσίπρα, είτε θα ακολουθήσει την πρόταση του Γιάννη Στουρνάρα, για ένα ακόμα «μνημόνιο plus» με περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» και ιδιωτικοποιήσεις και αντάλλαγμα μείωση των πλεονασμάτων. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί καλόπιστοι δεξιοί ή φιλελεύθεροι θα αντιμετωπίσουν κι αυτοί τις «αυταπάτες» τους…

«Καμμένη γη» εναντίον «αν είχε περάσει το πρόγραμμα Τσακαλώτου»

Παράλληλα, η κατάσταση στην «εποχή μετά το μνημόνιο» θυμίζει σε σημαντικό βαθμό το τελευταίο εξάμηνο της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. Τότε, η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μολονότι δεν είχε κλείσει την αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, υποστήριζε ότι «σκίζει τα μνημόνια, μέρα μέρα, σελίδα σελίδα», μοίρασε για πρώτη φορά το υπερπλεόνασμα ως «κοινωνικό μέρισμα» και μείωσε για πρώτη φορά τον ΦΠΑ στην εστίαση. Την ίδια στιγμή βέβαια, ήταν γνωστό ότι μια σειρά από προαπαιτούμενα είχαν μείνει πίσω, ενώ οι δανειστές είχαν πετάξει στο καλάθι των αχρήστων το περίφημο «mail Χαρδούβελη» με μέτρα 1 δισ. ζητώντας πολλαπλάσια. Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει ακόμα και σήμερα τη Νέα Δημοκρατία να υποστηρίζει ότι το 2014 βγαίναμε από την κρίση, αλλά πήγαμε πίσω λόγω της καταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ.

Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Τηρουμένων των αναλογιών (άλλα πλεονάσματα, άλλος τύπος μνημονίου, άλλοι πρωταγωνιστές, άλλη ιδεολογία της αντιπολίτευσης για την «έξοδο») ισχύουν και σήμερα. Σήμερα, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι έσκισε τα μνημόνια, έχουμε ξανά μια κυβέρνηση που αγνοώντας το τι λένε οι δανειστές παρουσιάζει ένα μη εφαρμόσιμο πρόγραμμα, έχουμε ξανά μία κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι ο μεγάλος της αντίπαλος θα οδηγήσει τη χώρα πίσω στην εποχή των μνημονίων «πάνω που βγήκαμε στο ξέφωτο».

Σήμερα, η έκθεση της Κομισιόν, μολονότι αποφεύγει τους υψηλούς τόνους λόγω προεκλογικής περιόδου στη χώρα, αναφέρει μια σειρά από σημαντικά για τους δανειστές προβλήματα και κυβερνητικά αδιέξοδα λόγω του μονοδρόμου λιτότητας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να δώσει την εικόνα της «εξόδου» έχει εδώ και αρκετό καιρό κατεβάσει τα μολύβια. Οι ιδιωτικοποιήσεις που έχει υποσχεθεί δεν προχωρούν, μολονότι το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο είναι ξεκάθαρο και περιλαμβάνει 24 «δράσεις». Η «διαχείριση» των κόκκινων δανείων προχωράει εξαιρετικά αργά. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε 120.000 πλειστηριασμούς μέχρι το 2022, ωστόσο, όπως είναι λογικό, προσπαθεί όσο μπορεί να καθυστερήσει την εφαρμογή τους, αφήνονται τη «νάρκη» στην επόμενη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι πλειστηριασμοί ανεστάλησαν εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ο νέος «νόμος Κατσέλη» έχει διάρκεια μόνο ενός έτους. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί επίσης, ξανά και ξανά, να μειώσει τα χρέη του Δημοσίου σε ιδιώτες, αλλά το πραγματοποιεί με πολύ αργούς ρυθμούς. Λογικό, γιατί κρατάει ό,τι μπορεί ώστε να πετυχαίνει τα πλεονάσματα και να μοιράζει ό,τι περισσεύει ως «μέτρα ελάφρυνσης», περικόπτοντας παράλληλα και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι «παροχές», τέλος, είναι προεκλογικές ενέργειες χωρίς την συγκατάθεση των δανειστών και δημιουργούν εκτιμήσεις για σοβαρό δημοσιονομικό κενό, που θα εκτιμηθεί μετεκλογικά, όταν οι εκλογικοί κύκλοι σε Ελλάδα και Ευρώπη θα έχουν ξεκινήσει από την αρχή.

Επομένως, μπορεί να μην παρακολουθούμε το ίδιο έργο με το 2014, αλλά σίγουρα βλέπουμε το sequel. Μετά τις εκλογές, αν επιβεβαιωθεί η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το σκηνικό θα είναι ξανά πολύ γνώριμο: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μιλάει για την «καμένη γη» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ και θα ζητάει χρόνο από τους ψηφοφόρους της ώστε «πρώτα να πατήσει η χώρα στα πόδια της και μετά να προχωρήσουμε μπροστά». Μετά θα έρθει ξανά η ώρα που «θα ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι άνθρωποι» αλλά θα πρέπει να περιμένουμε ώστε «να φανούν τα οφέλη στην τσέπη του πολίτη και στην πραγματική οικονομία». Στο μεταξύ βέβαια η ίδια ελίτ που δεν πλήρωσε ποτέ την κρίση θα απολαμβάνει την ίδια ασυδοσία.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντικαταστήσει το «εάν είχε περάσει το μέιλ Χαρδούβελη» με κάτι σαν «αν είχε εμπιστευτεί ο λαός το πρόγραμμα Τσακαλώτου». Θα μιλάει για την «επιστροφή της χώρας στα μνημόνια» και θα αναπολεί την περίοδο που υποτίθεται «αφήναμε πίσω μας την κρίση». Την ίδια ώρα, οποιαδήποτε σκληρή πολιτική της ΝΔ θα έχει, με κάποιον τρόπο, την υπογραφή ή την σιωπηρή αποδοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και το βάρος της κρίσης θα μοιραστεί σε «μεσαία» και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας με διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν. Όλα τριγύρω θα αλλάξουνε και όλα, με κάποιον τρόπο θα μείνουν ίδια.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο καλύτερος, σχεδόν υποδειγματικός διαχειριστής μίας κατάστασης που βρήκε και δεν αμφισβήτησε ποτέ. Διαχειριστής ωστόσο μιας παράλογης και καταστροφικής στον πυρήνα της πολιτικής. Αυτό (τη διαχείριση μάλιστα την παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Τσίπρας τη Δευτέρα) ο καθένας μπορεί να το κρίνει όπως θέλει, θετικά ή αρνητικά. Σίγουρα δεν παραδίδει στην επόμενη κυβέρνηση μια χώρα στο χείλος του γκρεμού. Σίγουρα όμως επίσης, παραδίδει μία κατάσταση που «δεν βγαίνει». Οι μνημονιακοί στόχοι δεν βγαίνουν, η «λύση για το χρέος» δεν αρκεί, η λιτότητα συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για δεκαετίες, η περιουσία του Δημοσίου συνεχίζει να εκποιείται σε τιμές ευκαιρίας και το «ελληνικό πρόβλημα» για τους δανειστές έχει μπει από τον Αύγουστο του 2018 στον «αυτόματο πιλότο». Οποιοδήποτε κόμμα αποδέχεται τον «μονόδρομο», όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Μετά από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων, αυτός ο κανόνας θα έπρεπε να αποτελεί θέσφατο για όλους.

Αντ’ αυτού όμως, κάνουμε απλά κύκλους, επιλέγοντας να μην βλέπουμε τον ελέφαντα στα δωμάτια των Eurogroup. O κύκλος της «σταθερότητας» και τις παγίωσης των μνημονιακών πολιτικών, του ΣΥΡΙΖΑ, κατά πάσα πιθανότητα τελειώνει. Κατά τραγική ειρωνεία, θα τελειώσει συμβολικά με την τελευταία ομιλία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, δύο μέρες πριν τις εκλογές ως είθισται, δηλαδή στις 5 Ιουλίου, στην 4η επέτειο του δημοψηφίσματος. Κατά πάσα πιθανότητα επίσης, ξεκινάει ένας πολύ χειρότερος, που περιστρέφεται όμως γύρω από το ίδιο κέντρο.

Πηγή: The Press Project

Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη;

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για το αν και πως θα υπάρξει μαζική αντισυστημική αριστερά στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ή αν θα ακολουθήσουμε την πορεία άλλων αριστερών κινημάτων της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία κ.α.), έχει ξεκινήσει. Στη συζήτηση αυτή το ΚΚΕ δεν παρεμβαίνει, καθώς δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο θέμα περί αριστερού κινήματος που έχει ηττηθεί. Το ζήτημα είναι να “αντέχει το κόμμα”. Μια βαθιά συστημική λογική, έξω από κάθε θεωρία, ηθική, ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρόβλημα στην υπόλοιπη “γκρίζα ζώνη” της αριστεράς, κομμουνιστικογενούς και μη, είναι ότι στη συζήτηση εξακολουθούν και διεκδικούν χώρο οι πάσης φύσεως μικροπολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενισμοί. Προτάσεις εκλογικών συνεργασιών πάνε και έρχονται μαζί με προσχηματικές προτάσεις ενότητας. Απόψεις για επιβεβαιώσεις και «επιβεβαιώσεις» για κάθε μια αριστερά που έχει ο καθένας στο μυαλό του. Που για κάποιον έχασε γιατί δεν ήταν αρκετά αντιρατσιστική, για κάποιον άλλον γιατί δεν ήταν αρκετά ταξική, για κάποιον τρίτο γιατί δεν ήταν αρκετά κινηματική, για κάποιον τέταρτο γιατί δεν ήταν αρκετά πατριωτική. Άλλοι θεωρούν ότι το μοναδικό όχημα για να υπάρξει μια κάποια αριστερά στην Ελλάδα είναι ο Βαρουφάκης. Και άλλοι θεωρούν ότι η επανάληψη ενός συνδυασμού κινηματισμού-απεργιών και καταγγελίας του καπιταλισμού είναι η μόνη τίμια στάση. Η σύγχυση περισσεύει και το από που να ξεκινήσουμε, είναι σημαντικό ερώτημα. Ωστόσο μια καλή αρχή πάντα ήταν η πραγματικότητα.

Πρώτο στοιχείο. Γιατί χάσαμε; Ή δε χάσαμε όλοι μαζί; Κάποιος θα πει ότι κάποιοι άντεξαν (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και κάποιοι έχασαν (ΛΑΕ). Πέρα από το ψευδές και το φαιδρό αυτής της εκτίμησης, για αυτήν την άποψη δεν τίθεται θέμα αν χάσαμε, καθώς το “κόμμα άντεξε”. Μια λογική μικρού ΚΚΕ δηλαδή. Αν έχασε όμως το αριστερό κίνημα, με την έννοια ότι αριστεροί αγωνιστές έχουν αποστρατευτεί, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και το «δεν υπάρχει εναλλακτική» έχει εμπεδωθεί σε ευρύτερα στρώματα και επιπλέον εκλογικά έχουμε συρρικνωθεί, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάσαμε γιατί δεν είχαμε μια γραμμή και πρακτική που ήθελε να εμποδίσει την ήττα.

Πιο συγκεκριμένα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έβαλε ως στόχο τη συγκράτηση και τη συγκρότηση ενός μαζικού αγωνιστικού αριστερού δυναμικού, μετά το 2015 – για να μην πούμε από το 2012 όταν και διαφαινόταν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για το λαϊκό κίνημα. Στην ουσία επένδυσε σε μια πολιτική “καμένης γης”, στη ρευστοποίηση δηλαδή ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα – πέραν του ΚΚΕ.

Η δε ηγεσία της ΛΑΕ – και ειδικά του ΑΡ – δεν έβλεπε την ήττα. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει το πρώτο εξάμηνο, άντε τον πρώτο χρόνο. Μέχρι προχθές θεωρούσε ότι έχει ρεύμα ισχυρό και ότι αυτό που την έφαγε είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η ηγετική ομάδα διαρκώς έκλεινε το παιχνίδι σε ένα στενό πυρήνα – τόσο στενό που έως και παραδοσιακά στελέχη αυτού του χώρου έμεναν εκτός. Η βασική πολιτική πρακτική και ιδεολογία που έχει διαμορφώσει, ο κοινοβουλευτισμός, την είχε οδηγήσει σε μια πολιτική (επικοινωνιακή παλαιοκομματικού τύπου- αποκρουστική για πολύ κόσμο και ειδικά της νεολαίας) διαρκούς ικεσίας για να μπει η ΛΑΕ στο κοινοβούλιο. Στην ουσία όλες οι βασικές εκτιμήσεις, η γραμμή, η μορφή και επικοινωνία, ήταν εκτός πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα στην πολιτική και μάλιστα από τα βασικά. Να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Βασικό πρόβλημα όλων των μικρών ομάδων και οργανώσεων. Όσον αφορά όμως τη συντριβή της ΛΑΕ, διακατέχονται από υποκειμενισμό και όσοι διαβάζουν το πρόβλημα στο “θολό στίγμα” της ΛΑΕ, που δεν ήταν έντονα ταξικό αλλά μπερδεύτηκε με τα “εθνικά” στο Μακεδονικό. Γιατί όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τριπλάσιο ποσοστό, χωρίς κανένα μηχανισμό και οργάνωση; Και ανάποδα, η Ανταρσυα που δε θόλωσε το στίγμα με τα “εθνικά” γιατί δεν πήρε παραπάνω; Ή το ΚΚΕ; Γιατί αυτή η άποψη παραγνωρίζει ότι τα φλερτ του Λαφαζάνη με τα μακεδονικά ήρθαν μετά από την ουσιαστική απονέκρωση και παράλυση της ΛΑΕ – καθώς δημοσκοπικά οριακά ήταν ανιχνεύσιμη στο 1% ήδη από το 2017;

Ή έχουμε την αίσθηση ότι ο Βαρουφάκης είχε την καταγραφή που είχε γιατί δεν “θόλωσε” το στίγμα του απευθυνόμενος σε εθνικό και όχι “ταξικό” ακροατήριο; Το ανάποδο, ο Βαρουφάκης απευθύνεται και σε εργατικά και σε μεσοαστικά στρώματα. Η «ανάλυση» ότι έλειψε η απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», παραγνωρίζει ότι δεν συγκροτήθηκε κίνημα, έστω διαμαρτυρίας, αυτού του «κόσμου» εδώ και 6 χρόνια τουλάχιστον – και άρα και τάση να εκφραστει εκλογικά. Παραγνωρίζει ότι τα τελευταία κινήματα ήταν των αγροτών και των μηχανικών και δικηγόρων πριν 3 χρόνια, για το ασφαλιστικό. Παραγνωρίζει ότι το ασταθές στοιχείο σε κάθε τελευταίες εκλογές είναι τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» – κατά ΣΥΡΙΖΑ είναι όσοι ανήκουν εισοδηματικά στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο μιας κοινωνίας. Δηλαδή – πάντα κατά ΣΥΡΙΖΑ – ένα ζευγάρι εργατών των 800 € έκαστος αλλά και μια οικογένεια με 4.000 μηνιαίο εισόδημα, ανήκουν στα «μεσαία στρώματα». Για την μαρξιστική αριστερά, μπορεί αυτές οι έννοιες να είναι θολές, αλλά όλη αυτή η φιλολογία και η επιβαλλόμενη πραγματικότητα φτιάχνει και μια αντίστοιχη ψυχολογία για το που ανήκει ο καθένας. Παραγνωρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσε κι άλλο τους φόρους σε αυτά τα στρώματα. Παραγνωρίζει ότι ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην Ε.Ε. και την επιτροπεία, αφορά ένα ακροατήριο ευρύτερο από τον «κόσμο της εργασίας», ένα ακροατήριο που συχνά περιγράφεται ως «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης».

Ο υποκειμενισμός δεν είναι καλός οδηγός. Είναι άλλο πράγμα ότι η απεύθυνση της ΛΑΕ και ειδικά της iskra στον κόσμο των μακεδονικών συλλαλητηρίων γινόταν με αποκρουστικούς όρους κοινοβουλευτικής ικεσίας, και άλλο πράγμα ότι μια ΛΑΕ εξίσου “ταξική” και λίγο πιο μετωπική από την Ανταρσυα θα είχε καλύτερη τύχη… Δε θα είχε.

Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε αυστηρές μαρξιστικές κατηγορίες για να περιγράψουμε το πασιφανές. Η ΛΑΕ, παρά τους έντιμους αγώνες της, ήταν εκτός πραγματικότητας. Εκεί ήταν το πρόβλημα και όχι ότι «λέρωσε» το ταξικό με το εθνικό. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δε θα γίνει με ένα «καθαρό» ταξικό κίνημα και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της δεκαετίας της κρίσης. Το ερώτημα πως μπορεί να σταθεί ένα έθνος-κράτος σε ρήξη με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και τον ιμπεριαλισμό, θα είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.

Δεύτερο στοιχείο, το μέτωπο. Πολλοί λένε ότι αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Ανταρσυα κάτι καλύτερο θα γινόταν, ή αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Πλεύση. Ίσως να είχαμε ποσοστά άνω του 1% και εκλογικά θα ήταν μια ψήφος αντίστασης στην αποστράτευση. Θα ήταν μια στάση άμυνας απέναντι στην εμπέδωση του «δεν υπάρχει εναλλακτική» μετά το 2015.

Στάση άμυνας όμως, όχι προοπτικής. Το μέτωπο απέναντι σε μνημόνια, τρόικες, χρέος, ευρώ ήταν μια πρόταση που έδινε διέξοδο και προσανατολισμό το 2010-2011. Το 2012 η πρόταση αυτή ηττήθηκε πρώτη φορά όταν πήρε την ηγεμονία σε αυτό το ερώτημα το θολό αντιμνημονιακό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια βέβαια αυτή η πρόταση δεν ηττήθηκε γιατί δεν υιοθετήθηκε – δοκιμάστηκε ποτέ. Μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν και δημιουργήθηκε η ΛΑΕ, το ΟΧΙ είχε ηττηθεί, ο δρόμος της ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ είχε φύγει προσωρινά από το τραπέζι. Ο εναλλακτικός δρόμος για τη χώρα, με σύγκρουση με το ευρωσύστημα, είχε φύγει από το λαϊκό προβληματισμό και τη δημόσια συζήτηση. Σίγουρα χρειάζεται ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όμως πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος και το τι εννοούμε. Εκλογικό μέτωπο; Συνάντηση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς σε μια ομόσπονδη κομματική δομή; Με στόχο ένα γενικό αντικαπιταλισμό; Την αντίσταση στη λιτότητα και την οργάνωση της αντίστασης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές; Την αποτροπή του «διαμελισμού της χώρας» όπως λένε άλλοι που έχουν χαιρετήσει εδώ και χρόνια την αριστερή πολιτική; Η κίνηση με τις αδράνειες του παρελθόντος και τα «κεκτημένα» του κάθε χώρου, δε θα μπορούν να δώσουν κάποια προοπτική.

Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ενότητα της αριστεράς, το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, είναι προτάσεις που συγκροτήθηκαν σε άλλες συνθήκες. Και επιπλέον υπάρχει και μια – κυρίως αρνητική – εμπειρία. Σήμερα δεν αρκεί να αθροίζεις δυνάμεις, πρέπει αυτές να μπορούν στοιχειωδώς να έχουν κάποιες κοινές εκτιμήσεις και μια κοινή λογική. Είναι εύκολο το ανάθεμα στις κινήσεις του Βαρουφάκη, με βάση και τα πεπραγμένα του το 2015 με την τότε καταστροφική διαπραγμάτευση. Δεν είναι στην αριστερά ακριβώς, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης με τα γνωστά κουσούρια του ναρκισισμού κοκ. Όμως έθεσε ένα στόχο – τη χρεοδουλοπαροικία όμως την ονομάζει αυτός – και κάλεσε σε μέτωπο γι’ αυτό, έξω από τη λογική της αναπαραγωγής των ίδιων φθαρμένων προσώπων και της βαβέλ που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο των αριστερών ή αντιμνημονιακών κινήσεων και οργανώσεων. Μέτωπο οργανώσεων που μέσα στη δεκαετία 2009-2019 απέδειξε ότι είναι περισσότερο παραλυτικό, παρά όχημα μετωπικής-κομματικής συγκρότησης του αγωνιστικού δυναμικού. Μια τέτοια λογική πρώτον ύπαρξης ξεκάθαρου στόχου με κύριο πρόβλημα την επιβαλλόμενη λιτότητα από το ευρωσύστημα, δεύτερον ανοίγματος έξω από φθαρμένα πρόσωπα και κινήσεις, είχε διατυπωθεί το 2016 στη ΛΑΕ. Ειδικά το δεύτερο όχι απλά δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε ακριβώς το ανάποδο. Μόνιμη έκκληση σε Ανταρσυα και Πλεύση, αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και προσώπων, με αποκορύφωμα την ίδια τη δημόσια εικόνα της ΛΑΕ.

Σήμερα επανέρχεται από διάφορες μεριές η πρόταση ενός μετώπου. Καταρχήν ως παιχνιδάκι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Όλοι ξέρουν ότι ένα εκλογικό μέτωπο ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα γίνει για ακόμη μια φορά. Σε αυτό το έδαφος οι προτάσεις για ένα μέτωπο της μαχόμενης αριστεράς που έχει απομείνει είναι μια καρικατούρα των προτάσεων προ δεκαπενταετίας περί ενότητας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο μόνο νέες ήττες και νέα λάθη θα φέρει.

Τρίτη πλευρά της σύγχυσης. Το πρόγραμμα. Το μεταβατικό πρόγραμμα για την ακρίβεια. Το οποίο είναι το ίδιο το 2010 όταν έρχονταν τα μνημόνια, το 2011 όταν η πολιτική κρίση σοβούσε και οι μάζες ήταν στο δρόμο, το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια χωρίς ρήξη με τους δανειστές, το 2015 όταν το ΟΧΙ ηττήθηκε, το 2019 όταν η αριστερά πλέον αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης και κινηματικά υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση μεταπολιτευτικά. Το ίδιο πρόγραμμα – με τις ίδιες αιχμές – ανεξαρτήτως συνθηκών και συσχετισμού.

Μάλιστα στη ΛΑΕ έως πρόσφατα θεωρούσαν ότι το ισχυρό τους ατού είναι το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε μια αρκετά τεκμηριωμένη επεξεργασία για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, τη διαγραφή των χρεών, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.α.. Σωστές και κρίσιμες επεξεργασίες που όμως ήταν έξω από τη μέση συνείδηση ή πολλά βήματα μπροστά από αυτήν, για να παραφράσουμε τους κλασικούς. Και ένα αριστερό λαϊκό πρόγραμμα που δεν κινητοποιεί τους εργαζόμενους και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δεν είναι ούτε μεταβατικό, ούτε πρόγραμμα, ούτε αριστερό.

Το 2016 η Α’ συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ξεκινούσε την επομένη της νίκης του Brexit. Τότε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το «να που η ρήξη είναι εφικτή». Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και το πως (και αν) θα γίνει το Brexit γεννάει πολλά ερωτηματικά. Λίγους μήνες μετά ο Μελανσόν στη Γαλλία καταγράφει μια θεαματική πορεία. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δυό χρόνια μετά, η πορεία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στην Ιταλία έχουμε μια μόνιμη πολιτική κρίση με αντικείμενο αν «αντέχει» η ιταλική οικονομία να οξύνει την αντιπαράθεση με το Βερολίνο. Ταυτόχρονα τόνους προπαγάνδας δέχεται ο λαός για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπου περίπου όποιος αντιστέκεται στις ΗΠΑ  (Βενεζουέλα, Κούβα) είναι καταδικασμένος. Την ίδια στιγμή που δε λέγεται κουβέντα βέβαια για τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Αργεντινή, Βραζιλία κοκ. Ποιο είναι το «μήνυμα» όμως που δέχεται η λαϊκή συνείδηση; Τι είναι αυτό που καταγράφεται;

Το «δεν υπάρχει εναλλακτική» μπορεί να ειπώθηκε 30 χρόνια πριν από τη Θάτσερ και η «ιστορία τελείωσε» σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, όμως αμφισβητήθηκε έκτοτε αρκετές φορές και από κινήματα και από τα πειράματα των αριστερών κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική. Λειψά, δειλά, αλλά αμφισβητήθηκε. Η «άμπωτη» όλων των παραπάνω έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μαζί με την προσωρινή, νικηφόρα για την παγκοσμιοποιητική αστική τάξη, κατάληξη της κρίσης στην ευρωζώνη – με εμβληματική την συνθηκολόγηση Τσίπρα – το «δεν υπάρχει εναλλακτική» απέκτησε περαιτέρω νομιμοποίηση και αποδοχή.

Οι πρόσφατες εκλογές απλά κατέγραψαν αυτές τις τάσεις και δυναμικές. Και στην Ευρώπη και στο πειραματόζωο Ελλάδα. Αν ισχύουν αυτά και ισχύει και η συντηρητικοποίηση, δεν μπορεί να μιλάμε με αυτάρκεια για το «μεταβατικό πρόγραμμα» που κατέκτησε ένα μέρος της αριστεράς το 2009.

Χρειάζεται να συζητήσουμε ξανά για το ποιο μπορεί να είναι ένα λαϊκό αριστερό πρόγραμμα σήμερα. Μεταβατικών διεκδικήσεων, ώριμων αιτημάτων, κεντρικών στόχων. Στις συνθήκες του «δεν υπάρχει εναλλακτικό πρόγραμμα». Ένα τέτοιο πρόγραμμα σίγουρα δεν είναι μια παράθεση συνθημάτων και συνδικαλιστικών αιτημάτων, αλλά δεν είναι και μια έκθεση ιδεών για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό.

Αν ο υποκειμενισμός είναι ένα βασικό πρόβλημα η αδράνεια είναι ένα άλλο άσχημο κουσούρι. Αυτά ξέρουμε – αυτά κάνουμε. Που στην τωρινή συγκυρία σημαίνει μια ανούσια εμπλοκή με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μια μάχη που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην αριστερά από κάθε άποψη. Πέρα από περισσότερη αποστράτευση, περισσότερο υποκειμενισμό και μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα. Ο Βαρουφάκης θα διεκδικήσει την ηγεμονία στον ρεφορμιστικό αριστερό χώρο, το ΚΚΕ την «αντοχή του» και οι υπόλοιποι θα διεκδικήσουν άλλη μια ήττα. Μέχρι την τελική νίκη.

Ωστόσο είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι έχει τη λύση. Όμως χοντρικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με ένα κοινό τρόπο την πραγματικότητα και έχουν τη διάθεση να την αλλάξουν, μπορούν και πρέπει να συναντηθούν. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να είναι καθαρό ότι δε θα υπάρχουν  το πιθανότερο προτάσεις μαζικών ακροατηρίων. Μια πιο «στενή» συσσώρευση δυνάμεων είναι απαραίτητη για να μπορούμε να παρέμβουμε σε μια επόμενη φάση και στο πεδίο της πολιτικής, με μια αξιόπιστη και μαζική πολιτική πρόταση «για το κόμμα των φτωχών». Αυτό που έλειψε διαχρονικά από τη μεταπολίτευση ως τώρα.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων – Ανάγκη για πρωτοβουλίες

Ενημερωτικό Σημείωμα

Την Κυριακή 2 Ιουνίου 2019 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων με τη συμμετοχή διευρυμένων αντιπροσωπειών των έξι συλλογικοτήτων που συμμετέχουν στο Συντονισμό.

Ανταλλάχθηκαν απόψεις και προβληματισμοί σχετικά με το νέο τοπίο που διαμορφώνεται. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 26ης Μαϊου επιβεβαιώνουν την βασική εκτίμηση, που μας οδήγησε στη συγκρότηση του Συντονισμού, ότι όσον αφορά τουλάχιστον το τοπίο στην Αριστερά υπάρχει ένα «τέλος εποχής».

Ο Συντονισμός θα καταγράψει σύντομα, σε μια αρχική ανακοίνωση, στοιχεία αυτής της εκτίμησης. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώθηκε πως  υπάρχει ανάγκη να συνεχιστεί η συζήτηση σε πανελλαδική κλίμακα και κοινά βήματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν προς ενωτική και μάχιμη κατεύθυνση. Για το σκοπό αυτό θα αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες το επόμενο διάστημα.

Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

5 κομμουνιστές δήμαρχοι, ο εξής ένας. Γιατί;

Παρά τη συνηθισμένη μετεκλογική ανακοίνωση του ΚΚΕ (μετά από κάθε σχεδόν εκλογική αναμέτρηση τα τελευταία χρόνια) που περιστρέφεται γύρω από το “αντέξαμε”, διάχυτη είναι η απογοήτευση καθώς από τους 5 κομμουνιστές δημάρχους, τελικά κατάφερε να επανεκλεγεί μόνο ο Κώστας Πελετίδης στην Πάτρα.

Δεν μπορούμε να μην βγάλουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα:

1. Η μη επανεκλογή των 4 δημάρχων του ΚΚΕ (Βαγγέλης Σίμος στην Πετρούπολη, Μιχάλης Σελέκος στο Χαϊδάρι, Ηλίας Σταμέλος στην Καισαριανή και υποψηφιότητα του Νίκου Λαρδά στην Ικαρία), είναι ήττα για την πολιτική του ΚΚΕ, μια ήττα που ακολουθεί τη γενικότερη συρρίκνωση και αναξιοπιστία της αριστεράς.

2. Παρά την απόπειρα των στελεχών του ΚΚΕ να εμφανίσουν τις μάχες που χάθηκαν σε Πετρούπολη, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Ικαρία, σαν μάχες στις οποίες συνασπίστηκε όλο το πολιτικό σύστημα ενάντια στην πολιτική του ΚΚΕ, αυτό που τελικά αποδείχτηκε ήταν ότι η πολιτική και πρακτική του ΚΚΕ στην αυτοδιοίκηση προκάλεσε την απώλεια των συγκεκριμένων δήμων.

3. Με εξαίρεση την Πάτρα, όπου όντως υπήρξε ένας ισχυρός πολιτικός συνασπισμός από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ και “απολίτικες” υποψηφιότητες καθώς και οικονομικά συμφέροντα που πολέμησαν την επανεκλογή Πελετίδη, στις υπόλοιπες πόλεις οι υποψήφιοι του ΚΚΕ αποδείχτηκαν πολύ λίγοι συγκρινόμενοι με τον Πελετίδη, απογοήτευσαν ακόμα και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΚΚΕ ή της Λαϊκής Συσπείρωσης, καθώς δεν ξεχώρισαν αισθητά σε σχέση με άλλους δημάρχους που δεν ανήκαν στο ΚΚΕ.

4. Η στασιμότητα, η αδράνεια και το “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα λόγω οικονομικής κρίσης, καπιταλισμού και μνημονίων” επικράτησαν όλη την προηγούμενη περίοδο στη δράση και τον λόγο αυτών των τεσσάρων υποψηφίων δημάρχων. Μια δράση που σε τίποτα δεν θύμιζε την πολύ πλουσιότερη (και κινηματικού χαρκτήρα) δράση του Κώστα Πελετίδη στην Πάτρα, ο οποίος επανεκλέχτηκε πανηγυρικά παρά την αντιΚΚΕ εκστρατεία όλων των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Όλη την προηγούμενη περίοδο, ο Ριζοσπάστης αλλά και τα διαδικτυακά μέσα που πρόσκεινται στο ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν ενιαία τους πέντε δημάρχους. Σχολιάζοντας δε την πολιτική Πελετίδη, ανέφεραν συνεχώς ότι ο Κώστας Πελετίδης υλοποιεί την πολιτική του ΚΚΕ. Ποιος τελικά υλοποιούσε τι ακριβώς; Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε ότι κάποια διαφορά υπήρχε ανάμεσα στον Πελετίδη και στους υπόλοιπους τέσσερις.

Αυτό που μένει τελικά στη συνείδηση του κόσμου (και αυτό που τελικά επιβραβεύεται) είναι ότι αν τελικά μια δημοτική αρχή κάνει πράγματα που ξεχωρίζουν, προς όφελος του λαού και των εργαζομένων, τότε όσες πιέσεις κι αν ασκηθούν από τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν θα έχουν αποτέλεσμα.

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Πρώτα, η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί στον νεοφιλελευθερισμό. Μετά, ενοχοποιείται η Αριστερά για την κυριαρχία της Δεξιάς. Η παλιά γνωστή συνταγή ενεργοποιείται, αυτή τη φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρόθυμους να παραβλέψουν τις βαριές, ιστορικές του ευθύνες. Ενόψει των εκλογών του Ιουλίου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να πιέσει αφόρητα ό,τι βρίσκεται στα αριστερά του, ρίχνοντάς τους μάλιστα το φταίξιμο ότι «φέρνουν τον Κούλη». Στην καλύτερη, το φταίξιμο διαχέεται αριστοτεχνικά, τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε όλους τους υπόλοιπους, καθώς «πρέπει ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του». Εννοώντας προφανώς ότι φταίμε όλοι. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξευτέλισε κάθε έννοια Αριστεράς, αλλά και οι υπόλοιποι που δεν έτρεξαν να προσχωρήσουν στον εξευτελισμό.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μεσάζοντες του εκβιαστικού του διλήμματος κάνουν δύο μεγάλες λαθροχειρίες.

Η πρώτη είναι ότι έχουν καταργήσει την αριθμητική. Ακόμα και αν στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί το ποσοστό του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ, πράγμα απίθανο και εξωπραγματικό, και πολιτικά αλλά και εκλογικά, ίσα που προσεγγίζεται το ποσοστό της ΝΔ.

Οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέχασαν να κάνουν πρόσθεση. Προτιμούν όμως να ξεχνούν να σκεφτούν. Και εδώ βρίσκεται η δεύτερη λαθροχειρία.

Ο λαός δεν τιμώρησε απλώς τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεξιά του πολιτική. Αυτή είναι μια βολική ανάγνωση που βλέπει την κοινωνία σαν ένα εκκρεμές που πάει δεξιά ή αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η κοινωνία δυσαρεστήθηκε από τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν, η μέχρι σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μια «αναγκαστική δεξιά» παρένθεση που θα ακολουθηθεί από μια γνήσια αριστερή πολιτική κοινωνικών παροχών και προστασίας.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι η δεξιά πολιτική που ως παρένθεση εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο έστησε στα τρία μέτρα και εκτέλεσε εν ψυχρώ την ελπίδα, την προσδοκία ή την πεποίθηση ότι υπάρχει εναλλακτική.

Γιατί οι κοινωνίες δεν κινούνται μόνο δεξιά ή αριστερά. Κινούνται και μπροστά ή πίσω. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έσπρωξε την κοινωνία πολύ πίσω. Την έκανε να πιστέψει ότι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή είναι ανέφικτη.

Ο κόσμος δεν καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έγινε (μόνιμα για μερικούς, πρόσκαιρα για άλλους) δεξιός. Αν ήταν έτσι, δεν θα ψήφιζε τον ακόμα δεξιότερο Μητσοτάκη. Ο κόσμος στράφηκε δεξιά γιατί πλέον αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα αιματηρά πλεονάσματα, τη λιτότητα, την διευκόλυνση των επενδυτών που «θα φέρουν ανάπτυξη».

Η κοινωνία στράφηκε δεξιά γιατί το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα ποδοπατήθηκε όταν το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ. Και έκτοτε συνηθίσαμε στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες, στην ιδιώτευση, στην ατομική επιβίωση, στην παθητική αναδίπλωση.

Αυτή είναι η μεγάλη υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα και στην άρχουσα τάξη. Δευτερεύον είναι ότι μείωσε τις συντάξεις με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, ότι έδεσε ασφυκτικά τη χώρα στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς, ή ότι ιδιωτικοποίησε λιμάνια, αεροδρόμια, δημόσιο πλούτο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε τον Μητσοτάκη να μιλά για 7 μέρες εργασία ή τον Βενιζέλο να παριστάνει τον θεματοφύλακα της δημοκρατίας και της συνταγματικής τάξης. Τους δικαίωσε εκ των πραγμάτων ακολουθώντας την πολιτική τους.

Όλη η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, αλλά το πινέλο και το χρώμα τα κρατούσε ο Τσίπρας.

Έχει ευθύνη η Αριστερά;

Προφανώς, όχι όμως γιατί δεν στήριξε τον Τσίπρα.

Έχει ευθύνη γιατί δεν έστησε μια ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πειστική, μαζική, πλειοψηφική. Για αυτό ελέγχονται και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ αλλά και οποιοσδήποτε θέλει να μιλά στο όνομα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή ήταν η ευθύνη τους. Αυτό ήταν το καθήκον τους. Και χρεοκόπησαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο εκκωφαντικά.

Δεν μπορούν όμως να ελεγχθούν σε αυτό τους το καθήκον από όσους σαλπίζουν προσχώρηση στον εφιαλτικό μονόδρομο του «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αν κάποιος σκούζει υπέρ της ενσωμάτωσης, δεν μπορεί να κριτικάρει την Αριστερά που δεν πείθει για τη ρήξη. Αν το δικό σου στρατόπεδο είναι αδύναμο, δεν προσχωρείς στο αντίπαλο. Εκτός κι αν απλώς, ψάχνεις για προσχήματα.

Στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ με οποιονδήποτε τρόπο (κριτικά στο δεύτερο γύρο ή εκβιαστικά, μπροστά στον Μητσοτάκη, στις εθνικές εκλογές), σημαίνει ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της εναλλακτικής προοπτικής. Σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή ότι δεν μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στηρίζουμε τον ηπιότερο νεοφιλελευθερισμό απέναντι στον κυνικότερο.

Μόνο που αυτό δεν συνιστά διέξοδο από μια δύσκολη κατάσταση, αλλά διαρκή εγκλωβισμό.

Η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, η ΝΔ έρχεται φουριόζα και εκδικητική, ο εργαζόμενος κόσμος θα πληρώσει ακόμα περισσότερο τα σπασμένα.

Όπως όμως «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» για την κρίση, έτσι και «δεν φταίμε όλοι μαζί» για το μπλε χρώμα του χάρτη. Είναι άλλη η ευθύνη του δράστη ενός εγκλήματος και άλλη αυτού που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έγκλημα.

Πώς μπορεί να ληφθεί το μήνυμα;

Λέει ο Εκκλησιαστής ότι για τα πάντα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος: Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», «καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζόνειν το πεφυτευμένον», «καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν», «καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν», «καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν», «καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν», «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι για τους αριστερούς, σήμερα είναι καιρός και για γέλια και για κλάματα. Ταυτόχρονα. Στην ουσία όμως ο Εκκλησιαστής έχει δίκιο. Υπήρχε για κάθε τι ο κατάλληλος καιρός.

Από την εμφάνιση της κρίσης το 2010 μέχρι το 2012 ήταν καιρός μεγάλων ανασυνθέσεων στην Αριστερά και ανάληψης πρωτοβουλιών για μια χώρα έξω από τα δεσμά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Ήταν ο καιρός που η εργαζόμενη κοινωνία είχε ανοικτά μάτια και αυτιά, ενώ η πολιτική κρίση ρευστοποιούσε κόμματα, ανέτρεπε συσχετισμούς, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για μεγάλες αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Ήταν ο «καιρός της ευκαιρίας και της πρωτοβουλίας».

Από το 2012 μέχρι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε τροχιά εξουσίας με ένα πρόγραμμα και ένα κόμμα που αντικειμενικά θα οδηγούσε είτε στην ενσωμάτωση, είτε στην ήττα. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Αρκούσε απλή λογική και ελάχιστος μαρξισμός. Έλειψαν και τα δύο. Στη φάση αυτή, όφειλε να συγκροτηθεί η αξιόπιστη πρόταση για την επόμενη μέρα της ενσωμάτωσης ή της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με πλήρη συναίσθηση ότι αν δεν συγκροτηθεί μια τέτοια πρόταση, η παλίρροια θα πνίξει τους πάντες. Ήταν ο «καιρός της συγκρότησης και της ενότητας».

Από το 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ περπάτησε στον δρόμο που άνοιξε το τρίτο μνημόνιο. Η κοινωνία τσακίστηκε πολιτικά, πείστηκε ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, παραιτήθηκε από την απόπειρα να αναζητήσει διέξοδο. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είχε τέτοιο βάθος και έκταση που η ανασυγκρότησή της θα όφειλε να γίνει με όρους ανασύνθεσης και επανίδρυσης. Η παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν συγκροτούνταν και δεν συσπειρώνονταν δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς σε διαφορετικό επίπεδο. Ήταν ο καιρός του «γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης».

Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών περιόδων είναι η μειούμενη στασιμότητα, η γενικευμένη ανημπόρια, η πολιτική αφασία, όπως αυτές καταγράφηκαν στην τελευταία τριπλή εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι σωστές εκτιμήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίοδο δεν υπήρξαν. Ή, αν, και όσο υπήρξαν, παρέμειναν σχολιασμός και δεν μετασχηματίστηκαν σε πολιτική.

Αν διερωτάται κανείς τι χρειαζόμαστε σήμερα, επανερχόμαστε στον Εκκλησιαστή: Είναι καιρός του αποθνήσκειν, καιρός του εκριζόνειν, καιρός του καταστρέφειν, καιρός του σχίζειν, καιρός του σιγάν.

Υπάρχουν δυνάμεις που αποδέχονται αυτή την οπτική; Όχι. Ίσως υπάρχουν επιμέρους τάσεις, σχήματα ή αγωνιστές. Όχι όμως δυνάμεις.

Το ΚΚΕ τεχνηέντως προσπαθεί να κρύψει την ιστορικά εντυπωσιακή αδυναμία ενός κομμουνιστικού κόμματος να επωφεληθεί της κρίσης του αντιπάλου συστήματος και στρατοπέδου. Περίπου δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, πολιτικής κρίσης, τεκτονικών αλλαγών, μεγάλων κινητοποιήσεων, μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων, οδηγούν σε μείωση δυνάμεων από εκλογές σε εκλογές, αλλά και -ακόμα χειρότερα- σε υποστολή των αγώνων και του λαϊκού κινήματος. Στη πρώτη φάση το ΚΚΕ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για μια πρόταση και ένα πρόγραμμα για τη διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας. Αντίθετα υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αδιάφορη έως και βλαπτική αν δεν συνδέεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Στη δεύτερη φάση δικαιολόγησε τη συμπίεσή του από τις ψευδείς προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και στην τρίτη φάση που αποδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει «τάση σταθεροποίησης» των δυνάμεών του.

Το ΚΚΕ, σε εθνικές εκλογές, από το 7,54% και 517.000 ψήφους το 2009, φτάνει στο 8,48% και 536.000 ψήφους το 2012 για να προσγειωθεί στο 5,47% και 338.000 ψήφους τον Γενάρη του 2015 και 5,55% και 302.000 ψήφους τον Σεπτέμβρη του 2015. Στις ευρωεκλογές από το 6,11% και 349.000 ψήφους του 2014 φτάνει στο 5,35% και 302.000 ψήφους το 2019. Αυτά εμφανίζονται ως «τάση σταθεροποίησης», όμως η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν συνδυαστεί με την παραλυτική κατάσταση στο λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της ΛΑΕ θεωρώντας ότι το 0,64% συνιστά αντοχή ενώ το 0,56% συνιστά κατάρρευση. Οι δυνάμεις της μειώνονται και στις τρεις κάλπες σε ποσοστά που την καθιστούν σχετικά ανύπαρκτη δύναμη στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης και προοπτικής. Οι κάποιες χιλιάδες αγωνιστές που απαρτίζουν τα ψηφοδέλτιά της και έχουν σημαντική παρουσία στους εργασιακούς χώρους ή στα τοπικά κινήματα, δεν συνιστούν αντίβαρο στο μηδαμινό πολιτικό της βάρος – τουναντίον. Πώς είναι δυνατόν μια δύναμη που συσπειρώνει αρκετές χιλιάδες ανθρώπους με μαζική συνδικαλιστική και κινηματική δράση, να αδυνατεί να πείσει έναν κύκλο ευρύτερο των λίγων δεκάδων χιλιάδων που αποτελούν τη μόνιμη εκλογική της επιρροή; Το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να απαλυνθεί το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το αδιέξοδο.

Η αναξιοπιστία της «αντικαπιταλιστικής συνεργασίας» εκτινάσσεται αν αναλογιστεί κανείς τα διπλά κατεβάσματα στους μεγάλους δήμους, τα ξεκατινιάσματα ανάμεσα στις δύο Ανταρσίες, αλλά και την εντελώς αντίθετη μετεκλογική στάση για τον δεύτερο γύρο. Το μεν ΝΑΡ με δυσκοίλια ασάφεια προτρέπει σε καταψήφιση της Λαϊκής Συσπείρωσης, το δε ΣΕΚ προτείνει υπερψήφιση μέχρι και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κριτική στη ΛΑΕ σήμερα είναι σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας. Δεν πληρώνει τη μία ή την άλλη θέση ή παρέκκλιση, αλλά τη συνολική χρεοκοπία της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς της, που με ευθύνη της ηγεσίας της μετατράπηκε σε γραφικές διαβεβαιώσεις για την …αυξανόμενη επιρροή της. Και στον χώρο αυτό, οι αγωνιστές που υπάρχουν είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο, αναγκαίο για την επόμενη μέρα, και αν και ήδη τσακισμένο δεν πρέπει να διαλυθεί εντελώς σε νέα, απονενοημένα εκλογικά διαβήματα.

Πέρα από τα οργανωμένα σχήματα υπάρχουν τάσεις, αγωνιστές, απόψεις και υποψίες που διατρέχουν οριζόντια όλους τους σχηματισμούς. Αυτή η οριζόντια τάση έχει μια κοινή λογική, αντιλαμβάνεται ότι οι πανηγυρισμοί και οι περιχαρακώσεις είναι εντελώς ξένες με την πραγματικότητα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα νέο κρεσέντο αυτοαναφορικότητας και χαζομάρας ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη δεν έχει ασφαλή οδό διαφυγής.

Υπάρχει ένα ανεπίδοτο μήνυμα που πλανάται πάνω από την Αριστερά εδώ και χρόνια. Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, μέχρι σήμερα. Το μήνυμα αυτό δεν λαμβάνεται, παρά τις διαδοχικές ήττες, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αποστρατεύσεις. Οι ηγεσίες αναπαράγουν ένα βολικό μικρόκοσμο που δεν αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα, δεν προβληματίζεται σοβαρά από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έξω από βολικά σχήματα, δίπολα, «αντοχές» και «αναλύσεις».

Πολλοί αγωνιστές δίνουν διαρκώς παράταση εμπιστοσύνης, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες και ούτω καθεξής ευκαιρίες. Για να διαψευστούν σε κάθε συγκυρία. Γιατί η ψήφος ανοχής σε μια «δύναμη που τουλάχιστον …»  μεταφράζεται σε ψήφος εμπιστοσύνης σε μια πορεία που μεγαλώνει κάθε φορά το αδιέξοδο.

Στις επόμενες εκλογές θα έχουμε και πάλι μια από τα ίδια. Ένα ΚΚΕ που θα «αντέξει» μειούμενο, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επικαλείται τους αγωνιστές της για να φτιασιδώσει τη γραμμή της και μια ΛΑΕ που θα παρακαλάει -χωρίς αντίκρισμα- τους υπόλοιπους να συνεργαστεί.

Υπάρχει αξιοπρεπής στάση εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση; Θεωρητικά θα ήταν ένα «κοινό ψηφοδέλτιο άμυνας», στην περαιτέρω διάλυση, χωρίς υψηλές προσδοκίες και μεγάλα λόγια. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Οι προτάσεις «μετώπων» που θα κατατεθούν τις επόμενες μέρες θα είναι το αναγκαίο προπέτασμα καπνού για «μια από τα ίδια».

Στην κατάσταση αυτή ο μόνος τρόπος να επιδοθεί το μήνυμα είναι να μην υπάρξει ψήφος ανοχής. Στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο την αναξιοπιστία μας και τον εκλογικό μας κρετινισμό. Ας τα χάσουμε.