Άρθρα

Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για λόγους πληροφόρησης την παρέμβαση του Jack F. Matlock, τελευταίου πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, πριν τη διάλυσή της. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία. Η παρέμβαση αυτή του Αμερικανού διπλωμάτη έχει σημασία για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι αποδομεί όλη τη σημερινή ρητορεία της Δύσης για μια ρωσική επίθεση αψυχολόγητη, επιθετική, ακραία πράξη παραφροσύνης. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι αυτός που έφερε τα πράγματα στα άκρα είναι το ΝΑΤΟ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θυμίζει πως η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έγινε υπό ένα καθεστώς σύγκρουσης Ανατολής – Δύσης, αλλά μάλλον συναίνεσης και αποδοχής κοινών καπιταλιστικών αξιών. Η παρέμβαση του J. Matlock έγινε λίγες μέρες πριν τη ρωσική επίθεση αλλά αυτό δεν αλλάζει σε κάτι την ουσία των λεγομένων του.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, είπα στη Γερουσία ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μας οδηγήσει εδώ που είμαστε σήμερα.

Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια κρίση που μπορούσε να αποφευχθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η οποία ήταν προβλέψιμη, επιταχύνθηκε εκούσια, αλλά μπορεί εύκολα να επιλυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής.

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;

Επιτρέψτε μου, ως κάποιος που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που τερμάτισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, να θυμίσω λίγο την ιστορία στην τρέχουσα κρίση.

Καθημερινά μας λένε ότι ο πόλεμος επίκειται στην Ουκρανία. Τα ρωσικά στρατεύματα, μας λένε, συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ουκρανίας και θα μπορούσαν να επιτεθούν ανά πάσα στιγμή. Συνιστάται στους Αμερικανούς πολίτες να εγκαταλείψουν την Ουκρανία και οι οικογένειες των μελών του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας απομακρύνονται. Εν τω μεταξύ, ο Ουκρανός πρόεδρος συμβουλεύει να μην πανικοβαλλόμαστε και κατέστησε σαφές ότι δεν θεωρεί ότι επίκειται ρωσική εισβολή. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε ότι έχει πρόθεση να εισβάλει στην Ουκρανία. Το αίτημά του είναι να σταματήσει η διαδικασία προσθήκης νέων μελών στο ΝΑΤΟ και η Ρωσία να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η Ουκρανία και η Γεωργία δεν θα γίνουν ποτέ μέλη.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαβεβαίωση, αλλά κατέστησε σαφή την προθυμία του να συνεχίσει να συζητά τα ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η ουκρανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να εφαρμόσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 για την επανένωση των επαρχιών του Ντονμπάς στην Ουκρανία διατηρώντας μεγάλο βαθμό τοπικής αυτονομίας – μια συμφωνία με τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία την οποία ενέκριναν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Θα μπορούσε η κρίση να αποφευχθεί;

Εν ολίγοις, ναι. Το 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, πολλοί παρατηρητές πίστεψαν λανθασμένα ότι έβλεπαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην πραγματικότητα είχε τελειώσει τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα, με διαπραγματεύσεις, και προς το συμφέρον όλων των μερών. Ο πρόεδρος Μπους ήλπιζε ότι ο Γκορμπατσόφ θα κατάφερνε να κρατήσει τις περισσότερες από τις 12 μη Βαλτικές δημοκρατίες σε μια εθελοντική ομοσπονδία.

Παρά την επικρατούσα πεποίθηση τόσο του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον όσο και του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής κοινής γνώμης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριξαν, πόσο μάλλον δεν προκάλεσαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίξαμε την ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, και μία από τις τελευταίες πράξεις του σοβιετικού κοινοβουλίου ήταν να νομιμοποιήσει την αξίωση για ανεξαρτησία. Και – παρά τους συχνά εκφραζόμενους φόβους – ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν απείλησε ποτέ ότι θα απορροφήσει τις χώρες της Βαλτικής ή ότι θα διεκδικήσει κάποια από τα εδάφη τους, αν και επέκρινε ορισμένες χώρες που αρνήθηκαν στους Ρώσους πολίτες τους τα πλήρη δικαιώματα της ιθαγένειας, μια αρχή την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται να εφαρμόζει.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.

Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;

Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1997, όταν προέκυψε το ζήτημα της προσθήκης περισσότερων μελών του ΝΑΤΟ, μου ζητήθηκε να καταθέσω ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Στην εισαγωγική μου επισήμανση, έκανα την ακόλουθη δήλωση:

«Θεωρώ άστοχη τη σύσταση της κυβέρνησης να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή. Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί κάλλιστα να μείνει στην ιστορία ως η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μακριά από το να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Συμμάχων τους και των εθνών που επιθυμούν να εισέλθουν στη Συμμαχία, θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την πιο σοβαρή απειλή ασφαλείας για αυτό το έθνος από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πράγματι, τα πυρηνικά μας οπλοστάσια ήταν ικανά να τερματίσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που ανέφερα για την ενσωμάτωση και όχι τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Όπως εξήγησα στο SFRC: «Το σχέδιο αύξησης των μελών του ΝΑΤΟ αποτυγχάνει να λάβει υπόψη την πραγματική διεθνή κατάσταση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προχωρά σύμφωνα με μια λογική που είχε νόημα μόνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διχοτόμηση της Ευρώπης έληξε προτού υπάρξει οποιαδήποτε σκέψη για την είσοδο νέων μελών στο ΝΑΤΟ. Κανείς δεν απειλεί να ξαναδιχάσει την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι παράλογο να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν ορισμένοι, ότι είναι απαραίτητο να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ για να αποφευχθεί μια μελλοντική διαίρεση της Ευρώπης. Εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να είναι το κύριο όργανο για την ενοποίηση της ηπείρου, τότε λογικά ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο στόχος της διοίκησης, και ακόμα κι αν είναι, ο τρόπος για να τον φτάσει δεν είναι με την αποσπασματική εισδοχή νέων μελών».

Η απόφαση για αποσπασματική επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια ανατροπή των αμερικανικών πολιτικών που οδήγησαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πρόεδρος Μπους είχε διακηρύξει έναν στόχο για μια «Ευρώπη ενιαία και ελεύθερη». Ο Γκορμπατσόφ είχε μιλήσει για «το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι», είχε καλωσορίσει εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης που έριξαν τους κομμουνιστές ηγέτες τους και είχε διατάξει ριζικές μειώσεις των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων εξηγώντας ότι για να είναι μια χώρα ασφαλής, πρέπει να υπάρχει ασφάλεια για όλους.

Ο πρόεδρος Μπους διαβεβαίωσε επίσης τον Γκορμπατσόφ κατά τη συνάντησή τους στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, ότι εάν επιτραπεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν τον μελλοντικό τους προσανατολισμό μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα «εκμεταλλευτούν» αυτή τη διαδικασία. (Προφανώς, η ένταξη χωρών στο ΝΑΤΟ που ήταν τότε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα ήταν «εκμετάλλευση».) Το επόμενο έτος, ο Γκορμπατσόφ πήρε τη διαβεβαίωση, αν και όχι σε επίσημη συνθήκη, ότι εάν επιτρεπόταν σε μια ενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε καμία κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, «ούτε μια ίντσα».

Αυτές οι δηλώσεις έγιναν στον Γκορμπατσόφ πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόλις διαλύθηκε, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης και ένα στρατιωτικό μηχανισμό αποκαρδιωμένο και σε πλήρη αταξία. Ενώ δεν υπήρχε λόγος να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, αφού η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε και σεβάστηκε την ανεξαρτησία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, υπήρχαν πλέον ακόμη λιγότεροι λόγοι να φοβόμαστε τη Ρωσική Ομοσπονδία ως απειλή.

Προκλήθηκε εσκεμμένα αυτή η κρίση;

Δυστυχώς, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι πρόεδροι Τζορτζ Μπους, Μπαράκ Ομπάμα, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν συνέβαλαν στο να μας φέρουν σε αυτό το σημείο.

Η προσθήκη χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ έγινε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που προκάλεσε τη ρωσική αντίρρηση. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αποχωρούν από τις συνθήκες ελέγχου των όπλων που είχαν περιορίσει, για κάποιο διάστημα, μια παράλογη και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών, και ήταν οι θεμελιώδεις συμφωνίες για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Η πιο σημαντική ήταν η απόφαση αποχώρησης από τη Συνθήκη κατά των βαλλιστικών πυραύλων, η οποία ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της συμφωνίας για μια σειρά συνθηκών που σταμάτησαν για ένα διάστημα τον αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Μπους και προσέφερε υποστήριξη. Κράτησε το λόγο του διευκολύνοντας την αμερικανική επίθεση στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ήταν ξεκάθαρο εκείνη την εποχή ότι ο Πούτιν φιλοδοξούσε σε μια εταιρική σχέση ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που στόχευαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στόχευαν και τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον συνέχισε την πορεία της αγνοώντας τα ρωσικά (αλλά και συμμαχικά) συμφέροντα, εισβάλλοντας στο Ιράκ, μια επιθετική πράξη στην οποία όχι μόνο η Ρωσία αντιτάχθηκε, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.

Αν και ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.

Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.

Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Προέδρου Ομπάμα μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Στη συνέχεια, τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Κατηγορούμενος ότι ήταν πιόνι των Ρώσων, ο Τραμπ πέρασε κάθε αντιρωσικό μέτρο που προέκυπτε, ενώ ταυτόχρονα κολάκευε τον Πούτιν ως μεγάλο ηγέτη.

Μπορεί η κρίση να λυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής;

Ναι, τελικά, αυτό που απαιτεί ο Πούτιν είναι κατεξοχήν λογικό. Δεν απαιτεί την αποχώρηση κανενός μέλους του ΝΑΤΟ και δεν απειλεί κανέναν. Σύμφωνα με οποιοδήποτε μέτρο κοινής λογικής, είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να προωθήσουν την ειρήνη και όχι τη σύγκρουση. Το να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή –ο ομολογημένος στόχος όσων κεντρίζουν τις «έγχρωμες επαναστάσεις»– ήταν μια ανόητη και επικίνδυνη υπόθεση. Ξεχάσαμε τόσο σύντομα το μάθημα της κουβανικής κρίσης πυραύλων;

Τώρα, το να πούμε ότι η αποδοχή των απαιτήσεων του Πούτιν είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να γίνει. Οι ηγέτες τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος έχουν αναπτύξει μια τόσο ρωσοφοβική στάση που θα χρειαστεί μεγάλη πολιτική δεξιότητα για να πλοηγηθούμε σε πολιτικά νερά με υφάλους και να επιτευχθεί ένα ορθολογικό αποτέλεσμα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν με δικά τους στρατεύματα εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Γιατί λοιπόν να τα μεταφέρουμε στην Ανατολική Ευρώπη; Απλώς για να δείξει στα γεράκια στο Κογκρέσο ότι στέκει αγέρωχος;

Ίσως οι επακόλουθες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Κρεμλίνου να βρουν έναν τρόπο να κατευνάσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας και να εκτονώσουν την κρίση. Και ίσως τότε το Κογκρέσο αρχίσει να ασχολείται με τα αυξανόμενα προβλήματα που έχουμε στο σπίτι αντί να τα επιδεινώνει.

Ή αυτό θα μπορούσε κανείς να ελπίζει.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: Responsible Statecraft

25 χρόνια από την υποστολή της Σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο. Λήθη, θλίψη, αυτοκριτική ή κάτι περισσότερο;

Το παρακάτω σύντομο άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26/12/2016 ως σχόλιο του antapocrisis για την επέτειο της αποκαθήλωσης της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο, στις 26 Δεκεμβρίου 1991. Πέντε χρόνια μετά, η επέτειος των 30 χρόνων από το τυπικό τέλος της ΕΣΣΔ, λίγα καινούρια πράγματα έχει να προσφέρει στο δημόσιο προβληματισμό. Ενώ η πανδημία δείχνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τα όρια και τις εγγενείς αδυναμίες των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών να αντιμετωπίσουν την υγειονομική απειλή, και η πορεία του κόσμου διόλου δεν δικαιώνει τους κήρυκες του “τέλους της ιστορίας”, από την άλλη μεριά, η σοβαρή και αυτοκριτική αποτίμηση της πτώσης της ΕΣΣΔ, δεν κάνει βήματα προς τα μπρος. Κυριαρχεί μια ρετρό, απλουστευμένη και ακίνδυνη νοσταλγία για την εποχή που η κόκκινη σημαία κυμάτιζε στο Κρεμλίνο. Αυτή η νοσταλγία αδυνατεί να εξηγήσει για ποιο λόγο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που έβγαινε με τεράστιο κύρος και πρωτοφανή δύναμη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σαράντα χρόνια μετά ήταν απωθητικό, δίχως λαϊκή υποστήριιξη, με τους πρωτοστάτες του να αλλαξοπιστούν εν μία νυκτί και να γίνονται γενίτσαροι, παραδιδόμενο στη χλεύη των αντιπάλων του.
Αλλά για όλα αυτά, το antapocrisis θα επανέλθει.

Σαν σήμερα, 26 Δεκεμβρίου 1991, η σοβιετική σημαία κυμάτισε για τελευταία φορά πάνω από το Κρεμλίνο. Είχε προηγηθεί το βράδυ των Χριστουγέννων του 1991 το διάγγελμα Γκορμπατσόφ με το οποίο ανακοίνωνε την τυπική πλέον διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνωρίζοντας το πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα που λίγες μέρες νωρίτερα είχε κηρύξει τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Επί δύο περίπου χρόνια είχε προηγηθεί μια φαντασμαγορική διαδικασία αποσυγκρότησης του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, πολλά μπορεί κάποιος να σημειώσει. Από τον χαρακτήρα των μαζικών αλλά ταυτόχρονα αντιδραστικών κινητοποιήσεων ενάντια στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέχρι την απροκάλυπτη εμπλοκή της Δύσης και τις στημένες τηλεοπτικές υπερβολές που έφτιαχναν το απαραίτητο κλίμα για την «κατάρρευση σε ζωντανή μετάδοση» του τείχους του Βερολίνου, του καθεστώτος Τσαουσέσκου, του πραξικοπήματος του Αυγούστου κοκ. Παρόλα αυτά, τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία 25 χρόνια μετά, αξίζει κανείς να σταθεί:

Πρώτον στη μαζική νοσταλγία των λαών της Ανατολικής Ευρώπης για τα παλιά καθεστώτα. Όσο έντονη ήταν η αποστροφή προς οτιδήποτε θύμιζε σοσιαλισμό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, τόσο βαθιά είναι σήμερα η διάψευση των προσδοκιών για τον υπαρκτό καπιταλισμό των στερήσεων, της ανεργίας, της φτώχειας. Και όσο και αν τα κέντρα μελετών προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία των ευρημάτων τους, κάθε έρευνα δίνει συντριπτικά και αδιάψευστα στοιχεία για αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά κανείς δεν τολμά να πει φωναχτά: Οι λαοί τότε ζούσαν καλύτερα, και αφού γεύτηκαν το όνειρο της ελεύθερης αγοράς, μπορούν πλέον να συγκρίνουν. Οι προπαγανδιστές του ακραίου κέντρου και της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να βυσσοδομούν για τα αίσχη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά θα μας επιτρέψουν να πιστέψουμε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους και την παλιά και τη νέα κατάσταση. Ασφαλή συμπεράσματα από τη σύγκριση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του υπαρκτού καπιταλισμού, μπορούν να βγάλουν οι λαοί από την ίδια τους την πείρα και όχι οι κρατικοδίαιτοι αεριτζήδες που μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες.

Δεύτερον στην ηχηρή διάψευση των προσδοκιών του υπόλοιπου κόσμου για την κοινωνία της δημοκρατίας και της ελευθερίας που θα ερχόταν με το τέλος του κομμουνισμού και του ψυχρού πολέμου. Επί εικοσιπέντε έτη δεν υπάρχει ούτε μια αλλαγή με θετικό και προοδευτικό πρόσημο. Από τις αντεργατικές ανατροπές και μεταρρυθμίσεις μέχρι την έκρηξη των πολεμικών αναμετρήσεων, των περιφερειακών συγκρούσεων και των σφαγών. Σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς, τα πράγματα για την κοινωνική πλειοψηφία έγιναν χειρότερα. Η ζωή μας έγινε πιο εντυπωσιακή, πιο γρήγορη, τεχνολογικά πολύ πιο εύκολη, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πολύ πιο δύσκολη. Η μακρά πορεία υποχώρησης και τελικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σήμαινε και την έκλειψη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό. Το ξεσάλωμα του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία στηρίχτηκε στην πτώση του μισητού αντιπάλου. Και ανεξάρτητα με το πόσο κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ακόμη και υπό καπιταλιστικό καθεστώς, βελτιώθηκε με κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν υπό τον φόβο της ΕΣΣΔ και του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Τρίτον στην επιφανειακή και λειψή αυτοκριτική και ανασκόπηση της κομμουνιστικής Αριστεράς για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις αιτίες της. Τα απλοϊκά σχήματα για τον προδότη Γκορμπατσόφ και τα τελευταία μόνο άσχημα χρόνια, δεν κρύβουν τον βαθμιαίο επί δεκαετίες μετασχηματισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων σε κάτι απωθητικό ή και αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό. Η κινέζικη κριτική και το εγχείρημα της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν μια αναξιοποίητη ακόμα συμβολή με έκταση και βάθος ανεκμετάλλευτα. Τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς του 21ου αιώνα οφείλουν να αντλούν κριτικές συνεισφορές από ιστορικά ρεύματα και πολλαπλές συμβολές, και ανάμεσά τους η κινέζικη εμπειρία είναι η βασικότερη.

Είναι απαραίτητο η τολμηρή και ειλικρινής διαπίστωση ότι «τότε οι λαοί ζούσαν καλύτερα» (που πλέον πρέπει να γίνεται φωναχτά), να πηγαίνει μαζί με μια βαθιά και όχι επιφανειακή αυτοκριτική του κομμουνιστικού κινήματος, για τις αναπηρίες, τα σακατιλίκια, τις ασχήμιες και τα όρια της πρώτης απόπειρας. Μια τέτοια αυτοκριτική οφείλει να είναι τολμηρή, απολογιστική αλλά ταυτόχρονα επιθετική και όχι απολογητική.

Η υποστολή της σοβιετικής σημαίας – και ανεξάρτητα από το τι αυτή έφτασε να συμβολίζει τα τελευταία χρόνια- κόστισε ανυπολόγιστα στους λαούς και τα έθνη. Η σημερινή βαρβαρότητα σε όλη τη γη, και στην Ελλάδα, έχει στενή σχέση με αυτό που αποτυπώθηκε στον ιστό του Κρεμλίνου εικοσιπέντε χρόνια πριν. Και η πραγματικότητα παραστάσεων που χτίστηκε επιδέξια από εχθρούς και «φίλους» δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία.

Εικοσιπέντε χρόνια είναι λίγα ή πολλά για να γιατρευτούν οι πληγές που άφησε η πρώτη απόπειρα και να αντιστραφεί ο συσχετισμός δύναμης που κληρονομήθηκε από το κλείσιμο του εικοστού αιώνα; Η απάντηση δεν αφορά τον χρόνο καθαυτό, εικοσιπέντε χρόνια μπορεί να είναι πάρα πολλά ή και πολύ λίγα. Ο χρόνος εξαρτάται από πυκνότητα, την ποιότητα, το βάθος που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και εδώ οι ελλείψεις είναι πολλές και η δουλειά που πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη.

Ουγγαρία 1956: Ο μύθος του εργατικού ξεσηκωμού

Ήρθε ο καιρός να δοθεί μια απάντηση – γιατί τα γεγονότα οδήγησαν στην πλάνη χιλιάδες αριστερούς ακτιβιστές σε ολόκληρο τον κόσμο;

Από πού γεννήθηκε ο μύθος για “εργατικό ξεσηκωμό” για τον πραγματικό σοσιαλισμό τον οποίο συνέθλιψαν τα σοβιετικά τανκς;

Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930, η αντισταλινική πτέρυγα του κομμουνιστικού κινήματος περίμενε την πολιτική στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της επιρροής. Στο έργο του “Πού βαδίζει η ΕΣΣΔ” (Η προδομένη επανάσταση), ο Τρότσκι έγραφε για το πραξικόπημα που θα επέστρεφε στην εργατική τάξη όλη την εξουσία και θα έθετε στο περιθώριο τους γραφειοκράτες. Έτσι λοιπόν, τα γεγονότα της Ουγγαρίας ερμηνεύονταν από πολλούς υποστηριχτές έξω από την Ουγγαρία  σαν την από καιρό αναμενόμενη αρχή της “2ης επανάστασης”, η οποία θα οδηγούσε στον αληθινό σοσιαλισμό. Πολλοί έγιναν θύματα της σκόπιμης παραπληροφόρησης της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας πληρωμένων ή μη, συνεργατών. Στο πεδίο της παραπληροφόρησης μπορούμε να μνημονεύσουμε το βιβλίο του Βρετανού μαρξιστή Peter Fryer “Η ουγγρική τραγωδία”. Το βιβλίο έγραφε για την εισβολή στη Βουδαπέστη σοβιετικών στρατιωτών  “από την Κεντρική Ασία” οι οποίοι “λογάριαζαν πως βρίσκονται στο Βερολίνο”. Στον συγγραφέα αυτού του βιβλίου με τα προφανή ρατσιστικά σχόλια καταλογίζει κανείς και την άγνοια, αφού δεν γνώριζε πως την παραμονή της επιχείρησης “Θύελλα”, οι σοβιετικοί στρατιώτες είχαν διαβάσει την απεύθυνση του στρατηγού Ζούκοφ, όπου με λεπτομέρεια υποδεικνύονταν οι σκοποί και τα προβλήματα της επιχείρησης και η πλειοψηφία των στρατιωτών προέρχονταν από τις δυτικές περιφέρειες της ΕΣΣΔ.

Πολλοί κομμουνιστές μαρξιστές και αριστεροί συγγραφείς γράφοντας για το 1956, γνωρίζοντας ή αγνοώντας,  άλλοι πίστεψαν στα κινήματα αυτοδιαχείρησης, τα οποία σύντομα θα οργάνωναν  μια καινούργια κοινωνία, άλλοι έκαναν πως αγνοούσαν το γεγονός πως στη θέση της ηγεσίας των εξεγερμένων θα έρθουν νέα πρόσωπα, σαν τον αντιδραστικό καρδινάλιο Γιόζεφ Μίντσεντι και πως τον ρόλο της προπαγάνδας είχε αναλάβει ο ραδιοσταθμός “Ελεύθερη Ευρώπη”.

Το τίμημα που πλήρωσε το αριστερό κίνημα γι’ αυτή τη μυθοπλασία αποδείχτηκε υπέρμετρα υψηλό.Σήμερα βλέπουμε το γραφικό αποτέλεσμα της νίκης εκείνων των δυνάμεων που στήριξαν την εξέγερση του 1956. Υπάρχει ευθεία σύνδεση μεταξύ των πυρπολήσεων των σοβιετικών βιβλίων το 1956 με το γκρέμισμα των μνημείων του Λένιν το 2014.

Την περίοδο 1953-1956 στη Ουγγαρία διαξαγόταν μια πάλη μεταξύ των οπαδών του προλεταριακού βοναπαρτισμού (Ράκοσι, Γκέρε), των μετριοπαθών μεταρρυθμιστών (Κάνταρ), και της δεξιάς πτέρυγας των γραφειοκρατών (Νάγκι), η οποία θα οδηγούσε στα χνάρια του καπιταλισμού και θα αποσταθεροποιούσε το πολιτικό σύστημα της Ουγγρικής Λαϊκής Δημοκρατίας.

Στις 24 Οκτώβρη του 1956 η ειρηνική διαδήλωση των εργαζόμενων μετατράπηκε σε οχλαγωγία. Τα πρώτα θύματα ήταν τρόφιμοι του εβραϊκού γηροκομείου. Το πογκρόμ κατά των Εβραίων επεκτάθηκε και εκτός Βουδαπέστης. Για τον αμόρφωτο πληθυσμό και την παλιά ουγγρική ιντελιγκέντσια οι λέξεις εβραίος, κομμουνιστής, διοικητής, ήταν συνώνυμες.

Οι πρώτες μέρες των γεγονότων πέρασαν σε ατμόσφαιρα αιματηρού χάους και αναρχίας. Άλλοι μιλούσαν για σοσιαλισμό και τραγουδούσαν  και άλλοι σε διπλανούς δρόμους έκαιγαν βιβλία του Λένιν και του Μαρξ. Η χώρα έπαιρνε δεξιά στροφή. Εθνικιστικά και φασιστικά συνθήματα χαρακτήριζαν τον ξεσηκωμό. Στους τοίχους ήταν γραμμένα συνθήματα “Ελευθερία στον καρδινάλιο Μίντσεντι!”, “Όχι στον κομμουνισμό!”.

Στις 30 Οκτωβρίου η αμερικανική πρεσβεία της Βουδαπέστης έστειλε στην Ουάσινγκτον λίστα με τα αιτήματα των εξεγερμένων στο κοινοβούλιο
1. Να οριστεί ο Μίντσεντι πρωθυπουργός.
2. Να οριστεί ο Μάλετερ υπουργός  Άμυνας.
3. Να φύγουν τα σοβιετικά στρατεύματα μέχρι τις 15 Νοεμβρίου.
4. Αν αυτά δεν γίνουν αποδεκτά, να ζητηθεί από τη Δύση να επέμβει.

Στις αρχές Νοέμβρη από τα ανοιχτά σύνορα της Ουγγαρίας άρχασαν να καταφτάνουν οι πρώτες ομάδες ειδικών στρατιωτικών Αμερικανών οι οποίοι μάθαιναν στους νεαρούς πώς να τοποθετούν αντιαρματικές νάρκες και να κατασκευάζουν βόμβες μολότοφ. Η επέλαση της δεξιάς ήταν εμφανής. Οι δυτικοί σοσιαλδημοκράτες υμνούσαν διθυραμβικά “ τον εργατικό ξεσηκωμό”.

Σε ένα μέρος της αριστερής, κομμουνιστικής, τροτσκιστικής  και αναρχικής ιστοριογραφίας επικρατεί η άποψη πως το σοβιετικό καθεστώς τσάκισε εκείνες τις μέρες το ουγγρικό εργατικό κίνημα. Αυτή η θέση στερείται αποδείξεων.

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδημητρίου

Πηγή: http://liva.com.ua