Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για λόγους πληροφόρησης την παρέμβαση του Jack F. Matlock, τελευταίου πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, πριν τη διάλυσή της. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία. Η παρέμβαση αυτή του Αμερικανού διπλωμάτη έχει σημασία για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι αποδομεί όλη τη σημερινή ρητορεία της Δύσης για μια ρωσική επίθεση αψυχολόγητη, επιθετική, ακραία πράξη παραφροσύνης. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι αυτός που έφερε τα πράγματα στα άκρα είναι το ΝΑΤΟ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θυμίζει πως η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έγινε υπό ένα καθεστώς σύγκρουσης Ανατολής – Δύσης, αλλά μάλλον συναίνεσης και αποδοχής κοινών καπιταλιστικών αξιών. Η παρέμβαση του J. Matlock έγινε λίγες μέρες πριν τη ρωσική επίθεση αλλά αυτό δεν αλλάζει σε κάτι την ουσία των λεγομένων του.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, είπα στη Γερουσία ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μας οδηγήσει εδώ που είμαστε σήμερα.

Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια κρίση που μπορούσε να αποφευχθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η οποία ήταν προβλέψιμη, επιταχύνθηκε εκούσια, αλλά μπορεί εύκολα να επιλυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής.

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;

Επιτρέψτε μου, ως κάποιος που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που τερμάτισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, να θυμίσω λίγο την ιστορία στην τρέχουσα κρίση.

Καθημερινά μας λένε ότι ο πόλεμος επίκειται στην Ουκρανία. Τα ρωσικά στρατεύματα, μας λένε, συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ουκρανίας και θα μπορούσαν να επιτεθούν ανά πάσα στιγμή. Συνιστάται στους Αμερικανούς πολίτες να εγκαταλείψουν την Ουκρανία και οι οικογένειες των μελών του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας απομακρύνονται. Εν τω μεταξύ, ο Ουκρανός πρόεδρος συμβουλεύει να μην πανικοβαλλόμαστε και κατέστησε σαφές ότι δεν θεωρεί ότι επίκειται ρωσική εισβολή. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε ότι έχει πρόθεση να εισβάλει στην Ουκρανία. Το αίτημά του είναι να σταματήσει η διαδικασία προσθήκης νέων μελών στο ΝΑΤΟ και η Ρωσία να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η Ουκρανία και η Γεωργία δεν θα γίνουν ποτέ μέλη.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαβεβαίωση, αλλά κατέστησε σαφή την προθυμία του να συνεχίσει να συζητά τα ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η ουκρανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να εφαρμόσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 για την επανένωση των επαρχιών του Ντονμπάς στην Ουκρανία διατηρώντας μεγάλο βαθμό τοπικής αυτονομίας – μια συμφωνία με τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία την οποία ενέκριναν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Θα μπορούσε η κρίση να αποφευχθεί;

Εν ολίγοις, ναι. Το 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, πολλοί παρατηρητές πίστεψαν λανθασμένα ότι έβλεπαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην πραγματικότητα είχε τελειώσει τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα, με διαπραγματεύσεις, και προς το συμφέρον όλων των μερών. Ο πρόεδρος Μπους ήλπιζε ότι ο Γκορμπατσόφ θα κατάφερνε να κρατήσει τις περισσότερες από τις 12 μη Βαλτικές δημοκρατίες σε μια εθελοντική ομοσπονδία.

Παρά την επικρατούσα πεποίθηση τόσο του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον όσο και του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής κοινής γνώμης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριξαν, πόσο μάλλον δεν προκάλεσαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίξαμε την ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, και μία από τις τελευταίες πράξεις του σοβιετικού κοινοβουλίου ήταν να νομιμοποιήσει την αξίωση για ανεξαρτησία. Και – παρά τους συχνά εκφραζόμενους φόβους – ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν απείλησε ποτέ ότι θα απορροφήσει τις χώρες της Βαλτικής ή ότι θα διεκδικήσει κάποια από τα εδάφη τους, αν και επέκρινε ορισμένες χώρες που αρνήθηκαν στους Ρώσους πολίτες τους τα πλήρη δικαιώματα της ιθαγένειας, μια αρχή την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται να εφαρμόζει.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.

Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;

Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1997, όταν προέκυψε το ζήτημα της προσθήκης περισσότερων μελών του ΝΑΤΟ, μου ζητήθηκε να καταθέσω ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Στην εισαγωγική μου επισήμανση, έκανα την ακόλουθη δήλωση:

«Θεωρώ άστοχη τη σύσταση της κυβέρνησης να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή. Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί κάλλιστα να μείνει στην ιστορία ως η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μακριά από το να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Συμμάχων τους και των εθνών που επιθυμούν να εισέλθουν στη Συμμαχία, θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την πιο σοβαρή απειλή ασφαλείας για αυτό το έθνος από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πράγματι, τα πυρηνικά μας οπλοστάσια ήταν ικανά να τερματίσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που ανέφερα για την ενσωμάτωση και όχι τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Όπως εξήγησα στο SFRC: «Το σχέδιο αύξησης των μελών του ΝΑΤΟ αποτυγχάνει να λάβει υπόψη την πραγματική διεθνή κατάσταση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προχωρά σύμφωνα με μια λογική που είχε νόημα μόνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διχοτόμηση της Ευρώπης έληξε προτού υπάρξει οποιαδήποτε σκέψη για την είσοδο νέων μελών στο ΝΑΤΟ. Κανείς δεν απειλεί να ξαναδιχάσει την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι παράλογο να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν ορισμένοι, ότι είναι απαραίτητο να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ για να αποφευχθεί μια μελλοντική διαίρεση της Ευρώπης. Εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να είναι το κύριο όργανο για την ενοποίηση της ηπείρου, τότε λογικά ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο στόχος της διοίκησης, και ακόμα κι αν είναι, ο τρόπος για να τον φτάσει δεν είναι με την αποσπασματική εισδοχή νέων μελών».

Η απόφαση για αποσπασματική επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια ανατροπή των αμερικανικών πολιτικών που οδήγησαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πρόεδρος Μπους είχε διακηρύξει έναν στόχο για μια «Ευρώπη ενιαία και ελεύθερη». Ο Γκορμπατσόφ είχε μιλήσει για «το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι», είχε καλωσορίσει εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης που έριξαν τους κομμουνιστές ηγέτες τους και είχε διατάξει ριζικές μειώσεις των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων εξηγώντας ότι για να είναι μια χώρα ασφαλής, πρέπει να υπάρχει ασφάλεια για όλους.

Ο πρόεδρος Μπους διαβεβαίωσε επίσης τον Γκορμπατσόφ κατά τη συνάντησή τους στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, ότι εάν επιτραπεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν τον μελλοντικό τους προσανατολισμό μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα «εκμεταλλευτούν» αυτή τη διαδικασία. (Προφανώς, η ένταξη χωρών στο ΝΑΤΟ που ήταν τότε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα ήταν «εκμετάλλευση».) Το επόμενο έτος, ο Γκορμπατσόφ πήρε τη διαβεβαίωση, αν και όχι σε επίσημη συνθήκη, ότι εάν επιτρεπόταν σε μια ενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε καμία κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, «ούτε μια ίντσα».

Αυτές οι δηλώσεις έγιναν στον Γκορμπατσόφ πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόλις διαλύθηκε, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης και ένα στρατιωτικό μηχανισμό αποκαρδιωμένο και σε πλήρη αταξία. Ενώ δεν υπήρχε λόγος να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, αφού η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε και σεβάστηκε την ανεξαρτησία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, υπήρχαν πλέον ακόμη λιγότεροι λόγοι να φοβόμαστε τη Ρωσική Ομοσπονδία ως απειλή.

Προκλήθηκε εσκεμμένα αυτή η κρίση;

Δυστυχώς, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι πρόεδροι Τζορτζ Μπους, Μπαράκ Ομπάμα, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν συνέβαλαν στο να μας φέρουν σε αυτό το σημείο.

Η προσθήκη χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ έγινε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που προκάλεσε τη ρωσική αντίρρηση. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αποχωρούν από τις συνθήκες ελέγχου των όπλων που είχαν περιορίσει, για κάποιο διάστημα, μια παράλογη και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών, και ήταν οι θεμελιώδεις συμφωνίες για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Η πιο σημαντική ήταν η απόφαση αποχώρησης από τη Συνθήκη κατά των βαλλιστικών πυραύλων, η οποία ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της συμφωνίας για μια σειρά συνθηκών που σταμάτησαν για ένα διάστημα τον αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Μπους και προσέφερε υποστήριξη. Κράτησε το λόγο του διευκολύνοντας την αμερικανική επίθεση στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ήταν ξεκάθαρο εκείνη την εποχή ότι ο Πούτιν φιλοδοξούσε σε μια εταιρική σχέση ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που στόχευαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στόχευαν και τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον συνέχισε την πορεία της αγνοώντας τα ρωσικά (αλλά και συμμαχικά) συμφέροντα, εισβάλλοντας στο Ιράκ, μια επιθετική πράξη στην οποία όχι μόνο η Ρωσία αντιτάχθηκε, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.

Αν και ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.

Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.

Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Προέδρου Ομπάμα μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Στη συνέχεια, τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Κατηγορούμενος ότι ήταν πιόνι των Ρώσων, ο Τραμπ πέρασε κάθε αντιρωσικό μέτρο που προέκυπτε, ενώ ταυτόχρονα κολάκευε τον Πούτιν ως μεγάλο ηγέτη.

Μπορεί η κρίση να λυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής;

Ναι, τελικά, αυτό που απαιτεί ο Πούτιν είναι κατεξοχήν λογικό. Δεν απαιτεί την αποχώρηση κανενός μέλους του ΝΑΤΟ και δεν απειλεί κανέναν. Σύμφωνα με οποιοδήποτε μέτρο κοινής λογικής, είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να προωθήσουν την ειρήνη και όχι τη σύγκρουση. Το να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή –ο ομολογημένος στόχος όσων κεντρίζουν τις «έγχρωμες επαναστάσεις»– ήταν μια ανόητη και επικίνδυνη υπόθεση. Ξεχάσαμε τόσο σύντομα το μάθημα της κουβανικής κρίσης πυραύλων;

Τώρα, το να πούμε ότι η αποδοχή των απαιτήσεων του Πούτιν είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να γίνει. Οι ηγέτες τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος έχουν αναπτύξει μια τόσο ρωσοφοβική στάση που θα χρειαστεί μεγάλη πολιτική δεξιότητα για να πλοηγηθούμε σε πολιτικά νερά με υφάλους και να επιτευχθεί ένα ορθολογικό αποτέλεσμα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν με δικά τους στρατεύματα εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Γιατί λοιπόν να τα μεταφέρουμε στην Ανατολική Ευρώπη; Απλώς για να δείξει στα γεράκια στο Κογκρέσο ότι στέκει αγέρωχος;

Ίσως οι επακόλουθες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Κρεμλίνου να βρουν έναν τρόπο να κατευνάσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας και να εκτονώσουν την κρίση. Και ίσως τότε το Κογκρέσο αρχίσει να ασχολείται με τα αυξανόμενα προβλήματα που έχουμε στο σπίτι αντί να τα επιδεινώνει.

Ή αυτό θα μπορούσε κανείς να ελπίζει.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: Responsible Statecraft

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *