Άρθρα

Τι συνδέει τον πατέρα Αντώνιο με τον Μίχο, τον Λιγνάδη και την Πισπιρίγκου;

Τους συνδέουν η καπιταλιστική ιδεολογία και το νεοφιλελεύθερο κράτος. 

Η σύνδεση φαίνεται παράτολμη αλλά είναι καθόλα υπαρκτή.

Η καπιταλιστική ιδεολογία συμπυκνώνεται στην ιδεολογία της δύναμης: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι. Οι ισχυροί επιβιώνουν. Όσοι δεν προσαρμόζονται πεθαίνουν. Ο άνεργος φταίει για την ανεργία του – ας δομήσει ένα καλύτερο βιογραφικό. Ο φτωχός φταίει για τη φτώχεια του – δεν εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που δίνει η ελεύθερη αγορά. 

Όλα τα παραπάνω δεν τα έχουν εκστομίσει θαυμαστές της ναζιστικής ευγονικής. Τα έχουν υποστηρίξει στελέχη της κυβερνώσας παράταξης με πρώτον και καλύτερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν είπαν φυσικά τίποτα το πρωτότυπο. Αναπαράγουν την καπιταλιστική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία, ο σοσιαλισμός, που κατά την περιορισμένη αντίληψή τους συνιστά “κοινωνικό εξισωτισμό”, είναι ασύμβατος με την ανθρώπινη φύση. 

Όλοι θα μπορούσαν να γίνουν πλούσιοι αν ήταν ικανοί, αυτή είναι η κυρίαρχη πολιτική. Σε αυτήν την πολιτική, έχει αντικατασταθεί η λέξη δικαιώματα με τη λέξη ευκαιρίες. Το δικαίωμα μυρίζει σοσιαλισμό, κράτος πρόνοιας, λαϊκούς αγώνες. Ενώ την ευκαιρία μπορεί να την έχουν όλοι. Φυσικά θα την εκμεταλλευτούν μόνο οι άριστοι και οι ικανοί. Σχεδόν αποκλειστικά αυτοί είναι οι γόνοι της άρχουσας τάξης, αλλά αυτό θα είναι τυχαίο. Ο φτωχός, ο άνεργος, ο αποκλεισμένος, όποιος “εξαρτάται από τον μισθό του”, είναι ο αδύναμος. Φταίει ο ίδιος. Δεν πρέπει να ενοχοποιεί τον πλούτο και την επιχειρηματικότητα. Σε αυτή την κοινωνία ζούμε: ο δυνατός θα εκμεταλλεύεται τον αδύνατο, και αυτό είναι “φυσικός νόμος”. Αυτό μας λέει ο καπιταλισμός.   

Η πιο ελαφριά καταγγελία για τον πατέρα Αντώνιο ήταν ότι είχε μετατρέψει τους νεαρούς της Κιβωτού του Κόσμου σε προσωπικούς του υπηρέτες (να του βγάζουν και να του βάζουν τα …παπούτσια και τις κάλτσες). Ο ίδιος πίστευε βαθιά ότι αξίζει να τον υπηρετούν, ενώ τα παιδιά που περιμάζεψε στον οργανισμό του, δεν αξίζουν παραπάνω από το να είναι δούλοι. 

Από τον Μίχο και τον Λιγνάδη, μέχρι την Πισπιρίγκου και τον πατέρα Αντώνιο, η ιδεολογία που οπλίζει τις κακοποιητικές τους συμπεριφορές είναι η ιδεολογία του homo homini lupus, του ανθρώπου – λύκου για τον συνάνθρωπο, που επειδή είναι σε ισχυρή θέση απέναντι στον έφηβο, στο κορίτσι, στο βρέφος, στο παιδί το ξένο ή ακόμα και το δικό του, θα ασκήσει την εξουσία του. Αυτή είναι η ιδεολογία της κακοποιητικής συμπεριφοράς, και αυτή η ιδεολογία έχει πρόσημο. Είναι το πρόσημο του καπιταλισμού στην πιο ακραία του εκδοχή. 

Το νεοφιλελεύθερο κράτος συμπυκνώνεται στη συρρίκνωση του δημόσιου και στην υποκατάσταση της κρατικής ευθύνης από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κοινωνικό κράτος κοστίζει. Ας καταργηθεί λοιπόν. Θα αναλάβουν το έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της φιλανθρωπίας ο πατέρας Αντώνιος, ο Μίχος, η Εκκλησία, οι ΜΚΟ, οι εφοπλιστές και τα κατοικίδιά τους που τα ταΐζουν μπόλικη τηλεοπτική δόξα και λίγο χρήμα.

Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειχνε για την προστασία των παιδιών και τις κρατικές δομές της, το ένα δέκατο της έγνοιας που έδειξε για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και τον χυδαίο εργαλειακό ηθικό πανικό που έστησε με την “ανομία στα ΑΕΙ”, ίσως κάποια παιδιά σήμερα δεν θα είχαν πέσει θύμα κακοποίησης ή και βιασμού. 

Αλλά ένα κράτος και μια κυβέρνηση που φορτώνει το δημόσιο με Μπαλούρδους, αντί για ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να εκχωρήσει την ευθύνη για την παιδική προστασία σε κάθε Χαμόγελο του Παιδιού και Κιβωτό του Κόσμου. 

Όχι μόνο επειδή έτσι θα οικονομήσει κάποια εκατομμύρια ευρώ που θα γίνουν δωράκια και αναθέσεις στους κολλητούς. 

Αλλά κυρίως επειδή έτσι θα εκθειάζει την ιδιωτική κοινωνία, την κοινωνία των ατόμων – πολιτών που υποκαθιστούν τη συλλογική βούληση και δράση της πολιτείας. Και μέσω αυτής, θα αναδεικνύει το θατσερικό μότο ότι “δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα”.

Το κράτος αποσύρθηκε από την παιδική πρόνοια. Και αντί οι ιθύνοντες (σημερινοί και χθεσινοί) να σκύψουν το κεφάλι από ντροπή, επαίρονται για το αν έθεσαν πλαίσιο ελέγχου στις δομές που υποκατέστησαν το κράτος. Το πρόβλημα δεν είναι να ελεγχθούν οι δομές. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι δομές υπάρχουν.

Μην ψάχνουμε άλλο σύννεφο να πέσουμε. Το να μεγαλώνουν οι παπάδες και η Εκκλησία ανήλικους είναι ήδη σκάνδαλο. Από μόνο του. Δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ούτε κακοποίηση, ούτε ξυλοδαρμοί, ούτε εκβιασμοί, ούτε θωπείες και βιασμούς. Αυτά αφορούν τις ποινικές προεκτάσεις του σκανδάλου. Αλλά το σκάνδαλο είναι ήδη υπαρκτό, πριν τις καταγγελίες. 

Ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν κάποια από τα παιδιά της Πισπιρίγκου θα ζούσε αν υπήρχε κοινωνική πρόνοια. Μόνο που μια τέτοια κοινωνική πρόνοια, που θα προλάμβανε εγκλήματα, θα επενέβαινε στην οικογένεια, θα απέτρεπε κακοποιήσεις, γυναοκοκτονίες και παιδοκτονίες, απαιτεί κονδύλια, προσωπικό, τεχνογνωσία και υποστήριξη δέκα φορές καλύτερη και όχι χίλιες φορές χειρότερη από τα κονδύλια, το προσωπικό, την τεχνογνωσία και την υποστήριξη που έχουν οι παιδοβούβαλοι με το εθνόσημο στο κράνος και το γκλομπ προέκταση του χεριού τους. 

Σίγουρα όμως, αν υπήρχε κοινωνική πρόνοια, δεν θα ξεφύτρωναν ΜΚΟ και δομές σαν μανιτάρια, που με το αζημίωτο για τους εμπνευστές τους, υποκαθιστούν το κράτος και τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις του. 

Τη σημερινή παγκόσμια ημέρα κατά της παιδικής κακοποίησης, την Ελλάδα τη συνταράζει ένα ακόμα σκάνδαλο παιδικής κακοποίησης. Αντί να κάνουμε ευχές και να δηλώνουμε τον αποτροπιασμό και την έκπληξή μας, ας ασχοληθούμε με εκείνη την ιδεολογία, εκείνη την πολιτική και εκείνη την κοινωνική οργάνωση, που ρίχνει λίπασμα στην παιδική κακοποίηση.

Βιασμοί, παιδεραστία και Νέα Δημοκρατία: Στατιστικά παράδοξα και ιδεολογικές συγγένειες

Ποια θα έπρεπε να είναι η πιθανότητα να βρίσκεται πίσω από σχεδόν κάθε σκάνδαλο βιασμών, παιδεραστίας ή σεξουαλικής παρενόχλησης, στέλεχος ή οπαδός της κυβερνώσας παράταξης; 

Θεωρητικά πολύ μικρή. 

Στην πραγματικότητα όμως έχουμε το στατιστικό παράδοξο, ένα σημαντικό ποσοστό τέτοιων εγκλημάτων να σχετίζεται με το άμεσο ή το ευρύτερο δυναμικό της ΝΔ: βουλευτές ή υπουργοί, στελέχη, συνδικαλιστές, μέλη, οπαδοί, υποστηρικτές.  

Από τον βιαστή της Μπεκατώρου Αδαμόπουλο, μέχρι τον βιαστή νεαρών αγοριών Λιγνάδη, από τον παιδεραστή Γεωργιάδη μέχρι τον παιδεραστή και προαγωγό ανηλίκων Μίχο, από τον καθηγητή της ΑΣΟΕΕ Δράκο που ελέγχεται για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων και τοκογλυφία μέχρι τον καθηγητή στο ΤΕΙ Σερρών που κατηγορούνταν για φακελάκια και σεξουαλικούς εκβιασμούς σε φοιτήτριες, από τους παπάδες στα Χανιά που βίαζαν ομαδικά νεαρό με νοητική στέρηση μέχρι τους αστυνομικούς στην Ομόνοια που βίασαν την 19χρονη μέσα στο Αστυνομικό Τμήμα, το κυβερνών κόμμα και ο λαός της “Δεξιάς του Κυρίου” φαίνεται να καταγράφει αξιοπρόσεκτα στατιστικά υψηλά σε εγκλήματα σεξουαλικής φύσης. Οι δεξιοί και οι ακροδεξιοί, παρόλο που ασπάζονται την ηθική, την οικογένεια και την θρησκεία, φαίνεται να καταγράφουν ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά σε τέτοια ειδεχθή εγκλήματα. 

Σημαίνει αυτό ότι η ΝΔ είναι το κόμμα των παιδεραστών; Όχι.

Το στατιστικό παράδοξο όμως, πρέπει να ερμηνευτεί. 

Και ερμηνεύεται, (είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει), με τη συνάφεια που έχει η κυρίαρχη ιδεολογία, άρα και η ιδεολογία της ΝΔ, με τους βιασμούς, τις παιδοκτονίες, τις γυναικοκτονίες, την παιδεραστία. 

Στην κοινωνία που μας μαθαίνει ότι ο κόσμος ανήκει στους ισχυρούς, γιατί να μην ανήκει στον Μίχο η δωδεκάχρονη; Γιατί να μην την βιάζει, να την εκπορνεύει, να την εκμεταλλεύεται σεξουαλικά και οικονομικά; Ο κόσμος φτιάχτηκε για τους Μίχους, όχι για τις δωδεκάχρονες. Ο δυνατός ζει, ο αδύνατος πεθαίνει. Το είπε ο Πέτσας, το έκανε πράξη ο Μίχος. 

Στην εποχή που ακούμε από τον πορφυρογέννητο γόνο και κληρονομικό πρωθυπουργό ότι “δεν είμαστε όλοι ίσοι” για ποιο λόγο ο ισχυρός Λιγνάδης να μην βιάζει αγόρια από τη θέση κοινωνικής, πολιτικής και καλλιτεχνικής ισχύος που βρίσκεται; Γιατί να μην αγοράζει σεξουαλικές υπηρεσίες από ανηλίκους το εξέχον μέλος της κοινωνίας των αρίστων, πρώην υπουργός και βουλευτής Γεωργιάδης; Αν η ισότητα είναι η αρνητική κληρονομιά του σοσιαλισμού που ηττήθηκε στον εικοστό αιώνα, και σήμερα ο καπιταλισμός κατατάσσει τον καθένα σε ιεραρχική πυραμίδα ανάλογα με την “αξία” του, γιατί πέφτουμε από τα σύννεφα σε κάθε τέτοια είδηση;

Στην κοινωνία που μαθαίνει στους αστυνομικούς ότι “το κράτος είστε εσείς” (με την παλιότερη διατύπωση Μητσοτάκη), ή τους διαπαιδαγωγεί στην ατιμωρησία και στην πλήρη ασυδοσία, γιατί να μην βιάσουν δύο αστυνομικοί μία 19χρονη, μέσα μάλιστα στο αστυνομικό τμήμα; Πόσο απέχει ο παροξυσμός βίας, το αμόκ βαρβαρότητας, οι χυδαίες ύβρεις και οι ξυλοδαρμοί στις οποίες επιδίδονται καθημερινά οι αστυνομικοί από το να βιάζουν εν ώρα υπηρεσίας και εντός Αστυνομικού Τμήματος;

Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους, δήλωνε η Θάτσερ. Στον ακρότατο βαθμό το έκανε πράξη η Πισπιρίγκου. Το κράτος, η πρόνοια, οι δημόσιες υπηρεσίες, το σχολείο, οι ψυχολόγοι, οι δάσκαλοι, η αυτοδιοίκηση, οι κοινωνικές δομές, δεν έχουν την παραμικρή αρμοδιότητα όταν οι πόρτες του σπιτιού κλείνουν. Αυτά είναι κρατικίστικα και σοβιετικά κατάλοιπα. Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία το παιδί ανήκει στην οικογένειά του και όχι στην κοινωνία. Τα παιδιά της Πισπιρίγκου ανήκαν ζωή τε και θάνατο στη μητέρα τους. Η 12χρονη ανήκει στη μάνα της (άντε και στον Μίχο). Όχι όμως στο κοινωνικό σύνολο. Όπως και η γυναίκα ανήκει στον άντρα της, το παιδί στον πατέρα του που έχει δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω του, κοκ. 

Το ότι στη Δεξιά μαζεύτηκαν μετεμφυλιακά όλα τα κατακάθια της ελληνικής κοινωνίας, όλος ο εσμός των μαυραγοριτών, των καταδοτών, των εκβιαστών και των προαγωγών, δεν φτάνει για να εξηγήσει το αξιοπρόσεκτο στατιστικά φαινόμενο να κρύβονται πίσω από σχεδόν κάθε κύκλωμα μαστροπείας, βιασμών, παιδεραστίας δεξιοί και ακροδεξιοί.

Ούτε φυσικά αρκεί το γεγονός ότι οι παραβατικοί προσκολλώνται σε κόμματα εξουσίας για να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους για τις παράνομες δραστηριότητές τους. 

Οι αιτίες είναι βαθύτερες. 

Ο πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός κανιβαλισμός, ο πρωτόγνωρος αγριανθρωπισμός, η έξαρση της παλιανθρωπιάς, η σήψη και η μπόχα, η εκμετάλλευση των αδύναμων, ο εκβιασμός των αδυνάτων, προκύπτουν ευθέως από την κυρίαρχη ιδεολογία, την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, την ιδεολογία του καπιταλισμού, τον homo homini lupus, τον άνθρωπο που είναι λύκος για τον συνάνθρωπο.

Προκύπτουν ευθέως από την απαίτηση των κυρίαρχων να αφήσουμε πίσω τη σκουριά του σοσιαλισμού, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τα κοινωνικά δικαιώματα, και να κάνουμε όραμά μας την αριστεία, το εντερπρενερσιπ, τον ανταγωνισμό, το πάτημα του άλλου στο λαιμό, τα ηγετικά προσόντα, την ατομική επιτυχία. 

Και προκύπτουν και από το γεγονός ότι έχουμε τα τελευταία χρόνια μια κοινωνία ακόμα πιο ηττημένη, ακόμα πιο βουλιαγμένη, βουτηγμένη στην ιδιώτευση και στην απόσυρση, με το ενδιαφέρον της να εξαντλείται στην οικονομική της επιβίωση.

Το πρόβλημα με τον Μητσοτάκη δεν είναι το στατιστικά αξιοπρόσεκτο γεγονός ότι στον άμεσο περίγυρό του βρέθηκαν (προς το παρόν) δύο (2) βιαστές ανηλίκων. Είναι κυρίως το γεγονός ότι υπηρετεί και προάγει την ιδεολογία που θέλει τον δυνατό να κυριαρχεί επί του αδύνατου. Τον ισχυρό να εκμεταλλεύεται τον ανίσχυρο.   

Αν αυτό η άρχουσα τάξη το κάνει πράξη οικονομικά και κοινωνικά, οι Μίχος, Γεωργιάδης, Λιγνάδης και λοιποί, γιατί να μην το κάνουν πράξη και σεξουαλικά;

Ο καπιταλισμός, ο κομμουνισμός και η Πισπιρίγκου: πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις ενός εγκλήματος

Το ανακάτεμα που νιώθει κανείς παρακολουθώντας την είδηση, είναι γενικευμένο. Σοκάρει η διάρρηξη της σχέσης μάνας – παιδιού και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο, τον βασανιστικό, τον επανειλημμένο, τον πέρα από κάθε φαντασία. Σοκάρει και ο τρόπος που η είδηση γίνεται θέαμα, εκμετάλλευση, μοχλός συντηρητικής αναδίπλωσης, πεδίο δικαίωσης της αυτοδικίας, καταδίκης των εκτρώσεων, επαναφοράς των δογμάτων του κοινωνικού αγριανθρωπισμού για τη θανατική ποινή. 

Όμως, περισσότερο από τη συνοδή νοσηρότητα, είναι το έγκλημα αυτό καθαυτό που έχει σημαντικές προεκτάσεις, οι οποίες μένουν -ως συνήθως- έξω από τη δημόσια συζήτηση. Το πολιτικό και ιδεολογικό ερώτημα που δεν τίθεται, μοιάζει πρωτοφανές, αλλά είναι απλό. 

Τίνος είναι τα παιδιά στη σύγχρονη κοινωνία; 

Είναι ιδιοκτησία της μάνας και του πατέρα; Είναι αποκλειστική ευθύνη και αρμοδιότητα της οικογένειας; Πού και πόσο εμπλέκεται στην κοινωνικοποίηση των παιδιών το κράτος, ως έκφραση της οργανωμένης κοινωνίας; Πού και πότε σταματά η αίσθηση ιδιοκτησίας των γονιών για τα παιδιά τους; Πού και πότε σταματά η πεποίθηση ότι η γυναίκα ανήκει στον άνδρα, και το παιδί ανήκει στους γονείς;

Θα πει ο καλόπιστος αναγνώστης ότι αυτή η αίσθηση ιδιοκτησίας δεν σε κάνει δολοφόνο. Είναι αγάπη και όχι μίσος, είναι προσφορά και όχι αρπαγή. 

Πρόκειται για τη μισή αλήθεια. 

Η άλλη μισή είναι ότι η οικογένεια, όπως υπάρχει στον καπιταλισμό, παράγει αναπόφευκτα τις συνθήκες που κάνουν το ενδοοικογενειακό έγκλημα όλο και πιο συχνό, όλο και πιο σοκαριστικό, όλο και πιο απεχθές. Οι αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες, είναι μια μικρή ένδειξη επ’ αυτού.

Ο καπιταλισμός δημιουργεί την αίσθηση της ιδιοκτησίας στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά ακόμα περισσότερο διαμορφώνει τον homo homini lupus, τον άνθρωπο-για-τον-εαυτό-του, το εγωιστικό άτομο που θα αναλώσει το Άλλο, τον δυνατό που θα τσακίσει τον αδύνατο, το σύντροφο ή ακόμα και το παιδί του, για να ικανοποιήσει την ατομική του ανάγκη. Οι υλικές συνθήκες σπρώχνουν στη διαμόρφωση μιας τέτοιας απεχθούς και απάνθρωπης ανθρώπινης φύσης.

Περιμένουμε στα αλήθεια ότι αυτή θα εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο στο εργασιακό ή στο επαγγελματικό περιβάλλον; Ότι το χτύπημα στον αδύνατο θα εξαντλείται στον επαγγελματικό ανταγωνισμό ή στον κυνισμό της καριέρας; 

Ο αγριανθρωπισμός που διαμορφώνεται από την οικονομική και κοινωνική συνθήκη του καπιταλισμού, η ιδιοτέλεια που παράγεται από τον κανόνα “ο θάνατός σου – η ζωή μου”, θα μένει στο κατώφλι του σπιτιού; Δεν θα μπαίνει μέσα;

Αυτές οι συνθήκες παράγουν την περίκλειστη οικογενειακή ιδιωτικότητα, την αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, την αναδίπλωση στον ατομικό ή οικογενειακό χώρο (θαλπωρή ή και φυλακή ταυτόχρονα), το τσάκισμα της κοινωνικότητας, τη διάλυση δομών φροντίδας και πρόνοιας. 

Φταίει λοιπόν ο καπιταλισμός για την Πισπιρίγκου; Θα ήταν απλοϊκή μια τέτοια προσέγγιση. Ένα έγκλημα δεν έχει μόνο κοινωνικές ορίζουσες, και ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι το έγκλημα θα εκλείψει υπό τη μία ή την άλλη κοινωνική συνθήκη.  

Όμως, από την Καρολάιν μέχρι την Τοπαλούδη, και από την Γαρυφαλλιά μέχρι τη μικρή Τζωρτζίνα, είναι βολικό να χρεώνουμε το έγκλημα στους σατανικούς δολοφόνους, στα αρρωστημένα τους πάθη, στην εγκληματική τους ψυχή, αποσείοντας την ευθύνη από τις πρακτικές και τις ιδεολογίες που οργανώνουν την κοινωνία. 

Δεν φταίει ο τρόπος οργάνωσης και η κυρίαρχη ιδεολογία στην κοινωνία, που στο απώτατο, διαστροφικό και πλέον τρομακτικό όριό της, έχει εγκλήματα σαν κι αυτό που συνταράζει σήμερα την κοινωνία;

Φταίει απλώς η “εξαίρεση” από τον “κανόνα”, που είναι ότι ο άντρας φροντίζει τη γυναίκα του και η μάνα το παιδί της;

Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι αν πρόκειται απλώς για εξαίρεση από τον κανόνα, και όχι για αρρωστημένη έκφραση της κοινωνικής συνθήκης που έτσι κι αλλιώς υπάρχει, τότε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.

Μια κοινωνία που επιτρέπει οι ανθρώπινες σχέσεις να είναι σχέσεις ιδιοκτησίας, και αναπαράγει τον ατομισμό, τον εγωκεντρισμό, την αυτοαναφορικότητα, την αδιαφορία για το σύνολο και για τους άλλους, είναι μια κοινωνία που θα γεννά αντικειμενικά το ενδοοικογενειακό έγκλημα. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο στον καπιταλισμό οι μανάδες δολοφονούν τα παιδιά τους και οι άντρες τις γυναίκες τους. Η Μήδεια έρχεται από την αρχαιότητα, και ο Οθέλλος μετρά τέσσερις αιώνες ζωής. 

Σημαίνει όμως, ότι η καπιταλιστική υλική συνθήκη δημιουργεί το ευνοϊκό έδαφος για οικογενειακές ή συντροφικές σχέσεις ιδιοκτησίας, για εκμεταλλευτικά και κακοποιητικά ενδοοικογενειακά φαινόμενα. Το απώτερο και φρικτότερο όριο αυτής της γραμμής, είναι το έγκλημα της Πάτρας.

Η οικογένεια που ιδιωτεύει πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού, οι σχέσεις ιδιοκτησίας που αναπτύσσονται, η εκμετάλλευση και η κακοποίηση, η βία και ο εκβιασμός, η χρήση του συντρόφου και του παιδιού ως προέκταση της επιθυμίας και της φιλοδοξίας, υπήρξαν και να εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά ο σύγχρονος καπιταλισμός δημιουργεί το πιο εύφορο έδαφος. 

Και ακόμα περισσότερο, στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι που το νεοφιλελελεύθερο κράτος διαλύει υπηρεσίες και δομές μέριμνας και αλληλεγγύης, το αδιάφορο σχολείο περιορίζεται στην κίβδηλη “αριστεία” και στις περιοριστικές “δεξιότητες”, η ατομική ευθύνη αντικαθιστά την κοινωνική ευθύνη, η ιδιωτεία αντικαθιστά την κοινωνικότητα. 

Αυτά είναι συμπτώματα ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. 

Αυτός ο τρόπος, αναπόφευκτα λιπαίνει το έδαφος για ένα έγκλημα σαν και αυτό που (φέρεται να) διέπραξε η Πισπιρίγκου. 

Πολύ περισσότερο όταν στην εποχή του θατσερικού καπιταλισμού, η κοινωνικοποίηση του παιδιού έχει σταματήσει να είναι μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία, και έχει υποβιβαστεί στην απόλυτη ιδιωτική σφαίρα και στον παραμορφωτικό φακό των κοινωνικών δικτύων και της ψηφιακής ζωής. Ο γονιός που περιστρέφεται ασφυκτικά γύρω από το παιδί, το παιδί που υπάρχει για να δικαιώσει τον γονιό, το παιδί που κρατά ζωντανή τη νεκρή σχέση ανάμεσα στους γονείς, οι γονείς που πνίγουν το παιδί για να ικανοποιήσουν τις δικές τους επιθυμίες. Σε αυτή την περίκλειστη οικογενειακή σχέση, η κοινωνία, οι δομές της και οι φροντίδες της, απουσιάζουν. 

Εκατό χρόνια πριν, ο κομμουνισμός επιχειρούσε να στήσει μια άλλη αντίληψη για το παιδί και για το πού ανήκει η κοινωνικοποίηση και η ανεξαρτητοποίησή του: Όχι στη μάνα ή στον πατέρα, αλλά στο κοινωνικό σύνολο. Όχι υπό την ευθύνη της ιδιωτικής οικογένειας που παίρνει μόνη της τις αποφάσεις της (γιατί όπως θυμόμαστε “υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους”), αλλά υπό την ευθύνη της κοινωνίας και των θεσμών της. 

Εκατό χρόνια πριν, η ανατροφή του παιδιού ήταν κοινωνική λειτουργία, η κοινωνική συμμετοχή ήταν καθοριστική στο μεγάλωμά του, η ανεξαρτητοποίησή του επιδιώκονταν από πολύ νωρίς, από την προσχολική κιόλας ηλικία. 

Εκατό χρόνια πριν, έγινε προσπάθεια η γυναίκα να μην εξαντλείται στο ρόλο της μάνας – Παναγίας, η σύντροφος να μην είναι του αντρός της και το παιδί να μην είναι ιδιοκτησία κανενός. 

Οι απολογητές του καπιταλισμού φρίττουν με το γεγονός ότι ο κομμουνισμός ταυτίστηκε με την απόπειρα να στηθεί ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο δάσκαλος, ο ψυχολόγος, ο λειτουργός, ο παιδαγωγός και το κοινωνικό περιβάλλον, θα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην αγωγή, στη διαπαιδαγώγηση και στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, από τον γονιό. 

Ας φρίττουν. 

Το παιδί δεν είναι προέκταση του γονέα, δεν είναι ιδιοκτησία του, δεν είναι αντικατοπτρισμός των επιδιώξεων και των φιλοδοξιών του πατέρα, δεν είναι όργανο πίεσης και μοχλός εκβιασμού της μητέρας. 

Ας καταραστούμε λοιπόν όσο θέλουμε τους εγκληματίες και τα εγκλήματά τους, αλλά ας αναλογιστούμε το ιδεολογικό υπόστρωμα που τους επιτρέπει.

Βία, κακοποίηση, παρενόχληση, βιασμοί: κοινός παρονομαστής η ιδεολογία του ισχυρού

Το τελευταίο διάστημα, όλο και συχνότερα η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από εγκλήματα ιδιαίτερα απάνθρωπα, συχνά με θύματα γυναίκες, παιδιά, ΑΜΕΑ κ.ά. Οι καταγγελίες για το βιασμό στη Θεσσαλονίκη και την πιθανή ύπαρξη κυκλώματος μαστροπείας, ο βιασμός ανήλικης και η εκμετάλλευση γυναικών από ιερέα, η δυσώδης υπόθεση με τον καθηγητή της ΑΣΟΕΕ είναι μόνο μερικές από αυτές. Η μεγάλη εικόνα και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αποτυπώνουν σε παγκόσμια κλίμακα την ένταση της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών, την γιγάντωση των κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων, με βασικό σκοπό την σεξουαλική τους εκμετάλλευση, την αύξηση της διακίνησης και κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών κ.ά.

Το έγκλημα και η βία δεν πέφτουν από τον ουρανό. Ούτε μπορούν να αποδίδονται με υπεραπλουστεύσεις ή δόλο στους εκάστοτε αποδιοπομπαίους τράγους (τους μετανάστες, τους ψυχικά ασθενείς, το αντρικό φύλο γενικώς και αορίστως κ.ά.). Προϋπόθεση για την αντιμετώπιση κάθε τέτοιου φαινομένου, είναι η κατανόηση των αιτιών που το γεννούν και η εξάλειψή τους. Με άλλα λόγια, απέναντι στα γεγονότα, που αν μη τι άλλο προκαλούν αποτροπιασμό στην κοινωνική πλειοψηφία, θα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες που υπερβαίνουν την τιμωρία του δράστη. Θα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με τα ερωτήματα: «Ποια είναι η κοινωνία που έχει οικοδομηθεί; Ποιες οι αξίες της; Γιατί παράγει τόση βία; Ποιος ευθύνεται;». Κι αυτό γιατί το έγκλημα, όσο κι αν αποτελεί έκφραση αντικοινωνικής συμπεριφοράς και στάσης, έχει βαθιά κοινωνικές αιτίες.

Κοινό σημείο στην αποχαλίνωση της βίας είναι η αντίληψη της επιβολής του ισχυρού στον αδύναμο. Ο καπιταλισμός, και μάλιστα ο νεοφιλελεύθερος, που διατυμπανίζει ότι κοινωνία δεν υπάρχει, μόνο άτομα σε αέναο ανταγωνισμό μεταξύ τους, παράγει συνθήκες ζούγκλας όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και στην αντίληψη των ανθρώπων για τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Η αντίληψη ότι το ατομικό μου συμφέρον είναι πάνω από όλα και ότι ο διπλανός υπάρχει μόνο για να ικανοποιεί αυτό το συμφέρον αποτελεί τον ιδεολογικό πυρήνα αυτού του συστήματος και τροφοδοτεί την «κατανάλωση» των πιο αδύναμων. Δεν θίγονται όλοι το ίδιο ούτε έχουν όλοι και όλες τις ίδιες πιθανότητες να θυματοποιηθούν, επειδή ακριβώς το άτομο –που μόνο ως τέτοιο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του- γνωρίζει πολύ καλά ότι «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» και όχι το αντίστροφο, άρα μπορεί να επιτίθεται μόνο εκεί που «το παίρνει» να το κάνει.

Σε πολλές από αυτές τις υποθέσεις βλέπουμε ότι οι δράστες αισθάνονται ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο και ότι κανείς δεν μπορεί να τους αγγίξει. Η βεβαιότητά τους αυτή πηγάζει ακριβώς από τη θέση εξουσίας που κατέχουν: γόνοι πλουσίων οικογενειών της αστικής τάξης, καθηγητές ΑΕΙ με θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και πολιτικές διασυνδέσεις, υπεράνω πάσης υποψίας οικογενειάρχες και πνευματικοί καθοδηγητές των απελπισμένων στις φτωχογειτονιές, μυώδη φασιστοειδή, μέλη νεοναζιστικών οργανώσεων που δρουν κατ’ εντολή επιχειρηματιών και χαίρουν αστυνομικής ασυλίας και υποστήριξης… Χωρίς να έχουν όλοι την ίδια ισχύ, εξουσιάζουν πάντως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο φάσμα ανθρώπων και πραγμάτων και αυτήν ακριβώς την εξουσία ή την άμεση σχέση τους με αυτήν εκμεταλλεύονται. Στην περίπτωσή τους άλλωστε, η αστική δικαιοσύνη συνήθως κάνει τα στραβά μάτια ή έρχεται όταν είναι ήδη πολύ αργά, πάντα με προσοχή και απέραντο «σεβασμό» στην θέση ισχύος τους. Πώς να μην δρα ανεξέλεγκτος και να μην περηφανεύεται κιόλας αυτός που καταγγέλλεται για βιασμό, δεν κρατείται ούτε μια ώρα και έχει ένα ολόκληρο μιντιακό σύστημα να τον ξεπλένει διαστρέφοντας τα γεγονότα και τις πληροφορίες; Πώς μην λειτουργεί αποχαλινωμένος ένας καθηγητής ΑΕΙ σε βάρος του οποίου υφίστανται διώξεις για κακουργήματα, παρά ταύτα συνεχίζει κανονικά να διδάσκει και να κατέχει δημόσιες θέσεις, με το πειθαρχικό συμβούλιο να μην έχει καν συνεδριάσει; Προσοχή, δεν ισχυρίζεται κανείς πως μόνο οι πλούσιοι και όσοι έχουν θέσεις εξουσίας βιάζουν και σκοτώνουν. Είναι όμως οι μόνοι που μπορούν να το κάνουν και να μην τρέχει και τίποτα.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το εξής: η κυρίαρχη ανθρωποφαγική ιδεολογία μιας ραγδαία εκφασιζόμενης κοινωνίας δεν αγγίζει μόνο τα ανώτερα στρώματα, αλλά επηρεάζει βαθιά το σύνολο. Παράγεται όμως και διαχέεται στην κοινωνία από την αστική τάξη της χώρας και τους πολιτικούς και μιντιακούς και «πολιτιστικούς» εκπροσώπους της: ο νεοσυντηρητισμός, ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός και η εν γένει κουλτούρα του κοινωνικού κανιβαλισμού μεταπηδάει από τα δελτία ειδήσεων, την trap μουσική και τα reality επιβίωσης στα σχολεία, τις γειτονιές, τα γήπεδα. Όχι το αντίστροφο.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. και του Μητσοτάκη έχει πιαστεί επανειλημμένα να συναγελάζεται με παιδοβιαστές, βιαστές, οικονομικούς εγκληματίες κ.ά. όχι τυχαία. Παραμένει το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης της χώρας και περιβάλλον που οι πιο κανιβαλικές αντιλήψεις συναντούν τις νεοφιλελεύθερες εμμονές: Η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, εκτός από παράταξη των ιδιωτικών κολλεγίων, είναι και η παράταξη των σεξιστικών αφισών, των «ξέφρενων πάρτυ» με «γνωστά μοντέλα», των τραμπούκων που σπάνε καταλήψεις και νοθεύουν εκλογές. Με αυτές τις αξίες μεγάλωσε τα «γαλάζια παιδιά» της, αυτά τα φιντάνια βρίσκονται σήμερα σε θέσεις εξουσίας.

Όσα συμβαίνουν γύρω μας όλο και συχνότερα είναι συμπτώματα μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση, στην οποία κερδίζει κάθε μέρα έδαφος ο φασισμός, ακόμη και αν δεν αυτοαποκαλείται έτσι. Το ριζικό πρόβλημα μιας τέτοιας κοινωνίας δεν θα το λύσουν τα social media, ασχέτως αν σε κάποια περιπτώσεις παίζουν θετικό ρόλο (ο κανόνας είναι μάλλον το αντίθετο). Πρέπει να σταματήσουμε να πέφτουμε από τα σύννεφα, να σταθούμε δίπλα στα θύματα, αλλά κυρίως να συμβάλλουμε στην αποκάλυψη των αιτιών της αδικίας, στην πάλη ενάντια στις ρίζες της, στο ξεγύμνωμα των απολογητών της και της ιδεολογίας τους, στην οικοδόμηση εναλλακτικής σε επίπεδο πολιτιστικό, πολιτικό, κοινωνικών σχέσεων και οικονομίας μακριά από την κυρίαρχη μαυρίλα που πυκνώνει.

Στις πόσες γυναικοκτονίες θα σταματήσουμε να «πέφτουμε από τα σύννεφα»;

Η δολοφονία της 20χρονης στα Γλυκά Νερά «πολιτικοποιήθηκε» από την πρώτη στιγμή από όσους είδαν σε αυτήν μία εξαιρετική ευκαιρία για στάξουν λίγο ακόμη ρατσιστικό δηλητήριο στο δημόσιο διάλογο και να εξυπηρετήσουν δικές τους σκοπιμότητες.  Ο υπουργός Χρυσοχοϊδης που μιλούσε για αναβάθμιση του οργανωμένου εγκλήματος και επικήρυξε τους δράστες με 300.000 ευρώ, ο «συνδικαλιστής» αστυνομικός – πανελίστας Μπαλάσκας που δήλωνε ότι «ούτε μία στο τρισεκατομμύριο» δεν είναι Έλληνες οι δράστες, η πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων που –καταργώντας όλη τη σύγχρονη εγκληματολογία- απέδιδε την αύξηση της εγκληματικότητας στους μετανάστες που «δεν μοιράζονται τις δικές μας αξίες» είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για το κλίμα που επιχειρήθηκε να στηθεί. Δίπλα σε αυτούς και οι διάφοροι ακροδεξιοί φελλοί που προσπαθούσαν να ανοίξουν εκ νέου συζήτηση για επαναφορά της θανατικής ποινής και οπλοκατοχή. Τα ΜΜΕ έπαιξαν για ακόμη μια φορά το δικό τους ρόλο: προαγωγή του ρατσισμού, αναπαραγωγή της αντίληψης περί «κατάντιας της κοινωνίας» και άκρατη συγκινησιοκρατία (και τα τρία βασικά εργαλεία για την φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής).

Από χθες που επιβεβαιώθηκε η αναμενόμενη εδώ και μέρες «ανατροπή» στην υπόθεση και πλέον έχουμε ως φερόμενο, καθ’ ομολογία δράστη τον 32χρονο σύζυγο της 20χρονης άρχισε να στήνεται το νέο επικοινωνιακό σκηνικό: «σοκαριστική ανατροπή», «πέσαμε από τα σύννεφα», «ήταν πολύ καλός ηθοποιός» (σαν τον Λιγνάδη μάλλον κι αυτός). Και φυσικά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αποδίδει και πάλι το έγκλημα στην ψυχοσύνθεση του δράστη, εθισμένο στη λογική πως οι εγκληματίες είναι «τέρατα» ή «ψυχασθενείς» και άρα δεν μετέχουν ούτε αυτοί του «ημετέρου πολιτισμού».

Προς το παρόν, δημοσιοποιούνται προσωπικές σκέψεις του θύματος στο ημερολόγιό της, επιχειρώντας να δείξουν (ακόμη μια φορά) ότι ο θύτης είχε τα δίκια του: Η δολοφονημένη 20χρονη τον “απειλούσε με διαζύγιο”, είχε “πρόβλημα με τις ορμόνες της”, τον “χτυπούσε” επειδή ήξερε πολεμικές τέχνες, “αδιαφορούσε” για την κόρη της. Πόσο λοιπόν να αντέξει και ο καημένος ο πιλότος; Ο δε Μπαλάσκας τον έβγαλε και αγαθό, καθώς, αν ήταν έξυπνος, έπρεπε να πάρει τηλέφωνο κατευθείαν και να επικαλεστεί βρασμό ψυχής. Θα έβγαινε έτσι από τη φυλακή σε 3-4 χρόνια να συνεχίσει τη ζωή του, με ένα πτώμα στην πλάτη του.

Αυτά που ακολούθησαν την ομολογία του πιλότου, είναι χειρότερα από όσα προηγήθηκαν: επιβεβαιώνουν ότι όσοι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη διαχέουν, αναπαράγουν και εμπεδώνουν στην κοινωνία, την αντίληψη της ιδιωτικοποιημένης -από το σύντροφο- γυναίκας, επί της οποίας, υπάρχει δικαίωμα ζωής και θανάτου, ή έστω, υπάρχει ισχυρό ελαφρυντικό.

Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά έχει όνομα: λέγεται γυναικοκτονία και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως για τις γυναίκες 16-44 ετών. Έχει μελετήθεί επιστημονικά και ορίζεται συνοπτικά ως «η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών επειδή είναι γυναίκες». Οι περιπτώσεις παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά: Οι δράστες έχουν το κλειδί του σπιτιού σου. Είναι σύζυγοι/ σύντροφοι, νυν και πρώην, πατεράδες, αδερφοί, καμιά φορά και μανάδες. Πολύ σπανιότερα ο θύτης είναι άγνωστος στο θύμα. Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό προκύπτει από το κίνητρο και αρκεί μια απλή ανάγνωση των απολογιών[1] των δραστών: “μου αντιμίλησε”, “έθιξε τον ανδρισμό μου”, “με έβρισε”, “ήθελε να με εγκαταλείψει”, “την αγαπούσα πολύ και θόλωσα” κλπ. Οι περισσότερες απολογίες είναι σχεδόν εκνευριστικά όμοιες. Κοινά χαρακτηριστικά και ως προς τον τρόπο τέλεσης: στραγγαλισμός, πολλαπλές μαχαιριές, χτυπήματα στο κεφάλι και αρκετά συχνά σημαντικές προσπάθειες για την συγκάλυψη του εγκλήματος και την παρουσίασή του ως «φυγή», «ατύχημα» ή οτιδήποτε άλλο.

Το πρόβλημα δεν είναι φυσικά βιολογικό ούτε οφείλεται σε κάποιον τάχα «προαιώνιο» πόλεμο των δύο φύλων, αλλά έγκειται  στην κοινωνική πρόσληψη του “τι είναι γυναίκα” και “τι άντρας” και ποια η δέουσα κοινωνική συμπεριφορά των δύο φύλων. Οι δράστες δεν είναι κατά κανόνα ούτε “τρελοί” ούτε τέρατα, είναι “κανονικοί” άνθρωποι, με “κανονικές” δουλειές, όλων των εθνικοτήτων, ηλικιών και τάξεων.  Η βία κατά των γυναικών –και συνολικά το έγκλημα- είναι προϊόν της κοινωνίας που ζούμε, του οικονομικού και πολιτικού της συστήματος, του αξιακού της κώδικα και των προτύπων ζωής της. Τα αίτια της γυναικοκτονίας έχει σκιαγραφήσει ο Φρίντριχ Ένγκελς ήδη από το 1884: «Ο άντρας πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι, η γυναίκα ταπεινώθηκε, υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεών του και απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών (…) Για να εξασφαλιστεί η πίστη της γυναίκας, δηλαδή η πατρότητα των παιδιών, παραδίδεται η γυναίκα χωρίς όρους στην εξουσία του άνδρα: Αν τη σκοτώσει, εξασκεί μονάχα το δικαίωμά του…» (Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους)». Η αιτία λοιπόν των γυναικοκτονιών δεν είναι ούτε η «υπερβολική αγάπη» του δράστη ούτε το θολωμένο του μυαλό, αλλά κατά βάση η βαθιά ριζωμένη κοινωνικά ιδιοκτησιακή αντίληψη για την γυναίκα σύζυγο/σύντροφο.

Για την 20χρονη στα Γλυκά Νερά μπορούμε φυσικά να πενθούμε αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να «σοκαριζόμαστε» για το έγκλημα αυτό καθαυτό. Το σοκαριστικό είναι ότι στο 2021 και επί ένα μήνα ακούγαμε καθημερινά ΜΜΕ, πανελίστες, αλλά και το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον του θύματος να μιλούν για “μεγάλο έρωτα” και “παραμυθένια ζωή”. Δεν υπάρχει όμως τίποτα το παραμυθένιο όταν ένας άνθρωπος 28 χρονών αποπλανεί μια 16χρονη μαθήτρια και όπως μας λένε συγκινημένες οι φίλες της “την ακολουθεί ακόμη και στις σχολικές εκδρομές”. Δεν υπάρχει τίποτα το μαγικό στην φράση “διάβαζε για τις πανελλήνιες και παράλληλα διάλεγε νυφικό. Λίγο μετά τις εξετάσεις παντρεύτηκαν”. Υπάρχει μόνο χειριστικότητα, τοξικότητα, σχολεία, συγγενείς και “τοπικές κοινωνίες” που κάνουν τα στραβά μάτια όχι από αδιαφορία ή έλλειψη αγάπης, αλλά γιατί πιστεύουν βαθύτατα ότι ο γάμος και τα παιδιά (και μάλιστα με πλούσιο κι ωραίο παλικάρι) είναι ο φυσικός προορισμός κάθε γυναίκας, όσων χρονών κι αν είναι.

Ακόμη και μετά από την «ανατροπή» των δεδομένων, η συζήτηση για αυστηροποίηση των ποινών αλλά ακόμη και για αυτοτελή τυποποίηση της γυναικοκτονίας ως «ιδιώνυμου» αδικήματος ή ως διακεκριμένης μορφής ανθρωποκτονίας παραμένει. Το πρόβλημα όμως δεν είναι στις ποινές ούτε η γυναικεία ζωή διαφέρει ποιοτικά ως έννομο αγαθό από την ανδρική. Το πρόβλημα ξεκινάει από την πρόληψη και την άρνηση να αντιληφθούμε ως κοινωνία το έγκλημα ως μια έλλογη πράξη νοημόνων όντων που η δράση τους καθοδηγείται από κίνητρα, αξίες και αντιλήψεις ενυπάρχουσες και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτές στην κοινωνία μας.

«Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. / Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες», γιατί αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε κοινωνικού φαινομένου –άρα και του εγκλήματος- αποτελεί η κατανόησή του. Και γιατί μία κοινωνία που εγκαταλείπει την αξίωση για ουσιαστική, ορθολογική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου και αρχίζει να αναζητεί τα αίτια στο …DNA των δραστών και να μοιράζει κρεμάλες είναι μια βαθιά ηττημένη και φοβισμένη κοινωνία, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ορθολογικά τα προβλήματά της.  Χρειάστηκαν αιώνες για να απομαγεύσουμε το έγκλημα και δεν πρέπει να αφήσουμε κανέναν να μας γυρίσει πίσω. Αντίθετα, πρέπει να δώσουμε με συνέπεια την μάχη ενάντια στην ανισότητα και την κοινωνική οπισθοδρόμηση που το γεννά και φυσικά απέναντι στους κάθε λογής θιασώτες τους.

[1] Διαβάστε ενδεικτικά πολλές απολογίες εδώ

Πρέπει να πολιτικοποιηθεί το σκάνδαλο Λιγνάδη;

Απερίφραστα ναι.

Πρώτον γιατί δεν πρόκειται για έναν τυχαίο παιδοβιαστή, έναν από αυτούς που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια φέρεται ότι βίαζε, κακοποιούσε, εκβίαζε και χειραγωγούσε, παρά τους υπαρκτούς ψιθύρους και τις έμμεσες δημόσιες παραδοχές των «παθών» του.

Και όχι μόνο: Ανήλθε σε έναν κλειστό κύκλο εξουσίας, ανέλαβε (ή και του ανέθεσαν) πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, και για αυτό έγινε ο αγαπημένος των σαλονιών της εξουσίας και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ.

Έχουν αναφερθεί πολλά, ας θυμίσουμε ένα ακόμα: Ήταν ένας εκ των ομιλητών στην εκδήλωση για …τα θύματα της τρομοκρατίας, στις 20/1/2020, μαζί με τον Μητσοτάκη, τον Χρυσοχοΐδη, τον Βενιζέλο, τον Πρετεντέρη, τον Μανδραβέλη, τον Τσίμα κλπ. Δεν ήταν απλώς «συνομιλητής» της εξουσίας, ήταν κομμάτι της, ή καλύτερα ένας εκ των επί του πολιτισμού εκπροσώπων της.

Το γεγονός ότι δεν ένιωθε φόβο, (το ανάποδο, ξαναδιαβάζοντας σήμερα συνεντεύξεις και αναρτήσεις του, φαίνεται ότι υπερηφανευόταν για τη δράση του), είχε ή δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν μέλος ενός κλαμπ εξουσίας, με ειδική αποστολή την «αλλαγή ιδεολογίας» στο χώρο του θεάτρου και του πολιτισμού;

Ανεξάρτητα με το αν ο συγκεκριμένος, ιδιαίτερα ισχυρός και ταυτόχρονα ευρύς και διακομματικός κύκλος εξουσίας υποψιαζόταν ή όχι, είχε ακούσει ψιθύρους ή είχε μαύρα μεσάνυχτα για τη δράση του Λιγνάδη, το γεγονός ότι ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν εκλεκτός συναγελαζόμενός του, καθιστά την υπόθεση Λιγνάδη κατεξοχήν πολιτική.

Δεύτερον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί ο ίδιος ο Λιγνάδης πολιτικοποίησε την παρουσία του στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και για αυτό άλλωστε επιλέχθηκε – με απευθείας ανάθεση και εντολή Μητσοτάκη – στην καθοριστική και ευαίσθητη θέση του.

Ο Λιγνάδης επιτέθηκε στην ηγεμονία της Αριστεράς, μιλώντας για τις «ψευδοαριστερές συνειδήσεις». Αποκατέστησε πλαγίως τον δωσιλογισμό με την ονοματοδοσία αίθουσας του Εθνικού ως αίθουσα Ελένης Παπαδάκη. Επικαλέστηκε την καλλιτεχνική αξία της για να εξυμνηθεί κατά βάση η πολιτική της ένταξη και παρουσία κατά τη φασιστική Κατοχή.

Γνώριζε άλλωστε ο Λιγνάδης, αλλά και όλο το πολιτιστικό – πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αντλεί την «ηγεμονία» και το «ηθικό της πλεονέκτημα» από την Εθνική Αντίσταση, όταν και έδωσε εκατόμβες μαρτύρων για την ελευθερία του λαού μας. Η σχετικοποίηση, ο υποβιβασμός, η υποτίμηση και η συκοφάντηση του εαμικού κινήματος ήταν ο απώτερος στόχος της επιμονής του Λιγνάδη η οποία άλλωστε χαιρετίστηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό από τα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης.

Ο Λιγνάδης επιχείρησε με την παρουσία του στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου να κάνει το αρχαίο δράμα εφαλτήριο ενός νέου γύρου προγονοπληξίας και αρχαιολατρίας, με τις κιτσάτες υποκλίσεις στο ομοίωμα του Παρθενώνα, βγαλμένες από την αισθητική της επταετίας. Πήρε όλα τα κλισέ της αντίδρασης, τα έντυσε με περίβλημα εικοστού πρώτου αιώνα και τα ξανασέρβιρε βάζοντας ως κερασάκι το ταλέντο του ή τη θεατρική του ευφυία.

Πόσο μπορεί να διαχωριστεί η ασυλία που είχε (ή ένιωθε ότι είχε) στην προσωπική του ζωή, από την πολιτική αποστολή που ανέλαβε ή του ανέθεσαν;

Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεξιοί ανέχονται τους παιδοβιαστές, ούτε ότι οι παιδοβιαστές είναι δεξιοί.

Σημαίνει όμως ότι ο περί πολλού πολιτικός ρόλος δεν μπορεί να προσφέρει (φανταστική ή πραγματική) ασυλία για εγκλήματα.

Σημαίνει επίσης ότι είναι άλλο να έχει κάποιος ακούσει ψιθύρους και μην μπορώντας να τους αποδείξει, απλώς να σιωπά, και άλλο οι ψίθυροι να αγνοούνται επειδή ο συγκεκριμένος προορίζεται να παίξει πολιτικό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα.

Αυτό από μόνο του δεν είναι απλά λόγος παραίτησης υπουργού, είναι λόγος βαθιάς πολιτικής κρίσης.

Τρίτον. Η υπόθεση Λιγνάδη πρέπει να πολιτικοποιηθεί γιατί η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να μην έχει κόμμα, αλλά έχει ιδεολογία. Τη φασιστική, διαστροφική ιδεολογία της επιβολής, της ατίμωσης του συνανθρώπου, της εκμετάλλευσης του ανίσχυρου, της ασυδοσίας του ισχυρού, της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών ή επιθυμιών σε βάρος του άλλου.

Η ιδεολογία αυτή δεν είναι άμεσα πολιτική με την έννοια ότι κανένα κόμμα δεν την αναγνωρίζει για σημαία του. Όμως σε τελικό επίπεδο κάθε ιδεολογία επιτελεί ρόλο πολιτικό, γιατί η μία ή η άλλη κοσμοθεωρία και στάση ζωής παράγει αποτελέσματα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και αν πρόκειται για βιασμούς παιδιών που διαπράττονται εν κρυπτώ και παραβύστω.

Ένας βιαστής ή παιδοβιαστής μπορεί εξίσου καλά να είναι είτε δεξιός, είτε αριστερός, είτε φιλελεύθερος, είτε αναρχικός. Γιατί είναι ένα πράγμα η ιδεολογία που κάποιος επικαλείται και ένα άλλο πράγμα η ιδεολογία που τον καθορίζει.

Η πολιτικοποίηση όμως των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης – άρα και του Λιγνάδη – δεν αφορά το ποδοσφαιρικό σκορ των αριστερών ή δεξιών κακοποιητών, παρενοχλούντων ή παιδοβιαστών. Δεν αφορά κανένα ισοζύγιο πολιτικού κόστους ή κέρδους.

Αφορά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο: την αποκάλυψη, την καταγγελία, την πλειοψηφική πλέον αποστροφή προς ιδεολογίες και αντιλήψεις που τρέφουν το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης. Γιατί μπορεί η έκφραση του φαινομένου να γίνεται σε ατομική βάση, στο σπίτι ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά το φαινόμενο είναι κοινωνικό, έχει ρίζες σε κοινωνικές αντιλήψεις και συσχετισμούς.

Η κοινωνική κατακραυγή για αυτή τη φασιστική ιδεολογία της επιβολής, είναι μια βαθιά απελευθερωτική πρακτική.

Η τυχόν παραίτηση Μενδώνη, από τη μια επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη στην υπόθεση, από την άλλη δεν αντιστοιχεί στο βάθος και στην έκταση του σκανδάλου.

Και μια διευκρίνηση: Η πολιτικοποίηση του σκανδάλου Λιγνάδη, δεν αφορά τον πόλεμο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, τα hashtags που παίζουν μισθωμένα τρολ στα κοινωνικά δίκτυα ή την κοντόθωρη μικροκομματική εκμετάλλευση. Βέβαια από ένα κόμμα που βούτηξε τα χέρια του σε απανθρακωμένα πτώματα για να βγάλει κέρδη, ή ένα κόμμα που μέτραγε τις ανθρώπινες ζωές με όρους «στραβής στη βάρδια», δεν ξέρουμε τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε.

Το κύμα των καταγγελιών όπως ξεκίνησε από τη μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί μπορεί να απομονώσει, να απαξιώσει, να αποκαθηλώσει ιδεολογίες και στάσεις ζωής εξουσιαστικές, καταπιεστικές, ηθικά και ποινικά κολάσιμες.

Έχει πολιτικό χρώμα η σεξουαλική κακοποίηση;

Με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη και της δεδομένης πλέον απόπειρας των κυβερνητικών ΜΜΕ να πείσουν ότι ο άνθρωπος κατηγορείται “για το τίποτα”, επανέρχεται με δριμύτητα το ερώτημα αν η σεξουαλική κακοποίηση έχει πολιτικό χρώμα. Αν οι κακοποιητές είναι κατά βάση οι άνθρωποι της καλής κοινωνίας, οι δεξιοί, οι πρωθυπουργικοί φίλοι, οι γόνοι των καλών οικογενειών, οι αυλικοί των σαλονιών της Εκάλης και του Ψυχικού.

Όχι.

Η σεξουαλική κακοποίηση όπως και η εργασιακή, η έμφυλη ή η παιδική κακοποίηση, δεν έχει πολιτικό χρώμα. Βιαστής ή κακοποιητής μπορεί να είναι κάποιος δεξιός ή κάποιος αριστερός, κάποιος φιλελεύθερος ή κάποιος αναρχικός.

Η κακοποίηση δεν έχει πολιτικό χρώμα, αλλά έχει σίγουρα ιδεολογία. Και η ιδεολογία έχει και χρώμα, έχει και πολιτική, έχει και κοινωνική τάξη την οποία εκφράζει.

Οι κακοποιήσεις, οι βιασμοί, οι πράξεις εκφοβισμού ή εκμετάλλευσης έχουν την ιδεολογία του ισχυρού κόντρα στον αδύναμο. Έχουν την βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι κάποιοι δικαιούνται να εξουσιάζουν και κάποιοι υποχρεούνται να εξουσιάζονται.

Οι κακοποιήσεις ακολουθούν τον νόμο της ζούγκλας, στη νεωτερική του εκδοχή, όπου κυριαρχούν όσοι επιβιώνουν οικονομικά και κοινωνικά. Εμφορούνται από τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας από το κράτος και τη δικαιοσύνη, γιατί και το κράτος και η δικαιοσύνη ήταν και είναι με τους ισχυρούς.

Η κακοποίηση, ο βιασμός, η εκμετάλλευση, έχει την ιδεολογία του homo homini lupus, του ανθρώπου που είναι λύκος για τον συνάνθρωπο.

Έχει την αριστοκρατική πεποίθηση ότι κάποιοι λίγοι και εκλεκτοί προορίζονται να κυβερνούν ζωές, ανθρώπους, ή και χώρες, ενώ οι πολλοί απλώς κυβερνώνται.

Έχει τη συμπεριφορά του ανθρώπου που αν βρεθεί σε θέση εξουσίας, είτε το αξίζει, είτε όχι, είτε έχει ταλέντο, είτε έχει γνωριμίες, (είτε ίσως έχει και τα δύο), θα χρησιμοποιήσει τη θέση του για να καταπιέζει, να ασχημονεί, να παρενοχλεί, να κακοποιεί, ή και να βιάζει.

Η κακοποίηση, ο βιασμός, η εκμετάλλευση έχει την αντίληψη ότι “δεν είμαστε όλοι ίσοι” όπως είπε μια κακοφτιαγμένη ρεπλίκα της Θάτσερ.

Δεν φταίει φυσικά ούτε η ρεπλίκα, ούτε η Θάτσερ για τις κακοποιητικές συμπεριφορές, τα κυκλώματα σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων ή τους βιασμούς. Σε αυτές όμως, τις βαθιά πολιτικές ιδεολογίες του ανταγωνισμού, της κυριαρχίας, της επιβολής, του εγωισμού και της δύναμης, η κακοποίηση και ο βιασμός βρίσκουν χώρο να τρέφονται, να αναπαράγονται, να σχετικοποιούνται.

Η κακοποίηση, ο βιασμός, η εκμετάλλευση, ο εκφοβισμός, εκφράζουν την ιδεολογία του δυνατού. Εκφράζουν την πεποίθηση ότι ο ισχυρότερος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, γιατί έτσι είναι η “ανθρώπινη φύση”.

Αυτή η ιδεολογία, η ιδεολογία της δύναμης, κατά τον εικοστό αιώνα βρήκε την τελειότερη έκφρασή της στον φασισμό και στον ναζισμό.

Στον εικοστό πρώτο αιώνα, η ιδεολογία της δύναμης εκλεπτύνθηκε. Πλέον δεν εξοντώνονται Εβραίοι, Σλάβοι, κομμουνιστές και ομοφυλόφιλοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δημιουργούνται όμως ανθρώπινες και κοινωνικές χωματερές, εξοντώνονται δικαιώματα, προσωπικότητες, αρχές και αξίες.

Ο άνεργος φταίει για την ανεργία του, ο φτωχός για τη φτώχεια του, ο αδύναμος για την αδυναμία του, ο άρρωστος για την αρρώστεια του, ο κακότυχος για την τύχη του.

Ανάποδα, τα προνόμιά του ο προνομιούχος τα αξίζει, κι ας είναι φελός. Αρκεί να είναι γόνος, κολλητός γόνων, υποστηρικτής ή γλύφτης γόνων.

Διδασκόμαστε από παντού και καθημερινά ότι όσοι αξίζουν, ανεβαίνουν και κυριαρχούν. Όσοι δεν αξίζουν, μένουν στον πάτο της τροφικής αλυσίδας. Εξαρτώνται από τον μισθό τους (τι μπανάλ), τρέμουν για το μεροκάματο, μοχθούν για το νοίκι ή τη δόση του δανείου τους. Τους πιο αδύναμους από αυτούς, ίσως να μπορούμε να τους ελεήσουμε με κάποιο επίδομα. Η φιλανθρωπία άλλωστε μέσω ΜΚΟ είναι πολύ της μόδας.

Επ’ ουδενί όμως δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την τροφική αλυσίδα καθεαυτή.

Η τροφική αλυσίδα κρατά την κοινωνία σε τάξη.

Η τροφική αλυσίδα κάνει την οικονομία να δουλεύει.

Η τροφική αλυσίδα κρατά την αναγκαία απόσταση ανάμεσα στην Εκάλη και στο Πέραμα.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Οι ικανοί πρέπει να ξεχωρίζουν, οι ανίκανοι πρέπει να βουλιάζουν. Έτσι μαθαίνουμε ότι λειτουργούν οι κοινωνίες και έτσι μας λένε ότι προχωρά η ιστορία.

Οι πρώτοι φτιάχνουν το “στάτους” με την αξία τους (όπως μας έλεγε και ο εκπεσών), ενώ οι δεύτεροι πελαγοδρομούν μπας και επιβιώσουν. Οι δεύτεροι εξαρτούν τη ζωή και την επιτυχία τους από τους πρώτους. Για να προχωρήσουν, οφείλουν υποταγή. Οικονομική, πολιτική, κοινωνική ή σεξουαλική.

Η κακοποίηση, ο βιασμός, η εκμετάλλευση εκ μέρους του ισχυρού είναι διαχρονικό φαινόμενο της ανθρώπινης φύσης. Η κακοποίηση και ο βιασμός υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, τουλάχιστον για πολύ καιρό ακόμα. Και στην πρώην ΕΣΣΔ υπήρχε, και στις ΗΠΑ, και στην Εκάλη και στο Πέραμα.

Θέλετε να μας θυμίσετε όμως ποια πολιτική ισχυρίζεται ότι “έτσι είναι η ανθρώπινη φύση”;

Γιατί εμείς μπορούμε να θυμηθούμε ποια πολιτική ισχυρίζεται ότι “η ανθρώπινη φύση, η ιστορικά διαμορφωμένη, μπορεί να αλλάξει”.

Το να αλλάξει βεβαίως η ανθρώπινη φύση, δεν είναι εγχείρημα που αφορά χρόνια ή δεκαετίες, ούτε περιορίζεται στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας ή των κρατικών σχηματισμών.

Και μπορούμε ακόμα να θυμηθούμε ότι όταν επιχειρήθηκε μια τέτοια απόπειρα, προσέκρουσε στο επιχείρημα ότι ο ανταγωνισμός, η επιβολή, η διάκριση, η δύναμη, είναι αναλλοίωτα και αιώνια “φυσικά φαινόμενα”. Καμιά μπολσεβίκικη ανατροπή της ιστορίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αλλάξει όσα η “φύση” ορίζει.

Και έτσι ο άνθρωπος που είναι λύκος για τον συνάνθρωπο γίνεται ιδεολογία. Πολιτικά και ταξικά χρωματισμένη: ως ιδεολογία της άρχουσας τάξης γίνεται ιδεολογία της κοινωνίας. Από την άλλη, η ιδεολογία της ισότητας, της αλληλεγγύης, της εξάλειψης της εκμετάλλευσης, κλειδώνεται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ως “ασύμβατη με την ανθρώπινη φύση” ή ως ρομαντικό εγχείρημα του εικοστού αιώνα που απέτυχε.

Σήμερα η εκμετάλλευση ως σχέση είναι κανόνας και καθεστώς. Ας τολμήσει να μιλήσει κάποιος για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο: θα πεταχθεί στην πυρά.

Αν αναφερθούμε σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι εννοούμε μόνο τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Διότι η εκμετάλλευση γενικώς, επιτρέπεται – δηλαδή τι επιτρέπεται, επιβάλλεται. Οι απολογητές του καπιταλισμού δεν μπορούν να εξηγήσουν όμως επαρκώς το πώς σε μια κοινωνία που θεωρεί την εκμετάλλευση φυσιολογική, μπορεί να αποτραπεί μόνο μία εκδοχή της, η σεξουαλική.

Οι βιαστές και οι κακοποιητές δεν έχουν πολιτικό χρώμα ή κομματική ένταξη. Η ιδεολογία όμως που τους γεννά, τους ανέχεται, τους σχετικοποιεί και τους αναπαράγει, έχει.

Και αυτό το συμπέρασμα είναι σημαντικότερο από το αν το σύστημα Μητσοτάκη καλύπτει τον Λιγνάδη, ή αν η πολιτική ελίτ του Βελγίου κάλυψε τον Ντιτρού, ή αν το βαθύ σύστημα των ΗΠΑ κάλυπτε τον Επστάιν.

Που όλα αυτά ισχύουν δηλαδή, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.