Άρθρα

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Demolition of the Old House, Dalston Junction, Summer 1974

Τι γίνεται από Δευτέρα;

Από την άποψη της Αριστεράς η 7η Ιούλη μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Η παράφραση της ρήσης του Ελεφάντη για το ΠΑΣΟΚ είναι απαραίτητη γιατί πρέπει να αναγνωρίζεις ειλικρινά τι έχεις και τι δεν έχεις να περιμένεις. Η Αριστερά, ως ιστορικό φορτίο και πολιτική αποστολή, τίποτα θετικό δεν περιμένει από την κάλπη της Κυριακής. Η Αριστερά, ως το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στο κεφάλαιο, έχει χάσει εδώ και χρόνια. Οι εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν άλλη μια καταγραφή αυτής της ήττας μετά τις ευρωεκλογές. Το αποτέλεσμα προδιαγράφηκε εδώ και χρόνια, όσο η Αριστερά έμενε άναυδη, ανήμπορη, ανίκανη να αντιδράσει, να ανασυνταχτεί, να καταλάβει την ανεπάρκειά της και την αδυναμία της να συγκροτήσει αντίπαλο δέος, να προχωρήσει στην ουσιαστική επανίδρυσή της. Να κάνει πράξη μετά το 2015, την ύστατη έστω στιγμή, το «όχι όπως πριν».

Η ψήφος οίκτου, ελεημοσύνης, αντοχής ή μηδαμινής καταγραφής που διεκδικούν ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί, δυστυχώς, την επόμενη μέρα δεν θα μετατραπεί σε ανατροπή, αλλαγή ή μετασχηματισμό μιας ατελέσφορης και αδιέξοδης για το λαό πολιτικής. Θα μεταφραστεί στα κλασικά εικονογραφημένα «αντέξαμε», «τουλάχιστον εμείς υπάρχουμε», «δώσαμε μια δύσκολη μάχη». Ουδείς θα προβληματιστεί, για ποιο λόγο, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και κοινωνικής καταστροφής, ακόμα και μετά από τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, η κομμουνιστική, ριζοσπαστική, επαναστατική κοκ Αριστερά, γίνεται όλο και πιο αναξιόπιστη. Οι αριστεροί που κατανοούν το μέγεθος και το βάθος της αναξιοπιστίας, είτε ψηφίσουν, είτε δεν ψηφίσουν την υπαρκτή Αριστερά, οφείλουν την επόμενη μέρα να πασχίσουν για την κατεδάφιση και ανοικοδόμησή της.

Πουθενά δεν υπάρχει παρθενογένεση, ούτε και στην πολιτική. Η κατεδάφιση της υπαρκτής Αριστεράς δεν σημαίνει κατεδάφιση των αγωνιστών της. Σημαίνει όμως ακύρωση των χρεοκοπημένων μετώπων και σχηματισμών, των αυτάρεσκων πολιτικών, των αυτοϊκανοποιούμενων επιτελείων. Σημαίνει ταυτόχρονα επίγνωση πως οτιδήποτε καινούριο προκύψει απαιτεί ουσιαστική αναβάπτιση στην κοινή λογική του λαού και της εργαζόμενης κοινωνίας. Αν το όραμα της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, ας αναμετρηθεί με αυτό το καθήκον. Αν το όραμα είναι η εκλογική καταγραφή σε οριακά αναγνώσιμα ποσοστά, ας συνεχίσουν, όσοι θέλουν, το συγκεκριμένο χόμπι. Περί χόμπι πρόκειται. Οι υπόλοιποι οφείλουν να ανασκοπήσουν.

Η επόμενη μέρα ειδυλλιακά θα σήμανε υπέρβαση των σχηματισμών και οργανωμένη κατεδάφιση των αντιλήψεων που μας έφεραν στο σημείο μηδέν. Επειδή όμως το ειδυλλιακό σπάνια είναι πραγματικό, για να υπάρξει υπέρβαση πρέπει πρώτα να υπάρξει ρήξη. Ρήξη με τα υπαρκτά σχήματα και τις υπαρκτές πολιτικές. Και ας μην φοβόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Τα πολιτικά μέτωπα ή κόμματα που τυχόν στεγάζουν τις ανησυχίες μας, έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή. Βρίθουν ενδοοικογενειακής μιζέριας. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι να αποδράσουμε από τη μιζέρια αλλά να συνεχίσουμε να την αποδεχόμαστε γιατί «δεν υπάρχει τίποτα άλλο». Το «άλλο» πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή.

Μακάρι να ήταν λύση για την επόμενη μέρα το «κίνημα ενάντια στον Μητσοτάκη». Το πρόβλημα της κοινωνικής πλειοψηφίας σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι η κινηματική άπνοια. Άρα ούτε και η λύση θα είναι η κινηματική αναζωπύρωση με αφορμή την επέλαση του γνήσιου και αυθεντικού νεοφιλελευθερισμού. Το αδιέξοδο αφορά την πλήρη αναξιοπιστία μιας εναλλακτικής πορείας για τη χώρα και την κοινωνία. Είναι κεντρικά, βαθιά πολιτικό και ιδεολογικό. Το αδιέξοδο «χτιζόταν» επί δεκαετίες και ολοκληρώθηκε με το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ πριν από τέσσερα χρόνια. Και αν δεν μας απασχολήσει αυτό το αδιέξοδο, η προσφυγή στις «κοινωνικές αντιστάσεις» θα είναι ο φερετζές που θα κρύψουμε για άλλη μια φορά τη στρατηγική ήττα.

Το ότι «την επόμενη μέρα θα είμαστε εδώ» που διατυπώνει βασικά το ΚΚΕ και σε μικροπαραλλαγές και άλλοι, δεν σημαίνει και πολλά. Στην πραγματική ζωή σημασία δεν έχει να είσαι εδώ, αλλά να έχεις κάποιο αποτέλεσμα. Το 2019 δεν είναι 1979. Στον σημερινό καπιταλισμό του «όλα ή τίποτα» δεν κερδίζονται επιμέρους μάχες όσο δεν αναμετρούμαστε με τον συνολικό πόλεμο. Οι εργαζόμενοι χάνουν διαρκώς τα τελευταία χρόνια και το ένα ή το άλλο εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ ή όποιου άλλου δεν άλλαξε αυτή την κατάσταση. Ο λαός δεν γίνεται πιο δυνατός με ένα πενιχρό εκλογικό ποσοστό. Θα γινόταν πιο δυνατός αν αμφισβητούνταν ο συσχετισμός δύναμης, αν οικοδομούνταν μια άλλη προοπτική, αν υπήρχε πραγματική βούληση και τόλμη για πολιτική και κοινωνική ανατροπή.

Το μέλλον διαρκεί πολύ λέει ο φιλόσοφος, αλλά στην περίπτωσή μας το παρελθόν έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο. Η στασιμότητα και η παθητική αναμονή είναι πέρα από κάθε όριο λογικής. Έχουμε μια χρεοκοπημένη Αριστερά και όλοι βλέπουν, ξέρουν, καταλαβαίνουν τη χρεοκοπία της. Αναζητούνται εδώ και καιρό όσοι θα ομολογήσουν δυνατά ότι η συντήρηση της χρεοκοπίας δεν συνιστά λύση, δεν βοηθά το λαό, δεν ενισχύει την εργαζόμενη κοινωνία. Και ακόμη περισσότερο όσοι πάρουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Πώς μπορεί να ληφθεί το μήνυμα;

Λέει ο Εκκλησιαστής ότι για τα πάντα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος: Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», «καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζόνειν το πεφυτευμένον», «καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν», «καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν», «καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν», «καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν», «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι για τους αριστερούς, σήμερα είναι καιρός και για γέλια και για κλάματα. Ταυτόχρονα. Στην ουσία όμως ο Εκκλησιαστής έχει δίκιο. Υπήρχε για κάθε τι ο κατάλληλος καιρός.

Από την εμφάνιση της κρίσης το 2010 μέχρι το 2012 ήταν καιρός μεγάλων ανασυνθέσεων στην Αριστερά και ανάληψης πρωτοβουλιών για μια χώρα έξω από τα δεσμά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Ήταν ο καιρός που η εργαζόμενη κοινωνία είχε ανοικτά μάτια και αυτιά, ενώ η πολιτική κρίση ρευστοποιούσε κόμματα, ανέτρεπε συσχετισμούς, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για μεγάλες αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Ήταν ο «καιρός της ευκαιρίας και της πρωτοβουλίας».

Από το 2012 μέχρι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε τροχιά εξουσίας με ένα πρόγραμμα και ένα κόμμα που αντικειμενικά θα οδηγούσε είτε στην ενσωμάτωση, είτε στην ήττα. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Αρκούσε απλή λογική και ελάχιστος μαρξισμός. Έλειψαν και τα δύο. Στη φάση αυτή, όφειλε να συγκροτηθεί η αξιόπιστη πρόταση για την επόμενη μέρα της ενσωμάτωσης ή της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με πλήρη συναίσθηση ότι αν δεν συγκροτηθεί μια τέτοια πρόταση, η παλίρροια θα πνίξει τους πάντες. Ήταν ο «καιρός της συγκρότησης και της ενότητας».

Από το 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ περπάτησε στον δρόμο που άνοιξε το τρίτο μνημόνιο. Η κοινωνία τσακίστηκε πολιτικά, πείστηκε ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, παραιτήθηκε από την απόπειρα να αναζητήσει διέξοδο. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είχε τέτοιο βάθος και έκταση που η ανασυγκρότησή της θα όφειλε να γίνει με όρους ανασύνθεσης και επανίδρυσης. Η παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν συγκροτούνταν και δεν συσπειρώνονταν δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς σε διαφορετικό επίπεδο. Ήταν ο καιρός του «γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης».

Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών περιόδων είναι η μειούμενη στασιμότητα, η γενικευμένη ανημπόρια, η πολιτική αφασία, όπως αυτές καταγράφηκαν στην τελευταία τριπλή εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι σωστές εκτιμήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίοδο δεν υπήρξαν. Ή, αν, και όσο υπήρξαν, παρέμειναν σχολιασμός και δεν μετασχηματίστηκαν σε πολιτική.

Αν διερωτάται κανείς τι χρειαζόμαστε σήμερα, επανερχόμαστε στον Εκκλησιαστή: Είναι καιρός του αποθνήσκειν, καιρός του εκριζόνειν, καιρός του καταστρέφειν, καιρός του σχίζειν, καιρός του σιγάν.

Υπάρχουν δυνάμεις που αποδέχονται αυτή την οπτική; Όχι. Ίσως υπάρχουν επιμέρους τάσεις, σχήματα ή αγωνιστές. Όχι όμως δυνάμεις.

Το ΚΚΕ τεχνηέντως προσπαθεί να κρύψει την ιστορικά εντυπωσιακή αδυναμία ενός κομμουνιστικού κόμματος να επωφεληθεί της κρίσης του αντιπάλου συστήματος και στρατοπέδου. Περίπου δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, πολιτικής κρίσης, τεκτονικών αλλαγών, μεγάλων κινητοποιήσεων, μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων, οδηγούν σε μείωση δυνάμεων από εκλογές σε εκλογές, αλλά και -ακόμα χειρότερα- σε υποστολή των αγώνων και του λαϊκού κινήματος. Στη πρώτη φάση το ΚΚΕ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για μια πρόταση και ένα πρόγραμμα για τη διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας. Αντίθετα υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αδιάφορη έως και βλαπτική αν δεν συνδέεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Στη δεύτερη φάση δικαιολόγησε τη συμπίεσή του από τις ψευδείς προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και στην τρίτη φάση που αποδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει «τάση σταθεροποίησης» των δυνάμεών του.

Το ΚΚΕ, σε εθνικές εκλογές, από το 7,54% και 517.000 ψήφους το 2009, φτάνει στο 8,48% και 536.000 ψήφους το 2012 για να προσγειωθεί στο 5,47% και 338.000 ψήφους τον Γενάρη του 2015 και 5,55% και 302.000 ψήφους τον Σεπτέμβρη του 2015. Στις ευρωεκλογές από το 6,11% και 349.000 ψήφους του 2014 φτάνει στο 5,35% και 302.000 ψήφους το 2019. Αυτά εμφανίζονται ως «τάση σταθεροποίησης», όμως η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν συνδυαστεί με την παραλυτική κατάσταση στο λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της ΛΑΕ θεωρώντας ότι το 0,64% συνιστά αντοχή ενώ το 0,56% συνιστά κατάρρευση. Οι δυνάμεις της μειώνονται και στις τρεις κάλπες σε ποσοστά που την καθιστούν σχετικά ανύπαρκτη δύναμη στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης και προοπτικής. Οι κάποιες χιλιάδες αγωνιστές που απαρτίζουν τα ψηφοδέλτιά της και έχουν σημαντική παρουσία στους εργασιακούς χώρους ή στα τοπικά κινήματα, δεν συνιστούν αντίβαρο στο μηδαμινό πολιτικό της βάρος – τουναντίον. Πώς είναι δυνατόν μια δύναμη που συσπειρώνει αρκετές χιλιάδες ανθρώπους με μαζική συνδικαλιστική και κινηματική δράση, να αδυνατεί να πείσει έναν κύκλο ευρύτερο των λίγων δεκάδων χιλιάδων που αποτελούν τη μόνιμη εκλογική της επιρροή; Το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να απαλυνθεί το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το αδιέξοδο.

Η αναξιοπιστία της «αντικαπιταλιστικής συνεργασίας» εκτινάσσεται αν αναλογιστεί κανείς τα διπλά κατεβάσματα στους μεγάλους δήμους, τα ξεκατινιάσματα ανάμεσα στις δύο Ανταρσίες, αλλά και την εντελώς αντίθετη μετεκλογική στάση για τον δεύτερο γύρο. Το μεν ΝΑΡ με δυσκοίλια ασάφεια προτρέπει σε καταψήφιση της Λαϊκής Συσπείρωσης, το δε ΣΕΚ προτείνει υπερψήφιση μέχρι και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κριτική στη ΛΑΕ σήμερα είναι σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας. Δεν πληρώνει τη μία ή την άλλη θέση ή παρέκκλιση, αλλά τη συνολική χρεοκοπία της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς της, που με ευθύνη της ηγεσίας της μετατράπηκε σε γραφικές διαβεβαιώσεις για την …αυξανόμενη επιρροή της. Και στον χώρο αυτό, οι αγωνιστές που υπάρχουν είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο, αναγκαίο για την επόμενη μέρα, και αν και ήδη τσακισμένο δεν πρέπει να διαλυθεί εντελώς σε νέα, απονενοημένα εκλογικά διαβήματα.

Πέρα από τα οργανωμένα σχήματα υπάρχουν τάσεις, αγωνιστές, απόψεις και υποψίες που διατρέχουν οριζόντια όλους τους σχηματισμούς. Αυτή η οριζόντια τάση έχει μια κοινή λογική, αντιλαμβάνεται ότι οι πανηγυρισμοί και οι περιχαρακώσεις είναι εντελώς ξένες με την πραγματικότητα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα νέο κρεσέντο αυτοαναφορικότητας και χαζομάρας ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη δεν έχει ασφαλή οδό διαφυγής.

Υπάρχει ένα ανεπίδοτο μήνυμα που πλανάται πάνω από την Αριστερά εδώ και χρόνια. Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, μέχρι σήμερα. Το μήνυμα αυτό δεν λαμβάνεται, παρά τις διαδοχικές ήττες, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αποστρατεύσεις. Οι ηγεσίες αναπαράγουν ένα βολικό μικρόκοσμο που δεν αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα, δεν προβληματίζεται σοβαρά από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έξω από βολικά σχήματα, δίπολα, «αντοχές» και «αναλύσεις».

Πολλοί αγωνιστές δίνουν διαρκώς παράταση εμπιστοσύνης, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες και ούτω καθεξής ευκαιρίες. Για να διαψευστούν σε κάθε συγκυρία. Γιατί η ψήφος ανοχής σε μια «δύναμη που τουλάχιστον …»  μεταφράζεται σε ψήφος εμπιστοσύνης σε μια πορεία που μεγαλώνει κάθε φορά το αδιέξοδο.

Στις επόμενες εκλογές θα έχουμε και πάλι μια από τα ίδια. Ένα ΚΚΕ που θα «αντέξει» μειούμενο, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επικαλείται τους αγωνιστές της για να φτιασιδώσει τη γραμμή της και μια ΛΑΕ που θα παρακαλάει -χωρίς αντίκρισμα- τους υπόλοιπους να συνεργαστεί.

Υπάρχει αξιοπρεπής στάση εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση; Θεωρητικά θα ήταν ένα «κοινό ψηφοδέλτιο άμυνας», στην περαιτέρω διάλυση, χωρίς υψηλές προσδοκίες και μεγάλα λόγια. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Οι προτάσεις «μετώπων» που θα κατατεθούν τις επόμενες μέρες θα είναι το αναγκαίο προπέτασμα καπνού για «μια από τα ίδια».

Στην κατάσταση αυτή ο μόνος τρόπος να επιδοθεί το μήνυμα είναι να μην υπάρξει ψήφος ανοχής. Στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο την αναξιοπιστία μας και τον εκλογικό μας κρετινισμό. Ας τα χάσουμε.

Νίκη είναι να βγαίνεις από μια δύσκολη κατάσταση

1. Αποφεύγοντας την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την ήττα του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς, δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης που καθορίζει σχέδια, πρακτικές, αλλά και τη σκέψη και την ψυχολογία των βασικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Αναμφίβολα είμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και το βασανιστικό ερώτημα είναι το αν, πότε, και κάτω από ποιους όρους αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιστραφεί. Το ερώτημα αυτό συνυπάρχει –καθόλου άδικα- με την αμφισβήτηση αν εμείς είμαστε ικανοί να την υπερβούμε. Και τούτο διότι αυτή η πραγματικότητα είναι συνισταμένη πολλών καταστάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που πηγάζουν από το μακρινό παρελθόν και φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο συσχετισμός δύναμης και οι διαδικασίες ανατροπής του αφορούν τη στρατηγική και την ταχτική του σήμερα. Το στρατηγικό ερώτημα είναι το πώς από την κατάσταση της παθητικής υποχώρησης και της συνολικής διάλυσης, θα περάσουμε στην κατάσταση της συγκρότησης, της οικοδόμησης και της ενεργοποίησης οργανώσεων και λαϊκών κινημάτων.

2. Η χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού βαραίνει παγκόσμια στις συνειδήσεις όλων των προοδευτικών ανθρώπων, που βιώνουν στο πετσί τους τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που αγωνίζονται για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η είσοδος στον άγριο νεοφιλελευθερισμό και η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης βρήκε ανέτοιμη και σε αμηχανία την υπαρκτή Αριστερά που κινήθηκε στα πλαίσια των δευτερευουσών αντιθέσεων, πολιτικά ουραγός και ιδεολογικά αδύναμη. Ο ιμπεριαλισμός εισήλθε δυναμικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού, σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Η συζήτηση όμως για αυτόν ήταν πολύ φτωχή. Ο ιμπεριαλισμός εξοστρακίστηκε από την ατζέντα συζήτησης και δράσης της Αριστεράς. Επικρατεί η φροντίδα για τα ατομικά δικαιώματα. Μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η πολύ δυσκολότερη -είναι αλήθεια- υπεράσπιση των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών. Αποτέλεσμα είναι η διάρρηξη σχέσεων με τα πληττόμενα στρώματα και τάξεις. Επικρατεί η πολιτική γύρω από τις τραγικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πρακτικής (πχ μετανάστες). Ξεχνιέται όμως η θεωρία και η πράξη για ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτική τακτική, πρωτοβουλίες και συμμαχίες για ανάκτηση σε εθνικό επίπεδο των εξουσιών που έχουν μεταφερθεί στις ιμπεριαλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (πχ ΕΕ). Θα σήμαινε ακόμη συγκέντρωση δυνάμεων για χτύπημα στους εκάστοτε αδύναμους και κρίσιμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (πχ. ευρώ). Η αδιαφορία και η υποτίμηση του εθνικού ζητήματος συνοδεύονταν με έναν τάχα διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό που βοηθούσε τα μάλα στο πέρασμα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα πληρώνουμε ακόμα αυτό το διεθνιστικό φαντασιακό της «Ευρώπης των λαών» το οποίο προώθησε το ευρωκομμουνιστικό και τροτσκιστικό ρεύμα, και το οποίο όμως αποδέχθηκε, με συνθηματολογικές και μόνο διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς.

3. Η κρίση του 2008 ήταν μια ευκαιρία, μια επικίνδυνη ευκαιρία για τις επικίνδυνες τάξεις και στρώματα, μια ανατρεπτική ευκαιρία για την αντισυστημική Αριστερά. Θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον διακηρυγμένο θάνατο του κομμουνισμού και στην φαντασμαγορία της δύναμης και της ευρωστίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσε ακόμη, να ανασυγκροτηθεί η επαναστατική Αριστερά, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα μαζικών λαϊκών αγώνων σε πολλές γειτονιές του κόσμου. Οι βαθιές και καταστροφικές κρίσεις του καπιταλισμού δίνουν μια τέτοια δυνατότητα. Στην πράξη όμως εκτυλίχθηκε η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Το κεφάλαιο άρπαξε την ευκαιρία και ξεπέρασε – προσωρινά – την χρεοκοπία του συστήματος, επιτιθέμενο στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός και όχι η Αριστερά, υπενθύμισε την κεντρικότητα της ταξικής πάλης. Πλέον το κεφάλαιο ρεφάρει και ανακτά όλο το έδαφος που επί 70 και πλέον χρόνια παραχώρησε. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας που κερδήθηκαν υπό τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής, αναιρούνται συστηματικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, ενώ σήμερα επιταχύνεται αυτή η αναίρεση μετά την κρίση του 2008. Ο καπιταλισμός ξεπερνά τον μεταπολεμικό του ταξικό συμβιβασμό και επιτίθεται συνολικά. Ζούμε πρωτόγνωρες κοινωνικές –εργασιακές καταστάσεις που θυμίζουν τα προοκτωβριανά τοπία. Κοινωνίες της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας. Το καινούριο στοιχείο της κρίσης είναι ο αποκλεισμός όχι της «διαφορετικότητας» αλλά της μέχρι πρότινος «βολεμένης» πλειοψηφίας των μικρομεσαίων στρωμάτων και κατηγοριών. Το γεγονός αυτό δεν αφορά αποκλειστικά κάποιες πολιτικές επιλογές. Συνδέεται με την αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση να εξαγοράζει και να ενσωματώνει μικρομεσαία στρώματα, τουλάχιστον στον ρυθμό και την κλίμακα προηγούμενων δεκαετιών.

4. Η «υπαρκτή» Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που έθεσε η καπιταλιστική κρίση, γιατί δεν ήταν αντισυστημική Αριστερά. Η μετάλλαξη δεν έγινε ούτε το 2010, ούτε το 2015. Πολλά χρόνια πριν, και καθόλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είχε δημιουργηθεί μια συστημική κοινοβουλευτική λογική και είχε καλλιεργηθεί ο ευρωατλαντικός σεβασμός – αν όχι προσανατολισμός. Όσοι μάλιστα ήθελαν να εμφανίζονταν διαφορετικοί (πχ ΚΚΕ) στάθηκαν «υπεύθυνα» όσο ακριβώς χρειάστηκε, για να παραμείνουν ακίνδυνοι για την αστική πολιτική. Το ΚΚΕ, ως εθνικό και υπεύθυνο κόμμα που συνυπέγραψε το κοινωνικό συμβόλαιο με Κ.Καραμανλή και Α.Παπανδρέου, από το 1974 έως σήμερα απέδειξε ότι οι αντίπαλοι δεν πρέπει να το φοβούνται. Όποτε ο λαός ήταν στον δρόμο και η εξουσία μπορούσε να διεκδικηθεί, το ΚΚΕ τηρούσε το συμβόλαιο και αναζητούσε συμμαχίες με την σοσιαλδημοκρατία, ενώ στην κρίση φλυαρεί για την λαϊκή εξουσία, ξεχνώντας τη βασική λενινιστική θέση για τα άμεσα και ώριμα λαϊκά αιτήματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανέμεναν την δικαίωσή τους 30 ή 50 χρόνια μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δικαίωσε τις πολιτικές που είχαν ασκηθεί έως τότε (σήμερα απέμεινε με μόνη σημαία τη σύγκρουση με την διαφθορά) και εξάντλησε όλα τα ηθικά και αξιακά προτερήματα και την κληρονομιά της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, και πάνω από όλα, εμβολίασε τα λαϊκά στρώματα με την απογοήτευση, με την λογική και την ψυχολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

5. Η ιδιώτευση, η διάλυση, η απογοήτευση, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική με την οποία πορεύτηκε η υπαρκτή Αριστερά. Μια λογική τριάντα και πλέον ετών, όπου κυριάρχησε η συστημική κοινοβουλευτική πολιτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτή η πορεία, είτε οδήγησε στην ήττα, είτε έκανε δυνάμεις και ανθρώπους να χάσουν την κοινή λογική (όπως συνέβη κατά κόρον στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), είτε οδήγησε στην αντιγραφή της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής. Από τη μια η θεωρητικολογία που εκπροσωπούσε δήθεν την εργατική τάξη, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, με μια λογική που δεν ήθελε να ξεβολευτεί από ατελέσφορα σχήματα και μορφές, με ανιαρές επαναλήψεις, αρκεί κάτι να φαινότανε ότι κάτι έκανε. Από την άλλη, η πολιτική του εφικτού και του υπεύθυνου, με μια λογική εκπροσώπησης, και όχι δημιουργίας ικανοτήτων και συμμετοχής. Κοινή συνισταμένη ήταν μια Αριστερά που είτε ερωτοτροπούσε με την επικοινωνιακή πολιτική και μιμούνταν τον αστισμό, είτε βούλιαζε στο σεχταρισμό, γυρνώντας τις πλάτες της στον κόσμο. Μια Αριστερά που βολεύτηκε με τα επαγγελματικά στελέχη αντί για τους επαγγελματίες επαναστάτες. Στο τέλος, όλα τα οργανωμένα ρεύματα της Αριστεράς ακολούθησαν την κατηφόρα της υποτίμησης του λαϊκού παράγοντα. Η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την έλλειψη προσήλωσης, πίστης και στόχου για την ανατροπή του συστήματος.

6. Στην κατάσταση αυτή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αναζητείται εναλλακτική; Γεγονός είναι ότι μάζες έχουν ανεπίλυτα ερωτήματα και ανάγκες. Θέλουν, και το εκφράζουν με ιδιόρρυθμους και ακανόνιστους τρόπους, μια διαφορετική κατάσταση. Στις λαϊκές ιδίως μάζες δεν τους αρέσουν τα πράγματα όπως είναι, αλλά δεν ξέρουν πώς μπορούν να τα αλλάξουν, ούτε βεβαίως θεωρούν ότι οι ίδιες είναι ικανές να αλλάξουν τα πράγματα. Οπότε, βασικά αναθέτουν και αναμένουν. Όμως ένα κοινό ερώτημα, μια κοινή αναζήτηση αυθορμήτως σχηματίζεται. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της αισιοδοξίας για μια νέα αρχή στην προσπάθεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η κρίση δεν έχει τέλος και μακροχρόνια συστημική ισορροπία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Η ΕΕ συνεχίζει να κλυδωνίζεται οικονομικά και πολιτικά, βρίσκεται σε παρακμή, χωρίς ιδεολογικό ή στρατηγικό ορόσημο που να πείθει, και ταυτόχρονα σε μια θέση που συμπιέζεται από τον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκει διαρκώς εμπόδια και απειλές μετά το Brexit, με πρόσφατο παράδειγμα την Ιταλία αλλά και τη γενική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων που αμφισβητούν μέχρι ενός ορίου τη συνοχή της. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η αδυναμία υπέρβασης της κρίσης ανατινάζουν χώρες, τόπους και κοινωνικές συνθήκες, ενώ αυξάνουν διαρκώς τους φόβους για μεγαλύτερες συγκρούσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, καθόλου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτοανατίναξης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, μολονότι στις ελίτ υπάρχει ζωηρή η επιθυμία να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία με ταχείς ρυθμούς.
Οι «από κάτω» αναζητούν και αναθέτουν την επίλυση των προβλημάτων τους σε όσους διακηρύσσουν ότι τα βάζουν με τις «ελίτ», χωρίς να θίγουν όμως το σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η εκλογική βάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτή η βάση θα μπορούσε να είναι η υλική δύναμη της Αριστεράς, αν δεν υποτιμούσε τον κόσμο και αν στοχοποιούσε επί του συγκεκριμένου το σύστημα. Η αναζήτηση εναλλακτικής μπλοκάρεται από την υπερίσχυση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου θα υπάρξει σε εκείνο το σημείο όπου θα υπάρξουν νίκες που θα αναδεικνύουν την δύναμη των μαζών και την αδυναμία των αντιπάλων. Οι μεγάλες νίκες απαιτούν πολλαπλές  δοκιμασίες και αρκετές δυνάμεις, ενώ έχουν ανάγκη  μικρές νίκες -παραδείγματα και αφορούν όλες τις μεριές του πλανήτη. Για παράδειγμα η νίκη του συριακού λαού υπό τον Άσσαντ, είναι μια νίκη παράδειγμα. Ή ακόμη και ο συμβιβασμός –αν υπάρξει- του διευθυντηρίου της ΕΕ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνησή της, θα είναι μια νίκη που αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης.

7. Στην Ελλάδα, πολιτικά, η λύση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε η αποτελεσματικότερη δυνατή για το σύστημα. Δεν αποδίδει απλά το αναμενόμενο από μια μνημονιακή κυβέρνηση έργο, αλλά καθιστά το λαϊκό κίνημα παράλυτο και σμπαραλιασμένο, διαχέοντας διαρκώς το «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τον νεοφιλελευθερισμό. Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν πεδίο κατοχύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως του ενός από τους δύο, και μάλλον αποτελεσματικότερου πόλου της αστικής πολιτικής, ικανού να βγάζει το δύσκολο έργο, όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν. Ταυτόχρονα, θα αναδείχνουν πολιτικά και εκλογικά το τέλος της σημερινής υπαρκτής Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται την κατάσταση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα της λογικής να πάμε όπως συνήθως, περιμένοντας απαθείς μια μοιραία σύγκρουση. Απαιτείται επίσης η αντιπαράθεση με τη λογική του μικρότερου κακού που διαρκώς στέλνει τον κόσμο διαλυμένο και απογοητευμένο στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι όμοια κόμματα, ακολουθούν όμοια πολιτική. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ίδια κι απαράλλαχτα με τους προηγούμενους, εντείνει τις προσπάθειες εκμαυλισμού και εξαγοράς συνειδήσεων για να παραμείνει στην εξουσία.

8. Σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αυτό καταρχάς σημαίνει να μη θεωρούμε δεδομένη την επόμενη κίνησή μας. Να μην συνεχίζουμε να κάνουμε άστοχες κινήσεις. Να φροντίσουμε να ανοίξουμε με ειλικρίνεια την συζήτηση για τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε. Απαιτείται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία στη σημερινή συγκυρία, με πολύ σημαντικότερη αντοχή και βάθος από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν εύκολες και μαγικές λύσεις, ούτε πολιτικές τοποθετήσεις μεγάλης κλίμακας που μπορούν να διεισδύσουν και να πείσουν ευρύτατα ακροατήρια. Χρειάζονται δοκιμασίες και πειραματισμοί στη δράση. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της επόμενης περιόδου, που μπορεί να συνδυάζεται με έντιμες δοκιμασίες ενότητας ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης των διάσπαρτων και οργανωμένων δυνάμεων της αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός πόλου συζήτησης και δράσης με την συμμετοχή οργανώσεων και δυνάμεων κομμουνιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς με στόχο τον διαρκή προσδιορισμό μιας ενιαίας στρατηγικής και ταχτικής που να καταλήγει σε οργανωτικές προσεγγίσεις και ενότητες. Δεν έχουμε ανάγκη μια πολύχρωμη, πλουραλιστική ή πληθυντική Αριστερά που να χωρά τους πάντες και τα πάντα χωρίς ιεραρχήσεις, στόχους και προτεραιότητες. Ένα αριστερό και προοδευτικό μέτωπο έκφρασης των εργαζομένων και της νεολαίας θα ήταν αναγκαίο σήμερα, όμως η πρόσφατη ιστορία όμως έδειξε ότι αν δεν ξεκινήσουμε από την συγκρότηση μιας αντισυστημικής Αριστεράς, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει με όρους που οδηγούν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και στο δυσμενή συσχετισμό δύναμης.

9. Έχουμε ανάγκη μια Αριστερά της κοινής λογικής μια Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά (γιατί αυτή και μόνο αυτή μπορεί να είναι η εναλλακτική του σήμερα). Χρειαζόμαστε μια Αριστερά της μαζικής δράσης και πράξης, που δεν θεωρητικολογεί, δεν κλείνεται σε βολικά σχήματα και αλήθειες, δεν ευλογεί το ιδεολογικό της ρεύμα για να αισθάνεται δικαιωμένη. Αντίθετα, αναζητά να ακούσει και να μάθει από τον κόσμο της δουλειάς και να δοκιμάσει πρακτικές, δράσεις, μορφές και σχέσεις που να δικαιώνουν τις έννοιες μαζική, λαϊκή και ανατρεπτική. Να ενώνει και ενώνεται με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Έχουμε ανάγκη από μια αντιμπεριαλιστική Αριστερά που να στοχοποιεί και να αντιπαλεύει οργανισμούς, πολιτικές  και θεσμούς οικονομικής στρατιωτικής και πολιτισμικής προώθησης  της παγκοσμιοποίησης. Που να οικοδομεί αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Που  να ξαναβάζει στην ατζέντα της τον ιμπεριαλισμό και να τον ιεραρχεί σαν τον κύριο αντίπαλο, στενά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορούμε να είμαστε με μια παναριστερά που ο κοσμοπολιτισμός της συμβαδίζει με την υποτίμηση του εθνικού ζητήματος, θεωρώντας πως αυτός είναι ο σύγχρονος διεθνισμός.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που πασχίζει να έχει και να δοκιμάζει, ένα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που να οδηγεί σε επιμέρους  μικρά διεκδικητικά κινήματα με στόχο την νίκη και την αποτελεσματικότητα, για να είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί η ελπίδα και να αποκτήσει αξία ο συλλογικός αγώνας. Που να γνωρίζει ότι η λαϊκή εξουσία δεν έρχεται από τον ουρανό αλλά σαν αποτέλεσμα της μάχης για τα ώριμα ζητήματα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από μια εντός των τειχών αριστερή πρωτοβουλία για…, ούτε από άστοχες και άμαζες απεργίες που δημιουργούν περισσότερους απεργοσπάστες παρά απεργούς, ούτε από την ανιαρά επαναλαμβανόμενη αριστερή (;) «συγκέντρωση και πορεία», που αναδεικνύει περισσότερο μια βολική μορφολαγνεία και λιγότερο ή καθόλου τη μαζική απεύθυνση και δράση.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που έχει την απλή μαρξιστική λογική ότι οι οργανώσεις δεν οικοδομούνται από φοιτητές. Όπως επίσης ότι οι φοιτητές και οι νεολαίοι πρέπει να μπουν μπροστά σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα ενός άλλου τρόπου σκέψης και ζωής και να δημιουργήσουν ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα που να απευθύνεται και να ασκεί επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται και που αποκλείονται από πολύπλευρους ταξικούς φραγμούς.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ευρωσύστημα σαν τον κύριο συστημικό αντίπαλο και την ευρωζώνη σαν το οικονομικό και πολιτικό συνεκτικό στοιχείο του ευρωσυστήματος. Που αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται ένα μαζικό διαρκές προπαγανδιστικό κίνημα συγκεκριμένης  αποκάλυψης και στοχοποίησής του.

Όλα αυτά  με ένα σύστημα προτεραιοτήτων αποτελούν–σίγουρα όχι για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά τουλάχιστον την αντιμπεριαλιστική Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά-  ένα ορισμένο ενωτικό πλαίσιο προβληματισμού και κοινής δράσης. Αποτελούν μια πρόσκληση και μια πρόταση με στόχο να βγούμε από την δύσκολη κατάσταση ή να προλάβουμε τα χειρότερα.

Μια συζήτηση που πρέπει κάτι να γεννήσει…

Η σημερινή συζήτηση και συνολικά μια τέτοια διαδικασία άργησε να ξεκινήσει. Έπρεπε να προβληματίσει όσους αναφέρονται σε αυτό τον χώρο από την αρχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, αλλά ειδικότερα από την αρχή της οξύτατης πολιτικής κρίσης, τότε που υπήρχε η χρονική στιγμή, τότε που η ευκαιρία βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, τότε που μπορούσαν οι αντισυστημικές δυνάμεις να αδράξουν τη στιγμή, τότε που ο πολιτικός συσχετισμός ανατρέπονταν και ο κομματικός χάρτης της μεταπολίτευσης ζωγραφιζόταν από την αρχή.

Τότε, οι δυνάμεις της Κομμουνιστικής Αριστεράς όφειλαν να αναμετρηθούν με τις προκλήσεις που περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους, δηλαδή να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός ευρύτερου και ανώτερου σκοπού και να μην ταμπουρωθούν στις επιμέρους επάρκειες που αποδείχθηκαν ανεπάρκειες.

Στην πολιτική έχει σημασία ο χρόνος.

Και μιας και κλείνουμε 100 χρόνια από την Οκτωβριανή, ας θυμηθούμε το περίφημο «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά, σήμερα είναι η στιγμή». Και εμείς μπορεί να μην είχαμε να επιλέξουμε τη στιγμή της τελικής εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα, είχαμε όμως να εκτιμήσουμε έγκαιρα και σωστά, τη στιγμή κατά την οποία απαιτούνται τολμηρές υπερβάσεις και πρωτοβουλίες.

Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει, καλύτερα τώρα, παρά ποτέ, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά μετρημένη, σεμνή και αυτοκριτική.

Δεν τα καταφέραμε και αυτό το συμπέρασμα είναι προφανές. Στο περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης, τότε που αποδείχθηκε μαζικά η μιζέρια που σκορπίζει η κρίση, τότε που φάνηκε καθαρά ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ, οι δυνάμεις που στέκονταν στο έδαφος της Κομμουνιστικής Αριστεράς, ενώ «δικαιώθηκαν» στις αναλύσεις τους, στις εκτιμήσεις τους, στις θεωρίες τους, έχασαν το τρένο. Όχι το τρένο κάποιας μαγικής λύσης, κάποιας εκλογικής επιτυχίας ούτε φυσικά το τρένο μιας κάποιας εκτίναξης σαν κι αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Οι περιπτώσεις και επομένως οι απαιτήσεις είναι εντελώς διαφορετικές και αν υπάρξει κάποια στιγμή εκτίναξη αυτή δεν θα έχει σχέση με την ανάθεση, τις αυταπάτες ή τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.

Οι δυνάμεις αυτές έχασαν το τρένο της ριζικής αλλαγής συσχετισμών, της εμφάνισης δυναμικά, μαζικά και αποπεριθωριοποιημένα στο προσκήνιο, της εξόδου από το πολιτικό περιθώριο, αποδεικνύοντας ηγεμονικά ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η αντισυστημική λύση είναι η μόνη λύση.

Οι δυνάμεις που στέκονται στο έδαφος εκτιμήσεων όπως: «δεν υπάρχει φιλολαϊκή διαπραγμάτευση στο περιβάλλον της ιμπεριαλιστικής ΕΕ» ή «δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση χωρίς ολοκαύτωμα της ζωντανής εργασίας» έχασαν το συσχετισμό απέναντι σε δυνάμεις που ορκίζονταν για την «Ε.Ε. ως το ευνοϊκό πεδίο της ταξικής πάλης» και έδιναν βλακώδεις διαβεβαιώσεις ότι η Μέρκελ θα παρακαλά να μας δανείσει.

Αυτή η αντίφαση χρειάζεται ερμηνεία και η ερμηνεία δεν είναι εύκολη. Δεν χωρά αυτοεπιβεβαίωση και αυτοϊκανοποίηση, δεν αρκεί το «αντέξαμε» ή το «ακόμα υπάρχουμε».

Σήμερα, εφτά χρόνια μετά την αρχή της μεγάλης πολιτικής κρίσης οι δυνάμεις που αναφέρονται στον κοινωνικό μετασχηματισμό με την ευρεία τους έννοια είναι μάλλον περισσότερο πληγωμένες, χτυπιούνται από το γενικό ρεύμα αποστράτευσης και απογοήτευσης, αναπαράγουν παθογένειες της προηγούμενης εποχής.

Μην μηδενίσουμε τίποτα: Τους αγώνες και τις μάχες, τα κινήματα, τις εκρήξεις, τα ξεσπάσματα, τις πλατείες ή το δημοψήφισμα. Αλλά υπάρχουν στιγμές που πρέπει να υπερτονίσουμε τις αδυναμίες μας για να μπορέσουμε να τις διορθώσουμε. Σήμερα είναι μια τέτοια στιγμή.

Και το βασικό στοιχείο της στιγμής οφείλει να είναι η αναγνώριση ότι δεν είναι μόνο στραβός ο γιαλός, αλλά ότι και εμείς, στραβά αρμενίζουμε. Ας ξεκινήσουμε από το ότι «δεν τα καταφέραμε» γιατί οτιδήποτε άλλο θα αμβλύνει τις επείγουσες ανάγκες και θα μας επιτρέψει το «πάμε όπως πριν».

Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει με αίσθηση της ανάγκης αυτοθυσίας μας.

Όχι με την έννοια της προσωπικής αυτοθυσίας, αυτής που δίδαξαν οι αγωνιστές σε άλλες, ηρωικές εποχές. Αλλά με την έννοια της συλλογικής αυτοθυσίας ή καλύτερα της διάθεσης της συλλογικότητάς μας στο κοινό αναγκαίο καθήκον, αυτό της ανασύνθεσης.

Εδώ δεν χωρούν βεβαιότητες και αυτοαναφορικές τοποθετήσεις, εμμονές και ευκολίες. Η ανασύνθεση θα είναι βαθιά, εφόλης της ύλης, ανατρεπτική, θα γκρεμίσει για να μπορέσει να χτίσει. Ας θυμηθούμε τον Γκράμσι που περιγελούσε όσους θεωρούσαν το γκρέμισμα μικρό πράγμα μπροστά στο ωραίο καθήκον της οικοδόμησης.

Το γκρέμισμα είναι δύσκολο και επίπονο, εμπεριέχει τομές και αποχωρισμούς, υπερβάσεις σχημάτων και πολυετών συνηθειών ή εντάξεων. Καμιά διαβεβαίωση δεν υπάρχει ότι μετά το γκρέμισμα μας περιμένει μια εύκολη και άνετη οικοδόμηση. Ποτέ όμως δεν θα οικοδομηθεί το νέο, αν δεν γκρεμιστεί το παλιό, αν δεν απελευθερωθεί χώρος, για το νέο οικοδόμημα. Μπορεί να μοιάζει αυθάδες ή και βλάσφημο αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο αυτό το «ένα βήμα μπρος ένα βήμα πίσω» που ζούμε εδώ και χρόνια πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι και διαθέσιμοι να γκρεμίσουμε για να μπορέσουμε να χτίσουμε.

Αυτοθυσία του συλλογικού μας εαυτού, δεν σημαίνει διάλυση και αγνωστικισμός, αλλά συντεταγμένη δημοκρατική και στοχευμένη διαδικασία χωρίς προαπαιτούμενα και εκ των προτέρων ληγμένες καταλήξεις. Η ανάγκη ανασύνθεσης δυνάμεων της Κομμουνιστικής Αριστεράς δεν είναι ένωση της αδυναμίας μας, δεν είναι διεύρυνση του φορέα μας ούτε μετονομασία της κομματικής μας ισχυροποίησης. Διαφορετικά τέτοιες διαδικασίες δεν θα ανασυνθέσουν τίποτα πέρα από νέες απογοητεύσεις και καθυστερήσεις.

Εδώ επίσης ο πρώτος πληθυντικός μας αφορά όλους.

Τρία σημεία και μια πρόταση

1. Βρισκόμαστε σε μια καμπή της ιστορίας, με δυνατότητες ανατροπής, ή απλώς τα πράγματα χειροτερεύουν;

Ισχύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βούλιαξε πριν λίγα χρόνια σε μια ιστορικών διαστάσεων κρίση. Παρά το πλήθος των αναδιαρθρώσεων το σημερινό σύστημα κοινωνικών σχέσεων βρίσκει μπροστά του νέα συσσωρευμένα αδιέξοδα, αδυναμία συγκρότησης ενός σχεδίου ανάκαμψης.

Ισχύει επίσης ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την μοναδική απάντηση που ξεδιπλώνει ο καπιταλισμός. Η αδυναμία διεξόδου, απαντιέται από τις αστικές δυνάμεις με έναν ακόμη πιο επιθετικό νεοφιλελευθερισμό.

Ισχύει ακόμα ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να τροποποιηθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης σε βάρος της εργασίας. Δεν χρειάζονται περισσότερες περιγραφές για αυτό που όλοι βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας.

Ισχύει τέλος ότι η περίοδος που διανύουμε σφραγίζεται από μια ένταση της ταξικής πόλωσης. Διευρύνονται τα στρώματα της σύγχρονης εργατικής τάξης, ενώ τα μικροαστικά στρώματα πολώνονται αντικειμενικά προς τη μεριά των δυνάμεων της εργασίας. Αυτή ακριβώς η πόλωση γεννά τη δυνατότητα να συγκροτηθεί μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία, με πρωτοπόρα και ηγεμονική την εργατική τάξη, με αντισυστημικό πρόσημο και χαρακτήρα κοινωνικής ανατροπής και όχι απλά πολιτικής μετακίνησης.

Παρόλα αυτά, η σημερινή υπαρκτή χρεοκοπία του καπιταλισμού δεν σβήνει ούτε αναιρεί την χρεοκοπία του υπαρκτού. Ο συσχετισμός δύναμης δεν γίνεται ευνοϊκότερος επειδή χρεοκόπησε και χρεοκοπεί η υπόσχεση του καπιταλισμού για μια κοινωνία ευημερίας και ελευθερίας. Παραμένουμε στην ιστορική φάση της ήττας του πόλου της επανάστασης, όπως καταγράφηκε στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα.

Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να αναρωτηθούμε: Τι είδους καμπή είναι αυτή που ζούμε σήμερα; Είναι το 89-91 από την ανάποδη; Υπάρχει κάποια ελάχιστη αναλογία με τις απαρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Τότε που η τότε Αριστερά διέπραττε τη μεγαλύτερη αποστασία της ιστορίας της συναινώντας σε μια πρωτόγνωρη σφαγή, που όμως λίγα χρόνια αργότερα θα καρποφορούσε το σπέρμα της κοινωνικής ανατροπής;

Μακάρι τα πράγματα να εξελίσσονταν γραμμικά. Μακάρι οι ιστορικές αναλογίες να ίσχυαν. Μακάρι η κρίση του καπιταλισμού να οδηγεί στην ισχυροποίηση του αντιπάλου του. Μακάρι το ρεύμα του κοινωνικού μετασχηματισμού να δυνάμωνε επειδή ο υπαρκτός κόσμος έπεσε σε ξέρα.

Αλλά δεν ισχύουν οι αντικειμενικότητες. Και το μεγάλο πρόβλημα των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος από αυτός των αρχών του 20ου αιώνα. Βεβαίως παίζουν ρόλο οι αυξημένες δυνατότητες ενσωμάτωσης, χειρισμού, εξαγοράς, ιδεολογικού εξανδραποδισμού.

Το κρίσιμο όμως είναι άλλο και είναι η έλλειψη του υποκειμένου.

Του πολιτικού υποκειμένου, του φορέα ή του κόμματος που θα διακρίνεται από την επιμονή για την κοινωνική ανατροπή. Αυτή που οδήγησε 100 χρόνια πριν στο πρώτο σπάσιμο των πάγων.

Ένας κακοχαρακτηρισμένος ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, που διακρίνονταν από αυτή την περίεργη επιμονή, θέλοντας να ιεραρχήσει κάτι έλεγε ότι «όλα τα ζητήματα είναι σημαντικά, σημαντικότερο όμως είναι αυτό που πρέπει να γίνει τώρα».

Κατ’ αναλογία, όλα τα θέματα σήμερα είναι σημαντικά. Και το πρόγραμμα και οι θεωρητικές επεξεργασίες, και το πολιτικό μέτωπο και το κίνημα και η κατάσταση του. Και δεν χωρίζονται με σινικά τείχη, και είναι προφανές ότι από άλλη αφετηρία θα συζητούσαμε σήμερα το συγκεκριμένο θέμα σε αν όλα αυτά τα ζητήματα υπήρχε διαφορετική κατάσταση.

Επειδή όμως αυτή κάτι πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την επιμονή και την στοχοπροσήλωση, κατ’ αναλογία πρέπει να πούμε ότι το σημαντικότερο, δηλαδή αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει τώρα, είναι το πρόβλημα του υποκειμένου.

Το κενό υποκειμένου και το στοίχημα της κάλυψής του, θα είναι αυτό που θα κρίνει αν η εποχή μας θα είναι μια ιστορική καμπή που θα γεννήσει και τη δυνατότητα μιας νέας ιστορικής ανατροπής, ή αν θα είναι απλώς βούλιαγμα στην ίδια κατάσταση.

2. Ο αγώνας που απαιτεί η εποχή μας δεν είναι αυτός των μεταρρυθμίσεων και διορθώσεων. Είναι αυτός της κοινωνικής ανατροπής.

Το ερώτημα είναι: Υπάρχει σήμερα έδαφος για την ανάπτυξη των ιδεών της κοινωνικής αλλαγής ή έχουν επικρατήσει οριστικά οι ιδέες της διαχείρισης. Ας μη βιαστούμε να δώσουμε καταφατικές απαντήσεις επειδή έτσι μας αρέσει. Από την ελληνική περίπτωση μέχρι πολλές άλλες στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και στο παγκόσμιο χωριό διαπιστώνει κανείς ότι η ριζοσπαστική και αντισυστημική οπτική υποχωρεί.

Ωστόσο το ερώτημα δεν αφορά το τι πιστεύουμε εμείς, αλλά το τι είναι δυνατόν να υπάρξει μέσα στο υπάρχον σημερινό νεοφιλελεύθερο και καπιταλιστικό πλαίσιο

Ας αναδιατυπώσουμε το ερώτημα μέσα από μια κατηγορηματική απάντηση: Ο αγώνας ή θα είναι εφόλης της ύλης και αντισυστημικός ή δεν θα υπάρξει. Η ιστορία του πρώην σοσιαλδημοκρατικού και νυν νεοφιλελεύθερου κυβερνώντος κόμματος, αποδεικνύει ότι ακόμα και μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που θα επιτρέψει στο σημερινό καθεστώς ένα κάποιο κράτος πρόνοιας είναι έξω από τα σημερινά όρια νομιμότητας.

Θα είχε ενδιαφέρον – ίσως να ήταν και ανακουφιστικό σήμερα – να υπάρξει μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, μόνο που ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να επιτρέψει τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση αν δεν απειλείται από την κομμουνιστική προοπτική.

Με δυό λόγια δεν θα υπάρξει σοσιαλδημοκρατία αν δεν υπάρξει Κομμουνιστική Αριστερά. Η ανακούφιση δεν θα έρθει από τα μερεμέτια και την ενδοσυστημική διαχείριση. Όχι επειδή κάποιοι αρέσκονται να δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι είναι με την ανατροπή. Η ιστορία αδιαφορεί για τις διακηρύξεις.

Η ανακούφιση δεν θα έρθει από εκεί γιατί πολύ απλά δεν γίνεται. Το ερώτημα λοιπόν του ποιος ακριβώς είναι εκείνος ο αγώνας που είναι αποτελεσματικά ικανός να σταματήσει την επιστροφή στα προοκτωβριανά τοπία, δεν το απαντάμε εμείς.

Το έχει απαντήσει στην πράξη και στην πραγματική ζωή ο ίδιος ο καπιταλισμός, αποκλείοντας εν τη γεννέσει του οτιδήποτε άλλο πέρα από τον καθαρό και ατόφιο νεοφιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει και ορισμένες προτεραιότητες: Πχ τα πολιτικά μέτωπα έχουν τη σημασία τους, (και αυτά στο χρόνο τους) και θα μπορούσαν υπό όρους να αποτελέσουν τον καταλύτη και για συνολικότερες αλλαγές και ανασυνθέσεις. Εκ των πραγμάτων όμως δεν απαντούν στο όλο πρόβλημα. Γιατί πολύ γρήγορα, σχεδόν αμέσως, η παραμικρή αμφισβήτηση του παγκοσμιοποιημένου πλαισίου της αγοράς θα σπρώξει εκ των πραγμάτων το μαχαίρι στο κόκκαλο: Ή θα υπάρξει υποχώρηση και μάλιστα ατιμωτική, ή θα πάμε με «πολεμικό» τρόπο σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

Να γιατί το άμεσο πολιτικό σχέδιο δεν μας φτάνει. Δεν είναι ότι δεν το χρειαζόμαστε. Είναι ότι η ίδια η ζωή δείχνει ότι απαιτείται κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό σχέδιο, αναζητείται η ραχοκοκκαλιά και το νεύρο του πολιτικού σχεδίου. Ποιος θα κερδίσει ποιον είναι το ερώτημα που τίθεται στο τραπέζι και φυσικά προς το παρόν φαίνεται μόνο μία λύση.

3. Είναι τελικά ο κομμουνισμός τα νιάτα του κόσμου;

Είναι ο χώρος αυτός ελκτικός, νέος και ανερχόμενος; Ή ανάποδα υπάρχει η αίσθηση ότι πρόκειται για δυνάμεις αδράνειας, για απροσκύνητους αλλά γραφικούς, για ανυποχώρητους και αγύριστα κεφάλια που σε μια κοινωνία που προχωρά μπροστά, μιλούν για το τι έγινε 100 χρόνια πριν;

Εδώ δεν χρειάζεται απολογητική, χρειάζεται απολογισμός. Η υπεράσπιση μιας ορισμένης ιστορίας δεν σημαίνει ότι άκριτη υπεράσπιση του παρελθόντος, αλλά υπεράσπιση της δυνατότητας και ικανότητας να αλλάξει η ζωή μας. Σημαίνει υπεράσπιση της απλής σκέψης ότι υπάρχουν ριζικές λύσεις.

Είναι σαφές ότι στον 20ό αιώνα η κομμουνιστική απειλή επέβαλε λύσεις προς όφελος των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Και χρειάζεται μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα σύστημα που στο σύντομο ιστορικό χρόνο δεν πρόλαβε να δοκιμαστεί, να προχωρήσει τη θεωρία του, να διορθώσει τα λάθη και τις ελλείψεις του, να καταστείλει τις ελεεινότητές του.

Και όποια κριτική ασκηθεί στην καρικατούρα του «υπαρκτού», αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι αδιαφορούμε για το πρώτο πείραμα και την προσπάθεια που έγινε, ότι ξεχνάμε το τι γέννησε, και προς όφελος ποιων.

Χρειάζεται έξοδος από την απολογητική αλλά και από τη νοσταλγία και τοποθέτηση της συζήτησης και της πρακτικής στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Ιστορικά ηγετικά πρόσωπα μετατράπηκαν από τους επιγόνους τους σε πολιτικά ρεύματα, κρατώντας τις μέχρι σήμερα οργανωτικές τους μορφές. Οι εμπλουτισμοί στον μαρξισμό υπήρξαν, βοηθούν, έχουν αξιολογηθεί, δεν επαρκούν όμως για σήμερα. Δεν έχουμε ανάγκη από την αντιπαράθεση με όρους ρευμάτων του 20ου αιώνα, αλλά από μια συνθετική συζήτηση-αναζήτηση που δίνει υλικό στο σήμερα. Όσο θα σκεφτόμαστε και θα βαδίζουμε με εργαλεία του παρελθόντος θα αποπροσανατολιζόμαστε από την επίκαιρη και απαιτητική πραγματικότητα και ο χρόνος μας θα εξαντλείται σε θεωρητικές διαμάχες για ένα ιστορικό σοσιαλισμό, με μεγάλη απόσταση από τη συγκεκριμένη σημερινή ιστορική στιγμή, τη συγκεκριμένη σημερινή ταξική πάλη και τη συγκεκριμένη και σημερινή ανάγκη μιας επίθεσης των ιδεών της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Οποιαδήποτε αναμέτρηση με την οικοδόμηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Μια ιστορία ηρωική που οδήγησε στα πρώτα «άλματα στον ουρανό» αλλά και τραγική με αποκορύφωμα την πλήρη μετάλλαξη των καθεστώτων που υποτίθεται ότι «οικοδομούσαν το σοσιαλισμό».

Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά αυτοκριτική και με διάθεση επαναστατικής ανανέωσης. Να εμπνέεται από τις προλεταριακές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα, από την Οκτωβριανή επανάσταση και τις πρώτες ηρωικές προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Να υπερασπίζεται τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις που αποτίναξαν τον ιμπεριαλιστικό ζυγό και την αποικιακή εκμετάλλευση στις περιφέρειες του πλανήτη.

Να υποστηρίζει αταλάντευτα τον καθοριστικό ρόλο του κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε βήμα που έκανε η ανθρωπότητα προς τα μπρος, με κορυφαίες συνεισφορές το τσάκισμα του ναζισμού και την κατοχύρωση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις χώρες του καπιταλισμού.

Να αντιμετωπίζει τη μετάλλαξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως αρνητική έκβαση ταξικών αγώνων και όχι ως προδιαγεγραμμένη πορεία.

Να αναγνωρίζει τη σημασία κριτικών συνεισφορών μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα από τη σκοπιά της εμβάθυνσης της ταξικής πάλης και της θεωρίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουμε τόσο την ανολοκλήρωτη εμπειρία της Πολιτιστικής Επανάστασης καθώς και την κριτική αποτίμηση και θεωρητική ανανέωση που γέννησαν τα κινήματα των ανολοκλήρωτων θυελλών στις δεκαετίες 60-70.

Η πρόταση: Χώρος διαλόγου, πρωτοβουλιών, συντονισμού και οργάνωσης της διαδικασίας

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κομμουνιστική Αριστερά. Είναι ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει τα επόμενα χρόνια. Υπάρχουν δυνάμεις που αναφέρονται στη κομμουνιστική αριστερά, δυνάμεις που βρίσκονται μέσα σε κόμματα, οργανώσεις, μορφώματα. Έχουμε δυνάμεις που τρέφονται από το παρελθόν και απέχουν από το παρόν, χωρίς να δικαιολογούν σε τίποτα λάβαρα και τίτλους. Και φυσικά δυνάμεις με τη δύναμη της αδράνειας καθοριστικά πάνω τους. Αυτές οι δυνάμεις είναι σχετικά μικρές, αδύναμες σε πολυδιάσπαση και κατακερματισμό, με τα βαρίδια του παρελθόντος και μιας μεγάλης ήττας. Βασανίζονται, μπουσουλάνε, αλληλοοσμώνονται με δυσκοίλιο και επίπονο τρόπο, αναζητώντας δρόμους.

Υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις για ένα πρώτο πλαίσιο; Χρειάζεται μια επίμονη, ευρύχωρη και υπομονετική διαδικασία συζήτησης και διαρκούς πρόσκλησης, όλων όσων αντιλαμβάνονται την έλλειψη του κομμουνιστικού φορέα. Δεν αντιλαμβάνονται αυτή την έλλειψη πολλές από τις δυνάμεις που με αυτάρκεια και αυταρέσκεια κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέπτη και βλέπουν τη λύση.

Η συγκεκριμένη μορφή που μπορεί να πάρει μια τέτοια διαδικασία –τουλάχιστον σήμερα- είναι η δημιουργία και συγκρότηση ενός χώρου διαλόγου, ενός φόρουμ ή βήματος, ενός κέντρου συζήτησης αλλά και αντιπαράθεσης, με κοινό όμως παρονομαστή την ανάγκη ανασύνθεσης του χώρου της κομμουνιστικής Αριστεράς, με διαδοχικές και επίμονες δοκιμασίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αν αυτό συμπυκνώνει και η σημερινή συζήτηση, η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι.


Το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνει τα βασικά σημεία της παρέμβασης στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ στις 6/2/2017.