Η χρονιά των κομάντο

Οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων του στρατού των ΗΠΑ είναι αναπτυγμένες σε 138 χώρες — στο 70% όλων των χωρών του κόσμου. Βρίσκονται στα προάστια της Σύρτης, στη Λιβύη, υποστηρίζοντας τις τοπικές ένοπλες ομάδες, και στη Μουκάλα, της Υεμένης, στηρίζοντας τα στρατεύματα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Στο Σάακοου, ένα μακρινό φυλάκιο της νότιας Σομαλίας, βοήθησαν τοπικούς κομάντο να σκοτώσουν αρκετά μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης αλ-Σαμπάμπ. Γύρω από τις πόλεις Τζαραμπλούς και αλ-Ράι στη βόρεια Συρία συνεργάστηκαν με τουρκικά στρατεύματα και συριακές ένοπλες ομάδες, ενώ ταυτόχρονα ενσωματώθηκαν σε ομάδες μαχητών των κουρδικών Λαϊκών Μονάδων Προστασίας (YPG) και των [επίσης κουρδικών] Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων. Πέρα από τα σύνορα, στο Ιράκ, συμμετέχουν στη μάχη της Μοσούλης , για την εκδίωξη του Ισλαμικού Κράτους. Και στο Αφγανιστάν βοήθησαν τις τοπικές δυνάμεις σε ποικίλες αποστολές, όπως γίνεται αδιαλείπτως από το 2001.

Για την Αμερική, το 2016 ήταν η χρονιά των κομάντο. Στη μία ζώνη σύγκρουσης μετά την άλλη, στα βορειότερα σημεία της Αφρικής και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, οι αμερικανικές Δυνάμεις Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Forces – FOS) διεξήγαγαν το δικό τους είδος πολέμων χαμηλής έντασης. “Η άμεση πρόκληση είναι να κερδίσουμε τις τρέχουσες μάχες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά του Ισλαμικού Κράτους, της αλ-Κάιντα και σε άλλες περιοχές όπου εμπλέκονται οι SOF σε συγκρούσεις και στην αστάθεια”, δήλωσε, το περασμένο έτος, ο επικεφαλής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (SOCOM), στρατηγός Ρέιμοντ Τόμας, στην επιτροπή ενόπλων δυνάμεων της Γερουσίας.

Ειρωνικά, οι σκιώδεις πόλεμοι της SOCOM ενάντια σε τρομοκρατικές ομάδες όπως η αλ-Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος είναι οι πιο ορατές επιχειρήσεις της. Περιβεβλημένες με ακόμη μεγαλύτερη μυστικότητα είναι οι δραστηριότητές της εκτός των αναγνωρισμένων ζωνών σύγκρουσης σε όλη την υφήλιο – είτε αυτές είναι επιχειρήσεις κατά ανταρτών είτε αφορούν τα ναρκωτικά είτε τις φαινομενικά ατέρμονες αποστολές εκπαίδευσης δυνάμεων και παροχής στρατιωτικών συμβουλών. Αυτές οι επιχειρήσεις διεξάγονται χωρίς πολλές φανφάρες, δημοσιογραφική κάλυψη ή εποπτεία σε δεκάδες χώρες, καθημερινά. Από την Αλβανία στην Ουρουγουάη, από την Αλγερία στο Ουζμπεκιστάν, οι ελίτ των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων –στις οποίες συγκαταλέγονται οι ομάδες SEAL του ναυτικού και τα Πράσινα Μπερέ του πεζικού – αναπτύχθηκαν σε 138 χώρες το 2016, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στην ιστοσελίδα TomDispatch η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ. Το σύνολο αυτό, από τα υψηλότερα της προεδρίας Ομπάμα, αντιπροσωπεύει τη λεγόμενη χρυσή εποχή των “γκρίζων ζωνών”, σύμφωνα με την ιδιόλεκτο των Ειδικών Δυνάμεων – μια φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ζοφερό μισοσκόταδο ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Το επόμενο έτος θα δείξει πιθανώς εάν αυτή εποχή τελειώνει μαζί με τον Ομπάμα ή θα συνεχιστεί και υπό την προεδρία του Ντ. Τραμπ.

Ο παραπάνω χάρτης δείχνει τις 132 από τις 138 χώρες. Οι 129 (μπλε χρώμα) δόθηκαν από τη SOCOM, 3 (με κόκκινο χρώμα) –Συρία, Υεμένη και Σομαλία- συνήχθησαν από πληροφορίες ανοικτής πηγής.

Ο στρατηγός Τόμας έγραψε, τον περασμένο μήνα στο PRISM, το επίσημο περιοδικό του Κέντρου Σύνθετων Επιχειρήσεων του Πενταγώνου, τα εξής:

“Μόλις τα πρόσφατα χρόνια, γίναμε μάρτυρες ενός ποικιλόμορφου και εξελισσόμενου περιβάλλοντος απειλών που αποτελείται: από την εμφάνιση μιας στρατιωτικά επεκτατικής Κίνας, μιας αυξανόμενα απρόβλεπτης Βόρειας Κορέας, μιας ρεβανσιστικής Ρωσίας που απειλεί τα συμφέροντά μας τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και ενός Ιράν που συνεχίζει να επεκτείνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή, τροφοδοτώντας τη σύγκρουση σουνιτών-σιιτών. Μη κρατικοί παράγοντες επιτείνουν τη σύγχυση σ’ αυτό το τοπίο αναπτύσσοντας τρομοκρατικά, εγκληματικά και ανταρτικά δίκτυα που υποσκάπτουν τη διακυβέρνηση σε όλα εκτός από τα πιο ισχυρά κράτη… Οι ειδικές δυνάμεις παρέχουν ασύμμετρες ικανότητες και αντιδράσεις σ’ αυτές τις προκλήσεις”.

Το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η SOCOM στο TomDispatch, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν ειδικούς χειριστές στην Κίνα (ιδίως στο Χονγκ Κονγκ) και σε έντεκα χώρες που την περιβάλλουν –στην Ταϊβάν (την οποία η Κίνα θεωρεί αποσκιρτήσασα επαρχία) , στη Μογγολία, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν, το Νεπάλ, την Ινδία, το Λάος, τις Φιλιππίνες, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Η SOCOM δεν αναγνωρίζει ότι έχει στείλει κομάντο στο Ιράν, τη Βόρεια Κορέα ή τη Ρωσία, αλλά αναγνωρίζει ότι αναπτύσσει δυνάμεις σε πολλές χώρες που τις περιβάλλουν.

Η SOCOM είναι πρόθυμη να κατονομάσει μόνο 129 από τις 138 χώρες στις οποίες ανέπτυξε τις δυνάμεις της το 2016. “Σχεδόν όλες οι αναπτύξεις των ειδικών δυνάμεων είναι απόρρητες”, είπε ο εκπρόσωπος Κεν ΜακΓκρόου στο TomDispatch.  “Εάν η ανάπτυξη δυνάμεων σε μία συγκεκριμένη χώρα δεν έχει αποχαρακτηριστεί, δεν δίνουμε στη δημοσιότητα πληροφορίες”.

Για παράδειγμα, η SOCOM δεν αναγνωρίζει ότι στέλνει στρατιώτες στις πολεμικές ζώνες της Σομαλίας, της Συρίας ή της Υεμένης, παρά τις συντριπτικές αποδείξεις σχετικά με την παρουσία και τη διεξαγωγή αμερικανικών ειδικών επιχειρήσεων και στις τρεις χώρες, όπως αναφέρει και μια έκθεση του Λευκού Οίκου, που δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα, “οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν σήμερα στρατιωτικές δυνάμεις στη” Σομαλία, τη Συρία και την Υεμένη και πιο συγκεκριμένα δηλώνει ότι “ αμερικανικές δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων έχουν αναπτυχθεί στη Συρία”.

Σύμφωνα με τη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων, το 2016, το 55,29% των ειδικών δυνάμεων στο εξωτερικό στάλθηκε στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, μια μείωση κατά 35% από το 2006. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η ανάπτυξη δυνάμεων στην Αφρική εκτοξεύτηκε στα ύψη, αυξανόμενη πάνω από 1.600% — από το μόλις 1% των ειδικών δυνάμεων που στάλθηκαν εκτός ΗΠΑ το 2006 στο 17,26% , το περασμένο έτος. Αυτές οι δύο περιοχές ακολουθούνται από άλλες για τις οποίες έχουν αρμοδιότητα η Ευρωπαϊκή Διοίκηση (12,67%), η Διοίκηση του Ειρηνικού (9,19%), η Νότια Διοίκηση (4,89%), και η Βόρεια Διοίκηση (0,69%), που είναι αρμόδια για την “εσωτερική άμυνα”. Σε μία δεδομένη ημέρα, 8.000 κομάντο του Τόμας μπορούν να βρεθούν σε πάνω από 90 χώρες όλης της υφηλίου.

Οι δυνάμεις των ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ αναπτύχθηκαν σε 138 χώρες το 2016. Οι χώρες που υποδεικνύονται με το μπλε δόθηκαν από τη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων. Με το κόκκινο σημαίνονται χώρες στις οποίες η παρουσία ειδικών δυνάμεων συνάχθηκε από άλλες πηγές πληροφοριών. Το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία δεν συγκαταλέγονται στις χώρες που κατονομάζονται ή αναγνωρίζονται , αλλά και οι τρεις περιβάλλονται από χώρες τις οποίες επισκέφθηκαν οι πιο επίλεκτες αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, το περασμένο έτος.

Κυνηγοί ανθρώπων

Το περασμένο έτος, στο Διεθνές Συνέδριο για τις Ειδικές Δυνάμεις, η Λάιζα Μόνακο, βοηθός του προέδρου σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας, είπε τα εξής:

“Οι Ειδικές Δυνάμεις παίζουν κρίσιμο ρόλο στη συλλογή πληροφοριών – πληροφοριών που στηρίζουν τις επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και βοηθούν να καταπολεμηθεί η ροή ξένων μαχητών προς και από τη Συρία και το Ιράκ”. Αυτές οι επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών “διεξάγονται προς άμεση στήριξη των αποστολών των ειδικών δυνάμεων”, εξήγησε ο στρατηγός Τόμας της SOCOM, το 2016.  “Όσα αποκτώνται με την υπεροχή των ειδικών επιχειρήσεων πληροφοριών αφιερώνονται στον εντοπισμό ατόμων, στην αποκάλυψη εχθρικών δικτύων, στην κατανόηση του περιβάλλοντος και στην υποστήριξη συνεργατών”.

Πληροφοριακά σήματα από υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα που δίνουν οι ξένοι σύμμαχοι ή υποκλέπτονται από τα μη επανδρωμένα σκάφη παρακολούθησης και από επανδρωμένα αεροπλάνα, όπως επίσης πληροφορίες από ανθρώπους που δίνει η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA), συνδυάζονται για να στοχεύσουν τα άτομα που θα σκοτώσουν ή θα συλλάβουν οι πιο επίλεκτες δυνάμεις της SOCOM στις αποστολές τους.  Η άκρως απόρρητη Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων (JSOC), π.χ., φέρει σε πέρας τέτοιες αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, επιδρομές και δολοφονίες σε χώρες όπως το Ιράκ και η Λιβύη. Το περασμένο έτος, ο στρατηγός Τόμας, πριν μεταφερθεί από της διοίκηση της JSOC στη μητρική της τη SOCOM, σημείωσε ότι μέλη της Κοινής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων ενεργούσαν σε “όλες τις χώρες όπου υπάρχει το ISIL”.  (Που μπορεί να υποδεικνύει μια ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων στο Πακιστάν, άλλη μια χώρα που απουσιάζει από τη λίστα της SOCOM για το 2016.)

Σε μια συνέντευξη Τύπου τον περασμένο Οκτώβριο, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Ας Κάρτερ, σε μια σπάνια επίσημη αναφορά για τις επιχειρήσεις της   JSOC, είπε τα εξής:

“Έχουμε τοποθετήσει την Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων επικεφαλής της αντιμετώπισης των εξωτερικών επιχειρήσεων του ISIL. Και έχουμε πετύχει ήδη σημαντικά αποτελέσματα μειώνοντας τη ροή ξένων μαχητών και εξαλείφοντας ηγέτες του ISIL από το πεδίο μάχης”.

Ένα μήνα νωρίτερα, έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες σε μια δήλωσή του ενώπιον της επιτροπής ενόπλων δυνάμεων της Γερουσίας:

“Εξουδετερώνουμε συστηματικά την ηγεσία του ISIL: ο συνασπισμός έχει θέσει εκτός εφτά μέλη της ανώτερης σούρα του ISIL … Επίσης εξαλείψαμε βασικούς ηγέτες του ISIL στη Λιβύη και το Αφγανιστάν … Και εξαλείψαμε από το πεδίο της μάχης πάνω από 20 εξωτερικούς χειριστές και συνωμότες του ISIL… Έχουμε εμπιστευθεί αυτή την πλευρά της εκστρατείας μας σε μία από τις πιο θανάσιμες, ικανές και έμπειρες διοικήσεις [του υπουργείου Άμυνας], την Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων, η οποία βοήθησε να αποδοθεί δικαιοσύνη όχι μόνο όσον αφορά τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, αλλά και τον άνθρωπο που ίδρυσε την οργάνωση που εξελίχθηκε στο ISIL, τον Αμπού-Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι”.

Όταν του ζητήθηκαν λεπτομέρειες για το πόσοι ακριβώς “εξωτερικοί χειριστές” του ISIL στοχεύτηκαν και πόσοι “εξαλείφθηκαν” από το πεδίο της μάχης από την JSOC το 2016, ο Κεν ΜακΓκρόου της SOCOM απάντησε: “Δεν έχουμε και δεν θα έχουμε τίποτε για εσάς”.

Όταν ήταν επικεφαλής της JSOC το 2015, ο στρατηγός Τόμας μιλούσε για την “απογοήτευση” τη δική του και της μονάδας του για τους περιορισμούς που τους επιβάλλονταν. “Μου έλεγαν ‘όχι’ περισσότερο από “προχώρα’ σε μια αναλογία δέκα προς ένα, σχεδόν σε καθημερινή βάση”. Όμως, τον περασμένο Νοέμβριο, η εφημερίδα Washington Postανέφερε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα εκχώρησε στην JSOC “εκτεταμένες εξουσίες ανίχνευσης, σχεδιασμού και δυνητικά εξαπόλυσης επιθέσεων σε τρομοκρατικούς πυρήνες σε όλη την υφήλιο”. Αυτή η δύναμη ειδικών αποστολών κατά των εξωτερικών επιχειρήσεων (γνωστή επίσης ως “Ex-Ops”) “σχεδιάστηκε για να πάρει το μοντέλο στόχευσης της JSOC … και να το εξάγει παγκοσμίως για την καταδίωξη τρομοκρατικών δικτύων που σχεδιάζουν επιθέσεις εναντίον της Δύσης”.

Η SOCOM αμφισβητεί τμήματα του ρεπορτάζ της Post . “Ούτε στη SOCOM ούτε σε οποιαδήποτε υφιστάμενα τμήματά της δόθηκαν εκτεταμένες εξουσίες (αρμοδιότητες) ,” είπε ο Κεν ΜακΓκρόου της SOCOM στοTomDispatchμέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.“Κάθε δυνητική επιχείρηση πρέπει ακόμη να εγκρίνεται από το διοικητή της Geographic Combatant Command(Περιφερειακής Πολεμικής Διοίκησης)και αν απαιτείται από τον υπουργό Άμυνας ή [τον πρόεδρο]”.

{Οι αμερικανικές περιφερειακές –γεωγραφικές– πολεμικές διοικήσεις προέρχονται από τις δύο παγκόσμιας εμβέλειας πολεμικές διοικήσεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη στρατιωτική διοίκηση του Ειρηνικού και της Ευρώπης. Μετά τον πόλεμο, αυτές οι δομές τυποποιήθηκαν ως περιφερειακές ενοποιημένες πολεμικές διοικήσεις και τελικά διαμορφώθηκαν η SOUTHCOM, για τη Λατινική Αμερική, το 1963, η CENTCOMγια τη Μέση Ανατολή, το 1983, η NORTHCOM –για το εσωτερικό της χώρας–, το 2002, και η AFRICOMγια την Αφρική, το 2007.}

“Αμερικανοί αξιωματούχοι (που μίλησαν υπό τον όρο ότι θα παρουσιάζονταν κατ’ αυτόν τον ασαφή τρόπο) εξήγησαν ότι η αντίδραση της SOCOM ήταν θέμα οπτικής γωνίας. Οι εξουσίες της δεν επεκτάθηκαν πρόσφατα, όσο κυρίως θεσμοποιήθηκαν και “καταγράφηκαν”, όπως ειπώθηκε στο TomDispatch.  “Ειλικρινά, η απόφαση που λήφθηκε πριν από μήνες ήταν να κωδικοποιηθεί η τρέχουσα πρακτική και όχι να δημιουργηθεί νέα”. Η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων αρνήθηκε να το επιβεβαιώσει, αλλά ο συνταγματάρχης Τόμας Ντέιβις, ένας άλλος εκπρόσωπος της SOCOM παρατήρησε: “Πουθενά δεν αναφέραμε ότι δεν υπήρξε κωδικοποίηση”.

Σύμφωνα με τους Τόμας Γκίμπονς-Νεφ και Νταν Λάμοθ της Washington Post, ο στρατηγός Τόμας είναι “αυτός που παίρνει τις αποφάσεις όταν το θέμα αφορά απειλές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ειδικών δυνάμεων” .  “Οι ειδικές δυνάμεις θα μπορούσαν να μετατρέψουν, ουσιαστικά, τον Τόμας σε ηγετική αρχή όσον αφορά την αποστολή ειδικών δυνάμεων σε περίπτωση απειλών”.Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Τόμας απλώς αύξησε την επιρροή του, γεγονός που του επιτρέπει να προτείνει απευθείας ένα σχέδιο δράσης , όπως πλήγμα σε ένα στόχο, στον υπουργό Άμυνας , κάτι που δίνει τη δυνατότητα μείωσης του χρόνου έγκρισης. (Ο Μακ Γκρόου της SOCOM λέει ότι ο Τόμας “δεν θα διοικεί δυνάμεις ούτε θα λαμβάνει αποφάσεις για τις επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων σε οποιαδήποτε [περιοχή επιχειρήσεων της] Περιφερειακής Πολεμικής Διοίκησης”.

Τον περασμένο Νοέμβριο, ο υπουργός Άμυνας Κάρτερ έδωσε μια ένδειξη για τη συχνότητα των επιθετικών επιχειρήσεων μετά από μια επίσκεψη στο Χέρλμπαρτ Φιλντ της Φλόριντας, όπου βρίσκεται το επιτελείο της διοίκησης ειδικών επιχειρήσεων της αεροπορίας. Παρατήρησε ότι “εξετάσαμε ένα πλήθος επιθετικών ικανοτήτων των ειδικών δυνάμεων. Πρόκειται για το είδος των ικανοτήτων που χρησιμοποιούμε σχεδόν καθημερινά κάπου στον κόσμο. … Και έχει ιδιαίτερη σημασία για την εκστρατεία κατά του ISIL που διεξάγουμε σήμερα”.

Μόνο στο Αφγανιστάν, το περασμένο έτος, οι ειδικές δυνάμεις διεξήγαγαν 350 επιδρομές με στόχο στελέχη της αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, περίπου μία κάθε ημέρα κατά μέσο όρο,   και συνέλαβαν ή σκότωσαν σχεδόν 50 “ηγέτες” και 200 “μέλη” των ομάδων αυτών , σύμφωνα με το στρατηγό Τζον Νίκολσον, τον Αμερικανό στρατιωτικό διοικητή σ’ αυτή τη χώρα. Ορισμένες πηγές υποδεικνύουν επίσης ότι ενώ τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της JSOC και της CIA πραγματοποίησαν, σε γενικές γραμμές, τον ίδιο αριθμό αποστολών το 2016, ο στρατός εξαπέλυσε πάνω από 20.000 επιθέσεις στο Αφγανιστάν, την Υεμένη και τη Συρία, σε σύγκριση με τις λιγότερες από δώδεκα που πραγματοποίησε η CIA. Αυτό μπορεί να αντανακλά μια απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να εφαρμόσει το σχέδιο που μελετάται εδώ και καιρό, δηλαδή να θέσει επικεφαλής των θανάσιμων επιχειρήσεων τη JSOC (Κοινή Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων) και να επαναφέρει τη CIA στα παραδοσιακά καθήκοντα συλλογής πληροφοριών.

World of Warcraft

[Ο κόσμος της τέχνης του πολέμου – από το ομώνυμο ηλεκτρονικό παιχνίδι]

“Είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί οι SOF (δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων) έχουν αναβαθμιστεί και έχουν γίνει από υποστηρικτικός παράγοντας κυρίως παίκτης, η χρήση τους υπογραμμίζει επίσης το γιατί οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις πιο πρόσφατες εκστρατείες τους – στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, κατά του Ισλαμικού Κράτους, της αλ-Κάιντα και των παρακλαδιών της, στη Λιβύη, την Υεμένη κ.λπ. και στις ακήρυκτες εκστρατείες τους στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία και την Ουκρανία– επειδή καμία από αυτές τις εκστρατείες δεν ταιριάζει στο αμερικανικό μοντέλο για τον παραδοσιακό πόλεμο”, είπε ο απόστρατος αντιστράτηγος Τσαρλς Κλίβελαντ, επικεφαλής της αμερικανικής διοίκησης ειδικών επιχειρήσεων από το 2012 μέχρι το 2015 και νυν σημαντικός μέντορας του επικεφαλής της Ομάδας Στρατηγικών Μελετών του στρατού. Δηλώνοντας ότι, εν μέσω των μεγαλύτερων προβλημάτων αυτών των συγκρούσεων, η ικανότητα των επίλεκτων στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ να φέρνουν σε πέρας αποστολές σύλληψης/δολοφονιών και να εκπαιδεύουν τοπικούς συμμάχους έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, πρόσθεσε: “οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων αποδίδουν καλύτερα όταν οι εγχώριες και οι ικανότητες άμεσης δράσης αλληλοϋποστηρίζονται. Πέρα από το Αφγανιστάν και το Ιράκ και τις εξελισσόμενες [αντιτρομοκρατικές] προσπάθειες σε άλλες χώρες, οι ειδικές δυνάμεις συνεχίζουν να συνεργάζονται με συμμαχικές χώρες σε προσπάθειες κατά της ανταρτικής δράσης και των ναρκωτικών στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική”.

Η SOCOM αναγνωρίζει ότι έχει αναπτύξει δυνάμεις σχεδόν στο 70% όλων των χωρών του κόσμου, που συμπεριλαμβάνουν όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής εκτός από τρεις (Βολιβία, Εκουαδόρ και Βενεζουέλα). Τα επιχειρησιακά στελέχη της καλύπτουν επίσης την Ασία, και πραγματοποιούν αποστολές στο 60% των χωρών της Αφρικής.

Η ανάπτυξη των ειδικών δυνάμεων στο εξωτερικό μπορεί να είναι τόσο μικρή όσο ένας ειδικός χειριστής που συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα γλωσσικής εμβάπτισης ή μια τριμελής ομάδα που διεξάγει “επιθεώρηση” για την αμερικανική πρεσβεία. Μπορεί επίσης να μην έχει καμιά σχέση με την κυβέρνηση ή το στρατό της φιλοξενούσας χώρας. Ωστόσο, οι περισσότερες δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων συνεργάζονται με ντόπιους. Διεξάγοντας ασκήσεις εκπαίδευσης και εμπλεκόμενες σ’ αυτό που οι στρατιωτικοί αποκαλούν “οικοδόμηση ικανότητας συνεργασίας” (BPC) και “συνεργασία ως προς την ασφάλεια” (SC).  Συχνά, αυτό σημαίνει ότι οι πιο επίλεκτες δυνάμεις της Αμερικής στέλνονται σε χώρες των οποίων οι δυνάμεις ασφαλείας μνημονεύονται τακτικά από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το περασμένο έτος στην Αφρική, όπου οι ειδικές δυνάμεις διεξάγουν περίπου 20 διαφορετικά προγράμματα και δραστηριότητες –από ασκήσεις εκπαίδευσης μέχρι συνεργασία στην ασφάλεια–, περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, οι χώρες Μπουρκίνα Φάσο, Μπουρούντι, Καμερούν, Δημοκρατία του Κονγκό, Τζιμπουτί, Κένια, Μάλι, Μαυριτανία, Νίγηρας, Νιγηρία, Τανζανία και Ουγκάντα.

Το 2014, π.χ., πάνω από 4.800 επίλεκτοι στρατιωτικοί συμμετείχαν σε έναν, μόνο, τύπο τέτοιων δραστηριοτήτων –σε αποστολές κοινής συνδυασμένης ανταλλαγής εκπαίδευσης– σε όλο τον κόσμο. Με κόστος 56 εκατ. δολαρίων, οι μονάδες SEAL του ναυτικού, τα Πράσινα Μπερέ του στρατού ξηράς και άλλες ειδικές μονάδες έφεραν σε πέρας 176 μεμονωμένες δραστηριότητες κοινής συνδυασμένης ανταλλαγής εκπαίδευσης, σε 87 χώρες. Μια μελέτη της RAND Corporation, το 2013, για τις περιοχές που καλύπτουν οι Africa Command, Pacific Command, και Southern Command βρήκε “μετρίως χαμηλή” την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών και στις τρεις περιοχές. Μια ανάλυση της ίδιας εταιρείας για το 2014 σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, η οποία εξέταζε των “χαμηλού ίχνους προσπαθειών των ειδικών δυνάμεων”, βρήκε ότι “δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και στην αλλαγή ως προς την ευθραυστότητα των χωρών της Αφρικής ή της Μέσης Ανατολής”. Και σε μια έκθεση του 2015 προς τη σχολή των ειδικών δυνάμεων, ο Χάρι Χάνγκερ, που ανήκει στο ανώτερο διδακτικό προσωπικό, σημείωνε ότι η “οικοδόμηση ικανότητας συνεργασίας είχε αναλώσει στο παρελθόν τεράστιους πόρους με μικρή απόδοση”.

Παρά αυτά τα αποτελέσματα και τις ευρύτερες στρατηγικές αποτυχίες στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη, τα χρόνια του Ομπάμα ήταν η χρυσή εποχή των γκρίζων ζωνών. Π.χ. οι 138 χώρες στις οποίες έδρασαν ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ το 2016 αντιπροσωπεύουν μια αλματώδη αύξηση στον αριθμό χωρών της τάξης του 130% από τις τελευταίες ημέρες της κυβέρνησης Μπους. Αν και εκφράζουν επίσης μια μείωση κατά τα 6% σε σχέση με το σύνολο του 2015, το 2016 παραμένει στο ανώτατο επίπεδο των χρόνων του Ομπάμα, κατά τα οποία οι ειδικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν σε 75 χώρες το 2010, σε 120 το 2011, σε 134 το 2013 και σε 133 το 2014, πριν κορυφωθούν στις 147 χώρες το 2015. Όταν ρωτήθηκε για το λόγο αυτής της μικρής μείωσης, ο Κεν ΜακΓκρόου της SOCOM απάντησε, “παρέχουμε ειδικές δυνάμεις ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις των περιφερειακών πολεμικών διοικήσεων προς υποστήριξη των σχεδίων τους στα θέατρα συνεργασίας ως προς την ασφάλεια. Προφανώς, μειώθηκαν κατά εννέα οι χώρες [όπου] οι περιφερειακές διοικήσεις είχαν απαιτήσεις ανάπτυξης ειδικών δυνάμεων το 2016”.

Η αύξηση των χωρών όπου αναπτύχθηκαν ειδικές δυνάμεις ανάμεσα στο 2009 και το 2016 –από περίπου 60 στις υπερδιπλάσιες χώρες– αντανακλά μια παρόμοια αύξηση του συνολικού προσωπικού της SOCOM (από56.000 κατά προσέγγιση σε 70.000 περίπου) και του βασικού προϋπολογισμού της (από $9 δισ.σε $11 δισ.). Δεν είναι μυστικό ότι έχει αυξηθεί επίσης δραματικά ο ρυθμός των επιχειρήσεων , αν και η διοίκηση αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που της απεύθυνε για το θέμα αυτό το TomDispatch.

Σε μια έκθεση που δημοσίευσε το CNA [Κέντρο Ναυτικών Αναλύσεων] ιδιωτικός οργανισμός μελετών που εδρεύει στην Πολιτεία Βιρτζίνια αναφέρεται ότι “οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων επωμίζονται βαρύ φορτίο διεξάγοντας αυτές τις αποστολές, υφίστανται μεγάλο αριθμό απωλειών τα τελευταία οκτώ χρόνια και διατηρούν υψηλό επιχειρησιακό ρυθμό που δημιουργεί αυξανόμενη ένταση στους ειδικούς χειριστές και τις οικογένειές τους”. (Αυτή η έκθεση προέκυψε από μια συνδιάσκεψη που παρακολούθησαν έξι πρώην διοικητές ειδικών επιχειρήσεων, ένας πρώην βοηθός υπουργός Άμυνας και δεκάδες ενεργά μέλη των ειδικών δυνάμεων.)

Μια πιο κοντινή ματιά στις περιοχές των “ακήρυκτων εκστρατειών στις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και την Ουκρανία“, τις οποίες ανέφερε ο απόστρατος αντιστράτηγος Τσαρλς Κλίβελαντ. Οι τοποθεσίες που σηματοδοτούνται με μπλε δόθηκαν από την Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων. Η μία που σηματοδοτείται με κόκκινο συνάχθηκε από πληροφορίες ανοικτής πηγής.

Η αμερικανική εποχή των κομάντο

Τον περασμένο μήνα, ενώπιον της επιτροπής ενόπλων δυνάμεων της Γερουσίας, ο Σον Μπρίμλι, πρώην διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού στο προσωπικό του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και νυν εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια, επανέλαβε τα ανησυχητικά συμπεράσματα της έκθεσης του CNA. Σε μια ακρόαση για τις “αναδυόμενες αμυντικές προκλήσεις και τις παγκόσμιες απειλές”, ο Μπρίμλι είπε ότι “οι ειδικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί με πρωτοφανείς ρυθμούς, δημιουργώντας τεράστιες εντάσεις στο προσωπικό” και κάλεσε την κυβέρνηση Τραμπ να “επεξεργαστεί μια πιο βιώσιμη μακροπρόθεσμη αντιτρομοκρατική στρατηγική”. Σε μία εργασία που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο, η Κρίστεν Χάρτζντουκ, πρώην σύμβουλος για τις ειδικές επιχειρήσεις και τον ανορθόδοξο πόλεμο στο γραφείο του βοηθού υπουργού Άμυνας για τις ειδικές επιχειρήσεις και τις χαμηλής έντασης συγκρούσεις και νυν μέλος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, κάλεσε να μειωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης των δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων.

Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίστηκε ότι ο αμερικανικός στρατός συνολικά έχει “εξασθενήσει” και κάλεσε σε αύξηση του μεγέθους του στρατού και των πεζοναυτών, δεν έχει δείξει εάν σχεδιάζει να υποστηρίξει μια περαιτέρω αύξηση του μεγέθους των δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων. Και ενώ πρόσφατα πρότεινε ως υποψήφιο υπουργό Εσωτερικών έναν πρώην αξιωματικό των μονάδων SEAL του ναυτικού, ο Τραμπ έχει δώσει ελάχιστες ενδείξεις για το πώς θα αξιοποιήσει τους ανθρώπους των ειδικών δυνάμεων που υπηρετούν σήμερα.

“Τα πλήγματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη”, ανάγγειλε σε μία από τις σπάνιες αναφορές του για τις αποστολές των ειδικών δυνάμεων, “θα διατηρηθούν ως μέρη της στρατηγικής μας, αλλά θα επιδιώξουμε τη σύλληψη στόχων υψηλής αξίας για να αποκτήσουμε τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να διαλύσουμε τις οργανώσεις τους”. Πιο πρόσφατα, σε μια συγκέντρωση νίκης στη Βόρεια Καρολίνα, ο Τραμπ αναφέρθηκε πιο συγκεκριμένα στα επίλεκτα στρατεύματα που σύντομα θα είναι υπό τη διοίκησή του. “Οι ειδικές δυνάμεις μας στο Φρούριο Μπραγκ είναι η αιχμή του δόρατος στη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Το έμβλημα των ειδικών δυνάμεων του στρατού μας είναι ‘να απελευθερώσουν τους καταπιεσμένους’ και αυτό ακριβώς έκαναν και θα εξακολουθήσουν να κάνουν. Τούτη ακριβώς τη στιγμή, στρατιώτες από το φρούριο Μπραγκ έχουν αναπτυχθεί σε 90 χώρες σ’ όλο τον κόσμο”, είπε στο πλήθος.

Αφού φάνηκε να υποστηρίζει τη συνέχιση των ευρέος φάσματος, απελευθέρωσης των καταπιεσμένων, αποστολών των δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων, ο Τραμπ έδωσε την εντύπωση αλλαγής πορείας , προσθέτοντας “ δεν θέλουμε να έχουμε έναν εξαντλημένο στρατό, επειδή είμαστε παντού, πολεμώντας σε περιοχές που απλώς δεν θα έπρεπε να πολεμάμε … Αυτός ο καταστροφικός κύκλος επεμβάσεων και χάους πρέπει, τελικά, να τερματιστεί”.   Όμως, ταυτόχρονα, υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ σύντομα θα “νικούσαν τις δυνάμεις της τρομοκρατίας”. Γι’ αυτό το σκοπό, ο απόστρατος αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, πρώην διευθυντής πληροφοριών της Κοινής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων , τον οποίο ο νέος πρόεδρος επέλεξε να υπηρετήσει ως σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, υποσχέθηκε ότι η νέα κυβέρνηση θα επανεκτιμήσει τις αρμοδιότητες του στρατού στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους –παρέχοντας δυνητικά μεγαλύτερο εύρος για τις αποφάσεις στο πεδίο της μάχης. Έτσι, η Wall Street Journalαναφέρει ότι το Πεντάγωνο επεξεργάζεται προτάσεις για να μειώσει την “επίβλεψη του Λευκού Οίκου στις επιχειρησιακές αποφάσεις”, ενώ “μεταφέρει ξανά κάποιες αρμοδιότητες τακτικής στο Πεντάγωνο”.

Τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος Ομπάμα επισκέφθηκε την αεροπορική βάση ΜακΝτιλ στη Φλόριντα, έδρα της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων, για να εκφωνήσει την τελευταία ομιλία του με θέμα τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. “Για οκτώ χρόνια που ήμουν στην προεδρία, δεν υπήρξε ούτε μία ημέρα που να μη συνωμοτεί μια τρομοκρατική οργάνωση ή κάποιο μεμονωμένο ακραίο άτομο για να σκοτώσει Αμερικανούς”, είπε στο πλήθος που είχε συναθροιστεί μαζί με τους στρατιώτες. Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε ούτε μία ημέρα που οι πιο επίλεκτες δυνάμεις υπό τη διοίκησή του να μην αναπτύχθηκαν σε 60 ή περισσότερες χώρες σε όλο τον κόσμο.

“Θα είμαι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που υπηρέτησα δύο θητείες κατά τη διάρκεια μιας εποχής πολέμου”, πρόσθεσε ο Ομπάμα. “Οι δημοκρατίες δεν θα έπρεπε να λειτουργούν σε μια κατάσταση μόνιμου πολέμου. Αυτό δεν είναι καλό για το στρατό μας ούτε είναι καλό για τη δημοκρατία μας”. Τα αποτελέσματα της μονίμως εμπόλεμης προεδρίας του ήταν αξιοθρήνητα, σύμφωνα με τη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων. Από τις οκτώ συγκρούσεις που διεξάχθηκαν στα χρόνια του Ομπάμα, το ρεκόρ της Αμερικής ήταν καμία νίκη, δύο απώλειες και έξι ισοπαλίες, σύμφωνα με ένα ενημερωτικό σλάιτ του διευθυντηρίου πληροφοριών της διοίκησης.

Η εποχή Ομπάμα στην πραγματικότητα αποδείχθηκε η “εποχή των κομάντο”. Ωστόσο, καθώς οι ειδικές δυνάμεις διατηρούσαν αμείωτο έναν φρενήρη επιχειρησιακό ρυθμό, διεξάγοντας πόλεμο μέσα και έξω από αναγνωρισμένες ζώνες συγκρούσεων, εκπαιδεύοντας τοπικούς συμμάχους, συμβουλεύοντας ντόπιους πληρεξουσίους, κατεδαφίζοντας πόρτες και πραγματοποιώντας δολοφονίες, τα τρομοκρατικά κινήματα εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Ο νέος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται διατεθειμένος να αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς του Ομπάμα, από την υπογραφή του προέδρου στο νόμο για την περίθαλψη μέχρι τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς του, για να μην αναφέρουμε την αλλαγή πορείας στην εξωτερική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με την Κίνα, το Ιράν, το Ισραήλ και τη Ρωσία. Μένει να δούμε εάν θα ακούσει τις συμβουλές να μειώσει το επί Ομπάμα φάσμα ανάπτυξης των ειδικών δυνάμεων. Το επόμενο έτος θα δείξει εάν ο μακροχρόνιος σκιώδης πόλεμος του Ομπάμα, η χρυσή εποχή των γκρίζων ζωνών, θα επιβιώσει.

Πηγή: http://www.tomdispatch.com

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr

Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση σε κρίση

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Από το Brexit στο ιταλικό δημοψήφισμα και από την Λεπέν στον Τραμπ

Τα πυκνά γεγονότα του 2016, σε παγκόσμια κλίμακα, έρχονται να επιβεβαιώσουν μια υπαρκτή τάση της εποχής μας. Η οικονομική κρίση, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις, σπρώχνουν σε μια ανάποδη πορεία από αυτή που χαράχτηκε και ακολουθήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται, οι διακρατικές – υπερκρατικές ενώσεις μπαίνουν σε τροχιά κλυδωνισμών και η επιστροφή στα εθνικά σύνορα ή σε ενός τύπου εθνικό προστατευτισμό, είναι μια επιλογή που συζητιέται ανοικτά. Δεν σημαίνει ότι έτσι θα βαδίσουν τα πράγματα, ή ότι η τάση θα μετασχηματιστεί σε κατάσταση, σημαίνει όμως ότι τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Σε αυτή τη γενική αποσταθεροποίηση συνηγορεί η ανάδυση λαϊκιστικών, ξενοφοβικών πολιτικών εκφράσεων στον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως αυτή η τάση διαμορφώνεται από υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις σε εθνικό επίπεδο, και αυτό διαμορφώνει στοιχεία στρατηγικής για μια Αριστερά που θέλει να είναι αντισυστημική.

Από το πέρασμα στο ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων σε Δύση και Ανατολή, μετά και την τυπική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την διάλυση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ακολούθησε μια επιθετική στρατηγική. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για μια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Ευρωπαϊκή Ασία. Η βίαιη είσοδος περιοχών στο ενιαίο σύστημα αγοράς και κοινωνικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με το πολιτικό – οικονομικό γεγονός που ήταν η ραγδαία εξάπλωση και η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα εμφανίζονται στοιχεία μιάς νέας εποχής, αυτής της αμερικάνικης ηγεμονίας και της πολιτικής οικονομίας του άγριου νεοφιλελευθερισμού, που αντικαθιστά τον κεϋνσιανισμό, το κράτος πρόνοιας, δικαίου κλπ. Η αρχή – παρ’ όλο που στην ιστορία δεν υπάρχουν αρχές αλλά τάσεις και διαδικασίες – βεβαίως έχει γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε βασικά σαν περίοδος της παγκοσμιοποίησης.

Η ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τροποποίησε και τροποποιεί όλο το διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κράτησε 30 ένδοξα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, χρόνια του καπιταλισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η τέτοια τοποθέτηση βασίζεται και προνομιοποιεί τη δύση και τα χαρακτηριστικά της. Επί πολλά χρόνια, αν όχι αιώνες, η οπτική στη δημόσια σφαίρα είναι περισσότερο δυτικοκεντρική παρά πλανητική, αν και πλέον θα αναγκαζόμαστε όλο και περισσότερο να «βλέπουμε» το σύνολο. Για παράδειγμα σε μόνιμη γενική κρίση βρίσκεται η Αφρική στο σύνολό της, καθώς και πολλές περιοχές της Ασίας και της Ν.Αμερικής, την ίδια στιγμή που ορισμένα τμήματα των ίδιων περιοχών «εντάχθηκαν» στο παγκόσμιο σύστημα αυτήν την περίοδο και σημείωσαν οικονομική μεγέθυνση και όχι ύφεση. Βασικά όμως μιλάμε για παγκόσμια κρίση με αφορμή την κρίση των ανεπτυγμένων περιοχών κατα βάση του «δυτικού πολιτισμού».

Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης στα χρόνια 2000-2007 είχε περισσότερο ένα δικαιωματικό προσανατολισμό παρά ένα συνολικό ταξικό ή λαϊκό. Με την κρίση μια «παγκόσμια» αμηχανία έβαλε πέπλο σιωπής στα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα εθνικές κινήσεις και συζητήσεις για το ποιος έχει την ευθύνη ή ακόμα και το αν ή πώς δραπετεύεις από το υπάρχον πλαίσιο. Η συζήτηση παρέμεινε αναιμική και τα αποτελέσματα παραμένουν ανεπαρκή. Ωστόσο το βάθεμα και το άπλωμα της κρίσης δημιούργησαν μια γενική αμφισβήτηση για τρία πράγματα που αλληλοεξαρτώνται ως ένα βαθμό: α) Την παγκοσμιοποίηση και τον συνδεδεμένο με αυτή νεοφιλελευθερισμό, β) Το πολιτικό σύστημα και την δημοκρατία, γ) Την εθνική λαϊκή κυριαρχία και την κατάλυσή της. Όλο αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης παραμένει χωρίς προσανατολισμό και σχέδιο και πολύ περισσότερο χωρίς «θετική πρόταση». Αναζητούνται βεβαίως διαρκώς οριακές προτάσεις, που όμως είναι προτάσεις ρύθμισης του καπιταλισμού, και όχι προτάσεις και σχέδιο εξόδου από αυτόν.

Η πρώτη διεθνοποίηση (στις αρχές του περασμένου αιώνα πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο) οδήγησε, -όχι βεβαίως απο μόνη της και αυτόματα- σε μία χρεωκοπία του τότε καπιταλισμού και σε μία μεγάλη -αν και προσωρινή όπως έδειξε η ιστορία- ήττα του. Η ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, η συγκρότηση «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα έβαλαν όχι σε μία απλή ρύθμιση, αλλά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό το κεφάλαιο με τις δυνάμεις της εργασίας.

Η περίοδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν μία περίοδος διαρκούς ευμάρειας-ευημερίας, ανάπτυξης που είχε και κοινωνικοπολιτικές συνέπειες. Δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη μεσαία τάξη που ιδεολογικά-πολιτικά βοηθούσε στην ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα από ένα μεγάλο πλέγμα συναινέσεων και όχι μόνο. Η σοσιαλδημοκρατία έκφραζε το πνεύμα συναίνεσης εκείνης της περιόδου καλύτερα από τα κλασσικά ρεπουμπλικάνικα-χριστιανοδημοκρατικά δεξιά κόμματα. Η κομμουνιστική αριστερά μετά το 1960 είτε αποκομμουνιστοποιήθηκε είτε περιθωριοποιήθηκε. Η αποκομμουνιστικοποίηση που κρατά έως τις μέρες μας διαλύοντας πλέον συλλογικότητες, προσπάθειες, αγωνιστές, δεν σήμαινε διάλυση της αριστεράς αλλά ενσωμάτωσή της στο σύστημα. Ο δικαιωματισμός, ο κοσμοπολιτισμός-ψευδοδιεθνισμός, ο εκσυγχρονισμός-μεταρρυθμιτισμός, η αποστροφή της ταξικής πολιτικής και η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης με την ταυτόχρονη «ανακάλυψη» νέων υποκειμένων, στην ουσία υποδήλωναν ένα πράγμα. Ο καπιταλισμός και το πλαίσιό του ηγεμόνευε μέσα στον «αντίπαλό» του, δηλαδή στην ίδια την Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Αυτό το ιστορικό διάλλειμα και ο συμβιβασμός του συστήματος (τα λεγόμενα κοινωνικά συμβόλαια), που είχε προσωρινά χαρακτηριστικά, αντιμετωπίστηκε από την σοσιαλδημοκρατία και τμήματα της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς ως μια νίκη και επιβεβαίωση του καπιταλισμού και του δυναμισμού του, ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης πιο συμβατό από τον καπιταλισμό, πολιτικό σύστημα πιο δημοκρατικό από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οικονομία εφικτή έξω από την έννοια της αγοράς. Όλα αυτά που εδραιώθηκαν μεταπολεμικά, σήμερα βρίσκονται σε αμφισβήτηση.

Δεν αποτελούσε εξαίρεση η Ελλάδα. Είναι πλέον σήμερα αυτονόητο οτι χωρίς τα παραπάνω δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε οι ευρωπαϊκές ιδέες και πορείες ούτε ο κοινοβουλευτισμός και ο κρατισμός. Η θεοποίηση του αντικειμενικού, ότι δηλαδή τα πράγματα πάνε έτσι και όχι αλλιώς, λόγω αντικειμενικών παραμέτρων και μονόδρομων και όχι λόγω επιλογών του κεφαλαίου και κοινωνικών σχέσεων ή συσχετισμών, συνοδευότανε από την έκσταση για τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και από τον κρυφό ή και φανερό χλευασμό της «ορθοδοξίας» του μαρξισμού ως μιας εκ των πραγμάτων αντιδημοκρατικής και «παράλογης» θεωρίας και πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο την τιμητική της είχε η στοχοποίηση της περιόδου Στάλιν και Γ’ Διεθνούς, γιατί έτσι πιο εύκολα και διά της πλαγίας χτυπιόταν ο λενινισμός ή καλύτερα η επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ήττα της σημερινής Αριστεράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει βάθος και ρίζες. Και για να αντιμετωπιστεί πρέπει η τομή να είναι βαθιά. Η ήττα όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις ή ότι δεν γεννιούνται από την ίδια την μήτρα του συστήματος αντιθέσεις και όροι ανάπτυξης αντίπαλων δυνάμεων.

Η κρίση σαν ευκαιρία για το κεφάλαιο αδράχτηκε απο όλες τις δυνάμεις του και επιφέρει μια σειρά ανατροπές. Γεννά όμως και αντιστάσεις. Η σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, η φτωχοποίηση της εργατικής τάξης, ο εμπορικός πόλεμος που ‘χει θύματα και από την πλευρά του κεφαλαίου, έχει δημιουργήσει ένα ανθρώπινο υλικό, μια «παράταξη» ανόμοιων στρωμάτων και συμφερόντων, που όμως συμφωνεί σε κάτι κεντρικό. Δεν θέλει να χάσει άλλο από την παγκοσμιοποίηση. Ψελλίζει την ανάγκη ρύθμισης ή φωνάζει ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα. Παρενθετικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα και η δημοκρατία του έχουν αλλάξει σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Αυτή η «παράταξη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», που καθόλου δεν είναι σχηματοποιημένη και έχει εντελώς αντιφατικά χαρακτηριστικά, φωνάζει ενάντια στο σύστημα με μπόλικο πλέον θυμό. Αποτελείται στην οριακή πλειοψηφία της από χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και μπορεί να διατηρεί συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές. Διατηρεί ένα ορισμένο ταξικό ένστικτο αλλά δεν αναπτύσσει καμιά συνείδηση. Γι’ αυτό και η αντίθεσή του μπορεί να πάρει δύο μορφές.

Η πρώτη και η πιο εύκολη είναι η ροπή στη καταγγελία του «σάπιου πολιτικού συστήματος και σκηνικού» που κάτω από όρους μπορεί να παραπέμπει και στο φασισμό, στον ολοκληρωτισμό, ίσως στις τυφλές εξεγέρσεις. Ένας τέτοιος θυμός υπήρξε και μετά τη Βαϊμάρη στη Γερμανία γεννώντας τον φασισμό και τον ναζισμό. Οφείλουμε βεβαίως να μην ξεχνάμε πως στον μεσοπόλεμο, ενώ υπήρχαν οι υλικές-κοινωνικές-πολιτικές βάσεις για να υπάρξουν ρεύματα προς το φασισμό-ναζισμό, υπήρχε και μία άλλη οργάνωση και συνοχή της κοινωνίας (συνδικάτα, οργανώσεις, κομμουνιστικά κόμματα, πολιστικές λέσχες κλπ) που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτό έχει σημασία – βάζει και καθήκοντα – γιατί ο κοινωνικός κατακερματισμός έχει οδηγήσει στη διάλυση των μορφών της κοινωνικής συνοχής και στην οικοδόμηση του εγώ-ατόμου, που κοροϊδεύεται και φλυαρεί περί ατομικών δικαιωμάτων, ενώ έχει απολέσει τα κοινωνικά του δικαιώματα (εργασία, παιδεία, υγεία κλπ).

Η δεύτερη μορφή αυτής της ετερόκλητης δύναμης -που συνιστά την πρόκληση της εποχής μας για την κομμουνιστική αριστερά- είναι ότι αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός μεγάλου κινήματος που θα ξεφεύγει από τον καπιταλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό το «ρεύμα» έχει την εθνική βάση σαν αρχικό σημείο αναφοράς. Ο πραγματικός διεθνισμός του σήμερα είναι στον εθνικό χώρο να ανατραπεί το υπάρχον πολιτικό-οικονομικό και παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και να συγκροτείται ένας διεθνισμός που ενώνει λαϊκές τάξεις και στρώματα υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους. Δε μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων χωρίς ρήξη με αυτούς τους κανόνες, ρήξη με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό το συμπέρασμα ορθώνεται αδιαμφισβήτητο τόσο από το παράδειγμα της Ελλάδας, όσο και από τα παραδείγματα της Λ. Αμερικής.Το δίπολο αντίσταση στην εθνική βάση – απεύθυνση για τη συγκρότηση διεθνούς κινήματος είναι η κατεύθυνση που οφείλει να προσανατολίζει τη δράση των κομμουνιστικών αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση βέβαια απαιτεί πολύ περισσότερα προχωρήματα καθώς και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για το πώς υπάρχει η δυνατότητα μια ή περισσότερες χώρες να έρθουν σε ρήξη με διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που να είναι βιώσιμο και ταυτόχρονα ανθεκτικό στις πιέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η δύση ανησυχεί για τα εκτρώματά της (τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα που εμφανίζονται παντού και που δεν τολμά να τα ονομάσει) και τους δίνει τον τίτλο λαϊκιστικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τα τσουβαλιάσει και με την ριζοσπαστική αμφισβήτηση) και την ίδια στιγμή βάζει στο στόχαστρο τον Φιντέλ Κάστρο, υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία και την ειρήνη, που πολλαπλώς έχουν βιαστεί από τους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές. Ανησυχεί ο «δυτικός πολιτισμός» για το τι μπορεί να δημιουργηθεί από τα αριστερά και όχι για τις εκ δεξιών τερατογενέσεις. Η άνοδος των εθνικιστικών οργανώσεων και κομμάτων και μάλιστα η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας -προς το παρόν τουλάχιστον- είναι ελεγχόμενη, δηλαδή εντός πλαισίων. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, κανένα από αυτά τα μορφώματα δεν θέτει καθαρά το ζήτημα της διάλυσης της ευρωζώνης και στην ουσία δεν θέτει κανένα αλλο σχεδιο οικοδόμησης και εθνικής συγκρότησης, παρα μόνο τον περιορισμό των συνεπειών στο έθνος – κράτος τους με τη λογική «να μη χασουμε εμείς». Κλασικό δείγμα τέτοιας συμπεριφοράς η αντιευρωπαϊκή δεξιά στη Μ. Βρετανία, με προεξάρχοντα τον λαϊκιστή Φάραντζ ο οποίος εξαφανίστηκε μετά το Brexit. Ο κίνδυνος για τη διάλυση της Ευρωζώνης δεν προέρχεται από την Αυστρία, ή από χώρες που κινδυνεύουν να αναδείξουν ακροδεξιές κυβερνήσεις, αλλά από τις δύο μεγάλες χώρες (Γερμανία – Γαλλία), από τις εκρηκτικές αντιφάσεις που πυροδοτεί η υπεράσπιση των συμφερόντων τους και από τις ίδιες τις ενδογενείς αντιθέσεις που έχει το οικοδόμημα της ευρωζώνης.

Στις μέρες μας και μετα την εκλογή Τραμπ τα ερωτήματα είναι πολλά. Τέλος της PAXAMERICANA και της αμερικάνικης μονοκρατορίας; Τέλος η αλλαγή στρατηγικών συμμαχιών για τις ΗΠΑ του Τραμπ; Θα προχωρήσει -μπορεί όμως;- σε ένα προσεταιρισμό των Ρώσων, στοχοποιώντας κεντρικά την Κίνα, προσπαθώντας να την πολεμήσει εμπορικά, νομισματικά, ενεργειακά; Τέλος των υπαρχόντων συνόρων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και ποια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί και ποιο βάθος χρόνου ύπαρξης μπορεί να έχει; Οδεύουμε σε μια μικρή επιστροφή στην εθνική βάση – τουλάχιστον των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων – που θα σημαίνει και μια ανάπαυλα ή στασιμότητα της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε άλλες περιοχές; Θα υπάρξει τέλος των διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου ή πάγωμά τους και επαναδιαπραγμάτευση; Προφανώς αυτή τη στιγμή πέραν της πίεσης ή της στοχοποίησης της Κίνας από τις ΗΠΑ, πιέζεται και η ΕΕ (ακόμη κι αν η Μέρκελ προβάλλει σαν το «αντίπαλο δέος» και παγκόσμιος εξισορροπιστής του Τραμπ στην Ευρώπη), ενώ στην Ανατολή τον ρόλο αυτό αγκομαχεί να αναλάβει η Ιαπωνία.

Στην περιοχή μας τα πράγματα θα αλλάξουν. Ισορροπίες, σύνορα, συμμαχίες, κρατικές οντότητες, εθνικές φιλοδοξίες κλπ. Αυτό βέβαια δεν θα γίνει άμεσα. Θέλει τον χρόνο του, έχει τους ρυθμούς του. Όμως αυτό που δεν θα αλλάξει –γιατί επί της ουσίας δεν αμφισβητείται- είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης αλλά και οι σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και κυριαρχούμενων, στο βαθμό που δεν υπάρχει το πραγματικό αντίπαλο δέος. Η δε περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου θα παραμένει εύφλεκτη και διαρκώς ευάλωτη όσο δεν αναδύονται μαζικά και γνήσια λαϊκά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Η περίπτωση της Συρίας είναι ενδεικτική του κενού αλλά και των καταστροφικών του επιπτώσεων.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία είναι μια ακόμα ρωγμή στην ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που στην Ευρώπη εκφράζεται και συμβολοποιείται με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Προστίθεται στο βρετανικό ΟΧΙ, εμφανίζει παραπλήσια κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Το ιταλικό ΟΧΙ δεν είναι ενα καθαρό όχι στην ευρωζώνη παρόλο που περιέχει και υποστηρίχθηκε απο δυνάμεις που καθαρά θέτουν το ζήτημα της αποχώρησης απο το ευρώ. Είναι όμως μια ρωγμή που μαζί με το BREXIT δημιουργούν πονοκέφαλο στο διευθυντηριο Βερολίνου-Βρυξελλών. Αποτελεί και μια ευκαιρία και για την Ελλαδική μας περίπτωση να αυξηθεί ο προβληματισμός και να τεθεί με διαφορετικούς όρους η αποδέσμευσή μας απο Ευρώ και ΕΕ. Το ιταλικό ΟΧΙ υποστηρίχθηκε από πληβεία ταξικά στρώματα (βλ. Ιταλικό Νότο αλλά και τις εργατικές ομοσπονδίες) ενώ βρήκε αντιμέτωπό του τον ιταλικό σύνδεσμο βιομηχάνων καθώς και όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα (ντόπιο και διεθνές). Ο φόβος μάλιστα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην καρδιά του κτήνους, δηλαδή στο τραπεζικό σύστημα που στην Ιταλία παραπαίει και μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές κρίσιμες καταστάσεις στην ΕΚΤ και βεβαίως σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Οι πολιτικές δυνάμεις του ΟΧΙ δεν είναι ουτε όμοιες ούτε εχουν το ίδιο πρόγραμμα (η ακροδεξιά λίγκα καθως και ο δεξιός Μπερλουσκόνι δεν μοιάζουν σε τίποτα με την ιταλική αριστερά ή τα εργατικά συνδικάτα). Το κεντρικό όμως είναι ότι υπάρχει και καταγράφεται διαρκώς ενας δυναμικός ευρωσκεπτικισμός που ασφυκτιά να εκφραστεί.

Τα ελπιδοφόρα ΟΧΙ των λαών εκφράζουν την υλική, πραγματική βάση που έχει η μαζική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Πολιτικά φαινόμενα σαν την εκλογή Τραμπ ή την εδραίωση Λεπέν πατούν σε αυτή την υλική βάση, δεν έχουν όμως τίποτα το θετικό. Αποτελούν πισωγύρισμα για την εργαζόμενη πλειοψηφία καθώς στέκονται στο έδαφος ενός νεοφιλελευθερισμού των «εθνικών ορίων». Αποτελούν όμως επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης ότι το κενό δεν διαρκεί πολύ, καλύπτεται από κάποιους, αν κάποιοι άλλοι δεν πάρουν τις αναγκαίες και βαθιές πρωτοβουλίες για να το καλύψουν. Σήμερα αναζητείται μια Αριστερά που να μπορεί να αντιληφθεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει θετικές κοινωνικές διεργασίες, να προχωρήσει σε θεωρητική και πολιτική τομή με ένα παρελθόν που βαρύνεται από την αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, να ηγηθεί ενός νέου και πιο ουσιαστικού κύκλου αγώνων ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και στις σχέσεις κυριαρχίας που περιλαμβάνει, γενικεύοντας ταυτόχρονα το θέμα της χρεοκοπίας του καπιταλισμού.

RSFX Austin: Αγωνιστική αλληλεγγύη από το Όστιν ως την Αθήνα. Συνέντευξη με φοιτητές του Revolutionary Student Front.

Συζητάμε με φοιτητές, μέλη του Revolutionary Student Front. Τους είδαμε πρόσφατα σε δυναμικές κινητοποιήσεις στο Πανεπιστήμιο του Austin στο Τέξας, να διοργανώνουν κινητοποιήσεις ενάντια στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Οι κινητοποιήσεις γρήγορα επεκτάθηκαν σε αρκετές πόλεις των ΗΠΑ, ενώ υπήρξε αρκετός κόσμος που ευαισθητοποιήθηκε έστω και μετά τις εκλογές λόγω της ακροδεξιάς ρητορικής του Τραμπ απέναντι σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.

1. Σας είδαμε στο βίντεο να διαδηλώνετε κατά της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Θα θέλαμε καταρχήν να ρωτήσουμε τι είναι το Revolutionary Student Front – Austin. Έχετε σχέσεις με συνδικάτα ή με άλλες φοιτητικές οργανώσεις στις ΗΠΑ; Ποιος είναι ο σκοπός σας;

Το Επαναστατικό Φοιτητικό Μέτωπο είναι μια ευρεία ομάδα αντικαπιταλιστών φοιτητών, που παλεύουν να οικοδομήσουν μια επαναστατική φοιτητική δύναμη στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν. Παρ’ όλο που δεν αποστασιοποιούμαστε από ζητήματα εκτός του πανεπιστημίου και συμμετέχουμε σε διάφορες εξωπανεπιστημιακές ομάδες, ξέρουμε ότι ο ταξικός αγώνας επεκτείνεται και στα πανεπιστήμια και ότι είναι κρίσιμο να οικοδομηθεί μια δύναμη φοιτητών της εργατικής τάξης ενάντια στις πανεπιστημιακές γραφειοκρατίες που δεν ενδιαφέρονται για τους φοιτητές. Ξεκινήσαμε την οργάνωσή μας λιγότερο από 3 μήνες πριν και δεν έχουμε ακόμα επαφές με συνδικάτα εντός των ΗΠΑ. Εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε ισχυρούς και διαρκείς δεσμούς με άλλες επαναστατικές φοιτητικές οργανώσεις σε ολόκληρη τη χώρα όπως η Οργάνωση Προοδευτικής Νεολαίας του Κάνσας και του Σεντ Λούις, 2 οργανώσεις που έχουν κάνει σημαντική δουλειά στη νεολαία και στους φοιτητές και από τους οποίους έχουμε να μάθουμε πολλά. Πάνω απ’ όλα παλεύουμε για τη διεθνή επανάσταση της εργατικής τάξης, τίποτε λιγότερο. Σήμερα παλεύουμε εντός του πανεπιστημίου για να δημιουργήσουμε αυτού του είδους τη μαζική πολιτική βάση ανάμεσα στους φοιτητές που είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας επανάστασης.

2. Περιγράψτε μας λίγο την κατάσταση στις ΗΠΑ. Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι εκλέχτηκε ο Τραμπ; Ποια κομμάτια της κοινωνίας ήταν μαζί με τον Τραμπ και ποια με την Χίλαρυ Κλίντον;

Η Αμερική κρέμεται σήμερα από μια κλωστή. Η εκλογή του Τραμπ συμβολίζει μια μετατόπιση προς τα δεξιά του γενικού πολιτικού φάσματος αλλά ταυτόχρονα έχει φέρει και πολλούς που μέχρι σήμερα κινούνταν στο χώρο της κεντροαριστεράς στη ριζοσπαστική αριστερά και τα αντιφασιστικά κινήματα.

Αυτές οι εκλογές αντιπροσωπεύουν την πάλη μεταξύ δύο αντικρουόμενων στοιχείων της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης, η οποία έχει νιώσει τα τελευταία χρόνια τα κέρδη της και την παγκόσμια ηγεμονία της να απειλούνται. Τόσο ό φασισμός όσο και ο νεοφιλελευθερισμός προέρχονται από την άρχουσα τάξη αλλά ταυτόχρονα ένα μεγάλο κομμάτι της λευκής μεσαίας (μικροί επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες) και εργατικής τάξης της Αμερικής έχει καταλάβει την πλάνη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών και των «συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου» που χειροτέρεψαν τη θέση της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός του Τραμπ κατάφερε να απαντήσει στους φόβους της λευκής εργατικής τάξης ότι το σύστημα των ελίτ δεν δουλεύει γι’ αυτούς, αλλά προφανέστατα με το δραματικό κόστος του να καταστήσει σχεδόν κάθε μειονοτική ομάδα της χώρας αποδιοπομπαίο τράγο. Ο φασισμός είναι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός σε παρακμή και εμφανίζεται εκεί όπου κομμάτια της άρχουσας τάξης αποφασίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ικανή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως ο φασισμός δε μπορεί να ανέβει μόνο μέσω της θέλησης της άρχουσας τάξης, πρέπει να επικαλεστεί μια λαϊκή, μαζική βάση (στη δική μας περίπτωση από τη λευκή εργατική, μεσαία και ανώτερη τάξη), μέσω της προσφοράς βραχυπρόθεσμων λύσεων στα συστημικά προβλήματα που προκαλεί ο καπιταλισμός- αυτές είναι οι ομάδες που κατέχει τη μεγαλύτερη δύναμη στην αμερικανική κοινωνία και φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την εκλογή του Τραμπ. Όπως βλέπετε στους χάρτες, η ψήφος ακολουθεί ξεκάθαρα φυλετικές και έμφυλες γραμμές. Τα κομμάτια εκείνα που προσβάλλονται περισσότερο από την αυξανόμενη απειλή της ακροδεξιάς και του φασισμού ήταν και τα πιο διστακτικά σε μια προεδρία του Τραμπ (παρ’ όλο που αυτό δεν εξισώνεται απαραίτητα και με στήριξη στους Δημοκρατικούς ή στη Χίλαρι). ‘Όλα αυτά τα κομμάτια που αντιμετωπίζουν τις ανερχόμενες απειλές της βίας και της καταπίεσης που θα φέρει ο φασισμός τείνουν να ψηφίζουν την Κλίντον.

3. Αρκετοί στην Ευρώπη θεωρούν ότι το σύστημα στήριξε την Χίλαρυ Κλίντον και ότι η εκλογή Τραμπ ταρακουνάει το σύστημα έχοντας την εντύπωση ότι ο Τραμπ ήταν αντισυστημικός. Ποιες είναι οι σχέσεις του Τραμπ με τις ακροδεξιές οργανώσεις των ΗΠΑ και ποιες οι σχέσεις του με το Αμερικάνικο κεφάλαιο;

Η Κλίντον ήταν η αγαπημένη υποψήφια του καπιταλιστικού νεοφιλελεύθερου συστήματος που τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ έχουν ανεχτεί για δεκαετίες. Ο Τραμπ, που αντιπροσωπεύει την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, ήταν περισσότερο ο υποψήφιος ενός άλλου κομματιού της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης που προκαλεί τον παλιό τρόπο διαχείρισης του συστήματος, όχι το ίδιο το σύστημα. Αυτό το κομμάτι της άρχουσας τάξης, στηριζόμενο και από τις λευκές μάζες, έχει αναγνωρίσει τη χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού και έχει αποφασίσει ότι είναι προς όφελος του κεφαλαίου το να εγκαταλείψει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και να αγκαλιάσει μια φασιστική δικτατορία με βάση το φύλο σαν λύση στην μείωση της ιμπεριαλιστικής της δύναμης παγκοσμίως. Πολλές βιομηχανίες ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια στη στήριξη της Κλίντον, η οποία θεωρήθηκε σχεδόν σίγουρη νικήτρια και που αντιπροσωπεύει τη συνέχιση του «μια από τα ίδια». Ξόδεψαν τα χρήματά τους στον να τη στηρίξουν όχι απαραίτητα γιατί συμφωνούσαν ότι η Κλίντον είναι καλύτερη για το κεφάλαιο από τον Τραμπ, αλλά επειδή την είδαν ως την πιο πιθανή υποψήφια που θα πρόσφερε στις επιχειρήσεις πολιτικές χάρες για να εκλεγεί. Μια προεδρία του Τραμπ θα πείσει πιθανότατα το σύνολο των Αμερικανών καπιταλιστών ότι ο πιο επικερδής δρόμος μπροστά είναι μέσω του φασισμού, άσχετα από τις τρομακτικές συνέπειες που έχει για τις γυναίκες, τους Ισπανόφωνους πληθυσμούς, τους μουσουλμάνους, τις έγχρωμες κοινότητες.

austin 3

4. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη μέρα για την Αμερική όσον αφορά την οικονομία αλλά και όσον αφορά τις διεθνείς της σχέσεις με την Ευρώπη, την Ρωσία και την Μέση Ανατολή;

Είναι δύσκολο να πούμε ακριβώς, κυρίως επειδή ο Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να παίρνει πίσω τις υποσχέσεις του. Σχετικά με την Ευρώπη, πιστεύω ότι οι σχέσεις μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ θα δυσκολέψουν με μια προεδρία του Τραμπ. Ο μύθος του φασισμού είναι πάντα αυτός του ατομικιστή “ήρωα” και η άνοδός του θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να δρουν μονομερώς και χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη καμία συμφωνία με άλλες καπιταλιστικές- ιμπεριαλιστικές χώρες. Με τη Ρωσία και την κατάσταση στη Συρία, περιέργως, φαίνεται ότι μια προεδρία της Κλίντον θα μας είχε φέρει πιο κοντά στη διαμάχη ενώ ο Τραμπ, τουλάχιστον στα λόγια, είναι αφοσιωμένος στη λογική του «κάτω τα χέρια», επιτρέποντας στη Συριακή και τη Ρωσική κυβέρνηση να προχωρήσουν μπροστά όπως συνήθως.

5. Πολλοί λένε ότι αν ήταν επικεφαλής των Δημοκρατικών ο Μπέρνι Σάντερς, τότε ο Τραμπ δεν θα είχε εκλεγεί. Συμφωνείτε με αυτό; Ποια είναι η γνώμη σας για τον Μπέρνι Σάντερς;

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια των δημοκρατικών προκριματικών φαίνεται ότι η εκτίμηση αυτή είναι σωστή. Μια μάχη μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού αντί δεξιού λαϊκισμού και νεοφιλελευθερισμού θα ήταν πολύ πιο δίκαιη. Ο Μπέρνι Σάντερς, ενώ ήταν ανώτερος και από τους δύο υποψήφιους των εκλογών, συνεχίζει να έχει πολλά σημαντικά μειονεκτήματα, κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και στην περίπτωση μιας προεδρίας του Σάντερς, όμως, δεν πιστεύουμε ότι πολλές από τις υποσχόμενες προτάσεις του όπως το να καταργήσει τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια θα γίνονταν πολιτικές που επέτρεπε η αμερικανική άρχουσα τάξη να περάσουν, ιδιαίτερα με τόσα άλλα κομμάτια του κρατικού μηχανισμού να παραμένουν Ρεπουμπλικανικά. Πιστεύουμε το ίδιο και για τους υποψήφιους των τρίτων κομμάτων όπως την Τζιλ Στάιν του Πράσινου Κόμματος: ανεξάρτητα από το πόση οργανωτική ενέργεια δαπανείται για να τους κάνει ικανούς να κερδίσουν τις εκλογές, υπάρχει πάντα μια ολόκληρη κυβερνητική γραφειοκρατία που τους περιβάλει που θα εμποδίσει τις προσπάθειες οποιουδήποτε πολιτικού που απειλεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Το να πεισθεί ο λαός να ψηφίσει τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές ή το τους Πράσινους θα οδηγήσει απλά την εργατική τάξη στην παγίδα της εκλογικής πολιτικής, την οποία τόσοι πολλοί έχουν απορρίψει επειδή γνωρίζουν ότι το σύστημα δεν λειτουργεί για τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα από το ποιος διοικεί. Εδώ βλέπουμε πως θα ήταν ο εκλογικός χάρτης εάν το «δεν ψηφίζω» ήταν υποψήφιος

austin 5

6. Ποια είναι τα πλάνα σας για το επόμενο διάστημα; Τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει;

Βλέποντας την εκλογή του Τραμπ ως ενδεικτική της ακροδεξιάς τάσης που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε να αυξάνετε τα επόμενα χρόνια, γνωρίζουμε ότι η απειλή του φασισμού είναι πραγματική. Ομάδες όπως οι «Alt-right»και οι «White Lives Matter» καθώς και διάφορες νεοναζιστικές ομάδες αισθάνονται όλο και πιο άνετα στο να εκφράζουν τις ιδέες τους δημόσια και τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης και οι ιδέες τις ελεύθερης έκφρασης δεν θα διστάσουν να δώσουν στους φασίστες βήμα. Αν και είχαμε ξεκινήσει μια αντιφασιστική καμπάνια πριν ακόμα από την εκλογή του Τραμπ, η ανάγκη του να δημιουργηθεί ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο είναι σήμερα ένα από τα καθήκοντα που ιεραρχούνται ψηλά στις οργανωτικές μας προσπάθειες. Η πάλη ενάντια στον φασισμό δεν μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων αριστερών. Αφού ο φασισμός είναι ένα μαζικό λαϊκό κίνημα που κινείται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από μας, θα πρέπει να στοχεύσουμε στο να οικοδομήσουμε το δικό μας μαζικό κίνημα. Εμείς ως επαναστατική αριστερή ομάδα θα πρέπει να δώσουμε απαντήσεις στα καυτά ερωτήματα που αφορούν το λαό και μέσω μιας σωστής καθοδήγησης να τους φέρουμε στην επαναστατική πολιτική και να τους δεσμεύσουμε όχι μόνο στην πάλη ενάντια στο φασισμό αλλά στην οικοδόμηση της λαϊκής δύναμης, ικανής να φέρει την επανάσταση.

Παραθέτοντας ένα κομμάτι από ένα πρόσφατο κείμενο σχετικά με τον αντιφασισμό των στενών συντρόφων μας της Κόκκινης Φρουράς του Όστιν υπό τον τίτλο «Δεν θα πέσει αν δεν χτυπήσεις»:

«Για να εδραιώσει ο αντιφασισμός τη λαϊκή βάση του στο λαό, οι λαϊκές ανάγκες και τα συμφέροντα θα πρέπει να παραμένουν στο κέντρο. Θα πρέπει να είμαστε όπου ο λαός μας χρειάζεται και να τον υπηρετούμε με την καρδιά μας. Αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει σε ολόκληρη τη χώρα. Μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, βασισμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιοχής, εάν (η περιοχή) είναι κομμάτι εργατικών αγώνων, εάν οργανώνεται ενάντια στις περικοπές των επιδομάτων ή αν συλλέγει ρούχα και τρόφιμα για εργατικές κοινότητες. Όλα αυτά τα μέτωπα, ανεξάρτητα από το που βρίσκονται, πρέπει να θεωρηθούν κομμάτι της αντιφασιστικής μας δουλειάς και πρέπει να προσανατολίσει την τακτική μας. Είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε αυτή τη δουλειά προτού ο φασιστικός λαϊκισμός εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο».

Αναφέρονται επίσης στις ταχτικές ομάδων όπως η Χρυσή Αυγή στο να οικειοποιούνται αυτόν τον τρόπο δουλειάς για να υπηρετήσουν τους αντιδραστικούς σκοπούς τους. Σας συστήνω να διαβάσετε και να αναφερθείτε στο έργο τους (An analysis of the growing fascist trends in the United States), που δίνει αρκετές πληροφορίες για την ανάλυσή μας σχετικά με τον φασισμό και τα καθήκοντα που θα πρέπει να αναλάβουμε το προσεχές διάστημα.

Ευχαριστούμε για τον χρόνο σας και για τη δουλειά σας στο να διαδώσετε το κείμενό μας στα ελληνικά μέσα.

Αγωνιστική αλληλεγγύη από το Όστιν ως την Αθήνα

Περίοδος ευκαιριών αλλά και τεράτων

Η ιδεολογική και πολιτική παρακμή –που η βάση της βρίσκεται κυρίως στη μόνιμη απειλή της οικονομικής κρίσης– του δυνατού καπιταλισμού των ΗΠΑ και της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης γεννά τα φαινόμενα Τραμπ, που τόσο πολύ πανικοβάλλουν το «δυτικό πολιτισμό» όπως αυτό φάνηκε καθαρά από το σάστισμα, το πάγωμα και την έκδηλη έκπληξη των ηγετών της ΕΕ –και όχι μόνο.

Οι συνθήκες που γέννησαν το φαινόμενο Τραμπ –και εκφράζονται με διαφορετικές όψεις– αφορούν ένα γενικευμένο κατηγορώ, δυσαρέσκεια και οργή εναντίον του «κατεστημένου» που υπονομεύει δικαιώματα, περιθωριοποιεί περιοχές του κόσμου, καταστρέφει τη ζωή πολλών κοινωνικών στρωμάτων και κατηγοριών. Αφορούν την «αόρατη» εναντίωση στον δογματικό, κυνικό παγκοσμιοποιημένο μονόδρομο.

Ο Τραμπ βεβαίως είναι του συστήματος –μόνο που εμφανίστηκε και φαντάζει διαφορετικός. Ίσως μάλιστα, να επιφέρει αλλαγές στρατηγικής έξω από τις ΗΠΑ, να επιβάλει εκ των πραγμάτων μια άλλη τάξη πραγμάτων.

Ο Τραμπ, το BREXIT, ο αναπτυσσόμενος ευρωσκεπτικισμός είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος που έχει το όνομα «αλλαγή». Ζούμε σε εποχές αλλαγών και ανατροπών. Το πρόσημο της αλλαγής εξαρτάται από το ποιος έχει ή ποιος κατακτά την ηγεμονία. Το στοίχημα για την πραγματική αριστερά στην Ελλάδα είναι να γίνει αυτή ο φορέας αλλαγής και ρήξης με την παγκοσμιοποίηση, ρήξης δηλαδή με το ευρωσύστημα, να γίνει αυτή ο φορέας μιας άλλης πολιτικής γλώσσας επικοινωνίας και έκφρασης όλων των εργαζόμενων και της νεολαίας που σήμερα αισθάνονται σαν περιττοί.

Ο ιμπεριαλισμός στον 21ο αιώνα

Εισαγωγή

Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και η μετατόπισή της σε χώρες με χαμηλούς μισθούς είναι ο σημαντικότερος και δυναμικότερος μετασχηματισμός της νεοφιλελεύθερης εποχής. Η βασική κινητήρια δύναμή της είναι αυτό που ορισμένοι οικονομολόγοι αποκαλούν “παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ”: οι προσπάθειες των επιχειρήσεων στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν τα κέρδη τους αντικαθιστώντας την υψηλότερα αμειβόμενη εγχώρια εργασία με φθηνότερη ξένη εργασία, που επιτυγχάνεται είτε μέσω της μετανάστευσης της παραγωγής (“εξωτερική ανάθεση”, όπως χρησιμοποιείται εδώ) είτε μέσω της μετανάστευσης εργαζομένων. Η μείωση των δασμών και η άρση των φραγμών στις ροές κεφαλαίων έχουν ωθήσει τη μετανάστευση της παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, αλλά η στρατιωτικοποίηση των συνόρων και η αυξανόμενη ξενοφοβία είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα στη μετανάστευση εργαζομένων από αυτές τις χώρες – όχι σταματώντας την εντελώς, αλλά αναστέλλοντας τη ροή της και ενισχύοντας το ευάλωτο, δευτεροκλασάτο καθεστώς των μεταναστών. Ως αποτέλεσμα, τα εργοστάσια διασχίζουν ελεύθερα τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και περνούν με ευκολία μέσα από τα τείχη της Ευρώπης-Φρούριο, όπως και τα εμπορεύματα που παράγονται σε αυτά και οι καπιταλιστές που τα κατέχουν, αλλά οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτά δεν έχουν κανένα δικαίωμα διέλευσης. Αυτή είναι μια παρωδία της παγκοσμιοποίησης – ένας κόσμος χωρίς σύνορα για τα πάντα και τους πάντες, εκτός από τους εργαζόμενους.

Οι παγκόσμιες μισθολογικές διαφορές, που σε μεγάλο βαθμό προκύπτουν από την καταστολή της ελεύθερης μετακίνησης της εργασίας, παρέχουν μια στρεβλή αντανάκλαση των παγκόσμιων διαφορών στο ποσοστό εκμετάλλευσης (απλά, η διαφορά μεταξύ της αξίας που παράγεται από τους εργαζόμενους και αυτού που πληρώνονται). Η μετατόπιση της παραγωγής προς το νότο σημαίνει ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία, η αξία των πάσης φύσεως χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από αυτά τα κέρδη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αυτών των εθνών έχουν εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα υψηλότερα ποσοστά εκμετάλλευσης των εργαζομένων στα λεγόμενα “αναδυόμενα έθνη”. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πρέπει επομένως να αναγνωριστεί ως ένα νέο, ιμπεριαλιστικό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου ο “ιμπεριαλισμός” ορίζεται από την οικονομική του ουσία: την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας του Νότου από τους καπιταλιστές του Βορρά.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της παγκόσμιας μετατόπισης της παραγωγής σε έθνη με χαμηλούς μισθούς και προσδιορίζεται το βασικό χαρακτηριστικό της: η ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση[1]- το δεύτερο μέρος προσπαθεί να το εξηγήσει αυτό με όρους της θεωρίας της αξίας του Μαρξ, αρχικά με μια επίσκεψη στη συζήτηση στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 μεταξύ της θεωρίας της εξάρτησης και των “ορθόδοξων” μαρξιστών επικριτών της, στη συνέχεια με έναν προβληματισμό σχετικά με τη θεωρία του Β.Ι. Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, και καταλήγει με μια κριτική επανάγνωση του Κεφαλαίου του Μαρξ.

Μέρος πρώτο: Παγκοσμιοποίηση και ιμπεριαλισμός

Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των παραγωγών

Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής αντανακλάται σε μια τεράστια επέκταση της δύναμης και της εμβέλειας των πολυεθνικών εταιρειών, με τη μεγάλη πλειοψηφία να ανήκει σε καπιταλιστές που κατοικούν σε ιμπεριαλιστικές χώρες. Η UNCTAD (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη) εκτιμά ότι “περίπου το 80% του παγκόσμιου εμπορίου… συνδέεται με τα διεθνή δίκτυα παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών”, είτε ως εσωτερικές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), είτε ως “σχέσεις μεταξύ των “ηγετικών επιχειρήσεων” και των τυπικά ανεξάρτητων προμηθευτών τους2.

Η εκβιομηχάνιση με εξαγωγικό προσανατολισμό (ή, από μια βόρεια οπτική γωνία, η “εξωτερική ανάθεση”) είναι η μόνη καπιταλιστική επιλογή για τις φτωχές χώρες που δεν είναι προικισμένες με άφθονους φυσικούς πόρους. Υπό την αιγίδα της, το μερίδιο των “αναπτυσσόμενων χωρών” στις παγκόσμιες βιομηχανικές εξαγωγές αυξήθηκε από περίπου 5% στην περίοδο πριν από την παγκοσμιοποίηση σε σχεδόν 30% μέχρι την αλλαγή της χιλιετίας (βλ. Διάγραμμα 1), ενώ το μερίδιο των βιομηχανικών αγαθών στις εξαγωγές του Νότου τριπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δέκα χρόνια, σταθεροποιούμενο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε πάνω από 60%. Το Διάγραμμα 2 δείχνει αυτή τη δραματική μεταμόρφωση από την οπτική γωνία των ιμπεριαλιστικών χωρών. Το 1970, μόλις το 10% των εισαγωγών τους σε βιομηχανικά προϊόντα προερχόταν από τον λεγόμενο τότε Τρίτο Κόσμο- μέχρι την αλλαγή της χιλιετίας, το μερίδιο αυτό -από ένα πολύ διευρυμένο σύνολο- είχε πενταπλασιαστεί3.

Διάγραμμα 1. Μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών στις παγκόσμιες εξαγωγές μεταποιημένων αγαθών

Chart 1. Share of Developing Nations in World Exports of Manufactured Goods

Πηγή: UNCTAD Statistical Handbook, http://unctadstat.unctad.org

Διάγραμμα 2. Μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών στις εισαγωγές μεταποιημένων αγαθών των αναπτυγμένων χωρών

Chart 2. Share of Developing Nations in Manufactured Goods Imports of Developed Nations

Πηγή: UNCTAD Statistical Handbook, http://unctadstat.unctad.org

Η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία το καταδεικνύει περίτρανα αυτό. Το 1995 εισήγαγε τετραπλάσια προστιθέμενη αξία που σχετίζεται με τα αυτοκίνητα από τον Καναδά σε σχέση με το Μεξικό, μόλις 10% περισσότερο το 2005, και, μέχρι το 2009, το Μεξικό ήταν η πηγή 48% περισσότερης προστιθέμενης αξίας από τον Καναδά.4 Η μετεγκατάσταση των διαδικασιών παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντική για τις ευρωπαϊκές και ιαπωνικές επιχειρήσεις όσο και για τους βορειοαμερικανικούς ανταγωνιστές τους. Μια μελέτη για το εμπόριο ΕΕ-Κίνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “η δυνατότητα μεταφοράς των δραστηριοτήτων παραγωγής και συναρμολόγησης με μεγαλύτερη ένταση εργασίας στην Κίνα παρέχει στις δικές μας εταιρείες την ευκαιρία να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον”, ενώ “οι ιαπωνικές εταιρείες ηλεκτρονικών ειδών συνεχίζουν να ευημερούν στις αμερικανικές αγορές ακριβώς επειδή έχουν μεταφέρει τις γραμμές συναρμολόγησης στην Κίνα “5.

Το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά ιδιότυπη δομή του παγκόσμιου εμπορίου, στην οποία οι επιχειρήσεις του Βορρά ανταγωνίζονται άλλες επιχειρήσεις του Βορρά, η επιτυχία τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να μειώνουν το κόστος με την ανάθεση της παραγωγής σε εξωτερικούς συνεργάτες- και οι επιχειρήσεις σε χώρες με χαμηλούς μισθούς ανταγωνίζονται έντονα μεταξύ τους, όλες επιδιώκοντας να ασκήσουν το ίδιο “συγκριτικό πλεονέκτημα”, δηλαδή το πλεόνασμα των ανέργων τους που αναζητούν απεγνωσμένα εργασία. Αλλά οι επιχειρήσεις του Βορρά δεν ανταγωνίζονται γενικά τις επιχειρήσεις του Νότου.6 Αυτό το απλό, συχνά παραγνωρισμένο γεγονός ισχύει προφανώς για τις σχέσεις μεταξύ των μητρικών εταιρειών και των εξ ολοκλήρου θυγατρικών τους (δηλαδή των ΑΞΕ), αλλά όχι λιγότερο για την όλο και περισσότερο ευνοούμενη σχέση “σε απόσταση αναπνοής”: μεταξύ της Primark και των προμηθευτών της στο Μπαγκλαντές, και μεταξύ της General Motors και των μεξικανικών εταιρειών που κατασκευάζουν όλο και περισσότερα εξαρτήματά της, η σχέση είναι συμπληρωματική, όχι ανταγωνιστική, ακόμη και αν είναι εξαιρετικά άνιση. Υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις, και πράγματι αυτή η ιδιότυπη δομή είναι γεμάτη αντιφάσεις, αλλά το γενικό μοτίβο είναι σαφές: υπάρχει ανταγωνισμός Βορρά-Βορρά και λυσσαλέος ανταγωνισμός Νότου-Νότου που λαμβάνει διαστάσεις αγώνα δρόμου προς τον πάτο, αλλά υπάρχει γενική απουσία ανταγωνισμού Βορρά-Νότου, δηλαδή μεταξύ των επιχειρήσεων. Εν τω μεταξύ, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό σε όλο το παγκόσμιο μισθολογικό χάσμα, μισθολογική καταπίεση και επιταχυνόμενη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ σε όλες τις χώρες.

Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής έχει μετασχηματίσει όχι μόνο την παραγωγή εμπορευμάτων αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις γενικά, και ιδιαίτερα την κοινωνική σχέση που ορίζει τον καπιταλισμό: τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία είναι όλο και περισσότερο μια σχέση μεταξύ του βόρειου κεφαλαίου και της εργασίας του νότου. Η τεράστια αύξηση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού στις “αναπτυσσόμενες” χώρες απεικονίζεται στο Διάγραμμα 3, το οποίο αποκαλύπτει ότι, το 2010, το 79%, ή 541 εκατομμύρια, των βιομηχανικών εργατών του κόσμου ζούσαν σε “λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές”. Αυτό είναι αυξημένο από 34% το 1950 και 53% το 1980 -σε σύγκριση με τα 145 εκατομμύρια βιομηχανικούς εργάτες, ή 21% του συνόλου, που το 2010 ζούσαν σε ιμπεριαλιστικές χώρες.

Διάγραμμα 3. Παγκόσμιο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό

Chart 3. Global Industrial Workforce

Ωστόσο, με τη μερική εξαίρεση της Κίνας -μια ειδική περίπτωση λόγω της πολιτικής του “ενός παιδιού”, της εξαιρετικά ταχείας ανάπτυξης και της ακόμη μη ολοκληρωμένης μετάβασης από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό- καμία οικονομία του Νότου δεν αναπτύχθηκε αρκετά γρήγορα ώστε να προσφέρει θέσεις εργασίας στα εκατομμύρια των νέων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας και στα εκατομμύρια που εγκαταλείπουν τη φτώχεια στην ύπαιθρο.

“Παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ” – βασικός μοχλός της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής

Με τον ξεριζωμό εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών και αγροτών στις χώρες του Νότου από τους δεσμούς τους με τη γη και τις θέσεις εργασίας τους στις προστατευόμενες εθνικές βιομηχανίες, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιτάχυνε την επέκταση μιας τεράστιας δεξαμενής υπερεκμεταλλεύσιμης εργασίας. Η καταστολή της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού αλληλεπίδρασε με αυτή την εξαιρετικά αυξημένη προσφορά και προκάλεσε μια δραματική διεύρυνση των διεθνών μισθολογικών διαφορών, οι οποίες, σύμφωνα με τους ερευνητές της Παγκόσμιας Τράπεζας, “υπερβαίνουν κάθε άλλη μορφή χάσματος τιμών που προκαλείται από τα σύνορα κατά μια τάξη μεγέθους ή και περισσότερο”.7 Η απότομη μισθολογική διαβάθμιση παρέχει δύο διαφορετικούς τρόπους στους καπιταλιστές του Βορρά να αυξήσουν τα κέρδη τους – μέσω της μετανάστευσης της παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς ή της μετανάστευσης εργαζομένων από τις χώρες αυτές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έκανε αυτή τη σύνδεση με μεγάλη ακρίβεια: “Η παγκόσμια δεξαμενή εργατικού δυναμικού μπορεί να προσεγγιστεί από τις προηγμένες οικονομίες μέσω των εισαγωγών και της μετανάστευσης”, παρατηρώντας σημαντικά ότι, “το εμπόριο είναι ο πιο σημαντικός και ταχύτερα επεκτεινόμενος δίαυλος, σε μεγάλο βαθμό επειδή η μετανάστευση παραμένει πολύ περιορισμένη σε πολλές χώρες “8.

Αυτό που το ΔΝΤ αποκαλεί “πρόσβαση στην παγκόσμια δεξαμενή εργατικού δυναμικού”, άλλοι το έχουν ονομάσει “παγκόσμιο αρμπιτράζ εργατικού δυναμικού”, του οποίου το βασικό χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τον Stephen Roach, είναι η υποκατάσταση “εργαζομένων με υψηλούς μισθούς εδώ με εργαζόμενους ίδιας ποιότητας και χαμηλούς μισθούς στο εξωτερικό”.9 Ο Roach, τότε επικεφαλής των ασιατικών δραστηριοτήτων της Morgan Stanley, υποστήριξε ότι “μια μοναδική και ισχυρή συμβολή τριών μεγα-τάσεων οδηγεί το παγκόσμιο αρμπιτράζ”. Αυτές είναι “η ωρίμανση των υπεράκτιων πλατφορμών εξωτερικής ανάθεσης…. η συνδεσιμότητα με βάση την ηλεκτρονική τεχνολογία…[και] ο έλεγχος του κόστους”.10 Από αυτά, ο “έλεγχος του κόστους”, δηλαδή οι χαμηλότεροι μισθοί, είναι “ο καταλύτης που ζωντανεύει το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ”. Επεκτείνοντας το θέμα αυτό, ο Roach εξηγεί ότι,

Σε μια εποχή πλεονάζουσας προσφοράς, οι εταιρείες στερούνται μόχλευσης τιμολόγησης όσο ποτέ άλλοτε. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι ανυποχώρητες στην αναζήτησή τους για νέες αποδοτικότητες. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κύρια εστίαση αυτών των προσπαθειών είναι η εργασία, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής στον ανεπτυγμένο κόσμο…. Κατά συνέπεια, η υπεράκτια εξωτερική ανάθεση που αποσπά το προϊόν από σχετικά χαμηλόμισθους εργαζόμενους στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει γίνει μια όλο και πιο επείγουσα τακτική επιβίωσης για τις εταιρείες στις ανεπτυγμένες οικονομίες.11

Αυτή είναι μια πολύ πλουσιότερη περιγραφή της κινητήριας δύναμης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από αυτήν που προσφέρεται παραπάνω από τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, ωστόσο, γιατί ο Roach λέει “εξαγωγή προϊόντος” αντί για “εξαγωγή αξίας” -οι καπιταλιστές, άλλωστε, δεν ενδιαφέρονται για το προϊόν της εργασίας αλλά για την αξία που περιέχεται σε αυτό. Η απάντηση, υποψιαζόμαστε, είναι ότι η “εξαγωγή αξίας” θα καθιστούσε ακόμη πιο σαφές ότι αυτοί οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι δημιουργούν περισσότερο πλούτο από ό,τι λαμβάνουν σε μισθούς, με άλλα λόγια ότι τους εκμεταλλεύονται – μια αιρετική αντίληψη για έναν mainstream οικονομολόγο. Η παρατήρηση του Roach εγείρει επίσης το ερώτημα – πώς ακριβώς “οι εταιρείες στις ανεπτυγμένες οικονομίες” “εξάγουν προϊόν” από τους εργαζόμενους στο Μπαγκλαντές, την Κίνα και αλλού; Η μόνη ορατή συνεισφορά αυτών των εργαζομένων στην τελική γραμμή των επιχειρήσεων στις “ανεπτυγμένες οικονομίες” είναι η ροή των επαναπατριζόμενων κερδών από τις ΑΞΕ, αλλά ούτε μια δεκάρα από τα κέρδη της H&M ή της General Motors δεν μπορεί να εντοπιστεί στους ανεξάρτητους προμηθευτές τους στο Μπαγκλαντές ή στο Μεξικό- όλα αυτά εμφανίζονται αντίθετα ως προστιθέμενη αξία από τις δικές τους δραστηριότητες. Αυτό το αίνιγμα, ανεξήγητο για την επικρατούσα οικονομική θεωρία και συνεπώς αγνοούμενο, μπορεί να επιλυθεί μόνο με τον επαναπροσδιορισμό της προστιθέμενης αξίας ως αξία που συλλαμβάνεται- με άλλα λόγια, η “προστιθέμενη αξία” μιας επιχείρησης δεν αντιπροσωπεύει την αξία που έχει παραχθεί, αλλά το μέρος της συνολικής, οικονομικής αξίας που καταφέρνει να συλλάβει μέσω της ανταλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της αξίας που αποσπάται από τη ζωντανή εργασία σε μακρινές χώρες. Η σύλληψη αξίας όχι μόνο δεν ταυτίζεται με τη δημιουργία αξίας, όπως ισχυρίζεται η κυρίαρχη θεωρία, αλλά δεν υπάρχει και καμία συσχέτιση μεταξύ τους – οι τράπεζες, για παράδειγμα, δεν παράγουν αξία, αλλά συλλαμβάνουν μεγάλο μέρος της. Δεδομένου ότι το ΑΕΠ μιας χώρας δεν είναι τίποτε άλλο από το άθροισμα της προστιθέμενης αξίας των επιχειρήσεών της, οι στατιστικές του ΑΕΠ συστηματικά μειώνουν την πραγματική συμβολή των χωρών του Νότου στον παγκόσμιο πλούτο και υπερβάλλουν εκείνη των “ανεπτυγμένων” χωρών, συγκαλύπτοντας έτσι την όλο και πιο παρασιτική, εκμεταλλευτική και ιμπεριαλιστική σχέση μεταξύ τους. Αυτό το ονομάζω ψευδαίσθηση του ΑΕΠ.12

Μέρος δεύτερο: Θεωρίες εκμετάλλευσης

Η θεωρία της εξάρτησης και οι επικριτές της

Η πρώτη και τελευταία διαρκής προσπάθεια θεμελίωσης της θεωρίας του ιμπεριαλισμού πάνω στη θεωρία της αξίας του Μαρξ ήταν η συζήτηση για την εξάρτηση στις δεκαετίες του 1960 και του ’70. Η άνοδος της “θεωρίας της εξάρτησης”, η οποία προσπάθησε να εξηγήσει την επιμονή της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης μετά τη διάλυση των εδαφικών αυτοκρατοριών, εμπνεύστηκε από τους αντιαποικιακούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες που σάρωσαν την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η θεωρία της εξάρτησης κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα, από σοσιαλδημοκράτες και αστούς εθνικιστές όπως ο Αργκίρι Εμμανουήλ και ο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο (μετέπειτα νεοφιλελεύθερος πρόεδρος της Βραζιλίας), οι οποίοι επιθυμούσαν να απομακρύνουν τα εμπόδια για την ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη στον Νότο, μέχρι μαρξιστές όπως ο Σαμίρ Αμίν και ο Ρουί Μάουρο Μαρίνι, οι οποίοι υποστήριξαν με διαφορετικούς τρόπους ότι ο καπιταλισμός, όντας εγγενώς ιμπεριαλιστικός, είναι ο ίδιος το εμπόδιο – και ορισμένοι, κυρίως ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα, προχώρησαν πέρα από τη θεωρητική κριτική και ηγήθηκαν επαναστατικών αγώνων ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους εγχώριους λακέδες του. Αυτό που είχε κοινό αυτό το ποικιλόμορφο σύνολο ρεφορμιστών και επαναστατών ήταν, πρώτον, η αναγνώριση ότι η “άνιση ανταλλαγή” μεταξύ των ανεπτυγμένων ιμπεριαλιστικών εθνών και αυτού που ήταν τότε γνωστό ως τρίτος κόσμος (η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της αποτελούσαν τον δεύτερο κόσμο) έχει ως αποτέλεσμα μια μεγάλης κλίμακας μεταφορά πλούτου από τα δεύτερα προς τα πρώτα- και, δεύτερον, ότι οι μεγάλες και αυξανόμενες διαφορές στους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο μεταξύ των εργαζομένων στα ιμπεριαλιστικά και στα κυριαρχούμενα έθνη αντανακλούν τη μεγάλη διεθνή απόκλιση στο ποσοστό εκμετάλλευσης (η θεωρητική συμβολή του Marini ήταν ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά το δεύτερο από αυτά).

Το συμπέρασμα -ότι ο τόπος του αγώνα για το σοσιαλισμό είχε, τουλάχιστον προσωρινά, μετακινηθεί από τις ιμπεριαλιστικές εστίες προς τα υποτελή έθνη- προκάλεσε την αντίσταση των “ορθόδοξων” μαρξιστών με έδρα την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο πλούτος που εξάγεται από την περιφέρεια ήταν περιφερειακής σημασίας και οι οποίοι αρνούνταν εντελώς ότι οι εργάτες και οι αγρότες υφίσταντο πιο εντατική εκμετάλλευση στο Νότο απ’ ό,τι στο Βορρά. Έτσι, στην ανταλλαγή απόψεων με τον Αμίν το 1979, ο Τζον Γουίκς και η Ελίζαμπεθ Ντορ υποστήριξαν ότι: “Εφόσον στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη, δεν είναι προφανές ότι το υψηλό βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις χώρες αυτές συνεπάγεται ότι η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων που συνθέτουν αυτό το βιοτικό επίπεδο είναι επίσης υψηλότερη. “13 Ο Charles Bettelheim ήταν λιγότερο επιφυλακτικός, υποστηρίζοντας στην κριτική του στο βιβλίο του Emmanuel Ανισότιμη Ανταλλαγή ότι “όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο περισσότερο εκμεταλλεύονται οι προλετάριοι”.14 Ο Nigel Harris υποστήριξε ομοίως ότι, “εφόσον τα άλλα πράγματα είναι ίσα, όσο υψηλότερη είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο υψηλότερο είναι το εισόδημα που καταβάλλεται στον εργάτη (αφού το κόστος αναπαραγωγής του είναι υψηλότερο) και τόσο περισσότερο τον εκμεταλλεύονται – δηλαδή, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της παραγωγής του εργάτη [που] ιδιοποιείται από τον εργοδότη”.15

Η θεωρία της εξάρτησης ανέτειλε και κατέρρευσε στην περίοδο πριν από τη νεοφιλελεύθερη εποχή, μια εποχή κατά την οποία οι “αναπτυσσόμενες χώρες” εξήγαγαν πρώτες ύλες και εισήγαγαν βιομηχανικά προϊόντα και κατά την οποία η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής ήταν ακόμη στο αυγό. Κατά ειρωνικό τρόπο, η εκκόλαψη αυτού του αυγού -η ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη με εξαγωγικό προσανατολισμό στη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν τη δεκαετία του 1970- εξηγεί εν μέρει γιατί, σύμφωνα με τα λόγια του Gary Howe, “η ίδια η θεωρία της εξάρτησης άρχισε να παραπαίει”, καθώς αυτές οι πρώτες περιπτώσεις βιομηχανικής απογείωσης φάνηκε να διαψεύδουν την επιμονή της ότι η ιμπεριαλιστική κυριαρχία εμπόδιζε τη βιομηχανική ανάπτυξη στο Νότο.16

Παρ’ όλα αυτά, η θεωρία της εξάρτησης παραμένει βασικό σημείο αναφοράς για τις προσπάθειες ανάπτυξης μιας θεωρίας του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Οι μετασχηματισμοί της νεοφιλελεύθερης εποχής έχουν υπονομεύσει θανάσιμα το ευρωμαρξιστικό επιχείρημα. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς είναι περιφερειακής σημασίας, οπότε η απάντηση των ευρωμαρξιστών ήταν να το αγνοήσουν εντελώς και να αφήσουν τη μελέτη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας και των δικτύων παραγωγής στους αστούς κοινωνικούς επιστήμονες. Εν τω μεταξύ, το επιχείρημά τους ότι η υψηλότερη παραγωγικότητα στον Βορρά σημαίνει ότι οι υψηλότεροι μισθοί συνάδουν με υψηλότερα ποσοστά εκμετάλλευσης έχει αναιρεθεί από ένα απλό γεγονός: τα αγαθά που καταναλώνονται από τους εργαζόμενους στον Βορρά παράγονται, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, από τη χαμηλόμισθη εργασία του Νότου. Είναι η παραγωγικότητά τους, οι μισθοί τους που καθορίζουν ουσιαστικά τα επίπεδα κατανάλωσης και το ποσοστό εκμετάλλευσης στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Παρόλα αυτά, αυτά τα ευρωμαρξιστικά επιχειρήματα συνεχίζουν να προβάλλονται μέχρι σήμερα. Έτσι, ο Άλεξ Καλλίνικος υποστηρίζει ότι “το κρίσιμο λάθος της θεωρίας της εξάρτησης είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη τη σημασία των υψηλών επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας στις προηγμένες οικονομίες”, ενώ ο Τζόζεφ Τσουνάρα πιστεύει ότι “είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι σε χώρες όπως η Ινδία ή η Κίνα υφίστανται μεγαλύτερη εκμετάλλευση από εκείνους σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Βρετανία “17.

Ωστόσο, τα ακραία ποσοστά εκμετάλλευσης στα εργοστάσια ενδυμάτων του Μπαγκλαντές, στις κινεζικές γραμμές παραγωγής και στα ορυχεία πλατίνας της Νότιας Αφρικής είναι ένα χειροπιαστό, άμεσα παρατηρήσιμο γεγονός, το οποίο βιώνουν καθημερινά με σάρκα και οστά εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζόμενοι σε χώρες με χαμηλούς μισθούς. “Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα δόγμα αλλά ένα κίνημα- δεν ξεκινάει από αρχές αλλά από γεγονότα”, είπε ο Φρειδερίκος Ένγκελς.18 Οι μεγάλες διεθνείς διαφορές στο ποσοστό εκμετάλλευσης, η τεράστια παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής εκεί όπου το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο και η τεράστια μετατόπιση προς το νότο του κέντρου βάρους της βιομηχανικής εργατικής τάξης είναι τα νέα, μεγάλα γεγονότα από τα οποία πρέπει να ξεκινήσουμε. Αυτοί είναι οι καθοριστικοί μετασχηματισμοί της νεοφιλελεύθερης εποχής και αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση της φύσης και της δυναμικής της παγκόσμιας κρίσης. Αντί να χρησιμοποιούμε τα σχόλια του Μαρξ για την παραγωγή του 19ου αιώνα για να αρνηθούμε την πραγματικότητα της υπερεκμετάλλευσης του 21ου αιώνα (και της ιμπεριαλιστικής τάξης που στηρίζεται σε αυτήν), πρέπει να δοκιμάσουμε τη θεωρία του Μαρξ απέναντι σε αυτά τα νέα δεδομένα, και να χρησιμοποιήσουμε και να αναπτύξουμε κριτικά τη θεωρία του για να κατανοήσουμε αυτό το τελευταίο στάδιο της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Ο Λένιν και ο ιμπεριαλισμός

Η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ των προλετάριων, που απορρέει από τη συστηματική ανισότητα μεταξύ των εθνών, ήταν μια κεντρική ανησυχία του Λένιν, ο οποίος υποστήριξε ότι “η διαίρεση των εθνών σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους [είναι] η ουσία του ιμπεριαλισμού. “19 Το έργο του Λένιν “Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού”, γραμμένο εν μέσω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ένας οδηγός δράσης, μια προσπάθεια να αποκαλυφθούν οι λόγοι της συνθηκολόγησης των μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων την παραμονή του παγκόσμιου πολέμου, να αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο πόλεμος δεν ήταν παρέκκλιση ή ατύχημα και ότι απέδειξε την αντικειμενική αναγκαιότητα της παγκόσμιας κοινωνικής επανάστασης και της μετάβασης στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Λένιν εντόπισε εκείνα τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, τα οποία ήταν εμφανή από τη γέννησή του, ιδίως τη συγκέντρωση του πλούτου και την άνοδο του χρηματιστικού κεφαλαίου, την καταπίεση και την αρπαγή των αδύναμων εθνών και τον αχαλίνωτο μιλιταρισμό. Ο Λένιν δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει μια αντίληψη για το πώς παράγεται η αξία στις παγκοσμιοποιημένες διαδικασίες παραγωγής, επειδή αυτές θα εμφανίζονταν μόνο σε μια μεταγενέστερη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα είναι μια αναπόφευκτη αποσύνδεση, που επιμένει μέχρι σήμερα, μεταξύ της θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και της θεωρίας του Μαρξ για την αξία. Η επανασύνδεσή τους είναι ένα σημαντικό έργο, εδώ έχουμε χώρο μόνο για μια σύντομη σημείωση σχετικά με αυτά που ο Λένιν θεωρούσε ως δύο καθοριστικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού: το μονοπώλιο και την εξαγωγή κεφαλαίου.

Οι μαρξιστές στις ιμπεριαλιστικές χώρες έχουν συχνά αγνοήσει την επιμονή του Λένιν στην οικονομική και πολιτική κεντρικότητα της διαίρεσης του κόσμου σε καταπιεζόμενα και καταπιεστικά έθνη, μένοντας αντ’ αυτού στα επιχειρήματά του για τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και “στην οικονομική του ουσία ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός”.20 Το μονοπώλιο χρησιμοποιείται αρκετά ακατάσχετα τόσο στην αστική όσο και στη μαρξιστική βιβλιογραφία για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν την παραγωγή, τη διανομή, την πίστη στις μάρκες, τη χρηματοδότηση, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, την πολιτική και στρατιωτική εξουσία και πολλά άλλα. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν τη διανομή της αξίας και όχι την παραγωγή της. Μια αξιακή θεωρία του ιμπεριαλισμού πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ των δύο και, επιπλέον, να αναγνωρίσει ότι η πηγή των ιμπεριαλιστικών κερδών δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε μορφή μονοπωλίου -όσο μεγάλο ρόλο και αν παίζουν οι μονοπωλιακές εταιρείες στη συμβολή τους στη δημιουργία αυτών των συνθηκών- αλλά στην υπερεκμετάλλευση, η οποία μας φέρνει πίσω στην καταπίεση των εθνών.

Στον Ιμπεριαλισμό, ο Λένιν υποστήριξε ότι: “Η εξαγωγή κεφαλαίου, μια από τις πιο ουσιαστικές οικονομικές βάσεις του ιμπεριαλισμού… βάζει τη σφραγίδα του παρασιτισμού σε ολόκληρη τη χώρα που ζει από την εκμετάλλευση της εργασίας πολλών υπερπόντιων χωρών και αποικιών”.21 Αυτό απηχεί έντονα με τον σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό, όπου οι ιμπεριαλιστικές πολυεθνικές εταιρείες μοιράζονται τα λάφυρα της υπερεκμετάλλευσης με μυριάδες παρόχους υπηρεσιών και τους ίδιους τους υπαλλήλους τους, και όπου το μεγαλύτερο μερίδιο από όλα παίρνει το κράτος. Υπάρχει, ωστόσο, ένα προφανές πρόβλημα με την εφαρμογή της καυστικής διορατικότητας του Λένιν στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εταιρείες όπως η Apple και η H&M δεν εξάγουν κεφάλαιο στο Μπαγκλαντές και την Κίνα – τα iPhone και τα ενδύματά τους παράγονται με διαδικασίες παραγωγής που δεν έχουν καμία σχέση με το χέρι.22

Ο γρίφος μπορεί να λυθεί εστιάζοντας στην ουσία του θέματος, όχι στη μορφή (η εξαγωγή κεφαλαίου είναι η μορφή). Οι ιμπεριαλιστές, υποστήριξε ο Λένιν, ήταν αναγκασμένοι να εξάγουν μέρος του κεφαλαίου τους προκειμένου να εκμεταλλευτούν την εργασία των εργατών στο εξωτερικό, επειδή ο συσσωρευμένος πλούτος των ιμπεριαλιστών έχει φτάσει σε τέτοιες διαστάσεις που η γιγαντιαία μάζα της υπεραξίας που απαιτείται για τη μετατροπή του πλούτου τους σε κεφάλαιο, δηλαδή ο αυτοεκτεινόμενος πλούτος, ξεπερνά κατά πολύ το ποσό της υπεραξίας που μπορεί να εξαχθεί από το εγχώριο εργατικό δυναμικό τους. Όπως υποστηρίζει ο Andy Higginbottom, η εξαγωγή κεφαλαίου συνδέεται στενά με την καταπίεση των εθνών: “Η εξαγωγή κεφαλαίου σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει ένας νέος τύπος σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, μεταξύ του βόρειου κεφαλαίου και της εργασίας του νότου, σημαίνει την εξαγωγή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας υπό όρους εθνικής καταπίεσης”.23 Το νέο είναι ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού, ιδίως από το 1980 και μετά, έχει δώσει στις πολυεθνικές εταιρείες τρόπους να καταλαμβάνουν την υπεραξία που αποσπάται από τους εργαζόμενους σε χώρες με χαμηλούς μισθούς χωρίς να χρειάζεται να “εξάγουν” το κεφάλαιό τους σε αυτές τις χώρες.

Για να ολοκληρώσουμε αυτή την πολύ σύντομη συζήτηση της συμβολής του Λένιν στη θεωρία του ιμπεριαλισμού, το εκκρεμές καθήκον είναι η σφυρηλάτηση μιας έννοιας που να ενώνει την “οικονομική ουσία” του (μονοπωλιακός καπιταλισμός) και την πολιτική του ουσία (η διαίρεση του κόσμου σε καταπιεσμένα και καταπιεστικά έθνη). Και τα δύο αυτά πρέπει να εκφραστούν με όρους του νόμου της αξίας που ανέπτυξε ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο. Μαζί, αυτός είναι ο δρόμος για την επίτευξη αυτού που ο Higginbottom αποκάλεσε μια νέα σύνθεση της θεωρίας της αξίας του Μαρξ και της θεωρίας του ιμπεριαλισμού του Λένιν. Για να φτάσουμε στο απαραίτητο σημείο εκκίνησης για μια τέτοια σύνθεση, ταξιδεύουμε τώρα άλλο μισό αιώνα πίσω, για να κάνουμε μια ασφαλή σύνδεση με το μεγάλο έργο του Μαρξ.

Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η θεωρία του ιμπεριαλισμού

Οι μαρξιστές επικριτές της θεωρίας της εξάρτησης ονομάστηκαν “ορθόδοξοι” επειδή στήριξαν την απόρριψη της υπερεκμετάλλευσης και της “άνισης ανταλλαγής” που απορρέει από αυτήν σε αποσπάσματα από το Κεφάλαιο του Μαρξ που, με μια επιφανειακή ανάγνωση, φαίνεται να υποστηρίζουν την άποψή τους. Ο Μαρξ αφιερώνει ένα σύντομο κεφάλαιο του Κεφαλαίου στις “Εθνικές διαφορές στους μισθούς”, το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που οι εργάτες της Αγγλίας λαμβάνουν υψηλότερους μισθούς από ό,τι στη Γερμανία ή τη Ρωσία, μπορεί να υπόκεινται σε υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης: “συχνά θα διαπιστωθεί ότι το ημερήσιο ή εβδομαδιαίο μισθό στο πρώτο έθνος είναι υψηλότερο από ό,τι στο δεύτερο, ενώ η σχετική τιμή της εργασίας, δηλαδή η τιμή της εργασίας σε σύγκριση τόσο με την υπεραξία όσο και με την αξία του προϊόντος, είναι υψηλότερη στο δεύτερο από ό,τι στο πρώτο”.24 Αυτό ακριβώς είναι το επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι Weeks, Dore, Choonara και άλλοι, αλλά υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους το επιχείρημα του Μαρξ δεν ισχύει για τις σύγχρονες σχέσεις Βορρά-Νότου.

Πρώτον, καθένα από τα έθνη που χρησιμοποίησε ο Μαρξ για τις συγκρίσεις του -η Αγγλία, η Γερμανία και η Ρωσία- ήταν αντίπαλα έθνη καταπιεστών, καθένα από τα οποία ήταν απασχολημένο με την απόκτηση δικών του αποικιακών αυτοκρατοριών. Τα τυπικά ελεύθερα έθνη του σημερινού παγκόσμιου Νότου δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς ως “λιγότερο ανεπτυγμένα” καπιταλιστικά έθνη, ανάλογα με τη Γερμανία και τη Ρωσία του δέκατου ένατου αιώνα. Δεύτερον, το εμπόριο στα τέλη του εικοστού αιώνα μεταξύ ιμπεριαλιστικών και “αναπτυσσόμενων” εθνών είναι ποιοτικά διαφορετικό από το εμπόριο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μεταξύ Αγγλίας, Γερμανίας και Ρωσίας. Τότε, όχι μόνο κάθε εργαζόμενος κατανάλωνε εγχώρια παραγόμενα αγαθά, αλλά και κάθε καπιταλιστής κατανάλωνε εγχώρια εκτρεφόμενη εργατική δύναμη – αυτή ήταν μια εποχή πριν από την “αλυσίδα αξίας”, την υπεργολαβία, την εξωτερική ανάθεση κ.λπ. Τρίτον, το παράδειγμα του Μαρξ προϋπέθετε ότι οι καπιταλιστές σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αγγλία ανταγωνίζονταν στην παραγωγή παρόμοιων αγαθών, ενώ, όπως σημειώθηκε παραπάνω, αυτό δεν ισχύει για το σύγχρονο εμπόριο Βορρά-Νότου. Η σημασία αυτού του τελευταίου σημείου θα συζητηθεί παρακάτω.

Το Κεφάλαιο του Μαρξ είχε ως καθήκον να κατανοήσει την καπιταλιστική μορφή της σχέσης αξίας, προκειμένου να ανακαλύψει την προέλευση και τη φύση της υπεραξίας, ενώ το καθήκον που έχουμε μπροστά μας είναι να κατανοήσουμε θεωρητικά το σημερινό, ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής της. Το επίπεδο της αφαίρεσης που απαιτείται για το σχέδιο του Μαρξ γίνεται φανερό από τη δήλωσή του ότι: “Παρόλο που η εξίσωση των μισθών και των ωρών εργασίας μεταξύ μιας σφαίρας παραγωγής και μιας άλλης, ή μεταξύ διαφορετικών κεφαλαίων που επενδύονται στην ίδια σφαίρα παραγωγής, προσκρούει σε κάθε είδους τοπικά εμπόδια, η πρόοδος της καπιταλιστικής παραγωγής και η προοδευτική υποταγή όλων των οικονομικών σχέσεων σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής τείνει ωστόσο να φέρει αυτή τη διαδικασία σε πέρας. “25 Ο Μαρξ αντιμετώπιζε την απόκλιση των μισθών ως αποτέλεσμα προσωρινών ή ενδεχομενικών παραγόντων που το αδιάκοπα κινητό κεφάλαιο και η εργασία θα διαβρώνονταν με την πάροδο του χρόνου και που θα μπορούσαν να εξαιρεθούν με ασφάλεια από την ανάλυση: “Όσο σημαντική και αν είναι η μελέτη των τριβών [“τοπικά εμπόδια” που εμποδίζουν την εξίσωση των μισθών] για κάθε εξειδικευμένη εργασία πάνω στους μισθούς, εξακολουθούν να είναι τυχαίες και ασήμαντες όσον αφορά τη γενική διερεύνηση της καπιταλιστικής παραγωγής και επομένως μπορούν να αγνοηθούν “26.

Ένα τέτοιο επίπεδο αφαίρεσης είναι σαφώς ακατάλληλο για το έργο μας- στον σημερινό φρικτά διαιρεμένο κόσμο, η προϋπόθεση της ισότητας μεταξύ των εργαζομένων που υπέθεσε ο Μαρξ παραβιάζεται βαθιά και δεν μπορεί να αποδοθεί απορριπτικά σε “τοπικά εμπόδια”.

“Η τρίτη μορφή αύξησης της υπεραξίας “27

Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ανέλυσε σε βάθος δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές προσπαθούν να αυξήσουν το ποσοστό εκμετάλλευσης: με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, αυξάνοντας έτσι την “απόλυτη υπεραξία”- και με τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας των εργατών που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, αυξάνοντας έτσι τη “σχετική υπεραξία”. Σε διάφορα σημεία αναφέρεται σε μια τρίτη: ο πλεονάζων χρόνος εργασίας μπορεί επίσης να παραταθεί “πιέζοντας το μισθό του εργάτη κάτω από την αξία της εργατικής του δύναμης”, αλλά προσθέτει: “Παρά το σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η μέθοδος στην πράξη, αποκλείεται να την εξετάσουμε εδώ λόγω της παραδοχής μας ότι όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής δύναμης, αγοράζονται και πωλούνται στην πλήρη αξία τους “28.

“Η πίεση του μισθού του εργάτη κάτω από την αξία της εργατικής του δύναμης”, αναφέρεται και πάλι δύο κεφάλαια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης για τις συνέπειες για τους εργάτες όταν “τα μηχανήματα… καταλαμβάνουν σταδιακά τον έλεγχο ολόκληρου ενός συγκεκριμένου τομέα παραγωγής”, με αποτέλεσμα ένα “τμήμα της εργατικής τάξης… που καθίσταται περιττό… να κατακλύζει την αγορά εργασίας και να κάνει την τιμή της εργατικής δύναμης να πέφτει κάτω από την αξία της”.29 Η σύγχρονη σημασία αυτού του γεγονότος δεν χρειάζεται να επισημανθεί. Ένα τεράστιο τμήμα της εργατικής τάξης στον παγκόσμιο Νότο έχει “καταστεί περιττό” από την αδυναμία των σύγχρονων μεθόδων παραγωγής να απορροφήσουν αρκετή εργασία για να αποτρέψουν την αύξηση της ανεργίας, και αυτό από μόνο του, ακόμη και πριν λάβουμε υπόψη τα πολύ πιο σκληρά εργασιακά καθεστώτα που επικρατούν στις χώρες με χαμηλούς μισθούς, ασκεί μια ισχυρή δύναμη που κάνει “την τιμή της εργατικής τους δύναμης να πέσει κάτω από την αξία της”.

Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, συζητώντας για τους “αντιρροπιστικούς παράγοντες” που αναστέλλουν την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ο Μαρξ κάνει μια άλλη σύντομη αναφορά σε αυτόν τον τρίτο τρόπο αύξησης της υπεραξίας. Ένας από αυτούς τους αντισταθμιστικούς παράγοντες, η “Μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους”, εξετάζεται σε δύο μόνο σύντομες προτάσεις: “όπως και πολλά άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να εισαχθούν, δεν έχει καμία σχέση με τη γενική ανάλυση του κεφαλαίου, αλλά έχει τη θέση του σε μια περιγραφή του ανταγωνισμού, με την οποία δεν ασχολείται το παρόν έργο. Αποτελεί ωστόσο έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την ανάσχεση της τάσης μείωσης του ποσοστού κέρδους “30.

Ο Μαρξ όχι μόνο άφησε στην άκρη τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους, αλλά προέβη και σε μια περαιτέρω αφαίρεση που, αν και απαραίτητη για τη “γενική ανάλυση του κεφαλαίου”, πρέπει επίσης να χαλαρώσει αν θέλουμε να αναλύσουμε το τρέχον στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού: “Η διάκριση μεταξύ των ποσοστών υπεραξίας στις διάφορες χώρες και επομένως μεταξύ των διαφόρων εθνικών επιπέδων εκμετάλλευσης της εργασίας είναι εντελώς έξω από το πεδίο της παρούσας έρευνάς μας”.31 Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για μια θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής με βάση το μισθολογικό περιθώριο δεν αντιστοιχεί σε απόλυτη υπεραξία. Οι πολλές ώρες εργασίας είναι ενδημικές στις χώρες με χαμηλούς μισθούς, αλλά η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας δεν είναι το κύριο θέλγητρο των εταιρειών εξωτερικής ανάθεσης. Ούτε αντιστοιχεί σε σχετική υπεραξία. Η αναγκαία εργασία δεν μειώνεται, κατά κύριο λόγο, με την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας. Πράγματι, η εξωτερική ανάθεση θεωρείται συχνά ως εναλλακτική λύση στην επένδυση σε νέα τεχνολογία. Ωστόσο, παραπέμπει σε υπερεκμετάλλευση. Όπως υποστηρίζει ο Higginbottom, “η υπερεκμετάλλευση είναι… η κρυφή κοινή ουσία που ορίζει τον ιμπεριαλισμό…. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι η εργατική τάξη του Νότου παράγει λιγότερη αξία, αλλά στο γεγονός ότι είναι περισσότερο καταπιεσμένη και περισσότερο εκμεταλλευόμενη “32.

Συμπέρασμα

Η ανάλυση της εμπειρίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αποκαλύπτει ότι η παγκόσμια εργασιακή αρμπιτράζ, που προκύπτει από τον υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης που επικρατεί στα κράτη με χαμηλούς μισθούς, αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμή της. Το κεντρικό συμπέρασμα από την ανασκόπηση του Κεφαλαίου του Μαρξ είναι ότι αυτό αντιστοιχεί στην τρίτη μορφή αύξησης της υπεραξίας, τη σημασία της οποίας υπογράμμισε ο Μαρξ, την οποία όμως απέκλεισε από τη γενική του θεωρία. Εδώ βρίσκεται η μόνη δυνατή στέρεη βάση για μια αναγέννηση του μαρξισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η κεντρική διαπίστωση μας επιτρέπει επίσης να δούμε τη θέση της νεοφιλελεύθερης εποχής στην ιστορία. Στα Grundrisse ο Μαρξ σχολιάζει: “Ο Μαρξ δεν είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο,

Όσο το κεφάλαιο είναι αδύναμο, εξακολουθεί να στηρίζεται στα δεκανίκια των προηγούμενων τρόπων παραγωγής….. Μόλις νιώσει ισχυρό, πετάει τα δεκανίκια και κινείται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Μόλις αρχίσει να αισθάνεται τον εαυτό του και να αποκτά συνείδηση ότι αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη, αναζητά καταφύγιο σε μορφές που, περιορίζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, φαίνονται να κάνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου πιο τέλεια, αλλά είναι ταυτόχρονα οι προάγγελοι της διάλυσής του και της διάλυσης του τρόπου παραγωγής που στηρίζεται σε αυτόν33.

Αυτό μοιάζει εκπληκτικά με το επιχείρημα του Λένιν ότι “ο καπιταλισμός έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ένα ορισμένο και πολύ υψηλό στάδιο της ανάπτυξής του, όταν ορισμένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του άρχισαν να μεταβάλλονται στα αντίθετά τους, όταν τα χαρακτηριστικά της εποχής της μετάβασης από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα είχαν πάρει μορφή και είχαν αποκαλυφθεί σε όλες τις σφαίρες”.34 Η άνοδος του καπιταλισμού εξαρτήθηκε από τις πιο βάρβαρες μορφές “πρωτόγονης συσσώρευσης”, όπως η μεταφορά εκατομμυρίων αφρικανών σκλάβων, η αποικιακή λεηλασία και το εμπόριο οπίου. Όταν ο καπιταλισμός έφτασε στο στάδιο της ενηλικίωσης και ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, ο ανταγωνισμός άνθισε και οι εσωτερικοί νόμοι του κεφαλαίου εκφράστηκαν πληρέστερα. Τέλος, στην εποχή της παρακμής του, ο καπιταλισμός βασίζεται όλο και περισσότερο σε μορφές διαφορετικές από τον ελεύθερο ανταγωνισμό -μονοπώλιο, εξαιρετικά αυξημένη κρατική παρέμβαση σε όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής, “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”, ιμπεριαλισμός- για την επιβίωσή του, αλλά με κόστος τη στρέβλωση της λειτουργίας των νόμων του και την ανέγερση νέων φραγμών στην επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων.

Πώς σχετίζεται αυτή η χρονολογία με τις τρεις μορφές αύξησης της υπεραξίας που συζητήθηκαν σε αυτό το άρθρο; Στον ανώριμο καπιταλισμό, η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας -επέκταση της εργάσιμης ημέρας μέχρι και πέρα από τα φυσικά όρια- ήταν κυρίαρχη. Μόλις το κεφάλαιο πήρε τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, η σχετική υπεραξία -η τεχνολογική βελτίωση για τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών των εργαζομένων- έγινε η κυρίαρχη μορφή, αν και σε κάθε περίπτωση αυτό εξαρτιόταν από τη διατήρηση πολύ πιο βίαιων και αρχαϊκών μορφών κυριαρχίας, ιδίως στα υποτελή έθνη. Στη νεοφιλελεύθερη εποχή η όλο και πιο κυρίαρχη μορφή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας είναι το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ, δηλαδή ένα μέσο ιδιοποίησης με το οποίο ο καπιταλισμός είναι σε θέση, μέσω της εθνικής καταπίεσης, να πιέζει προς τα κάτω την αξία της εργατικής δύναμης στα “αναδυόμενα έθνη”. Αυτό αποτελεί την τρίτη μορφή αύξησης της υπεραξίας που είναι πλέον η όλο και πιο κυρίαρχη μορφή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Οι προλετάριοι των ημιαποικιακών χωρών είναι τα πρώτα θύματά της, αλλά οι πλατιές μάζες των εργαζομένων στις ιμπεριαλιστικές χώρες αντιμετωπίζουν επίσης την εξαθλίωση. Η διευρυμένη υπερεκμετάλλευση των νέων, νεαρών και γυναικών προλετάριων των χωρών με χαμηλούς μισθούς έσωσε τον καπιταλισμό από την τρύπα στην οποία βρέθηκε τη δεκαετία του 1970. Τώρα, μαζί με τους εργαζόμενους στις ιμπεριαλιστικές χώρες, είναι η αποστολή τους να σκάψουν μια άλλη τρύπα – τον τάφο στον οποίο θα θάψουν τον καπιταλισμό και θα εξασφαλίσουν έτσι το μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού.

Σημειώσεις

[1] Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “υπερεκμετάλλευση” υποδηλώνει ποσοστά εκμετάλλευσης υψηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτά, όπως υποστηρίζεται εδώ, επικρατούν σε χώρες με χαμηλούς μισθούς.
[2] UNCTAD, World Investment Report 2013 (Ελβετία: Ηνωμένα Έθνη, 2013), http://unctad.org/en.
[3] Το ίχνος για την Ευρώπη, το οποίο παράγεται με την αφαίρεση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων εντός της ΕΕ από το σύνολο της ΕΕ, αρχίζει το 1995, διότι τα στοιχεία είναι συνεχή μόνο από τη διεύρυνση της ΕΕ εκείνου του έτους.
[4] Στοιχεία από τη βάση δεδομένων “Trade in Value Added” του ΟΟΣΑ, http://stats.oecd.org, η οποία αναφέρει την αξία των εξαγωγών χωρίς τις εισαγόμενες εισροές.
[5] Ari Van Assche, Chang Hong, and Veerle Slootmaekers, “China’s International Competitiveness: Reassessing the Evidence”, LICOS Discussion Paper Series, Discussion Paper 205/2008, 15, http://feb.kuleuven.be- “The Great Unbundling”, Economist, 18 Ιανουαρίου 2007, http://economist.com.
[6] Για απόδειξη αυτού, βλέπε Ricardo Hausmann, César Hidalgo, κ.ά., The Atlas of Economic Complexity, 2011, http://atlas.media.mit.edu.
[7] Michael Clemens, Claudio Montenegro, and Lant Pritchett, The Place Premium: Wage Differences for Identical Workers across the US Border, Policy Research Working Paper 4671 (Νέα Υόρκη: Παγκόσμια Τράπεζα, 2008), 33, http://siteresources.worldbank.org.
[8] Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, World Economic Outlook, Απρίλιος 2007 (Ουάσιγκτον, DC: IMF, 2007), http://imf.org.
[9] Stephen Roach, “More Jobs, Worse Work”, New York Times, 22 Ιουλίου 2004, http://nytimes.com.
[10] Stephen Roach, Outsourcing, Protectionism, and the Global Labor Arbitrage, Morgan Stanley Special Economic Study, 2003, http://neogroup.com, 6.
[11] Στο ίδιο, η υπογράμμιση δική μου.
[12] John Smith, “The GDP Illusion”, Monthly Review 64, no. 3 (2012): 86-102.
[13] John Weeks και Elizabeth Dore, “International Exchange and the Causes of Backwardness”, Latin American Perspectives 6, αρ. 2 (1979): 71.
[14] Charles Bettelheim, “Some Theoretical Comments”, παράρτημα στο Arghiri Emmanuel, Unequal Exchange: A Study in the Imperialism of Trade (Λονδίνο: NLB, 1972), 302.
[15] Nigel Harris, “Theories of Unequal Exchange,” International Socialism 2, no. 33 (1986): 119-20.
[16] Gary Howe, “Dependency Theory, Imperialism, and the Production of Surplus Value on a World Scale,” Latin American Perspectives 8, αρ. 3/4 (1981): 88.
[17] Alex Callinicos, Imperialism and Global Political Economy(Cambridge: Polity Press, 2009) 179-80- Joseph Choonara, Unravelling Capitalism (Λονδίνο: Bookmarks Publications, 2009), 34.
[18] Karl Marx and Frederick Engels, Collected Works (Νέα Υόρκη: International Publishers, 1975), τόμος 6, 303.
[19] Β.Ι. Λένιν, “Το επαναστατικό προλεταριάτο και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση”, στο Συλλεγμένα έργα, τόμος 21 (Μόσχα: Progress Publishers, 1964- αρχικά 1915), 407.
[20] Β.Ι. Λένιν, “Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού”, στο Συλλεγμένα έργα, τόμος 22 (Μόσχα: Progress Publishers, 1964- αρχικά 1916), 266.
[21] Στο ίδιο, 77.
[22] Οι εξαγωγές κεφαλαίου έχουν τρεις μορφές: ΑΞΕ, επενδύσεις χαρτοφυλακίου (σε μετοχές και χρηματοπιστωτικούς τίτλους που, σε αντίθεση με τις ΑΞΕ, δεν παρέχουν στον επενδυτή έλεγχο) και δανειακά κεφάλαια.
[23] Andy Higginbottom, “Το σύστημα συσσώρευσης στη Νότια Αφρική: Économies et Sociétés 45, αριθ. 2 (2011): 268.
[24] Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος 1, 702.
[25] Karl Marx, Capital, vol. 3 (Λονδίνο: Penguin, 1991- αρχικά 1894), 241-42.
[26] Στο ίδιο.
[27] Η εκ νέου ανακάλυψη αυτής της τρίτης μορφής της υπεραξίας αποτελεί σημαντική ανακάλυψη και έγινε από τον Andy Higginbottom, “The Third Form of Surplus Value Increase”, ανακοίνωση στο συνέδριο Historical Materialism, Λονδίνο, 27-29 Νοεμβρίου 2009.
[28] Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος 1, 430-31.
[29] Στο ίδιο, 557.
[30] Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος 3, 342- η υπογράμμιση δική μου.
[31] Στο ίδιο, 242.
[32] Higginbottom, “”Το σύστημα συσσώρευσης στη Νότια Αφρική”, 284.
[33] Karl Marx, Grundrisse (Λονδίνο: Penguin, 1973), 651. Είμαι ευγνώμων στον Walter Daum για την επισήμανση της συνάφειας αυτού του αποσπάσματος.
[34] Λένιν, “Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού”, 265.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Σύγχρονος ιμπεριαλισμός

Το παρακάτω κείμενο του μαρξιστή οικονομολόγου Σαμίρ Αμίν συνοψίζει τις βασικές θέσεις και εκτιμήσεις του όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά. Ο Σαμίρ Αμίν ανήκει στο μαρξιστικό ρεύμα που έθεσε στο κέντρο της μελέτης του τις σχέσεις ιμπεριαλιστικού κέντρου – περιφέρειας (Σουήζι, Μπάραν, Βαλερστάιν, περιοδικό Monthly Review κλπ). Το κύριο σημείο της τοποθέτησης αυτού του ρεύματος είναι η ανάδυση ενός νέου σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του γενικευμένου-μονοπωλιακού καπιταλισμού κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα (από το 1975 και μετά), που διακρίνεται από την ενισχυμένη συγκεντροποίηση του ελέγχου της οικονομίας από τα μονοπώλια, την εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης με βασικό στοιχείο την ανάθεση της μεταποιητικής βιομηχανίας στην περιφέρεια και τη χρηματιστικοποίηση.

Ο Σαμίρ Αμίν στο έργο του έδειξε πως ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα είναι διαφορετικός από τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Επέμεινε στις διαδικασίες πόλωσης ανάμεσα στους κοινωνικούς σχηματισμούς του κέντρου και της περιφέρειας. Αντιπαρατέθηκε αποφασιστικά στις θεωρίες του ενός ενιαίου υπερεθνικού κράτους (κατά Νέγκρι) απορρίπτοντας την ιδέα του παγκοσμιοποιημένου κράτους και της παγκοσμιοποιημένης αστικής τάξης.

Το παρακάτω κείμενο που γράφτηκε το 2016, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του (2018), εκτιμά την αντίθεση της Κίνας στην ιμπεριαλιστική τριάδα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) ως μια επιλογή συνεκτικής και ολοκληρωμένης εθνικής ανάπτυξης, αλλά ακόμα και της ανάδειξης της Ρωσίας σε εχθρό του ιμπεριαλιστικού Κέντρου από τη στιγμή που επιχείρησε να ανακόψει τις επεκτατικές φιλοδοξίες του στην Ουκρανία. Προειδοποιεί μάλιστα ότι η παραμονή της ρωσικής κρατικής εξουσίας εντός των αυστηρών ορίων της νεοφιλελεύθερης συνταγής είναι συνταγή υποταγής της Ρωσίας. Από τότε φυσικά, μεσολάβησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η συστράτευση της συλλογικής Δύσης ενάντια στη Ρωσία και η εκ των πραγμάτων διεύρυνση του χάσματος Δύσης – Ανατολής.

Μαθήματα από τον εικοστό αιώνα

Ο Λένιν, ο Μπουχάριν, ο Στάλιν και ο Τρότσκι στη Ρωσία, καθώς και ο Μάο, ο Τσου Ενλάι και ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην Κίνα, διαμόρφωσαν την ιστορία των δύο μεγάλων επαναστάσεων του εικοστού αιώνα.[1] Ως ηγέτες επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων και αργότερα ως ηγέτες επαναστατικών κρατών, ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μια θριαμβευτική επανάσταση σε χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού και αναγκάστηκαν να “αναθεωρήσουν” (χρησιμοποιώ σκόπιμα αυτόν τον όρο, που θεωρείται από πολλούς ιεροσυλία) τις θέσεις που κληρονόμησαν από τον ιστορικό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν προχώρησαν πολύ περισσότερο από τον Χόμπσον και τον Χίλφερντινγκ στις αναλύσεις τους για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό και έβγαλαν αυτό το μείζον πολιτικό συμπέρασμα: ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 (ήταν από τους λίγους, αν όχι οι μόνοι, που τον πρόβλεψαν) κατέστησε αναγκαία και δυνατή μια επανάσταση υπό την ηγεσία του προλεταριάτου.

Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, θα επισημάνω εδώ τους περιορισμούς των αναλύσεών τους. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν θεωρούσαν τον ιμπεριαλισμό ως ένα νέο στάδιο (“το υψηλότερο”) του καπιταλισμού που συνδέεται με την ανάπτυξη των μονοπωλίων. Αμφισβητώ αυτή τη θέση και ισχυρίζομαι ότι ο ιστορικός καπιταλισμός ήταν πάντα ιμπεριαλιστικός, με την έννοια ότι οδήγησε σε μια πόλωση μεταξύ κέντρων και περιφερειών από την αρχή του (τον 16ο αιώνα), η οποία μόνο αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης παγκοσμιοποιημένης ανάπτυξής του. Το προμονοπωλιακό σύστημα του δέκατου ένατου αιώνα δεν ήταν λιγότερο ιμπεριαλιστικό. Η Μεγάλη Βρετανία διατήρησε την ηγεμονία της ακριβώς λόγω της αποικιακής της κυριαρχίας στην Ινδία. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν πίστευαν ότι η επανάσταση, που ξεκίνησε στη Ρωσία (“ο αδύναμος κρίκος”), θα συνεχιζόταν στα κέντρα (ιδίως στη Γερμανία). Η ελπίδα τους βασιζόταν στην υποτίμηση των επιπτώσεων της ιμπεριαλιστικής πόλωσης, η οποία κατέστρεψε τις επαναστατικές προοπτικές στα κέντρα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Λένιν, και ακόμη περισσότερο ο Μπουχάριν, πήραν γρήγορα το απαραίτητο ιστορικό μάθημα. Η επανάσταση, που έγινε στο όνομα του σοσιαλισμού (και του κομμουνισμού), ήταν στην πραγματικότητα κάτι άλλο: κυρίως μια αγροτική επανάσταση. Τι έπρεπε λοιπόν να γίνει; Πώς μπορεί να συνδεθεί η αγροτιά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού; Κάνοντας παραχωρήσεις στην αγορά και σεβόμενοι τη νεοαποκτηθείσα αγροτική ιδιοκτησία, άρα προχωρώντας αργά προς το σοσιαλισμό; Το Νέο Οικονομικό Σχέδιο (ΝΕΠ) εφάρμοσε αυτή τη στρατηγική.

Ναι, αλλά…. Ο Λένιν, ο Μπουχάριν και ο Στάλιν κατάλαβαν επίσης ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν θα δέχονταν ποτέ την Επανάσταση ή ακόμα και τη ΝΕΠ. Μετά τους θερμούς πολέμους της επέμβασης, ο ψυχρός πόλεμος έμελλε να γίνει μόνιμος, από το 1920 έως το 1990.[2] Η Σοβιετική Ρωσία, παρόλο που απείχε πολύ από το να οικοδομήσει το σοσιαλισμό, κατάφερε να απελευθερωθεί από τον ζουρλομανδύα που ο ιμπεριαλισμός προσπαθεί πάντα να επιβάλει σε όλες τις περιφέρειες του παγκόσμιου συστήματος που κυριαρχεί. Στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ρωσία αποδεσμεύτηκε. Τι πρέπει να κάνει τώρα; Να προσπαθήσει να προωθήσει την ειρηνική συνύπαρξη, κάνοντας παραχωρήσεις αν χρειαστεί και αποφεύγοντας να παρεμβαίνει πολύ ενεργά στη διεθνή σκηνή; Ταυτόχρονα, όμως, ήταν απαραίτητο να εξοπλιστεί για να αντιμετωπίσει νέες και αναπόφευκτες επιθέσεις. Και αυτό συνεπαγόταν ταχεία εκβιομηχάνιση, η οποία, με τη σειρά της, ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της αγροτιάς και έτσι απειλούσε να διαλύσει τη συμμαχία εργατών και αγροτών, το θεμέλιο του επαναστατικού κράτους.

Είναι δυνατόν, λοιπόν, να κατανοήσουμε τις αμφιταλαντεύσεις του Λένιν, του Μπουχάριν και του Στάλιν. Από θεωρητική άποψη, υπήρξαν στροφές από το ένα άκρο στο άλλο. Άλλοτε επικρατούσε μια ντετερμινιστική στάση εμπνευσμένη από τη σταδιακή προσέγγιση που κληρονομήθηκε από τον παλαιότερο μαρξισμό (πρώτα η αστικοδημοκρατική επανάσταση, μετά η σοσιαλιστική), άλλοτε μια βολονταριστική προσέγγιση (η πολιτική δράση θα επέτρεπε το άλμα πάνω από τα στάδια). Τέλος, από το 1930-1933, ο Στάλιν επέλεξε την ταχεία εκβιομηχάνιση και τους εξοπλισμούς (και αυτή η επιλογή δεν ήταν άσχετη με την άνοδο του φασισμού). Η κολεκτιβοποίηση ήταν το τίμημα αυτής της επιλογής. Και εδώ πάλι πρέπει να προσέξουμε να μην κρίνουμε πολύ γρήγορα: όλοι οι σοσιαλιστές εκείνης της περιόδου (και ακόμη περισσότερο οι καπιταλιστές) συμμερίζονταν τις αναλύσεις του Κάουτσκι σε αυτό το σημείο και ήταν πεπεισμένοι ότι το μέλλον ανήκε στη γεωργία μεγάλης κλίμακας.[3] Η ρήξη στη συμμαχία εργατών και αγροτών που συνεπαγόταν αυτή η επιλογή βρισκόταν πίσω από την εγκατάλειψη της επαναστατικής δημοκρατίας και την αυταρχική στροφή.

Κατά τη γνώμη μου, ο Τρότσκι σίγουρα δεν θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Η στάση του απέναντι στην εξέγερση των ναυτικών της Κρονστάνδης και οι μετέπειτα αμφιταλαντεύσεις του αποδεικνύουν ότι δεν διέφερε από τους άλλους μπολσεβίκους ηγέτες στην κυβέρνηση. Όμως, μετά το 1927, ζώντας στην εξορία και μην έχοντας πλέον την ευθύνη για τη διαχείριση του σοβιετικού κράτους, μπορούσε να απολαμβάνει να επαναλαμβάνει ακατάπαυστα τις ιερές αρχές του σοσιαλισμού. Έγινε σαν πολλούς ακαδημαϊκούς μαρξιστές που έχουν την πολυτέλεια να διατρανώνουν την προσήλωσή τους στις αρχές χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν για την αποτελεσματικότητά τους στο μετασχηματισμό της πραγματικότητας.[4]

Οι Κινέζοι κομμουνιστές εμφανίστηκαν αργότερα στην επαναστατική σκηνή. Ο Μάο μπόρεσε να μάθει από τις αμφιταλαντεύσεις των Μπολσεβίκων. Η Κίνα ήταν αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα με τη Σοβιετική Ρωσία: επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα, την ανάγκη να συμπεριληφθεί η αγροτιά στον επαναστατικό μετασχηματισμό και την εχθρότητα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αλλά ο Μάο ήταν σε θέση να δει πιο καθαρά από τον Λένιν, τον Μπουχάριν και τον Στάλιν. Ναι, η κινεζική επανάσταση ήταν αντιιμπεριαλιστική και αγροτική (αντιφεουδαρχική). Αλλά δεν ήταν αστικοδημοκρατική- ήταν λαϊκοδημοκρατική. Η διαφορά είναι σημαντική: ο τελευταίος τύπος επανάστασης απαιτεί τη διατήρηση της συμμαχίας εργατών-αγροτών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Κίνα μπόρεσε έτσι να αποφύγει το μοιραίο λάθος της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης και να εφεύρει έναν άλλο τρόπο: να καταστήσει όλη τη γεωργική γη κρατική ιδιοκτησία, να δώσει στην αγροτιά ίση πρόσβαση στη χρήση αυτής της γης και να ανακαινίσει την οικογενειακή γεωργία [5].

Οι δύο επαναστάσεις δυσκολεύτηκαν να επιτύχουν σταθερότητα, επειδή αναγκάστηκαν να συμβιβάσουν την υποστήριξη μιας σοσιαλιστικής προοπτικής και τις παραχωρήσεις στον καπιταλισμό. Ποια από αυτές τις δύο τάσεις θα επικρατούσε; Αυτές οι επαναστάσεις πέτυχαν σταθερότητα μόνο μετά το “Θερμιδόρ” τους, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Τρότσκι. Αλλά πότε ήταν το Θερμιδόρ στη Ρωσία; Ήταν το 1930, όπως είπε ο Τρότσκι; Ή μήπως τη δεκαετία του 1920, με τη ΝΕΠ; Ή μήπως ήταν η εποχή των παγετώνων της περιόδου Μπρέζνιεφ; Και στην Κίνα, μήπως ο Μάο επέλεξε το Θερμιδόρ από το 1950; Ή μήπως πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ για να μιλήσουμε για το Θερμιδόρ του 1980;

Δεν είναι τυχαία η αναφορά στα διδάγματα της Γαλλικής Επανάστασης. Οι τρεις μεγάλες επαναστάσεις της σύγχρονης εποχής (η γαλλική, η ρωσική και η κινεζική) είναι μεγάλες ακριβώς επειδή έβλεπαν μπροστά, πέρα από τις άμεσες απαιτήσεις της στιγμής. Με την άνοδο των Ορεινών, με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο, στην Εθνική Συνέλευση, η Γαλλική Επανάσταση παγιώθηκε ως λαϊκή και αστική και, όπως ακριβώς η Ρωσική και η Κινεζική Επανάσταση -οι οποίες προσπάθησαν να φτάσουν μέχρι τον κομμουνισμό, ακόμη και αν αυτός δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη λόγω της ανάγκης αποτροπής της ήττας- διατήρησαν την προοπτική να προχωρήσουν πολύ πιο πέρα αργότερα. Ο Θερμιδόρ δεν είναι η Παλινόρθωση. Η τελευταία συνέβη στη Γαλλία, όχι με τον Ναπολέοντα, αλλά μόλις το 1815. Ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Παλινόρθωση δεν μπόρεσε να εξαλείψει εντελώς τον γιγαντιαίο κοινωνικό μετασχηματισμό που προκάλεσε η Επανάσταση. Στη Ρωσία, η παλινόρθωση συνέβη ακόμη αργότερα στην επαναστατική της ιστορία, με τον Γκορμπατσόφ και τον Γέλτσιν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η παλινόρθωση παραμένει εύθραυστη, όπως φαίνεται από τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει ακόμη ο Πούτιν. Στην Κίνα, δεν υπήρξε (ή δεν υπάρχει ακόμη!) παλινόρθωση.[6]

Ένα νέο στάδιο του μονοπωλιακού κεφαλαίου

Ο σύγχρονος κόσμος εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ίδιες προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι επαναστάσεις του εικοστού αιώνα. Η συνεχιζόμενη εμβάθυνση της αντίθεσης κέντρου/περιφέρειας, χαρακτηριστικό της εξάπλωσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, εξακολουθεί να οδηγεί στην ίδια μείζονα πολιτική συνέπεια: ο μετασχηματισμός του κόσμου αρχίζει με αντιιμπεριαλιστικές, εθνικές, λαϊκές -και δυνητικά αντικαπιταλιστικές- επαναστάσεις, οι οποίες είναι οι μόνες στην ημερήσια διάταξη για το ορατό μέλλον. Αλλά αυτός ο μετασχηματισμός θα μπορέσει να ξεπεράσει τα πρώτα βήματα και να προχωρήσει στο δρόμο προς το σοσιαλισμό αργότερα μόνο αν και όταν οι λαοί των κέντρων, με τη σειρά τους, αρχίσουν τον αγώνα για τον κομμουνισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του παγκόσμιου ανθρώπινου πολιτισμού. Η συστημική κρίση του καπιταλισμού στα κέντρα δίνει την ευκαιρία να μετατραπεί αυτή η δυνατότητα σε πραγματικότητα.

Εν τω μεταξύ, υπάρχει μια διπλή πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι λαοί και τα κράτη του Νότου:
(1) η λούμπεν ανάπτυξη που επιβάλλει ο σύγχρονος καπιταλισμός σε όλες τις περιφέρεις του συστήματος δεν έχει να προσφέρει τίποτα στα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας- ειδικότερα, οδηγεί στην ταχεία καταστροφή των αγροτικών κοινωνιών στην Ασία και την Αφρική, και συνεπώς η απάντηση που θα δοθεί στο αγροτικό ζήτημα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη φύση των μελλοντικών αλλαγών [7],
(2) η επιθετική γεωστρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η οποία αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια των λαών και των κρατών της περιφέρειας να βγουν από το αδιέξοδο, αναγκάζει τους ενδιαφερόμενους λαούς να νικήσουν τον στρατιωτικό έλεγχο του κόσμου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους υποτελείς Ευρωπαίους και Ιάπωνες συμμάχους τους.

Η πρώτη μακρά συστημική κρίση του καπιταλισμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1870. Η εκδοχή της επέκτασης του ιστορικού καπιταλισμού στο μακρύ διάστημα που πρότεινα προτείνει μια διαδοχή τριών εποχών: δέκα αιώνες επώασης από το έτος 1000 στην Κίνα μέχρι τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα στην Αγγλία και τη Γαλλία, ένας σύντομος αιώνας θριαμβευτικής άνθησης (ο 19ος αιώνας), πιθανώς μια μακρά παρακμή που περιλαμβάνει από μόνη της την πρώτη μακρά κρίση (1875-1945) και στη συνέχεια τη δεύτερη (που άρχισε το 1975 και συνεχίζεται ακόμη). Σε κάθε μία από αυτές τις δύο μακρές κρίσεις, το κεφάλαιο απαντά στην πρόκληση με την ίδια τριπλή φόρμουλα: συγκέντρωση του ελέγχου του κεφαλαίου, εμβάθυνση της άνισης παγκοσμιοποίησης, χρηματιστικοποίηση της διαχείρισης του συστήματος [8]. Δύο μεγάλοι στοχαστές (Hobson και Hilferding) αντιλήφθηκαν αμέσως την τεράστια σημασία της μετατροπής του καπιταλισμού σε μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αλλά ήταν ο Λένιν και ο Μπουχάριν που έβγαλαν το πολιτικό συμπέρασμα από αυτόν τον μετασχηματισμό, έναν μετασχηματισμό που δρομολόγησε την παρακμή του καπιταλισμού και έτσι έβαλε την σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη.[9]

Ο πρωτογενής σχηματισμός του μονοπωλιακού καπιταλισμού ανάγεται έτσι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες καθιερώθηκε πραγματικά ως σύστημα μόνο από τη δεκαετία του 1920, για να κατακτήσει στη συνέχεια τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία των “τριάντα ένδοξων ετών” που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έννοια του πλεονάσματος, που διατυπώθηκε από τους Baran και Sweezy τη δεκαετία 1950-1960, επιτρέπει να κατανοήσουμε τι είναι ουσιαστικό για τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού. Πεπεισμένος, από τη στιγμή της δημοσίευσης του έργου αυτού, για τον εμπλουτισμό της μαρξιστικής κριτικής του καπιταλισμού, ανέλαβα ήδη από τη δεκαετία του 1970 την αναδιατύπωσή της, η οποία απαιτούσε, κατά τη γνώμη μου, τον μετασχηματισμό του “πρώτου” (1920-1970) μονοπωλιακού καπιταλισμού σε γενικευμένο-μονοπωλιακό καπιταλισμό, που αναλύεται ως μια ποιοτικά νέα φάση του συστήματος.

Στις προηγούμενες μορφές ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που παρήγαγαν την ίδια αξία χρήσης -αριθμητές τότε και ανεξάρτητες μεταξύ τους- οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αυτών με βάση μια αναγνωρισμένη τιμή αγοράς που επιβαλλόταν ως εξωτερικό δεδομένο. Οι Baran και Sweezy παρατήρησαν ότι τα νέα μονοπώλια δρουν διαφορετικά: καθορίζουν τις τιμές τους ταυτόχρονα με τη φύση και τον όγκο των προϊόντων τους. Πρόκειται λοιπόν για το τέλος του “δίκαιου και ανοικτού ανταγωνισμού”, ο οποίος παραμένει, εντελώς αντίθετα με την πραγματικότητα, στο επίκεντρο της ρητορικής των συμβατικών οικονομικών! Η κατάργηση του ανταγωνισμού -η ριζική μετατροπή της έννοιας αυτού του όρου, της λειτουργίας του και των αποτελεσμάτων του- αποσυνδέει το σύστημα τιμών από τη βάση του, το σύστημα αξιών, και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο κρύβει από τα μάτια το αναφορικό πλαίσιο που όριζε την ορθολογικότητα του καπιταλισμού. Αν και οι αξίες χρήσης αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομες πραγματικότητες, γίνονται, στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, αντικείμενο πραγματικών κατασκευών που παράγονται συστηματικά μέσω επιθετικών και εξειδικευμένων στρατηγικών πωλήσεων (διαφήμιση, εμπορικά σήματα κ.λπ.).

Στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, μια συνεκτική αναπαραγωγή του παραγωγικού συστήματος δεν είναι πλέον δυνατή μόνο με την αμοιβαία προσαρμογή των δύο τμημάτων που συζητήθηκαν στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου: είναι πλέον απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ένα Τμήμα ΙΙΙ, το οποίο συνέλαβαν οι Baran και Sweezy. Αυτό επιτρέπει την πρόσθετη απορρόφηση πλεονάσματος που προωθείται από το κράτος – πέρα από το Τμήμα Ι (ιδιωτικές επενδύσεις) και πέρα από το τμήμα του Τμήματος ΙΙ (ιδιωτική κατανάλωση) που αφιερώνεται στην καπιταλιστική κατανάλωση. Το κλασικό παράδειγμα δαπανών του Τμήματος ΙΙΙ είναι οι στρατιωτικές δαπάνες. Ωστόσο, η έννοια του Τμήματος ΙΙΙ μπορεί να επεκταθεί για να καλύψει το ευρύτερο φάσμα των κοινωνικά μη παραγωγικών δαπανών που προωθεί ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός. [10]

Η απόκρυψη του Τμήματος ΙΙΙ, με τη σειρά της, ευνοεί στην πραγματικότητα τη διαγραφή της διάκρισης που έκανε ο Μαρξ μεταξύ της παραγωγικής (της υπεραξίας) εργασίας και της μη παραγωγικής εργασίας. Όλες οι μορφές μισθωτής εργασίας μπορούν -και γίνονται- να γίνουν πηγές πιθανών κερδών. Ένας κομμωτής πωλεί τις υπηρεσίες του σε έναν πελάτη που τον πληρώνει από το εισόδημά του. Αλλά αν αυτός ο κομμωτής γίνει υπάλληλος ενός ινστιτούτου αισθητικής, η επιχείρηση πρέπει να πραγματοποιήσει κέρδος για τον ιδιοκτήτη της. Αν η εν λόγω χώρα βάζει δέκα εκατομμύρια μισθωτούς εργάτες να εργαστούν στα Τμήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, παρέχοντας το ισοδύναμο δώδεκα εκατομμυρίων ετών αφηρημένης εργασίας, και αν οι μισθοί που λαμβάνουν αυτοί οι εργάτες τους επιτρέπουν να αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες που απαιτούν απλώς έξι εκατομμύρια έτη αφηρημένης εργασίας, το ποσοστό εκμετάλλευσης για όλους αυτούς, παραγωγικούς και μη παραγωγικούς συγχέοντας, είναι το ίδιο 100 τοις εκατό. Αλλά τα έξι εκατομμύρια χρόνια αφηρημένης εργασίας που δεν λαμβάνουν οι εργάτες δεν μπορούν να επενδυθούν όλα στην αγορά παραγωγικών αγαθών που προορίζονται για την επέκταση των Τμημάτων Ι και ΙΙ- ένα μέρος τους θα τεθεί προς την επέκταση του Τμήματος ΙΙΙ.

Γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός (από το 1975)

Το πέρασμα από τον αρχικό μονοπωλιακό καπιταλισμό στη σημερινή του μορφή (γενικευμένος-μονοπωλιακός καπιταλισμός) επιτεύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα (μεταξύ 1975 και 2000) ως απάντηση στη δεύτερη μακρά κρίση του παρακμάζοντος καπιταλισμού. Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, ο συγκεντρωτισμός της μονοπωλιακής εξουσίας και η ικανότητά της να ελέγχει ολόκληρο το παραγωγικό σύστημα έφτασε σε κορυφές ασύγκριτες με ό,τι συνέβαινε μέχρι τότε.

Η πρώτη μου διατύπωση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού χρονολογείται από το 1978, όταν πρότεινα μια ερμηνεία των απαντήσεων του κεφαλαίου στην πρόκληση της μακράς συστημικής κρίσης του, η οποία άνοιξε από το 1971-1975. Σε εκείνη την ερμηνεία τόνισα τις τρεις κατευθύνσεις αυτής της αναμενόμενης απάντησης, που τότε βρισκόταν μόλις σε εξέλιξη: την ενισχυμένη συγκεντροποίηση του ελέγχου της οικονομίας από τα μονοπώλια, την εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης (και την ανάθεση της μεταποιητικής βιομηχανίας στην περιφέρεια) και τη χρηματιστικοποίηση. Το έργο που δημοσιεύσαμε μαζί με τον André Gunder Frank το 1978 δεν τράβηξε καμία προσοχή πιθανώς επειδή οι θέσεις μας ήταν μπροστά από την εποχή τους. Σήμερα όμως τα τρία χαρακτηριστικά που εξετάζουμε έχουν γίνει εκτυφλωτικά προφανή σε όλους.[11]

Έπρεπε να δοθεί ένα όνομα σε αυτή τη νέα φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το επίθετο “γενικευμένος” προσδιορίζει το καινούργιο: τα μονοπώλια βρίσκονται πλέον σε μια θέση που τους δίνει τη δυνατότητα να υποβιβάζουν όλες (ή σχεδόν όλες) τις οικονομικές δραστηριότητες σε καθεστώς υπεργολάβου. Το παράδειγμα της οικογενειακής γεωργίας στα καπιταλιστικά κέντρα παρέχει το καλύτερο παράδειγμα αυτού. Αυτοί οι αγρότες ελέγχονται από τη μία από τα μονοπώλια που παρέχουν τις εισροές και τη χρηματοδότησή τους, και από την άλλη από τις αλυσίδες εμπορίας, σε σημείο που οι δομές τιμών που τους επιβάλλονται να εξαλείφουν το εισόδημα από την εργασία τους. Οι αγρότες επιβιώνουν μόνο χάρη στις δημόσιες επιδοτήσεις που πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Αυτή η εξόρυξη είναι λοιπόν η αιτία των κερδών των μονοπωλίων! Όπως ομοίως παρατηρήθηκε με τις χρεοκοπίες των τραπεζών, το νέο κεφάλαιο της οικονομικής διαχείρισης συνοψίζεται σε μια φράση: ιδιωτικοποίηση των κερδών των μονοπωλίων, κοινωνικοποίηση των ζημιών τους! Το να συνεχίσουμε να μιλάμε για “δίκαιο και ανοιχτό ανταγωνισμό” και για “αλήθεια των τιμών που αποκαλύπτουν οι αγορές” – αυτό είναι φάρσα.

Η κατακερματισμένη, και εκ των πραγμάτων συγκεκριμένη, οικονομική εξουσία των εχόντων ιδιοκτησία αστικών οικογενειών δίνει τη θέση της σε μια συγκεντρωτική εξουσία που ασκείται από τους διευθυντές των μονοπωλίων και τη συνομοταξία των μισθωτών υπαλλήλων τους. Γιατί ο γενικευμένος-μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν συνεπάγεται τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας, η οποία αντίθετα είναι πιο διασκορπισμένη από ποτέ, αλλά της εξουσίας διαχείρισής της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι παραπλανητικό να αποδίδεται το επίθετο “πατριωτικό” στον σύγχρονο καπιταλισμό. Μόνο φαινομενικά οι “μέτοχοι” κυριαρχούν. Οι απόλυτοι μονάρχες, τα κορυφαία στελέχη των μονοπωλίων, αποφασίζουν τα πάντα στο όνομά τους. Επιπλέον, η εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης του συστήματος εξαφανίζει την ολιστική (δηλαδή ταυτόχρονα οικονομική, πολιτική και κοινωνική) λογική των εθνικών συστημάτων, χωρίς να βάζει στη θέση της καμία απολύτως παγκόσμια λογική. Αυτή είναι η αυτοκρατορία του χάους -ο τίτλος ενός από τα έργα μου, που δημοσιεύθηκε το 1991 και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από άλλους: στην πραγματικότητα η διεθνής πολιτική βία παίρνει τη θέση του οικονομικού ανταγωνισμού [12].

Χρηματιστικοποίηση της συσσώρευσης

Η νέα χρηματιστικοποίηση της οικονομικής ζωής επισφραγίζει αυτόν τον μετασχηματισμό της εξουσίας του κεφαλαίου. Στη θέση των στρατηγικών που χαράσσονται από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του κατακερματισμένου κεφαλαίου βρίσκονται εκείνες των διαχειριστών των τίτλων ιδιοκτησίας επί του κεφαλαίου. Αυτό που ονομάζεται χυδαία πλασματικό κεφάλαιο (η εκτιμώμενη αξία των τίτλων ιδιοκτησίας) δεν είναι παρά η έκφραση αυτής της μετατόπισης, αυτής της αποσύνδεσης μεταξύ του εικονικού και του πραγματικού κόσμου.

Από την ίδια τη φύση της η καπιταλιστική συσσώρευση ήταν πάντα συνώνυμη με την αταξία, με την έννοια που έδωσε ο Μαρξ στον όρο αυτό: ένα σύστημα που κινείται από ανισορροπία σε ανισορροπία (καθοδηγούμενο από ταξικούς αγώνες και συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων) χωρίς ποτέ να τείνει προς μια ισορροπία. Όμως αυτή η αταξία που προέκυπτε από τον ανταγωνισμό μεταξύ κατακερματισμένων κεφαλαίων διατηρούνταν σε λογικά όρια μέσω της διαχείρισης του πιστωτικού συστήματος που πραγματοποιούνταν υπό τον έλεγχο του εθνικού κράτους. Με τον σύγχρονο χρηματιστικοποιημένο και παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό αυτά τα όρια εξαφανίζονται– η βία των κινήσεων από ανισορροπία σε ανισορροπία ενισχύεται. Ο διάδοχος της αταξίας είναι το χάος.

Η κυριαρχία του κεφαλαίου των γενικευμένων μονοπωλίων ασκείται σε παγκόσμια κλίμακα μέσω της παγκόσμιας ολοκλήρωσης της νομισματικής και χρηματοπιστωτικής αγοράς, που βασίζεται στο εξής στην αρχή των ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών και στην εγκατάλειψη των εθνικών ελέγχων στη ροή του κεφαλαίου. Ωστόσο, η κυριαρχία αυτή τίθεται υπό αμφισβήτηση, σε διαφορετικό βαθμό, από τις κρατικές πολιτικές των αναδυόμενων χωρών. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των τελευταίων πολιτικών και των στρατηγικών στόχων του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας γίνεται από το γεγονός αυτό ένας από τους κεντρικούς άξονες για να τεθεί ενδεχομένως ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός για άλλη μια φορά σε δοκιμασία. [13]

Η παρακμή της δημοκρατίας

Στα κέντρα του συστήματος, ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός έφερε μαζί του τη γενίκευση της μισθολογικής μορφής. Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη είναι πλέον υπάλληλοι που δεν συμμετέχουν στο σχηματισμό της υπεραξίας, της οποίας έχουν γίνει καταναλωτές. Στον άλλο κοινωνικό πόλο, η γενικευμένη προλεταριοποίηση που υποδηλώνει η μισθολογική μορφή συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμό των μορφών κατακερματισμού του εργατικού δυναμικού. Με άλλα λόγια, το “προλεταριάτο” (με τις μορφές του όπως ήταν γνωστές στο παρελθόν) εξαφανίζεται τη στιγμή ακριβώς που η προλεταριοποίηση γενικεύεται. Στην περιφέρεια, τα αποτελέσματα της κυριαρχίας του γενικευμένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, δεν είναι λιγότερο ορατά. Πάνω από μια ήδη ποικιλόμορφη κοινωνική δομή που αποτελείται από τις τοπικές άρχουσες τάξεις και τις υποδεέστερες τάξεις και ομάδες καθεστώτος, τοποθετείται μια κυρίαρχη υπερτάξη που αναδύεται στον απόηχο της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η υπερτάξη είναι άλλοτε αυτή των “νεο-κομπραδόρων εσωτερικών”, άλλοτε αυτή της κυβερνώσας πολιτικής τάξης (ή τάξης-κράτους-κόμματος), ή ένα μείγμα των δύο.

Μακριά από το να είναι συνώνυμα, η “αγορά” και η “δημοκρατία” είναι, αντίθετα, αντώνυμα. Στα κέντρα μια νέα πολιτική κουλτούρα συναίνεσης (μόνο φαινομενικά, ίσως, αλλά πάντως ενεργή), συνώνυμη με την αποπολιτικοποίηση, έχει πάρει τη θέση της προηγούμενης πολιτικής κουλτούρας που βασιζόταν στην αντιπαράθεση δεξιάς-αριστεράς, η οποία έδινε σημασία στην αστική δημοκρατία και στην αντιφατική εγγραφή των ταξικών αγώνων στο πλαίσιό της. Στην περιφέρεια, το μονοπώλιο της εξουσίας που έχει καταληφθεί από την κυρίαρχη τοπική υπερτάξη συνεπάγεται επίσης την άρνηση της δημοκρατίας. Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας οπισθοδρόμησης.

Η επιθετική γεωστρατηγική του σύγχρονου ιμπεριαλισμού

Ο συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας- το κράτος στον σύγχρονο καπιταλισμό

Στη δεκαετία του 1970, ο Sweezy, ο Magdoff και εγώ είχαμε ήδη προωθήσει αυτή τη θέση, η οποία διατυπώθηκε από τον André Gunder Frank και εμένα σε ένα έργο που δημοσιεύθηκε το 1978. Είπαμε ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός εισερχόταν σε μια νέα εποχή, η οποία χαρακτηριζόταν από τη σταδιακή -αλλά ταχεία- διάλυση των εθνικών συστημάτων παραγωγής. Η παραγωγή ενός αυξανόμενου αριθμού αγαθών της αγοράς δεν μπορεί πλέον να οριστεί με την ετικέτα “made in France” (ή στη Σοβιετική Ένωση ή στις Ηνωμένες Πολιτείες), αλλά γίνεται “made in the world”, επειδή η παραγωγή τους διασπάται πλέον σε τμήματα, που βρίσκονται εδώ και εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος, που είναι πλέον κοινός τόπος, δεν σημαίνει ότι υπάρχει μόνο μία εξήγηση της κύριας αιτίας του εν λόγω μετασχηματισμού. Από την πλευρά μου, την εξηγώ με το άλμα προς τα εμπρός στο βαθμό συγκεντρωτισμού του ελέγχου του κεφαλαίου από τα μονοπώλια, το οποίο έχω περιγράψει ως τη μετάβαση από τον καπιταλισμό των μονοπωλίων στον καπιταλισμό των γενικευμένων μονοπωλίων. Η επανάσταση της πληροφορίας, μεταξύ άλλων παραγόντων, παρέχει τα μέσα που καθιστούν δυνατή τη διαχείριση αυτού του παγκοσμίως διασκορπισμένου συστήματος παραγωγής. Αλλά για μένα, αυτά τα μέσα εφαρμόζονται μόνο ως απάντηση σε μια νέα αντικειμενική ανάγκη που δημιουργείται από το άλμα προς τα εμπρός στον συγκεντρωτικό έλεγχο του κεφαλαίου.

Η εμφάνιση αυτού του παγκοσμιοποιημένου συστήματος παραγωγής εξαλείφει τις συνεκτικές πολιτικές “εθνικής ανάπτυξης” (διαφορετικές και άνισα αποτελεσματικές), αλλά δεν υποκαθιστά μια νέα συνοχή, η οποία θα ήταν αυτή του παγκοσμιοποιημένου συστήματος. Ο λόγος γι’ αυτό είναι η απουσία μιας παγκοσμιοποιημένης αστικής τάξης και ενός παγκοσμιοποιημένου κράτους, τα οποία θα εξετάσω αργότερα. Κατά συνέπεια, το παγκοσμιοποιημένο σύστημα παραγωγής είναι από τη φύση του ασυνάρτητο.

Μια άλλη σημαντική συνέπεια αυτού του ποιοτικού μετασχηματισμού του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η εμφάνιση του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας, ο οποίος παίρνει τη θέση των ιστορικών εθνικών ιμπεριαλισμών (των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και μερικών άλλων). Ο συλλογικός ιμπεριαλισμός βρίσκει τον λόγο ύπαρξής του στη συνειδητοποίηση από τις αστικές τάξεις των κρατών της τριάδας της ανάγκης για την από κοινού διαχείριση του κόσμου και ιδιαίτερα των υποταγμένων και των κοινωνιών της περιφέρειας που πρόκειται να υποταχθούν.

Ορισμένοι αντλούν δύο ισχυρισμούς από τη θέση της ανάδυσης ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος παραγωγής: την ανάδυση μιας παγκοσμιοποιημένης αστικής τάξης και την ανάδυση ενός παγκοσμιοποιημένου κράτους, τα οποία θα βρουν την αντικειμενική τους βάση σε αυτό το νέο σύστημα παραγωγής. Η δική μου ερμηνεία των σημερινών αλλαγών και κρίσεων με οδηγεί στην απόρριψη αυτών των δύο ισχυρισμών.

Δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένη αστική τάξη (ή κυρίαρχη τάξη) στη διαδικασία διαμόρφωσης, ούτε σε παγκόσμια κλίμακα ούτε στις χώρες της ιμπεριαλιστικής τριάδας. Οδηγούμαι να τονίσω το γεγονός ότι η συγκέντρωση του ελέγχου του κεφαλαίου των μονοπωλίων πραγματοποιείται στο εσωτερικό των εθνικών κρατών της τριάδας (Ηνωμένες Πολιτείες, κάθε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ιαπωνία) πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων της τριάδας ή ακόμη και μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αστικές τάξεις (ή οι ολιγοπωλιακές ομάδες) βρίσκονται σε ανταγωνισμό εντός των εθνών (και το εθνικό κράτος διαχειρίζεται αυτόν τον ανταγωνισμό, εν μέρει τουλάχιστον) και μεταξύ των εθνών. Έτσι, τα γερμανικά ολιγοπώλια (και το γερμανικό κράτος) ανέλαβαν την ηγεσία των ευρωπαϊκών υποθέσεων, όχι για το ίδιο όφελος όλων, αλλά πρωτίστως για το δικό τους όφελος. Στο επίπεδο της τριάδας, είναι προφανώς η αστική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών που ηγείται της συμμαχίας, και πάλι με άνιση κατανομή των ωφελειών. Η ιδέα ότι η αντικειμενική αιτία -η εμφάνιση του παγκοσμιοποιημένου συστήματος παραγωγής- συνεπάγεται ipso facto την εμφάνιση μιας παγκοσμιοποιημένης κυρίαρχης τάξης βασίζεται στην υποκείμενη υπόθεση ότι το σύστημα πρέπει να είναι συνεκτικό. Στην πραγματικότητα, είναι δυνατόν να μην είναι συνεκτικό. Στην πραγματικότητα, δεν είναι συνεκτικό και ως εκ τούτου αυτό το χαοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο.

Στην περιφέρεια, η παγκοσμιοποίηση του παραγωγικού συστήματος συμβαίνει σε συνδυασμό με την αντικατάσταση των ηγεμονικών μπλοκ των προηγούμενων εποχών από ένα νέο ηγεμονικό μπλοκ, στο οποίο κυριαρχούν οι νέες κομπραδόρικες αστικές τάξεις, οι οποίες δεν είναι συστατικά στοιχεία μιας παγκοσμιοποιημένης αστικής τάξης, αλλά μόνο υποδεέστεροι σύμμαχοι των αστικών τάξεων της κυρίαρχης τριάδας. Όπως δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένη αστική τάξη στη διαδικασία σχηματισμού, έτσι δεν υπάρχει και παγκοσμιοποιημένο κράτος στον ορίζοντα. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ότι το σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύστημα δεν αμβλύνει, αλλά στην πραγματικότητα επιτείνει τη σύγκρουση (ήδη ορατή ή δυνητική) μεταξύ των κοινωνιών της τριάδας και εκείνων του υπόλοιπου κόσμου. Εννοώ πράγματι τη σύγκρουση μεταξύ των κοινωνιών και, κατά συνέπεια, τη δυνητική σύγκρουση μεταξύ των κρατών. Το πλεονέκτημα που απορρέει από την κυρίαρχη θέση της τριάδας (ιμπεριαλιστικό ενοίκιο) επιτρέπει στο ηγεμονικό μπλοκ που σχηματίζεται γύρω από τα γενικευμένα μονοπώλια να επωφελείται από μια νομιμοποίηση που εκφράζεται, με τη σειρά της, από τη σύγκλιση όλων των μεγάλων εκλογικών κομμάτων, δεξιών και αριστερών, και την ισότιμη δέσμευσή τους στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και τη συνεχή παρέμβαση στις υποθέσεις της περιφέρειας. Από την άλλη πλευρά, οι νεο-κομπραδόρικες αστικές τάξεις των περιφερειών δεν είναι ούτε νόμιμες ούτε αξιόπιστες στα μάτια των ίδιων των ανθρώπων τους (επειδή οι πολιτικές που υπηρετούν δεν καθιστούν δυνατή την “κάλυψη της καθυστέρησης” και τις περισσότερες φορές οδηγούν στο αδιέξοδο της λούμπεν-ανάπτυξης). Η αστάθεια των εκάστοτε κυβερνήσεων είναι επομένως ο κανόνας σε αυτό το πλαίσιο.

Όπως δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένη αστική τάξη ούτε καν στο επίπεδο της τριάδας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι δεν υπάρχει και παγκοσμιοποιημένο κράτος σε αυτά τα επίπεδα. Αντίθετα, υπάρχει μόνο μια συμμαχία κρατών. Τα κράτη αυτά, με τη σειρά τους, αποδέχονται πρόθυμα την ιεραρχία που επιτρέπει τη λειτουργία αυτής της συμμαχίας: τη γενική ηγεσία αναλαμβάνει η Ουάσιγκτον και την ηγεσία στην Ευρώπη το Βερολίνο. Το εθνικό κράτος παραμένει στη θέση του για να υπηρετεί την παγκοσμιοποίηση ως έχει.

Υπάρχει μια ιδέα που κυκλοφορεί στα μεταμοντέρνα ρεύματα ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν χρειάζεται πλέον το κράτος για να διαχειριστεί την παγκόσμια οικονομία και, επομένως, ότι το κρατικό σύστημα βρίσκεται σε διαδικασία μαρασμού προς όφελος της ανάδυσης της κοινωνίας των πολιτών. Δεν θα επανέλθω στα επιχειρήματα που έχω αναπτύξει αλλού ενάντια σε αυτή την αφελή θέση, η οποία άλλωστε προπαγανδίζεται από τις κυρίαρχες κυβερνήσεις και τον κλήρο των μέσων ενημέρωσης που τους υπηρετεί. Δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς κράτος. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν θα μπορούσε να επιδιωχθεί χωρίς τις παρεμβάσεις των ενόπλων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών και τη διαχείριση του δολαρίου. Είναι σαφές ότι οι ένοπλες δυνάμεις και το χρήμα είναι όργανα του κράτους και όχι της αγοράς.

Αλλά εφόσον δεν υπάρχει παγκόσμιο κράτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία. Οι κοινωνίες της τριάδας θεωρούν ότι αυτή η λειτουργία είναι νόμιμη- άλλες κοινωνίες όχι. Αλλά τι σημασία έχει αυτό; Η αυτοαποκαλούμενη “διεθνής κοινότητα”, δηλαδή η G7 συν τη Σαουδική Αραβία, η οποία σίγουρα έχει γίνει δημοκρατική δημοκρατία, δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα της γνώμης του 85% του παγκόσμιου πληθυσμού!

Υπάρχει λοιπόν μια ασυμμετρία μεταξύ των λειτουργιών του κράτους στα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα και των λειτουργιών του κράτους στην υποταγμένη ή ακόμη υποταγμένη περιφέρεια. Το κράτος στις υποτελείς περιφέρεις είναι εγγενώς ασταθές και, κατά συνέπεια, ένας δυνητικός εχθρός, όταν δεν είναι ήδη τέτοιος.

Υπάρχουν εχθροί με τους οποίους οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν αναγκαστεί να συνυπάρξουν -τουλάχιστον μέχρι τώρα. Αυτό συμβαίνει με την Κίνα, επειδή έχει απορρίψει (μέχρι τώρα) τη νεο-κομπραδόρικη επιλογή και ακολουθεί το κυρίαρχο σχέδιό της για ολοκληρωμένη και συνεκτική εθνική ανάπτυξη. Η Ρωσία έγινε εχθρός από τη στιγμή που ο Πούτιν αρνήθηκε να ευθυγραμμιστεί πολιτικά με την τριάδα και θέλησε να εμποδίσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες της τελευταίας στην Ουκρανία, ακόμη και αν δεν οραματίζεται (ή δεν έχει ακόμη;) να εγκαταλείψει το τέλμα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η μεγάλη πλειονότητα των κομπραδόρων κρατών του Νότου (δηλαδή των κρατών που βρίσκονται στην υπηρεσία των κομπραδόρων αστικών τάξεων τους) είναι σύμμαχοι, όχι εχθροί – όσο το καθένα από αυτά τα κομπραδόρικα κράτη δίνει την εντύπωση ότι είναι υπεύθυνο για τη χώρα του. Αλλά οι ηγέτες στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, το Βερολίνο και το Παρίσι γνωρίζουν ότι αυτά τα κράτη είναι εύθραυστα. Μόλις ένα λαϊκό κίνημα εξέγερσης -με ή χωρίς βιώσιμη εναλλακτική στρατηγική- απειλήσει ένα από αυτά τα κράτη, η τριάδα υπεραμύνεται του δικαιώματος να επέμβει. Η επέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο να σκεφτεί την καταστροφή αυτών των κρατών και, πέρα από αυτά, των σχετικών κοινωνιών. Αυτή η στρατηγική εφαρμόζεται σήμερα στο Ιράκ, τη Συρία και αλλού. Ο λόγος ύπαρξης της στρατηγικής για τον στρατιωτικό έλεγχο του κόσμου από την τριάδα με επικεφαλής την Ουάσινγκτον εντοπίζεται εξ ολοκλήρου σε αυτό το “ρεαλιστικό” όραμα, το οποίο βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την αφελή άποψη -à la Negri- ενός παγκοσμιοποιημένου κράτους που βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης [14].

Αντιδράσεις των λαών και των κρατών του Νότου

Η συνεχιζόμενη επίθεση του συλλογικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ/Ευρώπης/Ιαπωνίας εναντίον όλων των λαών του Νότου περπατάει σε δύο πόδια: το οικονομικό πόδι – ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός που επιβάλλεται ως η αποκλειστική δυνατή οικονομική πολιτική- και το πολιτικό πόδι – οι συνεχείς επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών πολέμων εναντίον όσων απορρίπτουν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Σε απάντηση, ορισμένες χώρες του Νότου, όπως οι BRICS, στην καλύτερη περίπτωση βαδίζουν μόνο στο ένα πόδι: απορρίπτουν τη γεωπολιτική του ιμπεριαλισμού αλλά αποδέχονται τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό. Παραμένουν, για το λόγο αυτό, ευάλωτες, όπως δείχνει η σημερινή περίπτωση της Ρωσίας [15]. Ναι, πρέπει να καταλάβουν ότι “το εμπόριο είναι πόλεμος”, όπως έγραψε ο Yash Tandon.[16]

Όλες οι χώρες του κόσμου εκτός της τριάδας είναι εχθροί ή δυνητικοί εχθροί, εκτός από εκείνες που αποδέχονται την πλήρη υποταγή στην οικονομική και πολιτική στρατηγική της. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία είναι “εχθρός” [17]. Όποια κι αν είναι η εκτίμησή μας για το τι ήταν η Σοβιετική Ένωση, η τριάδα την πολέμησε απλώς και μόνο επειδή ήταν μια προσπάθεια να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από τον κυρίαρχο καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος, κάποιοι (στη Ρωσία ειδικότερα) πίστευαν ότι η “Δύση” δεν θα ανταγωνιζόταν μια “καπιταλιστική Ρωσία” – όπως ακριβώς η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν “χάσει τον πόλεμο αλλά κέρδισαν την ειρήνη”. Ξέχασαν ότι οι δυτικές δυνάμεις υποστήριξαν την ανοικοδόμηση των πρώην φασιστικών χωρών ακριβώς για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της ανεξάρτητης πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα, αφού αυτή η πρόκληση έχει εξαφανιστεί, ο στόχος της τριάδας είναι η πλήρης υποταγή, η καταστροφή της ικανότητας της Ρωσίας να αντισταθεί. Η σημερινή εξέλιξη της τραγωδίας στην Ουκρανία καταδεικνύει την πραγματικότητα του στρατηγικού στόχου της τριάδας. Η τριάδα οργάνωσε στο Κίεβο αυτό που θα έπρεπε να αποκαλείται “ευρωναζιστικό πραξικόπημα”. Η ρητορική των δυτικών μέσων ενημέρωσης, που ισχυρίζονται ότι οι πολιτικές της τριάδας στοχεύουν στην προώθηση της δημοκρατίας, είναι απλά ένα ψέμα. Η Ανατολική Ευρώπη έχει “ενσωματωθεί” στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως ισότιμος εταίρος, αλλά ως “ημιαποικία” των μεγάλων δυτικών και κεντροευρωπαϊκών καπιταλιστικών/ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η σχέση μεταξύ Δύσης και Ανατολής στο ευρωπαϊκό σύστημα είναι σε κάποιο βαθμό παρόμοια με εκείνη που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λατινικής Αμερικής!

Ως εκ τούτου, η πολιτική της Ρωσίας να αντισταθεί στο σχέδιο αποικιοποίησης της Ουκρανίας πρέπει να υποστηριχθεί. Αλλά αυτή η θετική ρωσική “διεθνής πολιτική” είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει αν δεν υποστηριχθεί από τον ρωσικό λαό. Και αυτή η υποστήριξη δεν μπορεί να κερδηθεί στην αποκλειστική βάση του “εθνικισμού”. Η υποστήριξη μπορεί να κερδηθεί μόνο αν η εσωτερική οικονομική και κοινωνική πολιτική που ασκείται προωθεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των εργαζομένων. Μια πολιτική προσανατολισμένη στο λαό συνεπάγεται επομένως την απομάκρυνση, όσο το δυνατόν περισσότερο, από τη “φιλελεύθερη” συνταγή και την εκλογική μεταμφίεση που συνδέεται με αυτήν, η οποία ισχυρίζεται ότι δίνει νομιμοποίηση σε οπισθοδρομικές κοινωνικές πολιτικές. Θα πρότεινα να εγκαθιδρύσουμε στη θέση της ένα σήμα του νέου κρατικού καπιταλισμού με κοινωνική διάσταση (λέω κοινωνική, όχι σοσιαλιστική). Αυτό το σύστημα θα άνοιγε το δρόμο για ενδεχόμενες προόδους προς την κοινωνικοποίηση της διαχείρισης της οικονομίας και, ως εκ τούτου, για αυθεντικές νέες προόδους προς μια εφεύρεση της δημοκρατίας που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις μιας σύγχρονης οικονομίας.

Η παραμονή της ρωσικής κρατικής εξουσίας εντός των αυστηρών ορίων της νεοφιλελεύθερης συνταγής εκμηδενίζει τις πιθανότητες επιτυχίας μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής και τις πιθανότητες η Ρωσία να γίνει μια πραγματικά αναδυόμενη χώρα που θα ενεργεί ως σημαντικός διεθνής παράγοντας. Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να παράγει για τη Ρωσία μόνο μια τραγική οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση, ένα πρότυπο “λούμπεν ανάπτυξης” και μια αυξανόμενη υποδεέστερη θέση στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική τάξη. Η Ρωσία θα παρέχει στην τριάδα πετρέλαιο, φυσικό αέριο και κάποιους άλλους φυσικούς πόρους- οι βιομηχανίες της θα υποβιβαστούν σε καθεστώς υπεργολαβίας προς όφελος των δυτικών χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων. Σε μια τέτοια θέση, η οποία δεν απέχει πολύ από εκείνη της Ρωσίας σήμερα στο παγκόσμιο σύστημα, οι προσπάθειες να δράσει ανεξάρτητα στον διεθνή χώρο θα παραμείνουν εξαιρετικά εύθραυστες, απειλούμενες από “κυρώσεις” που θα ενισχύσουν την καταστροφική ευθυγράμμιση της κυρίαρχης οικονομικής ολιγαρχίας με τις απαιτήσεις των κυρίαρχων μονοπωλίων της τριάδας. Η τρέχουσα εκροή “ρωσικού κεφαλαίου” που συνδέεται με την κρίση στην Ουκρανία καταδεικνύει τον κίνδυνο. Η αποκατάσταση του κρατικού ελέγχου στις κινήσεις του κεφαλαίου είναι η μόνη αποτελεσματική απάντηση σε αυτόν τον κίνδυνο.

Εκτός από την Κίνα, η οποία εφαρμόζει ένα εθνικό σχέδιο σύγχρονης βιομηχανικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με την ανανέωση της οικογενειακής γεωργίας, οι άλλες λεγόμενες αναδυόμενες χώρες του Νότου (οι BRICS) εξακολουθούν να περπατούν μόνο με το ένα πόδι: αντιτίθενται στις λεηλασίες της στρατιωτικοποιημένης παγκοσμιοποίησης, αλλά παραμένουν φυλακισμένες στον ζουρλομανδύα του νεοφιλελευθερισμού [18].

Σημειώσεις

[1] Σε αυτό το άρθρο, περιορίζομαι στην εξέταση των εμπειριών της Ρωσίας και της Κίνας, χωρίς να έχω καμία πρόθεση να αγνοήσω τις άλλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα (Βόρεια Κορέα, Βιετνάμ, Κούβα).

[2] Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Στάλιν αναζητούσε απεγνωσμένα, και ανεπιτυχώς, μια συμμαχία με τις δυτικές δημοκρατίες κατά του ναζισμού. Μετά τον πόλεμο, η Ουάσινγκτον επέλεξε να συνεχίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, ενώ ο Στάλιν προσπάθησε να επεκτείνει τη φιλία με τις δυτικές δυνάμεις, και πάλι χωρίς επιτυχία. Βλέπε Geoffrey Roberts, Stalin’s Wars: From World War to Cold War, 1939-1953 (New Haven, CT: Yale University Press, 2007). Βλέπε τον σημαντικό πρόλογο της Annie Lacroix Riz στη γαλλική έκδοση: Les guerres de Stalin: De la guerre mondiale à la guerre froide (Παρίσι: Éditions Delga, 2014).

[3] Αναφέρομαι εδώ στις θέσεις του Κάουτσκι στο The Agrarian Question, 2 τόμοι (Λονδίνο: Pluto Press, 1988- πρώτη έκδοση, 1899).

[4] Υπάρχουν ευχάριστες εξαιρέσεις μεταξύ των μαρξιστών διανοουμένων που, χωρίς να έχουν ευθύνες στην ηγεσία επαναστατικών κομμάτων ή, ακόμη λιγότερο, επαναστατικών κρατών, παρέμειναν ωστόσο προσεκτικοί στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κρατικοί σοσιαλισμοί (εννοώ εδώ τους Baran, Sweezy, Hobsbawn και άλλους).

[5] Βλέπε Samir Amin, “China 2013”, Monthly Review 64, αρ. 10 (Μάρτιος 2013): 14-33, ιδίως για αναλύσεις σχετικά με την αντιμετώπιση του αγροτικού ζητήματος από τον μαοϊσμό.

[6] Βλέπε Eric J. Hobsbawn, Echoes of the Marseillaise: Two Centuries Look Back on the French Revolution (Λονδίνο: Verso, 1990)- βλ. επίσης τα έργα της Florence Gauthier. Αυτοί οι συγγραφείς δεν εξομοιώνουν το Thermidor με την παλινόρθωση, όπως υποδηλώνει η τροτσκιστική απλοποίηση.

[7] Σχετικά με την καταστροφή της ασιατικής και αφρικανικής αγροτιάς που βρίσκεται σε εξέλιξη, βλέπε Samir Amin, “Contemporary Imperialism and the Agrarian Question”, Agrarian South: Journal of Political Economy 1, no. 1 (Απρίλιος 2012): 11-26, http://ags.sagepub.com.

[8] Συζητώ εδώ μόνο μερικές από τις σημαντικότερες συνέπειες της μετάβασης σε γενικευμένα μονοπώλια (χρηματιστικοποίηση, παρακμή της δημοκρατίας). Όσον αφορά τα οικολογικά ζητήματα, παραπέμπω στα αξιόλογα έργα του John Bellamy Foster.

[9] Nicolai Bukharin, Imperialism and the World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973- γράφτηκε το 1915)- V. I. Lenin, Imperialism, The Highest Stage of Capitalism (New York: International Publishers, 1969- γράφτηκε το 1916).

[10] Για περαιτέρω συζητήσεις σχετικά με την ανάλυση του Τμήματος ΙΙΙ και τη σχέση της με τη θεωρία της απορρόφησης του πλεονάσματος των Baran και Sweezy βλέπε Samir Amin, Three Essays on Marx’s Value Theory (New York: Monthly Review Press, 2013), 67-76- και John Bellamy Foster, “Marxian Crisis Theory and the State”, στο John Bellamy Foster and Henryk Szlajfer, eds., The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 325-49.

[11] Andre Gunder Frank και Samir Amin, “Let’s Not Wait for 1984”, στο Frank, Reflections on the World Economic Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1981).

[12] Samir Amin, Empire of Chaos (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1992).

[13] Όσον αφορά την πρόκληση για την οικονομική παγκοσμιοποίηση, βλέπε Samir Amin, “From Bandung (1955) to 2015: New and Old Challenges for the Peoples and States of the South”, ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, Τύνιδα, Μάρτιος 2015, και “The Chinese Yuan”, δημοσιευμένο στα κινεζικά, 2013.

[14] “Contra Hardt and Negri”, Monthly Review 66, αρ. 6 (Νοέμβριος 2014): 25-36.

[15] Η επιλογή της αποσύνδεσης είναι αναπόφευκτη. Ο ακραίος συγκεντρωτισμός του πλεονάσματος σε παγκόσμιο επίπεδο με τη μορφή ιμπεριαλιστικού ενοικίου για τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν μπορεί να υποστηριχθεί από όλες τις κοινωνίες της περιφέρειας. Είναι απαραίτητο να αποδομηθεί αυτό το σύστημα με την προοπτική να ανασυγκροτηθεί αργότερα σε μια άλλη μορφή παγκοσμιοποίησης συμβατή με τον κομμουνισμό που νοείται ως ένα πιο προηγμένο στάδιο του παγκόσμιου πολιτισμού. Πρότεινα, στο πλαίσιο αυτό, μια σύγκριση με την αναγκαία καταστροφή του συγκεντρωτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία άνοιξε το δρόμο στη φεουδαρχική αποκέντρωση.

[16] Yash Tandon, Trade is War (Νέα Υόρκη: OR Books, υπό έκδοση).

[17] Samir Amin, “Russia in the World System”, κεφάλαιο 7 στο Global History: A View from the South (Λονδίνο: Pambazuka Press, 2010), “The Return of Fascism in Contemporary Capitalism”, Monthly Review 66, no. 4 (Σεπτέμβριος 2014): 1-12.

[18] Όσον αφορά τις ανεπαρκείς απαντήσεις της Ινδίας και της Βραζιλίας, βλέπε Samir Amin, The Implosion of Capitalism (New York: Monthly Review Press, 2013), κεφάλαιο 2, και “Latin America Confronts the Challenge of Globalization”, Monthly Review 66, αρ. 7 (Δεκέμβριος 2014): 1-6.

Πηγή: Monthly Review

Ο νέος ιμπεριαλισμός του παγκοσμιοποιημένου μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου

Το παρακάτω κείμενο του εκδότη του Monthly Review, John Bellamy Foster, είναι μια σύνοψη της βασικής διαδρομής της μαρξιστικής κριτικής στον ιμπεριαλισμό, από την εποχή των Λένιν και Μπουχάριν μέχρι σήμερα. Ο Φόστερ υποστηρίζει ότι η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση που παρατηρείται στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα είναι έκφραση του “γενικευμένου – μονοπωλιακού” καπιταλισμού, όπου παγκοσμιοποιείται τόσο η παραγωγή όσο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αναγνωρίζει ότι οι θεωρίες της Εξάρτησης και του Κέντρου – Περιφέρειας στη μαρξιστική κριτική συχνά παρουσιάζονταν με έναν απλουστευτικό και μηχανικιστικό τρόπο. Εκτιμά ότι η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού (κυρίως όπως αυτή συγκροτείται από τα έργα των Μπάραν, Σουήζι, Μάγκντοφ, Βαλερστάιν, Αμίν κλπ) είναι ικανή να συλλάβει και να συνθέσει φαινόμενα όπως: “(1) ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, (2) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός που οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, (3) η διεθνής ηγεμονία ως σταθεροποιητική/αποσταθεροποιητική δύναμη, (4) η παρεμπόδιση της οικονομικής ανάπτυξης σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου, (5) η απόσπαση του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια, (6) επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις- (7) η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στο κέντρο του συστήματος- (8) η άνοδος κομπραδόρικων στοιχείων που συμμαχούν με το ξένο κεφάλαιο στις υπανάπτυκτες χώρες- και (9) παγκόσμια επαναστατικά κύματα στην περιφέρεια”.

Αναγνωρίζει ωστόσο ότι τις τελευταίες δεκαετίες (και ειδικά από το 90 και μετά), πολλές από τις προηγούμενες βασικές εκτιμήσεις τίθενται σε αμφισβήτηση: ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές δυνάμεις δεν παίρνει την οξύτατη μορφή που έπαιρνε τον εικοστό αιώνα, το Κέντρο και η Περιφέρεια προσεγγίζονται, ο παγκόσμιος Νότος αναπτύσσεται, η πραγματικότητα φαίνεται να εξελίσσεται σε μια παγκοσμιοποιημένη – υπερεθνική κατεύθυνση, και η αμερικανική ηγεμονία, αν και θεωρούνταν σε παρακμή, διαρκώς αναγεννάται.

Εξετάζει λοιπόν μια σειρά από νέες θεωρίες που προέκυψαν και επιχειρούν να υπερβούν την κλασική μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στις οποίες είναι η μεταμοντέρνα αυτοκρατορία, ο υπερ-ιμπεριαλισμός, ο υπερεθνικός καπιταλισμός. Με απαρχές το έργο του Μαντέλ τη δεκαετία του 70, η θεωρία ότι μπορεί να υπάρξει ο υπερ-ιμπεριαλισμός ως πολιτική πραγματικότητα, έδωσε τη θέση της στις σύγχρονες επεξεργασίες (από το 2000 και μετά) των Χάντσον, Γκόουαν, Πάνιτς κλπ. Χωρίς να δίνει βάρος στις εντελώς ιδεαλιστικές και μεταμοντέρνες τοποθετήσεις των Νέγκρι και Χαρντ, ο Φόστερ θεωρεί ότι η άποψη μιας “αμερικανικής αυτοκρατορίας”, ενός imperium που έχει απορροφήσει τους βασικούς προηγούμενους ανταγωνιστές των ΗΠΑ (Ευρώπη, Ιαπωνία) οδηγεί στην υπέρβαση της κλασικής έννοιας του ιμπεριαλισμού και στην αντικατάστασή του από έναν διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Ακόμα μεγαλύτερο διαζύγιο με τη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού έχει η άποψη του Χάρβει για τον “νέο ιμπεριαλισμό” που τον ταυτίζει με ένα φαύλο και έξαλλο καπιταλισμό (νεοφιλελευθερισμός) που δίνει τη δυνατότητα ανασυγκρότησης ενός άλλου, καλοπροαίρετου καπιταλισμού τύπου “New Deal”.

Σε αντίθεση με αυτές τις απόψεις, ο Φόστερ επιμένει στο να ορίζει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό ως τον ιμπεριαλισμό του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου ο διχασμός ανάμεσα στον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο νότο εξακολουθεί να ισχύει, καθώς, (με εξαίρεση την αλματώδη πορεία της Κίνας) οι αναπτυγμένες χώρες αναπτύσσονται πιο γρήγορα από τις αναπτυσσόμενες. Η βασική πλευρά αυτής της άνισης ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι παρά το ότι το εργατικό κόστος σε χώρες όπως η Κίνα ή η Ινδία παραμένει σχεδόν το ένα τρίτο του κόστους των δυτικών καπιταλιστικών χωρών, η παραγωγικότητα έχει κάνει άλματα. Αυτό το εργασιακό αρμπιτράζ όπου το μισθολογικό κόστος είναι ένα ελάχιστο κλάσμα της τελικής τιμής του προϊόντος, αλλά και οι υπεργολαβίες, δίνουν τη δυνατότητα στις πολυεθνικές να τροφοδοτούν την καπιταλιστική ανάπτυξη στο Βορρά.

Τέλος, ο Φόστερ θεωρεί ότι η Δύση μέσω του περιβαλλοντικού ιμπεριαλισμού (περιορισμούς σε χρήση πόρων) επιχειρεί να θέσει υπό τον έλεγχό της τους πόρους του τρίτου κόσμου και ειδικά τους ενεργειακούς και τα μεταλλεύματα. Τόσο η εξοικονόμηση κόστους από την παραγωγή, όσο και η απομύζηση πόρων δημιουργούν ένα “αυτοκρατορικό ενοίκιο” και μια τεράστια μεταφορά πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο. Τα πλεονάσματα αυτά, ελλείψει επενδυτικών ευκαιριών, διογκώνουν συνεχώς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα δημιουργώντας μια τεράστια φούσκα. Η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί μια περαιτέρω αποσύνδεση από τις πραγματικές επενδύσεις, επιτείνει την αστάθεια (δεν είναι τυχαίες οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις), εμπορευματοποιεί το σύνολο των κοινωνικών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Αποτελεί πλέον καθολική πεποίθηση στην Αριστερά ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα ιμπεριαλιστική φάση.[1] Το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός εξελίσσεται και παίρνει νέες μορφές δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη από μια ιστορική υλιστική προοπτική. Ο ιμπεριαλισμός, όπως και ο ίδιος ο καπιταλισμός, χαρακτηρίζεται από μια συνεχή διαδικασία αλλαγής, περνώντας μέσα από περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένα καθορισμένες εποχές. Ήδη από τη δεκαετία του 1890, όταν στην Αγγλία διεξαγόταν μια έντονη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα αναφερόταν συνήθως ως “ο νέος ιμπεριαλισμός”, για να διακρίνεται από την προηγούμενη αποικιοκρατική φάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας [2]. Ήταν η προσπάθεια να εξηγηθεί αυτός ο νέος ιμπεριαλισμός της περιόδου 1875-1914 που ενέπνευσε τις πρώτες μαρξιστικές συνεισφορές στη θεωρία του ιμπεριαλισμού στο έργο του Β.Ι. Λένιν, του Νικολάι Μπουχάριν και της Ρόζα Λούξεμπουργκ (και, με λιγότερη επιτυχία, του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και του Καρλ Κάουτσκι), εισάγοντας μια σειρά από προτάσεις που τροποποιήθηκαν αργότερα από την παράδοση της εξάρτησης.

Στην τρέχουσα φάση του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, είναι σαφές ότι αυτές οι κλασικές θεωρίες δεν είναι πλέον άμεσα εφαρμόσιμες. Παρ’ όλα αυτά, η μορφολογία του ιμπεριαλισμού, όπως απεικονίζεται σε αυτές τις πρώιμες πρωτοποριακές περιγραφές, είναι αυτή που παρέχει το απαραίτητο κλειδί για τις σημερινές εξελικτικές μορφές. Όπως το έθεσε ο Atilio Boron το 2005 στο Empire and Imperialism, “οι θεμελιώδεις παράμετροι του ιμπεριαλισμού” που περιγράφονται στα κλασικά έργα παραμένουν κεντρικές, παρόλο που η “φαινομενολογία” του ιμπεριαλισμού έχει αλλάξει [3].

Η πρόκληση για τις μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος στην εποχή μας είναι να συλλάβουν όλο το βάθος και το εύρος των κλασικών περιγραφών, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την ιστορική ιδιαιτερότητα της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας. Στην εισαγωγή αυτή θα υποστηριχθεί (σύμφωνα με το σύνολο του παρόντος τεύχους) ότι αυτό που αναφέρεται ευρέως ως νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι στην πραγματικότητα ιστορικό προϊόν της στροφής προς το παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ή αυτό που ο Σαμίρ Αμίν αποκαλεί ιμπεριαλισμό του “γενικευμένου-μονοπωλιακού καπιταλισμού”.[4] Στον εικοστό πρώτο αιώνα ο ιμπεριαλισμός αποκτά έτσι μια νέα, πιο ανεπτυγμένη φάση που σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και της χρηματοδότησης. Όλα αυτά, άλλωστε, συμβαίνουν στο πλαίσιο αυτού που κορυφαίοι στρατηγικοί αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ αποκαλούν “νέο τριακονταετή πόλεμο” που εξαπολύει η Ουάσιγκτον για τον στρατηγικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής και των γύρω περιοχών: ένας νέος γυμνός ιμπεριαλισμός.[5]

Οι κλασικές μαρξιστικές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης

Η ανάδειξη του ζητήματος του σημερινού ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος απαιτεί να εξετάσουμε εν συντομία την κληρονομιά σε αυτόν τον τομέα μαρξιστών θεωρητικών όπως ο Λένιν, ο Μπουχάριν και ο Λούξεμπουργκ -μαζί με τη μεταγενέστερη παράδοση της εξάρτησης/του παγκόσμιου συστήματος.[6] Οι κλασικές αναλύσεις του “νέου ιμπεριαλισμού” της περιόδου 1875-1914 είχαν όλες βαθιά ιστορικό χαρακτήρα και αφορούσαν αυτό που θεωρούσαν ως τα διακριτικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Μια αίσθηση της διαλεκτικής πολυπλοκότητας των ερμηνειών του ιμπεριαλισμού που προέβαλαν ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ μπορεί να γίνει αντιληπτή εξετάζοντας τον αστερισμό των κατηγοριών που χρησιμοποίησαν (επιτρέποντας σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ αυτών των στοχαστών), όπως (1) μονοπωλιακό κεφάλαιο/χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο- (2) πλεονάζοντα μονοπωλιακά κέρδη- (3) ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας και η διεθνοποίηση του κεφαλαίου- (4) ο καταμερισμός του κόσμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων- (5) τα έθνη-κράτη ως προωθητές των παγκόσμιων συμφερόντων των μονοπωλιακών τους επιχειρήσεων- (6) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός- (7) οι νομισματικοί και εμπορικοί πόλεμοι, (8) αποικίες, νεοαποικίες και εξαρτήσεις- (9) οικονομική κρίση και ιμπεριαλιστική επέκταση- (10) εξαγωγή κεφαλαίου- (11) αναζήτηση νέων αγορών- (12) αγώνας για τον έλεγχο βασικών πρώτων υλών- (13) ενσωμάτωση μη καπιταλιστικών περιοχών- (14) διεθνής μισθολογική ανισότητα- (15) εργατική αριστοκρατία στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα- (16) μιλιταρισμός και πόλεμος- και (17) διεθνής ηγεμονία.

Φυσικά, οι κλασικοί θεωρητικοί διέφεραν σημαντικά ως προς τις αντίστοιχες εμφάσεις τους. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού που παρουσιάστηκε στο βιβλίο της Λούξεμπουργκ Η συσσώρευση του κεφαλαίου, σε αντίθεση με το βιβλίο του Λένιν Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και το βιβλίο του Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, βασιζόταν σε μια συγκεκριμένη θεωρία της οικονομικής κρίσης. Το πρόβλημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας και η σχέση της με την ενσωμάτωση των ταχέως εξαφανιζόμενων μη καπιταλιστικών περιοχών ήταν έτσι κεντρικό στην ανάλυση της Λούξεμπουργκ, αλλά όχι του Λένιν και του Μπουχάριν. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν έδωσαν μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, κάτι που έλειπε σε μεγάλο βαθμό από την περιγραφή της Λούξεμπουργκ. Η προσέγγιση του Μπουχάριν διακρινόταν από την εστίασή της σε αυτό που ονόμαζε “διεθνή καταμερισμό της εργασίας” και “διεθνοποίηση του κεφαλαίου”. Ο Μπουχάριν ήταν αυτός που, ανατρέχοντας στον Μαρξ, υπογράμμισε τα υπερκέρδη των μονοπωλιακών καπιταλιστικών επιχειρήσεων που προέρχονταν από το πολύ υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης της φτηνής εργασίας στην περιφέρεια [7].

Η πιο επιδραστική από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού ήταν αυτή του Λένιν, ο οποίος υποστήριξε ότι “ο ιμπεριαλισμός, στον συντομότερο δυνατό ορισμό του, είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού”, συνδέοντας έτσι τη νέα φάση του ιμπεριαλισμού στην εποχή του με αλλαγές στη διαδικασία συσσώρευσης. Προδιαγράφοντας πολλές από τις ανησυχίες των ημερών μας, ο Λένιν δήλωσε στην “Εισαγωγή” του στο βιβλίο του Μπουχάριν “Ο ιμπεριαλισμός και η παγκόσμια οικονομία”:

Στο στάδιο που έφτασε περίπου στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανταλλαγή εμπορευμάτων είχε δημιουργήσει μια τέτοια… διεθνοποίηση του κεφαλαίου, συνοδευόμενη από μια τόσο μεγάλη αύξηση της παραγωγής μεγάλης κλίμακας, ώστε ο ελεύθερος ανταγωνισμός άρχισε να αντικαθίσταται από το μονοπώλιο. Οι κυρίαρχοι τύποι δεν ήταν πλέον επιχειρήσεις που ανταγωνίζονταν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας και μέσω της διακίνησης μεταξύ των χωρών, αλλά μονοπωλιακές συμμαχίες επιχειρηματιών, τραστ. Ο τυπικός κυρίαρχος του κόσμου έγινε το χρηματιστικό κεφάλαιο, μια δύναμη που είναι ιδιότυπα κινητή και ευέλικτη, ιδιότυπα διαπλεκόμενη στο εσωτερικό και διεθνώς, ιδιότυπα χωρίς ατομικότητα και αποκομμένη από τις άμεσες διαδικασίες της παραγωγής, ιδιότυπα εύκολη στη συγκέντρωση, μια δύναμη που έχει ήδη κάνει ιδιότυπα μεγάλα βήματα στο δρόμο της συγκέντρωσης, έτσι ώστε κυριολεκτικά μερικές εκατοντάδες δισεκατομμυριούχοι και εκατομμυριούχοι να κρατούν στα χέρια τους τη μοίρα ολόκληρου του κόσμου.[8]

Αυτές οι κλασικές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού αποτέλεσαν απάντηση σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας, η οποία σηματοδοτήθηκε από την παρακμή της Βρετανίας ως ηγεμονικής δύναμης στην παγκόσμια οικονομία και την άνοδο ανταγωνιστικών εθνών, ιδίως της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, που οδήγησαν στους αγώνες που ακολούθησαν στον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η θεωρία του Λένιν στήθηκε ειδικά πάνω στην υπόθεση της άνισης ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ανταγωνισμού των διαφόρων παγκόσμιων δυνάμεων για γεωπολιτική “ηγεμονία, δηλαδή για την κατάκτηση [ή την επικράτηση] εδαφών, όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους όσο για την αποδυνάμωση του αντιπάλου και την υπονόμευση της ηγεμονίας του. (Το Βέλγιο είναι κυρίως απαραίτητο για τη Γερμανία ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Αγγλίας- η Αγγλία χρειάζεται τη Βαγδάτη ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Γερμανίας κ.λπ.) [9]. Κατά την άποψη αυτή, οι μεμονωμένες χώρες, ενώ παρέμεναν ανεξάρτητες, θεωρούνταν υποταγμένες στις μεγάλες δυνάμεις, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι παράγοντες στο πλαίσιο των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών.

Για τον Λένιν ο αγώνας για την ηγεμονία σε τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας ήταν ιστορικό προϊόν της σύγκρουσης μεταξύ των εθνών-κρατών για την πολιτική, και ακόμη πιο σημαντικό, οικονομική διαίρεση του πλανήτη -που υποκινούνταν από τις αντίστοιχες μονοπωλιακές εταιρείες τους. Ως εκ τούτου, απέρριψε για ιστορικούς λόγους την αφηρημένη θέση του Κάουτσκι για αυτό που αποκαλούσε “επόμενη φάση” του ιμπεριαλισμού ή “υπερ-ιμπεριαλισμό”, η οποία έδειχνε προς την ανάπτυξη ενός γενικού παγκόσμιου καρτέλ, και επομένως μια συνάντηση των μεγάλων βιομηχανικών δυνάμεων για την κοινή εκμετάλλευση των αγροτικών τομέων του πλανήτη. Όπως το έθεσε ο Κάουτσκι, αυτό πήρε τη μορφή “της μετάφρασης της καρτελοποίησης σε εξωτερική πολιτική: μια φάση του υπεριμπεριαλισμού”. [10] “Μπορεί κανείς… να αρνηθεί”, ρώτησε ο Λένιν απαντώντας, “ότι αφηρημένα μια νέα φάση του καπιταλισμού που θα ακολουθήσει τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή μια φάση του υπεριμπεριαλισμού είναι “νοητή”; Όχι”. Ωστόσο, το να στηρίζεται η σοσιαλιστική θεωρία και πρακτική σε τέτοιες αφηρημένες, μακρινές προοπτικές, όταν ο κόσμος μαστιζόταν από “αντιφάσεις, συγκρούσεις και συγκρούσεις -όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές, εθνικές κ.λπ.”- ήταν, για τον Λένιν, το αποκορύφωμα του σοσιαλρεφορμιστικού “οπορτουνισμού ” [11].

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και μόνο το γεγονός ότι το έργο του Λένιν έφτασε σε εμάς με τον τίτλο Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, οδήγησε γενιές κριτικών να ισχυριστούν ότι ο ιμπεριαλισμός στην αντίληψη του Λένιν (1) δεν εκτεινόταν σε όλα τα στάδια του καπιταλισμού και (2) ότι ήταν το τελικό σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, και οι δύο αυτές κοινές ερμηνείες, που βασίζονται κυρίως στον τίτλο του έργου του, είναι λανθασμένες. Ο Λένιν δεν αρνήθηκε ότι ο ιμπεριαλισμός θα μπορούσε λογικά να εξελιχθεί σε μια νέα φάση, όπως ο “υπεριμπεριαλισμός” του Κάουτσκι. Η ιστορική πραγματικότητα της εποχής, ωστόσο, έδειχνε έναν θνησιγενή καπιταλισμό, υποκείμενο σε οικονομικές κρίσεις, παγκόσμιους πολέμους και πολιτικές επαναστάσεις, οι οποίες, όπως πίστευε, θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν στον θρίαμβο του σοσιαλισμού, αλλάζοντας τη φύση της παγκόσμιας εξίσωσης. Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά προφητική ως προς τη σύλληψη της Μεγάλης Κρίσης του καπιταλισμού κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η οποία συνδέθηκε με την παρακμή της βρετανικής ηγεμονίας και διακόπηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Μεγάλη Ύφεση και τις ρωσικές και κινεζικές επαναστάσεις. Ούτε ο Λένιν αρνήθηκε την ύπαρξη προηγούμενων ανάλογων μορφών αυτού που ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο. Δίνοντας έμφαση στον ιμπεριαλισμό ως στάδιο, η πρόθεσή του δεν ήταν να αμφισβητήσει την παρουσία της αποικιοκρατίας/του ιμπεριαλισμού σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού, αλλά μάλλον να αντιταχθεί σε εκείνους, όπως ο βρετανός αντιιμπεριαλιστής Τζον Χόμπσον και άλλοι φιλελεύθεροι επικριτές, που έβλεπαν τον ιμπεριαλισμό “ως μια σκόπιμα επιλεγμένη γραμμή δημόσιας πολιτικής”, η οποία θα μπορούσε να υιοθετηθεί τη μια στιγμή και να απορριφθεί την άλλη. Όσον αφορά τον νέο ιμπεριαλισμό του 1875-1914 που αποτελούσε το “υψηλότερο στάδιο” του καπιταλισμού, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο αρχικός τίτλος του φυλλαδίου του Λένιν, όταν δημοσιεύτηκε το 1917, ήταν Ιμπεριαλισμός, το νεότερο στάδιο του καπιταλισμού [12].

Η ευρεία παράδοση της εξάρτησης -συνδεδεμένη με προτάσεις όπως η ανάπτυξη της υπανάπτυξης, η εξαγωγή οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια και η ανάγκη για επανάσταση και αποδέσμευση (κατά κάποιο τρόπο) από την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία- προέκυψε αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από το ευρύ πλαίσιο που παρείχε η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό. Το 1919 ο Λένιν αναφέρθηκε στην “Ομιλία του στο Πανρωσικό Συνέδριο των Κομμουνιστικών Οργανώσεων της Ανατολής” στην παγκόσμια πάλη μεταξύ “όλων των εξαρτημένων χωρών” και του “διεθνούς ιμπεριαλισμού”. Αλλά τα πραγματικά θεμέλια της ευρείας προοπτικής της εξάρτησης εισήχθησαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Κομιντέρν, στο Δεύτερο Συνέδριό της το 1920, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι από την περιφέρεια (ιδιαίτερα την Ασία). Ήταν με αυτή την ευκαιρία που ο Λένιν παρουσίασε το “Σχέδιο Θέσεων για τα Εθνικά και Αποικιακά Ζητήματα”, στο οποίο η Κομιντέρν προσέθεσε τις “Συμπληρωματικές Θέσεις” της για τον ιμπεριαλισμό και την υπανάπτυξη. [13] Σύμφωνα με τις “Συμπληρωματικές Θέσεις”:

Το υπερκέρδος που αποκτήθηκε στις αποικίες είναι ο βασικός πυλώνας του σύγχρονου καπιταλισμού…. Ο ξένος ιμπεριαλισμός, που επιβλήθηκε στους ανατολικούς λαούς, τους εμπόδισε να αναπτυχθούν κοινωνικά και οικονομικά πλάι-πλάι με τους ομοεθνείς τους στην Ευρώπη και την Αμερική. Λόγω της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της αποτροπής της βιομηχανικής ανάπτυξης στις αποικίες, μια προλεταριακή τάξη, με την αυστηρή έννοια του όρου, δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί εδώ [στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια] μέχρι πρόσφατα. Οι ντόπιες βιοτεχνίες καταστράφηκαν για να κάνουν χώρο για τα προϊόντα των συγκεντρωτικών βιομηχανιών στις ιμπεριαλιστικές χώρες – κατά συνέπεια, η πλειοψηφία του πληθυσμού οδηγήθηκε στη γη για να παράγει σιτηρά τροφίμων και πρώτες ύλες για εξαγωγή σε ξένες χώρες….. Η ξένη κυριαρχία εμπόδισε την ελεύθερη ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων, επομένως η ανατροπή της είναι το πρώτο βήμα προς μια επανάσταση στις αποικίες. [14]

Αυτή η θεωρητική προοπτική επεκτάθηκε αργότερα από τον Μάο Τσετούνγκ στην Κίνα το 1926 και στο έκτο συνέδριο της Κομιντέρν το 1928, το οποίο διακήρυξε -όπως συνοψίζεται από την Ερευνητική Μονάδα Πολιτικής Οικονομίας- ότι “οι αποικιακές μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μεταφέρουν υπεραξία στη μητρόπολη και εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων” [15].

Παρόμοιες τριτοκοσμικές απόψεις αναπτύχθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην περίφημη Διάσκεψη της Μπαντούνγκ του 1955, στο βιβλίο του Paul Baran The Political Economy of Growth (1957) και στη διατριβή του 1957 (που αργότερα θα δημοσιευτεί ως Accumulation on a World Scale) του Samir Amin, ενός νεαρού τότε Αιγύπτιου μελετητή που σπούδαζε στη Γαλλία. Η θεωρία της εξάρτησης ταυτίστηκε στενά με τη λατινοαμερικανική αριστερά στις δεκαετίες του 1960 και του ’70, όπου υπήρχε ήδη μια μακρά ιστορία τέτοιας ανάλυσης (κυρίως το έργο του José Carlos Mariátegui τη δεκαετία του 1920), και όπου επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Κουβανική Επανάσταση και τις ιδέες του Τσε Γκεβάρα – καθώς και από το βιβλίο του Andre Gunder Frank Capitalism and Underdevelopment in Latin America (1967). Ως εκ τούτου, η προοπτική της εξάρτησης μπορεί να θεωρηθεί ότι αναπτύχθηκε και στις τρεις ηπείρους του παγκόσμιου Νότου, βασιζόμενη στις πρώιμες αντιλήψεις του Λένιν. Ήταν ένα σύνθετο ιστορικό προϊόν της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, της πρώιμης Κομιντέρν, της έναρξης του κινήματος του Τρίτου Κόσμου στο Μπαντούνγκ και της κινεζικής και της κουβανικής επανάστασης.[16]

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του ύστερου εικοστού αιώνα, που συνδέθηκε κυρίως με την προοπτική της εξάρτησης, επισήμανε την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση και την απεμπλοκή, όπως το έθεσε ο Τσε, από τον ιμπεριαλιστικό “νόμο της αξίας” που επέβαλε το “μονοπωλιακό κεφάλαιο” με το σύστημα της “άνισης ανταλλαγής”. [17] Η όλη ανάλυση ήταν οργανικά συνδεδεμένη με τα διαδοχικά κύματα επαναστάσεων στην περιφέρεια.[18] Παρόλο που η προοπτική της εξάρτησης παρουσιάστηκε κατά καιρούς σε μια υπεραπλουστευμένη, μηχανική, αναγωγιστική μορφή, η ιστορική πραγματικότητα της εξαρτημένης ανάπτυξης στην περιφέρεια ήταν ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Όπως τόνισε ο Αμίν, στις οικονομίες του τρίτου κόσμου, που είχαν αποδιαρθρωθεί από αιώνες ιμπεριαλιστικής διείσδυσης, είχαν υψωθεί τεράστια εμπόδια στην αυτοδύναμη ή αυτοκεντρική οικονομική ανάπτυξη.[19] Ως αποτέλεσμα, οι χώρες του παγκόσμιου Νότου βρίσκονταν γενικά σε μια συνεχή κατάσταση ανάπτυξης της υπανάπτυξης. Πολλές από αυτές τις προτάσεις υιοθετήθηκαν αργότερα από τον Immanuel Wallerstein και τους πρώτους θεωρητικούς του παγκόσμιου συστήματος, καθώς η θεωρία της εξάρτησης εξελίχθηκε σε ένα πιο ολοκληρωμένο σε παγκόσμιο επίπεδο πλαίσιο ανάλυσης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80.[20]

Η ανάλυση του ιμπεριαλισμού κατά την περίοδο αυτή επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάδυση των γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών, όπως διερευνήθηκε το 1966 από το Monopoly Capital των Paul Baran και Paul Sweezy. Εξετάζοντας στοιχεία για τις ξένες επενδύσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων μεταξύ 1950 και 1963, οι Baran και Sweezy ανέφεραν ότι η καθαρή εκροή άμεσων ξένων επενδύσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνούσε την εισροή άμεσων επενδυτικών εσόδων (εξαιρουμένων των αμοιβών διαχείρισης, των δικαιωμάτων και άλλων ειδών κρυφών εμβασμάτων) κατά 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Την ίδια στιγμή οι πολυεθνικές εταιρείες αύξησαν τις ξένες συμμετοχές τους (μέσω επανεπενδύσεων, δανεισμού από ξένες τράπεζες κ.λπ.) κατά 29 δισεκατομμύρια δολάρια. Μεγάλο μέρος αυτής της ροής επιστροφών προήλθε από υψηλότερες αποδόσεις που επιτεύχθηκαν στην περιφέρεια, όπου μπορούσαν να αποκτηθούν πλεονάζοντα μονοπωλιακά κέρδη, παρόλο που οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στο σύνολό τους βρίσκονταν κυρίως στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όπως παρατήρησαν οι Baran και Sweezy: “Δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι οι ξένες επενδύσεις, μακριά από το να είναι μια διέξοδος για το εγχώρια παραγόμενο πλεόνασμα, είναι μια αποτελεσματικότατη συσκευή για τη μεταφορά του πλεονάσματος που παράγεται στο εξωτερικό στη χώρα που επενδύει”.[21] Αυτά τα εμπειρικά αποτελέσματα αναπτύχθηκαν περαιτέρω το 1969, στο πρωτοποριακό έργο του Harry Magdoff The Age of Imperialism, το οποίο έδειξε ότι η ροή των αποδόσεων από τις άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στην περιφέρεια ήταν της τάξης του τριπλάσιου του ξένου κόστους.[22]

Ο ηγεμονικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών ως στρατιωτικής και αυτοκρατορικής δύναμης, εξηγούσαν οι Baran και Sweezy, ήταν εμφανής στα 275 μεγάλα συγκροτήματα βάσεων σε τριάντα μία χώρες, που περιλάμβαναν συνολικά 1.400 ξένες στρατιωτικές βάσεις, οι οποίες λειτουργούσαν και επιβάλλονταν από σχεδόν ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Οι βάσεις αυτές εξυπηρετούσαν δύο σκοπούς: (1) την προβολή της ισχύος των ΗΠΑ και την επέκταση της αυτοκρατορίας τους, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών τους και των κυριότερων συμμάχων τους, και (2) την αποσταθεροποίηση των χωρών που συνδέονταν με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Επίσης, παρείχαν τις βάσεις εκκίνησης για μια ατελείωτη ροή στρατιωτικών επεμβάσεων (φανερών και συγκαλυμμένων), σε όλο τον παγκόσμιο Νότο και σε τμήματα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων περιφερειακών πολέμων όπως στην Κορέα και το Βιετνάμ [23].

Ο Magdoff επρόκειτο στη συνέχεια να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, στο έργο του Ιμπεριαλισμός του 1978: From the Colonial Age to the Present, στην ενοποίηση των διαφόρων κατευθύνσεων της κλασικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού – συγκεντρώνοντας σε ένα ενιαίο ιστορικό σύστημα τις πρώιμες μαρξιστικές συνεισφορές, την ανάλυση της εξάρτησης, την κριτική της αμερικανικής ηγεμονίας και του μιλιταρισμού και τη διερεύνηση των πολυεθνικών εταιρειών.[24]

Αν και ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ των κορυφαίων δυτικών οικονομιών είχε υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι περισσότεροι θεωρητικοί του κλασικού μαρξιστικού ιμπεριαλισμού υποστήριζαν ότι οι ιστορικές συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού υπόκεινται σε αλλαγές, με νέες ρωγμές να εμφανίζονται συνεχώς, λόγω της άνισης ανάπτυξης. Το 1992, στο βιβλίο του Globalization:To what end? ο Magdoff προειδοποιούσε ότι: “Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη:

Οι φυγόκεντρες και οι κεντρομόλες δυνάμεις συνυπήρχαν πάντα στον πυρήνα της καπιταλιστικής διαδικασίας, με τη μία και την άλλη να κυριαρχεί εναλλάξ. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι ειρήνης και αρμονίας εναλλάσσονταν με περιόδους διχόνοιας και βίας. Γενικά ο μηχανισμός αυτής της εναλλαγής περιλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές μορφές πάλης, με την ισχυρότερη δύναμη να αναδεικνύεται νικήτρια και να επιβάλλει τη συναίνεση στους ηττημένους. Σύντομα, όμως, η άνιση ανάπτυξη παίρνει τη σκυτάλη και αναδύεται μια περίοδος ανανεωμένου αγώνα για ηγεμονία [25].

Η Αριστερά και τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα

Οι θεαματικές επιτυχίες της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού στον εικοστό αιώνα θα μπορούσαν να φανούν στην ικανότητά της να συλλάβει και να συνθέσει φαινόμενα όπως (1) ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, (2) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός που οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, (3) η διεθνής ηγεμονία ως σταθεροποιητική/αποσταθεροποιητική δύναμη, (4) η παρεμπόδιση της οικονομικής ανάπτυξης σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου, (5) η απόσπαση του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια, (6) επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις- (7) η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στο κέντρο του συστήματος- (8) η άνοδος κομπραδόρικων στοιχείων που συμμαχούν με το ξένο κεφάλαιο στις υπανάπτυκτες χώρες- και (9) παγκόσμια επαναστατικά κύματα στην περιφέρεια.

Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες πολλά από αυτά τα φαινόμενα φαίνεται ότι έχουν υποχωρήσει ή έχουν πάρει νέες μορφές. Ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός συχνά μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν στη νέα παγκοσμιοποιημένη, “υπερεθνική” πραγματικότητα. Μια χούφτα αναδυόμενων οικονομιών αποδεικνύουν ότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη εντός του παγκόσμιου Νότου, ακόμη και η προσέγγιση σε κάποιο βαθμό του Βορρά, είναι δυνατή, τουλάχιστον για ένα διάστημα – αν και σπάνια παίρνει τη μορφή μιας πραγματικά αυτοδύναμης ή αυτοκεντρικής ανάπτυξης βασισμένης στις εσωτερικές αγορές. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, που μεταμφιέζονται σε κοινότητα εθνών, συχνά θεωρούνται τώρα (λανθασμένα) ως εκδηλώσεις της παγκοσμιοποίησης, της αντιτρομοκρατίας και του ανθρωπισμού. Οι επαναστάσεις με στόχο την απεξάρτηση από το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα δεν φαίνονται πλέον εφικτές, μετά την κατάρρευση των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και την επανένταξη της Κίνας στην παγκόσμια αγορά. Ο αμερικανικός κολοσσός επιβεβαιώνεται εκ νέου πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην παγκόσμια σκηνή, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων – εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την προαναγγελθείσα παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κληρονομημένο πλαίσιο της κλασικής μαρξικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Το γεγονός αυτό οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε μια ολόκληρη σειρά μεγάλων αντικαταστάσεων της κλασικής θεωρίας, όπως η μεταμοντέρνα αυτοκρατορία, ο υπερ-ιμπεριαλισμός, ο υπερεθνικός καπιταλισμός και ο νεοφιλελεύθερος “νέος ιμπεριαλισμός” έναντι του “ιμπεριαλισμού του New Deal”.

Η Αυτοκρατορία των Michael Hardt και Antonio Negri προωθεί τη μεταμοντέρνα θέση ότι ο ιμπεριαλισμός έχει αντικατασταθεί από μια άμορφη νέα οντότητα, που βαφτίζεται “Αυτοκρατορία”. Σύμφωνα με τα λόγια τους, “Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν, και πράγματι κανένα έθνος-κράτος δεν μπορεί σήμερα να αποτελέσει το κέντρο ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου. Ο ιμπεριαλισμός έχει τελειώσει. Κανένα έθνος δεν θα είναι παγκόσμιος ηγέτης με τον τρόπο που ήταν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά έθνη”. Η άποψη αυτή δεν τους εμποδίζει να επισημάνουν τη συνεχιζόμενη σημασία του ρόλου της Ουάσινγκτον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες λέγεται ότι είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί τη διεθνή δικαιοσύνη. Αλλά το κάνει αυτό, μας λένε, “όχι ως συνάρτηση των δικών της εθνικών κινήτρων αλλά στο όνομα του παγκόσμιου δικαίου”. Η αυτοκρατορία απεικονίζεται ως μια αυτοκρατορική θάλασσα χωρίς καθορισμένα όρια, μια απάτριδα κυριαρχία που προωθείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τον αμερικανικό συνταγματισμό που έχει διαδοθεί ευρέως. Είναι απαλλαγμένη από συγκεντρωτισμό και καταλαμβάνει έναν “μη-τόπο”, ενώ εξακολουθεί να συμμορφώνεται κατά κάποιον τρόπο με μια καπιταλιστική λογική.

“Ο ιμπεριαλισμός”, υποστηρίζουν με τόλμη οι Hardt και Negri, “θα ήταν ο θάνατος του κεφαλαίου αν δεν είχε ξεπεραστεί. Η πλήρης πραγμάτωση της παγκόσμιας αγοράς είναι αναγκαστικά το τέλος του ιμπεριαλισμού”. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος έχει αναδιαμορφωθεί κατ’ εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ανάλυση των Hardt και Negri αποκτά έτσι μια έντονα μεταμοντέρνα αμορφία, στην οποία ακόμη και το αμερικανικό έθνος-κράτος υποτάσσεται στις “αποεδαφικοποιημένες” διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, στην επέκταση του αμερικανικού Συντάγματος “σε ένα απεριόριστο έδαφος” και στις απεριόριστες ελεύθερες αγορές. Αυτή η άμορφη Αυτοκρατορία έχει το μεταμοντέρνο διαλεκτικό της αντίστοιχο σε ένα εξίσου άμορφο Πλήθος που εμπλέκεται σε μια αβέβαιη αναζήτηση για μια νεφελώδη Κοινοπολιτεία.[26]

Ο “υπερ-ιμπεριαλισμός” σκιαγραφήθηκε για πρώτη φορά ως σενάριο από τον Έρνεστ Μαντέλ στο έργο του “Ύστερος Καπιταλισμός” τη δεκαετία του 1970, όπου έθεσε το ενδεχόμενο της αυτονομίας του πολιτικού σε παγκόσμιο επίπεδο, επιτρέποντας σε μια μεγάλη αυτοκρατορία να αποκτήσει την υπεροχή έναντι όλων των άλλων.[27] Ωστόσο, η θεωρία του υπερ-ιμπεριαλισμού οφείλει τη σημερινή της σημασία στο έργο στοχαστών όπως ο Μάικλ Χάντσον, ο Πίτερ Γκόουαν, ο Λίο Πάνιτς και ο Σαμ Γκίντιν. Εδώ η έμφαση δίνεται σε ένα πανίσχυρο αμερικανικό imperium, στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απορροφήσει τους κύριους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη καθώς και την Ιαπωνία στο πλαίσιο της “αμερικανικής αυτοκρατορίας”, με ποικίλα πολιτικά, στρατιωτικά και κυρίως οικονομικά μέσα. Στο βιβλίο των Panitch και Gindin του 2013 The Making of Global Capitalism: The Political Economy of American Empire το επίκεντρο είναι “η επιτυχία των ΗΠΑ να δημιουργήσουν “έναν κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους” μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα”. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους Hardt και Negri, αυτοί οι στοχαστές βλέπουν τον “παγκόσμιο καπιταλισμό” να έχει τις ρίζες του στην “αμερικανική αυτοκρατορία”, όχι στην απάτριδα αυτοκρατορία [28].

Οι William Robinson και Leslie Sklair έχουν πρωτοστατήσει στην παρουσίαση της υπεριμπεριαλιστικής άποψης ότι ο κόσμος κυριαρχείται πλέον από το υπερεθνικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου ενός “υπερεθνικού κράτους” και μιας “υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης”. Εδώ το έθνος-κράτος και η εθνική αστική τάξη -ακόμη και στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών- θεωρούνται ότι έχουν ταχέως μειούμενη σημασία, λόγω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ο ιμπεριαλισμός με την κλασική έννοια δεν είναι πλέον μια ουσιαστική κατηγορία, καθώς εκτοπίζεται από την υπερεθνικοποίηση του καπιταλισμού σε κάθε επίπεδο. “Η παγκοσμιοποίηση”, γράφει ο Robinson, “συνεπάγεται την αντικατάσταση του έθνους-κράτους ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό”. Είναι αυτή η προσέγγιση του υπερεθνικού κεφαλαίου, παρατηρεί ο Ernesto Screpanti στο Global Imperialism and the Great Crisis, που σήμερα σχεδόν αναπαράγει την προοπτική του υπερ-ιμπεριαλισμού του Κάουτσκι. [29]

Ο Νέος Ιμπεριαλισμός του Harvey διαφέρει από όλες τις παραπάνω προοπτικές στο ότι βλέπει τη σημερινή παγκόσμια πολιτική οικονομία να προσφέρει μια πολιτική επιλογή μεταξύ του σημερινού νεοφιλελεύθερου “νέου ιμπεριαλισμού” και ενός πολύ προτιμότερου “ιμπεριαλισμού της Νέας Συμφωνίας”. Ο πυρήνας του επιχειρήματός του στρέφεται κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία θεωρείται ως μια δύναμη που αναδιαρθρώνει την παγκόσμια οικονομία και την κοινωνική ύπαρξη στο σύνολό της ώστε να ταιριάζει στους εμπορευματοποιημένους, ιδιωτικοποιημένους σκοπούς του απορρυθμισμένου κεφαλαίου. Η κεντρική αντίφαση της συσσώρευσης σήμερα, υποστηρίζει (δανειζόμενος την ορολογία του από τους Baran και Sweezy), είναι η τάση για μια κρίση “υπερσυσσώρευσης” που συνδέεται με την “έλλειψη ευκαιριών για κερδοφόρες επενδύσεις” ή το “πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος”. Η δημιουργική απάντηση του κεφαλαίου σε μια τέτοια υπερσυσσώρευση, υποστηρίζει με νεο-Λουξεμβουργιανή διάθεση, είναι η ανακάλυψη ενός νέου, πιο καθολικού “έξω” (που συμπληρώνει τις μη καπιταλιστικές περιοχές της Λούξεμπουργκ) – μια τεράστια σειρά από μη εμπορευματοποιημένους τομείς που μπορούν να υποβληθούν σε απαλλοτρίωση: μια διαδικασία που ονομάζει “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”. Εδώ η αρχική έννοια της πρωτογενούς συσσώρευσης του Μαρξ, που σχεδιάστηκε για να εξηγήσει την πρώιμη ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη, γενικεύεται σε όλες τις μορφές απαλλοτρίωσης -μέσα σε οποιοδήποτε χωροχρονικό πλαίσιο- οι οποίες περιλαμβάνουν “βία, απάτη, αρπαγή και λεηλασία των περιουσιακών στοιχείων “[30].

Ωστόσο, η συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης, κατανοητή ως η λογική της απαλλοτρίωσης όλης της πραγματικότητας προς το συμφέρον της συσσώρευσης του κεφαλαίου, είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του ίδιου του Harvey, τόσο αφηρημένου χαρακτήρα που μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου καλά σε φαινόμενα τόσο διαφορετικά όσο η λεηλασία των κρατικών συντάξεων, η ιδιωτικοποίηση των σχολείων, η διάσωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η παγκόσμια αρπαγή της γης, η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης ή η καταστροφή και η εμπορευματοποίηση των ατμοσφαιρικών κοινών. Ως εκ τούτου, είναι εύκολο να διαχωριστεί από πολλές από τις συγκεκριμένες, ιστορικές ανησυχίες της θεωρίας του ιμπεριαλισμού ως τέτοιας, και απομακρύνεται ακόμη και από τις παραδοσιακές μαρξιστικές θεωρίες της εκμετάλλευσης.

Το ζήτημα του “νέου ιμπεριαλισμού” περιορίζεται, λοιπόν, με αυτούς τους όρους, στο ζήτημα του νεοφιλελευθερισμού ή μιας ιδιαίτερα φαύλης ενσάρκωσης του καπιταλισμού που καταφεύγει σε νέες μορφές απαλλοτρίωσης. Η ιστορική εναλλακτική λύση στη συσσώρευση του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού μέσω της απαλλοτρίωσης εντός των καπιταλιστικών ορίων, μας λέει ο Harvey, είναι “η επιστροφή σε έναν πιο καλοπροαίρετο ιμπεριαλισμό “Νέας Συμφωνίας”, που κατά προτίμηση θα επιτευχθεί μέσω του είδους του συνασπισμού των καπιταλιστικών δυνάμεων που ο Κάουτσκι οραματίστηκε πριν από πολύ καιρό”. Εδώ δηλώνει:

Η οικοδόμηση ενός νέου “New Deal” υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς… είναι σίγουρα αρκετό για να αγωνιστούμε στην παρούσα συγκυρία…. Και η σκέψη ότι θα μπορούσε, με την κατάλληλη επιδίωξη κάποιας μακροπρόθεσμης χωροχρονικής επιδιόρθωσης, να απαλύνει πραγματικά τα προβλήματα της υπερσυσσώρευσης για μερικά τουλάχιστον χρόνια και να μειώσει την ανάγκη συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις δημοκρατικές, προοδευτικές και ανθρώπινες δυνάμεις να ευθυγραμμιστούν πίσω από αυτό και να το μετατρέψουν σε κάποιου είδους πρακτική πραγματικότητα. Αυτό φαίνεται να προτείνει μια πολύ λιγότερο βίαιη και πολύ πιο καλοπροαίρετη αυτοκρατορική πορεία από τον ωμό μιλιταριστικό ιμπεριαλισμό που προσφέρει σήμερα το νεοσυντηρητικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες.[31]

Αλλά οι λόγοι για τους οποίους ένας νέος “συλλογικός ιμπεριαλισμός” υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τη σημαία ενός νέου New Deal θα πρέπει να αποδειχθεί μια πιο “καλοπροαίρετη ιμπεριαλιστική τροχιά”, ιδιαίτερα από τη σκοπιά του παγκόσμιου Νότου, από τον νεοφιλελεύθερο ιμπεριαλισμό της σημερινής Ουάσινγκτον, μένουν ανεξήγητοι.[32] Από μια σοσιαλιστική προοπτική είναι σίγουρα αμφισβητήσιμο αν οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πολιτική είναι κάτι “για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε”.

Ο ιμπεριαλισμός του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου

Μια πιο ρεαλιστική και εμπεριστατωμένη μαρξιστική προσέγγιση του ζητήματος του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας, που θα βασίζεται στις θεμελιώδεις παραμέτρους της κλασικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, πρέπει να επικεντρωθεί στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Εδώ το κρίσιμο γεγονός είναι η μετατόπιση της μεταποιητικής βιομηχανίας τις τελευταίες δεκαετίες από τον παγκόσμιο Βορρά στον παγκόσμιο Νότο. Το 1980 το μερίδιο της παγκόσμιας βιομηχανικής απασχόλησης των αναπτυσσόμενων χωρών είχε ανέλθει στο 52%- μέχρι το 2012 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 83%.[33] Το 2013, το 61% της συνολικής παγκόσμιας εισερχόμενης ροής άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν σε αναπτυσσόμενες και μεταβατικές οικονομίες, από 33% το 2006 και 51% το 2010. [34]

Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί, ωστόσο, είναι ότι παρά την τεκτονική αυτή μετατόπιση της βιομηχανίας προς την περιφέρεια, οι βασικές συνθήκες του κέντρου και της περιφέρειας εξακολουθούν να ισχύουν στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτό εκδηλώνεται με τη φαινομενική αδυναμία των χωρών του παγκόσμιου Νότου, στο σύνολό τους -και αφήνοντας έξω την ευρύτερη Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ, του Μακάο και της επαρχίας Ταϊβάν)- να φτάσουν οικονομικά τα έθνη στο κέντρο του συστήματος. Από το 1970 έως το 1989 το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών, εξαιρουμένης της Μεγάλης Κίνας, ήταν μόλις 6,0% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της G7 (Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Καναδάς). Για την περίοδο 1990-2013, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε μόλις 5,6%. Εν τω μεταξύ, για τις σαράντα οκτώ λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως ποσοστό του ΑΕΠ των G7 μειώθηκε κατά τις ίδιες περιόδους από 1,5% σε μόλις 1,1%. (Η Κίνα, η κορυφαία αναδυόμενη οικονομία, αποτελεί τη σημαντικότερη εξαίρεση σε αυτή τη γενική τάση. Εάν η Μεγάλη Κίνα συμπεριληφθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των αναπτυσσόμενων χωρών ως ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών της G7 αυξάνεται από 4,7% την περίοδο 1970-1989 σε 5,5% την περίοδο 1990-2013) [35].

Το 2014 το περιοδικό The Economist δήλωσε ότι οι ενδείξεις κατά την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα ότι οι αναδυόμενες οικονομίες, εξαιρουμένης της Κίνας, πλησίαζαν τις πλούσιες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, αποδείχθηκαν “μια παρεκτροπή”. Αναφερόμενο σε μια δήλωση του 1997 του ανώτερου οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Lant Pritchett, ότι το διευρυνόμενο εισοδηματικό χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών ήταν “το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας”, το Economist ανακοίνωσε ότι η τάση αυτή έχει πλέον επιβεβαιωθεί εκ νέου. Με τον σημερινό ρυθμό ανάπτυξης στον αναπτυσσόμενο κόσμο, επέμεινε ο Economist, θα χρειαστούν οι αναπτυσσόμενες/αναδυόμενες χώρες ως ομάδα (εκτός της Κίνας) περισσότερο από έναν αιώνα -και πιθανόν ακόμη και τρεις αιώνες- για να φτάσουν τα επίπεδα εισοδήματος των πλούσιων χωρών του κέντρου. [36]

Οι λόγοι για αυτή τη φαινομενική αντιστροφή της τύχης των αναπτυσσόμενων/αναδυόμενων οικονομιών, οι οποίες για μια δεκαετία θεωρούνταν ευρέως ότι σημείωναν μεγάλα κέρδη, μπορούν να εντοπιστούν (εκτός από τις επιπτώσεις της ίδιας της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης) στις αντιφατικές επιπτώσεις της αυξανόμενης εξωτερικής ανάθεσης της βιομηχανικής παραγωγής από τις πολυεθνικές εταιρείες – με στόχο την εκμετάλλευση των ανισοτήτων στην παγκόσμια οικονομία, ιδίως όσον αφορά την εργασία. Αυτό είναι γνωστό ποικιλοτρόπως στους εταιρικούς οικονομικούς κύκλους ως “εξωτερική ανάθεση” του κόστους εργασίας, το “παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ”, το “εργασιακό αρμπιτράζ χαμηλού κόστους”, ή απλώς ως στρατηγική χωρών χαμηλού κόστους (LCCS). Ο Lowell Bryan, διευθυντής του γραφείου της Νέας Υόρκης του επενδυτικού εντύπου McKinsey Quarterly, έγραψε το 2010 ότι:

Οποιαδήποτε εταιρεία που προμηθεύεται την παραγωγή ή τις υπηρεσίες της σε μια χώρα με χαμηλότερους μισθούς στις αναδυόμενες αγορές… μπορεί να εξοικονομήσει τεράστια ποσά από το εργατικό κόστος…. Ακόμη και σήμερα, το κόστος εργασίας στην Κίνα ή την Ινδία εξακολουθεί να είναι μόνο ένα κλάσμα (συχνά λιγότερο από το ένα τρίτο) του αντίστοιχου κόστους εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ωστόσο, η παραγωγικότητα της κινεζικής και της ινδικής εργασίας αυξάνεται ραγδαία και, σε εξειδικευμένους τομείς (όπως η συναρμολόγηση υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα ή η ανάπτυξη λογισμικού στην Ινδία), μπορεί να είναι ίση ή να υπερβαίνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων σε πλουσιότερες χώρες [37].

Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο το συνολικό μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι πολύ χαμηλότερο, αλλά και ότι σε τομείς με αυξανόμενη παραγωγικότητα αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Τέτοια φτηνή, υψηλής παραγωγικότητας εργασία στις αναδυόμενες/αναπτυσσόμενες χώρες, είπε η McKinsey Quarterly στην επενδυτική της πελατεία, είναι διαθέσιμη σε εκατοντάδες εκατομμύρια, ακόμη και δισεκατομμύρια -ενώ το σύνολο του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ είναι 150 εκατομμύρια.

Πίσω από τέτοιους βρώμικους μισθούς στην περιφέρεια κρύβεται ολόκληρη η ιστορία του ιμπεριαλισμού και το γεγονός ότι το 2011 ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός εργασίας (προσθέτοντας τους ανέργους, τους ευάλωτα απασχολούμενους και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό) αριθμούσε περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, σε σύγκριση με έναν παγκόσμιο ενεργό στρατό εργασίας που ήταν μόλις 1,4 δισεκατομμύρια. Είναι αυτός ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός -κυρίως στον παγκόσμιο Νότο, αλλά επίσης αυξανόμενος στον παγκόσμιο Βορρά- που συγκρατεί το εισόδημα από την εργασία τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, διατηρώντας τους μισθούς στην περιφέρεια πολύ κάτω από τη μέση αξία της εργατικής δύναμης παγκοσμίως [38].

Η ανάλυση του μελετητή της διοίκησης Pankaj Ghemawat, στο βιβλίο του του 2007, Redefining Global Strategy, υποδηλώνει ότι η εξοικονόμηση μισθών για τη Walmart από το εργασιακό αρμπιτράζ στην Κίνα μπορεί να ξεπερνά κατά πολύ το 15 τοις εκατό και πιθανώς να είναι της τάξης του 30-45 τοις εκατό του συνολικού λειτουργικού κέρδους της Walmart το 2006 (επίσης γνωστό ως λειτουργικό εισόδημα-ορίζεται ως έσοδα καθαρά από το λειτουργικό κόστος πριν από τις δαπάνες τόκων και φόρων). Η στρατηγική των χωρών χαμηλού κόστους είναι ιδιαίτερα σημαντική για το στάδιο της συναρμολόγησης των βιομηχανικών προϊόντων, το οποίο είναι η πιο ενεργοβόρα φάση της παγκόσμιας παραγωγής. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής που εξάγεται μέσω πολυεθνικών εταιρειών στην Κίνα είναι εργασίες συναρμολόγησης, με τα κινεζικά εργοστάσια να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φθηνό μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό από την ύπαιθρο (τον “κυμαινόμενο πληθυσμό”) για τη συναρμολόγηση προϊόντων, τα κύρια τεχνολογικά συστατικά των οποίων κατασκευάζονται αλλού και εισάγονται στην Κίνα για τελική συναρμολόγηση. Τα συναρμολογημένα προϊόντα εξάγονται στη συνέχεια κυρίως στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα (αν και η Κίνα έχει μια διευρυνόμενη εσωτερική αγορά για τέτοια προϊόντα).

Οι κινεζικές εταιρείες κερδίζουν μερίδιο από αυτές τις εξαγωγές, αλλά οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι πολυεθνικές εταιρείες. Η Apple αναθέτει υπεργολαβικά την παραγωγή των συστατικών μερών των iPhones της σε διάφορες χώρες, ενώ η τελική συναρμολόγηση στην Κίνα ανατίθεται υπεργολαβικά στη Foxconn. Σε μεγάλο βαθμό λόγω των χαμηλών μισθών που καταβάλλονται για τις εργασίες συναρμολόγησης έντασης εργασίας, τα κέρδη της Apple για το iPhone 4 το 2010 βρέθηκαν να ανέρχονται στο 59% της τελικής τιμής πώλησης. Το μερίδιο της τελικής τιμής πώλησης που πραγματικά πηγαίνει στην εργασία στην ίδια την ηπειρωτική Κίνα, όπου πραγματοποιείται η συναρμολόγηση της παραγωγής, είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου. Για κάθε iPhone 4 που εισήχθη από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2010, με λιανική τιμή πώλησης 549 δολάρια, περίπου 10 δολάρια πήγαν στο κόστος εργασίας για την παραγωγή εξαρτημάτων και τη συναρμολόγηση στην Κίνα, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,8% της τελικής τιμής πώλησης [39].

Ως έκφραση αυτής της γενικής τάσης, η υπεργολαβία (επίσης γνωστή στους οικονομικούς κύκλους ως μη συμμετοχικός τρόπος διεθνούς παραγωγής) είναι όλο και πιο συχνή μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών σε τομείς παραγωγής όπως τα παιχνίδια και τα αθλητικά είδη, τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, τα εξαρτήματα αυτοκινήτων, τα υποδήματα και τα ενδύματα. Η εν λόγω υπεργολαβία με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι πολυεθνικές εταιρείες εφαρμόζεται επίσης στις υπηρεσίες. Τηλεφωνικά κέντρα που επέλεξαν να μεταφερθούν από την Ιρλανδία στην Ινδία το 2002 φέρονται να ήταν σε θέση να μειώσουν τα μισθολογικά ποσοστά που καταβάλλονταν στους εργαζόμενους κατά 90% [40].

Στη διεθνή βιομηχανία ενδυμάτων, στην οποία η παραγωγή πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στον παγκόσμιο Νότο, το άμεσο εργατικό κόστος ανά ένδυμα είναι συνήθως περίπου 1-3% της τελικής τιμής λιανικής πώλησης, σύμφωνα με τον ανώτερο οικονομολόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας Zahid Hussain. Το μισθολογικό κόστος για ένα φούτερ με κεντημένο λογότυπο που παράγεται στη Δομινικανή Δημοκρατία ανέρχεται περίπου στο 1,3% της τελικής λιανικής τιμής στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το μισθολογικό κόστος (συμπεριλαμβανομένων των μισθών των επιτηρητών) ενός πλεκτού πουκαμίσου που παράγεται στις Φιλιππίνες ανέρχεται στο 1,6%. Το εργατικό κόστος σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, η Καμπότζη και το Μπαγκλαντές ήταν σημαντικά χαμηλότερο από τις παραπάνω περιπτώσεις. [41] Η υπεραξία που αποκομίζεται από αυτούς τους εργαζόμενους είναι επομένως τεράστια, ενώ συγκαλύπτεται από το γεγονός ότι η μερίδα του λέοντος της λεγόμενης “προστιθέμενης αξίας” αποδίδεται σε δραστηριότητες (μάρκετινγκ, διανομή, εταιρικοί μισθοί) στην πλούσια χώρα εισαγωγής, απομακρυσμένη από το άμεσο κόστος παραγωγής. Το 2010, η σουηδική εταιρεία λιανικής πώλησης Hennes & Mauritz αγόραζε μπλουζάκια από υπεργολάβους στο Μπαγκλαντές, πληρώνοντας τους εργάτες της τάξης των 2-5 λεπτών (ευρώ) ανά παραγόμενο μπλουζάκι [42].

Η Nike, πρωτοπόρος στους μη μετοχικούς τρόπους διεθνούς παραγωγής, αναθέτει το σύνολο της παραγωγής της σε υπεργολάβους σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Το 1996, ένα μόνο παπούτσι Nike που αποτελείτο από πενήντα δύο εξαρτήματα κατασκευαζόταν από υπεργολάβους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Το συνολικό άμεσο εργατικό κόστος για την παραγωγή ενός ζευγαριού παπουτσιών μπάσκετ Nike που πωλούνταν στη λιανική προς 149,50 δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν 1% ή 1,50 δολάρια [43].

Ο ιμπεριαλισμός περιλαμβάνει επίσης την κούρσα για τους πόρους, ιδίως τις στρατηγικές πηγές ενέργειας, όπως οι υδρογονάνθρακες, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα βασικά ορυκτά, καθώς και σε ζωτικό βλαστικό πλάσμα, τρόφιμα, δάση, γη, ακόμη και νερό. Για τις καπιταλιστικές χώρες του πυρήνα το ζήτημα των περιβαλλοντικών ορίων σηματοδότησε -αν μη τι άλλο- την ανάγκη ελέγχου των πόρων του παγκόσμιου Νότου. Η πιο ακραία περίπτωση οικολογικού ιμπεριαλισμού είναι αυτό που ο Richard Haass (πρόεδρος τα τελευταία δώδεκα χρόνια του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων και πριν από αυτό διευθυντής σχεδιασμού πολιτικής στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον Colin Powell κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ το 2003) αποκαλεί Ο νέος τριακονταετής πόλεμος στη Μέση Ανατολή, με στόχο τον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου. Επιπλέον, αυτός ο Νέος Τριακονταετής Πόλεμος είναι μόνο μέρος της μεγάλης στρατηγικής της συμμαχίας του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να φέρει ολόκληρο το τεράστιο γεωπολιτικό τόξο, γνωστό πλέον ως “τόξο της αστάθειας”, από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Ασία, στη σφαίρα επιρροής της τριάδας – θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι προς εκμετάλλευση μετά την αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης από την ιστορική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. [44] Αυτή η αυτοκρατορική προέλαση ήταν τόσο επιθετική κατά το όχι ακριβώς τέταρτο του αιώνα που μεσολάβησε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ώστε φαίνεται να αναπτύσσεται αυτό που τώρα αποκαλείται δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος με τη Ρωσία.

Η αυξανόμενη κούρσα για τους πόρους που κρύβεται πίσω από την τρέχουσα γεωπολιτική διαμάχη τροφοδοτεί έναν νέο εξορυκτισμό, ο οποίος επεκτείνεται σε κάθε γωνιά της γης και όλο και περισσότερο στην Αρκτική -όπου το λιώσιμο των θαλάσσιων πάγων λόγω της κλιματικής αλλαγής ανοίγει νέα πεδία για την εξερεύνηση πετρελαίου. Σύμφωνα με τον ενεργειακό αναλυτή Michael Klare, αυτή η πάλη για τους παγκόσμιους πόρους μπορεί να δείχνει μόνο προς μία κατεύθυνση:

Η συσσώρευση επιβαρύνσεων και δυσαρεσκειών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που απορρέουν από την ανταγωνιστική αναζήτηση της ενέργειας δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο όπου μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ οποιουδήποτε ζεύγους ή ομάδας τους μπορεί να θεωρηθεί πιθανή….. Παρ’ όλα αυτά, ο συγκερασμός δύο βασικών τάσεων -η άνοδος του ενεργειακού εθνικισμού και η συσσώρευση κακής θέλησης μεταξύ του σινο-ρωσικού και του αμερικανο-ιαπωνικού πρωτο-μπλοκ- θα πρέπει να εκληφθεί ως επικίνδυνο σημάδι για το μέλλον. Κάθε ένα από αυτά τα φαινόμενα μπορεί να έχει τις δικές του ρίζες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αρχίζουν να διαπλέκονται σε ανταγωνιστικούς αγώνες για τις προνομιακές περιοχές παραγωγής ενέργειας στη λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας, στον Περσικό Κόλπο και στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας είναι δυσοίωνος….. αν οι εθνικοί ηγέτες φοβούνται την απώλεια ενός σημαντικού κοιτάσματος από ένα αντίπαλο κράτος και είναι πεπεισμένοι ότι ο παγκόσμιος ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί να είναι ανεπαρκής σε μια εποχή “σκληρού πετρελαίου”, μπορεί να ενεργήσουν παράλογα και να διατάξουν μια μυώδη επίδειξη δύναμης, θέτοντας σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων, την τελική πορεία των οποίων κανείς δεν μπορεί να ελέγξει.

Η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και άλλα πιο πρόσφατα γεγονότα έδωσαν στους εθνικούς ηγέτες κάποια εμπειρία στη διαχείριση τέτοιων εγγενώς επικίνδυνων συναντήσεων. Κανείς όμως δεν είχε πρόσφατα να αντιμετωπίσει έναν κόσμο πολλών επιθετικών δυνάμεων που ανταγωνίζονται για όλο και πιο σπάνιους και πολύτιμους πόρους σε παγκόσμια βάση – συχνά σε περιοχές που είναι εγγενώς ασταθείς και ήδη στα πρόθυρα συγκρούσεων. Η αποτροπή της έκρηξης ενός τέτοιου σύνθετου αγώνα και η μετατροπή του σε αδιανόητη σφαγή απαιτεί ψυχραιμία στις καλύτερες στιγμές- όταν οι συνθήκες αρχίζουν να επιδεινώνονται, αυτό μπορεί να ξεπεράσει τις δυνατότητες ακόμη και των πιο διαυγών και ικανών ηγετών [45].

Η άνοδος των διαφόρων μη συμβατικών πηγών ορυκτών καυσίμων τα τελευταία χρόνια αποτελεί μέρος της πυρετώδους αναζήτησης υδρογονανθράκων παγκοσμίως, και ενώ έχει προσωρινά αμβλύνει τις ανησυχίες για τον εφοδιασμό, δεν έχει μεταβάλει ουσιαστικά την ξέφρενη παγκόσμια πάλη για τα ορυκτά καύσιμα.

Από οικονομική άποψη, η προς τα έξω κίνηση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού προωθείται κυρίως από τον ανταγωνιστικό αγώνα για θέσεις χαμηλού κόστους μέσω της παγκόσμιας προμήθειας εργατικού δυναμικού και όλο και πιο σπάνιων πρώτων υλών, καθώς και από τα μονοπωλιακά ενοίκια που όλα αυτά δημιουργούν. Το αποτέλεσμα, όπως είδαμε, είναι η τεράστια εξοικονόμηση κόστους στην παραγωγή για τις μεμονωμένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, δημιουργώντας διευρυνόμενα περιθώρια κέρδους, τα οποία, σε συνδυασμό με τις πιο παραδοσιακές μορφές φόρου υποτέλειας, οδηγούν σε μια συνεχή εισροή αυτοκρατορικού ενοικίου στο κέντρο του συστήματος. Η πλήρης έκταση του εξαγόμενου πλεονάσματος συγκαλύπτεται από την τεράστια πολυπλοκότητα των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, των συναλλαγματικών σχέσεων, των κρυφών λογαριασμών και κυρίως από τη φύση της ίδιας της λογιστικής του καπιταλιστικού ΑΕΠ. [46] Ένα μέρος του ιμπεριαλιστικού ενοικίου παραμένει στην περιφερειακή χώρα και δεν μεταφέρεται στο κέντρο, αλλά αποτελεί μάλλον πληρωμή προς τις τοπικές άρχουσες τάξεις για το ρόλο τους στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Εν τω μεταξύ, περίπου 21 τρισεκατομμύρια δολάρια από αυτό το παγκόσμιο φόρο εισοδήματος είναι σήμερα παρκαρισμένα στο εξωτερικό σε νησιά φορολογικούς παραδείσους, “το οχυρωμένο καταφύγιο της Μεγάλης Χρηματοοικονομίας” [47].

Στο κέντρο της καπιταλιστικής οικονομίας η τάση για οικονομική στασιμότητα επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αυτό προκάλεσε επανειλημμένες προσπάθειες τόνωσης του συστήματος μέσω των στρατιωτικών δαπανών, με κινητήρια δύναμη τις Ηνωμένες Πολιτείες [48]. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε, ωστόσο, περιορισμένη, καθώς μια αρκετά μεγάλη τόνωση της καπιταλιστικής οικονομίας με αυτά τα μέσα στο σημερινό περιβάλλον θα έπρεπε να λάβει τη διάσταση ενός παγκόσμιου πολέμου.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, καθώς οι επιχειρήσεις στις δεκαετίες του 1970 και του ’80 προσπαθούσαν να συγκρατήσουν και να επεκτείνουν το αυξανόμενο οικονομικό τους πλεόνασμα ενόψει των μειούμενων επενδυτικών ευκαιριών, έριξαν τα τεράστια πλεονάσματά τους στη χρηματοπιστωτική δομή, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας ταχείες αποδόσεις από την τιτλοποίηση όλων των πιθανώς εξακριβώσιμων μελλοντικών εισοδηματικών ροών. Η αυξημένη συγκέντρωση (“συγχωνεύσεις και εξαγορές”) και το συνακόλουθο νέο χρέος, οι τιτλοποιήσεις που αντιπροσώπευαν τη ροή εισοδήματος των ήδη υπαρχόντων ενυπόθηκων δανείων και του καταναλωτικού χρέους που συσσώρευε νέο χρέος πάνω στο παλιό, και οι νέες εκδόσεις χρέους και μετοχών που κεφαλαιοποιούσαν το πιθανό μελλοντικό μονοπωλιακό εισόδημα από πατέντες, πνευματικά δικαιώματα και άλλα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας παρείχε κάθε είδους χρηματοπιστωτικό μέσο που θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από μια υποτιθέμενη ροή εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης των ίδιων των χρηματοπιστωτικών μέσων. Το αποτέλεσμα, όπως είχαν ήδη τεκμηριώσει οι Magdoff και Sweezy στα πρώτα στάδια της διαδικασίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τη δεκαετία του ’90, ήταν μια τεράστια αύξηση της χρηματοπιστωτικής υπερδομής της καπιταλιστικής οικονομίας.

Αυτή η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας είχε τρεις σημαντικές επιπτώσεις. Πρώτον, εξυπηρέτησε την περαιτέρω αποσύνδεση στο χώρο και στο χρόνο -αν και η πλήρης αποσύνδεση είναι αδύνατη- της συσσώρευσης χρηματοοικονομικών απαιτήσεων πλούτου ή της “συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων” από τις πραγματικές επενδύσεις, δηλαδή τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό σήμαινε ότι οι κορυφαίες καπιταλιστικές οικονομίες χαρακτηρίστηκαν από μια μακροχρόνια συσσώρευση χρηματοοικονομικού πλούτου που υπερέβαινε την ανάπτυξη της υποκείμενης οικονομίας (ένα φαινόμενο που πρόσφατα τονίστηκε σε νεοκλασική κατεύθυνση από τον Thomas Piketty) -δημιουργώντας μια πιο αποσταθεροποιημένη καπιταλιστική τάξη στο κέντρο, η οποία εκδηλώθηκε με τη δραματική αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δεύτερον, η διαδικασία χρηματιστικοποίησης έγινε η κύρια βάση (μαζί με την επανάσταση στις επικοινωνίες και την ψηφιοποιημένη τεχνολογία) για την εμβάθυνση και διεύρυνση της εμπορευματοποίησης σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τις οικονομίες του κέντρου να μην αποτελούν πλέον στον ίδιο βαθμό όπως πριν τα παγκόσμια κέντρα βιομηχανικής παραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά να βασίζονται όλο και περισσότερο στον ρόλο τους ως κέντρα χρηματοοικονομικού ελέγχου και συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό εξαρτιόταν από τη σύλληψη ροών εισοδήματος από εμπορεύματα σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης εμπορευματοποίησης άλλων τομέων -κυρίως υπηρεσιών που προηγουμένως ήταν μόνο εν μέρει εμπορευματοποιημένες, όπως οι επικοινωνίες, η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες υγείας. Τρίτον, “η χρηματιστικοποίηση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου”, όπως την αποκάλεσε ο Sweezy, οδήγησε σε μια τεράστια αύξηση της αστάθειας ολόκληρης της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας, η οποία εξαρτήθηκε από την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής υπερδομής σε σχέση με την παραγωγική της βάση, με αποτέλεσμα το σύστημα να είναι όλο και πιο επιρρεπές σε φούσκες περιουσιακών στοιχείων που περιοδικά έσκαγαν, απειλώντας τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού στο σύνολό του – με πιο πρόσφατη τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007-2009. Δεδομένης της οικονομικής τους υπεροχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μοναδικά ικανές να εξωτερικεύουν τις οικονομικές τους κρίσεις σε άλλες οικονομίες, ιδίως σε εκείνες του παγκόσμιου Νότου. Όπως σημειώνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στο βιβλίο του The Global Minotaur, “Μέχρι σήμερα, κάθε φορά που διαφαίνεται μια κρίση, το κεφάλαιο καταφεύγει στο δολάριο. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το Κραχ του 2008 οδήγησε σε μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στο δολάριο, παρόλο που η κρίση είχε ξεκινήσει από τη Wall Street” [49].

Η φάση του παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και τη συστηματοποίηση του αυτοκρατορικού ενοικίου, δημιούργησε μια οικονομική ολιγαρχία και μια επιστροφή στον δυναστικό πλούτο, κυρίως στα κράτη του πυρήνα, αντιμέτωπη με μια ολοένα και πιο γενικευμένη (αλλά και πολύ κατακερματισμένη) εργατική τάξη παγκοσμίως. Το ηγετικό τμήμα της καπιταλιστικής τάξης στις χώρες του πυρήνα αποτελείται πλέον από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί παγκόσμιοι πλουσιότεροι, εξαρτώμενοι από την ανάπτυξη του παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του [50]. Η αναπαραγωγή αυτού του νέου ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως εξηγεί ο Αμίν στο βιβλίο “Ο καπιταλισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης”, στηρίζεται στη διαιώνιση πέντε μονοπωλίων: (1) τεχνολογικό μονοπώλιο, (2) χρηματοοικονομικός έλεγχος των παγκόσμιων αγορών, (3) μονοπωλιακή πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη, (4) μονοπώλια στα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας και (5) μονοπώλια στα όπλα μαζικής καταστροφής [51]. Πίσω από όλα αυτά κρύβονται οι ίδιες οι γιγαντιαίες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, με τα έσοδα των 500 κορυφαίων παγκόσμιων ιδιωτικών επιχειρήσεων να αντιστοιχούν σήμερα στο 30% περίπου των παγκόσμιων εσόδων, τα οποία διοχετεύονται κυρίως μέσω των κέντρων του καπιταλιστικού συστήματος και των βασικών χρηματοπιστωτικών αγορών [52]. Όπως επισημαίνει ο Boron σε σχέση με τις 200 μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του κόσμου, “το 96%… έχουν την έδρα τους σε οκτώ μόνο χώρες, είναι νόμιμα εγγεγραμμένες ως κεφαλαιουχικές εταιρείες οκτώ χωρών- και τα διοικητικά τους συμβούλια εδρεύουν σε οκτώ χώρες μητροπολιτικής πρωτεύουσας. Λιγότερο από το 2 τοις εκατό των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων είναι μη υπήκοοι…. Η εμβέλειά τους είναι παγκόσμια, αλλά η περιουσία τους και οι ιδιοκτήτες τους έχουν σαφή εθνική βάση” [53].

Η διεθνοποίηση της παραγωγής υπό το καθεστώς των γιγάντιων, πολυεθνικών εταιρειών ακολουθεί έτσι ένα μοτίβο που εξήγησε για πρώτη φορά ο Stephen Hymer και υπογράμμισε πρόσφατα ο Ernesto Screpatini, ο οποίος γράφει ότι “οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες” χαρακτηρίζονται από “αποκεντρωμένη παραγωγή αλλά συγκεντρωτικό έλεγχο…. Κατά συνέπεια, η διαδικασία επέκτασης των άμεσων ξένων επενδύσεων συνεπάγεται μια συνεχή ροή κερδών από τον Νότο προς τον Βορρά, δηλαδή από την περιφέρεια προς το κέντρο της αυτοκρατορικής δύναμης του πολυεθνικού κεφαλαίου” [54].

Σήμερα η απειλούμενη κατάρρευση αυτού του συστήματος είναι παντού εμφανής. Η ηγεμονία των ΗΠΑ στη στρατιωτική σφαίρα -στην οποία διατηρούν τη δύναμη να εξαπολύουν ανείπωτη καταστροφή αλλά έχουν μειωμένη δύναμη να ελέγχουν τα γεωπολιτικά γεγονότα- υποχωρεί μαζί με την οικονομική ηγεμονία τους. Αυτό είναι τόσο καλά κατανοητό σήμερα στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που ορισμένοι από τους πιο οξυδερκείς στοχαστές του κατεστημένου τονίζουν ότι η παγκόσμια υπεροχή των ΗΠΑ δίνει τη θέση της σε ένα imperium που βασίζεται στη συνδυασμένη δύναμη (στρατιωτική, οικονομική και πολιτική) της τριάδας (των Ηνωμένων Πολιτειών/Καναδά, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας). Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και εξακολουθούν να διατηρούν την παγκόσμια υπεροχή, είναι όλο και περισσότερο σε θέση να ασκούν την εξουσία τους ως “σερίφης” μόνο όταν υποστηρίζονται από το “απόσπασμα” (που εκπροσωπείται από τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία) -όπως περίφημα διατυπώθηκε από τον Haass στο The Reluctant Sheriff (Ο απρόθυμος σερίφης) και σε μεταγενέστερα έργα [55]. Έτσι, είναι η τριάδα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και όχι η ίδια η Ουάσιγκτον άμεσα, η οποία επιδιώκει όλο και περισσότερο να εδραιωθεί ως η νέα κυβερνητική δύναμη, μέσω θεσμών όπως το G7 και το ΝΑΤΟ. Ο στόχος είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των παλαιών αυτοκρατορικών δυνάμεων του καπιταλιστικού πυρήνα με πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα, περιορίζοντας παράλληλα τις απειλές για την κυριαρχία της από την ανερχόμενη Κίνα, την ανακάμπτουσα Ρωσία, τις αναδυόμενες οικονομίες γενικά και την παγκόσμια αντι-νεοφιλελεύθερη εξέγερση που βασίζεται στο κίνημα της Λατινικής Αμερικής προς το σοσιαλισμό.

Ο Haass περιγράφει την τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση ως “The Unraveling”. Ως απόδειξη επισημαίνει τον ρόλο των ΗΠΑ στην αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Αλ Σαμ (ISIS), τις αυξανόμενες συγκρούσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Αφρική, την επιστροφή της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης (που εκδηλώνεται στη διαμάχη για την Κριμαία και την Ουκρανία), τον αποπροσανατολισμό (με τους δικούς του όρους) κρατών όπως “η Βραζιλία, η Χιλή, η Κούβα και η Βενεζουέλα”, καθώς και μια ολόκληρη σειρά αποτυχημένων αλλαγών καθεστώτων που δρομολογήθηκαν από την Ουάσινγκτον. Καταλήγει: “Το ερώτημα δεν είναι αν ο κόσμος θα συνεχίσει να διαλύεται, αλλά πόσο γρήγορα και πόσο πολύ” [56].

Όλα αυτά αναδεικνύουν, όπως μας λέει ο István Mészáros, “τη δυνητικά πιο θανατηφόρα φάση του ιμπεριαλισμού” [57]. Είναι ίσως μια υπενθύμιση της σοβαρότητας της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης ότι σοβιετικοί και αμερικανοί κλιματολόγοι προειδοποίησαν τον κόσμο τη δεκαετία του 1980 για το γεγονός ότι ένας πυρηνικός πόλεμος πλήρους κλίμακας θα δημιουργούσε έναν πυρηνικό χειμώνα, μειώνοντας τη θερμοκρασία ολόκληρων ηπείρων κατά αρκετούς βαθμούς και ενδεχομένως κατά αρκετές δεκάδες βαθμούς, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της ίδιας της βιόσφαιρας και μαζί της την ανθρωπότητα. Αυτού του είδους το σενάριο είχε κατά νου ο E.P. Thompson στις “Σημειώσεις για τον Εξολοθρευτισμό, το τελευταίο στάδιο του πολιτισμού” [58]. Ένας πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν φαίνεται να αποτελεί άμεσο κίνδυνο επί του παρόντος. Ωστόσο, η αστάθεια που δημιουργείται από το σημερινό υπερεκμεταλλευτικό και επεκτατικό ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες εμπλέκονται πλέον σε ταυτόχρονες στρατιωτικές επεμβάσεις και πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε μισή ντουζίνα χώρες (και οι οποίες σχεδιάζουν να δαπανήσουν 200 δισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία για τον εκσυγχρονισμό του τεράστιου πυρηνικού οπλοστασίου τους), υποδηλώνει έναν οποιοδήποτε αριθμό τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να προκύψει μια θανατηφόρα αντιπαράθεση. Η ίδια η κλιματική αλλαγή, με τη συνέχιση των συνηθισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αναμένεται να αποσταθεροποιήσει τον πολιτισμό, αυξάνοντας την απειλή ενός παγκόσμιου πολέμου, ο οποίος θα οδηγούσε γρήγορα σε πλανητικό επίπεδο καταστροφής [59].

Η ευθύνη της Αριστεράς υπό αυτές τις συνθήκες είναι να αντιμετωπίσει, με τους όρους του Λένιν, τις “αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τους κλυδωνισμούς -όχι μόνο οικονομικούς, αλλά και πολιτικούς, εθνικούς κ.λπ.”- που χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο την εποχή μας. Αυτό σημαίνει την προώθηση ενός πιο “τολμηρού” παγκόσμιου κινήματος από τα κάτω, στο οποίο η βασική πρόκληση θα είναι η διάλυση του ιμπεριαλισμού, νοούμενου ως ολόκληρη η βάση του καπιταλισμού στην εποχή μας – με στόχο τη δημιουργία μιας πιο οριζόντιας, ισότιμης, ειρηνικής και βιώσιμης κοινωνικομεταβολικής τάξης που θα ελέγχεται από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς [60].

Σημειώσεις

1. Βλέπε, για παράδειγμα, Samir Amin, The Law of Worldwide Value (New York: Monthly Review Press, 2010)- David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003)- Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000)- John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006)- Leo Panitch and Sam Gindin, The Making of Global Capitalism: The Political Economy of Global Empire (Λονδίνο: Verso, 2013).

2. R. Koebner και H.D. Schmidt, Imperialism: The Story and Significance of a Political Word, 1840-1960 (Cambridge: Cambridge University Press, 1965), 175.

3. Atilio A. Boron, Empire and Imperialism (Λονδίνο: Zed Press, 2005), 2-4.

4. Samir Amin, Capitalism in the Age of Globalisaton (Λονδίνο: Zed Press, 2014), vii-viii, The Implosion of Contemporary Capitalism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 17.

5. Foster, Naked Imperialism, Richard N. Haas, “The New Thirty Years’ War”, Foreign Affairs, 21 Ιουλίου 2014, http://cfr.org.

6. Β.Ι. Λένιν,Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού: A Popular Outline (New York: International Publishers, 1939)- Nikolai Bukharin, Imperialism and the World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973)- Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Monthly Review Press, 1951)- Karl Kautsky, “Ultra-imperialism,” New Left Review I, no. 59 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1970): Hilferding, Finance Capital (Λονδίνο: Routledge 2006- πρώτη γερμανική έκδοση,1910). Ο Μαρξ έγραψε εκτενώς για την αποικιοκρατία στην εποχή του και το έργο του στον τομέα αυτό πέρασε από διάφορα στάδια, εστιάζοντας τελικά σε ζητήματα συνθηκών ανισότητας, εκμετάλλευσης και υπανάπτυξης που προκύπτουν από τον ιμπεριαλισμό. Ο Ένγκελς είχε επίσης σημαντικές παρατηρήσεις. Η παρούσα εισαγωγή, ωστόσο, επικεντρώνεται σε αυτό που μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ως η κλασική περίοδος συστηματικής θεωρητικοποίησης του ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο του μαρξισμού κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, η οποία αργότερα επεκτάθηκε μέσω της ανάπτυξης της θεωρίας της εξάρτησης και της ανάλυσης του παγκόσμιου συστήματος. Ωστόσο, οι απόψεις του Μαρξ από τη δεκαετία του 1860 και μετά ήταν περίπου σύμφωνες με τις κύριες γραμμές των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού που διατυπώνονται παρακάτω, συμπεριλαμβανομένων του Λένιν, του Μάο και της ευρείας παράδοσης της εξάρτησης. Για το θέμα αυτό βλέπε Kenzo Mohri, “Marx and Underdevelopment”, Annals of the Institute of Social Science 19 (1978): 35-61- Sunti Kumar Ghosh, “Marx on India”, Monthly Review 35, no. 8 (Ιανουάριος 1984): 39-53- John Bellamy Foster, “Marx and Internationalism,” Monthly Review 52, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 2000): 11-22. Αυτή η προσέγγιση στην ερμηνεία της κλασικής μαρξικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού αντιπαρατέθηκε με την άποψη που εκφράστηκε σε έργα όπως το Bill Warren, Imperialism, Pioneer of Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1980).

7. Bukharin, Imperialism and the World Economy, 17-19, 41, 80-84. Η λαμπρότητα της ανάλυσης του Μπουχάριν ήταν προϊόν της τυπικής διαλεκτικής της: Μέρος πρώτο: “Η παγκόσμια οικονομία και η διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου”- Μέρος δεύτερο: “Η παγκόσμια οικονομία και η διαδικασία εθνικοποίησης του κεφαλαίου”- Μέρος τρίτο: “Ο ιμπεριαλισμός ως αναπαραγωγή του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα”. Για το γεγονός ότι ο Λένιν, σε αντίθεση με τη Λούξεμπουργκ, δεν οικοδόμησε την ανάλυση του ιμπεριαλισμού πάνω σε μια ανάλυση της οικονομικής κρίσης (η οποία θα ήταν εντελώς περιττή από τη δική του σκοπιά), καθώς και για τις διαφορές μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ σχετικά με το μονοπώλιο και τον ιμπεριαλισμό, βλ. τις συζητήσεις στο Harry Magdoff, Imperialism: From the Colonial Stage to the Present (New York: Monthly Review Press, 1978), 263-73, και Prabhat Patnaik, What Ever Happened to Imperialism and Other Essays (Νέο Δελχί: Tulika, 1995), 80-101.

8. V.I. Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, 88, και “Introduction,” in Bukharin, Imperialism and the World Economy, 10-11.

9. Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism (Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού), 91-92.

10. Kautsky, “Ultra-imperialism”, 46.

11. Λένιν, “Εισαγωγή”, στο Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, 13-14.

12. V.I. Lenin, Collected Works, vol. 22 (Moscow: Progress Publishers, no date, 1974 printing), 193- John Bellamy Foster and Henryk Szlajfer, “Introduction,” in Foster and Szlajfer, eds, The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 21- Lenin, “Introduction,” in Bukharin, Imperialism and the World Economy, 13-14- Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, 15- John A. Hobson, Imperialism: A Study (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1972), 356.

13. Βλέπε Research Unit for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, Monthly Review (Δεκέμβριος 2007): Β.Ι: Three Articles (Peking: Foreign Languages Press, 1967), 20-29, “Address to the All Russia Congress of Communist Organizations of the East,” November 22, 1919, https://marxists.org- Comintern, “Supplementary Theses” (Attached to Lenin’s “Preliminary Draft Theses on the National and Colonial Questions”), July-August, 1920, http://revolutionarydemocracy.org.

14. Κομιντέρν, “Συμπληρωματικές Θέσεις”.

15. Research Unity for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, 45-47. Jane Degras, ed., The Communist International: Documents, 1919-1943 (Oxford: Oxford University Press, 1965), τόμος 2, 534-46.

16. Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1957)- José Carlos Mariátegui, An Anthology (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2011)- Andre Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1967)- Vijay Prashad, The Darker Nations: A People’s History of the Third World (Νέα Υόρκη: The New Press, 2007)- Samir Amin, Accumulation on a World Scale (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1974)- “Samir Amin (born 1931)” (αυτοβιογραφία), στο Philip Arestis and Malcolm Sawyer, A Biographical Dictionary of Dissenting Economists (Northampton, MA: Edward Elgar, 2000), 1-6- Che Guevara, Che Guevara and the Cuban Revolution: Writings and Speeches (Σίδνεϊ: Pathfinder/Pacific and Asia, 1987).

17. Che Guevara, Che Guevara and the Cuban Revolution, 337-39.

18. Για την ιστορία των επαναστατικών κυμάτων στον εικοστό αιώνα βλέπε L.S. Stavrianos, Global Rift (Νέα Υόρκη: William Morrow, 1981).

19. Samir Amin, Accumulation on a World Scale, 18-20, Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977), 72-78, Delinking (London: Zed Press, 1985), 116-20, “Self-Reliance and the New International Economic Order”, Monthly Review 29, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 1977): 1-21. Η ύπαρξη του ιμπεριαλισμού δείχνει, όπως τονίζει ο Amin, ότι οι οικονομίες του κέντρου δεν είναι, στην πραγματικότητα, πλήρως αυτοκεντρικές ή αυτοδύναμες. Ωστόσο, είναι δυνατόν να δούμε τις δομές συσσώρευσης των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών ως αυτοαναφορικές και αυτοαναπαραγόμενες με την έννοια των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ (σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει νόημα να ανεγείρονται θεωρητικά μοντέλα σε αυτή τη βάση). Είναι τελείως διαφορετικό με τις περιφερειακές οικονομίες, οι οποίες είναι συνήθως αποδιαρθρωμένες – τόσο συγκροτημένες από έξω από τη σχέση αυτοκρατορικού/εξαρτημένου, ώστε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης εμποδίζεται σε κάθε σημείο. Χρειάζεται λοιπόν μια “απεμπλοκή” με κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό από την εξωτερική λογική του ιμπεριαλισμού, παρέχοντας στα κράτη αυτόνομο χώρο για να λειτουργήσουν και να δημιουργήσουν ένα αυτοδύναμο πρότυπο ανάπτυξης. Αν και η σκέψη του Αμίν σχετικά με αυτό έχει αλλάξει με την πάροδο των ετών, ανταποκρινόμενη στις αλλαγές του συστήματος και στις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περιφερειακές οικονομίες και τα κράτη τους, η βασική διαλεκτική παραμένει.

20. Βλ. ιδίως Immanuel Wallerstein, The Capitalist World-Economy (Cambridge: Cambridge University Press, 1979). Άλλοι στοχαστές που έπαιξαν ρόλο στη στροφή προς την ανάλυση του παγκόσμιου συστήματος ήταν οι Amin, Frank και Giovanni Arrighi.

21. Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital(New York: Monthly Review Press, 1966), 107-8- Paul M. Sweezy, “Obstacles to Economic Development”, στο C.H. Feinstein, Socialism, Capitalism, and Economic Growth (Cambridge: Cambridge University Press, 1967), 194-95.

22. Harry Magdoff, The Age of Imperialism(New York: Monthly Review Press, 1969), 198.

23. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 183-84, 191-202. Η προσέγγιση της αυτοκρατορίας με βάση τη στρατιωτική βάση επρόκειτο να αναπτυχθεί περαιτέρω σε μεταγενέστερα έργα, μέχρι σήμερα. Βλέπε Foster, Naked Imperialism, 55-66.

24. Magdoff, Imperialism: Από την αποικιοκρατική εποχή μέχρι σήμερα.

25. Harry Magdoff, Παγκοσμιοποίηση: Globaldog: Για ποιο σκοπό; (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1992), 4-5.

26. Hardt and Negri, Empire, xii-xiv, 9-10, 165, 178-82, 188-90, 333-35, Multitude (Λονδίνο: Penguin Books, 2004), xiii-xiv, και Commonwealth (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2009). Για την κριτική των Hardt και Negri, βλ. το Boron, Empire and Imperialism. Βλέπε επίσης Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital (Λονδίνο: Verso, 2003), 6, 137-42.

27. Ernest Mandel, Late Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1975), 332-42- Ernesto Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2014), 51-53. Ο Mandel επισήμανε το Monopoly Capital των Baran και Sweezy και το The Age of Imperialism του Magdoff ως παραδείγματα του επιχειρήματός του για τον υπερ-ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από το να είναι αληθινό σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Οι Baran και Sweezy συμπεριέλαβαν μόνο ένα μόνο ευρωπαϊκό έθνος (την Ελλάδα) μεταξύ των χωρών της “αμερικανικής αυτοκρατορίας” (και απέκλεισαν την Ιαπωνία στην Ασία), ενώ ο Magdoff ήταν διάσημος για την επιμονή του, σε όλα τα γραπτά του, στη συνεχιζόμενη σημασία του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Βλέπε Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 183-84- Magdoff, Globalization, 7-8.

28. Panitch and Gindin, The Making of Global Capitalism, 275- Michael Hudson, Super Imperialism: The Origin and Fundamentals of US World Dominance (Λονδίνο: Pluto, 2003)- Peter Gowan, The Global Gamble (Λονδίνο: Verso, 1999).

29. William I. Robinson, A Theory of Global Capital (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2004)- 44-49- Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001)- William Carroll, The Making of a Transnational Capitalist Class (London: Zed Books, 2010)- William Carroll, The Making of a Transnational Capitalist Class (London: Zed Books, 2010). Για μια κριτική βλέπε Samir Amin, “Transnational Capitalism or Collective Imperialism”, Pambazuka News, 23 Μαρτίου 2011, http://pambazuka.net- Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis, 57-58.

30. Harvey, The New Imperialism, 87-89, 109, 138-69- David Harvey, The Limits to Capital (Λονδίνο: Verso, 2006), xvi, xxiii-xxiv. Η χρήση του όρου “υπερσυσσώρευση” για να αναφερθεί στις γενικές αντιφάσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού εισήχθη από τον Sweezy τη δεκαετία του 1950 και τονίστηκε έντονα στις δεκαετίες του 1970 και του ’80. Το “πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος” ήταν η κεντρική υπόθεση που εισήγαγαν οι Baran και Sweezy στο μονοπωλιακό κεφάλαιο Αυτές οι κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένου του προβλήματος της υπερκατανάλωσης, χρησιμοποιούνται τώρα από τον Harvey, μαζί με άλλους, για να εξηγήσουν τις σύγχρονες κρίσεις συσσώρευσης. Βλέπε David Harvey, The Enigma of Capital (Oxford: Oxford University Press, 2010), 31-32, 94-101- John Bellamy Foster, The Theory of Monopoly Capitalism (New Edition) (New York: Monthly Review Press, 2014), 83-101.

31. Harvey, The New Imperialism, 208-11.

32. Harvey, The New Imperialism, 210.

33. Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), “Πίνακας 4α. Απασχόληση ανά συνολικό τομέα (ανά φύλο)”, στο Key Indicators of the Labour Market (KILM), 8η έκδοση (πακέτο λογισμικού, εξήχθη τον Μάιο του 2015)- “Economic Groupings and Composition” United Nations Conference on Trade and Development (UNCTAD), http://unctadstat.unctad.org.
Σε κάθε χώρα που εξήχθη από τη βάση δεδομένων KILM αποδόθηκε μια οικονομική ομαδοποίηση χρησιμοποιώντας το σύστημα ταξινόμησης της UNCTAD (κυρίως την καταχώριση των “αναπτυσσόμενων οικονομιών”). Τα στοιχεία ILO-KILM είναι ελλιπή για κάθε δεδομένο έτος λόγω διαθεσιμότητας (κυρίως για την Ινδία, για την οποία υπάρχουν στοιχεία μόνο για πέντε έτη). Για την περίοδο 2006-2012, έγιναν εκτιμήσεις -χρησιμοποιώντας γραμμική παρεμβολή ή ρυθμούς ανάπτυξης/πτώσεως των γειτονικών ετών- όπου έλειπαν στοιχεία για οποιαδήποτε από τις πέντε πρώτες χώρες (2010) σε κάθε οικονομική κατηγορία. Αυτές περιλάμβαναν: Κίνα (2012), Ινδία (2006-2009, 2011), Ινδονησία (2012), Μεξικό (2010), Ηνωμένες Πολιτείες (2011-2012) και Ιαπωνία (2011-2012). Κατά τα λοιπά, τα δεδομένα αναφέρονται ως έχουν και θα πρέπει συνεπώς να θεωρούνται συντηρητικά όσον αφορά τη βιομηχανική απασχόληση στον παγκόσμιο Νότο, όπου τα ζητήματα διαθεσιμότητας δεδομένων είναι πολύ πιο εμφανή.
Τα παραπάνω στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τον R. Jamil Jonna. Για μια προηγούμενη έκδοση βλέπε John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “The Global Reserve Army of Labor and the New Imperialism”, Monthly Review 63, no. 6 (Νοέμβριος 2011): 4.

34. “Inward and outward foreign direct investment flows, annual, 1970-2013 – Percentage of total world,” UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org. Βλ. επίσης Martin Hart-Landsberg, Capitalist Globalization (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 19.

35. “Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ, συνολικό και κατά κεφαλήν, ετήσιο, 1970-2013: Δολάρια ΗΠΑ σε σταθερές τιμές (2005) και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (2005) κατά κεφαλήν- και “Συνολικός πληθυσμός, ετήσιος, 1950-2050 (χιλιάδες)”, UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org.
Δεδομένου ότι η UNCTADstat δεν διαθέτει κατηγορία για τις χώρες της G7, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογίστηκε χειροκίνητα χρησιμοποιώντας το πραγματικό ΑΕΠ και τον πληθυσμό ανά χώρα. Οι “Λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες” αποτελούν υποσύνολο των “Αναπτυσσόμενων οικονομιών εκτός της Κίνας”. Σημειώστε ότι η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει την “Ευρύτερη Κίνα”: “ΕΔΠ Χονγκ Κονγκ”, “Επαρχία Ταϊβάν” και “ΕΔΠ Μακάο”. Οι ονομασίες της UNCTAD για τις “Οικονομικές ομάδες και τη σύνθεση” μπορούν να βρεθούν στη διεύθυνση http://unctadstat.unctad.org.
Οφείλω να ευχαριστήσω τον R. Jamil Jonna για την ανάλυση και τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων.

36. “The Headwinds Return”, The Economist, 13 Σεπτεμβρίου 2014, http://economist.com.

37. “Globalization’s Critical Imbalances”, McKinsey Quarterly, Ιούνιος 2010, http://mckinsey.com.

38. Foster, McChesney και Jonna, “Ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός της εργασίας και ο νέος ιμπεριαλισμός”, 19-26.

39. Pankaj Ghemawat, Redefining Global Strategy (Boston: Harvard Business School Press, 2007), 169-96- Kenneth L. Kraemer, Greg Lindinen , and Jason Dedrick, “Capturing Value in Global Networks: Apple’s iPad and iPhone” Paul Merage School of Business, University of California, Irvine, Ιούλιος 2011, http://pcic.merage.uci.edu, 5, 11. Για τη διάρθρωση των εισαγωγών και εξαγωγών της κινεζικής μεταποίησης βλέπε Hart-Landsberg, Capitalist Globalization, 16-22, 31-36. Για το ρόλο της μεταναστευτικής εργασίας στην Κίνα βλέπε Foster and McChesney, The Endless Crisis, 174-76.

40. Nir Kshetri και Nikhilesh Dholakia, “Offshoring High Value Functions”, στο Farok J. Contractor, et al., eds., Global Outsourcing and Offshoring (Cambridge: Cambridge University Press, 2011), 336. Παραδείγματα μη συμμετοχικών τρόπων διεθνούς παραγωγής που δίνει η UNCTAD περιλαμβάνουν “εργολαβική παραγωγή, εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών, εργολαβική γεωργία, franchising, αδειοδότηση και συμβάσεις διαχείρισης”- βλέπε World Investment Report, 2011, http://unctad.org, 123.

41. Zahid Hussain, “Financing Living Wage in Bangladesh’s Garment Industry,” End Poverty in South Asia, South Asian Region of the World Bank, 3 Αυγούστου 2010, http://blogs.worldbank.org- Worker Rights Consortium, “The Impact of Substantial Labor Cost Increases on Apparel Retail Prices,” accessed May 14, 2015, http://senate.columbia.edu.

42. Tony Norfield, “What the ‘China Price’ Really Means”, Economics of Imperialism, 4 Ιουνίου 2011 (ενημερωμένο στις 25 Σεπτεμβρίου 2014), http://economicsofimperialism.blogspot.com, και “T-Shirt Economics Update”, 24 Σεπτεμβρίου 2014, http://economicsofimperialism.blogspot.com- Hussain, “Financing Living Wage in Bangladesh’s Garment Industry”. Για το ζήτημα της προστιθέμενης αξίας βλέπε John Smith, “The GDP Illusion: Value Added versus Value Capture,” Monthly Review 64, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 2012): 86-102.

43. Walter LaFeber, Michael Jordan and the New Global Capitalism (New York: W.W. Norton, 2002), 107, 126, 147-49- Jeff Ballinger, “Nike Does It to Vietnam”, Multinational Monitor 18, no. 3 (Μάρτιος 1997), http://multinationalmonitor.org.

44. Haass, “The New Thirty Years’ War” και “The Unraveling”, Foreign Affairs, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014, https://foreignaffairs.com- Foster, Naked Imperialism, 97-106- National Intelligence Council, Global Trends 2005 (Washington, DC, 2008), 60-61- “Obama Contends with Arc of Instability Unseen Since ’70s”, Wall Street Journal, 17 Ιουλίου 2014, http://wsj.com.

45. Michael Klare, Rising Powers, Shrinking Planet (Νέα Υόρκη: Henry Holt, 2008), 236-37.

46. Smith, “The GDP Illusion”- Samir Amin, The Implosion of Contemporary Capitalism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 21.

47. “£13tn Hoard Hidden from Taxman by Global Elite”, Guardian, 21 Ιουλίου 2012, http://theguardian.com- Nicholas Shaxson, Treasure Islands (Λονδίνο: Palgrave Macmillan, 2011), 7.

48. Βλέπε John Bellamy Foster, Hannah Holleman, and Robert W. McChesney, “The U.S. Imperial Triangle and Military Spending,” Monthly Review 60, no. 5 (2008): 1-19.

49. Για τη σχέση της στασιμότητας με τη χρηματιστικοποίηση της συσσώρευσης βλ. John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (New York: Monthly Review Press, 2012), 49-64- Fred Magdoff και John Bellamy Foster, “Stagnation and Financialization”, Monthly Review 66, αρ. 1 (Μάιος 2014): Sweezy, Stagnation and the Financial Explosion (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1987). Σχετικά με τον Piketty βλέπε John Bellamy Foster και Michael D. Yates, “Piketty and the Crisis of Neoclassical Economics”, Monthly Review 66, αρ. 6 (Νοέμβριος 2014): 1-24- Paul M. Sweezy, “More (or Less) on Globalization”, Monthly Review 49, no. 4 (Σεπτέμβριος 1997): Βαρουφάκης, The Global Minotaur (Λονδίνο: Zed, 2011), 100-102.

50. Για τον αυξανόμενο ρόλο του δυναστικού πλούτου βλέπε Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014), 439-43.

51. Amin, Ο καπιταλισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 4-5.

52. “Compustat North America, Fundamentals Annual,” Wharton Research Data Services (Standard & Poor, 2015), http://wrds-web.wharton.upenn.edu- “Nominal and real GDP, total and per capita, annual, 1970-2013: Δολάρια ΗΠΑ σε τρέχουσες τιμές και τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες σε εκατομμύρια,” UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org- “GLOBAL 500 2014,” Fortune, http://fortune.com (τα στοιχεία αφορούν το οικονομικό έτος 2013).
Για να προκύψει μια χονδρική εκτίμηση του αριθμού των παγκόσμιων επιχειρήσεων που λείπουν από τη βάση δεδομένων Compustat για το 2013, οι 500 κορυφαίες επιχειρήσεις βάσει εσόδων συγκρίθηκαν με τα δεδομένα του Fortune Global 500 (επίσης καταταγμένες βάσει εσόδων).Η Fortune είχε εννέα επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στη βάση δεδομένων της Compustat, πέντε από τις οποίες ήταν κρατικές και τέσσερις από τις οποίες βρίσκονταν στην Κίνα.Τα συνολικά έσοδα των εταιρειών που έλειπαν ανήλθαν σε 1,48 τρισεκατομμύρια δολάρια, αυξάνοντας το μερίδιο των 500 παγκόσμιων εταιρειών κατά περίπου 2% για το 2013. Με βάση τα σύνολα των δεδομένων του Fortune Global 500 για τα προηγούμενα έτη, εάν συμπεριληφθούν όλες οι εταιρείες που λείπουν, το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος των 500 κορυφαίων παγκόσμιων εταιρειών θα αυξανόταν κατά περίπου 7 τοις εκατό κατά μέσο όρο για ένα δεδομένο έτος.
Τα δεδομένα αυτά αναλύθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τον R. Jamil Jonna.Για μια προηγούμενη έκδοση βλέπε John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “Monopoly and Competition in the Twenty-First Century,” Monthly Review 62, no. 11 (April 2011): 12.

53. Boron, Empire and Imperialism, 46.

54. Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis, 18-19- Stephen Hymer, The Multinational Corporation (Cambridge: Cambridge University Press, 1979), 64.

55. Richard N. Haass, The Reluctant Sheriff (Washington, DC: Brookings Institution Press, 1997), Intervention (Washington, DC: Carnegie Endowment for World Peace, 1999).

56. Haass, “The Unraveling” (Η αποσαφήνιση).

57. Istvan Mészáros, Socialism or Barbarism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2001), 23-56.

58. Βλέπε M.I. Budyko, G.S. Golitsyn, and Y.A. Izrael, Global Climatic Catastrophes (Νέα Υόρκη: Springer-Verlag, 1988)- John Bellamy Foster, “Late Soviet Ecology and the Planetary Crisis”, Monthly Review 67, no. 2 (Ιούνιος 2015): 1-20- E.P. Thompson, Beyond the Cold War (Νέα Υόρκη: Pantheon, 1982), 41-80.

59. Για τις πυρηνικές δαπάνες των ΗΠΑ βλέπε “U.S. Nuclear Forces, 2014”, Bulletin of Atomic Scientists, 7 Ιανουαρίου 2014, http://thebulletin.org.60. Amin, The Implosion of Contemporary Capitalism, 133-43.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis