Το παρακάτω κείμενο του εκδότη του Monthly Review, John Bellamy Foster, είναι μια σύνοψη της βασικής διαδρομής της μαρξιστικής κριτικής στον ιμπεριαλισμό, από την εποχή των Λένιν και Μπουχάριν μέχρι σήμερα. Ο Φόστερ υποστηρίζει ότι η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση που παρατηρείται στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα είναι έκφραση του “γενικευμένου – μονοπωλιακού” καπιταλισμού, όπου παγκοσμιοποιείται τόσο η παραγωγή όσο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αναγνωρίζει ότι οι θεωρίες της Εξάρτησης και του Κέντρου – Περιφέρειας στη μαρξιστική κριτική συχνά παρουσιάζονταν με έναν απλουστευτικό και μηχανικιστικό τρόπο. Εκτιμά ότι η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού (κυρίως όπως αυτή συγκροτείται από τα έργα των Μπάραν, Σουήζι, Μάγκντοφ, Βαλερστάιν, Αμίν κλπ) είναι ικανή να συλλάβει και να συνθέσει φαινόμενα όπως: “(1) ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, (2) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός που οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, (3) η διεθνής ηγεμονία ως σταθεροποιητική/αποσταθεροποιητική δύναμη, (4) η παρεμπόδιση της οικονομικής ανάπτυξης σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου, (5) η απόσπαση του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια, (6) επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις- (7) η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στο κέντρο του συστήματος- (8) η άνοδος κομπραδόρικων στοιχείων που συμμαχούν με το ξένο κεφάλαιο στις υπανάπτυκτες χώρες- και (9) παγκόσμια επαναστατικά κύματα στην περιφέρεια”.
Αναγνωρίζει ωστόσο ότι τις τελευταίες δεκαετίες (και ειδικά από το 90 και μετά), πολλές από τις προηγούμενες βασικές εκτιμήσεις τίθενται σε αμφισβήτηση: ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές δυνάμεις δεν παίρνει την οξύτατη μορφή που έπαιρνε τον εικοστό αιώνα, το Κέντρο και η Περιφέρεια προσεγγίζονται, ο παγκόσμιος Νότος αναπτύσσεται, η πραγματικότητα φαίνεται να εξελίσσεται σε μια παγκοσμιοποιημένη – υπερεθνική κατεύθυνση, και η αμερικανική ηγεμονία, αν και θεωρούνταν σε παρακμή, διαρκώς αναγεννάται.
Εξετάζει λοιπόν μια σειρά από νέες θεωρίες που προέκυψαν και επιχειρούν να υπερβούν την κλασική μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στις οποίες είναι η μεταμοντέρνα αυτοκρατορία, ο υπερ-ιμπεριαλισμός, ο υπερεθνικός καπιταλισμός. Με απαρχές το έργο του Μαντέλ τη δεκαετία του 70, η θεωρία ότι μπορεί να υπάρξει ο υπερ-ιμπεριαλισμός ως πολιτική πραγματικότητα, έδωσε τη θέση της στις σύγχρονες επεξεργασίες (από το 2000 και μετά) των Χάντσον, Γκόουαν, Πάνιτς κλπ. Χωρίς να δίνει βάρος στις εντελώς ιδεαλιστικές και μεταμοντέρνες τοποθετήσεις των Νέγκρι και Χαρντ, ο Φόστερ θεωρεί ότι η άποψη μιας “αμερικανικής αυτοκρατορίας”, ενός imperium που έχει απορροφήσει τους βασικούς προηγούμενους ανταγωνιστές των ΗΠΑ (Ευρώπη, Ιαπωνία) οδηγεί στην υπέρβαση της κλασικής έννοιας του ιμπεριαλισμού και στην αντικατάστασή του από έναν διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Ακόμα μεγαλύτερο διαζύγιο με τη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού έχει η άποψη του Χάρβει για τον “νέο ιμπεριαλισμό” που τον ταυτίζει με ένα φαύλο και έξαλλο καπιταλισμό (νεοφιλελευθερισμός) που δίνει τη δυνατότητα ανασυγκρότησης ενός άλλου, καλοπροαίρετου καπιταλισμού τύπου “New Deal”.
Σε αντίθεση με αυτές τις απόψεις, ο Φόστερ επιμένει στο να ορίζει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό ως τον ιμπεριαλισμό του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου ο διχασμός ανάμεσα στον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο νότο εξακολουθεί να ισχύει, καθώς, (με εξαίρεση την αλματώδη πορεία της Κίνας) οι αναπτυγμένες χώρες αναπτύσσονται πιο γρήγορα από τις αναπτυσσόμενες. Η βασική πλευρά αυτής της άνισης ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι παρά το ότι το εργατικό κόστος σε χώρες όπως η Κίνα ή η Ινδία παραμένει σχεδόν το ένα τρίτο του κόστους των δυτικών καπιταλιστικών χωρών, η παραγωγικότητα έχει κάνει άλματα. Αυτό το εργασιακό αρμπιτράζ όπου το μισθολογικό κόστος είναι ένα ελάχιστο κλάσμα της τελικής τιμής του προϊόντος, αλλά και οι υπεργολαβίες, δίνουν τη δυνατότητα στις πολυεθνικές να τροφοδοτούν την καπιταλιστική ανάπτυξη στο Βορρά.
Τέλος, ο Φόστερ θεωρεί ότι η Δύση μέσω του περιβαλλοντικού ιμπεριαλισμού (περιορισμούς σε χρήση πόρων) επιχειρεί να θέσει υπό τον έλεγχό της τους πόρους του τρίτου κόσμου και ειδικά τους ενεργειακούς και τα μεταλλεύματα. Τόσο η εξοικονόμηση κόστους από την παραγωγή, όσο και η απομύζηση πόρων δημιουργούν ένα “αυτοκρατορικό ενοίκιο” και μια τεράστια μεταφορά πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο. Τα πλεονάσματα αυτά, ελλείψει επενδυτικών ευκαιριών, διογκώνουν συνεχώς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα δημιουργώντας μια τεράστια φούσκα. Η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας προκαλεί μια περαιτέρω αποσύνδεση από τις πραγματικές επενδύσεις, επιτείνει την αστάθεια (δεν είναι τυχαίες οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις), εμπορευματοποιεί το σύνολο των κοινωνικών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Αποτελεί πλέον καθολική πεποίθηση στην Αριστερά ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα ιμπεριαλιστική φάση.[1] Το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός εξελίσσεται και παίρνει νέες μορφές δεν αποτελεί φυσικά έκπληξη από μια ιστορική υλιστική προοπτική. Ο ιμπεριαλισμός, όπως και ο ίδιος ο καπιταλισμός, χαρακτηρίζεται από μια συνεχή διαδικασία αλλαγής, περνώντας μέσα από περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένα καθορισμένες εποχές. Ήδη από τη δεκαετία του 1890, όταν στην Αγγλία διεξαγόταν μια έντονη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα αναφερόταν συνήθως ως “ο νέος ιμπεριαλισμός”, για να διακρίνεται από την προηγούμενη αποικιοκρατική φάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας [2]. Ήταν η προσπάθεια να εξηγηθεί αυτός ο νέος ιμπεριαλισμός της περιόδου 1875-1914 που ενέπνευσε τις πρώτες μαρξιστικές συνεισφορές στη θεωρία του ιμπεριαλισμού στο έργο του Β.Ι. Λένιν, του Νικολάι Μπουχάριν και της Ρόζα Λούξεμπουργκ (και, με λιγότερη επιτυχία, του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και του Καρλ Κάουτσκι), εισάγοντας μια σειρά από προτάσεις που τροποποιήθηκαν αργότερα από την παράδοση της εξάρτησης.
Στην τρέχουσα φάση του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, είναι σαφές ότι αυτές οι κλασικές θεωρίες δεν είναι πλέον άμεσα εφαρμόσιμες. Παρ’ όλα αυτά, η μορφολογία του ιμπεριαλισμού, όπως απεικονίζεται σε αυτές τις πρώιμες πρωτοποριακές περιγραφές, είναι αυτή που παρέχει το απαραίτητο κλειδί για τις σημερινές εξελικτικές μορφές. Όπως το έθεσε ο Atilio Boron το 2005 στο Empire and Imperialism, “οι θεμελιώδεις παράμετροι του ιμπεριαλισμού” που περιγράφονται στα κλασικά έργα παραμένουν κεντρικές, παρόλο που η “φαινομενολογία” του ιμπεριαλισμού έχει αλλάξει [3].
Η πρόκληση για τις μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος στην εποχή μας είναι να συλλάβουν όλο το βάθος και το εύρος των κλασικών περιγραφών, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την ιστορική ιδιαιτερότητα της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας. Στην εισαγωγή αυτή θα υποστηριχθεί (σύμφωνα με το σύνολο του παρόντος τεύχους) ότι αυτό που αναφέρεται ευρέως ως νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι στην πραγματικότητα ιστορικό προϊόν της στροφής προς το παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ή αυτό που ο Σαμίρ Αμίν αποκαλεί ιμπεριαλισμό του “γενικευμένου-μονοπωλιακού καπιταλισμού”.[4] Στον εικοστό πρώτο αιώνα ο ιμπεριαλισμός αποκτά έτσι μια νέα, πιο ανεπτυγμένη φάση που σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και της χρηματοδότησης. Όλα αυτά, άλλωστε, συμβαίνουν στο πλαίσιο αυτού που κορυφαίοι στρατηγικοί αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ αποκαλούν “νέο τριακονταετή πόλεμο” που εξαπολύει η Ουάσιγκτον για τον στρατηγικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής και των γύρω περιοχών: ένας νέος γυμνός ιμπεριαλισμός.[5]
Οι κλασικές μαρξιστικές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης
Η ανάδειξη του ζητήματος του σημερινού ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος απαιτεί να εξετάσουμε εν συντομία την κληρονομιά σε αυτόν τον τομέα μαρξιστών θεωρητικών όπως ο Λένιν, ο Μπουχάριν και ο Λούξεμπουργκ -μαζί με τη μεταγενέστερη παράδοση της εξάρτησης/του παγκόσμιου συστήματος.[6] Οι κλασικές αναλύσεις του “νέου ιμπεριαλισμού” της περιόδου 1875-1914 είχαν όλες βαθιά ιστορικό χαρακτήρα και αφορούσαν αυτό που θεωρούσαν ως τα διακριτικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Μια αίσθηση της διαλεκτικής πολυπλοκότητας των ερμηνειών του ιμπεριαλισμού που προέβαλαν ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ μπορεί να γίνει αντιληπτή εξετάζοντας τον αστερισμό των κατηγοριών που χρησιμοποίησαν (επιτρέποντας σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ αυτών των στοχαστών), όπως (1) μονοπωλιακό κεφάλαιο/χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο- (2) πλεονάζοντα μονοπωλιακά κέρδη- (3) ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας και η διεθνοποίηση του κεφαλαίου- (4) ο καταμερισμός του κόσμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων- (5) τα έθνη-κράτη ως προωθητές των παγκόσμιων συμφερόντων των μονοπωλιακών τους επιχειρήσεων- (6) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός- (7) οι νομισματικοί και εμπορικοί πόλεμοι, (8) αποικίες, νεοαποικίες και εξαρτήσεις- (9) οικονομική κρίση και ιμπεριαλιστική επέκταση- (10) εξαγωγή κεφαλαίου- (11) αναζήτηση νέων αγορών- (12) αγώνας για τον έλεγχο βασικών πρώτων υλών- (13) ενσωμάτωση μη καπιταλιστικών περιοχών- (14) διεθνής μισθολογική ανισότητα- (15) εργατική αριστοκρατία στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα- (16) μιλιταρισμός και πόλεμος- και (17) διεθνής ηγεμονία.
Φυσικά, οι κλασικοί θεωρητικοί διέφεραν σημαντικά ως προς τις αντίστοιχες εμφάσεις τους. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού που παρουσιάστηκε στο βιβλίο της Λούξεμπουργκ Η συσσώρευση του κεφαλαίου, σε αντίθεση με το βιβλίο του Λένιν Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και το βιβλίο του Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, βασιζόταν σε μια συγκεκριμένη θεωρία της οικονομικής κρίσης. Το πρόβλημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας και η σχέση της με την ενσωμάτωση των ταχέως εξαφανιζόμενων μη καπιταλιστικών περιοχών ήταν έτσι κεντρικό στην ανάλυση της Λούξεμπουργκ, αλλά όχι του Λένιν και του Μπουχάριν. Ο Λένιν και ο Μπουχάριν έδωσαν μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, κάτι που έλειπε σε μεγάλο βαθμό από την περιγραφή της Λούξεμπουργκ. Η προσέγγιση του Μπουχάριν διακρινόταν από την εστίασή της σε αυτό που ονόμαζε “διεθνή καταμερισμό της εργασίας” και “διεθνοποίηση του κεφαλαίου”. Ο Μπουχάριν ήταν αυτός που, ανατρέχοντας στον Μαρξ, υπογράμμισε τα υπερκέρδη των μονοπωλιακών καπιταλιστικών επιχειρήσεων που προέρχονταν από το πολύ υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης της φτηνής εργασίας στην περιφέρεια [7].
Η πιο επιδραστική από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού ήταν αυτή του Λένιν, ο οποίος υποστήριξε ότι “ο ιμπεριαλισμός, στον συντομότερο δυνατό ορισμό του, είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού”, συνδέοντας έτσι τη νέα φάση του ιμπεριαλισμού στην εποχή του με αλλαγές στη διαδικασία συσσώρευσης. Προδιαγράφοντας πολλές από τις ανησυχίες των ημερών μας, ο Λένιν δήλωσε στην “Εισαγωγή” του στο βιβλίο του Μπουχάριν “Ο ιμπεριαλισμός και η παγκόσμια οικονομία”:
Στο στάδιο που έφτασε περίπου στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανταλλαγή εμπορευμάτων είχε δημιουργήσει μια τέτοια… διεθνοποίηση του κεφαλαίου, συνοδευόμενη από μια τόσο μεγάλη αύξηση της παραγωγής μεγάλης κλίμακας, ώστε ο ελεύθερος ανταγωνισμός άρχισε να αντικαθίσταται από το μονοπώλιο. Οι κυρίαρχοι τύποι δεν ήταν πλέον επιχειρήσεις που ανταγωνίζονταν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας και μέσω της διακίνησης μεταξύ των χωρών, αλλά μονοπωλιακές συμμαχίες επιχειρηματιών, τραστ. Ο τυπικός κυρίαρχος του κόσμου έγινε το χρηματιστικό κεφάλαιο, μια δύναμη που είναι ιδιότυπα κινητή και ευέλικτη, ιδιότυπα διαπλεκόμενη στο εσωτερικό και διεθνώς, ιδιότυπα χωρίς ατομικότητα και αποκομμένη από τις άμεσες διαδικασίες της παραγωγής, ιδιότυπα εύκολη στη συγκέντρωση, μια δύναμη που έχει ήδη κάνει ιδιότυπα μεγάλα βήματα στο δρόμο της συγκέντρωσης, έτσι ώστε κυριολεκτικά μερικές εκατοντάδες δισεκατομμυριούχοι και εκατομμυριούχοι να κρατούν στα χέρια τους τη μοίρα ολόκληρου του κόσμου.[8]
Αυτές οι κλασικές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού αποτέλεσαν απάντηση σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας, η οποία σηματοδοτήθηκε από την παρακμή της Βρετανίας ως ηγεμονικής δύναμης στην παγκόσμια οικονομία και την άνοδο ανταγωνιστικών εθνών, ιδίως της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, που οδήγησαν στους αγώνες που ακολούθησαν στον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η θεωρία του Λένιν στήθηκε ειδικά πάνω στην υπόθεση της άνισης ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ανταγωνισμού των διαφόρων παγκόσμιων δυνάμεων για γεωπολιτική “ηγεμονία, δηλαδή για την κατάκτηση [ή την επικράτηση] εδαφών, όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους όσο για την αποδυνάμωση του αντιπάλου και την υπονόμευση της ηγεμονίας του. (Το Βέλγιο είναι κυρίως απαραίτητο για τη Γερμανία ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Αγγλίας- η Αγγλία χρειάζεται τη Βαγδάτη ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον της Γερμανίας κ.λπ.) [9]. Κατά την άποψη αυτή, οι μεμονωμένες χώρες, ενώ παρέμεναν ανεξάρτητες, θεωρούνταν υποταγμένες στις μεγάλες δυνάμεις, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι παράγοντες στο πλαίσιο των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών.
Για τον Λένιν ο αγώνας για την ηγεμονία σε τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας ήταν ιστορικό προϊόν της σύγκρουσης μεταξύ των εθνών-κρατών για την πολιτική, και ακόμη πιο σημαντικό, οικονομική διαίρεση του πλανήτη -που υποκινούνταν από τις αντίστοιχες μονοπωλιακές εταιρείες τους. Ως εκ τούτου, απέρριψε για ιστορικούς λόγους την αφηρημένη θέση του Κάουτσκι για αυτό που αποκαλούσε “επόμενη φάση” του ιμπεριαλισμού ή “υπερ-ιμπεριαλισμό”, η οποία έδειχνε προς την ανάπτυξη ενός γενικού παγκόσμιου καρτέλ, και επομένως μια συνάντηση των μεγάλων βιομηχανικών δυνάμεων για την κοινή εκμετάλλευση των αγροτικών τομέων του πλανήτη. Όπως το έθεσε ο Κάουτσκι, αυτό πήρε τη μορφή “της μετάφρασης της καρτελοποίησης σε εξωτερική πολιτική: μια φάση του υπεριμπεριαλισμού”. [10] “Μπορεί κανείς… να αρνηθεί”, ρώτησε ο Λένιν απαντώντας, “ότι αφηρημένα μια νέα φάση του καπιταλισμού που θα ακολουθήσει τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή μια φάση του υπεριμπεριαλισμού είναι “νοητή”; Όχι”. Ωστόσο, το να στηρίζεται η σοσιαλιστική θεωρία και πρακτική σε τέτοιες αφηρημένες, μακρινές προοπτικές, όταν ο κόσμος μαστιζόταν από “αντιφάσεις, συγκρούσεις και συγκρούσεις -όχι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές, εθνικές κ.λπ.”- ήταν, για τον Λένιν, το αποκορύφωμα του σοσιαλρεφορμιστικού “οπορτουνισμού ” [11].
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και μόνο το γεγονός ότι το έργο του Λένιν έφτασε σε εμάς με τον τίτλο Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, οδήγησε γενιές κριτικών να ισχυριστούν ότι ο ιμπεριαλισμός στην αντίληψη του Λένιν (1) δεν εκτεινόταν σε όλα τα στάδια του καπιταλισμού και (2) ότι ήταν το τελικό σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, και οι δύο αυτές κοινές ερμηνείες, που βασίζονται κυρίως στον τίτλο του έργου του, είναι λανθασμένες. Ο Λένιν δεν αρνήθηκε ότι ο ιμπεριαλισμός θα μπορούσε λογικά να εξελιχθεί σε μια νέα φάση, όπως ο “υπεριμπεριαλισμός” του Κάουτσκι. Η ιστορική πραγματικότητα της εποχής, ωστόσο, έδειχνε έναν θνησιγενή καπιταλισμό, υποκείμενο σε οικονομικές κρίσεις, παγκόσμιους πολέμους και πολιτικές επαναστάσεις, οι οποίες, όπως πίστευε, θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν στον θρίαμβο του σοσιαλισμού, αλλάζοντας τη φύση της παγκόσμιας εξίσωσης. Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά προφητική ως προς τη σύλληψη της Μεγάλης Κρίσης του καπιταλισμού κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η οποία συνδέθηκε με την παρακμή της βρετανικής ηγεμονίας και διακόπηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Μεγάλη Ύφεση και τις ρωσικές και κινεζικές επαναστάσεις. Ούτε ο Λένιν αρνήθηκε την ύπαρξη προηγούμενων ανάλογων μορφών αυτού που ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο. Δίνοντας έμφαση στον ιμπεριαλισμό ως στάδιο, η πρόθεσή του δεν ήταν να αμφισβητήσει την παρουσία της αποικιοκρατίας/του ιμπεριαλισμού σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού, αλλά μάλλον να αντιταχθεί σε εκείνους, όπως ο βρετανός αντιιμπεριαλιστής Τζον Χόμπσον και άλλοι φιλελεύθεροι επικριτές, που έβλεπαν τον ιμπεριαλισμό “ως μια σκόπιμα επιλεγμένη γραμμή δημόσιας πολιτικής”, η οποία θα μπορούσε να υιοθετηθεί τη μια στιγμή και να απορριφθεί την άλλη. Όσον αφορά τον νέο ιμπεριαλισμό του 1875-1914 που αποτελούσε το “υψηλότερο στάδιο” του καπιταλισμού, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο αρχικός τίτλος του φυλλαδίου του Λένιν, όταν δημοσιεύτηκε το 1917, ήταν Ιμπεριαλισμός, το νεότερο στάδιο του καπιταλισμού [12].
Η ευρεία παράδοση της εξάρτησης -συνδεδεμένη με προτάσεις όπως η ανάπτυξη της υπανάπτυξης, η εξαγωγή οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια και η ανάγκη για επανάσταση και αποδέσμευση (κατά κάποιο τρόπο) από την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία- προέκυψε αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από το ευρύ πλαίσιο που παρείχε η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό. Το 1919 ο Λένιν αναφέρθηκε στην “Ομιλία του στο Πανρωσικό Συνέδριο των Κομμουνιστικών Οργανώσεων της Ανατολής” στην παγκόσμια πάλη μεταξύ “όλων των εξαρτημένων χωρών” και του “διεθνούς ιμπεριαλισμού”. Αλλά τα πραγματικά θεμέλια της ευρείας προοπτικής της εξάρτησης εισήχθησαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Κομιντέρν, στο Δεύτερο Συνέδριό της το 1920, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι από την περιφέρεια (ιδιαίτερα την Ασία). Ήταν με αυτή την ευκαιρία που ο Λένιν παρουσίασε το “Σχέδιο Θέσεων για τα Εθνικά και Αποικιακά Ζητήματα”, στο οποίο η Κομιντέρν προσέθεσε τις “Συμπληρωματικές Θέσεις” της για τον ιμπεριαλισμό και την υπανάπτυξη. [13] Σύμφωνα με τις “Συμπληρωματικές Θέσεις”:
Το υπερκέρδος που αποκτήθηκε στις αποικίες είναι ο βασικός πυλώνας του σύγχρονου καπιταλισμού…. Ο ξένος ιμπεριαλισμός, που επιβλήθηκε στους ανατολικούς λαούς, τους εμπόδισε να αναπτυχθούν κοινωνικά και οικονομικά πλάι-πλάι με τους ομοεθνείς τους στην Ευρώπη και την Αμερική. Λόγω της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της αποτροπής της βιομηχανικής ανάπτυξης στις αποικίες, μια προλεταριακή τάξη, με την αυστηρή έννοια του όρου, δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί εδώ [στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια] μέχρι πρόσφατα. Οι ντόπιες βιοτεχνίες καταστράφηκαν για να κάνουν χώρο για τα προϊόντα των συγκεντρωτικών βιομηχανιών στις ιμπεριαλιστικές χώρες – κατά συνέπεια, η πλειοψηφία του πληθυσμού οδηγήθηκε στη γη για να παράγει σιτηρά τροφίμων και πρώτες ύλες για εξαγωγή σε ξένες χώρες….. Η ξένη κυριαρχία εμπόδισε την ελεύθερη ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων, επομένως η ανατροπή της είναι το πρώτο βήμα προς μια επανάσταση στις αποικίες. [14]
Αυτή η θεωρητική προοπτική επεκτάθηκε αργότερα από τον Μάο Τσετούνγκ στην Κίνα το 1926 και στο έκτο συνέδριο της Κομιντέρν το 1928, το οποίο διακήρυξε -όπως συνοψίζεται από την Ερευνητική Μονάδα Πολιτικής Οικονομίας- ότι “οι αποικιακές μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μεταφέρουν υπεραξία στη μητρόπολη και εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων” [15].
Παρόμοιες τριτοκοσμικές απόψεις αναπτύχθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην περίφημη Διάσκεψη της Μπαντούνγκ του 1955, στο βιβλίο του Paul Baran The Political Economy of Growth (1957) και στη διατριβή του 1957 (που αργότερα θα δημοσιευτεί ως Accumulation on a World Scale) του Samir Amin, ενός νεαρού τότε Αιγύπτιου μελετητή που σπούδαζε στη Γαλλία. Η θεωρία της εξάρτησης ταυτίστηκε στενά με τη λατινοαμερικανική αριστερά στις δεκαετίες του 1960 και του ’70, όπου υπήρχε ήδη μια μακρά ιστορία τέτοιας ανάλυσης (κυρίως το έργο του José Carlos Mariátegui τη δεκαετία του 1920), και όπου επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Κουβανική Επανάσταση και τις ιδέες του Τσε Γκεβάρα – καθώς και από το βιβλίο του Andre Gunder Frank Capitalism and Underdevelopment in Latin America (1967). Ως εκ τούτου, η προοπτική της εξάρτησης μπορεί να θεωρηθεί ότι αναπτύχθηκε και στις τρεις ηπείρους του παγκόσμιου Νότου, βασιζόμενη στις πρώιμες αντιλήψεις του Λένιν. Ήταν ένα σύνθετο ιστορικό προϊόν της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, της πρώιμης Κομιντέρν, της έναρξης του κινήματος του Τρίτου Κόσμου στο Μπαντούνγκ και της κινεζικής και της κουβανικής επανάστασης.[16]
Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του ύστερου εικοστού αιώνα, που συνδέθηκε κυρίως με την προοπτική της εξάρτησης, επισήμανε την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση και την απεμπλοκή, όπως το έθεσε ο Τσε, από τον ιμπεριαλιστικό “νόμο της αξίας” που επέβαλε το “μονοπωλιακό κεφάλαιο” με το σύστημα της “άνισης ανταλλαγής”. [17] Η όλη ανάλυση ήταν οργανικά συνδεδεμένη με τα διαδοχικά κύματα επαναστάσεων στην περιφέρεια.[18] Παρόλο που η προοπτική της εξάρτησης παρουσιάστηκε κατά καιρούς σε μια υπεραπλουστευμένη, μηχανική, αναγωγιστική μορφή, η ιστορική πραγματικότητα της εξαρτημένης ανάπτυξης στην περιφέρεια ήταν ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Όπως τόνισε ο Αμίν, στις οικονομίες του τρίτου κόσμου, που είχαν αποδιαρθρωθεί από αιώνες ιμπεριαλιστικής διείσδυσης, είχαν υψωθεί τεράστια εμπόδια στην αυτοδύναμη ή αυτοκεντρική οικονομική ανάπτυξη.[19] Ως αποτέλεσμα, οι χώρες του παγκόσμιου Νότου βρίσκονταν γενικά σε μια συνεχή κατάσταση ανάπτυξης της υπανάπτυξης. Πολλές από αυτές τις προτάσεις υιοθετήθηκαν αργότερα από τον Immanuel Wallerstein και τους πρώτους θεωρητικούς του παγκόσμιου συστήματος, καθώς η θεωρία της εξάρτησης εξελίχθηκε σε ένα πιο ολοκληρωμένο σε παγκόσμιο επίπεδο πλαίσιο ανάλυσης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80.[20]
Η ανάλυση του ιμπεριαλισμού κατά την περίοδο αυτή επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάδυση των γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών, όπως διερευνήθηκε το 1966 από το Monopoly Capital των Paul Baran και Paul Sweezy. Εξετάζοντας στοιχεία για τις ξένες επενδύσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων μεταξύ 1950 και 1963, οι Baran και Sweezy ανέφεραν ότι η καθαρή εκροή άμεσων ξένων επενδύσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνούσε την εισροή άμεσων επενδυτικών εσόδων (εξαιρουμένων των αμοιβών διαχείρισης, των δικαιωμάτων και άλλων ειδών κρυφών εμβασμάτων) κατά 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Την ίδια στιγμή οι πολυεθνικές εταιρείες αύξησαν τις ξένες συμμετοχές τους (μέσω επανεπενδύσεων, δανεισμού από ξένες τράπεζες κ.λπ.) κατά 29 δισεκατομμύρια δολάρια. Μεγάλο μέρος αυτής της ροής επιστροφών προήλθε από υψηλότερες αποδόσεις που επιτεύχθηκαν στην περιφέρεια, όπου μπορούσαν να αποκτηθούν πλεονάζοντα μονοπωλιακά κέρδη, παρόλο που οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στο σύνολό τους βρίσκονταν κυρίως στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όπως παρατήρησαν οι Baran και Sweezy: “Δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι οι ξένες επενδύσεις, μακριά από το να είναι μια διέξοδος για το εγχώρια παραγόμενο πλεόνασμα, είναι μια αποτελεσματικότατη συσκευή για τη μεταφορά του πλεονάσματος που παράγεται στο εξωτερικό στη χώρα που επενδύει”.[21] Αυτά τα εμπειρικά αποτελέσματα αναπτύχθηκαν περαιτέρω το 1969, στο πρωτοποριακό έργο του Harry Magdoff The Age of Imperialism, το οποίο έδειξε ότι η ροή των αποδόσεων από τις άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στην περιφέρεια ήταν της τάξης του τριπλάσιου του ξένου κόστους.[22]
Ο ηγεμονικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών ως στρατιωτικής και αυτοκρατορικής δύναμης, εξηγούσαν οι Baran και Sweezy, ήταν εμφανής στα 275 μεγάλα συγκροτήματα βάσεων σε τριάντα μία χώρες, που περιλάμβαναν συνολικά 1.400 ξένες στρατιωτικές βάσεις, οι οποίες λειτουργούσαν και επιβάλλονταν από σχεδόν ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Οι βάσεις αυτές εξυπηρετούσαν δύο σκοπούς: (1) την προβολή της ισχύος των ΗΠΑ και την επέκταση της αυτοκρατορίας τους, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών τους και των κυριότερων συμμάχων τους, και (2) την αποσταθεροποίηση των χωρών που συνδέονταν με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Επίσης, παρείχαν τις βάσεις εκκίνησης για μια ατελείωτη ροή στρατιωτικών επεμβάσεων (φανερών και συγκαλυμμένων), σε όλο τον παγκόσμιο Νότο και σε τμήματα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων περιφερειακών πολέμων όπως στην Κορέα και το Βιετνάμ [23].
Ο Magdoff επρόκειτο στη συνέχεια να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, στο έργο του Ιμπεριαλισμός του 1978: From the Colonial Age to the Present, στην ενοποίηση των διαφόρων κατευθύνσεων της κλασικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού – συγκεντρώνοντας σε ένα ενιαίο ιστορικό σύστημα τις πρώιμες μαρξιστικές συνεισφορές, την ανάλυση της εξάρτησης, την κριτική της αμερικανικής ηγεμονίας και του μιλιταρισμού και τη διερεύνηση των πολυεθνικών εταιρειών.[24]
Αν και ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ των κορυφαίων δυτικών οικονομιών είχε υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι περισσότεροι θεωρητικοί του κλασικού μαρξιστικού ιμπεριαλισμού υποστήριζαν ότι οι ιστορικές συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού υπόκεινται σε αλλαγές, με νέες ρωγμές να εμφανίζονται συνεχώς, λόγω της άνισης ανάπτυξης. Το 1992, στο βιβλίο του Globalization:To what end? ο Magdoff προειδοποιούσε ότι: “Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη:
Οι φυγόκεντρες και οι κεντρομόλες δυνάμεις συνυπήρχαν πάντα στον πυρήνα της καπιταλιστικής διαδικασίας, με τη μία και την άλλη να κυριαρχεί εναλλάξ. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι ειρήνης και αρμονίας εναλλάσσονταν με περιόδους διχόνοιας και βίας. Γενικά ο μηχανισμός αυτής της εναλλαγής περιλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές μορφές πάλης, με την ισχυρότερη δύναμη να αναδεικνύεται νικήτρια και να επιβάλλει τη συναίνεση στους ηττημένους. Σύντομα, όμως, η άνιση ανάπτυξη παίρνει τη σκυτάλη και αναδύεται μια περίοδος ανανεωμένου αγώνα για ηγεμονία [25].
Η Αριστερά και τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα
Οι θεαματικές επιτυχίες της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού στον εικοστό αιώνα θα μπορούσαν να φανούν στην ικανότητά της να συλλάβει και να συνθέσει φαινόμενα όπως (1) ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, (2) ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός που οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, (3) η διεθνής ηγεμονία ως σταθεροποιητική/αποσταθεροποιητική δύναμη, (4) η παρεμπόδιση της οικονομικής ανάπτυξης σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου, (5) η απόσπαση του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια, (6) επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές επεμβάσεις- (7) η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στο κέντρο του συστήματος- (8) η άνοδος κομπραδόρικων στοιχείων που συμμαχούν με το ξένο κεφάλαιο στις υπανάπτυκτες χώρες- και (9) παγκόσμια επαναστατικά κύματα στην περιφέρεια.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες πολλά από αυτά τα φαινόμενα φαίνεται ότι έχουν υποχωρήσει ή έχουν πάρει νέες μορφές. Ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός συχνά μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν στη νέα παγκοσμιοποιημένη, “υπερεθνική” πραγματικότητα. Μια χούφτα αναδυόμενων οικονομιών αποδεικνύουν ότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη εντός του παγκόσμιου Νότου, ακόμη και η προσέγγιση σε κάποιο βαθμό του Βορρά, είναι δυνατή, τουλάχιστον για ένα διάστημα – αν και σπάνια παίρνει τη μορφή μιας πραγματικά αυτοδύναμης ή αυτοκεντρικής ανάπτυξης βασισμένης στις εσωτερικές αγορές. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, που μεταμφιέζονται σε κοινότητα εθνών, συχνά θεωρούνται τώρα (λανθασμένα) ως εκδηλώσεις της παγκοσμιοποίησης, της αντιτρομοκρατίας και του ανθρωπισμού. Οι επαναστάσεις με στόχο την απεξάρτηση από το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα δεν φαίνονται πλέον εφικτές, μετά την κατάρρευση των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και την επανένταξη της Κίνας στην παγκόσμια αγορά. Ο αμερικανικός κολοσσός επιβεβαιώνεται εκ νέου πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην παγκόσμια σκηνή, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων – εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την προαναγγελθείσα παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κληρονομημένο πλαίσιο της κλασικής μαρξικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Το γεγονός αυτό οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε μια ολόκληρη σειρά μεγάλων αντικαταστάσεων της κλασικής θεωρίας, όπως η μεταμοντέρνα αυτοκρατορία, ο υπερ-ιμπεριαλισμός, ο υπερεθνικός καπιταλισμός και ο νεοφιλελεύθερος “νέος ιμπεριαλισμός” έναντι του “ιμπεριαλισμού του New Deal”.
Η Αυτοκρατορία των Michael Hardt και Antonio Negri προωθεί τη μεταμοντέρνα θέση ότι ο ιμπεριαλισμός έχει αντικατασταθεί από μια άμορφη νέα οντότητα, που βαφτίζεται “Αυτοκρατορία”. Σύμφωνα με τα λόγια τους, “Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν, και πράγματι κανένα έθνος-κράτος δεν μπορεί σήμερα να αποτελέσει το κέντρο ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου. Ο ιμπεριαλισμός έχει τελειώσει. Κανένα έθνος δεν θα είναι παγκόσμιος ηγέτης με τον τρόπο που ήταν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά έθνη”. Η άποψη αυτή δεν τους εμποδίζει να επισημάνουν τη συνεχιζόμενη σημασία του ρόλου της Ουάσινγκτον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες λέγεται ότι είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί τη διεθνή δικαιοσύνη. Αλλά το κάνει αυτό, μας λένε, “όχι ως συνάρτηση των δικών της εθνικών κινήτρων αλλά στο όνομα του παγκόσμιου δικαίου”. Η αυτοκρατορία απεικονίζεται ως μια αυτοκρατορική θάλασσα χωρίς καθορισμένα όρια, μια απάτριδα κυριαρχία που προωθείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τον αμερικανικό συνταγματισμό που έχει διαδοθεί ευρέως. Είναι απαλλαγμένη από συγκεντρωτισμό και καταλαμβάνει έναν “μη-τόπο”, ενώ εξακολουθεί να συμμορφώνεται κατά κάποιον τρόπο με μια καπιταλιστική λογική.
“Ο ιμπεριαλισμός”, υποστηρίζουν με τόλμη οι Hardt και Negri, “θα ήταν ο θάνατος του κεφαλαίου αν δεν είχε ξεπεραστεί. Η πλήρης πραγμάτωση της παγκόσμιας αγοράς είναι αναγκαστικά το τέλος του ιμπεριαλισμού”. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος έχει αναδιαμορφωθεί κατ’ εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ανάλυση των Hardt και Negri αποκτά έτσι μια έντονα μεταμοντέρνα αμορφία, στην οποία ακόμη και το αμερικανικό έθνος-κράτος υποτάσσεται στις “αποεδαφικοποιημένες” διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, στην επέκταση του αμερικανικού Συντάγματος “σε ένα απεριόριστο έδαφος” και στις απεριόριστες ελεύθερες αγορές. Αυτή η άμορφη Αυτοκρατορία έχει το μεταμοντέρνο διαλεκτικό της αντίστοιχο σε ένα εξίσου άμορφο Πλήθος που εμπλέκεται σε μια αβέβαιη αναζήτηση για μια νεφελώδη Κοινοπολιτεία.[26]
Ο “υπερ-ιμπεριαλισμός” σκιαγραφήθηκε για πρώτη φορά ως σενάριο από τον Έρνεστ Μαντέλ στο έργο του “Ύστερος Καπιταλισμός” τη δεκαετία του 1970, όπου έθεσε το ενδεχόμενο της αυτονομίας του πολιτικού σε παγκόσμιο επίπεδο, επιτρέποντας σε μια μεγάλη αυτοκρατορία να αποκτήσει την υπεροχή έναντι όλων των άλλων.[27] Ωστόσο, η θεωρία του υπερ-ιμπεριαλισμού οφείλει τη σημερινή της σημασία στο έργο στοχαστών όπως ο Μάικλ Χάντσον, ο Πίτερ Γκόουαν, ο Λίο Πάνιτς και ο Σαμ Γκίντιν. Εδώ η έμφαση δίνεται σε ένα πανίσχυρο αμερικανικό imperium, στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απορροφήσει τους κύριους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη καθώς και την Ιαπωνία στο πλαίσιο της “αμερικανικής αυτοκρατορίας”, με ποικίλα πολιτικά, στρατιωτικά και κυρίως οικονομικά μέσα. Στο βιβλίο των Panitch και Gindin του 2013 The Making of Global Capitalism: The Political Economy of American Empire το επίκεντρο είναι “η επιτυχία των ΗΠΑ να δημιουργήσουν “έναν κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους” μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα”. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους Hardt και Negri, αυτοί οι στοχαστές βλέπουν τον “παγκόσμιο καπιταλισμό” να έχει τις ρίζες του στην “αμερικανική αυτοκρατορία”, όχι στην απάτριδα αυτοκρατορία [28].
Οι William Robinson και Leslie Sklair έχουν πρωτοστατήσει στην παρουσίαση της υπεριμπεριαλιστικής άποψης ότι ο κόσμος κυριαρχείται πλέον από το υπερεθνικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου ενός “υπερεθνικού κράτους” και μιας “υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης”. Εδώ το έθνος-κράτος και η εθνική αστική τάξη -ακόμη και στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών- θεωρούνται ότι έχουν ταχέως μειούμενη σημασία, λόγω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ο ιμπεριαλισμός με την κλασική έννοια δεν είναι πλέον μια ουσιαστική κατηγορία, καθώς εκτοπίζεται από την υπερεθνικοποίηση του καπιταλισμού σε κάθε επίπεδο. “Η παγκοσμιοποίηση”, γράφει ο Robinson, “συνεπάγεται την αντικατάσταση του έθνους-κράτους ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό”. Είναι αυτή η προσέγγιση του υπερεθνικού κεφαλαίου, παρατηρεί ο Ernesto Screpanti στο Global Imperialism and the Great Crisis, που σήμερα σχεδόν αναπαράγει την προοπτική του υπερ-ιμπεριαλισμού του Κάουτσκι. [29]
Ο Νέος Ιμπεριαλισμός του Harvey διαφέρει από όλες τις παραπάνω προοπτικές στο ότι βλέπει τη σημερινή παγκόσμια πολιτική οικονομία να προσφέρει μια πολιτική επιλογή μεταξύ του σημερινού νεοφιλελεύθερου “νέου ιμπεριαλισμού” και ενός πολύ προτιμότερου “ιμπεριαλισμού της Νέας Συμφωνίας”. Ο πυρήνας του επιχειρήματός του στρέφεται κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία θεωρείται ως μια δύναμη που αναδιαρθρώνει την παγκόσμια οικονομία και την κοινωνική ύπαρξη στο σύνολό της ώστε να ταιριάζει στους εμπορευματοποιημένους, ιδιωτικοποιημένους σκοπούς του απορρυθμισμένου κεφαλαίου. Η κεντρική αντίφαση της συσσώρευσης σήμερα, υποστηρίζει (δανειζόμενος την ορολογία του από τους Baran και Sweezy), είναι η τάση για μια κρίση “υπερσυσσώρευσης” που συνδέεται με την “έλλειψη ευκαιριών για κερδοφόρες επενδύσεις” ή το “πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος”. Η δημιουργική απάντηση του κεφαλαίου σε μια τέτοια υπερσυσσώρευση, υποστηρίζει με νεο-Λουξεμβουργιανή διάθεση, είναι η ανακάλυψη ενός νέου, πιο καθολικού “έξω” (που συμπληρώνει τις μη καπιταλιστικές περιοχές της Λούξεμπουργκ) – μια τεράστια σειρά από μη εμπορευματοποιημένους τομείς που μπορούν να υποβληθούν σε απαλλοτρίωση: μια διαδικασία που ονομάζει “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”. Εδώ η αρχική έννοια της πρωτογενούς συσσώρευσης του Μαρξ, που σχεδιάστηκε για να εξηγήσει την πρώιμη ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη, γενικεύεται σε όλες τις μορφές απαλλοτρίωσης -μέσα σε οποιοδήποτε χωροχρονικό πλαίσιο- οι οποίες περιλαμβάνουν “βία, απάτη, αρπαγή και λεηλασία των περιουσιακών στοιχείων “[30].
Ωστόσο, η συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης, κατανοητή ως η λογική της απαλλοτρίωσης όλης της πραγματικότητας προς το συμφέρον της συσσώρευσης του κεφαλαίου, είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του ίδιου του Harvey, τόσο αφηρημένου χαρακτήρα που μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου καλά σε φαινόμενα τόσο διαφορετικά όσο η λεηλασία των κρατικών συντάξεων, η ιδιωτικοποίηση των σχολείων, η διάσωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η παγκόσμια αρπαγή της γης, η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης ή η καταστροφή και η εμπορευματοποίηση των ατμοσφαιρικών κοινών. Ως εκ τούτου, είναι εύκολο να διαχωριστεί από πολλές από τις συγκεκριμένες, ιστορικές ανησυχίες της θεωρίας του ιμπεριαλισμού ως τέτοιας, και απομακρύνεται ακόμη και από τις παραδοσιακές μαρξιστικές θεωρίες της εκμετάλλευσης.
Το ζήτημα του “νέου ιμπεριαλισμού” περιορίζεται, λοιπόν, με αυτούς τους όρους, στο ζήτημα του νεοφιλελευθερισμού ή μιας ιδιαίτερα φαύλης ενσάρκωσης του καπιταλισμού που καταφεύγει σε νέες μορφές απαλλοτρίωσης. Η ιστορική εναλλακτική λύση στη συσσώρευση του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού μέσω της απαλλοτρίωσης εντός των καπιταλιστικών ορίων, μας λέει ο Harvey, είναι “η επιστροφή σε έναν πιο καλοπροαίρετο ιμπεριαλισμό “Νέας Συμφωνίας”, που κατά προτίμηση θα επιτευχθεί μέσω του είδους του συνασπισμού των καπιταλιστικών δυνάμεων που ο Κάουτσκι οραματίστηκε πριν από πολύ καιρό”. Εδώ δηλώνει:
Η οικοδόμηση ενός νέου “New Deal” υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς… είναι σίγουρα αρκετό για να αγωνιστούμε στην παρούσα συγκυρία…. Και η σκέψη ότι θα μπορούσε, με την κατάλληλη επιδίωξη κάποιας μακροπρόθεσμης χωροχρονικής επιδιόρθωσης, να απαλύνει πραγματικά τα προβλήματα της υπερσυσσώρευσης για μερικά τουλάχιστον χρόνια και να μειώσει την ανάγκη συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις δημοκρατικές, προοδευτικές και ανθρώπινες δυνάμεις να ευθυγραμμιστούν πίσω από αυτό και να το μετατρέψουν σε κάποιου είδους πρακτική πραγματικότητα. Αυτό φαίνεται να προτείνει μια πολύ λιγότερο βίαιη και πολύ πιο καλοπροαίρετη αυτοκρατορική πορεία από τον ωμό μιλιταριστικό ιμπεριαλισμό που προσφέρει σήμερα το νεοσυντηρητικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες.[31]
Αλλά οι λόγοι για τους οποίους ένας νέος “συλλογικός ιμπεριαλισμός” υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τη σημαία ενός νέου New Deal θα πρέπει να αποδειχθεί μια πιο “καλοπροαίρετη ιμπεριαλιστική τροχιά”, ιδιαίτερα από τη σκοπιά του παγκόσμιου Νότου, από τον νεοφιλελεύθερο ιμπεριαλισμό της σημερινής Ουάσινγκτον, μένουν ανεξήγητοι.[32] Από μια σοσιαλιστική προοπτική είναι σίγουρα αμφισβητήσιμο αν οποιαδήποτε συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πολιτική είναι κάτι “για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε”.
Ο ιμπεριαλισμός του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου
Μια πιο ρεαλιστική και εμπεριστατωμένη μαρξιστική προσέγγιση του ζητήματος του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας, που θα βασίζεται στις θεμελιώδεις παραμέτρους της κλασικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, πρέπει να επικεντρωθεί στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Εδώ το κρίσιμο γεγονός είναι η μετατόπιση της μεταποιητικής βιομηχανίας τις τελευταίες δεκαετίες από τον παγκόσμιο Βορρά στον παγκόσμιο Νότο. Το 1980 το μερίδιο της παγκόσμιας βιομηχανικής απασχόλησης των αναπτυσσόμενων χωρών είχε ανέλθει στο 52%- μέχρι το 2012 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 83%.[33] Το 2013, το 61% της συνολικής παγκόσμιας εισερχόμενης ροής άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν σε αναπτυσσόμενες και μεταβατικές οικονομίες, από 33% το 2006 και 51% το 2010. [34]
Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί, ωστόσο, είναι ότι παρά την τεκτονική αυτή μετατόπιση της βιομηχανίας προς την περιφέρεια, οι βασικές συνθήκες του κέντρου και της περιφέρειας εξακολουθούν να ισχύουν στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτό εκδηλώνεται με τη φαινομενική αδυναμία των χωρών του παγκόσμιου Νότου, στο σύνολό τους -και αφήνοντας έξω την ευρύτερη Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ, του Μακάο και της επαρχίας Ταϊβάν)- να φτάσουν οικονομικά τα έθνη στο κέντρο του συστήματος. Από το 1970 έως το 1989 το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών, εξαιρουμένης της Μεγάλης Κίνας, ήταν μόλις 6,0% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της G7 (Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Καναδάς). Για την περίοδο 1990-2013, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε μόλις 5,6%. Εν τω μεταξύ, για τις σαράντα οκτώ λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως ποσοστό του ΑΕΠ των G7 μειώθηκε κατά τις ίδιες περιόδους από 1,5% σε μόλις 1,1%. (Η Κίνα, η κορυφαία αναδυόμενη οικονομία, αποτελεί τη σημαντικότερη εξαίρεση σε αυτή τη γενική τάση. Εάν η Μεγάλη Κίνα συμπεριληφθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των αναπτυσσόμενων χωρών ως ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών της G7 αυξάνεται από 4,7% την περίοδο 1970-1989 σε 5,5% την περίοδο 1990-2013) [35].
Το 2014 το περιοδικό The Economist δήλωσε ότι οι ενδείξεις κατά την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα ότι οι αναδυόμενες οικονομίες, εξαιρουμένης της Κίνας, πλησίαζαν τις πλούσιες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, αποδείχθηκαν “μια παρεκτροπή”. Αναφερόμενο σε μια δήλωση του 1997 του ανώτερου οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Lant Pritchett, ότι το διευρυνόμενο εισοδηματικό χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών ήταν “το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας”, το Economist ανακοίνωσε ότι η τάση αυτή έχει πλέον επιβεβαιωθεί εκ νέου. Με τον σημερινό ρυθμό ανάπτυξης στον αναπτυσσόμενο κόσμο, επέμεινε ο Economist, θα χρειαστούν οι αναπτυσσόμενες/αναδυόμενες χώρες ως ομάδα (εκτός της Κίνας) περισσότερο από έναν αιώνα -και πιθανόν ακόμη και τρεις αιώνες- για να φτάσουν τα επίπεδα εισοδήματος των πλούσιων χωρών του κέντρου. [36]
Οι λόγοι για αυτή τη φαινομενική αντιστροφή της τύχης των αναπτυσσόμενων/αναδυόμενων οικονομιών, οι οποίες για μια δεκαετία θεωρούνταν ευρέως ότι σημείωναν μεγάλα κέρδη, μπορούν να εντοπιστούν (εκτός από τις επιπτώσεις της ίδιας της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης) στις αντιφατικές επιπτώσεις της αυξανόμενης εξωτερικής ανάθεσης της βιομηχανικής παραγωγής από τις πολυεθνικές εταιρείες – με στόχο την εκμετάλλευση των ανισοτήτων στην παγκόσμια οικονομία, ιδίως όσον αφορά την εργασία. Αυτό είναι γνωστό ποικιλοτρόπως στους εταιρικούς οικονομικούς κύκλους ως “εξωτερική ανάθεση” του κόστους εργασίας, το “παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ”, το “εργασιακό αρμπιτράζ χαμηλού κόστους”, ή απλώς ως στρατηγική χωρών χαμηλού κόστους (LCCS). Ο Lowell Bryan, διευθυντής του γραφείου της Νέας Υόρκης του επενδυτικού εντύπου McKinsey Quarterly, έγραψε το 2010 ότι:
Οποιαδήποτε εταιρεία που προμηθεύεται την παραγωγή ή τις υπηρεσίες της σε μια χώρα με χαμηλότερους μισθούς στις αναδυόμενες αγορές… μπορεί να εξοικονομήσει τεράστια ποσά από το εργατικό κόστος…. Ακόμη και σήμερα, το κόστος εργασίας στην Κίνα ή την Ινδία εξακολουθεί να είναι μόνο ένα κλάσμα (συχνά λιγότερο από το ένα τρίτο) του αντίστοιχου κόστους εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ωστόσο, η παραγωγικότητα της κινεζικής και της ινδικής εργασίας αυξάνεται ραγδαία και, σε εξειδικευμένους τομείς (όπως η συναρμολόγηση υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα ή η ανάπτυξη λογισμικού στην Ινδία), μπορεί να είναι ίση ή να υπερβαίνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων σε πλουσιότερες χώρες [37].
Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο το συνολικό μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι πολύ χαμηλότερο, αλλά και ότι σε τομείς με αυξανόμενη παραγωγικότητα αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Τέτοια φτηνή, υψηλής παραγωγικότητας εργασία στις αναδυόμενες/αναπτυσσόμενες χώρες, είπε η McKinsey Quarterly στην επενδυτική της πελατεία, είναι διαθέσιμη σε εκατοντάδες εκατομμύρια, ακόμη και δισεκατομμύρια -ενώ το σύνολο του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ είναι 150 εκατομμύρια.
Πίσω από τέτοιους βρώμικους μισθούς στην περιφέρεια κρύβεται ολόκληρη η ιστορία του ιμπεριαλισμού και το γεγονός ότι το 2011 ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός εργασίας (προσθέτοντας τους ανέργους, τους ευάλωτα απασχολούμενους και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό) αριθμούσε περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, σε σύγκριση με έναν παγκόσμιο ενεργό στρατό εργασίας που ήταν μόλις 1,4 δισεκατομμύρια. Είναι αυτός ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός -κυρίως στον παγκόσμιο Νότο, αλλά επίσης αυξανόμενος στον παγκόσμιο Βορρά- που συγκρατεί το εισόδημα από την εργασία τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, διατηρώντας τους μισθούς στην περιφέρεια πολύ κάτω από τη μέση αξία της εργατικής δύναμης παγκοσμίως [38].
Η ανάλυση του μελετητή της διοίκησης Pankaj Ghemawat, στο βιβλίο του του 2007, Redefining Global Strategy, υποδηλώνει ότι η εξοικονόμηση μισθών για τη Walmart από το εργασιακό αρμπιτράζ στην Κίνα μπορεί να ξεπερνά κατά πολύ το 15 τοις εκατό και πιθανώς να είναι της τάξης του 30-45 τοις εκατό του συνολικού λειτουργικού κέρδους της Walmart το 2006 (επίσης γνωστό ως λειτουργικό εισόδημα-ορίζεται ως έσοδα καθαρά από το λειτουργικό κόστος πριν από τις δαπάνες τόκων και φόρων). Η στρατηγική των χωρών χαμηλού κόστους είναι ιδιαίτερα σημαντική για το στάδιο της συναρμολόγησης των βιομηχανικών προϊόντων, το οποίο είναι η πιο ενεργοβόρα φάση της παγκόσμιας παραγωγής. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής που εξάγεται μέσω πολυεθνικών εταιρειών στην Κίνα είναι εργασίες συναρμολόγησης, με τα κινεζικά εργοστάσια να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φθηνό μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό από την ύπαιθρο (τον “κυμαινόμενο πληθυσμό”) για τη συναρμολόγηση προϊόντων, τα κύρια τεχνολογικά συστατικά των οποίων κατασκευάζονται αλλού και εισάγονται στην Κίνα για τελική συναρμολόγηση. Τα συναρμολογημένα προϊόντα εξάγονται στη συνέχεια κυρίως στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα (αν και η Κίνα έχει μια διευρυνόμενη εσωτερική αγορά για τέτοια προϊόντα).
Οι κινεζικές εταιρείες κερδίζουν μερίδιο από αυτές τις εξαγωγές, αλλά οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι πολυεθνικές εταιρείες. Η Apple αναθέτει υπεργολαβικά την παραγωγή των συστατικών μερών των iPhones της σε διάφορες χώρες, ενώ η τελική συναρμολόγηση στην Κίνα ανατίθεται υπεργολαβικά στη Foxconn. Σε μεγάλο βαθμό λόγω των χαμηλών μισθών που καταβάλλονται για τις εργασίες συναρμολόγησης έντασης εργασίας, τα κέρδη της Apple για το iPhone 4 το 2010 βρέθηκαν να ανέρχονται στο 59% της τελικής τιμής πώλησης. Το μερίδιο της τελικής τιμής πώλησης που πραγματικά πηγαίνει στην εργασία στην ίδια την ηπειρωτική Κίνα, όπου πραγματοποιείται η συναρμολόγηση της παραγωγής, είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου. Για κάθε iPhone 4 που εισήχθη από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2010, με λιανική τιμή πώλησης 549 δολάρια, περίπου 10 δολάρια πήγαν στο κόστος εργασίας για την παραγωγή εξαρτημάτων και τη συναρμολόγηση στην Κίνα, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,8% της τελικής τιμής πώλησης [39].
Ως έκφραση αυτής της γενικής τάσης, η υπεργολαβία (επίσης γνωστή στους οικονομικούς κύκλους ως μη συμμετοχικός τρόπος διεθνούς παραγωγής) είναι όλο και πιο συχνή μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών σε τομείς παραγωγής όπως τα παιχνίδια και τα αθλητικά είδη, τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, τα εξαρτήματα αυτοκινήτων, τα υποδήματα και τα ενδύματα. Η εν λόγω υπεργολαβία με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν οι πολυεθνικές εταιρείες εφαρμόζεται επίσης στις υπηρεσίες. Τηλεφωνικά κέντρα που επέλεξαν να μεταφερθούν από την Ιρλανδία στην Ινδία το 2002 φέρονται να ήταν σε θέση να μειώσουν τα μισθολογικά ποσοστά που καταβάλλονταν στους εργαζόμενους κατά 90% [40].
Στη διεθνή βιομηχανία ενδυμάτων, στην οποία η παραγωγή πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στον παγκόσμιο Νότο, το άμεσο εργατικό κόστος ανά ένδυμα είναι συνήθως περίπου 1-3% της τελικής τιμής λιανικής πώλησης, σύμφωνα με τον ανώτερο οικονομολόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας Zahid Hussain. Το μισθολογικό κόστος για ένα φούτερ με κεντημένο λογότυπο που παράγεται στη Δομινικανή Δημοκρατία ανέρχεται περίπου στο 1,3% της τελικής λιανικής τιμής στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το μισθολογικό κόστος (συμπεριλαμβανομένων των μισθών των επιτηρητών) ενός πλεκτού πουκαμίσου που παράγεται στις Φιλιππίνες ανέρχεται στο 1,6%. Το εργατικό κόστος σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, η Καμπότζη και το Μπαγκλαντές ήταν σημαντικά χαμηλότερο από τις παραπάνω περιπτώσεις. [41] Η υπεραξία που αποκομίζεται από αυτούς τους εργαζόμενους είναι επομένως τεράστια, ενώ συγκαλύπτεται από το γεγονός ότι η μερίδα του λέοντος της λεγόμενης “προστιθέμενης αξίας” αποδίδεται σε δραστηριότητες (μάρκετινγκ, διανομή, εταιρικοί μισθοί) στην πλούσια χώρα εισαγωγής, απομακρυσμένη από το άμεσο κόστος παραγωγής. Το 2010, η σουηδική εταιρεία λιανικής πώλησης Hennes & Mauritz αγόραζε μπλουζάκια από υπεργολάβους στο Μπαγκλαντές, πληρώνοντας τους εργάτες της τάξης των 2-5 λεπτών (ευρώ) ανά παραγόμενο μπλουζάκι [42].
Η Nike, πρωτοπόρος στους μη μετοχικούς τρόπους διεθνούς παραγωγής, αναθέτει το σύνολο της παραγωγής της σε υπεργολάβους σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Το 1996, ένα μόνο παπούτσι Nike που αποτελείτο από πενήντα δύο εξαρτήματα κατασκευαζόταν από υπεργολάβους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Το συνολικό άμεσο εργατικό κόστος για την παραγωγή ενός ζευγαριού παπουτσιών μπάσκετ Nike που πωλούνταν στη λιανική προς 149,50 δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν 1% ή 1,50 δολάρια [43].
Ο ιμπεριαλισμός περιλαμβάνει επίσης την κούρσα για τους πόρους, ιδίως τις στρατηγικές πηγές ενέργειας, όπως οι υδρογονάνθρακες, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα βασικά ορυκτά, καθώς και σε ζωτικό βλαστικό πλάσμα, τρόφιμα, δάση, γη, ακόμη και νερό. Για τις καπιταλιστικές χώρες του πυρήνα το ζήτημα των περιβαλλοντικών ορίων σηματοδότησε -αν μη τι άλλο- την ανάγκη ελέγχου των πόρων του παγκόσμιου Νότου. Η πιο ακραία περίπτωση οικολογικού ιμπεριαλισμού είναι αυτό που ο Richard Haass (πρόεδρος τα τελευταία δώδεκα χρόνια του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων και πριν από αυτό διευθυντής σχεδιασμού πολιτικής στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον Colin Powell κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ το 2003) αποκαλεί Ο νέος τριακονταετής πόλεμος στη Μέση Ανατολή, με στόχο τον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου. Επιπλέον, αυτός ο Νέος Τριακονταετής Πόλεμος είναι μόνο μέρος της μεγάλης στρατηγικής της συμμαχίας του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να φέρει ολόκληρο το τεράστιο γεωπολιτικό τόξο, γνωστό πλέον ως “τόξο της αστάθειας”, από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Ασία, στη σφαίρα επιρροής της τριάδας – θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι προς εκμετάλλευση μετά την αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης από την ιστορική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. [44] Αυτή η αυτοκρατορική προέλαση ήταν τόσο επιθετική κατά το όχι ακριβώς τέταρτο του αιώνα που μεσολάβησε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ώστε φαίνεται να αναπτύσσεται αυτό που τώρα αποκαλείται δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος με τη Ρωσία.
Η αυξανόμενη κούρσα για τους πόρους που κρύβεται πίσω από την τρέχουσα γεωπολιτική διαμάχη τροφοδοτεί έναν νέο εξορυκτισμό, ο οποίος επεκτείνεται σε κάθε γωνιά της γης και όλο και περισσότερο στην Αρκτική -όπου το λιώσιμο των θαλάσσιων πάγων λόγω της κλιματικής αλλαγής ανοίγει νέα πεδία για την εξερεύνηση πετρελαίου. Σύμφωνα με τον ενεργειακό αναλυτή Michael Klare, αυτή η πάλη για τους παγκόσμιους πόρους μπορεί να δείχνει μόνο προς μία κατεύθυνση:
Η συσσώρευση επιβαρύνσεων και δυσαρεσκειών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που απορρέουν από την ανταγωνιστική αναζήτηση της ενέργειας δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο όπου μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ οποιουδήποτε ζεύγους ή ομάδας τους μπορεί να θεωρηθεί πιθανή….. Παρ’ όλα αυτά, ο συγκερασμός δύο βασικών τάσεων -η άνοδος του ενεργειακού εθνικισμού και η συσσώρευση κακής θέλησης μεταξύ του σινο-ρωσικού και του αμερικανο-ιαπωνικού πρωτο-μπλοκ- θα πρέπει να εκληφθεί ως επικίνδυνο σημάδι για το μέλλον. Κάθε ένα από αυτά τα φαινόμενα μπορεί να έχει τις δικές του ρίζες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αρχίζουν να διαπλέκονται σε ανταγωνιστικούς αγώνες για τις προνομιακές περιοχές παραγωγής ενέργειας στη λεκάνη της Κασπίας Θάλασσας, στον Περσικό Κόλπο και στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας είναι δυσοίωνος….. αν οι εθνικοί ηγέτες φοβούνται την απώλεια ενός σημαντικού κοιτάσματος από ένα αντίπαλο κράτος και είναι πεπεισμένοι ότι ο παγκόσμιος ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί να είναι ανεπαρκής σε μια εποχή “σκληρού πετρελαίου”, μπορεί να ενεργήσουν παράλογα και να διατάξουν μια μυώδη επίδειξη δύναμης, θέτοντας σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων, την τελική πορεία των οποίων κανείς δεν μπορεί να ελέγξει.
Η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και άλλα πιο πρόσφατα γεγονότα έδωσαν στους εθνικούς ηγέτες κάποια εμπειρία στη διαχείριση τέτοιων εγγενώς επικίνδυνων συναντήσεων. Κανείς όμως δεν είχε πρόσφατα να αντιμετωπίσει έναν κόσμο πολλών επιθετικών δυνάμεων που ανταγωνίζονται για όλο και πιο σπάνιους και πολύτιμους πόρους σε παγκόσμια βάση – συχνά σε περιοχές που είναι εγγενώς ασταθείς και ήδη στα πρόθυρα συγκρούσεων. Η αποτροπή της έκρηξης ενός τέτοιου σύνθετου αγώνα και η μετατροπή του σε αδιανόητη σφαγή απαιτεί ψυχραιμία στις καλύτερες στιγμές- όταν οι συνθήκες αρχίζουν να επιδεινώνονται, αυτό μπορεί να ξεπεράσει τις δυνατότητες ακόμη και των πιο διαυγών και ικανών ηγετών [45].
Η άνοδος των διαφόρων μη συμβατικών πηγών ορυκτών καυσίμων τα τελευταία χρόνια αποτελεί μέρος της πυρετώδους αναζήτησης υδρογονανθράκων παγκοσμίως, και ενώ έχει προσωρινά αμβλύνει τις ανησυχίες για τον εφοδιασμό, δεν έχει μεταβάλει ουσιαστικά την ξέφρενη παγκόσμια πάλη για τα ορυκτά καύσιμα.
Από οικονομική άποψη, η προς τα έξω κίνηση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού προωθείται κυρίως από τον ανταγωνιστικό αγώνα για θέσεις χαμηλού κόστους μέσω της παγκόσμιας προμήθειας εργατικού δυναμικού και όλο και πιο σπάνιων πρώτων υλών, καθώς και από τα μονοπωλιακά ενοίκια που όλα αυτά δημιουργούν. Το αποτέλεσμα, όπως είδαμε, είναι η τεράστια εξοικονόμηση κόστους στην παραγωγή για τις μεμονωμένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, δημιουργώντας διευρυνόμενα περιθώρια κέρδους, τα οποία, σε συνδυασμό με τις πιο παραδοσιακές μορφές φόρου υποτέλειας, οδηγούν σε μια συνεχή εισροή αυτοκρατορικού ενοικίου στο κέντρο του συστήματος. Η πλήρης έκταση του εξαγόμενου πλεονάσματος συγκαλύπτεται από την τεράστια πολυπλοκότητα των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, των συναλλαγματικών σχέσεων, των κρυφών λογαριασμών και κυρίως από τη φύση της ίδιας της λογιστικής του καπιταλιστικού ΑΕΠ. [46] Ένα μέρος του ιμπεριαλιστικού ενοικίου παραμένει στην περιφερειακή χώρα και δεν μεταφέρεται στο κέντρο, αλλά αποτελεί μάλλον πληρωμή προς τις τοπικές άρχουσες τάξεις για το ρόλο τους στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Εν τω μεταξύ, περίπου 21 τρισεκατομμύρια δολάρια από αυτό το παγκόσμιο φόρο εισοδήματος είναι σήμερα παρκαρισμένα στο εξωτερικό σε νησιά φορολογικούς παραδείσους, “το οχυρωμένο καταφύγιο της Μεγάλης Χρηματοοικονομίας” [47].
Στο κέντρο της καπιταλιστικής οικονομίας η τάση για οικονομική στασιμότητα επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αυτό προκάλεσε επανειλημμένες προσπάθειες τόνωσης του συστήματος μέσω των στρατιωτικών δαπανών, με κινητήρια δύναμη τις Ηνωμένες Πολιτείες [48]. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε, ωστόσο, περιορισμένη, καθώς μια αρκετά μεγάλη τόνωση της καπιταλιστικής οικονομίας με αυτά τα μέσα στο σημερινό περιβάλλον θα έπρεπε να λάβει τη διάσταση ενός παγκόσμιου πολέμου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, καθώς οι επιχειρήσεις στις δεκαετίες του 1970 και του ’80 προσπαθούσαν να συγκρατήσουν και να επεκτείνουν το αυξανόμενο οικονομικό τους πλεόνασμα ενόψει των μειούμενων επενδυτικών ευκαιριών, έριξαν τα τεράστια πλεονάσματά τους στη χρηματοπιστωτική δομή, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας ταχείες αποδόσεις από την τιτλοποίηση όλων των πιθανώς εξακριβώσιμων μελλοντικών εισοδηματικών ροών. Η αυξημένη συγκέντρωση (“συγχωνεύσεις και εξαγορές”) και το συνακόλουθο νέο χρέος, οι τιτλοποιήσεις που αντιπροσώπευαν τη ροή εισοδήματος των ήδη υπαρχόντων ενυπόθηκων δανείων και του καταναλωτικού χρέους που συσσώρευε νέο χρέος πάνω στο παλιό, και οι νέες εκδόσεις χρέους και μετοχών που κεφαλαιοποιούσαν το πιθανό μελλοντικό μονοπωλιακό εισόδημα από πατέντες, πνευματικά δικαιώματα και άλλα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας παρείχε κάθε είδους χρηματοπιστωτικό μέσο που θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από μια υποτιθέμενη ροή εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης των ίδιων των χρηματοπιστωτικών μέσων. Το αποτέλεσμα, όπως είχαν ήδη τεκμηριώσει οι Magdoff και Sweezy στα πρώτα στάδια της διαδικασίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τη δεκαετία του ’90, ήταν μια τεράστια αύξηση της χρηματοπιστωτικής υπερδομής της καπιταλιστικής οικονομίας.
Αυτή η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας είχε τρεις σημαντικές επιπτώσεις. Πρώτον, εξυπηρέτησε την περαιτέρω αποσύνδεση στο χώρο και στο χρόνο -αν και η πλήρης αποσύνδεση είναι αδύνατη- της συσσώρευσης χρηματοοικονομικών απαιτήσεων πλούτου ή της “συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων” από τις πραγματικές επενδύσεις, δηλαδή τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό σήμαινε ότι οι κορυφαίες καπιταλιστικές οικονομίες χαρακτηρίστηκαν από μια μακροχρόνια συσσώρευση χρηματοοικονομικού πλούτου που υπερέβαινε την ανάπτυξη της υποκείμενης οικονομίας (ένα φαινόμενο που πρόσφατα τονίστηκε σε νεοκλασική κατεύθυνση από τον Thomas Piketty) -δημιουργώντας μια πιο αποσταθεροποιημένη καπιταλιστική τάξη στο κέντρο, η οποία εκδηλώθηκε με τη δραματική αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δεύτερον, η διαδικασία χρηματιστικοποίησης έγινε η κύρια βάση (μαζί με την επανάσταση στις επικοινωνίες και την ψηφιοποιημένη τεχνολογία) για την εμβάθυνση και διεύρυνση της εμπορευματοποίησης σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τις οικονομίες του κέντρου να μην αποτελούν πλέον στον ίδιο βαθμό όπως πριν τα παγκόσμια κέντρα βιομηχανικής παραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά να βασίζονται όλο και περισσότερο στον ρόλο τους ως κέντρα χρηματοοικονομικού ελέγχου και συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό εξαρτιόταν από τη σύλληψη ροών εισοδήματος από εμπορεύματα σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης εμπορευματοποίησης άλλων τομέων -κυρίως υπηρεσιών που προηγουμένως ήταν μόνο εν μέρει εμπορευματοποιημένες, όπως οι επικοινωνίες, η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες υγείας. Τρίτον, “η χρηματιστικοποίηση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου”, όπως την αποκάλεσε ο Sweezy, οδήγησε σε μια τεράστια αύξηση της αστάθειας ολόκληρης της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας, η οποία εξαρτήθηκε από την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής υπερδομής σε σχέση με την παραγωγική της βάση, με αποτέλεσμα το σύστημα να είναι όλο και πιο επιρρεπές σε φούσκες περιουσιακών στοιχείων που περιοδικά έσκαγαν, απειλώντας τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού στο σύνολό του – με πιο πρόσφατη τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007-2009. Δεδομένης της οικονομικής τους υπεροχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μοναδικά ικανές να εξωτερικεύουν τις οικονομικές τους κρίσεις σε άλλες οικονομίες, ιδίως σε εκείνες του παγκόσμιου Νότου. Όπως σημειώνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στο βιβλίο του The Global Minotaur, “Μέχρι σήμερα, κάθε φορά που διαφαίνεται μια κρίση, το κεφάλαιο καταφεύγει στο δολάριο. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το Κραχ του 2008 οδήγησε σε μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στο δολάριο, παρόλο που η κρίση είχε ξεκινήσει από τη Wall Street” [49].
Η φάση του παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και τη συστηματοποίηση του αυτοκρατορικού ενοικίου, δημιούργησε μια οικονομική ολιγαρχία και μια επιστροφή στον δυναστικό πλούτο, κυρίως στα κράτη του πυρήνα, αντιμέτωπη με μια ολοένα και πιο γενικευμένη (αλλά και πολύ κατακερματισμένη) εργατική τάξη παγκοσμίως. Το ηγετικό τμήμα της καπιταλιστικής τάξης στις χώρες του πυρήνα αποτελείται πλέον από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί παγκόσμιοι πλουσιότεροι, εξαρτώμενοι από την ανάπτυξη του παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του [50]. Η αναπαραγωγή αυτού του νέου ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως εξηγεί ο Αμίν στο βιβλίο “Ο καπιταλισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης”, στηρίζεται στη διαιώνιση πέντε μονοπωλίων: (1) τεχνολογικό μονοπώλιο, (2) χρηματοοικονομικός έλεγχος των παγκόσμιων αγορών, (3) μονοπωλιακή πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη, (4) μονοπώλια στα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας και (5) μονοπώλια στα όπλα μαζικής καταστροφής [51]. Πίσω από όλα αυτά κρύβονται οι ίδιες οι γιγαντιαίες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, με τα έσοδα των 500 κορυφαίων παγκόσμιων ιδιωτικών επιχειρήσεων να αντιστοιχούν σήμερα στο 30% περίπου των παγκόσμιων εσόδων, τα οποία διοχετεύονται κυρίως μέσω των κέντρων του καπιταλιστικού συστήματος και των βασικών χρηματοπιστωτικών αγορών [52]. Όπως επισημαίνει ο Boron σε σχέση με τις 200 μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του κόσμου, “το 96%… έχουν την έδρα τους σε οκτώ μόνο χώρες, είναι νόμιμα εγγεγραμμένες ως κεφαλαιουχικές εταιρείες οκτώ χωρών- και τα διοικητικά τους συμβούλια εδρεύουν σε οκτώ χώρες μητροπολιτικής πρωτεύουσας. Λιγότερο από το 2 τοις εκατό των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων είναι μη υπήκοοι…. Η εμβέλειά τους είναι παγκόσμια, αλλά η περιουσία τους και οι ιδιοκτήτες τους έχουν σαφή εθνική βάση” [53].
Η διεθνοποίηση της παραγωγής υπό το καθεστώς των γιγάντιων, πολυεθνικών εταιρειών ακολουθεί έτσι ένα μοτίβο που εξήγησε για πρώτη φορά ο Stephen Hymer και υπογράμμισε πρόσφατα ο Ernesto Screpatini, ο οποίος γράφει ότι “οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες” χαρακτηρίζονται από “αποκεντρωμένη παραγωγή αλλά συγκεντρωτικό έλεγχο…. Κατά συνέπεια, η διαδικασία επέκτασης των άμεσων ξένων επενδύσεων συνεπάγεται μια συνεχή ροή κερδών από τον Νότο προς τον Βορρά, δηλαδή από την περιφέρεια προς το κέντρο της αυτοκρατορικής δύναμης του πολυεθνικού κεφαλαίου” [54].
Σήμερα η απειλούμενη κατάρρευση αυτού του συστήματος είναι παντού εμφανής. Η ηγεμονία των ΗΠΑ στη στρατιωτική σφαίρα -στην οποία διατηρούν τη δύναμη να εξαπολύουν ανείπωτη καταστροφή αλλά έχουν μειωμένη δύναμη να ελέγχουν τα γεωπολιτικά γεγονότα- υποχωρεί μαζί με την οικονομική ηγεμονία τους. Αυτό είναι τόσο καλά κατανοητό σήμερα στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που ορισμένοι από τους πιο οξυδερκείς στοχαστές του κατεστημένου τονίζουν ότι η παγκόσμια υπεροχή των ΗΠΑ δίνει τη θέση της σε ένα imperium που βασίζεται στη συνδυασμένη δύναμη (στρατιωτική, οικονομική και πολιτική) της τριάδας (των Ηνωμένων Πολιτειών/Καναδά, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας). Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και εξακολουθούν να διατηρούν την παγκόσμια υπεροχή, είναι όλο και περισσότερο σε θέση να ασκούν την εξουσία τους ως “σερίφης” μόνο όταν υποστηρίζονται από το “απόσπασμα” (που εκπροσωπείται από τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία) -όπως περίφημα διατυπώθηκε από τον Haass στο The Reluctant Sheriff (Ο απρόθυμος σερίφης) και σε μεταγενέστερα έργα [55]. Έτσι, είναι η τριάδα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και όχι η ίδια η Ουάσιγκτον άμεσα, η οποία επιδιώκει όλο και περισσότερο να εδραιωθεί ως η νέα κυβερνητική δύναμη, μέσω θεσμών όπως το G7 και το ΝΑΤΟ. Ο στόχος είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των παλαιών αυτοκρατορικών δυνάμεων του καπιταλιστικού πυρήνα με πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα, περιορίζοντας παράλληλα τις απειλές για την κυριαρχία της από την ανερχόμενη Κίνα, την ανακάμπτουσα Ρωσία, τις αναδυόμενες οικονομίες γενικά και την παγκόσμια αντι-νεοφιλελεύθερη εξέγερση που βασίζεται στο κίνημα της Λατινικής Αμερικής προς το σοσιαλισμό.
Ο Haass περιγράφει την τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση ως “The Unraveling”. Ως απόδειξη επισημαίνει τον ρόλο των ΗΠΑ στην αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Αλ Σαμ (ISIS), τις αυξανόμενες συγκρούσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Αφρική, την επιστροφή της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης (που εκδηλώνεται στη διαμάχη για την Κριμαία και την Ουκρανία), τον αποπροσανατολισμό (με τους δικούς του όρους) κρατών όπως “η Βραζιλία, η Χιλή, η Κούβα και η Βενεζουέλα”, καθώς και μια ολόκληρη σειρά αποτυχημένων αλλαγών καθεστώτων που δρομολογήθηκαν από την Ουάσινγκτον. Καταλήγει: “Το ερώτημα δεν είναι αν ο κόσμος θα συνεχίσει να διαλύεται, αλλά πόσο γρήγορα και πόσο πολύ” [56].
Όλα αυτά αναδεικνύουν, όπως μας λέει ο István Mészáros, “τη δυνητικά πιο θανατηφόρα φάση του ιμπεριαλισμού” [57]. Είναι ίσως μια υπενθύμιση της σοβαρότητας της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης ότι σοβιετικοί και αμερικανοί κλιματολόγοι προειδοποίησαν τον κόσμο τη δεκαετία του 1980 για το γεγονός ότι ένας πυρηνικός πόλεμος πλήρους κλίμακας θα δημιουργούσε έναν πυρηνικό χειμώνα, μειώνοντας τη θερμοκρασία ολόκληρων ηπείρων κατά αρκετούς βαθμούς και ενδεχομένως κατά αρκετές δεκάδες βαθμούς, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της ίδιας της βιόσφαιρας και μαζί της την ανθρωπότητα. Αυτού του είδους το σενάριο είχε κατά νου ο E.P. Thompson στις “Σημειώσεις για τον Εξολοθρευτισμό, το τελευταίο στάδιο του πολιτισμού” [58]. Ένας πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν φαίνεται να αποτελεί άμεσο κίνδυνο επί του παρόντος. Ωστόσο, η αστάθεια που δημιουργείται από το σημερινό υπερεκμεταλλευτικό και επεκτατικό ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες εμπλέκονται πλέον σε ταυτόχρονες στρατιωτικές επεμβάσεις και πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε μισή ντουζίνα χώρες (και οι οποίες σχεδιάζουν να δαπανήσουν 200 δισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία για τον εκσυγχρονισμό του τεράστιου πυρηνικού οπλοστασίου τους), υποδηλώνει έναν οποιοδήποτε αριθμό τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να προκύψει μια θανατηφόρα αντιπαράθεση. Η ίδια η κλιματική αλλαγή, με τη συνέχιση των συνηθισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αναμένεται να αποσταθεροποιήσει τον πολιτισμό, αυξάνοντας την απειλή ενός παγκόσμιου πολέμου, ο οποίος θα οδηγούσε γρήγορα σε πλανητικό επίπεδο καταστροφής [59].
Η ευθύνη της Αριστεράς υπό αυτές τις συνθήκες είναι να αντιμετωπίσει, με τους όρους του Λένιν, τις “αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τους κλυδωνισμούς -όχι μόνο οικονομικούς, αλλά και πολιτικούς, εθνικούς κ.λπ.”- που χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο την εποχή μας. Αυτό σημαίνει την προώθηση ενός πιο “τολμηρού” παγκόσμιου κινήματος από τα κάτω, στο οποίο η βασική πρόκληση θα είναι η διάλυση του ιμπεριαλισμού, νοούμενου ως ολόκληρη η βάση του καπιταλισμού στην εποχή μας – με στόχο τη δημιουργία μιας πιο οριζόντιας, ισότιμης, ειρηνικής και βιώσιμης κοινωνικομεταβολικής τάξης που θα ελέγχεται από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς [60].
Σημειώσεις
1. Βλέπε, για παράδειγμα, Samir Amin, The Law of Worldwide Value (New York: Monthly Review Press, 2010)- David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003)- Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000)- John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006)- Leo Panitch and Sam Gindin, The Making of Global Capitalism: The Political Economy of Global Empire (Λονδίνο: Verso, 2013).
2. R. Koebner και H.D. Schmidt, Imperialism: The Story and Significance of a Political Word, 1840-1960 (Cambridge: Cambridge University Press, 1965), 175.
3. Atilio A. Boron, Empire and Imperialism (Λονδίνο: Zed Press, 2005), 2-4.
4. Samir Amin, Capitalism in the Age of Globalisaton (Λονδίνο: Zed Press, 2014), vii-viii, The Implosion of Contemporary Capitalism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 17.
5. Foster, Naked Imperialism, Richard N. Haas, “The New Thirty Years’ War”, Foreign Affairs, 21 Ιουλίου 2014, http://cfr.org.
6. Β.Ι. Λένιν,Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού: A Popular Outline (New York: International Publishers, 1939)- Nikolai Bukharin, Imperialism and the World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973)- Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Monthly Review Press, 1951)- Karl Kautsky, “Ultra-imperialism,” New Left Review I, no. 59 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1970): Hilferding, Finance Capital (Λονδίνο: Routledge 2006- πρώτη γερμανική έκδοση,1910). Ο Μαρξ έγραψε εκτενώς για την αποικιοκρατία στην εποχή του και το έργο του στον τομέα αυτό πέρασε από διάφορα στάδια, εστιάζοντας τελικά σε ζητήματα συνθηκών ανισότητας, εκμετάλλευσης και υπανάπτυξης που προκύπτουν από τον ιμπεριαλισμό. Ο Ένγκελς είχε επίσης σημαντικές παρατηρήσεις. Η παρούσα εισαγωγή, ωστόσο, επικεντρώνεται σε αυτό που μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ως η κλασική περίοδος συστηματικής θεωρητικοποίησης του ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο του μαρξισμού κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, η οποία αργότερα επεκτάθηκε μέσω της ανάπτυξης της θεωρίας της εξάρτησης και της ανάλυσης του παγκόσμιου συστήματος. Ωστόσο, οι απόψεις του Μαρξ από τη δεκαετία του 1860 και μετά ήταν περίπου σύμφωνες με τις κύριες γραμμές των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού που διατυπώνονται παρακάτω, συμπεριλαμβανομένων του Λένιν, του Μάο και της ευρείας παράδοσης της εξάρτησης. Για το θέμα αυτό βλέπε Kenzo Mohri, “Marx and Underdevelopment”, Annals of the Institute of Social Science 19 (1978): 35-61- Sunti Kumar Ghosh, “Marx on India”, Monthly Review 35, no. 8 (Ιανουάριος 1984): 39-53- John Bellamy Foster, “Marx and Internationalism,” Monthly Review 52, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 2000): 11-22. Αυτή η προσέγγιση στην ερμηνεία της κλασικής μαρξικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού αντιπαρατέθηκε με την άποψη που εκφράστηκε σε έργα όπως το Bill Warren, Imperialism, Pioneer of Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1980).
7. Bukharin, Imperialism and the World Economy, 17-19, 41, 80-84. Η λαμπρότητα της ανάλυσης του Μπουχάριν ήταν προϊόν της τυπικής διαλεκτικής της: Μέρος πρώτο: “Η παγκόσμια οικονομία και η διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου”- Μέρος δεύτερο: “Η παγκόσμια οικονομία και η διαδικασία εθνικοποίησης του κεφαλαίου”- Μέρος τρίτο: “Ο ιμπεριαλισμός ως αναπαραγωγή του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα”. Για το γεγονός ότι ο Λένιν, σε αντίθεση με τη Λούξεμπουργκ, δεν οικοδόμησε την ανάλυση του ιμπεριαλισμού πάνω σε μια ανάλυση της οικονομικής κρίσης (η οποία θα ήταν εντελώς περιττή από τη δική του σκοπιά), καθώς και για τις διαφορές μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ σχετικά με το μονοπώλιο και τον ιμπεριαλισμό, βλ. τις συζητήσεις στο Harry Magdoff, Imperialism: From the Colonial Stage to the Present (New York: Monthly Review Press, 1978), 263-73, και Prabhat Patnaik, What Ever Happened to Imperialism and Other Essays (Νέο Δελχί: Tulika, 1995), 80-101.
8. V.I. Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, 88, και “Introduction,” in Bukharin, Imperialism and the World Economy, 10-11.
9. Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism (Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού), 91-92.
10. Kautsky, “Ultra-imperialism”, 46.
11. Λένιν, “Εισαγωγή”, στο Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, 13-14.
12. V.I. Lenin, Collected Works, vol. 22 (Moscow: Progress Publishers, no date, 1974 printing), 193- John Bellamy Foster and Henryk Szlajfer, “Introduction,” in Foster and Szlajfer, eds, The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 21- Lenin, “Introduction,” in Bukharin, Imperialism and the World Economy, 13-14- Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, 15- John A. Hobson, Imperialism: A Study (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1972), 356.
13. Βλέπε Research Unit for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, Monthly Review (Δεκέμβριος 2007): Β.Ι: Three Articles (Peking: Foreign Languages Press, 1967), 20-29, “Address to the All Russia Congress of Communist Organizations of the East,” November 22, 1919, https://marxists.org- Comintern, “Supplementary Theses” (Attached to Lenin’s “Preliminary Draft Theses on the National and Colonial Questions”), July-August, 1920, http://revolutionarydemocracy.org.
14. Κομιντέρν, “Συμπληρωματικές Θέσεις”.
15. Research Unity for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, 45-47. Jane Degras, ed., The Communist International: Documents, 1919-1943 (Oxford: Oxford University Press, 1965), τόμος 2, 534-46.
16. Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1957)- José Carlos Mariátegui, An Anthology (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2011)- Andre Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1967)- Vijay Prashad, The Darker Nations: A People’s History of the Third World (Νέα Υόρκη: The New Press, 2007)- Samir Amin, Accumulation on a World Scale (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1974)- “Samir Amin (born 1931)” (αυτοβιογραφία), στο Philip Arestis and Malcolm Sawyer, A Biographical Dictionary of Dissenting Economists (Northampton, MA: Edward Elgar, 2000), 1-6- Che Guevara, Che Guevara and the Cuban Revolution: Writings and Speeches (Σίδνεϊ: Pathfinder/Pacific and Asia, 1987).
17. Che Guevara, Che Guevara and the Cuban Revolution, 337-39.
18. Για την ιστορία των επαναστατικών κυμάτων στον εικοστό αιώνα βλέπε L.S. Stavrianos, Global Rift (Νέα Υόρκη: William Morrow, 1981).
19. Samir Amin, Accumulation on a World Scale, 18-20, Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977), 72-78, Delinking (London: Zed Press, 1985), 116-20, “Self-Reliance and the New International Economic Order”, Monthly Review 29, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 1977): 1-21. Η ύπαρξη του ιμπεριαλισμού δείχνει, όπως τονίζει ο Amin, ότι οι οικονομίες του κέντρου δεν είναι, στην πραγματικότητα, πλήρως αυτοκεντρικές ή αυτοδύναμες. Ωστόσο, είναι δυνατόν να δούμε τις δομές συσσώρευσης των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών ως αυτοαναφορικές και αυτοαναπαραγόμενες με την έννοια των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ (σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει νόημα να ανεγείρονται θεωρητικά μοντέλα σε αυτή τη βάση). Είναι τελείως διαφορετικό με τις περιφερειακές οικονομίες, οι οποίες είναι συνήθως αποδιαρθρωμένες – τόσο συγκροτημένες από έξω από τη σχέση αυτοκρατορικού/εξαρτημένου, ώστε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης εμποδίζεται σε κάθε σημείο. Χρειάζεται λοιπόν μια “απεμπλοκή” με κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό από την εξωτερική λογική του ιμπεριαλισμού, παρέχοντας στα κράτη αυτόνομο χώρο για να λειτουργήσουν και να δημιουργήσουν ένα αυτοδύναμο πρότυπο ανάπτυξης. Αν και η σκέψη του Αμίν σχετικά με αυτό έχει αλλάξει με την πάροδο των ετών, ανταποκρινόμενη στις αλλαγές του συστήματος και στις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περιφερειακές οικονομίες και τα κράτη τους, η βασική διαλεκτική παραμένει.
20. Βλ. ιδίως Immanuel Wallerstein, The Capitalist World-Economy (Cambridge: Cambridge University Press, 1979). Άλλοι στοχαστές που έπαιξαν ρόλο στη στροφή προς την ανάλυση του παγκόσμιου συστήματος ήταν οι Amin, Frank και Giovanni Arrighi.
21. Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital(New York: Monthly Review Press, 1966), 107-8- Paul M. Sweezy, “Obstacles to Economic Development”, στο C.H. Feinstein, Socialism, Capitalism, and Economic Growth (Cambridge: Cambridge University Press, 1967), 194-95.
22. Harry Magdoff, The Age of Imperialism(New York: Monthly Review Press, 1969), 198.
23. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 183-84, 191-202. Η προσέγγιση της αυτοκρατορίας με βάση τη στρατιωτική βάση επρόκειτο να αναπτυχθεί περαιτέρω σε μεταγενέστερα έργα, μέχρι σήμερα. Βλέπε Foster, Naked Imperialism, 55-66.
24. Magdoff, Imperialism: Από την αποικιοκρατική εποχή μέχρι σήμερα.
25. Harry Magdoff, Παγκοσμιοποίηση: Globaldog: Για ποιο σκοπό; (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1992), 4-5.
26. Hardt and Negri, Empire, xii-xiv, 9-10, 165, 178-82, 188-90, 333-35, Multitude (Λονδίνο: Penguin Books, 2004), xiii-xiv, και Commonwealth (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2009). Για την κριτική των Hardt και Negri, βλ. το Boron, Empire and Imperialism. Βλέπε επίσης Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital (Λονδίνο: Verso, 2003), 6, 137-42.
27. Ernest Mandel, Late Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1975), 332-42- Ernesto Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2014), 51-53. Ο Mandel επισήμανε το Monopoly Capital των Baran και Sweezy και το The Age of Imperialism του Magdoff ως παραδείγματα του επιχειρήματός του για τον υπερ-ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από το να είναι αληθινό σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Οι Baran και Sweezy συμπεριέλαβαν μόνο ένα μόνο ευρωπαϊκό έθνος (την Ελλάδα) μεταξύ των χωρών της “αμερικανικής αυτοκρατορίας” (και απέκλεισαν την Ιαπωνία στην Ασία), ενώ ο Magdoff ήταν διάσημος για την επιμονή του, σε όλα τα γραπτά του, στη συνεχιζόμενη σημασία του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Βλέπε Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 183-84- Magdoff, Globalization, 7-8.
28. Panitch and Gindin, The Making of Global Capitalism, 275- Michael Hudson, Super Imperialism: The Origin and Fundamentals of US World Dominance (Λονδίνο: Pluto, 2003)- Peter Gowan, The Global Gamble (Λονδίνο: Verso, 1999).
29. William I. Robinson, A Theory of Global Capital (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2004)- 44-49- Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001)- William Carroll, The Making of a Transnational Capitalist Class (London: Zed Books, 2010)- William Carroll, The Making of a Transnational Capitalist Class (London: Zed Books, 2010). Για μια κριτική βλέπε Samir Amin, “Transnational Capitalism or Collective Imperialism”, Pambazuka News, 23 Μαρτίου 2011, http://pambazuka.net- Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis, 57-58.
30. Harvey, The New Imperialism, 87-89, 109, 138-69- David Harvey, The Limits to Capital (Λονδίνο: Verso, 2006), xvi, xxiii-xxiv. Η χρήση του όρου “υπερσυσσώρευση” για να αναφερθεί στις γενικές αντιφάσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού εισήχθη από τον Sweezy τη δεκαετία του 1950 και τονίστηκε έντονα στις δεκαετίες του 1970 και του ’80. Το “πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος” ήταν η κεντρική υπόθεση που εισήγαγαν οι Baran και Sweezy στο μονοπωλιακό κεφάλαιο Αυτές οι κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένου του προβλήματος της υπερκατανάλωσης, χρησιμοποιούνται τώρα από τον Harvey, μαζί με άλλους, για να εξηγήσουν τις σύγχρονες κρίσεις συσσώρευσης. Βλέπε David Harvey, The Enigma of Capital (Oxford: Oxford University Press, 2010), 31-32, 94-101- John Bellamy Foster, The Theory of Monopoly Capitalism (New Edition) (New York: Monthly Review Press, 2014), 83-101.
31. Harvey, The New Imperialism, 208-11.
32. Harvey, The New Imperialism, 210.
33. Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), “Πίνακας 4α. Απασχόληση ανά συνολικό τομέα (ανά φύλο)”, στο Key Indicators of the Labour Market (KILM), 8η έκδοση (πακέτο λογισμικού, εξήχθη τον Μάιο του 2015)- “Economic Groupings and Composition” United Nations Conference on Trade and Development (UNCTAD), http://unctadstat.unctad.org.
Σε κάθε χώρα που εξήχθη από τη βάση δεδομένων KILM αποδόθηκε μια οικονομική ομαδοποίηση χρησιμοποιώντας το σύστημα ταξινόμησης της UNCTAD (κυρίως την καταχώριση των “αναπτυσσόμενων οικονομιών”). Τα στοιχεία ILO-KILM είναι ελλιπή για κάθε δεδομένο έτος λόγω διαθεσιμότητας (κυρίως για την Ινδία, για την οποία υπάρχουν στοιχεία μόνο για πέντε έτη). Για την περίοδο 2006-2012, έγιναν εκτιμήσεις -χρησιμοποιώντας γραμμική παρεμβολή ή ρυθμούς ανάπτυξης/πτώσεως των γειτονικών ετών- όπου έλειπαν στοιχεία για οποιαδήποτε από τις πέντε πρώτες χώρες (2010) σε κάθε οικονομική κατηγορία. Αυτές περιλάμβαναν: Κίνα (2012), Ινδία (2006-2009, 2011), Ινδονησία (2012), Μεξικό (2010), Ηνωμένες Πολιτείες (2011-2012) και Ιαπωνία (2011-2012). Κατά τα λοιπά, τα δεδομένα αναφέρονται ως έχουν και θα πρέπει συνεπώς να θεωρούνται συντηρητικά όσον αφορά τη βιομηχανική απασχόληση στον παγκόσμιο Νότο, όπου τα ζητήματα διαθεσιμότητας δεδομένων είναι πολύ πιο εμφανή.
Τα παραπάνω στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τον R. Jamil Jonna. Για μια προηγούμενη έκδοση βλέπε John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “The Global Reserve Army of Labor and the New Imperialism”, Monthly Review 63, no. 6 (Νοέμβριος 2011): 4.
34. “Inward and outward foreign direct investment flows, annual, 1970-2013 – Percentage of total world,” UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org. Βλ. επίσης Martin Hart-Landsberg, Capitalist Globalization (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 19.
35. “Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ, συνολικό και κατά κεφαλήν, ετήσιο, 1970-2013: Δολάρια ΗΠΑ σε σταθερές τιμές (2005) και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες (2005) κατά κεφαλήν- και “Συνολικός πληθυσμός, ετήσιος, 1950-2050 (χιλιάδες)”, UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org.
Δεδομένου ότι η UNCTADstat δεν διαθέτει κατηγορία για τις χώρες της G7, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογίστηκε χειροκίνητα χρησιμοποιώντας το πραγματικό ΑΕΠ και τον πληθυσμό ανά χώρα. Οι “Λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες” αποτελούν υποσύνολο των “Αναπτυσσόμενων οικονομιών εκτός της Κίνας”. Σημειώστε ότι η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει την “Ευρύτερη Κίνα”: “ΕΔΠ Χονγκ Κονγκ”, “Επαρχία Ταϊβάν” και “ΕΔΠ Μακάο”. Οι ονομασίες της UNCTAD για τις “Οικονομικές ομάδες και τη σύνθεση” μπορούν να βρεθούν στη διεύθυνση http://unctadstat.unctad.org.
Οφείλω να ευχαριστήσω τον R. Jamil Jonna για την ανάλυση και τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων.
36. “The Headwinds Return”, The Economist, 13 Σεπτεμβρίου 2014, http://economist.com.
37. “Globalization’s Critical Imbalances”, McKinsey Quarterly, Ιούνιος 2010, http://mckinsey.com.
38. Foster, McChesney και Jonna, “Ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός της εργασίας και ο νέος ιμπεριαλισμός”, 19-26.
39. Pankaj Ghemawat, Redefining Global Strategy (Boston: Harvard Business School Press, 2007), 169-96- Kenneth L. Kraemer, Greg Lindinen , and Jason Dedrick, “Capturing Value in Global Networks: Apple’s iPad and iPhone” Paul Merage School of Business, University of California, Irvine, Ιούλιος 2011, http://pcic.merage.uci.edu, 5, 11. Για τη διάρθρωση των εισαγωγών και εξαγωγών της κινεζικής μεταποίησης βλέπε Hart-Landsberg, Capitalist Globalization, 16-22, 31-36. Για το ρόλο της μεταναστευτικής εργασίας στην Κίνα βλέπε Foster and McChesney, The Endless Crisis, 174-76.
40. Nir Kshetri και Nikhilesh Dholakia, “Offshoring High Value Functions”, στο Farok J. Contractor, et al., eds., Global Outsourcing and Offshoring (Cambridge: Cambridge University Press, 2011), 336. Παραδείγματα μη συμμετοχικών τρόπων διεθνούς παραγωγής που δίνει η UNCTAD περιλαμβάνουν “εργολαβική παραγωγή, εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών, εργολαβική γεωργία, franchising, αδειοδότηση και συμβάσεις διαχείρισης”- βλέπε World Investment Report, 2011, http://unctad.org, 123.
41. Zahid Hussain, “Financing Living Wage in Bangladesh’s Garment Industry,” End Poverty in South Asia, South Asian Region of the World Bank, 3 Αυγούστου 2010, http://blogs.worldbank.org- Worker Rights Consortium, “The Impact of Substantial Labor Cost Increases on Apparel Retail Prices,” accessed May 14, 2015, http://senate.columbia.edu.
42. Tony Norfield, “What the ‘China Price’ Really Means”, Economics of Imperialism, 4 Ιουνίου 2011 (ενημερωμένο στις 25 Σεπτεμβρίου 2014), http://economicsofimperialism.blogspot.com, και “T-Shirt Economics Update”, 24 Σεπτεμβρίου 2014, http://economicsofimperialism.blogspot.com- Hussain, “Financing Living Wage in Bangladesh’s Garment Industry”. Για το ζήτημα της προστιθέμενης αξίας βλέπε John Smith, “The GDP Illusion: Value Added versus Value Capture,” Monthly Review 64, no. 3 (Ιούλιος-Αύγουστος 2012): 86-102.
43. Walter LaFeber, Michael Jordan and the New Global Capitalism (New York: W.W. Norton, 2002), 107, 126, 147-49- Jeff Ballinger, “Nike Does It to Vietnam”, Multinational Monitor 18, no. 3 (Μάρτιος 1997), http://multinationalmonitor.org.
44. Haass, “The New Thirty Years’ War” και “The Unraveling”, Foreign Affairs, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014, https://foreignaffairs.com- Foster, Naked Imperialism, 97-106- National Intelligence Council, Global Trends 2005 (Washington, DC, 2008), 60-61- “Obama Contends with Arc of Instability Unseen Since ’70s”, Wall Street Journal, 17 Ιουλίου 2014, http://wsj.com.
45. Michael Klare, Rising Powers, Shrinking Planet (Νέα Υόρκη: Henry Holt, 2008), 236-37.
46. Smith, “The GDP Illusion”- Samir Amin, The Implosion of Contemporary Capitalism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2013), 21.
47. “£13tn Hoard Hidden from Taxman by Global Elite”, Guardian, 21 Ιουλίου 2012, http://theguardian.com- Nicholas Shaxson, Treasure Islands (Λονδίνο: Palgrave Macmillan, 2011), 7.
48. Βλέπε John Bellamy Foster, Hannah Holleman, and Robert W. McChesney, “The U.S. Imperial Triangle and Military Spending,” Monthly Review 60, no. 5 (2008): 1-19.
49. Για τη σχέση της στασιμότητας με τη χρηματιστικοποίηση της συσσώρευσης βλ. John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (New York: Monthly Review Press, 2012), 49-64- Fred Magdoff και John Bellamy Foster, “Stagnation and Financialization”, Monthly Review 66, αρ. 1 (Μάιος 2014): Sweezy, Stagnation and the Financial Explosion (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1987). Σχετικά με τον Piketty βλέπε John Bellamy Foster και Michael D. Yates, “Piketty and the Crisis of Neoclassical Economics”, Monthly Review 66, αρ. 6 (Νοέμβριος 2014): 1-24- Paul M. Sweezy, “More (or Less) on Globalization”, Monthly Review 49, no. 4 (Σεπτέμβριος 1997): Βαρουφάκης, The Global Minotaur (Λονδίνο: Zed, 2011), 100-102.
50. Για τον αυξανόμενο ρόλο του δυναστικού πλούτου βλέπε Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014), 439-43.
51. Amin, Ο καπιταλισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 4-5.
52. “Compustat North America, Fundamentals Annual,” Wharton Research Data Services (Standard & Poor, 2015), http://wrds-web.wharton.upenn.edu- “Nominal and real GDP, total and per capita, annual, 1970-2013: Δολάρια ΗΠΑ σε τρέχουσες τιμές και τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες σε εκατομμύρια,” UNCTAD, http://unctadstat.unctad.org- “GLOBAL 500 2014,” Fortune, http://fortune.com (τα στοιχεία αφορούν το οικονομικό έτος 2013).
Για να προκύψει μια χονδρική εκτίμηση του αριθμού των παγκόσμιων επιχειρήσεων που λείπουν από τη βάση δεδομένων Compustat για το 2013, οι 500 κορυφαίες επιχειρήσεις βάσει εσόδων συγκρίθηκαν με τα δεδομένα του Fortune Global 500 (επίσης καταταγμένες βάσει εσόδων).Η Fortune είχε εννέα επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στη βάση δεδομένων της Compustat, πέντε από τις οποίες ήταν κρατικές και τέσσερις από τις οποίες βρίσκονταν στην Κίνα.Τα συνολικά έσοδα των εταιρειών που έλειπαν ανήλθαν σε 1,48 τρισεκατομμύρια δολάρια, αυξάνοντας το μερίδιο των 500 παγκόσμιων εταιρειών κατά περίπου 2% για το 2013. Με βάση τα σύνολα των δεδομένων του Fortune Global 500 για τα προηγούμενα έτη, εάν συμπεριληφθούν όλες οι εταιρείες που λείπουν, το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος των 500 κορυφαίων παγκόσμιων εταιρειών θα αυξανόταν κατά περίπου 7 τοις εκατό κατά μέσο όρο για ένα δεδομένο έτος.
Τα δεδομένα αυτά αναλύθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τον R. Jamil Jonna.Για μια προηγούμενη έκδοση βλέπε John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, “Monopoly and Competition in the Twenty-First Century,” Monthly Review 62, no. 11 (April 2011): 12.
53. Boron, Empire and Imperialism, 46.
54. Screpanti, Global Imperialism and the Great Crisis, 18-19- Stephen Hymer, The Multinational Corporation (Cambridge: Cambridge University Press, 1979), 64.
55. Richard N. Haass, The Reluctant Sheriff (Washington, DC: Brookings Institution Press, 1997), Intervention (Washington, DC: Carnegie Endowment for World Peace, 1999).
56. Haass, “The Unraveling” (Η αποσαφήνιση).
57. Istvan Mészáros, Socialism or Barbarism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2001), 23-56.
58. Βλέπε M.I. Budyko, G.S. Golitsyn, and Y.A. Izrael, Global Climatic Catastrophes (Νέα Υόρκη: Springer-Verlag, 1988)- John Bellamy Foster, “Late Soviet Ecology and the Planetary Crisis”, Monthly Review 67, no. 2 (Ιούνιος 2015): 1-20- E.P. Thompson, Beyond the Cold War (Νέα Υόρκη: Pantheon, 1982), 41-80.
59. Για τις πυρηνικές δαπάνες των ΗΠΑ βλέπε “U.S. Nuclear Forces, 2014”, Bulletin of Atomic Scientists, 7 Ιανουαρίου 2014, http://thebulletin.org.60. Amin, The Implosion of Contemporary Capitalism, 133-43.
Πηγή: Monthly Review
Μετάφραση: antapocrisis
Ο John Bellamy Foster είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, εκδότης του Monthly Review.