Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Αφετηρία κάθε ερμηνείας είναι το γράμμα του κειμένου. Αυτό μαθαίνουν οι πρωτοετείς φοιτητές, αυτό ακολουθούν όλα τα κρατικά όργανα που καλούνται να εφαρμόσουν κανόνες δικαίου, από εκεί ξεκινάει και ενίοτε τελειώνει η σκέψη του δικαστή. Αρκεί το γράμμα; Πολύ συχνά η απάντηση είναι αρνητική. Αλλά παραμένει η βάση για την κατανόηση κάθε κειμένου, νομικού ή μη. Στην περίπτωση των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης το γράμμα του Συντάγματος είναι σαφέστατο.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το γράμμα του άρθρου 16 του Συντάγματος:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».

Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται». Για αυτό ακριβώς η συζήτηση περί ιδιωτικών πανεπιστημίων έρχεται και επανέρχεται επί σχεδόν 30 χρόνια κάθε φορά που διεξάγεται ένας αναθεωρητικός διάλογος: Τέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε το 2001, άνοιξε πάλι το 2006 ενόψει της αναθεώρησης του 2008, επανήλθε το 2018 ενόψει της αναθεώρησης που ολοκληρώθηκε το 2019. Σε αυτή την αναθεωρητική συζήτηση ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά επιχειρήματα υπέρ και κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16 και της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αφορούσαν όμως την αναθεώρηση, όχι την ερμηνεία του άρθρου 16. Και ξαφνικά το 2023 ανοίγει μία συζήτηση περί λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στην οποία χρησιμοποιούνται αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα, όχι όμως με σκοπό την αναθεώρηση του άρθρου 16, αλλά την παράκαμψη και τη διαστρέβλωση του νοήματός του.

Να θυμίσω επίσης με ποιο τρόπο παγίως ερμηνεύει τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 16 το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί δεκαετίες: «Δεν είναι επιτρεπτό χρόνος σπουδών που έχει διανυθεί σε τμήμα ή παράρτημα ΑΕΙ της αλλοδαπής, το οποίο λειτουργεί στην Ελλάδα με μορφή ιδιωτικού φροντιστηρίου ή εργαστηρίου ελευθέρων σπουδών να αναγνωριστεί ως χρόνος διανυθείς σε ΑΕΙ της αλλοδαπής ομοταγές προς ελληνικό ΑΕΙ, διότι μια τέτοια αναγνώριση θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα σε ιδιωτικό φορέα, ως σπουδών ανωτάτης εκπαιδεύσεως, και θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Συντάγματος» (ΣτΕ 1698/2013). Με άλλη διατύπωση, σε εντελώς πρόσφατη απόφαση, «ούτε ο δημόσιος χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως και το κύρος του δημόσιου πανεπιστήμιου προσβάλλονται δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα αναγνωρίσεως ισοτιμίας τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως που έχουν χορηγηθεί από ιδιωτικούς φορείς…» (ΣτΕ 992/2023).

Ποιος επιχειρεί αυτή την εξόφθαλμη παράκαμψη του άρθρου 16; Μία κυβέρνηση που συστηματικά παραβιάζει το Σύνταγμα και ματαιώνει τη λειτουργία των θεσμικών αντιβάρων, μία κυβέρνηση που έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα τη χώρα με τις απροκάλυπτες παραβιάσεις του κράτους δικαίου, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, όπως περιγράφεται στο ντροπιαστικό ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου. Είναι η κυβέρνηση των παρακολουθήσεων, των παρεμβάσεων στις ανεξάρτητες αρχές και στον Τύπο, αυτή που με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία ματαιώνει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δίνει ασυλία σε υπόλογους υπουργούς, αυτή που δεν συμμορφώνεται με εκατοντάδες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αυτή που συντάσσεται με την Ακροδεξιά για να καταψηφίσει κλιματικούς και περιβαλλοντικούς Κανονισμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή είναι η κυβέρνηση που επιχειρεί με τις νομοθετικές ρυθμίσεις περί ιδιωτικών πανεπιστημίων άλλη μία βάναυση παραβίαση του Συντάγματος και αυτό είναι πολύ πιο σοβαρό από το αν είναι σκόπιμο ή μη να λειτουργήσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, ένα ζήτημα το οποίο θα μπορούσαμε να συζητήσουμε σε λίγους μήνες που ξεκινάει η συνταγματική αναθεώρηση.

Τα πανεπιστήμια δεν είναι παραγωγικές σχολές που παρέχουν επαγγελματικά πτυχία, αλλά πλήρως αυτοδιοικούμενα ιδρύματα που με όρους ακαδημαϊκής ελευθερίας υποχρεούνται να προβαίνουν σε βασική έρευνα και να διαχέουν τα ευρήματά της στην κοινωνία. Επίσης, τα πανεπιστήμια δεν είναι ούτε μπορεί να είναι επιχειρήσεις, κοινωφελείς ή κερδοσκοπικές. Το Συμβούλιο της Επικρατείας τονίζει στη νομολογία του ότι «κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης και, ειδικότερα, η απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ αφορούν τις δραστηριότητες των “επιχειρήσεων”. Τα ΑΕΙ δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16 Συντ.) και τις διατάξεις του διέπουν την λειτουργία τους (βλ. άρθρο 1 και 4 ν. 4485/2017) αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της επιχείρησης»(ΣτΕ 2350-63/2023). Ως προς τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες η ελευθερία των ιδιωτών να ιδρύουν εκπαιδευτήρια ασκείται υπό το αυστηρό καθεστώς των συνταγματικών εγγυήσεων. Θα μπορούσαν να θεσμοθετηθούν αντίστοιχες συνταγματικές εγγυήσεις και για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Η απάντηση είναι καταφατική. Όμως αυτή τη στιγμή τέτοια συνταγματική πρόβλεψη δεν υπάρχει. Το Σύνταγμα είναι ρητά και σαφώς απαγορευτικό.

Πώς επιχειρείται η παράκαμψη αυτής της συνταγματικής απαγόρευσης; Με την επίκληση του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου και τη σύμφωνη ερμηνεία του Συντάγματος με αυτό, που κατά μία άποψη καινοφανή και μειοψηφική στη νομική θεωρία υποστηρίζει την προσαρμογή του νοήματος των επίμαχων συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 16 ώστε να επιτρέπεται η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες. Στη σχετική γνωμοδότηση των επιφανών συναδέλφων Σκουρή και Βενιζέλου υπάρχει μία υποσημείωση που ανατρέπει αυτούς τους συλλογισμούς, άρα και το συμπέρασμά τους: «Η αρχή της σύμφωνης προς το Δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένα όρια. Έτσι, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο μιας Οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους οικείους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.» (σελ. 74, υποσ. 134). Αν δεν αποτελεί contra legem, για την ακρίβεια contra constitutionem ερμηνεία η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, τότε τι είναι; Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος προϋποθέτει συμβατότητα με το γράμμα του Συντάγματος. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των απαγορεύσεων του άρθρου 16, που είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και επιτακτικότητα .

Προβάλλεται επίσης ένα επιχείρημα ότι το νομικό ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι παρόμοιο με την υπόθεση του βασικού μετόχου που προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος, όπου η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα που ρυθμιζόταν από ευρωπαϊκή Οδηγία. Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρμοδιότητα μόνο στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το ενωσιακό δίκαιο (Οδηγία 2005/36) υποχρεώνει την Ελλάδα να αναγνωρίσει επαγγελματικά την εκπαίδευση που παρέχεται μέσω κολλεγίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτό ισχύει και εφαρμόζεται, χωρίς να απαιτείται η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό δέχεται άλλωστε παγίως και το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το οποίο τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της ΣυνθΕΚ, αλλά «ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας» και είναι διαφορετικό «το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τέτοιων τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2017, 2253/2019).

Για να συνοψίσω, θα επαναλάβω εδώ όσα συνυπογράψαμε σε κοινή μας δήλωση οκτώ καθηγητές συνταγματικού δικαίου στις 7.2.2024, επισημαίνοντας ότι άλλοι τόσοι συνταγματολόγοι που δεν υπογράφουν το κείμενο έχουν εκφράσει την ίδια με εμάς άποψη: «Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. H ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση».

Κλείνω με μία παρατήρηση για το νομοσχέδιο: Ακόμη και αν είχε αναθεωρηθεί το Σύνταγμα ώστε να επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, πώς θα διασφαλιστεί το ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι αξιόπιστα και αυτοδιοικούμενα; Στο νομοσχέδιο προβλέπονται νέα νομικά μορφώματα, τα νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), που θα διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο. Το ΝΠΠΕ, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο συνδέεται απευθείας με το μητρικό Ίδρυμα και αποτελεί παράρτημά του στην Ελλάδα, με βάση απόφαση του αρμοδίου οργάνου του μητρικού Ιδρύματος που προσδιορίζει λεπτομερώς την εσωτερική μεταξύ τους σχέση και αντανακλάται επί του κεφαλαίου ή με βάση συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising), οι οποίες διασφαλίζουν ουσιωδώς την ορθή τήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων του μητρικού Ιδρύματος. Οι συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising) είναι παρόμοιες με αυτές που έχουν επιλέξει τα ιδιωτικά κολέγια που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας. Δεν πρόκειται λοιπόν παρά για την ανωτατοποίηση των ήδη υφιστάμενων κολλεγίων, χωρίς διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της θεσμικής της εγγύησης, δηλαδή της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης.

Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την υποχρηματοδοτούμενη, υποστελεχωμένη και ασφυκτικά ελεγχόμενη από το Υπουργείο (όχι απλώς εποπτευόμενη) δημόσια ανώτατη εκπαίδευση; Είναι προφανές ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω κρίση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και σε πλήρη μαρασμό των περιφερειακών πανεπιστημίων, με πρώτο το ακριτικό Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Εν ονόματι τίνος δημοσίου συμφέροντος οδηγούνται σε μαρασμό τα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως τα περιφερειακά και προς εξυπηρέτηση ποιων ιδιωτικών συμφερόντων παραβιάζεται τόσο απροκάλυπτα το Σύνταγμά μας;

Πηγή: SYNTAGMA WATCH

Το ΚΚΕ ανεβαίνει, το κίνημα πέφτει

Ανακοίνωση του Αριστερού Δικτύου Νεολαίας για τις φοιτητικές εκλογές

Οι φετινές φοιτητικές εκλογές διεξήχθησαν, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια λόγω πανδημίας, με την συμμετοχή περίπου 52.000 φοιτητών. Σε σχέση με το 2019 ψήφισαν περίπου 10.000 φοιτητές λιγότεροι. Παρά τα τρία χρόνια μη διεξαγωγής των φοιτητικών εκλογών, η σταθεροποίηση της αποχής από την εκλογική διαδικασία και γενικότερα η εντεινόμενη απαξίωση του φοιτητικού συνδικαλισμού και των Φοιτητικών Συλλόγων, είναι ένα σημείο που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, χωρίς να συμβαίνει τίποτα και να πούμε ότι όλα βαίνουν καλώς. Μπορεί ο καθένας να χαίρεται και να πανηγυρίζει για τα αποτελέσματα και τις πρωτιές, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών του έχει γυρίσει την πλάτη, απέχοντας από την ίδια την διαδικασία των φοιτητικών εκλογών και πολύ περισσότερο από τις διαδικασίες των Συλλόγων.

Η εικόνα διάλυσης και απομαζικοποίησης των Συλλόγων αφορά τις Γενικές Συνελεύσεις που δεν βγαίνουν και τις αντιστάσεις που λείπουν ενάντια στην κυβέρνηση και στο νόμο Κεραμέως, που φτιάχνει ένα πανεπιστήμιο για λίγους, ενάντια στην ακρίβεια, με το κόστος σπουδών μας να αυξάνεται όλο και περισσότερο κάθε χρόνο. Η ατομική επίλυση των προβλημάτων έχει αντικαταστήσει την συλλογική διεκδίκηση, το αίτημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας έχει υποχωρήσει και η κυβέρνηση εφαρμόζει σχεδόν ανενόχλητη (με εξαίρεση την πανεπιστημιακή αστυνομία) την πολιτική της διάλυσης του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου με την καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, την ιδιωτικοποίηση της φοιτητικής μέριμνας, τις διαγραφές φοιτητών και τις συγχωνεύσεις-κλείσιμο τμημάτων.

Η αύξηση των ποσοστών των δυνάμεων της Αριστεράς (ΠΚΣ, ΕΑΑΚ) και η πτώση της κυβερνητικής ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ αποτελούν ένα γεγονός, με θετικό πρόσημο γιατί αναδεικνύουν ότι στη νεολαία υπάρχουν τάσεις και ρεύματα αναζήτησης και αμφισβήτησης και όχι γιατί την επομένη των εκλογών η πολιτική της ΠΚΣ μπορεί να συμβάλει στην ανάταξη του κινήματος. Το ότι αυτό συνέβη σε συνθήκες μεγάλης απουσίας και υποχώρησης φοιτητικών διεκδικήσεων, μαζικών διαδικασιών των Συλλόγων, ριζοσπαστικών ιδεών, πολιτικών σχεδίων, γραμμών, θέσεων και αιτημάτων για το πώς θα ενισχυθεί ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της παιδείας και πως θα σπουδάσουμε καλύτερα, είναι κάτι το όποιο πρέπει να μας προβληματίσει. Η επιλογή της κυβερνητικής ΔΑΠ, να μην κατέβει σε πολλούς Συλλόγους, πιστεύοντας ότι θα απαξιώσει περισσότερο τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τις διαδικασίες του, η αποδυνάμωσή της, καθώς, λόγω της πανδημίας, έχασε τα «εργαλεία» της για συγκρότηση της εκλογικής της πελατείας (εκδρομές, πάρτι κλπ) σε συνδυασμό με την οργή και την αγανάκτηση που νιώθει η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών καθώς μαζί με τις οικογένειες τους χτυπιούνται από την ακρίβεια, με το κόστος ζωής και σπουδών να ανεβαίνει, συνέβαλλαν στην αύξηση των εκλογικών ποσοστών των δυνάμεων της Αριστεράς, ειδικά της ΠΚΣ, η οποία, εδώ και χρόνια, καλλιεργεί την ανάθεση στους φοιτητικούς χώρους και ταυτίζει την συμμετοχή με την ψήφο στην κάλπη. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών δεν αντικατοπτρίζουν την κατάσταση στους Συλλόγους και στο κίνημα, με Γενικές Συνελεύσεις που δεν βγαίνουν ή είναι άμαζες, με κινητοποιήσεις και φοιτητικά μπλοκ στα οποία έρχονται μόνο οι «γνωστοί» και με τον αντίπαλο, την κυβέρνηση, να προωθεί την ατζέντα της για την περαιτέρω διάλυση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.

Ως Αριστερό Δίκτυο Νεολαίας δώσαμε πανελλαδικά τη μάχη σε 17 συλλόγους. Επιμένουμε στην ανάγκη της περιόδου για μια νέα, χρήσιμη φοιτητική αριστερά που θα συνεισφέρει τόσο στο σωστό προσανατολισμό στη νέα περίοδο όσο και στην ανάταξη των συλλόγων και του κινήματος. Προεκλογικά προσπαθήσαμε να παρέμβουμε με μια μεθοδολογία στην κίνησή μας, η οποία να υπερβαίνει τις φοιτητικές εκλογές και προσπαθεί να  αναμετρηθεί με τα συνολικότερα ζητήματα της περιόδου όπως ο πόλεμος και η ακρίβεια αλλά και η συνολική αλλαγή που επιχειρείται στην εκπαίδευση στη χώρα μας. Η προσπάθεια μας αφορούσε και την μάχη των φοιτητικών εκλογών όμως δεν εξαντλείται σε αυτή καθώς την επόμενη περίοδο χρειάζεται να προσδιορίσουμε τα μέτωπα και τις μάχες. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αναμετρηθούμε με τα καθημερινά προβλήματα των φοιτητών και να δημιουργήσουμε αντιστάσεις στις σχολές. Να διεκδικήσουμε το βιβλίο που μας παίρνουν, την λέσχη που μας κλείνουν, τα λεφτά που μας ζητάνε, σε συνθήκες ακρίβειας, να πληρώσουμε για να σπουδάσουμε. Να ανοίξουμε συζητήσεις στις σχολές για τα ζητήματα της ακρίβειας, του πολέμου και του Ιμπεριαλισμού στην γειτονία μας, το μέλλον μας και το μέλλον τις χώρας μας. Να δώσουμε τις ιδεολογικές μάχες απέναντι στα πρότυπα, τον πολισμό και τις αξίες του συστήματος καθώς μέρα με τη μέρα μετράμε βήματα πίσω στην ιδεολογική συγκρότηση της νεολαίας.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια άλλη φοιτητική αριστερά με σωστό προσανατολισμό που θα αμφισβητεί την υπάρχουσα κατάσταση και θα πασχίζει να συμβάλει σε νέα ξεσπάσματα στους χώρους σπουδών. Χρήσιμη στους καθημερινούς αγώνες και τις αντιστάσεις, επικίνδυνη για την κυβέρνηση και το σύστημα. Που θα έχει τον πήχη όχι στο να «σώσει το μαγαζί της» αλλά να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα της νεολαίας. Αλλά έχουμε ανάγκη και από ένα πολιτικό ρεύμα που να απαντάει στον αναγκαίο ιδεολογικό, πολιτικό, και συνδικαλιστικό αγώνα μέσα στις σχολές.

Από τους 5 μήνες αναποτελεσματικού lockdown στο… καλωσήρθες δολάριο με τα πανεπιστήμια ακόμη κλειστά.

Η κυβερνητική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας αποδείχθηκε άκρως αναποτελεσματική και αποτυχημένη. Οι γιατροί και νοσηλευτές δίνουν μάχη καθημερινά για να καλύψουν τα κενά στο ΕΣΥ, που είχαν δημιουργήσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και δεν ενίσχυσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Χιλιάδες συνάνθρωποί μας έχουν χάσει την ζωή τους εκτός ΜΕΘ. Οι εργαζόμενοι στοιβάζονται καθημερινά στα ΜΜΜ και στους χώρους δουλειάς και η μόνη προστασία που έχουν είναι η μάσκα. Ο ΕΟΔΥ σε κάθε «άνοιγμα» ήταν ανίκανος να εκτελεί σωστή ιχνηλάτηση, ενώ ο «ήλιος των εμβολίων», το σχέδιο εμβολιασμού της Ε.Ε., απέτυχε παταγωδώς. Η κυβέρνηση, αυτή τη στιγμή, ανοίγει την οικονομία χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο, καθώς δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά μόνο να ανοίξει με κάθε κόστος τον τουρισμό, ώστε να σώσει ο,τι σώζεται από την φθορά της λόγω της πλήρους αποτυχίας της στην διαχείριση της πανδημίας.

Με το άνοιγμα της οικονομίας, θα περίμενε κανείς να λειτουργήσουν και τα πανεπιστήμια μας. Τα πανεπιστήμια μας, όμως, παραμένουν κλειστά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι από τις λίγες κυβερνήσεις στην Ε.Ε. που κρατάει τόσο καιρό κλειστή την εκπαίδευση και φαίνεται να αποτελεί και το τελευταίο της μέλημα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πάρει τα κατάλληλα μέτρα ώστε η εκπαίδευση να γίνεται δια ζώσης.

Εμείς εδώ και έναν χρόνο βρισκόμαστε κλεισμένοι στο σπίτι μας παρακολουθώντας μαθήματα και εργαστήρια(!) πίσω από μια οθόνη. Βρισκόμαστε μακριά από τον χώρο όπου σπουδάζουμε, κοινωνικοποιούμαστε, συζητάμε και δρούμε! Οι 450.000 φοιτητές πανελλαδικά, βρισκόμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας κι αυτό αποτελεί πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Διότι η κυβέρνηση μπορούσε να δώσει λεφτά για την παιδεία, για προσλήψεις καθηγητών, για κτηριακές υποδομές, ώστε να  αραιώσουν τα τμήματα και τα εργαστήρια, όμως, συνειδητά δεν έκανε τίποτα από αυτά. Έκλεισε τα πανεπιστήμια μας, χωρίς να πάρει κανένα απολύτως μέτρο για την ενίσχυση τους και συνέχισε την υποχρηματοδότησή τους.

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ως στόχο να τελειώνει με την δημόσια και δωρεάν παιδεία. Προχώρησε έτσι αποφασιστικά στην ψήφιση των κατευθύνσεων  της Ε.Ε. για εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Έφερε νόμο, που αποκλείει χιλιάδες κόσμο από την Δημόσια Εκπαίδευση θεσπίζοντας ταξικούς κόφτες (Τράπεζα Θεμάτων, Βάση Εισαγωγής, Διαγραφές Φοιτητών) και στέλνει πολλούς από αυτούς στα Ιδιωτικά Κολλέγια, από τα οποία πλέον αγοράζεις ισοδύναμο πτυχίο με αυτό του Δημοσίου. Η εκπαιδευτική διαδικασία είναι κλειστή, γιατί η κυβέρνηση μισεί την Δημόσια Παιδεία. Οι πολιτικές της την διαλύουν ακόμα περισσότερο και, παράλληλα δημιουργούν πελάτες για τα ιδιωτικά κολλέγια.

Από τις 15 Μάιου, ο τσουρουφλιστός «Greece 2.0»ήλιος είναι ανοιχτά διαθέσιμος για τους τουρίστες.  Έτσι πάρα πολλές οικονομικές δραστηριότητες είναι ήδη ανοιχτές, ενώ μετά τις 15 Μάη οι άποικοι της χώρας θα μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς SMS. Θα μπορούσε σε αυτό το σημείο κάποιος να θεωρήσει αυτονόητο ότι με την άρση του lockdown ακόμα και ως τελευταία προτεραιότητα θα υπήρχε μέριμνα για την ασφαλή επιστροφή  στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Οι μαθητές όλων των βαθμίδων επέστρεψαν στις σχολικές αίθουσες στις 10 Μάη με selftest, την μεγαλύτερη απόδειξη αποτυχίας στησίματος ενός σοβαρού επιδημιολογικού μηχανισμού. Την ίδια στιγμή για εμάς, τους φοιτητές, ούτε λόγος. Στον δημόσιο λόγο τους πανηγυρίζουν για την επιστροφή των φοιτητών στις κλινικές στις 10 Μάη, την στιγμή που ο κ. Συρίγος σε τηλεοπτική εκπομπή είχε αναγγείλει με βεβαιότητα τον εμβολιασμό των φοιτητών αυτών στο πρώτο 10ήμερο του Απρίλη και την επιστροφή τους πριν το Πάσχα. Ακόμα και τώρα μετά την επίσημη ανακοίνωση επιστροφής περιμένουμε να μάθουμε για τον εμβολιασμό. Πανηγυρίζουν επίσης την επιστροφή των τελειόφοιτων και των επί πτυχίω στις 15 Μάη αποκλειστικά για την διενέργεια πρακτικών ασκήσεων και εργαστηρίων. Το λογίζουν αυτό ως σπουδαία ενέργεια την στιγμή που ήδη είχαν εξαγγείλει την υλοποίηση τους για όλους τους φοιτητές απ’ τις  4 Ιουνίου. Φυσικά για τα υπόλοιπα μαθήματα ούτε λόγος, αφού η τηλε-εκπαίδευση έχει αποδειχθεί ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο έχει έρθει για να μείνει σύμφωνα με τα λεγόμενα τους.

Θέση των φοιτητών απ’ την αρχή της χρονιάς είναι ότι οι σχολές πρέπει να ανοίξουν και να πραγματοποιηθεί το σύνολο των μαθημάτων δια ζώσης. Εμείς είμαστε οι πρώτοι που θέλουμε να ζωντανέψουμε ξανά τους χώρους του πανεπιστημίου παρά την πολιτική σκοπιμότητα των εξαγγελιών αυτών και αυτό θα κάνουμε. Αυτό σημαίνει ότι παρά τις όποιες παραχωρήσεις τους, παρά την προσπάθεια να εκτονώσουν την δικαιολογημένη οργή και δυσαρέσκειά μας, για εμάς καθήκον για το επόμενο διάστημα  είναι να συνεχίζουμε να παλεύουμε:

Α) Για το άνοιγμα των πανεπιστημίων, απαιτώντας την εφαρμογή και την διάθεση των αναγκαίων πόρων για επιστροφή μας με την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.

Β) Για την μη εφαρμογή τoυ νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοίδη. Οι κινητοποιήσεις της τελευταίας βδομάδας  πριν το Πάσχα και οι αγώνες που προηγήθηκαν αυτής, ανάγκασαν την Κυβέρνηση να υποχωρήσει και τελικά να μην εγκατασταθεί η πανεπιστημιακή αστυνομία από τον Απρίλη στις σχολές όπως είχε ανακοινώσει ο Χρυσοχοίδης. Κερδίσαμε πολύτιμο χρόνο ώστε να συγκροτήσουμε μέτωπο για την υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας, με τους εκπαιδευτικούς, που αντιτίθενται στον νόμο. Συνεχίζουμε τον αγώνα μας, ώστε να μην εφαρμοστεί καμία πτυχή του νόμου αυτού, που δημιουργεί μια παιδεία για λίγους και προνομιούχους και μας κάνει πελάτες των ιδιωτικών κολλεγίων.

  • ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΟΙ ΣΧΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΩΡΑ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
  • ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΤΩΡΑ
  • ΑΜΕΣΟΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ ΜΑΣ
  • ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΒΑΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ – ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΚΟΛΛΕΓΙΩΝ
  • Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ ΜΑΣ

200 Ολλανδοί τουρίστες στη Ρόδο – 450 χιλιάδες φοιτητές κλεισμένοι σπίτι τους

Ο τελευταίος χρόνος ήταν για όλους μας πυκνός. Πολύ πυκνός. Με ένα διαλυμένο, από τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών και τη σκληρή πολιτική λιτότητας που επιβλήθηκε στην χώρα μας με τα μνημόνια, ΕΣΥ, αντιμέτωπο με μια πανδημία. Με μια μεγάλη αναδιαμόρφωση του εργασιακού, εκπαιδευτικού, περιβαλλοντικού συστήματος της χώρας όπως το ξέραμε μέχρι τώρα. Με έναν λαό να ζει με επιδόματα, έγκλειστος σπίτι του 1 χρόνο και μια χώρα, η χώρα μας, με 8.000 νεκρούς από Covid19.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Ο λαός στο σπίτι, οι φοιτητές μακριά από τα πανεπιστήμια τους και οι τουρίστες να έρχονται. 200 Ολλανδοί τουρίστες έρχονται στην Ρόδο δοκιμαστικά με προσκλητήριο της κυβέρνησης και εμείς, χιλιάδες, φοιτητές είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας. Πόσο υποκριτές είστε;

Μέσα σε όλο αυτό το αδιέξοδο οι φοιτητές είμαστε αντιμέτωποι και με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, έναν νόμο που θα αποκλείει κόσμο από την είσοδο πανεπιστήμιο θα διαγράφει φοιτητές, θα φέρει πειθαρχικά και αστυνομία.

Εδώ, στην Θεσσαλονίκη, στο ΑΠΘ έχουμε δει ‘’τη δροσερή πνοή δημοκρατίας’’ στης αστυνομίας στο ΑΠΘ, μετά τις 2 εισβολές των ΜΑΤ στο χώρο μας. Συγκεκριμένα, στην πιο πρόσφατη, τα ΜΑΤ μπήκαν ξημερώματα για να εκκενώσουν την Πρυτανεία, που ήταν κατειλημμένη από  φοιτητικούς συλλόγους και ήταν ανακοινωμένο πως θα έληγε το ίδιο μεσημέρι. Αν και η κατάληψη θα έληγε έτσι κ αλλιώς, επιλέχθηκε η βίαια αστυνομική εισβολή, οι προσαγωγές, το ξύλο, το κυνήγι φοιτητών ρίχνοντας τους χημικά μέσα στο χώρο του ΑΠΘ, η επίδειξη ισχύος, ο τσαμπουκάς. Επιλέχθηκε η εισβολή αυτή που όξυνε μια ήδη οξυμένη κατάσταση.

Είμαι φοιτήτρια του ΑΠΘ, το νιώθω σαν 2ο σπίτι μου, είναι ο χώρος μου. Είναι ο χώρος μου, στον οποίο έχω να πατήσω έναν χρόνο.

Έναν ολόκληρο χρόνο απουσίας, έναν χρόνο με ένα πανεπιστήμιο κενό, χωρίς καμία μέριμνα για να επιστρέψουμε. Και πλέον φοβάμαι. Φοβάμαι και οργίζομαι για τη μέρα που θα ξημερώσει αύριο για τα πανεπιστήμια.

Κυβέρνηση, υπουργέ Χρυσοχοΐδη, δεν χρειαζόμαστε άλλη ένταση, ούτε άλλα βίαια σόου για να αποπροσανατολιζόμαστε και να ξεχνάμε πως έχετε αποτύχει σε όλους τους τομείς, ότι έχετε αποτύχει με την πανδημία, πώς θέλετε να διαλύσετε όλα τα δημόσια αγαθά. Δεν δικαιούστε να μιλάτε για ‘’εύρυθμη’’ λειτουργία των ιδρυμάτων μας, όταν, αντί να προσανατολίσετε την ενέργεια σας στην ενδυνάμωση του συστήματος της υγείας και στην ασφαλή επιστροφή μας στις σχολές μας, αναδιαμορφώνετε την παιδεία σε ένα βράδυ με εμάς απόντες.

Κυβέρνηση, υπουργέ Χρυσοχοΐδη, συνυπεύθυνε πρύτανη του ΑΠΘ Παπαϊωάννου δε χρειαζόμαστε αστυνομία να προστατεύει και να επιβάλει την τάξη στα άδεια πανεπιστήμια. Χρειαζόμαστε τα απαραίτητα μέτρα για να γυρίσουμε στις σχολές και χρειαζόμαστε νόμους που να προωθούν μια παιδεία δημόσια και δωρεάν, ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο.

Σε αντίθεση με την κυβέρνηση που προτάσσει τρόμο, γκλοπ, συλλήψεις και ατομική ευθύνη για ότι μας συμβαίνει σήμερα θα υπάρχουν πάντα φοιτητές, καθηγητές, δημοκρατικοί πολίτες που νοιάζονται για τη παιδεία, για την υγεία και που πιστεύουν πως οι νέοι πρέπει να ζουν μέσα στους χώρους τους και να είναι ευτυχισμένοι, μέσα στη χαρά της δημιουργικής δράσης.

Και αυτούς θα τους βρίσκετε απέναντι σας. Θα τους βρίσκετε απέναντι σας πάντα, όσους νόμους και αν περάσετε.

 

ΜΧΣ, φοιτήτρια Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Περί δροσερής πνοής δημοκρατίας…

To γύρο του Διαδικτύου κάνουν από χθες εικόνες και βίντεο από την επίθεση της Αστυνομίας μέσα στο Πανεπιστήμιο. Εικόνες και βίντεο πάνοπλων ρόμποκοπ, οι οποίοι έχουν περικυκλώσει τους φοιτητές, τους ξυλοκοπούν, τους προπηλακίζουν και τους ψεκάζουν με χημικά. Βίντεο στο οποίο φαίνονται δεκάδες άνδρες αστυνομικοί πάνω από έναν φοιτητή να τον τραβάνε, να τον ψεκάζουν με χημικά στο πρόσωπο, ενώ είναι πεσμένος στο έδαφος και να τον σέρνουν με το κεφάλι του να χτυπάει στην άσφαλτο. Την ίδια στιγμή παρεμποδίζουν δημοσιογράφους  να τραβήξουν πλάνα και να καταγράψουν το περιστατικό, σε μια προσπάθεια να αποκρύψουν τους χουλιγκανισμούς στους οποίους επιδίδονται.

Όχι. Όσο παράξενο και αν φαίνεται η παραπάνω είδηση δεν αφορά την Τουρκία του Ερντογάν, ούτε τη Σαουδική Αραβία, δεν αφορά κάποιο ανελεύθερο, αντιδραστικό καθεστώς  όπου οι φοιτητές και οι πολίτες δεν έχουν ελευθερία λόγου, όπου έχει απαγορευθεί το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και στην πολιτική και συνδικαλιστική δράση.

Αφορά την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Ελλάδας του 2021. Αφορά την πιο αντιδραστική νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης που από την αρχή της  πανδημίας του κορωνοϊού κλίνει σε όλες τις πτώσεις την ατομική ευθύνη των πολιτών, ενώ η ίδια ανενόχλητη χωρίς να επωμίζεται τις ευθύνες που της αναλογούν, επιδεικνύοντας τουλάχιστον κοινωνική αναισθησία νομοθετεί τα πιο αντιδραστικά και αντιλαϊκά νομοσχέδια, αφού βέβαια έχει φροντίσει ανάμεσα στα άλλα και να περιστείλει, με έναν αντισυνταγματικό νόμο, το δικαίωμα του λαού να διαμαρτύρεται  και να διαδηλώνει.

Και το ερώτημα όσον αφορά τα χθεσινά είναι το εξής. Απαγορεύτηκε η συνδικαλιστική δράση εν μία νυκτί και δεν μας ενημέρωσε κανείς;  Απαγορεύθηκαν οι διαμαρτυρίες και οι πολιτικές δράσεις και δεν το μάθαμε; Νομοθετήθηκε ότι οι σχολές πια δεν ανήκουν στους φοιτητές, αλλά περνάνε στα χέρια των ποδηγετημένων ορκ του σερίφη Χρυσοχοΐδη;

Μάλλον δε συνέβη τίποτα από τα παραπάνω. Το σημερινό περιστατικό είναι ένα μικρό δείγμα της πραγματικότητας από εδώ και στο εξής μέσα στις σχολές. Είναι ένα μικρό δείγμα για το τι θα παθαίνει όποιος τολμάει όποιος τολμάει να διανοηθεί ότι μπορεί να πάρει μέρος σε μια συνδικαλιστική διαμαρτυρία και κατ’ επέκταση να αμφισβητεί την πολιτική αυτής της κυβέρνησης, να οργανώνεται και να παλεύει ενάντια σε αυτήν. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους φοιτητές, αλλά καθέναν που θα τολμήσει να σηκώσει κεφάλι και να διαμαρτυρηθεί.

Η δροσερή πνοή πανεπιστημιακής αστυνομίας δε θα έρθει για να πατάξει την δήθεν εγκληματικότητα που υπάρχει στις σχολές, δε θα έρθει να πατάξει το εμπόριο ναρκωτικών – βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης- που η αστυνομία έντεχνα έχει σπρώξει η ίδια χρόνια τώρα πέριξ των πανεπιστημιακών σχολών.

Θα έρθει να καταργήσει το δικαίωμα των φοιτητών να οργανώνονται συλλογικά, να διατυπώνουν αιτήματα και  να διεκδικούν τα δίκια τους, να εναντιώνονται σε αντιδραστικούς και αντιλαϊκούς νόμους και ίσως στο τέλος ακόμα και το δικαίωμα να συζητούν μέσα στις σχολές τους. Πάνοπλοι ρόμποκοπ θα μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο και θα αποφασίζουν τι θα λέγεται, τι θα ακούγεται, τι θα συμβαίνει μέσα σε αυτό, ποιος θα μπαίνει, ποιος θα βγαίνει και πάντα με λευκή εντολή άνωθεν να τιμωρήσουν παραδειγματικά όποιον δε συμμορφώνεται με το πλαίσιο που αυτοί θέτουν, όποιον δεν πληροί τα κριτήριά τους και  τις προϋποθέσεις, τις δικές τους, της Υπουργού Παιδείας και του Χρυσοχοΐδη.

Το σημερινό περιστατικό είναι το πρώτο από πολλά που έχουμε να δούμε στη συνέχεια. Η κυβέρνηση ανοιχτά πλέον δρα ως τραμπούκος που φέρνει την κρατική βία και ανομία μέσα στα Πανεπιστήμια. Δίνει το μήνυμα ότι δε θα διστάζει να δέρνει, να εξευτελίζει , να συλλαμβάνει, να βασανίζει και να αφήνει στο έλεος των έμμισθων τραμπούκων της τους νεολαίους που διεκδικούν το αυτονόητο -είναι πλέον; – να σπουδάσουν, δηλαδή, σε ένα δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο που διεκδικούν αλλαγή πολιτικής, που διεκδικούν το μέλλον και τη ζωή τους.

Κάθε φοιτητής, κάθε καθηγητής που νοιάζεται για τη δημόσια παιδεία, κάθε δημοκρατικός πολίτης, κάθε άνθρωπος που στοιχειώνεται και αηδιάζει μπροστά στις φωτογραφίες και τα βίντεο με την ωμή βία, καταστολή και βασανισμό ενός ανθρώπου που βγήκε χθες να διεκδικήσει το αυτονόητο, έχει καθήκον να τοποθετηθεί απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, να αντιδράσει και να απαιτήσει ο νόμος αυτό να πέσει.

Γιατί, σε αντίθεση με την κυβέρνηση που προτάσσει τρόμο, γκλοπ και συλλήψεις, εμείς θυμόμαστε, με αφορμή την ίδρυση της ΕΠΟΝ στις 23 Φεβρουαρίου 1943, ότι τα νιάτα πρέπει να ζουν και να είναι ευτυχισμένα, μέσα στη χαρά της δημιουργικής δράσης.

Οι άνθρωποι που μισούν όσο τίποτα άλλο τη δημόσια παιδεία, αποφάσισαν να την «αναβαθμίσουν»

Στις 29/01 κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Απ’ όλα τα προβλήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης η κυβέρνηση έρχεται να αντιμετωπίσει τους «αιώνιους φοιτητές», κάποιες νεφελώδεις «ακαδημαϊκές προϋποθέσεις» και… την ανομία. Ακόμα και με τα μέτρα και τις προτεραιότητες της πολιτικής και της ιδεολογίας της, η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει να εφαρμόσει ό,τι πιο καθυστερημένο, αντιδραστικό, χωροφυλακίστικο στοιχείο έχει να επιδείξει η Δεξιά.

Επιλέγει να φέρει τον χωροφύλακα στο Πανεπιστήμιο, και η ίδια, ως κρεοπώλης στον πάγκο του χασάπη, να κόψει μερικές δεκάδες χιλιάδες φοιτητών από τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση για να γεμίσουν οι τσέπες των ιδιωτικών πωλητηρίων πτυχίων που ονομάζονται κολλέγια. Οι εκλεκτικές σχέσεις και συγγένειες άλλωστε, δεν κρύβονται.

Τα δύο φίλτρα που εισαγάγει, τη βάση εισαγωγής και τις μειωμένες επιλογές στο μηχανογραφικό, έρχονται να προστεθούν σε ένα ακόμα που νομοθετήθηκε πριν τα Χριστούγεννα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Την τράπεζα θεμάτων στις εξετάσεις της κάθε τάξης του Λυκείου, η οποία από την εμπειρία του 2013 όταν και εφαρμόστηκε, θα «ωθήσει» χιλιάδες μαθητές από το Λύκειο σε διετείς σχολές κατάρτισης. Οι οποίες και αυτές νομοθετήθηκαν πριν τα Χριστούγεννα.

Μα είναι λογικό όλοι να θέλουν να σπουδάσουν; Δε θέλουμε αποφοίτους επαγγελματικών σχολών;

Η απάντηση είναι ότι οι απόφοιτοι των ΑΕΙ έχουν τη μισή ανεργία από τους απόφοιτους των σχολών κατάρτισης, ΙΕΚ, ΕΠΑΛ κοκ. Η κυβερνητική προπαγάνδα αντιστρέφει την πραγματικότητα για να πείσει το λαό ότι έχουμε ανεργία γιατί έχουμε πολλούς αποφοίτους ΑΕΙ. Τα νούμερα όμως λένε το ανάποδο.

Στόχος του νομοσχεδίου είναι να συρρικνώσει τη δημόσια εκπαίδευση και να μεγαλώσει η πίτα για την ιδιωτική.

Δεύτερος στόχος είναι να τελειώνει με την όποια αμφισβήτηση μέσα στο πανεπιστήμιο. Και να συγκροτήσει το ακροατήριο της δεξιάς στην ατζέντα «ενάντια στην ανομία».

Η κυβέρνηση αποφεύγει να ομολογήσει τους στόχους της ανοιχτά. Με ψέματα, στρεβλώσεις, εμμονές και αρκετή απόσταση από την πραγματικότητα του λαού και των πανεπιστημίων, επιχειρεί να συγκροτήσει το λόγο της.

Πιο συγκεκριμένα:

Θέσπιση βάσης εισαγωγής. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών.

Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν, περίπου το 10% των τμημάτων έχουν βάση κάτω από 6. Τα τμήματα αυτά είναι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, περιφερειακά τμήματα χαμηλής ζήτησης. Άρα η βάση εισαγωγής δε θα έχει σχεδόν καμία επίδραση στο πρόβλημα των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων ή της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών στα κεντρικά πανεπιστήμια των μεγάλων πόλεων. Απλά θα κλείσει πολλά περιφερειακά τμήματα. Το πρόβλημα των φοιτητών που λιμνάζουν έχει να κάνει με οικονομικούς-κοινωνικούς παράγοντες και όχι με ακαδημαϊκούς, όπως:

  • Πολλοί φοιτητές που θα περάσουν στα τμήματα στις μικρές πόλεις δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν μακριά από το σπίτι τους. Δηλώνουν το τμήμα για να περάσουν κάπου την πρώτη χρονιά και συνήθως ξαναδίνουν. Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς καμία στήριξη της πολιτείας σε εστίες, φοιτητική μέριμνα, χρηματοδότηση για έρευνα, αρκετοί από αυτούς τους εισακτέους θα σπουδάσουν και θα τελειώσουν τις σπουδές τους.
  • Το φαινόμενο των φοιτητών που λιμνάζουν δεν είναι τόσο έντονο σε σχολές με καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Αντίθετα παρατηρείται περισσότερο σε τμήματα που η βάση τους απέχει από το να είναι κάτω από τη βάση, αλλά τα ποσοστά άνεργων αποφοίτων είναι μεγάλα (πχ τμήματα των λεγόμενων καθηγητικών σχολών, κοινωνικές επιστήμες).

Οι βάσεις στα Παιδαγωγικά τμήματα τη δεκαετία 2000-2010 ή στις αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές μέσα στην κρίση, ανέβηκαν από την κοινωνική προσδοκία για μια σταθερή δουλειά, όταν η μερική απασχόληση, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η ανεργία εκτινάχθηκαν.

Οι βάσεις σε πολλά περιφερειακά τμήματα ακολούθησαν ελεύθερη πτώση μετά το 2010, όταν με τις μνημονιακές πολιτικές, έγινε απαγορευτικό για πολλές οικογένειες να μπορούν να στηρίξουν τις σπουδές των παιδιών τους σε άλλες πόλεις.

Επομένως  η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται ένα υπαρκτό ζήτημα, τις χαμηλές βαθμολογίες κάποιων φοιτητών, για να κλείσει απλά κάποια τμήματα. Ταυτόχρονα με την ισοτιμία επαγγελματικών δικαιωμάτων ΑΕΙ με κολέγια, ωθεί όσους από αυτούς έχουν να διαθέσουν τα αντίστοιχα δίδακτρα ως πελατεία για τα κολέγια. Αν ήταν στοιχειωδώς ειλικρινές το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για «το ακαδημαϊκό επίπεδο» και δε νομοθετούσαν ως  πλασιέ της ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι ίδιες βάσεις εισαγωγής θα έπρεπε να ισχύουν και για όσους θέλουν να εγγραφούν στα κολέγια.

Το ακαδημαϊκό επίπεδο διασφαλίζεται από το πρόγραμμα σπουδών, τους καθηγητές, τους διαθέσιμους πόρους και μέσα σε φοιτητές, ερευνητές και καθηγητές. Θέλει στα αλήθεια το Υπουργείο να συγκρίνει το ακαδημαϊκό επίπεδο, όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό για παράδειγμα του Τμήματος Ορυκτών Πόρων στα Χανιά που για διάφορους λόγους (άνοιξε άλλο παρεμφερές τμήμα, απουσία πολιτικής γύρω από τα μεταλλεύματα) είχε το 2020 βάση κοντά στο 3 (!!!) , με το ακαδημαϊκό επίπεδο του x college που διαφημίζει ο Άδωνις Γεωργιάδης;

Το χαμηλό επίπεδο είναι πρόβλημα αλλά πρώτον αφορά εξίσου και τα ιδιωτικά ιδρύματα που πουλάνε πτυχία και δικαιώματα χωρίς καμία διασφάλιση όρων. Δεύτερον είναι πολύ μεγαλύτερο το πρόβλημα του επιπέδου, αφορά μια πορεία από το δημοτικό και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφορά όλες τις αποτυχημένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 3 δεκαετιών που στόχευαν στην εκπαίδευση δεξιοτήτων και όχι στη μόρφωση, μπορεί το υπουργείο να ρωτήσει και ακαδημαϊκούς σε σχολές με βάση όχι το 3, αλλά το 15!.

Μείωση επιλογών μηχανογραφικού. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Να εισάγονται περισσότεροι υποψήφιοι σε Τμήματα στα οποία επιθυμούν πραγματικά να σπουδάσουν.

Το μέτρο αυτό θα λειτουργήσει ενισχυτικά στη βάση εισαγωγής, δηλαδή σαν ένα μικρό αλλά υπαρκτό φίλτρο για τον αποκλεισμό χιλιάδων υποψηφίων από τα δημόσια ΑΕΙ. Από μαθηματικής και λογικής άποψης όμως ο ισχυρισμός του Υπουργείου δε βγάζει κανένα νόημα. Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι διαγωνισμός ανάμεσα σε συγκεκριμένες θέσεις ανά τμήμα. Η Ιατρική Αθηνών θα ορίσει χ θέσεις και οι χ «καλύτεροι» μαθητές θα περάσουν Ιατρική. Θα υπάρχουν πολλαπλάσιοι μαθητές που ήθελαν Ιατρική αλλά λόγω των βαθμών τους θα δηλώσουν και τα τμήματα νοσηλευτικής, βιολογίας κοκ. Ελάχιστα πράγματα λοιπόν αλλάζουν στο «που επιθυμεί πραγματικά να σπουδάσει». Απλά κάποιοι πιο χαμηλόβαθμοι μαθητές θα ζυγίζουν τα οικονομικά των οικογενειών τους και αν δε μπορούν να σπουδάσουν πχ στη Δράμα στο Τμήμα Βιοτεχνολογίας θα αποφεύγουν να δηλώνουν τα περιφερειακά τμήματα. Με αποτέλεσμα αυτά να κλείσουν.

Θέσπιση ορίου φοίτησης. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η βελτίωση του ρυθμού αποφοίτησης και η γρηγορότερη ενσωμάτωση  ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας.

Πιστεύει αλήθεια η Κεραμέως και οι υπόλοιποι άριστοι ότι υπάρχουν φοιτητές που τεμπελιάζουν και δεν τελειώνουν από βλακεία ή νεανική ανεμελιά, ενώ εκεί έξω τους περιμένει ανυπόμονα η αγορά εργασίας με υψηλούς μισθούς και καλές δουλειές;

Σήμερα οι λεγόμενοι «λιμνάζοντες φοιτητές» δεν δημιουργούν καμία αρνητική συνέπεια σε κανένα τμήμα. Ούτε κρατάνε θέσεις, ούτε κοστίζουν κάτι στο κράτος όπως βιβλία, φοιτητική μέριμνα κοκ. Όπως αναφέρθηκε είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει να κάνει με το πρόβλημα της υψηλής ανεργίας, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και κάθε θετικής προσδοκίας για απόφοιτους συγκεκριμένων τμημάτων, την αδυναμία οικογενειών να χρηματοδοτούν σπουδές σε μια άλλη πόλη, την ελλιπέστατη κρατική χρηματοδότηση για τη φοιτητική μέριμνα.

Το μόνο που θα καταφέρει η ρύθμιση αυτή είναι να διαγραφούν φοιτητές οι οποίοι για διάφορους αντικειμενικούς λόγους (οικονομικοί λόγοι, παράλληλη εργασία, οικογένεια) καθυστερούν να τελειώσουν.

Θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Στόχος, με βάση το Υπουργείο: Η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, ενός χώρου ελεύθερης διακίνησης ιδεών, απρόσκοπτης διεξαγωγής έρευνας και διδασκαλίας.

Η κυβέρνηση επιμένει σε ένα μέτρο που βρίσκει απέναντι το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τα χυδαία κυβερνητικά σποτάκια παρουσιάζουν μια εικόνα προσβλητική για τους χιλιάδες φοιτητές και ακαδημαϊκούς. Δεν είναι η καθημερινότητα του Ελληνικού Πανεπιστημίου οι φωτιές, οι σύριγγες, τα χτισίματα καθηγητών. Στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και αξιόλογη έρευνα γίνεται και διδασκαλία και όλα αυτά χωρίς την απαιτούμενη στήριξη από το κράτος. Η έρευνα και η διδασκαλία εμποδίζεται από την υποχρηματοδότηση, όχι από τους ακτιβισμούς του Ρουβίκωνα. Το «ακαδημαϊκό περιβάλλον» εμποδίζεται από τις περιστρεφόμενες πόρτες μεγαλοκαθηγητών, ΔΑΠιτών, κυβέρνησης, συμφερόντων, κι όχι από τις φοιτητικές αφίσες και το φοιτητικό συνδικαλισμό.

Πολύ περισσότερο όταν είναι σαφές σε όλους τους σχετικούς με τα Πανεπιστήμια ότι αυτά υποφέρουν από ένα οργανωμένο σύστημα εξαγοράς συνειδήσεων, παροχής σημειώσεων, μαζικών αντιγραφών, επιλεκτικών προσβάσεων σε μεταπτυχιακά, στοχευμένων χρηματοδοτήσεων προγραμμάτων, ακαδημαϊκών ανελίξεων, καθηγητικών κυκλωμάτων, το οποίο έχει επί χρόνια στήσει η κυβερνητική παράταξη στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Αντί να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί αυτή ακριβώς η γάγγραινα που εξευτελίζει το ελληνικό Πανεπιστήμιο, προκαλείται ένας άνευ προηγουμένου ηθικός πανικός, με ψέματα, συκοφαντίες, διαστρεβλώσεις, χυδαιότητες, δίνοντας τη χαριστική βολή στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και “δικαιολογώντας” τα αδικαιολόγητα.

Έχει αποκαλυφθεί για παράδειγμα πλήρως, ότι ποινικά προβλήματα όπως το εμπόριο ναρκωτικών γίνεται κυρίως έξω από το πανεπιστήμιο με την αστυνομία όχι απλώς θεατή, αλλά ενορχηστρωτή μιας συντεταγμένης κίνησης να φέρει την πρέζα και το εμπόριό της γύρω από τα ΑΕΙ.

Προβλήματα συμμοριτισμού και μηδενιστικής βίας, που έχουν εκφραστεί εντελώς μειοψηφικά και σε 2 πανεπιστημιακά κτίρια – από τα δεκάδες – στο κέντρο της Αθήνας, είναι κοινωνικά προβλήματα και όπως δε λύνονται με την καταστολή στις γειτονιές της Αθήνας, δε θα λυθούν και στην ΑΣΟΕΕ. Οι μπάρες, η αστυνομία, οι κάμερες, όπως δεν έλυσαν τα προβλήματα δολοφονιών σε κολέγια και σχολεία στις ΗΠΑ από «μοναχικούς λύκους», δε θα τα λύσουν κι εδώ.

Μετά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο σειρά έχουν δύο ακόμα νομοσχέδια. Ένα για την αξιολόγηση και την αυτονομία της σχολικής μονάδας. Ένα κρίσιμο βήμα για να εμπορευματοποιηθεί ακόμα περισσότερο – έως και να έρθει το κουπόνι – το σχετικά Δημόσιο αλλά καθόλου Δωρεάν σχολείο. Και ένα νομοσχέδιο για ένα νέο Νόμο Πλαίσιο για τα ΑΕΙ και την αναγνώριση ξένων πανεπιστημίων, το οποίο κι αυτό θα ωθεί ακόμα περισσότερο τα ΑΕΙ, μέσω της αξιολόγησης πάντα, στην αναζήτηση  χρηματοδοτήσεων.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει να επιταχύνει. Θεωρεί ότι έχει το συσχετισμό στην κοινωνία «για τις αναγκαίες τομές στην παιδεία». Μισεί τη δημόσια εκπαίδευση όσο τίποτα, δουλεύει ανοικτά και κυνικά για τους επιχειρηματικούς κύκλους των κολλεγίων, επιδίδεται σε όργιο συκοφάντησης και χυδαιολογίας ενάντια στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, τους φοιτητές, τους καθηγητές, τους πρυτάνεις.

Οι κινητοποιήσεις μπορούν να καθυστερήσουν αυτήν την πολιτική. Πρέπει να συνεχιστούν και να μαζικοποιηθούν.

Και ταυτόχρονα να συγκροτηθεί ένας πειστικός λόγος για την ανάγκη στήριξης της Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας.

Πρωτοβουλία «ΟΧΙ Αστυνομία στα Πανεπιστήμια»

Η Πρωτοβουλία ΟΧΙ Αστυνομία στα Πανεπιστήμια συγκροτήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο από διδάσκοντες και διδάσκουσες πανεπιστημίων από όλη την Ελλάδα με στόχο αφενός να εκφράσει την έντονη αντίθεσή της στην τότε εξαγγελθείσα πρόθεση του ΥΠΑΙΘ να δημιουργήσει πανεπιστημιακή αστυνομία και αφετέρου να διατυπώσει συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στο σύντομο διάστημα της παρουσίας της, η Πρωτοβουλία συνέλεξε 1050 υπογραφές πανεπιστημιακών εναντίον των προτεινόμενων ρυθμίσεων και επεξεργάστηκε προτάσεις σε αντίθεση με την κυβέρνηση που προωθεί για τους δικούς της πολιτικούς λόγους το δόγμα «ασφάλεια και τάξη» και οικοδομεί ένα αστυνομικό κράτος. Έκτοτε ολοένα και περισσότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα, σχολές, τμήματα, φοιτητικοί σύλλογοι, ομοσπονδίες εργαζομένων, επιστημονικές ενώσεις παίρνουν θέση εναντίον των προθέσεων της κυβέρνησης. Μεταξύ αυτών, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών (Ρέθυμνο), ο Ενιαίος Συλλόγου Καθηγητών Πανεπιστημίου Κρήτης (Ηράκλειο), ο Ενιαίος Σύλλογος Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Πανεπιστημίου Κρήτης, τα Τμήματα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και Αρχαιολογίας.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει «πλήρη αυτοδιοίκηση» στα Πανεπιστήμια (άρ.16.5 Σ), κατοχύρωση που συνεπάγεται πλήρεις αρμοδιότητες των πρυτανικών αρχών στον πανεπιστημιακό χώρο. Το ασφαλές περιβάλλον για όλους/ες αποτελεί προϋπόθεση για την υλοποίηση του καταστατικού στόχου των Πανεπιστημίων και την απρόσκοπτη λειτουργία της ακαδημαϊκής κοινότητας και πως τα Πανεπιστήμια χρειάζονται αποτελεσματική φύλαξη, προστασία των υποδομών τους, των εργαζόμενων σε αυτά και των φοιτητών/ριών από κάθε φυσικό ή λειτουργικό κίνδυνο ή βλάβη. Η φύλαξη αυτή οφείλει να επιτελείται σύμφωνα τις καταστατικές αρχές των Πανεπιστημίων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του εν εξελίξει μπαράζ κατά των πανεπιστημίων η αισχρή δήλωση του προέδρου των Ειδικών Φρουρών Β. Ντούμα σε εκπομπή της ΕΡΤ ότι ο μεγαλύτερος τζίρος λιανεμπορίου ναρκωτικών γίνεται εντός των πανεπιστημιακών σχολών. Όπως δείχνουν έρευνες, σε αντίθεση με αυτή τη χυδαία προπαγάνδα στα ΜΜΕ, η εγκληματικότητα δεν αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στα Πανεπιστήμια και δεν χαρακτηρίζει τη ζωή σε αυτά. Έχει κατά κανόνα σποραδικό και ήπιο χαρακτήρα με εξαίρεση ορισμένα περιστατικά που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα.

Το ζήτημα της «ανομίας» στα πανεπιστήμια είναι μια κλασική περίπτωση μακροχρόνιας πρόκλησης «ηθικού πανικού» στην κοινωνία ώστε να δημιουργηθεί μια στρεβλή εικόνα για το ελληνικό πανεπιστήμιο στους τηλεθεατές που δεν έχουν άμεση σχέση με την πραγματικότητα των σχολών. Σε κάθε περίπτωση, ο ποινικός κώδικας έχει πλήρη ισχύ παντού στην επικράτεια και άρα και στον χώρο των Πανεπιστημίων. Η ισχύς του δεν εξαρτάται από την τυχόν επέμβαση της αστυνομίας ή τον τρόπο φύλαξης.

Από την άλλη, η μόνιμη παρουσία της αστυνομίας εντός των Πανεπιστημίων, εκτός από αντισυνταγματική, μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει, καθώς ποτέ η επίταση της αστυνόμευσης δεν έλυσε προβλήματα εγκληματικότητας. Αντίθετα, συχνά δημιούργησε περαιτέρω προβλήματα στις σχέσεις πολιτών και αστυνομίας.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η Πρωτοβουλία ΟΧΙ Αστυνομία στα Πανεπιστήμια προτείνει μεταξύ άλλων, τη δημιουργία σώματος φύλαξης στα πανεπιστήμια και την ανάπτυξη προτύπων φύλαξης των ΑΕΙ, ανάλογα με τα χωροταξικά χαρακτηριστικά του κάθε ιδρύματος. Το προσωπικό φύλαξης να ανήκει στο προσωπικό των πανεπιστημίων και να εκπαιδεύεται από το Υπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια. Το σώμα φύλαξης και η εκπαίδευσή του να χρηματοδοτείται από τον τακτικό προϋπολογισμό. Την ανάπτυξη μέτρων πρόληψης και αποτροπής εγκλημάτων στα ΑΕΙ μέσω αξιοποίησης συμβατικών και εξελιγμένων τεχνολογιών ή στοχευμένων μέτρων (κατάλληλος φωτισμός, συστήματα ιχνηλασίας και καταγραφής εξοπλισμού, απομάκρυνση ΑΤΜ κ.ά.).

Τη συνδρομή της αστυνομίας στην αποδιάρθρωση της αγοράς ναρκωτικών γύρω από τα ΑΕΙ. Την επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου χρήσεων και προστασίας της περιουσίας των ΑΕΙ. Τη διάκρισή της σε περιουσία/χώρους για ακαδημαϊκές και διδακτικές λειτουργίες και για μη ακαδημαϊκέςλειτουργίες με περαιτέρω διαφοροποιημένο καθεστώς φύλαξης. Κάθε Πανεπιστήμιο να μπορεί να ελέγχει την είσοδο σε συγκεκριμένους χώρους, εφόσον το αποφασίσει, στα όρια της αποκλειστικής αρμοδιότητας που διαθέτει.

Τα πραγματικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν καμία τέτοια εικόνα «ανομίας» σε αντίθεση, π.χ. με τις πολυάριθμες καταγγελίες αυθαιρεσιών της ίδιας της ελληνικής αστυνομίας δυστυχώς. Η κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που απαξιώνει το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης για να προωθήσει συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα (ΙΕΚ, κολέγια αμφιβόλου ποιότητας), στήνει σκηνικό έντασης για να καταστείλει τις δικαιολογημένες αντιδράσεις που έρχονται. Αν η ελληνική κοινωνία δεν το αντιληφθεί και δεν υπερασπιστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο, τους Έλληνες επιστήμονες,
και κυρίως τη νέα γενιά, τους φοιτητές και φοιτήτριές μας, θα ανοίξει ένας πολύ δυσοίωνος δρόμος βίας και καταστολής που συνοδεύουν ανέκαθεν τις χρεωκοπημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές κατεδάφισης κάθε δημόσιου αγαθού.

Το πανεπιστήμιο από την πλευρά του θα πρέπει να παραμείνει στο πλευρό της κοινωνίας ενισχύοντας τους δεσμούς που έχει συνάψει μαζί της. Τόσο η βία όσο και η καταστολή είναι στοιχεία ξένα προς το πανεπιστήμιο σε αντίθεση με τη δημοκρατία, τον διάλογο και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών που αποτελούν την προμετωπίδα της ιδρυτικής του συνθήκης.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πανεπιστημιακή αστυνομία ή ακαδημαϊκή ελευθερία;

Η αναφορά στο Πανεπιστήμιο ως άντρο «βίας και ανομίας» ξενίζει όσο και προκαλεί. Προκαλεί κυρίως την αγανάκτηση όσων μετέχουν στην ακαδημαϊκή διαδικασία, όσων δηλαδή ζουν από και για το Πανεπιστήμιο. Των λίγων χιλιάδων φοιτητών, διοικητικών και διδασκόντων για τους οποίους το Πανεπιστήμιο είναι η δουλειά, το πάθος, το δεύτερο –ενίοτε και το πρώτο– σπίτι.

Ποιοι φοβούνται το Πανεπιστήμιο τόσο ώστε να θέσουν ως προτεραιότητά τους, εν μέσω οικονομικής, κοινωνικής και υγειονομικής κρίσης, την επιτήρησή του με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους από ένα νέο ειδικό σώμα ασφαλείας; Ποιοι και κυρίως γιατί;

Το πρόσφατο νομοσχέδιο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας «κατά τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα» (sic) φαντάζει από την πλευρά της γαλλικής εμπειρίας σαν το πιο σύντομο ανέκδοτο. Ο λόγος είναι απλός: στη Γαλλία δεν υφίσταται πανεπιστημιακή αστυνομία – και το κείμενό μας θα μπορούσε να τελειώνει εδώ με τις λέξεις αυτές.

Το αντίστοιχο μπορούν να επιβεβαιώσουν όσοι σπουδάζουν ή υπηρετούν σε πανεπιστήμια του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ο.κ. Συνδυάζεται δε με άλλο ένα σύντομο ανέκδοτο, αυτό που θέλει το πανεπιστημιακό άσυλο να αποτελεί «παγκόσμια πρωτοτυπία» (ξανά sic). Η αναφορά θα ήταν άξια ειρωνείας αν το ζήτημα δεν ήταν τόσο σοβαρό, ιδίως όταν τέτοια «λάθη» και ανακρίβειες εκπορεύονται από επίσημα και καθόλα έγκριτα χείλη. Ας δούμε, λοιπόν, κατ’ αρχάς ποια είναι στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.

Το πανεπιστημιακό άσυλο υπήρξε όντως παγκόσμια πρωτοτυπία… το μακρινό 1231 μ.X. στη Γαλλία, όταν μια φοιτητική στάση στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, τη γνωστή μας Σορβόνη, έγινε η αφορμή να καθιερωθεί, μέσω παπικού διατάγματος (Parens scientiarum), η ανεξαρτησία του Πανεπιστημίου έναντι της κοσμικής εξουσίας. Με βάση το διάταγμα αυτό, μόνο ο επικεφαλής του Πανεπιστημίου, επίσκοπος ή πρύτανης, μπορούσε να δικάζει και να επιβάλλει ποινές στους φοιτητές που κρίνονταν ένοχοι αδικημάτων. Αυτό το καθεστώς εξαίρεσης επεκτάθηκε έκτοτε σε όλα τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο από τον Βίκτορα Ουγκό στο περίφημο μυθιστόρημά του «Η Παναγία των Παρισίων».

Το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς που απολαμβάνουν στη Γαλλία τα δημόσια Πανεπιστήμια –αμιγώς ιδιωτικά Πανεπιστήμια δεν υπάρχουν– ισχύει αδιαλείπτως από τον 13ο αιώνα και έχει γίνει γνωστό με τον όρο franchise universitaire (πανεπιστημιακό προνόμιο) – στα αγγλικά: university asylum. Ο ισχύων νόμος, που περιλαμβάνεται στο άρθρο L712-2 του Κώδικα της Εκπαίδευσης, εξασφαλίζει το απαραβίαστο των πανεπιστημιακών χώρων στους οποίους διεξάγεται η επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, η λεγόμενη ακαδημαϊκή λειτουργία, από κάθε μορφής επέμβαση των σωμάτων ασφαλείας, με τη δυνατότητα αυτή να δίνεται κατ’ εξαίρεση και κατόπιν εντολής των πρυτανικών αρχών.

Η ratio της διάταξης αυτής, η οποία παγιώθηκε εθιμικά και μέσα από σειρά προηγούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων μέχρι σήμερα, είναι ότι ο πρύτανης του Πανεπιστημίου φέρει αποκλειστικά το βάρος της τήρησης της τάξης στο ίδρυμα του οποίου είναι επικεφαλής. Μόνο εκείνος μπορεί επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, να καλέσει τα σώματα ασφαλείας. Οι μόνες εξαιρέσεις σ’ αυτό είναι τα αυτόφωρα εγκλήματα, οι καταστροφές ή οι παρεμβάσεις κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας-εντάλματος.

Ο νέος προγραμματικός νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα που κατέθεσε η κυβέρνηση Μακρόν και ψηφίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες τον περασμένο Νοέμβρη περιλάμβανε, μεταξύ άλλων αντιδραστικών μέτρων νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, τη θέσπιση ενός νέου «αδικήματος διατάραξης της ησυχίας και τάξης» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που τιμωρείται με 7.500 ευρώ πρόστιμο και ένα χρόνο φυλάκιση, με την ποινή να αυξάνεται σε 45.000 ευρώ και τρία χρόνια φυλάκιση αν έχουμε σύμπραξη περισσότερων του ενός δραστών.

Η επίμαχη διάταξη, που καταργούσε στην πράξη το άσυλο ποινικοποιώντας μέσω μιας σκόπιμα ασαφούς διατύπωσης την όποιας μορφής αμφισβήτηση και διαμαρτυρία μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου, ακυρώθηκε πριν από λίγες μέρες από το Συνταγματικό Συμβούλιο.

Είχε προηγηθεί η απόσυρση από την ίδια τη γαλλική κυβέρνηση μιας ακόμη τροπολογίας της τελευταίας στιγμής που όριζε ότι «οι ακαδημαϊκές ελευθερίες οφείλουν να ασκούνται με σεβασμό στις αξίες της Πολιτείας» (sic). Οι δύο αυτές διατάξεις αντιμετωπίστηκαν –και δικαίως– ως ευθεία προσβολή της ακαδημαϊκής ελευθερίας που προϋποθέτει την ελεύθερη και απρόσκοπτη άσκηση του ακαδημαϊκού διαλόγου και της γόνιμης κριτικής και αμφισβήτησης με κάθε μέσο, στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης.

Ο νέος νόμος θέτει εν γένει σε κίνδυνο, συρρικνώνοντάς το, το καθεστώς δημόσιου λειτουργού των πανεπιστημιακών και έχει κινητοποιήσει μαζικά μέχρι και σήμερα τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας μέσω απεργιών και καταλήψεων – το επονομαζόμενο «κίνημα των μαύρων οθονών», με αναφορά στην ιδιαίτερη συνθήκη της τηλεκπαίδευσης.

Οι καταλήψεις διαρκείας στα Πανεπιστήμια είναι πολύ συχνές στη Γαλλία και παγιωμένες στη συνείδηση των πολιτών ως θεμιτό μέσο πίεσης στους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας και τις εκάστοτε κυβερνήσεις με αίτημα την αναστολή νομοθετημάτων που θέτουν σε κίνδυνο τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Τις περισσότερες φορές τερματίζονται με ειρηνικό τρόπο έπειτα από διαβουλεύσεις με τις πρυτανικές αρχές ή όταν το κίνημα πετυχαίνει τον σκοπό του.

Σπάνια υπάρχουν εξαιρέσεις. Το 2014, το Πανεπιστήμιο της Ρεν έκλεισε για μια μέρα με πρυτανική εντολή για προληπτικούς λόγους. Εγινε τότε λόγος για άσκηση της ειδικής εξουσίας επιτήρησης-αστυνόμευσης (police spéciale) που αποδίδει ο νόμος στον πρύτανη ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος – η οποία καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με την ίδρυση ειδικού σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας. Ο λόγος της απόφασης αυτής ήταν η ανακοίνωση διεξαγωγής μιας γενικής συνέλευσης διαμαρτυρίας για τον πρόσφατο τότε θάνατο από τα πυρά της αστυνομίας ενός νέου περιβαλλοντικού ακτιβιστή σε ειρηνική πορεία για το περιβάλλον. Το σκεπτικό ήταν η έλλειψη προαναγγελίας της συνέλευσης από τους φοιτητές και ο κίνδυνος πρόκλησης κακουργηματικών πράξεων μέσα στο πανεπιστημιακό campus.

Δυο χρόνια αργότερα, με το αιτιολογικό του κινδύνου για την ασφάλεια των φοιτητών, το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων φοιτητή με την οποία ζητούσε να ανοίξει άμεσα το υπό κατάληψη πανεπιστήμιό του. Παρότι το δικαστήριο αναγνώρισε την προσβολή του δικαιώματος του αιτούντος φοιτητή στην εκπαίδευση, έκρινε ότι αυτή η προσβολή δεν ήταν τόσο σημαντική σε σχέση με την απειλή που υπήρχε για τη δημόσια τάξη από την επιχείρηση εκκένωσης και ό,τι ενδεχομένως θα ακολουθούσε.

Η πρόσφατη περίπτωση της Νομικής Σχολής του Μονπελιέ είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα όσον αφορά την οριοθέτηση του πεδίου αρμοδιοτήτων των πανεπιστημιακών αρχών. Το 2018, ο κοσμήτορας της Σχολής Φιλίπ Πετέλ –η ομοιότητα του ονοματεπωνύμου του με αυτό του δωσίλογου Γάλλου στρατάρχη είχε γίνει τότε αντικείμενο σκωπτικών σχολίων στην ακαδημαϊκή κοινότητα– είχε αποδειχθεί ότι είχε καλέσει, με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του καθηγητή της Νομικής, ομάδες κρούσης κομάντο της γαλλικής Ακροδεξιάς, για να εκκενώσουν φορώντας κουκούλες και οπλισμένοι με ρόπαλα και αιχμηρά αντικείμενα ένα αμφιθέατρο της Σχολής που είχε καταληφθεί μερικές ώρες πριν από φοιτητές.

Ο ίδιος ο κοσμήτορας μαζί με τον καθηγητή φαίνονται καθαρά σε βίντεο να ανοίγουν τις μπάρες και τις πόρτες ασφαλείας, να καθοδηγούν τους παρακρατικούς και να συμμετέχουν και οι ίδιοι στις βιαιοπραγίες κατά φοιτητών και φοιτητριών, πολλές και πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν στο νοσοκομείο με βαριές κακώσεις. Η αστυνομία επενέβη άμεσα έπειτα από κλήση του πρύτανη για να προστατεύσει τους καταληψίες φοιτητές και να συλλάβει τους υπαίτιους καθηγητές και παρακρατικούς. Παρά τη γενική κατακραυγή, ο κοσμήτορας φάνηκε αμετανόητος, δηλώνοντας στα μέσα ενημέρωσης ότι «έκανε το καθήκον του».

Οι πρυτανικές αρχές τον καθαίρεσαν άμεσα από το αξίωμά του και επέβαλαν πειθαρχικές ποινές τόσο στον ίδιο όσο και στον συνεργό του καθηγητή. Στην ποινική δίκη που ακολούθησε, ο πρώην κοσμήτορας τιμωρήθηκε με την ποινή της παύσης για πέντε χρόνια από τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα, ενώ ο συνάδελφός του παύθηκε οριστικά από το γαλλικό Πανεπιστήμιο.

Πόσα από τα παραπάνω θα ήταν δυνατό να συνέβαιναν στην Ελλάδα σήμερα; Θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε την ελληνική αστυνομία να παρεμβαίνει για να σώσει καταληψίες φοιτητές από τα χέρια ακροδεξιών τραμπούκων και των συνενόχων τους καθηγητών; Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την ίδια αστυνομία να αρνείται να παρέμβει για να διαλύσει μια κατάληψη, παρά τις πρυτανικές εκκλήσεις, όπως συνέβη πέρυσι στη Σορβόνη;

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε σύσσωμη την πανεπιστημιακή κοινότητα να βγαίνει στους δρόμους εν μέσω πανδημίας για να προστατεύσει το άσυλο και την ακαδημαϊκή ελευθερία από την εκδικητική μανία των ίδιων των θεματοφυλάκων τους; Φανταζόμαστε το πικρό μειδίαμα στα χείλη των αναγνωστών. Εντούτοις, το χάσμα που μας χωρίζει από αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα μας δίνει το μέτρο της απόστασης που μας χωρίζει από ένα ουσιαστικό κράτος δικαίου.

Σ’ ένα ουσιαστικό κράτος δικαίου, το θεσμοθετημένο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων προϋποθέτει και επιβάλλει τη δυνατότητα ελέγχου των ενδεχόμενων παραβιάσεων του ακαδημαϊκού χώρου από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, χωρίς έξωθεν παρέμβαση. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στη Γαλλία –και στην Ελλάδα– είναι και επαρκές και ικανό να παρέχει την πολυπόθητη ασφάλεια, με την ανάθεση της φύλαξης των πανεπιστημιακών χώρων είτε σε ειδική κατηγορία διοικητικού προσωπικού (δημοσίων υπαλλήλων) είτε σε ιδιωτικούς φορείς που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες (security), δεν οπλοφορούν και ελέγχονται αποκλειστικά από τις πρυτανικές αρχές.

Οι μύθοι που αναπαράγονται ευρέως το τελευταίο διάστημα είναι ενδεικτικοί του εγκλήματος που μεθοδεύεται σε βάρος του δημόσιου Πανεπιστημίου, με πρόσχημα την ασφάλεια και με μοναδικό σκοπό τη σταδιακή απαξίωσή του. Ποια δεδομένα, ποιες εκθέσεις, ποιες στατιστικές στοιχειοθετούν άραγε, ποσοτικά και ποιοτικά, το μέγεθος της «βίας και ανομίας» που δικαιολογεί τη δημιουργία ειδικού αστυνομικού σώματος για τα Πανεπιστήμια;

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε στη Γαλλία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 και 2016 δεν ανέδειξε ως αναγκαία μια αντίστοιχη ρύθμιση. Η πρακτική της επίδειξης φοιτητικής ή αστυνομικής ταυτότητας για την είσοδο στα πανεπιστήμια, που δικαιολογημένα εφαρμόστηκε υπό το κράτος του –υπαρκτού– φόβου κατά το πρώτο διάστημα μετά τις επιθέσεις, γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Στα γαλλικά Πανεπιστήμια, ακόμα και στα πιο κεντρικά του Παρισιού, μπαίνει σήμερα ελεύθερα όποιος το επιθυμεί. Διακριτική φύλαξη εξακολουθεί να υπάρχει σε πανεπιστημιακά campus που βρίσκονται σε περιοχές με αυξημένη εγκληματικότητα, όπως τα γκετοποιημένα προάστια των μεγαλουπόλεων.

Τέλος, μια σχετικά άγνωστη παράμετρος της γαλλικής πρακτικής αφορά στην προστασία που προσδίδει η φοιτητική ιδιότητα στους παράνομα εισαχθέντες στο γαλλικό έδαφος. Με τα σημερινά ισχύοντα, το Πανεπιστήμιο είναι ελεύθερο να εγγράψει φοιτητές χωρίς άδεια παραμονής και υπάρχει απαγόρευση σύλληψης και επαναπροώθησής τους ενόσω βρίσκονται στον χώρο του Πανεπιστημίου. Μάλιστα απαγορεύεται να εισέλθει η αστυνομία για το λόγο αυτό και στις φοιτητικές εστίες της πανεπιστημιούπολης, που θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στον πανεπιστημιακό χώρο που προστατεύεται από το άσυλο.

Το ελεύθερο πανεπιστήμιο φοβίζει τους απανταχού θιασώτες ανελεύθερων καθεστώτων. Η ορμπανικού τύπου θανατοπολιτική που επικαλείται την κατάλυση του ασύλου απεργάζεται τον αργό θάνατο του δημόσιου πανεπιστημίου ως χώρου ανοιχτού και προσβάσιμου σε όλους χωρίς διάκριση, οργανικά συνδεδεμένου με την κοινωνία – μιας από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας. Το σημερινό συλλογικό διακύβευμα, που αφορά ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα, είναι η αντίσταση στην επιβολή ενός ταξικού, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, πανεπιστημίου βίας και καταστολής, με το οποίο το (φιλελεύθερο) ελληνικό Σύνταγμα είναι ρητά και κατηγορηματικά αντίθετο.

Θα κλείσω με τα λόγια του Ζορζ Βεντέλ, πρύτανη του Πανεπιστημίου του Παρισιού το 1960 –πριν από τον Μάη–, ο οποίος σε ένα εμπνευσμένο άρθρο του για την ακαδημαϊκή ελευθερία έδωσε τον ωραιότερο, νομίζω, ορισμό της αποστολής του πανεπιστημιακού δασκάλου: είναι η αποστολή «ενός ελεύθερου ανθρώπου στον οποίο εμπιστευόμαστε άλλους ελεύθερους ανθρώπους». Ας προστατεύσουμε αυτή την ευγενή αποστολή με κάθε μέσο και κάθε τίμημα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Το άντρο της ανομίας μίλησε για το νόμο: Η ΔΑΠ έβγαλε ανακοίνωση για τα Πανεπιστήμια.

Η ΔΑΠ μίλησε για την ανομία στα Πανεπιστήμια. Χαιρέτισε τον νόμο Κεραμέως Χρυσοχοΐδη, θεωρώντας ότι επιτέλους θα μπει μια τάξη.

Ποιοι μίλησαν;

– Οι “γαλάζιες” ορδές που έδερναν καθηγητές ή φοιτητές, που διαφωνούσαν μαζί τους, ή που δεν τους έκαναν τα χατίρια.

– Οι μπρατσωμένοι χούλιγκαν ανακατεμένοι με neckless μπράβους που στις φοιτητικές εκλογές έφευγαν από τα ΤΕΦΑΑ προς Φιλοσοφική, ΠΑΠΕΙ και πίσω και τρομοκρατούσαν και έδερναν με παλούκια, κράνη, συνθήματα για τις μάνες και τις αδερφές των υπολοίπων.

– Οι μαφιόζοι της νοθείας. Που άρπαζαν και άλλαζαν κάλπες, που την προηγουμένη των εκλογών ο πρόεδρος της ΔΑΠ στο ΤΕΙ Πειραιά ήξερε ότι στους 7.876 ψηφίσαντες θα πάρουν 3.991 ψήφους που τους εξασφάλιζε αυτοδυναμία με 52% ποσοστό. Και τους έπαιρναν. Δηλώνοντας με ακρίβεια ψήφους και ποσοστά από την παραμονή.

– Οι οργανωτές του κυκλώματος με νεοδημοκράτες καθηγητές που έδιναν σημειώσεις και θέματα, ΔΑΠιτες που έδιναν τις λύσεις στις εξετάσεις για να μπει κάποιος στο ψηφοδέλτιο της «φιλελεύθερης» παράταξης. Έμποροι που οργάνωναν τις συναλλαγές με μπουκάλια ποτά σε κλαμπ και διήμερα στη Μύκονο για ένα μάθημα εξεταστικής.

– Οι διοργανωτές πάρτι σε πανεπιστημιακούς χώρους, με στριπτιζέζ, με κυκλώματα πορνείας κι άλλες μεθόδους “ελεύθερης διακίνησης” όχι ιδεών, αλλά γυναικών.

– Οι πρόεδροι της ΔΑΠ που σε όλες σχεδόν τις μεγάλες σχολές έφταναν 35 χρονών και ακόμα οργάνωναν τις ορδές της βίας και της παρανομίας, και οι οποίο χαιρέτισαν σήμερα τη ρύθμιση για τους αιώνιους…

– Το σημερινό μισό Υπουργικό Συμβούλιο που ήταν σε ακριβώς αυτή τη ΔΑΠ που περιγράφεται παραπάνω.

Αυτή η ανομία, η καραμπινάτη, η οργανωμένη, η συντεταγμένη, μαφιόζικη, με τις πλάτες πολλών καθηγητών του Νεοδημοκρατικού κυκλώματος ανομία, ήταν ενσωματωμένη στην καθημερινότητα του ελληνικού πανεπιστημίου.

Αυτή ήταν η βασική πληγή του ελληνικού Πανεπιστημίου, όσον αφορά το επιστημονικό κύρος.

Πτυχία που δίνονταν σε γαλάζια παιδιά που δεν μπορούσαν να γράψουν σωστά το όνομά τους.

ΟΝΝΕΔίτες που έδερναν καθηγητές και πρυτάνεις που δεν εξέλεγαν όσους υποδείκνυε η Ρηγίλλης.

Μεταπτυχιακά και διδακτορικά που μοιράζονταν αφειδώς στους Δαπίτες για να παριστάνουν μετά τους μελετηρούς και τους άριστους.

Πληγή που ήταν οργανωμένη με μαφιόζικο τρόπο από το μεγαλύτερο κόμμα της κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα και τη νεολαία του, από τη ΝΔ, για συγκεκριμένους λόγους. Για έλεγχο της έρευνας και της χρηματοδότησης, για έλεγχο του καθηγητικού σώματος, για καταστολή του φοιτητικού κινήματος και βεβαίως για προσωπικό όφελος των άριστων αλλά βασικά άχρηστων γαλάζιων παιδιών. Παιδιά που μεγάλωσαν μαθαίνοντας να βρίζουν κάθε μέρα το κράτος και κάθε νύχτα να το λεηλατούν προς ίδιον όφελος.

Οι τραμπουκισμοί των “αντιεξουσιαστών” δεν ήταν καθημερινότητα. Ούτε παλιότερα, ούτε πολύ περισσότερο σήμερα.

Είχαμε ένα – δύο τελετουργικά το χρόνο και σε μία ή δύο σχολές του κέντρου της Αθήνας. Δεν επηρέαζαν τη ροή του χρήματος, δεν επηρέαζαν σοβαρά την ακαδημαϊκή λειτουργία, δε διαμόρφωναν μαζικά τη συνείδηση για το τι είναι το ελληνικό Πανεπιστήμιο σε ένα τοπίο που αποθέωνε τις πελατειακές σχέσεις και τα κονέ με την εξουσία και το χρήμα. Φυσικά, προετοίμαζαν το έδαφος στην κοινή γνώμη και αποτελούσαν συγκολλητική ουσία για την σύμπτυξη του φιλο-κυβερνητικού μετώπου μέσα στα Πανεπιστήμια.

Πλέον, αυτά τα τελετουργικά, εμφανίζονται ως δια μαγείας και πολύ βολικά, κάθε φορά που η αντιδραστική και καθυστερημένη κυβέρνηση Μητσοτάκη, οργανώνει νέο κύμα χωροφυλακισμού στα Πανεπιστήμια.

Πολύ βολικά, η επίθεση στον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ συνέπεσε με τις ημέρες που η Κεραμέως ετοίμαζε το επικείμενο νομοσχέδιο για την αστυνομική φύλαξη των Πανεπιστημίων.

Τη μέρα δε που κατατέθηκε το νομοσχέδιο, είχαμε παντού φωτογραφίες του πανό «Κωστάκη που είναι ο μπαμπάς σου;» που αναρτήθηκε στο Πανεπιστήμιο Πειραιά για τον Κουφοντίνα. Πανό που πιθανά και ο ίδιος ο Κουφοντίνας θα αποστρεφόταν καθώς ό,τι έκανε πριν 32 χρόνια, μάλλον, δεν το έκανε για να «πονέσει τον Κούλη».

Ανεξάρτητα με το αν πρόκειται για ηλίθιους με αντιεξουσιαστικό φερετζέ, ή για πονηρότερους, πρόκειται για ανθρώπους που η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να τους ανάψει λαμπάδα. Την εξυπηρετούν συστηματικά.

Η δυνατότητα ωστόσο του μαζικού κινήματος των φοιτητών – και όχι των αυτόκλητων τραμπούκων δήθεν “αντιεξουσιαστών” –  να παρεμβαίνουν σε αντιδραστικούς καθηγητές και σε αποφάσεις εμπορευματοποίησης (πχ δίδακτρα στο τάδε μεταπτυχιακό) ήταν θετική για τη λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου. Όχι αρνητική. Και επί της ουσίας, προσέθετε στο επιστημονικό του κύρος, παρά τα όσα λένε οι πορωμένοι της μητσοτακικής αριστείας.

Χάρη σε αυτή τη δυνατότητα του μαζικού κινήματος, χάρη στην καθυβριζόμενη και απαξιούμενη συνδικαλιστική λειτουργία και αντιπαράθεση, αποκαλύφθηκαν οι σκανδαλωδέστερες επιχειρήσεις ακαδημαϊκής εξαπάτησης με τις μαζικές αντιγραφές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο το 2018 και στο Πανεπιστήμιο Πατρών το 2017.

Οργανωμένες και οι δύο, από την φοιτητική παράταξη της Νέας Δημοκρατίας. Τη ΔΑΠ, το κέντρο της ανομίας, που τολμά και μιλά για τη νομιμότητα. Επί της ηγεσίας μάλιστα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Του “καλύτερου βιογραφικού της χώρας”, τρομάρα του. Επί των ημερών που μας βομβάρδιζαν για την αριστεία και την αξιοκρατία.

Οργάνωναν παράλληλα κυκλώματα μαζικής αντιγραφής και ακαδημαϊκής απάτης. Απατεώνες μοναδικοί σε θράσος και ξετσιπωσιά…

Μόνο που για αυτές τις χυδαιότητες, τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης μέσα στα Πανεπιστήμια, δεν έβγαλαν μιλιά. Όσοι σήμερα κλαίνε και οδύρονται για το χαμηλό ακαδημαϊκό επίπεδο, λάμπουν δια της απουσίας τους, κάθε μέρα που η ακαδημαϊκή αξιοπιστία των ιδρυμάτων που υπηρετούν, εξευτελίζεται.

Πού ήταν αλήθεια τότε, οι καθηγητές που σήμερα εξανίστανται για την κατάντια των ελληνικών Πανεπιστημίων;

Πού ήταν τότε, όσοι υποστηρίζουν σήμερα ότι το νέο σώμα των 1000 αγράμματων Μπαλούρδων μέσα στα Πανεπιστήμια, θα αναβαθμίσει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση;

Το βούλωσαν και το βουλώνουν συστηματικά για τον καθημερινό διασυρμό της ακαδημαϊκής αξιοπιστίας των ελληνικών Πανεπιστημίων από την πολιτική παράταξη την οποία οι ίδιοι υπηρετούν (είτε εντός της, είτε συχνά, αποτελεσματικότερα, δίπλα της) και περιμένουν στη γωνία για κάποιο περιστατικό “αντιεξουσιαστικής βίας” να ξεδιπλώσουν το χολερικό τους μίσος.

Τόση σκοπιμότητα;

Τόση ξεδαντροπιά;

Η δυνατότητα του μαζικού φοιτητικού κινήματος να παρεμβαίνει στην πανεπιστημιακή ζωή, ισοδυναμεί με τη δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να παρεμβαίνει στις εργασιακές σχέσεις ή των λαϊκών αγώνων να διαμορφώνουν την πολιτική.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι καταδικαστέα στη σημερινή δημόσια συζήτηση, αλλά ξεχνούν οι “κήρυκες της νομιμότητας” ότι πρόκειται για απαραβίαστες συνταγματικές ελευθερίες και δυνατότητες. Σε μια δημοκρατία τουλάχιστον.

Αλλά όχι στην ιδιότυπη αστική Δημοκρατία της Ελλάδας. Στη δημοκρατία που κυβερνάται με το «εγώ» του πρωθυπουργού και που τα ΜΜΕ αποτελούν τον πιο μονομερή και προκατειλημμένο μηχανισμό προπαγάνδας.

Θα πουν οι άριστοι του ακραίου κέντρου, οι πρώην προοδευτικοί και εκσυγχρονιστές που λιβανίζουν σήμερα την κυβέρνηση: Ωραία, η αστυνόμευση και το όριο φοίτησης δε θα σταματήσει, ανάμεσα στα άλλα, το μαφιόζικο αυτό κύκλωμα με κέντρο τη νεολαία του κυβερνώντος κόμματος;

Από την άποψη του ελέγχου στο χρήμα, τις θέσεις, την έρευνα, όχι. Για την ακρίβεια θα τους διευκολύνει να καταλάβουν τις θέσεις εξουσίας στο πανεπιστήμιο. Γιατί απέναντι στο μαφιόζικο κύκλωμα ΝΔ – μεγαλοκαθηγητών – ΟΝΝΕΔ – ΔΑΠ – νύχτας – εμπορίου μαθημάτων και μεταπτυχιακών, στεκόταν αποκλειστικά ένα σημαντικό σε αριθμό αλλά αδύναμο σε φωνή και εκπροσώπηση σώμα έντιμων καθηγητών (ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση), και το φοιτητικό κίνημα.

Με αυτές τις ρυθμίσεις θα μειωθεί κι άλλο η πολιτική λειτουργία του πανεπιστημίου και το φοιτητικό κίνημα θα αδυνατίσει ακόμα περισσότερο.

Οι μπράβοι, οι συναλλαγές, οι τραμπουκισμοί, η νοθεία και όλος αυτός ο μαφιόζικος συρφετός δε θα είναι πλέον τόσο απαραίτητοι για τον έλεγχο του πανεπιστημίου. Οι μπράβοι χωρίς λαιμό πιθανά να βγάλουν τις φόρμες και τη θέση τους να πάρουν κουστουμαρισμένοι Εσπατζήδες του Σκόιλ Ελικικου.

Οι δουλειές των μεγαλοκαθηγητών και των γαλάζιων παιδιών με τη Novartis, την Energa Power, τις πολυεθνικές, το άρμεγμα του δημοσίου θα γίνονται πλέον πιο εύκολα.

Όμως πάντα το λάφυρο ήταν η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της άρχουσας τάξης επί του κράτους και κάθε τι δημοσίου. Και του πανεπιστημίου. Για τον έλεγχο του “κόκκινου” πανεπιστημίου των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων επιλέχθηκε μια οργάνωση (η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ), με μαφιόζικες πρακτικές.

Το 2017 ο Μητσοτάκης μίλησε για κατάργηση της ΔΑΠ. Τελικά, δεν το έκανε.

Ίσως γιατί διαισθάνεται ότι το “να μπει τάξη στο ελληνικό πανεπιστήμιο” δε θα τα κάνει Οξφόδρη και Καίμπρητζ, αλλά μάλλον σαν αυτά τα Ρουμάνικα και τα Κυπριακά μαγαζιά που πουλάνε τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά πέντε και έξι χιλιάρικα το κομμάτι.

Σε τέτοιες νόμιμες πρακτικές ανομίας, οι ΔΑΠίτες έχουν γνώση και προϋπηρεσία.

Ανακοίνωση Αριστερού Δικτύου Νεολαίας για τα γεγονότα του ΟΠΑ

Η εικόνα του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστήμιου με την ταμπέλα «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» κρεμασμένη στο λαιμό του προκαλεί συνειρμούς με τις πιο μαύρες εποχές της ιστορίας. Παραπέμπει σε φασιστικές πρακτικές, προφανώς δεν έχει καμία σχέση με κινηματικές καταστάσεις, με τις πρακτικές, τις αξίες και τις αρχές της αριστεράς και προβοκάρει το κίνημα και την ίδια την αριστερά. (μπορεί να ενσωματωθεί η γνωστή φωτογραφία του κρεμασμένου πατριώτη με τον γερμανοτσολιά δίπλα του)

Για ορισμένους ίσως να είναι αδιανόητο, αλλά το κίνημα έχει διαδικασίες, αποφάσεις και στόχο την αποτελεσματικότητα και την συμμετοχή περισσότερου κόσμου σε αυτές, αφού αυτός είναι που θα τις υλοποιήσει. Η κατάληψη είναι μορφή πάλης που μπορεί να υιοθετηθεί από το εργατικό ή νεολαϊστικο κίνημα για τη μαχητική διεκδίκηση των αιτημάτων του. Είναι τεράστια όμως η απόσταση της παραπάνω διαδικασίας από την  κατάληψη χώρων από κάποιους που μπορεί να αυτοαποκαλούνται αντεξουσιαστές ή όπως αλλιώς θέλουν επειδή έτσι θεωρούν ότι αντιμάχονται το κράτος, τους μπάτσους το σύστημα ή υπερασπίζονται τα συμφέροντα των αδυνάμων. Πρώτον, γιατί πέρα από την εξουσιαστική αντίληψη που κρύβει η λογική ότι «εμείς θα κάνουμε αυτό που γουστάρουμε» κρύβεται και μια βαθιά αστική αντίληψη για την πολιτική, αναλαμβάνοντας δράση ερήμην ή σε ορισμένες περιπτώσεις ενάντια στον κόσμο που «υπερασπίζονται». Δεύτερον, γιατί ξεφτιλίζουν και προβοκάρουν τις μορφές πάλης που γεννήθηκαν  εντός του κινήματος, το ίδιο το κίνημα, την πάλη ενάντια στο σύστημα και τους μηχανισμούς του. Τρίτον, γιατί εκτός από το αν μια μορφή πάλης είναι  «επαναστατική» ή όχι, υπάρχει και το αν είναι χρήσιμη ή άχρηστη. Η κίνηση με την κρεμασμένη ταμπέλα στον πρύτανη του ΟΠΑ ήταν άχρηστη για το κίνημα, χρήσιμη όμως για το σύστημα.

Η εικόνα του πρύτανη «απελευθέρωσε» τον εσμό των φασιστοειδών –από τον κάθε «πικραμένο» χρυσαυγίτη μέχρι τον Άδωνι– που ξεσαλώνουν κραυγάζοντας για «κόκκινο φασισμό», «κόκκινη τρομοκρατία» κλπ. Αλήθεια, πού βλέπουν το κόκκινο στους μαύρους ανεγκέφαλους καταληψίες της ΑΣΟΕΕ; Με ποιο θράσος οι τρομοκράτες μιλούν για «τρομοκρατία»; Με ποιο θράσος επιχειρούν να εξισώσουν τη μαυρίλα του φασισμού με τις κόκκινες σημαίες που τον αντιπάλεψαν, τον πολέμησαν και τον νίκησαν; Όσο κι αν πιάνουν οι κραυγές τους, η ιστορία είναι αμείλικτη.

Η κυβέρνηση έσπευσε να επιταχύνει τους σχεδιασμούς της για την «πειθάρχηση» των ΑΕΙ. Έχοντας «ξεμπερδέψει» με το άσυλο, προωθεί την κάρτα εισόδου και τη γενικευμένη αστυνόμευση των ακαδημαϊκών χώρων, μετατρέποντας τα πανεπιστήμια από χώρους ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών σε χώρους πλήρως ελεγχόμενους, παρακολουθούμενους, αποστειρωμένους και αποκομμένους από το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η εικόνα του πρύτανη που προβάλλεται και ξαναπροβάλλεται από τα κανάλια (αλήθεια, αυτό δεν συνιστά διαπόμπευση;) στοχεύει στην αποτελεσματικότερη προπαγάνδιση της θεωρίας του «φασισμού των δύο άκρων», στην αναντίρρητη αποδοχή των κυβερνητικών σχεδιασμών για τα πανεπιστήμια από μεγάλη μερίδα του κόσμου, αλλά και στη μετατόπιση της συζήτησης για τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης στον χειρισμό της υγειονομικής κρίσης.

Στρεβλώσεις, κακές αντιλήψεις και χείριστες πρακτικές μερίδων της αριστεράς στο φοιτητικό –και όχι μόνο– χώρο υποβοήθησαν την εμφάνιση και εξέλιξη καταστάσεων σαν την τελευταία. Το μπέρδεμα της αγωνιστικότητας με τον τσαμπουκά, η διαδήλωση με ρυθμικό χτύπημα του ποδιού τύπου στρατιωτικής παρέλασης, η επίλυση «διαφορών» μεταξύ οργανώσεων με τραμπουκισμούς και ξυλοδαρμούς, το βάφτισμα του εαυτού μας σε κίνημα, η απαξίωση και το σνομπάρισμα της μαζικής απεύθυνσης, διαπαιδαγωγούν στρεβλά και δημιουργούν το υπόστρωμα όπου κάθε παρέα που κάνει μια κατάληψη για την πάρτη της ή παίζει κλεφτοπόλεμο με τους μπάτσους να θεωρείται ότι αντιστέκεται στην εξουσία ή ότι χρήζει υποστήριξης ή –ακόμα χειρότερα– ότι είναι «κομμάτι του κινήματος».

Φραγμό στα σχέδια της κυβέρνησης θα μπορούσε να βάλει η ανασυγκρότηση του  φοιτητικού κινήματος σε πραγματικά αγωνιστική και μαζική βάση. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί καταρχήν αποκατάσταση της έννοιας «κίνημα», ξεκαθάρισμα και ξεπέταγμα στρεβλώσεων, αντιλήψεων και πρακτικών σαν τις παραπάνω αλλά και του «καθωσπρεπισμού» του ρεφορμισμού, μαζική απεύθυνση και μαζικές διαδικασίες, περιφρούρηση των διαδικασιών και των εκδηλώσεών του.