Για τον Οκτώβρη του 1917

Θέσεις της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. 100 χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, και έχοντας μια συνολική υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων προβάλλει με κάθε τρόπο και μέσο ως «μοναδική αντικειμενική δυνατότητα» οργάνωσης της κοινωνίας το καπιταλιστικό σύστημα. Οι νικητές μετά το ορόσημο της τυπικής κατάρρευσης στο 1989 γράφουν ξανά την ιστορία γιατί στοχεύουν στη καθυπόταξη στην επιβολή της ιστορικής λήθης. Διατυμπανίζει με κάθε τρόπο και μέσο τη «ματαιότητα» κάθε απόπειρας ανατροπής του, το «ανέφικτο» μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Η μοιρολατρική αποδοχή αυτής της «ματαιότητας» από τις καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα, από τις νέες γενιές, αποτελεί βασικό όρο για τη διαιώνιση αυτού του συστήματος.

Σήμερα, η υπεράσπιση της επανάστασης και του σοσιαλισμού συνίσταται καταρχήν στην ιδεολογική αντεπίθεση για την καταπολέμηση αυτής της μοιρολατρίας, την ανάκτηση της πεποίθησης για τη δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, τη δυνατότητα των ανθρώπων να ορίζουν τις ζωές τους, την αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός άλλου κόσμου.Εχει σημασία η επιστροφή στο μέλλον να γίνεται με την υπεράσπιση της πρώτης εφόδου στον ουρανό και να ξαναφέρει σε αυτή τη συζήτηση τη νέα γενιά που αμήχανα, ατομικά, χωρίς προσδοκίες περπατάει στο μοιραίο και «αντικειμενικό μονόδρομο».Η Οχτωβριανή Επανάσταση ανήκει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν διαγράφεται, δεν παραμερίζεται, δεν αποσιωπάται, δεν ακυρώνεται. Αφορά όσους παλεύουν και υπηρετούν –ή θέλουν να υπηρετήσουν– την επιλογή της επανάστασης, αφορά την εργατική τάξη, τους λαούς, τους καταπιεζόμενους όλου του κόσμου. Δεν αφορά όσους –ομολογημένα ή ανομολόγητα– έχουν αποδεχτεί το «ανέφικτο» και «παρωχημένο» των επαναστάσεων, κυριαρχούνται από ρεφορμιστικές λογικές, ή έχουν ενταχθεί πλήρως στο σύστημα.

2. Το 1917 ήταν και παραμένει τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μετέτρεψε την ουτοπία σε πραγματικότητα, και γι’ αυτήν την πραγματικότητα μιλάμε σήμερα. Σύμφωνα με τον Ένγκελς: «Τη θέση της πραγματικότητας που εξαφανίζεται, την κατακτάει μία καινούργια ζωοφόρα πραγματικότητα. Την κατακτάει ειρηνικά, αν η παλιά είναι τόσο φρόνιμη ώστε να πεθάνει χωρίς αντίσταση ή την κατακτάει με τη βία αν αντισταθεί σε αυτήν την πραγματικότητα, καθετί πραγματικό στο πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας αποδείχνεται με τον καιρό παράλογο, δηλαδή με άλλα λόγια καθετί πραγματικό είναι προορισμένο να γίνει παράλογο, κάθετι το πραγματικό είναι καταδικασμένο από πριν να γίνει παράλογο και καθετί το λογικό στο ανθρώπινο κεφάλι είναι προορισμένο να γίνει πραγματικό, οσοδήποτε κι αν συγκρούεται με την υπάρχουσα φαινομενική πραγματικότητα». («Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας»).

Η επανάσταση του Οκτώβρη απέδειξε πως το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι μόνο άδικο και κακό αλλά είναι και ανατρέψιμο, είναι ένα πεπερασμένο σύστημα. Απέδειξε –και γι’ αυτό η απέχθεια και ο φόβος συνάμα– ότι τα πράγματα αλλάζουν, αλλάζουν ριζικά. Ότι οι νόμοι της οικονομίας της αγοράς, του κεφαλαίου, οι νόμοι της εξουσίας έχουν ένα τέλος μπροστά στη θέληση των ανθρώπων να αλλάξουν τη μοίρα τους.

Η ιστορία δίνει υλικό στη θεωρία. Ο Οκτώβρης περιλαμβάνει ένα τεράστιο σώμα απόψεων και πρακτικών. Γι’ αυτό και η μελέτη του θα διαρκεί πάρα πολύ. Η διαρκής μελέτη του, ακόμα κι αν δεν έχουμε πολλές ικανοποιητικές απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα του χθες, βοηθάει σε μια ανασύνθεση και προχώρημα της γνώσης, της πολιτικής επιστήμης, του επαναστατικού μαρξισμού, της οργάνωσης των κινημάτων, των εξεγέρσεων και των πολιτικών υποκειμένων… Δίνει υλικό για το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα.

Η σύλληψη του νέου θα βοηθιέται από το παλιό, θα «αντιγράφει» δημιουργικά, στοιχεία του παρελθόντος. Η οποιαδήποτε απόπειρα θα αναμετριέται με την ιστορία της, τα νέα υποκείμενα και οι πρωτοπόροι άνθρωποι θα διαβάζουν αναγκαστικά τον Οκτώβρη. Δεν μπορεί να κοπεί το νήμα, όσο κι αν οι «νικητές» αυτό επιδιώκουν. Η συζήτηση για τον Οκτώβρη δεν μπορεί βεβαίως να παραμείνει στο τελετουργικό και νοσταλγικό μέρος. Είναι μία συζήτηση ενεστώτα χρόνου.

3. Ο Οκτώβρης διχάζει. Δικαίως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δύο κόσμους, τις δύο βασικές τάξεις. Διχάζει, γιατί φοβίζει για την εποχή που άνοιξε: Την εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων. Όμως η επανάσταση του Οκτώβρη και πολύ περισσότερο η συνέχειά της διχάζει και την κομμουνιστική αριστερά. Πέρα από τις ακαδημαϊκές μελέτες και αντιπαραθέσεις, υπάρχει πληθώρα προσεγγίσεων και επεξεργασιών από τους πολυποίκιλους –ισμούς της. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα κοινό σημείο ενότητας, ταυτότητας και αφετηρίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ανήκει σε όλους, ανήκει όμως στη θεωρία και πολύ περισσότερο στην πράξη και στην ιστορία των σοσιαλιστικών αποπειρών. Ήταν η πρώτη γνήσια και νικηφόρα επανάσταση, συνέχεια και τομή των πρώτων αποπειρών του 1848 και της Κομμούνας του Παρισιού. Η επανάσταση του Οκτώβρη του ’17 αποτελεί το σημείο αναφοράς της απελευθερωτικής θεωρίας και πραχτικής, την αρχή του τέλους του καπιταλισμού.

4. Η επανάσταση, η κοινωνική επανάσταση, είναι η υψηλότερη μορφή της ταξικής πάλης. Αφορά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, το πέρασμά της από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό που πεθαίνει και το καινούργιο που γεννιέται, είναι μια ριζική βαθιά αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης. Η επανάσταση του Οκτώβρη είναι το συνταίριασμα της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών και της ετοιμότητας-ικανότητας του υποκειμενικού παράγοντα. Είναι μία πραγματική επανάσταση που αφορά «τη σύμπτωση της μεταβολής των συνθηκών και της μεταβολής της ανθρώπινης δραστηριότητας» (Κ. Μαρξ, Τρίτη θέση για το Φόυερμπαχ).

Στη Ρωσία του ’17 συσσωρεύονται εκρηκτικές αντιθέσεις, επικρατεί επαναστατική κατάσταση: οι «από κάτω» δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν – οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια και ανυπακοή λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου, η πείνα, οι ελλείψεις βασικών αγαθών και οι συνέπειες του πολέμου στις λαϊκές μάζες, η μη επίλυση του ζητήματος της γης, η πολιτική κρίση και η δυαδική εξουσία μετά την ανατροπή του τσαρισμού κάνουν τη Ρωσία αδύναμο κρίκο του συστήματος. Η ύπαρξη και δράση συγκροτημένης συνειδητής πρωτοπορίας –των μπολσεβίκων– που βάζει το ζήτημα της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας κάνει εφικτό το σπάσιμο αυτού του κρίκου.

5. Οι «δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» ήταν αποτέλεσμα πολύπλευρης προετοιμασίας και επίπονης γέννας. Πολύχρονη θεωρητική μελέτη, συγκεκριμένη ανάλυση για την κατάσταση στη Ρωσία, για το χαρακτήρα του παγκόσμιου πολέμου, για το πέρασμα του καπιταλισμού στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό και το τι σηματοδοτεί η εποχή του ιμπεριαλισμού για το επαναστατικό κίνημα, χάραξη στρατηγικής και τακτικής που να αντιστοιχεί σε κάθε δεδομένη στιγμή, καθορισμός καθηκόντων που αντιστοιχούν σε κάθε δεδομένη στιγμή, καθορισμός των συμμαχιών της εργατικής τάξης, αποτίμηση των προηγούμενων αποπειρών και θεωρητικά προχωρήματα για το κράτος και την προλεταριακή εξουσία, οργάνωση της τάξης και του πρωτοπόρου αποσπάσματός της, του κόμματος νέου τύπου. Με δυο λόγια, η Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται λενινισμός.

Η στρατηγική και ταχτική της επανάστασης περιλάμβανε πρόγραμμα με άμεσα συνθήματα Ψωμί-Γη-Ειρήνη. Πρόγραμμα ικανό να κερδίσει τις μάζες, που έφερε τους μπολσεβίκους απο μειοψηφία στα σοβιέτ και λίγες χιλιάδες μέλη στις αρχές του ’17, στο να κατακτήσουν την πλειοψηφία των σοβιέτ και να έχουν 250.000 μέλη τις παραμονές της επανάστασης.

Η ταχτική περιλάμβανε συμμαχίες και αντιπαραθέσεις. Η επανάσταση του Οκτώβρη οφείλεται στην πρωτοβουλία των μπολσεβίκων. Πρωτοβουλία που είναι η βάση της ηγεμονίας τους. Ηγεμονία που καταχτιέται υπομονετικά στη λογική του αγώνα για να κερδίσουμε την πλειοψηφία του προλεταριάτου μέσα από τη συνειδητή βούληση και δράση του. Ηγεμονία που κερδίζεται σε όλους τους χώρους, με όλους τους τρόπους. Η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα είναι το αποφασιστικό, το κρίσιμο πλην όμως το «στιγμιαίο» τμήμα της επαναστατικής διαδικασίας. Ο Γκράμσι αποτυπώνει θεωρητικά σωστά και διαλεκτικά αυτή τη διαδικασία, συνθέτοντας και διαβάζοντας ορθά τα κρίσιμα πολιτικά κείμενα του Λένιν. Στην επανάσταση του Οκτώβρη είχαμε για πολλά χρόνια τον πόλεμο θέσεων ή τον πόλεμο φθοράς κατά Κάουτσκι και διαλεκτικά δεμένος με αυτόν τον πόλεμο ήταν ο πόλεμος κινήσεων-ελιγμών-χαρακωμάτων, με τις συγκρούσεις, τις εξεγέρσεις και την τελική έφοδο που σήμαινε την ανατροπή και το πάρσιμο της εξουσίας.

Η στιγμή της ανατροπής της κυβέρνησης φαίνεται να είναι μια στιγμή, μια μέρα, όμως η επανάσταση δεν σταμάτησε στις 7/11/1917. Η επανάσταση του Οχτώβρη είναι το πέρασμα της εξουσίας από τα χέρια της αστικής τάξης στα χέρια του προλεταριάτου, είναι μια βαθιά ριζική αλλαγή σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι θιασώτες της θεωρίας για το «πραξικόπημα των μπολσεβίκων» ξεχνούν ότι τα πραξικοπήματα ανατρέπουν τις κυβερνήσεις, όχι την ταξική κυριαρχία, όχι τον τρόπο παραγωγής. Τα πραξικοπήματα δεν στηρίζονται στις μάζες, δεν έχουν την υποστήριξη των μαζών.

6. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται με παραγγελία. Δεν γίνονται από την επιθυμία κάποιου ηγέτη ή μιας οργάνωσης. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κάθε μέρα. Η αναγκαιότητα και οι συνθήκες θέτουν στην «ημερήσια διάταξη» την επανάσταση. Ο Οκτώβρης δεν θα υπήρχε αν οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Ώριμες συνθήκες όχι μόνο στη Ρωσία που ήταν ο αδύναμος κρίκος και μπορούσε να παίξει το ρόλο του πυροκροτητή των προλεταριακών επαναστάσεων. Μέσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα εκατομμύρια των νεκρών, η διεθνής και μαζική ανάγκη για ειρήνη ταυτίστηκε με την αναζήτηση ενός νέου κόσμου και με την επιθυμία για την κοινωνική επανάσταση. Και όπως πάντα, ο τοκετός ούτε ανώδυνος είναι, ούτε αναίμακτος. Αυτές τις συσπάσεις του νέου κόσμου εκπροσωπούσαν τότε τα σοσιαλδημοκρατικά μαρξιστικά κόμματα. Δεν ήταν έκπληξη ούτε η ανατροπή του τσάρου τον Φλεβάρη του ’17, ούτε η επανάσταση του Οκτώβρη του ’17.

Σε τελική ανάλυση, είναι ο συσχετισμός δύναμης, ή πιο «ξύλινα», η ταξική πάλη σε όλες τις εκφράσεις της και η δυναμική που αυτή έχει, για τη φορά που θα πάρει η πορεία της ανθρωπότητας. Τα καθοριστικά στοιχεία για το συσχετισμό δύναμης ήταν: α) μια γενικευμένη αντιπολεμική συνείδηση, μια διάχυτη αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση, μια εκρηκτική αναταραχή που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. β) οι κυρίαρχες αστικές τάξεις είχαν διασπαστεί, βρίσκονταν σε οξεία αντιπαράθεση και είχε συρρικνωθεί η κοινωνική τους έκφραση. γ) τα παλαιά πολιτικά και οικονομικά συστήματα είχαν φθαρεί και όλο αυτό δημιουργούσε όρους πολιτικής κρίσης – κατάρρευσης και εθνικής επαναστατικής κρίσης. δ) υπήρχαν σημαντικά αντίπαλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που εκπροσωπούσαν την εργατική τάξη και τα συμφέροντά της και οραματίζονταν έναν άλλο κόσμο. ε) ο κόσμος (περισσότερο ενστικτώδικα και λιγότερο συνειδητά) συνέλαβε την επανάσταση του ’17 σαν τον καταλύτη και το σήμα για μια νέα κατάσταση στην Ευρώπη, σαν το παράδειγμα-υπόδειγμα για την αναζήτησή του. στ) στη Ρωσία η εξουσία «ήταν στους δρόμους» και οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να την πάρουν, έχοντας απέναντι μία απελπισμένη, υπό κατάρρευση κυβέρνηση. Ο συσχετισμός δύναμης και η δυναμική διαμόρφωσής του είναι καθοριστικός παράγοντας για το ποια καθήκοντα, ποιες συμμαχίες, ποιοι στόχοι μπορεί και πρέπει να τεθούν.

7. Η επανάσταση είναι μία πρωτότυπη κατάσταση. Δεν αντιγράφεται. Κάθε επανάσταση έχει τις ιδιομορφίες της, τις ιδιαιτερότητές της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντλούσαν υλικό από τις προηγούμενες επαναστατικές απόπειρες. Η ίδια η ταξική πάλη καθορίζει αυτές τις ιδιομορφίες. Η επανάσταση του Οκτώβρη καθορίστηκε από δύο ιδιομορφίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στην εδραίωση και πολύ περισσότερο στην εξέλιξή της. Η πρώτη αφορά τους εσωτερικούς όρους γέννησης. Ο Οκτώβρης στηρίχτηκε στη συμμαχία της εργατικής τάξης και των τεράστιων εργαζόμενων μαζών της αγροτιάς. Οι μπολσεβίκοι υιοθετούν το πρόγραμμα των αγροτικών σοβιέτ (υπό εσέρικη ηγεμονία) ενσωματώνοντάς το στο «Διάταγμα για τη Γη». Το κόμμα που εκπροσωπούσε την εργατική τάξη ήταν το μόνο κόμμα που μπορούσε να δώσει λύση στο οξύτατο πρόβλημα των αγροτών.Οι μπολσεβίκοι σωστά επέλεξαν αυτή την τακτική. Χωρίς την απόσπαση των πλατιών μαζών της αγροτιάς από την αστική τάξη, η επανάσταση θα χανόταν. Αυτός εξάλλου ήταν ένας βασικός λόγος που χάθηκαν και οι επαναστάσεις του 1848 και του 1871. Η δεύτερη ιδιομορφία αφορά τη διεθνή κατάσταση και περίγυρο. Η επανάσταση των μπολσεβίκων ήταν η μοναδική που νίκησε, ενώ οι υπόλοιπες σοσιαλιστικές επαναστάσεις που ξέσπασαν ηττήθηκαν. Ήδη στα 1916 ο Λένιν εκτιμά και γράφει ότι «η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από εδώ βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του προλεταριάτου στην αρχή σε μερικές ή και σε μία μονάχα χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα». Ο Λένιν θεμελίωσε τη θεωρία της επανάστασης σε μία χώρα στην εποχή του ιμπεριαλισμού και «απάντησε» στην τροτσκιστική θεωρία της διαρκούς επανάστασης που έψαχνε τη λύση «μονάχα σε διεθνή κλίμακα στο στίβο της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου» (Τρότσκυ 1922). Ο Οκτώβρης για αρκετά χρόνια έμεινε μόνος. Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία έπρεπε να θεμελιωθεί σε σύγκρουση με έναν καπιταλισμό όχι τόσο ανεπτυγμένο και σε ένα διεθνή περίγυρο περισσότερο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

8. Ένας νέος κόσμος δημιουργήθηκε το 1917. Η μπολσεβίκικη επανάσταση του ’17 σήμανε τεράστιες ανατροπές, βαθιές αλλαγές, μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα είναι η πρώτη προλεταριακή επανάσταση του 20ου αιώνα. Εγκαινιάζει την εποχή των επαναστάσεων στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι πρωταγωνιστές της θεωρούσαν πως η ίδια ήταν περισσότερο ένα διεθνικό γεγονός και λιγότερο ένα εθνικό. Η επανάσταση είχε τεράστια διεθνή σημασία, εμβέλεια και αντίκτυπο. Και τούτο διότι: α) Θρυμματίστηκε το ενιαίο του καπιταλιστικού κόσμου, τροποποιήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Πράγμα που εκφράστηκε ενιαία και οργανωμένα από το 1919 με την ίδρυση της Γ’ Διεθνούς. β) Ο κόσμος χωρίστηκε στα δύο, από τη μία η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της και από την άλλη ο κόσμος του κεφαλαίου, του πλούτου, της εκμετάλλευσης. γ) Αποδείχτηκε έμπρακτα ότι υπάρχει τέλος στον καπιταλισμό, ότι ο καπιταλισμός είναι τρωτός και ανατρέψιμος, ότι οι άνθρωποι μπορούν να καθορίζουν τη ζωή τους. δ) Δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εκπληκτικά οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κίνημα, που διαρκώς αναπτυσσόταν σε όλο τον κόσμο. ε) Εξανάγκασε τον καπιταλισμό σε παραχωρήσεις και υποχωρήσεις σύμφωνα με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις, τα αιτήματα των εκμεταλλευόμενων. Μία σειρά κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης, των γυναικών κλπ, θεμελιώνονται πάνω στο φόβο της επανάστασης και της ανατροπής του καπιταλισμού. στ) Ο 20ος αιώνας σηματοδοτήθηκε από εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. η) Κινητοποίησε εκατομμύρια κόσμου σε όλο τον πλανήτη, ώθησε τις τέχνες και τον πολιτισμό να ανακαλύψουν νέες μορφές έκφρασης, να διαμορφώσουν άλλα πρότυπα και αξίες. Και τέλος, ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο πείραμα να χτιστεί μια κοινωνία μετάβασης που στοχεύει να αλλάξει τη μοίρα της ανθρωπότητας, μία οικονομία, μία κοινωνία, ένας άλλος τύπος ανθρώπου που να περνάει από την εποχή του καπιταλισμού στην εποχή του κομμουνισμού.

9. Το κρίσιμο βασανιστικό και διαρκές δίλημμα, κατάρρευση ή επικράτηση της επανάστασης, έπρεπε από την επόμενη της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα να απαντηθεί σε ενεστώτα διαρκείας. Δεν ήταν τυχαίοι οι δημόσιοι πανηγυρισμοί του Λένιν μία μόλις μέρα μετά την συμπλήρωση των πρώτων αντίστοιχων ημερών έως την πτώση της Κομμούνας του Παρισιού. Το ερώτημα δεν ήταν θεωρητικό, ήταν άμεσο και αποφασιστικό. Ήταν το κρίσιμο ερώτημα της ταξικής πάλης για πολλά χρόνια. Τα ερωτήματα δεν απαντιούνται με θεωρητικά σχήματα και μοντέλα, ούτε με τα μάτια και την ασφάλεια μιας ιστορικής απόστασης δεκαετιών. Ο επαναστατικός μαρξισμός αφορά πρώτα από όλα την υιοθέτηση μίας ταξικής θέσης μέσα σε μία συγκεκριμένη κατάσταση. Η συγκεκριμένη κατάσταση στα 1917-1923 ήταν η θεμελίωση-επικράτηση της επανάστασης και της νέας εξουσίας. Σε αυτή την επαναστατική πενταετία οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις είναι πολλές. α) Η συνέχιση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου β) Η άθλια οικονομική κατάσταση, η πείνα, η έλλειψη τροφοδοσίας των πόλεων και του Κόκκινου Στρατού, γ) Ο εμφύλιος πόλεμος σε όλο το εσωτερικό της Ρωσίας δ) Η στρατιωτική απειλή και εισβολή με στρατιωτικά συντάγματα 11 χωρών που πολέμησαν δίπλα στους λευκούς αντεπαναστάτες. Η επίλυση των αντιθέσεων προς όφελος του λαού και η διατήρηση της νέας σοβιετικής εξουσίας επέβαλε περισσότερο συμβιβασμούς παρά αλματώδη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ήταν ή όχι απαραίτητοι αναγκαίοι οι συμβιβασμοί; Ήταν ή όχι προς όφελος της επικράτησης της επανάστασης η συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ; (Μία συμφωνία με βαρύτατους όρους και τεράστιο κόστος). Η ταξική θέση των Λένιν-Στάλιν (και κόντρα σε Μπουχάριν-Τρότσκι) ήταν η υπογραφή της συμφωνίας υπολογίζοντας: α) τον κίνδυνο της κατάρρευσης από τα μέσα αλλά και της εξωτερικής επέμβασης, και β) το τι ήθελαν οι στρατιώτες, το τι πραγματικά επιζητούσε ο λαός. Ταξική θέση που έχει να κάνει με την ικανότητα του Λένιν και των μπολσεβίκων να αναγνωρίζουν το τι ήθελαν οι μάζες. Καλή η επαναστατική λογοκοπία, ακόμα καλύτερη η θεμελίωση ενός επαναστατικού καθεστώτος. Πάνω στα συγκεκριμένα και ιστορικά προσδιορισμένα διλήμματα διαμορφώνεται ο επαναστατικός μαρξισμός. Απέναντι στην πείνα και στην έλλειψη ανεφοδιασμού των πόλεων λόγω της άρνησης των αγροτών, λόγω της αναρχίας που έχει δημιουργηθεί, ήταν ή όχι αναγκαίος ο πολεμικός κομμουνισμός; Ήταν ή όχι ταξική πρακτική απόφαση η επίταξη του πλεονάσματος της αγροτικής παραγωγής; Ο πολεμικός κομμουνισμός ήταν μια αναγκαία επιλογή για την επικράτηση του σοβιετικού καθεστώτος και την αντιμετώπιση του εμφυλίου πολέμου. Η κόκκινη τρομοκρατία απέναντι στους αντεπαναστάτες, «η συστηματική τρομοκρατία κατά της αστικής τάξης και των συμμάχων της» ήταν αναγκαιότητα για το στέριωμα της επανάστασης. Ήταν μία ταξική θέση. Όπως και οι αποφάσεις του 10ου συνεδρίου του κόμματος των Μπολσεβίκων για την ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική). Οι αναγκαίοι συμβιβασμοί αφορούσαν το προτσές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το πρόβλημα δεν είναι οι αποφάσεις. Το πρόβλημα είναι η διάρκεια των αποφάσεων, οι μετασχηματισμοί, οι ανατροπές. Το αναγκαίο βεβαίως σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί να γίνεται μόνιμο και διαρκές. Η πορεία οικοδόμησης της μεταβατικής κοινωνίας είναι μια διαδικασία όπου οι αναγκαιότητες και οι επιλογές καθορίζονται από τη συγκεκριμένη ιστορία της πάλης των τάξεων που διεξάγεται στη διάρκεια 1917-1924.

10. Η «συνεισφορά» του Λένιν δεν ήταν συνεισφορά. Ήταν ο επαναστατικός μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης. Ο Λένιν συγκρούστηκε με τους τότε πάπες της ορθοδοξίας του μαρξισμού (Κάουτσκι, Μπερνσταιν κ.ά.) και η απάντηση που έδωσε δεν ήταν η υπεράσπιση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, αλλά η γέννηση ενός σύγχρονου ρεύματος, η προσπάθεια να απαντηθούν τα νέα ζητήματα. Στην πρώτη μεγάλη αναθεώρηση του μαρξισμού, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε προχωρώντας το μαρξισμό σε θεωρία και πράξη. Πολλοί θεωρούν τον λενινισμό σαν ρώσικο πολιτικό φαινόμενο, που δεν παίρνει υπόψη του τη διαφορά μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και της αγροτικής Ρωσίας. Τα ίδια όμως τα γραπτά-συνεισφορές (Κράτος και επανάσταση, ιμπεριαλισμός, το εθνικό ζήτημα, ο αριστερισμός, η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι) ανατρέπουν αυτή τη θεώρηση. Ο Λένιν σαν συνεισφορά-προχώρημα του μαρξισμού αντιλαμβάνεται την εποχή του ιμπεριαλισμού, αναλύοντας τις καθοριστικές τάσεις εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού –το υπόδειγμά του δεν είναι η Ρωσία- γνωρίζοντας το σύνολο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Διακρίνει την επανάσταση που έρχεται και την επικαιρότητά της, την ίδια στιγμή που οι «ορθόδοξοι μαρξιστές» την παραπέμπουν στο μέλλον. Η θεμελιώδης σκέψη και επιμονή του Λένιν είναι η πραγματοποίησή της. Απαντά θετικά ότι μπορεί να γίνει η επανάσταση και μελετά-δοκιμάζει από το 1903 τους τρόπους που θα πραγματοποιηθεί. Η αντιπαράθεση στο 2ο συνέδριο με τον Μάρτοφ αλλά και με την Λούξεμπουργκ και τους άλλους μαρξιστές της εποχής αφορά το ποιο είναι το κόμμα που χρειάζεται σε αυτές τις συνθήκες για να προετοιμαστεί και πραγματοποιηθεί η επανάσταση. Ο Λενινισμός θεωρητικά δεν περιορίζεται μόνο στο γενικό. Εκφράζεται πάνω στην πολιτική και πρακτική επίλυση των ιδιαίτερων προβλημάτων. Αντιλαμβάνεται και αναδεικνύει τις έννοιες της επαναστατικής κρίσης, της εθνικής κρίσης, των συμμαχιών εργατικής τάξης και αγροτιάς. Αντιλαμβάνεται πως οι ταξικοί τους στόχοι είναι διαφορετικοί, αλλά η οικονομική και κοινωνική διάρθρωση έχουν δημιουργήσει τις αντικειμενικές βάσεις για την εργατοαγροτική συμμαχία. Αντιλαμβάνεται ότι «όποιος περιμένει μια καθαρή κοινωνική επανάσταση δε θα την δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση» και «η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων».

11. Ο σοσιαλισμός μεταμόρφωσε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Κατόρθωσε μέσα σε δύο δεκαετίες να προωθήσει μετασχηματισμούς στην παραγωγή και σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, που άλλες χώρες χρειάστηκαν αιώνες για να τους φτάσουν. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση καταδείχτηκαν και απλώθηκαν οι δυνατότητες οικοδόμησης μιας διαφορετικής κοινωνίας, όταν σπάσουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Μία αχανής καθυστερημένη χώρα κι ένας λαός βυθισμένος στην εξαθλίωση, στην αμάθεια και το σκοταδισμό, μεταμορφώθηκαν μέσα σε δύο δεκαετίες, την ώρα που ο καπιταλιστικός κόσμος βυθιζόταν σε μία βαθύτατη κρίση. Η πεποίθηση ότι εμείς φτιάχνουμε τις τύχες και τις ζωές μας, ότι η δουλειά μας συνεισφέρει στο κοινό καλό και όχι στα κέρδη του αφεντικού, κινητοποίησε χιλιάδες σοβιετικούς πολίτες για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες και να υλοποιηθεί αυτή η μεταμόρφωση – να «βιαστούν» οι αντικειμενικές συνθήκες.

Αναπτύχθηκαν και αξιοποιήθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις στη βάση μίας σχεδιοποιημένης οικονομίας με τα πεντάχρονα πλάνα και φτιάχτηκαν βιομηχανικές μονάδες, σταθμοί παραγωγής ενέργειας, εξηλεκτρίστηκε όλη η χώρα, εκμηχανίστηκε η αγροτική παραγωγή, αναπτύχθηκαν οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, μέχρι τα ακρότατα της Σιβηρίας. Εξασφαλίστηκε στέγη, τροφή, είδη πρώτης ανάγκης, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλο τον πληθυσμό. Μεταμορφώθηκαν οι πόλεις και τα χωριά με τεχνικές υποδομές, σχολεία, παιδικούς σταθμούς, ιατρεία, θέατρα, κινηματογράφους, βιβλιοθήκες, χώρους πολιτισμού.

Άνοιξαν οι δρόμοι της μόρφωσης και εξαλείφθηκε ο αναλφαβητισμός για όλους τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Προωθήθηκε η επιστημονική έρευνα σε όλους τους τομείς με οδηγό τη μαρξιστική υλιστική αντίληψη, δίνοντας σημαντικά επιτεύγματα. Άνθισε η τέχνη και ο πολιτισμός δίνοντας σημαντικά έργα και δημιουργούς και προωθώντας τα αγαθά του πολιτισμού από τις μεγάλες πόλεις μέχρι τα πιο απομονωμένα χωριά, από τη διανόηση μέχρι τους νομαδικούς λαούς της Κεντρικής Ασίας. Οι συνθήκες που έγινε αυτός ο μεγάλος αγώνας ήταν πολύ δύσκολες και έμοιαζε ακατόρθωτο και βολονταριστικό αυτό που επιχειρήθηκε. Μία χώρα καθυστερημένη, με ρημαγμένο το εσωτερικό από τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση 12 χωρών, τη γενική εχθρότητα όλων των αντιδραστικών εντελώς μόνη και χωρίς «θεωρία» αλλά και εμπειρία οικοδόμησης, έπρεπε να βάλει τις βάσεις μιας σύγχρονης βαριάς βιομηχανίας και να πραγματοποιήσει ένα συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Απέδειξε ότι η επανάσταση είναι νόμος της προόδου και πέρα από τις συκοφαντίες και τις «κριτικές» εκ του μακρόθεν και εκ των υστέρων, τα κατάφερε καλά, έχοντας σήμερα εμείς ένα τεράστιο πλούσιο υλικό και παρακαταθήκη για το μέλλον.

12. Το βασικό σημείο στο οποίο ο αντίπαλος βυσσοδομεί είναι η δημοκρατία και η κατάργησή της από τους μπολσεβίκους και τη σοβιετική εξουσία. Κατά το 1989-1991 και τις κραυγές για το «τέλος του κομμουνισμού» η δημοκρατία υιοθετείται σαν εξω-ιστορική αξία από τον κόσμο της αγοράς και γίνεται η σημαία της αστικής τάξης, ενάντια στο διχασμό που γέννησε ο Οκτώβρης του 1917. Ξεχνιέται ότι η δημοκρατία δεν είναι αιώνια αξία αλλά παίρνει συγκεκριμένες μορφές κάτω από τις ιστορικές συνθήκες, το πραγματικό πλαίσιο και την ταξική πάλη. Η γαλλική επανάσταση που εκθειάζεται στα σχολικά βιβλία και στα ακαδημαϊκά εγχειρίδια έχυσε ποτάμια αίματος για να εδραιώσει την αστική εξουσία της, ενώ καρατόμησε τους «ελέω Θεού» βασιλείς. Λίγο πριν πάρουν την εξουσία οι μπολσεβίκοι, η «αστική δημοκρατία» του Κερένσκι τους κυνηγούσε, τους φυλάκιζε, τους δολοφονούσε. Και την ίδια πάνω κάτω περίοδο με τον Οκτώβρη, άνθιζαν τα φασιστικά και ναζιστικά πραξικοπήματα στον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και τα ιδιώνυμα, οι απαγορεύσεις, οι διώξεις και οι εξορίες στις παλιές αστικές δημοκρατίες. Για το μαρξισμό και τους κομμουνιστές η δημοκρατία δεν είναι αιώνια θρησκευτική αξία, έξω από το ερώτημα της εξουσίας. Η ιστορία άλλωστε αποδεικνύει ότι η ίδια η αστική δημοκρατία δεν σεβάστηκε το δεύτερο συνθετικό της (τη δημοκρατία) όταν κινδύνευσε το πρώτο (η αστική κυριαρχία). Για το κομμουνιστικό κίνημα το κεντρικό ζήτημα είναι αυτό της εξουσίας, δηλαδή ποια τάξη κυριαρχεί απέναντι σε ποια. Η λενινιστική συνεισφορά (Κράτος και Επανάσταση) έφερε στην επιφάνεια το γεγονός ότι το κράτος αποτελεί όργανο ταξικής κυριαρχίας μια τάξης έναντι των υπολοίπων. Η υπεράσπιση επομένως της σοβιετικής εξουσίας, της εξουσίας, δηλαδή των σοβιέτ των εργατών και αγροτών, της κοινωνικής πλειοψηφίας που στο όνομα της οποίας έγινε η Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν γίνεται από μια σκοπιά αφηρημένης δημοκρατίας ή εκλογικής πλειοψηφίας. Η μάχη για την εξουσία είναι μάχη επιβίωσης της δυνατότητας της μία τάξης να επιβάλλεται στην άλλη. Αυτό έπραξαν οι μπολσεβίκοι όταν υπεράσπισαν το εργατοαγροτικό κράτος εξαπολύοντας την κόκκινη τρομοκρατία και αφού είχαν υποστεί σειρά επιθέσεων, δολοφονιών και προβοκατσιών που έθεταν σε κίνδυνο την νεαρή σοβιετική εξουσία.

13. Η ανθρωπότητα χρωστάει τη συντριβή του φασισμού στη Σοβιετική Ένωση και στο κομμουνιστικό κίνημα που οδήγησε τα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι ονομασίες περιοχών και μετρό Στάλινγκραντ στην καρδιά του Παρισιού. Ο φασισμός σαν «η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφάλαιου», αναπτύχθηκε και πέρασε σε επίθεση με το ξέσπασμα της γενικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού και την παράλληλη άνοδο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ο φασισμός και η συνέχειά του, ο ναζισμός, ήταν η απάντηση στην επανάσταση του Οκτώβρη.

Ενώ ο φασισμός έδειχνε τα δόντια του από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ) όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν την άνοδο του ναζιφασισμού, αλλά τον υπέθαλψαν, τον ενίσχυσαν και τον χρησιμοποίησαν σαν δύναμη κρούσης για να ανακόψουν το ογκούμενο κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα. Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν προϊόν της γενικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, της επιθυμίας των επιθετικών δυνάμεων του Άξονα να ηγεμονεύσουν και να ξαναμοιράσουν τον κόσμο, αλλά και της κοινής επιθυμίας όλου του καπιταλιστικού κόσμου να χτυπηθεί η Σοβιετική Ένωση και το κομμουνιστικό κίνημα.

Εκτιμώντας από το 1925 πως «οι προκαταρκτικοί όροι του πολέμου ωριμάζουν» και «ο πόλεμος μπορεί να γίνει αναπόφευκτος», ο Στάλιν έλεγε πως: «… η σημαία της ειρήνης είναι η σημαία μας. Αλλά αν ξεσπάσει ο πόλεμος δε θα μπορέσουμε να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Θα πρέπει να πάρουμε μέρος σ’ αυτόν αλλά θα πρέπει να είμαστε οι τελευταίοι που θα πάρουμε μέρος. Και θα μπούμε σ’ αυτόν τον πόλεμο για να ρίξουμε στη ζυγαριά το αποφασιστικό βάρος, το βάρος που θα κάνει τη ζυγαριά να γείρει». Η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν η τελευταία, αλλά από τις πρώτες χώρες που αντιμετώπισε τις χιτλερικές ορδές. Η είσοδός της στον πόλεμο του προσέδωσε έναν αντιφασιστικό απελευθερωτικό χαρακτήρα, και ήταν αυτή που έριξε το αποφασιστικό βάρος στη ζυγαριά. Οι αήττητες μέχρι τότε στρατιές του Χίτλερ αποκρούστηκαν και ηττήθηκαν χάρη στον αποφασιστικό μέχρις εσχάτων αγώνα του σοβιετικού λαού.

Η γεμάτη αυταπάρνηση καθολική αντίσταση του σοβιετικού λαού αποτελεί μια εποποιία που μόνο το κομμουνιστικό κίνημα μπορούσε να δημιουργήσει. Οι σοβιετικοί πολίτες και στρατιώτες, μη λογαριάζοντας θυσίες, αγωνίζονταν για την ελευθερία της σοσιαλιστικής πατρίδας τους εμπνεόμενοι από τα ιδανικά του κομμουνισμού. Έδωσαν 20 εκατομμύρια νεκρούς για να νικήσουν το τέρας του φασισμού. Αυτή η εποποιία καθοδηγήθηκε από το ΚΚΣΕ και τον Στάλιν που συσπείρωσε και ενέπνευσε το σοβιετικό λαό. Η συγκρότηση και γιγάντωση του κομμουνιστικού κινήματος στη δεκαετία του ’30, η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, η μπολσεβικοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και η σφυρηλάτηση της ενότητας θέλησης και δράσης έθεσαν τις βάσεις για τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου.

14. Γενικά και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο «φάσεις» της επαναστατικής διαδικασίας. Το πάρσιμο της εξουσίας, και η συνολική πορεία ανατροπής των σχέσεων και του συσχετισμού δύναμης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Η πρώτη αφορά τη «στιγμή» και η δεύτερη αφορά μια μακρόχρονη διαδικασία. Η μακροχρόνια διαδικασία έχει να κάνει με τη μεταβατική περίοδο, που είναι «μία περίοδος πάλης ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο καπιταλισμό που νικήθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε, και τον κομμουνισμό που γεννήθηκε αλλά όμως είναι ακόμα πολύ αδύναμος» (Λένιν, Οικονομία και πολιτική στην εποχή της διχτατορίας του προλεταριάτου).

Δυστυχώς σήμερα εμφανίζονται και ανθούν βιαστικές κριτικές στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μερικές επηρεάζονται τόσο από τον πραγματισμό και την έννοια του αποτελέσματος που κρίνει τα πάντα, όσο -και μάλλον περισσότερο- από την κυριαρχία και την πίεση που ασκούν τρεις και πλέον δεκαετίες οι αστικές θεωρίες και ιδεολογίες περί του τέλους του κομμουνισμού και της ιστορίας, περί της μεγάλης ουτοπίας. Περίπου οι περισσότερες κριτικές της Οκτωβριανής επανάστασης σήμερα γίνονται –γιατί 40 χρόνια πριν ήταν διαφορετικές– από τους ίδιους ανθρώπους ή ρεύματα. «Τελειώνουν» την επανάσταση στο 1928, στο 1924 ή στο 1921. Γιατί όχι και ακόμα νωρίτερα… Βέβαια, προϋπήρχαν φωνές σαν του Μπερλινγκουέρ του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, αλλά και άλλων ρευμάτων που έκαναν αναφορά στην εξάντληση της προωθητικής δύναμης της επανάστασης από το 1921 (10ο συνέδριο των μπολσεβίκων – «το τέλος των φραξιών»).

Το φαινόμενο όμως είναι πιο πλούσιο, πιο πολύμορφο, πιο πολύπλοκο από τη θεωρία, το φαινόμενο είναι λιγότερο καθαρό από τη σχολαστικιστική αναζήτηση ορισμένων.

Στη δεκαετία 1920-1930 το ερώτημα κατάρρευση ή σταθεροποίηση παραμένει κυρίαρχο. Η αντίθεση και ανισομετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης για το σοβιετικό καθεστώς δημιουργεί τους αναγκαστικούς όρους (συνθήκες) για την ισχυροποίηση του σοβιετικού κράτους και κόμματος και την προσωρινή περαστική ισορροπία και υποχώρηση της ΝΕΠ.

«Η πολυσυζητημένη δεκαετία του 1930-1940 σημαδεύεται από τη μία από το ‘βολονταρισμό’ του Στάλιν για εκβιομηχάνιση-κολλεκτιβοποίηση και από την άλλη από το μεγάλο κραχ του 1929 και την ύφεση του 1938. Η μεγάλη κρίση του καπιταλισμού του 1929-33 ανέδειξε την έφοδο του ‘σταλινικού βολονταρισμού’ σε πολύ μεγάλης σημασίας γεγονός που αντικαθρέπτιζε ‘δύο κόσμους’. Από τη σύγκρουση των δύο γραμμών τότε το δίκιο βρισκόταν όχι με το μέρος του Μπουχάριν αλλά με το μέρος του Στάλιν. Η υιοθέτηση της μπουχαρινικής γραμμής σήμαινε καταδίκη σε λιμό του σοβιετικού λαού, έφοδο των αστικών στοιχείων που αναπόφευκτα ανέδειξε η ΝΕΠ, ένταξη της ΕΣΣΔ στη γενική κρίση και υποστολή της σημαίας του κομμουνισμού στον κόσμο» (Γιάννης Χοντζέας Το «τέλος του κομμουνισμού»).

Για τον υπόλοιπο κόσμο τότε της δύσης εκφράστηκε ή όχι η σύγκριση μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και καπιταλισμού; Είχε προωθητική δύναμη η επανάσταση του 1917 και η οικοδόμηση της μεταβατικής κοινωνίας και μάλιστα στη διεθνιστική απελευθερωτική της έκφραση ή όχι; Επιπλέον, οι αλλαγές και η επαναστατική ώθηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στη Γ’ Διεθνή συγκρότησαν και ανέπτυξαν το κομμουνιστικό κίνημα παγκόσμια. Δεν συμφωνούμε πως όλα ήταν μάταια είτε από το 1921, είτε από το 1930 και μετά. Δεν συμφωνούμε η πορεία της Επανάστασης του Οκτώβρη να εμφανίζεται σαν μια πορεία προσώπων (Στάλιν, Μπουχάριν, Τρότσκι κλπ) και πολύ περισσότερο σαν ιστορία αντιπαράθεσης ψυχοσυνθέσεων. Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αφορά τα πραγματικά ερωτήματα που έθετε η ταξική πάλη, πώς απαντήθηκαν, και αν απαντήθηκαν. Αφορά το τι γεννούσε η κάθε απάντηση μέσα στον συγκεκριμένο και ιστορικά προσδιορισμένο ταξικό και διεθνή συσχετισμό δύναμης. Οι μπολσεβίκοι θα περάσουν από τις σκληρές δοκιμασίες της υποχώρησης του 1921 και της ΝΕΠ. Πρέπει να προετοιμαστούν για τον επερχόμενο πόλεμο, να δώσουν διεθνή ώθηση στα επαναστατικά κινήματα και τα κομμουνιστικά κόμματα, να έρθουν σε βίαιη ρήξη με το νόμο της αξίας στο εσωτερικό της χώρας. Εκτέθηκαν άλλα σχέδια; Υπήρξαν συνολικές συνεισφορές για το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης; Για παράδειγμα, τι πραγματικά έλεγε ο Μπουχάριν για την οικονομία της ΕΣΣΔ τότε; Έθετε κάποιο άλλο πρόγραμμα-δρόμο, που θα οδηγούσε διαφορετικά τα πράγματα; Γιατί πολλοί σημερινοί προφήτες που θαυμάζουν τις «αντιπολιτεύσεις» στο «σταλινισμό» δεν τοποθετούνται πάνω σε αυτό; Υπήρχε συνολικό αριστερό πρόγραμμα και σχέδιο; Πότε, πού από ποιους εκτέθηκε, με ποιους πραγματικούς υλικούς και πολιτικούς όρους; Γνωρίζουμε ότι πολλές φορές οι «αντιπολιτεύσεις» και οι διασπάσεις είναι αντιπολιτεύσεις χωρίς διαφορετικότητα, με μόνο στόχο την «κατάληψη της εξουσίας».

Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν υποχωρήσεις, και προσαρμογές. Δεν υπήρξε όμως αντιστροφή της πορείας ούτε είχε χαθεί ο επαναστατικός προσανατολισμός. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο ήταν απαραίτητες αυτές οι προσαρμογές δεδομένων των συνθηκών της περιόδου: οικοδόμηση σε μία μόνο χώρα – ιμπεριαλιστική περικύκλωση – επερχόμενος πόλεμος. Το βασικό σημείο κριτικής είναι ότι ενώ –σωστά– δόθηκε βάρος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υποτιμήθηκε το ζήτημα των παραγωγικών σχέσων. Θεωρήθηκε ότι αφού δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές τάξεις και την εξουσία την έχει η εργατική τάξη, δεν υπάρχει ταξική πάλη – υπάρχουν εχθρικά στοιχεία προς το σοσιαλισμό που μπορούν να αντιμετωπιστούν με διοικητικές μεθόδους.

Μεταπολεμικά, υπάρχει ένας τελείως διαφορετικός συσχετισμός δύναμης: Ένα νικηφόρο κομμουνιστικό κίνημα, ένας παγκόσμιος θαυμασμός προς το σοσιαλισμό, νίκη της κινέζικης επανάστασης, νέες σοσιαλιστικές χώρες, Ομως, ενώ υπάρχουν ευνοϊκοί όροι για το βάθαιμα της επανάστασης, για την παραπέρα επαναστατικοποίηση της διαδικασίας οικοδόμησης, εμφανίζεται ένα «κάθισμα», ένα πάγωμα της επανάστασης, σπέρματα του οποίου βρίσκονται στην προηγούμενη περίοδο. Ετσι διαμορφώνονται οι όροι για την αντιστροφή της μέχρι τότε πορείας, την επικράτηση του ρεβιζιονισμού και την παλινόρθωση του καπιταλισμού μέχρι και την τυπική κατάρρευση του ’89.

15. Είναι η ίδια η πραγματικότητα, είναι η ιστορία που δεν θέλησε να δώσει ομαλά, ήσυχα, εύκολα και απλά έναν «ολοκληρωμένο σοσιαλισμό». Γιατί σε τελική ανάλυση κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Το τιτάνιο έργο του περάσματος της ανθρωπότητας από τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες -και μάλιστα από την πιο περίπλοκη όπως ο καπιταλισμός- σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, δε μπορεί να γίνει χωρίς ισχυρή αντίσταση καταρχήν από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις. Όμως έχουμε την άποψη-θέση ότι στην πρώτη ανολοκλήρωτη προσπάθεια για το σοσιαλισμό, τη μεταβατική κοινωνία προς το κομμουνισμό, το κομμουνιστικό κίνημα ανταποκρίθηκε μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η θέση μας προσδιορίζεται σαν θέση υπεράσπισης και υποστήριξης –με τις κριτικές μας- στο σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε για περίπου σαράντα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Η εύκολη αναφορά στον Οκτώβρη από αρκετές δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς, περιλαμβάνει από τη μία την υπεράσπιση έως και αποθέωση του 1917 και της «στιγμής» της Επανάστασης, από την άλλη την απόρριψη και τον αγχώδη διαχωρισμό από ό,τι ακολούθησε. Ο διαχωρισμός μπορεί να φτάνει σε διαγκωνισμό για το πόσο γρήγορα «σταμάτησε» η Επανάσταση ή επικράτησε η «αντεπανάσταση» και η «γραφειοκρατία». Σβήνονται μονοκονδυλιά ο αναντικατάστατος ρόλος της ΕΣΣΔ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και όλες οι κατακτήσεις της οικονομικής εκτίναξης, της κοινωνικής αναγέννησης, της μορφωτικής και πολιτιστικής επανάστασης, της κολλεκτιβοποίησης και της εκβιομηχάνισης των δεκαετιών 20 και 30. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κανείς να υπερασπίζει τον Οκτώβρη, χωρίς να υπερασπίζει, έστω κριτικά, αυτό που δημιούργησε ο Οκτώβρης: Το πρώτο εργατικό σοβιετικό κράτος, με προβλήματα και αντιφάσεις, με δύσκολες αποφάσεις και τρομακτικές προκλήσεις, που όμως κατάφερε σε γενικές γραμμές να ανταπεξέλθει και να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας. Το ορόσημο του 1917 δεν απέδειξε μόνο ότι ο παλιός κόσμος, ο κόσμος του καπιταλισμού, είναι ανατρέψιμος. Απέδειξε επίσης ότι ο νέος κόσμος, αυτός της μετάβασης από το καπιταλιστικό στο σοσιαλιστικό σύστημα, είναι ασύγκριτα ανώτερος και προτιμότερος από τον προηγούμενο.

16. Το δίπολο σχέση-αντίθεση επανάστασης/αντεπανάστασης είναι ενεργό σε όλη την εποχή της μεταβατικής περιόδου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η ταξική πάλη συνεχίζεται το ίδιο άγρια και μέσα στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ακριβώς αυτή η σχέση παίζει σημαντικό ρόλο στην άλλη αντιθετική σχέση μετάβασης-παλινόρθωσης.

Σε όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δημιουργούνται οι υλικοί και πολιτικοί όροι παλινόρθωσής της. Όμως για να προσδιοριστεί η τομή και η συνέπειά που αυτή έχει, χρειάζεται να προσδιοριστεί το πώς και πότε ανατράπηκε η κυρίαρχη γραμμή, το πώς και πότε υποστάλθηκε η σημαία του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το πώς και πότε το εθνικό υποσκελίζει και τελειώνει με το διεθνιστικό καθήκον, το πώς και πότε εκθειάζεται το κέρδος, επεκτείνεται ο ρόλος του νόμου της αξίας, κλπ, ζητήματα που καθορίζουν την καθημερινή ζωή των Σοβιετικών. Σύνολο μικρών ανατροπών (ποσοτικές αλλαγές) δημιουργούν μία ποιοτική ανατροπή, τη μεγάλη ανατροπή-παλινόρθωση, που πολιτικά εκφράζεται και θεμελιώνεται την περίοδο της δεκαετίας του 1950.

Όλη η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος είναι αγώνας για το προχώρημα της θεωρίας και της πραχτικής στη σύγχρονη πραγματικότητα, είναι πάλη ενάντια στην αναθεώρηση του συστήματος αξιών και αρχών που έχει θεμελιώσει ο επαναστατικός μαρξισμός, είναι αγώνας-πάλη ανάμεσα σε γραμμή-κατεύθυνση που οδηγεί είτε στην ενίσχυση της κομμουνιστικής επιλογής είτε στη γενική υποχώρηση και στον γενικό συμβιβασμό με το σύστημα. Η αναθεώρηση υποστηρίζει το δεύτερο πρόγραμμα, η επανάσταση το πρώτο. Πέρα όμως από τις σχηματοποιήσεις, υπάρχει η πραγματικότητα. Η κριτική στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» έγινε από τα αριστερά και από τα «έξω» από την «ορθοδοξία», και βασικά από την κινέζικη πολιτιστική επανάσταση και οικοδόμηση και από τον Μάο, ενώ η υποστήριξη και κατά συνέπεια η δυσφήμιση του σοσιαλισμού έγινε από τα «μέσα». Το τότε θεωρούμενο ως κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας, το λεγόμενο ΚΚΕ, για δεκαετίες υποστήριζε και ακολουθούσε άκριτα τη γραμμή της Σοβιετικής Ενωσης. Σήμερα, μετά από 60 και πλέον χρόνια και χωρίς καμιά αυτοκριτική, με το γνωστό γενικόλογο τρόπο ανακατεύει τα πάντα μιλώντας για «ήττα», «ανακαλύπτει» το 20ο συνέδριο και την πορεία παλινόρθωσης, αλλά τονίζει την αντεπανάσταση του 1989-91. Η πολιτική «γενικεύω και τα λέω όλα» για να μην πω τίποτα και να αποφύγω 60 τουλάχιστον χρόνια ευθυνών για την πορεία αποκομμουνιστικοποίησης στην Ελλάδα και διεθνώς, μαζί με μια επαναστατική φρασεολογία, είναι προσφιλής και αποδοτική μέθοδος για να εμφανίζομαι στα μέλη μου και στον κόσμο ως γνήσιο κομμουνιστικό κόμμα. Αποτελεί γραμμή για εκλογική επιβίωση χωρίς προοπτική και στόχο κοινωνικής ανατροπής. Η πολύχρονη δυσφήμιση που έγινε στην έννοια του σοσιαλισμού βοήθησε τα μάλα στη σημερινή της φθορά, την έκανε απωθητική στις νέες γενιές που οδηγήθηκαν στην ανακάλυψη του νέου φιλελεύθερου καπιταλιστικού κόσμου.

17. Η αποκομμουνιστικοποίηση είχε τραγικές συνέπειες για τους λαούς στις πρώην λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες. Έπληξε την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους στο λεγόμενο δυτικό κόσμο, με το χτύπημα των δικαιωμάτων και κατακτήσεων, με τη μονοκρατορία του νεοφιλελευθερισμού, με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας, με τη διάλυση του συνδικαλισμού. Η αποκομμουνιστικοποίηση έβλαψε την αριστερά και τα κινήματά της ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Ιδεολογικά δημιουργήθηκαν καταστάσεις αγνωστικισμού και αναθεωρητισμού, πολιτικά δημιουργήθηκαν καταστάσεις περιθωρίου και ενσωμάτωσης, και οργανωτικά ηγεμόνευσε ο διαλυτισμός, ο κατακερματισμός και η ιδιώτευση.

Η αποκομμουνιστικοποίηση και το «τέλος των ιδεολογιών», δυστυχώς σήμανε την αποδοχή των πλαισίων του συστήματος, του «μη πεπερασμένου» του καπιταλισμού. Σήμανε δηλαδή την άρνηση των επαναστάσεων και των μεγάλων ανατροπών, τη διάλυση αλλά και την άρνηση οικοδόμησης των πολιτικών και οργανωτικών σχεδίων αυτών που στοχεύουν πέρα από τον καπιταλισμό. Αυτή η πολυετής προσαρμογή άφησε υλικά ίχνη και αποτυπώματα στον τρόπο σκέψης και δράσης του συνόλου της σημερινής αριστεράς. Δημιουργήθηκε μια ασυνέχεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ της ιστορίας και των νέων γενιών. Πάνω απ’ όλα, δημιούργησε μια παράλυση της θέλησης για την αλλαγή, μια παράλυση της υπαρκτής και αποδεδειγμένης ικανότητας των ανθρώπων να αλλάζουν τη ζωή τους. Οι έννοιες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού τραυματίστηκαν σχεδόν θανάσιμα.

18. Απο πού ν’ αρχίσουμε; Τι να κάνουμε; Πρόκειται για τα βασικά ερωτήματα όλων όσων επιμένουν να βλέπουν ότι η μόνη εναλλακτική λύση είναι ο κομμουνισμός. Στο ενιαίο πλέον σύστημα κοινωνικών σχέσεων στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, απουσιάζει ο εναλλακτικός δρόμος. Εναλλαχτική πρόταση που σε διεθνή-παγκόσμια κλίμακα θα έχει συγκεκριμένη αντίθεση και στόχευση σε πολιτικές, θεσμούς και οργανισμούς προώθησης της παγκοσμιοποίησης και θα προβάλλεται σε εθνικά πλαίσια με λαϊκό πρόγραμμα υπεράσπισης και διεύρυνσης δικαιωμάτων των εργαζομένων και απελευθέρωσής τους από το ντόπιο και διεθνικό κεφάλαιο. Σκεφτόμαστε εθνικά και διεθνιστικά σημαίνει πως καταχτάμε και προβάλλουμε μια γενική γραμμή που φιλοδοξεί να συγκροτεί μια διεθνή αντιιμπεριαλιστική αντιπαγκοσμιοποιητική και αντινεοφιλελεύθερη ενότητα. Γενική γραμμή που θα αναζητά τους εναλλακτικούς δρόμους γνωρίζοντας πως η μεταρρύθμιση σήμερα γίνεται ολοένα και πιο αδύνατη. Το τέλος της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί την ηχηρή απόδειξη της αδυναμίας μεταρρυθμίσεων. Όσο όμως αναδεικνύονται τα όρια του αδύνατου είτε θα στρέφεται ο κόσμος σε λύσεις και αναζητήσεις συγκρούσεων είτε σε ολοκληρωτικές καταστάσεις επιπέδου φασισμού και δεξιού εθνικισμού. Σήμερα η εργατική τάξη μπορεί να συμμαχήσει με τους νεοεισερχόμενους «ριγμένους» και καταπιεσμένους της παγκοσμιοποίησης, όχι για διαπραγματευτούν καλύτερους όρους αλλά για να την γκρεμίσουν. Συσσωρεύονται συνεχώς οι όροι ανατίναξης του συστήματος, οι όροι γέννησης κινημάτων, εκρήξεων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων. Και τούτο διότι: 1) η πρόσφατη χρεοκοπία του καπιταλισμού με την κρίση του απο το 2008 δείχνει να μην ξεπερνιέται, και πλέον πολύ περισσότερο απο το παρελθόν αναδεικνύει τα όρια του, 2) εντείνεται ο αναταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε περισσότερες πλέον περιοχές του πλανήτη και απειλούνται πολεμικά επεισόδια μεγάλης κλίμακας, 3) οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι τόσο ενωμένες και στεγανές όσο στο παρελθόν, ούτε σχηματίζουν εύκολα στρατόπεδο, καθώς η επιλογή της παγκοσμιοποίησης εμφανίζεται μεν κυρίαρχη αλλά συγκεντρώνει εχθρούς και μέσα απο το αστικό στρατόπεδο, 4) δοκιμάζεται από σημαντικές ρωγμές η συμμαχία-συναίνεση αστικών και μεσαίων στρωμάτων που αποτελεί σημαντικό όρο για πολιτικές κρίσεις σε εθνικές κλίμακες, 5) ο αυταρχισμός, η κρατική θωράκιση,ο εθνικισμός και φασισμός εμφανίζονται σαν επιλογές στα ελλείμματα της εναλλακτικής λύσης και των μεταρρυθμίσεων, όμως δημιουργούν νέα προβλήματα και οξύνουν τις αντιφάσεις 6) αναπτύσσεται ένα μεγάλο πολιτιστικό και κοινωνικό έλλειμμα που είναι σε θέση να γεννήσει αναζητήσεις υπόγεια και ενστικτώδικα σήμερα, συνειδητά και φανερά αύριο.Το μοντέλο του ατομικοποιημένου ανθρώπου, του εξειδικευμένου ανίκανου, που μαθαίνει διαρκώς να αναθέτει, που νιώθει και είναι όλο και πιο μόνος, θα βρεθεί υπό αναίρεση.

Ζούμε συγκυριακά σε αμήχανες στιγμές, όμως ζούμε ιστορικά σε εποχές που εγκυμονούν νέες καταστάσεις. Στις μέρες μας δυο καθήκοντα είναι ορφανά. Το ένα είναι η ύπαρξη διεθνούς γενικής γραμμής που σε εθνική-ελλαδική κλίμακα να υποστηρίζεται και να προβάλλεται απο ενα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων ανατροπής της νέας κανονικότητας-ισορροπίας που δημιουργησε το μνημονιακό καθεστώς, αμφισβητώντας έμπρακτα την ευρωπαική μορφή της παγκοσμιοποίησης. Το άλλο καθήκον αφορά στην κάλυψη του ελλείμματος της πολιτικής αξιοπιστίας. Μορφές, σχήματα, πρόσωπα, φθάρθηκαν μεσα στη μνημονιακή περίοδο και την δήθεν αριστερά της πρώτης φοράς. Η ανασυγκρότηση κινημάτων η δημιουργία μικρών γεγονότων μεσα απο πρωτότυπες δοκιμασίες, η ανάδειξη νέων προσώπων, μορφών πάλης και οργανωτικών σχημάτων, θα συμβαδίζει με την επίμονη προσπάθεια για ενότητα ανα χώρο ανα αίτημα, ανά θέμα… Θέση μας αποτελεί επίσης οτι είναι απαραίτητος όρος να δοθεί χρόνος, χώρος και προτεραιότητα –σε σχέση με τους μοναχικούς οργανωτικούς δρόμους που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους- στην ανασύνθεση και συγκρότηση της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Σήμερα η επανάσταση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν: «εμείς αρχίσαμε αυτό το έργο. Πότε ακριβώς, σε πόσο χρονικό διάστημα οι προλετάριοι ποιανού έθνους θα αποτελειώσουν το έργο αυτό δεν είναι το ουσιαστικό ζήτημα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ότι ο δρόμος χαράχτηκε».

Η Δύση είναι τελειωμένη – αλλά γιατί;

Παρά κάποιες οικονομικές και κοινωνικές καθυστερήσεις και προβλήματα, η δυτική αυτοκρατορία τα πάει αρκετά καλά, αν μετρήσουμε, δηλαδή, την επιτυχία με την ικανότητα ελέγχου του κόσμου, επηρεασμού της σκέψης των ανθρώπων σε όλες τις ηπείρους και συντριβής  σχεδόν όλων των ουσιωδών διαφωνιών, εντός και εκτός των χωρών της.

Αυτό που έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη ζωή σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Παρίσι είναι η απλή ανθρώπινη χαρά, που είναι τόσο οφθαλμοφανής όταν υπάρχει. Παραδόξως, στα ίδια τα κέντρα εξουσίας, οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν αγωνιώδη, άδεια σχεδόν τρομακτική ζωή.

Όλο αυτό κάπως δεν ταιριάζει. Δεν θα έπρεπε οι πολίτες των κατακτητικών χωρών του κόσμου, του νικηφόρου καθεστώτος, να είναι τουλάχιστον βέβαιοι για τον εαυτό τους και αισιόδοξοι;

Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί λόγοι που δεν είναι και κάποιοι φίλοι μου ήδη έχουν περιγράψει με λεπτομερή και παραστατική γλώσσα τις βασικές, τουλάχιστον, αιτίες για την κατάθλιψη και την έλλειψη ικανοποίησης από τη ζωή που στην κυριολεξία καταβροχθίζουν ζωντανούς εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Η κατάσταση αναλύεται κυρίως από κοινωνικο-οικονομική σκοπιά.  Ωστόσο, πιστεύω ότι οι πιο σημαντικές αιτίες της παρούσας κατάστασης πραγμάτων είναι πολύ πιο απλές: η Δύση και οι αποικίες της κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τα πιο ουσιαστικά ανθρώπινα ένστικτα: την ικανότητα των ανθρώπων να ονειρεύονται, να είναι παθιασμένοι, να εξεγείρονται και να «ανακατεύονται» – να συμμετέχουν.

Η προσήλωση, η αποφασιστικότητα, η αισιοδοξία, η αθωότητα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.  Όμως αυτά ακριβώς είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πάντα κινούσαν προς τα εμπρός τους ανθρώπους.

***

Παρά αυτά που σήμερα πιστεύουν συνήθως στη Δύση, δεν είναι η «γνώση» ούτε απόλυτα η «επιστήμη» που βρίσκονταν πίσω από τα μεγαλύτερα άλματα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Πάντα υπήρχε ένας βαθύς και ενστικτώδης ανθρωπισμός, συνοδευόμενος από πίστη (δεν μιλώ για κάποια θρησκευτική πίστη)  και τεράστια αφοσίωση και  αφιέρωση στο σκοπό. Χωρίς αθωότητα, χωρίς απλοϊκότητα, δεν θα μπορούσε ποτέ να  επιτευχθεί  τίποτε μεγάλο.

Η επιστήμη πάντα υπήρχε και ήταν σημαντική για τη βελτίωση πολλών πρακτικών πλευρών της ανθρώπινης ζωής, αλλά δεν ήταν ποτέ η βασική κινητήρια δύναμη  μιας χώρας προς μια δίκαιη, εξισορροπημένη και «αξιοβίωτη» κοινωνία.  Όταν χρησιμοποιήθηκε από κάποιο φωτισμένο σύστημα, η επιστήμη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου, αλλά ποτέ αντίστροφα.

Η πρόοδος  πάντα τροφοδοτούνταν και προκαλούνταν από τα ανθρώπινα συναισθήματα, από φαινομενικά παράλογα και μη επιτεύξιμα όνειρα, από ουτοπίες, από την ποίηση και από μια ευρεία κλίμακα παθών που φλόγιζαν τις καρδιές.  Οι πιο ωραίες ιδέες για τη βελτίωση του πολιτισμού συχνά δεν φαίνονταν καν λογικές, γεννήθηκαν απλά από κάποια ευγενικά ανθρώπινα ένστικτα, εμπνεύσεις και επιθυμίες (η λογική εφαρμόστηκε αργότερα, όταν έπρεπε να προχωρήσουν στις πρακτικές λεπτομέρειες).

Τώρα, η «γνώση», η ορθολογικότητα και η «λογική» , τουλάχιστον στη Δύση, σπρώχνουν τις ανθρώπινες υπάρξεις στη γωνία.  Η «λογική» παίρνει τη θέση των παραδοσιακών θρησκειών – γίνεται κάτι σαν θρησκεία. Η εμμονή με τα «γεγονότα», με την «κατανόηση» των πάντων, γίνεται παράλογα ακραία, δογματική, ακόμη και φονταμενταλιστική.

Όλη αυτή η φανατική συλλογή γεγονότων συχνά μοιάζει εξωπραγματική, «μεταλλική», ψυχρή και εντελώς αφύσικη για πολλούς από εκείνους που έρχονται «απέξω» (γεωγραφικά ή πνευματικά).

Ας μην ξεχνούμε ότι τα «γεγονότα» που καταναλώνουν οι μάζες, ακόμη και οι σχετικά μορφωμένοι Δυτικοί, προέρχονται κατά κανόνα από τις ίδιες πηγές. Χρησιμοποιείται ο ίδιος τύπος λογικής και εφαρμόζονται αρκετά κοινά εργαλεία ανάλυσης. Η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας ειδήσεων, «γεγονότων» και «αναλύσεων» συνήθως δεν οδηγεί στην σε βάθος κατανόηση ή σε αληθινά κριτικές σκέψεις, το αντίθετο – στην πραγματικότητα σκοτώνει την ικανότητα να εξετάσουμε ολοκληρωτικά νέες έννοιες και ειδικά να εξεγερθούμε ενάντια στα διανοητικά κλισέ και στερεότυπα. Έτσι δεν εκπλήσσει το ότι η μεσαία τάξη των Ευρωπαίων και των Βορειοαμερικανών περιλαμβάνει τους πιο κομφορμιστές ανθρώπους στη Γη.

Η συλλογή βουνών από «δεδομένα» και «πληροφορίες» δεν οδηγεί πουθενά, στις περισσότερες περιπτώσεις. Για εκατομμύρια ανθρώπους είναι απλώς ένα χόμπι, όπως κάθε άλλο, όπως τα βιντεοπαιχνίδια και το PlayStation. Κρατά ένα άτομο «στην αιχμή των γεγονότων», έτσι ώστε να μπορεί να εντυπωσιάζει τους γνωστούς ή απλά να ικανοποιεί μια νευρωτική ανάγκη συνεχούς κατανάλωσης ειδήσεων.

Και το χειρότερο είναι ότι  οι περισσότεροι Δυτικοί (και σχεδόν όλοι οι εκδυτικισμένοι ξένοι) είναι μονίμως κλειδωμένοι  σε έναν περίπλοκο ιστό «πληροφοριών» και προσλήψεων, με τα μέλη της οικογένειάς τους, τους φίλους και τους συνεργάτες. Υπάρχει συνεχής πίεσης προσαρμογής σε ένα χώρο πολύ μικρό και σχεδόν καμιά ανταμοιβή για το αληθινό πνευματικό θάρρος ή αυθεντικότητα.

***

Τα καθεστώτα έχουν ήδη καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να τυποποιήσουν τη «γνώση» αξιοποιώντας κυρίως την ποπ κουλτούρα και κατηχώντας τους ανθρώπους μέσα από τους «εκπαιδευτικούς» θεσμούς.

Οι άνθρωποι κλείνονται εκούσια επί χρόνια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, χάνοντας το χρόνο τους, πληρώνοντας τα χρήματά τους, φορτώνονται ακόμη και με χρέη, προκειμένου να διευκολύνουν το σύστημα να τους κατηχεί και να τους μετατρέπει σε καλούς και υπάκουους  υποτελείς της αυτοκρατορίας.

Ήδη, εδώ και δεκαετίες, το σύστημα παράγει επιτυχώς ολόκληρες γενιές συναισθηματικά νεκρών και τελούντων εν συγχύσει ατόμων.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο κατεστραμμένοι που δεν μπορούν να παλέψουν για τίποτε πια (εκτός, μερικές φορές, για τα δικά τους προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντα). Δεν μπορούν να πάρουν θέση και δεν μπορούν ούτε να αναγνωρίσουν τους δικούς τους σκοπούς και επιθυμίες. Προσπαθούν μονίμως (και αποτυγχάνουν) «να βρουν κάτι που να έχει νόημα» και να «εκπληρώσουν» αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν στη ζωή τους. Πάντα ψάχνουν να βρουν κάτι, όχι να ενωθούν σε αγώνες που έχουν νόημα ή να επινοήσουν κάτι τελείως νέο για χάρη της ανθρωπότητας. Συνεχίζουν να «επιστρέφουν στο σχολείο», να φωνάζουν για «χαμένες ευκαιρίες», επειδή «δεν σπούδασαν αυτό που νόμιζαν ότι έπρεπε να σπουδάσουν πραγματικά» (ανεξάρτητα από το τι  πραγματικά σπουδάζουν ή κάνουν στο σχολείο της ζωής, αισθάνονται ανικανοποίητοι, ούτως ή άλλως).

Πάντα φοβούνται ότι θα τους απορρίψουν, τρομοκρατούνται με τη σκέψη ότι η άγνοια και η ανικανότητά τους να κάνουν κάτι με αληθινό νόημα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί και να γελοιοποιηθεί (πολλοί αντιλαμβάνονται πόσο άδεια είναι η ζωή τους).

Είναι δυστυχισμένοι, κάποιοι σε άθλια κατάσταση, ακόμη και αυτοκτονικοί. Όμως η απελπισία τους δεν τους ωθεί στη δράση. Οι περισσότεροι δεν εξεγείρονται ποτέ, δεν αντιμετωπίζουν στα ίσα το καθεστώς, δεν αμφισβητούν το άμεσο περιβάλλον τους.

Αυτές οι εκατοντάδες εκατομμύρια τσακισμένοι και αδρανείς άνθρωποι (εκ των οποίων αρκετοί είναι ευφυείς) αποτελούν μια τρομακτική απώλεια για τον κόσμο. Αντί να σηκώνουν οδοφράγματα, να γράφουν οργισμένα διηγήματα και να γελοιοποιούν ανοικτά αυτή τη δυτική φαρσοκωμωδία, υποφέρουν σιωπηλά, υποκύπτουν στην κακοποίηση ή σκέφτονται την αυτοκτονία.

Εάν φανεί η ευκαιρία να αλλάξουν πραγματικά τη ζωή τους δεν μπορούν να την αναγνωρίσουν πια. Δεν μπορούν να την αρπάξουν. Γιατί δεν μπορούν να αγωνιστούν. Έχουν «εξημερωθεί» από την πολύ νεαρή ηλικία, από το σχολείο.

Έτσι ακριβώς θέλει το σύστημα τους πολίτες του. Είναι όπου τους πήγε.

Είναι σοκαριστικό το ότι κανείς δεν λέει αυτό τον εφιάλτη με το πραγματικό όνομά του – τερατώδες έγκλημα!

***

Οι άνθρωποι αγοράζουν βιβλία για να βγάλουν κάποιο νόημα για το τι συμβαίνει, αλλά δεν καταφέρνουν να τα διαβάσουν μέχρι το τέλος. Είναι πολύ απασχολημένοι, τους λείπει η συγκέντρωση και η αποφασιστικότητα. Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα βιβλία που βρίσκονται στα ράφια δεν δίνουν ουσιαστικές απαντήσεις.

Κι όμως, πολλοί προσπαθούν: αναλύουν και αναλύουν και αναλύουν, άσκοπα. «Δεν καταλαβαίνουν και θέλουν να μάθουν». Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό το μονοπάτι της συνεχούς σκέψης, εφαρμόζοντας τα προκαθορισμένα εργαλεία ανάλυσης, είναι μια τεράστια παγίδα.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε για να κατανοηθεί.  Από τους ανθρώπους έχουν κλέψει τη ζωή, τα φυσικά ανθρώπινα αισθήματα, τη ζεστασιά, το πάθος ακόμη και την αγάπη (αυτό που αποκαλούν «έρωτα» συχνά είναι ένα υποκατάστατο και τίποτε άλλο).

Όλα αυτά δεν αναφέρονται ούτε καν στα βιβλία φαντασίας, εκτός αν διαβάζει κανείς στα ισπανικά ή τα ρωσικά. Η επιτυχία της αυτοκρατορίας στην παραγωγή υπάκουων, φοβισμένων και στερημένων φαντασίας υπάρξεων είναι τώρα πλήρης.

Οι μεγάλες εταιρείες προκόβουν, οι ελίτ μαζεύουν τεράστια λεία, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων στη Δύση χάνει σταδιακά την ικανότητά της να ονειρεύεται και να αισθάνεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, δεν είναι δυνατή η εξέγερση. Η έλλειψη φαντασίας, μαζί με τη συναισθηματική αναισθητοποίηση αποτελεί  τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στασιμότητας, ακόμη και οπισθοδρόμησης.

Γι’ αυτό η Δύση είναι τελειωμένη.

***

Η γκροτέσκα εμμονή με την επιστήμη, με τις ιατρικές πρακτικές και με τα «γεγονότα» συντελούν στο να αποσπάται η προσοχή από τα πραγματικά και τρομακτικά θέματα.

Οι συνεχείς συζητήσεις, αναλύσεις και το να «δούμε τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες» δεν οδηγούν παρά μόνο στην παθητικότητα. Το να δρα κανείς είναι πολύ τρομακτικό και οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι να παίρνουν μεγάλες αποφάσεις πια ή ακόμη και  να κάνουν δραματικές χειρονομίες.

Η κατάσταση αυτή  οδηγεί επίσης στο  ότι, στη Δύση, κανείς σχεδόν δεν είναι πλέον έτοιμος να στρατευθεί κάτω από μια ιδεολογική σημαία ή να ενστερνιστεί με όλη του την καρδιά αυτά που αποκαλούνται υποτιμητικά «ταμπέλες».

Επί χιλιετίες, οι άνθρωποι συμμετείχαν αυθόρμητα σε διάφορα κινήματα, πολιτικά κόμματα και ομάδες. Καμιά σημαντική αλλαγή δεν έγινε ποτέ από μεμονωμένα άτομα  (αν και κάποιος ισχυρός ηγέτης επικεφαλής ενός κινήματος, κόμματος ή ακόμη και κυβέρνησης θα μπορούσε να πετύχει πολλά πράγματα).

Το να είναι κανείς μέρος κάποιου σημαντικού ή επαναστατικού κινήματος συμβόλιζε συχνά το αληθινό νόημα της ζωής. Οι άνθρωποι ήταν (και σε πολλά μέρη του κόσμου είναι ακόμη) αφοσιωμένοι, δεσμευμένοι  σε σημαντικούς και ηρωικούς αγώνες. Προσπαθώντας να χτίσουν έναν καλύτερο κόσμο, να αγωνιστούν για έναν καλύτερο κόσμο, ακόμη και να πεθάνουν γι’ αυτό το σκοπό: αυτό συχνά θεωρούνταν το πιο τιμητικό που θα μπορούσε να πράξει ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του.

Στη Δύση, αυτή η αντίληψη είναι νεκρή, βαθιά κατεστραμμένη. Εκεί βασιλεύει ο κυνισμός. Πρέπει να αμφισβητείς τα πάντα, να μην εμπιστεύεσαι τίποτα και να μην αφοσιώνεσαι σε τίποτα.

Το αναμενόμενο είναι να μην εμπιστεύεσαι καμιά κυβέρνηση. Να πρέπει να γελοιοποιείς όποιον πιστεύει σε κάποιο σκοπό, ιδίως αν κάτι είναι αγνό και ευγενικό. Πρέπει να διασύρεις και να λασπώνεις κάθε μεγάλη προσπάθεια να βελτιωθεί ο κόσμος, είτε αυτή γίνεται στο Εκουαδόρ, στις Φιλιππίνες, στην Κίνα, στη Ρωσία ή στη Νότια Αφρική.

Η επίδειξη συμπάθειας προς κάποιον ηγέτη, πολιτικό κόμμα ή κυβέρνηση χώρας που ακόμη έχει αγωνιστικό πάθος αντιμετωπίζεται με λοιδορία και σαρκασμό σε μέρη όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη: «Είμαστε όλοι κλέφτες και άρα όλες οι κυβερνήσεις είναι ίδιες», αυτή είναι η θανάσιμα τοξική «σοφία».

Βεβαίως: όταν ξοδεύονται ώρες επί ωρών για να αναλύεται κάποιος φλογερός ηγέτης ή κίνημα για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική, κάποια «βρομιά» θα βγει στο τέλος, καθώς κανένας άνθρωπος και καμιά ομάδα δεν είναι τέλεια. Αυτό δίνει στους Δυτικούς το θαυμάσιο άλλοθι να μη συμμετέχουν σε τίποτα.  Ιδού πώς είναι το σχέδιο: «Χάνοντας την ελπίδα για έναν τέλειο κόσμο σημαίνει απλά ότι δεν μπορείς να πιστέψεις σε τίποτα πλέον και άρα πήγαινε να λικνιστείς σε κανένα κλαμπ στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη». Μετά, γύρνα στο σχολείο ή κάνε την  ανούσια δουλειά σου. Ή μαστούρωσε.

Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο από το να προσπαθείς σκληρά να σώσεις τον κόσμο ή τη χώρα σου. Είναι πολύ πιο εύκολο από το να διακινδυνεύεις τη ζωή σου και να αγωνίζεσαι για τη δικαιοσύνη. Είναι πολύ πιο εύκολο από το να προσπαθείς να σκεφτείς πραγματικά, να επινοήσεις κάτι νέο για τον φοβισμένο κόσμο μας.

***

Μια παλιά ρωσική μπαλάντα λέει «Είναι τόσο δύσκολο να αγαπάς … και τόσο εύκολο να φεύγεις…»

Η επανάσταση, τα κινήματα, οι αγώνες, ακόμη και οι κυβερνήσεις που υποστηρίζεις μοιάζουν πολύ με την αγάπη. Την αγάπη ποτέ δεν την εξετάζεις λεπτομερώς, δεν την αναλύεις πλήρως, αλλιώς δεν είναι αγάπη. Δεν υπάρχει τίποτε και δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα ορθολογικό και μόνο όταν πεθαίνει αρχίζεις να την αναλύεις, ψάχνοντας δικαιολογίες για να κλείσεις πίσω σου την πόρτα.

Όταν όμως υπάρχει, είναι ζωντανή, θερμή και παλλόμενη, το να εφαρμόζουμε την «αντικειμενικότητα» στο άλλο πρόσωπο θα ήταν βάρβαρο και ασεβές, θα ήταν κατά κάποιο τρόπο προδοσία.

Μόνοι οι «νέοι Δυτικοί» μπορούν να κάνουν τέτοιες καρικατούρες, αναλύοντας τον έρωτα, γράφοντας «οδηγούς» για το πώς να αντιμετωπίζει κανείς τα ανθρώπινα αισθήματα, πώς να μεγιστοποιεί τα κέρδη από τις συγκινησιακές του επενδύσεις.

Πώς θα μπορούσε ένας άνδρας που αγαπά μια γυναίκα να κάτσει σ’ ένα καναπέ και να αναλύει: «Την αγαπώ, αλλά θα πρέπει να το σκεφτώ δυο φορές, διότι η μύτη της είναι πολύ μεγάλη και τα οπίσθιά της πολύ φαρδιά». Αυτό είναι μια απόλυτη ανοησία. Η γυναίκα που αγαπά κανείς  αληθινά είναι η ομορφότερη στον κόσμο.

Το ίδιο και ο αγώνας.

Αλλιώς, χωρίς αφοσίωση τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ ούτε να βελτιωθεί.

Ας μην ξεχνάμε όμως – η αυτοκρατορία δεν θέλει να αλλάξει ο κόσμος της ούτε κατά κεραία. Γι’ αυτό διασπείρει τον απεριόριστο κυνισμό και μηδενισμό. Γι’ αυτό σπιλώνει κάθε αγνό και φυσικό, εμφυτεύοντας αλλόκοτα «μοντέλα τελειότητας», έτσι ώστε ο κόσμος πάντα να συγκρίνει με βάση αυτά, να κρίνει με βάση αυτά, να έχει αμφιβολίες και να απέχει από τη σοβαρή δράση.

Η αυτοκρατορία θέλει να σκέφτονται οι άνθρωποι, αλλά με τον τρόπο που τους προγραμματίζει. Θέλει να αναλύουν, αλλά μόνο χρησιμοποιώντας τις δικές της μεθόδους. Και θέλει να περιφρονούν, ακόμη και να απορρίπτουν τα φυσικά ένστικτα και τα συναισθήματά τους.

Το αποτέλεσμα είναι σαφές: ατομισμός, ιδιοτέλεια, σύγχυση, διαλυμένες κοινωνίες, κατάρρευση σχέσεων και  γενική απέχθεια για τις  υψηλές προσδοκίες.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τα μαρξιστικά ή επαναστατικά πολιτικά κόμματα, τις εξεγέρσεις ή τους διεθνιστικούς, αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες.

Έχετε παρατηρήσει πόσο ρηχές, πόσο ασταθείς έχουν γίνει οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις στη Δύση; Κανείς δεν θέλει να «εμπλέκεται» πραγματικά. Οι άνθρωποι δοκιμάζουν ο ένας τον άλλο. Συνεχώς σκέφτονται, δύσκολα αισθάνονται. Τα μεγάλα πάθη καταλαγιάζουν (τα συναισθηματικά ξεσπάσματα θεωρούνται «μη αξιοπρεπή» ακόμη και ντροπιαστικά): τώρα αίφνης όλα περιστρέφονται γύρω από το «αισθάνομαι καλά», πάντα «ήρεμα», αλλά παραδόξως κανείς δεν αισθάνεται καλά ούτε είναι ήρεμος πια σ’ αυτή τη «νέα Δύση».

Όλα μεταλλάσσονται στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάποτε ήταν είτε η αγάπη είτε το αληθινά επαναστατικό έργο (πολιτικό ή καλλιτεχνικό) και απλώς να θυμίσω ότι αυτό ήταν το πιο όμορφο, η πιο τρελή αναταραχή , η απόλυτη απομάκρυνση από τη ζοφερή κανονικότητα.

Στη Δύση, δεν γράφεται πλέον μεγάλη ποίηση, ούτε μελωδίες που στοιχειώνουν, ούτε στίχοι.

Ξαφνικά, η ζωή έγινε ρηχή, προβλέψιμη και προγραμματισμένη.

Αν κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει με πάθος, να έχει δοτικότητα, να κάνει θυσίες χωρίς όρους, δεν μπορεί να γίνει μεγάλος επαναστάτης.

Βεβαίως, στην απαθή Δύση με την εμμονή σ’ εκείνον τον τύπο της γνώσης που δεν φωτίζει, με τις εφαρμοσμένες επιστήμες και τον βαθιά ριζωμένο εγωκεντρισμό, δεν υπάρχει γόνιμο έδαφος για μεγάλα πάθη και άρα πιθανότητα για αληθινή επανάσταση.

“Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», έλεγε πολύ σωστά ο Αλμπέρ Καμί.

Η συλλογική εξέγερση κορυφώνεται στην επανάσταση. Χωρίς την επανάσταση ή τη μόνιμη προσδοκία γι’ αυτήν, δεν υπάρχει ζωή.

Η Δύση έχασε την ικανότητα να αγαπά και να εξεγείρεται.

Και γι΄αυτό είναι τελειωμένη.

***

Υπάρχει μια εύστοχη ρήση: «Δεν μπορείς να καταλάβεις τη Ρωσία με το νου. Μπορείς μόνο να πιστεύεις σ’ αυτήν». Το ίδιο ισχύει για την Κίνα, την Ιαπωνία και για πολλά άλλα μέρη.

Είναι πραγματικά τρελό να πάει κανείς στην Ασία ή τη Ρωσία και ν’ αρχίσει να τις περιηγείται προσπαθώντας να τις «καταλάβει».  Δεν υπάρχει λόγος να το κάνει ούτε η πιθανότητα να το πετύχει σε λίγους μήνες, ακόμη και σε χρόνια.

Η νευρωτική και βαθιά δυτική αντίληψη περί συνεχούς προσπάθειας «κατανόησης» των πάντων με το νου μπορεί να τα καταστρέψει όλα και  δια παντός απ’ την αρχή. Ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις να κατανοείς την Ασία είναι με την απορρόφηση, αφήνοντας να σε οδηγούν ευγενικά άλλοι, βλέποντας, αισθανόμενος, αγνοώντας όλες τις προκαταλήψεις και τα κλισέ. Η κατανόηση δεν έρχεται απαραιτήτως μέσω της λογικής. Στην πραγματικότητα, δεν έρχεται καν μέσω αυτής. Έχει να κάνει με τις αισθήσεις και τις συγκινήσεις και συνήθως έρχεται ξαφνικά, απροσδόκητα.

Η επανάσταση, και όλοι οι έντιμοι αγώνες επίσης προετοιμάζονται επί πολύ καιρό και επίσης έρχονται απροσδόκητα, ξεπηδώντας κατευθείαν από την καρδιά

Όταν έρχομαι στη Νέα Υόρκη, αλλά ιδίως στο Λονδίνο ή το Παρίσι και όταν συναντώ εκείνους τους γνωστούς «θεωρητικούς αριστερούς», χαμογελάω με πικρία ακούγοντας τις άνευ ουσίας, μακροσκελείς συζητήσεις τους για κάποια θεωρία που είναι πλήρως διαχωρισμένη από την πραγματικότητα. Και αφορά αποκλειστικά τους ίδιους: είναι τροτσκιστές, και γιατί. Ή πιθανώς είναι αναρχοσυνδικαλιστές, και γιατί. Ή μαοϊκοί … Ό,τι και να είναι, πάντα αρχίζουν σ’ έναν καναπέ ή στα σκαμνιά του μπαρ και εκεί τελειώνουν, αργά το βράδυ.

Στην περίπτωση που μόλις έχεις έλθει από τη Βενεζουέλα ή τη Βολιβία, όπου οι άνθρωποι δίνουν πραγματικές μάχες επιβίωσης των επαναστάσεών τους, αυτή είναι μια εμπειρία που σοκάρει. Οι περισσότεροι άνθρωποι στο Altiplano δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον  Τρότσκι ή τον αναρχοσυνδικαλισμό. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι βρίσκονται σε πόλεμο, αγωνίζονται για όλους μας, για έναν πολύ καλύτερο κόσμο και χρειάζονται άμεση και συγκεκριμένη υποστήριξη: οικονομική βοήθεια, διαδηλώσεις, στελέχη. Και το μόνο που παίρνουν είναι λόγια. Δεν παίρνουν σχεδόν τίποτε από τη Δύση και δεν θα πάρουν ποτέ.

Διότι δεν είναι αρκετά καλοί για τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Είναι πολύ «πραγματικοί», όχι «αρκετά αγνοί». Κάνουν λάθη. Είναι πολύ ανθρώπινοι, δεν είναι αποστειρωμένοι και «δεν συμπεριφέρονται καλά». «Παραβιάζουν πού και πού κάποια δικαιώματα». Είναι πολύ συναισθηματικοί. Είναι αυτό ή εκείνο, και τελικά «δεν μπορεί κανείς να ρίξει όλο του το βάρος  για να τους υποστηρίξει».

Κάνουν λάθη από «επιστημονικής απόψεως». Αν κάποιος κάθεται δέκα ώρες στην παμπ ή στο σαλόνι συζητώντας γι’ αυτούς, τελικά θα υπάρξουν αρκετά επιχειρήματα γι να μην τους δοθεί καμιά στήριξη. Το ίδιο ισχύει για τους επαναστάτες και για τις επαναστατικές αλλαγές στις Φιλιππίνες και σε τόσους άλλους τόπους.

Μ’ αυτό τον τρόπο σκέψης, η Δύση δεν μπορεί να συνδεθεί. Δεν βλέπει τον παραλογισμό στη δική της συμπεριφορά και τη στάση. Έχει χάσει το πνεύμα της, την καρδιά της, τα αισθήματα, από τη δεξιά μέχρι και την αριστερά.  Αντί γι’ αυτά το μυαλό; Υπάρχει άραγε κάτι πολύ σημαντικό που να έρχεται μόνο απ’ αυτό;

Και γι’ αυτό είναι τελειωμένη.

Οι άνθρωποι της Δύσης δεν είναι πρόθυμοι να στρατευθούν σε κάτι πραγματικό. Να στρατευθούν σε κάποια αληθινή επανάσταση, κίνημα, κυβέρνηση, εκτός αν αυτά είναι όμοια με εκείνες τις πλαστικές τοξικές γυναίκες από τα φανταχτερά μαγαζιά μόδας: τέλειες για τους άνδρες που έχουν χάσει όλη τη φαντασία και την ατομικότητά τους, αλλά εντελώς βαρετά προϊόντα μαζικής παραγωγής για όλους τους υπόλοιπους.


* Ο Andre Vltchek είναι φιλόσοφος, διηγηματογράφος, γυρίζει ταινίες και υπηρετεί την ερευνητική δημοσιογραφία.
Έχει καλύψει πολέμους και συγκρούσεις σε δεκάδες χώρες.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Ο αρχιτέκτονας του ευρώ εξομολογείται

Ο Χανς Τιτμαγερ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank επέβλεψε τη μετάβαση στο ευρώ και είναι αυτονόητο πως συνέβαλε καθοριστικά στην ΟΝΕ. Πέθανε στις 28 Δεκέμβρη του 2016. Το antapocrisis αναδημοσιεύει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας του Pierre Bourdieu που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις στη Γερμανία και δόθηκε στις γαλλο-γερμανικές πολιτιστικές συναντήσεις στο Φράιμπουργκ τον Οκτώβριο του 1996.

Του Pierre Bourdieu, Κοινωνιολόγου, καθηγητή στο College de France.

Μια συνέντευξη αποκαλύπτει έναν κόσμο ολόκληρο. Όταν ο Τύπος μεταφέρει τα λόγια αυτών που «λαμβάνουν τις αποφάσεις», των οποίων κάθε εξομολόγηση μπορεί να κλονίσει νομίσματα, δεν δίνουμε πάντα σημασία στο τεράστιο ποσό όσων δεν λέγονται και όσων υπονοούνται στο λόγο τους. Οπλισμένοι με την «ανεξαρτησία» τους, κεκτημένη μέσω της πολιτικής εξουσίας, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία των εθνών. Ποιο είναι το όραμά τους για την κοινωνία; Και, για παράδειγμα, ποιό είναι αυτό του κ Hans Tietmeyer, του μεγάλου αρχιτέκτονα του ευρώ;

Έχοντας διαβάσει στο αεροπλάνο τη συνέντευξη του Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Hans Tietmeyer, που παρουσιάζεται ως ο «αρχιερέας του γερμανικού μάρκου» – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο – θα ήθελα να επιδοθώ σ’ ένα είδος ερμηνευτικής ανάλυσης κατάλληλο για τα ιερά κείμενα: «η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την –εδώ είναι η λέξη κλειδί– εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ελέγχουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς».

Δηλαδή – θα γίνει πιο σαφής στις παρακάτω φράσεις – να ταφεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος πρόνοιας και, μεταξύ άλλων, τις δαπανηρές κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές, για τον καθησυχασμό των επενδυτών που θα προτιμούσαν την προσωπική ενασχόληση – με τις δικές τους πολιτιστικές επενδύσεις. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί αγαπούν τη ρομαντική μουσική και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική και είμαι πεπεισμένος, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον πρόεδρο της Bundesbank ότι, στον ελεύθερό του χρόνο, όπως και ο διευθυντής της Τράπεζας της Γαλλίας Jean-Claude Trichet, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με τη φιλανθρωπία.

«Είναι συνεπώς αναγκαίος, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών, η μείωση του επιπέδου των φόρων για να υπάρξει ένα βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα.»

Τι καταλαβαίνουμε εδώ: Ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι των επενδυτών μέχρι να γίνουν υποφερτοί από αυτούς, ώστε να μην ενθαρρύνονται να μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους. Συνεχίζοντας το διάβασμα: «Πρέπει να (…) μεταρρυθμίσουμε το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας». Δηλαδή, δις επαναλαμβάνει, να ταφεί το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η επιτυχία των οποίων είναι πολύ πιθανό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προκαλέσει νόμιμη δυσπιστία, εφ’ όσον είναι βέβαιοι ότι τα οικονομικά τους κεκτημένα – αφού μιλάμε για κοινωνικές κατακτήσεις, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για οικονομικά οφέλη – δηλαδή τα κεφάλαιά τους, δεν είναι συμβατά με τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και ότι αυτά τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει φυσικά να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος , ακόμη και καταστρέφοντας τα πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελλόντων πολιτών της Ευρώπης, αυτούς τους οποίους, τον Δεκέμβριο του 1995, περιγράφαμε ως «έχοντες», ως «προνομιούχους».

Ο Hans Tietmeyer είναι πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις των επενδυτών, δηλαδή τα οικονομικά τους κέρδη, δεν θα επιβιώσουν μιας διαιώνισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό, λοιπόν, είναι το σύστημα που θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, επειδή τα οικονομικά κέρδη των επενδυτών δεν μπορούν να περιμένουν. Και ο Hans Tietmeyer, ύψιστος στοχαστής, που συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας στον ιδεαλισμό, συνεχίζει:

«Πρέπει, συνεπώς, να ελεγχθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι ν’ αποκτήσουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε – (αυτό το “έτσι ώστε” θα άξιζε ένα μακροσκελές σχόλιο) – να έχουμε μια νέα φάση ανάπτυξης (…) η οποία δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο αν εμείς κάνουμε μια προσπάθεια – το «εμείς κάνουμε» είναι μαγευτικό – για ευελιξία στην αγορά εργασίας.»

Μια απειλή παρόμοια με εκβιασμό

Να ‘μαστε. Τα μεγάλα λόγια έπεσαν στο τραπέζι, και ο Hans Tietmeyer δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ευφημιστικής ρητορικής που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο ευφημισμός είναι απαραίτητος για να αυξηθεί με βιώσιμο τρόπο η εμπιστοσύνη των επενδυτών – η οποία, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, είναι το άλφα και το ωμέγα του συνόλου του οικονομικού συστήματος, το θεμέλιο και ο απώτερος στόχος, το Τέλος της Ευρώπης του μέλλοντος – αποφεύγοντας, συνάμα, να προκαλέσει τη δυσπιστία και την απελπισία των εργαζομένων, οι οποίοι, παρ ‘όλα αυτά, πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν, αν θέλουμε να έχουμε αυτή τη νέα φάση της ανάπτυξης. Επειδή από αυτούς αναμένεται αυτή η προσπάθεια, αν και ο κ Hans Tietmeyer, σίγουρα μετρ του ευφημισμού, λέει επίσης: «(Θα μπορούμε να) καταργήσουμε τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Θεσπέσια ρητορική της εργασίας, η οποία μπορεί να μεταφραστεί και ως: «Κουράγιο εργαζόμενοι! Όλοι μαζί κάνουμε την προσπάθεια ευελιξίας που απαιτείται από εσάς!».

Αντί να θέσει, ατάραχος, μια ερώτηση σχετικά με την εξωτερική ισοτιμία του ευρώ, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει ζητήσει από τον κ Hans Tietmeyer την έννοια που δίνει στις λέξεις-κλειδιά της ξύλινης γλώσσας των επενδυτών: «ακαμψία στην αγορά εργασίας» και « ευελιξία στην αγορά εργασίας.» Οι εργαζόμενοι, πάλι, θα καταλάβαιναν αμέσως: νυχτερινή εργασία, εργασία τα σαββατοκύριακα, ακανόνιστα χρονοδιαγράμματα, αυξημένη πίεση, άγχος, κ.λπ.

Βλέπουμε ότι το «στην αγορά εργασίας» λειτουργεί ως ένα είδος ομηρικού επιθέτου που μπορεί να συνδεθεί με ένα εύρος λέξεων, και θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, για να μετρήσει την ευελιξία της γλώσσας του Hans Tietmeyer, να μιλήσει για παράδειγμα για την ευελιξία ή την ακαμψία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παραδοξότητα αυτής της χρήσης στην ξύλινη γλώσσα του Hans Tietmeyer επιτρέπει την υπόθεση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο μυαλό του, για τη “διάλυση της δυσκαμψίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές» ή την «πραγματοποίηση μιας προσπάθειας για την ευελιξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι, σε αντίθεση με ό, τι μπορεί να προτείνει το «εμείς» του «αν κάνουμε μια προσπάθεια» του Hans Tietmeyer, μόνο από τους εργαζόμενους ζητείται αυτή η προσπάθεια ευελιξίας και σε αυτούς επίσης απευθύνεται η απειλή, εκβιασμός σχεδόν, το οποίο εμπεριέχεται στη φράση: «έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Με λίγα λόγια: απαρνηθείτε τα κοινωνικά σας οφέλη σήμερα, για να αποφευχθεί η καταστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, στο όνομα της ανάπτυξης που θα μας φέρει το αύριο. Μία πολύ γνωστή λογική στους εργαζόμενους στους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι, για να χαρακτηρίσουν την πολιτική συμμετοχή που τους πρόσφερε στο παρελθόν ο γκωλισμός, έλεγαν: «Μπορείτε να μου δώσετε το ρολόι σας, και θα σας δώσω το χρόνο».

Ας διαβάσουμε για τελευταία φορά τα λόγια του Hans Tietmeyer

«Η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πρέπει συνεπώς … (παρατηρήσετε το” συνεπώς “) … να ελέγχονται οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι να υπάρξει ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση της ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια για ευελιξία στις αγορές εργασίας»

Εάν ένα τόσο εξαιρετικό κείμενο, τόσο εξαιρετικά εξαιρετικό, ήταν ικανό να περάσει απαρατήρητο και να γνωρίσει τη μοίρα των καθημερινών λεγόμενων των καθημερινών φυλλάδων, οι οποίες απορρίπτονται σαν τα νεκρά φύλλα, είναι γιατί ήταν τέλεια προσαρμοσμένα στον «ορίζοντα αναμονής» για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθημερινών αναγνωστών εφημερίδων που είμαστε. Αλλά αυτός ο ορίζοντας είναι προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αν τα λόγια της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer περνάνε τόσο εύκολα είναι γιατί λέγονται παντού. Βρίσκονται παντού, σε κάθε στόμα. Τρέχουν σαν κοινός τόπος, τα δεχόμαστε χωρίς δισταγμό, όπως ένα νόμισμα, ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα, βεβαίως, τόσο σταθερό όσο και αξιόπιστο, πιστευτό, όπως το γερμανικό μάρκο, “Βιώσιμη ανάπτυξη”, “εμπιστοσύνη των επενδυτών”, “δημόσιοι προϋπολογισμοί”, “σύστημα κοινωνικής πρόνοιας”, “ακαμψία”, “αγορά εργασίας”, “ευελιξία”, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν, “παγκοσμιοποίηση”, “πρόσθετη ευελιξία”, “μείωση των επιτοκίων “- χωρίς να προσδιορίζεται ποια από αυτά – “ανταγωνιστικότητα”, “παραγωγικότητα” κ.λπ.

Αυτή η καθολική πίστη, η οποία δεν προκύπτει καθόλου από μόνη της, πως εξαπλώθηκε; Μια σειρά κοινωνιολόγων, Βρετανών και Γάλλων κυρίως, σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα, έχουν ανακατασκευάσει την αλυσίδα σύμφωνα με την οποία παράγεται και μεταδίδεται αυτός ο νεοφιλελεύθερος λόγος, τα οποία έχουν γίνει ιδεολογία, μια αδιαμφισβήτητη και αδιάσειστη πραγματικότητα. Με μια σειρά ολόκληρη αναλύσεων των κειμένων, των τόπων δημοσίευσης, των χαρακτηριστικών των συγγραφέων αυτών των ομιλιών, των συμποσίων στα οποία συγκεντρώνονται για να τα παράξουν κλπ, φάνηκε πως, στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχει πραγματοποιηθεί μια σταθερή δουλειά, με τη συμμετοχή διανοουμένων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, σε περιοδικά που έχουν σταδιακά επιβληθεί ως έγκυρα, για να καθιερωθεί ως δεδομένο ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που, στην ουσία, ντύνει με οικονομικές εκλογικεύσεις τις πιο κλασικές απαιτήσεις της συντηρητικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών.

Η ικανοποίηση που προέρχεται από τη μοιρολατρία

Αυτός ο λόγος οικονομικής αίγλης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πέρα ​​από τον κύκλο των υποστηρικτών του παρά μόνο με τη συνεργασία ενός πλήθους ανθρώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, απλών πολιτών, οι οποίοι έχουν ένα φαινομενικά επαρκές υπόβαθρο στην οικονομία για να μπορούν να συμμετάσχουν στην γενικευμένη κυκλοφορία κακώς βαθμονομημένων λέξεων της οικονομικής βαρβαρότητας. Ένα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου αυτού που, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνάει τις προσδοκίες του Hans Tietmeyer: είναι τόσο γνώστης εκ των προτέρων των απαντήσεων, που θα μπορούσε να τις δώσει ο ίδιος. Είναι μέσα από κάποιες τέτοιες παθητικές συνενοχές που σταδιακά ήρθε να επιβληθεί το επονομαζόμενο νεοφιλελεύθερο όραμα, στην πραγματικότητα συντηρητικό, που βασίζεται σε μια πίστη άλλης εποχής στο ιστορικό αναπόφευκτο, το οποίο βασίζεται στην υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου έχουν περάσει εύκολα από μια μαρξιστική μοιρολατρία σε μία νεοφιλελεύθερη μοιρολατρία: και στις δύο περιπτώσεις, ο οικονομισμός αποποιείται των ευθυνών και αποστρατεύει, ακυρώνοντας την πολιτική και επιβάλλοντας μια σειρά από αδιαμφισβήτητους στόχους, τη μέγιστη ανάπτυξη, την επιτακτική ανάγκη ανταγωνιστικότητας, την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικότητας, και ως εκ τούτου ένα ανθρώπινο ιδεώδες, που θα μπορούσε να ονομαστεί το ιδανικό του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε το νεοφιλελεύθερο όραμα, χωρίς να αποδεχόμαστε όλα αυτά που το συνοδεύουν, τον τρόπο ζωής του γιάπη, τη βασιλεία του ορθολογικού υπολογισμού ή του κυνισμού, τον αγώνα δρόμου για το χρήμα ως καθολικό μοντέλο. Η αντίληψη του προέδρου της Bundesbank ως υπόδειγμα σκέψης, δείχνει την αποδοχή μιας τέτοιας φιλοσοφίας.

Αυτό που μπορεί να εκπλήξει είναι ότι το μοιρολατρικό αυτό μήνυμα δίνεται ως μήνυμα απελευθέρωσης, με μια σειρά από λεξιλογικά παιχνίδια γύρω από την ιδέα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της απορρύθμισης, κλπ, μέσα από μια σειρά ευφημισμών, ή διπλού παιχνιδιού με τις λέξεις – της μεταρρύθμισης για παράδειγμα – η οποία έχει ως στόχο να παρουσιάσει την παλινόρθωση ως επανάσταση, σύμφωνα με τη λογική όλων των συντηρητικών επαναστάσεων.

Εάν αυτή η συμβολική δράση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε να γίνει μια καθολική πεποίθηση είναι εν μέρει μέσω μιας συστηματικής και οργανωμένης χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης.

Αυτή η συλλογική εργασία τείνει να παράγει μια σειρά ολόκληρη από μυθολογίες, «βασικές ιδέες» που δουλεύουν και σε ωθούν να δουλέψεις, επειδή χειρίζονται τις πεποιθήσεις: είναι για παράδειγμα ο μύθος της «παγκοσμιοποίησης» και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις του στις εθνικές οικονομίες ή ο μύθος των νεοφιλελεύθερων «θαυμάτων» αμερικάνικων ή αγγλικών. Στη μυθολογία σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα μειωθούν στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αντιτάξει το έργο ενός κοινωνιολόγου, του M. Loïc Wacquant, το οποίο δείχνει ότι στις ΗΠΑ το «φιλανθρωπικό κράτος», βασισμένο σε μια ηθικολογική αντίληψη της φτώχειας, τείνει να χωριστεί σε ένα κράτος πρόνοιας που εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή ασφάλιση για τις μεσαίες τάξεις και ένα κράτος όλο και πιο κατασταλτικό για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βίας που συνδέεται με τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής μάζας του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου. Έτσι, η πολιτεία της Καλιφόρνια, η οποία για κάποια χρονική περίοδο παρουσιαζόταν από ορισμένους Γάλλους κοινωνιολόγους ως παράδεισος όλων των ελευθεριών, ξοδεύει τώρα για τις φυλακές της ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό απ’ ότι για όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπάρχουν στην πολιτεία, παρότι αυτά είναι από τα πιο αναγνωρισμένα ιδρύματα του πλανήτη.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που μας λένε κάθε μέρα ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί η επισφαλής εργασία, και οι Βρετανοί εργαζόμενοι ανακαλύπτουν με το φθόνο τα κοινωνικά επιτεύγματα που ακόμα επιβιώνουν στη Γαλλία. Αυτό, παραδόξως, την ίδια στιγμή που λέγεται στους Γάλλους σε ποιο βαθμό οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είναι ευχαριστημένοι με την ατυχία τους.

Ίσως είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υποστροφής του κράτους το οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά με τη διαδοχική συγκέντρωση της φυσικής δύναμης (αστυνομίας και στρατού), του πολιτιστικού κεφαλαίου (το σύστημα μέτρησης για παράδειγμα) και του συμβολικού κεφαλαίου. Μία από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι παρά η μάσκα της παλιάς συντηρητικής φιλοσοφίας, είναι να οδηγήσει σε μια υποχώρηση του κράτους προς την ελάχιστή του κατάσταση, απολύτως συνεπή με το ιδανικό των Κυρίαρχων, κοινώς ελαχιστοποιημένο μόνο στις δυνάμεις καταστολής, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των δαπανών για την αστυνομία.

Εμπιστοσύνη της αγοράς ή εμπιστοσύνη του λαού;

Ας επιστρέψουμε τελικά στη φράση-κλειδί της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer, την «εμπιστοσύνη της αγοράς». Έχει το πλεονέκτημα να φέρνει στο φως την ιστορική επιλογή, ενώπιον της οποίας έχουν τοποθετηθεί όλες οι εξουσίες: μεταξύ της εμπιστοσύνης των αγορών και της εμπιστοσύνης του λαού, πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική η οποία έχει ως στόχο να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, χάνει την εμπιστοσύνη του λαού.

Σε μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη στάση των ερωτούμενων απέναντι στους πολιτικούς, τα δύο τρίτα τους θεωρούν ανίκανους ν’ ακούσουν και να λάβουν υπ’ όψιν αυτό που οι σκέφτονται Γάλλοι, κατηγορία ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου (FN) – του οποίου επίσης αποδοκιμάζουμε την ακαταμάχητη άνοδο, ξεχνώντας για μια στιγμή για να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ Εθνικού Μετώπου και ΔΝΤ.

Πρέπει να συσχετίσουμε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των επενδυτών – την οποία θα πρέπει να σώσουμε με κάθε κόστος – με τη δυσπιστία των πολιτών. Η οικονομία είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια αφηρημένη επιστήμη βασισμένη στον απολύτως αδικαιολόγητο διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο και καθορίζει τον οικονομισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αρχή της αποτυχίας της κάθε πολιτικής που δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο σκοπό εκτός από την προστασία της «οικονομικής τάξης και της σταθερότητας», δηλαδή, του γερμανικού μάρκου, αυτού του νέου απόλυτου το οποίο ο κ Hans Tietmeyer εξυπηρετεί…

Πηγή: Le Monde Diplomatique
Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

“Δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο χωρίς να αλλάξεις τις ιδέες σου”, συνέντευξη του David Harvey

[Σημείωση των Συντακτών του Left East: Η πρωτότυπη συνέντευξη έγινε από τους εγκαταστημένους στην Κωνσταντινούπολη Ιμρέ Αμέζ και Γκαγιέ Γκιουνάι, στο πλαίσιο των γυρισμάτων ενός ντοκιμαντέρ για την παγκόσμια οικονομία. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην τουρκική γλώσσα το Δεκέμβριο του 2016, στην τουρκική έκδοση του Express Magazine. Περιλαμβάνει μία βαθιά ανάλυση των δυνατοτήτων κινητοποίησης που έχει σήμερα η Αριστερά, εντός του συγκεκριμένου αυτού κοινωνικού σχηματισμού που έκανε την εκλογή του Trump δυνατή].

1. Οι αρχαίοι πολιτισμοί στο Μάτσου Πίτσου, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και αλλού επίσης υπέφεραν επίσης από κοινωνικές ανισότητες, εκμετάλλευση και μια εμμονή με την κατασκευή κτισμάτων, που ως στόχο είχαν την επίδειξη του πλούτου τους. Οι Μάγια και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν επίσης την παραγόμενη στις κοινωνίες τους υπεραξία για να κατασκευάζουν μαυσωλεία και πυραμίδες. Οπότε, τι έχει αλλάξει σήμερα;

David Harvey (DH): Νομίζω πως η διαφορά έγκειται στο ότι το κεφάλαιο σήμερα συστηματικά παράγει πλεονάσματα. Παράγει πλεονάσματα χρηματικού κεφαλαίου, παράγει πλεονάσματα εμπορευμάτων, οπότε [αποδεικνύεται ότι] δεν απαιτείται πολιτική οργάνωση για να γίνει αυτό. Το πρόβλημα, από μια πολιτική οπτική γωνία, είναι πώς να απορροφήσουμε όλα αυτά τα πλεονάσματα που παράγονται και τα πλεονάσματα εργασίας και τα πλεονάσματα κεφαλαίου και τα πλεονάσματα ύλης και εμπορευμάτων κ.λπ. Ένα μέρος της επιχειρηματολογίας μου είναι ότι ολοένα και περισσότερο, η απορρόφηση αυτού του πλεονάσματος που συνοδεύει την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, επενδύεται στην οικοδομική ανάπτυξη των πόλεων. Θα έλεγα ότι περίπου το ¼ της ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο σχετίζεται αυτή τη στιγμή κατά κάποιον τρόπο με την αστικοποίηση. Σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου, όπως η Κίνα, τα στοιχεία που έχουμε δείχουν για παράδειγμα ότι 25% της ανάπτυξης προκύπτει μόνο από την οικοδόμηση κατοικιών. Και περίπου 50% προκύπτει από την οικοδόμηση πόλεων και την κατασκευή υποδομών που συνδέουν και εξυπηρετούν τις πόλεις, όπως δρόμων, σιδηροδρομικών δικτύων υψηλής ταχύτητας, συστημάτων ύδρευσης κ.λπ. Οπότε, θα εκτιμούσα ότι περίπου το 50% της κινεζικής οικονομίας είναι πράγματι αφιερωμένο στην αστικοποίηση.

2. Όταν αναφέρεστε στο ¼ της οικονομικής ανάπτυξης, υπάρχει μία διαφορά μεταξύ ανάπτυξης και συσσώρευσης. Όταν λέμε ότι το ¼ της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται στις πόλεις, πώς συνδέονται τα τρία κυκλώματα ροών κεφαλαίου (νομισματικό κύκλωμα, κύκλωμα εμπορευμάτων, παραγωγικό κύκλωμα);

harvei2

From D. Harvey’s “The urban process under capitalism: a framework for analysis” (IJURR, 1978)

DH: Νομίζω πως η παραγωγή δεν παράγει αξία αν δεν υπάρχει κάποιος να καταναλώσει αυτό που παράγεται. Συνεπώς υπάρχει μια σχέση μεταξύ της παραγωγής κεφαλαίου και της πραγμάτωσης του κεφαλαίου στην αγορά. Τώρα, η πραγμάτωση του κεφαλαίου συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αστικοποίηση. Είναι οι άνθρωποι που αγοράζουν σπίτια και αγαθά και η καλλιέργεια ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Σκεφτείτε για παράδειγμα πως η «προαστειοποίηση» στις ΗΠΑ καλλιεργεί ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και μετά οι άνθρωποι, προκειμένου να ζήσουν στα προάστεια χρειάζονται ένα αυτοκίνητο, αυτοκινητόδρομους, σπίτια ενός συγκεκριμένου τύπου, εμπορικά κέντρα, μηχανές του γκαζόν, χρειάζονται ένα σωρό πράγματα συνυφασμένα με αυτόν τον τρόπο ζωής. Το κεφάλαιο, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό παράγει νέες ανάγκες μέσω της κατασκευής νέων τύπων περιβάλλοντος, στους οποίους οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμώσουν την κατανάλωσή τους προκειμένου να επιβιώσουν. Υπάρχει λοιπόν σχέση μεταξύ της παραγωγής και της πώλησης, αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «πραγμάτωση του κεφαλαίου». Και υπάρχει μια πολιτική σχετικά με την πραγμάτωση κεφαλαίου, με αποτέλεσμα στην ιστορία του καπιταλισμού να βρίσκει κανείς την παραγωγή νέων επιθυμιών και αναγκών, που αποτέλεσε κεντρική πτυχή της ουσίας του καπιταλισμού. Αν δεν παράγεις νέες επιθυμίες και ανάγκες, δεν έχεις νέες αγορές κι αν δεν έχεις νέες αγορές, τότε η παραγωγή δεν μπορεί να συνεχίσει να διευρύνεται με τον ίδιο τρόπο. Τώρα, η πραγμάτωση του κεφαλαίου σημαίνει τη μετατροπή του από την μορφή του εμπορεύματος στη μορφή του χρήματος.

Και μετά το χρήμα διανέμεται. Οπότε, το ποιός παίρνει τότε το χρήμα έχει επίσης ένα συγκεκριμένο αντίκτυπο. Μέρος του χρήματος περιέρχεται στις τράπεζες, που παίρνουν το χρήμα και το επιστρέφουν στην παραγωγή. Τότε ολοκληρώνεται η διαδικασία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπου τα τρία αυτά κυκλώματα ροής κεφαλαίου, τα οποία αναφέρατε, ενσωματώνονται το ένα στο άλλο και το καθένα από αυτά παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο να ανακατευθύνει τις ροές του κεφαλαίου προς την αστικοποίηση. Παραδείγματος χάριν, ελεύθερο χρήμα βρίσκεται στις τράπεζες και θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα το κάνουν. Αναζητούν ανθρώπους να το δανειστούν για συγκεκριμένα σχέδια. Όμως, όλο και περισσότερο, παρατηρούμε ότι οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένες στο να κατευθύνουν το χρήμα στην παραγωγή αστικοποίησης και στην πραγματοποίηση της αστικοποίησης. Έτσι, παρατηρούμε ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούν το παραγόμενο προϊόν την ίδια στιγμή που χρηματοδοτούν στεγαστικά δάνεια που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αγοράζουν το παραγόμενο προϊόν. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες αρχίζουν να παίζουν καίριο ρόλο στην κατεύθυνση χρηματικού κεφαλαίου στην διαδικασία της αστικοποίησης.

3. Ποια είναι η επίδραση του νεοφιλελευθερισμού πάνω σε αυτήν την εικόνα; Τι έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’70 σε αυτόν το μηχανισμό, που επιτάχυνε τη διαδικασία;

atlanta 768x454

Atlanta hosted the Summer Olympics in 1996. The Atlanta-Fulton County Stadium was used for baseball, but was demolished in 1997. Thespacewasturnedinto 4,000 parkingspaces. (REUTERSPhotography)

DH: Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πραγματικά μακροοικονομική αλλαγή στη φιλοσοφική βάση που καλλιεργεί ο καπιταλισμός προκειμένου να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του. Συνεπώς, η ουσία του νεοφιλελευθερισμού έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας «προσωπικής ευθύνης», με αποτέλεσμα η ταξική αλληλεγγύη που διατηρούνταν στις κοινωνίες μέσα από τα συνδικάτα και τα λοιπά να έχει στην ουσία καταστραφεί τα τελευταία 30 με 40 χρόνια. Αλλά ταυτόχρονα με αυτό, όλο και περισσότερα χρήματα κατευθύνονται στη διαδικασία αστικοποίησης. Και συγκεκριμένα βλέπουμε κάθε πτυχή της αστικοποίησης που έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο αστικό θέαμα. Και το πλεονέκτημα του αστικού θεάματος είναι ότι καταναλώνεται ταχέως. Έχεις μία Ολυμπιάδα και μετά, πολύ σύντομα έχεις μια άλλη Ολυμπιάδα. Και όλα αυτά είναι μια πολύ εφήμερη κατανάλωση. Αν το κεφάλαιο κατασκεύαζε μόνο πράγματα που να διαρκούν για 100 χρόνια θα είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Συνεπώς, επικεντρώνει όλο και περισσότερο την προσοχή του στο να παράγει κάτι εφήμερο, χωρίς μεγάλη διάρκεια, αναλώσιμο στη στιγμή, ώστε παράγει προϊόντα που είναι ακαριαία αναλώσιμα και φυσικά το θέαμα είναι ένα προϊόν στιγμιαίας κατανάλωσης. Η παραγωγή του δεν είναι στιγμιαία, αλλά η κατανάλωσή του είναι. Η αστικοποίηση λοιπόν, έχει γίνει όλο και πιο πολύ όχημα για την καλλιέργεια του θεάματος.

4. Η αλλαγή που είδαμε τη δεκαετία του 1970, την οποία πολλοί άνθρωποι αποδίδουν στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά εσείς λέτε ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, ότι προϋπήρχε μια κρίση ιδιοκτησίας …τι μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία της αστικής κρίσης και τις αλλαγές της δεκαετίας του ’70;

DH: Στις μελέτες μου για την αστικοποίηση και την ιστορία του καπιταλισμού, αυτό που βλέπετε ξανά και ξανά είναι ότι μια κατάσταση ξεσπάει εκεί που τα πλεονάσματα που παράγονται από το κεφάλαιο δυσκολεύονται πολύ να βρουν έναν χώρο για κερδοφόρα δραστηριότητα. Έτσι λοιπόν, όταν μια υπάρχει μια τέτοιου είδους κατάσταση, όλο και περισσότερο από το πλεόνασμα τείνει να επενδύεται σε μακροχρόνια σχέδια στον τομέα του δομημένου περιβάλλοντος και συγκεκριμένα της αστικοποίησης. Τώρα, το πλεονέκτημα με τα μακροχρόνια σχέδια είναι ότι δεν γνωρίζεις αν θα είναι βιώσιμα μέχρι 5, 10 χρόνια αργότερα. Οπότε, απορροφάς πολύ από το πλεόνασμα, αλλά δεν γνωρίζεις εάν θα είναι κερδοφόρο ή αν πρόκειται να συμβάλλει στην παραγωγικότητα παρά μόνο κάποιο καιρό αργότερα.
Έπειτα, αυτό που συχνά συμβαίνει είναι ότι η μετακίνηση σε τέτοιου είδους επενδύσεις είναι πάντα κερδοσκοπική. Και η κερδοσκοπία απογεινώνεται και πολύ συχνά παρουσιάζεται λες και αυτό που συμβαίνει είναι πολύ καλό, οπότε όλο και περισσότερο χρήμα επενδύεται σε αυτό και ξαφνικά υπάρχει υπερπαραγωγή δομημένου περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα είναι η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων ή ο τερματισμός της διεύρυνσής της. Για παράδειγμα, στην Κίνα πρόσφατα, τα τελευταία 2-3 χρόνια, υπάρχει μια τεράστια έκρηξη της αστικοποίησης, η οποία όμως είχε ένα ιδιαίτερα σοβαρό σταμάτημα και ως αποτέλεσμα η κινεζική οικονομία έχει αρκετά σκαμπανευάσματα τα τελευταία 2-3 χρόνια, πράγμα που έχει παγκόσμια επίδραση, επειδή τα πλεονάσματα δεν μπορούν πια να απορροφηθούν στα κινέζικα σχέδια αστικοποίησης και έτσι πολλές χώρες που εφοδιάζουν την Κίνα με πρώτες ύλες για την κατασκευή σπιτιών ή υποδομών έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν οικομικές δυσκολίες. Αυτό, λοιπόν, που παρατηρεί κανείς ξανά και ξανά είναι μία «κυματοειδής» κίνηση μία ροής κεφαλαίου σε ένα μέρος, έπειτα καταρρέει, επιστρέφει σε άλλες ασχολίες και μετά ξανανεβαίνει. Οπότε, παρατηρούμε αυτά τα «μεγάλα κύματα»,μερικές φορές υπήρχαν ακόμα και στο 19ο αιώνα αυτές οι περίοδοι που αποκαλούνταν «οικοδομικοί κύκλοι» και ήταν διάρκειας 17-18 χρόνων, οπότε μπορούσε να δει κανείς αυτές τις μακροχρόνιες τάσεις να εξελίσσονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

harvei3

Ένα από τα χαρακτηριστικά που έγιναν κυρίαρχα ήταν ο βαθμός στον οποίο το κεφάλαιο και η τάξη των καπιταλιστών επιτίθεντο στις δυνάμεις της εργασίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά και τελικά κατάφεραν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να τσακίσουν την ισχύ του εργατικού κινήματος. Στο βαθμό που το πέτυχαν αυτό, σήμαινε ότι οι μισθοί μειώνονταν και το μέρισμα της εργατικής τάξης στο εθνικό εισόδημα άρχιζε να ελαττώνεται. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομική ζήτηση αρχίζει να μειώνεται, καθώς οι εργαζόμενοι έχουν όλο και λιγότερα χρήματα για να ξοδέψουν σε αγαθά και υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός προβλήματος πραγμάτωσης της αξίας στην αγορά. Το κεφάλαιο, λοιπόν, βρέθηκε αντιμέτωπο με το εξής δίλημμα: πώς να διατηρήσει ζωντανή την οικονομία την ίδια στιγμή που μείωνε το μισθολογικό κόστος. ‘Ελυσε το πρόβλημα με το να πει σε όλους: «πάρτε τις δικές σας πιστωτικές κάρτες!». ‘Ετσι, σκαρφίστηκε την κουλτούρα των ΑΤΜ και της πιστωτικής κάρτας. Και η οικονομία του χρέους υπήρξε όντως πολύ σημαντική στην επίλυση αυτής της αντίθεσης. Επιλύοντας, όμως, αυτήν την αντίθεση, δημιούργησε μιαν άλλη αντίθεση, που ήταν το αυξανόμενο χρέος. Όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληυθυσμού υπερχρεωνόταν, οι κυβερνήσεις υπερχρεώνονταν, με αποτέλεσμα, όταν φτάσαμε στο 2008 το χρέος να έχει γίνει τόσο σημαντικό και τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο, ώστε επήλθε μια έκρηξη κρίσεων, που περιστρέφονται εν μέρει γύρω από το γεγονός ότι το χρέος κατέστη μη βιώσιμο, ιδιαίτερα στην αγορά ακινήτων, ιδιαίτερα στον τομέα της αστικοποίησης.

5.Κάτι ακόμη συνέβη τη δεκαετία του ’70, καθώς πριν το 1973 όλο το χρήμα έπρεπε να καλύπτεται από απόθεμα χρυσού. Αυτό άλλαξε το 1973. Ήταν αυτή η αρχή του πλασματικού χρήματος;

harvei4

DH: Στην πραγματικότητα ο χρυσός δεν έχει υπάρξει σοβαρό στοιχείο στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα μετά το 1939. Είχε έναν ονομαστικό ρόλο από το 1939 μέχρι το 1973, οπότε και εγκαταλείφθηκε εντελώς ο κανόνας του χρυσού. Όμως, μετά το 1973 έγινε εμφανές ότι οι κύριοι παράγοντες για τη σταθεροποίηση του νομισματικού συστήματος θα ήταν οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες. Βλέπετε βέβαια ότι το FederalReserve [κεντρικό τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ] και η Τράπεζα της Αγγλίας και η Bundesbank στη Γερμανία γίνονται πολύ σημαντικές, υποκατέστησαν το ρόλο του κανόνα του χρυσού. Αυτό που κατανοήσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν ότι, αν δεν εφάρμοζαν πολύ σκληρή πειθαρχία, θα υπήρχε τεράστιος πληθωρισμός. Υπήρξε ένα τεράστιο κύμα πληθωρισμού στις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που άγγιξε το 19-20%. Αμέσως ακολούθησαν τριγμοί στο πιστωτικό σύστημα, καθώς το ύψος των επιτοκίων ανέβαινε παράλληλα με τον πληθωρισμό. Εργατικό δυναμικό έμεινε άνεργο, με αποτέλεσμα την κρίση τα πρώτα χρόνια του ’80. Έτσι προέκυψε ξανά ο προβληματισμός: πού πηγαίνει όλο το πλεονάζον χρήμα, που λιμνάζει στην παγκόσμια οικονομία; Τότε ξεκίνησαν να το δανείζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Έτσι, αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμα και η Πολωνία άρχιζαν να δανείζονται πάρα πολύ. Κι αυτό έγινε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του τρόπου που ξεκίνησε να λειτουργεί η νεοφιλελεύθερη οικονομία στη δεκαετία του ’80. Ήταν μια οικονομία βασισμένη στο χρέος που ωθούνταν πάρα πολύ. Και πάλι, επαφίεται εξολοκλήρου στην τακτική και την πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών το τι συμβαίνει στο σύστημα προσφοράς χρήματος.

Ένα αξιοσημείωτο γεγονός συνέβη στο διάστημα 1973-75, η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κι έπειτα επηρέασε τη χρεοκωπία του δήμου της Νέας Υόρκης, που τότε είχε το 10ο μεγαλύτερο δημόσιο προϋπολογισμό στον κόσμο. Και δεν ήταν μόνο η Νέα Υόρκη, καθώς και άλλες πόλεις των ΗΠΑ γνώρισαν παρόμοια οικονομική δυσπραγία. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία ήταν το πρόβλημα της επίλυσης της κρίσης του προϋπολογισμού. Στο παρελθόν, όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε συνήθως πλήττονταν οι επενδυτές. Έτσι, δεν θα ήταν μόνο η πολιτεία της Νέας Υόρκης που θα πληττόταν, αλλά και οι επενδυτές. Τα δεινά της κρίσης μοιράζονταν οι επενδυτές, που έχαναν κάποια από τα χρήματά τους, και ο πληθυσμός που έχανε μέρος των παροχών.

harvei5

Όμως, αυτό που έγινε στην περίπτωση της Νέας Υόρκης αρχικά, ήταν ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να τους διασώσει οικονομικά. Σε δεύτερο χρόνο, η φιλοσοφία που προέκυψε από αυτό ήταν ότι οι επενδυτές δεν πρέπει να χάνουν τίποτα απολύτως. Τώρα, αν οι επενδυτές μπορούν να επενδύουν ελεύθερα και να μην ευθύνονται αν η επένδυση αποτύχει ούτε να έχουν απώλειες, τότε δεν υπάρχει κανένα απολύτως ρίσκο που να συνδέεται με την επένδυση. Οπότε προέκυψε αυτό που αποκαλούνταν «ηθικός κίνδυνος» στο οικομικό σύστημα, που σήμαινε ότι η κακή συμπεριφορά εντός του οικονομικού συστήματος δεν τιμωρούνταν ποτέ, καθώς το κράτος πάντα θα διέσωζε όσους παραβίαζαν τους κανόνες. Έτσι, προέκυψε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό σύστημα, που δεν θα ήταν ποτέ υπόλογο για τίποτα. Αυτό το έχουμε δει ξανά και ξανά να συμβαίνει. Ακόμα και πολύ πρόσφατα στη Λατινική Αμερική είδαμε αυτά τα hedgefunds που δεν υποχωρούν και επιμένουν ότι η Αργεντινή πρέπει να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της και ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν κανενός είδους κούρεμα στην αξία των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους. Βλέπουμε πολλές πλευρές αυτής της κοροϊδίας. Τώρα που το Πουέρτο Ρίκο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, διεξάγεται μια μεγάλη καμπάνια για να μην διασωθεί. Επειδή τα hedgefunds υφίστανται κάποια απώλεια όταν προσφέρουν πακέτα διάσωσης. Δεν είναι, λοιπόν, προετοιμασμένα να το κάνουν. Ένα, λοιπόν, από τα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης περιόδου είναι ότι ο ηθικός κίνδυνος μπήκε στο παιχνίδι και οι κεφαλαιούχοι ποτέ δεν θα χάνουν τα χρήματά τους σε ό,τι κι αν επενδύσουν.

6. Το ξεκίνημα του νεοφιλελευθερισμού στη Νέα Υόρκη και οι ιδιωτικοποιήσεις και το κίνημα της Wall Street ενάντια στα συνδικάτα εκείνη την περίοδο στη Νέα Υόρκη… Είχαν όλα αυτά κάποια ειδική σχέση με την αγορά ακινήτων;

DH: Υπήρχε μια ειδική σχέση παγκοσμίως. Διότι, αυτό που συνέβη μετά το 1982, λίγο μετά από αυτό, ήταν η κατάρρευση και η διάσωση της Νέας Υόρκης, που τελικά διασώθηκε από το κράτος. Οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έγιναν, σαν αποτέλεσμα, οι πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί πειραματικά στην χρεοκοπία της Ν.Υόρκης, που σημαίνει ότι το Δ.Ν.Τ. θα έβρισκε μία χώρα που ήταν χρεωμένη, που θα είχε ανάγκη τη βοήθειά του, έπειτα θα έλεγε «λοιπόν, πρέπει να υποστείτε όλες τις επιπτώσεις, ώστε να μην υποφέρουν οι επενδυτικές τράπεζες στη Ν. Υόρκη». Η πρώτη φορά που συνέβη αυτό ήταν στο Μεξικό. Έτσι, το 1982 υπήρξε διαρθρωτική αναπροσαρμογή στο Μεξικό, το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού μειώθηκε κατά 25% μέσα σε 3 χρόνια για να αποπληρωθεί το χρέος. Και οι επενδυτικές τράπεζες υπέστησαν εξαιρετικά μικρή ζημιά. Αυτό που προκλήθηκε τότε σαν αποτέλεσμα ήταν ότι επετράπη να ρέει χρήμα στις αγορές ακινήτων με τεράστια ευκολία. Έτσι, στη δεκαετία του ’80 είχαμε μια ροή χρήματος να καταλήγει στις αγορές ακινήτων. Κι έπειτα, την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων το 1988. Και στη δεκαετία του ’90 η αγορά ακινήτων στη Σουηδία αντιμετώπισε προβλήματα και ξεκίνησαν να διαφαίνονται προβλήματα και στην αγορά ακινήτων της ΝΑ Ασίας. Στις ΗΠΑ, μετά την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς το 2001, υπήρχε πολύ πλεονάζον χρήμα και οι άνθρωποι έψαχναν πού να το επενδύσουν. Το FederalReserve μείωσε τα επιτόκια και έκανε πολύ δελεαστικό το να επενδυθούν απλά στην αστικοποίηση και να χτιστούν κατοικίες και τα λοιπά. Αυτή είναι η αιτία που το χρήμα έρρευσε με τόσο μαζικό τρόπο στην αγορά ακινήτων από το 2001 και μετά και φυσικά τόσο πολύ χρήμα κατέληξε εκεί ώστε επήλθε, όπως προαναφέρθηκε, η κρίση του 2007-2008. Η ιστορία αυτή, είναι λοιπόν μια συνεχής ιστορία πλεονάζοντος χρήματος που επενδύεται στις αγορές ακινήτων, συχνά με την ενθάρρυνση δημόσιων πολιτικών και κρατικών ενισχύσεων, και έπειτα παίρνει υπερβολική διάσταση και επέρχεται μια κρίση.

Γνωρίζεις ότι θα επέλθει κρίση στην αγορά ακινήτων. Το ενδιαφέρον είναι ότι από το 2007-08 πολύ χρήμα επενδύεται ακόμη στις αγορές ακινήτων. Κατευθύνθηκε, βέβαια, στηνΚίνα. Πολύ μαζικά στην Κίνα.

harvei6

Composite House Sales Price Index (June 2007=100) in Turkey (Source: Reidin- Gayrimenkul Bilgi Servisi)

Αλλά υπάρχουν κι άλλες χώρες που συνέβη το ίδιο. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, υπήρξε πολύ μεγάλη επένδυση στην ανάπτυξη ιδιοκτησίας και στα κτήρια του Οργανισμού Διαχείρισης Οικιστικής Ανάπτυξης της Τουρκίας (TOKI). Αστικοποίηση, μεγάλα αστικά σχέδια, κατασκευή της νέας γέφυρας του Βοσπόρου, κατασκευή νέου αεροδρομίου. Όλα αυτά ήταν μια τυπική απάντηση στην ερώτηση «πού θα επενδύσουμε τα πλεονάσματα». Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία επέδειξε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αυτά τα χρόνια, όπως και η Κίνα. Πιο πρόσφατα βέβαια παρατηρείται υπερανάπτυξη και δυσκολίες στην αγορά ακινήτων και η τουρκική οικονομία αρχίζει να υποχωρεί. Το ίδιο και η οικονομία της Κίνας. Συνεπώς, αυτές είναι οι εξελίξεις που βλέπουμε να συμβαίνουν παγκοσμίως. Κι όμως τώρα η αγορά ακινήτων σε μεγάλες πόλεις, όπως το Λονδίνο, η Ν.Υόρκη, η Σανγκάη και κάθε πρωτεύουσα που γνωρίζω στη Λατινική Αμερική έχει εκτοξευθεί.

Κι αν δείτε τι συμβαίνει στα κράτη του Κόλπου, στο Ντουμπάι, το Κατάρ κ.λπ., βλέπετε ότι η οικοδόμηση συνεχίζεται εκεί και τεράστιο ποσό πλεονάζοντος κεφαλαίου καταλήγει σε τρελά σχέδια αστικής ανάπτυξης. Αν παρατηρήσετε την αστικοποίηση στο Ντουμπάι, είναι αρκετά γελοία. Αυτό είναι το κομμάτι του κόσμου που αναζητά απεγνωσμένα ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης που θα απορροφήσει πολλούς ανθρώπους και τις παραγωγικές τους δραστηριότητες και το μόνο που μπορούν να σκεφτούν είναι να χτίζουν εκείνους τους τερατώδεις ουρανοξύστες, με πίστες για σκι μέσα στα ξενοδοχεία και άλλα παρόμοια. Αυτό εννοώ λοιπόν όταν λέω ότι έχουμε πια φτάσει στο παρανοϊκό στάδιο της αστικοποίησης, όπου δεν κατασκευάζουμε πραγματικά κάτι, δεν κατασκευάζουμε πόλεις για να ζήσουν οι άνθρωποι. Κατασκευάζουμε πόλεις για να επενδύσουν οι άνθρωποι. Και υπάρχει τεράστια διαφορά, κατά την άποψή μου, στις δομές της αστικοποίησης σήμερα σε σχέση με τις δομές που υπήρχαν τις δεκαετίες του ΄60-΄70, για παράδειγμα, που δινόταν πολύ μεγαλύτερη σημασία στην κατασκευή πόλεων όπου θα ζούσαν οι άνθρωποι, όχι στην κατασκευή πόλεων όπου θα επένδυαν. Φυσικά, οι επενδυτές είναι υπερβολικά πλούσιοι και αυτό που βλέπουμε στην ουσία είναι μια έκρηξη στην αγορά ακινήτων, επειδή οι υπερβολικά πλούσιοι δεν μπορούν να σκεφτούν άλλο μέρος να αποθέσουν τα χρήματά τους και πολλοί τα αποθέτουν στην ιδιωτική περιουσία.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη. Εδώ, στη Ν.Υόρκη έχουμε μία κρίση προσιτής οικονομικά στέγασης. Περίπου το μισό του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 30.000$ ετησίως. Κι όμως, υπάρχει τεράστια οικοδομική έκρηξη εδώ και αφορά στο σύνολό της την κατασκευή πολυτελών ρετιρέ για τους εξαιρετικά πλούσιους. Οι εξαιρετικά πλούσιοι έρχονται από όλον τον κόσμο για να αγοράσουν περιουσία στη Ν.Υόρκη. Οι κατασκευαστές περνούν υπέροχα, υπάρχει μαζική ανάπτυξη, αλλά αν προσπαθούσε κανείς να προσφέρει προσιτή οικονομικά στέγαση σε αυτούς που βγάζουν 30.000$ το χρόνο, αυτό θα σήμαινε ότι το ανώτατο ενοίκιο που θα μπορούσαν να πληρώνουν θα ήταν 800-1000$ το μήνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μόνοι που μπορούν να ζήσουν με αυτό το ποσό είναι οι φοιτητές, που καταφέρνουν να βρουν ένα δωμάτιο με 800$. Αυτό μπορεί να βρει κανείς με 800$ το μήνα.

Για μια τετραμελή οικογένεια που προσπαθεί να ζήσει με 30.000$, αυτή είναι μια τρομακτική κρίση ανεύρεσης οικονομικά προσιτής στέγης. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τρόπος για το καπιταλιστικό σύστημα να οργανώσει την προσφορά της στέγασης εκείνης που χρειάζεται ο πληθυσμός. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ, ισχύει παγκοσμίως. Σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη που γνωρίζω υπάρχει μια κρίση οικονομικά προσιτής κατοικίας και την ίδια στιγμή υπάρχουν τεράστια κατασκευαστικά σχέδια, διαμερίσματα για τους πολύ πλούσιους και πολύ συχνά σχεδόν κανείς δεν ζει σε αυτά, επειδή κατά βάση αποτελούν έναν τρόπο για να αποθηκεύουν τον πλούτο τους οι πλούσιοι. Σε πολλά μέρη του κόσμου το ίδιο κάνει και η μεσαία τάξη. Το έχω δει στη Ραμάλα, το έχω δει και στην Τουρκία. Είναι, συνεπώς, ένα από τα παγκόσμια προβλήματα αυτή τη στιγμή.

harvei7

7. Στο βιβλίο σας «Μια Σύντομη Ιστορία του Νεοφιλελευθερισμού», ένα διάγραμμα τράβηξε την προσοχή μου. Δείχνει το μερίδιο του εθνικού πλούτου που κατείχε το 0.1% των πλουσιότερων του πληθυσμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατείχαν περίπου το 12% του ΑΕΠ. Και μέσα από τους δύο παγκόσμιους πολέμους το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε περίπου 2.5%. Από το 1945 μέχρι τη δεκαετία του ’70 παρέμεινε σχετικά σταθερό και από το ’70 και μετά άρχισε να ανεβαίνει ξανά με μεγάλους ρυθμούς. Δεν γνωρίζω το σημερινό ποσοστό, αλλά δεν θα με εξέπληττε αν είχε επανέλθει στο 12%. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το διάγραμμα;

DH: Πρώτα από όλα, ευθύνεται η πολιτική επίθεση που εξαπολύθηκε στη δεκαετία του ΄70 ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί. Διότι μόνο μέσα από το τσάκισμα των δυνάμεων της εργασίας θα μπορούσε να κανείς να κερδίσει εξουσία πάνω στους πολιτικούς θεσμούς, εξουσία που θα γεννούσε μια Μάργκαρετ Θάτσερ κι έναν Ρόναλντ Ρίγκαν, οι οποίοι ευνόησαν τόσο πολύ τις ανώτερες τάξεις, ώστε όταν ανήλθε στην εξουσία ο Ρίγκαν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν περίπου 80% και το μείωσε στο 32%. Συνεπώς, η αιτία είναι απλά η μείωση της φορολογίας. Και ιστορικά υποτίθεται πως η φορολογία πρέπει να είναι προοδευτική, να αναδιανέμει πλούτο από τους πλουσιότερους στους πιο φτωχούς. Όμως, από το ’70 και μετά οι φορολογικές πολιτικές που εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις, ακόμα και από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, έγιναν σταδιακά αντιστρόφως προοδευτικές, που σημαίνει ότι παίρνουν πλούτο από τους πολύ φτωχούς και τον συγκεντρώνουν στις ανώτερες τάξεις. Η θεωρητική βάση σε αυτό είναι ότι αν δώσεις πολύ πλούτο στις ανώτερες τάξεις, αυτές θα τον κατευθύνουν στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά όπως προείπα, δεν το κάνουν. Απλά παίρνουν τα χρήματα, τα επενδύουν σε αγαθά και κερδοσκοπούν σε σχέση με την αξία τον αγαθών αυτών. Κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο, κερδοσκοπούν στις αγορές γης, εμπορευμάτων, στη στέγαση και την ιδιοκτησία και σε όλους τους σχετικούς τομείς. Έτσι, δημιουργείται μία όλο και πιο κερδοσκοπική οικονομία.

Στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που είχαν τεράστια επίδραση στον τρόπο που λειτουργούν οι ανώτερες τάξεις. Την ίδια στιγμή συγκεντώνουν όλο και περισσότερο πλούτο· σήμερα βλέπουμε τέτοιες καταστάσεις όχι μόνο σε αυτή τη χώρα αλλά και αλλού· όπου ισχύει αυτό μια ολιγαρχία ελέγχει την πολιτική διαδικασία, τη δικαιοσύνη, τα μίντια και ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει σχεδόν καμία αντίθεση σε όσα επιθυμούν να κάνουν. Και δεν φημίζονται για τη μεγάλη κατανόησή τους για τις συνθήκες ζωής των κατώτερων τάξεων. Εδώ έρχεται η νεοφιλελεύθερη ηθική και λέει «είστε φτωχοί γιατί δεν επενδύσατε στα ταλέντα σας όπως εγώ. Εγώ πηγαίνω στα καλύτερα σχολεία, αγοράζω την καλύτερη εκπαίδευση». Γίνομαι ειρωνικός τώρα, αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχουν καμία απολύτως συμπόνια για τον φτωχό πληθυσμό. Έχουν οργανώσει ένα πολιτικό σύστημα που αναδιανέμει πλούτο από τους φτωχούς στους πλούσιους.

Για παράδειγμα στην στεγαστική κρίση, την απώλεια περιουσίας μεταξύ των φτωχών πληθυσμών αυτής της χώρας, κυρίως των Ισπανόφονων και των Αφροαμερικανών, που έχασαν περίπου τα 2/3 των περιουσιών τους μέσα σε 1 χρόνο το 2007-08. Πού πήγαν όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία; Τους τα κατέσχεσαν, τους πέταξαν από τα σπίτια τους, μεγάλα hedgefunds έρχονται και αγοράζουν τα σπίτια τους για ψίχουλα. Τώρα τα μισθώνουν. Πρόκειται για μια τεράστια μεταφορά πλούτου από το ένα μέρος του πληθυσμού στο άλλο. Κι αυτό συνέβαινε για 2-3 χρόνια κι ακόμη συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο λειτουγεί η οικονομία. Λειτουργεί για να παράγει ακόμη μεγαλύτερο πλούτο για την ολιγαρχία.

Βλέποντας λοιπόν το γράφημα, δείχνει ότι από τη δεκαετία του ΄70 και μετά ο πλούτος κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το μέρισμα στον εθνικό πλούτο κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα συνεχίσει να κινείται έτσι αν δεν υπάρξει κάποια πολιτική διαδικασία που να το σταματήσει. Σταμάτησε το 1939, στη δεκαετία του ’30 εν μέρει από τον Ρούσβελτ, αλλά όχι με ισχυρό τρόπο. Σταμάτησε εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ισχύος της εργατικής τάξης μετά από αυτόν. Συνεπώς, είχαμε ένα μεσοδιάστημα που απειλήθηκε η εξουσία της τάξης των καπιταλιστών μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, η τάξη των καπιταλιστών ασκεί σχεδόν απόλυτη εξουσία, ολοκληρωτική ηγεμονία και το κάνει αυτό ακόμα και σε κάποιες από τις χώρες που εντάχθηκαν πρόσφατα στο καπιταλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, εντάσσεται η Ρωσία και λίγο μετά βλέπουμε μερικούς ολιγάρχες ναι ελέγχουν κατά βάση ολόκληρη την οικονομία. Εντάσσεται η Κίνα. Νομίζω πως σήμερα στην Κίνα υπάρχουν τόσοι δισεκατομμυριούχοι όσοι και στις ΗΠΑ. Επαναλαμβάνω, το πρόβλημα της διανομής του πλούτου αποτελεί σήμερα παγκόσμιο ζητούμενο, καθώς υπάρχει για παράδειγμα ένας τεράστιος αριθμός ανερχόμενων δισεκατομμυριούχων στην Ινδία, την Κίνα κ.ά. Το Μεξικό έχει περισσότερους δισεκατομμυριούχους από τη Σαουδική Αραβία. Συνεπώς, δεν υπάρχει πλέον μια τάξη δισεκατομμυριούχων που βρίσκεται στις ΗΠΑ και σε κάποια τμήματα της Ευρώπης. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο και μάλιστα υπάρχει μια παγκόσμια ολιγαρχία που αναδύεται σε τούτη ακριβώς την εποχή.

harvei8

8. Αυτό που πραγματικά με ελκύει όταν διαβάζω τα βιβλία σας, είναι ότι δεν κάνετε απλώς μια στείρα ανάλυση, αλλά αναζητάτε και μια λύση για αυτήν την κατάσταση. Τι είδους εργαλεία μπορούμε να δώσουμε στους ανθρώπους που βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο παγιδευμένοι μέσα σε όλο αυτό το σύστημα, για να μπορέσουν να δώσουν ένα νόημα στις δομές, στις φυσικές δομές όπου ζουν, όπως η πόλη;

DH: Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστέυουν ότι οι ιδέες καθαυτές μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο, αν δεν αλλάξεις τις ιδέες σου. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ένα από τα καθήκοντα σε αυτήν τη συγκυρία θα ήταν να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη φύση αυτής της κοινωνίας που παράγει έναν κόσμο δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και αγανάκτησης. Κατ’ εμέ η προσπάθεια δημιουργίας ενός πλαισίου κατανόησης, εντός του οποίου οι άνθρωποι θα μπορούν να εντοπίσουν ποια είναι η φύση του προβλήματος, αποτελεί σημαντικό μέρος του πολιτικού αγώνα. Αυτό που βλέπουμε σήμερα γύρω μας είναι πολλές λανθασμένες αντιλήψεις. Αν λοιπόν υπάρχει απογοήτευση, ευθύνονται δήθεν οι μετανάστες ή ευθύνονται οι φτωχοί ή ευθύνεται ο οποιοσδήποτε πέρα από το κεφάλαιο.

Το κεφάλαιο έχει περίτεχνους τρόπους να απομακρύνει την ένταση από το ίδιο και να την στρέφει κάπου αλλού. Στο βαθμό που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης, ελέγχει την πολιτική, ελέγχει το δημόσιο διάλογο και μπορεί να ξεφύγει. Υπάρχει, λοιπόν, ένας μεγάλος αγώνας που πρέπει να δοθεί από όσους ενδιαφέρονται να αλλάξουν τα πράγματα ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση. Αυτό θα σήμαινε αγώνα ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια, καθώς αυτά καταλαμβάνονται όλο και περισσότερο από νεοφιλελεύθερες, επιχειρηματικές αντιλήψεις. Και θα πρέπει να έχουμε μια κριτική απέναντι σ’ αυτές τις αντιλήψεις και νομίζω πρέπει να την προετοιμάσουμε.

Πιστεύω, ακόμη, ότι το κεφάλαιο δεν πρόκεται να αυτοκαταστραφεί. Υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ πίστευε ότι η πτώση του κεφαλαίου θα ερχόταν ως αποτέλεσμα των ίδιων των εσωτερικών του αντιθέσεων. Δεν το πιστεύω καθόλου αυτό. Πιστεύω ότι πρέπει να του ασκηθεί πίεση, ότι χρειάζεται ισχυρή κοινωνική και πολιτική οργάνωση για να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πορεία και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα που θα αλλάξει ριζικά την καθημερινή ζωή και θα ξεριζώσει την πηγή των προβλημάτων και πολλή από τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σήμερα.

9. Διαφέρετε, δηλαδή, από την κλασική μαρξιστική οπτική με την έννοια ότι δεν εστιάζετε μόνο στην παραγωγική πλευρά της δημιουργίας της υπεραξίας, αλλά μελετάτε και άλλες πτυχές που είναι πιο συνυφασμένες με την αστική ζωή.

DH: Αποδέχομαι τη θεμελιώδη πρόταση του Μαρξ που είναι ότι η αξία δημιουργείται στην παραγωγή και πουθενά αλλού. Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πού δημιουργείται η αξία και στο πού πραγματώνεται. Και αυτό που υποστήριζε ο Μαρξ ήδη στο τέλος του πρώτου τμήματος του Κεφαλαίου ήταν: Αν ένας καπιταλιστής παράγει ένα εμπόρευμα που κανείς δεν θέλει, χρειάζεται ή επιθυμεί, τότε δεν υπάρχει αξία.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η πολιτική που διασφαλίζει ότι οι άνθρωποι επιθυμούν και χρειάζονται εμπορεύματα είναι απολύτως θεμελιώδης για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Που σημαίνει ότι η ιστορία του καπιταλισμού αφορά σε μεγάλο βαθμό την δημιουργία, την αδιάκοπη δημιουργία νέων επιθυμιών και αναγκών. Αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο να ορίσουμε τι κάνει τελικά η ζωή στην πόλη. Αυτό που κάνει είναι να οργανώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες. Και το κάνει αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε στην πραγματικότητα οι άνθρωποι να μην έχουν επιλογή. Για παράδειγμα, μπορεί να μην θέλω, να μην χρειάζομαι ή να μην λαχταρώ ένα αυτοκίνητο, αλλά εάν το μόνο μέρος που μπορώ να ζήσω είναι ένα προάστειο, τότε υποχρεώνομαι να έχω αυτοκίνητο. Και δεν πρέπει να έχω μόνο αυτοκίνητο, αλλά και ένα σπίτι συγκεκριμένου τύπου. Έτσι, ορίζεται στην πραγματικότητα ολόκληρος ο τρόπος ζωής, κι αυτό βρίσκεται σε συνέπεια με αυτό που ο Μαρξ θα αποκαλούσε «ορθολογική κατανάλωση». Αυτό δεν είναι ορθολογικό απαραίτητα από τη σκοπιά των ανθρώπων, αλλά από τη σκοπιά της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Τώρα, αυτή η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή της αξίας και την πραγμάτωσή της είναι νομίζω πολύ σημαντική, επειδή η πραγμάτωση της αξίας βρίσκεται συχνά στα χέρια των μεταπρατών καπιταλιστών. Οι μεταπράτες καπιταλιστές μπορούν να πάρουν λίγη από την αξία που παράγεται από τους παραγωγούς και να την πραγματώσουν για τους ευατούς τους στην αγορά. Έτσι, αν δείτε για παράδειγμα έναν υπολογιστή, έναν υπολογιστή της Apple, παράγεται στη Σεντζέν. Η Foxconn, που παράγει τον υπολογιστή της Apple, παίρνει περίπου το 3% ποσοστό κέρδους. Η Apple που πουλάει τον υπολογιστή παίρνει 27% ποσοστό κέρδους. Αυτό που βλέπουμε είναι μια μεταφορά της αξίας από το σημείο παραγωγής της στο σημείο πραγμάτωσής της. Κι αν παρατηρήσετε τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα, θα δείτε ότι όλες αυτές οι εταιρίες, όπως η Wallmart, η IKEA κ.λπ. είναι όλες μεταπρατικές καπιταλιστικές εταιρίες. Οι Waltons είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο αυτή τη στιγμή και δεν παράγουν τίποτα. Ιδιοποιούνται απλώς την αξία στο σημείο της πραγμάτωσής της. Και μπορούν να πιέσουν απίστευτα τους παραγωγούς να μειώσουν τους μισθούς, ώστε να δημιουργήσουν εξαιρετικά αποτελεσματικά και χαμηλού κόστους παραγωγικά συστήματα, στην πραγματικότητα για να δημιουργήσουν ένα εμπόρευμα που να μπορεί να πουληθεί στις ΗΠΑ με τεράστιο κέρδος. Ο Μαρξ αναφέρεται στον τρόπο με το οποίο η παραγωγή και η πραγμάτωση της αξίας πρέπει να ιδώνονται σε μια διαλεκτική ενότητα. Και η διαφωνία μου έγκειται στο ότι πολύ άνθρωποι επικεντρώνονται στην παραγωγή της αξίας, σαν να μην είχε σημασία η πραγμάτωσή της ή σαν να ήταν δευτερεύον ζήτημα. Όμως δεν είναι. Είναι απόλυτα θεμελιώδες ζήτημα.

harvei9

Market share of major retail companies in the United States in 2015 . (© Statista 2016)

Κι αν θέλει κανείς να κατανοήσει τη δυναμική της αστικής ζωής σήμερα, πρέπει να καταλάβει τις πολιτικές πραγμάτωσης της αξίας κι ό,τι συμβαίνει σε αυτό το πεδίο, επειδή ένα τεράστιο ποσό αξίας αντλείται στο σημείο της πραγμάτωσής της συχνά από ανθρώπους που δεν κάνουν απολύτως τίποτα σχετικό με την παραγωγή. Παραδείγματος χάριν, ένα από τα πιο σκανδαλώδη πράγματα που πρόσφατα συναντήσαμε ήταν ότι ένα hedgefund ανέλαβε τη διαχείριση μιας φαρμακευτικής εταιρίας που πράγματι παράγει ένα φάρμακο για μια συγκεκριμένη ασθένεια. Το φάρμακο πουλιόταν για 12$ ανά χάπι. Αλλά το hedgefund ήρθε, ανέλαβε την εταιρία και είπε ότι «θα πουλάμε αυτό το φάρμακο για 750$ ανά χάπι». Οκ. Δεν υπάρχει τίποτα παράνομο σε αυτό. Αλλά αυτή είναι η ιδιοποίηση της αξίας μέσα από την μεταπρατική δραστηριότητα από τα hedgefunds, από όλους αυτούς τους πλούσιους τύπους που εισέρχονται στο σύστημα χωρίς να παράγουν απολύτως τίποτα. Στην πραγματικότητα, μπορούν να το κάνουν αυτό επειδή υπάρχει ένα μόνο φάρμακο αυτού του είδους, το κατέχουν και μπορούν να το κοστολογούν όσο θέλουν. Αυτό το πράγμα είναι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους ποια πράγματα τους προκαλούν αγανάκτηση, θα σου πουν πράγματα όπως «Είμαι πολύ οργισμένος με τον εκμισθωτή μου και το ποσό που πρέπει να πληρώνω για το νοίκι. Είμαι αγανακτισμένος και θυμωμένος με την τηλεφωνική εταιρία, για όλες τις επιπλέον χρεώσεις στα τηλέφωνα. Είμαι πολύ οργισμένος με τις τράπεζες και τις εταιρίες πιστωτικών καρτών που χρεώνουν επιπλέον κάποια πράγματα». Συνεπώς, περισσότερη δυσαρέσκεια εντοπίζεται στο σημείο της πραγμάτωσης της αξίας παρά στο πεδίο της παραγωγής της. Και αυτό το υποστηρίζω εδώ και αρκετό καιρό. Είναι πολύ δύσκολο να πείσω τους Μαρξιστές να το αποδεχθούν, λόγω τους δόγματος ότι με τον έναν τρόπο ή τον άλλο το μόνο σημείο που μετράει είναι η παραγωγή και οι ταξικές σχέσεις στην παραγωγή. Και λέω πως όχι, οι κοινωνικές σχέσεις στο σημείο της πραγμάτωσης της αξίας είναι εξίσου σημαντικές.

10. Επομένως, η οικοδόμηση ενός κινήματος με αστικές ρίζες συμπληρώνει αυτό το επιχείρημα…

DH: Λοιπόν, τυχαίνει επίσης αυτό το επιχείρημα να συναντά και το περιεχόμενο όλων των μεγάλων αγώνων που έχουν υπάρξει ανά τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια. Τι ήταν το πάρκο του Γκεζί; Ήταν μια εξέγερση της εργατικής τάξης απέναντι στην τάξη των καπιταλιστών; Όχι, σχετιζόταν με τη δυσφορία της αστικής ζωής. Και οι εξεγέρσεις στη Βραζιλία το 2013, περίπου την ίδια περίοδο, όπου η βαθύτερη δυσαρέσκεια αφορούσε την ποιότητα της αστικής ζωής. Αν δείτε μερικά από τα μεγαλύτερα κινήματα που προέκυψαν τα τελευταία 15-20 χρόνια, επρόκειτο στην πραγματικότητα για κινήματα δυσαρέσκειας που βρίσκονταν σε αστικούς χώρους. Και η Αριστερά έχει ανάγκη ένα τρόπο θεώρησης για τη φύση όλης αυτής της δυσαρέσκειας, ώστε να μπορεί να την αντιμετωπίσει με ενοποιημένο τρόπο. Υπάρχει, λοιπόν, κάποιας μορφής συσχετισμός ανάμεσα στο σημείο που οργανώνεται η παραγωγή και στην οργάνωση που αφορά την πραγμάτωση της αξίας.

11. Η μορφή του αντικαπιταλιστικού αγώνα που οικοδομήθηκε στις δεκαετίες του ΄60-’70 από την εργατική τάξη επικεντρωνόταν, όπως είπατε, περισσότερο στην παραγωγή. Αλλά η νέα γενιά εξεγέρσεων είναι περισσότερο εστιασμένη σε αστικά ζητήματα. Πώς λοιπόν θα τις συνενώσουμε; Για παράδειγμα, στο πάρκο Γκεζί δυσκολευτήκαμε πολύ να φέρουμε τα συνδικάτα στον αγώνα. Αντιστρόφως, οι διαδηλωτές στο Γκεζί δεν ενδιαφέρονταν πολύ για τα συνδικάτα. Υπάρχει λοιπόν αυτή η αποσύνδεση.

DH: Το ερώτημα πώς να ενοποιήσουμε τους αγώνες που βρίσκονται στην πλευρά της παραγωγής με αυτούς που βρίσκονται στην πλευρά της πραγμάτωσης της αξίας υπήρχε εξαρχής. Αν δείτε για παράδειγμα κάτι όπως η Παρισινή Κομμούνα, προφανώς επρόκειτο τόσο για αστικό γεγονός όσο και για εργατικό γεγονός. Πάντα μου άρεσε το γεγονός ότι τα πρώτα δύο μέτρα που έλαβε η Παρισινή Κομμούνα ήταν, πρώτα, η αναστολή πληρωμής ενοικίων, που είναι κατά κάποιον τρόπο αστικό ζήτημα, και έπειτα η αναστολή της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, που είναι περισσότερο εργατικό ζήτημα. Η Παρισινή Κομμούνα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, είχε πολύ σωστή αντίληψη για το πως αυτά τα δύο στοιχεία πάνε μαζί. Και νομίζω ότι δεν θα ήταν πολύ σωστό να πούμε ότι οι μεγάλοι αγώνες της εργατικής τάξης δεν ενσωμάτωναν κάτι που συνέβαινε στις κοινότητες γύρω της. Για παράδειγμα, οι πιο επιτυχημένες απεργίες στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ’30 ήταν αυτές στις οποίες οι απεργοί εργάτες είχαν την αλληλεγγύη της κοινότητας. Έτσι, αν δείτε τις απεργίες στις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις στήριζε στην πραγματικότητα ολόκληρη η πόλη. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι πολύ πιο ισχυρό από ότι η απεργία μόνη της. Έχουν υπάρξει, λοιπόν, στιγμές που έχει συντεθεί η ενότητα των δύο. Αυτό ακόμα συνήθως συμβαίνει. Υπήρξαν, όμως και στιγμές που στοιχεία εντός της εργατικής τάξης, ιδίως μέσα από τα συνδικάτα απέτυχαν σε αυτό. Είναι κάτι πολύ δύσκολο για τα συνδικάτα σήμερα. Λειτουργούν σήμερα τα συνδικάτα όντως για την προαγωγή των συμφερόντων ολόκληρης της εργατικής τάξης ή απλά για το συμφέρον των μελών τους σε έναν συγκεκριμένο κλάδο; Με άλλα λόγια, η συντεχνία των ανθρακορύχων, η συντεχνία των μεταλλορύχων ή κάτι παρόμοιο… Και όταν σκέφτονται με τέτοιους συντεχνιακούς όρους, συχνά δεν στηρίζουν τη μαζική δράση εντός της κοινότητας. Εκτός εάν πιεστούν κατά κάποιο τρόπο από πολιτικές δυνάμεις. Και υπάρχουν ορισμένα συνδικάτα που είναι βαθύτατα εχθρικά απέναντι στις ριζοσπαστικές ανασυνθέσεις που αφορούν μερικούς από εμάς. Για παράδειγμα, τα συνδικάτα στον κατασκευαστικό τομέα. Τα συνδικάτα στον κατασκευαστικό κλάδο λατρεύουν τα μεγάλα αναπτυξιακά σχέδια στα οποία πολλοί από εμάς ασκούμε δριμεία κριτική. Όταν, λοιπόν, εμφανιζόμαστε και διαδηλώνουμε ενάντια στη κατασκευή κάποιου τεράστιου project, εγκωμιάζουν τους καπιταλιστές και λένε: «Το χρειαζόμαστε πραγματικά αυτό». Κατά συνέπεια, τα συνδικάτα αποτελούν πολλές φορές πρόβλημα στη σχέση αυτήν.

Από την άλλη, το ίδιο ισχύει και για πολλές κοινωνικές οργανώσεις. Υπάρχουν πολύ ριζοσπαστικές κοινωνικές οργανώσεις, υπάρχουν όμως και οργανώσεις που είναι πολύ ελιτίστικες, πολύ μεγαλοαστικές, που απλά θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους εντός μίας περιφραγμένης κοινότητας. Δεν ισχύει δηλαδή ότι κάθε κοινωνική οργάνωση είναι καλή. Το ίδιο ισχύει και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το ζήτημα είναι να βρούμε έναν τρόπο να συνενώσουμε αυτά τα δύο. Υποστηρίζω εδώ και καιρό χωρίς επιτυχία ότι θα πρέπει το συνδικαλιστικό κίνημα να δώσει μεγάλη σημασία στην οργάνωση σε επίπεδο πόλης. Και στην οργάνωση ολόκληρης της εργατικής τάξης σε μία πόλη κι όχι απλά της εργατικής τάξης σε διαφορετικούς κλάδους. Αν οργανωθεί στο επίπεδο της πόλης, τότε θα προκύψουν διαφορετικές πολιτικές, καθώς στο επίπεδο της πόλης το κίνημα θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τις εργασιακές συνθήκες του συνόλου της εργατικής τάξης αντί για τις συνθήκες του στενού εκείνου τμήματός της, που αντιπροσωπεύει το συνδικάτο στην συγκεκριμένη βιομαχανία που παρεμβαίνει. Αυτό είναι λοιπόν για μένα ένα από τα προβλήματα που υπάρχουν στη μορφή της πολιτικής οργάνωσης που κληροδοτήθηκε στην Αριστερά. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Μπορούμε λοιπόν να συνδέσουμε τις οργανώσεις γειτονιάς με τις οργανώσεις των εργασιακών χώρων και από αυτό θα προκύψει ένα πολύ πιο ισχυρό σχήμα. Για του λόγου το αληθές, υπάρχουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα συγκεκριμένων αγώνων για τους οποίους μπορώ να μιλήσω, σε μέρη όπως το Λος Άντζελες, όπου η επιτυχία του αγώνα βασίστηκε κυρίαρχα σε αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό: εργατικά συμφέροντα και κοινωνικά συμφέροντα.

12. Η αυτόνομη συγκρότηση περιοχών, γύρω από τοπικές διοικήσεις θεωρείται κάτι το πολύ επαναστατικό σε ορισμένους αριστερούς κύκλους. Από την άλλη, υπάρχει επίσης η τάση του κεφαλαίου να επωφελείται από τις ανταγωνιστικές περιοχές. Τι πιστεύεται για αυτήν την διττότητα;

DH: Νομίζω ότι αυτή η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη είναι πάντοτε ένα όντως βασικό στοιχείο για την οργάνωση κάθε κοινωνίας, αλλά έχει επιταθεί από τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό που παρατηρούμε είναι η ανάδυση ενός είδους πολιτικής γύρω από μια άνιση γεωγραφική ανάπτυξη. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σας είπα ότι η οργάνωση σε επίπεδο κοινότητας μπορεί να είναι καλή ή μπορεί να είναι κακή. Νομίζω λοιπόν πως ολόκληρος ο τρόπος σκέψης της Αριστεράς γύρω από την στρατηγική της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης μπορεί να είναι καλός ή να είναι κακός. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είμαι υποστηρικτής του κινήματος αυτονόμησης στη Σκωτία, αλλά το υποστήριξα λόγω των πολιτικών που πρότεινε. Αυτό που ήθελαν ήταν να πάρουν διαζύγιο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Λονδίνου και να οικοδομήσουν μια εναλλακτική δομή κοινωνικού κράτους. Το να αποκτήσουν την αυτονομία τους ήταν καίριο για ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν υποστηρίζω την αυτονόμηση της Καταλονίας, επειδή αφορά την απεμπλοκή της από τις υποχρεώσεις της απέναντι στην υπόλοιπη Ισπανία. Είναι σε μεγάλο βαθμό συντηρητική και στην πραγματικότητα αυτο-μεγαλοποιείται, συνεπώς δεν την στηρίζω. Η άποψή μου σε αυτό το ζήτημα, είναι ότι αν η αυτονόμηση γίνεται στο όνομα του σωστού πράγματος, την στηρίζω. Αν η αυτονόμηση γίνεται στο όνομα λάθος πραγμάτων, δεν την στηρίζω. Το ίδιο αισθάνομαι, για παράδειγμα, και σε σχέση με την οργάνωση σε τοπικό επίπεδο. Στις ΗΠΑ και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου σήμερα, υπάρχουν πολλές περιχαρακωμένες κοινότητες που αυτοοργανώνονται και λένε «έχουμε κοινά» και καταχρώνται όλη την αριστερίζουσα ρητορεία για να αποκλείσουν όλους τους υπόλοιπους. Αυτό λοιπόν δεν το στηρίζω. Από την άλλη, νομίζω υπάρχουν τρόποι να δημιουργήσουμε ανομοιογενείς χώρους εντός της πόλης, που μπορούν να γίνουν κέντρα πολιτικής οργάνωσης και έπειτα να εξαπλωθούν. Με άλλα λόγια, η Αριστερά που έχει μια γεωπολιτική στρατηγική ή η οποία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τη γεωγραφική περιοχή σαν βασικό στοιχείο της οργάνωσής της και να σχεδιάσει πώς θα το κάνει αυτό. Με αυτόν το τρόπο βλέπω το ζήτημα.

Τώρα, την περίπτωση των Κούρδων στη νοτιοανατολική Ανατολία την υποστηρίζω. Πιστεύω ότι έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Ο τρόπος διακυβέρνησης με τον οποίο πειραματίζονται είναι κάτι που αξίζει να ερευνήσουμε περαιτέρω. Η συνελευσιακή δομή, δεν γνωρίζω πόσο καλά λειτουργεί, αν λειτουργεί και καθόλου δεδομένης όλης της καταπίεσης από την τουρκική κυβέρνηση. Γνωρίζω ότι είναι κάτι σαν κι αυτό που έχει στηθεί στη Ροζάβα και το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Παρομοίως, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον αυτό που έκαναν οι Ζαπατίστας στο Μεξικό. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να λες «οκ, τέλειωσε το θέμα». Μέρος του προβλήματος με την Αριστερά σήμερα είναι ότι έχει την τάση να λέει: «Από τη στιγμή που έχουμε τη δική μας γωνιά στον πλανήτη και την οργανώσαμε όπως επιθυμούμε, θα αποσυνδεθούμε από τον υπόλοιπο κόσμο». Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις. Σαν τμήμα του αγώνα, παρόλα αυτά, ο γεωπολιτικός αγώνας θα πρέπει να σχεδιαστεί πολύ καλά. Προσφέρει, όντως, ένα μονοπάτι για ένα αντικαπιταλιστικό μέλλον;

13. Στο βιβλίο σας «Εξεγερμένες πόλεις» υποστηρίζετε ότι το δικαίωμα στην πόλη δεν πρέπει να θεωρείται ως δικαίωμα στην πόλη όπως την ξέρουμε. Θα πρέπει να το βλέπουμε ως δικαίωμα να ανακατασκευάσουμε την πόλη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί το κεφάλαιο. Μπορείτε να το αναπτύξετε περισσότερο αυτό; Γράφετε ότι «είναι το δικαίωμα να ξαναχτίσουμε και να ξαναδημιουργήσουμε την πόλη ως ένα σοσιαλιστικό πολιτικό σώμα μέσα σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα που εξαλείφει τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, που θεραπεύει τις πληγές της καταστροφικής περιβαλλοντικής υποβάθμισης».

DH: Πιστεύω πολύ σε αυτήν την αντίληψη. Αν τριγυρίσεις τώρα στη Ν.Υόρκη, μπορείς να αναρωτηθείς «πώς θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε τα πάντα στη Ν.Υόρκη και να την μετατρέψουμε σε σοσιαλιστικό παράδεισο;». Λοιπόν, θα είναι πολύ δύσκλο καθώς η πόλη είναι οικοδομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην λειτουργεί καλά ως το εργοτάξιο ενός σοσιαλιστικού παραδείσου. Έχει δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε αναγνωρίζει τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας και κάθε λογής δομικούς θεσμούς. Τα κτήρια των πολύ πλούσιων ενάντια στα σπίτια της κοινωνικής στέγασης. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να το αλλάξουμε αυτό, καθώς με τον ίδιο τρόπο που ο καπιταλισμός έχει κατασκευάει το μοντέλο εκείνο της πόλης που αρμόζει στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων, έτσι και ένα σοσιαλιστικό σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανοικοδόμηση της πόλης με τρόπους πιο ταιριαστούς με τις σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις, με τη σοσιαλιστική αναδιανομή του εισοδήματος, με τη σοσιαλιστική αντίληψη για το ποιες είναι οι επαρκείς ανάγκες… οι επιθυμίες και οι ανάγκες που αξίζουν να υπηρετούνται και να εκπληρώνονται. Κατ’εμέ αυτό σημαίνει να κατασκευάσουμε ξανά την πόλη. Και σήμερα νομίζω έχουμε φτιάξει πόλεις που είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν και να μετατραπούν σε κάτι που θα είναι πολιτικά λειτουργικό. Αυτές οι συνελευσιακές μορφές διακυβέρνησης είναι, ας πούμε πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια πόλη σαν τη Ν.Υόρκη.

Παλιότερα οι κοινότητες είχαν κοινοτικά συμβούλια. Ακόμα τα έχουμε σε μια πολύ εξασθενημένη μορφή, αλλά στη δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν πολύ ισχυρά. Θα πρέπει, λοιπόν, να αλλάξουμε την πολιτική οργάνωση της πόλης, να αλλάξουμε το δομημένο περιβάλλον στην πόλη, θα πρέπει για παράδειγμα να δημιουργήσουμε νέους δημόσιους χώρους. Στη Ν.Υόρκη είναι πολύ δύσκολο να βρεις δημόσιους χώρους. Τυχαίνει μάλλον να βρισκόμαστε σε έναν τέτοιον χώρο και νομίζω ότι εδώ γύρω υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί δημόσιοι χώροι. Αλλά συνολικά τέτοιου είδους χώροι, που μπορούν να θεωρηθούν κοινόχρηστοι για την πόλη, διαβρώνονται πολύ αποτελεσματικά. Χρειάζεται να ανακτήσουμε και να καταλάβουμε τμήματα της πόλης που τα έχει ιδιοποιηθεί το κεφάλαιο ή το καπιταλιστικό κράτος με τέτοιο τρόπο, ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν με έναν ανοιχτό και πολιτικό τρόπο. Το ερώτημα είναι κατ’ εμέ διττό. Πρώτον, τι είδους πόλη θέλουμε να έχουμε; Αλλά αυτό θα πρέπει νομίζω να ενταχθεί στο ερώτημα τι είδους άνθρωποι θέλουμε να γίνουμε; Γιατί το είδος της πόλης που κατασκευάζουμε λέει πολλά για το είδος του ανθρώπου που μπορούμε να γίνουμε. Τα προάστεια οικοδομούν ένα συγκεκριμένο τύπο χαρακτήρα. Πιστεύω ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τα προάστεια και να τα μετατρέψουμε σε κάτι ριζικά διαφορετικό, ώστε να αλλάξει ο χαρακτήρας αυτός και οι άνθρωποι να ασκηθούν στην κοινωνική υπευθυνότητα αντί στον εντελώς απομονωμένο ατομισμό αυτού του είδους που τώρα έχουμε.

harvei10

Νομίζω ότι βασίζεται πάρα πολύ στο πού βρίσκεται ο καθένας. Η κινεζική κυβέρνηση, ας πούμε, αντιμετώπισε το 2008-09 μια τεράστια κατάρρευση της βιομηχανίας εξαγωγών εξαιτίας της κατάρρευσης της καταναλωτικής αγοράς στις ΗΠΑ. Απέκτησαν έναν τεράστιο αριθμό ανέργων. Και σε εκείνη τη φάση το κομμουνιστικό κόμμα ήταν άκρως θορυβημένο για την αναστάτωση που επικρατούσε στον εργαζόμενο πληθυσμό. Οπότε, πήραν κατά βάση μια πολιτική απόφαση να ακολουθήσουν πολιτικές ραγδαίας αστικοποίησης. Επρόκειτο περί πολιτικής απόφασης. Στράφηκαν στις τράπεζες και τους έδωσαν εντολή να δανείσουν. Έπειτα στράφηκαν στους δήμους και τις περιφέρειες και τους είπαν «κατασκευάστε όσο περισσότερο μπορείτε, χτίστε πόλεις και απορροφήστε όσο περισσότερο εργατικό δυναμικό μπορείτε». Όλη η ανεργία που υπήρχε το 2009 απορροφήθηκε μέχρι το τέλος του έτους σε αυτό το τεράστιο σχέδιο αστικοποίησης. Αυτή ήταν συνεπώς μια πολιτική απόφαση διάσωσης του καπιταλισμού από τον ίδιο τον εαυτό του. Η απόφαση για αστικοποίηση στην Κίνα στην ουσία έσωσε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, καθώς ήταν το μοναδικό κέντρο ανάπτυξης στη διάρκεια εκείνων των ετών. Ήταν, επαναλαμβάνω, πολιτική απόφαση. Από την άλλη, εδώ στη Ν.Υόρκη, η αστικοποίηση είναι επίσης πολιτική απόφαση, αλλά η πολιτική είναι σε μεγάλο βαθμό υποδουλωμένη στη δύναμη του επενδυτή. Οι επενδυτές κατ’ουσίαν κυριαρχούν στην πολιτική και το πετυχαίνουν αυτό με συγκεκριμένο τρόπο. Για παράδειγμα, η περίφημη διάσωση των τραπεζών σε αυτή τη χώρα. Έδωσαν πολλά λεφτά στις τράπεζες και ουσιαστικά είπαν στους τραπεζίτες «ελπίζουμε να δώσετε δάνεια». Κι οι τραπεζίτες απάντησαν «δεν πρόκειται να δώσουμε δάνεια, δεν έχουμε όρεξη». Στην ουσία είπαν στον Ομπάμα «να πάει να χαθεί».

Τώρα, αν είσαι Κινέζος τραπεζίτης, δεν μπορείς να πεις στο κομμουνιστικό κόμμα και την κεντρική επιτροπή του «να πάει να χαθεί». Επειδή δεν συμφέρει. Στην ουσία, πρόκειται για μια διαφορετική πολιτική οργάνωση, καθώς στην Κίνα ισχύει ακόμη ότι η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τους μοχλούς της οικονομίας. Αντίθετα, στις ΗΠΑ τους ελέγχουν οι επενδυτές. Υπάρχει μια διάσημη δήλωση του Μπιλ Κλίντον, από την εποχή που ως νεοεκλεγείς συγκροτούσε το οικονομικό του επιτελείο και έπαιρνε συμβουλές για το πως να κινηθεί. Και στην ουσία είπε «Εννοείτε ότι θα πρέπει να σχεδιάσω την οικονομική μου πολιτική στα μέτρα μερικών γαμημένων ομολογιούχων επενδυτών;». Και η απάντηση όλων του των συμβούλων ήταν: «Ναι, αυτό πρέπει να κάνεις». Συνεπώς, η κυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τους επενδυτές ομολόγων. Έχουμε δει πολύ ενδιαφέροντες αγώνες ενάντια σε αυτό. Για παράδειγμα, ποιος ελέγχει τις πολιτικές που επιβάλλονται σήμερα στην Ελλάδα; Πρόκειται για αποφάσεις πολιτικών ή μήπως είναι οι επενδυτές σε ομόλογα που κάνουν κουμάντο; Σήμερα παγκοσμίως σε πάρα πολλές περιστάσεις οι επενδυτές ομολόγων είναι οι ισχυρότεροι παράγοντες της οικονομίας. Όμως, σε ορισμένα μέρη του κόσμου, στην Κίνα, ακόμη και στην Τουρκία και μερικές ακόμα χώρες (Σινγκαπούρη, Νότια Κορέα), το κράτος έχει πρωταρχικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι.

14. Ποιοι είναι αυτοί οι επενδυτές ομολόγων;

DH: Είναι οι μεγάλοι επενδυτές που επενδύουν στο χρηματιστήριο σε μετοχές και ομόλογα. Πρόκειται φυσικά για κυρίαρχες φιγούρες, όπως ο Warren Buffet σε αυτή τη χώρα. Κάποτε τον ρώτησαν «Υπάρχει ταξική πάλη;». Απάντησε «Φυσικά και υπάρχει ταξική πάλη και η τάξη μου κερδίζει». Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων προφανώς πολύ επιφανών, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία, όπως οι ιδιοκτήτες της Apple ή του Amazon. Αυτό είναι το νέο είδος μεγαλοαστικής εξουσίας που έχει αναδυθεί τα τελευταία 15-20 χρόνια και σε μεγάλο βαθμό ελέγχει τα πράγματα.

15. Υποστηρίζετε ότι το κεφάλαιο βρίσκεται σε πτώση και σε ένα σημείο καμπής. Υποστηρίζετε, ακόμη, ότι αυτές οι κυκλικές κρίσεις του κεφαλαίου είναι εξαιρετικές ευκαιρίες για αντικαπιταλιστικούς αγώνες. Τι μπορείτε να μας πείτε για την επόμενη κρίση και πού θα πρέπει να εστιάσουμε για να προωθήσουμε αυτόν τον αγώνα;

DH: Δεν έχω ιδέα από που θα προκύψει η επόμενη κρίση. Κάτι που ισχύει σήμερα για το κεφάλαιο είναι ότι είναι πολύ ασταθές, οι εξελίξεις είναι ταχύτατες. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις από πού θα προκύψει η επόμενη κρίση. Αλλά βάζω στοίχημα ότι όποια κι αν είναι η επόμενη κρίση, και κατά μία έννοια βρισκόμαστε πολύ κοντά της, πάντα θα υπάρχει ένα στοιχείο της που θα σχετίζεται με την αστική περιουσία. Πώς; Μπορεί να πρόκειται για μικρό ή μεγάλο συνθετικό στοιχείο της επόμενης κρίσης, ποιος ξέρει; Θα μπορούσε να είναι μια περισσότερο γεωπολιτική κρίση. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν πολύ γρήγορα. Πιστεύω, όμως, ότι η Αριστερά θα πρέπει να έχει μια πολύ συνεκτική πολιτική σήμερα. Έναν πολύ συνεκτικό τρόπο σκέψης. Πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο. Πιστεύω, όμως, ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα στην πολιτική είναι μια διάθεση να εξετάσουμε επιλογές και δυνατότητες που παλιότερα δεν υπήρχαν. Θα ήταν αδιανόητο πριν από 5-6 χρόνια για μια σημαντική προσωπικότητα να απευθύνεται σε μεγάλα κοινά και να υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε μια πολιτική επανάσταση σε αυτή τη χώρα. Ταυτόχρονα, βέβαια, έχουμε τέτοιο κόσμο και στη δεξιά, οπότε υπάρχει και μια δεξιά εκδοχή του φαινομένου, έχουμε μια σειρά από νεοφασιστικά κινήματα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Υπάρχει αυξανόμενος αυταρχισμός σε πολλά μέρη του πλανήτη: Τουρκία και Βραζιλία, Αυστρία και Ουγγαρία κ.λπ. Πολλές οι δυσκολίες αυτήν την περίοδο. Αλλά η πολιτική όπως την ξέρουμε είναι νεκρή αυτή τη στιγμή και πρέπει να δώσουμε μια μεγάλη μάχη για να ανανοηματοδοτήσουμε την έννοια του πολιτικού σχεδίου. Προσπαθώ πολύ να επιχειρηματολογήσω ότι αυτό θα πρέπει να είναι αντικαπιταλιστικό κι ότι θα πρέπει να έχουμε αντικαπιταλιστική στρατηγική. Είμαι μέρος μιας πολύ μικρής μειονότητας, όμως αυτό δεν με εμποδίζει να επιχειρηματολογώ. Νομίζω όμως ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι το κεφάλαιο δεν διανέμει τα αγαθά με τον τρόπο που θα έπρεπε. Ότι οι δουλειές που μπορεί κανείς να βρει είναι σκατοδουλειές, ότι οι συνθήκες ζωής στις πόλεις γίνονται διαρκώς πιο ανυπόφορες. Όλο και περισσότερα μποτιλιαρίσματα. Μεγαλύτερα δυσκολίας στη μετακίνηση, όλο και περισσότερη μόλυνση. Υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια. Πιστεύω ότι όλα αυτά πρέπει να γίνουν κτήμα μας. Στο βαθμό που οι άνθρωποι αρχίζουν να αναρωτιούνται γιατί όλη αυτή η δυστυχία στο μέσο μιας εποχής με τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες. Και εν μέσω όλων αυτών των υπαρκτών δυνατοτήτων, γιατί δεν οργανώνουμε τα πράγματα με έναν τρόπο που θα οδηγεί σε μια αξιοπρεπή διαβίωση και ένα αξιοπρεπές περιβάλλον για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού; Αυτό το απλό ερώτημα νομίζω πως μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στο να λειτουργήσουν εντελώς διαφορετικά στο πολιτικό επίπεδο.

16. Πώς βλέπετε τις προοπτικές των νεοαναδυόμενων νησίδων αλληλέγγυας οικονομίας; Θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απάντηση για ένα μη καπιταλιστικό μέλλον;

DH: Πολλά πράγματα που συμβαίνουν σε αυτήν την χώρα δεν είναι οργανωμένα εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχει ένας ολόκληρος –ένας πολύ μεγάλος- «μη καπιταλιστικός τομέας». Νομίζω ότι αυτός ο μη καπιταλιστικός τομέας μπορεί να διευρυνθεί και να αναπτυχθεί. Το είδος των κοινωνικών σχέσεων που πολλοί άνθρωποι αναζητούν μπορεί να εξελιχθεί μέσα από πειραματικούς σχηματισμούς. Έχω την τάση να λέω αυτόν τον καιρό «λοιπόν, κοιτάξτε πρέπει να πειραματιστούμε». Θα πρέπει να δοκιμάσουμε κάθε λογής πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς θα λειτουργήσει. Δεν θα με δείτε να λέω «ε, η αλληλέγγυη οικονομία, όχι αυτό θα αποτύχει, δεν έχει αξία». Τείνω να λέω ότι «Κοιτάξτε, πιστεύω ότι είναι καλό που οργανώνουμε τέτοιες δομές», ακόμα κι αν είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το κατά πόσο θα μας οδηγήσουν σε ένα αντικαπιταλιστικό μέλλον. Αλλά ας προχωρήσουμε κι ας δούμε τι μπορούμε να κερδίσουμε από τέτοια πειράματα. Από την άλλη, πιστεύω ότι χρειαζόμαστε κάποιας μορφής πολιτική οργάνωση- αν θα το αποκαλέσουμε κόμμα ή όχι, αυτό είναι άλλη συζήτηση. Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μεγάλη ισχύς εντός του κρατικού συστήματος, που θα πρέπει να κινητοποιηθεί και να οργανωθεί, ώστε κάποια από αυτά τα πειράματα που γίνονται από την πλευρά τις αριστεράς να μπορέσουν να γενικευθούν.

17. Ποια είναι η γνώμη σας για την άνοδο του Μπέρνι Σάντερς;

DH: Συμμετείχε απλώς σε μια προεκλογική καμπάνια ή χρησιμοποιούσε την πολιτική καμπάνια ως ένα μέσο για να κινητοποιήσει ένα κοινωνικό κίνημα; Επειδή έχουμε δει στο παρελθόν τον Jesse Jackson, τον Ralf Nader και άλλους παρόμοιους. Κινητοποιούν τον κόσμο ενόψει προεδρικών εκλογών κι όταν αυτό τελειώνει, εξαφανίζονται. Και το κίνημα εξαφανίζεται μαζί τους. Ήταν προφανές ότι ο Σάντερς δεν θα γινόταν πρόεδρος. Ίσως θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε ένα πολιτικό κόμμα με πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα και να οικοδομήσει όντως ένα κοινωνικό κίνημα που θα κυριαρχήσει εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, κατά τον ίδιο τρόπο που η τάξη των καπιταλιστών κυριάρχησε εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στα τέλη του ’70 και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν όργανο της δικής της πολιτικής.

18. Κι έπειτα σας αποκαλούν ρεφορμιστή…

DH: Ναι, φυσικά και με αποκαλούν ρεφορμιστή όταν το λέω αυτό [γέλια]. Κατά την άποψή μου, σήμερα υπάρχει μηδενική επαναστατική προοπτική. Κι όπως μου είπε κάποτε ένας καλός φίλος, η διαφορά ανάμεσα σε έναν επαναστάτη κι έναν ρεφορμιστή είναι ότι μπορούν να κάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα και να συνεργάζονται 100% σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, κάνοντάς τα όμως με εντελώς διαφορετικά κίνητρα στο μυαλό τους.

19. Ενάντια στην κυρίαρχη άποψη, είπατε ότι ο Τραμπ είχε μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει και επιβεβαιωθήκατε. [η συνέντευξη είχε γίνει το καλοκαίρι του 2016]

DH: Στο βιβλίο μου «Οι 17 αντιθέσεις και το τέλος του Καπιταλισμού», είχα γράψει για την αύξηση του φαινομένου που αποκαλούσα καθεστώς Παγκόσμιας Αποξένωσης και για τους κινδύνους που απέρρεαν από αυτό το πολιτικό καθεστώς. Η εποχή ήταν σε κάθε περίπτωση επικίνδυνη. Ο Τραμπ μπόρεσε να παρουσιαστεί σαν κάποιος που έβγαλε πολλά χρήματα από τις επιχειρήσεις και που ήταν έτοιμος να τα ξοδέψει προς όφελος όλων εκείνων των αποξενωμένων και δυσαρεστημέρων ανθρώπων, που δεν είχαν επωφεληθεί από τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και που απεχθάνονταν την ισχύ των ελίτ, που άρμεγαν το σύστημα προς ίδιον όφελος. Η Κλίντον θα μπορούσε να περιγραφεί σαν κάποια που μπήκε στην πολιτική και έγινε μέρος της ελίτ, με σκοπό να βγάλει λεφτά και με το να βγάζει τα τελευταία χρόνια λόγους στη Goldman Sachs για 270.000$ ανά ομιλία δεν θα μπορούσε εμπνεύσει την εμπιστοσύνη ότι θα κάνει κάτι για το καλό των ανθρώπων. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους, ποιον θα διάλεγε ο μέσος, αλλά αποξενωμένος, εργάτης σε ένα μπαρ στην πόλη Muncie της Indiana;

20. Πόσο ρεαλιστικές είναι οι υποτιθέμενες θέσεις για την οικονομική πολιτική που έχει παρουσιάσει μέχρι στιγμής;

DH: Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά θα κάνει ο Τραμπ. Χρειάζεται να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ίσως να το κάνει μέσω ενός κεϋνσιανιστικού προγράμματος επενδύσεων στις υποδομές, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα, γεγονός που δεν θα ευχαριστήσει του Ρεπουμπλικανούς και πιθανώς να χρειαστεί την στήριξη των Δημοκρατικών για να το πράξει. Αν το σχέδιο είναι αρκετά μεγαλεπίβολο, μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Από την άλλη, ίσως να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα που θα είναι μια απάτη προς όφελος των επενδυτών στον τομέα των υποδομών, για να βγάλουν εύκολο χρήμα σε βάρος του κράτους. Δεν μπορεί να επαναφέρει στις ΗΠΑ θέσεις εργασίας μέσω του προστατευτισμού και της επιστροφής στα ορυκτά καύσιμα. Η μετανάστευση θα αποτελέσει μεγάλο ζήτημα, αλλά και πάλι το τι έχει πει και το τι θα πιθανώς θα κάνει είναι δύο διαφορετικά ζητήματα.

21. Πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον του αντικαπιταλιστικού αγώνα στις ΗΠΑ και παγκοσμίως υπό την προεδρεία του Τραμπ;

DH: Είναι μια ευκαιρία για την καθιέρωση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού σχεδίου, αλλά φοβάμαι ότι αυτό δεν θα συμβεί αν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον Τραμπ. Απολαμβάνει την προσοχή και είναι εξαιρετικός στο να στρέφει τη δυσαρέσκεια υπέρ του και προς πολιτικό του όφελος. Η Αριστερά θα πρέπει να τον αγνοήσει και οργανωθεί στην κατεύθυνση συγκρότησης μιας εναλλακτικής απέναντι στο κεφάλαιο, όχι απέναντι στον Τραμπ.

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Πηγή: LeftEast

25 χρόνια από την υποστολή της Σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο. Λήθη, θλίψη, αυτοκριτική ή κάτι περισσότερο;

Το παρακάτω σύντομο άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26/12/2016 ως σχόλιο του antapocrisis για την επέτειο της αποκαθήλωσης της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο, στις 26 Δεκεμβρίου 1991. Πέντε χρόνια μετά, η επέτειος των 30 χρόνων από το τυπικό τέλος της ΕΣΣΔ, λίγα καινούρια πράγματα έχει να προσφέρει στο δημόσιο προβληματισμό. Ενώ η πανδημία δείχνει με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τα όρια και τις εγγενείς αδυναμίες των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών να αντιμετωπίσουν την υγειονομική απειλή, και η πορεία του κόσμου διόλου δεν δικαιώνει τους κήρυκες του “τέλους της ιστορίας”, από την άλλη μεριά, η σοβαρή και αυτοκριτική αποτίμηση της πτώσης της ΕΣΣΔ, δεν κάνει βήματα προς τα μπρος. Κυριαρχεί μια ρετρό, απλουστευμένη και ακίνδυνη νοσταλγία για την εποχή που η κόκκινη σημαία κυμάτιζε στο Κρεμλίνο. Αυτή η νοσταλγία αδυνατεί να εξηγήσει για ποιο λόγο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που έβγαινε με τεράστιο κύρος και πρωτοφανή δύναμη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σαράντα χρόνια μετά ήταν απωθητικό, δίχως λαϊκή υποστήριιξη, με τους πρωτοστάτες του να αλλαξοπιστούν εν μία νυκτί και να γίνονται γενίτσαροι, παραδιδόμενο στη χλεύη των αντιπάλων του.
Αλλά για όλα αυτά, το antapocrisis θα επανέλθει.

Σαν σήμερα, 26 Δεκεμβρίου 1991, η σοβιετική σημαία κυμάτισε για τελευταία φορά πάνω από το Κρεμλίνο. Είχε προηγηθεί το βράδυ των Χριστουγέννων του 1991 το διάγγελμα Γκορμπατσόφ με το οποίο ανακοίνωνε την τυπική πλέον διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνωρίζοντας το πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα που λίγες μέρες νωρίτερα είχε κηρύξει τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Επί δύο περίπου χρόνια είχε προηγηθεί μια φαντασμαγορική διαδικασία αποσυγκρότησης του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, πολλά μπορεί κάποιος να σημειώσει. Από τον χαρακτήρα των μαζικών αλλά ταυτόχρονα αντιδραστικών κινητοποιήσεων ενάντια στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέχρι την απροκάλυπτη εμπλοκή της Δύσης και τις στημένες τηλεοπτικές υπερβολές που έφτιαχναν το απαραίτητο κλίμα για την «κατάρρευση σε ζωντανή μετάδοση» του τείχους του Βερολίνου, του καθεστώτος Τσαουσέσκου, του πραξικοπήματος του Αυγούστου κοκ. Παρόλα αυτά, τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία 25 χρόνια μετά, αξίζει κανείς να σταθεί:

Πρώτον στη μαζική νοσταλγία των λαών της Ανατολικής Ευρώπης για τα παλιά καθεστώτα. Όσο έντονη ήταν η αποστροφή προς οτιδήποτε θύμιζε σοσιαλισμό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, τόσο βαθιά είναι σήμερα η διάψευση των προσδοκιών για τον υπαρκτό καπιταλισμό των στερήσεων, της ανεργίας, της φτώχειας. Και όσο και αν τα κέντρα μελετών προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία των ευρημάτων τους, κάθε έρευνα δίνει συντριπτικά και αδιάψευστα στοιχεία για αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά κανείς δεν τολμά να πει φωναχτά: Οι λαοί τότε ζούσαν καλύτερα, και αφού γεύτηκαν το όνειρο της ελεύθερης αγοράς, μπορούν πλέον να συγκρίνουν. Οι προπαγανδιστές του ακραίου κέντρου και της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να βυσσοδομούν για τα αίσχη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά θα μας επιτρέψουν να πιστέψουμε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους και την παλιά και τη νέα κατάσταση. Ασφαλή συμπεράσματα από τη σύγκριση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του υπαρκτού καπιταλισμού, μπορούν να βγάλουν οι λαοί από την ίδια τους την πείρα και όχι οι κρατικοδίαιτοι αεριτζήδες που μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες.

Δεύτερον στην ηχηρή διάψευση των προσδοκιών του υπόλοιπου κόσμου για την κοινωνία της δημοκρατίας και της ελευθερίας που θα ερχόταν με το τέλος του κομμουνισμού και του ψυχρού πολέμου. Επί εικοσιπέντε έτη δεν υπάρχει ούτε μια αλλαγή με θετικό και προοδευτικό πρόσημο. Από τις αντεργατικές ανατροπές και μεταρρυθμίσεις μέχρι την έκρηξη των πολεμικών αναμετρήσεων, των περιφερειακών συγκρούσεων και των σφαγών. Σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς, τα πράγματα για την κοινωνική πλειοψηφία έγιναν χειρότερα. Η ζωή μας έγινε πιο εντυπωσιακή, πιο γρήγορη, τεχνολογικά πολύ πιο εύκολη, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πολύ πιο δύσκολη. Η μακρά πορεία υποχώρησης και τελικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σήμαινε και την έκλειψη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό. Το ξεσάλωμα του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία στηρίχτηκε στην πτώση του μισητού αντιπάλου. Και ανεξάρτητα με το πόσο κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ακόμη και υπό καπιταλιστικό καθεστώς, βελτιώθηκε με κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν υπό τον φόβο της ΕΣΣΔ και του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Τρίτον στην επιφανειακή και λειψή αυτοκριτική και ανασκόπηση της κομμουνιστικής Αριστεράς για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις αιτίες της. Τα απλοϊκά σχήματα για τον προδότη Γκορμπατσόφ και τα τελευταία μόνο άσχημα χρόνια, δεν κρύβουν τον βαθμιαίο επί δεκαετίες μετασχηματισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων σε κάτι απωθητικό ή και αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό. Η κινέζικη κριτική και το εγχείρημα της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν μια αναξιοποίητη ακόμα συμβολή με έκταση και βάθος ανεκμετάλλευτα. Τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς του 21ου αιώνα οφείλουν να αντλούν κριτικές συνεισφορές από ιστορικά ρεύματα και πολλαπλές συμβολές, και ανάμεσά τους η κινέζικη εμπειρία είναι η βασικότερη.

Είναι απαραίτητο η τολμηρή και ειλικρινής διαπίστωση ότι «τότε οι λαοί ζούσαν καλύτερα» (που πλέον πρέπει να γίνεται φωναχτά), να πηγαίνει μαζί με μια βαθιά και όχι επιφανειακή αυτοκριτική του κομμουνιστικού κινήματος, για τις αναπηρίες, τα σακατιλίκια, τις ασχήμιες και τα όρια της πρώτης απόπειρας. Μια τέτοια αυτοκριτική οφείλει να είναι τολμηρή, απολογιστική αλλά ταυτόχρονα επιθετική και όχι απολογητική.

Η υποστολή της σοβιετικής σημαίας – και ανεξάρτητα από το τι αυτή έφτασε να συμβολίζει τα τελευταία χρόνια- κόστισε ανυπολόγιστα στους λαούς και τα έθνη. Η σημερινή βαρβαρότητα σε όλη τη γη, και στην Ελλάδα, έχει στενή σχέση με αυτό που αποτυπώθηκε στον ιστό του Κρεμλίνου εικοσιπέντε χρόνια πριν. Και η πραγματικότητα παραστάσεων που χτίστηκε επιδέξια από εχθρούς και «φίλους» δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία.

Εικοσιπέντε χρόνια είναι λίγα ή πολλά για να γιατρευτούν οι πληγές που άφησε η πρώτη απόπειρα και να αντιστραφεί ο συσχετισμός δύναμης που κληρονομήθηκε από το κλείσιμο του εικοστού αιώνα; Η απάντηση δεν αφορά τον χρόνο καθαυτό, εικοσιπέντε χρόνια μπορεί να είναι πάρα πολλά ή και πολύ λίγα. Ο χρόνος εξαρτάται από πυκνότητα, την ποιότητα, το βάθος που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και εδώ οι ελλείψεις είναι πολλές και η δουλειά που πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη.

Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική: Βάθεμα και συνεχής διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας

… υπάρχει ένα μεγάλο γεγονός, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα μας, ένα γεγονός που κανένα κόμμα δεν τολμά να το αρνηθεί. Από τη μία μεριά, γεννήθηκαν βιομηχανικές επιστημονικές δυνάμεις που δεν τις είχε ποτέ υποπτευθεί καμία εποχή από την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη μεριά υπάρχουν συμπτώματα κατάπτωσης που επισκιάζουν με το παραπάνω τις φρίκες που διηγούνται για τα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στις μέρες μας το καθετί φαίνεται να εγκυμονεί το αντίθετό του. Οι μηχανές, οι προικισμένες με την θαυμάσια δύναμη να συντομεύουν και να κάνουν πιο καρποφόρα την ανθρώπινη εργασία, βλέπουμε να καταδικάζουν την τελευταία στην πείνα και την υπερεργασία. Οι καινούριες πηγές πλούτου, από κάποια παράδοξη κατάρα της μοίρας, μετατρέπονται πηγές της στέρησης. Οι νίκες της τεχνικής φαίνονται να εξαγοράζονται με το χάσιμο του χαρακτήρα. Στον ίδιο βαθμό που η ανθρωπότητα δαμάζει την φύση, ο άνθρωπος φαίνεται να σκλαβώνεται σε άλλους ανθρώπους ή στην ίδια του την ποταπότητα. Ακόμα και το καθαρό φως της επιστήμης φαίνεται να μη μπορεί να φωτίσει παραπάνω στο σκοτεινό φόντο της αμάθειας. Όλες οι εφευρέσεις και οι πρόοδοι μας φαίνονται να έχουν σαν αποτέλεσμα να προικίζουν τις υλικές δυνάμεις με διανοητική ζωή και να υποβιβάζουν την ανθρώπινη ζωή στο επίπεδο μιας υλικής δύναμης…

Καρλ Μαρξ

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταφορά των βιομηχανικών μονάδων σε ζώνες χαμηλότερου εργατικού κόστους, οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν νέα δεδομένα στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της εργασίας και της κοινωνίας.

Η “πλήρης απασχόληση” δεν αποτελεί παρά μία παλιά ανάμνηση για τους περισσότερους εργαζόμενους κι η οποία δεν εμφανίζεται πια σε κανένα πρόγραμμα καμίας ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή κόμματος. Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη έχει μπει στο “κρεβάτι του Προκρούστη”, ενώ η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός παρουσιάζονται σαν φυσική και παραδεκτή κατάληξη μιας οικονομικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ιθύνοντες του Διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος αποτελεί μία στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, για να εξασφαλίσει την όσο δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση για τα μέτρα που θα παρθούν στην πορεία σύγκλισης με στόχο την υπογραφή ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου”. Όμως, το να μιλάει κανείς με συνδικαλιστές, των οποίων η ευρύτητα της εκπροσώπησης και της κοινωνικής απήχησης είναι αμφίβολες, δε σημαίνει ότι μιλάει με τους εργαζόμενους, την κοινωνία. Αντίθετα, οι άνεργοι της Goodyear, της Softex κλπ, μαζί με αυτούς που θα επακολουθήσουν, τους νέους που είναι χωρίς δουλειά, όλοι αυτοί που κυνηγάνε το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ, συγκροτούν ένα κοινωνικό στρώμα που δεν εκπροσωπείται σε κανένα διάλογο και που χρόνια τώρα, αγνοείται προκλητικά από όλες τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Η πορεία σύγκλισης των χώρων της ΕΕ επιβάλλει μία “νέα κοινωνική πολιτική”. Το σημείωμα που ακολουθεί πραγματεύεται την ανατίναξη στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή ολοκλήρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος”.

Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική

Η οικονομική και κοινωνική κρίση που μαστίζει πάνω από μια 20ετία τις χώρες της ΕΕ προκαλεί αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, όσο και στην αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος. Η κρίση της υπερσυσσώρευσης σημαίνει την αδυναμία του κεφαλαίου να πετύχει ικανοποιητικούς όρους επένδυσης που να προσφέρουν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Η οικονομική μεγένθυση της μεταπολεμικής περιόδου – “τα 30 ένδοξα χρόνια του καπιταλισμού” – υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των χώρων της ΕΕ.

Η αναδιάρθρωση της οικονομίας των χώρων της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και την ίδια τη φύση και τον ρόλο της εργασίας. Η ευλυγισία – ευελιξία του κεφαλαίου εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις : στην οργάνωση της παραγωγής με την επέκταση του ευλύγιστου εργαστηρίου, και δεύτερον, στη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος με αιχμή τη συμπίεση της ζωντανής εργασίας.

Η μακροχρόνια ανεργία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η αύξηση του ποσοστού της απόλυτης εξαθλίωσης και της φτώχειας, ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν ορισμένα από τα νέα χαρακτηριστικά του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, τα οποία είναι τα νέα δεδομένα της “μεταβιομηχανικής εποχής”.

Η κρίση του “ κράτους-πρόνοιας” – και, κατ’ επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικές – θέτει μία σειρά από ερωτήματα. Μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή; Ποιος θα ασχοληθεί με τα προβλήματα της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού; Ποιος θα αναλάβει το κόστος συντήρησης και ποιος θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει τα προαναφερόμενα προβλήματα; Μήπως η νεοφιλελεύθερη πολιτική ή η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της; Μήπως η κρατική ή ιδιωτική κερδοσκοπική δραστηριότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης;

Αφού διάφορες πλευρές τίθεται το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ και της ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισης των προβλημάτων της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας κλπ. Η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί τη λεγόμενη “κοινωνική αλληλεγγύη” για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, επιστρέφοντας πολλές δεκαετίες πίσω, στην πρώτη περίοδο της κοινωνικής ασφάλισης, στα γνωστά “ταμεία αλληλοβοήθειας”. Όμως, κατά πόσο είναι δυνατή μία “νέα κοινωνική πολιτική” ανάλογη με αυτή του “κράτους-πρόνοιας” της μεταπολεμικής περιόδου σε μία περίοδο διεθνών οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών αλλαγών και ανακατατάξεων όπου το στοιχείο της δυαδικοποίησης των κοινωνιών καθίσταται εντονότερο παρά ποτέ, κι οι οποίες κοινωνικές πολιτικές για περιορισμό της κοινωνικής διχοτόμησης καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές!

Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη των 15 της ΕΕ – που συγκλήθηκε τον Ιούνιο του ‘96 στην Φλωρεντία – οι ιθύνοντες αποφάσισαν να επανεκτιμήσουν τη στρατηγική τους για την απασχόληση και την ανεργία. Γιατί, η χαλάρωση στη εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ οδηγεί σε αποκλίσεις αφού τους στόχους και φυσικά δεν ψάχνουν να βρουν τρόπους για την εξάλειψη της ανεργίας, αλλά μοναδικό τους μέλημα είναι να αποφύγουν τις επερχόμενες κοινωνικής εκρήξεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα “νέο κύμα” τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της Λευκής Βίβλου, μιας πιο άγριας επίθεσης ενάντια στους λαούς της Ευρώπης.

Η Λευκή Βίβλος ήταν μία ιδιαίτερη στιγμή στην προσπάθεια για τη μέγιστη ευελιξία στην αγορά εργασίας : η δημιουργία μιας δεύτερης αγοράς εργασίας, με μειωμένο ή μεταβλητό ωράριο εργασίας, με μερική απασχόληση και με μειωμένες αμοιβές και κοινωνικής εισφορές. Μία “στιγμή” που εγκαινίασε την επίθεση του κεφαλαίου στη “νέα εποχή” και που υπαγορεύθηκε από τα σημαντικά προβλήματα στους βασικές καπιταλιστικές χώρες. Η όλη “φιλολογία” για το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, το υψηλό εργατικό κόστος κλπ, όλα αυτά, βρίσκονται στην υπηρεσία του κεντρικού στόχου, που είναι, για άλλη μια φορά, η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το “νέο κύμα” δεν μπορεί να εξαπολυθεί με την ωμότητα, τον κυνισμό και την “αναισθησία” άλλων εποχών, αλλά είναι απαραίτητο μαζί με τους εκβιασμούς να “χρυσωθεί το χάπι” και να παρουσιασθεί σαν εκδήλωση “κοινωνικής ευαισθησίας ή αλληλεγγύης” στη μάχη ενάντια στην ανεργία.

Το κείμενο που παρουσιάσθηκε στη συνοδό κορυφής της ΕΕ στη Φλωρεντία, τον Ιούνιο του ‘96, για συζήτηση, έχει τίτλο “Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” και κινείται σε 4 άξονες :

  • Τη σύνταξη νέων οικονομικών προγραμμάτων σύγκλισης
  • Την επιτάχυνση στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς
  • Αλλαγές στην αγορά εργασίας
  • Την υιοθέτηση νέων κατευθύνσεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία με προσανατολισμό δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Στο “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” υπάρχουν προτάσεις που αφορούν θέματα ανταγωνισμού, ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αναπροσανατολισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων κλπ. Όμως, αυτό που αναμένεται στο εγγύς μέλλον είναι η τελική επίθεση του Διευθυντηρίου της ΕΕ που δεν αφορά μόνο την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω της εξάπλωσής της, δηλαδή να μοιραστεί σε περισσότερους εργαζόμενους και να γενικευθεί η υποαπασχόληση και η φτώχεια – με τις κλασικές πια υποσχέσεις για νέες θέσεις εργασίας, αλλά και την κατεδάφιση ολόκληρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος” που θεωρείται κι ο μεγάλος ένοχος για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Το “κράτος-πρόνοια” σαν μηχανισμός αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας επικεντρώνει τους στόχους του στη διατήρηση, αναπαραγωγή και ενίσχυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παρεμβαίνει και ρυθμίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων. Αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή κράτους μία δεδομένη χρονική περίοδο, που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1920 και μορφοποιήθηκε ολοκληρωμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την τελευταία 20ετία αποτελεί αντικείμενο σοβαρών αμφισβητήσεων. Ο ρόλος του “κράτους-πρόνοιας” αμφισβητείται όλο και περισσότερο και ταυτόχρονα υιοθετούνται πολιτικές που απονεκρώνουν τα όποια “επιτεύγματά” του και συρρικνώνονται δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η κρίση και στην κοινωνική πολιτική.

Η κοινωνική πολιτική και ειδικότερα η κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελούν απλές λειτουργίες του “κράτους-πρόνοιας” αλλά τα συστατικά μέρη του. Η γέννηση του, στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση. Η ανάγκη εξεύρεσης εργασιών χεριών, αλλά και η αντίσταση των αγροτικών πληθυσμών να προλεταριοποιηθούν, αποτελούσαν εμπόδιο στην αναπαραγωγή και σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού.

Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης αντιστοιχεί ένας ορισμένος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής αλλά και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Η ύπαρξη διαφορετικού τύπου μισθωτής σχέσης εκφράζει μία διαφορετική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση, την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, που ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής είναι σε κρίση, η μισθωτή σχέση διαφοροποιείται. Η οργάνωση της παραγωγής, η ιεράρχηση των ειδικεύσεων, η κινητικότητα των εργαζομένων, ο τρόπος καθορισμού των μισθών και ο τρόπος χρήσης του μισθού, που αποτελούν τα πέντε συστατικά στοιχεία του τόπου της μισθωτής σχέσης, έχουν υποστεί σημαντικές μεταβολές.

Η ευελιξία – ευλυγισία χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς ανάπτυξης και της μισθωτής σχέσης. Η ευλυγισία πλήττει την οργάνωση της εργασίας, επεκτείνει τις μορφές μερικές και εποχιακής απασχόλησης, αυξάνει την ευελιξία των μισθών και αλλάζει τον τρόπο καθορισμού τους. Από συλλογικές συμβάσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους, κράτος, εργοδοσία, οδηγούμαστε σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο συγκεκριμένο εργοδότη και το συγκεκριμένο εργαζόμενο. Δηλαδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης πραγματοποιείται στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως και η κοινωνική ασφάλιση σταδιακά συρρικνώνεται προς όφελος της ιδιωτικής.

Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση μισθωτών πολλαπλών ταχυτήτων, με την κατηγορία των μισθωτών που συνεχώς διευρύνεται να χαρακτηρίζεται από τον ευέλικτο τύπο μισθωτής εργασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τόπου μισθωτής εργασίας είναι η μερική απασχόληση, η σύνδεση μισθού με παραγωγικότητα, η ερπετών έλλειψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Η διάσπαση αυτή της μισθωτής εργασίας που παρατηρείται σήμερα στην παραγωγική διαδικασία επηρεάζει αρνητικά και την όποια κοινωνική ασφάλιση, ενισχύει ανισότητες που οι πολιτικές αντιμετώπισής τους επικεντρώνονται σε “λύσεις” μερικές και αποσπασματικές.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, το “κράτος-πρόνοια” δεν υπήρξε με την μορφή που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μία στοιχειώδης μορφή του παρουσιάσθηκε, πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση. Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου, το χαμηλό ποσοστό της μίσθωσης εργασίας, η οικογενειακή αλληλεγγύη εμπόδισαν την ανάπτυξή του. Σε ότι αφορά την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης, οι διαφορές είναι αρκετά σημαντικές σε σχέση με άλλες χώρες. Η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, οι μισθωτοί αποτελούν μέχρι τις αρχές του ‘80 τη μειοψηφία του εργατικού δυναμικού και οι αμοιβές είναι καθηλωμένες μέχρι το ‘74 και γενικά αποσυνδεδεμένες από το κόστος ζωής και παραγωγικότητας. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η μικρομεσαία επιχείρηση και η αυτοαπασχόληση σε σχέση με τη μισθωτή εργασία.

Η κοινωνική ασφάλιση αναπτύσσεται αποσπασματικά και δίχως σχεδιασμό. Αναπτύσσεται πολύ αργά σε σχέση με άλλες χώρες και δεν καλύπτει μέχρι το 1980 το σύνολο των εργαζομένων. Τα αίτια αυτής της καθυστέρησης θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά, στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και στην έλλειψη του “κράτους-πρόνοιας”.

Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αποτελούνται από τα έξοδα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για συντάξεις, υγεία και πρόνοια. Οι κύριες πηγές των εσόδων είναι κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών. Σε ότι αφορά τις δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι δαπάνες για τη σύνταξη και ακολουθούν οι αντίστοιχες για ασθένεια.

Στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης, το ασφαλιστικό έχει ανακηρυχθεί σε πρωταρχικό πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Η αύξηση των ελλειμμάτων στον τομέα της ασφάλισης, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, θέτει ως στόχο για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με τη μείωση της κοινωνικής ασφάλισης. Η αυστηρή εφαρμογή της λιτότητας, η επεξεργασία νέων σκληρότερων πολιτικών “δημοσιονομικής πειθαρχίας”, η κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων και εταιρειών δικαιωμάτων αποτελούν τα κύρια θέματα συζήτησης στη Διακυβερνητική Διάσκεψη.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, η μείωση των ελλειμμάτων αποτέλεσαν ένα από τα τρία κριτήρια για την επίτευξη των στόχων της σύγκλισης των χώρων της ΕΕ. Το δημογραφικό πρόβλημα (γήρανση, μετανάστες) προβάλλεται από τους ιθύνοντες σε πρωταρχικό παράγοντα της κρίσης, με αποτέλεσμα η μόνη δυνατή πηγή αύξησης των εσόδων να είναι η αύξηση των ασφαλίστρων και των ορίων συνταξιοδότησης. Η κοινωνική πολιτική θεωρείται κόστος και τροχοπέδη στη δυνατότητα ανταγωνισμού των χώρων της ΕΕ και για αυτό θα πρέπει να μειωθεί μέχρι την πλήρη κατάργησή της.

Στη δεκαετία του ‘80, το “κράτος-πρόνοια” θα εισέλθει σε περίοδο κρίσης. Η έμφαση που δίδεται στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ η όποια αναφορά σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής απουσιάζει παντελώς από τις αποφάσεις της ΕΕ. Οι φωνές που ακούγονται για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου και οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στις Διακυβερνητικές συνδιασκέψεις έχουν στο στόχαστρο τις “συντεχνίες” που αρνούνται να δώσουν κάτι από τα ”κεκτημένα”υπέρ των “μη εξασφαλισμένων” και να επιχειρηθεί να παρουσιασθεί το ζήτημα σαν κόντρα “βολεμένων” και ανέργων, κι όλα αυτά με “κοινωνικό διάλογο”, “κοινωνική ευαισθησία”, προσκλήσεις για”νέα κοινωνικά συμβόλαια”.

Η Λευκή Βίβλος, όπως και το “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” δεν αναφέρονται καθόλου σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά αποσκοπούν κύρια στην απελευθέρωση των εμποδίων στην αγορά εργασίας. Γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται μόνο από το εργατικό κόστος. Η λογική των ιθυνόντων δεν οριοθετεί μόνο τον τρόπο που θα επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά καθορίζει και ένα νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ποσοστού φτώχειας, το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα επιφέρουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, οδηγώντας προς μία “κοινωνία των ⅔”.

Από τα σημαντικότερα προβλήματα της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας” είναι τι πρόβλημα της ανεργίας. Οι προοπτικές αντιμετώπισής του για το μέλλον δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. Τα ποσοστά ανεργίας αυξάνουν συνεχώς, η “πλήρης απασχόληση” όπως αυτή υπήρξε την μεταπολεμική περίοδο συρρικνώνεται, ενώ η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δεν απαιτεί πλέον ολόκληρη την προσφερόμενη εργασία. Η ζωντανή εργασία αντικαθίστατο από τη νεκρά εργασία και η ανεργία εκτός από μόνιμο πλέον φαινόμενο, αποκτά και διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στην τωρινή φάση συσσώρευσης, η χρήση των νέων τεχνολογιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και όχι τόσο το φθηνό εργατικό κόστος. Η επίτευξη των κριτηρίων της ΟΝΕ θα επιφέρει το αμέσως επόμενο διάστημα σημαντικές αλλαγές – ειδικότερα στις νότιες χώρες της ΕΕ, στον τομέα της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής. Γιατί, χώρες σαν την Ελλάδα θα στηρίξουν όλη την προσπάθεια για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη χαμηλό επίπεδο των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών.

Η “επίλυση” του προβλήματος της ανεργίας αποτελεί έναν από τους “αόρατους στόχους” της ΟΝΕ, δηλαδή μέσω της επίτευξης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας των μισθών και της πλήρους κινητικότητας της παραγωγικής δύναμης. Οι επιπτώσεις από την ΟΝΕ στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια στην πορεία προς τη σύγκλιση των κρατών-μελών. Η ανεργία θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και θα συμβάλει στο σταδιακό μετασχηματισμό της μορφής και του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αυξηθεί οι θέσεις μερικής απασχόλησης.

Η επέκταση της μερικής απασχόλησης, μέσα από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε συνθήκες “πλήρους απασχόλησης”, δημιουργεί πλέον τις προϋποθέσεις ύπαρξης εργαζόμενων πολλαπλών ταχυτήτων και, ενώ μέχρι σήμερα η φτώχεια συνέπιπτε με την έλλειψη εργασίας, στο άμεσο μέλλον θα συμπίπτει και με την ύπαρξη εργασίας μερικής απασχόλησης.

Η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης θα επαυξήσει τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Η μακροχρόνια ανεργία, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση θα επιδράσουν αρνητικά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η οικοδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου σαν συμπλήρωμα του οικονομικού, στην πραγματικότητα σημαίνει αναπαραγωγή και συνεχή διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε σε μία συγκεκριμένη περίοδο ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Σήμερα, σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των “30 ενδόξων χρόνων” του κεφαλαίου, διακρίνουμε μία νέα φάση οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που χαρακτηρίζονται από τη διαμόρφωση νέων συνθηκών ανταγωνισμού μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό πλαίσιο στην παραγωγική διαδικασία.η αύξηση της ανεργίας δεν οδηγεί στην προλεταριοποίηση μόνο ανειδίκευτους εργάτες αλλά και ειδικευμένους, επιστήμονες, ακόμα και στελέχη επιχειρήσεων. Η ανεργία μακράς διάρκειας, μετατρέπεται σε “ανεργία αποκλεισμού”, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνεργος περνάει οριστικά στο περιθώριο, οπότε και οι όποιες πολιτικής αδυνατούν να τον επανεντάξουν στην παραγωγή.

Η κοινωνική πρόνοια που διαμορφώθηκε στη βάση της μισθωτής εργασίας, της “πλήρους απασχόλησης” των 8ωρων εργασίας βρίσκεται “υπό διωγμό” και αμφισβήτηση. Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανακατατάξεις, από την αύξηση της απόλυτης εξαθλίωσης, τη διεύρυνση της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι διαφοροποιήσεις δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Η αύξηση της ανεργίας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα κάποιων οικονομικών συγκυριών, αλλά κυρίως είναι το παράγωγο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της ίδιας της εργασίας.

Η άποψη που προβάλλεται από Διεθνείς Οργανισμούς και υιοθετείται από εργοδοτικές ενώσεις και συνδικάτα υποταγμένα στο κεφάλαιο είναι το “μοίρασμα της εργασίας” μέσα από τη μείωση των ωρών εργασίας με παράλληλη μείωση των αποδοχών με στόχο την “καταπολέμηση” της ανεργίας μέσα από την εξάπλωσή της. Αποδεικνύεται ολοένα και πιο καθαρά, ότι η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στη αυγή του 21ου αιώνα είναι η διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το κείμενο γράφτηκε το Μάιο του 1997 στη Θεσσαλονίκη

“Η σύγχρονη αδυναμία μας. Το ελληνικό σύμπτωμα: χρέος, κρίση και η κρίση της Αριστεράς”

Ξεκινώ με μια αίσθηση, μια πρόσληψη, που πιθανώς είναι προσωπική, πιθανώς αδικαιολόγητη, την οποία ωστόσο διαμορφώνω με βάση τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου: μια αίσθηση γενικής πολιτικής αδυναμίας. Αυτό που σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα μοιάζει με συμπύκνωμα αυτής της αίσθησης.

Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε την δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα.

Βεβαίως, το κουράγιο και η επινοητικότητα του προοδευτικού και αντιφασιστικού κινήματος όσον αφορά την τακτική προκαλεί ενθουσιασμό. Επιπλέον, τέτοιες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά αναγκαίες. Είναι όμως κάτι καινούργιο; Καθόλου. Αποτελούν τα ίδια και απαράλλακτα στοιχεία κάθε πραγματικά μαζικού κινήματος: εξισωτισμός, δημοκρατία των πολλών, επινόηση συνθημάτων, γενναιότητα, ταχύτητα αντιδράσεων … Τα ίδια είδαμε και με την ίδια ενεργητικότητα –χαρούμενη και λίγο αγωνιώδη– τον Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα είδαμε πιο πρόσφατα στην Πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ. […] Όμως τα νέα πολιτικά στοιχεία και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο είναι κάτι άλλο: η ζωτικότητά τους απαιτεί την ύπαρξη κινήματος, αλλά δεν μπορεί ποτέ να συγχέεται μ’ αυτό.

Ας ξεκινήσουμε όμως, προσωρινά, από μια άλλη αφετηρία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μακρόχρονη ιστορία, πλανητικής σημασίας. Είναι μια χώρα η αντίσταση της οποίας σε διαδοχικά καταπιεστικά καθεστώτα και κατοχικές δυνάμεις έχει μια ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα που το κομμουνιστικό κίνημα, και με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα που η νεολαία της ακόμη και σήμερα δημιουργεί ένα παράδειγμα με τις μαζικές και πεισματικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις αναμφίβολα είναι πολύ καλά οργανωμένες και όπου υπάρχουν επίσης μεγάλα και θαρραλέα λαϊκά κινήματα. Μια χώρα όπου υπάρχουν επίφοβες φασιστικές οργανώσεις, αλλά και ένα αριστερό κόμμα με μια φαινομενικά στέρεα εκλογικά και μαχητική βάση.

Κι όμως, ό,τι συμβαίνει σήμερα σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει σαν να μην μπορεί να σταματήσει την ακραία κυριαρχία του αχαλίνωτου από τη δική του κρίση καπιταλισμού. Μοιάζει σαν να μην έχει η χώρα, υπό τη διεύθυνση των δουλικών κυβερνήσεων και της τρόικας, καμιά άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να ακολουθεί τα βάρβαρα αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Πράγματι, όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται και τις ευρωπαϊκές “λύσεις” τους, το κίνημα αντίστασης μοιάζει περισσότερο να ακολουθεί μια τακτική καθυστέρησης παρά να γίνεται σημαιοφόρος μιας αυθεντικής πολιτικής εναλλακτικής λύσης.

Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα των καιρών, που μας καλεί όχι μόνο να υποστηρίξουμε με όλη μας τη δύναμη τον θαρραλέο ελληνικό λαό, αλλά να στοχαστούμε από κοινού γύρω από ιδέες και πρακτικές ώστε αυτό το κουράγιο που επιδεικνύει να μην αχρηστευθεί από απελπισία.

Διότι αυτό που εντυπωσιάζει –στην Ελλάδα πάνω απ’ όλα αλλά και αλλού επίσης, ιδίως στη Γαλλία– είναι μια έκδηλη αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλουν ακόμη και την ελαχιστότατη υποχώρηση των οικονομικών και κρατικών εξουσιών που επιδιώκουν να υποτάξουν το λαό ανεπιφύλακτα στον νέο (αν και μακροχρόνιο επίσης, και θεμελιακό) νόμο του ακραιφνούς φιλελευθερισμού.

Όχι μόνο δεν έχουν σημειώσει κανένα προχώρημα οι προοδευτικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει ακόμη και μια περιορισμένη επιτυχία, αλλά οι δυνάμεις του φασισμού επεκτάθηκαν και στη βάση του ψευδαισθητικού φόντου ενός ξενοφοβικού και ρατσιστικού εθνικισμού διεκδικούν σήμερα να γίνουν η ηγετική δύναμη αντίθεσης στα διατάγματα της ευρωπαϊκής διοίκησης.

Η αίσθησή μου είναι πως η βαθύτερη αιτία αυτής της αδυναμίας δεν είναι η αδράνεια του κόσμου, η έλλειψη κουράγιου ή το ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν τα “αναγκαία κακά”. Πολλές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σθεναρή και μαζική λαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα. Ακόμη και στη Γαλλία, με τις δράσεις κατά τη συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του Σαρκοζί … είδαμε ότι μεγάλα τμήματα του λαού επέδειξαν την ικανότητά τους για πεισματική αντίσταση και υιοθέτησαν τις γνωστές μορφές του κινηματικού κομμουνισμού , κυρίως τη χρήση μη συμβατικών μορφών απεργίας και συνελεύσεις που αφαίρεσαν την ηγεμονία από τον επίσημο συνδικαλισμό. Εντούτοις, από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν έχει εμφανιστεί σε μαζική κλίμακα νέα πολιτική σκέψη, ούτε έχει εμφανιστεί ένα νέο λεξιλόγιο από τη ρητορική της διαμαρτυρίας, και τα αφεντικά των συνδικάτων κατάφεραν τελικά να πείσουν τους πάντες ότι έπρεπε να περιμένουν τις … εκλογές.

Νομίζω ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι αγωνιστές πολλών πολιτικών κατηγοριών στέκονται σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι αντί να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους και να μετασχηματίσουν την τρέχουσα κατάσταση.

Μετά τα σαρωτικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970, κληρονομήσαμε μια μακροχρόνια αντεπαναστατική περίοδο, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση έχει καταστρέψει σε βάθος την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη που κάποτε μπορούσαν να εμποτίζουν τη λαϊκή συνείδηση με τις πιο στοιχειώδεις λέξεις της πολιτικής της χειραφέτησης – λέξεις όπως, για να παραθέσω κάποιες τυχαία, “ταξικός αγώνας”, “γενική απεργία”, “επανάσταση”, “δημοκρατία των μαζών”, “εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση”, “παράνομη δράση”, “συμμαχία εργατών-φοιτητών”, “εθνική απελευθέρωση”, ”δικτατορία του λαού”, “προλεταριακό κόμμα” και πολλές άλλες. Η λέξη-κλειδί “κομμουνισμός”, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 19 ου αιώνα, περιορίστηκε σε ένα είδος ιστορικού στίγματος, διότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ιστορική αφήγηση την οποία δέχεται ακόμη και η προοδευτική κοινή γνώμη υπαγορεύεται πλήρως από τον αντίπαλο. Το ότι η εξίσωση “κομμουνισμός ίσον ολοκληρωτισμός” θα κατέληγε να εμφανιστεί ως κάτι το φυσικό και ομόφωνα αποδεκτό αποτελεί μια ένδειξη του βάθους της αποτυχίας των επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1980. Βεβαίως, δεν μπορούμε επίσης να αποφύγουμε μια διεισδυτική και σοβαρή κριτική των σοσιαλιστικών κρατών και των κομμουνιστικών κομμάτων που πήραν την εξουσία, ιδίως στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή η κριτική πρέπει να είναι δική μας. Πρέπει να θρέφει τις δικές μας θεωρίες και πρακτικές , να τις βοηθά να αναπτυχθούν και να μην οδηγεί σε ένα είδος μελαγχολικής αποκήρυξης που πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκπληκτική κατάσταση: όσον αφορά ένα ιστορικό γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς, έχουμε υιοθετήσει, πρακτικά χωρίς περιορισμό, την άποψη του εχθρού. Και εκείνοι που δεν έχουν κάνει αυτό το πράγμα απλά επιμένουν στην παλιά θλιμμένη ρητορική, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.

Από όλες τις νίκες των αντιπάλων μας, – στις γραμμές των οποίων θα πρέπει να κατατάξουμε τη νέα φρουρά των μαντρόσκυλων της σύγχρονης ιδεολογικής τάξης πραγμάτων που όλοι σχεδόν ήταν λιποτάκτες των κινημάτων του 1968–αυτή η συμβολική νίκη είναι η πιο σημαντική. Όχι μόνο επιτρέψαμε να δυσφημιστεί και να γελοιοποιηθεί το λεξιλόγιό μας , αν δεν χρησιμοποιείται απλά σαν εγκληματικό, αλλά και οι ίδιοι χρησιμοποιούμε τις αγαπημένες λέξεις των αντιπάλων σαν να ήταν δικές μας. Αυτό ισχύει ιδίως για την κατάσταση που μας ενδιαφέρει με τις λέξεις “δημοκρατία”, “οικονομία”, “Ευρώπη” και αρκετές άλλες. Ακόμη και το νόημα μάλλον ουδέτερων εκφράσεων, όπως ο “λαός” εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ και ενσωματώνεται σε ανόητες φράσεις όπως “ο λαός πιστεύει ότι …”

Τις εποχές των παλιών κομμουνισμών, συνηθίζαμε να περιγελούμε αυτή που ονομάζαμε γλώσσα των χιλιοειπωμένων λέξεων, τη γλώσσα-κλισέ – τα άδεια λόγια και τα πομπώδη επίθετα.

Βεβαίως, βεβαίως. Όμως η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας δηλώνει μια κοινή ιδέα. Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες –και δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς ότι τα μαθηματικά είναι μια θαυμάσια γλώσσα-κλισέ– έχει να κάνει αποκλειστικά με το ότι σχηματοποιεί την επιστημονική ιδέα. Με την ικανότητα να σχηματοποιούμε γρήγορα την ανάλυση μιας κατάστασης και τις τακτικές συνέπειες αυτής της ανάλυσης. Αυτή η ικανότητα δεν είναι λιγότερο απαραίτητη στην πολιτική. Είναι ένα σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.

Σήμερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις της επίσημης δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ακριβώς το ότι έχει στη διάθεσή της μια γλώσσα-κλισέ που την εκπέμπει κάθε μέσο και κάθε κυβέρνηση χωρίς εξαίρεση. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όροι όπως “δημοκρατία” , “ελευθερίες”, “οικονομία της αγοράς”, “ανθρώπινα δικαιώματα”, “ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί”, “εθνική προσπάθεια”, “γαλλικός λαός”, “ανταγωνιστικότητα” “μεταρρυθμίσεις” κοκ δεν είναι τίποτε άλλο παρά στοιχεία μιας πανταχού παρούσας γλώσσας-κλισέ; Εμείς, οι αγωνιστές χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, είμαστε (και ήμαστε επί αρκετό χρονικό διάστημα) οι πραγματικοί αφασικοί! Και δεν πρόκειται να μας σώσει η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής δημοκρατίας. “Κάτω αυτό ή εκείνο”, “Όλοι μαζί θα νικήσουμε”, “Έξω”, “αντίσταση!”, “το δικαίωμα στην εξέγερση” … Όλα αυτά είναι ικανά για να συσπειρώνουν στιγμιαία τις συλλογικές συγκινήσεις και , τακτικά, είναι πολύ χρήσιμα – αλλά αφήνουν παντελώς άλυτο το ζήτημα μιας ευανάγνωστης στρατηγικής. Είναι μια πολύ φτωχή γλώσσα για μια στρατηγικής σημασίας πραγμάτευση του μέλλοντος των πράξεων χειραφέτησης.

Βεβαίως το βασικό στοιχείο της πολιτικής επιτυχίας είναι η δύναμη της εξέγερσης, το εύρος και το θάρρος της. Αλλά επίσης βασικά στοιχεία είναι η πειθαρχία και η ικανότητα να προβαίνει σε διακηρύξεις – οι διακηρύξεις σχετίζονται με το θετικό στρατηγικό μέλλον και αυτό αποκαλύπτει μια νέα δυνατότητα που έχει μείνει αόρατη εν μέσω της προπαγάνδας των εχθρών. Αυτό θα όφειλαν να εκμαιεύσουν οι οργανωμένοι αγωνιστές ενός κινήματος από όσα λέγονται και γίνονται. Αυτό θα όφειλαν να μορφοποιήσουν και να το φέρουν στην ευρύτερη συζήτηση στη λαϊκή βάση του κινήματος. Γι’ αυτό και η ύπαρξη μεγάλων λαϊκών κινημάτων, αν και αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να διαμορφώσει πολιτικό όραμα. Εκείνο που δένει σφιχτά ένα κίνημα στη βάση των ατομικών συγκινήσεων είναι πάντα κάτι που έχει αρνητικό χαρακτήρα: είναι κάτι που προέρχεται από αφηρημένες αρνήσεις, όπως “κάτω ο καπιταλισμός” ή “να σταματήσουν οι απολύσεις” ή “όχι στη λιτότητα” ή “έξω η τρόικα” που δεν έχουν αυστηρά άλλο αποτέλεσμα παρά να συγκολλούν προσωρινά το κίνημα μέσω της αρνητικής αδυναμίας των συναισθημάτων του. Όσον αφορά δε πιο συγκεκριμένες αρνήσεις, εφόσον ο στόχος τους είναι ακριβής και συσπειρώνουν διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού, όπως το “Κάτω ο Μουμπάρακ” κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, μπορούν όντως να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορούν να οικοδομήσουν την πολιτική αυτού του αποτελέσματος, όπως βλέπουμε σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα δρέπουν τους καρπούς ενός κινήματος με το οποίο δεν έχουν πραγματική σχέση.

Διότι κάθε πολιτική είναι η οργανωμένη έκφραση αυτού που βεβαιώνει και προτείνει και όχι αυτού που αρνείται και απορρίπτει. Η πολιτική είναι μια ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη εν δράσει που δείχνει τις μη ορατές δυνατότητες. Λέξεις κλειδιά όπως “αντίσταση!” είναι κατάλληλες να συνενώνουν άτομα, αλλά κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια συσπείρωση που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά ένα χαρούμενο και ενθουσιώδες μείγμα ιστορικής ύπαρξης και πολιτικής αδυναμίας, για να γίνει πικρός αναδιπλασιασμός και στείρα επανάληψη της αποτυχίας , αν ο εχθρός (που είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος πολιτικά, ιδεολογικά και έχει κυβερνητική ισχύ) τελικά νικήσει.

Δεν είναι λοιπόν η μετάδοση της αρνητικής επιρροής της αντίστασης αυτό που πρέπει να ανακαλύψουμε, το στοιχείο που μας χρειάζεται για να επιβάλουμε μια σοβαρή υποχώρηση των αντιδραστικών δυνάμεων που σήμερα επιδιώκουν να αποσυνθέσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να τις ακολουθήσει. Είναι μια κοινή ιδέα και η αυξανόμενη χρήση μιας ομογενοποιητικής γλώσσας.

Η αναδημιουργία μιας τέτοιας γλώσσας αποτελεί κρίσιμη επιταγή. Γι’ αυτό το σκοπό επιδίωξα να εισαγάγω ξανά, να επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω όλα όσα αρθρώνονται με τη λέξη “κομμουνισμός”. Η λέξη “κομμουνισμός” υποδηλώνει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία στις σύγχρονες κυρίαρχες κοινωνίες , η ελευθερία , με τον δημοκρατικό φετιχισμό της οποίας είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, στην πραγματικότητα διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από την ιδιοκτησία. “Ελευθερία” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελευθερία να αποκτάς κάθε εμπόρευμα χωρίς κανένα όριο και η δύναμη να κάνεις “ό,τι θέλεις” μετριέται αυστηρά με το βαθμό αυτής της δυνατότητας απόκτησης. Όποιος έχει χάσει τη δυνατότητα απόκτησης δεν έχει, λοιπόν, καμιά ελευθερία, όπως βλέπουμε καθαρά , π.χ., στους “αλήτες” που οι Άγγλοι φιλελεύθεροι εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανένα δισταγμό. Γι’ αυτό ο Μαρξ στο “Μανιφέστο” διακηρύσσει ότι όλα τα μέτρα του κομμουνισμού μπορούν , με μια έννοια, να αναχθούν σε ένα: στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, ο κομμουνισμός σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ελευθερία δεν διέπεται αναγκαία από την ιδιοκτησία ούτε οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διευθύνονται από μια ολιγαρχία ισχυρών επιχειρηματιών και των υπηρετών τους στην πολιτική, την αστυνομία, το στρατό και τα ΜΜΕ. Υπάρχει η δυνατότητα για μια κοινωνία που ο Μαρξ ονόμαζε “κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών”, όπου η παραγωγική εργασία είναι συλλογική, όπου μπορεί να επιτευχθεί η κατάργηση των μεγάλων μη εξισωτικών αντιθέσεων (μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων κ.λπ) και όπου οι αποφάσεις που αφορούν όλους είναι υπόθεση όλων. Θα έπρεπε να μεταχειριζόμαστε αυτή την εξισωτική δυνατότητα ως αρχή σκέψης και δράσης και να μην την αφήνουμε στην άκρη.

Τέλος, ο “κομμουνισμός” υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα διεθνή πολιτικό οργανισμό. Αυτή η οργάνωση ξεκινά με τη συνάντηση ανάμεσα σε [θεωρητικές] αρχές και στην αποτελεσματική δράση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή τη βάση προσπαθεί να θέσει σε κίνηση την επινοητική σκέψη των ανθρώπων, να οικοδομήσει, με έναν τρόπο ανόθευτο από τον υπάρχον καθεστώς, μια δύναμη εσωτερική σε κάθε δεδομένη κατάσταση. Ο στόχος αυτής της δύναμης είναι να έχει την ικανότητα να στρίβει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που ορίζεται από το συνδυασμό των θεωρητικών αρχών με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσοι έχουν τη θέληση να μετασχηματίσουν την δεδομένη κατάσταση.

Η λέξη “κομμουνισμός” ορίζει συνεπώς μια πλήρη διαδικασία με την οποία η ελευθερία απελευθερώνεται από τη μη εξισωτική υποταγή της στην ιδιοκτησία. Το ότι αυτή είναι μια λέξη που οι εχθροί μας την πολεμούν τόσο πεισματικά σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία που θα κατέστρεφε την ελευθερία τους, ο κανόνας της οποίας είναι άρρηκτα δεμένος με την ιδιοκτησία. Αν λοιπόν αυτό είναι που απεχθάνονται περισσότερο απ’ όλα οι εχθροί μας, εμείς οφείλουμε να αρχίσουμε ακριβώς από την ανακάλυψή του ξανά.

Μας έχουν φέρει άραγε αυτές οι λεκτικές ασκήσεις μακριά από την Ελλάδα και την συγκεκριμένη επείγουσα κατάστασή της; Ίσως. Ωστόσο η πολιτική είναι πάντα μια συνάντηση ανάμεσα στην επιστήμη των ιδεών και στην έκπληξη των περιστάσεων. Επιθυμία μου είναι να γίνει για όλους μας η Ελλάδα ο παγκόσμιος τόπος μιας τέτοιας συνάντησης.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αποσπάσματα από άρθρο που έχει δημοσιευτεί στο Radical Philosophy (Σεπτέμβριος / Οκτώβριος 2013).

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.

Μονοπωλιακός καπιταλισμός

Το παρακάτω άρθρο του Paul Sweezy γράφτηκε το 1987 και αναδημοσιεύτηκε το 2004 στο Monthly Review. Συνοψίζει τις βασικές θέσεις του Sweezy αλλά και ευρύτερα του ρεύματος που συγκροτήθηκε γύρω από το περιοδικό σχετικά με τον Μονοπωλιακό Καπιταλισμό. Ανεξάρτητα από επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν το κείμενο έχει σημασία γιατί επιχειρεί να ερμηνεύσει τις κρίσεις και τη στασιμότητα του καπιταλισμού από την πλευρά της γιγάντωσης των μονοπωλίων.

Μεταξύ των μαρξιστών οικονομολόγων ο όρος “μονοπωλιακός καπιταλισμός” χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει το στάδιο του καπιταλισμού που χρονολογείται περίπου από το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα και φτάνει σε πλήρη ωριμότητα την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Κεφάλαιο του Μαρξ, όπως και η κλασική πολιτική οικονομία από τον Άνταμ Σμιθ έως τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, βασίστηκε στην υπόθεση ότι όλα τα εμπορεύματα παράγονται από βιομηχανίες που αποτελούνται από πολλές επιχειρήσεις, ή κεφάλαια στην ορολογία του Μαρξ, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει ένα αμελητέο κλάσμα της συνολικής παραγωγής και όλες ανταποκρίνονται στα σήματα τιμών και κερδών που δημιουργούνται από τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Σε αντίθεση με τους κλασικούς οικονομολόγους, ωστόσο, ο Μαρξ αναγνώρισε ότι μια τέτοια οικονομία ήταν εγγενώς ασταθής και παροδική. Ο τρόπος για να πετύχει κανείς σε μια ανταγωνιστική αγορά είναι να μειώσει το κόστος και να επεκτείνει την παραγωγή, μια διαδικασία που απαιτεί αδιάκοπη συσσώρευση κεφαλαίου σε ολοένα και νέες τεχνολογικές και οργανωτικές μορφές.

Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ:

“Η ανάπτυξη του κεφαλαίου θα πρέπει να είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να δημιουργεί νέες και νέες μορφές κεφαλαίου, που θα πρέπει να δημιουργούν νέες και νέες μορφές παραγωγής: “Η μάχη του ανταγωνισμού δίνεται χαμηλώνοντας την τιμή των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται, ceteris paribus, από την παραγωγικότητα της εργασίας, και αυτή πάλι από την κλίμακα της παραγωγής. Επομένως, τα μεγαλύτερα κεφάλαια νικούν τα μικρότερα”.

Περαιτέρω, το πιστωτικό σύστημα, το οποίο

“αρχίζει ως ένας μετριοπαθής βοηθός της συσσώρευσης”, σύντομα “γίνεται ένα νέο και τρομερό όπλο στον ανταγωνισμό στον ανταγωνιστικό αγώνα, και τελικά μετατρέπεται σε έναν τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων”

(Μαρξ, 1894, κεφ. 27).

Δεν υπάρχει επομένως καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι ο καπιταλισμός είχε φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Κατά την άποψη αυτή, ωστόσο, το τέλος της ανταγωνιστικής εποχής δεν σηματοδοτούσε την αρχή ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού, αλλά μάλλον την αρχή της μετάβασης στο νέο τρόπο παραγωγής που θα έπαιρνε τη θέση του καπιταλισμού. Μόνο κάπως αργότερα, όταν έγινε σαφές ότι ο καπιταλισμός απέχει πολύ από το να βρίσκεται στα τελευταία του στάδια, οι μαρξιστές, αναγνωρίζοντας ότι ένα νέο στάδιο είχε πράγματι φτάσει, ανέλαβαν να αναλύσουν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό για τους “νόμους της κίνησης” του καπιταλισμού.

Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο αυστριακός μαρξιστής Rudolf Hilferding, του οποίου το μεγάλο έργο Das Finanzkapital κυκλοφόρησε το 1910. Πρόδρομος ήταν και ο Αμερικανός οικονομολόγος Thorstein Veblen, του οποίου το βιβλίο The Theory of Business Enterprise (1904) ασχολήθηκε με πολλά από τα ίδια προβλήματα με εκείνα του Hilferding: χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ο ρόλος των τραπεζών στη συγκέντρωση του κεφαλαίου κ.λπ. Το έργο του Veblen, ωστόσο, ήταν προφανώς άγνωστο στον Hilferding, και κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κυρίαρχη οικονομική σκέψη στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου η εμφάνιση των εταιρειών και των συναφών νέων μορφών επιχειρηματικής δραστηριότητας και οργάνωσης, αν και αντικείμενο μιας τεράστιας περιγραφικής βιβλιογραφίας, αγνοήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κυρίαρχη νεοκλασική ορθοδοξία.

Στους μαρξιστικούς κύκλους, ωστόσο, το έργο του Χίλφερντινγκ χαιρετίστηκε ως επανάσταση και η εξέχουσα θέση του στη μαρξιστική παράδοση εξασφαλίστηκε όταν ο Λένιν το υποστήριξε σθεναρά στην αρχή του έργου του Ιμπεριαλισμός, Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. “Το 1910”, έγραψε ο Λένιν, “εμφανίστηκε στη Βιέννη το έργο του Αυστριακού μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Οικονομικό Κεφάλαιο….Το έργο αυτό δίνει μια πολύ πολύτιμη θεωρητική ανάλυση της “1τελευταίας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης”, όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου”.

Όσον αφορά την οικονομική θεωρία με τη στενή έννοια, ο Λένιν πρόσθεσε ελάχιστα στο Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο, και εκ των υστέρων είναι προφανές ότι ο ίδιος ο Hilferding δεν κατάφερε να ενσωματώσει τα νέα φαινόμενα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον πυρήνα της θεωρητικής δομής του Μαρξ (αξία, υπεραξία και κυρίως τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου). Στο κεφάλαιο 15 του βιβλίου του (“Ο καθορισμός των τιμών στο καπιταλιστικό μονοπώλιο, ιστορική τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου”) ο Χίλφερντινγκ, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει ορισμένα από αυτά τα προβλήματα, κατέληξε σε ένα πολύ εντυπωσιακό συμπέρασμα που από τότε συνδέθηκε με το όνομά του. Οι τιμές σε συνθήκες μονοπωλίου, σκέφτηκε, είναι απροσδιόριστες και συνεπώς ασταθείς. Κάθε φορά που η συγκέντρωση επιτρέπει στους καπιταλιστές να επιτύχουν υψηλότερα από το μέσο όρο κέρδη, οι προμηθευτές και οι πελάτες πιέζονται να δημιουργήσουν αντιπαραγωγικούς συνδυασμούς που θα τους επιτρέψουν να ιδιοποιηθούν μέρος των επιπλέον κερδών για τον εαυτό τους. Έτσι το μονοπώλιο εξαπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις από κάθε σημείο προέλευσης. Τότε τίθεται το ερώτημα σχετικά με τα όρια της “καρτελοποίησης” (ο όρος χρησιμοποιείται συνώνυμα με τη μονοπώληση). Ο Hilferding απαντά:

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτο όριο στην καρτελοποίηση. Αυτό που υπάρχει μάλλον είναι μια τάση προς τη συνεχή εξάπλωση της καρτελοποίησης. Οι ανεξάρτητες βιομηχανίες, όπως είδαμε, πέφτουν όλο και περισσότερο υπό την κυριαρχία των καρτελοποιημένων βιομηχανιών, καταλήγοντας τελικά να προσαρτώνται από τις καρτελοποιημένες βιομηχανίες. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τότε ένα γενικό καρτέλ. Ολόκληρη η καπιταλιστική παραγωγή ελέγχεται συνειδητά από ένα κέντρο που καθορίζει την ποσότητα της παραγωγής σε όλες τις σφαίρες της….Είναι η συνειδητά ελεγχόμενη κοινωνία σε ανταγωνιστική μορφή.

Υπάρχουν περισσότερα σχετικά με αυτό το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που θα είναι πλήρως μονοπωλιακή, αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Τρία τέταρτα του αιώνα της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ιστορίας έχουν δείξει ότι ενώ η τάση για συγκέντρωση είναι ισχυρή και επίμονη, δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο πανταχού παρούσα και συντριπτική όσο φανταζόταν ο Hilferding. Υπάρχουν ισχυρές αντίθετες τάσεις – η διάλυση των υφιστάμενων επιχειρήσεων και η ίδρυση νέων – οι οποίες ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν τον σχηματισμό οποιουδήποτε είδους που να πλησιάζει έστω και στο ελάχιστο το γενικό καρτέλ του Hilferding.

Τα πρώτα σημάδια σημαντικών νέων παρεκκλίσεων στη μαρξιστική οικονομική σκέψη άρχισαν να εμφανίζονται προς το τέλος του μεσοπολέμου, δηλαδή τις δεκαετίες του 1920 και 1930, αλλά στο σύνολό τους ήταν μια περίοδος κατά την οποία ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν έγινε αποδεκτός ως η τελευταία λέξη για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και η άκαμπτη ορθοδοξία του σταλινισμού αποθάρρυνε τις προσπάθειες να διερευνηθούν οι μεταβαλλόμενες εξελίξεις στη δομή και τη λειτουργία των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών. Εν τω μεταξύ, οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι στη Δύση άρχισαν τελικά να αναλύουν τις μονοπωλιακές και ατελώς ανταγωνιστικές αγορές (ιδίως ο Edward Chamberlin και η Joan Robinson), αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα οι προσπάθειες αυτές περιορίζονταν στο επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων και κλάδων. Η αποκαλούμενη έτσι κεϋνσιανή επανάσταση που μεταμόρφωσε τη μακροοικονομική θεωρία τη δεκαετία του 1930 έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτη από αυτές τις εξελίξεις στη θεωρία των αγορών, συνεχίζοντας να βασίζεται στην πατροπαράδοτη υπόθεση του ατομικού ανταγωνισμού.

Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 εμφανίστηκαν νέες τάσεις σκέψης στο γενικό πλαίσιο των μαρξικών οικονομικών. Αυτές είχαν τις ρίζες τους αφενός στη θεωρία του Μαρξ για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, η οποία, όπως είδαμε, αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Χίλφερντινγκ και τον Λένιν- και αφετέρου στα περίφημα Σχέδια Αναπαραγωγής του Μαρξ που παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, τα οποία αποτέλεσαν το επίκεντρο μιας παρατεταμένης συζήτησης για τη φύση της καπιταλιστικής κρίσης στην οποία συμμετείχαν πολλοί από τους κορυφαίους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου μεταξύ του θανάτου του Ένγκελς (1895) και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εύσημα για την πρώτη προσπάθεια να συνδεθούν αυτά τα δύο σκέλη σκέψης σε μια επεξεργασμένη εκδοχή της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης ανήκουν στον Michal Kalecki, του οποίου τα δημοσιευμένα έργα στα πολωνικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διατύπωσαν, σύμφωνα με την Joan Robinson και άλλους, τις βασικές αρχές της ταυτόχρονης κεϋνσιανής επανάστασης στη Δύση. Ο Kalecki είχε εισαχθεί στην οικονομική επιστήμη μέσω των έργων του Μαρξ και της μεγάλης Πολωνής μαρξίστριας Rosa Luxemburg, και κατά συνέπεια ήταν απαλλαγμένος από τις αναστολές και τις προκαταλήψεις που συνόδευαν μια εκπαίδευση στα νεοκλασικά οικονομικά. Μετακόμισε στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μπαίνοντας στις έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις της περιόδου και κάνοντας τις δικές του ξεχωριστές συνεισφορές με βάση το προηγούμενο έργο του και το έργο του Κέινς και των οπαδών του στο Κέιμπριτζ, την Οξφόρδη και το London School of Economics. Τον Απρίλιο του 1938 ο Kalecki δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Econometrica (“The Distribution of the National Income”) το οποίο ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ της προσέγγισής του και της προσέγγισης του Keynes, ιδίως όσον αφορά δύο κρίσιμα σημαντικά και στενά συνδεδεμένα θέματα, δηλαδή την ταξική κατανομή του εισοδήματος και το ρόλο των μονοπωλίων. Όσον αφορά το μονοπώλιο, ο Kalecki διατύπωσε στο τέλος του άρθρου του μια θέση που είχε βαθιές ρίζες στη σκέψη του και θα ήταν στο εξής κεντρική στο θεωρητικό του έργο:

Τα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει το δοκίμιο αυτό έχουν μια γενικότερη πτυχή. Ένας κόσμος στον οποίο ο βαθμός του μονοπωλίου καθορίζει την κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι ένας κόσμος που απέχει πολύ από το πρότυπο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το µονοπώλιο φαίνεται να είναι βαθιά ριζωµένο στη φύση του καπιταλιστικού συστήµατος: ο ελεύθερος ανταγωνισµός, ως υπόθεση, µπορεί να είναι χρήσιµος στο πρώτο στάδιο ορισµένων ερευνών, αλλά ως περιγραφή του κανονικού σταδίου της καπιταλιστικής οικονοµίας είναι απλώς ένας µύθος.

Ένα περαιτέρω βήμα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των δύο κατευθύνσεων της σκέψης του Μαρξ -συγκέντρωση και συγκεντρωτισμός από τη μια πλευρά και θεωρία της κρίσης από την άλλη- σηματοδοτήθηκε από τη δημοσίευση το 1942 της Θεωρίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης του Paul M. Sweezy, η οποία περιείχε μια αρκετά ολοκληρωμένη ανασκόπηση της προπολεμικής ιστορίας της μαρξιστικής οικονομικής επιστήμης και ταυτόχρονα έκανε επεξηγηματική χρήση των εννοιών που εισήχθησαν στην κυρίαρχη θεωρία του μονοπωλίου και του ολιγοπωλίου κατά την προηγούμενη δεκαετία. Το βιβλίο αυτό, που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, είχε σημαντική επίδραση στη συστηματοποίηση της μελέτης και της ερμηνείας της μαρξικής οικονομικής θεωρίας.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτεθεί ότι αυτές οι νέες τοποθετήσεις ήταν εντελώς θέμα θεωρητικής ανησυχίας. Εξίσου, αν όχι μεγαλύτερης σημασίας, ήταν οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του καπιταλισμού που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Από τη μία πλευρά, η παρακμή του ανταγωνισμού που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα προχωρούσε με επιταχυνόμενο ρυθμό -όπως καταγράφεται στην κλασική μελέτη του Arthur R. Burns, The Decline of Competition: A Study of the Evolution of American Industry (1936)- και από την άλλη πλευρά η πρωτοφανής σοβαρότητα της ύφεσης της δεκαετίας του 1930 παρείχε δραματική απόδειξη της ανεπάρκειας των συμβατικών θεωριών του επιχειρηματικού κύκλου. Η κεϋνσιανή επανάσταση ήταν μια μερική απάντηση σε αυτή την πρόκληση, αλλά η νέα άνοδος των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο έκοψε την περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής ανάλυσης μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων, και αφέθηκε στους μαρξιστές να συνεχίσουν στις γραμμές που είχε πρωτοπορήσει ο Kalecki πριν από τον πόλεμο.

Ο Kalecki πέρασε τα χρόνια του πολέμου στο Ινστιτούτο Στατιστικής της Οξφόρδης, ο διευθυντής του οποίου, ο A. L. Bowley, είχε συγκεντρώσει μια διακεκριμένη ομάδα επιστημόνων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εμιγκρέδες από την κατεχόμενη Ευρώπη. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και ο Josef Steindl, ένας νεαρός Αυστριακός οικονομολόγος που δέχθηκε την επιρροή του Kalecki και ακολούθησε τα βήματά του. Αργότερα, ο Steindl (1985) αφηγήθηκε τα εξής: “Ο Steindl ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του Kalecki, ο οποίος ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του:

Μια φορά μίλησα με τον Kalecki για την κρίση του καπιταλισμού. Και οι δύο, όπως και οι περισσότεροι σοσιαλιστές, θεωρούσαμε δεδομένο ότι ο καπιταλισμός απειλούνταν από μια κρίση ύπαρξης, και θεωρούσαμε τη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 ως σύμπτωμα μιας τέτοιας μεγάλης κρίσης. Αλλά ο Kalecki δεν έβρισκε πειστικούς τους λόγους, που έδινε ο Μαρξ, για τους οποίους θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια τέτοια κρίση- ταυτόχρονα δεν είχε μια δική του εξήγηση. Ακόμα δεν ξέρω, είπε, γιατί θα έπρεπε να υπάρξει κρίση του καπιταλισμού, και πρόσθεσε: Θα μπορούσε να έχει σχέση με το μονοπώλιο; Στη συνέχεια πρότεινε σε μένα και στο Ινστιτούτο, πριν φύγει από την Αγγλία, να ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα. Ήταν ένα πολύ μαρξιστικό πρόβλημα, αλλά οι μέθοδοί μου για την αντιμετώπισή του ήταν καλλεκιανές.

Η εργασία του Steindl για το θέμα αυτό ολοκληρώθηκε το 1949 και δημοσιεύθηκε το 1952 με τον τίτλο Maturity and Stagnation in American Capitalism (Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό). Αν και ελάχιστα παρατηρημένο από το επάγγελμα του οικονομολόγου την εποχή της δημοσίευσής του, το βιβλίο αυτό παρείχε ωστόσο έναν κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ των εμπειριών, εμπειρικών όσο και θεωρητικών, της δεκαετίας του 1930 και της ανάπτυξης μιας σχετικά στρογγυλεμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μια διαδικασία που έλαβε νέα ώθηση από την επιστροφή της στασιμότητας στον αμερικανικό (και παγκόσμιο) καπιταλισμό κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Το επόμενο σημαντικό έργο στην ευθεία γραμμή από τον Μαρξ μέσω του Kalecki και του Steindl ήταν το βιβλίο του Paul Baran, The Political Economy of Growth (1957), το οποίο παρουσίασε μια θεωρία της δυναμικής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και άνοιξε μια νέα προοπτική για τη φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ακολούθησε το κοινό έργο των Baran και Sweezy, Monopoly Capital: An Essay on the American Economic and Social Order (1966), το οποίο ενσωμάτωσε ιδέες και από τα δύο προηγούμενα έργα τους και προσπάθησε να διαφωτίσει, σύμφωνα με τα λόγια της εισαγωγής τους, τον “μηχανισμό που συνδέει τα θεμέλια της κοινωνίας (στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού) με αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική υπερδομή της”. Η προσπάθειά τους, ωστόσο, εξακολουθούσε να υπολείπεται μιας ολοκληρωμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς παραμελούσε “ένα θέμα που κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του Μαρξ για τον καπιταλισμό”, δηλαδή τη συστηματική διερεύνηση “των συνεπειών που είχαν τα συγκεκριμένα είδη τεχνολογικών αλλαγών που χαρακτηρίζουν τη μονοπωλιακή καπιταλιστική περίοδο για τη φύση της εργασίας, τη σύνθεση (και τη διαφοροποίηση) της εργατικής τάξης, την ψυχολογία των εργατών, τις μορφές οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης κ.ο.κ.”. Μια πρωτοποριακή προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το κενό στη θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού έγινε από τον Harry Braverman λίγα χρόνια αργότερα (Braverman, 1974), η οποία με τη σειρά της έκανε πολλά για να υποκινήσει την ανανέωση της έρευνας σχετικά με τις μεταβαλλόμενες τάσεις στις εργασιακές διαδικασίες και τις εργασιακές σχέσεις στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ότι “ο απώτερος στόχος αυτού του έργου είναι να αποκαλυφθεί ο οικονομικός νόμος κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας”. Αυτό που προέκυψε, το οποίο διατρέχει σαν κόκκινο νήμα ολόκληρο το έργο, θα μπορούσε ίσως καλύτερα να ονομαστεί θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από ποια άποψη μπορούμε να πούμε ότι οι σύγχρονες θεωρίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού τροποποιούν ή προσθέτουν στην ανάλυση του Μαρξ για τη διαδικασία συσσώρευσης;

Σε ό,τι αφορά τη μορφή, η θεωρία παραμένει βασικά αμετάβλητη, ενώ οι τροποποιήσεις στο περιεχόμενο είναι προς την κατεύθυνση να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση σε ορισμένες τάσεις που ο Μαρξ είχε ήδη αποδείξει ότι είναι εγγενείς στη διαδικασία συσσώρευσης. Αυτό ισχύει για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, και ακόμη πιο θεαματικά για τον ρόλο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε πιστωτικό σύστημα, το οποίο έχει πλέον πάρει τερατώδεις διαστάσεις σε σύγκριση με τα μικρά ξεκινήματα της εποχής του. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, οι νέες θεωρίες προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πιο επιρρεπής από τον ανταγωνιστικό προκάτοχό του στη δημιουργία μη βιώσιμων ρυθμών συσσώρευσης, οδηγώντας σε κρίσεις, υφέσεις και παρατεταμένες περιόδους στασιμότητας.

Η συλλογιστική εδώ ακολουθεί μια γραμμή σκέψης που επανέρχεται στα γραπτά του Μαρξ, ιδίως στους ημιτελείς μεταγενέστερους τόμους του Κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των θεωριών της υπεραξίας)- οι μεμονωμένοι καπιταλιστές προσπαθούν πάντα να αυξήσουν τη συσσώρευσή τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την τελική συνολική επίδραση στη ζήτηση της αυξανόμενης παραγωγής της διευρυνόμενης παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας. Ο Μαρξ το συνόψισε αυτό στη γνωστή φόρμουλα ότι “το πραγματικό εμπόδιο στην καπιταλιστική παραγωγή είναι το ίδιο το κεφάλαιο”. Το συμπέρασμα των νέων θεωριών είναι ότι η ευρεία εισαγωγή του μονοπωλίου ανεβάζει αυτό το εμπόδιο ακόμη πιο ψηλά. Αυτό το κάνει με τρεις τρόπους:

(1) Η μονοπωλιακή οργάνωση δίνει στο κεφάλαιο ένα πλεονέκτημα στην πάλη του με την εργασία, άρα τείνει να αυξήσει το ποσοστό της υπεραξίας και να καταστήσει δυνατό ένα υψηλότερο ποσοστό συσσώρευσης.

(2) Με τις μονοπωλιακές (ή ολιγοπωλιακές) τιμές να αντικαθιστούν τις ανταγωνιστικές τιμές, ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους δίνει τη θέση του σε μια ιεραρχία ποσοστών κέρδους -το υψηλότερο στις πιο συγκεντρωμένες βιομηχανίες, το χαμηλότερο στις πιο ανταγωνιστικές. Αυτό σημαίνει ότι η κατανομή της υπεραξίας στρέφεται υπέρ των μεγαλύτερων μονάδων κεφαλαίου, οι οποίες χαρακτηριστικά συσσωρεύουν μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών τους από ό,τι οι μικρότερες μονάδες κεφαλαίου, καθιστώντας και πάλι δυνατό έναν υψηλότερο ρυθμό συσσώρευσης.

(3) Στην πλευρά της ζήτησης της εξίσωσης της συσσώρευσης, οι μονοπωλιακές βιομηχανίες υιοθετούν μια πολιτική επιβράδυνσης και προσεκτικής ρύθμισης της επέκτασης της παραγωγικής ικανότητας, προκειμένου να διατηρήσουν τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους τους.

Μεταφρασμένες στη γλώσσα της κεϋνσιανής μακροοικονομικής θεωρίας, αυτές οι συνέπειες του μονοπωλίου σημαίνουν ότι το αποταμιευτικό δυναμικό του συστήματος αυξάνεται, ενώ οι ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις μειώνονται. Επομένως, εφόσον τα άλλα πράγματα είναι ίσα, το επίπεδο του εισοδήματος και της απασχόλησης στον μονοπωλιακό καπιταλισμό είναι χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Για να μετατραπεί αυτή η διαπίστωση σε μια δυναμική θεωρία, είναι απαραίτητο να δούμε τη μονοπώληση (τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου) ως μια συνεχή ιστορική διαδικασία. Στην αρχή της μετάβασης από το ανταγωνιστικό στο μονοπωλιακό στάδιο, η διαδικασία συσσώρευσης επηρεάζεται ελάχιστα. Όμως με την πάροδο του χρόνου ο αντίκτυπος αυξάνεται και τείνει αργά ή γρήγορα να γίνει κρίσιμος παράγοντας στη λειτουργία του συστήματος. Αυτό, σύμφωνα με τη μονοπωλιακή καπιταλιστική θεωρία, εξηγεί την παρατεταμένη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 καθώς και την επιστροφή της στασιμότητας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 μετά την εξάντληση της μακράς άνθησης που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι πολύπλευρες επακόλουθες επιπτώσεις του.

Ούτε η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη ούτε η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία μπόρεσαν να προσφέρουν μια ικανοποιητική εξήγηση του φαινομένου της στασιμότητας που εμφανίστηκε όλο και πιο έντονα στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Είναι λοιπόν η ξεχωριστή συμβολή της μονοπωλιακής καπιταλιστικής θεωρίας στο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα κατά μέτωπο και στην πορεία να έχει δημιουργήσει ένα πλούσιο σώμα βιβλιογραφίας που αντλεί και προσθέτει στο έργο των μεγάλων οικονομικών στοχαστών των τελευταίων 150 ετών. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα αυτής της βιβλιογραφίας, µαζί µε εισαγωγές και ερµηνείες των συντακτών, περιέχεται στο Foster and Szlajfer (1984).

Βιβλιογραφία

Baran, P. A. The Political Economy of Growth (Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1957.

Baran, P. A. και Sweezy, P. M. Monopoly Capital: Ένα δοκίμιο για την αμερικανική οικονομική και κοινωνική τάξη. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1966.

Braverman, H. Labor and Monopoly Capital: Η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1974.

Burns, A. R. The Decline of Competition (Η παρακμή του ανταγωνισμού): Μια μελέτη της εξέλιξης της αμερικανικής βιομηχανίας. Νέα Υόρκη: McGraw-Hill, 1936.

Foster, J. B. and Szlajfer, H., eds. The Faltering Economy: The Problem of Accumulation Under Monopoly Capitalism. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1984.

Hilferding, R. Das Finanzkapital (1910) Trans. M. Watnick και S. Gordon ως Finance Capital, εκδ. T. Bottomore. London: London: Routledge & Kegan Paul, 1981.

Ka1ecki, M. “The Distribution of the National Income”, Econometrica, Απρίλιος 1938.

Λένιν, Β. Ι. Ο ιμπεριαλισμός, το ανώτατο κράτος του κεφαλαιο1ισμού. 1917.

Μαρξ, Κ. Τόμος 1. Μόσχα: Progress Publishers, 1867.

Μαρξ, Κ. Τόμος 2: Progress Publishers, 1885.

Μαρξ, Κ. Τόμος 3: Progress Publishers, 1894.

Steindl, J. Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό. Οξφόρδη: Blackwell, 1952.

Steindl, J. “The Present State of Economics”, Monthly Review, Φεβρουάριος 1985.

Sweezy, P. M. The The Theory of Capitalist Development (Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1942.

Sweezy, P. M., 1966. Βλέπε Baran και Sweezy, 1966.

Veblen, T. The The Theory of Business Enterprise. Νέα Υόρκη: Charles Scribners’ Sons, 1904.