Τεχνολογία και Σοσιαλιστική Στρατηγική

«Ο,τιδήποτε άλλο, εκτός από το κεφάλαιο». Για τους οικονομολόγους της κυρίαρχης ιδεολογίας η παραπάνω φράση αποτελεί τον σιωπηρό κανόνα που κατευθύνει την συζήτηση για τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας. Από την νευρική απάντηση του Greg Mankiw προς το κίνημα Occupy, ως τον ισχυρισμό του Tyler Cowen, ότι η τεχνολογία έχει καταστήσει την μεσαία τάξη παρωχημένη, αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να εξηγήσουν τα οικονομικά στους Αμερικανούς είναι πρόθυμοι να δικαιώσουν τους πλούσιους.

Το επιχείρημα του Cowen, συγκεκριμένα, αναπτύσσει ένα συλλογιστικό μοτίβο που γίνεται ολοένα και πιο κυρίαρχο στην αντιπαράθεση για το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας. Καθώς έρχονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα στοιχεία για την άνοδο του 1% των πλουσιότερων, πολλοί οικονομολόγοι έχουν βρει καταφύγιο στην ιδέα της «τεχνολογικής ανάπτυξης που οδηγεί σε μεροληψία υπέρ ορισμένων δεξιοτήτων». Υποστηρίζουν ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει εξαλείψει τη ζήτηση για μια μία σειρά από ικανότητες του εργαζόμενου πληθυσμού, επιβραβεύοντας ταυτόχρονα όσους διαθέτουν ταλέντα που ταιριάζουν στο νέο μοντέλο οικονομίας.Σε μια άλλη εποχή, η παραπάνω θέση θα ήταν επικίνδυνη. Η αντίληψη ότι η τεχνολογική πρόοδος θα απέφερε τους καρπούς της σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας υπήρξε διαχρονικά βασικό στοιχείο της αμερικανικής ιδεολογίας.

Σήμερα, παρόλα αυτά, στην εποχή που τα αντιπολιτευτικά κινήματα βρίσκονται σε υποχώρηση, το στοιχείο της τεχνολογικής ανάπτυξης παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο. Εκεί που η τεχνολογική ανάπτυξη συντηρούσε κάποτε την ελπίδα για την εξομάλυνση των ατελειών της αμερικανικής κοινωνίας, προβάλλεται σήμερα ως η αιτία των ατελειών αυτών και ως αιτιολόγηση για την μονιμότητά τους.

Παρόλα αυτά, ορισμένοι δεν είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την ουτοπική προοπτική που προσφέρει η τεχνολογία. Μία οργάνωση που αυτοαποκαλείται Ινστιτούτο για την Εμπειρία των Πελατών (Institutute of Customer Experience – ICE) – θυγατρική εταιρία της Human Factors International Α.Ε. – υπέβαλε ένα τολμηρό σχέδιο (στο Indiegogo*, φυσικά) για την άμεση καταπολέμηση της μάστιγας της κοινωνικής ανισότητας. Το σχέδιο είναι μία εφαρμογή για smartphones που λέγεται Equalize.

Στο σύντομο βίντεο που συνόδευε την υποβολή του σχεδίου, η διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου, η Apala Lahiri Chavan (που διατηρεί λογαριασμό στο Twitter με το όνομα “Futurist Apala”) προσφέρει στους χρήστες της εφαρμογής την δυνατότητα να μειώσουν την ανισότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται σε έξι βασικούς τομείς, από το έμφυλο ζήτημα ως την πείνα και την ευτυχία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω μίας εφαρμογής για smartphones που επιτρέπει στους χρήστες να συγκεντρώνουν πόντους, που λέγονται “smileys”, προσφέροντας διάφορες μορφές εθελοντικής εργασίας, από τη δωρεά βιβλίων ως την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε παιδιά.

Αυτού του είδους η «παιχνιδοποίηση» υπόσχεται ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές λύσεις στο ζήτημα της ανισότητας από αυτές που μπορούν να προσφέρουν οι κυβερνήσεις μέσω της «αξιοποίησης των υπηρεσιών του χρήστη».

Η τεχνοφοβία μοιάζει μάλλον ως η μόνη απάντηση της Αριστεράς στο ζήτημα. Για κάθε ανισότητα, μας παρουσιάζεται μια υποτιθέμενη πολιτικά ουδέτερη λύση, βασισμένη στην τεχνολογία, που υπόσχεται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των φτωχών χωρίς να θίξει σε καμία περίπτωση τα προνόμια των ισχυρών. Σε ένα τόσο αποπολιτικοποιημένο κλίμα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ριζοσπάστες έχουν καταστεί καχύποπτοι απέναντι στην τεχνολογία και βλέπουν τις κυριαρχικές κοινωνικές σχέσεις ως εγγεγραμμένες στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις.

Μια τέτοια στάση, όπως κι αν δικαιολογείται, αδικεί την παρακαταθήκη που έχει αφήσει η σοσιαλιστική θεωρία στο ζήτημα της τεχνολογίας. Από την εποχή της γέννησης του σύγχρονου εργατικού κινήματος, ο προβληματισμός γύρω από τη θέση που έχει η τεχνολογική πρόοδος στις προσπάθειες αντιμεπτώπισης του «κοινωνικού ζητήματος» υπήρξε βασικό στοιχείο για τη σοσιαλιστική θεωρία.

Αν μελετήσουμε ορισμένες θέσεις που καθόρισαν τον σοσιαλιστικό τρόπο σκέψης στο ζήτημα της τεχνολογίας, μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε, για να ξαναχτίσουμε ένα ρόλο για εκείνους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν αυτά που ο Μπρεχτ ονόμασε «τα νέα δεινά» στα χέρια των «παιχνιδοποιών» κι όσων παρεμποδίζουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Ο Μαρξ και το Ξόρκι του Μάγου

Η τεχνολογική ανάπτυξη βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης του Μαρξ γύρω από την καπιταλιστική κοινωνία και τα ζητήματα που σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές που προηγήθηκαν, ο Μαρξ υπήρξε ανυποχώρητος στο ότι ο δικός του σοσιαλισμός θα ήταν επιστημονικός, συμβατός με τις πρόσφατες κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης.

Η θέση αυτή στην πραγματικότητα υποβάθμισε σημαντικά το βαθμό στον οποίο διανοητές όπως ο Robert Owen και ο Charles Fourier υπήρξαν και αυτοί παιδιά του Διαφωτισμού, αφιερωμένοι στην ορθολογική χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, η παραπάνω θέση αποτέλεσε μια ισχυρή διακήρυξη που χάρασσε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επιστημονικό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό.

Η ενασχόληση, όμως, του Μαρξ με το ζήτημα της επιστήμης και της τεχνολογίας υπήρξε πολύ βαθύτερη από τον απλό ανταγωνισμό για την ηγεμονία εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε από πού προερχόταν ο απίστευτος τεχνολογικός δυναμισμός του καπιταλισμού. Ενώ οι αστοί οικονομολόγοι, όπως ο Adam Smith, είδαν τον καταμερισμό της εργασίας και την ανάπτυξη των αγορών ως νομοτελειακή πηγή τεχνολογικής προόδου, ο Μαρξ είδε τα ταξικά ρήγματα που βρίσκονται κάτω από αυτή τη διαδικασία.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι αναγνώρισε την παραγωγικότητα του καπιταλισμού στον τεχνολογικό τομέα ως μία από τις βασικές αρετές του. Χωρίς το πλεόνασμα που δημιούργησε ο καπιταλισμός, το δόγμα της κοινωνικής ισότητας θα σήμαινε απλά την γενίκευση των αναγκών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ επαίνεσε ακόμη πιο εκστατικά τον καπιταλισμό:

«H μπουρζουαζία, στη διάρκεια των εκατό μόλις χρόνων της κυριαρχίας της, έχει δημιουργήσει πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις από ότι είχαν όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί».

Είναι ξεκάθαρο πως ο Μαρξ δεν ήταν τεχνοφοβικός. Κι όμως λίγο παρακάτω από το συγκεκριμένο απόσπασμα ακολουθεί ένα από τα πιο διάσημα χωρία σε όλο του το έργο. Παραπέμποντας στον Goethe, παρομοιάζει το κεφάλαιο με «το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει πια τις δυνάμεις του κάτω κόσμου που αφύπνισε με τα ξόρκια του».

Όπως παρατηρεί ο S. S. Prawer στο βιβλίο του «Ο Καρλ Μαρξ και η Παγκόσμια Λογοτεχνία», η μνεία του Μαρξ περιέχει στην πραγματικότητα μια σημαντική διαφοροποίηση από το πρωτότυπο κείμενο του Goethe. Στο έργο του Goethe, είναι ο νεαρός μαθητευόμενος του μάγου που χάνει των έλεγχο των δυνάμεων, ενώ για τον Μαρξ είναι ο ίδιος ο μάγος. Δεν θα υπάρξει κάποιος υπεύθυνος ενήλικος που θα έρθει ως από μηχανής θεός να συμμαζέψει το χάος που θα έχει προκαλέσει το κεφάλαιο. Για τον Μαρξ, η παραγωγικότητα και η αναρχία του καπιταλισμού συνδέονταν στην ίδια του την ουσία.

Η κριτική για την καταστροφικότητα του κεφαλαίου που ασκεί ο Μαρξ στο Μανιφέστο συμβαδίζει με την αντίληψή του για τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ως ένας καλός ριζοσπαστικός διανοητής του Διαφωτισμού, έστρεψε τις αξίες του ορθολογισμού ενάντια στο σύστημα που ισχυριζόταν ότι τις ενσάρκωνε. Ενώ ιδεολόγοι από τον Smith ως τον Bentham ισχυρίζονταν ότι ο καπιταλισμός ενσάρκωνε τον ορθολογισμό καθώς άφηνε ελεύθερες τις ανθρώπινες δυνάμεις να καινοτομήσουν, ο Μαρξ είδε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί απέκρυπταν έναν δομικό παραλογισμό που βρίσκεται στην καρδιά του συστήματος.

Στον καπιταλισμό, παρατηρούμε κρίσεις «οι οποίες, σε παλαιότερες εποχές, θα έμοιαζαν με παραλογισμό – την επιδημία την υπερ-παραγωγής». Το σύστημα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερα επίπεδα παραγωγικότητας από την ανθρώπινη εργασία, ενώ ταυτόχρονα θέτει αυτήν την παραγωγικότητα πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Ο Μαρξ, για τον οποίο το υπέρτατο αγαθό ήταν η συνειδητή εξουσία του καθενός πάνω στην μοίρα του, έβλεπε στην αντίθεση αυτή το κλειδί για την καταστροφή του καπιταλισμού.

Παρά το ότι επικεντρωνόταν στους συστημικούς παραλογισμούς του κεφαλαίου, ο Μαρξ υπήρξε προσεκτικός και στο ζήτημα της ταξικής φύσης των τεχνολογικών του ανισοτήτων. Υπό τον καπιταλισμό, ο εργάτης είναι «κάθε μέρα και ώρα υποδουλωμένος από τη μηχανή,» για την οποία μετατρέπεται σε ένα «απλό εξάρτημα», αναλώσιμο και αντικείμενο εκμετάλλευσης. Τον ταξικό χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης θα μελετούσε πιο προσεκτικά ο Μαρξ στα έργα του Grundrisse και Κεφάλαιο, όπου διερεύνησε πιο διεξοδικά τις επιπτώσεις του εκμηχανισμού της παραγωγής και τους ταξικούς αγώνες που αυτός προκάλεσε.

Η θεωρητική παρακαταθήκη που άφησε ο Μαρξ στο ζήτημα της τεχνολογίας είναι, λοιπόν, σύνθετη και αποτελείται από δύο ζεύγη αντιθέσεων. Πρώτον, εξαιτίας του τεχνολογικού δυναμισμού του, έβλεπε στο κεφάλαιο τόσο την καταδίκη όσο και την σωτηρία της ανθρωπότητας. Αρνούμενος είτε την απλή αποδοχή είτε την απόρριψη του χαρακτήρα της τεχνολογικής προόδου στον καπιταλισμό, ο Μαρξ προτίμησε να την αναλύσει, αναγνωρίζοντας τις κινητήριες δυνάμεις της και τον ρόλο που δύναται να παίξει στην διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Δεύτερον, ο Μαρξ επέστησε την προσοχή του τόσο σε μορφές παραλογισμού που απελευθερώνει η παραγωγικότητα του καπιταλισμού σε γενικό – κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε μορφές κυριαρχίας που εμφανίζονται σε συγκεκριμένο – ταξικό επίπεδο, όπως η επίπτωση του εκμηχανισμού στους εργάτες.

Ως εκ τούτου, ο Μαρξ χάραξε ένα νέο δρόμο σκέψης στις συζητήσεις για το ζήτημα της τεχνολογίας, που θα επιζούσε πάνω από έναν αιώνα μετά το θάνατό του. Η γενιά των σοσιαλιστών που ακολούθησε τον Μαρξ απέτυχε, σε γενικές γραμμές, να διατηρήσει αυτό το δρόμο σκέψης και υπέπεσε είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά των αντιθέσεων, την υπέρβαση των οποίων αυτός αναζητούσε.

Οι σοσιαλιστές στην Εποχή του Τέυλορ

Οι σοσιαλιστές που ήρθαν αντιμέτωποι με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επακόλουθη φρίκη γνώρισαν έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που άφησε ο Μαρξ το 1883. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, η επιστήμη είχε προχωρήσει με τρομακτική ταχύτητα, όπως καταμαρτυρεί η χρήση του αερίου μουστάρδας και του πολυβόλου. Επιπροσθέτως, ο ταξικός χαρακτήρας αυτής της αλλαγής είχε γίνει όλο και πιο προφανής, καθώς ο Τεϋλορισμός και η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας προσπαθούσαν να υποβάλλουν τους εργάτες στο εργοστάσιο στις ίδιες αρχές λειτουργίας που είχαν και οι μηχανές του εργοστασίου.

Η εμφάνιση των νέων ειδών επιστημονικής γνώσης υπήρξε αφορμή για μια σημαντική διαμάχη εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι θέσεις κυμαίνονταν από την απόλυτη απόρριψη ως την πιο εκστατική αποδοχή των νέων τεχνολογιών της αποδοτικότητας. Κατά μήκος αυτού του φάσματος απόψεων, οι σοσιαλιστές απέτυχαν να διατηρήσουν τα θεωρητικά και πολιτικά επιτεύγματα του Μαρξ, οπισθοχωρώντας σε μια ορισμένη μονομέρεια που τους καθιστούσε ανίκανους να αντιμετωπίσουν βασικές πλευρές της συγκυρίας.

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (International Workers of the World – IWW) αποτέλεσαν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρορμητικής απόρριψης της τεχνολογίας στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι IWW, που είναι περίφημοι στην Αριστερά για τον ακτιβισμό τους, απέκτησαν μια ορισμένη κακοφημία ως υπέρμαχοι του σαμποτάζ. Είναι διάσημη η δήλωση του “Big” Bill Haywood στο Cooper Union ότι: «Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο που να μπορεί να φέρει τόση ευχαρίστηση σε εσάς και τόση οργή στο αφεντικό, όσο μια μικρή δολιοφθορά στο σωστό μέρος και στο σωστό χρόνο. Ανακαλύψτε τι σημαίνει αυτό. Δεν πρόκειται να σας βλάψει και θα σακατέψει το αφεντικό».

Εξαιτίας των παραπάνω, ο Haywood και άλλοι αριστεροί απομακρύνθηκαν από το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Socialist Party of America – SPA) και έπρεπε να οργανώσουν τους IWW χωρίς την υποστήριξη μιας μεγαλύτερης οργάνωσης. Οι IWW κάθε άλλο παρά αναθεώρησαν· αντιθέτως διεύρυναν την υποστήριξή τους στις πρακτικές δολιοφθοράς, ανάγοντάς την σε γενική αρχή που περιελάμβανε πολλά περισσότερα από την καταστροφή των μηχανών.

Κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα δριμείας απεργίας του 1912 στο Patterson, την οποία καθοδηγούσαν οι IWW, σημειώθηκαν καταστροφές βιομηχανικής περιουσίας αξίας μόλις 25$. Για τους IWW το σαμποτάζ είχε κυρίως την έννοια της συνειδητής υπαναχώρησης από την αποδοτικότητα, με οποιοδήποτε μέσο. Σαμποτάζ αποτελούσε η απλή αξίωση να έχουν οι ίδιοι οι εργάτες την εξουσία να καθορίζουν το ρυθμό και το επίπεδο της προσπάθειας που θα κατέβαλλαν κατά την εργασία τους.

Εντός του πλαισίου του Τεϋλορισμού και της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, τα παραπάνω δεν ήταν παρά η κήρυξη του πολέμου ενάντια στους εργοδότες, πράγμα που οι IWW γνώριζαν καλά. Μεγάλο μέρος του αγώνα τους στράφηκε συνειδητά ενάντια στους «επιτηρητές της αποδοτικότητας», που αφαιρούσαν ενεργά ακόμη και τα ελάχιστα περιθώρια ελέγχου που είχαν οι εργάτες στο χώρο της εργασίας τους. Οι IWW αναγνώριζαν ότι η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, που περιελάμβανε τα πάντα, από τις μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων ως την εισαγωγή της γραμμής παραγωγής, αντιπροσώπευε την καταστροφή της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου μάχονταν εναντίον της με τα αντίστοιχα μέσα.

Ο William English Walling, που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ήταν υποστηρικτής των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, υποστήριζε ότι «κατ’ αντιστοιχία, όσο περισσότερο οι επιστημονικές μέθοδοι αύξησης της αποδοτικότητας εφαρμόζονται στην βιομηχανία, ένα από τα καλύτερα και πιο φυσικά όπλα του εργάτη είναι η επιστημονική ανάπτυξη μεθόδων παρεμβολής στην αποδοτικότητα». Για τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, ο στόχος ήταν να μπλοκάρουν με τα εργαλεία τους τα γρανάζια της προόδου, ακόμη και στην κυριολεξία αν χρειαζόταν.

Ο αγώνας των IWW ενάντια στην επικράτηση του τεϋλορικού μοντέλου ήταν, φυσικά, εντελώς δικαιολογημένος. Ωστόσο, εξαιτίας της ακλόνητης άρνησής τους απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο, υπονόμευσαν στοιχεία αυτού του αγώνα. Στο ζήτημα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, οι IWW φαίνονταν περισσότερο απασχολημένοι με την καταστροφή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων παρά με την οικοδόμηση μιας νέας.

Ο ακραίος αριστερισμός τους, που εκδηλωνόταν πολλές φορές με μια αδιαφορία για τη σύναψη συμβάσεων με τους εργοδότες, τους καθιστούσε παντελώς ανίκανους να κάνουν τακτικές υποχωρήσεις όταν κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο. Η παραπάνω ικανότητα αποτελεί πάντα σημαντικό ελιγμό για τους εργάτες που σε γενικές γραμμές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το κεφάλαιο, αλλά είναι ειδικότερα καίριας σημασίας στον αγώνα για την υπαναχώρηση από την αποδοτικότητα.

Γιατί στην τελική, αν οι εργάτες είναι υπερβολικά επιτυχημένοι σε μια τέτοια υπαναχώρηση, οι εργοδότες τους θα οδηγηθούν εκτός αγοράς από εταιρίες που επιβάλλονται πιο αποτελεσματικά στους εργάτες τους. Σε τέτοιες καταστάσεις, η δυνατότητα να διαπραγματεύεται κανείς μια προσωρινή οπισθοχώρηση που να διατηρεί έναν καλύτερο ταξικό συσχετισμό είναι καίριας σημασίας, και η άγνοια των IWW για την σοσιαλιστική παρακαταθήκη στο ζήτημα των προ-τεχνολογικών ενστίκτων, δεν τους επέτρεψε να λειτουργήσουν έτσι. Στο ζήτημα αυτό, αλλά και στις προσπάθειες των IWW γενικότερα, απεδείχθη ότι μια απλή απόρριψη των απαιτήσεων του κεφαλαίου δεν είναι ικανή να τις υπερνικήσει.

Στη Σοβιετική Ρωσία…

Η Σοβιετική Ένωση στις απαρχές της γνώρισε μια πολύ πιο ζωντανή αντιπαράθεση σχετικά με τις αρχές της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Πριν την επανάσταση, ο Βλαντιμίρ Λένιν είχε εκφράσει μια αμφιταλαντευόμενη στάση απέναντι στον Τεϋλορισμό. Στο άρθρο του «Το τεϋλορικό σύστημα – Η υποδούλωση του ανθρώπου από τη μηχανή» του 1914, είχε αφενός καταφερθεί ενάντια στη βαρβαρότητα του συστήματος και είχε παρουσιάσει τους προβληματισμούς του σχετικά με τις εμπλοκές που θα μπορούσε να προκαλέσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Ο Λένιν ήταν ξεκάθαρος στο ζήτημα του ταξικού περιεχομένου του Τεϋλορισμού. Σε ένα παλαιότερο άρθρο του για το ζήτημα, είχε δηλώσει ότι «τα επιτεύγματα στη σφαίρα της τεχνολογίας και της επιστήμης στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι παρά επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών». Στο άρθρο «Το τεϋλορικό σύστημα», σημείωνε πως η αύξηση της αποδοτικότητας που επέφερε η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν ωφέλησε ποτέ τους εργάτες, αλλά τους έφερε μόνο υπερεργασία και ανεργία.

Το στοιχείο, όμως, του Τεϋλορισμού που κέντριζε το ενδιαφέρον του Λένιν ήταν τόσο η παραγωγικότητα που υποσχόταν όσο και η σπατάλη που δημιουργούσε. Παρατηρούσε με απογοήτευση ότι «αυτός ο ορθολογικός και αποδοτικός καταμερισμός της εργασίας περιορίζεται στο κάθε εργοστάσιο ξεχωριστά», ενώ η οικονομία ως σύνολο κυβερνιέται ακόμη από την αναρχία της αγοράς.

Ο Λένιν ανυπομονούσε για τη μέρα που εργάτες θα είχαν τον έλεγχο της οικονομίας και πίστευε ακράδαντα ότι θα «μπορούσαν να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές του ορθολογικού καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, όταν η τελευταία απελευθερωθεί από τη σκλαβιά του κεφαλαίου». Για τον Λένιν, ο Τεϋλορισμός ήταν βάρβαρος στην υφιστάμενη εκδοχή του, όμως θα μπορούσε εύκολα να επανανοηματοδοτηθεί από τους εργάτες σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν στην πράξη αυτές τις ιδέες. Σε μια χώρα κακοποιημένη πρώτα από τους ιμπεριαλιστικούς κι έπειτα από τους εμφυλίους πολέμους, το ζήτημα της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν πολύ πιο επείγον από ότι εμφανιζόταν στις προπολεμικές αναζητήσεις του Λένιν. Στον Τεϋλορισμό, ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες είδαν μια πιθανή λύση στο πρόβλημα της ανεπάρκειας αγαθών. Προσέλαβαν ειδικούς σε ζητήματα παραγωγικότητας από τις ΗΠΑ και εργάστηκαν για τον μετασχηματισμό του σοβιετικού εργατικού δυναμικού.

Η συζήτηση για τον Τεϋλορισμό εντός του κόμματος των Μπολσεβίκων σύντομα μετατράπηκε σε αντιπαράθεση μεταξύ δύο βασικών πτερύγων. Η πρώτη, που σχηματίστηκε γύρω από τον Alexei Gastev, έδειξε ενθουσιασμό για τις ενδεχόμενες μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων των Ρώσων εργατών και ξεκίνησε να οργανώνει εργαστήρια για την διεξαγωγή τέτοιων ερευνών. Μια δεύτερη ομάδα, που ήταν επίσης αφοσιωμένη στο ζήτημα της αποδοτικότητας στην παραγωγή, αλλά δεν ξετρελαινόταν με τις επιστημονικές αξιώσεις του Τεϋλορισμού, θα διαμόρφωνε τελικά μία οργάνωση που αυτοαποκαλούνταν Liga Vremya – η Λίγκα του Χρόνου. Αυτές οι δύο ομάδες θα αντιμάχονταν καθ’ όλη την πρώιμη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Gastev υποστήριζε ότι κάποιες μέθοδοι της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας είχαν πολλά να προσφέρουν στους Ρώσους εργάτες. Πέρα από το ότι οδηγούσαν σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η αναδιάρθρωση του εργοστασίου με επιστημονικά κριτήρια λειτουργούσε αντικειμενικά για το συμφέρον των εργατών. Αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα σε ένα χαοτικό κι σ’ ένα αποδοτικά οργανωμένο εργοστάσιο, ο Gastev δεν είχε καμία αμφιβολία για το πιο από τα δύο μοντέλα θα διάλεγαν οι εργάτες. Η εκστρατεία προπαγάνδας και καλλιέργειας του πάθους για τον Σοβιετικό Τεϋλορισμό θα μπορούσε να διεξαχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη μέθοδο των επιδείξεων.

Οι αντίπαλοι του Gastev, από την άλλη πλευρά, έδειχναν μεγαλύτερο σκεπτικισμό σχετικά με το τι θα μπορούσε να προσφέρει ο Τεϋλορισμός στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αντίθεση με τον ανασχηματισμό των ενεργειών των εργατών γύρω από πιο αποδοτικά οργανωμένες γραμμές παραγωγής, έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην αυτοματοποίηση των ανεπιθύμητων θέσεων εργασίας. Η Λίγκα του Χρόνου απέρριπτε τον Τεϋλορισμό, καθώς τον έβλεπε ως δέσμευση στενά στην αποδοτικότητα. Αντί να αναδιοργανώσει απλώς τον χώρο εργασίας, ήθελαν να ηγηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα σε έναν αγώνα για την αναδιοργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας κατά τρόπο πιο αποδοτικό.

Οι προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση περιελάμβαναν την αντικατάσταση αόριστων εκφράσεων όπως το «ίσως» ή το «με κάποιο τρόπο» από έναν «ακριβή υπολογισμό» ή ένα «διεξοδικά μελετημένο σχέδιο» και την λήψη μέτρων για τη σταδιακή μείωση της διάρκειας των ομιλιών στις διασκέψεις. Η Λίγκα του Χρόνου προσπαθούσε να μεταδώσει το πάθος για την αποδοτικότητα στη ρωσική εργατική τάξη χρησιμοποιώντας μέσα διαφώτισης και προπαγάνδας. Αντιμετώπιζαν το εργαστήριο του Gastev ως το οχυρό της «χρονομετρικής βαρβαρότητας».

Εντέλει, ο Τεϋλορισμός δεν εφαρμόστηκε στην επαναστατική Ρωσία με κάποιον συστηματικό τρόπο, αν και αυτό ήταν περισσότερο αποτέλεσμα του χάους και των στερήσεων που επικρατούσαν στην μετεπαναστατική κοινωνία παρά της οργανωμένης αντίθεσης σε αυτόν. Μεταγενέστερα, στην ΕΣΣΔ υπό την ηγεσία του Στάλιν, οι αξιωματούχοι του Σοβιετικού κράτους κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι προσπάθειες αυτές δεν στηρίζονταν τόσο στην αναδιάρθρωση της παραγωγής με πρότυπο τον Τεϋλορισμό αλλά περισσότερο στην προτροπή των εργατών με βάση ηθικά κίνητρα. Το Σταχανοφικό κίνημα, που προσπαθούσε να πείσει τους εργάτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα ενός ανθρακωρύχου που είχε πετύχει νέα ρεκόρ παραγωγικότητας, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της τάσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση γύρω από τον Τεϋλορισμό κατά την πρώιμη περίοδο του Σοβιετικού κράτους καταδεικνύει την κυριαρχία των προβληματισμών για το ζήτημα της παραγωγικότητας στις συζητήσεις των σοβιετικών περί επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Η απελπισία που επικρατούσε και το εύθραυστο της σοβιετικής κοινωνίας συνέβαλαν αναμφίβολα στην ανάπτυξη του παραπάνω προβληματισμού, αλλά όπως μαρτυρούν και τα προπολεμικά κείμενα του Λένιν, το έντονο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες που είχε ο Τεϋλορισμός διαπερνούσε σε βάθος τη σκέψη των Μπολσεβίκων.

Παρά το γεγονός ότι μελέτησαν τόσο τους συστημικούς παραλογισμούς του καπιταλισμού όσο και την αναγκαιότητα της τεχνολογικής προόδου για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, οι Σοβιετικοί θεωρητικοί αγνόησαν σχετικά τον ταξικό χαρακτήρα του Τεϋλορισμού.

Το φορντιστικό «ειδύλλιο» του Γκράμσι

Η πιο ενθουσιώδης από πλευράς σοσιαλιστών υποστήριξη του Τεϋλορισμού κατά την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν προήλθε, παρόλα αυτά, από την ηγεσία του νέου Σοβιετικού κράτους, αλλά από ένα κελί φυλακής. Ο Αντόνιο Γκράμσι, γράφοντας μέσα από μια φασιστική φυλακή, υπήρξε ενθουσιώδης σχετικά με τις προοπτικές που γεννούσε για την υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού το μοντέλο που ονόμαζε Φορντισμό.

Προβληματιζόμενος, όπως πάντα, για τη σχετική καθυστέρηση της Ιταλίας, ο Γκράμσι έβλεπε το Φορντισμό ως απειλή για τα οπισθοδρομικά και παρασιτικά στρώματα της ιταλικής κοινωνίας. Ο Φορντισμός αντιπροσώπευε τις πιο εκσυγχρονιστικές τάσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Πράγματι, ο Γκράμσι θεωρούσε το Φορντισμό τόσο μεγάλο επίτευγμα, ώστε δεν ήταν σίγουρος αν το μοντέλο αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί πλήρως υπό το καπιταλιστικό καθεστώς· πιθανώς μόνο ο σοσιαλισμός να μπορούσε να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του.

Ο Γκράμσι πίστευε ότι ο Φορντισμός καθιστούσε αναγκαίο το μετασχηματισμό της εργατικής τάξης, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες μεθόδους βιομηχανικής παραγωγής. Υποστήριζε ότι η σύγχρονη βιομηχανία απαιτούσε «μιαν αυστηρή πειθάρχηση των σεξουαλικών ενστίκτων (στο επίπεδο του νευρικού συστήματος) και μαζί με αυτή την ενίσχυση του θεσμού της «οικογένειας»… και τη ρύθμιση και σταθερότητα των σεξουαλικών σχέσεων».

Πιο συγκεκριμένα, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι αυτού του είδους η καταπίεση των σεξουαλικών ενστίκτων – την οποία χαρακτήριζε αλλού πάλη «ενάντια στο ζωώδες στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης» – ήταν θετική. Η εργατική τάξη απειλούνταν και απωθούνταν από την «ελευθεριότητα» των μεσοστρωμάτων, που ήταν ανίκανα να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας.

Η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ αποτελούσε μία πτυχή της κατασκευής του νέου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, και ο Γκράμσι πίστευε, όσο κι αν φαντάζει απίθανο, ότι η αμερικανική εργατική τάξη υποστήριζε την ποτοαπαγόρευση, αλλά αυτή υπονομευόταν από τους μεσοαστούς λαθρεμπόρους.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Γκράμσι δεν ασκούσε κριτική στο Φορντισμό. Η κριτική του, όμως, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εφαρμογή του συστήματος αυτού στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας. Στον καπιταλισμό, η κατασκευή του ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, που προέκυπτε ως ανάγκη εξαιτίας των σύγχρονων τεχνικών παραγωγής, μπορούσε να επιτύχει μόνο μερικώς, καθώς θα επιβάλλονταν πάντοτε εξαναγκαστικά και από τα πάνω στους εργάτες. Ο Γκράμσι υποστήριξε ότι ο Φορντισμός μπορούσε να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά μόνο όταν η εργατική τάξη καταλάμβανε την εξουσία και προσαρμοζόταν συνειδητά στις απαιτήσεις του μοντέλου αυτού.

Στη σκέψη του Γκράμσι, οι προβληματισμοί σχετικά με την παραγωγικότητα κατέληξαν να κυριαρχούν επί των αντιλήψεων περί κοινωνικής αλλαγής. Αντί η τεχνολογία να καθιστά το σοσιαλισμό δυνατό, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας μετατράπηκε σε απλό μέσο για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων. Φυσικά, στοιχεία της παραπάνω αντίληψης υπήρχαν πάντοτε και στον Μαρξ. Στα εγκώμια, όμως, που πλέκει ο Γκράμσι για τον άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής και την σεξουαλική πειθαρχία, η αντίληψη αυτή αναδεικνύεται ως κεντρικό στοιχείο της σοσιαλιστικής προοπτικής.

O Γκράμσι και άλλοι σοσιαλιστές κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, αποδείχθηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν την λεπτότητα της σκέψης του Μαρξ απέναντι στον τεχνολογικό δυναμισμό του κεφαλαίου. Δεν θα πρέπει να τους κρίνουμε πολύ αυστηρά γι’ αυτό. Από τις προκλήσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το κελί μιας φασιστικής φυλακής, οι επαναστάτες αυτοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννά η επιστήμη και η τεχνολογία κατά τρόπο πολύ πιο αιχμηρό από ότι ο Μαρξ. Θα πρέπει, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι δεν ανταπεξήλθαν στις απαιτήσεις, προκειμένου να βελτιωθούμε στο μέλλον.

Η Νέα Αριστερά και οι Μηχανές

Η Νέα Αριστερά των δεκαετιών ‘60- ‘70, παρά το γεγονός ότι δεν ηγήθηκε ποτέ αγώνων τόσο μεγάλων όσο ο Λένιν και ο Γκράμσι, έκανε καλύτερη δουλειά όσον αφορά τη διατήρηση της περίπλοκης ανάλυσης του Μαρξ σχετικά με το δυναμικό ρόλο της τεχνολογίας στον καπιταλισμό. Υπάρχουν δύο θεωρητικές συνεισφορές που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για όσους ριζοσπαστικούς προβληματίζονται γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας στο σήμερα: το έργο του Harry Braverman «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός» και η διαφωτιστική δουλειά του Βρετανού σοσιαλιστή ChrisHarman γύρω από το ζήτημα της ψηφιοποίησης.

OBraverman ήταν ένας Αμερικανός τροτσκιστής, ο οποίος, μετά από μια μακρά θητεία ως σιδηρουργός, κατέληξε διευθυντής του MonthlyReviewPress, του τμήματος δηλαδή έκδοσης βιβλίων του ομώνυμου, αξιοσέβαστου σοσιαλιστικού περιοδικού. Όσο βρισκόταν σε αυτή τη θέση, έγραψε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός», το οποίο αντλούσε στοιχεία τόσο από την προσωπική του εμπειρία στον εργασιακό χώρο όσο και από μια εκτενή μελέτη της θεωρίας για την διοίκηση επιχειρήσεων, από τον Frederick Winslow Taylor ως τον Peter F. Drucker.

Ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός βρισκόταν στην καρδιά της σύγχρονης πρακτικής διαχείρισης της εργασίας. Για αυτόν, όμως, η έννοια του Τεϋλορισμού ήταν εντελώς διαφορετική από αυτό που αντιλαμβάνονταν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τόσο στη λαϊκή συνείδηση όσο και στη συνείδηση της Αριστεράς, το στοιχείο που ξεχώριζε στον Τεϋλορισμό ήταν η εμμονή του με τις βέλτιστες πρακτικές και την αποδοτικότητα. Το χρονόμετρο αποτελεί το σύμβολο αυτής της εκδοχής του Τεϋλορισμού: μια τακτική για το μετασχηματισμό της εργασίας, προκειμένου να καταστεί αυτή πιο αποδοτική.

O Braverman υποστήριξε πως η παραπάνω οπτική αγνοούσε παντελώς το ταξικό φορτίο του Τεϋλορισμού, το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση του όλου εγχειρήματος. Ο Τεϋλορισμός, όπως υποστήριξε, δεν ήταν απλά μια αφηρημένη πρακτική για την βελτίωση της αποδοτικότητας της εργασίας, αλλά μία πρακτική διαχείρισης της μισθωτής εργασίας σε μία καπιταλιστική κοινωνία.

Ερευνώντας διεξοδικά το εκτενές έργο του Taylor, ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:

Πρώτον, στην αποσύνδεση της εργασίας από τις ικανότητες των εργατών. Αυτό σήμαινε τον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας, ώστε να μην στηρίζεται στα ταλέντα που έφερνε μαζί του κάθε εργάτης. Μεγάλο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στηριζόταν στους εξειδικευμένους εργάτες, η γνώση των οποίων για την παραγωγική διαδικασία συχνά ξεπερνούσε αυτήν των εργοδοτών τους· Ο Taylor αντελήφθη ότι κάτι τέτοιο έφερνε τους εργάτες σε εξαιρετικά πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον εργοδότη τους, στην μεταξύ τους πάλη για τον ρυθμό της εργασίας.

Οι καπιταλιστές όχι μόνο ήταν ανίκανοι να εφαρμόσουν τεχνικές που αγνοούσαν, αλλά δεν είχαν καν τη δυνατότητα να εκφέρουν κρίση όταν οι εργάτες τους έλεγαν ότι η παραγωγική διαδικασία δεν μπορούσε να κινηθεί ταχύτερα. Η εργασία έπρεπε να ανασχεδιαστεί έτσι ώστε οι εργοδότες να μην βασίζονται στους υπαλλήλους τους για τη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας.

Η κατάσταση αυτή έπρεπε να αναστραφεί. Ο Braverman ονόμασε τη δεύτερη αυτή αρχή «διαχωρισμό της σύλληψης από την εκτέλεση». Στο παρελθόν, οι ίδιοι οι εργάτες σχεδίαζαν μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, αποφασίζοντας για το πότε και πόσο γρήγορα θα περατώσουν τα διάφορα καθήκοντα.

Ο Taylor υποστήριξε πως και το στοιχείο αυτό αποδυνάμωνε τη θέση των εργοδοτών σε σχέση με τους εργαζόμενούς τους. Η παραγωγική διαδικασία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξορθολογιστεί όσο οι εργάτες είχαν τον έλεγχο του σχεδιασμού της. Οι εργάτες δεν θα αντικαθιστούσαν ποτέ μία διαδικασία που εκτελείται από οκτώ εργάτες με μία που εκτελείται από επτά. Αυτού του είδους οι αλλαγές είναι, φυσικά, αυτές που επιδιώκει πάντοτε η διαχείριση της παραγωγικής διαδικασίας. Προκειμένου να τις επιτύχει, η σύλληψη της ιδέας θα έπρεπε να διαχωριστεί από την εκτέλεσή της εντός της επιχείρησης.

Ο διαχωρισμός αυτός έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η τελική αρχή της επιστημονικής διαχείρισης της παραγωγής: η εκ μέρους της διοίκησης της επιχείρησης χρήση του μονοπωλίου της γνώσης και του ελέγχου που έχει πάνω στην παραγωγή, ώστε να ανασχεδιάσει κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που η διοίκηση είχε διαχωρίσει την παραγωγή από τις ικανότητες των εργατών και την σύλληψη από την εκτέλεση, θα μπορούσε να ελέγχει κάθε στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας, να το φτάσει στα άκρα και να δει σε ποια σημεία θα μπορούσαν να πιεστούν περισσότερο οι εργάτες.

Η αυτοματοποίηση της εργασίας που αναπόφευκτα επέφερε η παραπάνω διαδικασία αποτέλεσε θείο δώρο για τους εργοδότες στο πλαίσιο της ευρύτερης ταξικής πάλης, καθώς διευκόλυνε απίστευτα τη χρήση απεργοσπαστών. Ήταν πολύ ευκολότερο να βρει κανείς απεργοσπάστες ικανούς να πατούν κουμπιά σε μια γραμμή παραγωγής παρά να βρει εργάτες με την υψηλή εξειδίκευση του ύστερου 19ου αιώνα.

Με τη διατύπωση των τριών αυτών γενικών αρχών, ο Braverman αποκατέστησε την έμφαση που έδινε ο Μαρξ στις ταξικές επιπτώσεις που έχει η τεχνολογία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η επιστημονική διεύθυνση της παραγωγής δεν αποτελούσε ταξικά ουδέτερη τεχνική αύξησης της αποδοτικότητας, αλλά σχέδιο για τον έλεγχο των εργατών στο πλαίσιο της πάλης τους ενάντια στο κεφάλαιο. Η αποτυχία κατανόησης της θέσης αυτής είναι εμφανής στα έργα του Λένιν και του Γκράμσι για τον Τεϋλορισμό και το Φορντισμό, πράγμα που οδηγεί με σχετική ακρίβεια στα μονομερή συμπεράσματα που έβγαλαν σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής τεϋλορικών τεχνικών στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία.

O Braverman έχει δεχτεί πολλές φορές την άδικη επίκριση ότι αγνοεί τη συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων στη θεώρησή του. Η παραπάνω κριτική παρανοεί τη θέση του, η οποία λαμβάνει ως δεδομένη την αντίσταση των εργατών στις πιέσεις του κεφαλαίου και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο προσπαθεί να υπερνικήσει την αντίσταση αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, αληθεύει ότι άφησε εκτός βιβλίου τους προβληματισμούς που σχετίζονταν περισσότερο με την πάλη των εργατών.

Οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την ίδια περίπου περίοδο που εκδόθηκε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός». Το 1979, η βρετανική εργατική τάξη βρισκόταν ξεκάθαρα στην έναρξη μιας περιόδου ήττας. Το αγωνιστικό κύμα που είχε κορυφωθεί το 1974, με την πτώση της κυβέρνησης των Συντηρητικών, είχε υποχωρήσει ταχέως και η Margaret Thatcher ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την επίθεσή της στην εργατική τάξη.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργοδότες, αναλογιζόμενοι τα χρόνια των εργατικών αγώνων από τους οποίους είχαν μόλις γλυτώσει, στράφηκαν στον εκμηχανισμό και την ψηφιοποίηση. Ένας τρόπος αντιμετώπισης της αστάθειας του μισθολογικού κόστους ήταν να επενδύσουν στις μηχανές αντί για τους εργάτες. Τα παραπάνω συνέπεσαν χρονικά με την ανάπτυξη ψηφιακής τεχνολογίας κατάλληλης να χρησιμοποιηθεί επικερδώς σε περιβάλλον γραφείου. Ως εκ τούτου, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον εκτοπισμό διαφόρων υπαλλήλων γραφείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν την περίοδο εκείνη μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Αυτό ήταν το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου ο αείμνηστος Βρετανός σοσιαλιστής Chris Harman έγραψε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο: «Κινδυνεύει η δουλειά σου από μια μηχανή;». Ο Harman αποτελούσε ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Εργατών (Socialist Workers Party), το οποίο είχε την εποχή εκείνη ως βάση του την εργατική τάξη, ως αποτέλεσμα της δουλειάς που είχε κάνει στο κίνημα των συνδικαλιζόμενων στον κλάδου του εμπορίου.

Για τους σοσιαλιστές στις ΗΠΑ σήμερα, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις θεωρούνται εξ ορισμού αποκομμένες από την εργατική τάξη, όμως στην Βρετανία της δεκαετίας του ’70, τα προγράμματα των σοσιαλιστικών οργανώσεων δοκιμάζονταν στην πράξη από επιτελεία και υποστηρικτές σε εργατικούς χώρους σε ολόκληρη τη χώρα. Το βιβλιαράκι του Harman προσπαθούσε να παρέχει μια στρατηγική κατεύθυνση σε αγωνιστές της εργατικής τάξης που προσαρμόζονταν σε μια περίοδο οπισθοχώρησης.

Για τους σκοπούς του άρθρου, το πιο σημαντικό τμήμα του φυλλαδίου είναι το «Για ποιο πράγμα να παλέψουμε». Για τον Harman, το βασικό ζητούμενο ήταν η διατήρηση του εργατικού ελέγχου εντός του εργασιακού χώρου. Όπως το έθετε ο ίδιος: «Αυτό που αμφισβητούμε δεν είναι η τεχνολογία, αλλά ο έλεγχος της τεχνολογίας από διοικήσεις αφοσιωμένες στην επίτευξη κέρδους».

Η στρατηγική που σκιαγραφούσε ήταν πιο εκλεπτυσμένη συγκριτικά με εκείνη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Αντί να αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής περαιτέρω μηχανικών μέσων στον χώρο εργασίας, παρότρυνε τους εργάτες να θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις στις προσπάθειες της διοίκησης για εξορθολογισμό, κάθε μία από τις οποίες στόχευε στην διατήρηση της ισχύος της εργατικής τάξης. Σε αυτές περιλαμβάνονταν αιτήματα όπως:

  • Καμία χρήση τεχνολογικών μέσων αξιολόγησης της ταχύτητας ή της ακρίβειας κάθε επιμέρους εργαζομένου
  • Συμμετοχή στη διαπραγμάτευση όλων των εργαζομένων που πρόκειται να επηρεαστούν από την τεχνολογική αλλαγή, άμεσα ή έμμεσα
  • Όχι στην θυματοποίηση των εργατών που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες
  • Καμιά επιτάχυνση του ρυθμού εργασίας μέσω της μείωσης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή παραίτησης
  • Γραπτές δεσμεύσεις από πλευράς διοίκησης για μη εισαγωγή νέων τεχνολογιών χωρίς προηγούμενη συμφωνία των μελών του σωματείου

Όλα αυτά χάρασσαν μια στρατηγική για τους εργάτες που ήταν δεκτική της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας, αλλά και αφοσιωμένη στο να διοχετεύσει την αλλαγή αυτή σε κατευθύνσεις που δεν θα έβλαπταν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης εντός των εγκαταστάσεων παραγωγής.

O Harman επιθυμούσε, πιο συγκεκριμένα, να προτείνει μια στρατηγική διαφοροποιημένη από εκείνη που ανέπτυσσαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες ζητούσαν απλώς εγγυήσεις ενάντια στις απολύσεις. Η στρατηγική αυτή, όμως, επέτρεπε μια πιο σταδιακή αποδυνάμωση των σωματείων.

Κάθε επιχείρηση υφίσταται σε κάποιο βαθμό εναλλαγή του εργατικού δυναμικού της σε έναν ορισμένο χρόνο και, με το να μην αντικαθιστούν τους υπαλλήλους που αποχωρούσαν εθελουσίως, οι εργοδότες μπορούσαν να επιβάλλουν μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στου εναπομείναντες, χωρίς καν να χρειαστεί να προβούν σε απολύσεις. Τα σχέδια των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη διατήρηση σταθερών των επιπέδων απασχόλησης και των αμοιβών, χωρίς να αμφισβητούν πλέον την διαχειριστική εξουσία των εργοδοτών, επέτρεπαν στους εργοδότες να επιτυγχάνουν τους στόχους τους περισσότερο μέσα από σταδιακές αλλαγές παρά μέσα από δραστικές αναδιαρθρώσεις.

Για τον Harman, ο ιδανικός στόχος της κινητοποίησης κάθε σωματείου γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας δεν αφορούσε απλώς την επίτευξη μίας συμφωνίας γύρω από τα επικείμενα, αλλά την κατάληψη ισχυρότερων θέσεων μάχης εκ μέρους των εργατών για τον επόμενο γύρο αντιπαραθέσεων. Όπως και στην ανάλυση του Braverman, η οπτική αυτή υποδείκνυε μία κατανόηση των κινήτρων που οδηγούν το κεφάλαιο στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών βαθύτερη από αυτήν που μαρτυρεί το έργο του Λένιν ή του Γκράμσι.

Ταυτόχρονα, η επικέντρωσή του στην επίτευξη συμφωνιών με την διοίκηση, που θα επέτρεπαν στον εξορθολογισμό να προχωρήσει, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης της ισχύος της εργατικής τάξης, προσφέρει πολλά περισσότερα σε στρατηγικό επίπεδο από ότι μια καθολική απόρριψη της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας.

Βγάζοντας το Κεφάλαιο από την πρίζα

Ο Braverman και ο Harman έχουν πολλά να προσφέρουν στους ριζοσπάστες που αναμετρώνται σήμερα με το ζήτημα της καπιταλιστικής τεχνολογίας και με τους ιδεολογικούς της υπερασπιστές. Αντί να θεωρούν τις εξουσιαστικές σχέσεις εγγεγραμμένες στα τεχνολογικά δημιουργήματα, όπως πολλοί ριζοσπάστες συνηθίζουν σήμερα, οι Braverman και Harman προσέγγισαν το ζήτημα της τεχνολογίας στην βάση των ευρύτερων ταξικών συνθηκών εντός των οποίων αυτή βρίσκει εφαρμογή.

Όσο βρίσκονται υπό τον έλεγχο των καπιταλιστών, τα τεχνολογικά επιτεύγματα αποτελούν, όπως υποστήριζε ο Λένιν, επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών. Αυτό, όμως, δεν εξαντλεί τις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου, η οποία, όπως αντιλαμβανόταν ο Λένιν και ο Μαρξ, μπορεί να υποσχεθεί την χειραφέτηση από την εργασία, ακόμη και αν σήμερα φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Οι θεωρητικές συνεισφορές τους προτείνουν ορισμένες κατευθυντήριες για τους σύγχρονους αγώνες γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας. Πάνω από όλα, το ζήτημα της διατήρησης και της διεύρυνσης της εργατικής ισχύος εντός του χώρου εργασίας θα πρέπει να είναι κεντρικό στοιχείο αυτών των αγώνων.

Κομβικής σημασίας είναι η πρόταση ότι οι προσεγγίσεις του ζητήματος της τεχνολογίας που επικεντρώνονται πρωτίστως σε προβληματισμούς αναφορικά με τη διανομή του πλούτου δεν είναι σήμερα επαρκείς. Οι εγγυήσεις για διατήρηση θέσεων εργασίας ή ακόμη και μισθών και προνομίων ενόψει επερχόμενων τεχνολογικών αλλαγών απλώς δεν επαρκούν· η ταξική ισχύς των εργοδοτών είναι τόσο μεγάλη ώστε τέτοιου είδους συμφωνίες μπορούν κάλλιστα να συμβαδίζουν με το τσάκισμα της ισχύος της εργατικής τάξης εντός των παραγωγικών εγκαταστάσεων. Μάλιστα, το κεφάλαιο εμφανίζεται συχνά πολύ πρόθυμο να διατηρήσει τα προνόμια της παρούσας γενιάς εργαζομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η επόμενη γενιά δεν θα τα απολαύσει ποτέ.

Η παραπάνω οπτική έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, καθώς η διαδικασία ανοικοδόμησης της ισχύος της εργατικής τάξης σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο θα είναι αδιαμφισβήτητα μακρά. Οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν να εισάγουν νέες τεχνολογίες που θα δυσχεραίνουν την εργασιακή ζωή και, για το άμεσο μέλλον, η τεχνοκρατική ηγεμονία των ειδικών σε θέματα παραγωγικότητας και των όσων υπονομεύουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας, υπερασπιζόμενοι το statusquo, θα έχει συνέχεια, μαζί με τα παθολογικά ιδεολογήματα που τους συνοδεύουν.

Η μαρξιστική θεώρηση για τις πολλαπλές πλευρές που έχει η τεχνολογία στο καπιταλιστικό σύστημα θα είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση των παραπάνω διαδικασιών. Για την πραγματική, όμως, αλλαγή της κατάστασης θα απαιτηθεί η διατύπωση μιας στρατηγικής για την οργάνωση των εργατών και την αντίστασή τους.

*Ο Paul Heideman είναι διδάκτορας Αμερικανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Rutgers του Newark.

Πηγή: https://www.jacobinmag.com/2015/04/braverman-gramsci-marx-technology

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη


* Σ.τ.Μ: Το Indiegogo είναι μία ιστοσελίδα στην οποία μπορεί κάποιος να υποβάλλει ένα σχέδιο ή μία ιδέα ζητώντας από το κοινό να τη χρηματοδοτήσει, ώστε να υλοποιηθεί. Πρόκειται για τη μέθοδο ανεύρεσης κεφαλαίων που καλείται crowdfunding.

Γιατί αγωνιστήκαμε

Στις δεκαετίες που πέρασαν ζήσαμε μια μακρόσυρτη ταφή του 1968. Και με την πεντηκοστή επέτειο φτάσαμε σε κάτι σαν μια θριαμβευτική κηδεία με κρατική δαπάνη. Κάποιοι από τους νεκροθάφτες είναι άνθρωποι που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στο κίνημα.

Με τη σημασία και το νόημά της να μειώνεται, είναι δύσκολο να εξηγήσω γιατί αυτή η εξέγερση ενέπλεξε μια ολόκληρη γενιά σε όλες τις ηπείρους μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα, το κυρίαρχο ρεύμα θυμάται μερικά καλά από το ’68, αλλά μόνο τα πιο αδύναμα και ανώδυνα – μια ελευθεριάζουσα ατομικότητα – και ακυρώνει τα πάντα μέσα σε αυτό το κίνημα που ήταν πραγματικά δύσκολα και επικίνδυνα για το σύστημα. Στην Ιταλία, το ’68 το θυμόμαστε απλά ως ναρκωτικά, σεξ, και Rock and Roll – μια εξέγερση ενάντια στους γονείς και στους δασκάλους.

Μπορούμε συνεπώς να καταλάβουμε γιατί η πεντηκοστή επέτειος δεν ενδιαφέρει καθόλου τη σημερινή νεολαία. Ούτως ή άλλως, στο πλαίσιο αυτής της ατομικής ελευθερίας, έχουν ήδη πάρει αυτό που ήθελαν.

Αλλά αυτό δεν είναι η πραγματική ιστορία. Η καινοτομία του ’68 ήταν ακριβώς η προσπάθειααπελευθέρωσης της ελευθερίας από την αστική ελευθεριότητα, ήταν ο αγώνας να ενταχθεί η ελευθερία στις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή σε ένα συλλογικό πλαίσιο. Αυτό που αμφισβητήθηκε παντού, δεν ήταν μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς αλλά το ίδιο το σύστημα – το καπιταλιστικό σύστημα.

Μάο, Μαρκούζε, Μαρξ

Το 1968, ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν σε θέση να συναντηθεί με την αμερικανική κοινωνιολογία, τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τη Βρετανική Νέα Αριστερά, καθώς και τη σκέψη που ήρθεαπό τον Τρίτο Κόσμο.

Σήμερα θα μπορούσε κανείς να χλευάσει την κοινή εμφάνιση των Μάο, Μαρκούζε και Μαρξ στα πλακάτ μας. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό είχε κάποια νόημα: Μάο, γιατίπαρά την αναταραχή που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση (για την οποία εμείςδεν γνωρίζαμε παρά πολύ λίγα,) πραγματικά χρειάζονταν να βομβαρδίσουμε το γενικό επιτελείο, το οποίοείχε κλειστά αυτιά σε ό,τι λέγαμε. Μαρκούζε, γιατί φέρνοντας στην πολιτική τη νέα και απαραίτητη διάσταση της ευτυχίας – πέρα ​​από την εξουσίακαι τα χρήματα – εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της ελευθερίας. Και Μαρξ, γιατί ό,τιεπιθυμούσαμε,μπορούσε να φαίνεται εφικτό, αλλά ήταν πολιτικά αδύνατο μέσα στοπλαίσιο του καπιταλισμού.

Ένα από τα πιο χρήσιμα ντοκουμέντα για την κατανόηση του πώς το πρόβληματης σχέσης μεταξύ της ελευθερίας του καθενός και της ελευθερίας όλων, τέθηκε σε όλο το κίνημα, είναι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBCτης 13ης Ιουνίου 1968. Παρουσιάστηκε από τον ανταποκριτή εξωτερικής πολιτικής του καναλιού RobertMcKenzie και παρουσίασε εξέχουσες ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος από όλο τον κόσμο.

Ένας ήταν ο Daniel Cohn-Bendit, ο οποίος ήταν ενεργός στο Παρίσι: «Κριτικάρουμε κάθε κοινωνία στην οποία τα άτομα είναι παθητικά και δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν αυτό που εξαναγκάζονται να κάνουν». Για τον Lewis Cole, από το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης,«Οι σπουδαστές δεν πιστεύουν πλέον ότι η σημερινή κοινωνία μπορεί να τους εξασφαλίσει ένα πραγματικό δικαίωμα να κάνουν τις κοινωνικές αλλαγές που εγγυώνται την ελευθερία τους». Για τον Yasuo Ishii στο Τόκιο, «Αγωνιζόμαστε πάνω από όλα για μια κοινωνία στην οποία η δημοκρατίαδεν είναι μια τυπικότητα, στην οποία ένα οποιοδήποτε άτομο θεωρείται ίσο με τα άλλα, ανεξάρτητααπό την πραγματικότητα των κοινωνικοοικονομικών διαφορών». Για τον KarlDietrich Wolff στο Βερολίνο: «Κάνετε λάθος αν πιστεύετε ότι είναι ένα κίνημα των σπουδαστών, κάτι που δεν είναι καθόλου αληθές. Το γεγονός ότι οι δυτικές κοινωνίες συνεχώς σπαταλούν τον πλούτο και επιβιώνουν με καταπιεστικές μεθόδους στα εργοστάσια και στα σχολεία, αφορά όλους». Για τον Jan Kavan στην Πράγα: «Δεν νομίζουμε ότι αυτή είναι η σοσιαλιστική κοινωνία που ισχυρίζεται ότι είναι. Δεν πρόκειται για ζήτημα πνευματικής ελευθερίας, ζητάμε τις θεμελιώδεις ελευθερίες όχι μόνο των διανοουμένων αλλά και των εργαζομένων». Για τη Dragana Stavijel στο Βελιγράδι: «Απαιτούμε όχι μόνο τα δικαιώματά μας,αλλά τα δικαιώματα όλων εκείνων, των σπουδαστών και των εργαζομένων, που έθεσαν ως στόχο τους τον σοσιαλισμό,τη δημοκρατία που χρειαζόμαστε». Για τον Ekkehart Krippendorff, από το Βερολίνο: «Οι σοσιαλιστικές κοινωνίες έχουν επιλύσει ορισμένες από τις βασικές αντιφάσεις που είναι εγγενείςκαπιταλιστικές κοινωνίες, έχουν απαλλοτριώσει την ιδιωτική ιδιοκτησία και τα μέσαπαραγωγής, τώρα πρέπει να αγωνιστούμε για την κοινωνικοποίησή τους». Για τον Luca Meldolesi στοΡώμη: «Όλοι οι σπουδαστές στα Πανεπιστήμια εξεγείρονται, αλλά κάνετε λάθος αν μιλάτε για την τάξη των σπουδαστών. Όσο τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο έδαφος των προνομίων της άρχουσας τάξης, δεν υπήρχαν προβλήματα, αλλά τώρα που πολλοί περισσότεροι σπουδαστές γίνονται δεκτοί σε αυτά, διαιρούνται, διαφοροποιούνται, επιλέγονται. Αυτό δημιουργεί μια νέα δυνατότητα για εξέγερση». Για τον TariqAli, έναν Πακιστανό στο Λονδίνο, «Αυτό που μας ενώνει…είναι το συναίσθημά μαςότι ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος και άδικος».

Ένας άλλος συμμετέχων ήταν ο Ισπανός Luca Martin de Hijas, ο οποίος περιορίστηκε ν σημειώσει ότι το κίνημα στη χώρα του ήταν παράνομο και η βασική προτεραιότητα ήταν η ίδια η ελευθερία.

Τα δύο ’68 της Ιταλίας

Η αντίληψη ότι η μεγαλύτερη ευημερία που προκάλεσαν οι επιτυχίες του καπιταλισμού δεν κατέστησε το σύστημα παρωχημένο, αλλά μάλλον εμπλουτίστηκε με νέο περιεχόμενο, ήταν το πραγματικό σημείο τριβής με τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, δηλαδή το Ιταλικό (PCI) και το Γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCF). Τα παραδοσιακά κόμματα ήταν πεπεισμένα για την ανάγκη να παραμείνουν εντός των ορίων του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβιβασμού, για να τονώσουν την ανάπτυξη της παραγωγής και, πάνω απ’ όλα, εξακολουθούσαν να επιδιώκουν την αναζήτηση μιας ευρείας συμμαχίας.

Τα κόμματα αυτά δεν είδαν ότι τα νέα και διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα είχαν εισέλθει στη σκηνή, ενεργά σε σχέση με νέες ανάγκες και αντιφάσεις. Πρώτα απ’όλα οι σπουδαστές – τους οποίους οι κομμουνιστές συνέχισαν να αποκρούουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ως «πλούσια παιδιά», ανεύθυνους επαναστάτες με περιορισμένη σχέση με την εργατική τάξη. Αυτή η στάση είχε κόστος, επειδή έχασαν την ευκαιρία να συλλάβουν το νέο πνεύμα που είχε προκύψει.

Παρά τον κοινό αυτό πυρήνα, το ’68 δεν εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο παντού. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, υπήρξε μια διχαστική συζήτηση μέσα στο PCI ήδη πριν από το 1968, ακριβώς πάνω στο ερώτημα για το ιστορικό στάδιο που βρισκόμαστε. Ήταν η Ιταλία ακόμα μια καθυστερημένη χώρα που έπρεπε να ολοκληρώσει την αστική επανάστασήτης, ή οι αντιθέσεις του προηγμένου καπιταλισμού ήταν ήδη κυρίαρχες, σε διαπλοκή φυσικά με τις προηγούμενες; Αυτό δημιούργησε τη σύγκρουση μεταξύ της Δεξιάς του PCI και της Αριστεράς, με επικεφαλής τον Pietro Ingrao. Η ομάδα που οδήγησε αυτή τη συζήτηση πέρα ​​από τα όρια της «νομιμότητας» οδηγήθηκε σε έξοδο από το PCI. Αυτή η ομάδα δημιούργησε τότε το Μανιφέστο (IlManifesto), το οποίο ήταν αρχικά ένα περιοδικό και στη συνέχεια μια καθημερινή εφημερίδα, και τελικά οδήγησε στη δημιουργία του Κόμματος Προλεταριακής Ενότητας (PDUP). Εντάχθηκα σε αυτό μαζί με ένα μεγάλο μέρος του κινήματος του ’68.

Στην Ιταλία, οι πρώτες διαδηλώσεις άρχισαν το 1967, όταν ορισμένα πανεπιστήμια καταλήφθηκαν από τους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν για ένα νομοσχέδιο – τον περίφημο Νόμο 2314, ο οποίος προωθήθηκε από τον χριστιανοδημοκράτη υπουργό Luigi Gui. Ο νόμος αυτός ήταν μια υπόγεια απόπειρα να υποταχθούν οι σπουδές στην αγορά. Οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν ήταν από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Αυτό ήταν σημαντικό, επειδή ο αγώνας καθοδηγήθηκε από νέους που μεγάλωσαν σε θρησκευτικές οργανώσεις σημαδεμένες από την επιρροή του Βατικανού. Όχι μόνο τα σχολεία αλλά και οι καθεδρικοί ναοί κατελήφθησαν.

Ενώ η αναταραχή ήταν στο αποκορύφωμά της, μια αντιπροσωπεία από το PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ήρθε στη Ρώμη για μια από τις τυπικές συναντήσεις με το (όχι και πολύ αγαπητό) PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Έκπληκτη από το τι συνέβαινε, η γαλλική αντιπροσωπεία επέκρινε το «αδελφό κόμμα» του PCI, λέγοντας ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στο κατώφλι μας, επειδή έχουμε τον πλήρη έλεγχο των κινήσεων».

Μόλις λίγους μήνες αργότερα ήρθε ο περίφημος γαλλικός Μάης. Το PCF συνελήφθη απροετοίμαστο και αντέδρασε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Πρώτα απ’όλα, ενήργησε υπό την αιγίδα του μοναδικού εκπροσώπου της εργατικής τάξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα συνδικαλιστική ένωση CGT αρνήθηκε να συναντηθεί με τη φοιτητική οργάνωση UNEFπου είχε ζητήσει μια τέτοια συνάντηση για να συντονίσουν τις κοινές ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης. Έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει την απέλαση από τη Γαλλία του «Γερμανού αναρχικού» Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τον πιο διάσημο ηγέτη του παριζιάνικου ’68.

Στην Ιταλία, όπως και στη Γαλλία, υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και εξοργισμένων εργατικών συνδικάτων ακριβώς έξω από τις πύλες των μεγάλων εργοστασίων. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά στην Ιταλία, επειδή υπήρχε ένα διαφορετικό Κομμουνιστικό Κόμμα και συνδικάτα, πιο ανοιχτά στις νέες τάσεις. Ήταν ακριβώς αυτή η στάση που επέτρεψε τις νέες μορφές αγώνα και οι νέες απαιτήσεις που πρόβαλαν οι σπουδαστές να υιοθετηθούν από ένα ευρύτερο κίνημα.

Το 1969, όταν έγινε η εκπληκτική κινητοποίηση γύρω από την ανανέωση της εθνικής σύμβασης τεχνικών – το λεγόμενο «Καυτό Φθινόπωρο» – οι δύο δυνάμεις ήταν σε σαφή σύγκλιση. Αυτή ήταν η φάση που οδήγησε σε νέες μορφές εκπροσώπησης – πολιτική εκπροσώπηση, και όχι μόνο μέσω συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το ’69 υπήρχαν εργοστασιακές επιτροπές, επιτροπές ζώνης, μια ολόκληρη σειρά σχηματισμών που άντεξαν στην πάροδο του χρόνου, βοηθώντας τεχνικούς και διανοούμενους να συμμετάσχουν. Αυτό πυροδότησε σημαντικές πολιτιστικές και οργανωτικές μετατοπίσεις: υπήρξε δημοκρατική ψυχιατρική, δημοκρατική ιατρική, δημοκρατική δικαιοσύνη, ακόμη και δημοκρατική αστυνομία. Αρχικά, είχε επίσης σημαντική αντανάκλαση και στο Κοινοβούλιο, οδηγώντας στην ψήφιση ιστορικών μεταρρυθμίσεων: το Καταστατικό των Εργαζομένων, τη θέσπιση εθνικού συστήματος δημόσιας υγείας και την αναθεώρηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Λίγα χρόνια αργότερα, με το φεμινιστικό κίνημα που πυροδοτήθηκε από το ’68, θα έρθει η νομιμοποίηση πρώτα του διαζυγίου και στη συνέχεια της έκτρωσης.

Ενώ το Ιταλικό ’68 έκανε μάλλον λιγότερο θόρυβο από το Γαλλικό, διήρκεσε πολύ περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της Νέας Αριστεράς. Οι οργανώσεις αυτές είχαν καθιερωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και το 1976 θα έστελναν επίσης μια μικρή ομάδα στο Κοινοβούλιο, ως ενιαία λίστα, την Προλεταριακή Δημοκρατία.

Ωστόσο, αυτή ήταν και η αρχή της πτώσης, καθώς το PCI – το οποίο ενώ αρχικά είχε καταλήξει να καβαλήσει το αριστερό κύμα που είχε επιβάλει το ‘68 στην ιταλική κοινωνία γενικά – τώρα επέλεξε τη θλιβερή διαδρομή του «ιστορικού συμβιβασμού». Επρόκειτο για μια απόπειρα συμφωνίας με τη Χριστιανική Δημοκρατία, από τη θέση του αδύναμου, η οποία, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τελείωσε άσχημα. Η απογοήτευση -και, για πολλούς, ο θυμός προς ό,τι θεωρήθηκε ως προδοσία της Αριστεράς- ήταν μία από τις αιτίες, αν και σίγουρα όχι η μόνη, που ενθάρρυνε την τραγική στροφή προς την τρομοκρατία.

Μερικοί θεωρούν το 1977 ως ένα είδος δεύτερου ’68 στην Ιταλία. Πράγματι, οδήγησε σε ένα νέο κύμα διαδηλώσεων στα πανεπιστήμια. Αλλά τα περιεχόμενα της διαμαρτυρίας και οι μορφές πάλης είχαν αλλάξει και αυτή ήταν η αρχή της παρακμής και στη συνέχεια της ήττας. Από τη μια πλευρά υπήρξε το ρεύμα της λεγόμενης «εργατικής αυτονομίας», το σύνθημα της οποίας δεν ήταν «δουλειά», αλλά «ενάντια στη δουλειά». Αυτό οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις και αποκοπή οποιασδήποτε πραγματικής σχέσης με τα εργοστάσια. Από την άλλη πλευρά ήταν οι λεγόμενοι «Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι», μια απάντηση στην περαιτέρω προλεταριοποίηση των φοιτητών, που κατέφυγαν σε μια υπαρξιακή διαμαρτυρία που ήταν όλο και λιγότερο πολιτική.

Η Πράγα, η Ευρώπη και το Μανιφέστο

Φυσικά, δεδομένου του πλαισίου, το ’68 στην Ανατολική Ευρώπη ήταν αρκετά διαφορετικό. Το αποκορύφωμα ήταν η Γιουγκοσλαβία, όπου υπήρχε μια ομοιότητα ανάμεσα στην κατάληψη του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου – το οποίο ξαναβαφτίστηκε σε «Κόκκινο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ» – και στα κινήματα σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία. Αλλού στον κομμουνιστικό κόσμο υπήρχε μια γενικευμένη εξέγερση της νεολαίας, αναβιώνοντας το πνεύμα και τη δύναμη μιας δημοκρατικής, αντι-γραφειοκρατικής λαϊκής διαμαρτυρίας που είχε σιγήσει από το 1956. Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1968, όταν ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ανέλαβε τα ηνία του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της κυβέρνησης, ορίζοντας μια νέα πορεία που προκάλεσε τον ενθουσιασμό όχι μόνο σε εκείνη τη χώρα, αλλά και σε όλες τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Τσεχοσλοβακία είδε βαθμούς ελευθερίας άνευ προηγουμένων, που επέτρεψαν τη μουσική, τα ρούχα, και τη λογοτεχνία της γενιάς του ’68 από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, τα οποία εξαπλώθηκαν ως ιός σε όλη τη χώρα. Αυτή η άνθηση της ελπίδας καταστράφηκε βάναυσα από τα σοβιετικά τανκς που εισέβαλαν στην Πράγα στις 21 Αυγούστου. Όπως σημειώνει ο Umberto Eco σε μια αξιομνημόνευτη ανταπόκρισή του από την πρωτεύουσα της Τσεχίας, τα τανκς αποκρούστηκαν από τους μακρυμάλληδες νέους της Πράγας που περικύκλωσαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες και τους προσκαλούσαν να χορέψουν μαζί τους. Φώναζαν σαρκαστικά: «Ξυπνήστε τον Λένιν, ο Μπρέζνιεφ τρελλάθηκε!».

Ο στόχος της εισβολής της Μόσχας δεν ήταν μόνο – όπως ισχυρίστηκαν λίγες κομμουνιστικές οργανώσεις και ανάμεσά τους το Κόμμα της Κούβας – η καταστολή των αντεπαναστατικών δυνάμεων, αλλά το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ντούμπτσεκ. Στις 22 Αυγούστου, το κόμμα αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει ένα ειδικό μυστικό συνέδριο.

Οι θέσεις που προέκυψαν από την έκτακτη αυτή διαδικασία, που πραγματοποιήθηκε σε ένα εργοστάσιο στην περιφέρεια της κατεχόμενης πρωτεύουσας, έφτασαν σε εμάς τους επόμενους μήνες και δημοσιεύθηκαν στο πρώτο τεύχος του “Il Manifesto”. Αυτό το περιοδικό γεννήθηκε κατευθείαν από αυτό που συνέβη στην Πράγα. Ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης μέσα στο PCI: υπήρχαν άλλοι λόγοι για τη διάσπαση φυσικά, αλλά ήταν αυτά τα γεγονότα που την επιτάχυναν.

Σε αντίθεση με τα «αδελφά κόμματα» το PCI καταδίκασε κατηγορηματικά την εισβολή, αλλά κατηγόρησε το Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα απλώς για ένα «λάθος», ενώ το Manifesto κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να μεταρρυθμιστεί. Η ομάδα στην καρδιά του περιοδικού απομακρύνθηκε από το PCI και από το 1969 και μετά, ήταν οργανικό μέρος του κινήματος που ξεπήδησε από το ’68, το οποίο τώρα έπαιρνε τη μορφή διάφορων πολιτικών ομάδων.

Ακόμα όμως θυμάμαι, πώς, κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την εισβολή στην Πράγα, ήμασταν έκπληκτοι από την έλλειψη αντίδρασης ανάμεσα σε ένα μεγάλο μέρος της γενιάς του ‘68. Οι κομμουνιστές ήταν συγκλονισμένοι, αλλά για τους περισσότερους, αυτή η εμβληματική σοβιετική ενέργεια φαινόταν κάτι μακρινό, σχεδόν σαν να μην τους απασχολούσε. Οι περισσότεροι πήραν μια θέση ίσων αποστάσεων μεταξύ του Ντούμπτσεκ και του Μπρέζνιεφ, καχύποπτοι για τη νέα πορεία της Τσεχοσλοβακίας που τους φαινόταν σαν μια επικίνδυνη στροφή προς τα δεξιά.

Ο Ρούντι Ντούτσκε ήταν ο μόνος ηγέτης που ενδιαφέρθηκε για την πρωτοβουλία των μεταρρυθμίσεων και τον Απρίλιο πήγε στην Πράγα, λίγο πριν τραυματιστεί σοβαρά από την απόπειρα εναντίον της ζωής του κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Βερολίνο. Ένα από τα πράγματα που είδε στην Πράγα ήταν ότι υπάρχει ο «κίνδυνος προσωρινής εξύψωσης των αστικοδημοκρατικών δυνάμεων» και η «διείσδυση αντι-σοσιαλιστικών ιδεών».

Κανένας από τα Νέα Αριστερά στην Ιταλία, από τις πιο διακεκριμένους εκδόσεις όπως Quaderni Piacentini, Classe e Stato, και Nuovo Impegno της τροτσκιστικής πλευράς, ούτε ακόμα η Lotta Continua και η Potere Operaio, κατανόησε το μέγεθος του τι είχε συμβεί. Ένα κείμενο από την ομάδα της Potere Operaio στην Πίζα, αμέσως μετά την αυτοκτονία του Jan Palak, έκρινε ότι οι αναλύσεις των νέων τεχνοκρατών της Πράγας (οι οικονομολόγοι πίσω από τη νέα πορεία του Ντούμπτσεκ) «αδίστακτα υιοθέτησαν τα δυτικά νεο-καπιταλιστικά πρότυπα». Αυτό, περισσότερο απ’ όλα υπαινίσσονταν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Τσεχοσλοβακία απομακρύνονταν από τις αυστηρές μορφές ισότητας, αυτό δηλαδή που επεδίωκε το κίνημα στα εργοστάσια της Ιταλίας.

Στη Γαλλία υπήρξε η ίδια δυσπιστία και, σε μεγάλο βαθμό, αδιαφορία, όπως και στο ισχυρό κίνημα του ‘68 στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το οποίο κατεστάλη σκληρά (με περισσότερους από 800 συλληφθέντες φοιτητές). Στο μέσον της επίθεσης Τετ (σ.μτφ. μεγάλης έκτασης επίθεση των κομμουνιστών ανταρτών στο Βιετνάμ), το αμερικανικό κίνημα ενδιαφερόταν κυρίως για το τι συνέβαινε στο Βιετνάμ και επιτέθηκε στο Υπουργείο Άμυνας, το οποίο χρησιμοποιούσε ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Κολούμπια για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η απόσταση τους από το τσεχοσλοβακικό δράμα δεν σήμαινε συμπάθεια για την ΕΣΣΔ. Αλλά η πρόκληση για το καθεστώς της Μόσχας παίχτηκε σε άλλο γήπεδο, στο όνομα άλλων λαών, στους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Το ’68 βρέθηκε αντιμέτωπο με μια νέα έκρηξη συνείδησης: μετά την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα, ο κόσμος φάνηκε να μετατοπίζεται προς μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη, υπό την αιγίδα των δύο υπερδυνάμεων, μια ισορροπία μέσα σε ένα νεοκαπιταλιστικό πλαίσιο. Αλλά αυτό δεν ήταν η πραγματικότητα: ο πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένος Τρίτος Κόσμος δεν εντασσόταν σε αυτή την εικόνα και η αντίσταση του Βιετνάμ ήταν μόνο η αιχμή του δόρατος μιας γενικότερης εξέγερσης.

Στους εξεγερμένους του ’68, η ΕΣΣΔ έμοιαζε με έναν από τους δύο χωροφύλακες που επιδιώκουν να σώσουν την «ειρήνη» καταπολεμώντας κάθε αναταραχή που ρίσκαρε να διαταράξει αυτή την εικόνα. Το να σκεφτεί κανείς να ενσωματώσει αυτή την αναστάτωση, μέσα στο πενιχρό πλαίσιο του παραδοσιακού αριστερού ρεφορμισμού, ήταν αδύνατο. Υπό αυτή την έννοια, είναι γεγονός ότι το ’68, που σχεδόν παντού, αμφισβήτησε το status quo που επέβαλε η αντίληψη των δύο μεγάλων δυνάμεων για συνύπαρξη, ήταν «Κινέζικο». Ήταν μια κριτική διαφορετική από εκείνη που είχαν οι προηγούμενες γενιές που βρέθηκαν σε επαφή με την κομμουνιστική σκέψη, καθώς τώρα ζούσαν τη δραματική, μη αναστρέψιμη κρίση του σοβιετικού κοινωνικού μοντέλου.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι σε αυτή τη σύνοψη του ’68 δεν μίλησα για φεμινισμό. Σε αντίθεση με όσα λένε οι αγιογραφικοί επίσημοι εορτασμοί, το ’68 δεν ήταν φεμινιστικό. Αντίθετα, ήταν ακόμα πολύ σεξιστικό. Λίγες γυναίκες μιλούσαν στις συνελεύσεις και συχνά έμπαιναν στα μικρότερα καθήκοντα, φτάνοντας στο σημείο να τις αποκαλούν «αγγέλους των αντιγραφικών μηχανών». Όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονός ότι το κίνημα είχε αντίκτυπο στον φεμινισμό, αλλά το φεμινιστικό κίνημα ήταν κάτι που είχε προκύψει νωρίτερα, σε μορφή μικρών ομάδων, και έκανε τη δική του σιωπηλή, παράλληλη πρόοδο, μόνο για να εκραγεί τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ’68, υπό την έννοια ότι αυτό το κίνημα – το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα ξέσπασμα συλλογικής υποκειμενικότητας – έδωσε στις γυναίκες το θάρρος να κρατήσουν το μικρόφωνο. Ωστόσο, όταν μίλησαν, μίλησαν ενάντια στις οργανώσεις που είχαν αναδυθεί από το ’68. Αυτό συνέβη στην Ιταλία, όταν οι γυναίκες έκαναν μια εντυπωσιακή έξοδο από τη Lotta Continua, την οργάνωση που ήταν πιο αδιάφορη στο μήνυμά τους. Αλλά είχε επίσης επίδραση και αλλού, όπως στην ομάδα Il Manifesto-PDUP, η οποία είχε από νωρίς δώσει χώρο στο περιοδικό στα πρώτα βήματα αυτού του φεμινιστικού κύματος. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, πολλές κολεκτίβες των γυναικών επέλεξαν το δρόμο της ξεχωριστής πολιτικής δραστηριότητας.

Η χαρά του αγώνα

Πριν από λίγες εβδομάδες, στην αίθουσα διδασκαλίας της Σχολής Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ρώμης ξεκίνησαν οι εορτασμοί της επετείου στην ιταλική πρωτεύουσα. Ο Paolo Mieli – εκείνη την εποχή αγωνιστής της Lotta Continua και αργότερα πρόεδρος του ισχυρότερου εκδοτικού ομίλου της Ιταλίας, ο οποίος εκδίδει την εφημερίδα Corriere della Sera – έκανε μια οξεία παρατήρηση. Υπενθυμίζοντας την περίοδο αυτή, μίλησε πρωτίστως για το πόσο σημαντικό ήταν για τους νέους της εποχής το γεγονός ότι το κίνημα τους επέτρεψε να αποδράσουν από τη μοναξιά, να ξεπεράσουν την ατομική διάσταση. Ότι προσέφερε την ευτυχία που έρχεται με την ανακάλυψη του άλλου, το να γίνεσαι κομμάτι μιας συλλογικότητας, να γίνεσαι πρωταγωνιστής.

Αυτό σήμαινε ταυτόχρονα την ανακάλυψη τόσο της πολιτικής όσο και της υποκειμενικότητας που απαιτείται για την άσκηση πολιτικής. Θα έλεγα ότι η βαρύτερη απώλεια που έχουμε, μετά τα κέρδη του ’68, είναι ότι η πολιτική δεν θεωρείται πια πηγή ευτυχίας. Το νόημά της έχει αλλάξει, γιατί έχει υποβαθμιστεί από μια σοβαρή κρίση δημοκρατίας.

Η Rita di Leo, Ιταλίδα κοινωνιολόγος, μόλις έγραψε ένα βιβλίο για την εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο From From Lenin to Zuckerberg. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μετά από χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία προσπαθούσαμε να οικοδομήσουμε τον πολιτικό, κοινωνικό άνθρωπο, χάρη στον «Άνθρωπο του Αλγορίθμου», επιστρέψαμε στον πρωτόγονο, ακοινώνητο άνθρωπο. Το μόνο που μένει είναι να προετοιμαστούμε για τη βαρβαρότητα. Είμαι λιγότερο καταστροφολόγος από αυτήν – αλλά ανησυχώ.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Για τον Μάη του 68

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ στην Πανελλαδική Συνάντηση του ΑΡΔΙΝ (Απρίλιος 2018).

1. Να κοιτάξουμε τον Μάη με κριτική και αυθάδεια

50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρωτόγνωρη έκρηξη της νεολαίας της Γαλλίας, τον Μάη του 1968. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί γι αυτό το πρωτοφανές γεγονός και διάφορες εξηγήσεις έχουν δοθεί. Δεν λείπουν ερμηνείες και παρερμηνείες, καπηλείες και αποθεώσεις. Η επικρατούσα ερμηνεία του Μάη σήμερα, είναι αυτή ενός νεανικού και ρομαντικού σκιρτήματος. Μιας έκρηξης αντισυμβατικότητας από μερίδες των νέων, μιας «ωδής» στην απελευθέρωση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Από τη μεριά μας οφείλουμε να κοιτάξουμε τον Μάη του 68 με την αναγκαία αυθάδεια που θα μπορέσει να βγάλει την παγκόσμια έκρηξη του 1968 από το μουσείο και να την κάνει χρήσιμη στο σήμερα. Ο Μάης χρειάζεται υπεράσπιση για αυτό που πραγματικά ήταν, επανατοποθέτηση για το συνολικότερο παγκόσμιο πλαίσιο που καθόρισε την εξέλιξή του, και τέλος, θετική κριτική στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του.

2. Πώς ήταν ο κόσμος 50 χρόνια πριν;

Ας διευκρινίσουμε το εξής: Όταν αναφερόμαστε στον Μάη του 68 δεν περιοριζόμαστε μονάχα στον Γαλλικό Μάη. Συμπεριλαμβάνουμε την επαναστατική θύελλα σε όλο τον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Η υφήλιος επί δεκαπέντε περίπου χρόνια συνταράσσεται από επαναστατικές θύελλες, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Σε Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική, τα κινήματα αυτά, παλεύουν να σπάσουν τα δεσμά του ιμπεριαλισμού, ενώ πολλά από αυτά πασχίζουν να αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό που είχε επιβληθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα στις χώρες τους.

Ανάμεσα σε πολλές περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής: ο αντιαποικιακός αγώνας για την ανεξαρτησία του Κονγκό, το Κίνημα της Μαύρης Συνείδησης που εμφανίστηκε στη Νότια Αφρική στα μέσα της δεκαετίας του 60 και έφτασε στο σημείο της ένοπλης αντίστασης. Η ανεξαρτησία της Γκάνας λίγο νωρίτερα (1957), μέχρι πρότινος βρετανικής αποικίας. Τα απελευθερωτικά κινήματα στις πορτογαλικές αποικίες της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου. Στην Αμερική το αντάρτικο της Κολομβίας, ο ένοπλος αγώνας στη Νικαράγουα μέχρι την πτώση του φιλοαμερικάνικου καθεστώτος, το αντάρτικο της Κολομβίας, ο αγώνας της Ουρουγουάης και το πορτορικάνικο κίνημα για την ανεξαρτησία. Στη Μέση Ανατολή η ίδρυση του Λαϊκού Μετώπου της Παλαιστίνης και η ένοπλη αντίσταση για την υπεράσπιση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Και τα παραπάνω αποτελούν μόνο κάποια παραδείγματα από το σύνολο της αντίστασης της περιόδου.

Ξεχωριστά αναφέρουμε την περίπτωση της Κουβανικής Επανάστασης που επικράτησε το 1959, κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Η γη ολόκληρη συγκλονίζεται από την πρωτοφανούς ωμότητας επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Μετά την αποτίναξη του γαλλικού ζυγού, και τη νίκη των Βιετναμέζων το 1954, η χώρα διχοτομείται στην Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ (Βόρεια) και στο Νότιο Βιετνάμ. Το δεύτερο βρίσκεται υπό καθεστώς το οποίο είχε τις πλάτες των ΗΠΑ. Οι φρικαλεότητες της υπερδύναμης σε συνδυασμό με τον ηρωικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού, αποτέλεσαν φάρο για τους αγώνες της εποχής, έδωσαν ώθηση στον παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που διεξάγονταν και επηρέασαν μια σειρά από περιοχές του κόσμου και το Βιετνάμ έγινε σύμβολο του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Τελικώς, η αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων έγινε το 1973, ενώ το 1976 και μετά την οριστική απελευθέρωση του νότιου τμήματος, σχηματίστηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ.

Λίγα χρόνια πριν το 68 ξεσπά στην Κίνα η Πολιτιστική Επανάσταση. Για τη σημασία της εντός του κομμουνιστικού κινήματος θα μιλήσουμε παρακάτω, ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε την τεράστια επίδραση που άσκησαν οι ιδέες των κινέζων κομμουνιστών για την επανάσταση που πρέπει να γίνει μέσα στην επανάσταση. Η κριτική στο σοβιετικό μοντέλο είναι συντριπτική και επηρεάζει κινήματα, κόμματα και επαναστάσεις σε όλο τον πλανήτη.

Πέρα από την περιφέρεια του πλανήτη, οι θύελλες συνταράζουν και τις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ συγκροτείται το κίνημα των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ η πιο μαχητική του πτέρυγα προσανατολίζεται στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ενδεικτικά, οι Μαύροι Πάνθηρες, το πιο γνωστό, μαχητικό, ηρωικό κίνημα, στην καρδιά του καπιταλισμού, στο καταστατικό τους αναφέρονται ότι εμπνέονται από τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ, το δε FBI τους χαρακτηρίζει ως το μεγαλύτερο κίνδυνο για τις ΗΠΑ.

Στην Ευρώπη, πέραν από τον Γαλλικό Μάη, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα, μεγάλης σημασίας είναι ο αγώνας που ξεκινάει στην Ιταλία το 1968, γνωστός και ως ιταλικό φθινόπωρο, από εργάτες και φοιτητές. Είναι αντίστοιχης δυναμικής με τα γαλλικά γεγονότα, απλώνεται όμως σε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ η στάση του ιταλικού ΚΚ, είναι στάση συμβιβασμού, αντίστοιχη με αυτήν του ΚΚΓ όπως θα δούμε παρακάτω. Όπως και να χει, ο μεταπολεμικός κόσμος ζει στις αντιθέσεις του, ενώ η ιδέα της επανάστασης επανέρχεται στο προσκήνιο σε παγκόσμιο επίπεδο, ταράζοντας συθέμελα το σύστημα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.

Η κατάσταση των «δυνατών» και η συνεργασία.

Επιμένοντας στη συζήτηση γύρω από το πλαίσιο της περιόδου, οφείλουμε να επισημάνουμε τη νέα φάση της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου. Η ΕΣΣΔ πλέον αναγνωρίζει τα «καλά» της Δύσης, δηλαδή την αγορά, την κατανάλωση, το κέρδος κ.α. Το πρότυπο που προβάλλεται πλέον από τη νέα ηγεσία, δεν είναι μια κοινωνία μεταβατική που μάχεται προκειμένου να ανατρέψει την παλιά κατάσταση πραγμάτων και να μετασχηματιστεί σε μια επαναστατική κατεύθυνση, αλλά μια κοινωνία που προσαρμόζεται. Είναι σαφής πλέον η αλλαγή της πορείας. Τα γεγονότα στις 21 Αυγούστου του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, γνωστά ως Άνοιξη της Πράγας, εντάσσονται σε ένα τέτοιο πλαίσιο κρίσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Από την άλλη πλευρά, η μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού γίνεται χωρίς μεγάλες κρίσεις. Η έκρηξη του καταναλωτισμού πέραν από μια αίσθηση ευημερίας, διαμορφώνει και μια μαζική κουλτούρα. Αυτή χαρακτηρίζεται από καταναλωτικό ντελίριο, θέτει ως όνειρο ζωής την κοινωνική αναγνώριση, διαμορφώνει έναν πυρήνα αξιών που «μετράει» την ευτυχία και την επιτυχία σε συνάρτηση με την οικονομική βάση. Κυρίαρχοι εκφραστές του εν λόγω μοντέλου οι ΗΠΑ, ενώ όλες οι δυτικές κοινωνίες ακολουθούν από πίσω.

3. Η επανάσταση μπορεί να καταντήσει αντεπανάσταση

Στην επαναστατική θύελλα των δεκαετιών 60-70, το τότε διεθνές κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος (Σοβιετική Ένωση) θα σταθεί από ουδέτερα έως εχθρικά, ως δύναμη καταστολής των κινημάτων αμφισβήτησης και αντίστασης απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτό οι σημερινοί παράγοντες του ΚΚΕ που ξαναγράφουν την ιστορία του κόμματός τους καταπώς βολεύει την τωρινή ηγεσία του, δεν πρέπει να το ξεχνούν. Εκείνα τα χρόνια (ξεκινώντας πιο «ανοιχτά» το 1960), διεξάγεται σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε ΚΚΣΕ και ΚΚΚ, η οποία προηγείται του διεθνούς ξεσηκωμού και σφραγίζει τη θέση που θα πάρει η κάθε δύναμη. Η κινέζικη κριτική στις στρεβλώσεις, τις υποχωρήσεις, τις συνθηκολογήσεις της σοβιετικής ηγεσίας είναι εξαιρετικά σημαντική και έχει τεράστια επίδραση στις θύελλες και στις εκρήξεις που θα ακολουθήσουν. Οι κινέζοι κομμουνιστές προειδοποιούν ότι η επανάσταση μπορεί να μετατραπεί σε αντεπανάσταση και το κόκκινο να γίνει μαύρο.

Δύο χρόνια πριν το 68, εξαπολύεται η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Αποτελεί προσπάθεια επανακαθορισμού των στόχων του κομμουνιστικού κινήματος ενάντια στις δυνάμεις που σπρώχνουν την επανάσταση στον καπιταλιστικό δρόμο. Αυτή είναι η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του κομμουνιστικού κινήματος να καταπολεμήσει την αναθεώρηση που επιχειρείται σε όλα τα πεδία. Η Πολιτιστική Επανάσταση ανοίγει νέους δρόμους και προχωρά στην πιο ουσιαστική μέχρι τότε κριτική των αντιλήψεων για την εξουσία, την οικονομία, το δίκαιο, τη μόρφωση.Μια προσπάθεια η οποία θέτει ατζέντα και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό παγκόσμια την κίνηση των μαζών.

Έχει μάλιστα σημαντική επιρροή στον ίδιο τον Γαλλικό Μάη και τα ζητήματα που θα θέσει, ζητήματα κριτικής στη γνώση και στην επιστήμη. Η μαοϊκή Κίνα, επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης απέναντι στον ιμπεριαλισμό και στις δυνάμεις της αντίδρασης, αντίσταση που σημειώνει σημαντικές νίκες σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Και δεν είναι μόνο η Κίνα. Το μανιφέστο του Τσε Γκεβάρα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία… πολυάριθμα Βιετνάμ: αυτό είναι το σύνθημα!» ήδη με τον τίτλο του έρχεται σε ολομέτωπη σύγκρουση με την πυροσβεστική γραμμή της ΕΣΣΔ και συντάσσεται με τις επαναστατικές θύελλες που συγκλονίζουν τον πλανήτη. Στο σύνθημα της «συνεργασίας», αντιπαραβάλλεται η γραμμή της γενικής ανάφλεξης και της ολομέτωπης σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό. Κατευθυντήρια αρχή είναι ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια αποφασιστική αναμέτρηση, καθοριστικής σημασίας για το μέλλον των λαών.

Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία συνείδηση στους αγωνιζόμενους ανά τον κόσμο ότι ανήκουν σε ένα παγκόσμιο μέτωπο. Από τον φοιτητή στη Γαλλία, τον εργάτη στην Ιταλία, τους αντάρτες στο Βιετνάμ, το κίνημα των μαύρων στις ΗΠΑ, τους Κινέζους αγωνιστές και τους επαναστάτες των εξαρτημένων χωρών, διαμορφώνεται μια συναντίληψη στόχων και σκοπών. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου ριζοσπαστικού κινήματος γράφει: «Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου για τις ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο».

4. Τα γεγονότα του Μάη του 68

Έτσι φτάνουμε στον Μάη του 68 που αποτελεί μια σημαντική αλλά επιμέρους πλευρά και που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το γενικότερο πλαίσιο των κοσμοϊστορικών γεγονότων που περιγράφηκαν. Παρόλα αυτά, ο Μάης είναι που καταγράφεται ως σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Κι ενώ η έκρηξη θα έρθει τον Μάη του 68, το σπέρμα της προϋπάρχει αρκετό διάστημα πιο πριν. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60 παράλληλα με τον αγώνα που δίνει ο Αλγερινός λαός εναντία στους Γάλλους αποικιοκράτες, αναπτύσσεται ένα κίνημα αλληλεγγύης στον Αλγερινό λαό εντός της Γαλλίας. Η Ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βιετνάμ θα ξεσηκώσει τους Γάλλους νεολαίους. Από την πρώτη κιόλας στιγμή συγκροτούνται επιτροπές ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Πέρα όμως από τα παραπάνω στοιχεία και τον αναβρασμό στους κόλπους της νεολαίας, αυτό που οδήγησε στην εξέγερση είναι η κατάσταση που επικρατεί εκείνη την περίοδο στην Γαλλία. Η ενίσχυση του ρόλου των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού και του ανταγωνισμού. Η διαμόρφωση του προτύπου του εργάτη γρανάζι της παραγωγής, με κάθε του κίνηση συγκεκριμένη και αυτοματοποιημένη χωρίς καμία δημιουργικότητα και χωρίς να ξέρει τι παράγει. Η δημιουργία της λεγόμενης καταναλωτικής κοινωνίας είναι γεγονός, ενώ από την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση δε θα μπορούσε να λείπει η παιδεία. Τα παραπάνω θέτουν τα πλαίσια στα οποία διαμορφώνονται οι νέοι επιστήμονες: υπερεξειδικευμένοι και πάντα στην υπηρεσία των εταιριών και της παραγωγής. Παράλληλα πολλοί τομείς χτυπιούνται από την ανεργία. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, οικοδομούνται πανεπιστημιουπόλεις στις άκρες ή και έξω από τις πόλεις, σε μια προσπάθεια γκετοποίησης των ανήσυχων φοιτητών, ώστε να δυσκολεύει η επαφή τους με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας, ενώ σκληρά μέτρα καταστολής περιμένουν όσους αντιδρούν.

Οι κοινωνικές πιέσεις κάνουν τη σύγκρουση να μη θέλει και πολύ για να εκδηλωθεί. Οι προληπτικές συλλήψεις ακτιβιστών που εναντιώθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και οι συλλήψεις φοιτητών σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις θα φέρουν την αντίδραση των φοιτητών.

Στις 22 Μαρτίου, οι φοιτητές ως απάντηση στις μαζικές συλλήψεις καταλαμβάνουν το κτίριο της διοίκησης του Πανεπιστημίου της Ναντέρ. Δημιουργείται το κίνημα της 22 Μάρτη.

Στις 30 Απρίλη το πανεπιστήμιο της Ναντέρ κλείνει. Οι φοιτητές καταφεύγουν στην Σορβόννη.

Στις 3 του Μάη η αστυνομία επιτίθεται στους φοιτητές της Σορβόννης. Οι φοιτητές στήνουν οδοφράγματα και συγκρούονται με την αστυνομία. Είναι η πρώτη εκδήλωση της εξέγερσης που θα μείνει στην ιστορία ως Γαλλικός Μάης.

Στις 6 του Μάη πάνω από 30.000 διαδηλωτές είναι στους δρόμους. Οι φοιτητές τραγουδούν την «Διεθνή». Συλλαμβάνονται 422 φοιτητές. Τραυματίζονται 600 φοιτητές και 345 αστυνομικοί. Το κίνημα επεκτείνεται σε πολλές πόλεις της Γαλλίας που έχουν πανεπιστήμια. Ο υπουργός Παιδείας Αλέν Περφίτ απαγορεύει στον πρύτανη της Σορβόννης να ανοίξει το πανεπιστήμιο.

Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Μαΐου η εξέγερση των φοιτητών κορυφώνεται. 60 οδοφράγματα στήνονται στους δρόμους του Παρισιού. 720 άτομα τραυματίζονται ελαφρά, 367 σοβαρά.

13 Μάη κηρύσσεται γενική απεργία από τα συνδικάτα. 800.000 διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους. Η γενική απεργία απλώνεται σε όλη τη χώρα και παραλύει τα πάντα.

16 Μάη Γάλλοι εργάτες μαζί με φοιτητές καταλαμβάνουν εργοστάσια με πρώτο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενό. Ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού δηλώνει ότι οι φοιτητές «θα αντιληφθούν και θα υποστούν τη σιδηρά χείρα του νόμου»

20 Μάη όλη η χώρα έχει παραλύσει. Δέκα εκατομμύρια εργάτες απεργούν στη Γαλλία.

24 Μάη ο πρόεδρος, στρατηγός Ντε Γκωλ απειλεί με παραίτηση αν δεν εγκριθούν τα μέτρα που προτείνει στο δημοψήφισμα που προκηρύσσει για τον Ιούνιο. Το ίδιο βράδυ ξεσπούν τα βιαιότερα επεισόδια του Γαλλικού Μάη. Το χρηματιστήριο καίγεται.

27 Μάη η κυβέρνηση και συνδικάτα, υπογράφουν τις συμφωνίες της Γκρενέλ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ελπίζοντας σε εκτόνωση της κατάστασης υπογράφει συμφωνίες για γερές αυξήσεις στους μισθούς.

30 Μάη ο στρατηγός Ντε Γκωλ διαλύει την εθνοσυνέλευση και προκηρύσσει εκλογές στις 23 Ιουνίου. Στο μήνυμά του προς τον γαλλικό λαό τονίζει ότι υπάρχει «κίνδυνος κομμουνιστικής δικτατορίας».

Την επομένη, χιλιάδες Γάλλοι συμμετέχουν σε πορεία συμπαράστασης στον στρατηγό Ντε Γκωλ.

12 Ιουνίου επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος στην Γαλλία. Απαγορεύονται οι διαδηλώσεις και μια σειρά οργανώσεων της Αριστεράς.

Τα γεγονότα φανερώνουν ότι τέθηκαν για πρώτη φορά από φοιτητική νεολαία ανοιχτά πολιτικά αιτήματα με έντονο αντισυστημικό χαρακτήρα, ενώ εμφανίστηκε πρωτοφανής αλληλεγγύη και κοινότητα στόχων με κινήματα χωρών της Περιφέρειας, ενάντια στην αποικιοκρατία και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Την καθολική σπουδαστική εξέγερση ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, εταιριών κτλ. Η καταστολή συνοδεύτηκε από την κλασσική μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε», μιας και υπογράφτηκαν συμφωνίες για αυξήσεις στους μισθούς, προκειμένου να διασπάσουν το μέτωπο φοιτητών και εργαζόμενων. Κομβικό ρόλο σε αυτό το βρώμικο παιχνίδι διαδραμάτισαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που ελέγχονταν από το ΚΚ Γαλλίας. Το συγκεκριμένο κόμμα είχε καταγγελτική τοποθέτηση απέναντι στην εξέγερση, απαιτώντας την απομόνωση και το χτύπημα των «αριστερίστικων γκρουπούσκουλων», σε πλήρη σύμπνοια με το καθεστώς του τότε προέδρου, Ντε Γκωλ.

5. Η σαρωτική κριτική του Μάη

Η εξέγερση του Μάη ασκεί καθολική κριτική: Στο υπάρχον Πανεπιστήμιο, στην παρεχόμενη γνώση, στην εξάρτηση της επιστήμης από το κεφάλαιο. Στην καταναλωτική κοινωνία, στον αποξενωμένο άνθρωπο, στο συντηρητισμό. Στην τακτοποιημένη Αριστερά, στα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα. Στους εξοντωτικούς ρυθμούς εργασίας.

Ο Μάης ήταν πάνω από όλα κριτική. Εκτοξεύει δυσπιστία απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα και αφορά ένα ευρύ φάσμα εκφάνσεων, από την κατανάλωση και τον ρόλο της οικογένειας μέχρι τις διαπροσωπικές / ερωτικές σχέσεις και τον πολιτισμό.

Ο Μάης κάνει σαρωτική κριτική σε όλα. Επιστήμη, τέχνες, σεξ κλπ. Σε όλες τις λεγόμενες δευτερεύουσες αντιθέσεις. Και είναι προοδευτική κριτική. Όμως όλα αυτά θα ήταν είτε ρηχά, είτε μειοψηφικά, είτε ανώδυνα από τότε, αν δεν υπήρχε ισχυρό κίνημα που θα πατούσε στις βασικές αντιθέσεις, δηλαδή το αντιπολεμικό, το αντιιμπεριαλιστικό, τα εθνικοαπελευθερωτικά και σε τελική ανάλυση, το κομμουνιστικό, την γενική πεποίθηση που υπήρχε τότε ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, ποιοτικά ανώτερος, ο σοσιαλισμός. Η εμπορευματοποίηση άλλωστε και η προβολή δευτερευουσών, πλευρών της εξέγερσης που παράλληλα αποσιωπούσε το επαναστατικό πνεύμα που χαρακτήριζε την εποχή, ήταν μια έξυπνη τακτική προκειμένου να ξεδοντιαστεί η εξέγερση, να κοπεί το νήμα της από τις επόμενες γενιές και να χρησιμοποιηθεί ως μια ιδέα που μπορούσε να πουληθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από την άλλη η μεταγενέστερη ενσωμάτωση από τον καπιταλισμό μέρους της κριτικής του Μάη αποτέλεσε και μια ανάγκη του ίδιου του συστήματος για μια ανανέωση του.

50 χρόνια μετά, πλευρές αυτής της κριτικής (στον καθωσπρεπισμό, στην οικογένεια, στην ποπ κουλτούρα, στο σεξισμό, στην πατριαρχία, στο ρατσισμό) είναι ενεργές, είτε εμπορευματοποιημένες, είτε ως μέρος του προγράμματος μιας “ευαίσθητης” κεντροαριστεράς, ενώ σε άλλες δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφισβήτηση (όπως η επιστήμη και η γνώση) με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την έλλειψη ιεραρχήσεων και προτεραιοτήτων.

Έτσι το γυναικείο κίνημα και το κίνημα ενάντια στην πατριαρχία έγινε σπουδές φύλου, στα πανεπιστήμια των καπιταλιστικών μητροπόλεων ή βασική ατζέντα της Χίλαρι Κλίντον, ο αντιρατσισμός διαφημιστική καμπάνια της Μπένετον, η κριτική στην ανισότητα πρόσφατη διαφήμιση της Cosmote, το MTV πλασάρεται ως αντεργκράουντ, η Apple θα λανσαριστεί ως το σύμβολο της μάχης ενάντια στην τεχνοκρατία. Ενώ η οριζοντιότητα ενάντια στην ιεραρχία, η ελευθεριότητα ενάντια στον καθωσπρεπισμό, η ομαδικότητα ενάντια στον ατομισμό, η δήθεν ελεύθερη δημιουργικότητα ενάντια στην τυποποίηση έχει γίνει το σλόγκαν στα εργασιακά περιβάλλοντα των μεγάλων πολυεθνικών στο marketing και στις νέες τεχνολογίες. Facebook, Google, Amazon κοκ. Όσον αφορά τα στελέχη βέβαια, γιατί οι ανήλικοι εργάτες στην Ασία δουλεύουν, για τις ίδιες επιχειρήσεις, με όρους 19ου αιώνα.

Σε κάθε περίπτωση όλες οι παραπάνω αντιφάσεις δείχνουν κάτι. Ο καπιταλισμός χρειάζεται ανανέωση. Και χρειάζεται και το οραματικό και το ηθικό στοιχείο, σε ένα στεγνό κόσμο εμπορευμάτων. Χρειάζεται και τον ηδονισμό κόντρα στον πουριτανισμό, και να «ξεφεύγουμε» από έναν βαρετό κόσμο. Όλα τα αγοράζει, όλα μπορεί να τα ενσωματώσει, εκτός από την κριτική στο κέρδος, την εκμετάλλευση λαών και εθνοτήτων, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όλα τα διαχειρίζεται προς όφελος του εκτός από ένα κίνημα που ζητάει τη ριζική ανατροπή του.

6. Η Ανολοκλήρωτη θύελλα

Το 1968 αποτέλεσε μια ανολοκλήρωτη θύελλα που συγκλόνισε τον κόσμο. Δεν ανέτρεψε την καπιταλιστική κοινωνία, παρότι την υπέβαλε σε εξοντωτική κριτική. Δεν γέννησε μια ικανή για την ανατροπή Αριστερά, παρότι από τους κόλπους του ξεπήδησε ένας γαλαξίας ριζοσπαστικών τάσεων, κομμάτων και κινήσεων που άφησαν το στίγμα τους στους μετέπειτα αγώνες.

Ο Γαλλικός Μάης δε βασίστηκε στους καθιερωμένους πολιτικούς σχηματισμούς. Υπήρχε αδυναμία να συγκροτηθεί ένας φορέας ικανός να δώσει κατεύθυνση και οργάνωση στον αγώνα. Το ΚΚΓ έδρασε όπως είπαμε πυροσβεστικά και άλλες μικρότερες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς μόλις γεννιόντουσαν και περιοριζόντουσαν κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους.

Η σχέση αυθόρμητου – συνειδητού είναι ένα πρόβλημα που δεν έλυσε ο Μάης. Ίσως και να μην μπορούσε. Ακόμα και έτσι όμως, η αναλογία της οργανωμένης αριστεράς με τον κόσμο που συμμετείχε στην εξέγερση αριθμητικά και ποιοτικά ήταν πολύ μεγάλη, ειδικά σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα. Και σε αυτό το σημείο προκύπτει ότι τη σχέση αυθόρμητου συνειδητού πρέπει να τη βλέπει κανείς στο ιστορικό της πλαίσιο. Σήμερα είμαστε πολύ πιο πίσω όσον αφορά το συνειδητό στοιχείο. Βρισκόμαστε σε εποχή που στόχο αποτελεί η συγκρότηση συνειδητού υποκειμένου και όχι η γενικά η διάχυση σε αυθόρμητες κινητοποιήσεις.

7. Επιστροφή στην κανονικότητα;

Ο Γαλλικός Μάης, όπως και το Ιταλικό φθινόπωρο ήταν εξεγέρσεις στα όρια της επαναστατικής κατάστασης, κρίσιμες για το που θα γύρει ο συσχετισμός και στη Δύση. Δεν ήταν λοιπόν, παράξενο που ακτινοβόλησε στην νεολαία της Δύσης μια κίνηση στα πρότυπα της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης και ενάντια στον προβαλλόμενο ως σοσιαλισμό από την Σοβιετική Ένωση. Έτσι άλλωστε, εξηγείται και η λυσσαλέα πολεμική από τα σοβιετόφιλα Κ.Κ. Ο ρόλος που έπαιξαν τα ΚΚ αυτών των χωρών, και όχι μόνο, ήταν καθοριστικός, καθώς είχαν αποποιηθεί τον επί της ουσίας ρόλο ενός κομμουνιστικού κόμματος εδώ και πολλά χρόνια. Η προσαρμογή τους, η σταδιακή ένταξή τους στο σύστημα, η αποδοχή της ΕΣΣΔ «της συνεργασίας» ως ηγέτιδας δύναμης, είναι κάποια από τα στοιχεία που διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για όσα έμελλε να ακολουθήσουν.

Ο βρώμικος ρόλος που διαδραμάτισε ένα τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο, ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μη επικράτηση του άλλου τμήματος, του ζωντανού, του ελπιδοφόρου είναι μια μεγάλη κουβέντα που ξεφεύγει από τα όρια της σημερινής συζήτησης. Το σίγουρο όμως είναι ότι στο κομμουνιστικό κίνημα έγιναν επιλογές μέχρι να φτάσουμε στην τυπική κατάρρευση του 89. Σήμερα μιλάμε στο φόντο της ήττας εκείνης, αλλά η αποκομμουνιστικοποίηση συντελούνταν για δεκαετίες. Η τελική εξέλιξη των γεγονότων δεν αποτελεί ένα μοιραίο γεγονός. Ήταν ζήτημα επιλογών, στρατηγικών, συσχετισμών. Και υπήρχαν διαφορετικές επιλογές, ώστε τα πράγματα να πάνε αλλιώς σε παγκόσμιο επίπεδο, άσχετα με το αν αυτές οι επιλογές δεν έγιναν ποτέ πλειοψηφικές.

8. Κληρονομιά για αξιοποίηση, κληρονομιά για κριτική

Σήμερα ο Μάης παρουσιάζεται ακίνδυνος από το σύστημα. Κάποιοι λένε ότι ο Μάης του 68 δεν ανανέωσε το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό, ενσωματώνοντας πλευρές της κριτικής της εξέγερσης και αφήνοντας στο απυρόβλητο την συνολική κριτική. Ο Γαλλικός Μάης όμως, όπως και το σύνολο των κινημάτων αυτών, είχαν κάτι πιο βαθύ. Παρόλες τις αδυναμίες του, εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, εναντιώθηκε στην επιχειρούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και στάθηκε αλληλέγγυα σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για τους παραπάνω λόγους η αναταραχή των δεκαετιών 60, 70 καταπολεμήθηκε λυσσασμένα και από τα δεξιά και από τα «αριστερά».

Ο Μάης λοιπόν, αφήνει παρακαταθήκες.

Η πρώτη και η πιο σημαντική είναι ότι είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι. Ακόμα και αν δεν έχεις εγγύηση επιτυχίας, ακόμα και αν η εξέγερση είναι αυθόρμητη και όχι μπολσεβίκικα σχεδιασμένη, ακόμα και αν ξέρεις ότι τα καύσιμα δεν επαρκούν. Η εξέγερση είναι δίκαιη.

Η δεύτερη παρακαταθήκη προέρχεται και αυτή από ένα μαοϊκό σύνθημα. Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε. Είναι περίεργο αυτό το σύνθημα με τα τρία ρήματα, αλλά είναι βαθύ και ουσιαστικό. Και αφορά όχι μόνο αυτό που έγινε (τόλμη για αγώνα) αλλά και αυτό που δεν έγινε (τόλμη -και προϋποθέσεις- για νίκη).

Η τρίτη παρακαταθήκη έρχεται από μια φράση της Λούξεμπουργκ. Θα νικήσουμε γιατί δεν χάσαμε την ικανότητά μας να μαθαίνουμε. Η αρνητική έκβαση μιας εξέγερσης ή μιας επανάστασης δεν κρίνει τελεσίδικα τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις. Εδώ πρέπει να επανέλθουμε στην «αυθάδεια» για την οποία μιλήσαμε στην αρχή. Να κοιτάξουμε τον Μάη και την έκρηξη του 1968 ως αυτό που ήταν με το μεγαλείο του αλλά και τα όρια και τις υπαρκτές του αντιφάσεις. Και να δουλέψουμε για να υπερβούμε τα όρια που περιγελούν διαρκώς τις προσδοκίες μας.

Η τέταρτη παρακαταθήκη αφορά την ανάγκη της γενικευμένης αμφισβήτησης. Η νεολαία πρέπει σήμερα να αμφισβητήσει. Δεν αμφισβητεί, και χωρίς αμφισβήτηση δε μπορεί να γεννήσει νέες ιδέες και κίνηση. Να αμφισβητήσει τα προγράμματα σπουδών στη σχολή, το επάγγελμα που θα κάνει, τον καταναλωτισμό, την μαζική κουλτούρα, τα social media, το ρατσισμό και πρώτα απ’ όλα τον ιμπεριαλισμό.

Τέλος, για τη σύγχρονη αριστερά δεν είναι το 1968 αυτό που θα δώσει την αποφασιστική ώθηση στη θεωρία και την πρακτική. Ακόμη και αν πολλοί βλέπουν σε αυτή την περίοδο τη γέννηση της σημερινής Αριστεράς. Ο Μάης ήταν η έκρηξη των αντιφάσεων του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα, έχουμε διαφορετικά καθήκοντα και με αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε και να απαντήσουμε. Πηγαίνοντας πενήντα χρόνια πίσω, στο Μάη του 68, αλλά και εκατό χρόνια πίσω στον Οκτώβρη του 17, αντλώντας από το παρελθόν υλικό για το παρόν και το μέλλον.

Σήμερα βοά εκκωφαντικά η ανάγκη της συγκρότησης υποκειμένων που θα μπορούν να ανασκοπήσουν από την ιστορική ήττα του εικοστού αιώνα, να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να ανασυγκροτήσουν δυνάμεις, να αναστηλώσουν τα μνημεία μας και τις αναφορές μας, αλλά κυρίως να οριοθετήσουν τα χαρακώματα και τις θέσεις μάχης που σήμερα έχουμε ανάγκη.

Καρλ Μαρξ

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 του Μάη 1818, με το νέο ημερολόγιο, στην πόλη Τριρ (παραρήνια Πρωσία). Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, εβραίος· το 1824 ασπάστηκε τον προτεσταντισμό. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, καλλιεργημένη, όχι όμως επαναστατική. Αφού τέλειωσε το γυμνάσιο του Τριρ ο Μαρξ πήγε στο Πανεπιστήμιο, στην αρχή στη Βόνη και έπειτα στο Βερολίνο, και σπούδασε νομικά, προπαντός όμως ιστορία και φιλοσοφία. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο το 1841 με μια διδακτορική διατριβή για τη Φιλοσοφία του Επίκουρου. Όσο για τις αντιλήψεις του, ο Μαρξ εκείνη την εποχή ήταν ακόμη χεγκελιανός-ιδεαλιστής. Στο Βερολίνο ανήκε στον κύκλο των αριστερών-χεγκελιανών (Μπρούνο Μπάουερ κ.ά.), που προσπαθούσαν να βγάλουν από τη Φιλοσοφία του Χέγκελ αθεϊστικά και επαναστατικά συμπεράσματα.

Όταν τέλειωσε το Πανεπιστήμιο, ο Μαρξ εγκαταστάθηκε στη Βόνη, με σκοπό να γίνει καθηγητής του Πανεπιστημίου. Η αντιδραστική όμως πολιτική της κυβέρνησης, που το 1832 αφαίρεσε την έδρα από τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ και το 1836 αρνήθηκε να τον επαναφέρει στο Πανεπιστήμιο ενώ το 1841 απαγόρευσε στο νεαρό καθηγητή Μπρούνο Μπάουερ να διδάσκει στη Βόνη, ανάγκασε τον Μαρξ να εγκαταλείψει τη σταδιοδρομία του καθηγητή. Η εξέλιξη των ιδεών του αριστερού χεγκελιανισμού έκανε εκείνο τον καιρό πολύ γρήγορα βήματα στη Γερμανία. Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ άρχισε, ιδιαίτερα από το 1836, να επικρίνει τη θεολογία και να στρέφεται προς τον υλισμό, στον όποιο προσχωρεί οριστικά το 1841 (Η Ουσία του Χριστιανισμού)· το 1843 βγήκε το βιβλίο του Οι Βασικές Θέσεις της Φιλοσοφίας του Μέλλοντος. «Έπρεπε να υποστεί κανείς την απολυτρωτική επίδραση αυτών των βιβλίων» –έγραφε αργότερα ο Έγκελς για τα έργα αυτά του Φόιερμπαχ. «Εμείς» (δηλαδή οι αριστεροί χεγκελιανοί, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Μαρξ) «γίναμε αμέσως φοϊερμπαχικοί». Εκείνο τον καιρό οι ριζοσπάστες αστοί της Ρηνανίας, που είχαν σημεία επαφής με τους αριστερούς χεγκελιανούς, ίδρυσαν στην Κολωνία μια αντιπολιτευόμενη εφημερίδα: την «Εφημερίδα του Ρήνου» (άρχισε να βγαίνει την 1 του Γενάρη του 1842). Ο Μαρξ και ο Μπρούνο Μπάουερ κλήθηκαν σαν κυριότεροι συνεργάτες· τον Οχτώβρη του 1842 ο Μαρξ ανέλαβε διευθυντής της εφημερίδας και μετοίκησε από τη Βόννη στην Κολωνία. Με τη διεύθυνση του Μαρξ η επαναστατική-δημοκρατική κατεύθυνση της εφημερίδας γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη· η κυβέρνηση στην αρχή επέβαλε στην εφημερίδα διπλή και τριπλή λογοκρισία και μετά την 1 του Γενάρη του 1843, αποφάσισε να την κλείσει εντελώς. Ο Μαρξ βρέθηκε τότε υποχρεωμένος να φύγει από διευθυντής, η αποχώρηση του όμως δεν έσωσε την εφημερίδα, που κλείστηκε το Μάρτη του 1843. Από τα πιο βαρυσήμαντα άρθρα του Μαρξ στην «Εφημερίδα του Ρήνου» ο Έγκελς σημειώνει, εκτός απ’ αυτά που αναφέρονται παρακάτω και ένα άρθρο για την κατάσταση των αγροτών-αμπελουργών της κοιλάδας του Μόζε. Η δημοσιογραφική δουλιά έδειξε στον Μαρξ ότι δεν ήξερε αρκετά καλά την πολιτική οικονομία και γι’ αυτό καταπιάστηκε με ζήλο με τη μελέτη της.

Το 1843 ο Μαρξ παντρεύτηκε στο Κρόιτσναχ την Τζένη φον Βεστφάλεν, παιδική του φίλη που την είχε αρραβωνιαστεί, όταν ήταν ακόμη φοιτητής. Η γυναίκα του προερχόταν από μια αντιδραστική αριστοκρατική οικογένεια της Πρωσίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός της έγινε υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας σε μια από τις πιο αντιδραστικές εποχές, το 1850-1858. Το φθινόπωρο του 1843 ο Μαρξ πήγε στο Παρίσι για να εκδόσει στο εξωτερικό ένα ριζοσπαστικό περιοδικό μαζί με τον Άρνολντ Ρούγκε (1802-1880, αριστερός χεγκελιανός. Το 1825-1830 ήταν φυλακή, υστέρα από το 1848 εκπατρισμένος· στα 1866-1870 οπαδός του Μπίσμαρκ). Βγήκε μόνο το πρώτο τεύχος αυτού του περιοδικού με τον τίτλο «Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά». Το περιοδικό έπαψε να βγαίνει λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε η παράνομη κυκλοφορία του στη Γερμανία και λόγω διαφωνιών με τον Ρούγκε. Στα άρθρα του σ’ αυτό το περιοδικό ο Μαρξ παίρνει ήδη επαναστατική θέση, κηρύσσει «αμείλικτη κριτική σε καθετί που υπάρχει» και ιδιαίτερα «κριτική των όπλων» και κάνει έκκληση στις μάζες και το προλεταριάτο.

Το Σεπτέμβρη του 1844 ήρθε στο Παρίσι για μερικές μέρες ο Φρίντριχ Έγκελς, που έγινε από τότε ο πιο στενός φίλος του Μαρξ. Μαζί έπαιρναν ενεργότατο μέρος στην τοτινή κοχλάζουσα ζωή των επαναστατικών ομάδων του Παρισιού (ιδιαίτερη σημασία είχε η θεωρία του Προυντόν, που ο Μαρξ την καταπολέμησε αποφασιστικά στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας το 1847) και επεξεργάστηκαν –παλεύοντας επίμονα ενάντια στις διάφορες θεωρίες του μικροαστικού σοσιαλισμού– τη θεωρία και την τακτική του επαναστατικού προλεταριακού σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού (μαρξισμού). Βλ. τα έργα του Μαρξ εκείνης της εποχής, του 1844-1848, στη Βιβλιογραφία που ακολουθεί. Το 1845, υστέρα από επιμονή της πρωσικής κυβέρνησης, ο Μαρξ απελάθηκε από το Παρίσι σαν επικίνδυνος επαναστάτης και πήγε στις Βρυξέλλες. Την άνοιξη του 1847 ο Μαρξ και ο Έγκελς προσχώρησαν σε μια μυστική προπαγανδιστική εταιρία, την Ένωση των Κομμουνιστών και πήραν μέρος στο II Συνέδριο αυτής της Ένωσης (Νοέμβρης 1847 στο Λονδίνο), όπου έπαιξαν εξέχοντα ρόλο. Με εντολή του συνεδρίου σύνταξαν το περίφημο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που βγήκε το Φλεβάρη του 1848. Στο έργο αυτό εκτίθεται με μεγαλοφυή σαφήνεια και διαύγεια η νέα κοσμοαντίληψη, ο συνεπής υλισμός που αγκαλιάζει και την περιοχή της κοινωνικής ζωής, η διαλεκτική σαν η πιο ολόπλευρη και η πιο βαθιά διδασκαλία της εξέλιξης, η θεωρία της ταξικής πάλης και ο κοσμοϊστορικός επαναστατικός ρόλος του προλεταριάτου, του δημιουργού της νέας, της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη του 1848, ο Μαρξ απελάθηκε από το Βέλγιο. Ξαναγύρισε στο Παρίσι κι από κει, υστέρα από την επανάσταση του Μάρτη, πήγε στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην Κολωνία. Εκεί άρχισε να βγαίνει από την 1 του Ιούνη 1848 ως τις 19 του Μάη 1849 η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου»· διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μαρξ. Η νέα θεωρία επιβεβαιώθηκε περίλαμπρα από την πορεία των επαναστατικών γεγονότων του 1848-1849, όπως επιβεβαιώθηκε αργότερα και από όλα τα προλεταριακά και δημοκρατικά κινήματα όλων των χωρών του κόσμου. Η αντεπανάσταση που νίκησε, στην αρχή παρέπεμψε τον Μαρξ σε δίκη (αθωώθηκε στις 9 του Φλεβάρη 1849) και μετά τον απέλασε από τη Γερμανία (στις 16 του Μάη 1849). Ο Μαρξ πήγε στην αρχή στο Παρίσι, απελάθηκε και από εκεί υστέρα από τη διαδήλωση της 13 του Ιούνη του Ι849 και πήγε στο Λονδίνο, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του.

Οι συνθήκες της ζωής του σαν εκπατρισμένου, όπως βγαίνει ανάγλυφα από την αλληλογραφία του με τον Έγκελς (εκδόθηκε το 1913), ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η ανέχεια έπνιγε κυριολεκτικά τον Μαρξ και την οικογένεια του. Αν δεν υπήρχε η αδιάκοπη, γεμάτη αυταπάρνηση οικονομική ενίσχυση του Έγκελς, ο Μαρξ όχι μόνο δεν θα μπορούσε να τελειώσει Το Κεφάλαιο, αλλά και θα χανόταν αναπόφευκτα από τη φτώχεια και τις στερήσεις. Εκτός απ’ αυτό, οι θεωρίες και τα ρεύματα του μικροαστικού και γενικότερα του μη προλεταριακού σοσιαλισμού που κυριαρχούσαν τότε, ανάγκαζαν τον Μαρξ να διεξάγει συνεχώς αμείλικτο αγώνα και κάποτε να αποκρούει τις πιο λυσσαλέες και άγριες προσωπικές επιθέσεις. Μένοντας μακριά από τους κύκλους των εκπατρισμένων, ο Μαρξ σε μια σειρά ιστορικές εργασίες (βλ. τη Βιβλιογραφία) επεξεργαζόταν την υλιστική του θεωρία, αφιερώνοντας τις δυνάμεις του κυρίως στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας. Την επιστήμη αύτη ο Μαρξ την επαναστατικοποίησε (βλ. παρακάτω τη διδασκαλία του Μαρξ) στα έργα του Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) και Το Κεφάλαιο (τόμ. Ι, 1867).

Η εποχή της αναζωογόνησης των δημοκρατικών κινημάτων στα τέλη της δεκαετίας 1850-1860 και στη διάρκεια της δεκαετίας 1860-1870 κάλεσε ξανά τον Μαρξ στην πρακτική δράση. Το 1864 (28 του Σεπτέμβρη) ιδρύθηκε στο Λονδίνο η ονομαστή Ι Διεθνής, η Διεθνής Ένωση των Εργατών. Ο Μαρξ ήταν η ψυχή αυτής της οργάνωσης, ήταν εκείνος που έγραψε την πρώτη Διακήρυξη της και μια σειρά αποφάσεις, δηλώσεις και διακηρύξεις της. Ο Μαρξ, συνενώνοντας το εργατικό κίνημα των διαφόρων χωρών, προσπαθώντας να κατευθύνει στην κοίτη μιας κοινής δράσης τις διάφορες μορφές τού μη προλεταριακού, του προμαρξικοϋ σοσιαλισμού (Ματζίνι, Προυντόν, Μπακούνιν, αγγλικός φιλελεύθερος τρεϊντ-γιουνιονισμός, λασαλικές ταλαντεύσεις προς τα δεξιά στη Γερμανία κτλ.) και καταπολεμώντας τις θεωρίες όλων αυτών των αιρέσεων και μικροσχολών, σφυρηλάτησε μια ενιαία τακτική της προλεταριακής πάλης της εργατικής τάξης των διαφόρων χωρών. Ύστερα από την πτώση της Κομμούνας του Παρισιού (1871), που ο Μαρξ την έκρινε τόσο βαθυστόχαστα, τόσο εύστοχα, τόσο λαμπρά και από την άποψη ενός ανθρώπου της δράσης και ενός επαναστάτη (Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία του 1871), και υστέρα από τη διάσπαση της Διεθνούς από τους μπακουνιστές, έγινε αδύνατη η παραμονή της Διεθνούς στην Ευρώπη. Ο Μαρξ μετά το συνέδριο της Διεθνούς στη Χάγη (1872) εξασφάλισε τη μεταφορά του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς στη Νέα Υόρκη. Η Ι Διεθνής εκπλήρωσε έτσι τη διεθνή της αποστολή και παραχώρησε τη θέση της σε μια εποχή απροσμέτρητα πιο μεγάλης ανόδου του εργατικού κινήματος σε όλες τις χώρες του κόσμου, συγκεκριμένα στην εποχή της ανάπτυξης του σε πλάτος, στην εποχή της δημιουργίας μαζικών σοσιαλιστικών εργατικών κομμάτων στα πλαίσια κάθε εθνικού κράτους

Η εντατική δράση στη Διεθνή και η ακόμη πιο εντατική απασχόληση του Μαρξ υπόσκαψαν οριστικά την υγεία του. Συνέχισε το ξαναδούλεμα της πολιτικής οικονομίας και την αποπεράτωση του Κεφαλαίου, συγκεντρώνοντας ένα σωρό καινούργιο υλικό και μελετώντας μια σειρά γλώσσες (λογουχάρη τη ρωσική), μα η αρρώστια δεν τον άφησε να τελειώσει το Κεφάλαιο.

Στις 2 του Δεκέμβρη 1881 πέθανε η γυναίκα του. Στις 14 του Μάρτη 1883 ο Μαρξ αποκοιμήθηκε ήσυχα και για πάντα στην πολυθρόνα του. Τον έθαψαν δίπλα στη γυναίκα του, στο νεκροταφείο του Χάιγκεϊτ του Λονδίνου. Από τα παιδιά του Μαρξ ορισμένα πέθαναν μικρά στο Λονδίνο, τότε που η οικογένεια δυστυχούσε πολύ. Οι τρεις κόρες του παντρεύτηκαν με σοσιαλιστές της Αγγλίας και της Γαλλίας: η Ελεονόρα Έβελιγκ, η Λάουρα Λαφάργκ και η Τζένη Λογκέ. Ο γιος της τελευταίας είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

Μαρξισμός είναι το σύστημα των αντιλήψεων και της διδασκαλίας του Μαρξ. Ο Μαρξ είναι εκείνος που συνέχισε και ολοκλήρωσε με μεγαλοφυΐα τα τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα του 19ου αιώνα, που άνηκαν στις τρεις πιο προηγμένες χώρες της ανθρωπότητας: την κλασική γερμανική Φιλοσοφία, την κλασική αγγλική Πολιτική Οικονομία και το γαλλικό Σοσιαλισμό σε συνδυασμό με τις γαλλικές επαναστατικές διδασκαλίες γενικότερα. Η αναγνωρισμένη ακόμη και από τους αντίπαλους του Μαρξ αξιοθαύμαστη συνέπεια και ενότητα των απόψεων του, που στο σύνολο τους μας δίνουν το σύγχρονο υλισμό και το σύγχρονο επιστημονικό σοσιαλισμό, σαν θεωρία και σαν πρόγραμμα του εργατικού κινήματος όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου, μας υποχρεώνει να προτάξουμε από την έκθεση του κύριου περιεχομένου του μαρξισμού, συγκεκριμένα της οικονομικής διδασκαλίας του Μαρξ, μια σύντομη σκιαγραφία της κοσμοαντίληψης του γενικά.

Ο Φιλοσοφικός Υλισμός

Ο Μαρξ, από το 1844-1845, που αποκρυσταλλώθηκαν οι απόψεις του, ήταν υλιστής και ειδικά οπαδός του Λουδοβίκου Φόιερμπαχ. Σχετικά με τον Φόιερμπαχ είχε τη γνώμη και αργότερα, ότι οι αδύνατες πλευρές του συνίστανται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο υλισμός του δεν ήταν αρκετά συνεπής και ολόπλευρος. Ο Μαρξ έβλεπε την κοσμοϊστορική σημασία του Φόιερμπαχ, που «άφησε εποχή», ακριβώς στην αποφασιστική του ρήξη με τον ιδεαλισμό του Χέγκελ και στη διακήρυξη του υλισμού, που ακόμη στο «18ο αιώνα, ιδιαίτερα στη Γαλλία, ήταν αγώνας όχι μόνο ενάντια στους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς, μα και ενάντια στη θρησκεία και στη θεολογία, όπως και… ενάντια σε κάθε μεταφυσική» (με την έννοια της «εκστατικής θεώρησης» σε αντιδιαστολή από τη «νηφάλια φιλοσοφία») (Η Αγία Οικογένεια στη Φιλοσοφική Κληρονομιά). «Για τον Χέγκελ –έγραφε ο Μαρξ– το προτσές της νόησης, που με το όνομα ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού… Για μένα, αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, πρόλογος στη 2η έκδοση). Ο Φρ. Έγκελς, συμφωνώντας απόλυτα με την υλιστική αυτή Φιλοσοφία του Μαρξ και εκθέτοντας την έγραφε στο Αντιντίριγκ (βλ.): –ο Μαρξ διάβασε αυτό το έργο από το χειρόγραφο– «…Η ενότητα του κόσμου δεν συνίσταται στο Είναι του, αλλά στην υλικότητά του και η υλικότητα αυτή αποδείχνεται… με μια μακρόχρονη και επίμονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και της φυσιογνωσίας… Η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης. Ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει ύλη χωρίς κίνηση, κίνηση χωρίς ύλη… Αν βάλουμε το ερώτημα… τί είναι νόηση και συνείδηση και από που προέρχονται, θα δούμε ότι είναι προϊόντα του ανθρώπινου μυαλού και ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι προϊόν της Φύσης, που αναπτύχθηκε μέσα στη γνωστή φυσική κατάσταση και μαζί μ’ αυτήν. Έτσι είναι αυτονόητο ότι τα προϊόντα του ανθρώπινου μυαλού, που σε τελευταία ανάλυση είναι επίσης προϊόντα της Φύσης, δεν αντιφάσκουν με την υπόλοιπη αλληλουχία της Φύσης, αλλά ανταποκρίνονται σ’ αυτήν». «Ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής, με άλλα λόγια, γι’ αυτόν οι σκέψεις του μυαλού του δεν ήταν απεικονίσεις (Abbilder, κάποτε ο Έγκελς μιλάει για «έκτυπα») λιγότερο η περισσότερο αφηρημένες των πραγματικών αντικειμένων και γεγονότων, αλλά αντίθετα τα πράγματα και η ανάπτυξη τους ήταν γι’ αυτόν οι πραγματοποιημένες απεικονίσεις της ιδέας που υπήρχε κιόλας κάπου πριν από τον κόσμο». Στο έργο του Λουδοβίκος Φόιερμπαχ, όπου ο Φρ. Έγκελς εκθέτει τις απόψεις του και τις απόψεις του Μαρξ για τη Φιλοσοφία του Φόιερμπαχ και που ο Έγκελς το έστειλε για εκτύπωση, αφού προηγούμενα διάβασε το παλιό χειρόγραφο που είχε γραφεί από τον ίδιο και τον Μαρξ το 1844-1845 πάνω στο ζήτημα του Χέγκελ, του Φόιερμπαχ και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ο Έγκελς γράφει: «Το μεγάλο θεμελιακό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της νεότερης φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της σχέσης νόησης και Είναι, πνεύματος και Φύσης… ποιό είναι το πρωταρχικό: το πνεύμα ή η Φύση… Ανάλογα με τον τρόπο που απαντούσαν σ’ αυτό το ερώτημα οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Όσοι ισχυρίζονταν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν από τη Φύση και συνεπώς έτσι ή αλλιώς αναγνώριζαν τη δημιουργία του κόσμου… αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι που θεωρούσαν σαν πρωταρχικό τη Φύση άνηκαν στις διάφορες σχολές του υλισμού». Κάθε άλλη χρησιμοποίηση των εννοιών του (φιλοσοφικού) ιδεαλισμού και υλισμού οδηγεί απλώς σε σύγχιση. Ο Μαρξ απόρριπτε κατηγορηματικά όχι μόνο τον ιδεαλισμό, που πάντα συνδεόταν έτσι είτε αλλιώς με τη θρησκεία, αλλά και τη διαδομένη, ιδιαίτερα στις μέρες μας, άποψη του Χιουμ και του Καντ, τον αγνωστικισμό, τον κριτικισμό, το θετικισμό, με τις διάφορες μορφές τους· κάθε παρόμοια φιλοσοφία την θεωρούσε «αντιδραστική» παραχώρηση στον ιδεαλισμό και στην καλύτερη περίπτωση «ντροπαλή αποδοχή από την πίσω πόρτα του υλισμού και απάρνησή του μπροστά στα μάτια του κόσμου». Βλέπε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, εκτός από τα αναφερόμενα έργα του Έγκελς και του Μαρξ και το γράμμα του τελευταίου προς τον Έγκελς της 12 του Σεπτέμβρη 1868, όπου ο Μαρξ, σημειώνοντας την «πιο υλιστική», απ’ ό,τι συνήθως, εκδήλωση του γνωστού φυσιοδίφη Τ. Χάξλι και την ομολογία του ότι, εφόσον «παρατηρούμε και νοούμε κατά τρόπο πραγματικό, δεν μπορούμε ποτέ να εγκαταλείψουμε το έδαφος του υλισμού», τον κατηγορεί ότι ανοίγει ένα «παραθυράκι» στον αγνωστικισμό, στο χιουμισμό. Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί η άποψη του Μαρξ για τη σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα: «τυφλή είναι η αναγκαιότητα μόνο όταν δεν έχει κατανοηθεί. Ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας» (Έγκελς στο Αντιντίριγκ) = η αναγνώριση της αντικειμενικής νομοτέλειας της Φύσης και της διαλεκτικής μετατροπής της αναγκαιότητας σε ελευθερία (παράλληλα με τη μετατροπή του άγνωστου, όμως γνώσιμου, «πράγματος καθεαυτού» σε «πράγμα για μας», της «ουσίας των πραγμάτων» σε «φαινόμενα»). Ο Μαρξ και ο Έγκελς θεωρούσαν βασική ανεπάρκεια του «παλιού» υλισμού μαζί και του υλισμού του Φόιερμπαχ (και πολύ περισσότερο του «χυδαίου» υλισμού των Μπίχνερ-Φόχτ-Μολεσότ) (1) το ότι ο υλισμός αυτός ήταν «κυρίως μηχανιστικός» και δεν έπαιρνε : υπόψη του τη νεότερη εξέλιξη της χημείας και της βιολογίας (και στις μέρες μας θα έπρεπε ακόμη να προσθέσουμε: και της ηλεκτρικής θεωρίας της ύλης)· (2) το ότι ο παλιός υλισμός δεν ήταν ιστορικός, δεν ήταν διαλεκτικός (ήταν μεταφυσικός με την έννοια της αντιδιαλεκτικής), δεν εφάρμοζε με συνέπεια και ολόπλευρα την άποψη της εξέλιξης· (3) το ότι η «ουσία του ανθρώπου» κατανοούνταν απ’ αυτούς αφηρημένα και όχι σαν «σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων» (καθορισμένων συγκεκριμένα-ιστορικά) και γι’ αυτό ο υλισμός αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο παρά «να εξηγεί» τον κόσμο, ενώ το ζήτημα έγκειται στην «αλλαγή» του, με άλλα λόγια δεν καταλάβαινε τη σημασία της «επαναστατικής πρακτικής δράσης».

Η Διαλεκτική

Ο Μαρξ και ο Έγκελς θεωρούσαν ότι η διαλεκτική του Χέγκελ, η πιο ολόπλευρη, πλουσιότατη σε περιεχόμενο και πολύ βαθιά διδασκαλία για την εξέλιξη, ήταν το μεγαλύτερο απόκτημα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Κάθε άλλη διατύπωση της αρχής της ανάπτυξης, της εξέλιξης, την θεωρούσαν μονόπλευρη, φτωχή σε περιεχόμενο, την θεωρούσαν παραμόρφωση και διαστροφή της πραγματικής πορείας ανάπτυξης (που συχνά συντελείται με άλματα, καταστροφές και επαναστάσεις) στη Φύση και στην κοινωνία. «Μπορεί να ειπωθεί ότι ο Μαρξ και εγώ είμασταν οι μόνοι σχεδόν που βάλαμε μπροστά μας το καθήκον να σώσουμε» (από την καταστροφή του ιδεαλισμού, καθώς και του χεγκελιανισμού) «τη συνειδητή διαλεκτική και να την μεταφέρουμε στην υλιστική αντίληψη της Φύσης». «Η Φύση είναι η επιβεβαίωση της διαλεκτικής και πρέπει να πούμε ότι οι νεότερες φυσικές επιστήμες δείχνουν ότι η επιβεβαίωση αύτη είναι ασυνήθιστα πλούσια» (αυτό έχει γραφεί πριν ανακαλυφθούν το ράδιο, τα ηλεκτρόνια, η μεταστοιχείωση κτλ.!), «που συσσωρεύει καθημερινά ένα σωρό υλικό και αποδείχνει ότι σε τελευταία ανάλυση τα πράγματα στη Φύση γίνονται διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά».

«Η μεγάλη θεμελιακή ιδέα,–γράφει ο Έγκελς– ότι τον κόσμο δεν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σαν σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα, αλλά σαν σύμπλεγμα από προτσές, όπου τα πράγματα, τα φαινομενικά σταθερά, καθώς και οι ιδεατές απεικονίσεις στο κεφάλι μας, οι έννοιες, βρίσκονται σε αδιάκοπη αλλαγή, πότε εμφανίζονται και πότε εκμηδενίζονται –η μεγάλη αυτή θεμελιακή ιδέα έγινε, ιδιαίτερα από την εποχή του Χέγκελ, σε τέτοιο βαθμό κοινή συνείδηση, που είναι ζήτημα αν θα την αμφισβητήσει κανείς στη γενική της μορφή. Άλλο πράγμα όμως είναι να την παραδέχεσαι στα λόγια και άλλο να την εφαρμόζεις σε κάθε χωριστή περίπτωση και σε κάθε δοσμένο πεδίο έρευνας». «Για τη διαλεκτική φιλοσοφία τίποτε δεν είναι μια για πάντα καθορισμένο, απόλυτο, ιερό. Παντού και σε όλα η διαλεκτική φιλοσοφία βλέπει τη σφραγίδα της αναπόφευκτης πτώσης και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί μπροστά της, εκτός από το αδιάκοπο προτσές της γέννησης και της εκμηδένισης, εκτός από το ατελεύτητο ανέβασμα από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη. Και η ίδια δεν είναι παρά μια απλή αντανάκλαση αυτού του προτσές στον σκεπτόμενο εγκέφαλο». Έτσι η διαλεκτική, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι η «επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης, τόσο του εξωτερικού κόσμου όσο και της ανθρώπινης νόησης».

Αυτή την πλευρά, την επαναστατική, της φιλοσοφίας του Χέγκελ την αποδέχτηκε και την ανάπτυξε ο Μαρξ. Ο διαλεκτικός υλισμός «δεν έχει ανάγκη από καμιά φιλοσοφία που να στέκεται πάνω από τις άλλες επιστήμες». Από την παλιά φιλοσοφία παραμένει μόνο «η διδασκαλία της νόησης και των νόμων της –η τυπική λογική και η διαλεκτική». Η διαλεκτική όμως, στην αντίληψη του Μαρξ, όπως και του Χέγκελ, περικλείνει μέσα της εκείνο που σήμερα ονομάζεται γνωσιοθεωρία, γνωσιολογία, που πρέπει να εξετάζει το αντικείμενο της εξίσου ιστορικά, μελετώντας και γενικεύοντας την προέλευση και την ανάπτυξη της γνώσης, το πέρασμα από τη μη γνώση στη γνώση.

Στον καιρό μας η ιδέα της ανάπτυξης, της εξέλιξης, μπήκε σχεδόν ολοκληρωτικά στην κοινωνική συνείδηση, μα μπήκε από άλλους δρόμους, όχι μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ.

Ωστόσο η ιδέα αυτή με τη διατύπωση που της έδοσαν ο Μαρξ και ο Έγκελς, στηριγμένοι στον Χέγκελ, είναι πολύ πιο ολόπλευρη, πολύ πιο πλούσια σε περιεχόμενο, απ’ ό,τι η συνηθισμένη ιδέα της εξέλιξης. Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαβαίνει τις βαθμίδες που διέτρεξε, μα τις επαναλαβαίνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση («άρνηση της άρνησης»), μια ανάπτυξη, μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και όχι σε ευθεία γραμμή· –μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική· –«διακοπές του βαθμιαίου»· μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα· –εσωτερικά κίνητρα της ανάπτυξης, που προέρχονται από την αντίθεση, από τη σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία· –αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία ανακαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει το ενιαίο, το νομοτελειακό παγκόσμιο προτσές της κίνησης –αυτά είναι ορισμένα γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας (από τη συνηθισμένη) σε περιεχόμενο θεωρίας της εξέλιξης. (Βλ. το γράμμα του Μαρξ προς τον Έγκελς της 8 του Γενάρη 1868, όπου ειρωνεύεται τις «ανιαρές τριχοτομίες» του Στάιν, που είναι παράλογο να τις συγχέει κανείς με την υλιστική διαλεκτική.)

Η Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας

Η επίγνωση της ασυνέπειας, της ατέλειας και του μονόπλευρου χαρακτήρα του παλιού υλισμού οδήγησε τον Μαρξ στην πεποίθηση ότι είναι ανάγκη «να εναρμονιστεί η επιστήμη της κοινωνίας με την υλιστική βάση και να ξαναφτιαχτεί πάνω σ’ αυτή τη βάση». Αν ο υλισμός γενικά εξηγεί τη συνείδηση, ξεκινώντας από το Είναι και όχι αντίστροφα, κατά την εφαρμογή του στην κοινωνική ζωή της ανθρωπότητας απαιτούσε να εξηγείται η κοινωνική συνείδηση, ξεκινώντας από το κοινωνικό Είναι. «Η τεχνολογία –λέει ο Μαρξ (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι)– αποκαλύπτει την ενεργό στάση του ανθρώπου απέναντι στη Φύση, το άμεσο προτσές παραγωγής της ζωής του και μ’ αυτό τον τρόπο και των κοινωνικών σχέσεων της ζωής του και των πνευματικών παραστάσεων που πηγάζουν απ’ αυτές». Στον πρόλογο του έργου του Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ μας δίνει με τα παρακάτω λόγια μια ολοκληρωμένη διατύπωση των βασικών θέσεων του υλισμού που τον επεκτείνει στην ανθρώπινη κοινωνία και στην ιστορία της:

«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις –σε σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.

Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει το κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό προτσές της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό Είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης τους οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής –ή ό,τι αποτελεί μονάχα τη νομική έκφραση αυτού του πράγματος– με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις όποιες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται η εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή των οικονομικών ορών της παραγωγής, που μπορούμε να την διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές η φιλοσοφικές, με δυο λόγια τις ιδεολογικές μορφές, με τις όποιες οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση αυτής της σύγκρουσης και παλεύουν ως τη λύση της.

Όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση της. Απεναντίας, τη συνείδηση αυτή πρέπει να την εξηγήσουμε από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που συντελείται ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής…». «Σε γενικές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος, ο αστικός τρόπος παραγωγής, μπορούν να χαρακτηριστούν σαν προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού». (Βλ. τη σύντομη διατύπωση που δίνει ο Μαρξ στο γράμμα του προς τον Έγκελς της 7 του Ιούλη 1866: «Η θεωρία μας για τον καθορισμό της οργάνωσης της εργασίας με τα μέσα παραγωγής»).

Η ανακάλυψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας ή, πιο σωστά, η συνεπής συνέχιση και επέκταση του υλισμού στην περιοχή των κοινωνικών φαινομένων, εξάλειψε δυο βασικές ανεπάρκειες των προηγούμενων ιστορικών θεωριών. 1. Οι θεωρίες αυτές στην καλύτερη περίπτωση εξέταζαν μόνο τα ιδεολογικά κίνητρα της ιστορικής δράσης των ανθρώπων και δεν ερευνούσαν τί είναι εκείνο που γεννάει αυτά τα κίνητρα, δεν συλλαμβάνανε την αντικειμενική νομοτέλεια της ανάπτυξης του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, δεν έβλεπαν ότι οι σχέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στο βαθμό ανάπτυξης της υλικής παραγωγής· 2. Οι προηγούμενες θεωρίες δεν έπαιρναν υπόψη τους τη δράση ακριβώς των μαζών του πληθυσμού, ενώ ο ιστορικός υλισμός έδοσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ερευνηθούν, με ακρίβεια που χαρακτηρίζει τις φυσικοϊστορικές επιστήμες, οι κοινωνικοί όροι της ζωής των μαζών και οι αλλαγές αυτών των όρων. Η προμαρξική κοινωνιολογία και ιστοριογραφία δεν έκαναν στην καλύτερη περίπτωση τίποτε άλλο από το να συσσωρεύουν ακατέργαστα στοιχεία, μαζεμένα αποσπασμένα και να απεικονίζουν ορισμένες πλευρές του ιστορικού προτσές. Ο μαρξισμός έδειξε το δρόμο για μια καθολική, ολόπλευρη μελέτη του προτσές της γέννησης, της ανάπτυξης και της παρακμής των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εξετάζοντας όλες τις αντιφατικές τάσεις στο σύνολο τους, ανάγοντάς τες στους όρους ζωής και παραγωγής των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας –όρους που μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια– παραμερίζοντας τον υποκειμενισμό και την αυθαιρεσία στον ξεχωρισμό ορισμένων «επικρατέστερων» ιδεών ή στην ερμηνεία τους και αποκαλύπτοντας ότι όλες οι ιδέες και όλες οι διάφορες τάσεις έχουν, χωρίς εξαίρεση, τη ρίζα τους στην κατάσταση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους, τί είναι όμως εκείνο που καθορίζει τα κίνητρα των ανθρώπων και πιο ειδικά των ανθρώπινων μαζών, τί είναι εκείνο που προκαλεί τις συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιφατικές ιδέες και τάσεις, ποιό είναι το σύνολο όλων αυτών των συγκρούσεων μέσα σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ποιοί είναι οι αντικειμενικοί όροι της παραγωγής της υλικής ζωής, που δημιουργούν τη βάση όλης της ιστορικής δράσης των ανθρώπων, ποιός είναι ο νόμος ανάπτυξης αυτών των όρων –σε όλα αυτά τα προβλήματα έστρεψε την προσοχή του ο Μαρξ και έδειξε το δρόμο για την επιστημονική μελέτη της ιστορίας, σαν προτσές ενιαίου που κυριαρχείται από νομοτέλεια σε όλη την τεράστια πολυπλευρότητα και αντιφατικότητα του.

Η Ταξική Πάλη

Το ότι οι επιδιώξεις ορισμένων μελών μιας κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις άλλων μελών της, το ότι η κοινωνική ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, το ότι η ιστορία μάς δείχνει την πάλη ανάμεσα στους λαούς και ανάμεσα στις κοινωνίες, καθώς και μέσα στους κόλπους τους και, εκτός απ’ αυτό και την εναλλαγή των περιόδων επανάστασης και αντίδρασης, ειρήνης και πολέμων, στασιμότητας και γοργής προόδου ή κατάπτωσης –όλα αυτά είναι γεγονότα πασίγνωστα. Ο μαρξισμός μας έδοσε το οδηγητικό νήμα, που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τη νομοτέλεια μέσα σ’ αυτό το φαινομενικό λαβύρινθο και το χάος, συγκεκριμένα: τη θεωρία της ταξικής πάλης. Μόνο η μελέτη του συνόλου των επιδιώξεων όλων των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας κοινωνιών, επιτρέπει να καθοριστεί επιστημονικά το αποτέλεσμα αυτών των επιδιώξεων. Και πηγή των αντιφατικών επιδιώξεων είναι η διαφορά που υπάρχει στη θέση και στους όρους ζωής των τάξεων, στις όποιες διασπάται κάθε κοινωνία.

«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών –γράφει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (με εξαίρεση την ιστορία της πρωτόγονης κοινότητας –προσθέτει αργότερα ο Έγκελς)– ήταν ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρώνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με λίγα λόγια, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, διεξήγαγαν ένα αδιάκοπο αγώνα, πότε σκεπασμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τέλειωνε κάθε φορά με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν… Η σύγχρονη αστική κοινωνία, που πρόβαλε μέσα από τα σπλάχνα της καταστραμμένης φεουδαρχικής κοινωνίας, δεν εξάλειψε τις ταξικές αντιθέσεις. Αντικατάστησε απλώς τις παλιές τάξεις με νέες, τους παλιούς όρους καταπίεσης με νέους, τις παλιές μορφές πάλης με νέες. Ωστόσο η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης, ξεχωρίζει από το γεγονός ότι απλοποίησε τις ταξικές αντιθέσεις: η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δυο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δυο μεγάλες τάξεις που βρίσκονται αντιμέτωπες η μια στην άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο».

Από τον καιρό της μεγάλης γαλλικής επανάστασης η ιστορία της Ευρώπης αποκάλυψε πολύ παραστατικά σε μια σειρά χώρες αυτό το πραγματικό υπόβαθρο των γεγονότων, την πάλη των τάξεων. Και ήδη από την εποχή της παλινόρθωσης στη Γαλλία εμφανίστηκαν μια σειρά ιστορικοί (Τιερί, Γκιζό, Μινιέ, Τιερ) οι όποιοι, γενικεύοντας τα γεγονότα που συντελέστηκαν, δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν ότι η πάλη των τάξεων είναι το κλειδί για την κατανόηση ολόκληρης της ιστορίας της Γαλλίας. Η νεότερη εποχή όμως, η εποχή της πλήρους νίκης της αστικής τάξης, των αντιπροσωπευτικών θεσμών, του πλατιού (αν όχι καθολικού) εκλογικού δικαιώματος, του φτηνού καθημερινού Τύπου που φτάνει στις μάζες κτλ., η εποχή των ισχυρών και όλο και πιο πλατιών ενώσεων των εργατών και των ενώσεων των επιχειρηματιών κτλ., έδειξε ακόμη πιο παραστατικά (αν και κάποτε με μορφή πολύ μονόπλευρη, «ειρηνική», «συνταγματική») ότι κινητήρας των γεγονότων είναι η πάλη των τάξεων.

Το παρακάτω απόσπασμα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ, μας δείχνει ότι ο Μαρξ απαιτούσε από την κοινωνική επιστήμη μια αντικειμενική ανάλυση της θέσης κάθε τάξης μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, σε σύνδεση με την ανάλυση των όρων ανάπτυξης κάθε τάξης:

«Απ’ όλες τις τάξεις, που τούτη τη στιγμή βρίσκονται αντιμέτωπες με την αστική τάξη, μόνο το προλεταριάτο είναι τάξη πραγματικά επαναστατική. Οι άλλες τάξεις χάνονται και εξαφανίζονται με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας· αντίθετα, το προλεταριάτο είναι το δικό της προϊόν. Οι μεσαίες τάξεις, ο μικροβιομήχανος, ο μικρέμπορος, ο χειροτέχνης, ο αγρότης, όλοι τους πολεμούν την αστική τάξη, για να σώσουν την ύπαρξη τους από τον αφανισμό σαν μεσαίες τάξεις. Συνεπώς, δεν είναι επαναστατικές, αλλά συντηρητικές. Κάτι παραπάνω, είναι αντιδραστικές: προσπαθούν να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας. Και όταν είναι επαναστατικές, αυτό γίνεται εφόσον βρίσκονται μπροστά στο επικείμενο πέρασμα τους στις γραμμές του προλεταριάτου, εφόσον υπερασπίζουν όχι τα σημερινά, αλλά τα μελλοντικά τους συμφέροντα, εφόσον εγκαταλείπουν τη δική τους άποψη για να πάνε με την άποψη του προλεταριάτου». Σε μια σειρά ιστορικά έργα (βλ. τη Βιβλιογραφία) ο Μαρξ έδοσε λαμπρά και βαθυστόχαστα πρότυπα υλιστικής ιστοριογραφίας, ανάλυσης της θέσης κάθε τάξης χωριστά και κάποτε των διαφόρων ομάδων ή στρωμάτων μέσα στην τάξη, δείχνοντας εξόφθαλμα γιατί και πώς «κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική».

Το απόσπασμα που παραθέσαμε δείχνει παραστατικά πόσο σύνθετο είναι το δίχτυ των κοινωνικών σχέσεων και των μεταβατικών βαθμίδων από τη μια τάξη στην άλλη, από το παρελθόν στο μέλλον, που αναλύει ο Μαρξ για να υπολογίσει τη συνισταμένη της ιστορικής εξέλιξης. Η πιο βαθιά, ολόπλευρη και λεπτομερειακή επιβεβαίωση και εφαρμογή της θεωρίας του Μαρξ είναι η οικονομική του διδασκαλία.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

Τελικός σκοπός του έργου μου –λέει ο Μαρξ στον πρόλογο του Κεφαλαίου– είναι η ανακάλυψη του οικονομικού νόμου κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή της καπιταλιστικής, της αστικής κοινωνίας. Η έρευνα των σχέσεων παραγωγής της δοσμένης, ιστορικά καθορισμένης, κοινωνίας στη γέννηση, την ανάπτυξη και την παρακμή τους –αυτό είναι το περιεχόμενο της οικονομικής διδασκαλίας του Μαρξ. Στην καπιταλιστική κοινωνία κυριαρχεί η παραγωγή εμπορευμάτων, γι’ αυτό και ο Μαρξ αρχίζει την ανάλυση του από την ανάλυση του εμπορεύματος.

Η Αξία

Το εμπόρευμα είναι, πρώτο, ένα πράγμα που ικανοποιεί οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη· είναι, δεύτερο, ένα πράγμα που ανταλλάσσεται με άλλο πράγμα. Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ανταλλακτική αξία (η απλώς αξία) είναι πριν απ’ όλα μια σχέση, είναι η αναλογία που ορισμένος αριθμός από αξίες χρήσης ενός είδους ανταλλάσσεται με ορισμένο αριθμό από αξίες χρήσης άλλου είδους. Η καθημερινή πείρα μάς δείχνει ότι εκατομμύρια και δισεκατομμύρια τέτοιες ανταλλαγές εξισώνουν συνεχώς κάθε λογής αξίες χρήσης, ακόμη και τις πιο διαφορετικές και μη συγκρίσιμες μεταξύ τους.

Τί το κοινό υπάρχει λοιπόν ανάμεσα σ’ αυτά τα διαφορετικά πράγματα, που εξισώνονται συνεχώς το ένα με το άλλο μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων; Το κοινό που υπάρχει ανάμεσα τους είναι ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας. Ανταλλάσσοντας οι άνθρωποι τα προϊόντα εξισώνουν τα πιο διαφορετικά είδη εργασίας. Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπου ο κάθε παραγωγός χωριστά δημιουργεί λογής-λογής προϊόντα (κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας) και όλα αυτά τα προϊόντα εξισώνονται το ένα με τ’ άλλο κατά την ανταλλαγή. Συνεπώς, το κοινό που υπάρχει σε όλα τα εμπορεύματα δεν είναι η συγκεκριμένη εργασία ενός ορισμένου κλάδου παραγωγής, δεν είναι η εργασία ενός ορισμένου είδους, αλλά η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η ανθρώπινη εργασία γενικά. Όλη η εργατική δύναμη μιας δοσμένης κοινωνίας, που εκφράζεται στο άθροισμα των άξιών όλων των εμπορευμάτων, είναι μια και η ίδια ανθρώπινη εργατική δύναμη: αυτό το αποδείχνουν δισεκατομμύρια ανταλλαγές.

Συνεπώς, κάθε χωριστό εμπόρευμα δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα ορισμένο μέρος του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Το μέγεθος της αξίας καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος, μιας δοσμένης αξίας χρήσης. Εξισώνοντας στην ανταλλαγή το ένα με το άλλο τα διαφορετικά προϊόντα τους οι άνθρωποι εξισώνουν μεταξύ τους τις διάφορες εργασίες τους. Αυτό δεν το ξέρουν, μα το κάνουν. Η αξία είναι σχέση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, όπως είπε ένας παλιός οικονομολόγος.

Θα έπρεπε μόνο να προσθέσει: σχέση καλυμμένη μ’ ένα υλικό περίβλημα. Μόνο από την άποψη του συστήματος των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων ενός καθορισμένου ιστορικού κοινωνικού σχηματισμού και μάλιστα των σχέσεων οι οποίες εκδηλώνονται στο μαζικό φαινόμενο της ανταλλαγής που επαναλαβαίνεται δισεκατομμύρια φορές, μπορεί να καταλάβει κανείς τί είναι η αξία. «Σαν αξίες, τα εμπορεύματα είναι μόνο καθορισμένη μάζα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας».

Ο Μαρξ, αφού αναλύει λεπτομερειακά το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που είναι ενσαρκωμένη στα εμπορεύματα, περνά στην ανάλυση της μορφής της αξίας και του χρήματος. Το βασικό καθήκον του Μαρξ εδώ είναι να μελετήσει την προέλευση της χρηματικής μορφής της αξίας, να μελετήσει το ιστορικό προτσές της εξέλιξης της ανταλλαγής, αρχίζοντας από τις μεμονωμένες, τυχαίες πράξεις ανταλλαγής («απλή, μεμονωμένη η τυχαία μορφή της αξίας»: ορισμένη ποσότητα ενός εμπορεύματος ανταλλάσσεται με ορισμένη ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος), ως τη γενική μορφή της αξίας, όπου μια σειρά διαφορετικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με ένα μόνο και καθορισμένο εμπόρευμα και ως τη χρηματική μορφή της αξίας, όπου το καθορισμένο αυτό εμπόρευμα, το γενικό ισοδύναμο, είναι ο χρυσός.

Το χρήμα, σαν το ανώτατο προϊόν εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής, συγκαλύπτει, σκεπάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών εργασιών, την κοινωνική σύνδεση ανάμεσα στους χωριστούς παραγωγούς που ενώνονται μέσω της αγοράς. Ο Μαρξ υποβάλλει σε εξαιρετικά λεπτομερειακή ανάλυση τις διάφορες λειτουργίες του χρήματος κι’ εδώ (όπως και γενικά στα πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου) έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι η αφηρημένη μορφή έκθεσης του θέματος, που καμιά φορά φαίνεται καθαρά απαγωγική, στην πραγματικότητα αναφέρει ένα τεράστιο υλικό γεγονότων από την ιστορία της εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής.

«Το χρήμα προϋποθέτει ένα ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της εμπορευματικής ανταλλαγής. Οι διάφορες μορφές του χρήματος –απλό εμπορευματικό ισοδύναμο ή μέσο κυκλοφορίας ή μέσο πληρωμής, θησαυρός και παγκόσμιο χρήμα– δείχνουν, ανάλογα με τη διαφορετική έκταση της εφαρμογής της μιας ή της άλλης λειτουργίας, ανάλογα με τη σχετική επικράτηση μιας απ’ αυτές, πολύ διαφορετικές βαθμίδες του κοινωνικού προτσές της παραγωγής», (Το Κεφάλαιο, τ. Ι).

Η Υπεραξία

Σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Ο τύπος της εμπορευματικής κυκλοφορίας ήταν: Ε (εμπόρευμα) – Χ (χρήμα) – Ε (εμπόρευμα), δηλαδή πώληση ενός εμπορεύματος για την αγορά άλλου. Αντίθετα, ο γενικός τύπος του κεφαλαίου είναι Χ – Ε – Χ, δηλαδή αγορά για πώληση (με κέρδος). Υπεραξία ονομάζει ο Μαρξ αυτή την αύξηση της αρχικής αξίας του χρήματος που μπαίνει στην κυκλοφορία. Το γεγονός της «αύξησης» αυτής του χρήματος στην καπιταλιστική κυκλοφορία είναι πασίγνωστο. Αυτή ακριβώς η «αύξηση» μετατρέπει το χρήμα σε κεφάλαιο, που είναι μια ιδιαίτερη, ιστορικά καθορισμένη, κοινωνική σχέση παραγωγής. Η υπεραξία δεν μπορεί να γεννηθεί από την εμπορευματική κυκλοφορία, γιατί η τελευταία ξέρει μόνο την ανταλλαγή ισοδύναμων, δεν μπορεί να γεννηθεί ούτε και από την προσαύξηση της τιμής, γιατί οι αμοιβαίες ζημιές και κέρδη αγοραστών και πωλητών θα ισοφαρίζονταν, εδώ όμως πρόκειται ακριβώς για ένα μαζικό, μέσο, κοινωνικό φαινόμενο και όχι για ένα φαινόμενο ατομικό. Για να αποκτήσει υπεραξία, «ο κάτοχος χρημάτων πρέπει να βρει στην αγορά ένα εμπόρευμα, που η ίδια η αξία χρήσης του θα έχει το ιδιόμορφο γνώρισμα να είναι πηγή αξίας», ένα εμπόρευμα που το προτσές της χρήσης του να είναι ταυτόχρονα και προτσές δημιουργίας αξίας. Ένα τέτοιο εμπόρευμα υπάρχει. Είναι η εργατική δύναμη του άνθρωπου. Η χρήση της εργατικής δύναμης είναι η εργασία, μα η εργασία δημιουργεί αξία. Ο κάτοχος χρήματος αγοράζει την εργατική δύναμη στην αξία της, που καθορίζεται όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή της (δηλαδή από την αξία της συντήρησης του εργάτη και της οικογένειας του). Αφού αγόρασε την εργατική δύναμη, ο κάτοχος χρήματος έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση της, δηλαδή να αναγκάσει τον εργάτη να δουλέψει ολόκληρη μέρα, ας πούμε 12 ώρες. Όμως ο εργάτης μέσα σε 6 ώρες («αναγκαίος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί προϊόν που καλύπτει τα έξοδα συντήρησης του, ενώ στις υπόλοιπες 6 ώρες («πρόσθετος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί ένα «υπερπροϊόν» ή την υπεραξία που δεν του την πληρώνει ο καπιταλιστής. Συνεπώς, από την άποψη του προτσές παραγωγής, πρέπει να διακρίνουμε δυο μέρη στο κεφάλαιο: το σταθερό κεφάλαιο, που ξοδεύεται για τα μέσα παραγωγής (μηχανές εργαλεία δουλειάς, πρώτες ύλες κτλ.) και που η αξία του περνά (μονομιάς είτε τμηματικά) χωρίς αλλαγές στο έτοιμο προϊόν, και το μεταβλητό κεφάλαιο που ξοδεύεται για την εργατική δύναμη. Η αξία αυτού του κεφαλαίου δεν μένει αμετάβλητη, αλλά αυξάνει μέσα στο προτσές εργασίας, δημιουργώντας την υπεραξία. Γι’ αυτό, για να εκφράσουμε το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, πρέπει να συγκρίνουμε την υπεραξία όχι με όλο το κεφάλαιο, αλλά μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο. Το ποσοστό της υπεραξίας, όπως ονομάζει ο Μαρξ αυτή τη σχέση, θα είναι λ.χ. στο παράδειγμα μας 6 προς 6, δηλαδή 100%.

Ιστορική προϋπόθεση για τη γέννηση του κεφαλαίου είναι, πρώτο, η συσσώρευση ενός ορισμένου χρηματικού πόσου στα χέρια μερικών ατόμων σε συνθήκες ενός σχετικά υψηλού επιπέδου ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής γενικά και δεύτερο, η ύπαρξη εργάτη «ελεύθερου» με διπλή έννοια, ελεύθερου από κάθε λογής εμπόδια ή περιορισμούς στην πώληση της εργατικής του δύναμης και ελεύθερου από τη γη και γενικά από τα μέσα παραγωγής, εργάτη χωρίς νοικοκυριό, εργάτη «προλετάριου», που δεν έχει άλλα μέσα ύπαρξης εκτός από την πώληση της εργατικής του δύναμης.

Η υπεραξία μπορεί να αυξηθεί με δυο βασικές μεθόδους: με την παράταση της εργάσιμης μέρας («απόλυτη υπεραξία») και με τον περιορισμό της αναγκαίας εργάσιμης μέρας («σχετική υπεραξία»). Αναλύοντας την πρώτη μέθοδο, ο Μαρξ ξετυλίγει μπροστά μας μια μεγαλειώδη εικόνα της πάλης της εργατικής τάξης για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας και της επέμβασης της κρατικής εξουσίας υπέρ της παράτασης της εργάσιμης μέρας (14ος – 17ος αιώνας) και του περιορισμού της (εργοστασιακή νομοθεσία του 19ου αιώνα). Από τότε που είδε το φως Το Κεφάλαιο, η ιστορία του εργατικού κινήματος όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου έδοσε χιλιάδες και χιλιάδες νέα γεγονότα που κάνουν πιο παραστατική αυτή την εικόνα.

Ο Μαρξ, αναλύοντας την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, ερευνά τα τρία βασικά ιστορικά στάδια αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας από τον καπιταλισμό: 1) τον απλό συνεταιρισμό, 2) τον καταμερισμό της εργασίας και τη μανιφατούρα και 3) τις μηχανές και τη μεγάλη βιομηχανία. Ως ποιο σημείο αποκαλύπτει ως το βάθος ο Μαρξ τα βασικά, τα τυπικά γνωρίσματα της εξέλιξης του καπιταλισμού, φαίνεται, ανάμεσα στ’ άλλα, κι’ από το γεγονός ότι οι έρευνες του πάνω στη λεγόμενη ρωσική «χειροτεχνική» βιομηχανία δίνουν πλουσιότατο υλικό για την παραστατική περιγραφή των δυο πρώτων από τα τρία παραπάνω στάδια. Η επαναστατική επίδραση όμως της μεγάλης μηχανοκίνητης βιομηχανίας, που την περιέγραψε ο Μαρξ στα 1867, εκδηλώθηκε μέσα στο μισό αιώνα που πέρασε από τότε σε μια σειρά νέες χώρες (Ρωσία, Ιαπωνία κ.ά.).

Παρακάτω. Εξαιρετικά σπουδαία και νέα είναι στο έργο του Μαρξ η ανάλυση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή της μετατροπής ενός μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο και της χρησιμοποίησης αυτού του μέρους όχι για τις ατομικές ανάγκες και τις ιδιοτροπίες του καπιταλιστή, αλλά για νέα παραγωγή. Ο Μαρξ έδειξε το λάθος όλης της προηγούμενης κλασικής πολιτικής οικονομίας (αρχίζοντας από τον Άνταμ Σμιθ) που είχε δεχτεί ότι όλη η υπεραξία, μετατρεπόμενη σε κεφάλαιο, πηγαίνει στο μεταβλητό κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα όμως η υπεραξία αυτή διαιρείται σε μέσα παραγωγής συν μεταβλητό κεφάλαιο. Τεράστια σημασία στο προτσές της εξέλιξης του καπιταλισμού και της μετατροπής του σε σοσιαλισμό έχει το γεγονός ότι το μέρος του σταθερού κεφαλαίου (μέσα στο συνολικό ποσό του κεφαλαίου) αυξάνει πιο γοργά σε σύγκριση με το μέρος του μεταβλητού κεφαλαίου.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου, επιταχύνοντας την εκτόπιση των εργατών από τις μηχανές και δημιουργώντας στον ένα πόλο πλούτη και στον άλλο αθλιότητα, γεννά και το λεγόμενο «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό», το «σχετικό πλεόνασμα» εργατών ή τον «καπιταλιστικό υπερπληθυσμό», που παίρνει εξαιρετικά ποικίλες μορφές και δίνει στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να διευρύνει εξαιρετικά γρήγορα την παραγωγή. Η δυνατότητα αυτή σε σύνδεση με τις πιστώσεις και τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε μέσα παραγωγής δίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, το κλειδί για την κατανόηση των κρίσεων υπερπαραγωγής, που στις καπιταλιστικές χώρες επέρχονται περιοδικά, στην αρχή κάθε 10 χρόνια κατά μέσο όρο και έπειτα σε πιο μακρόχρονα και λιγότερο καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, που γίνεται πάνω στη βάση του καπιταλισμού, πρέπει να ξεχωρίσουμε τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση, δηλ. τη βίαιη απόσπαση του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής, το διώξιμο των αγροτών από τη γη, την κλοπή της κοινοτικής γης, το σύστημα των αποικιών και των κρατικών χρεών, των προστατευτικών δασμών κτλ. Η «πρωταρχική συσσώρευση» δημιουργεί στον ένα πόλο τον «ελεύθερο» προλετάριο και στον άλλο τον κάτοχο χρήματος, τον καπιταλιστή.

Την «ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης» ο Μαρξ την χαρακτηρίζει με τα παρακάτω βαρυσήμαντα λόγια: «Η απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών συντελείται με τον πιο αμείλικτο βανδαλισμό και με κίνητρο τα πιο άνομα, τα πιο βρομερά, τα πιο μικροπρεπή μισητά πάθη. Η ατομική ιδιοκτησία, που αποκτήθηκε με τη δουλειά του ιδιοκτήτη» (του αγρότη και του βιοτέχνη) και «που στηρίζεται, μπορεί να πει κανείς, στη σύμφυση του χωριστού ανεξάρτητου εργαζόμενου ατόμου με τους όρους της δουλειάς του, εκτοπίζεται από την καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ξένης, μα τυπικά ελεύθερης εργασίας… Εκείνος που πρέπει να απαλλοτριωθεί τώρα δεν είναι πια ο εργάτης που διευθύνει μόνος το νοικοκυριό του, αλλά ο καπιταλιστής που εκμεταλλεύεται πολλούς εργάτες. Αυτή η απαλλοτρίωση συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων. Ο κάθε καπιταλιστής ξεκάνει πολλούς άλλους καπιταλιστές. Χέρι με χέρι μ’ αυτή τη συγκεντροποίηση ή με την απαλλοτρίωση πολλών καπιταλιστών από λίγους αναπτύσσεται, σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, η συνεργατική μορφή του προτσές εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας τέτοια, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού, η πραγματοποίηση οικονομιών σε όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίηση τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας, το μπλέξιμο όλων των λαών στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και μαζί μ’ αυτό ο διεθνής χαρακτήρας του καπιταλιστικού καθεστώτος. Παράλληλα με τη συνεχή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής, μεγαλώνει ο όγκος της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά μαζί μεγαλώνει και η αγανάκτηση της εργατικής τάξης που διδάσκεται, συνενώνεται και οργανώνεται από τον ίδιο το μηχανισμό του προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε σημείο που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται», (Το Κεφάλαιο, τ. Ι).

Εξαιρετικά σημαντική και νέα είναι σε συνέχεια η ανάλυση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολο του, που δίνει ο Μαρξ στο II τόμο του Κεφαλαίου. Κι εδώ ο Μαρξ παίρνει όχι ένα ατομικό, μα ένα μαζικό φαινόμενο, όχι ένα πολλοστημόριο της οικονομίας της κοινωνίας, αλλά όλη αυτή την οικονομία στο σύνολο της. Διορθώνοντας το προαναφερόμενο λάθος των κλασικών, ο Μαρξ χωρίζει όλη την κοινωνική παραγωγή σε δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις: Ι) παραγωγή μέσων παραγωγής και II) παραγωγή ειδών κατανάλωσης και εξετάζει λεπτομερειακά, με αριθμητικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί, την κυκλοφορία όλου του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολο του, τόσο κατά την αναπαραγωγή με τις προηγούμενες διαστάσεις, όσο και κατά τη συσσώρευση. Στον III τόμο του Κεφαλαίου λύνεται το πρόβλημα του σχηματισμού του μέσου ποσοστού κέρδους με βάση το νόμο της αξίας. Μεγάλη πρόοδος που πραγματοποιήθηκε από την οικονομική επιστήμη χάρη στον Μαρξ είναι ότι η ανάλυση γίνεται απ’ τη σκοπιά μαζικών οικονομικών φαινομένων, του συνόλου της κοινωνικής οικονομίας και όχι απ’ τη σκοπιά ξεχωριστών περιπτώσεων ή της εξωτερικής όψης του συναγωνισμού, οπού περιορίζεται συχνά η χυδαία πολιτική οικονομία ή η σύγχρονη «θεωρία της οριακής ωφελιμότητας». Στην αρχή ο Μαρξ αναλύει την προέλευση της υπεραξίας και έπειτα περνάει πια στο χωρισμό της σε κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο. Το κέρδος είναι η σχέση της υπεραξίας προς το σύνολο του κεφαλαίου που έχει τοποθετηθεί στην επιχείρηση. Ένα κεφάλαιο με «υψηλή οργανική σύνθεση» (δηλαδή με υπεροχή του σταθερού κεφαλαίου απέναντι στο μεταβλητό, σε κλίμακα ανώτερη από τον κοινωνικό μέσο όρο) δίνει ποσοστό κέρδους κάτω από το μέσο όρο. Ένα κεφάλαιο με «χαμηλή οργανική σύνθεση» δίνει ποσοστό κέρδους πάνω από το μέσο όρο. Ο συναγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια, το ελεύθερο πέρασμα τους από τον ένα κλάδο στον άλλο, οδηγεί και στις δυο περιπτώσεις στο μέσο ποσοστό κέρδους. Το άθροισμα των αξιών όλων των εμπορευμάτων μιας ορισμένης κοινωνίας συμπίπτει με το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων, σε κάθε όμως επιχείρηση και σε κάθε κλάδο παραγωγής χωριστά τα εμπορεύματα, με την επίδραση του συναγωνισμού, δεν πωλούνται σύμφωνα με την αξία τους, αλλά σύμφωνα με τις τιμές παραγωγής (η παραγωγικές τιμές) που είναι ίσες με το κεφάλαιο που ξοδεύτηκε συν το μέσο κέρδος.

Έτσι το πασίγνωστο και αδιαφιλονίκητο γεγονός της απόκλισης των τιμών από τις αξίες και της εξίσωσης των κερδών εξηγήθηκε πέρα για πέρα από τον Μαρξ με βάση το νόμο της αξίας, γιατί το άθροισμα των αξιών όλων των εμπορευμάτων συμπίπτει με το άθροισμα των τιμών. Η αναγωγή όμως της (κοινωνικής) αξίας σε (ατομικές) τιμές δεν γίνεται με τρόπο απλό και άμεσο, αλλά με πολύ πολύπλοκο τρόπο: είναι εντελώς φυσικό ότι σε μια κοινωνία σκόρπιων εμπορευματο-παραγωγών, που συνδέονται μόνο μέσω της αγοράς η νομοτέλεια δεν μπορεί να εκδηλώνεται παρά μόνο σαν μέση, κοινωνική, μαζική νομοτέλεια, με την αλληλοαπόσβεση των ατομικών αποκλίσεων προς τη μια ή την άλλη πλευρά.

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει πιο γοργή αύξηση του σταθερού κεφαλαίου σε σύγκριση με το μεταβλητό. Και επειδή η υπεραξία αποτελεί συνάρτηση μόνο του μεταβλητού κεφαλαίου, είναι ευνόητο ότι το ποσοστό κέρδους (η σχέση της υπεραξίας προς όλο το κεφάλαιο και όχι μόνο προς το μεταβλητό του μέρος) έχει τάση προς πτώση. Ο Μαρξ αναλύει λεπτομερειακά αύτη την τάση και μια σειρά περιστατικά που την καλύπτουν ή που αντιδρούν σ’ αυτήν. Χωρίς να σταθούμε στην ανάλυση των εξαιρετικά ενδιαφερόντων κεφαλαίων του III τόμου, που είναι αφιερωμένα στο τοκογλυφικό, στο εμπορικό και στο χρηματικό κεφάλαιο, θα περάσουμε στο πιο βασικό: στη θεωρία της γαιοπροσόδου. Επειδή η επιφάνεια της γης στις καπιταλιστικές χώρες κατέχεται όλη από χωριστούς ιδιοκτήτες και είναι περιορισμένη, η τιμή παραγωγής των γεωργικών προϊόντων καθορίζεται από τα έξοδα παραγωγής όχι στο μέσο έδαφος, αλλά στο χειρότερο έδαφος, όχι με βάση τις μέσες συνθήκες, αλλά με βάση τις χειρότερες συνθήκες που τα προϊόντα μεταφέρονται στην αγορά. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την τιμή και την τιμή παραγωγής στα καλύτερα εδάφη (ή τα εδάφη με τις καλύτερες συνθήκες) δίνει τη διαφορική γαιοπρόσοδο. Ο Μαρξ, αναλύοντάς την λεπτομερειακά, δείχνοντας ότι προέρχεται από τη διαφορά της γονιμότητας των διαφόρων κομματιών γης και από τη διαφορά στο μέγεθος των κεφαλαίων που τοποθετούνται στη γη, ξεσκέπασε πέρα για πέρα (βλ. και τις «Θεωρίες της υπεραξίας», όπου αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα η κριτική για τον Ρόντμπερτους) το λάθος του Ρικάρντο, που υποστηρίζει ότι τάχα η διαφορική γαιοπρόσοδος προκύπτει μόνο κατά το διαδοχικό πέρασμα από τα καλύτερα εδάφη στα χειρότερα. Αντίθετα, συμβαίνουν και αντίστροφα περάσματα, συμβαίνει εδάφη μιας ορισμένης κατηγορίας να μετατρέπονται σε εδάφη άλλης κατηγορίας (χάρη στην πρόοδο της αγροτεχνικής, χάρη στην ανάπτυξη των πόλεων κτλ.) και ο περιβόητος «νόμος της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους» αποτελεί μεγάλο λάθος, αποτελεί προσπάθεια να ρίξει κανείς στη Φύση τις ελλείψεις, τους περιορισμούς και τις αντιθέσεις του καπιταλισμού. Έπειτα, η ισότητα του κέρδους σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανίας και γενικά της εθνικής οικονομίας προϋποθέτει πλήρη ελευθερία συναγωνισμού, ελευθερία μετακίνησης του κεφαλαίου από τον ένα κλάδο στον άλλο. Η ατομική όμως ιδιοκτησία γης δημιουργεί ένα μονοπώλιο, ένα εμπόδιο γι’ αυτή την ελεύθερη μετακίνηση. Εξαιτίας αυτού του μονοπωλίου τα προϊόντα της αγροτικής οικονομίας, που χαρακτηρίζεται για πιο χαμηλή σύνθεση του κεφαλαίου και συνεπώς για ατομικά ανώτερο ποσοστό κέρδους, δεν πηγαίνουν στο εντελώς ελεύθερο προτσές της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους· ο ιδιοκτήτης της γης, σαν μονοπωλητής, αποκτά τη δυνατότητα να κρατήσει την τιμή πάνω από το μέσο όρο και αυτή η μονοπωλιακή τιμή δημιουργεί την απόλυτη γαιοπρόσοδο. Η διαφορική γαιοπρόσοδος δεν μπορεί να εξαλειφθεί όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός, ενώ η απόλυτη γαιοπρόσοδος μπορεί –λ.χ. με την εθνικοποίηση της γης, με το πέρασμα της σε ιδιοκτησία του κράτους. Ένα τέτοιο πέρασμα θα σήμαινε εξάλειψη του μονοπωλίου των ατομικών ιδιοκτησιών, θα σήμαινε πιο συνεπή και πιο ολοκληρωτική πραγματοποίηση της ελευθερίας συναγωνισμού στη γεωργία. Και γι’ αυτό οι ριζοσπάστες αστοί, τονίζει ο Μαρξ, διατύπωσαν επανειλημμένα στην ιστορία αυτό το προοδευτικό αστικό αίτημα της εθνικοποίησης της γης, που ωστόσο τρομάζει την πλειοψηφία της αστικής τάξης, γιατί «θίγει» καίρια και ένα άλλο μονοπώλιο, που στις μέρες μας είναι εξαιρετικά σπουδαίο και «ευαίσθητο»: το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής γενικά. (Με θαυμάσιο εκλαϊκευτικό, συνοπτικό και σαφή τρόπο εκθέτει ο ίδιος ο Μαρξ τη θεωρία του για το μέσο κέρδος του κεφαλαίου και για την απόλυτη γαιοπρόσοδο στο γράμμα του προς τον Έγκελς της 2 του Αυγούστου 1862. Βλ. «Αλληλογραφία», τόμ. III, σελ. 77-81. Σύγκρινε επίσης στο ίδιο μέρος το γράμμα της 9 του Αύγουστου 1862, σελ. 86-87). –Σχετικά με την ιστορία της γαιοπροσόδου έχει επίσης σημασία να τονίσουμε την ανάλυση του Μαρξ, που δείχνει τη μετατροπή της γαιοπροσόδου που ξεπληρώνεται με εργασία (όταν ο αγρότης με τη δουλιά του στη γη του τσιφλικά δημιουργεί υπερπροϊόν) σε γαιοπρόσοδο σε προϊόντα ή σε είδος (όταν ο αγρότης παράγει στη δική του γη το υπερπροϊόν και το δίνει στον τσιφλικά από «εξωοικονομικό εξαναγκασμό») και έπειτα σε γαιοπρόσοδο σε χρήμα (είναι η ίδια η γαιοπρόσοδος σε είδος που μετατράπηκε σε χρήμα –τα «δοσίματα» της παλιάς Ρωσίας– σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής) και, τέλος, σε καπιταλιστική γαιοπρόσοδο, όταν στη θέση του αγρότη εμφανίζεται ο επιχειρηματίας στη γεωργία, που καλλιεργεί τη γη, χρησιμοποιώντας μισθωτή εργασία. Σε σχέση μ’ αυτή την ανάλυση της γέννησης της καπιταλιστικής γαιοπροσόδου πρέπει να τονιστούν μια σειρά βαθιές (και εξαιρετικά σπουδαίες για καθυστερημένες χώρες σαν την Ρωσία) σκέψεις του Μαρξ για την εξέλιξη του καπιταλισμού στη γεωργία. «Ο σχηματισμός μιας τάξης ακτημόνων μεροκαματιάρηδων, που μισθώνονται με χρήμα, δεν συνοδεύει μόνο αναπόφευκτα τη μετατροπή της γαιοπροσόδου σε είδος σε γαιοπρόσοδο σε χρήμα, αλλά και προηγείται απ’ αύτη τη μετατροπή. Γι’ αυτό στην περίοδο της γέννησης αυτής της τάξης, όταν η νέα αύτη τάξη δεν εμφανίζεται ακόμη παρά μόνο σποραδικά, αναπτύσσεται φυσιολογικά στους πιο ευκατάστατους αγρότες, που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν δοσίματα, η συνήθεια να εκμεταλλεύονται για λογαριασμό τους μισθωτούς εργάτες γης, έτσι ακριβώς όπως στα χρόνια της φεουδαρχίας οι εύποροι δουλοπάροικοι αγρότες κρατούσαν οι ίδιοι με τη σειρά τους δουλοπάροικους. Οι αγρότες αυτοί αποκτούν έτσι βαθμιαία τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν κάποια περιουσία και να μετατρέπονται οι ίδιοι σε μελλοντικούς καπιταλιστές. Συνεπώς, μέσα στους παλιούς ιδιοκτήτες γης, που δουλεύουν οι ίδιοι τη γη, δημιουργείται ένα φυτώριο καπιταλιστών ενοικιαστών γης, που η ανάπτυξη τους καθορίζεται από τη γενική ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής έξω από την αγροτική οικονομία», (Το Κεφάλαιο, τ. III/2, σελ. 332)… «Η απαλλοτρίωση και το διώξιμο από το χωριό ενός μέρους του αγροτικού πληθυσμού δεν απελευθερώνει μόνο μαζί με τους εργάτες τα μέσα συντήρησης τους για το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά δημιουργεί και την εσωτερική αγορά», (Το Κεφάλαιο, τ. Ι /2, σελ. 778). Η εξαθλίωση και η καταστροφή του αγροτικού πληθυσμού παίζει με τη σειρά της ρόλο στη δημιουργία του εφεδρικού στρατού εργασίας για το κεφάλαιο. Σε κάθε καπιταλιστική χώρα «ένα μέρος του αγροτικού πληθυσμού γι’ αυτό το λόγο είναι συνεχώς έτοιμο να μεταπηδήσει στο προλεταριάτο της πόλης, δηλαδή της μανιφατούρας (μανιφατούρα εδώ εννοεί κάθε κλάδο όχι αγροτικό). Αυτή η πηγή του σχετικού υπερπληθυσμού αναβλύζει συνεχώς… Τον εργάτη γης τον κατεβάζουν συνεπώς στο κατώτερο επίπεδο μεροκάματου και βρίσκεται πάντα με το ένα του πόδι στο βάλτο του παουπερισμού», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι /2, σελ. 668). Η ατομική ιδιοκτησία του αγρότη πάνω στη γη που καλλιεργεί είναι η βάση της μικρής παραγωγής και η προϋπόθεση για την άνθηση της, για να πάρει την κλασική μορφή της. Αυτή όμως η μικρή παραγωγή συμβιβάζεται μόνο με τα στενά πρωτόγονα πλαίσια της παραγωγής και της κοινωνίας. Στον καπιταλισμό «η εκμετάλλευση των αγροτών διαφέρει από την εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου μόνο κατά τη μορφή. Ο εκμεταλλευτής είναι ο ίδιος: το κεφάλαιο. Ο κάθε καπιταλιστής χωριστά εκμεταλλεύεται τον κάθε αγρότη με τις υποθήκες και την τοκογλυφία. Η τάξη των καπιταλιστών εκμεταλλεύεται την τάξη των αγροτών με τους κρατικούς φόρους», (Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία). «Ο μικρός κλήρος του αγρότη είναι μόνο το πρόσχημα, που επιτρέπει στον καπιταλιστή να βγάζει από τη γη κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο, ενώ αφήνει τον ίδιο το γεωργό να κοιτάξει πώς θα μπορέσει να βγάλει το μεροκάματο του» (18η Μπριμέρ). Συνήθως ο αγρότης παραχωρεί ακόμη και στην καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή στην τάξη των καπιταλιστών, ένα μέρος από το μεροκάματο του, κατρακυλώντας «στο επίπεδο του ιρλανδού ενοικιαστή γης –κι όλα αυτά με το πρόσχημα ότι είναι ατομικός ιδιοκτήτης», (Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία). Πού βρίσκεται «μια από τις αιτίες του ότι στις χώρες όπου είναι κυρίαρχη η μικρή ιδιοκτησία των αγροτών στη γη, η τιμή του σταριού είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι στις χώρες με καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής»; (Το Κεφάλαιο, τ. III/2, σελ. 340). Βρίσκεται στο ότι ο αγρότης παραχωρεί δωρεάν στην κοινωνία (δηλαδή στην τάξη των καπιταλιστών) ένα μέρος του υπερπροϊόντος. «Συνεπώς, αυτή η χαμηλή τιμή (του σταριού και των άλλων γεωργικών προϊόντων) είναι αποτέλεσμα της φτώχειας των παραγωγών και σε καμιά περίπτωση δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικότητας της εργασίας τους», (Το Κεφάλαιο, τ. III/2, σελ. 340). Η μικρή ιδιοκτησία της γης, κανονική μορφή της μικρής παραγωγής, ξεπέφτει στον καπιταλισμό, καταστρέφεται και εξαφανίζεται. «Η μικρή ιδιοκτησία της γης από την ίδια τη φύση της αποκλείει: την ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας, τις κοινωνικές μορφές εργασίας, την κοινωνική συγκεντροποίηση των κεφαλαίων, την κτηνοτροφία σε μεγάλη κλίμακα, την προοδευτική εφαρμογή της επιστήμης. Η τοκογλυφία και το φορολογικό σύστημα οδηγούν παντού αναπόφευκτα στην εξαθλίωση της. Η διάθεση κεφαλαίων για την αγορά γης αφαιρεί αυτά τα κεφάλαια από την καλλιέργεια. Ατέλειωτο κομμάτιασμα των μέσων παραγωγής και χωρισμός των ίδιων των παραγωγών· του ενός από τον άλλον». (Οι συνεταιρισμοί, δηλαδή οι ενώσεις των μικροαγροτών, αν και παίζουν προοδευτικό αστικό ρόλο, εξαιρετικά μεγάλο, το μόνο που κάνουν είναι ότι εξασθενίζουν αυτή την τάση, χωρίς να την εξαλείφουν. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι συνεταιρισμοί αυτοί δίνουν πολλά στους εύπορους αγρότες και πολύ λίγα, σχεδόν τίποτε, στη μάζα της φτωχολογιάς και έπειτα οι ενώσεις γίνονται οι ίδιες εκμεταλλευτές μισθωτής εργασίας). «Τεράστια διασπάθιση ανθρώπινων δυνάμεων. Προοδευτική χειροτέρευση των ορών παραγωγής και αύξηση της τιμής των μέσων παραγωγής είναι αναγκαίος νόμος της κομματιασμένης (μικρής) ιδιοκτησίας». Ο καπιταλισμός και στη γεωργία, όπως και στη βιομηχανία, μεταμορφώνει το προτσές παραγωγής μόνο με αντίτιμο το «μαρτυρολόγιο των παραγωγών». «Η διασπορά των εργατών γης σε μεγάλες εκτάσεις σπάει τη δύναμη αντίστασης τους, ενώ η συγκέντρωση των εργατών της πόλης μεγαλώνει αυτή τη δύναμη. Στη σύγχρονη, την καπιταλιστική γεωργία, όπως και στη σύγχρονη βιομηχανία, το ανέβασμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και η μεγαλύτερη ευκινησία της εξαγοράζονται με την καταστροφή και την εξάντληση της ίδιας της εργατικής δύναμης. Έκτος απ’ αυτό, κάθε πρόοδος της καπιταλιστικής γεωργίας δεν είναι μόνο πρόοδος στην τέχνη της καταλήστευσης του εργάτη, αλλά και στην τέχνη της ληστρικής εκμετάλλευσης του εδάφους… Συνεπώς, η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές κάθε πλούτου: τη γη και τον εργάτη», (Το Κεφάλαιο, τ. Ι, τέλος του 13ου κεφαλαίου).

Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Απ’ όσα ειπώθηκαν είναι φανερό ότι ο Μαρξ βγάζει το συμπέρασμα πως είναι αναπόφευκτη η μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική ολοκληρωτικά και αποκλειστικά από τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας, η οποία με χίλιες μορφές τραβάει μπροστά όλο και πιο γοργά και που στο μισό αιώνα που πέρασε από το θάνατο του Μαρξ εκδηλώνεται πολύ ανάγλυφα στην ανάπτυξη της μεγάλης παραγωγής, των καπιταλιστικών καρτέλ, συνδικάτων και τραστ, καθώς και στη γιγάντια αύξηση των διαστάσεων και της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου –αυτή είναι η κύρια υλική βάση για τον αναπόφευκτο ερχομό του σοσιαλισμού. Πνευματικός και ηθικός κινητήρας, φυσιολογικός εκτελεστής αυτής της μετατροπής είναι το προλεταριάτο, που διαπαιδαγωγείται από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ο αγώνας του ενάντια στην αστική τάξη, που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές όλο και πιο πλούσιες σε περιεχόμενο, γίνεται αναπότρεπτα αγώνας πολιτικός, ο οποίος αποβλέπει στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο πέρασμα των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία της κοινωνίας, στην απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών. Η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας, η αντικατάσταση των υπολειμμάτων, των ερειπίων της μικρής, πρωτόγονης, κομματιασμένης παραγωγής με τη συλλογική τελειοποιημένη εργασία –να οι άμεσες συνέπειες αυτού του περάσματος. Ο καπιταλισμός κόβει οριστικά τη σύνδεση ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία, ταυτόχρονα όμως με την ανώτερη ανάπτυξή του προετοιμάζει νέα στοιχεία αυτής της σύνδεσης, της συνένωσης της βιομηχανίας με τη γεωργία, με βάση τη συνειδητή χρησιμοποίηση της επιστήμης και του συνδυασμού της συλλογικής εργασίας, στοιχεία καινούργιας κατανομής του πληθυσμού (βάζοντας τέλος τόσο στην εγκατάλειψη του χωριού, στην απόσπασή του από τον κόσμο και την εξαγρίωση του, όσο και στην αντιφυσιολογική συσσώρευση τεράστιων μαζών στις μεγάλες πόλεις). Οι ανώτατες μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού προετοιμάζουν μια νέα μορφή οικογένειας, νέες συνθήκες για τη θέση της γυναίκας και τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς: η γυναικεία και η παιδική εργασία, η αποσύνθεση της πατριαρχικής οικογένειας από τον καπιταλισμό παίρνουν αναπόφευκτα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία τις πιο φρικτές, τις πιο ολέθριες και τις πιο αποκρουστικές μορφές. Παρ’ όλα αυτά η «μεγάλη βιομηχανία» –χάρη στον αποφασιστικό ρόλο που παραχωρεί στις γυναίκες, στους νέους και στα παιδιά και των δυο φύλων μέσα στο κοινωνικά-οργανωμένο προτσές παραγωγής, έξω από τη σφαίρα της οικογενειακής εστίας– δημιουργεί την καινούργια οικονομική βάση για μια ανώτερη μορφή οικογένειας και σχέσεων ανάμεσα στα δυο φύλα. Φυσικά είναι εξίσου ανόητο να θεωρεί κανείς απόλυτη τη χριστιανο-γερμανική μορφή οικογένειας, όπως και την αρχαία ρωμαϊκή ή την αρχαία ελληνική ή την ανατολική μορφή που άλλωστε αποτελούν, η μια με την άλλη, μια ενιαία ιστορική σειρά εξέλιξης. Είναι ολοφάνερο ότι η συγκρότηση συνδυασμένου εργατικού προσωπικού από πρόσωπα και των δυο φύλων και των πιο διαφορετικών ηλικιών, μ’ όλο που έχει την πρωτόγονη, κτηνώδη καπιταλιστική μορφή, όπου ο εργάτης υπάρχει για το προτσές παραγωγής και όχι το προτσές παραγωγής για τον εργάτη και είναι χολεριασμένη πηγή αφανισμού και σκλαβιάς, αντίθετα, θα μετατραπεί αναπόφευκτα, κάτω από τις αντίστοιχες συνθήκες, σε πηγή ανθρωπιστικής εξέλιξης», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, τέλος του 13ου κεφαλαίου). Το εργοστασιακό σύστημα μάς δείχνει το «έμβρυο της αγωγής του μέλλοντος, τότε που για όλα τα παιδιά πάνω από ορισμένη ηλικία η παραγωγική εργασία θα συνδυάζεται με τη διδασκαλία και τη γυμναστική, όχι μόνο σαν μέθοδος για την αύξηση της κοινωνικής παραγωγής, αλλά και σαν μοναδική μέθοδος για την κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων», (στο ίδιο). Πάνω στην ίδια ιστορική βάση, όχι μόνο με την έννοια της απλής εξήγησης του παρελθόντος, αλλά και με την έννοια της άφοβης πρόβλεψης του μέλλοντος και της τολμηρής πρακτικής δράσης που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αυτού του μέλλοντος, τοποθετεί ο σοσιαλισμός του Μαρξ και το εθνικό πρόβλημα μαζί με το πρόβλημα του κράτους. Τα έθνη είναι αναπόφευκτο προϊόν και αναπόφευκτη μορφή της αστικής εποχής της κοινωνικής εξέλιξης. Και η εργατική τάξη δεν μπορούσε να δυναμώσει, να ανδρωθεί, να σχηματιστεί χωρίς «να συγκροτηθεί στα πλαίσια του έθνους», χωρίς να είναι «εθνική» («αν και διόλου με την έννοια που το καταλαβαίνει αυτό η αστική τάξη»). Η ανάπτυξη όμως του καπιταλισμού σπάει ολοένα και περισσότερο τους εθνικούς φραγμούς, εκμηδενίζει την εθνική απομόνωση και βάζει στη θέση των εθνικών ανταγωνισμών τους ταξικούς. Γι’ αυτό στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι απόλυτα αληθινό ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» και ότι «η συνένωση των προσπαθειών» των εργατών τουλάχιστον των πολιτισμένων χωρών «είναι ένας από τους πρώτους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Το κράτος, η οργανωμένη αυτή βία, γεννήθηκε κατά τρόπο αναπόφευκτο σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, τότε που η κοινωνία διασπάστηκε σε ανειρήνευτες τάξεις, τότε που δεν μπορούσε πια να υπάρχει χωρίς «εξουσία», που φαινομενικά ήταν πάνω από την κοινωνία και ως ένα ορισμένο σημείο είχε χωριστεί απ’ αυτήν. Το κράτος, που γεννιέται μέσα από τις ταξικές αντιθέσεις, γίνεται το «κράτος της πιο ισχυρής, της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που μ’ αυτό γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη κι έτσι αποκτά νέα μέσα για την υποταγή και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης. Έτσι το αρχαίο κράτος ήταν πριν απ’ όλα κράτος των δουλοκτητών για την υποταγή των δούλων, όπως το φεουδαρχικό κράτος ήταν όργανο των ευγενών για την υποταγή των δουλοπάροικων αγροτών και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές», (Έγκελς: Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, όπου εκθέτει τις απόψεις τις δικές του και του Μαρξ). Ακόμη και η πιο ελεύθερη και προοδευτική μορφή αστικού κράτους, η λαοκρατική δημοκρατία, δεν παραμερίζει καθόλου αυτό το γεγονός, αλλά απλώς αλλάζει τη μορφή του (σύνδεση της κυβέρνησης με το χρηματιστήριο, εξαγορά –άμεση και έμμεση– των υπαλλήλων και του Τύπου κτλ.). Ο σοσιαλισμός, οδηγώντας στην εκμηδένιση των τάξεων, οδηγεί έτσι και στην εκμηδένιση του κράτους. «Η πρώτη πράξη –γράφει ο Έγκελς στο Αντιντίριγκ– με την οποία το κράτος εμφανίζεται πραγματικά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας –απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής προς όφελος όλης της κοινωνίας– είναι ταυτόχρονα και η τελευταία αυτοτελής πράξη του, σαν κράτους. Η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται περιττή στον ένα τομέα υστέρα από τον άλλο και σβήνει μόνη της. Τη διακυβέρνηση των ανθρώπων την αντικαθιστά η διαχείριση των πραγμάτων και η διεύθυνση του προτσές παραγωγής. Το κράτος δεν «καταργείται», απονεκρώνεται». «Η κοινωνία που οργανώνει την παραγωγή πάνω στη βάση μιας ελεύθερης και ίσης ένωσης των παραγωγών, βάζει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί που είναι η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο αδράχτι και το μπρούντζινο τσεκούρι», (Έγκελς: Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους).

Τέλος, για τη στάση του σοσιαλισμού του Μαρξ απέναντι στο μικροαγρότη, που θα μείνει στην εποχή της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τη δήλωση του Έγκελς που εκφράζει τις σκέψεις του Μαρξ: «Όταν θα κατακτήσουμε την κρατική εξουσία, δεν θα σκεφτούμε καν να απαλλοτριώσουμε με τη βία τους μικροαγρότες (αδιάφορο αν με αποζημίωση ή χωρίς αποζημίωση), όπως θα είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε αυτό με τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Το καθήκον μας απέναντι στο μικροαγρότη είναι πριν απ’ όλα να περάσουμε το ατομικό νοικοκυριό του και την ατομική του ιδιοκτησία σε συνεταιριστική όχι με τη βία, αλλά με το παράδειγμα και την παροχή κοινωνικής βοήθειας γι’ αυτό το σκοπό. Και τότε θα έχουμε βέβαια αρκετά μέσα για να δείξουμε στο μικροαγρότη όλα τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου περάσματος, πλεονεκτήματα που από τώρα κιόλας πρέπει να του τα εξηγήσουμε (Έγκελς: Το Αγροτικό Ζήτημα στη Δύση, εκδόσεις Αλεξέγεβα, σελ. 17, η ρωσική μετάφραση περιέχει λάθη. Το πρωτότυπο στη «Neue Zeit»).

Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

Αφού ξεκαθάρισε ακόμη από το 1844-1845 μια από τις βασικές ανεπάρκειες του παλιού υλισμού, ότι δηλαδή ο υλισμός αυτός δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τους όρους και να εκτιμήσει τη σημασία της επαναστατικής πρακτικής δράσης, ο Μαρξ σ’ όλη τη ζωή του, παράλληλα με τις θεωρητικές του εργασίες, έστρεψε αμείωτη την προσοχή του στα ζητήματα τακτικής της ταξικής πάλης του προλεταριάτου. Τεράστιο υλικό δίνουν απ’ αυτή την άποψη όλα τα έργα του Μαρξ και ιδιαίτερα η τετράτομη αλληλογραφία του με τον Έγκελς, που εκδόθηκε το 1913. Το υλικό αυτό δεν συγκεντρώθηκε ακόμη ολόκληρο, δεν τακτοποιήθηκε, δεν μελετήθηκε και δεν δουλεύτηκε. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να περιοριστούμε μόνο σε πολύ γενικές και σύντομες παρατηρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι ο Μαρξ με το δίκιο του θεωρούσε τον υλισμό, χωρίς αυτή του την πλευρά, μεσοβέζικο, μονόπλευρο, χωρίς ζωή. Ο Μαρξ καθόρισε το βασικό καθήκον της τακτικής του προλεταριάτου σε πλήρη συμφωνία με όλες τις αφετηριακές αρχές της υλιστικής-διαλεκτικής του κοσμοαντίληψης. Μόνο ο αντικειμενικός υπολογισμός του συνόλου των αμοιβαίων σχέσεων όλων χωρίς εξαίρεση των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, συνεπώς και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων της αντικειμενικής βαθμίδας ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτή και τις άλλες κοινωνίες μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση μιας σωστής τακτικής της πρωτοπόρας τάξης. Παράλληλα όλες οι τάξεις και όλες οι χώρες δεν εξετάζονται από στατική, αλλά από δυναμική άποψη, δηλαδή όχι σε κατάσταση ακινησίας, αλλά σε κατάσταση κίνησης (που οι νόμοι της πηγάζουν από τους οικονομικούς όρους ύπαρξης κάθε τάξης). Η κίνηση με τη σειρά της δεν εξετάζεται μόνο από την άποψη του παρελθόντος, αλλά και από την άποψη του μέλλοντος, όχι με τη χυδαία αντίληψη των «εξελικτικών», που βλέπουν μόνο τις αργές αλλαγές, αλλά διαλεκτικά: «Στις μεγάλες ιστορικές εξελίξεις 20 χρόνια ισοδυναμούν με μια μέρα –έγραφε ο Μαρξ στον Έγκελς– αν και αργότερα μπορεί να έλθουν τέτοιες μέρες, που να συγκεντρώνουν μέσα τους 20 χρόνια», (τόμ. III, σελ. 127, Αλληλογραφία). Σε κάθε βαθμίδα ανάπτυξης, η τακτική του προλεταριάτου πρέπει κάθε στιγμή να υπολογίζει αυτή την αντικειμενικά αναπόφευκτη διαλεκτική της ιστορίας της ανθρωπότητας, χρησιμοποιώντας, από το ένα μέρος, τις εποχές της πολιτικής στασιμότητας ή της λεγόμενης «ειρηνικής» εξέλιξης με ρυθμό χελώνας, για ν’ αναπτύξει τη συνείδηση, τη δύναμη και τη μαχητική ικανότητα της πρωτοπόρας τάξης και διεξάγοντας, από το άλλο μέρος, όλη αυτή τη δουλιά με προσανατολισμό τον «τελικό σκοπό» της κίνησης της δοσμένης τάξης και τη δημιουργία μέσα σ’ αυτή την κίνηση της ικανότητας να δίνονται πρακτικές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα στις μεγάλες μέρες, που «συγκεντρώνουν μέσα τους 20 χρόνια». Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα έχουν ξεχωριστή σημασία δυο συλλογισμοί του Μαρξ. Ο ένας είναι από την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας και αφορά τον οικονομικό αγώνα και τις οικονομικές οργανώσεις του προλεταριάτου και o άλλος από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και αφορά τα πολιτικά καθήκοντα του προλεταριάτου. Ο πρώτος λέει: «Η μεγάλη βιομηχανία συγκεντρώνει στο ίδιο μέρος ένα πλήθος ανθρώπους που δεν γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Ο συναγωνισμός προκαλεί διάσπαση στα συμφέροντα τους. Η περιφρούρηση όμως του μεροκάματου, το κοινό αυτό συμφέρον απέναντι στο αφεντικό τους, τους ενώνει σε μια κοινή σκέψη, τη σκέψη της αντίστασης, του συνασπισμού τους… Αν στην αρχή ο συνασπισμός αυτός γίνεται μεμονωμένα, κατόπιν σχηματίζονται ομάδες και η περιφρούρηση από τους εργάτες των συνδικάτων τους ενάντια στο κεφάλαιο, που διαρκώς ενώνεται, γίνεται γι’ αυτούς πιο απαραίτητη από την περιφρούρηση του μεροκάματου… Σ’ αυτό τον αγώνα –αληθινό εμφύλιο πόλεμο– ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για την επερχόμενη μάχη. Όταν ο συνασπισμός φτάσει σ’ αυτό το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα». Έχουμε εδώ μπροστά μας το πρόγραμμα και την τακτική του οικονομικού αγώνα και του συνδικαλιστικού κινήματος για μερικές δεκαετίες, για όλη τη μακρόχρονη εποχή της προετοιμασίας των δυνάμεων του προλεταριάτου για την «επερχόμενη μάχη». Κοντά σ’ αυτά πρέπει να αναφέρουμε και τις πολυάριθμες υποδείξεις του Μαρξ και του Έγκελς, όπου, παίρνοντας για παράδειγμα το αγγλικό εργατικό κίνημα, δείχνουν πώς η «άνθηση» της βιομηχανίας προκαλεί απόπειρες «εξαγοράς των εργατών», (τόμ. Ι, σελ. 136, Αλληλογραφία με τον Έγκελς) και απόσπασης τους από τον αγώνα· πώς η άνθηση αυτή γενικά «διαφθείρει τους εργάτες», (τόμ. II, σελ. 218)· πώς «αστοποιείται» το αγγλικό προλεταριάτο, πώς «το πιο αστικό απ’ όλα τα έθνη» (το αγγλικό) «θέλει, όπως φαίνεται, να οδηγήσει τελικά τα πράγματα σε σημείο, ώστε δίπλα στην αστική τάξη να έχει μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο», (τόμ. II, σελ. 290)· πώς εξαφανίζεται «η επαναστατική θέληση του», (τόμ. III, σελ. 124)· πώς θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο-πολύ μακρόχρονο διάστημα «για ν’ απαλλαγούν οι άγγλοι εργάτες από τη φανερή αστική τους μόλυνση»,(τόμ. III, σελ. 127)· πώς από το αγγλικό εργατικό κίνημα λείπει «η φλόγα των χαρτιστών», (1866, τόμ. III, σελ. 305)· πώς οι άγγλοι ηγέτες των εργατών διαμορφώνονται σύμφωνα μ’ έναν τύπο ενδιάμεσο «ανάμεσα σε ριζοσπάστη αστό και εργάτη» (για τον Χόλιοκ, τόμ. IV, σελ. 209)· πώς, λόγω του μονοπωλίου της Αγγλίας κι όσο το μονοπώλιο αυτό δεν θα έχει σπάσει, «δεν μπορείς να κάνεις τίποτε με τους βρετανούς εργάτες», (τόμ. IV, σελ. 433). Η τακτική του οικονομικού αγώνα σε σχέση με τη γενική πορεία (και την έκβαση) του εργατικού κινήματος εξετάζεται εδώ από μια εξαιρετικά πλατιά, ολόπλευρα διαλεκτική και αληθινά επαναστατική άποψη.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μιλώντας για την τακτική του πολιτικού αγώνα, διατύπωσε τη βασική θέση του μαρξισμού: «οι κομμουνιστές αγωνίζονται για τους άμεσους σκοπούς και τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ταυτόχρονα όμως υπερασπίζουν και το μέλλον του κινήματος». Σύμφωνα μ’ αυτή τη θέση ο Μαρξ υποστήριζε το 1848 στην Πολωνία το κόμμα της «αγροτικής επανάστασης», «το ίδιο εκείνο κόμμα που προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας το 1846». Στη Γερμανία το 1848-1849, ο Μαρξ υποστήριζε την άκρα επαναστατική δημοκρατία και ποτέ αργότερα δεν ανακάλεσε όσα είχε πει τότε για την τακτική. Τη γερμανική αστική τάξη την θεωρούσε στοιχείο που «από την αρχή είχε την τάση να προδόσει το λαό» (μόνο μια συμμαχία με την αγροτιά θα έδινε στην αστική τάξη τη δυνατότητα να εκπληρώσει στο ακέραιο τα καθήκοντα της) «και να έλθει σε συμβιβασμό με τους εστεμμένους εκπροσώπους της παλιάς κοινωνίας». Αυτή είναι η γενική ανάλυση που έδοσε ο Μαρξ για την ταξική θέση της γερμανικής αστικής τάξης στην εποχή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ανάλυση που αποτελεί, ανάμεσα στ’ άλλα, πρότυπο υλισμού που εξετάζει την κοινωνία στην κίνηση της και μάλιστα όχι μόνο από την πλευρά της κίνησης που είναι στραμμένη προς τα πίσω: «…χωρίς πίστη στον ίδιο τον εαυτό της, χωρίς πίστη στο λαό· μουρμουρίζοντας προς τα πάνω, τρέμοντας προς τα κάτω·… φοβισμένη μπρος στην παγκόσμια θύελλα· καμιά ενεργητικότητα προς καμιά κατεύθυνση, λογοκλοπία προς όλες τις κατευθύνσεις·… χωρίς πρωτοβουλία·… ένας καταραμένος γέρος, καταδικασμένος να διευθύνει σύμφωνα με τα γεροντικά του συμφέροντα τις πρώτες νεανικές ορμές ενός ρωμαλέου λαού…», («Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», 1848, βλ. Φιλολογική Κληρονομιά, τόμ. III, σελ. 212). Ύστερα από 20 περίπου χρόνια ο Μαρξ σε γράμμα του προς τον Έγκελς (III, 224) δήλωνε πώς η αιτία της αποτυχίας της επανάστασης του 1848 είναι το γεγονός ότι η αστική τάξη προτίμησε την ησυχία και τη σκλαβιά από την προοπτική και μόνο της πάλης για την ελευθερία. Όταν τέλειωσε η εποχή των επαναστάσεων του 1848-1849, ο Μαρξ ξεσηκώθηκε ενάντια σε κάθε παιχνίδι με την επανάσταση (Σάπερ-Βίλιχ και πάλη εναντίον τους) και απαιτούσε να γίνεται η δουλιά μυαλωμένα στην εποχή αυτή της νέας φάσης, που προετοίμαζε δήθεν «ειρηνικά» νέες επαναστάσεις. Η παρακάτω εκτίμηση της κατάστασης στη Γερμανία στα 1856, στην περίοδο της πιο μαύρης αντίδρασης, δείχνει με ποιο πνεύμα απαιτούσε ο Μαρξ να διεξάγεται αυτή η δουλιά: «Το παν στη Γερμανία θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποστηριχτεί η προλεταριακή επανάσταση με μια δεύτερη έκδοση του πολέμου των χωρικών», (Αλληλογραφία με τον Έγκελς, τόμ. II, 108). Όσο η δημοκρατική (αστική) επανάσταση στη Γερμανία δεν είχε τερματιστεί, όλη η προσοχή του Μαρξ, στο ζήτημα της τακτικής του σοσιαλιστικού προλεταριάτου, συγκεντρωνόταν στην ανάπτυξη της δημοκρατικής θέλησης της αγροτιάς. Είχε τη γνώμη ότι η θέση του Λασάλ αποτελεί «αντικειμενικά προδοσία απέναντι στο εργατικό κίνημα προς όφελος της Πρωσίας» (τόμ. III, σελ. 210) ανάμεσα στ’ άλλα ακριβώς γιατί ο Λασάλ χαριζόταν στους τσιφλικάδες και τον πρωσικό εθνικισμό. «Είναι πρόστυχο», έγραφε ο Έγκελς το 1865, ανταλλάσσοντας σκέψεις με τον Μαρξ σχετικά με κάποια κοινή δήλωση που σχεδίαζαν να κάνουν στον Τύπο, «σε μια αγροτική χώρα να επιτίθεται κανείς εξ’ ονόματος του βιομηχανικού προλεταριάτου μόνο ενάντια στην αστική τάξη και να ξεχνά την πατριαρχική «εκμετάλλευση με τη μαγκούρα» του αγροτικού προλεταριάτου από τους φεουδάρχες ευγενείς» (τόμ. III, σελ. 217). Την περίοδο του 1864-1870, τότε που πλησίαζε στο τέλος της η εποχή του τερματισμού της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Γερμανία, η εποχή του αγώνα των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πρωσίας και της Αυστρίας για τον ένα ή τον άλλο τρόπο τερματισμού αυτής της επανάστασης από τα πάνω, ο Μαρξ δεν καταδίκαζε μόνο τον Λασάλ που ερωτοτροπούσε με τον Μπίσμαρκ, μα και διόρθωνε τον Λίμπκνεχτ που είχε πέσει σε αυστροφιλία και υπεράσπιζε τον παρτικουλαρισμό· ο Μαρξ απαιτούσε μια επαναστατική τακτική, που να καταπολεμάει εξίσου αμείλικτα και τον Μπίσμαρκ και τους αυστρόφιλους, μια τακτική που να μην προσαρμόζεται στο νικητή, δηλαδή στον γιούνκερ της Πρωσίας, αλλά να ξαναρχίσει αμέσως τον επαναστατικό αγώνα εναντίον του και μάλιστα στο έδαφος που δημιούργησαν οι στρατιωτικές νίκες της Πρωσίας (Αλληλογραφία με τον Έγκελς, τόμ. III, σελ. 134, 136, 147, 179, 204, 210, 215, 418, 437, 440-441)98. Στην περίφημη έκκληση της Διεθνούς της 9 του Σεπτέμβρη 1870 ο Μαρξ συνιστούσε στο γαλλικό προλεταριάτο να προσέξει να μην αναλάβει μια πρόωρη εξέγερση, όταν όμως παρ’ όλα αυτά άρχισε η εξέγερση (το 1871), ο Μαρξ χαιρέτισε με ενθουσιασμό την επαναστατική πρωτοβουλία των μαζών «που έκαναν έφοδο στον ουρανό» (γράμμα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν). Μια ήττα της επαναστατικής πάλης μέσα σ’ αύτη την κατάσταση, όπως και σε πολλές άλλες, ήταν από την άποψη του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ μικρότερο κακό μέσα στη γενική πορεία και την έκβαση του προλεταριακού αγώνα, απ’ ό,τι η εγκατάλειψη της κατεχόμενης θέσης και η συνθηκολόγηση χωρίς μάχη: μια τέτια συνθηκολόγηση θα έσπαζε το ηθικό του προλεταριάτου και θα υπόσκαπτε την ικανότητα του για αγώνα. Ο Μαρξ εκτιμούσε πέρα για πέρα τη χρησιμότητα των νόμιμων μέσων πάλης στην εποχή της πολιτικής στασιμότητας και της κυριαρχίας της αστικής νομιμότητας, το 1877-1878, όμως, μετά την έκδοση του εκτάκτου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, καταδίκασε αυστηρά την «επαναστατική φρασεολογία» του Μοστ, μα στρεφόταν με όχι λιγότερη, αν όχι περισσότερη, αυστηρότητα ενάντια στον οπορτουνισμό, που κυρίευσε τότε για ένα διάστημα το επίσημο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που δεν έδειξε αμέσως καρτερικότητα, σταθερότητα, επαναστατικότητα, απόφαση να περάσει σε παράνομο αγώνα σαν απάντηση στον έκτακτο νόμο (Γράμματα του Μαρξ στον Έγκελς, τόμ. IV, σελ. 397, 404, 418, 422, 424 102).


Το παραπάνω άρθρο του Λένιν για τον Καρλ Μαρξ γράφτηκε το 1913 και εκδόθηκε για το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Γκρανάτ και το 1918 εκδόθηκε σε ξεχωριστή μπροσούρα. Στην πρώτη του έκδοση υπήρχε ένα τελευταίο τμήμα του άρθρου για την επαναστατική τακτική το οποίο αφαιρέθηκε για να αποφευχθεί η λογοκρισία. Στην έκδοση της μπροσούρας του 1918 ο Λένιν δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο τμήμα και το άρθρο εκδόθηκε ως έχει. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια συνοπτική και πλήρης έκθεση του Λένιν σχετικά με τη ζωή και το έργο του Μαρξ.

Η ανολοκλήρωτη θύελλα της δεκαετίας του 1960

Εισαγωγή των εκδόσεων Α/συνεχεια στο βιβλίο «68 ντοκουμέντα μιας γενιάς που άλλαξε τον κόσμο».

Η δεκαετία του 1960, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων σαν μια περίοδος ξεχωριστή, που συνδέεται με την αμφισβήτηση, την ανάπτυξη κινημάτων, την εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση κάθε είδους. Δεν ονομάστηκε τυχαία «περίοδος των ανολοκλήρωτων επαναστατικών θυελλών». Η υφήλιος ολόκληρη, σε κάθε πλευρά της, συνταράχθηκε τα χρόνια εκείνα. Ο σοσιαλισμός, ο ιμπεριαλισμός, οι αποικίες, τα κινήματα αλλά και οι συνειδήσεις ταρακουνήθηκαν από μικρούς και μεγάλους αγώνες που δοκίμασαν τους πάντες – από στρατόπεδα και κινήματα μέχρι στρατηγικές και πολιτικές.

Μιλώντας όσο πιο συνοπτικά γίνεται, δύο πράγματα μπορούν να ειπωθούν για τους αγώνες εκείνης της περιόδου: Πρώτο, το κύμα των επαναστατικών θυελλών των δεκαετιών 1960-1970, αν και ανολοκλήρωτο, άφησε πίσω του έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον «παλιό» κόσμο των προηγούμενων δεκαετιών. Με αρνητικούς συσχετισμούς, αλλά και πλουσιότερο σε συνείδηση και πείρα. Με υπαρκτές κατακτήσεις, που ακόμα προσπαθεί να πάρει πίσω το κεφάλαιο με το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Με ένα μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο που μπορεί να βοηθήσει, όποιον θελήσει να το αξιοποιήσει, στην ανάπτυξη νέων αγώνων.Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαπίστωση, που δεν αναιρεί σε τίποτα την αξία και τις παρακαταθήκες της ηρωικής και ορμητικής «εφόδου στον ουρανό» τεράστιων μαζών απ’ άκρη σ’ άκρη της γης: Η τελική έκβαση εκείνων των αγώνων σημαδεύτηκε από την προετοιμασία και το «θρίαμβο» της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος, και έκλεισε με την κατάρρευση, και τυπικά, του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήδη το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 σφραγίστηκε από την αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης και η πορεία αυτή συνεχίστηκε, σε συνθήκες οικονομικής αλλά και κοινωνικής κρίσης, με την περιθωριοποίηση όσων κινούνταν έξω από τις ράγες της αναδιάρθρωσης και της «Νέας Τάξης Πραγμάτων».

Οι λόγοι των αρνητικών εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν στην τεράστια δύναμη που κινητοποίησε ο ιμπεριαλισμός και ο καπιταλισμός, αλλά και στην καθοριστική βοήθεια που του έδωσε η πανικοβλημένη από τα αλλεπάλληλα και «ανεξέλεγκτα» επαναστατικά κύματα νέα, τότε, ηγεσία της ΕΣΣΔ. Γιατί όσο κι αν φτιασιδωθεί η ιστορία, δεν μπορεί να αποκρυφτεί η αλήθεια: Εκείνη την περίοδο στη μια πλευρά των χαρακωμάτων βρέθηκαν οι εξεγερμένοι λαοί, η ξεσηκωμένη νεολαία, η αγωνιζόμενη παγκόσμια εργατική τάξη και η αγροτιά, και το τμήμα εκείνο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που εμπνεύστηκε από την προσπάθεια των Κινέζων κομμουνιστών και του Μάο να καταπολεμήσουν αποφασιστικά τόσο την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού όσο και τον καπιταλιστικό δρόμο. Και από την άλλη πλευρά βρέθηκε κάθε παλιά, αντιδραστική, συντηρητική δύναμη, από την παγκόσμια αστική τάξη και το δυτικό ιμπεριαλισμό με επικεφαλής τις ΗΠΑ ως τους νέους ηγέτες του ΚΚΣΕ, οι οποίοι είχαν ήδη πάρει τον κατήφορο που τελικά οδήγησε στη διάβρωση και διάλυση ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τότε δεν δίστασαν να καταγγείλουν ως «προβοκάτορες», «πολεμοκάπηλους», «επικίνδυνους» τα εκατομμύρια των μαχητών που ρίχνονταν στη σύγκρουση, κι έφτασαν συχνά σε συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς για την κατάπνιξη των κινημάτων.

Αφού αυτό ειπώθηκε, πρέπει να επισημανθεί άλλη μια αλήθεια: Οι αιτίες της τελικά αρνητικής έκβασης θα πρέπει να αναζητηθούν και στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του επαναστατικού κινήματος, και κυρίως των Κινέζων κομμουνιστών και του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος, που εκείνη την περίοδο σήκωσε στους νεαρούς ώμους του το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τους τεράστιους και πολύμορφους μηχανισμούς καταστολής και ενσωμάτωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το τρίτο επαναστατικό κύμα

Η περίοδος για την οποία μιλάμε σημαδεύτηκε από μια τεράστια κινητοποίηση μαζών, μια επαναστατική θύελλα που ξέσπασε και αγκάλιασε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Δεν υπήρξε σχεδόν καμιά χώρα που να μη συγκλονίστηκε από αναταραχές, κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις. Επί δέκα και πλέον χρόνια η πραγματικότητα χρωματίστηκε από μαζικά ριζοσπαστικοποιημένα κινήματα, λαϊκές εξεγέρσεις, ένοπλους ξεσηκωμούς και επαναστάσεις – και ταυτόχρονα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα εκατομμυρίων αγωνιστών που βίωσαν στο πετσί τους κάθε είδους κινήσεις καταστολής, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, βρώμικους πολέμους και γενοκτονίες. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος από τα χρόνια του 1960, γράφει σχετικά:

Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου των ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο.

Εξερευνώντας τη δεκαετία του 1960 ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό βάθεμα και άπλωμα της ταξικής πάλης σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια πανστρατιά λαϊκών δυνάμεων, εργαζόμενων και νεολαίας, αλλά και αντίστοιχα τεράστια κινητοποίηση των δυνάμεων και των μηχανισμών της αντεπανάστασης. Μια επαναστατική θύελλα. Μπορούμε σήμερα να επαναλάβουμε ότι ο 20ός αιώνας γνώρισε τρεις επαναστατικές θύελλες:

Η πρώτη ξέσπασε με την Oκτωβριανή Επανάσταση και τα επαναστατικά κινήματα που την ακολούθησαν και συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Η θύελλα αυτή «ολοκληρώθηκε» αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη έξω από το σύστημα της παγκόσμιας αγοράς που είχε εγκαθιδρύσει ο ιμπεριαλισμός, με τη δημιουργία και οικοδόμηση της ΕΣΣΔ, της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας.

Η δεύτερη ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας των λαών κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ενός ηρωικού και αιματηρού αγώνα που αγκάλιασε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και επίσης «ολοκληρώθηκε» με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και τη νικηφόρα, το 1949, Κινεζική Επανάσταση.

Η τρίτη επαναστατική θύελλα ήταν αυτή που ξέσπασε τη δεκαετία του 1960 και, παρόλο που αγκάλιασε όλο τον πλανήτη και ταρακούνησε τα θεμέλια του ιμπεριαλιστικού και καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπόρεσε να δώσει αποτελέσματα ανάλογα με αυτά των προηγούμενων δύο θυελλών. Αντίθετα, το επαναστατικό κίνημα ανακόπηκε από την πολύμορφη και συνδυασμένη καταστολή και χειραγώγηση και τις ίδιες τις αδυναμίες του. Γι’ αυτό και την αποκαλούμε «ανολοκλήρωτη θύελλα».

Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε του διεθνούς ξεσηκωμού

Το τρίτο αυτό επαναστατικό κύμα, που συχνά περιγράφεται με τη μάλλον περιοριστική φράση «ο Μάης του 1968», σφραγίστηκε από τη μεγάλη αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει ανοιχτά πια στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ήταν χρόνια υπόκωφου αναβρασμού, και τα πιο ανήσυχα πνεύματα μπορούσαν κιόλας να οσμιστούν ότι μπροστά τους ανοιγόταν μια νέα, πρωτόγνωρη περίοδος. Η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959 και η εδραίωσή της κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι αγώνες που δυνάμωναν στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, οι εργατικές κινητοποιήσεις που πολλαπλασιάζονταν στα «ανεπτυγμένα» κράτη, προκάλεσαν τα πρώτα κύματα νέας ελπίδας σε έναν ολόκληρο κόσμο που την επαύριο κιόλας της αντιφασιστικής νίκης ζεματίστηκε από τη διάψευση των προσδοκιών για ένα μέλλον ειρηνικό, δημοκρατικό και δίκαιο. Κι επίσης, ας μην το ξεχνάμε, ζεματίστηκε εξίσου από το εκ των ένδον γκρέμισμα του σοβιετικού θρύλου από το «νέο πνεύμα» (και πολύ πόθο για να απολαύσει επιτέλους κι αυτή τα αγαθά του καπιταλισμού) της ρωσικής ηγεσίας.

Γίνεται πια φανερό ότι το κύμα των αγώνων στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική ολοένα και φουσκώνει, οδηγώντας αναπότρεπτα σε σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές και αποικιακές δυνάμεις που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τον έλεγχο των χωρών και των λαών που ποθούν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Σ’ αυτό το κλίμα ξεκινά η δημόσια αντιπαράθεση στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η νέα ηγεσία της ΕΣΣΔ επιδιώκει την ευθυγράμμιση του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με τα κρατικά της συμφέροντα και την «καινοτόμο» πολιτική οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ποντάροντας στη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό που τάχα «εκλογικεύεται» και γίνεται «φιλειρηνικός». Η μαοϊκή Κίνα από την άλλη σηκώνει το γάντι και επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης στον αναθαρρημένο ιμπεριαλισμό και τις αντιδραστικές δυνάμεις, μιας αντίστασης που δυναμώνει και σημειώνει τις πρώτες της επιτυχίες.

Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Όταν, μετά την τελευταία στην ιστορία κοινή διεθνή διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων (Μόσχα 1960), το ΚΚΣΕ θα κάνει κουρελόχαρτο τις κοινές αποφάσεις πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι τους, η ιδεολογική και πολιτική ρήξη θα ολοκληρωθεί και οργανωτικά. Και θα απελευθερώσει έτσι σε δεκάδες χώρες τις επαναστατικές δυνάμεις που μέχρι τότε ασφυκτιούσαν στα «θεσμοποιημένα» πλέον κομμουνιστικά κόμματα. Αυτές οι δυνάμεις, αποτελούμενες στην πλειοψηφία τους από νεολαίους κι επικουρούμενες από «αμετανόητους» βετεράνους κομμουνιστές, θα επωμιστούν τεράστιες ευθύνες και θα αποτελέσουν τις βασικότερες ταξιαρχίες κρούσης του νέου κύματος των θυελλών σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως επισημαίνει και ο Ελμπάουμ:

Το πνεύμα τους ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένο με τις ευαισθησίες της δεκαετίας του 1960 από ό,τι η ιδιοσυγκρασία των κομμάτων της πιο προσεχτικής Παλιάς Αριστεράς – ορθόδοξων (φιλοσοβιετικών) κομμουνιστών, τροτσκιστών και σοσιαλδημοκρατών. […] Κόμματα και ηγέτες, από τον Μάο και τον Τσε Γκεβάρα στον Χο Τσι Μινχ και τον Αμίλκαρ Καμπράλ, αποδείκνυαν ότι «η δύναμη του λαού είναι μεγαλύτερη από την τεχνολογία».

Μια αναγκαία παρένθεση

Για εκείνη τη ρήξη υπάρχουν σημαντικά διεθνή ντοκουμέντα, και πρώτα απ’ όλα οι ανοιχτές επιστολές που αντάλλαξαν τα κομμουνιστικά κόμματα της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης το 1963-1964 (κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά από τις Ιστορικές Εκδόσεις). Πρόκειται για ντοκουμέντα που πρέπει να μελετήσει κάθε αγωνιστής που ενδιαφέρεται για τις αιτίες της ρήξης και για τις θέσεις κάθε πλευράς, πόσο μάλλον που αυτή η αντιπαράθεση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα και την εξέλιξη των επαναστατικών θυελλών της δεκαετίας του 1960. Σε αυτά γίνεται σαφής η ουσία της αντιπαράθεσης. Το ΚΚΣΕ, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν αλλάξει και πλέον είναι υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης (ενώ η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο), συκοφαντεί τους Κινέζους κομμουνιστές ότι, στηρίζοντας ενεργητικά τους εθνικοαπελευθερωτικούς και επαναστατικούς αγώνες των λαών, «θέλουν να προκαλέσουν ένα παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο»…

Παραπέρα, το ΚΚΣΕ υποστηρίζει ότι «η εξάλειψη του αποικισμού μπήκε πια στην τελική φάση» και άρα «ο πολιτικός αγώνας πρέπει να αντικατασταθεί από τα οικονομικά καθήκοντα», πόσο μάλλον που «οι τοπικοί πόλεμοι είναι πολύ επικίνδυνοι» και γι’ αυτό «θα εργαστούμε επίμονα για το σβήσιμο των σπινθήρων». Και πράγματι αυτό έκαναν, αντιμετωπίζοντας με εχθρότητα την επανάσταση στην Αλγερία, βοηθώντας τη Δύση να πνίξει στο αίμα την επανάσταση στο Κονγκό, επιχαίροντας για τη γενοκτονία των Ινδονήσιων κομμουνιστών, αφήνοντας για χρόνια αβοήθητους τους Βιετναμέζους. Κι όταν η Κίνα τάχθηκε αποφασιστικά με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, το ΚΚΣΕ έφτασε σε παραληρηματικές επιθέσεις ρατσιστικού τύπου, μιλώντας για «κίτρινο κίνδυνο» και παρομοιάζοντας την επαναστατική πολιτική του Μάο με την «απειλή του Τζενγκίς Χαν»!

Η τοτινή κεφαλή του κομμουνιστικού κινήματος δήλωνε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ότι «ο κομμουνισμός θα ξεπεράσει τον καπιταλισμό» – και ταυτόχρονα υιοθετούσε τις καπιταλιστικές συνταγές, ανάγοντας το κέρδος και το ατομικό κίνητρο σε καθοδηγητική αρχή της οικονομίας, και επιβάλλοντας το «σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας» σε βάρος των υπόλοιπων μελών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Μετά τα μέσα της δεκαετίας η κατρακύλα συνεχίστηκε με τον Μπρέζνιεφ να διακηρύττει το «δόγμα περιορισμένης κυριαρχίας των σοσιαλιστικών χωρών», δηλαδή πλήρους υποταγής τους στη Μόσχα, που κατέληξε στην εισβολή των ρωσικών τανκς στην Πράγα, προκαλώντας σοκ στην παγκόσμια προοδευτική κοινή γνώμη και συμβάλλοντας στην κατασυκοφάντηση του κομμουνισμού. Αυτή η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο με τις προκλήσεις και αψιμαχίες του ρωσικού στρατού στα σύνορα με την Κίνα και άλλες εξίσου ασύμβατες με οποιαδήποτε έννοια διεθνισμού εχθρικές ενέργειες της Μόσχας. Γράφει σχετικά ο Ελμπάουμ:

Καθώς μια νέα γενιά γινόταν επαναστατική, η Σοβιετική Ένωση φερόταν σαν κάτι τελείως διαφορετικό από μια δύναμη ειρήνης και απελευθέρωσης. Η σοβιετική απάντηση στην Άνοιξη της Πράγας και στο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», μαζί με την καχυποψία και την εχθρότητα ακόμη με την οποία έβλεπε το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς του ’60, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των νέων ριζοσπαστών να κοιτάξουν αλλού για στρατηγικές και μοντέλα.

Ο ρόλος του Μάο και των κομμουνιστών

Σήμερα, στα σαράντα χρόνια από το Μάη του 1968, είναι αδύνατο να αποσιωπηθεί ο ρόλος του Μάο και του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος στην προετοιμασία, στήριξη και προώθηση του τρίτου επαναστατικού κύματος στην ιστορία του 20ού αιώνα. Με τη γενική γραμμή που πρόβαλαν, σε αντίθεση με τον πυροσβεστικό ρόλο της Μόσχας, το Κ.Κ. Κίνας και ο Μάο προσωπικά κατέστησαν πρωτεργάτες των επαναστατικών θυελλών και ήταν η μοναδική «επίσημη» σημαντική δύναμη του κομμουνιστικού κινήματος που τάχθηκε αναφανδόν με την πλευρά της παγκόσμιας εξέγερσης. Ταυτόχρονα, με την εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης, οι Κινέζοι κομμουνιστές ξεσήκωσαν το λαό και τη νεολαία ενάντια στις «μισοτελειωμένες δουλειές» και τις ελεεινότητες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χτυπώντας ανοιχτά τις δεξιές δυνάμεις και τα νέα αστικά στρώματα που έσπρωχναν σε «ομαλοποίηση», δηλαδή στον καπιταλιστικό δρόμο. Η έμπρακτη καταπολέμηση της άποψης ότι «η ταξική πάλη δεν υφίσταται πλέον στο σοσιαλισμό» και η ανοιχτή απεύθυνση στις λαϊκές μάζες να πρωταγωνιστήσουν στην πάλη εναντίον της δεξιάς αποτελεί τεράστια συμβολή του Μάο στη θεωρία και την πράξη της επανάστασης. Δεν επρόκειτο για σύγκρουση μηχανισμών, αλλά για πρωταγωνιστική, θαρραλέα, πρωτότυπη και πρωτόβουλη δράση δεκάδων εκατομμυρίων ενάντια στο «γενικό επιτελείο της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα και το κράτος», που είχε γίνει βρόγχος για το λαό και εμπόδιζε το βάθεμα της επανάστασης.

Ακριβώς εξαιτίας αυτής της «βλάσφημης» και «εμπρηστικής» γραμμής, ο Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση αντιμετώπισαν το μίσος και τη συκοφαντία τόσο της παγκόσμιας αστικής τάξης όσο και όλων των πτερύγων (ανανεωτικών και ορθόδοξων) της καθεστωτικής αριστεράς. Οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτούς καταγγέλλεται και ξαποστέλνεται στο πυρ το εξώτερον και βασικές πλευρές των επαναστατικών θυελλών συσκοτίζονται και αποσιωπούνται, ενώ υπερπροβάλλονται οι πιο ανώδυνες για το σύστημα. Καλλιεργείται μια σκόπιμη σύγχυση και ταύτιση των «ολοκληρωτισμών» με στόχο την προώθηση του αντικομμουνισμού και την προληπτική θωράκιση απέναντι στη μόλυνση από το μικρόβιο της επανάστασης. Έχουν δίκιο να φοβούνται οι σύγχρονοι απολογητές του συστήματος που με γενοκτονίες, χειρισμούς και εξοντωτικές αναδιαρθρώσεις κατάφερε να βγει σώο από τα αλλεπάλληλα κύματα εξεγέρσεων της δεκαετίας του 1960: Η σύνδεση του νέου κύκλου αγώνων που δυναμώνουν σήμερα με τις καλύτερες παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος και το μπόλιασμά τους με το αντάρτικο πνεύμα του «1968» συνιστά τον πιο μεγάλο κίνδυνο για τις αντιδραστικές δυνάμεις, και την πιο μεγάλη ελπίδα για τους λαούς, τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

Ο Μάης ανατρέπει τους σχεδιασμούς του αντιπάλου

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η παγκόσμια αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσαν με επεμβάσεις, χειρισμούς και υπονομεύσεις να αντεπεξέλθουν τα πρώτα νικηφόρα χτυπήματα των αντιαποικιακών αγώνων. Με το νεοαποικισμό έστησαν χώρες-μπανανίες, αδύναμες και καθολικά υποταγμένες στα συμφέροντά τους. Η χωρίς μεγάλες κρίσεις μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού και η έκρηξη του καταναλωτισμού, σε συνδυασμό με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση ενός κομμουνιστικού κινήματος ζαλισμένου από τη «νέα» γραμμή του ΚΚΣΕ, έκαναν την άρχουσα τάξη να ελπίζει ότι θα ξεπεράσει εύκολα την όποια αναταραχή. Ποντάριζαν σε μια «εύρυθμη» πορεία και ανέμεναν ότι θα καταφέρουν να εμποδίσουν τις εξεγέρσεις, ώστε να μην φτάσουν στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, κρατώντας την εργατική τάξη και ιδίως τη νεολαία ήσυχη και πειθαρχημένη, γοητευμένη από τη λεγόμενη κοινωνία της αφθονίας και τον καριερισμό. Η θύελλα των κινημάτων που, σε πείσμα της επώδυνης για τους λαούς «ειρηνικής συνεργασίας», φύσηξε σε όλο τον πλανήτη έκανε σκόνη αυτούς τους σχεδιασμούς και, παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε, άλλαξε τον κόσμο.

Έτσι φτάνουμε στο «Μάη του 1968». Η γαλλική εκδοχή του Μάη, δηλαδή μια επιμέρους πλευρά που δεν μπορεί να ειδωθεί ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο της περιόδου των θυελλών, ήταν παρ’ όλα αυτά αυτή που καταγράφηκε ως το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι, αξίζει να δούμε τι λέει σήμερα για το Γαλλικό Μάη σε μια συνέντευξή του ο Αλέν Μπαντιού – ένας από τους λίγους Γάλλους διανοούμενους που δεν μετάνιωσε επειδή πήρε ενεργά μέρος σε εκείνους τους αγώνες, και μάλιστα μέσα από τις γραμμές του νεαρού μαοϊκού κινήματος:

Ο Μάης του 1968 είναι το σύνολο τεσσάρων φαινομένων, ετερογενών και αναμεμειγμένων. Υπήρξε ένας πρώτος «Μάης του ’68», μια εξέγερση της νεολαίας που ήταν με τη σειρά της μέρος ενός παγκόσμιου νεολαιίστικου ξεσηκωμού, ο οποίος εκδηλώθηκε και στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Ήταν λοιπόν μια εξέγερση της νεολαίας ενάντια στο γερασμένο κόσμο. Υπήρξε ένας δεύτερος «Μάης», που ήταν μια εργατική γενική απεργία, μια απεργία των μισθωτών με κάποια χαρακτηριστικά πολύ κλασικά, με έναν όχι μικρό έλεγχο από τις κλασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά ταυτόχρονα με πολύ μεγάλη μαζικότητα, με μια πλευρά που τελικά θύμιζε το Λαϊκό Μέτωπο του 1936. Υπήρξε ένας τρίτος «Μάης», που ήταν ελευθεριακός, αναρχίζων, και αφορούσε την σεξουαλική επανάσταση, την ελευθεριότητα των ηθών, νέες καλλιτεχνικές μορφές, τα χάπενινγκ, τις γιορτές, το σύνθημα «κάτω από τα πεζοδρόμια βρίσκεται η παραλία» κ.λπ. Τέλος, υπήρξε και ένας τέταρτος «Μάης», που ήταν η αναζήτηση νέων, καινοτόμων μορφών πολιτικής δράσης.

Ακόμη κι αν περιοριστούμε στη γαλλική εκδοχή του Μάη, από αυτό το σύνολο των ετερογενών και αναμεμειγμένων φαινομένων είθισται σήμερα να κρατά και να πουλά ο καθένας ό,τι θέλει… Ο Αλέν Μπαντιού επισημαίνει:

Πιστεύω ότι η αντίσταση αυτών των τεσσάρων φαινομένων στην εμπορευματοποίηση είναι άνιση. Είναι δηλαδή καθαρό ότι ο ελευθεριακός «Μάης» είναι και ο πιο εμπορεύσιμος, ο πιο συνδεδεμένος με φαινόμενα μόδας, κι έχει ακόμα ενός είδους επικαιρότητα. Δεν έχω κάτι εναντίον του, αυτή η ελευθεριακή διάσταση είναι μέρος του Μάη, αλλά επικοινωνεί με την κοινωνία της κατανάλωσης. Ο «Μάης» της εργατικής απεργίας της CGT είναι ωστόσο ο πιο αρχαϊκός. Είναι περισσότερο το τέλος ενός φαινομένου παρά η αρχή του. Ο «Μάης» των νέων πολιτικών μορφών, ο λιγότερο γνωστός, είναι κατά τη γνώμη μου ο λιγότερο εμπορεύσιμος. Δεν είναι μια ιδέα που μπορεί να πουληθεί.

Αυτήν ακριβώς την πλευρά του Μάη, που ήταν πρωταγωνιστική αν η περίοδος εξεταστεί σε διεθνές επίπεδο, προσπαθούν να αποκρύψουν, να διαστρεβλώσουν, εν ανάγκη να προσαρμόσουν στα μέτρα τους, όλοι αυτοί που τότε βρίσκονταν στην άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων, με το μέρος «του νόμου και της τάξης», ενάντια στους «ανεύθυνους προβοκάτορες» και τους «εμπρηστές της ειρήνης». Αστοί και επίγονοι των επίσημων πτερύγων της αριστεράς, που τότε δούλεψαν χέρι-χέρι για την κατάπνιξη και τη συκοφάντηση του Μάη, σήμερα τον «γιορτάζουν» δίχως ίχνος αυτοκριτικής. Ακόμη κι αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο μια νίκη του «Μάη του 1968», μιας θύελλας που νίκησε ακόμη κι όταν ηττήθηκε, αφού άνοιξε νέους δρόμους κι εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαών και της νεολαίας σαν θετική κι ελπιδοφόρα παρακαταθήκη.

Για να απαντήσει στο Μάη, να τον ξεδοντιάσει και να τον συντρίψει η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να επιστρατεύσει κάθε δυνατό μέσο και ν’ αλλάξει και η ίδια. Η τεράστια αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η γιγάντωση των κάθε είδους μηχανισμών χειραγώγησης και νάρκωσης, ο ακόμη μεγαλύτερος εκβαρβαρισμός του κράτους σε Ανατολή και Δύση, η ενεργοποίηση και εξάπλωση των παρακρατικών μηχανισμών, η τεθωρακισμένη «δημοκρατία» των νόμων έκτακτης ανάγκης, η εξαγορά ηγετών, η αγαστή συνεργασία των επίσημων κεφαλών των «δύο αντιτιθέμενων κόσμων», η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων αγωνιστών… και τι δεν χρησιμοποιήθηκε για να ηττηθεί το τρίτο επαναστατικό κύμα και να κυριαρχήσει η αντεπανάσταση!

Κόντρα στο αδιέξοδο των «ρεαλιστικών» επιλογών

Τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 στάθηκαν ενάντια στην επανάληψη, στον εφησυχασμό του έτοιμου και στη ρομαντική αναπόληση για το παλιό, για περασμένα μεγαλεία. Προσπάθησαν να ανοίξουν, και τα κατάφεραν, νέους δρόμους, νέες προοπτικές, ανταποκρινόμενα σε νέα προβλήματα και συνθήκες όπως αυτά ξεπρόβαλαν στον «ειρηνικά συνυπάρχοντα» διπολικό κόσμο. Αν υπάρχει ένα νήμα που ενώνει όλα τα διαφορετικά πεδία των μαχών που δόθηκαν τότε, αυτό είναι ακριβώς η κριτική των κατεστημένων πρακτικών και δομών του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό μπλοκ.

Το δίλημμα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ή καλύτερα το δυτικό και ανατολικό μπλοκ κυριαρχίας, απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε από το «καπιταλισμός ή επανάσταση». Το κάλεσμα του Μάο για «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», όπως και του Τσε για «δύο, τρία, πολυάριθμα Βιετνάμ», βρίσκονταν ακριβώς στον αντίποδα της γραμμής για «τέλος της ταξικής πάλης» στο σοσιαλισμό και ειρηνική συνύπαρξη με τον καπιταλισμό από τις αρχές του 1960 και μετά, συμπυκνώνοντας έτσι τους στόχους για επέκταση και βάθεμα της επανάστασης κόντρα στο κάθισμα και το συντηρητισμό των ηγετικών κέντρων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αντρέ Γκορζ για την εξοργισμένη απόγνωση της δυτικής άρχουσας τάξης μπροστά στην «παράλογη» αμφισβήτησή της από τη νεολαία και την εργατική τάξη (αναδεικνύοντας παράλληλα το πρόβλημα της έλλειψης ενός επαναστατικού κόμματος, ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία):

«Πέστε μας επιτέλους τι ακριβώς θέλετε», ούρλιαζαν οι φιλελεύθεροι αστοί προς τους αμφισβητίες φοιτητές και εργάτες. Πώς όμως μπορούσαν να το πουν; Το κίνημα από την ίδια του τη φύση ήταν η μόνη γλώσσα που διέθεταν, και η γλώσσα αυτή δεν μπορούσε να οργανωθεί σε λόγο. Για να μπορέσουν να πουν αυτό που ήθελαν, έπρεπε να μπορούν να συνενωθούν, να οργανωθούν, να αναλύσουν την κατάσταση, να καθορίσουν από κοινού αυτό που μπορούσαν να θέλουν: δηλαδή, με ποιο πρόγραμμα ριζοσπαστικών μετασχηματισμών μπορούσαν να συνθέσουν την ποικιλομορφία των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αυτονομία τους. Μόνο ένα επαναστατικό κόμμα που θα συμμετείχε στο κίνημα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή τη σύνθεση κι αυτή την πολιτική έκφραση των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, να καθορίσει μία στρατηγική και να υποκινήσει μία διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο πραγματισμός λέει πως η επανάσταση νικήθηκε. Πράγματι. Αλλά οι πραγματισμοί στα κινήματα είναι το όπλο όσων δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Όσων θέλουν τη στασιμότητα, το τέλμα. Οι επαναστάτες προβάλλουν ένα διαφορετικό πραγματισμό, αυτόν που ανατρέπει συσχετισμούς και αλλάζει τη μορφή του κόσμου υπέρ των λαών και της επανάστασης. Τα κινήματα μπορούν να είναι νικηφόρα όταν έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τις προκλήσεις που θέτει κάθε φορά ο αντίπαλος και όταν δεν φοβούνται να ανοίγουν δρόμους και να δίνουν τις κατάλληλες απαντήσεις.

«Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε», έλεγε ο Μάο. «Να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το αδύνατο», ήταν ένα σύνθημα του Μάη. Και τα δύο αποτελούν την κληρονομιά της δεκαετίας του 1960, κληρονομιά που ανήκει σε κάθε επαναστατική πολιτική και κοινωνική δύναμη που σήμερα σηκώνει ξανά ψηλά τη σημαία του αγώνα, προετοιμάζοντας τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα.

Οι κερασιές δεν ανθίζουν μόνο στη Γαλλία – Οι κερασιές δεν ανθίζουν μονάχα μια φορά. Για τον Μάη του 68.

Δεκαπέντε χρόνια μετά το Μάη του ’68, η εξέγερση πέρασε στην παράδοση, ενσωματώθηκε στην από καθέδρας κοινωνιολογία της Δύσης σαν «νεανικά σκιρτήματα» ή σαν απόδειξη, για τους σοσιαλίζοντες α λα Μιτεράν ή Παπανδρέου, πως η νεολαία δε νοιάζεται για τις «ποσοτικές» διεκδικήσεις, αλλά για τις «ποιοτικές» όπως λ.χ. συνδιοικήσεις-συμμετοχές, με δύο λόγια για «θεσμικές» αλλαγές και διεκδικήσεις.

Για την «Ανατολή» καταχωρήθηκε σαν μια απόδειξη της χρεοκοπίας του αυθορμητισμού, του αριστερισμού, του ανέφικτου μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της αναπόφευκτης συμμαχίας του με τη CIA, και τους πράκτορες του διεθνούς ιμπεριαλισμού.Για τους «πολεμιστές που κουράστηκαν», από τους «νέους φιλόσοφους» της Γαλλίας μέχρι τους «επίγονους» υποστηριχτές του σεβασμού του υπαρκτού συσχετισμού δυνάμεων, πρόκειται για μια ιστορία που σαν ιστορία έχει περάσει στα μουσειακά αξιοπερίεργα.

Να μιλήσεις για το Μάη του ‘68 στην Ελλάδα το 1983 σημαίνει πως κατέχεσαι από αθεράπευτη ρομαντική νοσταλγία ή πως ανήκεις στην κατηγορία των «παράξενων» και «ιδιόμορφων» περιπτώσεων. Σ’ αυτήν κατατάσσονται όλοι όσοι δεν δέχονται να υποταχθούν στους κανόνες του συμφωνημένου παιχνιδιού, όσοι δεν καθορίζουν τα ενδιαφέροντά τους από τις κάθε φορά μόδες, με δύο λόγια όσοι δεν δέχονται πως το μέλλον του κόσμου αναγκαστικά είναι διπλής κατεύθυνσης, είτε στο δρόμο των Ρίγκαν, Θάτσερ και των παραλλαγών τους, είτε στο δρόμο του Αφγανιστάν, της Καμπότζης και της Βαρσοβίας,

Τελικά, δεν ενοχλούμαστε να μας λένε «ιδιόμορφες» «παράξενες» περιπτώσεις κλπ κλπ, γιατί στο κάτω-κάτω στον κόσμο της ισοπέδωσης, της «εξάλειψης κάθε πρωτοτυπίας και ατομικότητας» κι αυτά τα λέει ο εορταζόμενος και σκυλευόμενος Μαρξ, η «εξαίρεση» επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και τούτο σημαίνει πως ο κόσμος αυτός πρέπει ν’ αλλάξει! Εκτός αν οι υμνητές του Μαρξ θεωρούν πως ο τέτοιος κόσμος είναι ο καλύτερος, που θα μπορούσε να υπάρξει. Και δεν έχει σημασία αν στη θέση του «καλύτερου» μπαίνει η γνωστή κατευναστική για να μη πούμε ναρκωτική καραμέλα του μοναδικού «εφικτού» κόσμου.

Όταν αναφερόμαστε στο Μάη του ’68 δεν περιοριζόμαστε στο Γαλλικό Μάη μονάχα. Περικλείνουμε στην έννοια αυτή το σύνολο των κινημάτων, που συγκλόνισαν τον κόσμο σε Δύση και Ανατολή, στα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970. Εντάσσουμε στο «Μάη του ’68» κινήματα όπως της ιαπωνικής νεολαίας του 1960, της αμερικάνικης νεολαίας του τέλους του 1960, της κινέζικης νεολαίας, της γαλλικής, της ιταλικής και της γερμανικής.

Και αυτά ενδεικτικά μονάχα. Εντάσσουμε σ’ αυτό το «Μάη του ’68» τα μεγάλα απεργιακά κινήματα και τις κινητοποιήσεις της γαλλικής και της ιταλικής εργατικής τάξης, την παγκόσμια κινητοποίηση κατά του βρώμικου πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και όλες τις ιδεολογικές και πολιτιστικές διεργασίες που αναμόχλευσαν όλη τη μέχρι τότε ομοιομορφία, και την υποτιθέμενη αδρανούσα «σταθερή παράδοση» Δύσης και Ανατολής. Γι’ αυτό πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα: τους αντικειμενικούς όρους που καθόρισαν τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις και τις κινητοποιήσεις από το ένα μέρος και τη στάση που πήραν απέναντι σ’ όλα αυτά, εξουσίες, κόμματα, μηχανισμοί κ.λπ. σε Δύση και Ανατολή. Γιατί είτε το θέλουν είτε όχι ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος όπως ήταν πριν το «Μάη του ’68». Όλοι αναπροσαρμόσθηκαν, άλλαξαν ρούχα, κοστούμια, γλώσσα, καμώματα, επιστρατεύθηκαν μηχανισμοί που αδρανούσαν, δημιουργήθηκαν νέοι, από την πλευρά των εξουσιών. Όσον αφορά τις «μάζες» και μ’ αυτό εννοούμε το πραγματικό «υποκείμενο» των κοινωνικών μετασχηματισμών, είτε αποκαλούνται «περιθωριακές» είτε «βασικές» —και τούτο όχι με την έννοια βέβαια του Μάο Τσετούνγκ— δεν είναι πια οι ίδιες. Το γεγονός πως στο χειριστικό οπλοστάσιο το ισχυρότερο όπλο είναι η επίκληση του «εφικτού» ή «μη εφικτού» στόχων, ιδεών, προγραμμάτων κ.λπ. αποτελεί την καλύτερη απόδειξη.

Ο «Λόρδος Μπάιρον του 20ου αιώνα» —όπως αυτάρεσκα υπέβαλλε να τον ονομάζουν, ο Αντρέ Μαλρώ, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ντε Γκωλ το Μάη του ’68 μίλησε τότε για «κρίση του πολιτισμού» προσπαθώντας να κρατήσει την εικόνα του πάντα ανοιχτού στις ιδέες και τα γεγονότα διανοούμενου-σταυροφόρου από την υπαρκτή ιδιότητα του υπουργού που συγκρούονταν άμεσα με τους ταραξίες, θα συμφωνήσουμε με τον χαρακτηρισμό αυτό αλλά με «κάποιους» περιορισμούς και προεκτάσεις μαζί: Τη λέξη «πολιτισμός» την αντικαθιστούμε με τη λέξη «κόσμος». Δηλ. το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων Δύσης και Ανατολής. Από τότε και στη χώρα μας ακόμα επιστρατεύεται ο Μαλρώ, και έχουμε άφθονη φιλολογία γύρω από την κρίση αυτή σε προπόσεις επίσημων γευμάτων, σε άρθρα και διαλέξεις όπου επιστρατεύεται ο Αριστοτέλης, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και όλη η γνωστή φιλολογία που έχει γίνει μόδα δεξιά και «αριστερά» για επιστροφές στις «ρίζες», στη «φύση» για να υπερνικηθεί αυτή η κρίση.

Όμως επειδή το συγκεκριμένο είναι πάντα σύνθεση πολλών προσδιορισμών, υπήρξαν συγκεκριμένες αιτίες και στο πεδίο του αντικειμενικού και του υποκειμενικού που προσδιόρισαν τα ξεσπάσματα και την έκταση και την ορμή των κυμάτων αυτού που ονομάζεται «νεανικό σκίρτημα» όπως και την υποχώρησή τους.

κάθε ρεφορμισμός χαρακτηρίζεται
από τον ουτοπισμό της στρατηγικής του
και τον οπορτουνισμό της ταχτικής του

Η δεκαετία του 1950 σφραγίσθηκε από γεγονότα, όπως το πέρασμα από τον «ψυχρό πόλεμο» στην «ύφεση» με το γνωστό πρώτο στάδιο της πολιτικής της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας. Επιχειρήθηκε τότε να υπαχθούν στη συνεργασία αυτή όλα τα υπαρκτά και ορατά προβλήματα: από το μοίρασμα των ζωνών επιρροής μέχρι την κατάργηση της ταξικής πάλης, είτε αυτή εκφραζόταν άμεσα είτε μέσω εθνικών ή άλλων κινημάτων. Η θεωρία της «κατάσβεσης των σπινθήρων».

Η συνεργασία αυτή προϋπόθετε ορισμένες παραδοχές, έστω κι αν αυτές διακηρύχνονταν ανοιχτά ή όχι.

Μια από τις παραδοχές αυτές ήταν πως η «Ανατολή» μετά το «λιώσιμο των πάγων» στέκονταν εκστατική μπροστά στα «θαύματα» της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης είτε εκφράζονταν με το «γερμανικό θαύμα» των Αντενάουερ – Ερχάρτ, είτε με το «ιταλικό θαύμα» της κεντροαριστεράς. Πάνω απ’ όλα βέβαια το «μεγάλο θαύμα» της αμερικάνικης μαζικής παραγωγής καταναλωτικών ειδών απαραίτητων, χρήσιμων ή μη και της αμερικάνικης τεχνολογίας.

Η παραδοχή αυτή ήταν απόρροια μιας κεντρικής παραδοχής. Το πρότυπο που «εξάγονταν», προβάλλονταν, διακηρύχνονταν δεν ήταν πια μια κοινωνία μεταβατική που πασχίζει να μετασχηματισθεί, αλλά μια κοινωνία που πρέπει να πασχίσει να προσαρμοσθεί. Άλλοθι για την προσαρμογή: ο κίνδυνος από τα ατομικά και πυρηνικά όπλα, οι «συνέπειες της προσωπολατρίας» που πίσω από την «εγκληματολογία» αποκαλύπτονταν η ιδεολογία της εδραιωμένης πια πολυκέφαλης τεχνοκρατίας, που με παραμορφωτικούς φακούς πρόβαλλε πλευρές της πράξης της μετάβασης όπως λ.χ. τη μη μαζική παραγωγή καταναλωτικών ειδών χρήσιμων ή μη, την καθυστέρηση της γεωργίας κ.ά. με δύο λόγια «ξανάχυνε», στα δικά της μέτρα και ανάγκες στερέωσης της κυριαρχίας της, την ιστορία της μετάβασης και έβγαζε τα δικά της πραχτικά συμπεράσματα.

Αρχικά μέσα από τις τυμπανοκρουσίες και τους θορύβους, τον άφθονο βερμπαλισμό, όπου ανακατεύονταν «θαψίματα του καπιταλισμού», «ειρηνικοί ανταγωνισμοί», «κουμπιά που έβαζαν σε κίνηση πυραύλους και διέλυαν τους αντίπαλους σε λίγα λεπτά», μαζί με επιστροφή σε γνήσιους λενινισμούς, σε εργατισμούς, σε επίκληση μεγάλων πνευμάτων του παρελθόντος και άγνωστων μορφών του μέλλοντος. Όμως το όνειρο της συνεργασίας σε αγαστή σύμπνοια των Δύο Μεγάλων για την επιβολή της τάξης και της ηρεμίας στον κόσμο διαλύθηκε σαν καπνός. Και επειδή συνέβηκε αυτό χρειάστηκε το πέρασμα στη δεύτερη φάση ή στάδιο, που συνέπεσε, όχι τυχαία, με το πρώτο κύμα των εκρήξεων των κινημάτων που αποτέλεσαν τον προπομπό του «Μάη του ’68».

Στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο το μεταπολεμικό «μπουμ», τα θαύματα πέρα και δώθε του Ατλαντικού προσδιόρισαν μια άλλη αιτία διάλυσης των ελπίδων και της στρατηγικής της αμερικανοσοβιετικής ηγεμονίας. Οι συνεταίροι πρώην υποτελείς, της Ευρώπης, στον «ψυχρό πόλεμο» αρχίζουν να διεκδικούν και να ανησυχούν. Οι ηττημένες και οι συννικήτριες δυνάμεις ανταγωνίζονται την πέρα του Ατλαντικού ηγεμονική δύναμη.

Η ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης απαιτεί μια αναδιάρθρωση. Έτσι οι βρώμικοι πόλεμοι, συνοδεύουν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που εμφανίσθηκε με εκείνο που ονομάζεται πολυεθνικές. Από την άλλη πλευρά το διεθνές οικονομικό σύστημα που δημιουργήθηκε στα χρόνια του πολέμου μπαίνει στην πρώτη μεγάλη κρίση του σαν έκφραση του τέλους της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού.

Όπως ήταν επόμενο στα χρόνια αυτά καταδείχθηκε η αναντιστοιχία ανάμεσα στις απαιτήσεις και ανάγκες της νέας πραγματικότητας, που αναπήδησε από τις μεγάλες συγκρούσεις του 1940-50, και στην απάντηση που έδινε σ’ αυτές το τοτινό παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Μια από τις τέτοιες αναντιστοιχίες ήταν πως για πρώτη φορά, ύστερα από ολόκληρες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν αγώνες και κινήματα έξω από την τροχιά του κομμουνιστικού κινήματος. Κάτι περισσότερο: το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα εκχώρησε το ρόλο του σε άλλες δυνάμεις είτε με την «άγνοια» των τέτοιων κινημάτων, αν όχι και με την καταδίκη τους, είτε με καιροσκοπικές αναγορεύσεις σαν αυθεντικών σοσιαλιστικών, πολιτικών κινημάτων, και κοινωνικών ομάδων που σφετερίσθηκαν την ηγεσία ορισμένων από τα κινήματα αυτά.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αλγερινής Επανάστασης για τον πρώτο τύπο στάσης, η στάση απέναντι στον αραβικό εθνικισμό για το δεύτερο τύπο. Θεωρητικά η σύγκλιση παρά τη φαινομενική διαφωνία των απόψεων του Τολιάττι για τον «επαναστατικό ρόλο» της αστικής τάξης, της σοσιαλδημοκρατίας και των «θέσεων» των σοβιετικών για τον «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης».

Οι τέτοιες στάσεις που υποτίθεται πως έδιναν απαντήσεις στα νέα προβλήματα θα αποτελέσουν τον πρόλογο για την αμαλγαμοποίηση του πραξικοπηματισμού και του «μαρξισμού», κύριο χαρακτηριστικό του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των επόμενων δεκαετιών της σοβιετικής πολιτικής.

Έτσι γεννήθηκε ένα υποκατάστατο του επαναστατικού μαρξισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, μια «προλεταριακή» έκδοση της «επανάστασης από τα πάνω», που μετατρέπει τα «κάτω», τις μάζες των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων σε εξάρτημα των «φωτισμένων» αστικών στοιχείων, που κατά τις περιστάσεις βαφτίζονται σοσιαλιστές, επαναστάτες ριζοσπάστες, προοδευτικά και εθνικά πατριωτικά στοιχεία, που πραγματώνουν εκείνο που θα έπρεπε να πραγματώνουν οι μάζες, αλλά αυτό που πραγματώνουν βέβαια, κάθε άλλο παρά έχει σχέση με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των μαζών. Η προσαρμογή των εθνικοαπελευθερωτικών και εθνικοδημοκρατικών κινημάτων ακολουθεί την προσαρμογή της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής, όπως είναι επόμενο, στην τροχιά άσκησης «παγκόσμιας πολιτικής».

Αυτοί οι επαναπροσδιορισμοί όπως θα λέγαμε σήμερα του περιεχομένου του κοινωνικού μετασχηματισμού προκάλεσαν διαφοροποιήσεις, συγκρούσεις, ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος.

Κορυφαία στιγμή στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ήταν αυτό που ονομάσθηκε σινοσοβιετική διένεξη. Ύστερα από διαδοχικές φάσεις εσωτερικών συγκρούσεων, προσωρινών συμφωνιών και συμβιβασμών η αντιπαράθεση θα αναπτυχθεί για να φτάσει στη μεγαλύτερη όξυνση στα χρόνια ’68-’69 κι όχι τυχαία. Είναι η πρώτη μεγάλη απόπειρα, γιατί ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει προεξοφλώντας το μέλλον, πως ήταν και η τελευταία, να επαναπροσδιορισθεί η πείρα του σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος, όχι με την έννοια της προσαρμογής, αλλά με την έννοια της προώθησης «κατά κύματα», της επίθεσης με την πιο πλήρη έννοια για την «κατάχτηση του ουρανού». Αν και αυτά μυρίζουν λίγο «παλαιοντολογικά» βέβαια. Ο Μάο είναι στον τάφο του και βασιλεύει η γνωστή μετριοκρατία-τεχνοκρατία κι αυτό όχι τυχαία. Όταν το 1957 ο Μάο Τσετούνγκ δήλωνε στη Μόσχα πως ο «ανατολικός άνεμος είναι δυνατότερος από το δυτικό άνεμο» έδινε και μια τελευταία μάχη για να περάσει ενωμένο ολόκληρο το τότε «αναδομημένο» κομμουνιστικό κίνημα σ’ αυτή την έφοδο κατά κύματα: για την κατάχτηση στόχων που θα το έφερναν κοντά στο τελικό σκοπό·για τελευταία φορά σε τέτοιου είδους συναθροίσεις μέσα στο «παλιό» πνεύμα των κομμουνάρων του Παρισιού και των πρωτοπόρων του Οχτώβρη προσδιορίσθηκε το πνεύμα του «συσχετισμού δυνάμεων». Όχι γιατί διαθέτουμε μονάχα τόσα όπλα και τόσες μηχανές, αλλά κύρια και πρωταρχικά γιατί έχουμε μαζί μας τόσα και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων, τόσες και τόσες μάζες καταπιεζόμενων, και απέναντί μας έχουμε έναν διαιρεμένο αντίπαλο που μπορούμε να τον διαιρέσουμε ακόμα περισσότερο. Αβυσσαλέα απόσταση χωρίζει εκείνη την αντίληψη με αυτή, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της έννοιας των συσχετισμών που στέκεται στη βάση αυτού που χθες ήταν μπρεζνιεφισμός με Μπρέζνιεφ και σήμερα μπρεζνιεφισμός με Αντρόπωφ.

Και ακριβώς αυτός ο «ανατολικός άνεμος» φύσηξε στη Δύση, από τις Ενωμένες Πολιτείες μέχρι τη Δυτική Γερμανία και από τη Νότια Αμερική μέχρι την Ιαπωνία και αντίστροφα στα χρόνια αυτά. Μετά την περίοδο εγκλωβισμού της νεολαίας και πρώτα απ’ όλα της φοιτητικής, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, στα πανεπιστημιακά γκέτο-κάμπους, με τους μακαρθισμούς στις ΕΠΑ, το κυνήγι των υπόπτων στη Δ. Γερμανία του «θαύματος», γεγονότα και «μακρινά» και «κοντινά», από την εξέγερση της ιαπωνικής φοιτητικής νεολαίας, της νεολαίας της Ν. Κορέας, της Τουρκίας, το 1960. Από το ξεπούλημα του αλγερινού λαού από την ηγεσία του «Κ.Κ. Γαλλίας», τις καταδίκες και τις μανούβρες των σοβιετικών για να καθίσουν ήσυχα οι βιετναμέζοι, μέχρι το ξέσπασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, ο «ανατολικός άνεμος», σαρώνει κάθε γωνιά και των Μητροπόλεων και των πρώην αλλά και των τότε αποικιών. Σε κάθε χώρα παίρνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παίρνει η κοινή προσπάθεια της κατάπνιξής του. Αλλά οι παρανομαστές είναι κοινοί και στη μια πλευρά και στην άλλη.

Νάσαι νέος
και σώπα!

Η ιθύνουσα ή οι ιθύνουσες τάξεις στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις διάμεσες χώρες στα χρόνια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης 1945-1960 υιοθετώντας τα υπερατλαντικά πρότυπα, αναδιάρθρωσαν και την παιδεία συνολικά, αλλά και πιο ιδιαίτερα τη λεγόμενη Ανώτατη Παιδεία. Πανεπιστημιακά κάμπους α λα Ναντέρ στο Παρίσι, «Πανεπιστημιουπόλεις» α λα Κουπόνια –Ζωγράφου στην Ελλάδα, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Οι φοιτητές στις άκρες των πόλεων ή κι έξω από τις πόλεις. Υπάρχουν τα γκέτο για τους μαύρους, υπάρχουν τα γκέτο για τους ευαίσθητους, ανήσυχους έστω, φοιτητές. Η επιδρομή των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, οι ανταγωνισμοί σε κρατικούς ή μη κρατικούς τομείς, η επέκταση της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας», η αναδιάρθρωση της παραγωγικής-τεχνολογικής βάσης, μέσα κι έξω από το εργοστάσιο, η μεγάλη ανακάλυψη των σύγχρονων χειρισμών της περιβόητης «συναίνεσης», επέβαλαν και καθόρισαν αυτή την κούρσα στην εξειδίκευση, στην «ταιηλοροποίηση» της πανεπιστημιακής ή μετα-πανεπιστημιακής παραγωγής. Η Ναντέρ, καμάρι και καρπός συνδυασμένων προσπαθειών γαλλικών και εξωγαλλικών εγκεφάλων, θα ήταν το εργαστήρι παραγωγής ψυχολόγων, κοινωνιολόγων κ.λπ., έτσι που το παν/μιο να απαντήσει στις ανάγκες της αναδιάρθρωσης. Επιχειρήθηκε άλλωστε και πιο πριν, κύρια μετά την προσαρμογή της δεκαετίας του 1950 η χρησιμοποίηση του «μαρξισμού της προσαρμογής» για την ικανοποίηση των αναγκών του καπιταλισμού. Αυτό δε συνέβηκε μονάχα στη Ναντέρ, αλλά στα περισσότερα παν/μια των μητροπόλεων και τούτο άμεσα με τη συνεργασία στις περισσότερες περιπτώσεις των «φορέων» του μαρξισμού.

Μαρξιστές ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι άρχισαν από τότε να δουλεύουν για να ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες επιχειρήσεων, κρατών. Και σήμερα αυτό θεωρείται απόλυτα φυσικό και θετικό: «Ο μαρξισμός διαβρώνει από τα μέσα τον καπιταλισμό». Η εξέγερση στη Ναντέρ πέρα από την προβολή άλλων αιτημάτων ή και μέσα από τέτοια αιτήματα, ανεξάρτητα αν είχε συνειδητοποιηθεί και πόσο, αποτελούσε μια εκδήλωση καταδίκης αυτής της τερατογονίας.

Κι εδώ εκδηλώθηκε ακόμα μια «τομή» θα λέγαμε σε σχέση με το παρελθόν. Η «τομή» αυτή σχετίζεται με το ότι για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στις καπιταλιστικές μητροπόλεις έπαιξαν το ρόλο καταλύτη σε γενικότερα ξεσηκώματα, κινήματα νεολαίας και ιδιαίτερα φοιτητικής νεολαίας. Στο παρελθόν εκτός από την τσαρική Ρωσία στις αρχές του αιώνα μας, στις αποικιακές, ημιαποικιακές και εξαρτημένες χώρες οι κινητοποιήσεις της σπουδαστικής νεολαίας είχαν ιδιαίτερο βάρος και τούτο είχε υπογραμμισθεί, ιδιαίτερα στη δεκαετία 1920-30 από το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής –και τούτο σχετιζόταν με τα άμεσα αντιιμπεριαλιστικά-δημοκρατικά αιτήματα. Η «τομή» βρίσκεται ακόμα και στον άμεσα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα των τέτοιων κινημάτων, αλλά και στην ουσιαστική ταυτότητα των στόχων των κινημάτων αυτών στις καπιταλιστικές μητροπόλεις με εκείνους της νεολαίας των άλλων περιοχών του κόσμου.

Έτσι όπως ήταν επόμενο τα κινήματα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις πέρα από τους ίδιους γενικούς στόχους χρωματίζονται με ιδιαιτερότητες που δεν υπήρχαν στα κινήματα της Κίνας, της Ιαπωνίας, ή της Λατινικής Αμερικής.

Και γι’ αυτό υπήρξαν πολλοί που ξαφνιάστηκαν για την παρουσία αιτημάτων ανοιχτά πολιτικών, αιτημάτων αδιανόητων για προηγούμενες γενιές φοιτητών, αλλά και νέων γενικά –και γι’ αυτό αναγκαστικά όλοι έδωσαν «εξετάσεις»… Ξεχνούσαν πως είχαν μπροστά τους μια νεολαία που είχε μεγαλώσει με τις προσδοκίες που καλλιεργούνταν, από τη μια, από την αδιάκοπη τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και με την αγωνία και τους φόβους, που θα είχε για το μέλλον τους αυτή η ίδια η ανάπτυξη, που από τα μικρότερα χρόνια τους είχαν γίνει αντικείμενα – αγορά: παιδική αγορά, εφηβική αγορά, «τηνέιτζερς» και Χαλλινταίη, τηλεόραση, αποσμητικά και διεγερτικά, όλοι αυτοί οι τομείς που επενδύονταν κεφάλαια και κεφάλαια, που πρόβαλαν συνταγές, τρόπους περπατήματος, ντυσίματος, ψυχαγωγίας, που υπαγόρευαν μια ορισμένη γλώσσα, ή ακόμα και ορισμένα αισθήματα. Σήμερα αυτά έχουν γίνει κατάσταση, συνήθεια, ρουτίνα, αυτονόητα πράγματα. Αλλά τότε η εξέγερση ήταν εξέγερση ενάντια σ’ αυτά τα πράγματα. Μπορεί η εξέγερση όταν καταλάγιασε να τη διαδέχθηκε η αξιοποίηση ακριβώς της εξέγερσης στα πράγματα εκείνα, που ήταν αξιοποιήσιμα για την αγορά. Όπως η εξέγερση ενάντια στην υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, της οικογένειας, των ερωτικών δεσμών κ.λπ., όταν υποχώρησαν τα κύματά της, μετασχηματίσθηκε λ.χ. στη μεγάλη αγορά του σεξ, με όλες τις άλλες παρεπόμενες βιομηχανίες και αγορές.

Κι όπως ήταν επόμενο μια εξέγερση και μάλιστα σε καπιταλιστική μητρόπολη αναταράζει από τα βάθη την κοινωνία. Η δυνατότητα έκφρασης των επιθυμιών, των αναγκών, έδωσε την ευκαιρία να εκφρασθούν καταστάσεις, που αξιοποιήθηκαν έντεχνα και για τη δυσφήμιση των κινημάτων αλλά και για την αξιοποίησή τους.

Αυτή ήταν η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά αφορά την εξέγερση ενάντια στην «υπαρκτή», εναλλακτική λύση που πρόσφερε στους λαούς ο σοσιαλισμός α λα Χρουτσώφ-Μπρέζνιεφ. Και η εξέγερση αυτή πυροδοτούνταν από την αναπτυσσόμενη στην Κίνα Πολιτιστική Επανάσταση.

Στα χρόνια του «Μάη ’68» είχε καταδειχθεί για τους εξεγερμένους η φενάκη της επιστροφής στο «γνήσιο λενινισμό». Γεγονότα όπως η θυσία του Τσε το 1967 στη Βολιβία και η εγκατάλειψή του το λιγότερο, με τη σε συνέχεια, μεταθανάτια σκύλευσή του από εκείνους που τον εγκατέλειψαν, ήταν πρόσφατα. Όπως η όλη στάση αυτού που γενικότερα αποκαλούνταν κομμουνιστικό κίνημα απέναντι στα εθνικοαπελευθερωτικά και λαϊκά κινήματα.

Έτσι η εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό συνδέονταν αναπόσπαστα με την εξέγερση σ’ αυτό που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός.

Πιο ειδικότερα: η κριτική στο αστικό πανεπιστήμιο και στο «σοσιαλιστικό» παν/μιο εμπνέονταν και από την κριτική του παν/μιου στην Κίνα, από την Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά και από την πείρα της ίδιας της σπουδαστικής νεολαίας. Όσο και αν παρουσιάσθηκε και παρουσιάζεται βέβαια και τώρα σαν «άρνηση της γνώσης», και άλλα γνωστά στερεότυπα, αποτελούσε ολότελα «νέο φαινόμενο», «νέο πράγμα». Κι εδώ πέρασε στην επίσημη περί Μάη παράδοση πως οι φοιτητές είχαν δίκιο, για τα όσα καταμαρτυρούσαν ενάντια στο σύστημα των εξετάσεων, ενάντια στην από καθέδρας διδασκαλία, για το ότι δεν παίρνονταν η άποψή τους για τα ζητήματα της διοίκησης αλλά και των προγραμμάτων σπουδών, όπως «πέρασε» πως οι φοιτητές και οι νέοι είχαν δίκιο γιατί δεν τους «αφήσαμε έναν καλύτερο κόσμο» και για τούτο διαμαρτυρήθηκαν για το «βιομηχανικό πολιτισμό». Απ’ αυτά τα «δίκαια» και «λογικά» —που αποτελούν ωστόσο αυτοκαταδίκη για τον δήθεν αφηρημένο αρνητισμό των κινημάτων— πόσα και ποια εφαρμόσθηκαν και στο γαλλικό παν/μιο και στα άλλα παν/μια, όπου στο μάθημα της Κοινωνιολογίας λέγονται αυτά τα «καλά», («να πούμε και του στραβού το δίκιο») για το «Μάη»;

Τότε βέβαια, όχι μονάχα τα παραπάνω ήταν σωστά και δίκαια, αλλά και άλλα πολλά… Το πρόβλημα ήταν να αποδυναμωθεί η κριτική που αγκάλιαζε όλο το σύστημα. Και δίνουμε σήμερα «κάτι» για να το πάρουμε αύριο πίσω. Όπως και έγινε. Κι έτσι βγήκε πως η συνδιοίκηση ήταν βασικό αίτημα του Μάη. Ενώ η συνδιοίκηση ήταν όπλο της παλινόρθωσης με το νόμο Ε. Φόρ…

Έτσι η αξιοποίηση, διαστροφή, προσαρμογή συνθημάτων του Μάη, ιδεών, πραχτικών αφορούσε και αφορά όλες τις πλευρές. Εκτός από μια: που βέβαια είναι η κύρια και που χωρίς αυτήν ο Μάης μετατρέπεται σε εκδήλωση καταναλωτών, σε εκδήλωση μεταρρυθμιστών του εκπαιδευτικού συστήματος, που θέλουν να κάνουν πιο γερά τα πτυχία κλπ κλπ: της ανοιχτής εξέγερσης ενάντια στον καπιταλισμό και στον υπαρκτό σοσιαλισμό.

Αποδείχθηκε έτσι για άλλη μια φορά, και πως το κεφάλαιο δεν υποχωρεί μπροστά σε τίποτα για να βγάλει κέρδος, αλλά και πως οι χειρισμοί του, για την ιδιοποίηση και διαστροφή, επομένως, πραγμάτων που κατευθύνονται εναντίον του, είναι ανάλογοι με τη δύναμή του, .την παράδοση του, αλλά και τους δεσμούς ή τις συμμαχίες του, που γίνονται δυνατοί όταν διαμορφώνεται ένας ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων. Ιδιαίτερα για τη Γαλλία, ενώ την καθολική σπουδαστική εξέγερση την ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, ακόμα και γραφείων ποδοσφαιρικών εταιρειών, απέναντι σ’ αυτή τη γενική απαίτηση για αλλαγή των πάντων, μεθοδικά, σχεδιασμένα, σε αγαστή σύμπνοια αντιπαρατάχθηκε για πρώτη φορά με τέτοιο κυνικό τρόπο η συνδυασμένη δράση της εξουσίας, του κεφαλαίου και του «αντιπάλου» της από παράδοση, του «κόμματος της εργατικής τάξης» και της ηγεσίας των συνδικάτων. Για να απομονωθεί το σπουδαστικό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα από το εργατικό κίνημα, με πρωτοβουλία του ίδιου του Πομπιντού γίνεται επειγόντως η δεύτερη συμφωνία του Γκρενέλ που δίνονται «ουσιαστικές αυξήσεις» στις αποδοχές ύστερα από το γιουχάισμα που έφαγαν οι συνδικαλιστές ηγέτες μετά την ,πρώτη συμφωνία που δίνονταν μικροπράγματα. Το κεφάλαιο, η εξουσία κινητοποιούνταν για να δυναμώσουν τη θέση του «αντιπάλου» τους απέναντι στην εργατική τάξη αφού αυτός ο «αντίπαλος» είναι ο βασικός τους σύμμαχος σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Κι έτσι μπορούν μεθοδικότερα να αντιμετωπίσουν έναν-έναν και χωριστά τους πραγματικούς εχθρούς τους. Μετά τον πρώτο αυτό χειρισμό, επιστρατεύονται οι απειλές των τανκς —η ιστορία θα επαναληφθεί εδώ με απόλυτη αντιγραφή με το γνωστό «Καραμανλής ή τανκς»— και σε συνέχεια περνάνε στην επίθεση με την προκήρυξη εκλογών κάτω από την ατμόσφαιρα αυτής της απειλής.

Το χρώμα της θεωρίας είναι γκρίζο
πράσινο είναι, φίλε μου, το δέντρο της ζωής.
Γκαίτε

Ο Γαλλικός Μάης αποτέλεσε ένα πεδίο αντιπαράθεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση των πραγμάτων, δύο διαφορετικών αντιλήψεων σχετικά με την πολιτική. Και υπήρξαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις έστω κι αν αυτοί που έκφρασαν αρχικά —όσο την έκφρασαν— την αντίθεση με το «καθιερωμένο παιχνίδι» έπεσαν στο τέλος στην τροχιά αυτού του καθιερωμένου παιχνιδιού.

Στην αρχική περίοδο όπως ήταν επόμενο ανταγωνίζονταν, μέσα στο κίνημα ή κι έξω απ’ αυτό, θεωρώντας το «φοιτητικά καμώματα», ομάδες, οργανώσεις και κινήσεις που πάσχιζαν να βάλουν τη σφραγίδα τους ή να το επηρεάσουν, το χαρακτηριστικό του ήταν, πως στηρίζονταν στην ανεξάρτητη δράση των μαζών ενάντια σε όλους τους «καθιερωμένους» πολιτικούς σχηματισμούς.

Την τέτοια πρακτική, που αναπηδούσε από τις ίδιες τις απαιτήσεις των μαζών, την ακολουθούσαν αναγκαστικά —όσο την ακολουθούσαν— οι περισσότεροι απ’ όσους προβλήθηκαν τότε σαν ηγέτες του κινήματος. Και τούτο ακριβώς δείχνει, πως δεν επρόκειτο όπως λεγόταν και λέγεται, για «καμώματα» και «μηχανορραφίες» μικροομάδων. Αφού οι περισσότερες απ’ αυτές αιφνιδιασμένες από το ανεπάντεχο επιστράτευαν κλασικά, από εγχειρίδια βέβαια καθόλου τριτοδιεθνιστικά, όπως λέγεται συχνά, πρότυπα, και μη βρίσκοντας έτοιμο, μονταρισμένο το πρωτοπόρο απόσπασμα που θα καθοδηγούσε το κίνημα αναζήτησαν από την αρχή υποκατάστατο. Τέτοια υποψήφια υποκατάστατα ήταν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, τότε του Ροκάρ, που παρίστανε τότε τον υπερτριτοδιεθνιστή Μπολσεβίκο που «έβγαινε από τα αριστερά» στους πάντες, και αργότερα στο πρόσωπο του κ. Μιτεράν που θεώρησε τον εαυτό του βέβαιο πρόεδρο από τότε, αφού διόρισε και πρωθυπουργό τον μακαρίτη Μαντέλ Φρανς. Ένας από τους λόγους της υποχώρησης του κινήματος, είναι και αυτή η προσαρμογή που σημειώθηκε ερήμην των μαζών, εναντίον τους.

Οι περισσότεροι συντριπτικά, απ’ όσους προβλήθηκαν σαν πρωταγωνιστές και ηγέτες του κινήματος, προέρχονταν από την Ένωση Κομμουνιστών Σπουδαστών του «ΚΚΓ», με εμπειρίες από την πολιτική των διωγμών από την ηγεσία αυτού του κόμματος, όταν το 1960 οργάνωσαν και πραγματοποίησαν διαδήλωση ενάντια στο βρώμικο πόλεμο κατά του λαού της Αλγερίας, που χτυπήθηκε χτηνώδικα από την αστυνομία και που τα θύματα τα κάλυψε λήθη και ανάθεμα. Ένα άλλο μέρος προέρχονταν από αριστερές σοσιαλιστικές ομάδες και αναρχικούς σχηματισμούς. Τέλος υπήρχαν οι ηγέτες της Ομοσπονδίας Μαρξιστικών-Λενινιστικών Νεολαιών, που εμπνέονταν από το Κ.Κ. Κίνας και από την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους και από τον Αλτουσέρ.

Δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί αυτός ο «φορέας», που απαιτούσαν οι καιροί, παρά μονάχα αν «διαβάζονταν» το γεγονός με άλλους από εκείνους τους παραμορφωτικούς φακούς που διέθεταν όλοι αυτοί. Τούτο δε σημαίνει, παρά την κατοπινή στάση αρκετών, πως δεν πάσχισαν να το κάνουν. Και όλος αυτός ο μόχθος και το αίμα δεν πήγαν κι ούτε θα πάνε χαμένα παρά τις ροκάνες και τις σειρήνες της απογοήτευσης και της αποστασίας.

Η βασική παραμορφωτική εκδήλωση ήταν η αδυναμία να μεταφράσουν πραχτικά, δηλαδή δημιουργικά, την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Γαλλία, θα το επιχειρήσουν οι οργανώσεις «υπόθεση του Λαού» και «Προλεταριακή Αριστερά» μετά το Μάη αλλά με περισσότερο δογματισμό και «πολιτική αλά Γαλλικά».

Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, η ακινησία, η «σταθερότητα» σε όλους τους τομείς αναστατώθηκαν. Και με τούτο δεν εννοούμε τις παραχωρήσεις της ντεγκωλικής κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, που διευκόλυναν βέβαια την παλινόρθωση της τάξης και της συνοχής που είχε αναταραχθεί, αλλά το ίδιο το γεγονός πως η παλινόρθωση χρειάσθηκε να ρίξει στην πλάστιγγα όλες τις δυνάμεις και τις κάθε είδους εφεδρείες στο πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό-πολιτιστικό τομέα, για να πετύχει μια «συναίνεση» με το γλυκό τρόπο και το ματσούκι. Γι’ αυτό χρειάσθηκε η γαλλική μεγαλοαστική τάξη να απαλλαγεί κι από το μεγάλο της σύμβολο, τον Ντε Γκωλ, ίσως γιατί σαν σύμβολο μιας άλλης εποχής δεν ήταν πια συνεργάσιμος και προσαρμόσιμος στις μετά το Μάη ανάγκες της. Και πετάχτηκε χωρίς να κινηθούν τα τανκς… Ίσως ήταν κάπως άταχτος, γι’ αυτήν, μέσα στην τάξη που επέβαλε.

Η γενιά του Μάη στη Γαλλία στη μεγάλη της μάζα, όσο κι αν τραγικά αδιέξοδα σφράγισαν τη ζωή πολλών απ’ όσους πάσχισαν να ξανακάνουν το Μάη από άλλους δρόμους, χωνεύει την πείρα και του ίδιου του Μάη και των αποπειρών να ξαναγινεί ο Μάης και τούτο αφορά όχι μονάχα αυτή τη γενιά, αλλά και τη σημερινή. Η κατάθλιψη, η ξεραΐλα και το καφκικό κλίμα που επικρατεί στις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές σφαίρες της χώρας το υπογραμμίζουν, τα βεντετιλίκια του μεγάλου συνέταιρου του Μιτεράν, και η αποτρόπαια μούχλα και ο σκοταδισμός του πάλαι ποτέ κόμματος που αποτέλεσε την «τιμή και τη συνείδηση της Γαλλίας» Κάποτε οι κερασιές θα ξανανθίσουν…

Μιλάνε πολλοί σήμερα αναφερόμενοι στην Πολωνία με το γνωστό «η τάξη αποκαταστάθηκε στη Βαρσοβία». Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο, είναι παγκόσμιο, όταν αναφερθούμε στο παγκόσμιο κίνημα της νεολαίας της δεκαετίας του 1960-70. Η αναταραχή σταμάτησε. Η τάξη αποκαταστάθηκε στον κόσμο. Στην Κεϋλάνη χρειάστηκε να χώσουν στη φυλακή όλους τους νέους. Στην Κίνα, δίπλα στους γνωστούς και επώνυμους της «Συμμορίας των Τεσσάρων», οι μετριοκράτες που διοικούν «αναμορφώνουν» τεράστιες αριθμητικά μάζες νέων, αφού πέρασαν από το ντουφέκι, σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, αρκετές εκατοντάδες. Στην Ιταλία οι πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι για «μπριγκαντισμό» ή ύποπτοι γενικά ξεπερνούνε τις 5.000. Στη Δυτική Γερμανία οι ίδιες οι αρχές δηλώνουν πως οι φακελωμένοι ηλεκτρονικά είναι 20.000.000. Κι αυτοί «ύποπτοι για τρομοκρατία». Και το δυτικογερμανικό σύστημα έχει γίνει πρότυπο για όλες τις πολιτισμένες χώρες.

Ένα «νεανικό σκίρτημα» και μετά 15 χρόνια χρειάζεται τέτοια μέτρα για να αποτραπεί η επανάληψη του;

Φυσικά κάθε μεγάλο κίνημα στην παγκόσμια ιστορία δεν χαρακτηρίσθηκε παρά μονάχα από κάποια «νεανικά» και όχι «γεροντικά» σκιρτήματα. Επομένως η ουσία δεν βρίσκεται σε κάποιο χάσμα των γενιών αλλά κάπου βαθύτερα. Και όσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που ήθελαν ή θέλουν την επανάληψη με τον ίδιο τρόπο γεγονότων, που από την ίδια τη φύση τους έχουν μια πλευρά που είναι ανεπανάληπτη —κάθε γεγονός ενέχει θα λέγαμε αυτή την πλευρά— άλλο τόσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που θεωρούν σαν μια παρεκτροπή, σαν ένα «σπασμό» αυτό που συνδέεται με το «’68». Ο γνωστός προκλητής δακρύων και ορισμένου είδους σπασμών Αλέξανδρος Δουμάς υιός, συγγραφέας της «Κυρίας με τας καμελίας», είχε χαρακτηρίσει την Κομμούνα του Παρισιού «σπασμό» γενετήσιο της ανικανοποίητης σεξουαλικά «αλητείας» του Παρισιού. Και ο χαρακτηρισμός είχε γίνει της μόδας για κάμποσα χρόνια…

Η προσαρμογή επί το κοσμιότερο δεν είναι και πολύ ουσιαστική. Εξάλλου φαίνεται για τους μαρξιστές θεωρητικούς επί των «σκιρτημάτων» πως τα γεροντικά σκιρτήματα είναι πάντα αποστάγματα πείρας, ωριμότητας και σοφίας και επομένως αυτά είναι θετικά και προωθητικά.

Όμως, για μια διάρκεια δέκα και πάνω χρόνων, εκατομμύρια νέοι σε όλα τα σημεία σχεδόν του κόσμου, αγωνίζονταν όχι μονάχα για δικά τους στενά συμφέροντα, αλλά πρώτα απ’ όλα και κύρια για υποθέσεις, που αφορούσαν μακρινούς λαούς, ενάντια σε συγκεκριμένους πολέμους και τελικά, κι όχι τελευταία, για την αλλαγή του συστήματος κοινωνικών σχέσεων, σε όλες του τις μορφές και εκδηλώσεις. Έξω από τους πρωτοπόρους στην πάλη αυτή κομμουνιστές της Κίνας, ποια δύναμη στον κόσμο τους συμπαραστάθηκε και ποια δεν τους πολέμησε; Τούτο το γεγονός δεν αποτελεί από μόνο του την απόδειξη πως επρόκειτο το λιγότερο για έκφραση μιας θέλησης «να αλλάξει ο κόσμος», που δεν ήταν θέληση μονάχα αυτών των νέων αλλά των μεγάλων μαζών, των «βασικών μαζών» σύμφωνα με την έννοια του Μάο Τσετούνγκ;

Είχαμε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλά τέτοια διεθνούς έκτασης και απήχησης γεγονότα, που συνένωσαν, τόσες τεράστιες μάζες εκατομμυρίων νέων σε τόσα εκτεταμένα μέτωπα πάλης; Και γιατί τότε όλο αυτό το οπλοστάσιο νόμων, ηλεκτρονικών μηχανισμών, μέτρων και διωγμών τόσα χρόνια μετά από το «σπασμό» ή «σκίρτημα» αυτό;

Το δύσκολο είναι αυτό
που μπορεί να γίνει αμέσως.
Το αδύνατο είναι εκείνο
που χρειάζεται περισσότερο χρόνο.

Ο «Μάης ’68» δεν μπορεί να τοποθετηθεί έξω από τη συγκεκριμένη εποχή του. Και αυτό σημαίνει ειδικότερα έξω από την παρατεταμένη αντιπαράθεση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα στις δεκαετίες 50-70. Το ότι στο Μάη εκφράσθηκαν ή και «ηγεμόνευσαν» σε ορισμένες περιπτώσεις κύκλοι, στοιχεία, ομάδες, που βρίσκονταν έξω από την πολεμική ή τη σύγκρουση αυτή, μια και ήταν επίγονοι της ονομαζόμενης «παλιάς κομμουνιστικής αριστεράς» ή και έξω απ’ αυτήν, αυτό ήταν συνέπεια συγκεκριμένων συσχετισμών, που είχε δημιουργήσει ήδη αυτή η ίδια η πολεμική και αντιπαράθεση.

Κι όπως ήταν επόμενο η μεθοδολογία, η γενικολογία, η αφηρημένη συνθηματολογία στην πραχτική δραστηριότητα εκείνων που «ηγεμόνευσαν» δεν ήταν απαλλαγμένη από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που κουβαλούσαν, αλλά και από πλήθος προκαταλήψεις και συμπλέγματα. Φυσικά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που πολλοί απ’ αυτούς ενέργησαν σε αντίθεση με όλα αυτά και ήταν επόμενο να υπάρξουν τέτοια παραδείγματα, αφού είχαν να κάνουν με μια κίνηση μαζών, που παρέσυρε σχήματα και πραγματικά ιδεολογήματα. Γι’ αυτό, εκείνο που ανέδειξε η κίνηση των μαζών πέρασε πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά. Έτσι, αν η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, η τελευταία αλλά και η μεγαλύτερη φάση της αντιπαράθεσης στο τοτινό κομμουνιστικό κίνημα στάθηκε ο πυροδότης, που έθεσε σε κίνηση όλα αυτά τα κινήματα, οι ίδιες οι ατέλειές της, ατέλειες που εντάσσονται στους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνονται μέσα στην ίδια την πορεία της, αλλά και σε ιδιαίτερες καταστάσεις, που αποτελούσαν τη διεθνή πλευρά της από την άποψη των συσχετισμών, έδιναν λαβή σ’ ένα πλήθος από ομάδες, οργανώσεις, κύκλους να επιδείχνουν το πιο άκριτο δογματισμό και σουϊβισμό, αντίθετο με το πνεύμα και την ίδια την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Έτσι προστιθέμενος ο δογματισμός και ο σουϊβισμός στους παλιούς δογματισμούς, σχήματα, προκαταλήψεις που κουβαλούσαν, όσοι προέρχονταν από την «παλιά κομμουνιστική αριστερά», οδηγούσαν σε γενικολογίες, ψευδαισθήσεις, υπερθεματισμούς, και τα παρόμοια.

Εκείνοι, που αντιπροσώπευαν το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, στις χώρες της καπιταλιστικής μητρόπολης, ασχολούνταν περισσότερο με «χρίσματα», ταξίδια, χαιρετισμούς και διπλωματία, παρά με το να πασχίσουν να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα. Και πολλά από όσα έκαναν, και έκαναν άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτήν την πλευρά, τα έκαναν πέρα και ενάντια στα καμώματα των «κορυφών» τους. Δε συνέβηκε το ίδιο σε πολλές άλλες χώρες·γι’ αυτό οι γενικεύσεις που τόσο συνηθίζονται στον τόπο μας, είναι γενικεύσεις που τις υπαγορεύουν γνωστές σκοπιμότητες και επίσης γνωστό κληρονομικό μένος εναντίον εκείνων, που αποκαλούνται γενιές τώρα δογματιστές και «σταλινικά αποβράσματα».

Το κίνημα της εξωκοινοβουλευτικής, επαναστατικής, αντιρεφορμιστικής, ριζοσπαστικής και όπως αλλιώς θέλετε να ονομαστεί η Αριστερά, δεν ηττήθηκε στο Πανεπιστήμιο αλλά κυρίως έξω από αυτό στις προσπάθειές του να συνδεθεί μ’ άλλους κοινωνικούς χώρους και να ανοίξει νέους δρόμους.

Τρεις παρατηρήσεις στη μια διαπίστωση.

Πρώτη παρατήρηση: Η υποχώρηση των κινημάτων αυτών ήταν αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε όλους τους τομείς, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό.

Σαν προδρομικά κινήματα που πρόβαλλαν νέους στόχους, μια νέα ποιότητα, μια νέα αντίληψη που επαναπροσδιόριζε με την έννοια της αποκατάστασης του περιεχομένου του νέου συστήματος κοινωνικών σχέσεων, δεν μπορούσαν να επιβληθούν γιατί τους έλλειπαν τα στοιχεία εκείνα που θα τους έδιναν διάρκεια και σταθερότητα.

Παρατήρηση δεύτερη: Τα κινήματα αυτά είχαν μεγάλη επιρροή μέσα στα πανεπιστήμια και γενικά στον πληθυσμό του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Τίθεται το πρόβλημα: ποια τα όρια ανάπτυξης ενός κινήματος σ’ ένα επιμέρους αλλά νευραλγικό χώρο όπως το πανεπιστήμιο σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος. Ή αλλιώτικα: είναι δυνατή η ανάπτυξη και μέχρι ποιου βαθμού του φοιτητικού κινήματος σε αναντιστοιχία με άλλα κινήματα; Τα κινήματα αυτά ήρθαν να καλύψουν ένα κενό στην κοινωνία, να υπογραμμίσουν προβλήματα και όχι να υποκαταστήσουν τις βασικές κοινωνικές δυνάμεις και το ρόλο τους. Η επιρροή λοιπόν αυτών των κινημάτων έφτασε μάλλον σε κάποιο μάξιμουμ μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η πάρα πέρα ανάπτυξή τους ήταν πλέον συνάρτηση της έκβασης της μάχης σε άλλα επίπεδα.

Παρατήρηση τρίτη: Υπήρξε και υπάρχει ως τα σήμερα μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο τι πρόβαλλαν τα ξεσπάσματα αυτά και στις οργανωτικές συγκροτήσεις που τα ακολούθησαν.

Οι οργανωτικές συγκροτήσεις είναι σχεδόν πάντα πιο «κάτω» από τις απαιτήσεις που τα ίδια τα ξεσπάσματα έβαλαν. Δεν μιλάμε καθόλου για κάποιες γκρούπες που είδαν καχύποπτα τα ξεσπάσματα αυτά, ενώ οι λίγες εξαιρέσεις του γενικού κανόνα σχετίζονταν με την υπερδιόγκωση κάποιων στοιχειακών αντιδράσεων που παρατηρούνταν στους κοινωνικούς χώρους. Έλειπε δηλαδή μια συνολικοποίησή της, μια συνολική θεώρηση.

Ενώ οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς μαζικοποιήθηκαν μετά τα ξεσπάσματα αυτά, στον ιδεολογικό εξοπλισμό τους βάρυναν περισσότερο κάποια στοιχεία που προϋπήρχαν χωρίς να κάνουν κάποιο προχώρημα στις απαιτήσεις «για νέα θεωρία, νέα οργάνωση».

Σε γενικές γραμμές τούτα τα κινήματα δεν είχαν συγκεκριμένη συναίσθηση των στόχων που έβαζαν και στηρίζονταν περισσότερο στον αυθορμητισμό των μαζών και λιγότερο στο δικό τους ρόλο σαν φορείς τις επανάστασης. Δηλαδή περίμεναν ο αυθορμητισμός των μαζών να κάνει τη δική τους δουλειά.

Το ότι οι οργανωτικές συγκροτήσεις, από ιδεολογικό εξοπλισμό υστερούσαν και άρα κάθε μια κλεινόταν σε ένα σύστημα απόψεων, δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε αναιρεί την προηγούμενη φράση.

Γιατί συνέβηκε περίπου αυτό το γεγονός: Όσο απομακρυνόμασταν χρονικά από τα διάφορα ξεσπάσματα, σε περιόδους όμως αρκετής ακόμα ευφορίας, παρατηρούνταν ταυτόχρονα η όλο μεγαλύτερη στεγανοποίηση των διάφορων οργανώσεων από τη μια, και η όλο μεγαλύτερη-εντονότερη τάση μεγένθυνσης στοιχειακών – αυθόρμητων αντιδράσεων από την άλλη.

Η διαπίστωση: Τα κινήματα αυτά, σ’ όλη την εικοσάχρονη πορεία τους, ήταν ο μοναδικός πολιτικός χώρος, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, που εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, που εναντιώθηκε στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση ή τον εκσυγχρονισμό, υπερασπίστηκε τα ιδεολογικά και υλικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, και κράτησε μια πραγματική διεθνιστική στάση υπεράσπισης όλων των προλεταριακών και απελευθερωτικών αγώνων.

Γι’ αυτό συνάντησε όλη τη λύσσα της αστικής τάξης και των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, των δυνάμεων δηλαδή που στηρίζουν το ενιαίο σήμερα σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Κι όταν λέμε λύσσα κυριολεκτούμε: η τελειοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, απαραίτητης αναδιάρθρωσης του αστικού κράτους, δοκιμάστηκε πάνω στα κινήματα αυτά.

Γι’ αυτό όση περιφρόνηση και ειρωνεία χρειάζονται όσοι από τα κινήματα αυτά ανακάλυψαν το λάθος τους και είτε παριστάνουν τους νέους φιλόσοφους, είτε τους θεωρητικούς σοσιαλδημοκρατίας και ρεβιζιονισμού, για τους υπόλοιπους και την προσπάθειά τους χρειάζεται τουλάχιστον κάποιος σεβασμός και προσοχή στην κριτική. Οι εύκολες και εκ του ασφαλούς κριτικές, οι φωνασκίες περί «αριστερισμού» καλύτερα να αποφεύγονται. Γιατί αυτός ο χώρος χτυπήθηκε άγρια, διένυσε κάποιες περιπέτειες, και τραγωδίες ακόμα, που αν μη τι άλλο έδειχνε την αφοσίωση χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτήν την υπόθεση. Περισσότερη σεμνότητα λοιπόν. Και η κάθε κριτική, που πρέπει να γίνεται, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και αυτή την πλευρά του ζητήματος.

Η ήττα αυτών των κινημάτων και η υποχώρησή τους, δε σβήνουν το γεγονός πως μ’ αυτήν την ήττα ή υποχώρηση προβλήθηκε ο χαρακτήρας της προσαρμογής των δυνάμεων εκείνων που εμφανίζονται σαν «νικητές». Προσπάθησαν να «εμπεδώσουν» σε μεγάλες μάζες το «αναπόφευκτο» της αιωνιότητας της σχέσης-κεφάλαιο, το «εφικτό» της διατήρησης της ίδιας χαμοζωής που απορρέει από τη σχέση αυτή, και το εφικτό «ρεαλιστικών» στόχων της διαιώνισης των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.

Η προσαρμογή επενεργεί και πάνω σε πολλούς που εξακολουθούν να αρνούνται την ένταξή τους στο σύστημα. Η μόδα του αντι-αριστερίστικου πνεύματος (που άλλωστε καλλιεργείται συστηματικά από σοσιαλιστικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη και εδώ) μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: τις πλευρές εκείνες που εμπόδισαν τα κινήματα αμφισβήτησης να ξεπεράσουν τον προδρομικό χαρακτήρα τους με εκείνα που αποτέλεσαν τον όρο ύπαρξής τους.

Το ζήτημα δεν βρίσκεται στην απόρριψη των τελευταίων. Αλλά στην ανάπτυξή τους.

Γι’ αυτό ο «αριστερισμός» με την έννοια του πραγματικά αληθινού, νέου που πρόβαλλαν στον ιδεολογικό, πολιτικό και μαζικό τομέα, είναι ζωτικά αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε.

Ο «αριστερισμός» που πρέπει να εξαλειφθεί είναι, ανάμεσα σε άλλα, τα παρακάτω:

• Η επιμονή σε αποσπασματική και συχνά καιροσκοπική προβολή γενικών συνθημάτων στη θέση μιας γενικής αντίληψης που να αρθρώνονται τα επιμέρους και να την υπηρετεί. Λ.χ. τα «μίνιμουμ» προγράμματα συχνά είναι στην πράξη μάξιμουμ και αντίστροφα. Οι «μεσολαβήσεις» που απομακρύνουν στο αόρατο μέλλον δεν είναι ίδιες με τις μεσολαβήσεις που υπηρετούν το σκοπό και τον φέρνουν κοντύτερα.

• Η περιφρόνηση της καθημερινής, επίμονης δουλειάς και η προσκόλληση στο θαύμα των λαμπερών εκρήξεων του «αυθορμητισμού». Η έλλειψη σταθερότητας στην επιδίωξη της επίτευξης ενός αποτελέσματος και η εύκολη θεωρητικοποίηση της έλλειψης σταθερότητας.

• Η ευκολία στην «παραγωγή θεωρίας». Η περιφρόνηση της επεξεργασίας της απλής πείρας και η προσκόλληση στην κατασκευή ή στη λειτουργία αφηρημένων εννοιών. Η «παραγωγή θεωρίας» δεν κατευθύνεται έτσι στο «αφαιρετικά συγκεκριμένο». Αυτό προκύπτει σε πολλά επίπεδα. Από το μικρό ως το «μεγάλο».

• Το πνεύμα του «μικρόκοσμου». Αυτό που έχει αξία «ανάμεσά μας» ανάγεται σε γενική αξία. Τα αρχηγιλίκια και τα εύκολα αναθέματα. Το κοίταγμα των μαζών σαν μια ανόργανη ύλη που «εμείς την πλάθουμε» ή αντικείμενο αφ’ υψηλού παρατήρησης κ.λπ. κ.λπ.

Όπως αναφέρεται παραπάνω, στη Γαλλία και την Ιταλία δημιουργήθηκαν οι συσχετισμοί, που έκριναν την έκβαση της μάχης. Ιστορικά, η μάχη στο πεδίο της εργατικής τάξης ήταν αδύνατο να κερδηθεί με τους στόχους που έθετε και με το συγκεκριμένο τρόπο που δόθηκε. Ήταν όμως δυνατό να ριζώσουν μέσα στην εργατική τάξη οι «νέες ανερχόμενες δυνάμεις». Αλλά αυτό προϋπόθετε άλλον ιδεολογικό εξοπλισμό, άλλη προοπτική και επομένως άλλον τρόπο ενέργειας.

Το ότι έγιναν όσα έγιναν από την πλευρά όσων πάλεψαν στη Γαλλία και Ιταλία π.χ., μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης δεν είναι λίγα. Και αποτελούν πολύτιμη πείρα, τόσο με τη θετική, όσο και την αρνητική έννοια.

Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σχετίζεται με την ιστορία της σύγκρουσης στο κομμουνιστικό κίνημα γενικά και με τις ιδιαιτερότητες, που παρουσίασε η σύγκρουση αυτή μέσα στις δύο αυτές χώρες, όπως και με τις εξελίξεις, που είχαν σημειωθεί στην ίδια τη σύνθεση της εργατικής τάξης στη μεταπολεμική περίοδο.

Στα χρόνια του «Μάη», είχε σταθεροποιηθεί ο έλεγχος των Κ.Κ. στις περισσότερες χώρες από τις «αναδομημένες» ιεραρχίες, που προέκυψαν στην πάλη των χρόνων της δεκαετίας 1950-60. Επομένως και από άποψη σύνθεσης, λειτουργίας διαπαιδαγώγησης τα κόμματα αυτά είχαν αλλάξει σημαντικά.

Σαν συνέπεια των «στροφών» της πολιτικής των νέων ιεραρχιών και των νέων συσχετισμών στις χώρες αυτές, τα συνδικάτα είχαν αναγνωρισθεί σαν έγκυροι συνομιλητές των εξουσιών. Η άνοδος «παλιών συνδικαλιστών με αγωνιστικό παρελθόν, αλλά προσαρμοσμένων στο πνεύμα των νέων καιρών», και πολλών νέων, που είχαν αφομοιώσει όλη τη συνδικαλιστική «επιστήμη» από φίλους και «εχθρούς», μαζί με την προβολή παλιών, πραγματικών καταχτήσεων η ικανότητα και από τους πρώτους και από τους δεύτερους σε συνθήκες, που είχαν όχι μονάχα το ελεύθερο να δρουν ανενόχλητα, αλλά και να έχουν «πλάτες», που παλιά δεν υπήρχαν, εκφράστηκε με ένα αποκρουστικό στυλ για τις μάζες των εργατών, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί αλλιώτικα και δεν «διαφοροποιούνταν» εύκολα, αλλά ήταν αρεστό σε νέα τμήματα αυτού, που λέγεται γενικά εργατική δύναμη, που είχε αναδείξει τότε η καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Όλα αυτά δεν θα αρκούσαν να κρατηθεί η επιρροή και έλεγχος στους εργαζόμενους, αν προϋπήρχε μια άλλη πραγματική, καθημερινή, αδιάκοπη παρέμβαση που θα στηριζόταν σε μια άλλη καθορισμένη ιδεολογική και πολιτική βάση, που θα έπαιρνε κατά συνέπεια υπόψη της τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης, στον τρόπο ζωής, τις συνήθειές της κ.λπ.

Όμως στην ιστορία όλα δεν γίνονται «συμμετρικά»… Αν συνέβαινε αυτό η ζωή θα ήταν πολύ μονότονη…

Τα θέλουμε όλα!

Στην Ιταλία ο «Μάης» ήταν πιο παρατεταμένος.

Η Ιταλία, χώρα του «κουρελή ιμπεριαλισμού» με μια ισχυρή μετά και χάρη στο Μουσολίνι και τη μουσολινική περίοδο κρατική οικονομία δίπλα στις αυτοκρατορίες των Ανιέλλι και λοιπών, με μια παράδοση ακτιβισμού, που ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια του μεσοπολέμου και της Αντίστασης, πέρασε χάρη στο «ρεαλιστικό» δηλ. κυνικό συμβιβασμό του Σαλέρνο, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην περίοδο που χαρακτηρίσθηκε «ιταλικό θαύμα» στα χρόνια 1954-1960. Ο «ιταλικός δρόμος στο σοσιαλισμό», δεύτερη έκδοση της «στροφής του Σαλέρνο», μετά το «λιώσιμο» των πάγων, εξασφάλιζε την ένταξη του «ΚΚΙ» στον «εθνικό κορμό» σε στιγμές προώθησης του σχεδίου για την αμερικανοσοβιετική ηγεμονία. Η πολιτική – εκκρεμές του Τολιάττι, αυτονομία προς τη Σοβ. Ένωση, ανοίγματα στις ΕΠΑ, δηλαδή ο πρόλογος της τρίτης έκδοσης του Σαλέρνο —ιστορικός συμβιβασμός— επέτρεψε στην ιταλική αστική τάξη να πραγματοποιήσει το «θαύμα» της, που στα χρόνια του «Μάη» αποκαλύφθηκε πόσο θαύμα ήταν.

Το ξύπνημα της εργατικής δύναμης του Νότου, που είχε μεταναστεύσει στο Βορρά συναντήθηκε με την έξοδο της σπουδαστικής νεολαίας από τα παν/μια στον ευρύτατο χώρο της ανοιχτής πάλης σε όλα τα μέτωπα. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης που έσπασε στην πρώτη φάση τα πλαίσια των συνδικάτων, δημιούργησαν άμεσο κίνδυνο για την ανατροπή όλων των ισορροπιών που έχτισαν η Χριστιανοδημοκρατία από τη μια, και οι τολιαττικοί και μετατολιαττικοί από την άλλη. Το «Αρχιπέλαγος» των παράλληλων και επάλληλων κέντρων εξουσίας της Ιταλίας στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τους χθεσινούς «ταξικούς εχθρούς» για να ανατρέψει το ρεύμα.

Η ταχτική που χρησιμοποιήθηκε ήταν πιο ραφινάτη, αλλά και πιο απροκάλυπτη απ’ ό,τι στη Γαλλία. Η ανοιχτή και σκεπασμένη αστυνομική προβοκάτσια μαζί με την αξιοποίηση του κινδύνου του φασισμού από τη μια, η αντιπαράθεση εργατών και σπουδαστών, η αντιπαράθεση των εργατών του Βορρά προς τους «μαροκινούς» και τους «βρομιάρηδες» του Νότου, η επίσειση ανύπαρκτων και πραγματικών κινδύνων μαζί με τη μέθη του ίλιγγου των ηγεσιών οργανώσεων, που αναδείχθηκαν στα χρόνια αυτά σε μαζικοποιημένες οργανωμένες δυνάμεις, επέτρεψαν την ανατροφή του ρεύματος. Εκφράσθηκε και η παραδοσιακή «διπλή πολιτική» του ιταλικού πολιτικού στρώματος και στο δικό τους επίπεδο. Έτσι εξέχοντες και πασίγνωστοι από τους ηγέτες αυτούς «αποκαλύπτουν» τώρα επαφές και συζητήσεις με τον Λουίτζι Λόγκο, πρόεδρο του «ΚΚΙ», φυσικά πίσω από τις πλάτες των μαζών κι ενώ το κίνημα προχωρούσε, για συνεννοήσεις με τον Μπρούνο Τρεντίν έναν από τους ηγέτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών της Ιταλίας σε συνέχεια και πολλά άλλα. Κι αυτό όταν κραύγαζαν οι ίδιοι για «καμιά μεσολάβηση και καμιά εκπροσώπηση». Η επιμονή στην προβολή γενικών, αφηρημένων «γενικών αληθειών», και ο ασυγκράτητος μαξιμαλισμός τους από την άλλη, διευκόλυναν τους χειρισμούς της συνενωμένης εξουσίας και των εντολοδόχων της στο εργατικό και σπουδαστικό κίνημα. Φυσικά χρησιμοποιήθηκαν σε ευρύτερη κλίμακα απ’ αλλού, μακιαβελικότατης έμπνευσης τερτίπια, στησίματος οργανώσεων του τύπου «Σέρβιρε ιλ Πόπολο» πρότυπο του «δικού μας» του ΕΚΚΕ, που συνειδητά γελοιοποιούσαν με τα καμώματά τους, τα μπαλέτα τους, τους κομμουνιστικούς γάμους τους και τα παρόμοια, το κίνημα. Ενώ η στροφή προς τον μπριγκαντισμό σε ανοιχτό ανταγωνισμό προς το υπόλοιπο κίνημα που πάλευε, ανατίναξε όλες τις γέφυρες για τη συσσωμάτωση και την ομοιογενοποίηση του κινήματος, που στην Ιταλία ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί στα χρόνια αυτά από πολλές απόψεις.

Η σκληρή και συχνά τραγική εμπειρία των αναζητήσεων αλλά και «αναζητήσεων», το στυλ που διαγράφηκε πιο πάνω οδήγησε σε μια «αναθεώρηση», «αυτοκριτική» πολλών από όσους είτε μέσα στις φυλακές, είτε έξω έπαιξαν ηγετικούς ρόλους στο πάλαι ποτέ «ένοπλο κόμμα» και στην Αυτονομία. Δίπλα στους «μετανοημένους» που συνεργάζονται με τις αρχές και καρφώνουν αναδρομικά όσους τους ζητούν να καρφώσουν, αναπτύσσονται ποικίλες τάσεις «μετασχηματισμού» της «νέας αριστεράς», επανένταξής της στο κανονικό «πολιτικό παιχνίδι», διαπραγμάτευσης με τις αρχές κ.λπ. κ.λπ. Τα νήματα των «αναθεωρήσεων» αυτών, κρατούνται από μερικές άκρες από επιφανείς παράγοντες του ίδιου του πολιτικού στρώματος που διοικεί την Ιταλία σαράντα χρόνια τώρα, μέσω των διάφορων σοσιαλιστών και ριζοσπαστών ηγετών Κράξι, Πανέλλα και άλλων.

Πραγματικά είναι αναγκαίος ένας μετασχηματισμός. Όχι με την έννοια του πολιτικού «άλλου» παιχνιδιού, που προτείνεται σαν εναλλαχτική λύση από τους ίδιους που ευθύνονται για τα αδιέξοδα που οδήγησαν όσους επηρέαζαν. Και είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να επιχειρήσουν οι ίδιοι έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Ο μετασχηματισμός αυτός συνίσταται στην απόρριψη σχημάτων θεωρητικών και πραχτικών τρόπων ενέργειας. Κύρια, απόρριψη της ίδιας της αντίληψης της άσκησης αυτού που υποτίθεται πως ήταν πολιτική με τις μάζες για τις μάζες, ενώ ήταν μια πολιτική διπλή: Μια για τις μάζες και μια για τους ίδιους. Την ίδια στιγμή που απόρριπταν τον ιστορικό συμβιβασμό ή καλούσαν να πιστέψουν οι πάντες πως στην Ιταλία επίκειται η άμεση μετάβαση στον κομμουνισμό «χωρίς καμιά μεσολάβηση» και καμιά αντιπροσώπευση, την πραχτική τους στάση την καθόριζαν πολιτικά παιχνίδια μέσω συμμαχιών, προσπαθειών απόχτησης στηριγμάτων κάπου αλλού, έξω από τους προλετάριους ή «κοινωνικούς εργάτες».

Τελικά, ο τέτοιος μετασχηματισμός είναι το γενικό πρόβλημα και καθήκον όλων όσων θεωρούν τους εαυτούς τους σαν συνεχιστές του «Μάη ’68» ή θεωρούν πως είχαν ή έχουν σχέση με αυτά που συνδέονται με το «Μάη». Στην ουσία πρόκειται για τη συνόψιση και κριτική επεξεργασία όλης της ιστορίας των κινημάτων, που αναπτύχθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δηλ. την πραγματική ιστορία τριάντα χρόνων, αλλά και όλων, στην άνοδο και την υποχώρησή τους, των εγχειρημάτων και αποπειρών που επιχείρησαν αυτοί, που πήγαν να κάνουν για λογαριασμό των μαζών, «εκείνο που μπορούν να κάνουν μονάχα οι μάζες», ενώ εκχωρούσαν στις μάζες αυτό που έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι, σύμφωνα με το Μάο Τσετούνγκ. Κανένας νιτσεϊσμός που «υπερβαίνει» τον μαρξισμό στα τέλη του 20ου αιώνα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα αυτό.

Να είσαστε ρεαλιστές
ζητάτε το αδύνατο

Η αναδρομή στο «Μάη ‘68» δεν αποτελεί επομένως μια ρομαντική νοσταλγία. Γιατί αν η αναδρομή ουσιαστικά στην ιστορία του κόσμου στα τελευταία τριάντα χρόνια αποτελεί ρομαντική νοσταλγία, τότε τι χρειάζεται η ιστορία.

Γιατί ο «Μάης ‘68» με την έννοια που προσδιορίσθηκε στην αρχή, «έγραψε ιστορία». Το ότι αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο για διάφορους λόγους στους αντιρομαντικούς αρνητές «ρεαλιστές» κάθε είδους να γράφουν όπως θέλουν αυτοί την ιστορία, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη. Επομένως η αναφορά στο «Μάη ‘68» αποτελεί μια υπόμνηση για επιστροφή όχι στις «ρίζες» βέβαια, αλλά στην πραγματική ζωή, στα πραγματικά προβλήματα, στη συγκεκριμενοποίηση της έννοιας «επικαιρότητα του κομμουνισμού» στις δοσμένες συνθήκες και στις δοσμένες καταστάσεις. Επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν κίνημα, επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν ανάγκη και διέξοδος από τα αδιέξοδα που ορθώνει ο υποτιθέμενος ιδεολογικός διπολισμός.

Απέναντι στο οπλοστάσιο των χειριστικών μηχανισμών Δύσης και Ανατολής που έδειξαν τη δυνατότητα διαστροφής, αφομοίωσης, προσαρμογής και ιδιοποίησης, μπορούν να ορθωθούν άλλες δυνάμεις που να αποδυναμώσουν και να εξουδετερώσουν όλο αυτό το οπλοστάσιο. Αλλά για να μπορούν να το κάνουν αυτό, χρειάζεται πριν απ’ όλα να απελευθερωθούν από όλη την συσσωρευμένη δύναμη της αδράνειας, της ψευτοπαράδοσης, των προλήψεων και των συνηθειών που αποδέχθηκαν πολλοί σαν δική τους παράδοση, σαν δική τους ιδεολογία, σαν δικό τους πρόσωπο. Από το αν θα γίνει αυτό, από το πόσο γρήγορα ή αργά θα γίνει, θα δειχθεί αν η σημερινή ή η αυριανή γενιά θα ξεπεράσει τα γνωστά ανθρώπινα μέτρα. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία. Έτσι αν συνειδητοποιηθεί πως δεν υπάρχουν μεσσιανικές λύσεις, ή πως μπορεί να παρακαμφθεί το πρόβλημα με κάθε είδους υποκατάστατα. Η μέθη του μιτερανικού ή παπανδρεϊκού υποκατάστατου έδειξε και δείχνει πολλά. Όπως η επίκληση σαν υποκατάστατων οικολογικών και άλλων «λύσεων»; το όλο δεν μπορεί να αναχθεί στο μέρος. Αυτό που λέγεται «οικολογικό» πρόβλημα ή ακόμα και «γυναικείο πρόβλημα» ή και άλλα δεν είναι υπερταξικά ή διαταξικά προβλήματα. Η αντίθετη άποψη που υπάρχει και διακηρύχνεται κάνει μια μετατόπιση προς τα πίσω, από τα «αριστερά» ίσως, μπροστά στις δυσκολίες του προσδιορισμού παλιών και νέων φαινομένων και προβλημάτων στην προοπτική του τέλους του 20ου αιώνα, παρά τις διαβεβαιώσεις πως αδράχνει αυτή τη νέα εποχή.

Τη νέα εποχή θα την αδράξουν μονάχα εκείνοι που δεν θα φοβηθούν να διακηρύξουν στα λόγια και στην πράξη πως «ο Μάης του ’68» δεν ήταν παρά μια αρχή και πως η μάχη συνεχίζεται.

Βικτωριανοί του 21ου αιώνα

Η μπουρζουαζία του δέκατου ένατου αιώνα χρησιμοποίησε την ηθική για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της τάξης της – κάτι που εξακολουθεί να κάνει σήμερα η ελίτ.

Η λέξη «Βικτωριανός» τείνει να φέρνει στο μυαλό παλιομοδίτικες ιδέες: οι γυναίκες που στριμώχνονται σε κορσέδες, αυστηροί ρόλοι των φύλων και σεμνοτυφία για όλα τα σεξουαλικά πράγματα. Σε έναν κόσμο όπου ο επιδεικτικός καταναλωτισμός και η έκφραση του εαυτού κυριαρχούν, αυτές οι αντιλήψεις του 19ου αιώνα για αυτοπεριορισμό και ηθική αυστηρότητα φαίνονται απελπιστικά ξεπερασμένες.

Αλλά το βικτωριανό ήθος δεν είναι νεκρό, και μάλιστα κατά πολύ.

Ζει, εκδηλώνεται στη συμπεριφορά της σύγχρονης ανώτερης μεσαίας τάξης. Ενώ κάποιες από τις πτυχές έχουν υποχωρήσει μαζί με τον ενδυματολογικό κώδικα, η πεποίθηση ότι η αστική τάξη κατέχει θέση ηθικής ανωτερότητας σε σχέση με τις άλλες τάξεις παραμένει.

Σήμερα, τα spinclasses (γυμναστική με ποδήλατο), το χειροποίητο φαγητό και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων για τα κολλέγια έχουν αντικαταστήσει τους Κυριακάτικους περιπάτους, τις βραδινές διαλέξεις και τα εβδομαδιαία σαλόνια. Αλλά μην κάνετε κανένα λάθος, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: μετατρέπουν το προνόμιο της τάξης τους σε ατομική αρετή, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική κυριαρχία.

Βικτοριανές Αξίες

Ο ιστορικός Peter Gay χρησιμοποίησε τον όρο “βικτοριανό” για να περιγράψει σε γενικές γραμμές την κουλτούρα των ανώτερων μεσαίων τάξεων της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών κατά το 19ο αιώνα. Φυσικά, είχαν πολύ πιο περίπλοκες πεποιθήσεις για το σεξ, το φύλο και την οικογένεια από ό, τι νομίζουμε πως είχανε.

Οι Βικτωριανοί μπορεί να έχουν επιβάλει έναν αυστηρό ηθικό κώδικα, αλλά μιλούσαν για το σεξ όλη την ώρα, σχεδόν εμμονικά. Όπως επεσήμανε ο Gay, τα πλούσια ζευγάρια συχνά έγραψαν ερωτικά γράμματα με περισσότερο ‘ατμό’ από έναν κινητήρα Newcomen.

Και παρά τα στερεότυπα αυστηρών, αυταρχικών πατέρων, αυτή η περίοδος εισήγαγε τις σύγχρονες έννοιες της γονικής μέριμνας. Ένας πραγματικός άνδρας όχι μόνο προσέφερε στην οικογένειά του με υλικό τρόπο, αλλά και είχε ενεργό ενδιαφέρον για τη συναισθηματική ευημερία των παιδιών του.

Παρόλο που η ανώτερη μεσαία τάξη του 19ου αιώνα δεν ήταν τόσο σεμνότυφη και αυστηρή όσο φανταζόμαστε, τηρούσε όντως αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς. Αυτοί οι κανονιστικοί κώδικες αντικατόπτριζαν τη μεταβαλλόμενη ταξική δομή της εποχής και την επιθυμία της ανερχόμενης αστικής τάξης να επιβεβαιώσει την ηθική της υπεροχή έναντι της ευγενείας, χρησιμοποιώντας την αρετή για να αμφισβητήσει την θέση της παλιάς αριστοκρατίας στο κέντρο της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Ενώ οι γιοι των ευγενών της υψηλής κοινωνίας κυνηγούσαν και γευμάτιζαν, οι γιοι τραπεζιτών και δικηγόρων εργάζονταν, έφτιαχναν οικογένειες και εκπαιδεύονταν.

Στη Γερμανία, η λέξη κλειδί είναι σχεδόν αμετάβλητη: Bildung, που σημαίνει εκπαίδευση με τη μορφή προσωπικής καλλιέργειας και βελτίωσης. Αυτή η ιδέα, που εκφράζεται σε διαφορετικές γλώσσες σε διαφορετικά έθνη, έδεσε αυτή την ανερχόμενη τάξη με τα εθνικά σύνορα. Η αυτο-βελτίωση τους διαφοροποίησε από το παρακμάζον 1%.

Για παράδειγμα, η ακρόαση μουσικής έγινε μια εκπαιδευτική – παρά ψυχαγωγική – εμπειρία. Η κλασική μουσική δωματίου του 18ου αιώνα λειτουργούσε ως ευχάριστο soundtrack για τις αριστοκρατικά σουαρέ. Σε αίθουσες συναυλιών, οι ευγενείς θα μπορούσαν να ερωτοτροπούν στα κουτιά τους, μισοδίνοντας μόνο προσοχή στους ερμηνευτές.

Αλλά όταν η ανερχόμενη καπιταλιστική τάξη παρευρίσκονταν σε συναυλίες, δεν φλυαρούσε ανάλαφρα: καθόταν ακίνητοι σε απαιτούμενη σιωπή, προκειμένου να συγκεντρωθεί στη μουσική.

Οι Γερμανοί Βικτοριανοί δημιούργησαν τον όρο Sitzfleisch – καθιστή σάρκα – για να περιγράψουν τον έλεγχο των μυών που απαιτείται για να μένουν απολύτως ακίνητοι κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας. Ακόμη και οι βήχες και τα φτέρνισμα έπρεπε να πνιγούν, για να μην σπάσουν τη συγκέντρωση κάποιου και να εκτροχιάσουν από την αυτοβελτίωση.

Η αναζήτηση για Bildung εμπότιζε την καθημερινή ζωή επίσης. Πλούσιες νέες γυναίκες, που δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε  άλλη καριέρα πέρα από το ρόλο της συζύγου και μητέρας, μάθαιναν τουλάχιστον άλλη μία γλώσσα και έκαναν μαθήματα πιάνου και τραγουδιού. Οι άνδρες συχνά περνούσαν τα βράδια τους παρακολουθώντας διαλέξεις ή συμμετέχοντας σε οργανώσεις πολιτών.

Για να αποδώσει αυτή η αφοσίωση, ωστόσο, αυτοί οι πλούσιοι Βικτωριανοί έπρεπε να την επιδείξουν, κάνοντας τη διαφορά τους τόσο από τους πλουσιότερους όσο και από τους φτωχότερους προφανή σε όλους.

Ξόδευαν ένα τρομακτικό ποσοστό των εισοδημάτων τους στη διακόσμηση του σπιτιού για να δείχνει ευημερία, γούστο και σεμνότητα ταυτόχρονα. Ήξεραν ότι τα είχαν καταφέρει μόλις είχαν ένα σαλόνι – ένα δωμάτιο στο σπίτι αφιερωμένο αποκλειστικά στη φιλοξενία επισκεπτών στο οποίο οι κάτοικοι του σπιτιού δεν θα έμπαιναν ποτέ μόνοι τους. Την Κυριακή, ολόκληρη η οικογένεια θα κάνει περίπατο στο πάρκο.

Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλούσιες οικογένειες πίεζαν για την κατασκευή όλο και περισσότερων δημόσιων πάρκων. Αλλά, σύμφωνα με τις αξίες τους, οι χώροι αυτοί δεν προορίζονταν ως κοινόχρηστοι χώροι που ο καθένας θα μπορούσε να απολαύσει, αλλά ως σκηνή για να αναδείξουν τα καλύτερα κυριακάτικά τους.

Το Central Park της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, απαγόρευσε στο κοινό να περπατά στο χορτάρι ή να παίζει σπορ. Τα παιδιά έπρεπε να αποκτήσουν ένα “πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς” από το σχολείο τους, πριν τους επιτραπεί να μπουν σε παιδικές χαρές. Οι πωλήσεις μπύρας απαγορεύονταν τις Κυριακές.

Το πάρκο δεν ήταν για την αναψυχή της εργατικής τάξης, αλλά για την πειθάρχηση. Εκεί, οι εργάτες έμαθαν να εκτιμούν τον σωστό τρόπο να απολαύσουν το πάρκο: το περίπατο. Το πρώιμο πάρκο του Fredrick Law Olmsted χρησίμευσε ως τεράστιος ναός της βικτοριανής αντίληψης της φύσης ως χώρου βελτίωσης.

Η ηθική του Fitness

Παρότι δεν βλέπουμε συχνά άνδρες με ψηλά καπέλα και γυναίκες με μεσοφόρια να παρελαύνουν με τα παιδιά τους τις Κυριακές, τα πάρκα παραμένουν ένα μέρος για να δείξουν αρετή και πειθαρχία: ο σύγχρονος πολιτισμός του fitness (υγιούς φυσικής κατάστασης και άθλησης) ενσαρκώνει τέλεια το ήθος της δεκαετίας του 19ου αιώνα για βελτίωση και πειθαρχία.

Οι Βικτωριανοί ήταν ισχυρά αντίθετοι στη σωματική δραστηριότητα – που ήταν για τους προλετάριους – και έβλεπαν το επιπλέον βάρος ως δείκτη της τάξης και της αξιοπρέπειας. Η γυμναστική και ο αθλητισμός άρχισαν να διεισδύουν στη ζωή της μεσαίας τάξης στον 20ο αιώνα και σήμερα εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία με τον περίπατο.

Αυτή η σκέψη πρώτη φορά με χτύπησε πριν από εννέα χρόνια. Ζούσα στο Grand Rapids του Michigan και απολάμβανα την ποδηλατάδα μου ως έναν τρόπο να εξερευνήσω ένα άγνωστο μέρος. Μια μέρα, αποφάσισα να επισκεφθώ το East Grand Rapids, ένα πολύ πλούσιο προάστιο, επειδή έχει ποδηλατόδρομο γύρω από την λίμνη Reeds.

Μόλις έφτασα, συνειδητοποίησα αμέσως ότι ήμουν το μόνο άτομο που δεν φορούσε ρούχα γυμναστικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι γυμνάζονταν – οι περισσότεροι βγήκαν για μια βόλτα, όπως και οι προκάτοχοί τους – αλλά ήταν ντυμένοι για το γυμναστήριο. Οι άλλοι ποδηλάτες φορούσαν σφιχτά ρούχα spandex, σαν να ήταν στην αφετηρία του Tour de France.

Αυτά τα ρούχα στέλνουν ένα μήνυμα: «Μην κάνετε κανένα λάθος, δεν περπατάμε ή κάνουμε ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς. Αυτή είναι η άσκηση». Οι πλούσιοι κάτοικοι του East Grand Rapids μετέτρεψαν τη βόλτα στο πάρκο σε ρουτίνα γυμναστικής. Η αθλητική τους εμφάνιση απεδείκνυε ότι αυτή η δραστηριότητα ήταν μια πράξη προσωπικής ανάπτυξης.

Οι σύγχρονες τάσεις άθλησης, όπως η hotyoga, το spinning και το Cross Fit, επιδεικνύουν όλα μια δέσμευση για αυταπάρνηση και αυτοπειθαρχία, αξίες πολύ επαινεμένες από τους Βικτωριανούς. Η μαραθωνιοδρομία έχει γίνει το απόλυτο σύμβολο: οι αθλητές μπορούν να δημοσιεύουν φωτογραφίες στα social media για να αποδείξουν σε όλους ότι έχουν βασανίσει τα σώματα τους σε μια πολύ ενάρετη – και όχι καθόλου πονηρή – μόδα.

Αυτό διαπερνάει και τις καθημερινές δραστηριότητες. Τα Trader Joe’s και τα Whole Foods είναι γεμάτα με άτομα ντυμένα με ρούχα προπόνησης χωρίς ίχνος ιδρώτα. Αυτή η ενδυμασία σηματοδοτεί τους φέροντες ως το είδος των ανθρώπων που νοιάζονται για το σώμα τους, ακόμα και όταν δεν ασκούνται. Τα παντελόνια γιόγκα και τα αθλητικά παπούτσια δείχνουν την αρετή εξίσου καθαρά με τα γυναικεία φορέματα με κορσέδες του 19ου αιώνα.

Το να είσαι σε καλή φυσική κατάσταση σήμερα είναι ταξικός δείκτης, κατακλύζοντας την κουλτούρα όχι μόνο του fitness αλλά και της διατροφής. Καθώς οι θερμίδες έχουν γίνει φθηνότερες, η παχυσαρκία έχει μετατραπεί από σημάδι πλούτου σε ένδειξη ηθικής αποτυχίας. Σήμερα, η ανθυγιεινή ζωή λειτουργεί ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της απληστίας των φτωχών, με τον ίδιο τρόπο που εξετάζονταν οι σεξουαλικές τάσεις της εργατικής τάξης κατά τον δέκατο ένατο αιώνα.

Και οι δύο τύποι σκέψης υποστηρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους, γι ‘αυτό αξίζουν ακριβώς αυτό που έχουν και τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη για υψηλότερους μισθούς ή επιδοτούμενη υγειονομική περίθαλψη. Άλλωστε, οι φτωχοί θα τα ξοδέψουν απλώς στα τσιγάρα και τα μπέργκερ.

Τόσο τότε όσο και τώρα, αυτές οι διακηρυγμένες διαφορές υγείας καταγράφουν την αηδία απέναντι στα σώματα των εργατών. Στο βιβλίο Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν, ο George Orwell πραγματεύεται την ύστερη – βικτωριανή ανατροφή του, γράφοντας ότι εκπαιδεύτηκε να πιστεύει «ότι υπήρχε κάτι διακριτικά απωθητικό προς ένα εργατικό σώμα». Στην εποχή του Orwell, το σαπούνι – όχι το γυμναστήριο – έκανε αυτή τη διάκριση. Διδάχθηκε ότι, με τα λόγια του, “οι κατώτερες τάξεις μυρίζουν”.

Στις μέρες μας, το ίντερνετ καταγράφει διαταξικές φρίκες σε ιστοσελίδες όπως το People of Wal-Mart. Αντί να απωθούνται από τις ‘μάζες των απλύτων’, οι σύγχρονοι Βικτωριανοί χλωμιάζουν μπροστά στις ‘μάζες των υπερτροφικών’.

Ενώ η μπουρζουαζία του δέκατου ένατου αιώνα έβλεπε τις φιγούρες των γεματούληδων όχι ως ντροπιαστικές, αλλά ως καθησυχαστικά σημάδια της ευημερίας τους, οι πνευματικοί απόγονοί τους είναι εμμονικοί με τη σωστού είδους διατροφή. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τα βιολογικά τρόφιμα έχουν περάσει από περιθωριακό φαινόμενο σε απόλυτη αναγκαιότητα.

Σκεφτείτε το κίνημα χωρίς-γλουτένη – μιλώντας για εκείνους που επιλέγουν να αποβάλλουν τη γλουτένη από τη διατροφή τους, όχι για εκείνους που έχουν κοιλιοκάκη και πρέπει να αποφεύγουν πλήρως το σιτάρι. Πριν από μερικά χρόνια, αστειεύθηκα ότι η εύρεση ενός κατοίκου που δεν τρώει γλουτένη στην πατρίδα μου στην αγροτική Nebraska θα ήταν παρόμοια με την εύρεση της συλλογής έργων του Peter Kropotkin στην τοπική βιβλιοθήκη. Τώρα το φαγητό «χωρίς γλουτένη» εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε τοπικό ράφι σούπερ μάρκετ.

Αυτή η διατροφική πειθαρχία είναι μια μορφή ενάρετης αυταπάρνησης που θα έκανε τους Βικτωριανούς περήφανους. Αχ και να ζούσαν οι παππούδες μου αρκετό καιρό για να συνειδητοποιήσουν ότι το να καλλιεργούν δικές τους πατάτες και αγγούρια τους έκανε αστούς κι  όχι μπουρτζόβλαχους.

Αγώνες για Μαμάδες και δηλώσεις για Κολλέγια

Μια παρόμοια δυναμική μπολιάζει την οικογενειακή ζωή σήμερα. Όπως και οι πρόγονοί τους, οι σημερινές ανώτερες μεσαίες τάξεις δίνουν μεγάλη έμφαση στην οικογένεια. Αν και ο απολυταρχισμός του 19ου αιώνα έχει εγκαταλειφθεί, αυτήν η εποχή για πρώτη φορά είδε την παιδική ηλικία ως διακριτή και ξεχωριστή περίοδο της ζωής. Οι γονείς ενεργούσαν αναλόγως, φτιάχνοντας παιδικά δωμάτια στα σπίτια τους για τα παιδιά τους.

Οι πρακτικές ανατροφής των παιδιών καθίστανται πιο κοπιαστικές χρόνο με το χρόνο, απαιτώντας από τους γονείς να ασκούν ακραία πειθαρχία και αυταπάρνηση. Ένα πρόσφατο βιβλίο –  All Joy And No Fun – ακούγεται σαν μουσική στα αυτιά του Βικτοριανού. Τι θα μπορούσε να είναι πιο επιπόλαιη και λιγότερο εκπαιδευτική από τη διασκέδαση; Δεν υπάρχει χρόνος για αυτό εν μέσω των απαιτήσεων της σύγχρονης ανατροφής.

Οι μητέρες πρέπει να θηλάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, να παρέχουν μόνο βιολογικά τρόφιμα στα παιδιά τους και να κρατούν το χρόνο μπροστά στην οθόνη στο ελάχιστο. Τα διολισθήματα δείχνουν αποτυχία. Αυτό αντιπροσωπεύει ίσως τη σαφέστερη σχέση ανάμεσα στις βικτοριανές αξίες τότε και τώρα: περιορίζουν τις γυναίκες και ενισχύουν την ιεραρχία των φύλων.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι νέες προσδοκίες απαιτούν χρήματα και χρόνο. Μια εργαζόμενη μητέρα που πρέπει να τα βγάζει πέρα με πολλαπλές θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών θα είναι πολύ πιο δύσκολο να θηλάσει στη δουλειά από ό, τι μια γυναίκα που εργάζεται στο γραφείο. (Για να μην αναφέρουμε τη διαφορά στη γονική άδεια μεταξύ των υπαλλήλων και εργατών)

Οι σημερινές ηθικές επιταγές σχετικά με το θηλασμό επιτρέπουν στις γυναίκες της εργατικής τάξης – οι οποίες είναι λιγότερο πιθανό να θηλάσουν – να κριθούν ως ηθικές αποτυχίες. Πράγματι, οι δημόσιες διαμάχες για τους περιορισμούς απέναντι στο θηλασμό σπάνια επεκτείνονται σε απαιτήσεις για καλύτερη πρόσβαση στη γαλουχία για τις γυναίκες της εργατικής τάξης.

Οι εντατικές γονικές προσδοκίες συνεχίζονται και για πολύ μετά το τέλος της βρεφικής ηλικίας. Τα μικρά παιδιά ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε δαπανηρές αθλητικές λέσχες και οι γονείς να εγκαταλείψουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να τους υποστηρίξουν. Αυτές οι δραστηριότητες απαιτούν χρόνο και χρήμα, δύο πόρους που οι εργαζόμενοι στερούνται.

Αυτός ο πολλαπλασιασμός των οργανωμένων δραστηριοτήτων αντιπροσωπεύει μια μορφή βελτίωσης: ο ελεύθερος χρόνος του παιδιού υπάγεται πλήρως στο Bildung. Και η ικανότητα να παρέχουν αυτές τις ευκαιρίες στα παιδιά απεικονίζεται ως μια αντανάκλαση της ηθικής μιας οικογένειας και όχι της οικονομικής κατάστασής τους. Ακριβώς όπως οι βικτοριανές γυναίκες έπρεπε να μάθουν να παίζουν το πιάνο και να μιλούν ιταλικά – επιδεικνύοντας μια φινέτσα που δεν είναι διαθέσιμη στα άλλα επίπεδα της κοινωνίας – τα σύγχρονα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο, μαθαίνουν μανδαρινικά και προσφέρουν εθελοντικά σε μια τοπική φιλανθρωπία.

Όμως, η κορωνίδα της σύγχρονης αναζήτησης για Bildung είναι σίγουρα η διαδικασία αίτησης για κολέγιο. Δεν υπάρχει καλή αναλογία με τον 19ο αιώνα για αυτό το γελοίο νέο τελετουργικό, αν και ο Dickens θα ήταν απόλυτα ικανός να σατιρίσει τον εγγενή παραλογισμό: Εκατομμύρια ανθρώπων ενεργούν σαν ένα σύστημα που ενώ βαραίνει πολύ προς το προνόμιο είναι στην πραγματικότητα ένα είδος αξιοκρατίας, κι ότι η αξία του ατόμου μπορεί να κριθεί από το κύρος του σχολείου στο οποίο έχει γίνει δεκτός.

Οι περισσότεροι Αμερικανοί που πηγαίνουν στο κολέγιο κάνουν αιτήσεις μόνο σε μερικά σχολεία. Αλλά τα παιδιά ανώτερης τάξης παρακολουθούν τυποποιημένα μαθήματα προπαρασκευαστικών εξετάσεων, κάνουν πρακτική άσκηση ή ταξιδεύουν το καλοκαίρι για να έχουν υλικό για τα εισαγωγικά τους δοκίμια και συχνά αιτούνται σε δεκάδες σχολεία για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους να εισαχθούν σε εκείνο με το καλύτερο όνομα. Οι γονείς – ανεξάρτητα από τις πραγματικές πνευματικές ικανότητες των παιδιών τους – μπορούν στη συνέχεια να ξενοιάσουν με τη γνώση ότι είναι καλύτερο από την πλέμπα που παρακολουθούν το Directional State U.

Bildung για όλους!

Η σημερινή ανώτερη μεσαία τάξη διατηρεί το παραμύθι μιας αξιοκρατικής κοινωνίας, όπως και οι Βικτωριανοί. Αυτό το αφήγημα τους επιτρέπει να διατηρήσουν την οικονομική τους θέση πίσω από τις πλάτες των εργαζομένων, οι οποίοι διδάσκονται ότι τα προβλήματα υγείας τους και οι δύσκολες προοπτικές σταδιοδρομίας τους, αντιπροσωπεύουν ατομικά σφάλματα και όχι κάποια δυσλειτουργία του συστήματος.

Φυσικά, η άσκηση, η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων και η ώθηση των παιδιών να περνούν χρήσιμα τον ελεύθερο χρόνο τους δεν είναι εγγενώς κακά πράγματα. Ωστόσο, γίνονται δείκτες αστικών αξιών, όταν αυτοί χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώσουν την ηθική υπεροχή μιας τάξης έναντι μιας άλλης και να δικαιολογήσουν την κοινωνική ανισότητα. Ήταν εξίσου ειδεχθές τον δέκατο ένατο αιώνα όπως είναι και σήμερα.

Πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την υγεία, τη διατροφή και την εκπαίδευση. Αλλά αντί να τα βλέπουμε ως τρόπους για να στηρίξουμε την ταξική κυριαρχία, θα πρέπει να τα βελτιώσουμε για όλους. Φανταστείτε αν όλη η ενέργεια που χρησιμοποιείται για να μπει ο μέσος γόνος οικογένειας της ανώτερης τάξης σε αναγνωρισμένα κολέγια, ανακατευθύνονταν για να γίνει η τριτοβάθμια εκπαίδευση πιο προσιτή και οικονομική σε όλους τους τομείς. Φανταστείτε εάν η πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα γίνονταν προτεραιότητα έναντι στην επίτευξη κύρους μέσω της αγοράς των πιο παρθένων προϊόντων. Φανταστείτε, εν ολίγοις, τι θα φαινόταν ο κόσμος μας αν σοσιαλιστικές αξίες – όχι Βικτωριανές – κυριαρχούσαν.

Μετάφραση: Παπαδοπούλου Μαρίνα

Δημοσιεύτηκε στο Jacobin

Για τον Οκτώβρη του 1917

Θέσεις της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. 100 χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, και έχοντας μια συνολική υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων προβάλλει με κάθε τρόπο και μέσο ως «μοναδική αντικειμενική δυνατότητα» οργάνωσης της κοινωνίας το καπιταλιστικό σύστημα. Οι νικητές μετά το ορόσημο της τυπικής κατάρρευσης στο 1989 γράφουν ξανά την ιστορία γιατί στοχεύουν στη καθυπόταξη στην επιβολή της ιστορικής λήθης. Διατυμπανίζει με κάθε τρόπο και μέσο τη «ματαιότητα» κάθε απόπειρας ανατροπής του, το «ανέφικτο» μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Η μοιρολατρική αποδοχή αυτής της «ματαιότητας» από τις καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα, από τις νέες γενιές, αποτελεί βασικό όρο για τη διαιώνιση αυτού του συστήματος.

Σήμερα, η υπεράσπιση της επανάστασης και του σοσιαλισμού συνίσταται καταρχήν στην ιδεολογική αντεπίθεση για την καταπολέμηση αυτής της μοιρολατρίας, την ανάκτηση της πεποίθησης για τη δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, τη δυνατότητα των ανθρώπων να ορίζουν τις ζωές τους, την αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός άλλου κόσμου.Εχει σημασία η επιστροφή στο μέλλον να γίνεται με την υπεράσπιση της πρώτης εφόδου στον ουρανό και να ξαναφέρει σε αυτή τη συζήτηση τη νέα γενιά που αμήχανα, ατομικά, χωρίς προσδοκίες περπατάει στο μοιραίο και «αντικειμενικό μονόδρομο».Η Οχτωβριανή Επανάσταση ανήκει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν διαγράφεται, δεν παραμερίζεται, δεν αποσιωπάται, δεν ακυρώνεται. Αφορά όσους παλεύουν και υπηρετούν –ή θέλουν να υπηρετήσουν– την επιλογή της επανάστασης, αφορά την εργατική τάξη, τους λαούς, τους καταπιεζόμενους όλου του κόσμου. Δεν αφορά όσους –ομολογημένα ή ανομολόγητα– έχουν αποδεχτεί το «ανέφικτο» και «παρωχημένο» των επαναστάσεων, κυριαρχούνται από ρεφορμιστικές λογικές, ή έχουν ενταχθεί πλήρως στο σύστημα.

2. Το 1917 ήταν και παραμένει τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μετέτρεψε την ουτοπία σε πραγματικότητα, και γι’ αυτήν την πραγματικότητα μιλάμε σήμερα. Σύμφωνα με τον Ένγκελς: «Τη θέση της πραγματικότητας που εξαφανίζεται, την κατακτάει μία καινούργια ζωοφόρα πραγματικότητα. Την κατακτάει ειρηνικά, αν η παλιά είναι τόσο φρόνιμη ώστε να πεθάνει χωρίς αντίσταση ή την κατακτάει με τη βία αν αντισταθεί σε αυτήν την πραγματικότητα, καθετί πραγματικό στο πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας αποδείχνεται με τον καιρό παράλογο, δηλαδή με άλλα λόγια καθετί πραγματικό είναι προορισμένο να γίνει παράλογο, κάθετι το πραγματικό είναι καταδικασμένο από πριν να γίνει παράλογο και καθετί το λογικό στο ανθρώπινο κεφάλι είναι προορισμένο να γίνει πραγματικό, οσοδήποτε κι αν συγκρούεται με την υπάρχουσα φαινομενική πραγματικότητα». («Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας»).

Η επανάσταση του Οκτώβρη απέδειξε πως το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι μόνο άδικο και κακό αλλά είναι και ανατρέψιμο, είναι ένα πεπερασμένο σύστημα. Απέδειξε –και γι’ αυτό η απέχθεια και ο φόβος συνάμα– ότι τα πράγματα αλλάζουν, αλλάζουν ριζικά. Ότι οι νόμοι της οικονομίας της αγοράς, του κεφαλαίου, οι νόμοι της εξουσίας έχουν ένα τέλος μπροστά στη θέληση των ανθρώπων να αλλάξουν τη μοίρα τους.

Η ιστορία δίνει υλικό στη θεωρία. Ο Οκτώβρης περιλαμβάνει ένα τεράστιο σώμα απόψεων και πρακτικών. Γι’ αυτό και η μελέτη του θα διαρκεί πάρα πολύ. Η διαρκής μελέτη του, ακόμα κι αν δεν έχουμε πολλές ικανοποιητικές απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα του χθες, βοηθάει σε μια ανασύνθεση και προχώρημα της γνώσης, της πολιτικής επιστήμης, του επαναστατικού μαρξισμού, της οργάνωσης των κινημάτων, των εξεγέρσεων και των πολιτικών υποκειμένων… Δίνει υλικό για το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα.

Η σύλληψη του νέου θα βοηθιέται από το παλιό, θα «αντιγράφει» δημιουργικά, στοιχεία του παρελθόντος. Η οποιαδήποτε απόπειρα θα αναμετριέται με την ιστορία της, τα νέα υποκείμενα και οι πρωτοπόροι άνθρωποι θα διαβάζουν αναγκαστικά τον Οκτώβρη. Δεν μπορεί να κοπεί το νήμα, όσο κι αν οι «νικητές» αυτό επιδιώκουν. Η συζήτηση για τον Οκτώβρη δεν μπορεί βεβαίως να παραμείνει στο τελετουργικό και νοσταλγικό μέρος. Είναι μία συζήτηση ενεστώτα χρόνου.

3. Ο Οκτώβρης διχάζει. Δικαίως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δύο κόσμους, τις δύο βασικές τάξεις. Διχάζει, γιατί φοβίζει για την εποχή που άνοιξε: Την εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων. Όμως η επανάσταση του Οκτώβρη και πολύ περισσότερο η συνέχειά της διχάζει και την κομμουνιστική αριστερά. Πέρα από τις ακαδημαϊκές μελέτες και αντιπαραθέσεις, υπάρχει πληθώρα προσεγγίσεων και επεξεργασιών από τους πολυποίκιλους –ισμούς της. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα κοινό σημείο ενότητας, ταυτότητας και αφετηρίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ανήκει σε όλους, ανήκει όμως στη θεωρία και πολύ περισσότερο στην πράξη και στην ιστορία των σοσιαλιστικών αποπειρών. Ήταν η πρώτη γνήσια και νικηφόρα επανάσταση, συνέχεια και τομή των πρώτων αποπειρών του 1848 και της Κομμούνας του Παρισιού. Η επανάσταση του Οκτώβρη του ’17 αποτελεί το σημείο αναφοράς της απελευθερωτικής θεωρίας και πραχτικής, την αρχή του τέλους του καπιταλισμού.

4. Η επανάσταση, η κοινωνική επανάσταση, είναι η υψηλότερη μορφή της ταξικής πάλης. Αφορά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, το πέρασμά της από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό που πεθαίνει και το καινούργιο που γεννιέται, είναι μια ριζική βαθιά αλλαγή της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης. Η επανάσταση του Οκτώβρη είναι το συνταίριασμα της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών και της ετοιμότητας-ικανότητας του υποκειμενικού παράγοντα. Είναι μία πραγματική επανάσταση που αφορά «τη σύμπτωση της μεταβολής των συνθηκών και της μεταβολής της ανθρώπινης δραστηριότητας» (Κ. Μαρξ, Τρίτη θέση για το Φόυερμπαχ).

Στη Ρωσία του ’17 συσσωρεύονται εκρηκτικές αντιθέσεις, επικρατεί επαναστατική κατάσταση: οι «από κάτω» δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν – οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια και ανυπακοή λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου, η πείνα, οι ελλείψεις βασικών αγαθών και οι συνέπειες του πολέμου στις λαϊκές μάζες, η μη επίλυση του ζητήματος της γης, η πολιτική κρίση και η δυαδική εξουσία μετά την ανατροπή του τσαρισμού κάνουν τη Ρωσία αδύναμο κρίκο του συστήματος. Η ύπαρξη και δράση συγκροτημένης συνειδητής πρωτοπορίας –των μπολσεβίκων– που βάζει το ζήτημα της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας κάνει εφικτό το σπάσιμο αυτού του κρίκου.

5. Οι «δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» ήταν αποτέλεσμα πολύπλευρης προετοιμασίας και επίπονης γέννας. Πολύχρονη θεωρητική μελέτη, συγκεκριμένη ανάλυση για την κατάσταση στη Ρωσία, για το χαρακτήρα του παγκόσμιου πολέμου, για το πέρασμα του καπιταλισμού στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό και το τι σηματοδοτεί η εποχή του ιμπεριαλισμού για το επαναστατικό κίνημα, χάραξη στρατηγικής και τακτικής που να αντιστοιχεί σε κάθε δεδομένη στιγμή, καθορισμός καθηκόντων που αντιστοιχούν σε κάθε δεδομένη στιγμή, καθορισμός των συμμαχιών της εργατικής τάξης, αποτίμηση των προηγούμενων αποπειρών και θεωρητικά προχωρήματα για το κράτος και την προλεταριακή εξουσία, οργάνωση της τάξης και του πρωτοπόρου αποσπάσματός της, του κόμματος νέου τύπου. Με δυο λόγια, η Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται λενινισμός.

Η στρατηγική και ταχτική της επανάστασης περιλάμβανε πρόγραμμα με άμεσα συνθήματα Ψωμί-Γη-Ειρήνη. Πρόγραμμα ικανό να κερδίσει τις μάζες, που έφερε τους μπολσεβίκους απο μειοψηφία στα σοβιέτ και λίγες χιλιάδες μέλη στις αρχές του ’17, στο να κατακτήσουν την πλειοψηφία των σοβιέτ και να έχουν 250.000 μέλη τις παραμονές της επανάστασης.

Η ταχτική περιλάμβανε συμμαχίες και αντιπαραθέσεις. Η επανάσταση του Οκτώβρη οφείλεται στην πρωτοβουλία των μπολσεβίκων. Πρωτοβουλία που είναι η βάση της ηγεμονίας τους. Ηγεμονία που καταχτιέται υπομονετικά στη λογική του αγώνα για να κερδίσουμε την πλειοψηφία του προλεταριάτου μέσα από τη συνειδητή βούληση και δράση του. Ηγεμονία που κερδίζεται σε όλους τους χώρους, με όλους τους τρόπους. Η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα είναι το αποφασιστικό, το κρίσιμο πλην όμως το «στιγμιαίο» τμήμα της επαναστατικής διαδικασίας. Ο Γκράμσι αποτυπώνει θεωρητικά σωστά και διαλεκτικά αυτή τη διαδικασία, συνθέτοντας και διαβάζοντας ορθά τα κρίσιμα πολιτικά κείμενα του Λένιν. Στην επανάσταση του Οκτώβρη είχαμε για πολλά χρόνια τον πόλεμο θέσεων ή τον πόλεμο φθοράς κατά Κάουτσκι και διαλεκτικά δεμένος με αυτόν τον πόλεμο ήταν ο πόλεμος κινήσεων-ελιγμών-χαρακωμάτων, με τις συγκρούσεις, τις εξεγέρσεις και την τελική έφοδο που σήμαινε την ανατροπή και το πάρσιμο της εξουσίας.

Η στιγμή της ανατροπής της κυβέρνησης φαίνεται να είναι μια στιγμή, μια μέρα, όμως η επανάσταση δεν σταμάτησε στις 7/11/1917. Η επανάσταση του Οχτώβρη είναι το πέρασμα της εξουσίας από τα χέρια της αστικής τάξης στα χέρια του προλεταριάτου, είναι μια βαθιά ριζική αλλαγή σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οι θιασώτες της θεωρίας για το «πραξικόπημα των μπολσεβίκων» ξεχνούν ότι τα πραξικοπήματα ανατρέπουν τις κυβερνήσεις, όχι την ταξική κυριαρχία, όχι τον τρόπο παραγωγής. Τα πραξικοπήματα δεν στηρίζονται στις μάζες, δεν έχουν την υποστήριξη των μαζών.

6. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται με παραγγελία. Δεν γίνονται από την επιθυμία κάποιου ηγέτη ή μιας οργάνωσης. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κάθε μέρα. Η αναγκαιότητα και οι συνθήκες θέτουν στην «ημερήσια διάταξη» την επανάσταση. Ο Οκτώβρης δεν θα υπήρχε αν οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Ώριμες συνθήκες όχι μόνο στη Ρωσία που ήταν ο αδύναμος κρίκος και μπορούσε να παίξει το ρόλο του πυροκροτητή των προλεταριακών επαναστάσεων. Μέσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα εκατομμύρια των νεκρών, η διεθνής και μαζική ανάγκη για ειρήνη ταυτίστηκε με την αναζήτηση ενός νέου κόσμου και με την επιθυμία για την κοινωνική επανάσταση. Και όπως πάντα, ο τοκετός ούτε ανώδυνος είναι, ούτε αναίμακτος. Αυτές τις συσπάσεις του νέου κόσμου εκπροσωπούσαν τότε τα σοσιαλδημοκρατικά μαρξιστικά κόμματα. Δεν ήταν έκπληξη ούτε η ανατροπή του τσάρου τον Φλεβάρη του ’17, ούτε η επανάσταση του Οκτώβρη του ’17.

Σε τελική ανάλυση, είναι ο συσχετισμός δύναμης, ή πιο «ξύλινα», η ταξική πάλη σε όλες τις εκφράσεις της και η δυναμική που αυτή έχει, για τη φορά που θα πάρει η πορεία της ανθρωπότητας. Τα καθοριστικά στοιχεία για το συσχετισμό δύναμης ήταν: α) μια γενικευμένη αντιπολεμική συνείδηση, μια διάχυτη αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση, μια εκρηκτική αναταραχή που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. β) οι κυρίαρχες αστικές τάξεις είχαν διασπαστεί, βρίσκονταν σε οξεία αντιπαράθεση και είχε συρρικνωθεί η κοινωνική τους έκφραση. γ) τα παλαιά πολιτικά και οικονομικά συστήματα είχαν φθαρεί και όλο αυτό δημιουργούσε όρους πολιτικής κρίσης – κατάρρευσης και εθνικής επαναστατικής κρίσης. δ) υπήρχαν σημαντικά αντίπαλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που εκπροσωπούσαν την εργατική τάξη και τα συμφέροντά της και οραματίζονταν έναν άλλο κόσμο. ε) ο κόσμος (περισσότερο ενστικτώδικα και λιγότερο συνειδητά) συνέλαβε την επανάσταση του ’17 σαν τον καταλύτη και το σήμα για μια νέα κατάσταση στην Ευρώπη, σαν το παράδειγμα-υπόδειγμα για την αναζήτησή του. στ) στη Ρωσία η εξουσία «ήταν στους δρόμους» και οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να την πάρουν, έχοντας απέναντι μία απελπισμένη, υπό κατάρρευση κυβέρνηση. Ο συσχετισμός δύναμης και η δυναμική διαμόρφωσής του είναι καθοριστικός παράγοντας για το ποια καθήκοντα, ποιες συμμαχίες, ποιοι στόχοι μπορεί και πρέπει να τεθούν.

7. Η επανάσταση είναι μία πρωτότυπη κατάσταση. Δεν αντιγράφεται. Κάθε επανάσταση έχει τις ιδιομορφίες της, τις ιδιαιτερότητές της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντλούσαν υλικό από τις προηγούμενες επαναστατικές απόπειρες. Η ίδια η ταξική πάλη καθορίζει αυτές τις ιδιομορφίες. Η επανάσταση του Οκτώβρη καθορίστηκε από δύο ιδιομορφίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στην εδραίωση και πολύ περισσότερο στην εξέλιξή της. Η πρώτη αφορά τους εσωτερικούς όρους γέννησης. Ο Οκτώβρης στηρίχτηκε στη συμμαχία της εργατικής τάξης και των τεράστιων εργαζόμενων μαζών της αγροτιάς. Οι μπολσεβίκοι υιοθετούν το πρόγραμμα των αγροτικών σοβιέτ (υπό εσέρικη ηγεμονία) ενσωματώνοντάς το στο «Διάταγμα για τη Γη». Το κόμμα που εκπροσωπούσε την εργατική τάξη ήταν το μόνο κόμμα που μπορούσε να δώσει λύση στο οξύτατο πρόβλημα των αγροτών.Οι μπολσεβίκοι σωστά επέλεξαν αυτή την τακτική. Χωρίς την απόσπαση των πλατιών μαζών της αγροτιάς από την αστική τάξη, η επανάσταση θα χανόταν. Αυτός εξάλλου ήταν ένας βασικός λόγος που χάθηκαν και οι επαναστάσεις του 1848 και του 1871. Η δεύτερη ιδιομορφία αφορά τη διεθνή κατάσταση και περίγυρο. Η επανάσταση των μπολσεβίκων ήταν η μοναδική που νίκησε, ενώ οι υπόλοιπες σοσιαλιστικές επαναστάσεις που ξέσπασαν ηττήθηκαν. Ήδη στα 1916 ο Λένιν εκτιμά και γράφει ότι «η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από εδώ βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του προλεταριάτου στην αρχή σε μερικές ή και σε μία μονάχα χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα». Ο Λένιν θεμελίωσε τη θεωρία της επανάστασης σε μία χώρα στην εποχή του ιμπεριαλισμού και «απάντησε» στην τροτσκιστική θεωρία της διαρκούς επανάστασης που έψαχνε τη λύση «μονάχα σε διεθνή κλίμακα στο στίβο της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου» (Τρότσκυ 1922). Ο Οκτώβρης για αρκετά χρόνια έμεινε μόνος. Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία έπρεπε να θεμελιωθεί σε σύγκρουση με έναν καπιταλισμό όχι τόσο ανεπτυγμένο και σε ένα διεθνή περίγυρο περισσότερο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

8. Ένας νέος κόσμος δημιουργήθηκε το 1917. Η μπολσεβίκικη επανάσταση του ’17 σήμανε τεράστιες ανατροπές, βαθιές αλλαγές, μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα είναι η πρώτη προλεταριακή επανάσταση του 20ου αιώνα. Εγκαινιάζει την εποχή των επαναστάσεων στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι πρωταγωνιστές της θεωρούσαν πως η ίδια ήταν περισσότερο ένα διεθνικό γεγονός και λιγότερο ένα εθνικό. Η επανάσταση είχε τεράστια διεθνή σημασία, εμβέλεια και αντίκτυπο. Και τούτο διότι: α) Θρυμματίστηκε το ενιαίο του καπιταλιστικού κόσμου, τροποποιήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Πράγμα που εκφράστηκε ενιαία και οργανωμένα από το 1919 με την ίδρυση της Γ’ Διεθνούς. β) Ο κόσμος χωρίστηκε στα δύο, από τη μία η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της και από την άλλη ο κόσμος του κεφαλαίου, του πλούτου, της εκμετάλλευσης. γ) Αποδείχτηκε έμπρακτα ότι υπάρχει τέλος στον καπιταλισμό, ότι ο καπιταλισμός είναι τρωτός και ανατρέψιμος, ότι οι άνθρωποι μπορούν να καθορίζουν τη ζωή τους. δ) Δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εκπληκτικά οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κίνημα, που διαρκώς αναπτυσσόταν σε όλο τον κόσμο. ε) Εξανάγκασε τον καπιταλισμό σε παραχωρήσεις και υποχωρήσεις σύμφωνα με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις, τα αιτήματα των εκμεταλλευόμενων. Μία σειρά κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης, των γυναικών κλπ, θεμελιώνονται πάνω στο φόβο της επανάστασης και της ανατροπής του καπιταλισμού. στ) Ο 20ος αιώνας σηματοδοτήθηκε από εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. η) Κινητοποίησε εκατομμύρια κόσμου σε όλο τον πλανήτη, ώθησε τις τέχνες και τον πολιτισμό να ανακαλύψουν νέες μορφές έκφρασης, να διαμορφώσουν άλλα πρότυπα και αξίες. Και τέλος, ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο πείραμα να χτιστεί μια κοινωνία μετάβασης που στοχεύει να αλλάξει τη μοίρα της ανθρωπότητας, μία οικονομία, μία κοινωνία, ένας άλλος τύπος ανθρώπου που να περνάει από την εποχή του καπιταλισμού στην εποχή του κομμουνισμού.

9. Το κρίσιμο βασανιστικό και διαρκές δίλημμα, κατάρρευση ή επικράτηση της επανάστασης, έπρεπε από την επόμενη της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα να απαντηθεί σε ενεστώτα διαρκείας. Δεν ήταν τυχαίοι οι δημόσιοι πανηγυρισμοί του Λένιν μία μόλις μέρα μετά την συμπλήρωση των πρώτων αντίστοιχων ημερών έως την πτώση της Κομμούνας του Παρισιού. Το ερώτημα δεν ήταν θεωρητικό, ήταν άμεσο και αποφασιστικό. Ήταν το κρίσιμο ερώτημα της ταξικής πάλης για πολλά χρόνια. Τα ερωτήματα δεν απαντιούνται με θεωρητικά σχήματα και μοντέλα, ούτε με τα μάτια και την ασφάλεια μιας ιστορικής απόστασης δεκαετιών. Ο επαναστατικός μαρξισμός αφορά πρώτα από όλα την υιοθέτηση μίας ταξικής θέσης μέσα σε μία συγκεκριμένη κατάσταση. Η συγκεκριμένη κατάσταση στα 1917-1923 ήταν η θεμελίωση-επικράτηση της επανάστασης και της νέας εξουσίας. Σε αυτή την επαναστατική πενταετία οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις είναι πολλές. α) Η συνέχιση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου β) Η άθλια οικονομική κατάσταση, η πείνα, η έλλειψη τροφοδοσίας των πόλεων και του Κόκκινου Στρατού, γ) Ο εμφύλιος πόλεμος σε όλο το εσωτερικό της Ρωσίας δ) Η στρατιωτική απειλή και εισβολή με στρατιωτικά συντάγματα 11 χωρών που πολέμησαν δίπλα στους λευκούς αντεπαναστάτες. Η επίλυση των αντιθέσεων προς όφελος του λαού και η διατήρηση της νέας σοβιετικής εξουσίας επέβαλε περισσότερο συμβιβασμούς παρά αλματώδη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ήταν ή όχι απαραίτητοι αναγκαίοι οι συμβιβασμοί; Ήταν ή όχι προς όφελος της επικράτησης της επανάστασης η συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ; (Μία συμφωνία με βαρύτατους όρους και τεράστιο κόστος). Η ταξική θέση των Λένιν-Στάλιν (και κόντρα σε Μπουχάριν-Τρότσκι) ήταν η υπογραφή της συμφωνίας υπολογίζοντας: α) τον κίνδυνο της κατάρρευσης από τα μέσα αλλά και της εξωτερικής επέμβασης, και β) το τι ήθελαν οι στρατιώτες, το τι πραγματικά επιζητούσε ο λαός. Ταξική θέση που έχει να κάνει με την ικανότητα του Λένιν και των μπολσεβίκων να αναγνωρίζουν το τι ήθελαν οι μάζες. Καλή η επαναστατική λογοκοπία, ακόμα καλύτερη η θεμελίωση ενός επαναστατικού καθεστώτος. Πάνω στα συγκεκριμένα και ιστορικά προσδιορισμένα διλήμματα διαμορφώνεται ο επαναστατικός μαρξισμός. Απέναντι στην πείνα και στην έλλειψη ανεφοδιασμού των πόλεων λόγω της άρνησης των αγροτών, λόγω της αναρχίας που έχει δημιουργηθεί, ήταν ή όχι αναγκαίος ο πολεμικός κομμουνισμός; Ήταν ή όχι ταξική πρακτική απόφαση η επίταξη του πλεονάσματος της αγροτικής παραγωγής; Ο πολεμικός κομμουνισμός ήταν μια αναγκαία επιλογή για την επικράτηση του σοβιετικού καθεστώτος και την αντιμετώπιση του εμφυλίου πολέμου. Η κόκκινη τρομοκρατία απέναντι στους αντεπαναστάτες, «η συστηματική τρομοκρατία κατά της αστικής τάξης και των συμμάχων της» ήταν αναγκαιότητα για το στέριωμα της επανάστασης. Ήταν μία ταξική θέση. Όπως και οι αποφάσεις του 10ου συνεδρίου του κόμματος των Μπολσεβίκων για την ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική). Οι αναγκαίοι συμβιβασμοί αφορούσαν το προτσές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το πρόβλημα δεν είναι οι αποφάσεις. Το πρόβλημα είναι η διάρκεια των αποφάσεων, οι μετασχηματισμοί, οι ανατροπές. Το αναγκαίο βεβαίως σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί να γίνεται μόνιμο και διαρκές. Η πορεία οικοδόμησης της μεταβατικής κοινωνίας είναι μια διαδικασία όπου οι αναγκαιότητες και οι επιλογές καθορίζονται από τη συγκεκριμένη ιστορία της πάλης των τάξεων που διεξάγεται στη διάρκεια 1917-1924.

10. Η «συνεισφορά» του Λένιν δεν ήταν συνεισφορά. Ήταν ο επαναστατικός μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης. Ο Λένιν συγκρούστηκε με τους τότε πάπες της ορθοδοξίας του μαρξισμού (Κάουτσκι, Μπερνσταιν κ.ά.) και η απάντηση που έδωσε δεν ήταν η υπεράσπιση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, αλλά η γέννηση ενός σύγχρονου ρεύματος, η προσπάθεια να απαντηθούν τα νέα ζητήματα. Στην πρώτη μεγάλη αναθεώρηση του μαρξισμού, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε προχωρώντας το μαρξισμό σε θεωρία και πράξη. Πολλοί θεωρούν τον λενινισμό σαν ρώσικο πολιτικό φαινόμενο, που δεν παίρνει υπόψη του τη διαφορά μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και της αγροτικής Ρωσίας. Τα ίδια όμως τα γραπτά-συνεισφορές (Κράτος και επανάσταση, ιμπεριαλισμός, το εθνικό ζήτημα, ο αριστερισμός, η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι) ανατρέπουν αυτή τη θεώρηση. Ο Λένιν σαν συνεισφορά-προχώρημα του μαρξισμού αντιλαμβάνεται την εποχή του ιμπεριαλισμού, αναλύοντας τις καθοριστικές τάσεις εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού –το υπόδειγμά του δεν είναι η Ρωσία- γνωρίζοντας το σύνολο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Διακρίνει την επανάσταση που έρχεται και την επικαιρότητά της, την ίδια στιγμή που οι «ορθόδοξοι μαρξιστές» την παραπέμπουν στο μέλλον. Η θεμελιώδης σκέψη και επιμονή του Λένιν είναι η πραγματοποίησή της. Απαντά θετικά ότι μπορεί να γίνει η επανάσταση και μελετά-δοκιμάζει από το 1903 τους τρόπους που θα πραγματοποιηθεί. Η αντιπαράθεση στο 2ο συνέδριο με τον Μάρτοφ αλλά και με την Λούξεμπουργκ και τους άλλους μαρξιστές της εποχής αφορά το ποιο είναι το κόμμα που χρειάζεται σε αυτές τις συνθήκες για να προετοιμαστεί και πραγματοποιηθεί η επανάσταση. Ο Λενινισμός θεωρητικά δεν περιορίζεται μόνο στο γενικό. Εκφράζεται πάνω στην πολιτική και πρακτική επίλυση των ιδιαίτερων προβλημάτων. Αντιλαμβάνεται και αναδεικνύει τις έννοιες της επαναστατικής κρίσης, της εθνικής κρίσης, των συμμαχιών εργατικής τάξης και αγροτιάς. Αντιλαμβάνεται πως οι ταξικοί τους στόχοι είναι διαφορετικοί, αλλά η οικονομική και κοινωνική διάρθρωση έχουν δημιουργήσει τις αντικειμενικές βάσεις για την εργατοαγροτική συμμαχία. Αντιλαμβάνεται ότι «όποιος περιμένει μια καθαρή κοινωνική επανάσταση δε θα την δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση» και «η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων».

11. Ο σοσιαλισμός μεταμόρφωσε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Κατόρθωσε μέσα σε δύο δεκαετίες να προωθήσει μετασχηματισμούς στην παραγωγή και σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, που άλλες χώρες χρειάστηκαν αιώνες για να τους φτάσουν. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση καταδείχτηκαν και απλώθηκαν οι δυνατότητες οικοδόμησης μιας διαφορετικής κοινωνίας, όταν σπάσουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Μία αχανής καθυστερημένη χώρα κι ένας λαός βυθισμένος στην εξαθλίωση, στην αμάθεια και το σκοταδισμό, μεταμορφώθηκαν μέσα σε δύο δεκαετίες, την ώρα που ο καπιταλιστικός κόσμος βυθιζόταν σε μία βαθύτατη κρίση. Η πεποίθηση ότι εμείς φτιάχνουμε τις τύχες και τις ζωές μας, ότι η δουλειά μας συνεισφέρει στο κοινό καλό και όχι στα κέρδη του αφεντικού, κινητοποίησε χιλιάδες σοβιετικούς πολίτες για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες και να υλοποιηθεί αυτή η μεταμόρφωση – να «βιαστούν» οι αντικειμενικές συνθήκες.

Αναπτύχθηκαν και αξιοποιήθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις στη βάση μίας σχεδιοποιημένης οικονομίας με τα πεντάχρονα πλάνα και φτιάχτηκαν βιομηχανικές μονάδες, σταθμοί παραγωγής ενέργειας, εξηλεκτρίστηκε όλη η χώρα, εκμηχανίστηκε η αγροτική παραγωγή, αναπτύχθηκαν οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, μέχρι τα ακρότατα της Σιβηρίας. Εξασφαλίστηκε στέγη, τροφή, είδη πρώτης ανάγκης, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλο τον πληθυσμό. Μεταμορφώθηκαν οι πόλεις και τα χωριά με τεχνικές υποδομές, σχολεία, παιδικούς σταθμούς, ιατρεία, θέατρα, κινηματογράφους, βιβλιοθήκες, χώρους πολιτισμού.

Άνοιξαν οι δρόμοι της μόρφωσης και εξαλείφθηκε ο αναλφαβητισμός για όλους τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Προωθήθηκε η επιστημονική έρευνα σε όλους τους τομείς με οδηγό τη μαρξιστική υλιστική αντίληψη, δίνοντας σημαντικά επιτεύγματα. Άνθισε η τέχνη και ο πολιτισμός δίνοντας σημαντικά έργα και δημιουργούς και προωθώντας τα αγαθά του πολιτισμού από τις μεγάλες πόλεις μέχρι τα πιο απομονωμένα χωριά, από τη διανόηση μέχρι τους νομαδικούς λαούς της Κεντρικής Ασίας. Οι συνθήκες που έγινε αυτός ο μεγάλος αγώνας ήταν πολύ δύσκολες και έμοιαζε ακατόρθωτο και βολονταριστικό αυτό που επιχειρήθηκε. Μία χώρα καθυστερημένη, με ρημαγμένο το εσωτερικό από τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση 12 χωρών, τη γενική εχθρότητα όλων των αντιδραστικών εντελώς μόνη και χωρίς «θεωρία» αλλά και εμπειρία οικοδόμησης, έπρεπε να βάλει τις βάσεις μιας σύγχρονης βαριάς βιομηχανίας και να πραγματοποιήσει ένα συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Απέδειξε ότι η επανάσταση είναι νόμος της προόδου και πέρα από τις συκοφαντίες και τις «κριτικές» εκ του μακρόθεν και εκ των υστέρων, τα κατάφερε καλά, έχοντας σήμερα εμείς ένα τεράστιο πλούσιο υλικό και παρακαταθήκη για το μέλλον.

12. Το βασικό σημείο στο οποίο ο αντίπαλος βυσσοδομεί είναι η δημοκρατία και η κατάργησή της από τους μπολσεβίκους και τη σοβιετική εξουσία. Κατά το 1989-1991 και τις κραυγές για το «τέλος του κομμουνισμού» η δημοκρατία υιοθετείται σαν εξω-ιστορική αξία από τον κόσμο της αγοράς και γίνεται η σημαία της αστικής τάξης, ενάντια στο διχασμό που γέννησε ο Οκτώβρης του 1917. Ξεχνιέται ότι η δημοκρατία δεν είναι αιώνια αξία αλλά παίρνει συγκεκριμένες μορφές κάτω από τις ιστορικές συνθήκες, το πραγματικό πλαίσιο και την ταξική πάλη. Η γαλλική επανάσταση που εκθειάζεται στα σχολικά βιβλία και στα ακαδημαϊκά εγχειρίδια έχυσε ποτάμια αίματος για να εδραιώσει την αστική εξουσία της, ενώ καρατόμησε τους «ελέω Θεού» βασιλείς. Λίγο πριν πάρουν την εξουσία οι μπολσεβίκοι, η «αστική δημοκρατία» του Κερένσκι τους κυνηγούσε, τους φυλάκιζε, τους δολοφονούσε. Και την ίδια πάνω κάτω περίοδο με τον Οκτώβρη, άνθιζαν τα φασιστικά και ναζιστικά πραξικοπήματα στον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και τα ιδιώνυμα, οι απαγορεύσεις, οι διώξεις και οι εξορίες στις παλιές αστικές δημοκρατίες. Για το μαρξισμό και τους κομμουνιστές η δημοκρατία δεν είναι αιώνια θρησκευτική αξία, έξω από το ερώτημα της εξουσίας. Η ιστορία άλλωστε αποδεικνύει ότι η ίδια η αστική δημοκρατία δεν σεβάστηκε το δεύτερο συνθετικό της (τη δημοκρατία) όταν κινδύνευσε το πρώτο (η αστική κυριαρχία). Για το κομμουνιστικό κίνημα το κεντρικό ζήτημα είναι αυτό της εξουσίας, δηλαδή ποια τάξη κυριαρχεί απέναντι σε ποια. Η λενινιστική συνεισφορά (Κράτος και Επανάσταση) έφερε στην επιφάνεια το γεγονός ότι το κράτος αποτελεί όργανο ταξικής κυριαρχίας μια τάξης έναντι των υπολοίπων. Η υπεράσπιση επομένως της σοβιετικής εξουσίας, της εξουσίας, δηλαδή των σοβιέτ των εργατών και αγροτών, της κοινωνικής πλειοψηφίας που στο όνομα της οποίας έγινε η Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν γίνεται από μια σκοπιά αφηρημένης δημοκρατίας ή εκλογικής πλειοψηφίας. Η μάχη για την εξουσία είναι μάχη επιβίωσης της δυνατότητας της μία τάξης να επιβάλλεται στην άλλη. Αυτό έπραξαν οι μπολσεβίκοι όταν υπεράσπισαν το εργατοαγροτικό κράτος εξαπολύοντας την κόκκινη τρομοκρατία και αφού είχαν υποστεί σειρά επιθέσεων, δολοφονιών και προβοκατσιών που έθεταν σε κίνδυνο την νεαρή σοβιετική εξουσία.

13. Η ανθρωπότητα χρωστάει τη συντριβή του φασισμού στη Σοβιετική Ένωση και στο κομμουνιστικό κίνημα που οδήγησε τα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι ονομασίες περιοχών και μετρό Στάλινγκραντ στην καρδιά του Παρισιού. Ο φασισμός σαν «η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφάλαιου», αναπτύχθηκε και πέρασε σε επίθεση με το ξέσπασμα της γενικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού και την παράλληλη άνοδο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ο φασισμός και η συνέχειά του, ο ναζισμός, ήταν η απάντηση στην επανάσταση του Οκτώβρη.

Ενώ ο φασισμός έδειχνε τα δόντια του από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ) όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν την άνοδο του ναζιφασισμού, αλλά τον υπέθαλψαν, τον ενίσχυσαν και τον χρησιμοποίησαν σαν δύναμη κρούσης για να ανακόψουν το ογκούμενο κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα. Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν προϊόν της γενικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, της επιθυμίας των επιθετικών δυνάμεων του Άξονα να ηγεμονεύσουν και να ξαναμοιράσουν τον κόσμο, αλλά και της κοινής επιθυμίας όλου του καπιταλιστικού κόσμου να χτυπηθεί η Σοβιετική Ένωση και το κομμουνιστικό κίνημα.

Εκτιμώντας από το 1925 πως «οι προκαταρκτικοί όροι του πολέμου ωριμάζουν» και «ο πόλεμος μπορεί να γίνει αναπόφευκτος», ο Στάλιν έλεγε πως: «… η σημαία της ειρήνης είναι η σημαία μας. Αλλά αν ξεσπάσει ο πόλεμος δε θα μπορέσουμε να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Θα πρέπει να πάρουμε μέρος σ’ αυτόν αλλά θα πρέπει να είμαστε οι τελευταίοι που θα πάρουμε μέρος. Και θα μπούμε σ’ αυτόν τον πόλεμο για να ρίξουμε στη ζυγαριά το αποφασιστικό βάρος, το βάρος που θα κάνει τη ζυγαριά να γείρει». Η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν η τελευταία, αλλά από τις πρώτες χώρες που αντιμετώπισε τις χιτλερικές ορδές. Η είσοδός της στον πόλεμο του προσέδωσε έναν αντιφασιστικό απελευθερωτικό χαρακτήρα, και ήταν αυτή που έριξε το αποφασιστικό βάρος στη ζυγαριά. Οι αήττητες μέχρι τότε στρατιές του Χίτλερ αποκρούστηκαν και ηττήθηκαν χάρη στον αποφασιστικό μέχρις εσχάτων αγώνα του σοβιετικού λαού.

Η γεμάτη αυταπάρνηση καθολική αντίσταση του σοβιετικού λαού αποτελεί μια εποποιία που μόνο το κομμουνιστικό κίνημα μπορούσε να δημιουργήσει. Οι σοβιετικοί πολίτες και στρατιώτες, μη λογαριάζοντας θυσίες, αγωνίζονταν για την ελευθερία της σοσιαλιστικής πατρίδας τους εμπνεόμενοι από τα ιδανικά του κομμουνισμού. Έδωσαν 20 εκατομμύρια νεκρούς για να νικήσουν το τέρας του φασισμού. Αυτή η εποποιία καθοδηγήθηκε από το ΚΚΣΕ και τον Στάλιν που συσπείρωσε και ενέπνευσε το σοβιετικό λαό. Η συγκρότηση και γιγάντωση του κομμουνιστικού κινήματος στη δεκαετία του ’30, η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, η μπολσεβικοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και η σφυρηλάτηση της ενότητας θέλησης και δράσης έθεσαν τις βάσεις για τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου.

14. Γενικά και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο «φάσεις» της επαναστατικής διαδικασίας. Το πάρσιμο της εξουσίας, και η συνολική πορεία ανατροπής των σχέσεων και του συσχετισμού δύναμης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Η πρώτη αφορά τη «στιγμή» και η δεύτερη αφορά μια μακρόχρονη διαδικασία. Η μακροχρόνια διαδικασία έχει να κάνει με τη μεταβατική περίοδο, που είναι «μία περίοδος πάλης ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο καπιταλισμό που νικήθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε, και τον κομμουνισμό που γεννήθηκε αλλά όμως είναι ακόμα πολύ αδύναμος» (Λένιν, Οικονομία και πολιτική στην εποχή της διχτατορίας του προλεταριάτου).

Δυστυχώς σήμερα εμφανίζονται και ανθούν βιαστικές κριτικές στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μερικές επηρεάζονται τόσο από τον πραγματισμό και την έννοια του αποτελέσματος που κρίνει τα πάντα, όσο -και μάλλον περισσότερο- από την κυριαρχία και την πίεση που ασκούν τρεις και πλέον δεκαετίες οι αστικές θεωρίες και ιδεολογίες περί του τέλους του κομμουνισμού και της ιστορίας, περί της μεγάλης ουτοπίας. Περίπου οι περισσότερες κριτικές της Οκτωβριανής επανάστασης σήμερα γίνονται –γιατί 40 χρόνια πριν ήταν διαφορετικές– από τους ίδιους ανθρώπους ή ρεύματα. «Τελειώνουν» την επανάσταση στο 1928, στο 1924 ή στο 1921. Γιατί όχι και ακόμα νωρίτερα… Βέβαια, προϋπήρχαν φωνές σαν του Μπερλινγκουέρ του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, αλλά και άλλων ρευμάτων που έκαναν αναφορά στην εξάντληση της προωθητικής δύναμης της επανάστασης από το 1921 (10ο συνέδριο των μπολσεβίκων – «το τέλος των φραξιών»).

Το φαινόμενο όμως είναι πιο πλούσιο, πιο πολύμορφο, πιο πολύπλοκο από τη θεωρία, το φαινόμενο είναι λιγότερο καθαρό από τη σχολαστικιστική αναζήτηση ορισμένων.

Στη δεκαετία 1920-1930 το ερώτημα κατάρρευση ή σταθεροποίηση παραμένει κυρίαρχο. Η αντίθεση και ανισομετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης για το σοβιετικό καθεστώς δημιουργεί τους αναγκαστικούς όρους (συνθήκες) για την ισχυροποίηση του σοβιετικού κράτους και κόμματος και την προσωρινή περαστική ισορροπία και υποχώρηση της ΝΕΠ.

«Η πολυσυζητημένη δεκαετία του 1930-1940 σημαδεύεται από τη μία από το ‘βολονταρισμό’ του Στάλιν για εκβιομηχάνιση-κολλεκτιβοποίηση και από την άλλη από το μεγάλο κραχ του 1929 και την ύφεση του 1938. Η μεγάλη κρίση του καπιταλισμού του 1929-33 ανέδειξε την έφοδο του ‘σταλινικού βολονταρισμού’ σε πολύ μεγάλης σημασίας γεγονός που αντικαθρέπτιζε ‘δύο κόσμους’. Από τη σύγκρουση των δύο γραμμών τότε το δίκιο βρισκόταν όχι με το μέρος του Μπουχάριν αλλά με το μέρος του Στάλιν. Η υιοθέτηση της μπουχαρινικής γραμμής σήμαινε καταδίκη σε λιμό του σοβιετικού λαού, έφοδο των αστικών στοιχείων που αναπόφευκτα ανέδειξε η ΝΕΠ, ένταξη της ΕΣΣΔ στη γενική κρίση και υποστολή της σημαίας του κομμουνισμού στον κόσμο» (Γιάννης Χοντζέας Το «τέλος του κομμουνισμού»).

Για τον υπόλοιπο κόσμο τότε της δύσης εκφράστηκε ή όχι η σύγκριση μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και καπιταλισμού; Είχε προωθητική δύναμη η επανάσταση του 1917 και η οικοδόμηση της μεταβατικής κοινωνίας και μάλιστα στη διεθνιστική απελευθερωτική της έκφραση ή όχι; Επιπλέον, οι αλλαγές και η επαναστατική ώθηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στη Γ’ Διεθνή συγκρότησαν και ανέπτυξαν το κομμουνιστικό κίνημα παγκόσμια. Δεν συμφωνούμε πως όλα ήταν μάταια είτε από το 1921, είτε από το 1930 και μετά. Δεν συμφωνούμε η πορεία της Επανάστασης του Οκτώβρη να εμφανίζεται σαν μια πορεία προσώπων (Στάλιν, Μπουχάριν, Τρότσκι κλπ) και πολύ περισσότερο σαν ιστορία αντιπαράθεσης ψυχοσυνθέσεων. Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αφορά τα πραγματικά ερωτήματα που έθετε η ταξική πάλη, πώς απαντήθηκαν, και αν απαντήθηκαν. Αφορά το τι γεννούσε η κάθε απάντηση μέσα στον συγκεκριμένο και ιστορικά προσδιορισμένο ταξικό και διεθνή συσχετισμό δύναμης. Οι μπολσεβίκοι θα περάσουν από τις σκληρές δοκιμασίες της υποχώρησης του 1921 και της ΝΕΠ. Πρέπει να προετοιμαστούν για τον επερχόμενο πόλεμο, να δώσουν διεθνή ώθηση στα επαναστατικά κινήματα και τα κομμουνιστικά κόμματα, να έρθουν σε βίαιη ρήξη με το νόμο της αξίας στο εσωτερικό της χώρας. Εκτέθηκαν άλλα σχέδια; Υπήρξαν συνολικές συνεισφορές για το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης; Για παράδειγμα, τι πραγματικά έλεγε ο Μπουχάριν για την οικονομία της ΕΣΣΔ τότε; Έθετε κάποιο άλλο πρόγραμμα-δρόμο, που θα οδηγούσε διαφορετικά τα πράγματα; Γιατί πολλοί σημερινοί προφήτες που θαυμάζουν τις «αντιπολιτεύσεις» στο «σταλινισμό» δεν τοποθετούνται πάνω σε αυτό; Υπήρχε συνολικό αριστερό πρόγραμμα και σχέδιο; Πότε, πού από ποιους εκτέθηκε, με ποιους πραγματικούς υλικούς και πολιτικούς όρους; Γνωρίζουμε ότι πολλές φορές οι «αντιπολιτεύσεις» και οι διασπάσεις είναι αντιπολιτεύσεις χωρίς διαφορετικότητα, με μόνο στόχο την «κατάληψη της εξουσίας».

Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν υποχωρήσεις, και προσαρμογές. Δεν υπήρξε όμως αντιστροφή της πορείας ούτε είχε χαθεί ο επαναστατικός προσανατολισμός. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο ήταν απαραίτητες αυτές οι προσαρμογές δεδομένων των συνθηκών της περιόδου: οικοδόμηση σε μία μόνο χώρα – ιμπεριαλιστική περικύκλωση – επερχόμενος πόλεμος. Το βασικό σημείο κριτικής είναι ότι ενώ –σωστά– δόθηκε βάρος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υποτιμήθηκε το ζήτημα των παραγωγικών σχέσων. Θεωρήθηκε ότι αφού δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές τάξεις και την εξουσία την έχει η εργατική τάξη, δεν υπάρχει ταξική πάλη – υπάρχουν εχθρικά στοιχεία προς το σοσιαλισμό που μπορούν να αντιμετωπιστούν με διοικητικές μεθόδους.

Μεταπολεμικά, υπάρχει ένας τελείως διαφορετικός συσχετισμός δύναμης: Ένα νικηφόρο κομμουνιστικό κίνημα, ένας παγκόσμιος θαυμασμός προς το σοσιαλισμό, νίκη της κινέζικης επανάστασης, νέες σοσιαλιστικές χώρες, Ομως, ενώ υπάρχουν ευνοϊκοί όροι για το βάθαιμα της επανάστασης, για την παραπέρα επαναστατικοποίηση της διαδικασίας οικοδόμησης, εμφανίζεται ένα «κάθισμα», ένα πάγωμα της επανάστασης, σπέρματα του οποίου βρίσκονται στην προηγούμενη περίοδο. Ετσι διαμορφώνονται οι όροι για την αντιστροφή της μέχρι τότε πορείας, την επικράτηση του ρεβιζιονισμού και την παλινόρθωση του καπιταλισμού μέχρι και την τυπική κατάρρευση του ’89.

15. Είναι η ίδια η πραγματικότητα, είναι η ιστορία που δεν θέλησε να δώσει ομαλά, ήσυχα, εύκολα και απλά έναν «ολοκληρωμένο σοσιαλισμό». Γιατί σε τελική ανάλυση κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Το τιτάνιο έργο του περάσματος της ανθρωπότητας από τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες -και μάλιστα από την πιο περίπλοκη όπως ο καπιταλισμός- σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, δε μπορεί να γίνει χωρίς ισχυρή αντίσταση καταρχήν από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις. Όμως έχουμε την άποψη-θέση ότι στην πρώτη ανολοκλήρωτη προσπάθεια για το σοσιαλισμό, τη μεταβατική κοινωνία προς το κομμουνισμό, το κομμουνιστικό κίνημα ανταποκρίθηκε μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η θέση μας προσδιορίζεται σαν θέση υπεράσπισης και υποστήριξης –με τις κριτικές μας- στο σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε για περίπου σαράντα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Η εύκολη αναφορά στον Οκτώβρη από αρκετές δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς, περιλαμβάνει από τη μία την υπεράσπιση έως και αποθέωση του 1917 και της «στιγμής» της Επανάστασης, από την άλλη την απόρριψη και τον αγχώδη διαχωρισμό από ό,τι ακολούθησε. Ο διαχωρισμός μπορεί να φτάνει σε διαγκωνισμό για το πόσο γρήγορα «σταμάτησε» η Επανάσταση ή επικράτησε η «αντεπανάσταση» και η «γραφειοκρατία». Σβήνονται μονοκονδυλιά ο αναντικατάστατος ρόλος της ΕΣΣΔ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και όλες οι κατακτήσεις της οικονομικής εκτίναξης, της κοινωνικής αναγέννησης, της μορφωτικής και πολιτιστικής επανάστασης, της κολλεκτιβοποίησης και της εκβιομηχάνισης των δεκαετιών 20 και 30. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κανείς να υπερασπίζει τον Οκτώβρη, χωρίς να υπερασπίζει, έστω κριτικά, αυτό που δημιούργησε ο Οκτώβρης: Το πρώτο εργατικό σοβιετικό κράτος, με προβλήματα και αντιφάσεις, με δύσκολες αποφάσεις και τρομακτικές προκλήσεις, που όμως κατάφερε σε γενικές γραμμές να ανταπεξέλθει και να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας. Το ορόσημο του 1917 δεν απέδειξε μόνο ότι ο παλιός κόσμος, ο κόσμος του καπιταλισμού, είναι ανατρέψιμος. Απέδειξε επίσης ότι ο νέος κόσμος, αυτός της μετάβασης από το καπιταλιστικό στο σοσιαλιστικό σύστημα, είναι ασύγκριτα ανώτερος και προτιμότερος από τον προηγούμενο.

16. Το δίπολο σχέση-αντίθεση επανάστασης/αντεπανάστασης είναι ενεργό σε όλη την εποχή της μεταβατικής περιόδου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η ταξική πάλη συνεχίζεται το ίδιο άγρια και μέσα στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ακριβώς αυτή η σχέση παίζει σημαντικό ρόλο στην άλλη αντιθετική σχέση μετάβασης-παλινόρθωσης.

Σε όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δημιουργούνται οι υλικοί και πολιτικοί όροι παλινόρθωσής της. Όμως για να προσδιοριστεί η τομή και η συνέπειά που αυτή έχει, χρειάζεται να προσδιοριστεί το πώς και πότε ανατράπηκε η κυρίαρχη γραμμή, το πώς και πότε υποστάλθηκε η σημαία του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το πώς και πότε το εθνικό υποσκελίζει και τελειώνει με το διεθνιστικό καθήκον, το πώς και πότε εκθειάζεται το κέρδος, επεκτείνεται ο ρόλος του νόμου της αξίας, κλπ, ζητήματα που καθορίζουν την καθημερινή ζωή των Σοβιετικών. Σύνολο μικρών ανατροπών (ποσοτικές αλλαγές) δημιουργούν μία ποιοτική ανατροπή, τη μεγάλη ανατροπή-παλινόρθωση, που πολιτικά εκφράζεται και θεμελιώνεται την περίοδο της δεκαετίας του 1950.

Όλη η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος είναι αγώνας για το προχώρημα της θεωρίας και της πραχτικής στη σύγχρονη πραγματικότητα, είναι πάλη ενάντια στην αναθεώρηση του συστήματος αξιών και αρχών που έχει θεμελιώσει ο επαναστατικός μαρξισμός, είναι αγώνας-πάλη ανάμεσα σε γραμμή-κατεύθυνση που οδηγεί είτε στην ενίσχυση της κομμουνιστικής επιλογής είτε στη γενική υποχώρηση και στον γενικό συμβιβασμό με το σύστημα. Η αναθεώρηση υποστηρίζει το δεύτερο πρόγραμμα, η επανάσταση το πρώτο. Πέρα όμως από τις σχηματοποιήσεις, υπάρχει η πραγματικότητα. Η κριτική στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» έγινε από τα αριστερά και από τα «έξω» από την «ορθοδοξία», και βασικά από την κινέζικη πολιτιστική επανάσταση και οικοδόμηση και από τον Μάο, ενώ η υποστήριξη και κατά συνέπεια η δυσφήμιση του σοσιαλισμού έγινε από τα «μέσα». Το τότε θεωρούμενο ως κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας, το λεγόμενο ΚΚΕ, για δεκαετίες υποστήριζε και ακολουθούσε άκριτα τη γραμμή της Σοβιετικής Ενωσης. Σήμερα, μετά από 60 και πλέον χρόνια και χωρίς καμιά αυτοκριτική, με το γνωστό γενικόλογο τρόπο ανακατεύει τα πάντα μιλώντας για «ήττα», «ανακαλύπτει» το 20ο συνέδριο και την πορεία παλινόρθωσης, αλλά τονίζει την αντεπανάσταση του 1989-91. Η πολιτική «γενικεύω και τα λέω όλα» για να μην πω τίποτα και να αποφύγω 60 τουλάχιστον χρόνια ευθυνών για την πορεία αποκομμουνιστικοποίησης στην Ελλάδα και διεθνώς, μαζί με μια επαναστατική φρασεολογία, είναι προσφιλής και αποδοτική μέθοδος για να εμφανίζομαι στα μέλη μου και στον κόσμο ως γνήσιο κομμουνιστικό κόμμα. Αποτελεί γραμμή για εκλογική επιβίωση χωρίς προοπτική και στόχο κοινωνικής ανατροπής. Η πολύχρονη δυσφήμιση που έγινε στην έννοια του σοσιαλισμού βοήθησε τα μάλα στη σημερινή της φθορά, την έκανε απωθητική στις νέες γενιές που οδηγήθηκαν στην ανακάλυψη του νέου φιλελεύθερου καπιταλιστικού κόσμου.

17. Η αποκομμουνιστικοποίηση είχε τραγικές συνέπειες για τους λαούς στις πρώην λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες. Έπληξε την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους στο λεγόμενο δυτικό κόσμο, με το χτύπημα των δικαιωμάτων και κατακτήσεων, με τη μονοκρατορία του νεοφιλελευθερισμού, με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας, με τη διάλυση του συνδικαλισμού. Η αποκομμουνιστικοποίηση έβλαψε την αριστερά και τα κινήματά της ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Ιδεολογικά δημιουργήθηκαν καταστάσεις αγνωστικισμού και αναθεωρητισμού, πολιτικά δημιουργήθηκαν καταστάσεις περιθωρίου και ενσωμάτωσης, και οργανωτικά ηγεμόνευσε ο διαλυτισμός, ο κατακερματισμός και η ιδιώτευση.

Η αποκομμουνιστικοποίηση και το «τέλος των ιδεολογιών», δυστυχώς σήμανε την αποδοχή των πλαισίων του συστήματος, του «μη πεπερασμένου» του καπιταλισμού. Σήμανε δηλαδή την άρνηση των επαναστάσεων και των μεγάλων ανατροπών, τη διάλυση αλλά και την άρνηση οικοδόμησης των πολιτικών και οργανωτικών σχεδίων αυτών που στοχεύουν πέρα από τον καπιταλισμό. Αυτή η πολυετής προσαρμογή άφησε υλικά ίχνη και αποτυπώματα στον τρόπο σκέψης και δράσης του συνόλου της σημερινής αριστεράς. Δημιουργήθηκε μια ασυνέχεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ της ιστορίας και των νέων γενιών. Πάνω απ’ όλα, δημιούργησε μια παράλυση της θέλησης για την αλλαγή, μια παράλυση της υπαρκτής και αποδεδειγμένης ικανότητας των ανθρώπων να αλλάζουν τη ζωή τους. Οι έννοιες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού τραυματίστηκαν σχεδόν θανάσιμα.

18. Απο πού ν’ αρχίσουμε; Τι να κάνουμε; Πρόκειται για τα βασικά ερωτήματα όλων όσων επιμένουν να βλέπουν ότι η μόνη εναλλακτική λύση είναι ο κομμουνισμός. Στο ενιαίο πλέον σύστημα κοινωνικών σχέσεων στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, απουσιάζει ο εναλλακτικός δρόμος. Εναλλαχτική πρόταση που σε διεθνή-παγκόσμια κλίμακα θα έχει συγκεκριμένη αντίθεση και στόχευση σε πολιτικές, θεσμούς και οργανισμούς προώθησης της παγκοσμιοποίησης και θα προβάλλεται σε εθνικά πλαίσια με λαϊκό πρόγραμμα υπεράσπισης και διεύρυνσης δικαιωμάτων των εργαζομένων και απελευθέρωσής τους από το ντόπιο και διεθνικό κεφάλαιο. Σκεφτόμαστε εθνικά και διεθνιστικά σημαίνει πως καταχτάμε και προβάλλουμε μια γενική γραμμή που φιλοδοξεί να συγκροτεί μια διεθνή αντιιμπεριαλιστική αντιπαγκοσμιοποιητική και αντινεοφιλελεύθερη ενότητα. Γενική γραμμή που θα αναζητά τους εναλλακτικούς δρόμους γνωρίζοντας πως η μεταρρύθμιση σήμερα γίνεται ολοένα και πιο αδύνατη. Το τέλος της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί την ηχηρή απόδειξη της αδυναμίας μεταρρυθμίσεων. Όσο όμως αναδεικνύονται τα όρια του αδύνατου είτε θα στρέφεται ο κόσμος σε λύσεις και αναζητήσεις συγκρούσεων είτε σε ολοκληρωτικές καταστάσεις επιπέδου φασισμού και δεξιού εθνικισμού. Σήμερα η εργατική τάξη μπορεί να συμμαχήσει με τους νεοεισερχόμενους «ριγμένους» και καταπιεσμένους της παγκοσμιοποίησης, όχι για διαπραγματευτούν καλύτερους όρους αλλά για να την γκρεμίσουν. Συσσωρεύονται συνεχώς οι όροι ανατίναξης του συστήματος, οι όροι γέννησης κινημάτων, εκρήξεων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων. Και τούτο διότι: 1) η πρόσφατη χρεοκοπία του καπιταλισμού με την κρίση του απο το 2008 δείχνει να μην ξεπερνιέται, και πλέον πολύ περισσότερο απο το παρελθόν αναδεικνύει τα όρια του, 2) εντείνεται ο αναταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε περισσότερες πλέον περιοχές του πλανήτη και απειλούνται πολεμικά επεισόδια μεγάλης κλίμακας, 3) οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι τόσο ενωμένες και στεγανές όσο στο παρελθόν, ούτε σχηματίζουν εύκολα στρατόπεδο, καθώς η επιλογή της παγκοσμιοποίησης εμφανίζεται μεν κυρίαρχη αλλά συγκεντρώνει εχθρούς και μέσα απο το αστικό στρατόπεδο, 4) δοκιμάζεται από σημαντικές ρωγμές η συμμαχία-συναίνεση αστικών και μεσαίων στρωμάτων που αποτελεί σημαντικό όρο για πολιτικές κρίσεις σε εθνικές κλίμακες, 5) ο αυταρχισμός, η κρατική θωράκιση,ο εθνικισμός και φασισμός εμφανίζονται σαν επιλογές στα ελλείμματα της εναλλακτικής λύσης και των μεταρρυθμίσεων, όμως δημιουργούν νέα προβλήματα και οξύνουν τις αντιφάσεις 6) αναπτύσσεται ένα μεγάλο πολιτιστικό και κοινωνικό έλλειμμα που είναι σε θέση να γεννήσει αναζητήσεις υπόγεια και ενστικτώδικα σήμερα, συνειδητά και φανερά αύριο.Το μοντέλο του ατομικοποιημένου ανθρώπου, του εξειδικευμένου ανίκανου, που μαθαίνει διαρκώς να αναθέτει, που νιώθει και είναι όλο και πιο μόνος, θα βρεθεί υπό αναίρεση.

Ζούμε συγκυριακά σε αμήχανες στιγμές, όμως ζούμε ιστορικά σε εποχές που εγκυμονούν νέες καταστάσεις. Στις μέρες μας δυο καθήκοντα είναι ορφανά. Το ένα είναι η ύπαρξη διεθνούς γενικής γραμμής που σε εθνική-ελλαδική κλίμακα να υποστηρίζεται και να προβάλλεται απο ενα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων ανατροπής της νέας κανονικότητας-ισορροπίας που δημιουργησε το μνημονιακό καθεστώς, αμφισβητώντας έμπρακτα την ευρωπαική μορφή της παγκοσμιοποίησης. Το άλλο καθήκον αφορά στην κάλυψη του ελλείμματος της πολιτικής αξιοπιστίας. Μορφές, σχήματα, πρόσωπα, φθάρθηκαν μεσα στη μνημονιακή περίοδο και την δήθεν αριστερά της πρώτης φοράς. Η ανασυγκρότηση κινημάτων η δημιουργία μικρών γεγονότων μεσα απο πρωτότυπες δοκιμασίες, η ανάδειξη νέων προσώπων, μορφών πάλης και οργανωτικών σχημάτων, θα συμβαδίζει με την επίμονη προσπάθεια για ενότητα ανα χώρο ανα αίτημα, ανά θέμα… Θέση μας αποτελεί επίσης οτι είναι απαραίτητος όρος να δοθεί χρόνος, χώρος και προτεραιότητα –σε σχέση με τους μοναχικούς οργανωτικούς δρόμους που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους- στην ανασύνθεση και συγκρότηση της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Σήμερα η επανάσταση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν: «εμείς αρχίσαμε αυτό το έργο. Πότε ακριβώς, σε πόσο χρονικό διάστημα οι προλετάριοι ποιανού έθνους θα αποτελειώσουν το έργο αυτό δεν είναι το ουσιαστικό ζήτημα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ότι ο δρόμος χαράχτηκε».

Η Δύση είναι τελειωμένη – αλλά γιατί;

Παρά κάποιες οικονομικές και κοινωνικές καθυστερήσεις και προβλήματα, η δυτική αυτοκρατορία τα πάει αρκετά καλά, αν μετρήσουμε, δηλαδή, την επιτυχία με την ικανότητα ελέγχου του κόσμου, επηρεασμού της σκέψης των ανθρώπων σε όλες τις ηπείρους και συντριβής  σχεδόν όλων των ουσιωδών διαφωνιών, εντός και εκτός των χωρών της.

Αυτό που έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη ζωή σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Παρίσι είναι η απλή ανθρώπινη χαρά, που είναι τόσο οφθαλμοφανής όταν υπάρχει. Παραδόξως, στα ίδια τα κέντρα εξουσίας, οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν αγωνιώδη, άδεια σχεδόν τρομακτική ζωή.

Όλο αυτό κάπως δεν ταιριάζει. Δεν θα έπρεπε οι πολίτες των κατακτητικών χωρών του κόσμου, του νικηφόρου καθεστώτος, να είναι τουλάχιστον βέβαιοι για τον εαυτό τους και αισιόδοξοι;

Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί λόγοι που δεν είναι και κάποιοι φίλοι μου ήδη έχουν περιγράψει με λεπτομερή και παραστατική γλώσσα τις βασικές, τουλάχιστον, αιτίες για την κατάθλιψη και την έλλειψη ικανοποίησης από τη ζωή που στην κυριολεξία καταβροχθίζουν ζωντανούς εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Η κατάσταση αναλύεται κυρίως από κοινωνικο-οικονομική σκοπιά.  Ωστόσο, πιστεύω ότι οι πιο σημαντικές αιτίες της παρούσας κατάστασης πραγμάτων είναι πολύ πιο απλές: η Δύση και οι αποικίες της κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τα πιο ουσιαστικά ανθρώπινα ένστικτα: την ικανότητα των ανθρώπων να ονειρεύονται, να είναι παθιασμένοι, να εξεγείρονται και να «ανακατεύονται» – να συμμετέχουν.

Η προσήλωση, η αποφασιστικότητα, η αισιοδοξία, η αθωότητα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.  Όμως αυτά ακριβώς είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πάντα κινούσαν προς τα εμπρός τους ανθρώπους.

***

Παρά αυτά που σήμερα πιστεύουν συνήθως στη Δύση, δεν είναι η «γνώση» ούτε απόλυτα η «επιστήμη» που βρίσκονταν πίσω από τα μεγαλύτερα άλματα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Πάντα υπήρχε ένας βαθύς και ενστικτώδης ανθρωπισμός, συνοδευόμενος από πίστη (δεν μιλώ για κάποια θρησκευτική πίστη)  και τεράστια αφοσίωση και  αφιέρωση στο σκοπό. Χωρίς αθωότητα, χωρίς απλοϊκότητα, δεν θα μπορούσε ποτέ να  επιτευχθεί  τίποτε μεγάλο.

Η επιστήμη πάντα υπήρχε και ήταν σημαντική για τη βελτίωση πολλών πρακτικών πλευρών της ανθρώπινης ζωής, αλλά δεν ήταν ποτέ η βασική κινητήρια δύναμη  μιας χώρας προς μια δίκαιη, εξισορροπημένη και «αξιοβίωτη» κοινωνία.  Όταν χρησιμοποιήθηκε από κάποιο φωτισμένο σύστημα, η επιστήμη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου, αλλά ποτέ αντίστροφα.

Η πρόοδος  πάντα τροφοδοτούνταν και προκαλούνταν από τα ανθρώπινα συναισθήματα, από φαινομενικά παράλογα και μη επιτεύξιμα όνειρα, από ουτοπίες, από την ποίηση και από μια ευρεία κλίμακα παθών που φλόγιζαν τις καρδιές.  Οι πιο ωραίες ιδέες για τη βελτίωση του πολιτισμού συχνά δεν φαίνονταν καν λογικές, γεννήθηκαν απλά από κάποια ευγενικά ανθρώπινα ένστικτα, εμπνεύσεις και επιθυμίες (η λογική εφαρμόστηκε αργότερα, όταν έπρεπε να προχωρήσουν στις πρακτικές λεπτομέρειες).

Τώρα, η «γνώση», η ορθολογικότητα και η «λογική» , τουλάχιστον στη Δύση, σπρώχνουν τις ανθρώπινες υπάρξεις στη γωνία.  Η «λογική» παίρνει τη θέση των παραδοσιακών θρησκειών – γίνεται κάτι σαν θρησκεία. Η εμμονή με τα «γεγονότα», με την «κατανόηση» των πάντων, γίνεται παράλογα ακραία, δογματική, ακόμη και φονταμενταλιστική.

Όλη αυτή η φανατική συλλογή γεγονότων συχνά μοιάζει εξωπραγματική, «μεταλλική», ψυχρή και εντελώς αφύσικη για πολλούς από εκείνους που έρχονται «απέξω» (γεωγραφικά ή πνευματικά).

Ας μην ξεχνούμε ότι τα «γεγονότα» που καταναλώνουν οι μάζες, ακόμη και οι σχετικά μορφωμένοι Δυτικοί, προέρχονται κατά κανόνα από τις ίδιες πηγές. Χρησιμοποιείται ο ίδιος τύπος λογικής και εφαρμόζονται αρκετά κοινά εργαλεία ανάλυσης. Η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας ειδήσεων, «γεγονότων» και «αναλύσεων» συνήθως δεν οδηγεί στην σε βάθος κατανόηση ή σε αληθινά κριτικές σκέψεις, το αντίθετο – στην πραγματικότητα σκοτώνει την ικανότητα να εξετάσουμε ολοκληρωτικά νέες έννοιες και ειδικά να εξεγερθούμε ενάντια στα διανοητικά κλισέ και στερεότυπα. Έτσι δεν εκπλήσσει το ότι η μεσαία τάξη των Ευρωπαίων και των Βορειοαμερικανών περιλαμβάνει τους πιο κομφορμιστές ανθρώπους στη Γη.

Η συλλογή βουνών από «δεδομένα» και «πληροφορίες» δεν οδηγεί πουθενά, στις περισσότερες περιπτώσεις. Για εκατομμύρια ανθρώπους είναι απλώς ένα χόμπι, όπως κάθε άλλο, όπως τα βιντεοπαιχνίδια και το PlayStation. Κρατά ένα άτομο «στην αιχμή των γεγονότων», έτσι ώστε να μπορεί να εντυπωσιάζει τους γνωστούς ή απλά να ικανοποιεί μια νευρωτική ανάγκη συνεχούς κατανάλωσης ειδήσεων.

Και το χειρότερο είναι ότι  οι περισσότεροι Δυτικοί (και σχεδόν όλοι οι εκδυτικισμένοι ξένοι) είναι μονίμως κλειδωμένοι  σε έναν περίπλοκο ιστό «πληροφοριών» και προσλήψεων, με τα μέλη της οικογένειάς τους, τους φίλους και τους συνεργάτες. Υπάρχει συνεχής πίεσης προσαρμογής σε ένα χώρο πολύ μικρό και σχεδόν καμιά ανταμοιβή για το αληθινό πνευματικό θάρρος ή αυθεντικότητα.

***

Τα καθεστώτα έχουν ήδη καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να τυποποιήσουν τη «γνώση» αξιοποιώντας κυρίως την ποπ κουλτούρα και κατηχώντας τους ανθρώπους μέσα από τους «εκπαιδευτικούς» θεσμούς.

Οι άνθρωποι κλείνονται εκούσια επί χρόνια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, χάνοντας το χρόνο τους, πληρώνοντας τα χρήματά τους, φορτώνονται ακόμη και με χρέη, προκειμένου να διευκολύνουν το σύστημα να τους κατηχεί και να τους μετατρέπει σε καλούς και υπάκουους  υποτελείς της αυτοκρατορίας.

Ήδη, εδώ και δεκαετίες, το σύστημα παράγει επιτυχώς ολόκληρες γενιές συναισθηματικά νεκρών και τελούντων εν συγχύσει ατόμων.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο κατεστραμμένοι που δεν μπορούν να παλέψουν για τίποτε πια (εκτός, μερικές φορές, για τα δικά τους προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντα). Δεν μπορούν να πάρουν θέση και δεν μπορούν ούτε να αναγνωρίσουν τους δικούς τους σκοπούς και επιθυμίες. Προσπαθούν μονίμως (και αποτυγχάνουν) «να βρουν κάτι που να έχει νόημα» και να «εκπληρώσουν» αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν στη ζωή τους. Πάντα ψάχνουν να βρουν κάτι, όχι να ενωθούν σε αγώνες που έχουν νόημα ή να επινοήσουν κάτι τελείως νέο για χάρη της ανθρωπότητας. Συνεχίζουν να «επιστρέφουν στο σχολείο», να φωνάζουν για «χαμένες ευκαιρίες», επειδή «δεν σπούδασαν αυτό που νόμιζαν ότι έπρεπε να σπουδάσουν πραγματικά» (ανεξάρτητα από το τι  πραγματικά σπουδάζουν ή κάνουν στο σχολείο της ζωής, αισθάνονται ανικανοποίητοι, ούτως ή άλλως).

Πάντα φοβούνται ότι θα τους απορρίψουν, τρομοκρατούνται με τη σκέψη ότι η άγνοια και η ανικανότητά τους να κάνουν κάτι με αληθινό νόημα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί και να γελοιοποιηθεί (πολλοί αντιλαμβάνονται πόσο άδεια είναι η ζωή τους).

Είναι δυστυχισμένοι, κάποιοι σε άθλια κατάσταση, ακόμη και αυτοκτονικοί. Όμως η απελπισία τους δεν τους ωθεί στη δράση. Οι περισσότεροι δεν εξεγείρονται ποτέ, δεν αντιμετωπίζουν στα ίσα το καθεστώς, δεν αμφισβητούν το άμεσο περιβάλλον τους.

Αυτές οι εκατοντάδες εκατομμύρια τσακισμένοι και αδρανείς άνθρωποι (εκ των οποίων αρκετοί είναι ευφυείς) αποτελούν μια τρομακτική απώλεια για τον κόσμο. Αντί να σηκώνουν οδοφράγματα, να γράφουν οργισμένα διηγήματα και να γελοιοποιούν ανοικτά αυτή τη δυτική φαρσοκωμωδία, υποφέρουν σιωπηλά, υποκύπτουν στην κακοποίηση ή σκέφτονται την αυτοκτονία.

Εάν φανεί η ευκαιρία να αλλάξουν πραγματικά τη ζωή τους δεν μπορούν να την αναγνωρίσουν πια. Δεν μπορούν να την αρπάξουν. Γιατί δεν μπορούν να αγωνιστούν. Έχουν «εξημερωθεί» από την πολύ νεαρή ηλικία, από το σχολείο.

Έτσι ακριβώς θέλει το σύστημα τους πολίτες του. Είναι όπου τους πήγε.

Είναι σοκαριστικό το ότι κανείς δεν λέει αυτό τον εφιάλτη με το πραγματικό όνομά του – τερατώδες έγκλημα!

***

Οι άνθρωποι αγοράζουν βιβλία για να βγάλουν κάποιο νόημα για το τι συμβαίνει, αλλά δεν καταφέρνουν να τα διαβάσουν μέχρι το τέλος. Είναι πολύ απασχολημένοι, τους λείπει η συγκέντρωση και η αποφασιστικότητα. Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα βιβλία που βρίσκονται στα ράφια δεν δίνουν ουσιαστικές απαντήσεις.

Κι όμως, πολλοί προσπαθούν: αναλύουν και αναλύουν και αναλύουν, άσκοπα. «Δεν καταλαβαίνουν και θέλουν να μάθουν». Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό το μονοπάτι της συνεχούς σκέψης, εφαρμόζοντας τα προκαθορισμένα εργαλεία ανάλυσης, είναι μια τεράστια παγίδα.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε για να κατανοηθεί.  Από τους ανθρώπους έχουν κλέψει τη ζωή, τα φυσικά ανθρώπινα αισθήματα, τη ζεστασιά, το πάθος ακόμη και την αγάπη (αυτό που αποκαλούν «έρωτα» συχνά είναι ένα υποκατάστατο και τίποτε άλλο).

Όλα αυτά δεν αναφέρονται ούτε καν στα βιβλία φαντασίας, εκτός αν διαβάζει κανείς στα ισπανικά ή τα ρωσικά. Η επιτυχία της αυτοκρατορίας στην παραγωγή υπάκουων, φοβισμένων και στερημένων φαντασίας υπάρξεων είναι τώρα πλήρης.

Οι μεγάλες εταιρείες προκόβουν, οι ελίτ μαζεύουν τεράστια λεία, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων στη Δύση χάνει σταδιακά την ικανότητά της να ονειρεύεται και να αισθάνεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, δεν είναι δυνατή η εξέγερση. Η έλλειψη φαντασίας, μαζί με τη συναισθηματική αναισθητοποίηση αποτελεί  τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στασιμότητας, ακόμη και οπισθοδρόμησης.

Γι’ αυτό η Δύση είναι τελειωμένη.

***

Η γκροτέσκα εμμονή με την επιστήμη, με τις ιατρικές πρακτικές και με τα «γεγονότα» συντελούν στο να αποσπάται η προσοχή από τα πραγματικά και τρομακτικά θέματα.

Οι συνεχείς συζητήσεις, αναλύσεις και το να «δούμε τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες» δεν οδηγούν παρά μόνο στην παθητικότητα. Το να δρα κανείς είναι πολύ τρομακτικό και οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι να παίρνουν μεγάλες αποφάσεις πια ή ακόμη και  να κάνουν δραματικές χειρονομίες.

Η κατάσταση αυτή  οδηγεί επίσης στο  ότι, στη Δύση, κανείς σχεδόν δεν είναι πλέον έτοιμος να στρατευθεί κάτω από μια ιδεολογική σημαία ή να ενστερνιστεί με όλη του την καρδιά αυτά που αποκαλούνται υποτιμητικά «ταμπέλες».

Επί χιλιετίες, οι άνθρωποι συμμετείχαν αυθόρμητα σε διάφορα κινήματα, πολιτικά κόμματα και ομάδες. Καμιά σημαντική αλλαγή δεν έγινε ποτέ από μεμονωμένα άτομα  (αν και κάποιος ισχυρός ηγέτης επικεφαλής ενός κινήματος, κόμματος ή ακόμη και κυβέρνησης θα μπορούσε να πετύχει πολλά πράγματα).

Το να είναι κανείς μέρος κάποιου σημαντικού ή επαναστατικού κινήματος συμβόλιζε συχνά το αληθινό νόημα της ζωής. Οι άνθρωποι ήταν (και σε πολλά μέρη του κόσμου είναι ακόμη) αφοσιωμένοι, δεσμευμένοι  σε σημαντικούς και ηρωικούς αγώνες. Προσπαθώντας να χτίσουν έναν καλύτερο κόσμο, να αγωνιστούν για έναν καλύτερο κόσμο, ακόμη και να πεθάνουν γι’ αυτό το σκοπό: αυτό συχνά θεωρούνταν το πιο τιμητικό που θα μπορούσε να πράξει ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του.

Στη Δύση, αυτή η αντίληψη είναι νεκρή, βαθιά κατεστραμμένη. Εκεί βασιλεύει ο κυνισμός. Πρέπει να αμφισβητείς τα πάντα, να μην εμπιστεύεσαι τίποτα και να μην αφοσιώνεσαι σε τίποτα.

Το αναμενόμενο είναι να μην εμπιστεύεσαι καμιά κυβέρνηση. Να πρέπει να γελοιοποιείς όποιον πιστεύει σε κάποιο σκοπό, ιδίως αν κάτι είναι αγνό και ευγενικό. Πρέπει να διασύρεις και να λασπώνεις κάθε μεγάλη προσπάθεια να βελτιωθεί ο κόσμος, είτε αυτή γίνεται στο Εκουαδόρ, στις Φιλιππίνες, στην Κίνα, στη Ρωσία ή στη Νότια Αφρική.

Η επίδειξη συμπάθειας προς κάποιον ηγέτη, πολιτικό κόμμα ή κυβέρνηση χώρας που ακόμη έχει αγωνιστικό πάθος αντιμετωπίζεται με λοιδορία και σαρκασμό σε μέρη όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη: «Είμαστε όλοι κλέφτες και άρα όλες οι κυβερνήσεις είναι ίδιες», αυτή είναι η θανάσιμα τοξική «σοφία».

Βεβαίως: όταν ξοδεύονται ώρες επί ωρών για να αναλύεται κάποιος φλογερός ηγέτης ή κίνημα για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική, κάποια «βρομιά» θα βγει στο τέλος, καθώς κανένας άνθρωπος και καμιά ομάδα δεν είναι τέλεια. Αυτό δίνει στους Δυτικούς το θαυμάσιο άλλοθι να μη συμμετέχουν σε τίποτα.  Ιδού πώς είναι το σχέδιο: «Χάνοντας την ελπίδα για έναν τέλειο κόσμο σημαίνει απλά ότι δεν μπορείς να πιστέψεις σε τίποτα πλέον και άρα πήγαινε να λικνιστείς σε κανένα κλαμπ στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη». Μετά, γύρνα στο σχολείο ή κάνε την  ανούσια δουλειά σου. Ή μαστούρωσε.

Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο από το να προσπαθείς σκληρά να σώσεις τον κόσμο ή τη χώρα σου. Είναι πολύ πιο εύκολο από το να διακινδυνεύεις τη ζωή σου και να αγωνίζεσαι για τη δικαιοσύνη. Είναι πολύ πιο εύκολο από το να προσπαθείς να σκεφτείς πραγματικά, να επινοήσεις κάτι νέο για τον φοβισμένο κόσμο μας.

***

Μια παλιά ρωσική μπαλάντα λέει «Είναι τόσο δύσκολο να αγαπάς … και τόσο εύκολο να φεύγεις…»

Η επανάσταση, τα κινήματα, οι αγώνες, ακόμη και οι κυβερνήσεις που υποστηρίζεις μοιάζουν πολύ με την αγάπη. Την αγάπη ποτέ δεν την εξετάζεις λεπτομερώς, δεν την αναλύεις πλήρως, αλλιώς δεν είναι αγάπη. Δεν υπάρχει τίποτε και δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα ορθολογικό και μόνο όταν πεθαίνει αρχίζεις να την αναλύεις, ψάχνοντας δικαιολογίες για να κλείσεις πίσω σου την πόρτα.

Όταν όμως υπάρχει, είναι ζωντανή, θερμή και παλλόμενη, το να εφαρμόζουμε την «αντικειμενικότητα» στο άλλο πρόσωπο θα ήταν βάρβαρο και ασεβές, θα ήταν κατά κάποιο τρόπο προδοσία.

Μόνοι οι «νέοι Δυτικοί» μπορούν να κάνουν τέτοιες καρικατούρες, αναλύοντας τον έρωτα, γράφοντας «οδηγούς» για το πώς να αντιμετωπίζει κανείς τα ανθρώπινα αισθήματα, πώς να μεγιστοποιεί τα κέρδη από τις συγκινησιακές του επενδύσεις.

Πώς θα μπορούσε ένας άνδρας που αγαπά μια γυναίκα να κάτσει σ’ ένα καναπέ και να αναλύει: «Την αγαπώ, αλλά θα πρέπει να το σκεφτώ δυο φορές, διότι η μύτη της είναι πολύ μεγάλη και τα οπίσθιά της πολύ φαρδιά». Αυτό είναι μια απόλυτη ανοησία. Η γυναίκα που αγαπά κανείς  αληθινά είναι η ομορφότερη στον κόσμο.

Το ίδιο και ο αγώνας.

Αλλιώς, χωρίς αφοσίωση τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ ούτε να βελτιωθεί.

Ας μην ξεχνάμε όμως – η αυτοκρατορία δεν θέλει να αλλάξει ο κόσμος της ούτε κατά κεραία. Γι’ αυτό διασπείρει τον απεριόριστο κυνισμό και μηδενισμό. Γι’ αυτό σπιλώνει κάθε αγνό και φυσικό, εμφυτεύοντας αλλόκοτα «μοντέλα τελειότητας», έτσι ώστε ο κόσμος πάντα να συγκρίνει με βάση αυτά, να κρίνει με βάση αυτά, να έχει αμφιβολίες και να απέχει από τη σοβαρή δράση.

Η αυτοκρατορία θέλει να σκέφτονται οι άνθρωποι, αλλά με τον τρόπο που τους προγραμματίζει. Θέλει να αναλύουν, αλλά μόνο χρησιμοποιώντας τις δικές της μεθόδους. Και θέλει να περιφρονούν, ακόμη και να απορρίπτουν τα φυσικά ένστικτα και τα συναισθήματά τους.

Το αποτέλεσμα είναι σαφές: ατομισμός, ιδιοτέλεια, σύγχυση, διαλυμένες κοινωνίες, κατάρρευση σχέσεων και  γενική απέχθεια για τις  υψηλές προσδοκίες.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τα μαρξιστικά ή επαναστατικά πολιτικά κόμματα, τις εξεγέρσεις ή τους διεθνιστικούς, αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες.

Έχετε παρατηρήσει πόσο ρηχές, πόσο ασταθείς έχουν γίνει οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις στη Δύση; Κανείς δεν θέλει να «εμπλέκεται» πραγματικά. Οι άνθρωποι δοκιμάζουν ο ένας τον άλλο. Συνεχώς σκέφτονται, δύσκολα αισθάνονται. Τα μεγάλα πάθη καταλαγιάζουν (τα συναισθηματικά ξεσπάσματα θεωρούνται «μη αξιοπρεπή» ακόμη και ντροπιαστικά): τώρα αίφνης όλα περιστρέφονται γύρω από το «αισθάνομαι καλά», πάντα «ήρεμα», αλλά παραδόξως κανείς δεν αισθάνεται καλά ούτε είναι ήρεμος πια σ’ αυτή τη «νέα Δύση».

Όλα μεταλλάσσονται στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάποτε ήταν είτε η αγάπη είτε το αληθινά επαναστατικό έργο (πολιτικό ή καλλιτεχνικό) και απλώς να θυμίσω ότι αυτό ήταν το πιο όμορφο, η πιο τρελή αναταραχή , η απόλυτη απομάκρυνση από τη ζοφερή κανονικότητα.

Στη Δύση, δεν γράφεται πλέον μεγάλη ποίηση, ούτε μελωδίες που στοιχειώνουν, ούτε στίχοι.

Ξαφνικά, η ζωή έγινε ρηχή, προβλέψιμη και προγραμματισμένη.

Αν κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει με πάθος, να έχει δοτικότητα, να κάνει θυσίες χωρίς όρους, δεν μπορεί να γίνει μεγάλος επαναστάτης.

Βεβαίως, στην απαθή Δύση με την εμμονή σ’ εκείνον τον τύπο της γνώσης που δεν φωτίζει, με τις εφαρμοσμένες επιστήμες και τον βαθιά ριζωμένο εγωκεντρισμό, δεν υπάρχει γόνιμο έδαφος για μεγάλα πάθη και άρα πιθανότητα για αληθινή επανάσταση.

“Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», έλεγε πολύ σωστά ο Αλμπέρ Καμί.

Η συλλογική εξέγερση κορυφώνεται στην επανάσταση. Χωρίς την επανάσταση ή τη μόνιμη προσδοκία γι’ αυτήν, δεν υπάρχει ζωή.

Η Δύση έχασε την ικανότητα να αγαπά και να εξεγείρεται.

Και γι΄αυτό είναι τελειωμένη.

***

Υπάρχει μια εύστοχη ρήση: «Δεν μπορείς να καταλάβεις τη Ρωσία με το νου. Μπορείς μόνο να πιστεύεις σ’ αυτήν». Το ίδιο ισχύει για την Κίνα, την Ιαπωνία και για πολλά άλλα μέρη.

Είναι πραγματικά τρελό να πάει κανείς στην Ασία ή τη Ρωσία και ν’ αρχίσει να τις περιηγείται προσπαθώντας να τις «καταλάβει».  Δεν υπάρχει λόγος να το κάνει ούτε η πιθανότητα να το πετύχει σε λίγους μήνες, ακόμη και σε χρόνια.

Η νευρωτική και βαθιά δυτική αντίληψη περί συνεχούς προσπάθειας «κατανόησης» των πάντων με το νου μπορεί να τα καταστρέψει όλα και  δια παντός απ’ την αρχή. Ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις να κατανοείς την Ασία είναι με την απορρόφηση, αφήνοντας να σε οδηγούν ευγενικά άλλοι, βλέποντας, αισθανόμενος, αγνοώντας όλες τις προκαταλήψεις και τα κλισέ. Η κατανόηση δεν έρχεται απαραιτήτως μέσω της λογικής. Στην πραγματικότητα, δεν έρχεται καν μέσω αυτής. Έχει να κάνει με τις αισθήσεις και τις συγκινήσεις και συνήθως έρχεται ξαφνικά, απροσδόκητα.

Η επανάσταση, και όλοι οι έντιμοι αγώνες επίσης προετοιμάζονται επί πολύ καιρό και επίσης έρχονται απροσδόκητα, ξεπηδώντας κατευθείαν από την καρδιά

Όταν έρχομαι στη Νέα Υόρκη, αλλά ιδίως στο Λονδίνο ή το Παρίσι και όταν συναντώ εκείνους τους γνωστούς «θεωρητικούς αριστερούς», χαμογελάω με πικρία ακούγοντας τις άνευ ουσίας, μακροσκελείς συζητήσεις τους για κάποια θεωρία που είναι πλήρως διαχωρισμένη από την πραγματικότητα. Και αφορά αποκλειστικά τους ίδιους: είναι τροτσκιστές, και γιατί. Ή πιθανώς είναι αναρχοσυνδικαλιστές, και γιατί. Ή μαοϊκοί … Ό,τι και να είναι, πάντα αρχίζουν σ’ έναν καναπέ ή στα σκαμνιά του μπαρ και εκεί τελειώνουν, αργά το βράδυ.

Στην περίπτωση που μόλις έχεις έλθει από τη Βενεζουέλα ή τη Βολιβία, όπου οι άνθρωποι δίνουν πραγματικές μάχες επιβίωσης των επαναστάσεών τους, αυτή είναι μια εμπειρία που σοκάρει. Οι περισσότεροι άνθρωποι στο Altiplano δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον  Τρότσκι ή τον αναρχοσυνδικαλισμό. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι βρίσκονται σε πόλεμο, αγωνίζονται για όλους μας, για έναν πολύ καλύτερο κόσμο και χρειάζονται άμεση και συγκεκριμένη υποστήριξη: οικονομική βοήθεια, διαδηλώσεις, στελέχη. Και το μόνο που παίρνουν είναι λόγια. Δεν παίρνουν σχεδόν τίποτε από τη Δύση και δεν θα πάρουν ποτέ.

Διότι δεν είναι αρκετά καλοί για τους Βρετανούς και τους Γάλλους. Είναι πολύ «πραγματικοί», όχι «αρκετά αγνοί». Κάνουν λάθη. Είναι πολύ ανθρώπινοι, δεν είναι αποστειρωμένοι και «δεν συμπεριφέρονται καλά». «Παραβιάζουν πού και πού κάποια δικαιώματα». Είναι πολύ συναισθηματικοί. Είναι αυτό ή εκείνο, και τελικά «δεν μπορεί κανείς να ρίξει όλο του το βάρος  για να τους υποστηρίξει».

Κάνουν λάθη από «επιστημονικής απόψεως». Αν κάποιος κάθεται δέκα ώρες στην παμπ ή στο σαλόνι συζητώντας γι’ αυτούς, τελικά θα υπάρξουν αρκετά επιχειρήματα γι να μην τους δοθεί καμιά στήριξη. Το ίδιο ισχύει για τους επαναστάτες και για τις επαναστατικές αλλαγές στις Φιλιππίνες και σε τόσους άλλους τόπους.

Μ’ αυτό τον τρόπο σκέψης, η Δύση δεν μπορεί να συνδεθεί. Δεν βλέπει τον παραλογισμό στη δική της συμπεριφορά και τη στάση. Έχει χάσει το πνεύμα της, την καρδιά της, τα αισθήματα, από τη δεξιά μέχρι και την αριστερά.  Αντί γι’ αυτά το μυαλό; Υπάρχει άραγε κάτι πολύ σημαντικό που να έρχεται μόνο απ’ αυτό;

Και γι’ αυτό είναι τελειωμένη.

Οι άνθρωποι της Δύσης δεν είναι πρόθυμοι να στρατευθούν σε κάτι πραγματικό. Να στρατευθούν σε κάποια αληθινή επανάσταση, κίνημα, κυβέρνηση, εκτός αν αυτά είναι όμοια με εκείνες τις πλαστικές τοξικές γυναίκες από τα φανταχτερά μαγαζιά μόδας: τέλειες για τους άνδρες που έχουν χάσει όλη τη φαντασία και την ατομικότητά τους, αλλά εντελώς βαρετά προϊόντα μαζικής παραγωγής για όλους τους υπόλοιπους.


* Ο Andre Vltchek είναι φιλόσοφος, διηγηματογράφος, γυρίζει ταινίες και υπηρετεί την ερευνητική δημοσιογραφία.
Έχει καλύψει πολέμους και συγκρούσεις σε δεκάδες χώρες.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Ο αρχιτέκτονας του ευρώ εξομολογείται

Ο Χανς Τιτμαγερ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank επέβλεψε τη μετάβαση στο ευρώ και είναι αυτονόητο πως συνέβαλε καθοριστικά στην ΟΝΕ. Πέθανε στις 28 Δεκέμβρη του 2016. Το antapocrisis αναδημοσιεύει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας του Pierre Bourdieu που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις στη Γερμανία και δόθηκε στις γαλλο-γερμανικές πολιτιστικές συναντήσεις στο Φράιμπουργκ τον Οκτώβριο του 1996.

Του Pierre Bourdieu, Κοινωνιολόγου, καθηγητή στο College de France.

Μια συνέντευξη αποκαλύπτει έναν κόσμο ολόκληρο. Όταν ο Τύπος μεταφέρει τα λόγια αυτών που «λαμβάνουν τις αποφάσεις», των οποίων κάθε εξομολόγηση μπορεί να κλονίσει νομίσματα, δεν δίνουμε πάντα σημασία στο τεράστιο ποσό όσων δεν λέγονται και όσων υπονοούνται στο λόγο τους. Οπλισμένοι με την «ανεξαρτησία» τους, κεκτημένη μέσω της πολιτικής εξουσίας, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία των εθνών. Ποιο είναι το όραμά τους για την κοινωνία; Και, για παράδειγμα, ποιό είναι αυτό του κ Hans Tietmeyer, του μεγάλου αρχιτέκτονα του ευρώ;

Έχοντας διαβάσει στο αεροπλάνο τη συνέντευξη του Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Hans Tietmeyer, που παρουσιάζεται ως ο «αρχιερέας του γερμανικού μάρκου» – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο – θα ήθελα να επιδοθώ σ’ ένα είδος ερμηνευτικής ανάλυσης κατάλληλο για τα ιερά κείμενα: «η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την –εδώ είναι η λέξη κλειδί– εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ελέγχουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς».

Δηλαδή – θα γίνει πιο σαφής στις παρακάτω φράσεις – να ταφεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος πρόνοιας και, μεταξύ άλλων, τις δαπανηρές κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές, για τον καθησυχασμό των επενδυτών που θα προτιμούσαν την προσωπική ενασχόληση – με τις δικές τους πολιτιστικές επενδύσεις. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί αγαπούν τη ρομαντική μουσική και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική και είμαι πεπεισμένος, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον πρόεδρο της Bundesbank ότι, στον ελεύθερό του χρόνο, όπως και ο διευθυντής της Τράπεζας της Γαλλίας Jean-Claude Trichet, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με τη φιλανθρωπία.

«Είναι συνεπώς αναγκαίος, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών, η μείωση του επιπέδου των φόρων για να υπάρξει ένα βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα.»

Τι καταλαβαίνουμε εδώ: Ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι των επενδυτών μέχρι να γίνουν υποφερτοί από αυτούς, ώστε να μην ενθαρρύνονται να μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους. Συνεχίζοντας το διάβασμα: «Πρέπει να (…) μεταρρυθμίσουμε το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας». Δηλαδή, δις επαναλαμβάνει, να ταφεί το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η επιτυχία των οποίων είναι πολύ πιθανό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προκαλέσει νόμιμη δυσπιστία, εφ’ όσον είναι βέβαιοι ότι τα οικονομικά τους κεκτημένα – αφού μιλάμε για κοινωνικές κατακτήσεις, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για οικονομικά οφέλη – δηλαδή τα κεφάλαιά τους, δεν είναι συμβατά με τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και ότι αυτά τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει φυσικά να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος , ακόμη και καταστρέφοντας τα πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελλόντων πολιτών της Ευρώπης, αυτούς τους οποίους, τον Δεκέμβριο του 1995, περιγράφαμε ως «έχοντες», ως «προνομιούχους».

Ο Hans Tietmeyer είναι πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις των επενδυτών, δηλαδή τα οικονομικά τους κέρδη, δεν θα επιβιώσουν μιας διαιώνισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό, λοιπόν, είναι το σύστημα που θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, επειδή τα οικονομικά κέρδη των επενδυτών δεν μπορούν να περιμένουν. Και ο Hans Tietmeyer, ύψιστος στοχαστής, που συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας στον ιδεαλισμό, συνεχίζει:

«Πρέπει, συνεπώς, να ελεγχθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι ν’ αποκτήσουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε – (αυτό το “έτσι ώστε” θα άξιζε ένα μακροσκελές σχόλιο) – να έχουμε μια νέα φάση ανάπτυξης (…) η οποία δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο αν εμείς κάνουμε μια προσπάθεια – το «εμείς κάνουμε» είναι μαγευτικό – για ευελιξία στην αγορά εργασίας.»

Μια απειλή παρόμοια με εκβιασμό

Να ‘μαστε. Τα μεγάλα λόγια έπεσαν στο τραπέζι, και ο Hans Tietmeyer δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ευφημιστικής ρητορικής που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο ευφημισμός είναι απαραίτητος για να αυξηθεί με βιώσιμο τρόπο η εμπιστοσύνη των επενδυτών – η οποία, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, είναι το άλφα και το ωμέγα του συνόλου του οικονομικού συστήματος, το θεμέλιο και ο απώτερος στόχος, το Τέλος της Ευρώπης του μέλλοντος – αποφεύγοντας, συνάμα, να προκαλέσει τη δυσπιστία και την απελπισία των εργαζομένων, οι οποίοι, παρ ‘όλα αυτά, πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν, αν θέλουμε να έχουμε αυτή τη νέα φάση της ανάπτυξης. Επειδή από αυτούς αναμένεται αυτή η προσπάθεια, αν και ο κ Hans Tietmeyer, σίγουρα μετρ του ευφημισμού, λέει επίσης: «(Θα μπορούμε να) καταργήσουμε τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Θεσπέσια ρητορική της εργασίας, η οποία μπορεί να μεταφραστεί και ως: «Κουράγιο εργαζόμενοι! Όλοι μαζί κάνουμε την προσπάθεια ευελιξίας που απαιτείται από εσάς!».

Αντί να θέσει, ατάραχος, μια ερώτηση σχετικά με την εξωτερική ισοτιμία του ευρώ, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει ζητήσει από τον κ Hans Tietmeyer την έννοια που δίνει στις λέξεις-κλειδιά της ξύλινης γλώσσας των επενδυτών: «ακαμψία στην αγορά εργασίας» και « ευελιξία στην αγορά εργασίας.» Οι εργαζόμενοι, πάλι, θα καταλάβαιναν αμέσως: νυχτερινή εργασία, εργασία τα σαββατοκύριακα, ακανόνιστα χρονοδιαγράμματα, αυξημένη πίεση, άγχος, κ.λπ.

Βλέπουμε ότι το «στην αγορά εργασίας» λειτουργεί ως ένα είδος ομηρικού επιθέτου που μπορεί να συνδεθεί με ένα εύρος λέξεων, και θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, για να μετρήσει την ευελιξία της γλώσσας του Hans Tietmeyer, να μιλήσει για παράδειγμα για την ευελιξία ή την ακαμψία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παραδοξότητα αυτής της χρήσης στην ξύλινη γλώσσα του Hans Tietmeyer επιτρέπει την υπόθεση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο μυαλό του, για τη “διάλυση της δυσκαμψίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές» ή την «πραγματοποίηση μιας προσπάθειας για την ευελιξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι, σε αντίθεση με ό, τι μπορεί να προτείνει το «εμείς» του «αν κάνουμε μια προσπάθεια» του Hans Tietmeyer, μόνο από τους εργαζόμενους ζητείται αυτή η προσπάθεια ευελιξίας και σε αυτούς επίσης απευθύνεται η απειλή, εκβιασμός σχεδόν, το οποίο εμπεριέχεται στη φράση: «έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Με λίγα λόγια: απαρνηθείτε τα κοινωνικά σας οφέλη σήμερα, για να αποφευχθεί η καταστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, στο όνομα της ανάπτυξης που θα μας φέρει το αύριο. Μία πολύ γνωστή λογική στους εργαζόμενους στους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι, για να χαρακτηρίσουν την πολιτική συμμετοχή που τους πρόσφερε στο παρελθόν ο γκωλισμός, έλεγαν: «Μπορείτε να μου δώσετε το ρολόι σας, και θα σας δώσω το χρόνο».

Ας διαβάσουμε για τελευταία φορά τα λόγια του Hans Tietmeyer

«Η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πρέπει συνεπώς … (παρατηρήσετε το” συνεπώς “) … να ελέγχονται οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι να υπάρξει ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση της ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια για ευελιξία στις αγορές εργασίας»

Εάν ένα τόσο εξαιρετικό κείμενο, τόσο εξαιρετικά εξαιρετικό, ήταν ικανό να περάσει απαρατήρητο και να γνωρίσει τη μοίρα των καθημερινών λεγόμενων των καθημερινών φυλλάδων, οι οποίες απορρίπτονται σαν τα νεκρά φύλλα, είναι γιατί ήταν τέλεια προσαρμοσμένα στον «ορίζοντα αναμονής» για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθημερινών αναγνωστών εφημερίδων που είμαστε. Αλλά αυτός ο ορίζοντας είναι προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αν τα λόγια της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer περνάνε τόσο εύκολα είναι γιατί λέγονται παντού. Βρίσκονται παντού, σε κάθε στόμα. Τρέχουν σαν κοινός τόπος, τα δεχόμαστε χωρίς δισταγμό, όπως ένα νόμισμα, ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα, βεβαίως, τόσο σταθερό όσο και αξιόπιστο, πιστευτό, όπως το γερμανικό μάρκο, “Βιώσιμη ανάπτυξη”, “εμπιστοσύνη των επενδυτών”, “δημόσιοι προϋπολογισμοί”, “σύστημα κοινωνικής πρόνοιας”, “ακαμψία”, “αγορά εργασίας”, “ευελιξία”, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν, “παγκοσμιοποίηση”, “πρόσθετη ευελιξία”, “μείωση των επιτοκίων “- χωρίς να προσδιορίζεται ποια από αυτά – “ανταγωνιστικότητα”, “παραγωγικότητα” κ.λπ.

Αυτή η καθολική πίστη, η οποία δεν προκύπτει καθόλου από μόνη της, πως εξαπλώθηκε; Μια σειρά κοινωνιολόγων, Βρετανών και Γάλλων κυρίως, σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα, έχουν ανακατασκευάσει την αλυσίδα σύμφωνα με την οποία παράγεται και μεταδίδεται αυτός ο νεοφιλελεύθερος λόγος, τα οποία έχουν γίνει ιδεολογία, μια αδιαμφισβήτητη και αδιάσειστη πραγματικότητα. Με μια σειρά ολόκληρη αναλύσεων των κειμένων, των τόπων δημοσίευσης, των χαρακτηριστικών των συγγραφέων αυτών των ομιλιών, των συμποσίων στα οποία συγκεντρώνονται για να τα παράξουν κλπ, φάνηκε πως, στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχει πραγματοποιηθεί μια σταθερή δουλειά, με τη συμμετοχή διανοουμένων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, σε περιοδικά που έχουν σταδιακά επιβληθεί ως έγκυρα, για να καθιερωθεί ως δεδομένο ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που, στην ουσία, ντύνει με οικονομικές εκλογικεύσεις τις πιο κλασικές απαιτήσεις της συντηρητικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών.

Η ικανοποίηση που προέρχεται από τη μοιρολατρία

Αυτός ο λόγος οικονομικής αίγλης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πέρα ​​από τον κύκλο των υποστηρικτών του παρά μόνο με τη συνεργασία ενός πλήθους ανθρώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, απλών πολιτών, οι οποίοι έχουν ένα φαινομενικά επαρκές υπόβαθρο στην οικονομία για να μπορούν να συμμετάσχουν στην γενικευμένη κυκλοφορία κακώς βαθμονομημένων λέξεων της οικονομικής βαρβαρότητας. Ένα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου αυτού που, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνάει τις προσδοκίες του Hans Tietmeyer: είναι τόσο γνώστης εκ των προτέρων των απαντήσεων, που θα μπορούσε να τις δώσει ο ίδιος. Είναι μέσα από κάποιες τέτοιες παθητικές συνενοχές που σταδιακά ήρθε να επιβληθεί το επονομαζόμενο νεοφιλελεύθερο όραμα, στην πραγματικότητα συντηρητικό, που βασίζεται σε μια πίστη άλλης εποχής στο ιστορικό αναπόφευκτο, το οποίο βασίζεται στην υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου έχουν περάσει εύκολα από μια μαρξιστική μοιρολατρία σε μία νεοφιλελεύθερη μοιρολατρία: και στις δύο περιπτώσεις, ο οικονομισμός αποποιείται των ευθυνών και αποστρατεύει, ακυρώνοντας την πολιτική και επιβάλλοντας μια σειρά από αδιαμφισβήτητους στόχους, τη μέγιστη ανάπτυξη, την επιτακτική ανάγκη ανταγωνιστικότητας, την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικότητας, και ως εκ τούτου ένα ανθρώπινο ιδεώδες, που θα μπορούσε να ονομαστεί το ιδανικό του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε το νεοφιλελεύθερο όραμα, χωρίς να αποδεχόμαστε όλα αυτά που το συνοδεύουν, τον τρόπο ζωής του γιάπη, τη βασιλεία του ορθολογικού υπολογισμού ή του κυνισμού, τον αγώνα δρόμου για το χρήμα ως καθολικό μοντέλο. Η αντίληψη του προέδρου της Bundesbank ως υπόδειγμα σκέψης, δείχνει την αποδοχή μιας τέτοιας φιλοσοφίας.

Αυτό που μπορεί να εκπλήξει είναι ότι το μοιρολατρικό αυτό μήνυμα δίνεται ως μήνυμα απελευθέρωσης, με μια σειρά από λεξιλογικά παιχνίδια γύρω από την ιδέα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της απορρύθμισης, κλπ, μέσα από μια σειρά ευφημισμών, ή διπλού παιχνιδιού με τις λέξεις – της μεταρρύθμισης για παράδειγμα – η οποία έχει ως στόχο να παρουσιάσει την παλινόρθωση ως επανάσταση, σύμφωνα με τη λογική όλων των συντηρητικών επαναστάσεων.

Εάν αυτή η συμβολική δράση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε να γίνει μια καθολική πεποίθηση είναι εν μέρει μέσω μιας συστηματικής και οργανωμένης χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης.

Αυτή η συλλογική εργασία τείνει να παράγει μια σειρά ολόκληρη από μυθολογίες, «βασικές ιδέες» που δουλεύουν και σε ωθούν να δουλέψεις, επειδή χειρίζονται τις πεποιθήσεις: είναι για παράδειγμα ο μύθος της «παγκοσμιοποίησης» και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις του στις εθνικές οικονομίες ή ο μύθος των νεοφιλελεύθερων «θαυμάτων» αμερικάνικων ή αγγλικών. Στη μυθολογία σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα μειωθούν στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αντιτάξει το έργο ενός κοινωνιολόγου, του M. Loïc Wacquant, το οποίο δείχνει ότι στις ΗΠΑ το «φιλανθρωπικό κράτος», βασισμένο σε μια ηθικολογική αντίληψη της φτώχειας, τείνει να χωριστεί σε ένα κράτος πρόνοιας που εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή ασφάλιση για τις μεσαίες τάξεις και ένα κράτος όλο και πιο κατασταλτικό για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βίας που συνδέεται με τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής μάζας του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου. Έτσι, η πολιτεία της Καλιφόρνια, η οποία για κάποια χρονική περίοδο παρουσιαζόταν από ορισμένους Γάλλους κοινωνιολόγους ως παράδεισος όλων των ελευθεριών, ξοδεύει τώρα για τις φυλακές της ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό απ’ ότι για όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπάρχουν στην πολιτεία, παρότι αυτά είναι από τα πιο αναγνωρισμένα ιδρύματα του πλανήτη.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που μας λένε κάθε μέρα ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί η επισφαλής εργασία, και οι Βρετανοί εργαζόμενοι ανακαλύπτουν με το φθόνο τα κοινωνικά επιτεύγματα που ακόμα επιβιώνουν στη Γαλλία. Αυτό, παραδόξως, την ίδια στιγμή που λέγεται στους Γάλλους σε ποιο βαθμό οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είναι ευχαριστημένοι με την ατυχία τους.

Ίσως είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υποστροφής του κράτους το οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά με τη διαδοχική συγκέντρωση της φυσικής δύναμης (αστυνομίας και στρατού), του πολιτιστικού κεφαλαίου (το σύστημα μέτρησης για παράδειγμα) και του συμβολικού κεφαλαίου. Μία από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι παρά η μάσκα της παλιάς συντηρητικής φιλοσοφίας, είναι να οδηγήσει σε μια υποχώρηση του κράτους προς την ελάχιστή του κατάσταση, απολύτως συνεπή με το ιδανικό των Κυρίαρχων, κοινώς ελαχιστοποιημένο μόνο στις δυνάμεις καταστολής, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των δαπανών για την αστυνομία.

Εμπιστοσύνη της αγοράς ή εμπιστοσύνη του λαού;

Ας επιστρέψουμε τελικά στη φράση-κλειδί της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer, την «εμπιστοσύνη της αγοράς». Έχει το πλεονέκτημα να φέρνει στο φως την ιστορική επιλογή, ενώπιον της οποίας έχουν τοποθετηθεί όλες οι εξουσίες: μεταξύ της εμπιστοσύνης των αγορών και της εμπιστοσύνης του λαού, πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική η οποία έχει ως στόχο να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, χάνει την εμπιστοσύνη του λαού.

Σε μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη στάση των ερωτούμενων απέναντι στους πολιτικούς, τα δύο τρίτα τους θεωρούν ανίκανους ν’ ακούσουν και να λάβουν υπ’ όψιν αυτό που οι σκέφτονται Γάλλοι, κατηγορία ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου (FN) – του οποίου επίσης αποδοκιμάζουμε την ακαταμάχητη άνοδο, ξεχνώντας για μια στιγμή για να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ Εθνικού Μετώπου και ΔΝΤ.

Πρέπει να συσχετίσουμε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των επενδυτών – την οποία θα πρέπει να σώσουμε με κάθε κόστος – με τη δυσπιστία των πολιτών. Η οικονομία είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια αφηρημένη επιστήμη βασισμένη στον απολύτως αδικαιολόγητο διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο και καθορίζει τον οικονομισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αρχή της αποτυχίας της κάθε πολιτικής που δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο σκοπό εκτός από την προστασία της «οικονομικής τάξης και της σταθερότητας», δηλαδή, του γερμανικού μάρκου, αυτού του νέου απόλυτου το οποίο ο κ Hans Tietmeyer εξυπηρετεί…

Πηγή: Le Monde Diplomatique
Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη