Demolition of the Old House, Dalston Junction, Summer 1974

Τι γίνεται από Δευτέρα;

Από την άποψη της Αριστεράς η 7η Ιούλη μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Η παράφραση της ρήσης του Ελεφάντη για το ΠΑΣΟΚ είναι απαραίτητη γιατί πρέπει να αναγνωρίζεις ειλικρινά τι έχεις και τι δεν έχεις να περιμένεις. Η Αριστερά, ως ιστορικό φορτίο και πολιτική αποστολή, τίποτα θετικό δεν περιμένει από την κάλπη της Κυριακής. Η Αριστερά, ως το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στο κεφάλαιο, έχει χάσει εδώ και χρόνια. Οι εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν άλλη μια καταγραφή αυτής της ήττας μετά τις ευρωεκλογές. Το αποτέλεσμα προδιαγράφηκε εδώ και χρόνια, όσο η Αριστερά έμενε άναυδη, ανήμπορη, ανίκανη να αντιδράσει, να ανασυνταχτεί, να καταλάβει την ανεπάρκειά της και την αδυναμία της να συγκροτήσει αντίπαλο δέος, να προχωρήσει στην ουσιαστική επανίδρυσή της. Να κάνει πράξη μετά το 2015, την ύστατη έστω στιγμή, το «όχι όπως πριν».

Η ψήφος οίκτου, ελεημοσύνης, αντοχής ή μηδαμινής καταγραφής που διεκδικούν ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί, δυστυχώς, την επόμενη μέρα δεν θα μετατραπεί σε ανατροπή, αλλαγή ή μετασχηματισμό μιας ατελέσφορης και αδιέξοδης για το λαό πολιτικής. Θα μεταφραστεί στα κλασικά εικονογραφημένα «αντέξαμε», «τουλάχιστον εμείς υπάρχουμε», «δώσαμε μια δύσκολη μάχη». Ουδείς θα προβληματιστεί, για ποιο λόγο, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και κοινωνικής καταστροφής, ακόμα και μετά από τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, η κομμουνιστική, ριζοσπαστική, επαναστατική κοκ Αριστερά, γίνεται όλο και πιο αναξιόπιστη. Οι αριστεροί που κατανοούν το μέγεθος και το βάθος της αναξιοπιστίας, είτε ψηφίσουν, είτε δεν ψηφίσουν την υπαρκτή Αριστερά, οφείλουν την επόμενη μέρα να πασχίσουν για την κατεδάφιση και ανοικοδόμησή της.

Πουθενά δεν υπάρχει παρθενογένεση, ούτε και στην πολιτική. Η κατεδάφιση της υπαρκτής Αριστεράς δεν σημαίνει κατεδάφιση των αγωνιστών της. Σημαίνει όμως ακύρωση των χρεοκοπημένων μετώπων και σχηματισμών, των αυτάρεσκων πολιτικών, των αυτοϊκανοποιούμενων επιτελείων. Σημαίνει ταυτόχρονα επίγνωση πως οτιδήποτε καινούριο προκύψει απαιτεί ουσιαστική αναβάπτιση στην κοινή λογική του λαού και της εργαζόμενης κοινωνίας. Αν το όραμα της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, ας αναμετρηθεί με αυτό το καθήκον. Αν το όραμα είναι η εκλογική καταγραφή σε οριακά αναγνώσιμα ποσοστά, ας συνεχίσουν, όσοι θέλουν, το συγκεκριμένο χόμπι. Περί χόμπι πρόκειται. Οι υπόλοιποι οφείλουν να ανασκοπήσουν.

Η επόμενη μέρα ειδυλλιακά θα σήμανε υπέρβαση των σχηματισμών και οργανωμένη κατεδάφιση των αντιλήψεων που μας έφεραν στο σημείο μηδέν. Επειδή όμως το ειδυλλιακό σπάνια είναι πραγματικό, για να υπάρξει υπέρβαση πρέπει πρώτα να υπάρξει ρήξη. Ρήξη με τα υπαρκτά σχήματα και τις υπαρκτές πολιτικές. Και ας μην φοβόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Τα πολιτικά μέτωπα ή κόμματα που τυχόν στεγάζουν τις ανησυχίες μας, έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή. Βρίθουν ενδοοικογενειακής μιζέριας. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι να αποδράσουμε από τη μιζέρια αλλά να συνεχίσουμε να την αποδεχόμαστε γιατί «δεν υπάρχει τίποτα άλλο». Το «άλλο» πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή.

Μακάρι να ήταν λύση για την επόμενη μέρα το «κίνημα ενάντια στον Μητσοτάκη». Το πρόβλημα της κοινωνικής πλειοψηφίας σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι η κινηματική άπνοια. Άρα ούτε και η λύση θα είναι η κινηματική αναζωπύρωση με αφορμή την επέλαση του γνήσιου και αυθεντικού νεοφιλελευθερισμού. Το αδιέξοδο αφορά την πλήρη αναξιοπιστία μιας εναλλακτικής πορείας για τη χώρα και την κοινωνία. Είναι κεντρικά, βαθιά πολιτικό και ιδεολογικό. Το αδιέξοδο «χτιζόταν» επί δεκαετίες και ολοκληρώθηκε με το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ πριν από τέσσερα χρόνια. Και αν δεν μας απασχολήσει αυτό το αδιέξοδο, η προσφυγή στις «κοινωνικές αντιστάσεις» θα είναι ο φερετζές που θα κρύψουμε για άλλη μια φορά τη στρατηγική ήττα.

Το ότι «την επόμενη μέρα θα είμαστε εδώ» που διατυπώνει βασικά το ΚΚΕ και σε μικροπαραλλαγές και άλλοι, δεν σημαίνει και πολλά. Στην πραγματική ζωή σημασία δεν έχει να είσαι εδώ, αλλά να έχεις κάποιο αποτέλεσμα. Το 2019 δεν είναι 1979. Στον σημερινό καπιταλισμό του «όλα ή τίποτα» δεν κερδίζονται επιμέρους μάχες όσο δεν αναμετρούμαστε με τον συνολικό πόλεμο. Οι εργαζόμενοι χάνουν διαρκώς τα τελευταία χρόνια και το ένα ή το άλλο εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ ή όποιου άλλου δεν άλλαξε αυτή την κατάσταση. Ο λαός δεν γίνεται πιο δυνατός με ένα πενιχρό εκλογικό ποσοστό. Θα γινόταν πιο δυνατός αν αμφισβητούνταν ο συσχετισμός δύναμης, αν οικοδομούνταν μια άλλη προοπτική, αν υπήρχε πραγματική βούληση και τόλμη για πολιτική και κοινωνική ανατροπή.

Το μέλλον διαρκεί πολύ λέει ο φιλόσοφος, αλλά στην περίπτωσή μας το παρελθόν έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο. Η στασιμότητα και η παθητική αναμονή είναι πέρα από κάθε όριο λογικής. Έχουμε μια χρεοκοπημένη Αριστερά και όλοι βλέπουν, ξέρουν, καταλαβαίνουν τη χρεοκοπία της. Αναζητούνται εδώ και καιρό όσοι θα ομολογήσουν δυνατά ότι η συντήρηση της χρεοκοπίας δεν συνιστά λύση, δεν βοηθά το λαό, δεν ενισχύει την εργαζόμενη κοινωνία. Και ακόμη περισσότερο όσοι πάρουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Ψέματα και αλήθειες για τη μείωση των συντάξεων

Επειδή πολλοί υιοθετούν την κυβερνητική προπαγάνδα ότι επί κυβέρνησης Σύριζα οι συντάξεις μειώθηκαν μόνο 1% και το 3ο μνημόνιο του Σύριζα ήταν «φιλολαϊκό» , ενώ μόνο τα 2 πρώτα μνημόνια ευθύνονται για τις μειώσεις των συντάξεων, παραθέτουμε αναλυτικά τις περικοπές των συντάξεων από την αριστερή κυβέρνηση Σύριζα. Σημειωτέον ότι με την ενδιάμεση συμφωνία, 20 Φεβρουαρίου 2015, ο Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι θα εφαρμόσει πλήρως τα 2 προηγούμενα μνημόνια των κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Σαμαρά- Βενιζέλου. Όπερ και εγένετο.

Οι κύριες συντάξεις, από 13.5.2016, που εκδίδονται με το ν. Κατρούγκαλου ( ν. 4387/2016), είναι μειωμένες κατά 18- 20% σε σχέση με τις συντάξεις προ του ν. Κατρούγκαλου. Το ποσοστό αυτό μείωσης αφορά όλους τους συνταξιούχους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Από το Γενάρη του 2017 δεν εκδίδονται συντάξεις, γιατί η κυβέρνηση θέλει να παρουσιάζει στην τρόικα αυξημένα τα ματωμένα πλεονάσματα. Και γιατί δε θέλει να αποκαλυφθεί η απάτη ότι ο ν. Κατρούγκαλου θα δίνει αυξήσεις στις συντάξεις. Τάδε έφη Κατρούγκαλος στα κανάλια, όταν έδωσε σε δημοσιότητα το προσχέδιο του νόμου του. Η τακτική αυτή της κυβέρνησης αποτρέπει πολλούς συναδέλφους να κάνουν αίτηση για συνταξιοδότηση, γιατί κανένας δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς σύνταξη για πάνω από δύο χρόνια. Μέχρι την οριστική έκδοση της σύνταξης οι συνάδελφοι παίρνουν προσωρινή σύνταξη γύρω στα 650 €. Αυτός είναι και ο λόγος που περισσότεροι που συνταξιοδοτήθηκαν τα έτη 2017 και 2018 απολύθηκαν αυτοδίκαια, επειδή είχαν συμπληρώσει τα 67 χρόνια. Τώρα η Ε.Ε συζητάει νέο όριο για αυτοδίκαιη απόλυση τα 70(!) χρόνια.

Ο νέος τρόπος υπολογισμού της κύριας σύνταξης: Σ’ όλους χορηγείται μια εθνική σύνταξη (384 € με 20 τουλάχιστον συντάξιμα χρόνια) και μία ανταποδοτική με βάση το συντάξιμο μισθό από 2002 και εντεύθεν, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας. Είναι ευνόητο ότι πλήρης σύνταξη δεν υπάρχει πια, εφόσον η ανταποδοτική χορηγείται με ποσοστό που καθορίζεται με τα συντάξιμα χρόνια. Πχ ενδεικτικά ποσοστά ανταποδοτικής σύνταξης:

32 χρόνια συντάξιμα 29,21%

33 30,63%

34 32,22%

35 33,81%

36 35,40%

37 37,20%

38 39,00%

39 40,80%

40 42,80%

Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, με 35 χρόνια συντάξιμα, προ του ν. Κατρούγκαλου η σύνταξη 1050 €, μετά το νέο ν. 870€, με 33 χρόνια 990€, με το νέο ν. 816€. Είναι ευνόητο ότι η Εθνική σύνταξη δεν αποτελεί σύνταξη και μπορεί να μειώνεται ή να καταργείται με κυβερνητική απόφαση.

Μέρισμα από το ΜΤΠΥ: Από 1.1.2016 η Κυβέρνηση Σύριζα μείωσε οριζόντια για όλους το Μέρισμα κατά 44,5%. Με τη μείωση αυτή η συνολική μείωση του μερίσματος λόγω μνημονίων ανέρχεται σε 60%. Δηλαδή τώρα ισχύει πλήρως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και μάλιστα ο κάθε ασφαλισμένος έχει ατομική μερίδα στο ΜΤΠΥ.

Επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΕΠ( πρώην ΤΕΑΔΥ): Από 1.1. 2016 για πρώτη φορά παρακρατείται 6% για την περίθαλψη. Με το ν. Κατρούγκαλου από 1.1.2015 (αναδρομικά) ο νέος μαθηματικός τύπος που υπολογίζει τις επικουρικές συντάξεις προβλέπει υπολογισμό με βάση το προσδόκιμο ζωής. Έτσι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη μείωση από τους άντρες, επειδή έχουν μεγαλύτερο το προσδόκιμο ζωής(!). Με το νέο τρόπο υπολογισμού για τα συντάξιμα χρόνια από 1.1.2015 προβλέπεται δραστική μείωση τουλάχιστον κατά 60%. Μετά από μερικά χρόνια η επικουρική θα διαμορφωθεί κάτω από τα επίπεδα του Μερίσματος το οποίο σήμερα με 35 χρόνια συντάξιμα ανέρχεται σε 105 €. Αυτός είναι και ο στόχος του ν. Κατρούγκαλου. Από 1.1.2015 η επικουρική ανέρχεται σε 2€ κάθε χρόνο. Και για μη φανεί ο νέος τρόπος υπολογισμού, με διάφορα προσχήματα το επικουρικό ταμείο δεν υπολογίζει το ποσό της επικουρικής από 1.1. 2015. Ο Μ.Ο έκδοσης των επικουρικών είναι πάνω από 4 χρόνια.

ΤΟ ΕΦΑΠΑΞ (ΤΠΔΥ): Με ν. Κατρούγκαλου η μείωση από 38,2% ( με τα δύο πρώτα μνημόνια των ετών 2010-2012, των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ) διαμορφώθηκε σε 50% και κάθε χρόνο θα μειώνεται επειδή για τα συντάξιμα χρόνια από 1.1.2014 ο ν. προβλέπει άτοκη επιστροφή των εισφορών. Έτσι η τρόικα πέτυχε αυτό που ήθελε, γιατί από το 2011 είχε προτείνει μείωση 50%. Ο ν. Κατρούγκαλου υλοποίησε ακριβώς όσα είχε προτείνει η Ε.Ε και ΔΝΤ. Προ μνημονίων με 35 χρόνια δημόσιας υπηρεσίας το εφάπαξ έφτανε τα 63.000€, τώρα 31.500€. Για τον υπολογισμό του εφάπαξ λαμβάνεται υπόψη μόνον η Δημόσια υπηρεσία από το ΦΕΚ διορισμού. Δεν υπολογίζονται τα χρόνια αναπλήρωσης, ούτε η εξαγορά στρατιωτικής θητείας.

Με το ν. 4336/2015: Αυξάνονται δραματικά τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση. Όσοι δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης μέχρι 18.8.2015, ο νέος νόμος αυξάνει δραματικά τα όρια ηλικίας και από 1.1. 2022 όλοι θα συνταξιοδοτούνται με 40 χρόνια συντάξιμα και σε ηλικία 62 ετών ή σε ηλικία 67 ετών. Εξαιρούνται μόνον όσοι υπάγονται στις μεταβατικές διατάξεις και μπορούν να συνταξιοδοτηθούν μέχρι 31.12. 2021. Αυτοί μπορούν να φύγουν και μετά την 1.1.2022. Με αυτό το νόμο τα όρια ηλικίας αυξήθηκαν για τους περισσότερους από 8 έως 15 χρόνια.

Συμπερασματικά: Με τα τρία μνημόνια οι συνολικές απώλειες για τους συνταξιούχους, μαζί με την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, ανέρχονται σε 60%. Ο μέσος όρος όλων των συντάξεων πριν από το ν. Κατρούγκαλου (13.5.2015) ήταν 710€, τώρα με την εφαρμογή του ν. είναι 600€ και, αν εκδοθούν όλες οι συντάξεις που με τις επικουρικές υπερβαίνουν τις 150.000, ο μέσος όρος θα διαμορφωθεί στα 550€. Η πρόεδρος του ΔΝΤ κ. Λαγκάρντ, είχε ζητήσει προ διετίας στη Λίμα του Περού ο μ.ο. των συντάξεων στην Ελλάδα να μην υπερβαίνει τα 484€. Είμαστε κοντά …Άλλωστε με την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ από τους χαμηλοσυνταξιούχους από την κυβέρνηση Σύριζα, δεν πρόκειται να τη διαψεύσουμε(!).

Η αλήθεια για τη 13η σύνταξη: Η κυβέρνηση παραμονές των εκλογών αποφάσισε να εφαρμόσει τη λογική του Χότζα. Το 2019 αυξάνει τα ματωμένα πλεονάσματα κατά 1.14 δις. Μέρος αυτού του υπερπλεονάσματος που άρπαξε από τις τσέπες μας το «προσφέρει» με τη λογική του Χότζα ως 13η σύνταξη(!), που για τους συνταξιούχους εκπαιδευτικούς μεταφράζεται σε κάτω από 300 €.

Αν μετά από όλα τα στοιχεία που παρατίθενται, υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν ότι δε μειώθηκαν οι συντάξεις επί κυβέρνησης Σύριζα και βρίσκουν ακροατήριο, τότε είμαστε χαμένοι.

Ένα κατάλληλο πολιτικό εργαλείο για κάθε κατάσταση

Α. Γιατί είναι αναγκαία μία πολιτική οργάνωση;

  1. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο επιβεβαιώνουν αυτό που έγραψε ο Λένιν το 1914[1]: «Χωρίς οργάνωση οι μάζες δεν έχουν ενότητα βούλησης» και χωρίς αυτήν δεν μπορούν να αγωνιστούν ενάντια στην «πανίσχυρη τρομοκρατική στρατιωτική οργάνωση» των καπιταλιστικών κρατών.
  2. Προκειμένου η πολιτική δράση να είναι αποτελεσματική, έτσι ώστε οι διαμαρτυρίες, η αντίσταση και οι αγώνες να μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μετατροπή των μαζικών εξεγέρσεων σε επαναστάσεις, είναι απαραίτητο ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να υπερβαίνει τον διασκορπισμό και την πολυδιάσπαση όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση: ένα πολιτικό εργαλείο που να μπορεί να δημιουργεί χώρους συνάντησης όλων εκείνων που, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται έναν κοινό εχθρό· ένα εργαλείο ικανό να ενδυναμώνει τους υφιστάμενους αγώνες και να προωθεί και νέους κατευθύνοντας τη δράση τους βάσει μιας ενδελεχούς ανάλυσης της πολιτικής κατάστασης· ένα εργαλείο που να μπορεί να λειτουργεί για τη συνοχή των επιμέρους εκφράσεων της αντίστασης και του αγώνα.
  3. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων δείχνει ξεκάθαρα τι μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να αναπτύξει ένα εναλλακτικό εθνικό πρόγραμμα προκειμένου να ενοποιήσει τους αγώνες διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων σε έναν κοινό σκοπό· ένα εργαλείο που θα βοηθά στη συνοχή και θα καθοδηγεί τους κοινωνικούς αυτούς παράγοντες βασιζόμενο σε μια ανάλυση του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι κατάλληλες δράσεις να λάβουν χώρα στο σωστό τόπο και το σωστό χρόνο, στοχεύοντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του εχθρού.
  4. Αυτό το πολιτικό εργαλείο είναι σαν έμβολο μέσα σε μια ατμομηχανή τρένου, το οποίο μετατρέπει την ενέργεια του ατμού σε κίνηση που μεταφέρεται στους τροχούς, θέτοντας έτσι σε λειτουργία τη μηχανή και μαζί της και το υπόλοιπο τρένο. Η ισχυρή οργανωτική συνοχή δεν εξασφαλίζει από μόνη της μείζονα αντικειμενική ικανότητα δράσης, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα ένα εσωτερικό κλίμα που καθιστά δυνατές τις ενεργητικές παρεμβάσεις σε πολιτικά γεγονότα που αποτελούν ευκαιρίες. Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως στην πολιτική δεν αρκεί να έχει κάποιος δίκιο, αλλά θα πρέπει να δρα στο σωστό χρόνο και να βασίζεται στην ισχύ του προκειμένου να έχει επιτυχία.
  5. Στον αντίποδα, η ιδεολογική σύγχυση σε σχέση με το γιατί αγωνιζόμαστε και το συναίσθημα ότι δεν βασιζόμαστε σε συμπαγή εργαλεία, που να μας επιτρέπουν να μετουσιώνουμε τις ληφθείσες αποφάσεις σε πράξη, έχει αρνητικό αντίκτυπο, οδηγώντας σε παράλυση της πράξης.

i) Ένα εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού

  1. Ένα τέτοιο πολιτικό εργαλείο είναι αναγκαίο επειδή χρειαζόμαστε ένα φορέα που να μπορεί να θέσει τους άξονες για τη συγκρότηση μιας πρώτης πολιτικής πρότασης, ενός προγράμματος ή ενός εθνικού σχεδίου εναλλακτικού προς τον καπιταλισμό. Αυτό το πρόγραμμα ή το σχέδιο λειτουργεί ως θαλάσσιος χάρτης προκειμένου να βρούμε το δρόμο μας, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χαθούμε, για να θέσουμε τα θεμέλια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε σωστή βάση, για να μην συγχέουμε αυτό που πρέπει να γίνει τώρα με αυτό που πρέπει να γίνει αργότερα, για να γνωρίζουμε ποια βήματα πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο· με άλλα λόγια, χρειζόμαστε μια πυξίδα για να διασφαλίσουμε ότι το πλοίο μας δεν θα εξοκείλει, αλλά θα φτάσει με ασφάλεια στον προορισμό του.
  2. Το παραπάνω καθήκον απαιτεί χρόνο, μελέτη και γνώση της εθνικής και διεθνούς κατάστασης. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αυτοσχεδιάσουμε σε μια νύχτα, πολλώ δε μάλλον στο σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε. Το έργο αυτό πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτικό πρόγραμα που να λειτουργεί όπως ο θαλάσσιος χάρτης που προαναφέραμε και να συγκεκριμενοποιείται σε ένα εθνικό πλάνο ανάπτυξης.
  3. Η αρχική προετοιμασία θα πρέπει πάντοτε να γίνεται από την πολιτική οργάνωση, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας πως θα πρέπει αυτό το έργο να εμπλουτίζεται και να τροποποιείται μέσα από την κοινωνική πρακτική με τις απόψεις και τις προτάσεις των κοινωνικών παραγόντων, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω, αλλά θα πρέπει να οικοδομηθεί με τη συμμετοχή του λαού.
  4. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν βαρέθηκε ποτέ να επαναλαμβάνει ότι το μονοπάτι για το σοσιαλισμό δεν είναι από τα πριν χαραγμένο ούτε και υπάρχουν προκαθορισμένα πρότυπα και σχέδια, καθώς «η σύγχρονη προλεταριακή τάξη δεν διεξάγει τους αγώνες της βάσει κάποιου προτύπου που αναπαράγεται σε ένα βιβλίο ή μία θεωρία. Ο αγώνας των σύγχρονων εργατών είναι μέρος της ιστορίας, μέρος της κοινωνικής εξέλιξης και μαθαίνουμε πώς πρέπει να παλεύουμε εν μέσω της ιστορίας, εν μέσω της εξέλιξης, εν μέσω του αγώνα»[2].
  5. Το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να διεγείρει μια διαρκή αντιπαράθεση για τα μεγάλα εθνικά προβλήματα ώστε αυτό το βασικό σχέδιο, και τα επιμέρους που απορρέουν από αυτό, να εμπλουτίζονται διαρκώς. Συμφωνώ με τον Farruco Sesto ότι αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν μπορούν να περιορίζονται σε μια απλή αναμέτρηση ιδεών αλλά θα πρέπει «να οδηγούν στην συλλογική σφυρηλάτηση ιδεών και λύσεων στα προβλήματα […]. Τα επιχειρήματα που συγκεντρώνουμε ή που αντιπαραθέτουμε απέναντι σε αντίθετες απόψεις θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε μια κοινή αλήθεια»[3].
  6. Η πολιτική οργάνωση θα πρέπει – σύμφωνα με τον Sesto- να αποτελεί «ένα τεράστιο εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού, που θα αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη χώρα». Εγώ πιστεύω, ειδικότερα, ότι το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει όχι μόνο να ενθαρρύνει την εσωτερική αντιπαράθεση αλλά και να καταβάλλει προσπάθειες για να διευκολύνει την ενεργό συμμετοχή σε χώρους δημοσίου διαλόγου επί θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος όπου θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες.
  7. Για το λόγο αυτό συμφωνώ για μια ακόμη φορά με τον Farruco ότι, εφόσον το κόμμα δεν είναι κάτι ξέχωρο από το λαό αλλά αντιθέτως θα πρέπει «να ζει μαζί με το λαό», το ιδανικό μέρος για να λάβει χώρα αυτή η αντιπαράθεση είναι «η καρδιά του λαϊκού κινήματος». Επιπλέον, «εάν ένας από τους στρατηγικούς στόχους της επανάστασης είναι να μεταβιβάσει την εξουσία στο λαό, αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά όχι απλά της δυνατότητας λήψης αποφάσεων αλλά και της επεξεργασίας των λόγων που οδηγούν σε αυτή την απόφαση, καθώς η παραγωγή των ιδεών και το ξεκαθάρισμα σχετικά με το ποια οδό πρέπει να ακολουθήσουμε αποτελεί την πιο σημαντική πτυχή της άσκησης εξουσίας».

ii) Ένας οδηγός για τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε

  1. Το πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο όχι μόνο για να συντονίζει το λαϊκό κίνημα και να προωθεί την θεωρητική σκέψη, αλλά και για να προσδιορίζει τη στρατηγική. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οδηγό που να περιγράφει τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για να εφαρμόσουμε τη θεωρία, σε συνδυασμό με την ανάλυσή μας για τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι δράσεις μας να λάβουν χώρα στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, αναζητώντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του αντιπάλου, εκμεταλλευόμενοι τον ατμό της μηχανής την αποφασιστική στιγμή, μετατρέποντάς τον σε προωθητική δύναμη και αποφεύγοντας την κατασπατάλησή του. Φυσικά, όπως είπε και ο Τρότσκι, αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι το έμβολο, αλλά ο ατμός· κι αυτός είναι η ενέργεια που εκτοξεύεται από της μάζες που κινητοποιούνται.
  2. Και αν ένα πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο για την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας, παίζει καθοριστικό ρόλο και κατά την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, εναλλακτικής στον Καπιταλισμό, όπως προείπαμε.

Β. Υπερβαίνοντας το Υποκειμενικό Εμπόδιο

  1. Γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με αυτές τις ιδέες. Υπάρχουν πολλοί που δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να τις συζητήσουν. Τέτοιες θέσεις συχνά υιοθετούνται επειδή συσχετίζουν την παραπάνω αντίληψη με τις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές, γραφειοκρατικές και πατροναριστικές πολιτικές πρακτικές που έχουν χαρακτηρίσει αρκετά κόμματα της αριστεράς.
  2. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπερβούμε αυτό το υποκειμενικό εμπόδιο, καθώς είμαι, όπως είπα, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αγώνας ενάντια στο παρόν σύστημα κυριαρχίας ούτε και να οικοδομηθεί μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς την ύπαρξη ενός εργαλείου ικανού να συσπειρώνει διαφορετικούς κοινωνικούς παράγοντες και να ενοποιεί την βούλησή τους για δράση γύρω από συμφωνημένους στόχους.
  3. Αποτελεί παράδοξο ότι ο Hardt και ο Negri, οι οποίοι παραδέχονται ότι ζούμε σε μια «παγκόσμια εμπόλεμη κατάσταση», ότι η απόλυτη δημοκρατία που επιθυμούμε δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί, που θεωρούν δίκαιη την άμυνα των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, που υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι «ένα σχέδιο πολιτικής οργάνωσης, συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από πολιτικές πρακτικές»[4] και ότι «η κοινωνική πλειοψηφία θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις και να δρα από από κοινού», δεν αποδέχονται, παρόλα αυτά, την άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «κεντρικό σημείο διοίκησης και πληροφόρησης»[5] και δεν προτείνουν τίποτε απολύτως για το πώς θα εφαρμόζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού.

Γ. Γιατί Πολιτικό Υποκείμενο και όχι Πολιτικό Κόμμα

i) Ο Λένιν ενάντια σε ένα Παγκόσμιο Μοντέλο

  1. Εξαιτίας της εντεινόμενης υποτίμησης της πολιτικής και των πολιτικών, πολλοί άνθρωποι τείνουν να απορρίπτουν τον όρο «κόμμα». Γι αυτό το λόγο προτιμώ τη χρήση του όρου «πολιτικό υποκείμενο».
  2. Δεν είναι όμως αυτό ο μόνος λόγος· υπάρχει και ένας πιο θεμελιακός λόγος που προσπαθεί να δώσει έμφαση στον εργαλειακό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχουν όλες οι πολιτικές, επαναστατικές οργανώσεις.
  3. Εάν αυτό που διακυβέβευται είναι η καθοδήγηση του αγώνα κομματιών της κοινωνίας, τα οργανωτικά ζητήματα δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό, παρά μόνο εργαλείο που εξυπηρετεί το αντικειμενικό στόχο.
  4. Και η μορφή που παίρνει ο αγώνας εξαρτάται από την πραγματικότητα κάθε χώρας. Δεν μπορεί κανείς να έχει μια φόρμουλα για την οργάνωση· αυτή θα πρέπει να καθορίζεται ώστε να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά κάθε κοινωνικής πραγματικότητας.
  5. Ο Λένιν, σε αντίθεση με πολλούς από τους υποστηρικτές του, όταν προσπαθούσαν να συγκροτήσουν ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία, στήριζε ξεκάθαρα την άποψη ότι δεν τίθετο ζήτημα ανάπτυξης μιας παγκόσμιας φόρμουλας για το επαναστατικό κόμμα. Γνώριζε καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που λειτουργούσε σε αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα, ήταν καλά οργανωμένη: προκειμένου να δώσει τη μάχη μέσω των εκλογικών διαδικασιών, ήταν οργανωμένη σε ισχυρά, νόμιμα κόμματα· κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά των κομμάτων αυτών δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν μηχανικά στην τσαρική Ρωσία, το απολυταρχικό καθεστώς της οποίας εμπόδιζε όλες τις ανοιχτά επαναστατικές πολιτικές οργανώσεις. Ούτε και το μοντέλο των παλαιών, μυστικών επαναστατικών οργανώσεων της Ρωσίας θα μπορούσε να υιοθετηθεί, αν και παρέμενε σημαντικό να διδαχθούν από αυτές σχετικά με ορισμένες συνωμοτικές τεχνικές.
  6. Τι έπρεπε να γίνει για να συγκροτηθεί ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία – μια χώρα όπου υπήρχε ένα τρομοκρατικό κράτος, που στηριζόταν σε μια πολύ μικρή σε μέγεθος, ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στις πόλεις και πολύ μαχητική εργατική τάξη; Σύμφωνα με τον μπολσεβίκο ηγέτη, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «κλειστό» κόμμα πειθαρχημένων μαχητών – αληθινά επαναστατικές ομάδες – και με αυτούς να επιδιώξουν «τη συνάντηση με τα αυθόρμητα κινήματα τμημάτων του λαού, ή πιο συγκεκριμένα, με το προλεταριάτο των εργαστασίων, προκειμένου να δημιουργήσουν μια οργάνωση για αυτό το κίνημα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της χώρας»[6].

ii) Η Τρίτη Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα

  1. Για τον Λένιν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε μια παγκόσμια φόρμουλα για το επαναστατικό κόμμα. Θεωρούσε πάντα το κόμμα ως το κατεξοχήν πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού, ως το εργαλείο εκείνο που θα παρείχε πολιτική κατεύθυνση στην ταξική πάλη – μια πάλη που πάντοτε λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Πίστευε, λοιπόν, ότι η οργανωτική δομή κάθε κόμματος θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας και να τροποποιείται με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του αγώνα.
  2. Αυτές οι πρώιμες ιδέες του Λένιν επικυρώθηκαν και στην 3η Διάσκεψη της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921. Σε ένα από τα έργα του[7] υποστηρίζει τα παρακάτω: «Δεν υπάρχει απόλυτη οργανωτική μορφή, κατάλληλη για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε κάθε εποχή. Οι συνθήκες της προλεταριακής ταξικής πάλης μεταβάλλονται διαρκώς, συνεπώς η προλεταριακή εμπροσθοφυλακή θα πρέπει πάντοτε να αναζητά αποτελεσματικά οργανωτικά σχήματα. Αντιστοίχως, κάθε Κόμμα θα πρέπει να αναπτύξει δικές του, ειδικές μορφές οργάνωσης, ώστε να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες κάθε χώρας».
  3. Ωστόσο, παρά τις οδηγίες της Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν στην πράξη ένα ενιαίο μοντέλο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις χώρες όπου ιδρύθηκαν.
  4. Αυτό θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη δύο κριτήρια τα οποία ο Λένιν θεωρούσε ότι τυγχάνουν παγκόσμιας εφαρμογής. Το πρώτο αφορούσε τη θεώρηση του κομμουνιστικού κόμματος ως του κόμματος της εργατικής τάξης και το δεύτερο κριτήριο αφορούσε την προϋπόθεση να υιοθετήσει κάθε κόμμα υποχρεωτικά το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα», προκειμένου να ανήκει στην Κομμουνιστική Διεθνή.
  5. Τέτοιες υποθέσεις εφαρμόστηκαν με ζήλο από το Λατινοαμερικάνικο τμήμα της Διεθνούς, με την επίδρασή τους να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Οι ηγέτες των κομμάτων αντέγραφαν με ζήλο φόρμουλες που είχαν εφευρεθεί για τον Τρίτο Κόσμο χωρίς καμιά διαφοροποίηση και αγνοούσαν τις ιδιαιτερότητες των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν για να θυμηθούμε τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Mariátegui όταν δεν τήρησε την απόφαση της Διεθνούς σχετικά με το όνομα του κόμματος της εργατικής τάξης που ίδρυσε· το ονόμασε Σοσιαλιστικό και όχι Κομμουνιστικό κόμμα, αν και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει μέλος της Διεθνούς.

iii) Σημαντικά τμήματα του λαού παραβλέπονται

  1. Η άκριτη έμφαση που δόθηκε στην εργατική τάξη οδήγησε τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής στην παράβλεψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του επαναστατικού κοινωνικού υποκειμένου της ηπείρου και στην μη κατανόηση του ρόλου που μπορούν να παίξουν στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής οι ιθαγενείς και οι χριστιανοί.
  2. Είναι προφανές ότι αυτήν την περίοδο στις δικές μας χώρες η λαϊκή πάλη αναπτύσσεται υπό συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες της τσαρικής Ρωσίας. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι η Βενεζουέλα δεν είναι ούτε Κούβα ούτε Νικαράγουα, ούτε είναι η Βολιβία το ίδιο με το Εκουαδόρ. Σε κάθε χώρα υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες που διαπερνούν τη στρατηγική και τροποποιούν της μορφές της λαϊκής πάλης. Κατά συνέπεια, δεν πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να προτείνουμε ένα ορισμένο «καλούπι» για την μορφή που θα έπρεπε να έχει το επαναστατικό υποκείμενο.
  3. Το λάθος πολλών κομμάτων και κινημάτων στη Λατινική Αμερική είναι ότι ιεράρχησαν το πρόβλημα της οργανωτικής δομής υψηλότερα από της ανάγκες της πάλης, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
  4. Μια έκφανση του παραπάνω φαινομένου αποτελεί η τάση να υιοθετούν πολύ προωθημένες μορφές οργάνωσης που δεν ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη του ίδιου του επαναστατικού κινήματος, ως αποτέλεσμα αντιγραφής από άλλες επμπειρίες που πολλοί λίγοι τις θεωρούν κτήμα τους. Μια ακραία απόκλιση ορισμένων αριστερών ομάδων στη Λατινική Αμερική, που αυτοπροσδιορίζονταν ως υπέρμαχοι του ένοπλου αγώνα, ήταν αυτή της δημιουργίας δομών και και ιεραρχίας στρατιωτικού τύπου χωρίς να διαθέτουν καμία απολύτως στρατιωτική δύναμη.

Marta Harnecker (1937 – 2019) κατάγεται από τη Χιλή, όπου συμμετείχε στην επαναστατική διαδικασία των ετών 1970-73. Έχει γράψει εκτενώς για την επανάσταση της Κούβας και τη φύση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Έζησε στο Καράκας και συμμετείχε στην Βενεζουελάνικη επανάσταση. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Ένας κόσμος να οικοδομήσουμε: Νέα μονοπάτια για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».  

Πηγή: The Bullet

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] V. I. Lenin, “The Collapse of the Second International,” Ch. 6.

[2] Rosa Luxemburg, “The Politics of Mass Strikes and Unions.”

[3] Farruco Sesto, Que Viva el Debate!

[4] Michael Hardt and Antonio Negri, Multitude: War and Democracy in the Age of Empire, New York: Penguin, 2004, p.226.

[5] βλ. σημείωση 4

[6] V.I. Lenin, “Our Immediate Task,” 1899.

[7] V.I. Lenin, “Thesis on the Structure, Methods and Action of Communist Parties,” in Alan Adler (ed.), Theses, Resolutions and Manifestos of the First Four Congresses of the Third International.

Ο Ύστερος Ιμπεριαλισμός

Το έργο με τη μεγαλύτερη επιρροή για τον ιμπεριαλισμό παραμένει η κλασική μελέτη του Β. Ι. Λένιν πριν από έναν αιώνα, Ιμπεριαλισμός: Το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού (πιο γνωστή με τον τίτλο που της δόθηκε μετά την πρώτη της δημοσίευση, Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού[i]). Ο Λένιν χρησιμοποίησε τον όρο σύγχρονος ιμπεριαλισμός ή απλώς ιμπεριαλισμός για να αναφερθεί στην εποχή του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου, κατά την οποία ολόκληρος ο κόσμος διαμοιράζεται από τα ηγετικά κράτη και τις επιχειρήσεις τους, διαχωρίζοντας το ιμπεριαλιστικό στάδιο από τον αποικιοκρατισμό/ιμπεριαλισμό των μερκαντιλιστικών και ελεύθερα ανταγωνιστικών σταδίων του καπιταλισμού που προηγήθηκαν. “Η αποικιακή πολιτική και ο ιμπεριαλισμός”, επέμενε ο Λένιν, “υπήρχαν πριν από αυτό το τελευταίο [ιμπεριαλιστικό] στάδιο του καπιταλισμού, και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό”[ii].

Το νέο ιμπεριαλιστικό στάδιο, που ξεκίνησε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και επεκτάθηκε στον 20ο αιώνα, θεωρήθηκε ως προϊόν της ανάπτυξης γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων με μονοπωλιακή δύναμη, της στενής σύνδεσης που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων και των εθνικών κρατών στα οποία προέκυψαν, και της συνακόλουθης πάλης για τον έλεγχο των παγκόσμιων πληθυσμών και πόρων -που οδήγησε σε ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και πόλεμο. “Αν ήταν απαραίτητο να δώσουμε τον συντομότερο δυνατό ορισμό του ιμπεριαλισμού [ως “ειδικό στάδιο”]”, έγραψε ο Λένιν, “θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού “[iii].

Η γενική ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ανήκε σε μια ομάδα που σε μεγάλο βαθμό αφορούσε συμπληρωματικές θεωρίες της μαρξιστικής παράδοσης που περιελάμβανε έργα όπως το Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910), Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1913) της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Ο Ιμπεριαλισμός και η Παγκόσμια Οικονομία (1915) του Νικολάι Μπουχάριν[iv]. Ωστόσο, η ανάλυση του ίδιου του Λένιν ήταν ασυναγώνιστη ως προς την ικανότητά της να αποτυπώνει τις κυρίαρχες παγκόσμιες συνθήκες μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης των ίδιων των παγκόσμιων πολέμων. Ένα ισχυρό σημείο της ανάλυσής του ήταν ο συγκεκριμένος, ιστορικός χαρακτήρας της, απαλλαγμένος από άκαμπτες θεωρητικές φόρμουλες. Περιελάμβανε ποικίλα φαινόμενα όπως η ανάπτυξη του μονοπωλιακού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η “διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ”, η εξαγωγή κεφαλαίου, ο αγώνας για ενέργεια και πρώτες ύλες, η ταξική πάλη, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στον αγώνα για οικονομική επικράτεια και σφαίρες επιρροής, η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στον καπιταλιστικό πυρήνα και ο ανταγωνισμός για παγκόσμια και περιφερειακή ηγεμονία[v].

Δίνοντας έμφαση στον διακαπιταλιστικό ανταγωνισμό, ο Λένιν επισήμανε επίσης την ιεραρχία των εθνών-κρατών, η οποία χρησίμευε για να διαχωρίζει τις δυνάμεις του πυρήνα από τα φτωχότερα έθνη της περιφέρειας που βρίσκονταν εντός της ιμπεριαλιστικής επιρροής τους. Η ανάλυσή του προχώρησε πέρα από την αποικιοκρατία για να συζητήσει τη νεοαποικιοκρατία σε σχέση με τη Λατινική Αμερική. Στη δεκαετία του 1920, προσεκτικός απέναντι στους επαναστατικούς αγώνες που συνέβαιναν στο Μεξικό, την Τουρκία, την Περσία, την Κίνα και την Ινδία, ο Λένιν πρωτοστάτησε στην επέκταση της ανάλυσής του στην εξέταση όλων των “ιμπεριαλιστικά καταπιεσμένων αποικιών και χωρών” και όλων των “εξαρτημένων χωρών”, πυροδοτώντας την κατεύθυνση της επανάστασης στην περιφέρεια ενάντια στον “διεθνή ιμπεριαλισμό “[vi].

Ωστόσο, η ιστορία στη μαρξιστική αντίληψη είναι μια διαλεκτική συνέχειας και αλλαγής. Στη δεκαετία του 1960, η ανάλυση του Λένιν, παρά την πληρότητά της, χρειαζόταν επικαιροποίηση. Στη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν με σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, ο κόσμος είδε το μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα στην ιστορία που σχετιζόταν με τη ρήξη με την αποικιοκρατία, την άνοδο της νεοαποικιοκρατίας και την ανάδυση μιας αντίπαλης σφαίρας, αυτή της μετεπαναστατικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων κρατών με σοσιαλιστικές φιλοδοξίες[vii]. Σε αυτή την αλλαγμένη ατμόσφαιρα, που αντιστοιχούσε στον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους παρουσίασαν μια νέα ιδεολογία οικονομικής μεγέθυνσης, ανάπτυξης, βοήθειας και εκσυγχρονισμού εντός του καπιταλιστικού ιδεολογικού πλαισίου. Μια στρατιά φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών διανοουμένων, μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως οι Mark Blaug, Benjamin J. Cohen, Robert W. Tucker και Barrington Moore Jr. επιστρατεύτηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 για να αρνηθούν την ύπαρξη του οικονομικού ιμπεριαλισμού, αν όχι του ιμπεριαλισμού γενικότερα, επικρίνοντας με την ανάλυσή τους διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς και των Ηνωμένων Πολιτειών ειδικότερα, όπως ο Paul Baran, ο Paul Sweezy, ο William Appleman Williams και ο Harry Magdoff.[viii]

Στο επίκεντρο της έντονης συζήτησης για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 στο πλαίσιο του πολέμου του Βιετνάμ ήταν το βιβλίο του Magdoff Η εποχή του ιμπεριαλισμού: Τα οικονομικά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (1969), που γράφτηκε λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνια μετά το μεγάλο έργο του Λένιν. Σε συνδυασμό με τη συλλογή ιστορικών και θεωρητικών δοκιμίων του Magdoff από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του ’70 – Ιμπεριαλισμός: From the Colonial Age to the Present (1978)- το έργο ‘Η Εποχή του Ιμπεριαλισμού’ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη οικονομική, ιστορική και θεωρητική ανάλυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην κορύφωσή του, στη λεγόμενη χρυσή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού[ix].

Ο Magdoff, περισσότερο από κάθε άλλη προσωπικότητα της εποχής, διαμόρφωσε τη διαλεκτική της συνέχειας και της αλλαγής στη μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, συνδέοντας το έργο του με την προηγούμενη ανάλυση του Λένιν. Όπως και άλλοι σημαντικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού από τα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, όπως οι Baran, Sweezy και Samir Amin, συνέχισε να δίνει έμφαση στη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μαζί με την άνοδο των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ως το κλειδί για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Επιπλέον, ο Magdoff βασίστηκε στην πολυπλοκότητα και την πολυδιάστατη φύση της αρχικής προσέγγισης του Λένιν, επιχειρώντας να την αναπαράγει για μια μεταγενέστερη εποχή. Ο Magdoff είχε σχεδιάσει τα στατιστικά μέτρα παραγωγικότητας (τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ) για το Εθνικό Ερευνητικό Πρόγραμμα για τις Ευκαιρίες Επανένταξης στην Απασχόληση και την Τεχνολογική Ανάπτυξη της Διεύθυνσης Προόδου των Έργων (Works Progress Administration) κατά τη διάρκεια του New Deal στη δεκαετία του 1930. Υπήρξε κομβική φυσιογνωμία στην οργάνωση της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικών Απαιτήσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και στο ρόλο του στο War Production Board, όπου τέθηκε επικεφαλής του σχεδιασμού και των ελέγχων στις βιομηχανίες μηχανημάτων. Στη συνέχεια ήταν επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης τρεχουσών επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορίου, όπου επέβλεπε την έρευνα τρεχουσών επιχειρήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης και στη συνέχεια διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του Υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ (και πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ) Henry Wallace. Αυτό το εξαιρετικό υπόβαθρο στην δημιουργία και ανάλυση των οικονομικών στατιστικών των ΗΠΑ και στον πολεμικό σχεδιασμό σήμαινε ότι ο Magdoff ήταν καλά εξοπλισμένος για να παρέχει οριστικές εμπειρικές αποδείξεις του οικονομικού ιμπεριαλισμού εκ μέρους των αμερικανικών επιχειρήσεων και του αμερικανικού κράτους, μαζί με τη σχέση του με τις ευρύτερες διαστάσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού[x].

Στην αντιμετώπιση του Magdoff, ο ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε να εξεταστεί στο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης που χρησιμοποιείται μερικές φορές για την ανάλυση της λογικής του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια λογική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού απαιτούσε προσοχή στις εσωτερικές λειτουργίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, που εκκινούν από τη θεωρητική αφαίρεση, αλλά τελικά επιβεβαιώνονται και αποκτούν νόημα σε συγκεκριμένο, ιστορικό επίπεδο[xi]. Αυτό ήταν σύμφωνο με τη μέθοδο του ίδιου του Καρλ Μαρξ, ο οποίος ανέπτυξε την κριτική του στην πολιτική οικονομία μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων που κινούνταν από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Έτσι, ο Μαρξ ξεκίνησε την κριτική του με το Κεφάλαιο (που αρχικά είχε προγραμματιστεί ως ο τόμος 1 σε ένα έργο έξι τόμων), αντιπροσωπεύοντας το πιο αφηρημένο επίπεδο ανάλυσης, και σκόπευε να την ολοκληρώσει με τον τόμο 5 για το Διεθνές Εμπόριο και τον τόμο 6 για την Παγκόσμια Οικονομία και τις Κρίσεις –δηλαδή, με όρους συγκεκριμένης ανάλυσης αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Ωστόσο, ποτέ δεν ξεπέρασε τον 1ο τόμο του αρχικού σχεδίου, ο οποίος μετατράπηκε στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου.[xii]

Ο ιμπεριαλισμός, υποστήριξε ο Magdoff, ήταν εγγενώς πολύπλοκος και μεταβαλλόμενος στις διαμορφώσεις του, αντανακλώντας τόσο τις κεντρομόλες όσο και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που διέπουν το σύστημα. Σε ό,τι αφορούσε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έπρεπε να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί η “ουσιαστική ενότητα” μεταξύ οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικοστρατηγικών στόχων/τάσεων. Ο ρόλος των πολυεθνικών εταιρειών στο εξωτερικό δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το ρόλο των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ που είναι διασκορπισμένες σε όλο τον πλανήτη ή από την ανάγκη ελέγχου του πετρελαίου και άλλων στρατηγικών πόρων. Ο Magdoff ήταν στα καλύτερά του όταν αντέκρουε όσους προσπαθούσαν να ισχυριστούν: (1) ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις και το εμπόριο είχαν μικρή οικονομική σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες (απέδειξε ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν αυξηθεί από περίπου το 10% του αμερικανικού ΑΕΠ μετά τη φορολογία των μη χρηματοπιστωτικών εταιρικών κερδών το 1950, σε περίπου 22% μέχρι το 1964)- (2) ότι η αμερικανική οικονομία δεν εξαρτιόταν από το πετρέλαιο ή άλλες πρώτες ύλες που βρίσκονταν στο εξωτερικό και δεν είχε εγγενή γεωπολιτικά συμφέροντα- και (3) ότι τα αμερικανικά κέρδη επηρεάζονταν μόνο οριακά από το πλεόνασμα που αντλούνταν από την περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος[xiii]. Το γεγονός ότι όλες οι άλλες μεγάλες καπιταλιστικές χώρες αποδέχθηκαν την ηγεμονία των ΗΠΑ δεν σήμαινε ότι ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός είχε εξαφανιστεί εντελώς ή ότι δεν θα επανεμφανιζόταν στο μέλλον. Απαντώντας σε όσους αμφισβητούσαν αν “ο ιμπεριαλισμός ήταν πραγματικά απαραίτητος” για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Magdoff εξήγησε ότι “ο ιμπεριαλισμός είναι ο τρόπος ζωής του καπιταλισμού[xiv].

Για τον Magdoff, που έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι κύριες αλλαγές στη δομή του ιμπεριαλισμού από την εποχή του Λένιν -πέρα από την αποαποικιοποίηση και την άνοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ – σχετίζονταν όλες με την περαιτέρω ανάπτυξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου: (1) η εμφάνιση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, (2) η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων των πολυεθνικών τραπεζών) και η αυξανόμενη διείσδυσή τους στην περιφέρεια και (3) “η προτεραιότητα των συμφερόντων της στρατιωτικο-πολυεθνικής βιομηχανίας στις κρατικές υποθέσεις”. Αυτή η περιγραφή, σημείωσε, αφορούσε πρώτα και κύρια τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αντανακλούσε τις σχέσεις που υλοποιούνταν επίσης μεταξύ των αντίπαλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στην ουσία, επισήμαινε μια τάση εντός του συστήματος προς τη διαμόρφωση ενός γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, που θα ξεκινούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Βασικό στοιχείο στην Εποχή του Ιμπεριαλισμού του Magdoff ήταν το κεφάλαιο για την ανάπτυξη του “Χρηματοπιστωτικού Δικτύου”, το οποίο διερευνούσε το όλο φαινόμενο των πολυεθνικών τραπεζών και των χρηματοοικονομικών εν γένει – μια αντιμετώπιση που επρόκειτο να συνεχίσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βιβλίο του Globalization: To What End?, το οποίο περιλάμβανε την ανάλυσή του για την “Χρηματοπιστωτική Παγκοσμιοποίηση” [xv].

Θα υποστηριχθεί εδώ ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής (και του χρηματοπιστωτικού συστήματος) -η οποία αναδύθηκε μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό από την οικονομική στασιμότητα των μέσων της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια επιταχύνθηκε με την κατάρρευση των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και την επανένταξη της Κίνας στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα- δημιούργησε έναν πιο γενικευμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον οποίο θεωρητικοποίησαν στοχαστές όπως οι Magdoff, Baran, Sweezy και Amin. Αυτό εγκαινίασε αυτό που μπορεί να ονομαστεί ύστερος ιμπεριαλισμός.

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός αναφέρεται στην παρούσα περίοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της στασιμότητας, της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ και της αυξανόμενης παγκόσμιας σύγκρουσης, που συνοδεύεται από υπαρξιακές απειλές για τις ίδιες τις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και της ίδιας της ζωής. Αντιπροσωπεύει στον πυρήνα του τις ακραίες, ιεραρχικές σχέσεις που διέπουν την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία στον εικοστό πρώτο αιώνα, η οποία κυριαρχείται όλο και περισσότερο από μεγαλο-πολυεθνικές εταιρείες και μια χούφτα κράτη στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος. Ακριβώς όπως είναι πλέον σύνηθες να αναφερόμαστε στον ύστερο καπιταλισμό αναγνωρίζοντας τους έσχατους καιρούς που προκαλούνται από τις ταυτόχρονες οικονομικές και οικολογικές διαταραχές, έτσι και σήμερα είναι απαραίτητο να μιλάμε για ύστερο ιμπεριαλισμό, αντανακλώντας τις παγκόσμιες διαστάσεις και αντιφάσεις αυτού του συστήματος, που τέμνει όλες τις άλλες διαιρέσεις και δημιουργεί ένα “παγκόσμιο ρήγμα” στην ανθρώπινη ιστορική εξέλιξη: μια εποχιακή κρίση που θέτει το ερώτημα “καταστροφή ή επανάσταση”[xvi].

Η επίμονη αποτυχία πολλών στην αριστερά, ιδιαίτερα στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, να αναγνωρίσουν αυτές τις εξελίξεις είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης εγκατάλειψης της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, αντικαθιστώντας την με πιο εξευγενισμένες αντιλήψεις που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, η οποία θεωρείται ότι διαλύει τις πρώην αυτοκρατορικές ιεραρχίες. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσφέρεται πλέον ένα πλήθος εναλλακτικών πλαισίων που προτείνουν: (1) τον προοδευτικό και αυτοκαταστροφικό ρόλο του ιμπεριαλισμού- (2) μεταβαλλόμενες ηγεμονίες στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος, οι οποίες εκλαμβάνονται ως υποκατάστατο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού- (3) “αποεδαφικοποιημένη” (χωρίς κράτη, χωρίς σύνορα) αυτοκρατορία- (4) αφηρημένος πολιτικός ιμπεριαλισμός υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ή κυριαρχία υπερεθνικών οργανισμών απομακρυσμένων από τις οικονομικές δυνάμεις- (5) η άνοδος του υπερεθνικισμού ως μιας οντότητας από μόνη της σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητης από τα κράτη και τη γεωγραφία- και (6) η υποτιθέμενη αντιστροφή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, προτού εξετάσουμε το ιστορικό φαινόμενο του ύστερου ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να δούμε ορισμένες από αυτές τις επικρατούσες παρανοήσεις της Αριστεράς μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες προκύπτουν από την άρνηση να συμβιβαστούν με τις πολύπλοκες, πολύπλευρες δομικές πραγματικότητες του ύστερου ιμπεριαλισμού στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Η δυτική αριστερά και η άρνηση του ιμπεριαλισμού

Το ζήτημα της εγκατάλειψης της κριτικής του ιμπεριαλισμού σε μεγάλο μέρος της δυτικής αριστεράς τέθηκε δραματικά από τον Prabhat Patnaik στο άρθρο του Monthly Review του Νοεμβρίου 1990 με τίτλο “Whatever Happened to Imperialism?” (Τι απέγινε ο ιμπεριαλισμός;). Γράφοντας δύο δεκαετίες μετά το The Αge of Imperialism του Magdoff και λίγο περισσότερο από μια δεκαετία μετά το Imperialism: From the Colonial Age to the Present, ο Patnaik, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, παρατήρησε:

Ένας ξένος δεν μπορεί να μην παρατηρήσει μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση που έλαβε χώρα στον μαρξιστικό λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες την τελευταία δεκαετία: σχεδόν κανείς δεν μιλάει πια για τον ιμπεριαλισμό. Το 1974 έφυγα από το Κέιμπριτζ της Αγγλίας, όπου δίδασκα οικονομικά, και τώρα έχω επιστρέψει στη Δύση, αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 15 χρόνια. Όταν έφυγα, ο ιμπεριαλισμός κατείχε ίσως την πιο εξέχουσα θέση σε κάθε μαρξιστική συζήτηση, και πουθενά δεν γράφονταν και δεν συζητούνταν περισσότερα για το θέμα αυτό από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες – σε τέτοιο βαθμό που πολλοί Ευρωπαίοι μαρξιστές κατηγορούσαν τον αμερικανικό μαρξισμό ότι ήταν μολυσμένος με τον “τριτοκοσμικό”… Οι μαρξιστές παντού έψαχναν στις Ηνωμένες Πολιτείες για βιβλιογραφία σχετικά με τον ιμπεριαλισμό….

Αυτό προφανώς δεν ισχύει σήμερα. Οι νεότεροι μαρξιστές [στις Ηνωμένες Πολιτείες] κοιτάζουν σαστισμένοι όταν αναφέρεται ο όρος. Τα φλέγοντα ζητήματα της ημέρας… συζητούνται, αλλά χωρίς καμία αναφορά στον ιμπεριαλισμό. Η ριζοσπαστική αγανάκτηση για την εισβολή στον Παναμά ή τη στρατιωτική επέμβαση στη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ δεν συμπυκνώνεται σε θεωρητικές προτάσεις για τον ιμπεριαλισμό. Και το θέμα έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τις σελίδες των μαρξιστικών περιοδικών, ιδιαίτερα εκείνων που είναι μεταγενέστερης έκδοσης.

Περιέργως, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιος έχει θεωρητικοποιήσει την αντίληψη αυτή. Η σιωπή για τον ιμπεριαλισμό δεν είναι το επακόλουθο κάποιας έντονης συζήτησης όπου η ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ της μιας πλευράς- δεν είναι μια συνειδητοποιημένη (από θεωρητική άποψη) σιωπή. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ την τελευταία μιάμιση δεκαετία που το να μιλάμε για ιμπεριαλισμό έχει γίνει ένας προφανής αναχρονισμός[xvii].

Εκείνη την εποχή, ο Patnaik απέδιδε την αλλαγή των αριστερών προοπτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες στην απουσία ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, κατά την περίοδο 1975-90. Όμως, εξίσου σημαντική για τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, που διέπει τη διάθεση στους ριζοσπαστικούς κύκλους, ήταν η εξελισσόμενη οικονομική κατάσταση, με την οικονομία των ΗΠΑ, μαζί με εκείνη των άλλων προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, να βιώνει βαθύτερη οικονομική στασιμότητα σε αντίθεση με την ταχύτερη ανάπτυξη σε ορισμένα μέρη της Ασίας. Πάνω σε αυτή την ασταθή βάση, η θέση περί εξάρτησης της “ανάπτυξης της υπανάπτυξης”, που έγινε διάσημη κυρίως από τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, γράφοντας στο Monthly Review, χαρακτηρίστηκε ως λανθασμένη ακόμη και από πολλούς αριστερούς – παρά το γεγονός ότι η ψαλίδα στο εθνικό εισόδημα μεταξύ των ηγετικών ιμπεριαλιστικών χωρών και του αναπτυσσόμενου κόσμου στο σύνολό του συνέχισε να διευρύνεται, με το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος που εισέπραττε το ανώτερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού (χωρισμένο σε έθνη-κράτη) να αυξάνεται από 66% το 1965 σε 83% το 1990[xviii].

Ο μαρξιστής θεωρητικός Μπιλ Γουόρεν υποστήριξε ήδη από το 1973 στο “Imperialism and Capitalist Industrialization” στο New Left Review ότι η εξάρτηση στις φτωχές χώρες βρισκόταν σε “μη αναστρέψιμη υποχώρηση” λόγω της “μεγάλης έξαρσης” της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο. Σύμφωνα με τον Γουόρεν, ο Μαρξ, σε άρθρα όπως “Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία”, είχε δει ότι η αποικιοκρατία/ιμπεριαλισμός έπαιζε εποικοδομητικό ρόλο στις υπανάπτυκτες χώρες. Αυτό αργότερα λανθασμένα “αντιστράφηκε” από τον Λένιν στον Ιμπεριαλισμό του, ο οποίος αντιπροσώπευε μια “στροφή” στη μαρξιστική θεωρία, δίνοντας το έναυσμα για τη θεωρία της εξάρτησης. Τα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετώπιζαν οι φτωχότερες χώρες, υποστήριξε ο Γουόρεν, δεν ήταν κυρίως εξωτερικά, όπως τα παρουσίαζαν οι εξαρτημένοι, αλλά μπορούσαν να εντοπιστούν σε “εσωτερικές αντιφάσεις”. Αυτή η άποψη, αν και δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη τη δεκαετία του 1970, όταν ο Warren την εισήγαγε για πρώτη φορά, επρόκειτο να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη δυτική αριστερά μέχρι το 1980, όταν το μεταθανάτιο έργο του Ιμπεριαλισμός: ο πιονέρος του Καπιταλισμού, δημοσιεύθηκε[xix].

Μια εντελώς διαφορετική απόκλιση από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού εμφανίστηκε στον επίλογο της έκδοσης του 1983 του βιβλίου του Giovanni Arrighi Η γεωμετρία του ιμπεριαλισμού. Κορυφαίος θεωρητικός των παγκόσμιων συστημάτων μαρξιστικής έμπνευσης, ο Arrighi κατέληξε να εγκαταλείψει τη θεωρία του ιμπεριαλισμού, την οποία δεν θεωρούσε πλέον σχετική, αντικαθιστώντας την με μια πιο περιορισμένη αντίληψη των αγώνων για την παγκόσμια ηγεμονία. Το μοντέλο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος με τις μεταβαλλόμενες ηγεμονίες του θεωρήθηκε από τον Arrighi ως επαρκές υποκατάστατο της πιο σύνθετης έννοιας του ιμπεριαλισμού. Η παρακμή του έθνους-κράτους στον απόηχο της παγκοσμιοποίησης σήμαινε ότι οι παλιές θεωρίες του ιμπεριαλισμού είχαν γίνει “ξεπερασμένες” και η θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού θεωρήθηκε ομοίως ξεπερασμένη. Αυτό που απέμενε ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα και ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία.[xx]

Ωστόσο, οι πιο εκτεταμένες αριστερές απορρίψεις της μαρξικής κριτικής του ιμπεριαλισμού θα έρχονταν τον αιώνα που διανύουμε. Το 2000, ο Michael Hardt και ο Antonio Negri δημοσίευσαν την Αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας ότι ο ιμπεριαλισμός ανήκει πλέον στο παρελθόν -με τον πόλεμο του Βιετνάμ να αντιπροσωπεύει “την τελευταία στιγμή της ιμπεριαλιστικής τάσης”- για να αντικατασταθεί από μια νέα αποεδαφικοποιημένη παγκόσμια συνταγματική τάξη και μια παγκόσμια αγορά που θα διαμορφώνεται με βάση τις πολιτικοοικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ, σε μια αριστερή εκδοχή του “τέλους της ιστορίας” του Francis Fukuyama. Ο ιεραρχικός ιμπεριαλισμός του παρελθόντος, υποστήριζαν οι Hardt και Negri, είχε δώσει τη θέση του στον “ομαλό χώρο της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς” – μια άποψη που πρόλαβε κατά πέντε χρόνια τον ισχυρισμό του νεοφιλελεύθερου ειδήμονα της παγκοσμιοποίησης Thomas L. Friedman ότι “ο κόσμος είναι επίπεδος”. Ως εκ τούτου, “δεν ήταν πλέον δυνατό”, έγραφαν, “να οριοθετήσουμε μεγάλες γεωγραφικές ζώνες ως Κέντρο και Περιφέρεια, Βορρά και Νότο”. Αυτή η υπέρβαση του ιμπεριαλισμού υπέρ της χωρίς πατρίδα, χωρίς σύνορα, κυριαρχίας της Αυτοκρατορίας, που βασίζεται σε μια παγκόσμια αγορά που αποτελείται από απλές δικτυακές σχέσεις χωρίς κέντρο και περιφέρεια, θεωρήθηκε ότι αναδύεται από την εσωτερική λογική του ίδιου του καπιταλισμού. “Ο ιμπεριαλισμός”, δήλωσαν οι Hardt και Negri, “στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν ζουρλομανδύα για το κεφάλαιο”, η εσωτερική λογική του οποίου απαιτεί τελικά έναν “ομαλό χώρο” ή έναν επίπεδο κόσμο στον οποίο μπορεί να λειτουργήσει.[xxi]

Τέτοιες ιδέες δεν ήταν σχεδόν καινούργιες, εκτός από τους μαρξιστικούς κύκλους. Αυτό που ήταν καινοτόμο ήταν η χρήση της μαρξιστικής και μεταμοντέρνας ορολογίας για την ενίσχυση απόψεων που προωθούνται εδώ και καιρό στο πλαίσιο της κατεστημένης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το έργο των Hardt και Negri να επαινεθεί ιδιαίτερα από τους New York Times, το περιοδικό Time, το Foreign Affairs και άλλα κυρίαρχα έντυπα. Αυτό ήταν που οδήγησε την Ellen Meiksins Wood να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία των Hardt και Negri ως, στην πραγματικότητα, “ένα μανιφέστο για λογαριασμό του παγκόσμιου κεφαλαίου”.[xxii]

Η απόρριψη από τους Hardt και Negri οποιασδήποτε συνέχειας με τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού άνοιξε το δρόμο σε διάφορες, ενίοτε διορατικές, αλλά μονοδιάστατες προσεγγίσεις της αριστεράς, που συγκλίνουν με την κυρίαρχη ιδεολογία. Στο βιβλίο τους The Making of Global Capitalism το 2013, οι Leo Panitch και Sam Gindin τόνισαν την ικανότητα του αμερικανικού κράτους, κυρίως μέσω των ενεργειών του Υπουργείου Οικονομικών και του Federal Reserve Board, να δημιουργεί έναν “κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του”, υποτάσσοντας το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στην επιρροή του. Η επιχειρηματολογία, η οποία εμπνεύστηκε εν μέρει από την κριτική του Peter Gowan για το “καθεστώς του δολαρίου και της Γουόλ Στριτ”, αν και κατατοπιστική, ήταν σχεδόν αποκλειστικά πολιτική, υποβαθμίζοντας συστηματικά την οικονομική διάσταση του ιμπεριαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών εταιρειών, του συνεχιζόμενου διεθνούς ανταγωνισμού και των επιδεινούμενων συνθηκών του υπανάπτυκτου κόσμου. Οι Panitch και Gindin παρείχαν έτσι μια ανάλυση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, πολύ περισσότερο εξοικειωμένη με τις παραδεδομένες απόψεις, σε αντίθεση με τις κλασικές αντιλήψεις του ιμπεριαλισμού με τις πολυάριθμες κριτικές διαστάσεις τους. Στο The Making of Global Capitalism, η παλαιότερη δομή των ιμπεριαλιστικών χωρών στο κέντρο και των εξαρτημένων χωρών στην περιφέρεια έδωσε τη θέση της σε ομαλά “δίκτυα υπερεθνικής παραγωγής καθώς και χρηματοδότησης” που περιστρέφονται γύρω από “την κεντρική θέση του αμερικανικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καπιταλισμό”. Αυτό που μεταφερόταν ήταν μια σταθερή παγκόσμια ηγεμονική τάξη των ΗΠΑ, ριζωμένη σε μια συναίνεση Ουάσινγκτον – Γουόλ Στριτ και φαινομενικά προορισμένη να συνεχιστεί επ’ αόριστον – ένα είδωλο της άποψης που επικρατούσε στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά τώρα προερχόταν από την Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο παγκόσμιος καπιταλισμός που απορρέει από την “Αμερικανική Αυτοκρατορία” και διοικείται από το αμερικανικό κράτος υποσκελίζει πλήρως την πιο σύνθετη και πολύπλευρη και ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη ανάλυση του ιμπεριαλισμού που προσφέρουν στοχαστές όπως ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ, ο Μαγκντόφ και ο Αμίν[xxiii].

Αν ο Panitch και ο Gindin έδωσαν έμφαση στην άνοδο της πολιτικής αυτοκρατορίας, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ο John Hobson είχε αποκαλέσει “οικονομική ρίζα του ιμπεριαλισμού”, ο θεωρητικός της υπερεθνικοποίησης William I. Robinson κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποστηρίζοντας ότι το κεφάλαιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει καταπιεί πλήρως τα εθνικά κράτη και έχει δημιουργήσει μια νέα υπερεθνική τάξη πραγμάτων, στην οποία κυριαρχούν οι ελεύθερα διακινούμενες υπερεθνικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας μια “υπερεθνική καπιταλιστική τάξη” και το “υπερεθνικό κράτος”. Γράφοντας στο βιβλίο του A Theory of Global Capitalism το 2004, ο Robinson δήλωσε ότι “η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την αντικατάσταση του έθνους-κράτους ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό”.[xxiv]

Το 2018, στο “Πέρα από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού” (ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του Into the Tempest), ο Robinson προχώρησε σε μια καθαρή ρήξη με τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού: “Οι ταξικές σχέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι πλέον τόσο βαθιά εσωτερικευμένες σε κάθε έθνος-κράτος που η κλασική εικόνα του ιμπεριαλισμού ως σχέση εξωτερικής κυριαρχίας είναι ξεπερασμένη” και πρέπει να εγκαταλειφθεί, μαζί με έννοιες όπως το κέντρο, η περιφέρεια και η εξαγωγή πλεονάσματος. “Το τέλος της εκτεταμένης διεύρυνσης του καπιταλισμού είναι το τέλος της ιμπεριαλιστικής εποχής του παγκόσμιου καπιταλισμού… Δεν χρειάζεται ιμπεριαλισμός με την παλιά έννοια είτε των αντίπαλων εθνικών κεφαλαίων”, είτε η κυριαρχία “από τα κράτη του πυρήνα των προκαπιταλιστικών περιοχών”, αλλά “μια θεωρία της καπιταλιστικής επέκτασης” ως μια ειδικά υπερεθνική και διεθνική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενες “χωρικές δυναμικές”.[xxv]

Εν τω μεταξύ, ο μαρξιστής γεωγράφος David Harvey πήγε πέρα από όλες αυτές τις προοπτικές, υποστηρίζοντας το 2017 ότι οι ροές του κεφαλαίου έχουν αλλάξει τόσο πολύ κατεύθυνση ώστε “η ιστορική αποστράγγιση του πλούτου από την Ανατολή προς τη Δύση για περισσότερο από δύο αιώνες… έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί τα τελευταία τριάντα χρόνια”. Παραδέχθηκε: “Δεν βρίσκω την κατηγορία του ιμπεριαλισμού τόσο επιτακτική”. Ο ιμπεριαλισμός ήταν μια έννοια που δεν απαντάται στον Μαρξ, αλλά αποδίδεται κυρίως στον Λένιν. Η όλη έννοια της παγκόσμιας “περιφέρειας” ειπώθηκε ότι είναι ασαφής ως προς τα όριά της, και η έννοια του Arrighi για τις “μεταβαλλόμενες ηγεμονίες” θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκτοπίζει τις προηγούμενες μαρξικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού.[xxvi]

Στο έργο του New Imperialism του 2003 ένα έργο που τώρα λέει ότι δεν είχε σκοπό να προωθήσει την έννοια του ιμπεριαλισμού τόσο, όσο να καταπολεμήσει τις προσπάθειες των νεοσυντηρητικών να υιοθετήσουν τον όρο ως δικό τους- ο Χάρβεϊ επαίνεσε τη θεώρηση των Χαρντ και Νέγκρι για “μια αποκεντρωμένη διαμόρφωση της αυτοκρατορίας που είχε πολλές νέες, μεταμοντέρνες, ιδιότητες”. Το βιβλίο του κατέληγε υποστηρίζοντας έναν νέο “New Deal Ιμπεριαλισμό”, που θεωρούνταν ως ένας πιο προοδευτικός ιμπεριαλισμός υπό μια πιο φωτισμένη Συναίνεση της Ουάσινγκτον, που θα αντικαθιστούσε την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη/νεοσυντηρητική παγκόσμια τάξη. Για τον Harvey, η αριστερά έπρεπε να τιμωρηθεί για την “παγωμένη υποδοχή” της στην ιδέα του Warren για τον προοδευτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού.[xxvii]

Αν η θέση του Harvey για τον ιμπεριαλισμό όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάπως ασυνάρτητη, η σημερινή απόρριψη της έννοιας του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος στο όνομα μιας υποτιθέμενης πιο δυναμικής άποψης που εστιάζει σε συνεχώς μεταβαλλόμενες χωρικές διαμορφώσεις, οι οποίες έχουν “αντιστρέψει” τις παραδοσιακές σχέσεις κέντρου-περιφέρειας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής ως προς τις επιπτώσεις της. Αναφερόμενος στις σύγχρονες τάσεις παγκοσμιοποίησης, εξηγεί ότι “δεν είχε καν νόημα να προσπαθήσουμε να τα στριμώξουμε όλα αυτά σε κάποια καθολική έννοια του ιμπεριαλισμού”. Ολόκληρη η μαρξική ανάλυση του ιμπεριαλισμού έχει γίνει ένας θεωρητικός “ζουρλομανδύας”.[xxviii] Σε συμφωνία με τον Arrighi, απορρίπτει την “άκαμπτη γεωγραφία του πυρήνα και της περιφέρειας… υπέρ μιας πιο ανοιχτής και ρευστής ανάλυσης”.[xxix] Στη διαδικασία αυτή, ωστόσο, καθίσταται αναγκαία η ρήξη με ολόκληρη την ιστορικο-υλιστική κριτική του ιμπεριαλισμού. Στο βιβλίο του το 2014 Οι δεκαεπτά αντιφάσεις του καπιταλισμού, ο ιμπεριαλισμός δεν δικαιολογεί καν τη συμπερίληψή του στον κατάλογο των διψήφιων αντιφάσεων του καπιταλισμού. Στο κεφάλαιό του για τις “Ανισόρροπες γεωγραφικές εξελίξεις και την παραγωγή του χώρου” δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στον ιμπεριαλισμό, ούτε στο κέντρο και την περιφέρεια. Η μόνη άμεση αναφορά στον Ιμπεριαλισμό του Λένιν αποσκοπεί στην υποβάθμιση του δομικού ρόλου του μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο ο Λένιν είχε συνδέσει με τον ιμπεριαλισμό.[xxx]

Ύστερος ιμπεριαλισμός

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει αλλάξει στον αιώνα που μεσολάβησε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Λένιν ανέπτυξε την κριτική του για το ιμπεριαλιστικό στάδιο. Ωστόσο, αυτό πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαλεκτικής που περιλαμβάνει τόσο τη συνέχεια όσο και την αλλαγή. Ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο μια ιστορική όσο και μια θεωρητική κατηγορία. Αν πριν από μισό αιώνα ήταν ακόμη δυνατό να αναφερόμαστε, όπως έκανε ο Magdoff, στην “εποχή του ιμπεριαλισμού”, ακόμη και στο σημείο να τη βλέπουμε ως τη “χρυσή εποχή” του ιμπεριαλισμού, σήμερα βρισκόμαστε σαφώς σε μια εποχή ύστερου ιμπεριαλισμού που συνδέεται με: το γενικευμένο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, τις νέες μορφές εξαγωγής πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο και τις κοσμοϊστορικές οικονομικές, στρατιωτικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Οι κρίσεις που αντιμετωπίζει το σύστημα και η ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της είναι πλέον τόσο σοβαρές που δημιουργούν νέα ρήγματα στο κράτος τόσο στις προηγμένες καπιταλιστικές όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, με ραγδαία ανάπτυξη πρωτοφασιστικών και νεοφασιστικών τάσεων, από τη μια πλευρά, και αναβίωση του σοσιαλισμού, από την άλλη.

Η αναγνώριση της συνέχειας με προηγούμενες φάσεις του ιμπεριαλισμού είναι εξίσου κρίσιμη για την κατανόηση του παρόντος όσο και η συνειδητοποίηση των διακριτικών χαρακτηριστικών της τρέχουσας φάσης. Κάθε ιστορική φάση του ιμπεριαλισμού βασίζεται σε διαφορετικά μέσα εκμετάλλευσης και απαλλοτρίωσης για να τροφοδοτήσει τη συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες στον πυρήνα του συστήματος επιχειρούν πάντοτε να αναδιαρθρώσουν την εργασία στην καπιταλιστική περιφέρεια (ή στις προκαπιταλιστικές εξωτερικές περιοχές) για να ενισχύσουν την εξουσία και τη συσσώρευση στο κέντρο του συστήματος. Ταυτόχρονα, τα ιμπεριαλιστικά έθνη του πυρήνα βρίσκονται συχνά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για παγκόσμιες σφαίρες επιρροής. Η πρώιμη αποικιακή εποχή στο μερκαντιλιστικό στάδιο του καπιταλισμού κατά τον 16ο και 17ο αιώνα δεν επικεντρώθηκε στην ελεύθερη ανταλλαγή αλλά στο “κέρδος από την απαλλοτρίωση”, μαζί με τον “αφανισμό, την υποδούλωση και τον ενταφιασμό σε ορυχεία του ιθαγενούς πληθυσμού” της αμερικανικής ηπείρου και μεγάλου μέρους της Αφρικής και της Ασίας[xxxi].

Στη μεταγενέστερη, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, αποικιακή εποχή ή στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό τη βρετανική ηγεμονία, το ελεύθερο εμπόριο λειτούργησε στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με την αποικιοκρατία σε μεγάλο μέρος του κόσμου, όπου κυριαρχούσαν οι άνισες ανταλλαγές και η απόλυτη ληστεία και λεηλασία. Το 1875, ο Robert Arthur Talbot Gascoyne-Cecil, ο 3ος μαρκήσιος του Salisbury, τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανικής Ινδίας, δήλωσε: “Καθώς η Ινδία πρέπει να ματώσει, η αφαίμαξη πρέπει να γίνει με σύνεση”[xxxii]. Η αφαίμαξη έγινε, αλλά όχι “με σύνεση”. Όπως έχει καταδείξει λεπτομερώς ο Utsa Patnaik, η παρούσα αξία της “διαρροής” του πλεονάσματος από την Ινδία προς τη Βρετανία από το 1765 έως το 1938 ανέρχεται “με μια εξαιρετικά υποτιμημένη βάση” σε 9,2 τρισεκατομμύρια λίρες, σε σύγκριση με ένα ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) 2,1 τρισεκατομμυρίων λιρών για το Ηνωμένο Βασίλειο το 2018.[xxxiii]

Ο αποικιακός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εξελίχθηκε μέχρι το τέλος του αιώνα σε αυτό που ο Λένιν ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις, την πτώση της βρετανικής ηγεμονίας και την αυξανόμενη ένταση σχετικά με τη διαίρεση ολόκληρου του κόσμου μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους μεταξύ των αντίπαλων διεκδικητών της ηγεμονίας επί της οικονομικής επικράτειας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως ο παγκόσμιος ηγεμόνας εντός του καπιταλιστικού κόσμου, σε ένα πλαίσιο που περιλάμβανε επίσης έναν Ψυχρό Πόλεμο με τον αντίπαλο σοσιαλιστικά προσανατολισμένο κόσμο. Ενώ προωθούσε την ιδεολογία του ελεύθερου εμπορίου και της ανάπτυξης, ο ηγεμόνας των ΗΠΑ έθεσε ωστόσο σε εφαρμογή ένα σύστημα νεοαποικιοκρατίας που επιβαλλόταν από τις πολυεθνικές εταιρείες, την ηγεμονία του δολαρίου και μια σειρά στρατιωτικών βάσεων που εκτείνονταν σε όλο τον κόσμο, από τις οποίες επρόκειτο να εξαπολυθούν πολυάριθμες στρατιωτικές επεμβάσεις και περιφερειακοί πόλεμοι. Αυτό συνοδεύτηκε από την αφαίμαξη μεγάλου μέρους του οικονομικού πλεονάσματος του παγκόσμιου Νότου.

Με την άνοδο του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα φάση του ιμπεριαλισμού, τον ύστερο ιμπεριαλισμό, και όχι την αντικατάσταση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, όπως είδαμε, αντιπροσωπεύει μια εποχή κατά την οποία οι παγκόσμιες αντιφάσεις του συστήματος αποκαλύπτονται με όλο και πιο έντονες μορφές και κατά την οποία ολόκληρος ο πλανήτης ως τόπος ανθρώπινης κατοίκησης βρίσκεται πλέον σε κίνδυνο – με τις καταστροφικές συνέπειες να πέφτουν δυσανάλογα στις πιο ευάλωτες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού. Όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν μεγαλύτερες γεωπολιτικές συγκρούσεις, καθώς η αποτυχία του καπιταλισμού ως κοινωνίας γίνεται εμφανής.

Τίποτα από όλα αυτά δεν αποτέλεσε πλήρη έκπληξη για τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της παγκοσμιοποίησης. Το 1992, ο Magdoff έγραψε ότι,

σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες προσδοκίες, οι πηγές έντασης μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών δυνάμεων έχουν αυξηθεί παράλληλα με την αυξανόμενη αλληλεξάρτησή τους. Ούτε η γεωγραφική εξάπλωση του κεφαλαίου μείωσε τις αντιθέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εθνών. Παρόλο που μια χούφτα χώρες του τρίτου κόσμου, επωφελούμενες από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, έχουν σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στην εκβιομηχάνιση και το εμπόριο, το συνολικό χάσμα μεταξύ των εθνών του πυρήνα και της περιφέρειας συνέχισε να διευρύνεται….. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης παρήγαγε πολλά νέα στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, αλλά δεν άλλαξε τους βασικούς τρόπους λειτουργίας του καπιταλισμού. Ούτε έχει βοηθήσει την υπόθεση της ειρήνης ή της ευημερίας.[xxxiv]

Πράγματι, υπάρχει κάτι βαθιά ειρωνικό στην αυξανόμενη απόρριψη της θεωρητικής κριτικής του ιμπεριαλισμού στο σημερινό παγκόσμιο πλαίσιο. Όπως παρατήρησε ο Αργεντινός μαρξιστής Atilio Borón το 2003 στο βιβλίο του “Αυτοκρατορία” και Ιμπεριαλισμός, ο ιμπεριαλισμός σήμερα αντανακλά εκείνα τα “θεμελιώδη χαρακτηριστικά” σε σχέση με τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα που περιγράφουν οι κλασικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού, αλλά με πιο ανεπτυγμένες μορφές:

Αυτό το νέο στάδιο [του ιμπεριαλισμού με την έννοια του Λένιν] χαρακτηρίζεται, τώρα ακόμη περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τη συντριπτική επικράτηση των μονοπωλίων, τον όλο και πιο σημαντικό ρόλο που παίζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την εξαγωγή του κεφαλαίου και τη διαίρεση του κόσμου σε “σφαίρες επιρροής”. Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης που έλαβε χώρα στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα, αντί να αποδυναμώσει ή να διαλύσει τις ιμπεριαλιστικές δομές της παγκόσμιας οικονομίας, μεγέθυνε τις δομικές ασυμμετρίες που καθορίζουν την ένταξη των διαφόρων χωρών σε αυτήν. Ενώ μια χούφτα αναπτυγμένων καπιταλιστικών εθνών αύξησε την ικανότητά της να ελέγχει, τουλάχιστον εν μέρει, τις παραγωγικές διαδικασίες σε παγκόσμιο επίπεδο, τη χρηματιστικοποίηση της διεθνούς οικονομίας και την αυξανόμενη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών είδε την αύξηση της εξωτερικής τους εξάρτησης και τη διεύρυνση του χάσματος που τις χώριζε από το κέντρο. Η παγκοσμιοποίηση, εν ολίγοις, εδραίωσε την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εμβάθυνε την υποταγή των περιφερειακών καπιταλισμών, οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο ανίκανοι να ελέγξουν έστω και οριακά τις εγχώριες οικονομικές τους διαδικασίες.[xxxv]

Η νέα φάση του ιμπεριαλισμού που προέκυψε στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα έχει περιγραφεί από τον Αμίν και διάφορους συγγραφείς που συνδέονται με το Monthly Review ως ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ή ένας καπιταλισμός “γενικευμένων μονοπωλίων”[xxxvi]. Σε αυτό το πιο ολοκληρωμένο ιμπεριαλιστικό σύστημα, πεντακόσιες εταιρείες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40% των παγκόσμιων εσόδων, ενώ οι περισσότερες άλλες επιχειρήσεις της παγκόσμιας οικονομίας είναι μπλεγμένες στους ιστούς αυτών των γιγάντιων εταιρειών και υπάρχουν ως απλοί υπεργολάβοι.[xxxvii] Η παραγωγή και η κυκλοφορία οργανώνονται πλέον με τη μορφή παγκόσμιων εμπορευματικών αλυσίδων, γεγονός που χρησιμεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών ρόλων του κέντρου και της περιφέρειας μέσα σε αυτές τις εμπορευματικές αλυσίδες. Αυτό συμβαδίζει με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ, το οποίο χρησιμεύει για την προώθηση της εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης/εξευτελισμού της εργασίας στον παγκόσμιο Νότο, οδηγώντας στη σύλληψη μεγάλου μέρους αυτής της επιπλέον αξίας από τον Βορρά. Οι αυξημένοι ιμπεριαλιστικοί έλεγχοι της παγκόσμιας οικονομίας και των επικοινωνιών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας, χωρίς την οποία η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής δεν θα ήταν δυνατή.[xxxviii]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80 παρατηρήθηκε η ανάπτυξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία προσπάθησε με σημαντική επιτυχία να υποτάξει τα κράτη, ιδίως στον παγκόσμιο Νότο, στους κανόνες μιας παγκόσμιας αγοράς όπου, εξ ορισμού, κυριαρχεί το χρηματοπιστωτικό κέντρο. Έτσι, ο ύστερος ιμπεριαλισμός μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η περίοδος κατά την οποία η οικονομική στασιμότητα, η χρηματιστικοποίηση και η πλανητική οικολογική κρίση αναδύθηκαν ως διευρυνόμενα, μη αναστρέψιμα ρήγματα, άρρηκτα συνδεδεμένα με το ίδιο το σύστημα της μονοπωλιακής-καπιταλιστικής συσσώρευσης και βρίσκοντας την ιδεολογική τους δικαίωση στον νεοφιλελευθερισμό.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και χρηματοδότησης στον τρέχοντα αιώνα είναι η συστηματική εκμετάλλευση του χαμηλού μοναδιαίου κόστους εργασίας στον Νότο, προϊόν του γεγονότος ότι οι μισθοί διατηρούνται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα του Βορρά λόγω: (1) του τεράστιου παγκόσμιου εφεδρικού στρατού που βρίσκεται κυρίως στον Νότο, (2) των περιορισμών στη μετακίνηση της εργασίας μεταξύ των χωρών, και ιδιαίτερα από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες, και (3) της δύναμης των ιμπεριαλιστικών πιέσεων του παρελθόντος και του παρόντος.[xxxix] Όπως εξήγησε το 2015 ο οικονομολόγος Tony Norfield, πρώην εκτελεστικός διευθυντής και παγκόσμιος επικεφαλής της στρατηγικής συναλλάγματος σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, στο βιβλίο “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, (Η εργασία στην ιμπεριαλιστική παγκόσμια οικονομία).

όλοι γνωρίζουν ότι οι εργαζόμενοι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αμείβονται περισσότερο από εκείνους στις φτωχότερες χώρες. Ωστόσο, η απόκλιση στους μέσους μισθούς μπορεί παρ’ όλα αυτά να είναι εκπληκτική: όχι μόνο 20% ή 50%, αλλά περισσότερο σαν ένας συντελεστής 2, 5, 10 ή 20 μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία το εξηγεί αυτό -και το δικαιολογεί- με το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι στις πλουσιότερες χώρες είναι πιο παραγωγικοί από ό,τι στις φτωχότερες, επειδή οι πρώτοι είναι πιο μορφωμένοι και εξειδικευμένοι και εργάζονται με υψηλότερα επίπεδα τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν συνάδει με την πραγματικότητα ότι πολλοί εργαζόμενοι στη μεταποίηση στις φτωχές χώρες απασχολούνται, άμεσα ή έμμεσα, από μεγάλες εταιρείες και εργάζονται με τεχνολογία που συχνά είναι συγκρίσιμη με εκείνη της πλουσιότερης χώρας.[xl]

Η παραγωγή από τις ξένες πολυεθνικές εταιρείες (ή η ανάθεση από αυτές) στις φτωχές χώρες βασίζεται στην ίδια ή σχεδόν στην ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιείται στις πλούσιες οικονομίες, οδηγώντας σε συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, είναι ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη μεταποίηση στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας και του Μεξικού το 2014 ήταν μόνο το 46, 37, 62 και 43 τοις εκατό, αντίστοιχα, των επιπέδων των ΗΠΑ.[xli] Αυτό δημιουργεί εξαιρετικά διογκωμένα περιθώρια ακαθάριστου κέρδους για τις πολυεθνικές που βρίσκονται στον Βορρά. Το συνολικό κόστος παραγωγής (που αντικατοπτρίζεται στην τιμή εξαγωγής) για ένα μπλουζάκι που παρήχθη το 2010 μέσω ενός υπεργολάβου στο Μπαγκλαντές που εργαζόταν για τη σουηδική εταιρεία Hennes & Mauritz (H&M) ήταν το 27% της τελικής τιμής πώλησης στην Ευρώπη, με τους εργαζόμενους στο Μπαγκλαντές να λαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσό για την εργασία τους. Ένας εργαζόμενος στο εργοστάσιο έλαβε 1,36 ευρώ για μια ημέρα δέκα έως δώδεκα ωρών.[xlii] Η προσαύξηση της τιμής (ή το περιθώριο μικτού κέρδους) σε ένα iPhone που συναρμολογήθηκε στην Κίνα το 2009 ήταν πάνω από 64%.[xliii] Τα διευρυνόμενα περιθώρια μικτού κέρδους που συνδέονται με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ έχουν οδηγήσει σε μια ταχεία παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, με το παγκόσμιο μερίδιο της βιομηχανικής απασχόλησης που βρίσκεται στις αναπτυσσόμενες (συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων) οικονομίες να αυξάνεται από 52% το 1980 σε 83% το 2012.[xliv]

Σήμερα, ένα μεγάλο και ραγδαία αυξανόμενο τμήμα της παραγωγής ανατίθεται σε εξωτερικούς συνεργάτες στην περιφέρεια με τη μορφή συμβάσεων μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή με αυτό που είναι γνωστό ως μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής (όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), η αδειοδότηση, η δικαιόχρηση (franchising) και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διαχείρισης), αποτελώντας ένα είδος ενδιάμεσου εδάφους μεταξύ των άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές και του πραγματικού εμπορίου. Το 2010, οι μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής δημιούργησαν πωλήσεις άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[xlv]

Παρόλα αυτά, δεν είναι μόνο η υπεργολαβική ή η μη συμμετοχική παραγωγή της αλυσίδας αξίας που εκμεταλλεύεται το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας στον παγκόσμιο Νότο. Μεγάλο μέρος της πραγματοποιείται με τη μορφή των πιο παραδοσιακών άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές εταιρείες. Μόνο το 2013, οι εισπράξεις των ΗΠΑ από επενδύσεις στο εξωτερικό σε ξένες εταιρείες, μετοχές, ομόλογα κ.λπ. ανήλθαν σε 773,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πληρωμές των ΗΠΑ για τις υποχρεώσεις τους από επενδύσεις που έκαναν οι ξένοι στις ΗΠΑ ανήλθαν σε μόλις 564,9 δισεκατομμύρια δολάρια, με αποτέλεσμα ένα καθαρό κέρδος περίπου 209 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσο περίπου με το 35% των συνολικών καθαρών ιδιωτικών εγχώριων επενδύσεων των ΗΠΑ για το ίδιο έτος). Αυτό απλώς επιτάχυνε τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου.[xlvi] Όπως έγραψαν οι Baran και Sweezy το 1966 στο Monopoly Capital, “οι ξένες επενδύσεις, πέρα και έξω από το να είναι μια διέξοδος για το εγχώρια παραγόμενο πλεόνασμα, είναι ένας αποτελεσματικότατος μηχανισμός για τη μεταφορά του πλεονάσματος που παράγεται στο εξωτερικό, πίσω, στη χώρα που επενδύει. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι, φυσικά, προφανές ότι οι ξένες επενδύσεις μάλλον επιδεινώνουν παρά βοηθούν στην επίλυση του προβλήματος της απορρόφησης του πλεονάσματος”[xlvii].

Στη μεταφορά αξίας από τις αναπτυσσόμενες χώρες υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της φυγής κεφαλαίων από τον παγκόσμιο Νότο που εκτιμάται σε περισσότερα από 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2012.[xlviii] Πράγματι, κάθε μορφή χρηματοπιστωτικής συναλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και του Νότου περιλαμβάνει ένα στοιχείο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε “κέρδος από απαλλοτρίωση”, ή απλή ληστεία, αντανακλώντας τις άνισες σχέσεις εξουσίας.[xlix] Όπως γράφει ο Norfield, τα χρηματοοικονομικά “είναι ένας τρόπος για τις πλούσιες χώρες να αντλούν εισόδημα από την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία”.[l] Μια έκθεση του 2015 από το Κέντρο Εφαρμοσμένων Οικονομικών της Νορβηγικής Σχολής Οικονομικών και την Global Financial Integrity με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμά ότι οι καθαρές μεταφορές πόρων, πολλές από τις οποίες είναι παράνομες, από τις αναπτυσσόμενες χώρες (ανεξάρτητα από τις κρυφές μεταφορές που συνδέονται με την άνιση ανταλλαγή), ανήλθαν σε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2012 – και αυξάνονται σε 3 τρισεκατομμύρια δολάρια αν συμπεριληφθούν και οι αδήλωτες μεταφορές.[li]

Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να εκτιμηθεί η έκταση των κρυφών μεταβιβάσεων αξίας που οφείλονται στις άνισες σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Νότου και του Βορρά, σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος ιδιοποιείται “περισσότερη εργασία ανταλλάσσοντάς την με λιγότερα”[lii]. Μια προσέγγιση, με πρωτοπόρο τον Καναδό οικονομολόγο Gernot Köhler, χρησιμοποίησε δεδομένα ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP) για να δείξει πώς η εργασία που ενσωματώνεται σε εξαγωγικά προϊόντα από τον παγκόσμιο Νότο -δεδομένης της διαφοράς μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών- δεν αντικατοπτρίζει τι θα άξιζε αυτή η εργασία σε όρους τοπικής αγοραστικής δύναμης στην αναδυόμενη οικονομία. Σύμφωνα με τα λόγια του Jason Hickel στο The Divide:

Η μέθοδος του Köhler είναι ο υπολογισμός της διαφοράς μεταξύ των ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών (δηλαδή διορθωμένων ως προς την αγοραστική δύναμη) για τα εμπορεύσιμα αγαθά. Για παράδειγμα, φανταστείτε μια ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του δολαρίου ΗΠΑ και της ινδικής ρουπίας 1:50. Φανταστείτε τώρα ότι η Ινδία στέλνει αγαθά αξίας R1.000 στις ΗΠΑ και λαμβάνει ως αντάλλαγμα 20 δολάρια. Αυτό θα ήταν μια απόλυτα ισότιμη ανταλλαγή. Ή τουλάχιστον έτσι θα φαινόταν. Το πρόβλημα είναι ότι η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι ακριβώς ακριβής. Στην Ινδία, οι 50 ρουπίες μπορούν να αγοράσουν πολύ περισσότερα από το ισοδύναμο αγαθών αξίας 1 δολαρίου. Για παράδειγμα, μπορεί να αγοράσει αγαθά αξίας 2 δολαρίων. Έτσι, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, σε όρους αγοραστικής δύναμης, είναι 1:25. Αυτό σημαίνει ότι όταν η Ινδία έστειλε αγαθά με αξία 1.000 ρουπίες στις ΗΠΑ, ήταν στην πραγματικότητα ισοδύναμο με την αποστολή αγαθών αξίας 40 δολαρίων, όσον αφορά την αξία που οι 1.000 ρουπίες θα μπορούσαν να αγοράσουν στην Ινδία. Και όμως, η Ινδία έλαβε μόνο 20 δολάρια σε αντάλλαγμα, τα οποία σε πραγματικούς όρους αξίζουν μόνο 500 ρουπίες. Με άλλα λόγια, λόγω της στρέβλωσης μεταξύ πραγματικών και ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η Ινδία έστειλε 20 δολάρια (500 ρουπίες) περισσότερα από όσα έλαβε. Ένας τρόπος για να το σκεφτούμε αυτό είναι ότι τα εξαγώγιμα αγαθά της Ινδίας αξίζουν περισσότερο από την τιμή που λαμβάνουν στην παγκόσμια αγορά. Ένας άλλος τρόπος είναι ότι η εργασία της Ινδίας υποαμείβεται σε σχέση με την αξία που παράγει.[liii]

Τα εμπειρικά αποτελέσματα του Köhler, που βασίζονται στις Ισοτιμίες της Αγοραστικής Δύναμης (PPP), θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως ένα πρόχειρο μέτρο της μεταφοράς αξίας που παράγεται στις χώρες του Νότου (χώρες που δεν ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης [ΟΟΣΑ]), αλλά πιστώνεται στις χώρες του Βορρά (ΟΟΣΑ), μέσω αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν άνιση ανταλλαγή. Με τον τρόπο αυτό, μπόρεσε να εκτιμήσει ότι οι εν λόγω μεταφορές αξίας μόνο το 1995 ανήλθαν σε 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας απώλειες που αντιστοιχούν σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνολικού ΑΕΠ των χωρών εκτός ΟΟΣΑ.[liv] Αν και τέτοιες εμπειρικές εκτιμήσεις επιδέχονται αμφισβήτηση από διάφορες απόψεις, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την υποκείμενη πραγματικότητα ή την τάξη μεγέθους του “ιμπεριαλιστικού ενοικίου”[lv].

Όπως υποστηρίζει ο John Smith, “οι τεράστιες ροές αξίας από τον Νότο προς τον Βορρά”, που συνδέονται με τις άνισες ανταλλαγές, “καθίστανται αόρατες στις στατιστικές για το ΑΕΠ, το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές ροές”, ακριβώς επειδή η αξία που παράγεται στον Νότο παρακρατείται στον Βορρά. Όλες οι πηγές εισοδήματος, είτε πρόκειται για μισθούς, είτε για κέρδη, είτε για ενοίκια, είτε για τόκους, που προκύπτουν από τα τεράστια περιθώρια ακαθάριστου κέρδους στην παραγωγή του Νότου, απλώς καταχωρούνται ως προστιθέμενη αξία στον παγκόσμιο Βορρά, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ του Βορρά.[lvi]

Τα τεράστια κέρδη από την εξωτερική ανάθεση και άλλα μέσα παγκόσμιας παρακράτησης αξίας επιδεινώνουν περαιτέρω τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος αυτού του ιμπεριαλιστικού ενοικίου καταλήγει σε φορολογικούς παραδείσους και γίνεται ένα μέσο συσσώρευσης χρηματοοικονομικού πλούτου που συγκεντρώνεται σε ένα μικρό αριθμό εταιρειών και πλούσιων ατόμων, ενώ αποσυνδέεται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεχιζόμενη και όλο και πιο προβληματική διαδικασία παραγωγής, επενδύσεων και ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα ιμπεριαλιστικά έθνη.[lvii] Αυτό στη συνέχεια επιδεινώνει το συνολικό πρόβλημα της στασιμότητας, που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, υποαπασχόληση, αργή ανάπτυξη, αυξανόμενη ανισότητα και περιοδικές χρηματοοικονομικές φούσκες και κρίσεις.

Ο Αμίν υποστήριξε ότι το ιμπεριαλιστικό ενοίκιο είχε δύο διαφορετικές συνιστώσες. Το πρώτο ήταν το ενοίκιο που προερχόταν από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της εργασίας του Νότου. Η δεύτερη ήταν η αφαίμαξη των φυσικών πόρων από τον Νότο και οι παραβιάσεις της κυριαρχίας του από την άποψη αυτή από τις πολυεθνικές εταιρείες και τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Αν και η πρώτη μορφή ιμπεριαλιστικού ενοικίου ήταν, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, μετρήσιμη με όρους αξίας, η δεύτερη μορφή ενοικίου, εφόσον αφορούσε αξίες χρήσης (και την ιδιοποίηση από το κεφάλαιο των δωρεάν δώρων της φύσης) και όχι ανταλλακτικές αξίες, δεν ήταν.[lviii] Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ, επέμενε, είχε παράσχει τρόπους αντίληψης των οικολογικών αντιφάσεων και του οικολογικού ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός επιδίδεται σε έναν τεράστιο αγώνα για τον έλεγχο των στρατηγικών πόρων. Έχει υπολογιστεί ότι ο αμερικανικός στρατός δαπανά περίπου το 16% του βασικού του προϋπολογισμού μόνο για την άμεση διασφάλιση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου.[lix] Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς, όπως τόνισε ο Magdoff, για την έκταση στην οποία τα στρατιωτικά συμφέροντα και τα συμφέροντα των φυσικών πόρων είναι αλληλένδετα. Η στρατιωτική ηγεμονία διαδραματίζει βασικό ρόλο σε όλα τα ζητήματα διασφάλισης της οικονομικής επικράτειας και των στρατηγικών πόρων.

Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την οικονομική και πολιτικοστρατιωτική ισχύ των συγκεκριμένων κρατών στα οποία εδρεύουν, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ούτε στιγμή και από την οποία εξαρτάται η ικανότητά τους να συμμετέχουν αποτελεσματικά στον διεθνή ανταγωνισμό. Στην περίπτωση των εκατό κορυφαίων μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών στον κόσμο, τα τρία τέταρτα έχουν την έδρα τους σε έξι μόνο χώρες: Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Ελβετία. Σύμφωνα με τον Norfield,

αυτό που διακρίνει μια ιμπεριαλιστική εταιρεία δεν είναι το μέγεθός της ή η ανταγωνιστική της επιτυχία, ούτε καν η παγκόσμια σημασία της ως σημαντικός παραγωγός αγαθών ή υπηρεσιών, αν και συχνά θα είναι μια μεγάλη εταιρεία δεδομένων των πλεονεκτημάτων που απολαμβάνει. Αυτό που τη διακρίνει είναι η υποστήριξη που λαμβάνει από ένα ισχυρό έθνος-κράτος στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και τυχόν πλεονεκτήματα που αποκτά επειδή βρίσκεται σε αυτό το ιμπεριαλιστικό κράτος και ταυτίζεται με αυτό. Παρομοίως, αυτό που με οικονομικούς όρους διακρίνει ένα ιμπεριαλιστικό κράτος είναι η ικανότητά του να ασκεί εξουσία στην παγκόσμια οικονομία για λογαριασμό των “εθνικών” καπιταλιστικών εταιρειών του”.[lx]

Τέλος εποχής

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα είναι πιο επιθετικός και απεριόριστος στους στόχους του από ποτέ.[lxi] Στην παρούσα περίοδο της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ, καθώς και της οικονομικής και οικολογικής παρακμής, το καθεστώς του δολαρίου-πετρελαίου-Πενταγώνου, υποστηριζόμενο από ολόκληρη την τριάδα των ΗΠΑ/Καναδά, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, ασκεί όλη τη στρατιωτική και οικονομική του δύναμη για να αποκτήσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά πλεονεκτήματα.[lxii] Ο στόχος είναι να υποτάξει ακόμη περισσότερο τις χώρες που βρίσκονται στον πάτο της παγκόσμιας ιεραρχίας, ενώ παράλληλα να βάλει εμπόδια στις αναδυόμενες οικονομίες και να ανατρέψει όλα τα κράτη που παραβιάζουν τους κανόνες της κυρίαρχης τάξης. Οι συγκρούσεις εντός του πυρήνα, εντός της τριάδας, συνεχίζουν να υφίστανται, αλλά προς το παρόν καταστέλλονται, όχι μόνο λόγω της συντριπτικής ισχύος της αμερικανικής δύναμης, αλλά και ως αποτέλεσμα της (κοινής και συμφωνημένης στην τριάδα) ανάγκης να συγκρατηθούν η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούνται ότι αποτελούν σοβαρές απειλές για την επικρατούσα ιμπεριαλιστική τάξη. Στην Κίνα και στη Ρωσία, για διαφορετικούς αλλά συναφείς ιστορικούς λόγους, το παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν συγκροτεί έναν κυρίαρχο συνασπισμό με τον εθνικό καπιταλισμό εντός των οικονομιών τους, συνασπισμός που υπάρχει στις άλλες χώρες BRICS. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε σύγχυση, βιώνοντας φυγόκεντρες αντί για  κεντρομόλες τάσεις, που προκύπτουν από την οικονομική στασιμότητα και την αστάθεια που δημιουργείται από τα ιμπεριαλιστικά πλήγματα που προέρχονται από τις γειτονικές περιοχές, ιδίως τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας/προμήθειας, μαζί με την ενέργεια, τους πόρους και τη χρηματοδότηση, αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο με στρατιωτικοστρατηγικούς όρους. Στο επίκεντρο αυτής της αλληλένδετης, παγκοσμιοποιημένης παγκόσμιας τάξης βρίσκεται η ασταθής ηγεμονία που ασκεί η Αμερική-φρούριο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν σήμερα μια στρατηγική κυριαρχίας πλήρους φάσματος, με στόχο όχι μόνο τη στρατιωτική, αλλά και την τεχνολογική, οικονομική, ακόμη και την παγκόσμια “ενεργειακή κυριαρχία” – σε ένα σκηνικό επικείμενης πλανητικής καταστροφής και οικονομικής και πολιτικής αταξίας.[lxiii]

Σε αυτές τις επιδεινούμενες συνθήκες, οι νεοφασιστικές τάσεις έχουν επανεμφανιστεί για άλλη μια φορά, αποτελώντας την τελευταία ταξική προσφυγή του μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – μια συμμαχία μεταξύ του μεγάλου κεφαλαίου και μιας πρόσφατα κινητοποιημένης αντιδραστικής κατώτερης μεσαίας τάξης.[lxiv] Όλο και περισσότερο, ο νεοφιλελευθερισμός συγχωνεύεται με τον νεοφασισμό, εξαπολύοντας τον ρατσισμό και τον ρεβανσιστικό εθνικισμό. Τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα ειρήνης έχουν εξασθενήσει στο μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού πυρήνα, ακόμη και στο πλαίσιο μιας αναβίωσης της αριστεράς, θέτοντας και πάλι το ζήτημα του κοινωνικού ιμπεριαλισμού.[lxv]

Υπάρχει μια έννοια, βέβαια, με βάση την οποία, πολλά από αυτά που περιγράφονται είναι οικεία. Όπως σημείωσε ο Magdoff:

οι φυγόκεντρες και οι κεντρομόλες δυνάμεις συνυπήρχαν πάντα στον πυρήνα της καπιταλιστικής διαδικασίας, με άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη να κυριαρχεί. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι ειρήνης και αρμονίας εναλλάσσονταν με περιόδους διχόνοιας και βίας. Γενικά ο μηχανισμός αυτής της εναλλαγής περιλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές μορφές πάλης, με την ισχυρότερη δύναμη να αναδεικνύεται νικήτρια και να επιβάλλει τη συναίνεση στους ηττημένους. Σύντομα όμως η άνιση ανάπτυξη παίρνει τη σκυτάλη και αναδύεται μια περίοδος καινούργιου αγώνα για ηγεμονία.[lxvi]

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, ωστόσο, αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό σημείο τέλους για την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, προμηνύοντας είτε μια πλανητική καταστροφή είτε μια νέα επαναστατική αρχή. Η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Γήινου Συστήματος δίνει νέα επείγουσα σημασία στον πανάρχαιο συλλογικό αγώνα για “ελευθερία γενικά”.[lxvii] Ο ευρύτερος ανθρώπινος αγώνας πρέπει να στηριχθεί στη συνεχιζόμενη επαναστατική αντίσταση των εργαζομένων και των λαών του παγκόσμιου Νότου, με στόχο πρώτα και κύρια την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, ως παγκόσμιας εκδήλωσης του καπιταλισμού. Η εργασία στα έθνη του πυρήνα δεν μπορεί να είναι ελεύθερη μέχρι η εργασία στα έθνη της περιφέρειας να είναι ελεύθερη και ο ιμπεριαλισμός να καταργηθεί.[lxviii] Αυτό που ο Μαρξ ονόμασε σοσιαλισμό, μια κοινωνία βιώσιμης ανθρώπινης ανάπτυξης, μπορεί να οικοδομηθεί μόνο σε παγκόσμια βάση. Όλες οι καταπιεστικές, αδικαιολόγητες, εκμεταλλευτικές σχέσεις πρέπει να φύγουν και η ανθρωπότητα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσει με νηφάλιες αισθήσεις τις σχέσεις της με το είδος της και την ενότητά της με τη γη.[lxix]

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Αναφορές

[i] (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939): Ιμπεριαλισμός: Το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939). Όταν εκδόθηκε το 1917, ο τίτλος του φυλλαδίου του Λένιν ήταν Ιμπεριαλισμός: Το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού. Βλ. Β. Ι. Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους (Μόσχα: Progress, 1977), 640-41, 801. Τονίζοντας αυτό το γεγονός, ο Witold Kula, ένας Πολωνός ιστορικός, έγραψε το 1963: “Οι μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ αυτών των διατυπώσεων είναι θεμελιώδεις. Ο προσδιορισμός “το νεότερο [πιο πρόσφατο] στάδιο” αναφέρεται στο παρελθόν… ενώ ο προσδιορισμός “το υψηλότερο στάδιο” λέει κάτι περισσότερο, επίσης για το μέλλον- ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει “υψηλότερο στάδιο” από αυτό”. Ο Kula αναφέρεται στο John Bellamy Foster και Henryk Szlajfer, εισαγωγή στο The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 21. Σύμφωνα με αυτό, ο Λένιν αναφέρεται γενικά στο πραγματικό κείμενο της μπροσούρας του στον ιμπεριαλισμό ως την “τελευταία φάση” ή το “τελευταίο στάδιο” του καπιταλισμού, σύμφωνα με τον υπότιτλο του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ: Η τελευταία φάση του καπιταλισμού.

[ii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 78, 81-82, 88, 92. Ήταν στο άρθρο του “Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού” τον Οκτώβριο του 1916 που ο Λένιν έδωσε για πρώτη φορά πρωταρχική έμφαση στην αντίληψη του ιμπεριαλισμού ως το υψηλότερο στάδιο, σε αντίθεση με το νεότερο ή πιο πρόσφατο στάδιο, με βάση αυτό που θεωρούσε ως “θνησιγενή” χαρακτήρα του καπιταλισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτό βοηθά στην εξήγηση της μεταγενέστερης αλλαγής του τίτλου της μπροσούρας του, μετά την πρώτη δημοσίευσή της το 1917. Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 23 (Μόσχα: Progress, 1964), 105-20. Σε απάντηση στον Λένιν, ο Σαμίρ Αμίν έχει γράψει ότι “ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένα στάδιο, ούτε καν το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού: από την αρχή είναι εγγενής στην επέκταση του καπιταλισμού”. Samir Amin, “Imperialism and Globalization”, Monthly Review 53, αρ. 2 (Ιούνιος 2001): 6. Ο Λένιν, ωστόσο, χρησιμοποίησε τον όρο με διπλή έννοια, για να αναφερθεί τόσο στον ιμπεριαλισμό γενικά, που ανατρέχει στην αρχή του καπιταλισμού, όσο και (με πιο εστιασμένο τρόπο) για να αναφερθεί σε αυτό που ονομάστηκε στην εποχή του “νέος ιμπεριαλισμός” ή ιμπεριαλιστικό (μονοπωλιακό) στάδιο του καπιταλισμού.

[iii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 13-14, 85, 88, 91. Για όσους πιστεύουν ότι ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν ήταν έργο μιας στιγμής, είναι χρήσιμο να δούμε τις πάνω από 700 σελίδες σημειώσεων, που περιέχουν αποσπάσματα από 148 βιβλία και 232 άρθρα στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, τις οποίες πήρε για την προετοιμασία της συγγραφής του. Βλέπε Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 39 (Μόσχα: Progress, 1968), 20.

[iv] Rudolf Hilferding, Finance Capital (Λονδίνο: Routledge, 1981)- Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1951), Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1929). Αν και από πολλές απόψεις συμπληρωματική προς τη μεταγενέστερη ανάλυση του Λένιν, η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον ιμπεριαλισμό ως κυρίως καταστροφή και αφομοίωση των προκαπιταλιστικών εξωτερικών περιοχών αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό τη θεωρία της, σημειώνουν οι Utsa και Prabhat Patnaik, “ως μια μόνιμη σχέση υπό τον καπιταλισμό”. Utsa and Prabhat Patnaik, A Theory of Imperialism (New York: Columbia University Press, 2017), 87.

[v] Lenin, Imperialism, 89. Όσον αφορά την εργατική αριστοκρατία, ο Λένιν επέμεινε ότι “ένα προνομιούχο ανώτερο στρώμα του προλεταριάτου στις ιμπεριαλιστικές χώρες ζει εν μέρει εις βάρος εκατοντάδων εκατομμυρίων στα [λεγόμενα] απολίτιστα έθνη” (Συλλεγμένα έργα, τόμος 23, 107). (Σημείωση: Ενώ έκανε διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων εθνών, ο Λένιν έβαλε εισαγωγικά γύρω από το πρώτο και το αντιμετώπισε, όπως και στη σοσιαλιστική παράδοση, ως ευφημισμό για τον καπιταλισμό). Για την ιστορική βάση της αντιμετώπισης της εργατικής αριστοκρατίας από τον Λένιν, βλέπε Eric Hobsbawm, “Lenin and the ‘Aristocracy of Labor'”, στο Lenin Today, εκδ. Paul M. Sweezy and Harry Magdoff (New York: Monthly Review Press, 1970), 47-56.

[vi] Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους, τόμος 3 (Μόσχα: Progress, 1975), 246, 372-78. Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό έχει συχνά μετατραπεί σε μια απλοϊκή θεωρία περί πλεονάσματος στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη και εξαγωγής κεφαλαίου, που έχει τις ρίζες της στην υποκατανάλωση. Αυτή η υπερβολικά χονδροειδής ερμηνεία του Λένιν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του επιδραστικού Ιμπεριαλισμού του Μπιλ Γουόρεν: Pioneer of Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1980), 50-83. Για μια έντονη κριτική αυτής της απλοϊκής άποψης, βλέπε Prabhat Patnaik, Whatever Happened to Imperialism and Other Essays (Νέο Δελχί: Tulika, 1995), 80-101.

[vii] S. Stavrianos, Global Rift (Νέα Υόρκη: William Morrow and Company, 1981), 623-24.

[viii] Mark Blaug, “Τα οικονομικά του ιμπεριαλισμού”, στο Economic Imperialism, εκδ. Kenneth E. Boulding and Tapan Mukerjee (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1972), 142-55. Benjamin J. Cohen, The Question of Imperialism (New York: Basic, 1973), 99-141. Barrington Moore, Jr., The Causes of Human Misery (Boston: Beacon, 1972), 117-32. Robert W. Tucker, The Radical Left and American Foreign Policy (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1971).

[ix] Harry Magdoff, The Age of Imperialism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1969)- Harry Magdoff, Imperialism: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1978).

[x] Για μια ένδειξη του πόσο πιο έμπειρος ήταν ο Magdoff στη χρήση οικονομικών στατιστικών από τους επικριτές του, βλέπε “A Technical Note”, στο Imperialism, 11-14.

[xi] Magdoff, Η εποχή του ιμπεριαλισμού, 18-19.

[xii] Ernest Mandel, εισαγωγή στη σχεδιαζόμενη Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος 1, Karl Marx (Λονδίνο: Penguin, 1976), 27-28- John Bellamy Foster, “The Imperialist World System”, Monthly Review 59, no. 1 (Μάιος 2007): 1-16. Ο Σαμίρ Αμίν, στο έργο του, ασχολείται με το φάσμα των ερωτημάτων που ο Μαρξ σκόπευε να θέσει στους τόμους 5 και 6 του Κεφαλαίου, αλλά όχι όπως θα το προσέγγιζε ο Μαρξ στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά μάλλον σε σχέση με τα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα. Βλέπε Samir Amin, Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value (New York: Monthly Review Press, 2018), 131-35.

[xiii] Magdoff, Imperialism, 239- Bernard Baruch, πρόλογος στο The Revolution in World Trade and American Economic Policy, Samuel Lubell (New York: Harper, 1955), xi- Magdoff, The Age of Imperialism, 182.

[xiv] Magdoff, Imperialism, 260-61.

[xv] Magdoff, Imperialism, 110-11

[xvi] Magdoff, The Age of Imperialism, 67-113

[xvii] Prabhat Patnaik, “Whatever Happened to Imperialism?”, Monthly Review 42, αρ. 6 (Νοέμβριος 1990): 1-14.

[xviii] Andre Gunder Frank, “The Development of Underdevelopment”, Monthly Review 18, no. 4 (Σεπτέμβριος 1966): Harry Magdoff, “A Note on the Communist Manifesto”, Monthly Review 50, no. 1 (Μάιος 1998): 11-13, αναδημοσίευση σε αυτό το τεύχος.

[xix] Bill Warren, “Ιμπεριαλισμός και καπιταλιστική εκβιομηχάνιση”, New Left Review 181 (1973): Warren, Imperialism: 4, 43, 48, 82: Ιμπεριαλισμός: Πρωτοπόρος του καπιταλισμού, 48. Ο Warren, σε αντίθεση με πολλούς μεταγενέστερους μαρξιστές θεωρητικούς, γνώριζε το ρόλο του Λένιν στην άνοδο της θεωρίας της εξάρτησης στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919. Βλέπε Warren, Imperialism: Pioneer of Capitalism, 97-98- Research Unit for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, Monthly Review 59, no. 7 (Δεκέμβριος 2007): 42-50. Ο ισχυρισμός του Warren ότι ο Μαρξ έβλεπε τον ιμπεριαλισμό να παίζει εποικοδομητικό ρόλο σε σχέση με την εκβιομηχάνιση καταρρίφθηκε στο Kenzo Mohri, “Marx and ‘Underdevelopment’, “Monthly Review 30, no. 11 (April 1979): 32-42, και Suniti Kumar Ghosh, “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): 39-53. Μια πιο πρόσφατη αντίκρουση, που βασίζεται σε ορισμένα νέα υλικά, είναι το Kevin Anderson, Marx at the Margins (Chicago: University of Chicago Press, 2016).

[xx] Giovanni Arrighi, The Geometry of Imperialism (London: Verso, 1983), 171-73- Giovanni Arrighi, “Lineages of Empire”, στο Debating Empire, επιμ. Gopal Balakrishnan (Λονδίνο: Verso, 2003), 35. Στο The Long Twentieth Century, ο Arrighi παραιτήθηκε πλήρως από την ανάλυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της μονοπωλιακής δύναμης στην εξέλιξη της σύγχρονης γιγαντιαίας εταιρικής επιχείρησης -εγκαταλείποντας έτσι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού που ο Λένιν είχε ταυτίσει με τον ιμπεριαλισμό- επιλέγοντας μάλλον να αντικαταστήσει τη νεοκλασική ανάλυση του κόστους συναλλαγών ως επαρκή εξήγηση για την ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century (Λονδίνο: Verso, 1994), 218-19, 239-43.

[xxi] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000), 178, 234, 332-35- Thomas L. Friedman, The World Is Flat (Νέα Υόρκη: Farrar, Strauss, and Giroux, 2005)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992).

[xxii] Ellen Meiksins Wood, “A Manifesto for Global Capitalism?”, στο Debating Empire, 61-82- John Bellamy Foster, “Imperialism and ‘Empire'”, Monthly Review 53, no. 7 (Δεκέμβριος 2001): 1-9.

[xxiii] Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism (Λονδίνο: Verso, 2013), 12, 26, 275- Tony Norfield, The City (Λονδίνο: Verso, 2017), 14-17- Peter Gowan, The Global Gamble (Λονδίνο: Verso, 1999), 19-38.

[xxiv] William I. Robinson, A Theory of Global Capital (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2004), 44-49- John A. Hobson, Imperialism: James Nisbet and Company, 1902).

[xxv] William I. Robinson, Into the Tempest (Σικάγο: Haymarket, 2018), 99-121. Σχετικά με τις εμπειρικές αδυναμίες της θέσης του υπερεθνικού κεφαλαίου, βλέπε “Υπερεθνικός καπιταλισμός ή συλλογικός ιμπεριαλισμός”, Pambazuka News, 23 Μαρτίου 2011- Ha-Joon Chang, Things They Don’t Tell You About Capitalism (New York: Bloomsbury, 2010), 74-87- Ernesto Screpanti,Global Imperialism and the Great Crisis (New York: Monthly Review Press, 2014), 57-58.

[xxvi] David Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, στο A Theory of Imperialism, Patnaik and Patnaik, 169, 171- David Harvey, “Realities on the Ground: David Harvey Replies to John Smith,” Review of African Political Economy blog, 5 Φεβρουαρίου 2018- David Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, (συμβολή σε συζήτηση για το θέμα αυτό που παρουσιάστηκε στο Center for Public Scholarship, New School for Social Research, Νέα Υόρκη, 1 Μαΐου 2017), διαθέσιμο στο YouTube. Στα προηγούμενα έργα του, ο Harvey ήταν αρκετά δεκτικός στην έννοια του ιμπεριαλισμού, όπως στο άρθρο του 1975 με τίτλο “The Geography of Capital Accumulation”, το οποίο αναδημοσιεύεται στο David Harvey, Spaces of Capital (New York: Routledge, 2001), 260-61. Βλέπε επίσης David Harvey, The Limits to Capital (1982- ανατύπωση, Λονδίνο: Verso, 2006), 439-42.

[xxvii] David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003), 7, 27, 163, 209-11- Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”.

[xxviii] Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, 169.

[xxix] Harvey, “Realities on the Ground (Πραγματικότητες στο έδαφος)”.

[xxx] David Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2014), 135. Ο Harvey λέει ότι το “rent seeking”, όπως χρησιμοποιείται από τον Joseph Stiglitz για να αναφερθεί στην αρπαγή του πλούτου και όχι στη δημιουργία του, “δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν ευγενικό και μάλλον ουδέτερο ηχητικά τρόπο να αναφερθεί κανείς σε αυτό που εγώ ονομάζω “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”” (Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism, 133). Θα μπορούσαμε να πούμε, με τη σειρά μας, ότι η “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης” είναι απλώς ένας ευγενικός και μάλλον ουδέτερος τρόπος να αναφερθούμε σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε απαλλοτρίωση (ή κέρδος από απαλλοτρίωση).

[xxxi] Karl Marx, Capital, vol. 1 (Λονδίνο: Penguin, 1976), 915. Σχετικά με την έννοια του Μαρξ “κέρδος από απαλλοτρίωση” (ή κέρδος από αλλοτρίωση), βλ. John Bellamy Foster και Brett Clark, “The Expropriation of Nature“, Monthly Review 69, no. 10 (Μάρτιος 2018): 1-27.

[xxxii] Marquess of Salisbury αναφέρεται στο Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (New York: Monthly Review Press, 1957), 145.

[xxxiii] Utsa Patnaik, “Revisiting the ‘Drain,’ or Transfers from India to Britain in the Context of Global Diffusion of Capitalism,” στο Agrarian and Other Histories, ed. Shubhra Chakrabarti και Utsa Patnaik (Νέο Δελχί: Tulika, 2017), 311.

[xxxiv] Magdoff, Globalization, 4, 41.

[xxxv] Atilio Borón, “Empire” and Imperialism (Λονδίνο: Zed, 2005), 3.

[xxxvi] Amin, Modern Imperialism, 162, 193-95.

[xxxvii] John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review, 2012), 76-77.

[xxxviii] Intan Suwandi, R. Jamil Jonna και John Bellamy Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, Monthly Review 70, no. 10 (Μάρτιος 2019): 1-24.

[xxxix] Σχετικά με τον παγκόσμιο εφεδρικό στρατό, βλέπε Foster and McChesney, The Endless Crisis, 125-54.

[xl] Tony Norfield, “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, στο Struggle in a Time of Crisis, επιμ. Nicolas Pons-Vignon και Mbuso Nkosi (Λονδίνο: Pluto, 2015), 23-28- John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2016), 13-16.

[xli] Suwandi, Jonna και Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, 14-15.

[xlii] Norfield, “T-Shirt Economics”, 25-26.

[xliii] Foster και McChesney, The Endless Crisis, 140-41.

[xliv] Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, πίνακας 4α. Employment by Aggregate Sector (by Sex), στο Key Indicators of the Labour Market(KILM), 8th ed. (Geneva: International Labour Office, 2014)- “Economic Groups and Composition,” United Nations Conference on Trade and Development, http://unctadstat.unctad.org.

[xlv] Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, “Non-Equity Modes of International Production and Development”, στο World Investment Report, 2011 (Γενεύη: Ηνωμένα Έθνη, 2011), 123, 132.

[xlvi] Norfield, The City, 9, 169- Federal Reserve Bank of St. Louis Economic Research, FRED,Net Domestic Investment: Private: Domestic Business, πρόσβαση 18 Μαΐου 2019- Stephanie E. Curcuru και Charles P. Thomas, “The Return on U.S. Direct Investment at Home and Abroad,” International Finance Discussion Papers, no. 1057, Board of Governors of the Federal Reserve System, Οκτώβριος 2012.

[xlvii] Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 107-08.

[xlviii] Dev Kar και Guttorm Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens (Λονδίνο: Global Financial Integrity, Norwegian School of Economics, 2015), 19- Jason Hickel, The Divide (Νέα Υόρκη: W. W. Norton, 2017), 27.

[xlix] Karl Marx and Frederick Engels, Collected Works, vol. 30 (New York: International, 1975), 59.

[l] Norfield, The City, 76.

[li] Kar και Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens, 15-17.

[lii] Karl Marx, Capital, τόμος 3 (Λονδίνο: Penguin, 1981), 345.

[liii] Hickel, The Divide, 290-91.

[liv] Gernot Köhler, “The Structure of Global Money and World Tables of Unequal Exchange”, Journal of World-System Research 4 (1998): 145-68, Gernot Köhler, Global Keynesianism: Global Keynesianism: Unequal Exchange and Global Exploitation (New York: Nova Science, 2002), 43-100- Gernot Köhler, “Unequal Exchange 1965-1995”, Νοέμβριος 1988- Hickel, The Divide, 290-91. Ο Zak Cope, βασιζόμενος σε διάφορους τρόπους υπολογισμού της μεταφοράς αξίας μέσω άνισης ανταλλαγής, κατέληξε σε στοιχεία για το 2009 ύψους 2,6-4,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε. Zak Cope, Divided World Divided Class (Μόντρεαλ: Kersplebedeb, 2012), 262.

[lv] Amin, Modern Imperialism, 223-25.

[lvi] John Smith, “Το κεφάλαιο του Μαρξ και η παγκόσμια κρίση”, στο The Changing Face of Imperialism, εκδ. Sunanda Sen and Maria Cristina Marcuzzo (London: Routledge, 2018), 43-45. Imperialism in the Twenty-First Century, 252. Tony Norfield, “Imperialism, a Marxist Understanding”, Socialist Economist, 22 Μαρτίου 2019. Για τα ευρύτερα ζητήματα της παρακράτησης της αξίας, βλ. Mariana Mazzucato, The Value of Everything (New York: PublicAffairs, 2018).

[lvii] Ο ρόλος των “νησιών θησαυρού”, κυρίως στην Καραϊβική, αναδεικνύει το τεράστιο υπεράκτιο κεφάλαιο στους φορολογικούς παραδείσους. Βλέπε Nicholas Shaxson, Treasure Islands (Νέα Υόρκη: Palgrave-Macmillan, 2011). Ο Thomas Piketty έχει επίσης επισημάνει το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των επενδύσεων/ανάπτυξης (ο παραδοσιακός ρόλος του κεφαλαίου) και της συσσώρευσης πλούτου. Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014).

[lviii] Amin, Modern Imperialism, 110-11.

[lix] ” The Military Cost of Defending the Global Oil Supply”, Securing America’s Future Energy, 21 Σεπτεμβρίου 2018.

[lx] Norfield, The City, 123, 126.

[lxi] Για τη στροφή προς έναν πιο επιθετικό ιμπεριαλισμό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βλ. John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006).

[lxii] Η γεωοικονομία αντιπροσωπεύει την αναβίωση του οικονομικού πολέμου. Για τη σχετική μεγάλη στρατηγική που εκπορεύεται από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, βλέπε Robert D. Blackwill και Jennifer M. Harris, War by Other Means (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2016).

[lxiii] Donald Trump, “President Trump Vows to Usher in Golden Era of American Energy Dominance”, 30 Ιουνίου 2017, http://whitehouse.gov.

[lxiv] Βλέπε John Bellamy Foster, Trump in the White House (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2017).

[lxv] Για την ιστορία του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, βλέπε Bernard Semmel, Imperialism and Social Reform (Garden City, NY: Doubleday, 1960).

[lxvi] Magdoff, Globalization, 4-5.

[lxvii] Μαρξ και Ένγκελς, Συλλεγμένα έργα, τόμος 1, 180.

[lxviii] ” Ένα ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα [στον Βορρά] δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν αντιταχθεί ανυποχώρητα στους αυτοκρατορικούς πολέμους, στην παραγωγή και πώληση όπλων, στη διείσδυση του στρατού στις τοπικές οικονομίες και στην καθημερινή ζωή, στον πατριωτισμό των σημαιών και των εθνικών ύμνων, στο μάντρα ότι όλοι πρέπει να υποστηρίξουμε τα στρατεύματα της χώρας μας. Στον Παγκόσμιο Βορρά ο εθνικισμός είναι μια ασθένεια που εμποδίζει την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργατικής τάξης που είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη απελευθέρωση”. Michael D. Yates, Can the Working Class Change the World? (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2018), 160.

[lxix] Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1964), 7.