Πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο: αναζητούνται «προβοκάτορες»

Οι επέτειοι είναι μια ευκαιρία ανασκόπησης αλλά και αναθεώρησης. Αυτό γίνεται κατά κόρον από τη μεριά της άρχουσας τάξης επιδιώκοντας να εμπεδώσει έναν όλο και καλύτερο συσχετισμό για τα συμφέροντά της. Για την απέναντι πλευρά, για το ανταγωνιστικό στρατόπεδο, αν κάτι έχει σημασία από την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν είναι μόνο η ανάκληση της ιστορικής μνήμης και η τιμή στην εξέγερση, αλλά και η υπενθύμιση ότι η ιστορία του Πολυτεχνείου καθορίζεται από την κομμουνιστική Αριστερά που δεν διαθέτει μόνο το όνομα, αλλά και την ουσία. Δηλαδή την επαναστατική Αριστερά. Την Αριστερά που στις επόμενες δεκαετίες υποχώρησε και σήμερα απουσιάζει.

Μια επέτειος που δεινοπαθεί

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ταλαιπωρήθηκε ως ιστορική και πολιτική αναφορά ακριβώς όπως ταλαιπωρήθηκε και η έννοια της Μεταπολίτευσης. Κατά τις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν την εξέγερση, το Πολυτεχνείο ήταν ιερό και απαραβίαστο. Πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι περιποιούσαν τιμή στον Νοέμβρη, καθώς ακόμα τροφοδοτούσε με καύσιμα το απαραίτητο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης. Αποκρύφτηκαν οι αντιθέσεις που υπήρξαν μέσα στην εξέγερση και στην πορεία προς αυτήν, αλλά και όσες ακολούθησαν κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της νεαρής δημοκρατίας. Ήταν χρήσιμη για την αστική εξουσία μια ενιαία και αδιάσπαστη συναίνεση προς τη «δημοκρατία», τη μακροβιότερη, σταθερότερη και ευρωπαϊκότερη φυσικά δημοκρατία που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Επομένως το Πολυτεχνείο ως εναρκτήρια σπίθα της Μεταπολίτευσης κοβόταν και ραβόταν στα μέτρα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά περιβαλλόταν ταυτόχρονα με αίγλη και τιμή. Το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση ήταν θετικά ορόσημα που «επιβεβαίωναν» ότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν στη Χούντα, ότι εκτιμούσαν τη Δημοκρατία και ότι όλοι μαζί συναινούσαν στην ομαλή ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έκτοτε. Ήταν τα χρόνια της σταθεροποίησης. Η εξουσία της αστικής τάξης δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά, αλλά ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός ενίοτε έφερνε παραστρατήματα και ανορθογραφίες. Το λαϊκό κίνημα κατά την πρώτη περίοδο έχει ρόλο, και επομένως το κοινωνικό συμβόλαιο είναι απαραίτητο.

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, και κυρίως η τελευταία δεκαετία των 50 χρόνων που πέρασαν από την εξέγερση του Νοέμβρη, αλλάξαν τα πρόσημα της αναφοράς. Η Μεταπολίτευση έγινε κάτι αναχρονιστικό, το Πολυτεχνείο έγινε αν όχι επιζήμιο, ίσως παλαιολιθικό και πάντως σίγουρα μια μυθολογική κατασκευή. Από εκεί που η Μεταπολίτευση και το Πολυτεχνείο συνιστούσαν αντικείμενο τιμής και μνήμης, έστω μουσειακής και αποστεωμένης, κρατικής και γραφειοκρατικής, η Μεταπολίτευση άρχισε να ενοχοποιείται, καθώς κατά τον κυρίαρχο λόγο συμπυκνώνει όλα τα δεινά της σύγχρονης Ελλάδας, δηλαδή την ισχυρή παρουσία του λαϊκού κινήματος, την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, το ηθικό της πλεονέκτημα, τις εργατικές διεκδικήσεις, τον αντιμπεριαλισμό και τον αντιαμερικανισμό. Πράγματα που σήμερα οφείλουν να θεωρούνται ξεπερασμένα και θλιβερά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Η Μεταπολίτευση στα νάματα της οποία ορκίζονταν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, μέχρι και τη δεκαετία του ‘90, έγινε στη μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα συνώνυμο της ελληνικής καθυστέρησης, της οπισθοδρόμησης, της πολιτικής και ιδεολογικής γραφικότητας. Αυτή η αλλαγή ήταν έκφραση του συσχετισμού που αλλάζει. Σήμαινε ότι το κοινωνικό συμβόλαιο πλέον δεν είναι απαραίτητο γιατί η αστική τάξη δεν έχει αντίπαλο. Αν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι πλέον απαραίτητο, δεν είναι απαραίτητη ούτε η θετική αναφορά στη Μεταπολίτευση, ούτε η διθυραμβική τιμή στο Πολυτεχνείο.

Μέσα σε μισό αιώνα, το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση πέρασαν από τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας, στη «λάθος». Και αν το Πολυτεχνείο είναι πιο δύσκολο να καταγγελθεί, λόγω της βαρύτητας της εξέγερσης, της βίας της χούντας, του ηρωισμού των εξεγερμένων και του αίματος που χύθηκε, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση, ενοχοποιείται πιο εύκολα και ανέξοδα από το Πολυτεχνείο, καθώς σε αυτήν, εύκολα μπορούν να χρεωθούν όλα εκείνα που θυμίζουν ότι τον εικοστό αιώνα ο καπιταλισμός δεν ήταν ασύδοτος, δεν ήταν ανεξέλεγκτος, είχε αντίπαλο. Στη Μεταπολίτευση οι εργάτες έκαναν απεργίες, οι εργαζόμενοι είχαν δικαιώματα, οι δεξιές κυβερνήσεις κρατικοποιούσαν επιχειρήσεις, το κράτος πρόνοιας δεν ήταν εξτρεμιστικό αίτημα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν ήταν τρομοκρατία, οι Αμερικανοί ήταν φονιάδες των λαών, η κόκκινη σημαία ανέμιζε ακόμα (όπως κι αν ανέμιζε) στο Κρεμλίνο, το πολιτικό σύστημα δεν χειροκροτούσε τα εγκλήματα του σιωνισμού και η παλαιστινιακή σημαία δεν ήταν παράνομη. Αυτή η Μεταπολίτευση, έχει πλέον αρνητικό φορτίο για την αστική εξουσία και τους ιστορικούς και διανοούμενούς της.

Τα σκάγια όμως παίρνουν και το Πολυτεχνείο, στο οποίο οι πιο τοξικές φωνές της αστικής διανόησης ανακάλυψαν (καθυστερημένα είναι αλήθεια) ότι η εξέγερση έφερε τη χούντα του Ιωαννίδη και επομένως και την τραγωδία της Κύπρου, ενώ, οι πιο σοβαροί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης προτιμούν να αποκαθηλώνουν λίγο λίγο το Πολυτεχνείο, υπερτονίζοντας τη σημασία του ως «καταστατικού μύθου» για την πτώση της Χούντας και τη μεταπολιτευτική δημοκρατία. Η φετινή σημαδιακή επέτειος του μισού αιώνα προσφέρεται ιδιαίτερα για μια τέτοια αναθεώρηση, για μια απομυθοποίηση και αποκαθήλωση της ιστορίας πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η Αριστερά και γενιές παλιών και νέων αγωνιστών.

Να υπερασπίσουμε το Πολυτεχνείο, να το ξεχωρίσουμε από τη Μεταπολίτευση, να υπερασπίσουμε (κριτικά) τη Μεταπολίτευση

Η σύγχρονη κυρίαρχη αφήγηση για το Πολυτεχνείο, είτε θέλει να το αμαυρώσει ως απερισκεψία που επέφερε δεινά (εννοώντας τη Χούντα Ιωαννίδη και τον Αττίλα), είτε θέλει να το αποκαθηλώσει σταδιακά, κατατάσσει το Πολυτεχνείο στην εννοιολογική κατηγορία του μύθου. Μιλά δηλαδή για τις μυθολογίες, τις ψεύτικες ιστορίες αγώνων και ηρωισμού που έστησε η Αριστερά (ως δύναμη που «καπηλεύτηκε» ή ιδιοποιήθηκε την εξέγερση). Αν τελειώσουν λοιπόν αυτές οι μυθολογίες θα δούμε όλοι από κοινού ότι τα πολιτικά διλήμματα κακώς οξύνθηκαν, ότι η Δεξιά αδίκως ενοχοποιήθηκε, ότι η ασυλία που απολάμβαναν μεταπολιτευτικά οι φοιτητές και οι συνδικαλιστές, ή η ασυδοσία των αιτημάτων των εργαζομένων, καθυστέρησαν την ανάπτυξη της χώρας και την πορεία της στο σύγχρονο μετακομμουνιστικό κόσμο. Η αποκαθήλωση του Πολυτεχνείου ως κάτι πολιτικά περιορισμένου («πόσοι ήταν; Λίγες χιλιάδες φοιτητές»), και χρονικά πεπερασμένου («έπεσε η Χούντα. Τι θέλετε τώρα;»), σημαίνει ότι κακώς ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός. Αυτή η αφήγηση καταλήγει στη λύτρωση ότι επιτέλους σήμερα είναι κοινός τόπος ότι αυτά είναι τρέλες και παραδοξότητες, ότι δεν γίνεται να αμφισβητούνται οι βασικές συντεταγμένες της πορείας της χώρας και το κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο που έχει οριστεί από το 1945.

Η Μεταπολίτευση θεωρείται συνέχεια του Πολυτεχνείου, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και άρνησή του. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου που συμπίπτει με τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας. Ο Καραμανλής ορίζει την ημερομηνία των εκλογών στις 17/11, ακριβώς ένα χρόνο μετά την εξέγερση, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να επισκιάσει την αίγλη του Πολυτεχνείου, αλλά και να επανανοηματοδοτήσει το Πολυτεχνείο ως απλή επιζήτηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ΚΝΕ ζητά να μεταφερθεί ο εορτασμός λίγες μέρες μετά. Η επαναστατική Αριστερά και μεγάλο τμήμα του φοιτητικού κινήματος, αντιδρά, θεωρώντας ότι το Πολυτεχνείο δεν είναι κινητή εορτή και τιμά την εξέγερση με πορεία δεκάδων χιλιάδων, (από την οποία απουσιάζει η επίσημη Αριστερά), προς την Καισαριανή, με κεντρικό σύνθημα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο. Για πρώτη φορά επιχειρείται η ένταξη της εξέγερσης στην ιστορική συνέχεια των μεγάλων στιγμών της κομμουνιστικής Αριστεράς του εικοστού αιώνα. Η ομαλή πορεία προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την περίοδο της Μεταπολίτευσης δεν είναι συνέχεια ή μετεξέλιξη της εξέγερσης. Είναι περισσότερο αναίρεση και άρνηση, πολιτική μετάλλαξη από το νόημα που κληροδότησε ο Νοέμβρης.

Κατά τη Μεταπολίτευση συγκρούονται δύο ανταγωνιστικά συνθήματα κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου: «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» από τη μια, «ο αγώνας τώρα συνεχίζεται» από την άλλη. Οι πρώτοι εννοούν ένα πλήθος από αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα, αλλά σε τελικά ανάλυση ενιαία στη βασική τους λογική πράγματα: Αποκατάσταση της δημοκρατίας, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ελεύθερες εκλογές, ελεύθερο συνδικαλισμό, φοιτητικό ριζοσπαστισμό, άνοδος του ΠΑΣΟΚ, συγκυβέρνηση με την Αριστερά σε Δήμους, συνδικάτα, συλλόγους. Οι δεύτεροι, με όλες τις τυχόν μεγαλοστομίες τους, εννοούν ότι το Πολυτεχνείο παραμένει αδικαίωτο. Και ότι όλες οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης που χαιρετίζονται πανηγυρικά, περισσότερο λειτουργούν ως καταλύτης ενσωμάτωσης, παρά ως νέα πεδία πάλης των λαϊκών μαζών. Το να θεωρείται η Μεταπολίτευση ότι είναι η «δικαίωση» του Πολυτεχνείου, συντελεί στην απαξίωση της εξέγερσης. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» αρχίζει και ταυτίζεται με την εξαργύρωση των αγωνιστικών ενσήμων ορισμένων την προς ακαδημαϊκή, πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναρρίχηση. Στην πορεία, αυτή η «γενιά» φορτώνεται όλα τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από τα σκάνδαλα και τη μεγάλη διαπλοκή, μέχρι τη μικρή διαφθορά και το αργόσχολο δημόσιο. Το ΠΑΣΟΚ συντελεί στο μέγιστο βαθμό στην «κρατικοποίηση» του Πολυτεχνείου στρατολογώντας στελέχη της εξέγερσης που μέχρι τη δεκαετία του 80 ανήκαν στην Αριστερά. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι στην πορεία ορισμένες από τις μεταλλάξεις γίνονται ακόμα πιο κακοήθεις. Άνθρωποι που πέρασαν από την αντιδικτατορική πάλη και συμμετείχαν στην εξέγερση, μετασχηματίζονται σε συνήγορους της εξουσίας (της οποιασδήποτε εξουσίας, από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ μέχρι τη Δεξιά και το μνημονιακό ακραίο κέντρο), ενώ οι τοξικότερες περιπτώσεις αυτών, στρατεύονται επιθετικά εναντίον της Αριστεράς. Δεν έχουμε στην περίπτωση αυτή μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στην εξέγερση, αλλά μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που είδε το φως το αληθινό, ανένηψε και τώρα τάσσεται μαχητικά υπέρ της Δεξιάς.

Το να ξεχωρίσουμε, να διακρίνουμε ή ακόμα και να φέρουμε σε αντιπαράθεση το Πολυτεχνείο με τη Μεταπολίτευση, το κοινωνικοπολιτικό συμβόλαιο και το διαδοχικό ξεδόντιασμα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, δεν πρέπει να σημαίνει και αδιαφορία μπροστά στην επιθετική παλινόρθωση της άρχουσας τάξης που βυσσοδομεί εναντίον της Μεταπολίτευσης και των κοινωνικών κεκτημένων που συμπυκνώνονται σε αυτήν. Η Μεταπολίτευση υμνήθηκε για τους λάθος λόγους και κατηγορείται για εξίσου λάθος λόγους. Υμνήθηκε για το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο που λειτούργησε -θωρακίζοντας έτσι την αστική πολιτική- και κατηγορήθηκε για τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό που έφερε και τις κατακτήσεις που αυτός ο συσχετισμός κατοχύρωσε μέχρι ένα τουλάχιστον σημείο. Ισχύει ωστόσο το ανάποδο. Η Μεταπολίτευση ως συσχετισμός δύναμης που αποτελεί ανάχωμα στην κοινωνική βαρβαρότητα αξίζει της υπεράσπισής μας, ενώ ως λύση που διασφάλιζε την ομαλή αλλαγή φρουράς (κατά τη διατύπωση του Α.Παπανδρέου) και την θωράκιση του αστικού πλαισίου εξουσίας, απαιτεί την κριτική μας.

Το Πολυτεχνείο ως όξυνση των αντιθέσεων

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι μια διαδικασία που τροφοδοτείται από δύο πλευρές: Από τη μια, η στρατιωτική δικτατορία επιχειρεί το πείραμα της φιλελευθεροποίησης με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και την απόπειρα ομαλής μετάβασης σε ένα ελεγχόμενο, σκληρά αντικομμουνιστικό αλλά αποδεκτό από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δηλαδή τυπικά δημοκρατικό, καθεστώς. Από την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια ευκαιρία συμμετοχής μετά από έξι χρόνια πολιτικής εξορίας. Η Δεξιά και το Κέντρο βλέπουν θετικά το εγχείρημα Παπαδόπουλου από τον Ιούλιο του 1973, υπό όρους και προϋποθέσεις. Αν και η Χούντα δεν είχε πολλούς άμεσους υποστηρικτές από τον προδικτατορικό αστικό πολιτικό κόσμο, δεν λείπουν οι «γεφυροποιοί» που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια μοναδική ευκαιρία ομαλής μετάβασης από την εξημερωμένη Χούντα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, μετάβαση που έγινε άλλωστε επιτυχημένα λίγο αργότερα στην Ισπανία, όταν μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, η εξουσία πέρασε στον βασιλιά που προκήρυξε εκλογές και την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η στήριξη της φιλελευθεροποίησης είναι κοινός τόπος στον παλιό αστικό κόσμο, στον τύπο, στην επιχειρηματική τάξη, αλλά και στις ξένες δυνάμεις. Δεν προκύπτει από κάποια εμπιστοσύνη στη στρατιωτική χούντα, αλλά από την μοιρολατρική εκτίμηση ότι η δικτατορία έχει πλέον ριζώσει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο αν μεταλλαχθεί από τα μέσα. Η υπερτίμηση της Χούντας δεν γίνεται όμως μόνο από την αστική πλευρά.

Η Αριστερά παλινωδεί και ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γραμμές. Η επίσημη εκδοχή της βλέπει τη φιλελευθεροποίηση ως ευκαιρία να κερδηθούν θέσεις μάχης σε μια συνθήκη χαλάρωσης της ασφυκτικής καταστολής, ενώ τα νέα ρεύματα της Αριστεράς που συγκροτούνται τη δεκαετία του 60 εντός, εκτός, και ενάντια στην υπαρκτή Αριστερά, επιζητούν το τορπίλισμα της φιλελευθεροποίησης και μια πιο ριζοσπαστική διέξοδο. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές, χωρίς να μπορεί να μορφοποιηθεί σχηματικά και απόλυτα κάθε ώρα και στιγμή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της πορείας προς την εξέγερση, καθορίζει τις αντιθέσεις μέσα στην εξέγερση. Μια ορισμένη λογική της Αριστεράς, μέσα σε όλη τη σύγχυση της παρανομίας που κρατά ήδη από τον Εμφύλιο, επιζητά βήμα το βήμα μικρά κέρδη και σταδιακό ανέβασμα της συνείδησης και της πάλης των μαζών. Αυτή η λογική είναι κυρίαρχη στις ηγεσίες και τα καθοδηγητικά κέντρα. Μια άλλη εκδοχή της, όχι απαραίτητα συγκροτημένη σε μηχανισμούς και οργανώσεις, θεωρεί ότι «η εξέγερση είναι δίκαιη», χωρίς να λογαριάζει μικροκέρδη και μικροζημιές. Η υπέρβαση των ορίων που έθεταν στις εξελίξεις τόσο η Δεξιά με το Κέντρο, όσο και η Αριστερά στις δύο επίσημες εκδοχές της (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.), ήταν αυτή που έδωσε σχήμα στην εξέγερση, εξηγώντας και πολλές από τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην εξέγερση. Τα όρια αυτά συνέχισαν να υπάρχουν καθόλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αμφισβητήθηκαν σε διάφορες στιγμές από τον λαϊκό παράγοντα, αλλά και δοκιμάστηκαν σκληρά όταν η πολιτική και οικονομική κρίση οδήγησε στα μνημόνια και στις τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό. Η αποδοχή των ορίων που θέτει η άρχουσα τάξη για τη χώρα, αποδείχθηκε κοινός τόπος για την Αριστερά το 2015, είτε δια της πλάγιας αποχής, είτε δια της ευθείας συμμόρφωσης.

Η ταλάντευση ανάμεσα στην εκμετάλλευση των περιθωρίων που θα αφήσει στη δημοκρατική πάλη η φιλελευθεροποίηση της Χούντας, και στην έκφραση των πιο ριζοσπαστικών διαθέσεων του λαού και ειδικά της φοιτητικής νεολαίας, είναι η βασική αιτία που θα γεννήσει παλινωδίες, πισωγυρίσματα, ελιγμούς και συχνά αντιφατικές κινήσεις, μέσα στην εξέγερση. Τόσο οι κομματικές ηγεσίες της Αριστεράς με τα παράνομα κλιμάκιά τους, όσο και οι καθοδηγήσεις των αντίστοιχων νεολαιίστικων οργανώσεων παλαντζάρουν διαρκώς ανάμεσα στην υποστήριξη της πιο ριζοσπαστικής εκδοχής (κατάληψη και αναπόφευκτη εξέλιξη σε αντιχουντική – αντιφασιστική εξέγερση) και στη διολίσθηση προς μια πιο ήπια εκδοχή. Η ήπια εκδοχή εκκινούσε από την εκτίμηση ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα για μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Χούντα, ότι τα αιτήματα πρέπει να περιοριστούν σε πιο στενό φοιτητικό πλαίσιο και ότι βαθμιαία και σταδιακά πρέπει το κίνημα να εκμεταλλευτεί τον χώρο που θα δώσει μελλοντικά η φιλελευθεροποίηση της Χούντας για να αναπτύξει τα δημοκρατικά κεντρικά-πολιτικά αιτήματά του. Αυτήν την ταλάντευση, το προβληματισμό, το διαρκές μπρος – πίσω, το παλατζάρισμα ανάμεσα στην ενεργητική συμμετοχή και στην απόσυρση, λύνεται στην πράξη με την ενθουσιώδη συμμετοχή των φοιτητών στην κατάληψη. Την απάντηση δεν την δίνουν τα στελέχη που έχουν μελετήσει τις εκτιμήσεις των κομματικών επιτελείων, αλλά το παλιρροϊκό κύμα που μπήκε στο Πολυτεχνείο το μεσημέρι της Τετάρτης και δεν ξαναβγήκε.

Η ταλάντευση φυσικά δεν σημαίνει ότι τα στελέχη της ΑντιΕΦΕΕ ή του Ρήγα που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πιο «ήπια» ή «προσεκτική» γραμμή ήταν λιγόψυχοι ή ανεπαρκείς. Σημαίνει απλώς ότι κινήθηκαν βάσει άλλων εκτιμήσεων που εκ των πραγμάτων όμως αποδείχθηκαν αναντίστοιχες με τις εξελίξεις και την πραγματική βούληση των φοιτητών και της νεολαίας. Τα γεγονότα εδώ είναι πεισματάρικα: Το ΚΚΕ (αντι-ΕΦΕΕ) και το ΚΚΕ εσ. (Ρήγας Φεραίος) αποχωρούν από την κατάληψη το απόγευμα της Τετάρτης 14/11/73, για να ξαναμπούν αμέσως μετά, και αφού γίνεται σαφές ότι οι φοιτητές δεν πρόκειται να αποχωρήσουν. Στη μικροφωνική και στις ανακοινώσεις των πρώτων ωρών, γίνεται «μάχη» για το αν θα μπουν κεντρικά πολιτικά αντιχουντικά αιτήματα που παραπέμπουν σε μαζική εξέγερση ή αν θα περιοριστεί η κινητοποίηση σε φοιτητικά πλαίσια. Λίγο πριν την εισβολή των τανκς στελέχη της μετέπειτα «επίσημης Αριστεράς», καθόλα έντιμα και αγωνιστικά, ομολογούν παρόλα αυτά ότι οι άλλοι «πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους». Φυσικά, δεν παύουν να είναι παρόντες και παρούσες, όρθιοι και όρθιες στις επάλξεις. Όμως, ακόμα και μήνες μετά την εξέγερση δίνουν και παίρνουν οι θεωρίες συνωμοσίας για τους «προβοκάτορες» που ξεκίνησαν την κατάληψη (Πανσπουδαστική Νο 8 κλπ).

Αν όμως οι δύο βασικές δυνάμεις της Αριστεράς, δεν επεδίωξαν την κατάληψη, τότε ποιος τη θέλησε; Οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης, ανακαλώντας στη μνήμη τους τις στιγμές, μιλούν για τις συνθήκες χάους, αυθορμητισμού, πρωτόγνωρου ενθουσιασμού που κυριάρχησαν. Και είναι προφανές ότι μια εξέγερση που γίνεται σε συνθήκες παρανομίας δεν μοιάζει σε τίποτα με μια συνέλευση όπου οι ομιλητές καθαρά και παστρικά μεταφέρουν την κομματική γραμμή και ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματά τους. Ωστόσο, και οι προφορικές μαρτυρίες, και τα γραπτά ντοκουμέντα, συντείνουν στο ότι φοιτητές από τον χώρο της επαναστατικής Αριστεράς ήταν αυτοί που, είτε δρώντας με «ανυπομονησία», είτε δρώντας με «ενθουσιασμό», είτε παρακινούμενοι από τις πιο μαχητικές εκτιμήσεις των οργανώσεων στις οποίες ανήκαν, έθεσαν τον στόχο της κατάληψης, παρέμειναν στο Πολυτεχνείο όταν αποχώρησαν προσωρινά η ΑντιΕΦΕΕ και ο Ρήγας Φεραίος, και επέμειναν σε ένα πολιτικό αντιφασιστικό – αντιμπεριαλιστικό πλαίσιο αιτημάτων. Αυτό το πλαίσιο αιτημάτων είναι που οδηγεί αναπόφευκτα στην περίφημη διατύπωση της Ανακοίνωσης της Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου του 1973:

Αρχίζοντας έτσι πολιτικό αγώνα οι φοιτητές και οι Έλληνες εργαζόμενοι, που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους και καλούν τον ελληνικό λαό να συσπειρωθεί γύρω τους και ν’ αγωνιστεί μαζί τους ως την τελική νίκη. Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας.

Η «άλλη Αριστερά»

Ήδη από το 1972, την εποχή δηλαδή που ξεσπούν οι πρώτες μαζικές αμφισβητήσεις της Χούντας στο χώρο των εργαζομένων, των αγροτών, της νεολαίας, ομάδες και κινήσεις που αναφέρονται στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς (ΟΜΛΕ, ΑΑΣΠΕ, ΟΣΕ κλπ) συγκροτούνται έχοντας ως πεδίο αναφοράς τον αντιφασιστικό και αντιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του κινήματος, ενώ στέκονται κριτικά απέναντι στην απόπειρα φιλελευθεροποίησης της Χούντας την οποία θεωρούν ελιγμό που επιζητά να ενσωματώσει τις αστικές δυνάμεις, και που δεν τροποποιεί το κεντρικό καθήκον για ανατροπή της δικτατορίας. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μειοψηφία συγκρινόμενες με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ, αλλά κατορθώνουν και δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις καθώς συναντιούνται πιο αποτελεσματικά με μια νέα πρωτοπορία αγωνιστών που χωρίς εμπειρία και πολιτική ή οργανωτική «σύνδεση» με παράνομα καθοδηγητικά κέντρα κάνουν τα πρώτα τους πολιτικά βήματα.

Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των επιτελείων ΚΚΕ και ΚΚΕεσ, αυτό το ρεύμα, με ανομοιομορφίες και αντιφάσεις, συναντιέται πάνω στη γραμμή της απόρριψης της χουντικής φιλελευθεροποίησης και συγκρούεται με τη γραμμή της προσαρμογής σε αυτή, της σταδιακής εκμετάλλευσης των «κενών» που θα άφηνε η ομαλοποίηση, και της «αντιδικτατορικής ενότητας». Το ρεύμα αυτό προπαγανδίζει ότι δεν είναι δυνατή μια ριζική αλλαγή σε όφελος του λαού αν δεν υπάρξει ανατροπή του καθεστώτος, αλλά και συνολικά, γκρέμισμα της υποτέλειας και της αμερικανοκρατίας. Έρχεται εκ των πραγμάτων σε αντιπαράθεση με εκτιμήσεις που προέρχονται από τον χώρο της προδικτατορικής ΕΔΑ και βλέπουν με ηττοπάθεια την κατάσταση, εκτιμούν ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει και ότι κάθε «παραχώρηση» της δικτατορίας πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως περαιτέρω κατάκτηση για το δημοκρατικό αντιδικτατορικό κίνημα.

Μια εύκολη διαφυγή από την αναζήτηση ευθυνών για τη συγκεκριμένη στάση των δυνάμεων της επίσημης Αριστεράς είναι η υπερβολική επίκληση στο «αυθόρμητο». Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, όλες λίγο ή πολύ οι δυνάμεις, «αφέθηκαν» να παρασυρθούν από τον ριζοσπαστικό ενθουσιασμό. Είναι σωστό, ότι μια εξέγερση που δεν είναι σχεδιασμένη από ένα κομματικό επιτελείο αλλά αποτέλεσμα της δυναμικής των πραγμάτων, παρασύρει τις οργανωμένες δυνάμεις και τις εντάσσει, οργανικά ή όχι, εντός της. Άλλο τόσο όμως είναι σωστό, ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις για το αν η κινητοποίηση θα περιοριστεί στο αίτημα των ελεύθερων ή όχι φοιτητικών εκλογών, ή αν θα πάρει ευρύτερο χαρακτήρα. Όταν αυτή η μάχη κερδήθηκε, υπήρξε και πάλι αντιπαράθεση για το αν η κινητοποίηση θα καλέσει σε «αντιδικτατορική ενότητα» και «πολιτική λύση» καλώντας τις προδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ή θα μετασχηματιστεί σε εξέγερση. Αυτές οι αντιπαραθέσεις κρύβονται επιδέξια πίσω από το «αυθόρμητο», το «ηρωικό», το «μεγαλειώδες» στοιχείο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και πίσω από το ότι τα στελέχη των αντιδικτατορικών οργανώσεων της Αριστεράς, ανεξαρτήτως επιδιώξεων και εκτιμήσεων, σε τελική ανάλυση, ήταν εκεί. Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι μόνο το ποιος ήταν εκεί, αλλά και τι ήθελε να κάνει. Όχι για να κατηγορηθεί επί του προσωπικού αλλά για να υπογραμμιστεί ο ρόλος και ο προσανατολισμός του κάθε φορέα, κόμματος, ρεύματος.

Η Δεξιά σήμερα κατηγορεί την Αριστερά για την καπηλεία του Πολυτεχνείου. Προφανώς έχει άδικο. Η Δεξιά, πολιτικά, ήταν απούσα από τους αγώνες για τη Δημοκρατία, όχι γιατί δεν ήθελε την πτώση της Χούντας, αλλά γιατί δεν πιστεύει στους αγώνες. Ωστόσο η καπηλεία είναι ένα πικρό αίσθημα που αφήνει ο μεταπολιτευτικός εορτασμός, και ειδικά ο εορτασμός των τελευταίων ετών, με την καταθλιπτική οργανωτική κυριαρχία της ΚΝΕ. Το ΚΚΕ εμφανίζεται όχι απλά ως «κληρονόμος» αλλά και ως το βασικό υποκείμενο της εξέγερσης, εικόνα που είναι πέρα για πέρα απατηλή. Από τον Οκτώβρη του ‘73 όπου η ΚΝΕ με απόφασή της απορρίπτει κατηγορηματικά ανοικτές μορφές αντιπαράθεσης με τη Χούντα, όπως οι καταλήψεις, μέχρι την αποχώρηση από την κατάληψη την πρώτη μέρα, από την προσπάθεια να περιοριστεί η κινητοποίηση στα φοιτητικά αιτήματα, μέχρι την «αναζήτηση πολιτικής λύσης με οικουμενική κυβέρνηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» στην πρώτη συντονιστική, και από τις προσπάθειες «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο, μέχρι την καταγγελία της «εισβολής των προβοκατόρων» στην Πανσπουδαστική Νο8, είναι σαφές ότι οι εκτιμήσεις αλλά και οι προσπάθειες του κόμματος ήταν, στην καλύτερη περίπτωση βαθιά λαθεμένες, στη χειρότερη εντελώς επιζήμιες. Και φυσικά, δεν μπόρεσαν να γίνουν πράξη. Ακόμα πιο συντηρητικές, φοβικές, ρεφορμιστικές είναι οι πολιτικές που επιχειρεί να εφαρμόσει το ΚΚΕεσ.

Αναιρούν όλα τα παραπάνω την αγνότητα, την αγωνιστικότητα, τον ενθουσιασμό, και τον ηρωισμό που έδειξαν οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου; Είναι προσβολή των αγωνιστικών τους περγαμηνών; Είναι αναίρεση ή ακύρωση της προσφοράς τους; Σε καμιά περίπτωση. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι ρεφορμιστικές και συμβιβαστικές εκτιμήσεις – γραμμές ξεπεράστηκαν από τα ίδια τα μέλη των αντίστοιχων οργανώσεων, είτε επειδή η σύγχυση και η ασάφεια για το ποιος είναι τι, ήταν μεγάλες, είτε επειδή η ίδια η ζωή της εξέγερσης επέβαλε άλλη κατεύθυνση.

Δεν μπορούμε όμως να αναβαπτίζουμε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όχι απλώς ένα κόμμα, αλλά μια ολόκληρη λογική που έκανε ουκ ολίγες φορές την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια όχι μόνο της εξέγερσης αλλά και όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου, επικαλούμενοι την εντιμότητα, την αγωνιστικότητα, αλλά ακόμα και τη μετέπειτα αγωνιστική πορεία των τότε μελών του. Και αυτό, γιατί οι συγκεκριμένες συμβιβαστικές, ρεφορμιστικές πολιτικές, χαρακτήρισαν σε βάθος χρόνου τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς και φτάνουν μέχρι σήμερα. Από την πλήρη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική με τα μνημόνια μέχρι το πείραμα τραμπισμού με τον Κασσελάκη, αλλά και με τις από καθέδρας διακηρύξεις του ΚΚΕ για τη λαϊκή εξουσία …όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, ενώ σε κάθε κρίσιμη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη για την αστική τάξη, επιλέγεται η αποχή.

Η επέτειος των 50 χρόνων από την εξέγερση βρίσκει την Αριστερά σε μια από τις χειρότερες στιγμές της. Οι επιπτώσεις από τα μνημόνια βαραίνουν κοινωνικά και πολιτικά, τμήμα της Αριστεράς μεταλλάχθηκε ανοικτά, το ΚΚΕ ψαρεύει εκλογικά ποσοστά χωρίς να συμβάλει στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πέρα από την τεράστια ανομοιογένεια που τη χαρακτηρίζει, στερείται της παραμικρής αξιοπιστίας. Η άλλη όψη του νομίσματος βέβαια είναι ότι παραμένει υπαρκτό ένα μεγάλο δυναμικό κόσμου, αγωνιστών, στελεχών, με αγωνία και προβληματισμό για την Αριστερά, το κίνημα και την κομμουνιστική υπόθεση. Παραμένει επίσης ενεργό, ένα ακόμα μεγαλύτερο δυναμικό ανθρώπων που σε χώρους δουλειάς, σπουδών και κατοικίας επιχειρούν να κρατήσουν ψηλά τις αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, παρά και ενάντια στις κατευθύνσεις και στον προσανατολισμό της υπαρκτής Αριστεράς.

Μισό αιώνα μετά, αναζητούνται όχι μόνο οι «προβοκάτορες», αλλά και το κόμμα τους.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *