Ζούμε στη χώρα όπου οι “ευθείες ερωτήσεις” είναι προσβολή

Ο κ. Μητσοτάκης στην εκνευρισμένη απάντησή του στην ερώτηση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ παραδέχτηκε ευθέως δύο πράγματα: Πρώτον ότι γίνονται επαναπροωθήσεις και δεύτερον ότι στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν “ευθείες ερωτήσεις”. 

Με την πρώτη παραδοχή του ο κ. Μητσοτάκης συντάχθηκε πλήρως με την πραγματική γραμμή της Ε.Ε. όσο κι αν σκούζει η Ευρωπαϊκή Αριστερά για ένα κάποιο ανύπαρκτο ευρωπαϊκό “κεκτημένο” σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Η πραγματική γραμμή της Ε.Ε. είναι αυτή που εφαρμόζεται στο Αιγαίο αλλά και στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας και είναι η σιωπηρή αποδοχή των επαναπροωθήσεων, που ειδικά στη θάλασσα μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για την ανθρώπινη ζωή. 

Η Ε.Ε. κάνει το ίδιο με αυτό που κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη: Απέναντι στα διεθνή φόρα των οργανισμών διεθνούς δικαίου παριστάνει ότι δεν γίνονται push-backs, αλλά απευθυνόμενη στο εσωτερικό της ακροατήριο κλείνει το μάτι στην αντιμεταναστευτική ψυχολογία και πρακτική, υπερηφανευόμενη ότι “προστατεύει τα σύνορά της”. 

Ειδικά στην Ελλάδα, η κυβέρνηση έχει μία γλώσσα όταν απευθύνεται στη διεθνή κοινότητα με την οποία παριστάνει ότι συντάσσεται με το Διεθνές Δίκαιο, και μία ακόμα, ισχυρότερη και δυνατότερη, όταν απευθύνεται στο εσωτερικό και απηχεί τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, δηλώνοντας όχι απλά ότι γίνονται επαναπροωθήσεις, αλλά και ότι είναι υπερήφανη για αυτές. 

Η δεύτερη παραδοχή ωστόσο του Κ. Μητσοτάκη είναι ίσως σημαντικότερη, γιατί άθελά του παραδέχτηκε σε διεθνές ακροατήριο ότι η δημοσιογραφία στην Ελλάδα δεν είναι δημοσιογραφία, αλλά φιλοκυβερνητική προπαγάνδα εξαρτώμενη από τον κρατικό κορβανά. 

Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να άφησε την αλήθεια να του ξεφύγει, μέσα στον εκνευρισμό του, αλλά αυτή η αλήθεια εγείρει από μόνη της μείζον ζήτημα δημοκρατίας.

Από πότε το να ρωτούν οι δημοσιογράφοι ευθείες ερωτήσεις είναι μια παράδοση ή ιδιαιτερότητα της Ολλανδίας και δεν είναι χρέος και κεκτημένο σε κάθε χώρα που θέλει να λειτουργεί στοιχειωδώς δημοκρατικά;

Γιατί είτε μας αρέσουν είτε όχι οι επαναπροωθήσεις, είτε επικαλούμαστε είτε όχι το Διεθνές Δίκαιο, είτε μας ξινίζει είτε όχι η Ολλανδή δημοσιογράφος, είτε τη βαφτίζουμε πράκτορα των Τούρκων ή πράκτορα της Στάζι, η έμμεση παραδοχή του Έλληνα πρωθυπουργού είναι ότι στην Ελλάδα, δημοσιογραφία δεν ασκείται. 

Ασκείται ένα παθιασμένο γλύψιμο – λιβάνισμα της εξουσίας, χωρίς την παραμικρή αίσθηση αυτοσυγκράτησης ή αξιοπρέπειας, γεγονός που θα έπρεπε να προβληματίσει όχι μόνο την κοινωνία και τους πολίτες αλλά ακόμα και την εξουσία. 

Το γεγονός ωστόσο ότι η εξουσία δέχεται αυτό το αναξιοπρεπές γλύψιμο – λιβάνισμα από τον Τύπο (που συνταγματικώς κι θεωρητικώς θα όφειλε να την ελέγχει), και μάλιστα βγαίνει εκτός εαυτού τις λίγες, ελάχιστες φορές, που οι ερωτήσεις δεν είναι στημένες και προκαθορισμένες, σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης είναι στο επίπεδο του Ορμπάν, κι ας χτυπιούνται πολλοί για το αντίθετο.

Ο κ.Μητσοτάκης συμπεριφέρεται ως κληρονόμος και ιδιοκτήτης της χώρας και ξεσπά ως κακομαθημένος γόνος όταν δεν αντιμετωπίζεται με δέος και θαυμασμό από τους πολίτες, τους δημοσιογράφους ή τους κοινούς θνητούς. Ανήκει σε έναν άλλον κόσμο από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας και εξεγείρεται τις ελάχιστες φορές που δεν του συμπεριφέρονται ως ελέω μπαμπά μονάρχη.

Το πραγματικά προκλητικό στοιχείο της ερώτησης της Ολλανδής δημοσιογράφου δεν ήταν η αναφορά στις επαναπροωθήσεις ή στα συνεχόμενα ψέματα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά ο υπαινιγμός της ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός πάσχει από ναρκισσισμό.

Πράγμα που ο ίδιος, με μια δόση παράκρουσης μεγαλείου, επιβεβαίωσε.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *