Το 2024 θα μπορούσε να είναι η χρονιά που οι φιλελεύθερες ελίτ της Δύσης θα χάσουν τον έλεγχο της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων

Δημοσιεύουμε ένα σύντομο άρθρο του Fyodor Lukyanov, Ρώσου δημοσιογράφου, που επιχειρεί μια εκτίμηση της πορείας των παγκόσμιων πραγμάτων από τη σκοπιά φυσικά των ρωσικών συμφερόντων. Η γνώμη που επικρατεί (και δεν είναι μόνο προσωπική του) είναι ότι διαμορφώνεται μια παγκόσμια πλειοψηφία (χώρες εκτός της δυτικής κοινότητας), που πιστεύει ότι η μειοψηφία, δηλαδή η Δύση, κάνει κατάχρηση της εξουσίας της. Δεν πρόκειται φυσικά για μια ενιαία και ομογενοποιημένη δύναμη που αμφισβητεί στο σύνολό της την αμερικανική ηγεμονία, αλλά για μια διάχυτη αντίσταση στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ διευθετούν τις παγκόσμιες υποθέσεις. Αν προσθέσουμε σε αυτόν τον “κάθετο” παγκόσμιο διαχωρισμό, και έναν “οριζόντιο” διχασμό, που εκφράζεται στο εσωτερικό των δυτικών χωρών, με δυνάμεις που χαρακτηρίζονται ως “λαϊκιστικές”να απειλούν εκλογικά το κατεστημένο, τότε η εκτίμηση ότι η πλάστιγγα έχει αρχίσει να γέρνει, φαντάζει αιτιολογημένη. Λείπει φυσικά από αυτή την εικόνα το στρατόπεδο των λαών, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα έξω από την οπτική του συγγραφέα.

Η φετινή χρονιά ξεκίνησε με μία σφοδρή στρατιωτική αντιπαράθεση παγκόσμιας σημασίας και τελειώνει με δύο. Και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτές οι στρατιωτικές αναμετρήσεις δεν θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος του 2024. Η αλυσίδα των συγκρούσεων, φαινομενικά εδαφικών, αλλά ουσιαστικά υπαρξιακών (τουλάχιστον κατά την αντίληψη των εμπλεκομένων), μπορεί να αποδειχθεί αρκετά μακρά.

Στον 20ό αιώνα -με τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τις αποικιακές κτήσεις και τις εθνικές απελευθερώσεις- ο κόσμος τεμαχίστηκε παράξενα και παράλογα. Η στρατιωτική-ιδεολογική αντιπαράθεση του δεύτερου μισού του αιώνα έδωσε σταδιακά τη θέση της σε ένα ενιαίο παγκόσμιο πλαίσιο. Με τη βοήθειά του, όλες οι συγκρούσεις θα έπρεπε, θεωρητικά, να έχουν επιλυθεί. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, μόλις τα θεμέλια άρχισαν να ταλαντεύονται, οι συγκρούσεις επανεμφανίστηκαν με νέα σφοδρότητα.

Ο σημερινός πολλαπλασιασμός των συγκρούσεων αποτελεί σύμπτωμα της αποδυνάμωσης της σύγχρονης διεθνούς δομής ισχύος. Αυτή ασκήθηκε με τη μορφή μιας “φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης” (που πιο πρόσφατα ονομάστηκε “τάξη βασισμένη σε κανόνες”). Η βάση της ήταν η εμπιστοσύνη μιας ομάδας χωρών στη δικαιοσύνη τους και στην αλήθεια της ιδεολογίας τους, που αποκτήθηκε μέσω της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς νίκησαν το σοβιετικό καθεστώς και τη σχεδιασμένη οικονομία του. Σύντομα όμως η δημοκρατία ως εξουσία της πλειοψηφίας, που λαμβάνει υπόψη της τη γνώμη της μειοψηφίας, μετατράπηκε σε ένα φιλελεύθερο σχήμα στο οποίο η μειοψηφία έχει περισσότερα ηθικά και πολιτικά δικαιώματα από την πλειοψηφία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: σε όλες σχεδόν τις χώρες της G7 τα ποσοστά των κυβερνώντων κομμάτων/συνασπισμών είναι πλέον εξαιρετικά χαμηλά, δηλαδή οι κυβερνήσεις εκπροσωπούν τα συμφέροντα ενός μικρότερου μέρους του πληθυσμού. Οι εναλλακτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την τρέχουσα κυβέρνηση χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικές. Αυτός ο όρος (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προέρχεται από τη λέξη populus – “λαός”) έχει γίνει σχεδόν βρισιά, και το κυρίαρχο ρεύμα έχει λάβει οδηγίες να πολεμήσει όσους έχουν στιγματιστεί με αυτή τη λέξη. Η ιδέα είναι ότι οι σημερινές ελίτ δεν χρειάζεται να αλλάξουν.

Ως αποτέλεσμα, το κατεστημένο παρουσιάζει πλέον σχεδόν κάθε ψηφοφορία ως μάχη για τη δημοκρατία. Το συμπέρασμα είναι ότι η δημοκρατία είναι η νίκη των δυνάμεων που διατηρούν τη “σωστή” γραμμή. Κατά συνέπεια, όσοι θέλουν να αλλάξουν πορεία ανακηρύσσονται εχθροί της δημοκρατίας, ακόμη και αν έχουν την πλειοψηφία με το μέρος τους.

Η έννοια της “παγκόσμιας πλειοψηφίας” (δηλαδή των χωρών εκτός της δυτικής κοινότητας), η οποία εισήλθε φέτος στο ρωσικό πολιτικό λεξιλόγιο, ταιριάζει με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διεργασιών σε μεμονωμένες χώρες και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ρόλο του παγκόσμιου κατεστημένου παίζει η Δύση. Δεν υπάρχει καμία ενιαία “λαϊκιστική” δύναμη που να της αντιτίθεται. Υπάρχει όμως ένας τεράστιος χώρος (η ίδια η “παγκόσμια πλειοψηφία”) που πιστεύει ότι η μειοψηφία (η Δύση) κάνει κατάχρηση της εξουσίας της. Αυτό που αναδύεται δεν είναι μια άκαμπτη αντιπολίτευση, αλλά μάλλον μια συσπειρωμένη -αν και αυξανόμενη- αντίσταση που μειώνει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Στο εσωτερικό της ίδιας της δυτικής κοινότητας, βλέπουμε να αυξάνεται η απαίτηση των “λαϊκιστών” να μειωθεί η ανάμειξη στις παγκόσμιες υποθέσεις, επειδή το κόστος είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη. Αυτό δεν έχει ευθύ και άμεσο αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ένα διαρκές έμμεσο αποτέλεσμα. Καθώς όμως η ιστορία κινείται όλο και πιο γρήγορα, η έννοια του “διαρκούς” αλλάζει.

Το 2022 αποτέλεσε σημείο καμπής, διότι για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε άμεσα η κυρίαρχη μειονότητα. Όχι βέβαια από την πλειοψηφία, διότι η Ρωσία βρισκόταν σε ένα είδος κατάστασης που μπορεί να χαρακτηριστεί “ούτε εδώ ούτε εκεί”. Αλλά δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο. Αυτή η χρονιά ήταν μια περίοδος που έπρεπε να συνηθίσουμε το γεγονός ότι οι παλιοί περιορισμοί, οι ίδιοι οι “κανόνες” στους οποίους βασίζεται η τάξη, εξαφανίζονται και ο χώρος των δυνατοτήτων διευρύνεται για όλους. Το 2024 θα είναι “η χρονιά των μεγάλων αποφάσεων”. Κυριολεκτικά, η πλειοψηφία του κόσμου θα ψηφίσει (απλά προσθέστε τους πληθυσμούς της Ινδίας, των ΗΠΑ, του Πακιστάν, του Μπαγκλαντές, της Νότιας Αφρικής, της Ινδονησίας, της Ρωσίας, της Αιγύπτου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (θα γίνει ψηφοφορία για το Ευρωπαϊκό της Κοινοβούλιο), κ.λπ. Στις κορυφαίες χώρες της Δύσης, διεξάγεται μια σοβαρή μάχη μεταξύ των “λαϊκιστών” και του κατεστημένου, με κύριο πεδίο δράσης φυσικά την ίδια την Αμερική.

Σε αυτό, η παγκόσμια πλειοψηφία και οι πλειοψηφίες στις μειονοτικές χώρες μπορούν να βρουν κάποιο κοινό έδαφος. Και εδώ είναι που ο περαιτέρω μετασχηματισμός του παγκόσμιου χώρου θα λάβει ισχυρή ώθηση.

Πηγή: RT.com

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *