Για τις εκλογές στην Τουρκία: Η κυριαρχία Ερντογάν ένας ακόμα κρίκος στην αμφισβήτηση της δυτικής ηγεμονίας.
Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.
Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών είναι ένας ακόμα κρίκος στην παγκόσμια τάση υποχώρησης της αμερικανικής ηγεμονίας. Ο Ερντογάν παρά τα προγνωστικά, τις δημοσκοπήσεις και τις αφόρητες δυτικές πιέσεις, καταφέρνει να τερματίσει πρώτος, πολύ κοντά στο 50% και να έχει σαφές προβάδισμα για τον 2ο γύρο, με ρυθμιστή τον εθνικιστή Ογάν. Η “μετά – Ερντογάν” εποχή, αναβάλλεται και πάλι, προς απογοήτευση του ευρω-νατοϊκού μπλοκ που είχε σπαταλήσει τεράστιες δυνάμεις στο να συγκροτήσει την αντιπολιτευτική συμμαχία των 5 (που όλοι γνώριζαν ότι είχε ημερομηνία διάλυσης), υπό τον ανεπαρκή και δεδομένο κατά τους Αμερικανούς Κιλιντσάρογλου και να κρατήσει μια εντελώς πειθήνια και δίχως λοξοκοιτάγματα Τουρκία, στο δυτικό στρατόπεδο. Η απογοήτευση του δυτικού κόσμου και κυρίως του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έχει να κάνει με την ενίσχυση μιας τάσης απεξάρτησης από την ευρωατλαντική θηλιά πολλών χωρών της λεγόμενης περιφέρειας. Αυτή η τάση γίνεται καθημερινά κατάσταση και εμφανίζει μια άλλη, διαφορετική εικόνα, από την αμερικάνικη αφήγηση του μονοπολικού κόσμου.
Στο 98,74% των καλπών ο Ερντογάν προηγείται με 49,35%, ο Κιλιντσάρογλου ακολουθεί με 45% και ο Ογάν καταγράφει 5,22%. Πρόκειται για πλήρη ανατροπή των δημοσκοπήσεων που έδιναν σχετικά άνετο προβάδισμα στον Κιλιντσάρογλου (από 10 μονάδες διαφορά με τον Ερντογάν και πάνω). Επιπλέον στη δεύτερη κάλπη, των εκλογών για το Κοινοβούλιο, ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του εξασφαλίζουν την απόλυτη πλειοψηφία. Διαψεύδονται, πολύ περισσότερο, οι προσδοκίες ΗΠΑ και ΕΕ, για το τέλος της εποχής Ερντογάν. Η δυτική πολεμική εναντίον του Ερντογάν υπήρξε πολυετής, ξοδεύτηκε πολύς κόπος και χρήμα για να ενωθεί η αντιπολίτευση, και οι πιέσεις “ευθυγράμμισης” της Τουρκίας ήταν σαφείς, έστω και αν οι τόνοι της Δύσης είχαν πέσει αισθητά την τελευταία εβδομάδα.
Οι κατηγορίες για νοθεία στις τουρκικές εκλογές, παρόλο που αναπαράγονται πολλαπλώς στη Δύση και στην Ελλάδα από όσους είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται, δεν υιοθετούνται από την αντιπολίτευση στην Τουρκία. Αυτό που πρόσαψε ο Κιλιντσάρογλου στην εκλογική διαδικασία ήταν οι εσκεμμένες διαρκείς ενστάσεις των οπαδών του Ερντογάν στις κάλπες που προηγούνταν ο Κιλιντσάρογλου, πράγμα όμως που καθυστερεί χωρίς να επηρεάζει το αποτέλεσμα. Άλλωστε δεν πρόκειται για μια αντιπολίτευση χωρίς δυνάμεις, ερείσματα και μηχανισμό, βαθιά ριζωμένο στο κράτος, στην αστυνομία και στο στρατό, που θα μπορούσε να λεηλατηθεί και να σαρωθεί εύκολα από εκλογικές νοθείες. Στις δεύτερες κάλπες ο Ερντογάν προσέρχεται με ισχυρό προβάδισμα, τόσο σε ψήφους, όσο και κυρίως στη διεκδίκηση του 5% του αντιΚούρδου υπερεθνικιστή Ογάν. Επιπλέον, η κυριαρχία του στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα λειτουργήσει αναπόφευκτα συσπειρωτικά υπέρ της επανεκλογής του στην προεδρία.
Η αντιπολίτευση κέρδισε τις κουρδικές περιοχές που στράφηκαν εναντίον του Ερντογάν, καθώς και τα δυτικά κοσμοπολίτικα και πιο φιλο-ευρωπαϊκά παράλια της Τουρκίας και μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κλπ). Ο Ερντογάν κυριαρχεί στην τουρκική ενδοχώρα και στις πιο φτωχές και οικονομικά και κοινωνικά καθυστερημένες επαρχίες. Επίσης κυριάρχησε στις πρόσφατα σεισμοπαθείς περιοχές.
Η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν αποτυπώνεται και στο προσωπικό του κεφάλαιο καθώς εκλέγεται ηγέτης της Τουρκίας για ολόκληρο το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, ξεπερνώντας σε διάρκεια ακόμα και τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, που κυβέρνησε 15 χρόνια. Αφορά ωστόσο, πολύ περισσότερο, τη σταδιακή μεταμόρφωση της Τουρκίας σε έναν περιφερειακό πόλο – ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου, που ξέρει να τοποθετείται στην παγκόσμια σκακιέρα με ευελιξία και προς όφελος της ανεξάρτητης εθνικής της στρατηγικής. Η Τουρκία μετασχηματίστηκε επί των ημερών του από μια τριτοκοσμικού τύπου δύναμη σε ηγεμονικό περιφερειακό πόλο, με μεγάλη δυναμική (και με προβλήματα) οικονομία, βασιζόμενη πρωτίστως στη βιομηχανία, δημιουργώντας επιπλέον μια μεσαία και μικροαστική τάξη με πολλές προσδοκίες. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε όλα στη κυριολεξία τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας (γεωπολιτικά, γεωοικονομικά, θρησκευτικά, πληθυσμιακά κα), ενώ ταυτόχρονα πρόβαλλε και κυρίως υλοποιούσε ένα μοντέλο ανεξάρτητης, πολυδιάστατης πολιτικής προς όφελος της χώρας του και της άρχουσας τάξης της.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα μεγάλο κράτος με τεράστιες περιφερειακές ανισότητες και ισχυρούς ταξικούς διαχωρισμούς. Αλλά επίσης αλήθεια αποτελεί το γεγονός ότι η αντιπολιτευτική «συμμαχία» δεν είναι ούτε φιλεργατική, ούτε δημοκρατική (ας πάρουμε για παράδειγμα την δεξιά εθνικίστρια Ακσενέρ που προαλειφόταν για επικεφαλής της συμμαχίας).
Η κρίση Δύσης – Ανατολής που οξύνθηκε και επιταχύνθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία βρήκε την Τουρκία έτοιμη, αποφασισμένη αλλά και προετοιμασμένη να κεφαλαιοποιήσει και να εξαργυρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον ρόλο της ως “ενδιάμεσου” γεωστρατηγικού παίκτη, ενός “επιτήδειου ουδέτερου”, που χωρίς να αποσκιρτά από το δυτικό στρατόπεδο και το ΝΑΤΟ, δεν διστάζει σε επιμέρους θέματα να ανεξαρτητοποιείται, να συνομιλεί με όλους, να αμφισβητεί πλευρές της δυτικής ηγεμονίας, να κατανοεί ότι ο κόσμος αλλάζει, και ότι κατά την μετάβαση αυτή, η τουρκική αστική τάξη μπορεί να κερδίσει πολύ περισσότερα αν διαπραγματευτεί, παρά αν είναι δεδομένη. Ας συγκρίνουμε αυτή τη στρατηγική με τη στρατηγική της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Αυτό το “στρατηγικό βάθος” στον επανυπολογισμό του ρόλου της Τουρκίας είναι που γεννά την πρωτοφανή πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν επί εικοσι και πλέον χρόνια. Αυταρχισμός, διαφθορά, καταπίεση, βαθιά οικονομική κρίση, υπερπληθωρισμός, προσφυγική κρίση, ακόμα και οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί από τους πρόσφατους σεισμούς και με προκλητικές τις κρατικές – κυβερνητικές ευθύνες για τις εκατόμβες των θυμάτων, δεν στάθηκαν αρκετά για να κλονίσουν την κυριαρχία Ερντογάν. Αποδείχτηκε ότι πέρα από τα προσωπικά πολιτικά χαρακτηριστικά του Ερντογάν και το βαθιά ριζωμένο ισλαμιστικό ρεύμα στο σώμα της τουρκικής κοινωνίας, η Τουρκία αναγνωρίζει ότι επί της ηγεσίας του, η χώρα αναβάθμισε την παρουσία, τον ρόλο, τις προοπτικές της.
Για όσους υποστηρίζουν ότι αποκλειστικά η οικονομία κερδίζει τις εκλογές, η νίκη Ερντογάν ήρθε για να θυμίσει ότι δεν είναι μόνο η οικονομία. Είναι και η γεωπολιτική, είναι και η στρατηγική, είναι και οι διεθνείς σχέσεις και συνθήκες σε ένα μεταβατικό κόσμο, είναι δηλαδή τα οφέλη, οι αναβαθμίσεις, τα κέρδη που αποκομίζει μια άρχουσα τάξη που έχει συνείδηση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών και δεν είναι υποτελής ως το μεδούλι. Η πολυδιάστατη γεωπολιτική κατεύθυνση της Τουρκίας άλλωστε κατά το τελευταίο διάστημα, αποδείχθηκε και οικονομικά επωφελής για την Άγκυρα, με σημαντικές οικονομικές συμφωνίες με τη Ρωσία, την Κίνα και τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Στην πράξη, η οικονομική δυσπραγία της Τουρκίας αντιμετωπίστηκε με τις επιδέξιες γεωστρατηγικές ισορροπίες – άλλο ένα μάθημα για τη θλιβερή ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό.
Η παράταση της κυριαρχίας Ερντογάν, σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν έχει τίποτα θετικό για τους λαούς και τους εργαζόμενους της Τουρκίας. Είναι μια σκληρή, εθνικιστική, αντιδημοκρατική διακυβέρνηση που δεν αμφισβητεί τα πρότυπα του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, η νίκη Ερντογάν, ενάντια στο συνασπισμό της αντιπολίτευσης και την ασφυκτική πίεση της Δύσης, είναι απόδειξη ότι σε καιρούς μεταβατικούς, είναι δυνατόν να υπάρξουν κυβερνήσεις, ηγεσίες και πολιτικές, που δεν ευθυγραμμίζονται με τον παγκόσμιο ηγεμόνα, ακόμα και σε χώρες που ανήκουν παραδοσιακά στο δυτικό αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Αρκεί βέβαια γνώμονας να είναι η ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και όχι η πρακτόρευση των συμφερόντων των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.
Στην Ελλάδα, τα κόμματα και οι δυνάμεις του ευρωνατοϊσμού, δεν έκρυψαν τις προσδοκίες τους για ήττα του Ερντογάν, εκτιθέμενες από το αποτέλεσμα. Αγνόησαν ακόμα και το γεγονός ότι από μια “στενά” εθνική σκοπιά ο Κιλιντσάρογλου και η κεμαλική αντιπολίτευση σε όλα τα ελληνοτουρκικά θέματα ήταν πιο επιθετικοί από τον Ερντογάν, κατηγορώντας τον έως και για “μειοδοσία” έναντι της Ελλάδας. Όταν όμως υπερτερούν στη σκέψη τους τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, τα “εθνικά θέματα” υποτάσσονται αναπόφευκτα στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ είναι πολιτική οργάνωση της Κομμουνιστικής Αριστεράς.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!