Η κατάντια του υποτακτικού (και κάποια διδάγματα για εμάς)

Ο Ζελένσκι διατάσσει επίθεση στο ρωσικό Μπέλγκοροντ, σκοτώνοντας 24 αμάχους. Η Ρωσία δηλώνει ότι δε θα μείνει ατιμώρητος ο βομβαρδισμός και σκοτωμός των αμάχων και προβαίνει σε αντίποινα στο ουκρανικό Χάρκοβο. Ο Ζελένσκι βγαίνει κι ανακοινώνει το θάνατο 4 αμάχων, κάνοντας λόγο για «ρωσική φρίκη».

Όλα αυτά θα μας έκαναν να γελάσουμε, αν δεν ήταν πραγματικά. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για σκηνή πολιτικού σουρεαλισμού, αν παραγνωρίζαμε προς στιγμήν το χαμό ζωών αμάχων.

Για να καταλάβουμε γιατί ένας ηγέτης χώρας μπορεί να επιλέξει να αυτοεξευτελιστεί κατά τέτοιο τρόπο και να βλάψει το λαό του τόσο ελαφρά τη καρδία, θα χρειαστεί να κάνουμε μερικά βήματα πίσω.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Για τους Ουκρανούς και τους «Δυτικούς συμμάχους» τους, για την ακρίβεια. Η τελευταία επιχείρηση στην οποία είχαν εναποτεθεί ελπίδες για αναστροφή της εικόνας ήττας στο πεδίο, η περίφημη και πολυδιατυμπανιζόμενη εαρινή αντεπίθεση, δεν απέφερε τους επαγγελλόμενους καρπούς. Η ουκρανική μεριά δεν έχει να επιδείξει παρά αυξημένες απώλειες στρατιωτών της, εξάντληση στρατιωτικού υλικού (παρά τους πακτωλούς που έχουν στείλει οι σύμμαχοι) και γενική καθίζηση του μετώπου καθώς οι δυνάμεις της αδυνατούν να κάνουν σημαντικές προόδους έναντι της ρωσικής άμυνας, κι ακόμα κι όταν αυτές επιτυγχάνονται συνοδεύονται από τέτοιο κόστος που να αναιρούν το όποιο κέρδος. Οι στόχοι της επικράτησης επί των ρωσικών δυνάμεων και της επανάκτησης όλων των κατειλημμένων απ’ αυτές περιοχών, απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα στο πεδίο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως πάει πολύ καλά για τους Ρώσους. Κόντρα σε εκτιμήσεις που τους θέλαν να υποχωρούν μπροστά σ’ ένα πάνοπλο ουκρανικό στρατό εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της δυτικής στρατιωτικής τεχνολογίας κι εκπαιδευμένο απ’ τους εμπειρότερους δυτικούς πράκτορες, οι Ρώσοι αντέχουν και παγιώνουν την πρόοδό τους. Κόντρα στο στόχο να προκληθεί εσωτερική πολιτική κρίση που θα ανατρέψει εκ των έσω τον Πούτιν και θα βυθίσει τη χώρα στο απόλυτο χάος, ανάλογο αυτού που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τρεις δεκαετίες νωρίτερα, επιτρέποντας ένα αντίστοιχο πλιάτσικο και διαμελισμό της χώρας, η θέση του Πούτιν παραμένει κατοχυρωμένη αν όχι και ενισχυμένη και οι φιλοδυτικοί αντίπαλοί του πιο ανίσχυροι από ποτέ.

Αντιμέτωποι μ’ αυτή την πραγματικότητα, οι «Δυτικοί σύμμαχοι», σπόνσορες του αιμοτοκυλίσματος του ουκρανικού λαού, αρχίζουν να αναρωτιούνται αν τελικά ήταν τόσο καλό στοίχημα η επένδυση στη νίκη της Ουκρανίας και η υποκίνησή της ώστε να τα βάλει με τη Ρωσία. Οι εκτιμήσεις τους «πήγαν κουβά». Τελικά ο ουκρανικός κρίκος δεν ήταν τόσο αδύναμος, η Ρωσία δεν ήταν τόσο απομονωμένη, η οικονομία της δεν ήταν τόσο απόλυτα εξαρτημένη από τις δυτικές κι οι υπόλοιπες αναδυόμενες δυνάμεις δεν ήταν τόσο αδιάφορες απέναντι στο ενδεχόμενο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να σημειώσει άλλη μια νίκη κατατροπώνοντας ολοσχερώς έναν αντίπαλό του.

Κι όσο η διάσταση ανάμεσα στους δυτικούς πόθους και την πραγματικότητα που αμείλικτα τους διέψευδε μεγενθυνόταν, τόσο οι «απροϋπόθετοι σύμμαχοι» που θα «στήριζαν τον αγώνα της Ουκρανίας μέχρι τέλους» μετατρέπονταν σε φειδωλούς λογιστάκους που άρχιζαν να γκρινιάζουν με τη σχέση κόστους/οφέλους της επένδυσής τους.

Και κάπως έτσι η ιστορία έρχεται να πάρει την εκδίκησή της απ’ τον ενεό Ζελένσκι, αντιστρέφοντας τις ραδιουργίες του εναντίον του. Είναι ο Ζελένσκι που βρέθηκε με μια κατεστραμμένη οικονομία, απόλυτα εξαρτώμενη από μια εξωτερική χρηματοδότηση, τόσο εμφατικά απαραίτητη όσο και διόλου δεδομένη και υποκείμενη στα εύκολα μεταβαλλόμενα συμφέροντα των επιμέρους ατλαντικών δυνάμεων. Είναι ο Ζελένσκι που, ακολουθώντας υπερφίαλη στρατηγική που εξυπηρετούσε καλύτερα όχι τόσο τα δικά του συμφέροντα όσο αυτά των πατρόνων του, αποξενώθηκε από τους πολιτικούς του συμβούλους και τη στρατιωτική ηγεσία. Είναι ο Ζελένσκι, που ακολούθησε μια φασιστική και γενοκτονική πολιτική έναντι του ρωσικού πληθυσμού της χώρας του, που αυτή τη στιγμή ηγείται μιας χώρας διαμελισμένης. Είναι ο Ζελένσκι που έχει σχεδόν εξαντλήσει τα πληθυσμιακά αποθέματα της χώρας του στέλνοντας τον ουκρανικό λαό να πολεμήσει απροετοίμαστος και για ένα πόλεμο που διεξάγεται για συμφέροντα αλλότρια. Είναι ο Ζελένσκι που γυρνάει από χώρα σε χώρα, παρακαλώντας για νέα δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα.

Επιστέγασμα αυτής της σταδιακής συλλογικής δυτικής απόσυρσης από την Ουκρανία αποτέλεσαν τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου στη Γάζα και γύρω απ’ αυτήν και η πρωτοφανής έξαρση της γενοκτονικής επίθεσης του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων. Έτσι, ο Ζελένσκι αναγκάστηκε να μάθει με το σκληρό τρόπο ότι φίλη των ΗΠΑ η Ουκρανία, φίλτατο όμως το Ισραήλ.

Όταν έχεις συνδέσει άρρηκτα την επιβίωσή σου με τη στήριξη από μία παραπαίουσα παγκόσμια υπερδύναμη, τόσο το χειρότερο για την πρώτη. Ειδικά όταν πρόκειται για μια υπερδύναμη που επανειλημμένα έχει αποδείξει ότι δεν θα διστάσει να ρίξει οποιονδήποτε «φίλο» της στην πυρά, προκειμένου να καρποφορήσουν οι σχεδιασμοί της.

Ο Ζελένσκι, όμως, αντί να παραδειγματιστεί απ’ την ιστορία, επέλεξε να γίνει ο χρήσιμος ηλίθιος στα πλαίσια ενός σχεδιασμού που τον περιελάμβανε αλλά τον υπερέβαινε. Να περιφέρεται από κοινοβούλιο σε κοινοβούλιο ζητώντας στήριξη, αρχικά κατεπευφημούμενος ως άντρο της αντίστασης έναντι του εξ ανατολάς δεσποτισμού κι έπειτα ως τραγικός επαίτης. Να στέλνει το λαό του στο σφαγείο προς επίτευξη μη επιτεύξιμων στόχων μπας και πείσει τους δυτικούς σφιχτοχέρηδες να ανοίξουν κι άλλο τα πολεμικά σεντούκια.

Αυτή τη μοίρα επιφυλάσσει η ιστορία στους υποτακτικούς των δυτικών, τους πρόθυμους να υπηρετήσουν με ζήλο τα υπερατλαντικά συμφέροντα θυσιάζοντας την ευημερία και το μέλλον του λαού τους, τους γονυκλινείς καιροσκόπους που νομίζουν ότι απ’ το μεγάλο αμερικανικό φαγοπότι θα καταφέρουν να γλείψουν κάνα κόκαλο. Επανειλημμένα έχει αποδειχθεί ότι το αποκλειστικό δυτικό κλαμπ δε δέχεται νέα μέλη, παρά μόνο τσιράκια που θα αδειάσει με την πρώτη ευκαιρία.

Όσοι αφουγκράζονται αυτό το μήνυμα (πχ Τουρκία) μοχλεύουν τη θέση τους αποσπώντας (γεωπολιτικά κ.ά.) οφέλη. Από την άλλη, όσοι δεν διδάσκονται όσες φορές κι οσοδήποτε παραστατικά τους παραδοθεί το ίδιο μάθημα, όπως η Ελλάδα (Κυπριακό, Ίμια, μνημόνια κλπ), θα μετράνε κάθε φορά απώλειες ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, ευημερίας.

Ο ρόλος του αιώνια δεδομένου προς τα πιο αρπακτικά συμφέροντα είναι αξεδιάλυτος απ’ αυτόν του τραγικού καρπαζοεισπράκτορα. Κι όταν εξαντληθεί η χρησιμότητά του και πεταχτεί στην άκρη, βίαια αφυπνίζεται στην αφόρητη μοναξιά του απονενοημένου του διαβήματος.

Κάτι που ο διψασμένος για προσοχή Ζελένσκι, μαθημένος στην επιδαψίλευση και το φτηνό θαυμασμό των δυτικών μέσων, είναι αποφασισμένος να μην αποδεχθεί. Όσους Ουκρανούς κι αν χρειαστεί να σκοτώσει στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να ξεδιψάσει.

Πηγή: Στο Νησί

Η εθνοκάθαρση ή αλλιώς η ‘μεταφορά’ των Παλαιστινίων

Το παρακάτω άρθρο του Mouin Rabbani πρωτοεμφανίστηκε ως νήμα στο X (πρώην Twitter)[1]. Το άρθρο ασχολείται με τη μακρά ιστορία των σιωνιστικών προτάσεων για την εθνοκάθαρση της Λωρίδας της Γάζας. Η εθνοκάθαρση ή η “μεταφορά” αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρώιμης ιστορίας του σιωνισμού και έχει παραμείνει βασικό χαρακτηριστικό της ισραηλινής πολιτικής ζωής. Πιο πρόσφατα, η “μεταφορά” έχει έρθει στο προσκήνιο μεταμφιεσμένη ως ενθάρρυνση της “εθελοντικής μετανάστευσης”.

Του Mouin Rabbani, 28 Δεκεμβρίου 2023

Ανώτεροι Ισραηλινοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, υποστηρίζουν και πάλι δημοσίως την εθνοκάθαρση της Λωρίδας της Γάζας. Οι προτάσεις τους παρουσιάζονται ως προγράμματα εθελοντικής μετανάστευσης, στα οποία το Ισραήλ παίζει απλώς το ρόλο του καλού Σαμαρείτη, μεσολαβώντας ανιδιοτελώς σε ξένες κυβερνήσεις για την εξεύρεση νέων σπιτιών για τους άπορους και απελπισμένους Παλαιστίνιους. Όμως, και πάλι πρόκειται για εθνοκάθαρση.

Τα καμπανάκια του συναγερμού θα έπρεπε να είχαν αρχίσει να χτυπούν στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken και άλλοι δυτικοί πολιτικοί άρχισαν να επιμένουν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει “καμία βίαιη εκτόπιση Παλαιστινίων από τη Γάζα”. Αντί να απορρίψουν οποιαδήποτε μαζική απομάκρυνση Παλαιστινίων, ο Μπλίνκεν και οι συνάδελφοί του αντιτάχθηκαν μόνο στις οπτικά προκλητικές εκτοπίσεις υπό την απειλή όπλων. Η επιλογή της “εθελοντικής” εκτόπισης, μέσω του να μην αφήνουν στους κατοίκους της Γάζας καμία άλλη επιλογή εκτός από την αναχώρηση, έμεινε επιδεικτικά ανοιχτή.

Η εθνοκάθαρση ή η “μεταφορά”, όπως είναι γνωστή στην ισραηλινή ορολογία, έχει μακρά ιστορία, η οποία ανάγεται στις απαρχές του σιωνιστικού κινήματος στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Ενώ οι πρώτοι Σιωνιστές υιοθέτησαν το σύνθημα “Μια Γη Χωρίς Λαό για Έναν Λαό Χωρίς Γη”, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι, από την αρχή, οι ηγέτες τους ήξεραν καλύτερα. Πιο συγκεκριμένα, αντιλαμβάνονταν σαφώς ότι οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν το κύριο εμπόδιο στην ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι, γι’ αυτούς, ένα “εβραϊκό κράτος” σημαίνει ένα κράτος στο οποίο ο εβραϊκός πληθυσμός του αποκτά και διατηρεί αδιαμφισβήτητη δημογραφική, εδαφική και πολιτική υπεροχή.

Ας δούμε λοιπόν τα περί “μεταφοράς”.  Ήδη από το 1895, ο Theodor Herzl, ο ιδρυτής του σύγχρονου σιωνιστικού κινήματος, προσδιόριζε την αναγκαιότητα της απομάκρυνσης των κατοίκων της Παλαιστίνης με τους εξής όρους: «Θα προσπαθήσουμε να διαπνεύσουμε την ιδέα [της μεταφοράς] πέρα από τα σύνορα στον άπορο πληθυσμό, φροντίζοντας να του εξασφαλίσουμε εργασία στις χώρες διαμετακόμισης, ενώ θα του αρνηθούμε οποιαδήποτε εργασία στη δική μας χώρα … η απαλλοτρίωση και η απομάκρυνση των φτωχών πρέπει να γίνει με διακριτικότητα και προσοχή». Ο David Ben-Gurion (το γένος Grün), πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη και αργότερα πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, ήταν πιο ωμός. Σε μια επιστολή του 1937 προς τον γιο του, έγραφε: «Πρέπει να εκδιώξουμε τους Άραβες και να πάρουμε τη θέση τους».

Γράφοντας στο ημερολόγιό του το 1940, ο Yosef Weitz, ανώτερος αξιωματούχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου, ο οποίος προήδρευε της σημαίνουσας ‘Επιτροπής Μεταφοράς’ πριν και κατά τη διάρκεια της Νάκμπα (“Καταστροφής”) και έγινε γνωστός ως ‘ο Αρχιτέκτονας της Μεταφοράς’, το έθεσε ως εξής: «Η μόνη λύση είναι μια Γη του Ισραήλ χωρίς Άραβες. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμό. Πρέπει να μετακινηθούν όλοι. Ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή δεν μπορεί να παραμείνει.  Μόνο μέσω αυτής της μεταφοράς των Αράβων που ζουν στη Γη του Ισραήλ θα έρθει η λύτρωση». Τα ημερολόγιά του είναι γεμάτα με παρόμοια συναισθήματα.

O Yosef Weitz (κέντρο δεξιά) ήταν ο ‘αρχιτέκτονας της ‘μεταφοράς’.
Εδώ, μαζί με τον
Yitzhak Rabin και τον Haim Laskov,
μελετάνε την εκδίωξη των Παλαιστίνιων κατοίκων
στο δάσος
Yakir στην περιοχή Naquab.

Το νόημα των παραπάνω δεν είναι να καταδείξουμε ότι μεμονωμένοι σιωνιστές ηγέτες είχαν τέτοιες απόψεις, αλλά ότι η ανώτερη ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος θεωρούσε σταθερά την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης ως στόχο και προτεραιότητα. Πρωτοβουλίες όπως η Επιτροπή Μεταφοράς, και το Σχέδιο Dalet, το οποίο διατυπώθηκε αρχικά το 1944 και περιγράφηκε από τον εξέχοντα Παλαιστίνιο ιστορικό Walid Khalidi ως το “Master Plan για την Κατάκτηση της Παλαιστίνης”, καταδεικνύουν επιπλέον ότι το σιωνιστικό κίνημα σχεδίαζε δραστήρια γι’ αυτήν. Η Νάκμπα του 1948, κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα των Παλαιστινίων που κατοικούσαν σε εδάφη που περιήλθαν υπό ισραηλινή κυριαρχία εκκαθαρίστηκαν εθνοτικά, θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως η εκπλήρωση μιας μακρόχρονης φιλοδοξίας και η εφαρμογή μιας καίριας πολιτικής. Ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμού, όχι πολέμου (ιστορική χριστουγεννιάτικη υποσημείωση: η παλαιστινιακή πόλη της Ναζαρέτ γλίτωσε από μια παρόμοια μοίρα μόνο επειδή ο διοικητής των ισραηλινών δυνάμεων που κατέλαβαν την πόλη, ένας Καναδός Εβραίος ονόματι Μπεν Ντάνκελμαν, δεν υπάκουσε στις διαταγές για την εκδίωξη του πληθυσμού και απαλλάχθηκε από τη διοίκηση την επόμενη ημέρα).

Το γεγονός ότι η Νάκμπα ήταν προϊόν σχεδιασμού τεκμηριώνεται περαιτέρω από τους όρους με τους οποίους αναφερόταν η ‘Επιτροπή Μεταφοράς’. Αυτοί περιελάμβαναν όχι μόνο προτάσεις για την εκδίωξη των Παλαιστινίων, αλλά, εξίσου σημαντικό, ενεργά μέτρα για την αποτροπή της επιστροφής τους, την καταστροφή των σπιτιών και των χωριών τους, την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους και τον εποικισμό των περιοχών αυτών από Εβραίους μετανάστες. Ο Weitz, μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής, τον Eliahu Sassoon και τον Ezra Danin, στις 5 Ιουνίου 1948, παρουσίασε στον πρωθυπουργό Ben-Gurion ένα τρισέλιδο πρόγραμμα, με τίτλο “Σχέδιο για την Επίλυση του Αραβικού Προβλήματος στο Κράτος του Ισραήλ”, για την επίτευξη αυτών των στόχων. Σύμφωνα με τον κορυφαίο ισραηλινό ιστορικό Benny Morris, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ben-Gurion συμφώνησε με το σχέδιο του Weitz», το οποίο περιελάμβανε «ένα τεράστιο σχέδιο καταστροφής», που η εφαρμογή του κατέληξε στην ισοπέδωση περισσότερων από 450 παλαιστινιακών χωριών.

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες φορτώνουν τα υπάρχοντά τους σε ένα φορτηγό
καθώς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το χωριό Al-Falouja κατά την Νάκμπα.
© 1949 UN Archives

Η κατανοητή επικέντρωση στις εκτοπίσεις του 1948 συχνά παραβλέπει το γεγονός ότι οι εθνοκαθάρσεις παραμένουν ατελείς αν τα θύματά τους δεν αποκλειστούν από την επιστροφή στα σπίτια τους με ένα συνδυασμό ένοπλης βίας και νομοθεσίας, και στη συνέχεια δεν αντικατασταθούν από άλλους. Είναι η αποφασιστικότητα του Ισραήλ να καταστήσει μόνιμη την παλαιστινιακή εκδίωξη που διακρίνει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες από πολλούς άλλους πρόσφυγες πολέμου.

Άλλη μία εικόνα από την εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους το 1948.
Σήμερα, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και σε άλλες χώρες,
ζουν 14,3 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι.

Μετά το 1948, το Ισραήλ κατασκεύασε μια ολόκληρη σειρά από επινοήσεις για να μεταθέσει στους ίδιους τους πρόσφυγες και στα αραβικά κράτη την ευθύνη για τη μετατροπή των Παλαιστινίων σε αποστερημένους και απάτριδες πρόσφυγες. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ισχυρισμοί ότι οι πρόσφυγες έφυγαν οικειοθελώς (ενώ είτε εκδιώχθηκαν είτε τράπηκαν σε φυγή με δικαιολογημένο τρόμο)- ότι αραβικές ραδιοφωνικές εκπομπές διέταξαν τους Παλαιστίνιους να φύγουν (στην πραγματικότητα, τους ενθάρρυναν να παραμείνουν στη θέση τους)- ότι το Ισραήλ πραγματοποίησε ανταλλαγή πληθυσμών με τα αραβικά κράτη (δεν υπήρξε τίποτα τέτοιο)- και το παράξενο επιχείρημα ότι επειδή είναι Άραβες, οι Παλαιστίνιοι είχαν πολλά άλλα κράτη, ενώ οι Εβραίοι έχουν μόνο το Ισραήλ (με την ίδια λογική, οι Σιχ θα είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν την British Columbia και να απελάσουν τον πληθυσμό της είτε στον υπόλοιπο Καναδά είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες). Το πιο σημαντικό είναι ότι, ακόμη και αν είχαν τεκμηριωθεί πλήρως, κανένα από αυτά τα προσχήματα δεν δίνει το δικαίωμα στο Ισραήλ να απαγορεύσει το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Πρόκειται, επιπλέον, για ένα δικαίωμα που καθαγιάστηκε με την απόφαση 194 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 11ης Δεκεμβρίου 1948, η οποία έχει επαναβεβαιωθεί επανειλημμένα έκτοτε.

Εθνοκάθαρση μετά το 1967

Το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε το υπόλοιπο 22% της Εντολοδόχου Παλαιστίνης[2] – τη Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) και τη Λωρίδα της Γάζας. Η ερήμωση σε αυτά τα εδάφη λειτούργησε διαφορετικά από ό,τι το 1948. Το πιο σημαντικό είναι ότι το Ισραήλ, εκτός από την απαγόρευση της επιστροφής των Παλαιστινίων που διέφυγαν από τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ιουνίου του 1967 και την ενθάρρυνση άλλων να φύγουν (παρέχοντας, για παράδειγμα, καθημερινή συγκοινωνία με λεωφορείο από την πόλη της Γάζας προς τη γέφυρα Allenby που συνδέει τη Δυτική Όχθη με την Ιορδανία), πραγματοποίησε απογραφή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1967. Κάθε κάτοικος που δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της απογραφής δεν είχε δικαίωμα να λάβει ισραηλινό έγγραφο ταυτότητας και έχασε αυτόματα το δικαίωμα διαμονής του.

O πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ τον Ιούνιο του 1967 οδήγησε σε νέα ‘μεταφορά’ Παλαιστινιακών πληθυσμών.
Η νέα εθνοκάθαρση αποκλήθηκε
Naksa (πισωγύρισμα).
Στη φωτογραφία εκδιωγμένοι Παλαιστίνιοι προσπαθούν να περάσουν
στην Ιορδανία μέσω της κατεστραμμένης γέφυρας  Allenby
.

Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός αυτών των εδαφών μειώθηκε κατά περισσότερο από είκοσι τοις εκατό μέσα σε μια νύχτα. Πολλοί από αυτούς που εκτοπίστηκαν με αυτόν τον τρόπο είχαν ήδη εκτοπιστεί ως πρόσφυγες από το 1948. Ο προσφυγικός καταυλισμός Aqbat Jabr κοντά στην Ιεριχώ, για παράδειγμα—μέχρι το 1967 ο μεγαλύτερος της Δυτικής Όχθης—έγινε μια πόλη-φάντασμα αφού σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του έγιναν και πάλι πρόσφυγες στην Ιορδανία. Τόσοι πολλοί Παλαιστίνιοι από τη Λωρίδα της Γάζας κατέληξαν στην Ιορδανία, ώστε δημιουργήθηκε ένας νέος προσφυγικός καταυλισμός, ο καταυλισμός Γάζα, στα περίχωρα της Ιεράς Επισκοπής. Τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν θα ανέκαμπταν στα επίπεδα πληθυσμού του 1967 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Εντός της Δυτικής Όχθης, υπήρξαν επίσης περιπτώσεις μαζικών εκτοπίσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται η πόλη Qalqilya, η οποία επιπλέον προοριζόταν για κατεδάφιση, αλλά στους κατοίκους της επετράπη αργότερα να επιστρέψουν. Οι κάτοικοι των οικισμών Imwas (η βιβλική Εμμαούς), Bayt Nuba και Yalu στην περιοχή Latrun της Ιερουσαλήμ ήταν λιγότερο τυχεροί. Εκδιώχθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες (πολλοί από αυτούς ζουν σήμερα στον καταυλισμό προσφύγων Qaddura της Ραμάλα), τα χωριά τους κατεδαφίστηκαν και προσαρτήθηκαν στο Ισραήλ και αντικαταστάθηκαν από το Canada Park, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή το έργο ολοκληρώθηκε με δωρεές από την καναδική εβραϊκή κοινότητα. Στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, η ιστορική συνοικία Mughrabi, που συνορεύει με το Haram al-Sharif, ισοπεδώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες για να δημιουργηθεί μια πλατεία δίπλα στο Τείχος των Δακρύων. Με πολλούς κατοίκους να έχουν μόνο λίγα λεπτά για να εκκενώσουν τα σπίτια τους, αρκετοί σκοτώθηκαν όταν οι μπουλντόζες έπιασαν δουλειά. Σύμφωνα με τον Eitan Ben-Moshe, μηχανικό που επέβλεψε τη θηριωδία, «πετάξαμε τα συντρίμμια των σπιτιών μαζί με τα πτώματα των Αράβων».

Εκκένωση μέσω της διοικητικής εξουσίας

Τα επόμενα χρόνια, το Ισραήλ χρησιμοποίησε κάθε είδους διοικητικές αλχημείες για να μειώσει περαιτέρω τον παλαιστινιακό πληθυσμό της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Μέχρι τις συμφωνίες του Όσλο του 1993, για παράδειγμα, για να φύγει κανείς από τα κατεχόμενα εδάφη χρειαζόταν άδεια εξόδου από τη στρατιωτική διοίκηση του Ισραήλ. Αυτή ίσχυε μόνο για τρία χρόνια και στη συνέχεια ανανεωνόταν ετησίως για το πολύ τρία επιπλέον χρόνια (έναντι αμοιβής) σε ισραηλινό προξενείο. Εάν ένας Παλαιστίνιος έχανε την άδεια εξόδου ή δεν ανανέωνε την άδεια εξόδου πριν από τη λήξη της για οποιονδήποτε λόγο (συμπεριλαμβανομένης της γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας), ή δεν μπορούσε να πληρώσει το τέλος ανανέωσης, ή δεν επέστρεφε στην Παλαιστίνη πριν από τη λήξη της, ο εν λόγω Παλαιστίνιος έχανε αυτόματα το δικαίωμα διαμονής [στην Παλαιστίνη]. Ξεχωριστά, το Ισραήλ, με την πάροδο των ετών, απέλασε πολυάριθμους ακτιβιστές και ηγέτες κοινοτήτων, κυρίως στην Ιορδανία και το Λίβανο. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970, εξόρισε επίσης Παλαιστίνιους της Γάζας που κατηγορούνταν ότι αντιστέκονταν στην κατοχή, μαζί με τις οικογένειές τους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην κατεχόμενη χερσόνησο του Σινά. Μεταξύ εκείνων που πέρασαν εκεί ήταν και ο εμβληματικός Παλαιστίνιος ηγέτης Χαϊντάρ Αμπντέλ-Σαφί.

H διαδοχική εκδίωξη των Παλαιστινιακών πληθυσμών από την Παλαιστίνη.
Σήμερα ΗΠΑ και Ισραήλ πιστεύουν ότι θα πετύχουν την ολοκληρωτική εκδίωξη
των Παλαιστινίων από τη γη τους κάτω από διαδικασίες
κανονικής σφαγής υπό το βλέμμα της πολιτισμένης ‘Δύσης’.

Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη περίπτωση διοικητικών απελάσεων συνέβη το 1992, αφού οι ισραηλινές ειδικές δυνάμεις απέτυχαν σε μια επιχείρηση διάσωσης ενός ισραηλινού στρατιώτη που είχε συλληφθεί από τη Χαμάς με σκοπό να τον ανταλλάξουν με τον φυλακισμένο ηγέτη της, Σαΐχ Αχμάντ Γιασίν. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν διέταξε τη συνοπτική απέλαση περίπου 400 Παλαιστινίων, πολλοί από τους οποίους ήταν φυλακισμένοι, που συνδέονταν με τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ). Σημειωτέον ότι κανένας από αυτούς δεν κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο περιστατικό που οδήγησε στην έξαλλη οργή του Ράμπιν.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες απελάσεις, οι οποίες θεωρούνταν μόνιμες, αυτές ήταν για ένα και δύο χρόνια. Στη βιασύνη του να πραγματοποιήσει τις απελάσεις υπό την κάλυψη της νύχτας, το Ισραήλ απέλασε αρκετούς Παλαιστίνιους που δεν ήταν στον κατάλογό του και άφησε πίσω άλλους που ήταν. Περιττό να πούμε ότι η μαζική απέλαση εγκρίθηκε, όπως πάντα σε τέτοια θέματα, από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ μετά από μικρές τροποποιήσεις. Αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν επρόκειτο για συλλογική απέλαση αλλά για συλλογή ατομικών απελάσεων. Ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι οι απελαθέντες είχαν εγκλωβιστεί σε μια αφιλόξενη no-man’s land, το Marj al-Zuhur, επειδή ο Λίβανος αρνήθηκε να διευκολύνει τις απελάσεις υποδεχόμενός τους. Κατά τη διάρκεια της ακούσιας παραμονής τους στο Marj al-Zuhur, αυτοί είχαν την συνδρομή κυρίως της Χεζμπολάχ, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παγιώθηκαν οι σχέσεις μεταξύ της Χαμάς, της PIJ και της Χεζμπολάχ.

Οι στρατηγικές του Ισραήλ για την “αραίωση” του πληθυσμού της Γάζας

Με την εστίαση τα τελευταία χρόνια στις εντατικοποιημένες εκστρατείες εθνοκάθαρσης στη Δυτική Όχθη, συχνά ξεχνιέται ότι, επί δεκαετίες, ο πρωταρχικός στόχος για αποψίλωση του πληθυσμού ήταν η Λωρίδα της Γάζας, ιδίως ο προσφυγικός πληθυσμός της, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου τα τρία τέταρτα των κατοίκων της περιοχής. Ακόμα και πριν καταλάβει τη Γάζα το 1967, το Ισραήλ προωθούσε τακτικά πρωτοβουλίες για να επιτύχει την “αραίωση” του προσφυγικού πληθυσμού της, με προορισμούς τόσο μακρινούς όσο η Λιβύη και το Ιράκ. Όχι άδικα, οι ηγέτες του Ισραήλ αισθάνονταν ανήσυχοι από την παρουσία τόσων πολλών εθνικά εκκαθαρισμένων Παλαιστινίων σε κοντινή απόσταση από τα πρώην σπίτια τους. Μετά το 1967, ενθάρρυνε τη μετανάστευση των Παλαιστινίων από τη Λωρίδα της Γάζας όχι μόνο σε ξένες χώρες αλλά και στη Δυτική Όχθη.

Το 1969, το Ισραήλ επινόησε ακόμη και ένα σχέδιο για να στείλει 60.000 Παλαιστίνιους από τη Λωρίδα της Γάζας στην Παραγουάη με προσφορές επικερδούς εργασίας. Το σχέδιο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του στρατιωτικού δικτάτορα της Παραγουάης Alfredo Stroessner και της Mossad, της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού. Ήταν, φυσικά, καθαρά συμπτωματικό το γεγονός ότι, λίγο αργότερα, η Μοσάντ ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον τους πόρους για να κυνηγήσει φυγάδες Ναζί στην Παραγουάη, η οποία ήταν ένας από τους προορισμούς επιλογής τους. Το σχέδιο [μεταφοράς Παλαιστινίων στην Παραγουάη] τερματίστηκε όταν αρκετά από τα θύματά του, όταν συνειδητοποίησαν ότι η υπόσχεση για μια νέα άνετη ζωή αποτελούσε ολοκληρωτική απάτη, άνοιξαν πυρ στην ισραηλινή πρεσβεία στην Ασουνσιόν, σκοτώνοντας ένα από τα μέλη του προσωπικού της.

Η “Μεταφορά” και η Γάζα σήμερα

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η “μεταφορά”, που συχνά παρουσιάζεται ως ενθάρρυνση της εθελοντικής μετανάστευσης είτε με την παροχή υλικών κινήτρων είτε με το να καθιστά αδύνατες τις συνθήκες ζωής, έχει γίνει όλο και περισσότερο κυρίαρχη στην ισραηλινή πολιτική ζωή. Το 2019, για παράδειγμα, ένας “ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος”, που αναφέρθηκε στην ισραηλινή εφημερίδα Ha’aretz, εξέφρασε την προθυμία να βοηθήσει τους Παλαιστίνιους να μεταναστεύσουν από τη Λωρίδα της Γάζας.

Το κλειδί συμβολίζει την επιστροφή των Παλαιστινίων στη γη τους.
Το
graffiti γράφει «Επιστροφή». Λωρίδα της Γάζας, 12 Μαΐου 2013,
κατά τη διάρκεια της ‘Κατασκήνωσης για την Επιστροφή’ που οργανώθηκε
για να υπογραμμίσει τους δεσμούς των προσφύγων με τη χαμένη γη τους.

Η μαζική απέλαση κερδίζει επίσης το μερίδιό της σε οπαδούς, και είναι μια θέση που εκπροσωπείται σήμερα στην κυβέρνηση συνασπισμού του Ισραήλ. Όπως και η ιδέα ότι η ‘μεταφορά’ θα πρέπει να περιλαμβάνει και τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ – ο Avigdor Lieberman, για παράδειγμα, ο οποίος ήταν υπουργός Άμυνας του Ισραήλ πριν από αρκετά χρόνια, είναι υπέρμαχος όχι μόνο της εκκένωσης της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας από τους Παλαιστίνιους, αλλά και της απαλλαγής από τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ[3]. Όπως θα περίμενε κανείς από έναν υπουργό που ήταν επικεφαλής του ισραηλινού στρατού, είναι επίσης υπέρμαχος του “αποκεφαλισμού” των άπιστων Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ με “τσεκούρι”.

Το Ισραήλ για να διευκολύνει τον εποικισμό των Παλαιστινιακών εδαφών
τακτικά κατεδαφίζει με επινοημένες προφάσεις κατοικίες Παλαιστινίων.
Η φωτογραφία είναι από αφιέρωμα της ‘Διεθνούς Αμνηστίας’ με τίτλο
«Η Ισραηλινή Κατοχή: 50 χρόνια Απαλλοτρίωσης»,

© Oren Ziv/Getty Image

Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ είδε τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου όχι μόνο ως απειλή αλλά και ως ευκαιρία. Ενισχυμένοι με την άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οι ισραηλινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες άρχισαν αμέσως να υποστηρίζουν τη μεταφορά του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας στην έρημο του Σινά. Η πρόταση αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδιαίτερα από τον υπουργό Εξωτερικών Antony Blinken. Απελπιστικά έξω από τα νερά του όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, όπως πάντοτε, φαίνεται ότι πίστευε ειλικρινά ότι θα μπορούσε να στρατολογήσει ή να πιέσει τα αραβικά πελατειακά καθεστώτα της Ουάσιγκτον για να κάνουν την επιθυμία του Ισραήλ πραγματικότητα. Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων του ισχυρού άνδρα της Αιγύπτου Αμπντελφατάχ αλ Σίσι, των συνεπειών του σκανδάλου Μενέντεζ[4] και των επικείμενων αιγυπτιακών προεδρικών εκλογών, του υποδείχθηκε [ΣΗΜ. στον Μπλίνκεν] από τους ‘διαδρόμους’ της Ουάσιγκτον ότι θα χρειαζόταν μόνο ένα δάνειο του ΔΝΤ, μια ελάφρυνση του χρέους και μια υπόσχεση να περάσει η υπόθεση Μενέντεζ στο αρχείο προκειμένου να συμμετάσχει το Κάιρο στο κόλπο. Όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, ο Μπλίνκεν, οπλισμένος μόνο με την τελευταία λίστα επιθυμιών του Ισραήλ, δεν είχε ιδέα ότι η άσεμνη πρότασή του θα απορρίπτονταν κατηγορηματικά, πρώτα και κύρια από την Αίγυπτο.

Η “Μεταφορά” ως “εθελοντική μετανάστευση

Η εναλλακτική θέση [της Ουάσινγκτον] είναι η εναντίωση στη “βίαιη μετακίνηση” με την απειλή των όπλων, ενώ οτιδήποτε άλλο είναι θεμιτό παιχνίδι. Αυτό περιλαμβάνει τη μετατροπή της Λωρίδας της Γάζας σε ερείπια σε μια εκστρατεία βομβαρδισμών που μπορεί να είναι η πιο εντατική στην ιστορία, μια γενοκτονική επίθεση εναντίον μιας ολόκληρης κοινωνίας που σκοτώνει αμάχους με πρωτοφανή ρυθμό, την εσκεμμένη καταστροφή μιας ολόκληρης αστικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένης της στοχευμένης εξάλειψης των τομέων υγείας και εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών σε κρίση πείνας που έχει καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως και την πραγματική προοπτική προμελετημένου λιμού—διακοπή της παροχής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος που οδηγεί σε οξεία δίψα, ευρεία κατανάλωση μη πόσιμου νερού και διακοπή της επεξεργασίας λυμάτων—και την προώθηση μιας απότομης αύξησης των μολυσματικών ασθενειών. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης έχει ήδη πεθάνει από μυκητιασική λοίμωξη που προήλθε από την κατάρρευση των συνθηκών υγιεινής στην οποία συνέβαλε στη Λωρίδα της Γάζας. Πόσοι Παλαιστίνιοι έχουν καταβροχθιστεί από παρόμοιες ασθένειες, δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά.

Με άλλα λόγια, αν οι απελπισμένοι Παλαιστίνιοι προσπαθούν να φύγουν από αυτόν τον έβδομο κύκλο της κόλασης για να σώσουν το τομάρι τους, αυτό θεωρείται εθελοντική μετανάστευση—δική τους επιλογή. Αν δεν μπορούν να παραμείνουν στη Λωρίδα της Γάζας επειδή το Ισραήλ την έχει καταστήσει ακατάλληλη για ανθρώπινη κατοίκηση με τα όπλα των ΗΠΑ, αυτή είναι μια εθελοντική επιλογή που θα γίνει σεβαστή. Και οι ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι εδώ μόνο για να βοηθήσουν, όπως η Μητέρα Τερέζα, αποφασισμένοι να συνδράμουν κάθε έναν από τους κατοίκους της Γάζας, είτε αυτό τους αρέσει είτε όχι.

Ο Danny Danon, μέλος του κοινοβουλίου που ήταν προηγουμένως απεσταλμένος του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη (ο τύπος που ακούγεται σαν τον Elmer Fudd[5]), ανέφερε πρόσφατα τη μαζική εκτόπιση των Σύρων σε πολλές στεριές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ως παράδειγμα προς μίμηση. «Ακόμα και αν κάθε χώρα δεχτεί δέκα χιλιάδες, είκοσι χιλιάδες κατοίκους της Γάζας, αυτό είναι σημαντικό».

Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την πρόταση του Danon σε συνεδρίαση του Λικούντ την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Νετανιάχου απάντησε: «Το επεξεργαζόμαστε. Το πρόβλημά μας είναι [να βρούμε] τις χώρες που θα είναι πρόθυμες να τους απορροφήσουν».

Αφίσα της δυτικοπρεπούς ‘Διεθνούς Αμνηστίας’ με τίτλο «50 χρόνια παράνομων δολοφονιών». Αν και το κείμενο επιχειρεί έμμεσα να εξισώσει θύτη και θύμα, παρόλ’ αυτά παραδέχεται ότι: «Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν μακρύ ιστορικό χρήσης υπερβολικής και συχνά θανατηφόρας βίας εναντίον Παλαιστινίων ανδρών, γυναικών και παιδιών, μεταξύ άλλων για αντίποινα κατά διαδηλωτών και για την καταστολή της διαφωνίας. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και πολλοί άλλοι έχουν τραυματιστεί.  Η αποτυχία των αρχών να διεξάγουν ενδελεχείς, αμερόληπτες και ανεξάρτητες έρευνες ώστε να σπάσει ο κύκλος της ατιμωρησίας επέτρεψε τη συνέχιση αυτών των παραβιάσεων επί μισό αιώνα. Από το 1987, περισσότεροι από 10.200 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί, συχνά υπό συνθήκες που υποδηλώνουν ότι οι δολοφονίες ήταν παράνομες και μπορεί να ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου». Παρατηρούμε ότι μέσα σε λίγες βδομάδες το Ισραήλ έχει δολοφονήσει υπερδιπλάσιους αμάχους από όσους από το 1987 έως το 2017, όταν εκδόθηκε η αφίσα, με προφανή στόχο να αναγκάσει το σύνολο του πληθυσμού της Γάζας να ‘μεταφερθεί’ αλλού.

 Όπως το έθεσε ένα κύριο άρθρο στην ισραηλινή εφημερίδα Ha’aretz στις 27 Δεκεμβρίου: «Οι Ισραηλινοί νομοθέτες συνεχίζουν να πιέζουν για μεταφορά με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας».

Για να μην ξεπεραστεί από τους πολιτικούς, η Jerusalem Post δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Γιατί η μετακίνηση στη χερσόνησο του Σινά είναι η λύση για τους Παλαιστίνιους της Γάζας». «Το Σινά», δήλωσε με ενθουσιασμό ο συγγραφέας του, Joel Roskin, «περιλαμβάνει ένα από τα πιο κατάλληλα μέρη στη Γη για να προσφέρει στο λαό της Γάζας ελπίδα και ένα ειρηνικό μέλλον». Όχι σε μεμονωμένους κατοίκους της Γάζας, αλλά «στο λαό της Γάζας».

Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιες προτάσεις θεωρούν σταθερά δεδομένο ότι όσοι φεύγουν δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Περιμένει κανείς με κομμένη την ανάσα τη συνέχεια, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να απαντήσει σε αυτές τις εκκλήσεις για μαζική εκδίωξη με περαιτέρω έρευνα των παλαιστινιακών σχολικών βιβλίων[6].

Ενώ η εθνοκάθαρση ήταν από την αρχή εγγενής στη σιωνιστική/ισραηλινή ιδεολογία και πρακτική, έχει και μια άλλη πλευρά: η εκδίωξη των Παλαιστινίων το 1948 επέκτεινε αυτό που ήταν μια σύγκρουση μεταξύ του σιωνιστικού κινήματος και των Παλαιστινίων σε μια περιφερειακή, αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Η δεύτερη Νάκμπα που προκαλεί σήμερα το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας φαίνεται ομοίως ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο για να υποκινήσει την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Νάκμπα του 1948 δεν νίκησε τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι ξεκίνησαν τον αγώνα τους από τα στρατόπεδα της εξορίας, μεταξύ των οποίων και εκείνα της Λωρίδας της Γάζας. Θα χρειαζόταν επίπεδο ανοησίας α-λα-Blinken για να υποθέσει κανείς ότι η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη Λωρίδα της Γάζας θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Πηγή: Mondoweiss Net

Μετάφραση – επιμέλεια: Κωστής Μηλολιδάκης


[1] O συγγραφέας αυτού του άρθρου επέλεξε να το αναρτήσει ως ‘νήμα’ (thread) στο X (πρώην twitter). Από εκεί το πήραν και το ανάρτησαν σημαντικοί άλλοι δημοσιογράφοι, παρατηρητές κ.λπ., όπως ο Norman Finkelstein, το Mondoweiss.net, κ.α. προσθέτοντας τίτλους, υπότιτλους και κάποιες φωτογραφίες. Έτσι εξηγείται και η έλλειψη παραπομπών σε πηγές από τον ίδιο τον συγγραφέα. Η δική μας μετάφραση είναι από το Mondoweiss, από όπου προέρχεται και μία φωτογραφία—οι υπόλοιπες, όπως και οι λεζάντες τους, είναι από τον μεταφραστή.

[2] Η Εντολοδόχος Παλαιστίνη ήταν μια γεωπολιτική οντότητα που υπήρχε μεταξύ 1920 και 1948 στην περιοχή της Παλαιστίνης σύμφωνα με τους όρους της Εντολής της Κοινωνίας των Εθνών για την Παλαιστίνη.

[3] Να υπενθυμίσουμε ότι στο Ισραήλ κατοικούν περί τα 1,6 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι με δικαιώματα ‘πολίτη’. Αυτοί δεν είναι πρόσφυγες, εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο της χώρας και αποτελούν περί το 20% των πολιτών του Ισραήλ. Οι εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη δεν είναι πολίτες του Ισραήλ αλλά κάτοικοι κατεχομένων περιοχών.

[4] Σκάνδαλο Μενέντεζ: Η πρόσφατη έρευνα των ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ κατά του γνωστού κορυφαίου (και ‘φιλέλληνα’) γερουσιαστή Μενέντεζ για χρηματισμό από την κυβέρνηση της Αιγύπτου.

[5] Έλμερ Φαντ, ο γνωστός φαιδρός ‘κυνηγός’ του Μπαγκς Μπάνυ στα καρτούν της Warner Bros. Μιλά με τρόπο πομπώδη χωρίς να μπορεί να προφέρει το ‘ρο’.

[6] Καθ’ όλο το 2023 οι Ευρωπαϊκοί ‘θεσμοί’, το ευρωκοινοβούλιο κ.λπ. ασχολούνται επισταμένα με έρευνες για το αν τα παλαιστινιακά σχολικά βιβλία προάγουν το ‘μίσος’ κατά του Ισραήλ.

Η μετωπική επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο

Η μετωπική και μεθοδευμένη επίθεση στο πανεπιστήμιο ολοκληρώνει προσπάθειες δεκαετιών στην ίδια κατεύθυνση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη την επιβάλλει με τη βία, με έμβλημα τις μόνιμα παρκαρισμένες έξω από το ΑΠΘ κλούβες των ΜΑΤ, αλλά έχει εξασφαλίσει και αποδοχή. Επιτίθεται αφού πρώτα η ανώτατη εκπαίδευση έπαψε να υπόσχεται κοινωνική άνοδο, και τα ολιγαρχικά μήντια συκοφαντώντας και απαξιώνοντας έκαναν το λαό να ξεχάσει γιατί χρειάζεται αληθινό πανεπιστήμιο.

Η άρχουσα τάξη δεν ποντάρει στην αγάπη του λαού, αλλά στη συμμαχία της με ευρωπαϊκές και αμερικανικές ολιγαρχίες που βλέπουνε τη μόρφωση και την υγεία των υποτελών σαν καθαρό παθητικό. Ο γονατισμένος λαός αγνοεί πόσο τρομερή είναι η επερχόμενη καταστροφή, δεν θέλει καν να ξέρει, ενώ λείπει η οργανωμένη αριστερά που να εξηγεί στη γλώσσα του, και κυρίως αξιόπιστα, γιατί η ανώτατη εκπαίδευση τον αφορά.

Οι πανεπιστημιακοί αγρόν αγοράζουν. Λίγους τους ωφελεί ταξικά η ηροστράτεια μεταρρύθμιση, ενώ πολλοί αδιαφορούν, από ερευνητές και δάσκαλοι έχοντας γίνει διαχειριστές και φροντιστές. Καθυστερημένοι θιασώτες του φαλιρημένου φιλελευθερισμού, ψάχνουνε θέση σε μια Δύση που η υπεροχή της έχει δύσει.

Η θεσμική μετάλλαξη που δρομολογείται, ακριβέστερα καταστροφή, δεν οφείλεται απλώς στο προσωπικό μένος των μαφιόζων που μας κυβερνούν, ούτε σε απλές πολιτικες επιλογές, όπως αποδεικνύουν οι χλιαρές μονάχα αντιδράσεις των άλλων κομμάτων εξουσίας και των πανεπιστημιακών. Έχει αίτια και στοχεύσεις συστημικής φύσης. Μια νεοαποικία δεν χρειάζεται πανεπιστήμιο, όπως δεν χρειάζονταν ούτε οι παλιότερες, γι’ αυτό άλλωστε οι αποικιοκράτες δεν έφτιαχναν εκεί πανεπιστήμια, απλώς δέχονταν στις σχολές τους λίγους γόνους της άρχουσας τάξης. Από τη δική τους σκοπιά, κακώς οι ιθαγενείς θέλουν πανεπιστήμια, αφού μ’ αυτά η εξάρτησή τους μειώνεται και η διακυβέρνησή τους δυσκολεύει. Σερβιτόροι και καμαριέρες χρειάζονται πτυχία;

Φυσικά η κυβέρνηση κινείται αντισυνταγματικά, αλλά τι συνταγματικό έμεινε στη χώρα που δέχτηκε ν’ ακυρωθεί αποτέλεσμα δημοψηφίσματος χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι, και σάρωσε θεμελιώδεις ελευθερίες με πρόσχημα την πανδημία; Δεκαπέντε χρόνια αδιάκοπης και αμείλικτης εφαρμογής πολιτικών σοκ, απαλλοτριωτικής συσσώρευσης, αποχαλίνωσαν μια άρχουσα τάξη αιμοβόρα και βάρβαρη, που στηρίζει γενοκτονίες και ανενδοίαστα έπνιξε στην Πύλο τριπλάσιους ανθρώπους απ’ όσους χάθηκαν στο Τείχος του Βερολίνου στα τριάντα χρόνια ύπαρξής του.

Το πρώτο άρθρο του αληθινού μας συντάγματος γράφτηκε στην πανδημία, επικυρώθηκε στην Πύλο και στα Τέμπη, κι εφαρμόζεται καθημερινά στην ελληνική επικράτεια. Είναι ότι η ζωή των φτωχών δεν μετρά. Πόσω μάλλον η μόρφωσή τους.

Τα πλέγματα εξουσίας και οι άρχουσες τάξεις της Δύσης πιάστηκαν στη φάκα της χρηματιστικοποίησης. Προωθούν τη λογική και τις λειτουργίες του χρηματιστήριου σ’ όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, κάποτε και της προσωπικής, και αποτιμούν τα πάντα ανάλογα με το τι συμφέρει χρηματικά. Αυτό είναι βάρβαρο, κι έφερε τους κυνικούς χειρισμούς της πανδημικής κρίσης και τη συνεργεία όλων των συστημικών παραγόντων στη γενοκτονία των παλαιστίνιων. Καλό βαφτίζουν ό,τι τους βολεύει οικονομικά: ιδιωτική ΔΕΗ, ιδιωτική υγεία, ιδιωτικό πανεπιστήμιο που λατρεύει το χρήμα. Υπολογίζουν ότι οι ίδιοι, έχοντας χρήμα κι εξουσία, πάντοτε θα καρπώνονται το καλύτερο.

Θα γιατρεύονται στο Ωνάσειο, ενώ οι αποβλακωμένοι αναλώσιμοι, όσο αρκούμαστε στα δικά τους αποφάγια, θα έχουμε τηλεϊατρική και γιατρούς καταρτισμένους με τηλεπαιδεία. Ανόητη και αλαζονική λογική, που κυριαρχεί στο αμερικανικό κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος και στους ευρωπαίους υποτελείς του. Ήδη απέδειξε όμως ότι πρόκειται για λογική αυτοκτονική. Οι άρχοντες ξεχνούν το προφανές, ότι η λογική του χρηματιστήριου, δηλαδή το άμεσο ιδιωτικό κέρδος, τίποτε γερό δεν χτίζει.

Το Ιράν και η Υεμένη (στη γενοκτονία της οποίας συμμετείχαμε) φτιάχνουνε πυραύλους που η υπάκουη Ελλάδα δεν ονειρεύεται καν. Οι ΗΠΑ έχουνε δεκαπλάσιο στρατιωτικό προϋπολογισμό από τη Ρωσία, αλλά τα πανάκριβα και πολυδιαφημισμένα υπερόπλα τους (που προμηθεύεται και η χώρα μας) χάνουν από τα ρωσικά. Για να βελτιώσει την παραγωγή τεχνοεπιστήμης η Μόσχα περίπου επανέφερε το σοβιετικό πανεπιστημιακό σύστημα, εγκαταλείποντας την περίφημη Διαδικασία της Μπολώνιας, η οποία χρηματιστικοποιεί την ανώτατη εκπαίδευση σ’ Ευρωπαϊκή Ένωση κι Ελλάδα.

Η υγεία κάθε αμερικανού κοστίζει πολλαπλάσια απ’ ό,τι κάθε κινέζου, αλλά οι κινέζοι ήδη ζούνε περισσότερο από τους αμερικανούς. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν πολλαπλάσια δολλάρια ανά μαθητή και φοιτητή, και τυφλωμένες αυτοσυγχαίρονται για το εκπαιδευτικό τους σύστημα (γκουγκλάρετε education rankings και θα το δείτε), αλλά η Κίνα βγάζει δυόμισι φορές περισσότερες πατέντες κι επενδύει συστηματικά στις ανθρωπιστικές σπουδές, παράγοντας αληθινή και ουσιαστική γνώση, χώρια που τα παιδιά της δεν αποφοιτούν καταχρεωμένα.

Το πανεπιστήμιό της γνωρίζει άνθηση λαμπρότερη εκείνης που είχε το αμερικανικό μεταπολεμικά ώσπου χρηματιστικοποιήθηκε. Όλα αυτά τα στοιχεία συζητιούνται παγκόσμια εκτός Δύσης, αλλά εδώ δεν απασχολούν τη δημόσια συζήτηση, ούτε την ακαδημία, ούτε τη βουλή. Θα συνέβαινε κάτι τέτοιο αν είχαμε δημοκρατία;

Η ολιγαρχική κυβέρνηση έχει στόχους και ξέρει τους εχθρούς της, εμείς ταλαντευόμαστε και αρνούμαστε την πραγματικότητα επειδή πονά. Γινόμαστε φτωχοί και αγράμματοι επειδή είμαστε σκλάβοι. Όσο δεν κινητοποιούμαστε και δεν οργανωνόμαστε για ν’ αλλάξουμε ριζικά τα πράγματα, γινόμαστε καλύτεροι σκλάβοι, δηλαδή πιο εθελόδουλοι, γκρινιάρηδες, σκληρόκαρδοι, μικρόψυχοι, και βλάκες. Οι άρχοντες άλλο που δεν θέλουν.

Η απελευθέρωσή μας είναι στα χέρια μας. Εμείς παλιότερα και άλλοι λαοί σήμερα την διεκδικούν ηρωικά. Αλλ’ απαιτεί αγώνα συλλογικό, συστηματικό και συνολικό, όχι ατομικό, αποσπασματικό και σπασμωδικό. Χρειαζόμαστε διδακτορικό για να το δούμε αυτό;

Πηγή: Το Ποντίκι

Υπάρχει νοσηλεύτρια ή γιατρός που να μπορεί, να θέλει ή να έχει όρεξη, να χορέψει τσιφτετέλι μέσα στο νοσοκομείο;

Η εικόνα της διοικήτριας του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός κ. Ταβιανάτου να χορεύει τσιφτετέλι μέσα στο νοσοκομείο την ώρα που περνά φορείο με ασθενή, είναι ύβρις για τη Δημόσια Υγεία και ντροπή για το υγειονομικό προσωπικό που βλέπει την κομματικά διορισμένη διοικήτρια της ΝΔ και της κυβέρνησης Μητσοτάκη να λικνίζεται, και δεν της αδειάζει μια γεμάτη πάπια στο κεφάλι. 

Από τους εικονιζόμενους στο βίντεο, οι μόνοι που έχουν σχέση με το σύστημα υγείας είναι οι τραυματιοφορείς που συνοδεύουν την ασθενή. Οι υπόλοιποι, είτε δεν έχουν συναίσθηση της κατάστασης των νοσοκομείων, είτε αδιαφορούν για την εικόνα που εκπέμπουν στους ασθενείς στους συνοδούς και σε όλη την κοινωνία, είτε είναι απλώς κομματικά γαϊδούρια γαλάζιου χρώματος, υποτακτικοί της διοίκησης, που επιχειρούν να εξαργυρώσουν τη συμμετοχή τους στο γλέντι της διοικήτριας με μια καλύτερη θέση στην εργασιακή γαλέρα και στην κοινωνική ντροπή που σήμερα είναι το Δημόσιο Νοσοκομείο.

  • Την περίοδο που νοσηλευτές και γιατροί πηδάνε από τα παράθυρα των νοσοκομείων επιχειρώντας να βρουν μια καλύτερη τύχη οπουδήποτε αλλού (στον ιδιωτικό τομέα, στην Κύπρο ή οπουδήποτε στο εξωτερικό),
  • την περίοδο που νοσηλευτές και νοσηλεύτριες τσακώνονται με διευθύνουσες και προϊσταμένες για το λειψό προσωπικό, για τις βάρδιες που δεν βγαίνουν, για τις άδειες που δεν δίνονται, για τα χρωστούμενα ρεπό που όλο και αυξάνονται,
  • την περίοδο που οι τρομακτικές ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία κυρίως σε προσωπικό αλλά και σε υλικό και εξοπλισμό, εμπεδώνουν στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι ο ασθενής στο δημόσιο νοσοκομείο πάει σαν το σκυλί στο αμπέλι,
  • την περίοδο που το δημόσιο νοσοκομείο γίνεται αβίωτο για το υγειονομικό προσωπικό και απάνθρωπο, εξευτελιστικό και βασανιστικό για τον ασθενή και τους συνοδούς του, ώστε να προστρέξουν όλοι (μα όλοι) στην ιδιωτική ασφάλιση και στα ιδιωτικά νοσοκομεία,

την περίοδο αυτή, είναι αδιανόητο να στήνονται υποκριτικά και εξοργιστικά γλέντια, υπό τις οδηγίες μάλιστα της διοίκησης, για να προβάλουν, τι ακριβώς;

Την εικόνα των ευχαριστημένων εργαζόμενων; Ή την εικόνα των ευχαριστημένων για τη νοσηλεία τους ασθενών;

Το δημόσιο νοσοκομείο σήμερα είναι ο ορισμός της δυστοπίας. Κανείς, μα απολύτως κανείς εργαζόμενος σε αυτό, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν ανήκει στους κομματικούς εγκάθετους που τη σκαπουλάρουν διαρκώς από τις δύσκολες θέσεις και τρουπώνουν σε διοικητικά και άλλα καθήκοντα, δεν έχει την παραμικρή όρεξη για γλέντια και τσιφτετέλια. 

Τουλάχιστον όχι μέσα στο νοσοκομείο, την ώρα που περνούν δίπλα φορεία με ασθενείς. 

Τουλάχιστον όχι για όσους και όσες χάνουν εδώ και χρόνια – εδώ και δεκαετίες – τις σχολικές γιορτές των παιδιών τους, τις διακοπές μαζί με την οικογένειά τους, τα εορταστικά τραπέζια με τους δικούς τους, γιατί “οι βάρδιες δεν βγαίνουν” και το “προσωπικό δεν επαρκεί”.

Ντράπηκε η ντροπή με αυτά που είδαμε στο βίντεο.

Και περισσότερο, ντράπηκε η ντροπή, με αυτούς που διόρισαν τους διοργανωτές του τσιφτετελιού σε θέσεις ευθύνης, και οργάνωσαν και τον στρατό των ημετέρων που βαράνε παλαμάκια, ενώ οι ίδιοι, έχουν ήδη αποφασίσει να εξευτελίσουν τα δημόσια νοσοκομεία μέχρις του σημείου να τα κλείσουν.

Ο Ζακ Ντελόρ κατέστρεψε την Ευρωπαϊκή Αριστερά

Δημοσιεύουμε, με αφορμή τον θάνατο του Ζακ Ντελόρ και σε συνέχεια του σχολίου για τη σχέση Ντελόρ – Σόιμπλε που πέθαναν την ίδια μέρα, ένα άρθρο του Thomas Fazi σχετικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι Γάλλοι Σοσιαλιστές, αλλά και ευρύτερα οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, στην υιοθέτηση και εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το άρθρο είναι εξαιρετικά χρήσιμο γιατί υπενθυμίζει τους βασικούς σταθμούς στην πορεία από την “χαλαρή” ΕΟΚ της δεκαετίας του 70, στην ΕΕ του Μάαστριχτ και των σκληρών δημοσιονομικών περιορισμών, όπου πλέον τα κράτη μέλη έχουν απωλέσει κάθε δυνατότητα άσκησης εθνικής – ανεξάρτητης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Έτσι, αυτοί που θα όφειλαν σήμερα να αποτίσουν φόρο τιμής στον Ντελόρ, είναι στην πραγματικότητα, ακριβώς οι ίδιοι που αποτίουν φόρο τιμής στον Σόιμπλε και στην εξοντωτική για τους λαούς πολιτική σιδηράς λιτότητας προς όφελος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των πλεονασματικών χωρών της Βόρειας Ευρώπης.

Υπάρχει ένα παραμύθι που οι Ευρωπαίοι προοδευτικοί θέλουν να λένε στους εαυτούς τους: ότι, μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κυβερνήσεις τους έκαναν έναν οιονεί ουτοπικό συμβιβασμό μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού – για να διαφθαρεί κατόπιν από την εισαγωγή του στυγνού καπιταλισμού που καθόρισε τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση του Ρήγκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Είναι ένας παρήγορος μύθος, σχεδιασμένος για να δικαιολογήσει τις δικές τους αποτυχίες. Είναι, ωστόσο, εντελώς αναληθής. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν εξήχθη στην Ευρώπη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (ή από την άλλη πλευρά της Μάγχης, για την ακρίβεια). Ήταν σε μεγάλο βαθμό μια εγχώρια υπόθεση – η οποία, στην πραγματικότητα, προηγήθηκε από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, και συγκεκριμένα από έναν Σοσιαλιστή: Ο Ζακ Ντελόρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995, ο οποίος πέθανε αυτή την εβδομάδα.

Για να κατανοήσουμε αυτή την τραγωδία, δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο 1945, αλλά στο 1981. Τον Μάιο, ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας, μετά από δύο και πλέον δεκαετίες αποκλεισμού της Αριστεράς από τα αξιώματα. Σχηματίζει μια κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν και κομμουνιστές υπουργοί για πρώτη φορά από το 1947, προκαλώντας την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η Γαλλία οδεύει προς μια ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό.

Εκείνη την εποχή, μια τέτοια ιδέα δεν ήταν αδιανόητη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξακολουθούσαν να πιστεύουν ακράδαντα στη σημασία της θέσπισης οικονομικών κανόνων και στην ανάγκη για ελέγχους κεφαλαίων και ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες προϋπέθεταν υψηλό βαθμό οικονομικής κυριαρχίας. Αυτό δεν ίσχυε πουθενά περισσότερο από ό,τι στη Γαλλία: οι Γάλλοι ήταν πάντα ιδιαίτερα απρόθυμοι να συμφωνήσουν με οποιαδήποτε υπερεθνική αρχή – μια συνεπής θέση που εμπόδιζε την πρόοδο προς μια οικονομική και νομισματική ένωση. Γενικά, εξακολουθούσε να υπάρχει η πεποίθηση ότι τα επιμέρους έθνη είχαν τη δύναμη να διαμορφώνουν τα δικά τους οικονομικά και πολιτικά πεπρωμένα – και ακόμη και να αμφισβητούν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

Τίποτα δεν το δείχνει καλύτερα από τη νίκη του Μιτεράν την άνοιξη του 1981. Η πολιτική ατζέντα του νέου προέδρου περιελάμβανε ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα κεϋνσιανής οικονομικής αναζωογόνησης και αναδιανομής. Πρότεινε επίσης εκτεταμένες εθνικοποιήσεις των βιομηχανικών ομίλων της Γαλλίας. Με την εφαρμογή αυτής της πλατφόρμας, υποστήριξε ο Μιτεράν, η κυβέρνησή του θα επέσπευδε μια “ρήξη” με τον καπιταλισμό και θα έθετε τα θεμέλια για έναν “γαλλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό”. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό αντιπροσώπευε μια στιγμή τεράστιας ελπίδας όχι μόνο για τη γαλλική Αριστερά, αλλά για ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά – του είδους που δεν έχει παρατηρηθεί έκτοτε.

Αμέσως μετά την έναρξη του πειράματος Μιτεράν, ωστόσο, αυτή η ελπίδα, άρχισε να διαλύεται. Ως αντίδραση στο φιλόδοξο σχέδιο οικονομικών μεταρρυθμίσεων των Σοσιαλιστών, το κεφάλαιο άρχισε να εγκαταλείπει τη Γαλλία σχεδόν αμέσως. Παρά την επιβολή δρακόντειων κεφαλαιακών ελέγχων, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να σταματήσει τη φυγή.

Αυτό δημιούργησε μια καθοδική πίεση στο φράγκο (που επιδεινώθηκε περαιτέρω από τις παγκόσμιες αυξήσεις των επιτοκίων μετά το 1979), απειλώντας τη συμμετοχή της Γαλλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) – το σύστημα των ημι-καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών που δημιουργήθηκε το 1979. Στο πλαίσιο του ΕΝΣ, οι κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών είχαν ελάχιστες επιλογές από το να ακολουθούν την περιοριστική νομισματική πολιτική της Bundesbank. Ωστόσο, αυτό ήταν ασυμβίβαστο με το αναθεωρητικό πρόγραμμα του Μιτεράν – και ο Μιτεράν βρέθηκε σε μια θέση όπου έπρεπε να αποφασίσει αν θα αποχωρήσει από το ΕΝΣ ή θα εγκαταλείψει την προοδευτική του ατζέντα. Δυστυχώς, επέλεξε τον τελευταίο δρόμο.

Και έτσι, την άνοιξη του 1983, ο Μιτεράν και οι Σοσιαλιστές άλλαξαν δραστικά πορεία, σε αυτό που έμεινε γνωστό ως tournant de la rigueur (στροφή στη λιτότητα): αντί για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η έμφαση θα δινόταν τώρα στη σταθερότητα των τιμών, τη δημοσιονομική συγκράτηση και τις φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές. Μια κρίσιμη πτυχή αυτού ήταν η σταδιακή κατάργηση σχεδόν όλων των ελέγχων κεφαλαίων και των περιορισμών στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Και ποιος ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας αυτής της αλλαγής; Ο υπουργός Οικονομικών του Μιτεράν, Ζακ Ντελόρ.

Τα αποτελέσματα αυτής της στροφής δεν μπορούν να υπερεκτιμηθούν. Η νίκη του Μιτεράν το 1981 είχε εμπνεύσει την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η ρήξη με τον καπιταλισμό -τουλάχιστον στην ακραία του μορφή- ήταν ακόμη δυνατή. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι Σοσιαλιστές είχαν καταφέρει να “αποδείξουν” το ακριβώς αντίθετο: ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Παρόλο που υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις στη διάθεση του Μιτεράν (όπως η έξοδος από το ΕΝΣ και η κυμαινόμενη ισοτιμία του φράγκου), το συμπέρασμα που έβγαλαν οι περισσότεροι ήταν ότι ο “κεϋνσιανός δρόμος προς τον σοσιαλισμό” είχε αποτύχει. Το κεφάλαιο είχε νικήσει.

Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, οι Γάλλοι Σοσιαλιστές, αφού ασπάστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό στο εσωτερικό τους, στη συνέχεια προχώρησαν στην εξαγωγή των νεοαποκτηθέντων απόψεών τους – για τα πάντα, από τις κινήσεις κεφαλαίων μέχρι τη νομισματική ολοκλήρωση – στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εδώ, ο Ντελόρ ήταν επίσης κεντρικό πρόσωπο. “Η εθνική κυριαρχία δεν σημαίνει πλέον πολλά ή δεν έχει μεγάλο πεδίο εφαρμογής στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία”, είπε. “Ένας υψηλός βαθμός υπερεθνικότητας είναι απαραίτητος”. Αυτό ήταν μια ριζική απόκλιση από την παραδοσιακή souverainiste (σ.μ. εθνο-κυρίαρχη) στάση της Γαλλίας, η οποία είχε ήδη τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο από την απόφαση της Γαλλίας να ενταχθεί στο ΕΝΣ, στο πλαίσιο του οποίου, όπως σημειώθηκε, η χώρα αναγκάστηκε ουσιαστικά να υποτάξει τη δική της ανεξαρτησία στη νομισματική-δημοσιονομική πολιτική, στη νομισματική πολιτική της Bundesbank.

Για όλες τις ιστορικές ανησυχίες της Γαλλίας σχετικά με την υπερεθνική (δηλαδή την “ευρωπαϊκή”) καταπάτηση της κυριαρχίας της από τη μία πλευρά και τη γερμανική ηγεμονία από την άλλη, λίγοι αντιλήφθηκαν την ειρωνεία ότι οι Σοσιαλιστές ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν αυτή την ελευθερία – και μάλιστα την εγκατάλειψα, από όλα τα έθνη, στη Γερμανία. Αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι Γάλλοι πολιτικοί και στις δύο πλευρές του πολιτικού χάρτη είχαν αποδεχθεί ότι η διατήρηση του καθεστώτος της Γαλλίας απαιτούσε να παραμείνουν σταθερά “στην Ευρώπη” – δηλαδή στο ΕΝΣ – πράγμα που με τη σειρά του συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας πολιτικής χαμηλού πληθωρισμού και σταθερού νομίσματος.

Αυτό επέφερε μια σαφή αλλαγή στη στάση των Σοσιαλιστών απέναντι στην Ευρώπη – μια διάθεση που ο Ντελόρ συνόψισε τον Οκτώβριο του 1983: “Η μόνη μας επιλογή είναι μεταξύ μιας ενωμένης Ευρώπης και της παρακμής”. Όπως σημείωσε ο Rawi E. Abdelal, καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων στο Harvard Business School: “Στο βαθμό που η γαλλική Αριστερά συνέχιζε να ελπίζει σε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, τα μέλη της μπορούσαν να δουν την Ευρώπη ως το μόνο πεδίο στο οποίο θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι σοσιαλιστικοί στόχοι”. Το πρόβλημα ήταν ότι, μέχρι το 1983, είχαν ελάχιστα να προσφέρουν από την άποψη μιας πανευρωπαϊκής προοδευτικής εναλλακτικής λύσης, αφού είχαν αποδεχθεί την αντίληψη ότι οι κοινωνικοπολιτικοί στόχοι θα έπρεπε να υποταχθούν στη “σταθερότητα των τιμών”.

Και έτσι, δύο χρόνια αργότερα, η Γαλλία υποστήριξε σθεναρά τον διορισμό του Delors στη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – μια θέση που θα κατείχε για μια δεκαετία, υπηρετώντας για τρεις θητείες, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κάτοχο του αξιώματος. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η προεδρία του Ντελόρ ήταν πρωτοποριακή, δίνοντας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μια δυναμική που δεν υπήρχε την προηγούμενη δεκαετία. Είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία τέθηκαν τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης, και γενικότερα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, μια εξέλιξη στην οποία ο Ντελόρ, και οι Γάλλοι Σοσιαλιστές γενικότερα, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο.

Η λογική τους ήταν η εξής: δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του ΕΝΣ, η Bundesbank όριζε ουσιαστικά τα επιτόκια για όλα τα συμμετέχοντα κράτη, και ότι η έξοδος από το ΕΝΣ δεν θεωρούνταν επιλογή, οι Γάλλοι πείθονταν όλο και περισσότερο ότι υπήρχε μόνο ένας τρόπος να διατηρηθεί ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με χαμηλό πληθωρισμό και ταυτόχρονα να αποσπαστεί ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής από τη Γερμανία: να πιέσουν για μια πλήρη ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Για τον Ντελόρ, η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος έγινε ύψιστη προτεραιότητα και ξεκίνησε να πείσει τους απρόθυμους συναδέλφους του Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αγκαλιάσουν την ιδέα. Το πρώτο βήμα ήταν η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, το 1986, η οποία έθετε ως στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς έως το 1992. Ο Ντελόρ προχώρησε επίσης στην εξαγωγή των νέων απόψεων της Γαλλίας σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων στην υπόλοιπη Ευρώπη, πιέζοντας για την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών σε ολόκληρη την ήπειρο – ανοίγοντας το δρόμο για τη νομισματική ένωση.

Αυτό αναδεικνύει την ιστορική σημασία της νεοφιλελεύθερης στροφής της γαλλικής Αριστεράς: αν οι Γάλλοι δεν είχαν αγκαλιάσει τη χρηματοπιστωτική απελευθέρωση σε εγχώριο επίπεδο, δεν θα είχαν ποτέ προσφέρει την υποστήριξή τους για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά – και η νομισματική ένωση πιθανότατα δεν θα είχε δει ποτέ το φως της ημέρας.

Οι προτάσεις της Επιτροπής συνάντησαν αρχικά τη σθεναρή αντίσταση πολλών κυβερνήσεων. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Ντελόρ είχε καταφέρει να αλλάξει ριζικά την ευρωπαϊκή προσέγγιση για τους ελέγχους κεφαλαίων – και να πείσει τις χώρες μέλη της ΕΕ να εισαγάγουν την πλήρη κινητικότητα των κεφαλαίων μέχρι το 1992, καθιστώντας ουσιαστικά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κεντρικό δόγμα της αναδυόμενης ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς. Αυτό αποτελούσε δεσμευτική υποχρέωση όχι μόνο μεταξύ των μελών της ΕΕ αλλά και μεταξύ των μελών και των τρίτων χωρών.

Στην πραγματικότητα, ο Ντελόρ είχε καταφέρει να ωθήσει την Ευρώπη να υιοθετήσει πλήρως τη “συναίνεση των Παρισίων”, το ευρωπαϊκό ισοδύναμο της συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Συνέπεια αυτού ήταν ένα ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα που ήταν, κατ’ αρχήν, το πιο φιλελεύθερο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Υπό αυτή την έννοια, οι Ευρωπαίοι, κάθε άλλο ήταν παρά παθητικοί αποδέκτες των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς που επινοήθηκαν στην Ουάσιγκτον. Για την ακρίβεια, προηγήθηκαν των Αμερικανών στην υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και στην προώθηση της εξάπλωσης του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Αυτό επηρέασε επίσης σε μεγάλο βαθμό την οικοδόμηση της νομισματικής ένωσης. Εν ολίγοις, ο Ντελόρ κατάφερε να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι, με την ένταξή τους στο ΕΝΣ και την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίων, είχαν ουσιαστικά ήδη χάσει μεγάλο μέρος της οικονομικής τους κυριαρχίας- επομένως, δεν είχαν παρά να υιοθετήσουν τη νομισματική ολοκλήρωση ως έναν τρόπο ανάκτησης κάποιας κυριαρχίας σε υπερεθνικό επίπεδο, “έχοντας λόγο” στη συλλογική νομισματική πολιτική της Ευρώπης. Ήταν ένα έξυπνο επιχείρημα, αλλά λανθασμένο: όπως έδειξε η ιστορία, παραχωρώντας τη νομισματική τους πολιτική σε μια υπερεθνική κεντρική τράπεζα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέληξαν απλώς να χάσουν την ελάχιστη κυριαρχία που τους είχε απομείνει.

Ωστόσο, ο Ντελόρ βοηθήθηκε από το γεγονός ότι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ακόμη και το γερμανικό κατεστημένο είχε συμφωνήσει με την ιδέα της νομισματικής ένωσης – και πράγματι, οι εθνικές ελίτ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν συμφωνήσει με την ιδέα μιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, πλήρως απρόσβλητης από τις δημοκρατικές πιέσεις, ως ενός χρήσιμου τρόπου απομόνωσης της οικονομικής πολιτικής από τη λαϊκή αμφισβήτηση. Μέχρι το 1989, η Επιτροπή Ντελόρ είχε δημοσιεύσει την εξαιρετικά σημαντική Έκθεση Ντελόρ, η οποία ουσιαστικά λειτουργούσε ως σχέδιο για την οικοδόμηση της νομισματικής ένωσης τα επόμενα χρόνια.

Η τελευταία πράξη αυτής της δημοκρατικής τραγωδίας ήρθε τρία χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτή δεν καθόρισε μόνο ένα χρονοδιάγραμμα για την εγκαθίδρυση της νομισματικής ένωσης (σύμφωνα με την έκθεση Ντελόρ), αλλά δημιούργησε επίσης ένα de facto οικονομικό σύνταγμα που ενσωμάτωσε τον νεοφιλελευθερισμό στον ίδιο τον ιστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι τη λήξη της Επιτροπής Ντελόρ, το 1995, είχε τεθεί μεγάλο μέρος των θεμελίων για τον τεχνοεξουσιαστικό και αντιδημοκρατικό κολοσσό που θα γινόταν αργότερα η ΕΕ – και, σε μεγάλο βαθμό, οφείλουμε να “ευχαριστήσουμε” τον Ντελόρ, έναν Γάλλο σοσιαλιστή, γι’ αυτό.

Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό δεν οδήγησε μόνο στην κατεδάφιση του λατρεμένου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου της Αριστεράς, προς όφελος των χρηματοπιστωτικών-επιχειρηματικών συμφερόντων (και, φυσικά, της Γερμανίας), αλλά άνοιξε επίσης τον δρόμο για την κατάρρευση της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής Αριστεράς – και την άνοδο της λαϊκιστικής Δεξιάς. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, η τελευταία είναι αυτή που πρέπει σήμερα να αποτίσει φόρο τιμής στον Ντελόρ.

Πηγή: UnHerd

Μετάφραση: antapocrisis

Το 2024 θα μπορούσε να είναι η χρονιά που οι φιλελεύθερες ελίτ της Δύσης θα χάσουν τον έλεγχο της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων

Δημοσιεύουμε ένα σύντομο άρθρο του Fyodor Lukyanov, Ρώσου δημοσιογράφου, που επιχειρεί μια εκτίμηση της πορείας των παγκόσμιων πραγμάτων από τη σκοπιά φυσικά των ρωσικών συμφερόντων. Η γνώμη που επικρατεί (και δεν είναι μόνο προσωπική του) είναι ότι διαμορφώνεται μια παγκόσμια πλειοψηφία (χώρες εκτός της δυτικής κοινότητας), που πιστεύει ότι η μειοψηφία, δηλαδή η Δύση, κάνει κατάχρηση της εξουσίας της. Δεν πρόκειται φυσικά για μια ενιαία και ομογενοποιημένη δύναμη που αμφισβητεί στο σύνολό της την αμερικανική ηγεμονία, αλλά για μια διάχυτη αντίσταση στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ διευθετούν τις παγκόσμιες υποθέσεις. Αν προσθέσουμε σε αυτόν τον “κάθετο” παγκόσμιο διαχωρισμό, και έναν “οριζόντιο” διχασμό, που εκφράζεται στο εσωτερικό των δυτικών χωρών, με δυνάμεις που χαρακτηρίζονται ως “λαϊκιστικές”να απειλούν εκλογικά το κατεστημένο, τότε η εκτίμηση ότι η πλάστιγγα έχει αρχίσει να γέρνει, φαντάζει αιτιολογημένη. Λείπει φυσικά από αυτή την εικόνα το στρατόπεδο των λαών, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα έξω από την οπτική του συγγραφέα.

Η φετινή χρονιά ξεκίνησε με μία σφοδρή στρατιωτική αντιπαράθεση παγκόσμιας σημασίας και τελειώνει με δύο. Και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτές οι στρατιωτικές αναμετρήσεις δεν θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος του 2024. Η αλυσίδα των συγκρούσεων, φαινομενικά εδαφικών, αλλά ουσιαστικά υπαρξιακών (τουλάχιστον κατά την αντίληψη των εμπλεκομένων), μπορεί να αποδειχθεί αρκετά μακρά.

Στον 20ό αιώνα -με τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τις αποικιακές κτήσεις και τις εθνικές απελευθερώσεις- ο κόσμος τεμαχίστηκε παράξενα και παράλογα. Η στρατιωτική-ιδεολογική αντιπαράθεση του δεύτερου μισού του αιώνα έδωσε σταδιακά τη θέση της σε ένα ενιαίο παγκόσμιο πλαίσιο. Με τη βοήθειά του, όλες οι συγκρούσεις θα έπρεπε, θεωρητικά, να έχουν επιλυθεί. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, μόλις τα θεμέλια άρχισαν να ταλαντεύονται, οι συγκρούσεις επανεμφανίστηκαν με νέα σφοδρότητα.

Ο σημερινός πολλαπλασιασμός των συγκρούσεων αποτελεί σύμπτωμα της αποδυνάμωσης της σύγχρονης διεθνούς δομής ισχύος. Αυτή ασκήθηκε με τη μορφή μιας “φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης” (που πιο πρόσφατα ονομάστηκε “τάξη βασισμένη σε κανόνες”). Η βάση της ήταν η εμπιστοσύνη μιας ομάδας χωρών στη δικαιοσύνη τους και στην αλήθεια της ιδεολογίας τους, που αποκτήθηκε μέσω της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς νίκησαν το σοβιετικό καθεστώς και τη σχεδιασμένη οικονομία του. Σύντομα όμως η δημοκρατία ως εξουσία της πλειοψηφίας, που λαμβάνει υπόψη της τη γνώμη της μειοψηφίας, μετατράπηκε σε ένα φιλελεύθερο σχήμα στο οποίο η μειοψηφία έχει περισσότερα ηθικά και πολιτικά δικαιώματα από την πλειοψηφία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: σε όλες σχεδόν τις χώρες της G7 τα ποσοστά των κυβερνώντων κομμάτων/συνασπισμών είναι πλέον εξαιρετικά χαμηλά, δηλαδή οι κυβερνήσεις εκπροσωπούν τα συμφέροντα ενός μικρότερου μέρους του πληθυσμού. Οι εναλλακτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την τρέχουσα κυβέρνηση χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικές. Αυτός ο όρος (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προέρχεται από τη λέξη populus – “λαός”) έχει γίνει σχεδόν βρισιά, και το κυρίαρχο ρεύμα έχει λάβει οδηγίες να πολεμήσει όσους έχουν στιγματιστεί με αυτή τη λέξη. Η ιδέα είναι ότι οι σημερινές ελίτ δεν χρειάζεται να αλλάξουν.

Ως αποτέλεσμα, το κατεστημένο παρουσιάζει πλέον σχεδόν κάθε ψηφοφορία ως μάχη για τη δημοκρατία. Το συμπέρασμα είναι ότι η δημοκρατία είναι η νίκη των δυνάμεων που διατηρούν τη “σωστή” γραμμή. Κατά συνέπεια, όσοι θέλουν να αλλάξουν πορεία ανακηρύσσονται εχθροί της δημοκρατίας, ακόμη και αν έχουν την πλειοψηφία με το μέρος τους.

Η έννοια της “παγκόσμιας πλειοψηφίας” (δηλαδή των χωρών εκτός της δυτικής κοινότητας), η οποία εισήλθε φέτος στο ρωσικό πολιτικό λεξιλόγιο, ταιριάζει με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διεργασιών σε μεμονωμένες χώρες και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ρόλο του παγκόσμιου κατεστημένου παίζει η Δύση. Δεν υπάρχει καμία ενιαία “λαϊκιστική” δύναμη που να της αντιτίθεται. Υπάρχει όμως ένας τεράστιος χώρος (η ίδια η “παγκόσμια πλειοψηφία”) που πιστεύει ότι η μειοψηφία (η Δύση) κάνει κατάχρηση της εξουσίας της. Αυτό που αναδύεται δεν είναι μια άκαμπτη αντιπολίτευση, αλλά μάλλον μια συσπειρωμένη -αν και αυξανόμενη- αντίσταση που μειώνει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Στο εσωτερικό της ίδιας της δυτικής κοινότητας, βλέπουμε να αυξάνεται η απαίτηση των “λαϊκιστών” να μειωθεί η ανάμειξη στις παγκόσμιες υποθέσεις, επειδή το κόστος είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη. Αυτό δεν έχει ευθύ και άμεσο αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ένα διαρκές έμμεσο αποτέλεσμα. Καθώς όμως η ιστορία κινείται όλο και πιο γρήγορα, η έννοια του “διαρκούς” αλλάζει.

Το 2022 αποτέλεσε σημείο καμπής, διότι για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε άμεσα η κυρίαρχη μειονότητα. Όχι βέβαια από την πλειοψηφία, διότι η Ρωσία βρισκόταν σε ένα είδος κατάστασης που μπορεί να χαρακτηριστεί “ούτε εδώ ούτε εκεί”. Αλλά δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο. Αυτή η χρονιά ήταν μια περίοδος που έπρεπε να συνηθίσουμε το γεγονός ότι οι παλιοί περιορισμοί, οι ίδιοι οι “κανόνες” στους οποίους βασίζεται η τάξη, εξαφανίζονται και ο χώρος των δυνατοτήτων διευρύνεται για όλους. Το 2024 θα είναι “η χρονιά των μεγάλων αποφάσεων”. Κυριολεκτικά, η πλειοψηφία του κόσμου θα ψηφίσει (απλά προσθέστε τους πληθυσμούς της Ινδίας, των ΗΠΑ, του Πακιστάν, του Μπαγκλαντές, της Νότιας Αφρικής, της Ινδονησίας, της Ρωσίας, της Αιγύπτου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (θα γίνει ψηφοφορία για το Ευρωπαϊκό της Κοινοβούλιο), κ.λπ. Στις κορυφαίες χώρες της Δύσης, διεξάγεται μια σοβαρή μάχη μεταξύ των “λαϊκιστών” και του κατεστημένου, με κύριο πεδίο δράσης φυσικά την ίδια την Αμερική.

Σε αυτό, η παγκόσμια πλειοψηφία και οι πλειοψηφίες στις μειονοτικές χώρες μπορούν να βρουν κάποιο κοινό έδαφος. Και εδώ είναι που ο περαιτέρω μετασχηματισμός του παγκόσμιου χώρου θα λάβει ισχυρή ώθηση.

Πηγή: RT.com

Μετάφραση: antapocrisis

Ανάμεσα στον Ντελόρ και στον Σόιμπλε μεσολαβούν μόνο οι αυταπάτες

Την ίδια μέρα, σαν από ειρωνία της ιστορίας, πέθαναν δύο βαριά ονόματα της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Ζακ Ντελόρ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο πρώτος ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) κατά την κρίσιμη δεκαετία 1985 – 1995 και προώθησε την ιδέα του ευρώ, την ευρωπαϊκή ενοποίηση υπό τον γαλλογερμανικό άξονα, αλλά και τα “πακέτα” οικονομικής βοήθειας που πήραν το όνομά του. Ο δεύτερος ήταν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, “αφεντικό” του Eurogroup κατά την περίοδο της κρίσης του ευρώ (2009 – 2017), ενορχηστρωτής της πανευρωπαϊκής λιτότητας, της γερμανικής Ευρώπης και πρωτεργάτης του οικονομικού στραγγαλισμού του ευρωπαϊκού Νότου και ιδίως της Ελλάδας.

Οι κουτοπόνηροι της κεντροαριστεράς αναδεικνύουν τις θηριώδεις τάχα διαφορές ανάμεσα στους δύο άνδρες. Μιλούν για την ικανότητα του πρώτου να ενώνει και του δεύτερου να χωρίζει. Για την σοσιαλιστική δοτικότητα των πακέτων Ντελόρ σε αντιδιαστολή με τη νεοφιλελεύθερη εκδικητικότητα των μέτρων Σόιμπλε. Για τον οραματιστή Γάλλο και τον πραγματιστή Γερμανό.

Οι κυνικοί της κεντροδεξιάς και του ακραίου κέντρου θα αποτίσουν φόρο τιμής στον αγαπημένο τους Σόιμπλε, ζητώντας γονυπετείς συγνώμη για τις κατάρες που εκτόξευσαν οι Έλληνες εναντίον του. Ήταν αυτοί που εύχονταν “βάστα Σόιμπλε” και “Γερούν γερά”, την περίοδο που ο ελληνικός λαός δυσφημίζονταν παγκοσμίως ως σπάταλος, ανεπρόκοπος, ανήθικος και τεμπέλης. Για αυτούς, ο Ντελόρ εκπροσωπεί την σπατάλη και το γλέντι, ενώ ο Σόιμπλε την “ενάρετη λιτότητα”, το μέτρο, τους κανόνες και τον λογαριασμό. Σιχαίνονταν άλλωστε μέχρι το μεδούλι τον λαό που διεκδικούσε την εθνική και κοινωνική του αξιοπρέπεια.

Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στον Ντελόρ και τον Σόιμπλε δεν μεσολαβεί τίποτα απολύτως, πέρα από τις αυταπάτες της ενοποίησης και τις ψευδαισθήσεις της σύγκλισης στην ΕΕ.

Ο Ντελόρ αναπόφευκτα οδηγεί στον Σόιμπλε και ο Σόιμπλε δεν θα υπήρχε χωρίς τον Ντελόρ.

Αυτή η πικρή αλήθεια, προϋποθέτει να δούμε την πρώτη περίοδο της ΕΟΚ και της ΕΕ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, δημιουργία της Νομισματικής Ένωσης, ΕΣΠΑ κλπ), ως αυτό που πραγματικά υπήρξε: Μοχλός για την καταστροφή της παραγωγικής βάσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά της Ελλάδας. Τα δισ ευρώ που διατέθηκαν στην ελληνική οικονομία από τα περίφημα πακέτα, θα αντιστάθμιζαν, υποτίθεται, τις αρνητικές συνέπειες από την ένταξη στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ.

Στην πραγματικότητα διεύρυναν τον δυσμενή συσχετισμό που χαρακτήριζε εξαρχής την ελληνική οικονομία σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό κέντρο, παγίωσαν τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις δομικές ανεπάρκειες της Ελλάδας, σίτισαν γενναιόδωρα την αστική της τάξη, απαιτώντας διαρκώς λιτότητα για τους εργαζόμενους.

Οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις ενίσχυσαν δραστηριότητες που μετασχημάτισαν ακόμα περισσότερο την οικονομική βάση της χώρας σε μεταπρατική και μη παραγωγική κατεύθυνση, και αποτέλεσαν το τυράκι στη φάκα της παραγωγικής αποδιάρθρωσης.

Τα δε έργα, που οφείλονταν στα ευρωπαϊκά πακέτα, πράγματι μεγάλα και επιβλητικά, από το Μετρό και το αεροδρόμιο της Αθήνας, μέχρι τις Εθνικές Οδούς και τα λιμάνια, στόχευαν όλα, σχεδόν απλοκλειστικά, στο μοντέλο μιας Ελλάδας τουριστικού προορισμού, διαμετακομιστικού κέντρου, παροχής υπηρεσιών, μεταπρατισμού. Από τα ευρωπαϊκά πακέτα καλύφθηκαν φυσικά και πάγιες ανάγκες του ελληνικού δημοσίου (από κατασκευές σχολείων και νοσοκομείων μέχρι μισθοδοσίες), ξεγυμνώνοντας τον μύθο της ισχυρής Ελλάδας.

Μπούκωσαν από τα πακέτα Ντελόρ οι βασικές οικογένειες της αστικής τάξης στον κατασκευαστικό, ενεργειακό, χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς ήταν οι βασικοί υποδοχείς των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και των αναγκαίων εθνικών συμμετοχών, αλλά και των δανειακών συμβάσεων που σύναπταν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες για να υλοποιηθούν τα συγκεκριμένα έργα.

Δίπλα στην αστική τάξη, ένα πλήθος μεσαίων και μικρομεσαίων αετονύχηδων, μπασμένων στα κόλπα των επιδοτήσεων, μιλημένων με τα υπουργεία και τις επιτροπές, έχοντας κατάλληλα κονέ με όσους έλεγχαν φακέλους, έσπρωχναν αιτήσεις και ενέκριναν δάνεια, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να μην φτιάχνουν ούτε το καζανάκι στο εξοχικό τους αν πρώτα δεν έπαιρναν ΕΣΠΑ. Πρόκειται για τους ίδιους που σήμερα αναφωνούν υποκριτικά ότι “μαζί τα φάγαμε, πρέπει να τα πληρώσουμε και ευτυχώς που υπήρξε ο Σόιμπλε”.

Την ίδια στιγμή όμως που η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της μπούκωναν χρήμα μέσω δημοσίων έργων, προμηθειών και δανείων, η ελληνική οικονομία ξεδοντιάζονταν συστηματικά. Γεωργία και βιομηχανία αποδιαρθρώθηκαν, η έρευνα και η τεχνολογία δεν στηρίχθηκαν, οι οικονομικοί κλάδοι έντασης γνώσης υπήρξαν αποκλειστικό προνόμιο της Βόρειας Ευρώπης, και η Ελλάδα, κατόπιν τριών δεκαετιών ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, κατέληξε να είναι χώρα γκαρσονιών, κακοπληρωμένης εργασίας, επισφάλειας, χρηματοπιστωτικής φούσκας και κερδοσκοπικού real estate. Με τα σχολεία και τα νοσοκομεία διαλυμένα.

Οι Έλληνες, σε αντίθεση με όσα διέδιδαν οι “βάστα Σόιμπλε”, δούλευαν περισσότερο από τους Ευρωπαίους, αλλά η δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας κρατούσαν τη χώρα στον πάτο της παραγωγικότητας. Και για τη δομή και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, για τη χαμηλή παραγωγικότητα και τα διαρθρωτικά αδιέξοδα, για τη φυγή των καλύτερων μυαλών στο εξωτερικό και την ανυπαρξία κάθε σχεδιασμού ανασυγκρότησης δυναμικών τομέων στην παραγωγή και στην οικονομία, δεν φταίνε οι αγρότες που έκαναν τις επιδοτήσεις μπουκάλια με Σίβας στα επαρχιακά σκυλάδικα (αγαπημένο επιχείρημα των γερμανόψυχων), αλλά ο ίδιος ο προσανατολισμός των “πακέτων” στήριξης της ΕΕ.

Ο λογαριασμός που πληρώθηκε επί Σόιμπλε αφορούσε το σαθρό και παρασιτικό οικονομικό μοντέλο που αναπτύχθηκε. Το μοντέλο που συγκροτήθηκε πάνω στην “απορρόφηση των ΕΣΠΑ”, όπου πλήθος αρπακτικών γύρω από τα κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σιτίζονταν πλουσιοπάροχα, δημιουργώντας εφήμερες επιχειρηματικές αρπαχτές που χρηματοδοτούνταν αδρά από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τους ελληνικούς προϋπολογισμούς και τα προνομιακά δάνεια των τραπεζών.

Αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο κυριάρχησε εξαιτίας – και όχι ενάντια – στα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης.

Αυτό θέλησαν για την Ελλάδα, αυτό έκαναν.

Η αντιδιαστολή της εποχής Ντελόρ στην εποχή Σόιμπλε, απλώς υπηρετεί το προπαγανδιστικό αφήγημα της αστικής τάξης: “Ήρθαν λεφτά, εμείς τα φάγαμε, εμείς γλεντήσαμε, στο τέλος εσείς πληρώσατε”.

Η εποχή της εξαγοράς, του φθηνού δανεισμού και του μαζικού εκμαυλισμού, έπρεπε να προηγηθεί της εποχής που πληρώνεται ο λογαριασμός, της εποχής δηλαδή των μνημονίων, της λιτότητας, της κοινωνικής κατάρρευσης και της οικονομικής στασιμότητας.

Να γιατί ο Ντελόρ αναπόφευκτα οδηγούσε στον Σόιμπλε και ο Σοιμπλε δεν μπορεί παρά να διαδέχονταν τον Ντελόρ.

Ανάμεσά τους δεν βρίσκεται τίποτα απολύτως πέρα από τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας ήταν προς όφελος της χώρας και του λαού της.

Γράμματα στη Χέμπα | Β’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Γλυκιά μου,

Δεν έχω φωτογραφίες σου. Αν είχα, θα τις έβαζα δίπλα στο προσκεφάλι μου ώστε η εικόνα σου να είναι το πρώτο πράγμα που θα δω όταν ξυπνάω, και το τελευταίο προτού πέσω για ύπνο. Αλλά δεν πειράζει, είσαι χαραγμένη στη μνήμη μου. Σε θυμάμαι ακριβώς όπως ήσουν. Η μέρα που γεννήθηκες ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Δεν είμαι άνθρωπος υλιστικός, αλλά όταν έφθασες, ήθελα να βγάζω περισσότερα λεφτά για να μπορώ να σε περιποιούμαι καλύτερα. Όταν ο εμφύλιος υποχώρησε το ’76, πέρασα μια βδομάδα δουλεύοντας στο γραφείο του Αραφάτ. Τον είδα μια μέρα και του την έπεσα. «Χρειάζομαι κι άλλα λεφτά, γέρο» του είπα. Γέλασε και μ’ αγκάλιασε. Πήρε το τρίχρωμο στυλό του κι έγραψε ένα σημείωμα για το οικονομικό γραφείο της Φατάχ. Του ζήτησα να προσέξει να υπογράψει με πράσινο χρώμα γιατί για τον όποιο λόγο αυτό ήταν το μόνο χρώμα που οι του οικονομικού δέχονταν σε μια υπογραφή. Ως τότε πληρωνόμουν 211 λίρες το μήνα. Ο Αραφάτ διέταξε να λάβω ένα μπόνους 500 λιρών. Του ήμουν ευγνώμων. Έβγαλα την μητέρα σου για δείπνο εκείνη τη μέρα. Της αγόρασα ένα φόρεμα κι ένα ασημένιο κολιέ κι είχα ακόμα αρκετά για τσιγάρα και δυο ζευγάρια παντελόνια και της έδωσα τα υπόλοιπα. Ήταν τόσο χαρούμενη. Ένιωσα καλά που της το ‘κανα. Εύχομαι για την ευκαιρία να το ξανακάνω.

Ο Αραφάτ πάντα είχε υψηλό ηθικό, ακόμα και στους πιο δύσκολους καιρούς. Κατάφερε να μας κρατήσει ενωμένους. Η Φατάχ είχε κι άλλους σπουδαίους ηγέτες, αλλά κανείς τους ούτε καν τον πλησιάζει. Δε νομίζω να είχα παραμείνει μαχητής της Φατάχ χωρίς τον Αραφάτ. Μου ήταν σαν πατέρας, σ’ όλους μας. Δε με νοιάζει τι λένε άλλοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνουν. Εγώ ήμουν εκεί.

Μετά τον πόλεμο, έγινα εκπαιδευτής στο Μαντρασάτ Αλ-Κιτάλ, στο Λίβανο. Στα χρόνια που πέρασα στη στρατιωτική ακαδημία, γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς που εκπαίδευσα γίναν σπουδαίοι ηγέτες και πολλοί απ’ αυτούς γίναν μάρτυρες[1] σε αποστολές μέσα στο Ισραήλ, ή πολεμώντας τους Ισραηλινούς στο Λίβανο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Υπήρχαν πολλοί εθελοντές που εισέρρεαν από την Αλγερία και το Πακιστάν, καθώς επίσης και πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι που δεν τους πείραζε που τους λέγαμε Κόκκινους Ινδιάνους. Κάποιοι γίναν φίλοι μου. Είναι προσγειωμένοι άνθρωποι που κατανοούν τι σημαίνει να είσαι ένας λαός που παλεύει για τη γη και την ταυτότητά του. Τα επόμενα χρόνια, κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν παλεύοντας ενάντια στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Τους τιμήσαμε ως μάρτυρες και τους θάψαμε εν μέσω ψαλμωδιών και απαγγελιών απ’ το Κοράνι. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς τα πάνε οι δικοί τους στην Αμερική.

Όταν εκπαίδευσα τον Ίμαντ Μουχνίγιε, διαισθάνθηκα ότι θα γίνει σπουδαίος ηγέτης, αλλά δεν περίμενα ότι θα αποκτούσε μια τόσο σημαντική θέση στη Χεζμπολάχ πολλά χρόνια αργότερα. Η Χεζμπολάχ αναδύθηκε από μια μικρή ομάδα ονόματι Χαρακάτ Αλ-Μαχρομίν που ήταν σθεναρός σύμμαχος του PLO. Εκπαίδευσα πολλούς απ’ αυτούς. Ο Ίμαντ είχε παλαιστινιακή καταγωγή. Η οικογένειά του ζούσε στο Ρούις, μεταξύ Χαντάς και Μπουρτζ Αλ-Βαρατζνέ. Γίναμε καλοί φίλοι παρότι ήταν νεότερος από μένα. Ήταν σκληρό καρύδι κι επιλέχθηκε απ’ τον επικεφαλής της στρατιωτικής ακαδημίας για να συνοδεύσει τον Αραφάτ. Ο Ίμαντ ήταν ευγενικός κι απίστευτα γενναίος. Αν ήταν αποστολή του να πηδήξει σε μια μαινόμενη πυρκαγιά, θα την εκτελούσε στο βαθμό που πυρήνας της αποστολής ήταν η πάλη εναντίον του Ισραήλ. Δεν έβλεπε τους Φαλαγγίτες σαν αντιπάλους του, παρότι τους μισούσε για την προδοσία τους. Οι Μαχρομίν ήταν όντως καταπιεσμένοι. Χωρίς τη Χεζμπολάχ, οι Σιίτες θα παρέμεναν καταπιεσμένοι στο Λίβανο για πάντα. Αργότερα το κίνημά τους διασπάστηκε στην Άμαλ και τη Χεζμπολάχ, η οποία επικεντρώθηκε στο να παλεύει στη Συρία αντί να διασφαλίζει τα σύνορα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Πιστεύεις ότι σ’ έχω εγκαταλείψει Χέμπα; Με μισείς; Αν το κάνεις, θα μου ράγιζε η καρδιά, αλλά δεν θα σε κατηγορούσα. Σ’ ό,τι σ’ αφορά, έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ. Αλλά δεν ήταν έτσι. Σχεδίαζα να περάσω όλη μου τη ζωή μαζί με σένα και την οικογένειά μου μέχρι τις τελευταίες των ημερών μου. Ήθελα να μεγαλώσω ένα δυνατό κορίτσι, που θα συνέχιζε τον αγώνα μου για την Παλαιστίνη. Ήθελα να σ’ ονομάσω Νταλάλ από τη Νταλάλ Μουγκράμπι, που σκοτώθηκε μόλις μήνες προτού γεννηθείς. Όταν έφθασε με τον αρραβωνιαστικό της στην ακαδημία, ήταν δεκαοχτώ. Τους εκπαίδευσα και τους δύο στο να χρησιμοποιούν διάφορα είδη τουφεκιών και στο να μεταμφιέζονται σε διάφορα περιβάλλοντα. Ένα χρόνο μετά, αποβιβάστηκαν στην ακτή του Τελ Αβίβ, και σκότωσαν πολλούς Ισραηλινούς προτού σκοτωθούν αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της. Η αποστολή της στόχευε στην αιχμαλωσία Ισραηλινών και την ανταλλαγή τους με Παλαιστίνιους, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Μετά απ’ αυτό πολλά κορίτσια ήρθαν εθελοντικά στην ακαδημία να ενταχθούν στην Αντίσταση. Η Νταλάλ ζούσε στο Φακαχάνι όπου τελικά μετακομίσαμε. Εκεί γεννήθηκες. Αλλά αποφάσισα να σ’ ονομάσω Χέμπα γιατί η γέννησή σου ήταν ένα θαύμα.

Γεννήθηκες στη μέση ενός νέου, αισχρού πολέμου όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο νότιο Λίβανο. Επενέβησαν με την πρόσκληση του Λαχντ Χαντάντ και της Φάλαγγας,αλλά τους απωθήσαμε στο Ναμπατίγιε, στο Μπουρτζ Αλ-Σαμάλι, στο Ρασιντίγιε, στο Αλ-Μπας και στο Έιν Ελ-Χιλγουέ. Τα όπλα μας ήταν απ’ την Ρωσία και την Κούβα, και παρότι οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλες περιοχές στο νότο, οργανώσαμε την αντίστασή μας από το Μαρτζ Αλ-Ζοχούρ, τη Σίμπα και το κατεχόμενο Γκολάν.

Υπάρχουν τόσα που μου λείπουν απ’ το Λίβανο. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμενε ένας όμορφος τόπος.

*             *             *

Ειρήνη σε σένα αγαπημένη μου,

Σήμερα σκεφτόμουν τη μητέρα σου. Η Καρίμα ήταν αντάξια του ονόματός της. Ήταν πράγματι γενναιόδωρη. Συνήθιζε να αναμειγνύει αλάτι, ξεραμένη πράσινη πιπεριά και τα συνθλιμμένα κουκούτσια από βερίκοκα. Βουτούσαμε το ψωμί μας στο μίγμα αφού προσθέταμε λίγο ελαιόλαδο. Ήταν ένα ταπεινό γεύμα, αλλά έτσι επιβιώναμε.

Ο μισθός μου των 211 λιρών δεν ήταν αρκετός για να φροντίσω εσένα και τη μητέρα σου. Χρειαζόσουν ρούχα κι επισκέψεις στο γιατρό και παιχνίδια. Οπότε έπιασα δουλειά και στις κατασκευές για το PLO. Είχαν μεγάλες εργολαβικές εταιρείες στο Λίβανο. Πληρωνόμουν άλλες 25 λίρες τη μέρα κι έκανε μεγάλη διαφορά. Ο αδερφός σου ο Μοχάμεντ γεννήθηκε μια μέρα μετά τα γενέθλιά σου. Η Καρίμα ανησυχούσε για τ’ ότι είχε άλλο ένα στόμα να θρέψει. Δεν ήθελε να μου φορτώσει κι άλλο άγχος. Αχ, τι δώρο που είσαι, Χέμπα. Της είπα ότι τα παιδιά θα κρατήσουν την επανάστασή μας ζωντανή.

Όποτε ένιωθα αποτυχημένος που δεν μπορούσα να παρέχω μια καλή ζωή στην οικογένειά μου, η μητέρα σου, παρότι Αιγύπτια, πάντα μου ‘λεγε: «Δεν πειράζει· όλα είναι για την Παλαιστίνη και τη Χέμπα». Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, και χρειάστηκε να δουλέψει πάλι ως υπηρέτρια αν κι εγώ δεν το ήθελα. Ένα λεωφορείο έπαιρνε εσένα και τον μικρό σου αδερφό για να σας πάνε στο νηπιαγωγείο. Δεν ήταν κι άσχημα εκεί. Όλα τα παιδιά ήταν προσφυγόπουλα, που κυρίως έρχονταν απ’ το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Όταν το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο το ’82, δεν ένιωθα πια ότι ήταν ασφαλές για σένα και τον αδερφό σου. Αλλά ήταν πολύ αργά για να σε φυγαδεύσω έξω απ’ τη χώρα και μέσα στη Συρία. Σας μετακίνησα τους τρεις σας βαθύτερα στη δυτική Βηρυτό όπου υπήρχαν καταφύγια για αμάχους. Η στρατιωτική ακαδημία έγινε μια στρατιωτική μονάδα από μόνη της, διοικούμενη από έναν άντρα ονόματι Τζαμπάρ. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να μας ξεγελάσουν με το να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο φορώντας λιβανέζικα στρατιωτικά ρούχα, αλλά τους απωθήσαμε. Το PLO ήταν σκληρό αυτό τον καιρό. Απελευθερώναμε μια περιοχή και την παραδίδαμε στους Σύριους. Αλλά μετά αυτοί την έχαναν πάλι στους Ισραηλινούς, και τότε πάλι επιστρέφαμε στη μάχη και απωθούσαμε τους Ισραηλινούς. Ήταν σαν σκακιστικό παιχνίδι και ξέραμε τις κινήσεις καλά.

Δεν μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα στην ανατολική Βηρυτό εξαιτίας των Φαλαγγιτών προδοτών που συνεργάζονταν με τους Ισραηλινούς. Κάποιοι Χριστιανοί ήταν με τη μεριά μας, κι οι Παλαιστίνιοι Χριστιανοί πολεμούσαν μαζί μας γιατί είμαστε όλοι αδέρφια. Όποτε χρειαζόταν να επιχειρήσουμε στην ανατολική Βηρυτό, έπρεπε να πάμε μέσα από τους υπονόμους. Το έκανα πάνω από μια φορά όταν η μονάδα μου εκτελούσε επιθέσεις εναντίον των Ισραηλινών που ήταν σταθμευμένοι στην περιοχή Αλ-Μαθάφ.

Ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε στο Λίβανο αυτές τις μέρες. Αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας εναντίον του Αραφάτ απέτυχαν, κι αρκετοί απ’ αυτούς που βοήθησαν τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν δούλευαν γι’ αυτόν. Το χωράει ο νους σου; Κάποιοι από τους συνεργάτες εκτελέστηκαν επί τόπου. Μια απ’ τις εκτελέσεις συνέβη μπροστά μου. Τον έπιασαν να επικοινωνεί με τους Ισραηλινούς αφού ένα κτίριο ανατινάχθηκε στο οποίο ο Αραφάτ είχε μυστική συνάντηση. Επέζησε από θαύμα. Κι όταν ο Αραφάτ οδηγήθηκε εσπευσμένα στο αμάξι του, το αμάξι ανατινάχθηκε μόλις μέτρα μακριά του. Να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι, Χέμπα, καμιά φορά ακόμα και τα αγγελικά μάτια κρύβουν το διάβολο.

Καθώς ο πόλεμος μαινόταν, σας μετακινούσα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο. Αλλά πουθενά δεν ήταν ασφαλή: σφαγές εκτελούνταν παντού και επιτίθονταν ακόμα και στα καταφύγια, καίγοντας ανθρώπους ζωντανούς σε μέρη όπου θα ‘πρεπε να είναι προστατευμένοι απ’ τον κίνδυνο. Όταν λάβαμε εντολές ν’ αποχωρήσουμε απ’ το Λίβανο, ξέραμε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ήσουν με τη μητέρα και τον αδερφό σου σ’ ένα καταφύγιο στην περιοχή Σαραγιά στη δυτική Βηρυτό. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα σας σας γύρισε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ.

Αναγκάστηκα να σας εγκαταλείψω, αφού επέτρεπαν μόνο σε στελέχη του PLO να επιβιβαστούν στα πλοία. Δεν μας είπαν τον προορισμό μας και συνοδευόμασταν από πλοία του ιταλικού και του γαλλικού ναυτικού μέχρι που φτάσαμε την Ερυθρά Θάλασσα. Όταν οι Ιταλοί άφησαν το πλοίο μας μόνο πλησιάζαμε την σαουδική ακτή και κοντεύαμε να ξεμείνουμε από νερό. Ο καπετάνιος τηλεφώνησε τους Σαουδάραβες ακτοφύλακες και ζήτησε άδεια να αγκυροβολήσουμε κοντά στην ακτή και ν’ ανεφοδιαστούμε. Του είπαν ότι αν τολμούσε να φτάσει σε σαουδικά χωρικά ύδατα, θα ανατίνασσαν εκείνον και το πλοίο του. Οπότε συνεχίσαμε νότια.

Ανησυχούσα σαν τρελός για σένα και δεν είχα ιδέα πού ήταν να σταματήσει το πλοίο μας. Το μόνο πράγμα που μου ‘δινε κάποια παρηγοριά ήταν η γνώση ότι θα σε φρόντιζε ο Λιβανέζος φίλος μου Αμπού Αλί Τζαφάρ. Εισήγαγε λαθραία όπλα και τσιγάρα για το μεροκάματό του, και μου φερόταν σαν να ‘μουν γιος του. Τον εμπιστευόμουν ολόψυχα.

Το πλοίο ήταν γεμάτο πολεμιστές, άντρες και γυναίκες που πάλεψαν για να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαφνικά έπλεαν στην ανοιχτή θάλασσα δίχως αίσθηση προσανατολισμού. Κάποιοι απ’ τους πολεμιστές πίστευαν πως τελικά θα μας έστελναν στην Τυνησία. Άλλοι νόμιζαν ότι προορισμός μας είναι η Αλγερία, αλλά τελικά αποβιβαστήκαμε στη Σαναά της Υεμένης, όπου χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν να μας χαιρετίσουν. Νόμιζαν πως ήρθαμε απ‘ την Παλαιστίνη, όχι απ’ το Λίβανο. Υεμενικά μαχητικά κάναν κύκλους στον ουρανό για να γιορτάσουν τον ερχομό μας. Τυμπανιστές παρελαύναν καθ’ όλη τη διαδρομή ως το πλοίο και παιδιά μας ρίχνανε λουλούδια. Ο πρόεδρός τους, Αλί Αμπντούλαχ Σάλεχ, ήρθε στο πλοίο και μας αγκάλιασε. Τους είπαμε ότι ήμαστε διψασμένοι και πεινασμένοι, οπότε μας φέρανε νερό και κατ[2]. Νομίζαμε ότι τα φύλλα κατ ήταν κάποιο είδος μουλοχίγιας (φύλλα μολόχας, που τρώγονται ως φαγητό). Δεν ήξερα ότι ήταν είδος ναρκωτικού. Μπούκωσα το στόμα μου μ’ ένα μάτσο και το μάσησα. Μετά ένιωθα λες και αιωρούμουν μπρούμυτα στον αέρα.

Μέσα σε λίγες μέρες, το ηθικό ανέβηκε και πάλι. Στήσαμε ένα στρατόπεδο που φιλοξενούσε σχεδόν 2.000 μαχητές και συνεχίσαμε την εκπαίδευσή μας. Οι ανώτεροι μας είπαν ότι η εξορία μας ήταν προσωρινή, αλλά όταν μάθαμε πως οι ισραηλινές δυνάμεις μαζί με τoυς Φαλαγγίτες επιτέθηκαν στη Σάμπρα και τη Σατίλα, σκοτώνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ταραχθήκαμε στα έγκατα της ψυχής μας. Προτρέψαμε τους διοικητές του στρατοπέδου να επιστρέψουμε στο Λίβανο να βοηθήσουμε το λαό μας. Αφήσαμε τη χώρα με την κατανόηση ότι διεθνείς δυνάμεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των προσφύγων. Αν οι Ιταλοί ήταν παραταγμένοι εκεί, αυτοί οι πρόσφυγες δεν θα ‘χαν σφαγιαστεί.

Ήμασταν οργισμένοι και νιώθαμε προδομένοι απ’ την ανόητη ηγεσία μας. Η Φατάχ έστειλε κάποιους απ’ τους αρχηγούς της να μας μεταπείσουν απ’ το να φύγουμε απ’ τη Σαναά, αλλά τους παλέψαμε και νικήσαμε. Ακόμα κι ο Αμπάς Ζακί που ήταν τότε πρέσβης του PLO στην Υεμένη ήταν σωματικά παραδομένος. Του φωνάζαμε: «Τα παιδιά μας σφάζονται, οι γυναίκες μας βιάζονται και ακρωτηριάζονται, και μας ζητάτε να κάνουμε υπομονή». Ήταν όλοι τους σκουπίδια. Όποτε σκέφτομαι αυτή τη μέρα, το αίμα μου βράζει. Ο πόλεμος ξέσπασε με τη δολοφονία των παιδιών μας στο Ταλ Αλ-Ζατάρ, και τέλειωσε με τη σφαγή των οικογενειών μας στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Τελικά μας έδωσαν από χίλια δολάρια στον καθένα, μας αγόρασαν εισιτήρια και μας έστειλαν στη Συρία. Πάνω από εκατό από μας είχαν επιλέξει ν’ αφήσουν την Υεμένη. Όταν φθάσαμε στη Δαμασκό, η συριακή ασφάλεια μας κράτησε στο αεροδρόμιο. Ήταν μια Τρίτη και μας είπαν: «Θα σταλείτε πίσω στην Υεμένη την Τετάρτη». Μας έβαλαν στη φυλακή του αεροδρομίου. Είχα μια μικρή τηλεόραση και την πούλησα σε κάποιον στο κρατητήριο. Είπα στο φρουρό ότι ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα. Μ’ άφησε έξω. Τη στιγμή που αποσπάστηκε η προσοχή του, δραπέτευσα. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στο αεροδρόμιο οπότε δεν είχε καμιά πιθανότητα να με πιάσει. Ήθελα να πάω πίσω στο Λίβανο και να σε βρω. Άξιζε το ρίσκο. Πήρα ένα ταξί ως το κέντρο της Δαμασκού, μετά άλλο ένα στη λίμνη Ζαρζάρ, όχι πολύ μακριά απ’ τα λιβανέζικα σύνορα. Μετά διέσχισα τα σύνορα στη Χαλούα όπου Παλαιστίνιοι πολεμιστές παρέμεναν κι είχαν ένα σημείο ελέγχου στη λιβανέζικη μεριά. Με οδήγησαν στη δυτική κοιλάδα Μπίκα.

Αυτές τις μέρες ήταν δύσκολο να πλοηγηθείς στο Λίβανο. Υπήρχαν πάρα πολλές σέχτες και πάρα πολλές μάχες. Αναμενόμενο το Ισραήλ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μας. Το Αλ-Μπίκα ήταν χωρισμένο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Πήγα στην σουνίτικη περιοχή, αλλά δεν μπορούσα να πάω παραπέρα γιατί οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά. Γνώρισα ένα Βεδουίνο από το Άραμπ Αλ-Φαόρ που μας πουλούσε πορτοκάλια. Του έδωσα λεφτά και μου υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ και θα σ’ έβρισκε. Κατακλύστηκα από ανακούφιση όταν γύρισε και μου είπε πως ήσαστε όλες ζωντανές. Περίμενα για μέρες σ’ ένα πανδοχείο, αλλά η μητέρα σου δεν εμφανίστηκε. Ως τότε είχα ξοδέψει 600 δολάρια κι είχαν απομείνει μόνο άλλα 400.

Όσο ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, άκουσα τη φωνή της στο χώρο στάθμευσης. Έτρεξα έξω στο δρόμο και μόνο όταν ήμουν πια έξω αντιλήφθηκα ότι φορούσα μόνο το εσώρουχό μου. Ήσουν πέντε κι ο Μοχάμεντ δυόμισι χρόνων. Σας αγκάλιασα μ’ όλη μου τη δύναμη, και κλάψαμε όλοι μαζί. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ το Θεό πέρα απ’ το να ‘σαι με την οικογένειά σου; Και τη γυναίκα που σε ολοκληρώνει.

Η μητέρα σου ήταν πολύ έξυπνη. Πούλησε το μικρό μας σπίτι στον καταυλισμό μαζί με λίγα έπιπλα που είχαμε. Έβγαλε συνολικά 14.000 λίρες, τις οποίες έραψε στο εσωτερικό του σακακιού σου σε περίπτωση που Φαλαγγίτες κλέφτες έψαχναν τα ρούχα σας. Τα λίγα κομμάτια χρυσού που είχε ήταν κρυμμένα μέσα στις πάνες του Μοχάμεντ. Ο θείος στην Τρίπολη με βοήθησε να βγάλω χαρτιά που πιστοποιούσαν πως εγώ κι η μητέρα σου ήμαστε αγωνιστές για την ελευθερία κι ότι ήμαστε σε διακοπές. Μας οδήγησε πίσω στο Αλ-Μπίκα κι από κει πήγαμε στη Συρία μέσω της Χαλούα. Με πονούσε που τον άφηνα στο Λίβανο, αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω την ασφάλειά σας μακριά απ’ αυτή την κόλαση. Νόμιζα πως η Συρία θα είναι ασφαλής. Φαινόταν πως υπήρχε κάποια σταθερότητα εκεί όσο κανείς δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν κακολογούσε το καθεστώς. Δεν είχα ιδέα ότι θα ξεσπούσε κι εκεί κάποια μέρα πόλεμος ακόμα χειρότερος απ’ του Λιβάνου. Πού έπρεπε να σ’ έχω πάει, Χέμπα; Συγχώρεσέ με που δεν πρόβλεψα την προέλαση αυτού του εφιάλτη.

Μόλις φτάσαμε στη Συρία, είπα στον οδηγό να μας πάει στο Ντερά όπου η γυναίκα και τα παιδιά του θείου σου μέναν. Ο γιος του, Αμπντέλ Αζίζ, ήταν ο πρώτος που μας χαιρέτισε. Μείναμε με τη γυναίκα του θείου σου για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα αγοράσαμε κουβέρτες και μαξιλάρια, και λίγα είδη για την κουζίνα, και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στον καταυλισμό. Ήταν ωραία να είμαστε σαν μια πραγματική οικογένεια. Έμεινα μαζί σου για δυο μήνες, μετά έπρεπε να επιστρέψω στην Υεμένη. Πρώτα, παρουσιάστηκα στη Στρατιωτική Διοίκηση της Φατάχ στη Δαμασκό και με όρισαν να υπηρετήσω στο Άντεν, όχι στη Σαναά. Ήταν το 1983, κι έπρεπε να σας αποχαιρετήσω γι’ άλλη μια φορά. Για ενάμιση χρόνο έμενα σ’ ένα αντίσκηνο. Οι υποχρεώσεις μου περιλάμβαναν την επίβλεψη των εφοδίων όπου πάνω από 1.500 μαχητές εκπαιδεύονταν και ζούσαν υπό την ηγεσία του Αμπού Αλ-Αμπέντ Χατάμπ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Ξέρω ότι όλ’ αυτά είναι πολλά να τα συλλάβεις. Φοβάμαι ότι θα ‘χω λίγα να σου αφήσω όταν πεθάνω. Δεν έχω λεφτά και τα λίγα πράγματα στο τροχόσπιτό μου είναι δωρεές από μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση, είμαι σίγουρος πως όταν πια φύγω, κατά πάσα πιθανότητα θα τα δωρίσουν σε κάποιον άλλο. Αλλά σου αφήνω τις ιστορίες μου. Δεν προσπαθώ να με παρουσιάσω ως ήρωα, μόνο να σου δώσω μια ειλικρινή αναφορά του τι μου συνέβη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι καλός άνθρωπος, και θέλω να λες στα παιδιά σου «ο παππούς Αλί αγωνίστηκε για την Παλαιστίνη». Δεν με πειράζει να τους πεις ότι πέθανα φτωχός. Το χρήμα είναι άψυχο, και ποτέ δεν είχε σημασία για μένα. Αν είχε, η ζωή μου θα ‘ταν διαφορετική. Είναι σημαντικό να μη με νομίζουν ως έναν που έζησε δειλός. Δεν είμαι. Ξέρω ότι εγκατέλειψα την οικογένειά μου όταν ήμουν έφηβος επειδή φοβόμουν, αλλά ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς κι ο πατέρας μου ήταν πολύ φτωχός να με φροντίσει. Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Η παναθεματισμένη τύχη μου κι οι περιστάσεις ήταν έξω απ’ τον έλεγχό μου και με εξώθησαν σε μέρη που ποτέ δεν ήθελα να πάω. Μάλιστα, αυτές οι περιστάσεις σχεδόν μ’ ανάγκασαν να παλέψω εναντίον του αδερφού μου μετά τη διάσπαση της Φατάχ. Αρνήθηκα. Τους είπα: «Έφυγα απ’ την Παλαιστίνη για να πολεμήσω το Ισραήλ, και βρέθηκα να παλεύω με Άραβες. Αλλά δεν θα χύσω το αίμα του αδερφού μου». Πάντα να προστατεύεις την οικογένειά σου, Χέμπα. Και βεβαιώσου ότι και τα παιδιά σου το καταλαβαίνουν αυτό.

Βλέπεις, η διάσπαση μεταξύ αδερφών ξεκίνησε όταν ο Συνταγματάρχης Αμπού Μούσα ηγήθηκε μιας ανταρσίας εναντίον του Αραφάτ το ’83. Βοηθήθηκε από μερικούς άλλους όπως ο Μούσα Αλ-Ιμλέ, που τον λέγαμε Αμπού Χαλέντ, και τον Νιμρ Σαλέ. Ο τελευταίος ήταν στη Δαμασκό, μιας κι οι Σύριοι ήταν επίσης αναμειγμένοι. Ο Αραφάτ υποψιαζόταν ότι οι Λίβυοι υποστήριζαν τους υποκινητές. Ο Αμπού Μούσα κι άλλοι αξιωματικοί είχαν μπουχτίσει με τη διαφθορά του Αραφάτ, τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν. Έλεγαν ότι είχε επαφή με τους Αμερικάνους κι ότι είχε ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το Ισραήλ μέσω Ισραηλινών Εβραίων που αυτοπαρουσιάζονταν ως ειρηνοποιοί. Πράγματι, πολλοί στη Φατάχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες μετά το ’82. Η ηγεσία της Φατάχ συμφώνησε να διασπείρει τους πολεμιστές της στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, κι έτσι δεν είχε μείνει κανείς να υπερασπιστεί τους πρόσφυγες στο Λίβανο. Μόνο διεφθαρμένοι αξιωματικοί μείναν επικεφαλής στην κοιλάδα Αλ-Μπίκα. Αντιπαθούσα τον συνταγματάρχη Χατζ Ισμαήλ γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος που εγκατέλειψε το πόστο του ως διοικητής του νότιου Λιβάνου γίνεται να ξαναδιοριστεί ως ανώτατος διοικητής στην Αλ-Μπίκα και το νότο.

Νομίζαμε, εντάξει, θα έχει το λόγο του ο Αραφάτ. Πάντα τον είχε. Κρατούσε τους εχθρούς του πιο κοντά απ’ τους φίλους του. Αλλά ο Αμπού Μούσα διαφωνούσε. Ήταν σκληρός πολεμιστής, αυτός ο Αμπού Μούσα. Ο Αραφάτ κάλεσε τους υποκινητές να υποβληθούν σε έρευνα και αρμόζουσα τιμωρία, αλλά αυτοί δεν παραδόθηκαν κι ακολούθησε πόλεμος. Στο Λίβανο, αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του PLO. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε από την Τρίπολη ως την Αλ-Μπίκα. Αναμείχθηκαν κι οι Σύριοι και η υπόθεση έκλεισε καταστροφικά. Συνάντησα τον Αμπού Μούσα στην Ιορδανία. Αγαπούσε τον Αραφάτ μέχρι που η πίστη του σ’ αυτόν κλονίστηκε. Ο Αμπού Μούσα καταγόταν από τον Αλ-Χαλίλ. Οι Χαλιλιανοί φημίζονται για την ξεροκεφαλιά τους, σαν τους Γαζίτες και τους Βεδουίνους. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν στη Συρία για σύντομες διακοπές απ’ το πόστο μου στην Υεμένη, και μετακινήθηκα στην Αλ-Μπίκα να πολεμήσω όταν ανακάλυψα ότι ο αδερφός μου, ο Μοχάμεντ, ήταν με τους αντάρτες. Υπήρχαν λίγες μάχες μεταξύ των Παλαιστινίων, αλλά πολεμούσαμε τους Σύριους. Τους είπα: «Ο αδερφός μου είναι με τον Αμπού Μούσα, σας παρακαλώ απαλλάξτε με απ’ αυτή τη μάχη». Μετά μετακινήθηκα στην Τρίπολη. Η Φατάχ έχασε κι Αμπού Μάσα παρέμεινε στην Τρίπολη κι αργότερα ξεκίνησε ένα παρακλάδι, που ονόμασε Φατάχ Αλ-Ιντιφάντα. Πλοία μας πήραν μακριά απ’ το Λίβανο γι’ άλλη μια φορά.

Το πλοίο μου πήγε στην Κύπρο. Από κει μας στείλαν κατευθείαν στο αεροδρόμιο και πετάξαμε προς Βαγδάτη σε ιρακινά αεροπλάνα. Με τοποθέτησαν στη βάση μου στο στρατόπεδο «Επαναστατικού Συμβουλίου», υπό τη διοίκηση του Σαμπρί Αλ-Μπάνα. Το ’85 με κατέτρωγε η ανησυχία. Σκεφτόμουν, οι Ιρακινοί είναι καλοί σε μας, αλλά ούτε πάλευα για την Παλαιστίνη ούτε ήμουν κοντά στα παιδιά μου. Οπότε πήρα ένα ταξί προς μια περιοχή της Βαγδάτης που λέγεται Αλαουγί, κι από κει ένα λεωφορείο για τα σύνορα της Συρίας. Είχα 500 αμερικάνικα δολάρια και 200 ιρακινά δινάρια. Έφτασα ένα φράγμα από άμμο και περπάτησα ως το Μποκαμάλ. Αντάλλαξα κάποια λεφτά και πήρα ένα λεωφορείο για τη Δαμασκό, και λίγες ώρες αργότερα ήμουν σπίτι. Ήσουν δεκάξι τότε. Είχες τόσα πολλά που ‘θελες να μου πεις κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ‘θελα να σου πω. Σου είπα: «Θα ξεκουραστώ λίγο και το πρωί θα σε πάω στην αγορά και θα σου πάρω καινούρια ρούχα». Αλλά οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ήρθαν τη νύχτα. Ήμουν εγκλωβισμένος. Το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από άνδρες μ’ αυτά τα κουστούμια που φοράνε. Μπορείς να τους εντοπίσεις από ένα μίλι μακριά. Ήταν πάνω από σαράντα από δαύτους κι αρκετά στρατιωτικά οχήματα. Είπαν: «Είσαι ο Σαντάντ Αμπού Μοχάμεντ;». Απάντησα «Ναι». Μου πέρασαν αλυσίδες και με πήγαν στην παλαιστινιακή πτέρυγα της φυλακής στο Μεζέ που είναι η έδρα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ήταν λες κι όλοι οι φτωχοί του κόσμου παστώθηκαν σε ατέλειωτες σειρών υπόγειων κελιών. Το φαΐ ήταν λίγο, καθόλου τσιγάρα και καμιά ελπίδα για οποιαδήποτε συμπόνια.

Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν να στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας ένα τοίχο για ώρες. Απαίτησαν να ομολογήσω ότι είμαι Ιρακινός κατάσκοπος. Αρνήθηκα ότι έχω πάει ποτέ στο Ιράκ, θα με σκότωναν ούτως ή άλλως. Τους είπα: «Είμαι αγωνιστής για την ελευθερία και δεν με αφορά η διαμάχη σας με τους Ιρακινούς», ότι δεν ήταν δική μου μάχη. Μου είπαν ότι είμαι αντιδραστικός, κι έκαψαν την πλάτη μου με τσιγάρα. Τα σημάδια παραμένουν στο σώμα μου. Μετά έβαλαν ηλεκτρικά καλώδια στο δέρμα μου, βάζοντας ρεύμα να διαπερνά το σώμα μου. Με βασάνιζαν για μέρες και μετά με πέταξαν σ’ ένα κελί, τρία επί τρία μέτρα, με άλλους εβδομήντα πέντε ανθρώπους. Ξέρω ότι ακούγεται αδύνατο, αλλά είναι η αλήθεια. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι στέκονταν κόντρα στον τοίχο και στις γωνίες, και κάποιοι κοιμούνταν κολλητά ο ένας στα πλάγια του άλλου, αγκαλιάζοντας τα πόδια τους για να κερδίσουν χώρο. Αυτό και μόνο ήταν αρκετά μαρτυρικό ώστε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα. Το να φάμε ήταν επίσης περίπλοκο. Τρώγαμε μόνο πλιγούρι και φακές ανάμικτες με χαλίκια, χώμα κι έντομα. Έχοντας επιζήσει από τόσα περιστατικά που μ’ έφεραν κοντά στο θάνατο, δεν ήθελα ένα θάνατο από πνιγμό. Ήμουν εκεί για δυο χρόνια.

Δεν είχα υπόψιν μου μέχρι ένα χρόνο μετά ότι ο αδερφός σου, Αχμάντ, γεννήθηκε το ’86. Ήμουν στο κελί μου κι η μητέρα σου δε λάμβανε καμιά πληροφορία για μένα. Ήθελα να προσευχηθώ με το σωστό τρόπο, αλλά οι Σύριοι δεν μας άφηναν. Έγινα καλός φίλος εκεί με τον δρ. Αμπντουλά, ένα αναισθησιολόγο που προσευχόταν πολύ. Οι πράκτορες τον κατηγορούσαν ότι ήταν εξτρεμιστής. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και μας φρόντιζε όλους. Δεν είχε φάρμακα να βοηθήσει τους φυλακισμένους όταν αρρώσταιναν, οπότε μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Πολλοί πέθαναν εκεί, αλλά κυρίως ήταν κατά τα βασανιστήρια. Αυτός βασανίστηκε αλλά το άντεχε. Δύο απ’ τους φίλους του πέθαναν. Έφυγα το ’87 κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Αναρωτιέμαι αν βγήκε ζωντανός. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους κρατούμενους ήταν φουκαράδες που κατέληξαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Τελικά ελευθερώθηκα, με παρέδωσαν στο Τμήμα Μετανάστευσης και Διαβατηρίων και με απέλασαν στο Λίβανο μ’ ένα αστυνομικό αμάξι. Με πέταξαν στα σύνορα. Περπάτησα πίσω στη Συρία μέσω της Χαλούα και των βουνών, και μετά πήρα ένα ταξί για τη Δαμασκό. Εκεί αγόρασα μια πλαστή ταυτότητα, και μου ‘δωσα τ’ όνομα Ατιέ Αμπντάλα αλ-Ζουμπί. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε δω, κι επισκεπτόμουν μόνο αργά τη νύχτα. Συνέχισα έτσι από το ’87 ως το ’92, βλέποντας εσένα και τους αδερφούς σου περιστασιακά και μυστικά. Κοιμόσουν τις περισσότερες φορές. Σου φιλούσα το μέτωπο, και καμιά φορά ξυπνούσες και τρώγαμε ένα σνακ μαζί και μιλούσαμε. Πόσο μου λείπει αυτό. Μετά γεννήθηκε ο Μαχμούντ. Δεν μπορούσα να πω ανοιχτά σε κανέναν ότι είχα αποκτήσει ακόμα ένα αγοράκι από φόβο μην τυχόν με πιάσουν. Του αγόραζα δώρα και ρούχα και παιχνίδια κι έδωσα στη μητέρα σου όλα τα λεφτά που είχα εξοικονομήσει δουλεύοντας ως εργάτης στην οικοδομή, και μετά έφευγα πάλι. Κάπως οι πράκτορες μάθαν ότι ζούσα κρυφά στη Συρία κι έκαναν πάλι έφοδο στο σπίτι. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σε δω αυτό τον καιρό, ή να βρω δουλειά. Ήμουν σαν φυλακισμένος χωρίς φυλακή. Κρυβόμουν σε σπίτια φίλων και ζούσα με μια ψεύτικη ταυτότητα ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου έστω και για λίγα λεπτά κάθε τόσο. Μου ήταν προφανές ότι δεν ήσαστε χαρούμενοι μ’ αυτή την κατάσταση. Σπάραζε η καρδιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η ζωή στο Λίβανο θα ήταν κόλαση για σας, όπως ήταν για όλους τους πρόσφυγες. Κι αν πήγαινα μόνος μου στο Λίβανο, δε θα σας ξανάβλεπα. Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις, παιδί μου, ξέρω ότι αυτή δεν είναι ιδανική ζωή για μια οικογένεια. Σε ονόμασα Χέμπα γιατί είσαι το δώρο μου απ’ τους ουρανούς, κι είχα ανάγκη να είμαι κοντά να φροντίσω τη μικρή μου πριγκίπισσα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα σ’ όλους σας.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Μια ομάδα νέων Παλαιστίνιων ανδρών έβαλαν τις πληροφορίες μου και τη φωτογραφία μου σ’ αυτό το Facebook. Μου ‘παν ότι θα ‘καναν ό,τι μπορούσαν για να με βοηθήσουν. Έβαλαν μια έκκληση σε βίντεο από μένα, ζητώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες για την οικογένεια μου να έρθει σ’ επαφή. Η ελπίδα με κρατάει ζωντανό. Ελπίζω ν’ ακούσω από σένα σύντομα. Όποτε σκέφτομαι ότι δεν σ’ έχω δει όλ’ αυτά τα χρόνια, η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια. Δεν ποτέ αυτό το πλάνο. Ο Θεός μου ‘δωσε ένα δώρο κι εγώ το σπατάλησα. Αλλά όταν αναγκάστηκα να κρυφτώ και ξέμεινα από χρήματα για την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Σκέφτηκα, αν πάω πίσω στο στρατόπεδο στο Ιράκ, θα ‘πρεπε να μπορώ να εκταμιεύσω όλα τα αναδρομικά μου. Έφυγα κρυφά απ’ τη Συρία μέσω του Μποκαμάλ και πήγα πίσω στο παλιό μου στρατόπεδο. Ο Αμπντουλά Αμπντουλά ήταν επικεφαλής. Μου είπε: «Δε σου χρωστάμε τίποτα». Είπε ότι μια Παλαιστινιακή Αρχή που έτρεχε τα πράγματα και το PLO δεν είχε χρήματα. Αλλά μου ‘δωσε ένα μηνιάτικο και ταξιδιωτικά έγγραφα που έλεγαν «Παλαιστινιακή Αρχή» πάνω τους. Ήταν άχρηστο βέβαια για μένα. Απλά ήθελα λεφτά για τα παιδιά μου και να συνεχίσω την πάλη μου για την Παλαιστίνη.

Τότε σκέφτηκα, η υγεία μου με εγκαταλείπει και δε θέλω να πεθάνω προτού εκπληρώσω το χρέος μου να προσκυνήσω στη Μέκκα. Μπήκα κρυφά στη Σαουδική Αραβία, αλλά μ’ έπιασε η αστυνομία μετά από περπάτημα δύο χιλιομέτρων. Τους ικέτεψα: «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να προσκυνήσω», αλλά αρνήθηκαν. Μου είπαν: «Να σε βοηθήσει ο Σαντάμ Χουσεΐν». Μου δώσαν 150 ριάλες και μ’ έστειλαν στο Μποκαμάλ. Διέσχισα άλλο ένα αμμοφράγμα και βρέθηκα πίσω στη Ντεράα. Χρησιμοποίησα πάλι την πλαστή μου ταυτότητα, δουλεύοντας στις οικοδομές για τρία χρόνια για έναν άντρα της οικογένειας αλ-Χαρίρι, όχι της λιβανέζικης, αλλά της συριακής. Είχαν τόσα πολλά λεφτά, αλλά το μόνο που ‘θελα ήταν αρκετά για να στείλω στη μητέρα σου ώστε να σου αγοράσει αξιοπρεπές φαγητό και ρούχα.

Τότε οι πράκτορες της υπηρεσίας πληροφοριών με ξανασυνέλαβαν. Το ήξερα ότι θα γινόταν. Ήμουν τυχερός που είχα μείνει ελεύθερος ως το 2004. «Γιατί επέστρεψες αφού σε στείλαμε στο Λίβανο;» με ρωτήσαν. «Επέστρεψα για τα παιδιά μου», τους απάντησα. Με στείλαν στο δικαστήριο και με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να εισέλθω λαθραία στο Ισραήλ. Με κρατούσαν σ’ ένα μικρό υπόγειο κελί για οχτώ μακρά χρόνια. Ήταν το δωμάτιο νούμερο εννιά. Ήμουν εκεί με ογδόντα άτομα. Η μητέρα σου ποτέ δεν το ‘μαθε αυτό. Ποτέ δεν ξαναείδα ούτε κείνη ούτε σένα μετά απ’ αυτό.

Σύντομα μάθαμε ότι ξέσπασε ένας πόλεμος στη Συρία. Προσευχήθηκα στο Θεό ο πόλεμος να φτάσει ως τη φυλακή μας, ώστε να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να σε σώσω και να σε πάω σ’ ένα ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν στη φυλακή, κι ο αριθμός των φυλακισμένων συνέχιζε να μεγαλώνει. Πολλοί πέθαιναν κι απ’ τα βασανιστήρια. Κανείς δεν θα πίστευε τα πράγματα που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους.

Σε σκεφτόμουν για οχτώ χρόνια. Στην αρχή, προσπάθησα να κρύψω τα δάκρυά μου. Μετά συνειδητοποίησα πως όλοι οι άντρες κλαίγαν, οπότε έκλαψα κι εγώ φανερά μαζί τους. Ήταν λυτρωτικό το να βγάλουμε αυτό τον πόνο προς τα έξω. Ελπίζω να έχεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να κλάψεις, Χέμπα. Το 2012 με βγάλαν απ’ τη φυλακή ένα σκιάχτρο. Οι Σύριοι με πέταξαν γι’ άλλη μια φορά στο Λίβανο. Ένας Λιβανέζος αξιωματικός ευγενικά μου έδωσε είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες και με πήγε στη Σατίλα. Ήταν αργά τη νύχτα και κρύωνα τόσο πολύ. Κοιμήθηκα σ’ ένα κάρο με λαχανικά στην παλιά αγορά. Το πρωί, έψαξα τους παλιούς μου φίλους, μα δε μπόρεσα να τους βρω. Πήγα στο γραφείο της Φατάχ στο Μαρ Ιλίας και βρήκα τον Αμπού Σαμίρ Αφάς. Μου είπε «οι φίλοι σου είτε πέθαναν στον πόλεμο είτε φύγαν απ’ το Λίβανο». Η παλαιστινιακή πρεσβεία μου ‘δωσε 300 αμερικάνικα δολάρια τα οποία έστειλα σε σένα μ’ ένα οδηγό λεωφορείου. Τα πήρες; Ελπίζω να ήταν έντιμος άνθρωπος.

Ο Αμπού Σαμίρ μου ‘πε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε από βόμβα τοποθετημένη στο αμάξι του σε μια περιοχή ονόματι Ντάχρ Αλ-Μπαϊντάρ, που ήταν υπό τον έλεγχο του Αμπού Μούσα. Ήταν στην περιοχή Αλ-Μπίκα. Τρία απ’ τα παιδιά του, ο Αμπντέλ Αζίζ, η Ιτάφ κι ο Φακίρ, πέθαναν μαζί του στο αμάξι. Η Ατέφ κι ο Ταλάτ επιβίωσαν, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν επέζησαν του πολέμου. Πραγματικά ελπίζω ότι τα 300 δολάρια έφτασαν σε σένα, Χέμπα. Ήταν ό,τι είχα. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πάντα να βάζεις κάποια χρήματα στην άκρη. Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς.

Έμεινα στο Λίβανο για δυο χρόνια, ως το 2014. Με πλήρωναν 100 δολάρια το μήνα. Ξέρω ότι ήταν ελεημοσύνη, αλλά τουλάχιστον με σέβονταν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια στολή και να μου αναθέσουν χρέη φύλακα στα γραφεία της Φατάχ στο Έιν Αλ-Χιλγουέ. Τότε η λιβανέζικη αστυνομία με συνέλαβε καθώς περπατούσα στην Αλ-Χάμρα στη Βηρυτό. Τους είπα ότι είχα χαρτιά και δούλευα για τη Φατάχ, αλλά με απέλασαν στην Αίγυπτο πάραυτα. Οι Αιγύπτιοι με κράτησαν στο αεροδρόμιο και με απέλασαν μαζί με άλλους στη Γάζα με τρία λεωφορεία. Ήμαστε 150, ο καθένας με μια ιστορία πιο πολύπλοκη από την επόμενη. Μου θύμισε τον καιρό που ξεγλίστρησα απ’ τη Συρία στο Ιράκ με μια ομάδα εθελοντών μαχητών το 2003. Ήμαστε περίπου ο ίδιος αριθμός ατόμων, αλλά πήγαμε εκεί πέρα με τέσσερα λεωφορεία. Πήγαμε να πολεμήσουμε τους Αμερικάνους που μαζί με το Ισραήλ είναι η πηγή των δεινών μας – αυτοί ήταν τότε και παραμένουν ως σήμερα. Ένα αμερικάνικο αεροπλάνο ανατίναξε ένα απ’ τα λεωφορεία κι όλοι οι νέοι μέσα του πέθαναν. Ήταν Σύριοι και Παλαιστίνιοι. Φτάσαμε στο Ουμ Κασρ και πολεμήσαμε τους Αμερικάνους για λίγους μήνες. Οι πιο πολλοί απ’ την ομάδα μας τελικά πέθαναν: ο Μοχάμεντ Σόμπι, κι ο Ζιάντ, κι ο νεαρός από την οικογένεια Μασαλμέ, κι αυτός από τη φυλή Άμπα Ζαΐντ, κι απ’ τη Σαφούρι… Η ιρακινή αντίσταση μου ‘πε: «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου». Και το έκανα.

Δεν το μετανιώνω. Όταν μπαίνω στη μάχη, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτούς που έχω ορκιστεί να προστατέψω, αλλά αυτό το ταξίδι στη Γάζα μέσα από την έρημο Σινά ήταν διαφορετικό. Ήταν γεμάτο ντροπή για μένα. Ένιωσα ότι ήταν η τελική μου ήττα. Οι Αιγύπτιοι ήταν αγενείς απέναντί μας, και βρίζαν τις γυναίκες και τους άντρες μαζί. Όταν διέσχισα τα σύνορα στη Γάζα, γονάτισα κι έκλαψα. Ζήτησα συγχώρεση απ’ το Θεό. Πήγα ν’ αναζητήσω την οικογένειά μου, αλλά κανείς δεν ζούσε. Υπήρχαν μόνο μακρινοί συγγενείς που δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Τους είπα: «Είμαι ένας αγωνιστής για την ελευθερία». Με σεβάστηκαν όταν το είπα, αλλά δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τις ιστορίες που τους έλεγα. Μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση μου έδωσε ένα παλιό τροχόσπιτο όπου μένω ακόμα, περιμένοντας ν’ ακούσω νέα σου. Αν ποτέ τα καταφέρεις ως εδώ, θα βρω μια δουλειά και θα σου νοικιάσω ένα μεγάλο σπίτι. Θα επανορθώσω για το χαμένο χρόνο. Έμαθα ότι ο χρόνος δεν είναι πάντα με το μέρος μας, αγαπημένη Χέμπα. Σε παρακαλώ να τον αξιοποιείς καλά.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Πήγα στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού σήμερα να ρωτήσω αν είχαν ακούσει τίποτα για σένα και τους αδερφούς σου. Φάνηκαν να χάνουν την υπομονή τους με μένα, αλλά μετά μου φέραν τσάι και μπισκότα και μου ζήτησαν να περιμένω. Μετά από δυο ώρες, μια νεαρή γραμματέας μου ‘πε ότι δεν είχαν καμία νεότερη πληροφορία, αλλά με ξαναφωτογράφησαν για ν’ ανανεώσουν το προφίλ μου. Η όψη μου σήμερα ίσως σε ξαφνιάσει, Χέμπα. Τα μαλλιά μου είναι λευκά, λείπουν τα πιο πολλά απ’ τα δόντια μου και τα γένια μου είναι μακριά κι αχτένιστα. Αν δεις τη φωτογραφία μου, σε παρακαλώ μη λυπηθείς ή σοκαριστείς. Μόλις ακούσω από σένα, και ξέρω ότι είσαι ασφαλής, θα κουρευτώ και θα κόψω τα γένια μου. Θα αγοράσω καινούρια ρούχα αν μου φτάσουν τα χρήματα. Θα ‘σαι περήφανη να περπατάς δίπλα μου. Βεβαιώσου ότι κανείς δεν σου συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό, αγαπημένη Χέμπα. Σου αξίζει κάποιος που σου φέρεται ευγενικά.

Χέμπα αγάπη μου, προσεύχομαι συνέχεια πλέον. Το καλοκαίρι κάθομαι έξω απ’ το τροχόσπιτο σε μια πλαστική καρέκλα και σε περιμένω. Είναι χειμώνας τώρα. Η μικρή μου σόμπα χάλασε κι η οροφή του τροχόσπιτου έχει τρύπες που μπάζουν νερά στο πάτωμα. Ένας νεαρός μου ‘πε ότι θα ερχόταν να τις φτιάξει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Είμαι σίγουρος ότι είναι απασχολημένος. Ίσως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα για να επισκευάσει. Μαζεύω το νερό της βροχής σ’ ένα δοχείο, κι όταν ξεμένω από νερό χρησιμοποιώ της βροχής για να πλυθώ πριν την προσευχή. Εύχομαι να είσαι ασφαλής. Εύχομαι αν δεν ξανακούσω ποτέ μου από σένα ή δε σε ξαναδώ, να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή μακριά απ’ τον πόλεμο· να μην τραυματιστείς ποτέ και να έχεις πάντα ένα σπίτι. Αν δεν μπορείς να έρθεις πίσω στην Παλαιστίνη, μακάρι η Παλαιστίνη να ‘ναι πάντα στην καρδιά σου, όπως είναι στη δική μου.

Χέμπα, μου λείπεις. Είμαι μόνος και φοβάμαι. Σε παρακαλώ πες μου πως είσαι εντάξει. Μόνο ένα γράμμα, μια γραμμή, μια λέξη ακόμα, ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ.

Ο πατέρας σου που σ’ αγαπά,

Γάζα, Παλαιστίνη

 

[1] Μαχητές που θυσιάζονται ή πολίτες που σκοτώνονται στο συνεχή αγώνα για απελευθέρωση της Παλαιστίνης

[2] Φυτό που περιέχει διεγερτικό που επάγει κοινωνικότητα, ενθουσιασμό, απώλεια όρεξης και ήπια ευφορία

Γράμματα στη Χέμπα | Α’ μέρος

Δημοσιεύουμε σε συνέχειες τη μετάφραση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου “The Last Earth | A Palestinian History” του Παλαιστίνιου δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ramzy Baroud, καθώς και του προλόγου του βιβλίου από τον Ίλαν Πάππε, όπου μέσα από μια σειρά ιστοριών εκτίθεται το ζωντανό τραύμα που φέρουν όλοι οι Παλαιστίνιοι, όπου κι αν η τρικυμία της ιστορίας τους ξέβρασε. Η συγκεκριμένη ιστορία, τα «Γράμματα στη Χέμπα», αποτελούν την απεγνωσμένη έκκληση ενός Παλαιστίνιου πατέρα να επικοινωνήσει με τη χαμένη κόρη του, τη μοίρα της οποίας αγνοεί, αγωνιώντας μέσα από μια σειρά μηνυμάτων να της εξηγήσει τις αποφάσεις που τον οδήγησαν στο χωρισμό τους, παρέχοντας παράλληλα μια εξαιρετική βιωματική εξιστόρηση των γεγονότων που συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωσαν όπως μας παρουσιάζεται σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος από τα “Γράμματα στη Χέμπα”.

Αγαπημένη μου,

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ είδα. Ο χρόνος περνά τόσο αργά τώρα. Είσαι η παντοτινή πυξίδα που οδηγεί τις σκέψεις μου. Προσεύχομαι στο Θεό ότι αυτά τα γράμματα θα φτάσουν σε σένα ενόσω ζω. Αλλά αν είναι της μοίρας μου να μη ξαναδώ εσένα και τους αδερφούς σου ποτέ, θα αποχωρήσω απ’ αυτό τον κόσμο ξέροντας στην καρδιά μου ότι τα ονόματά σας ήταν οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισαν τα χείλη μου. Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει για τ’ αμαρτήματά μου. Μονάχα Εκείνος μπορεί να καταλάβει γιατί ένιωσα υποχρεωμένος να κάνω τις επιλογές που έκανα στη ζωή μου, για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας μου. Αυτή είναι η μοναδική μου αλήθεια. Διάδωσέ την και στα αδέρφια σου, κι αν κάνεις παιδιά, που το εύχομαι, σε παρακαλώ πες τους για μένα. Πες τους ότι ο Αλί Αμπουμγκασίμπ ήταν ένας καλός άνθρωπος. Πες τους ότι γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που δεν είχε χώρο για φτωχούς ή περιπλανόμενους σαν κι εμένα. Αλλά πες τους κι ότι αντιπάλεψα τους δαίμονες αυτής της γης μ’ όλη μου τη δύναμη μέχρι την τελευταία μου μέρα.

Χέμπα, προσπάθησα στο μέγιστο των δυνατοτήτων μου να σε προστατέψω απ’ όλα κακά. Με είδες στην ακμή μου, σαν ένα πολεμιστή με τη στρατιωτική μου στολή, αλλά και σαν ένα συντετριμμένο άνθρωπο που δούλευε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ως χειρώνακτας. Η τσέπη μου έκρυβε το μυστικό ενός ψεύτικου ονόματος σε μια πλαστή ταυτότητα. Παράλληλα, πάλευα για σένα. Και πραγματικά πίστευα ότι μπορούσαμε να νικήσουμε, καιρό φαντασιωνόμουν το τελευταίο μας ταξίδι στην Παλαιστίνη μόλις απελευθερωνόταν. Σε φαντάστηκα να φοράς το θάουμπ[1] που σου αγόρασα από το Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, κεντημένο στα χρώματα της σημαίας. Φαντάστηκα τον Άχμαντ ως ένα πολεμιστή επίσης, φορώντας μια χακί στολή, στολισμένη με ασπρόμαυρη καφίγια. Σ’ αυτή τη φαντασίωση, ήμουν γέρος, αλλά αρκετά δυνατός για να θυμάμαι τα πάντα ξεκάθαρα. Θα σε οδηγούσα μέσα απ’ το χωριό μας στην Γουάντι Αλ-Σαλαλά στην Μπιρ Αλ-Σάμπα. «Εδώ είναι που ο παππούς σου, Αγίς, ερωτεύτηκε την γιαγιά σου, Χάμντα,» θα σου ‘λεγα, κι εσύ θα γελούσες και θα επέμενες να σου πω την ιστορία ξανά. Και ήθελες να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια, από το χρώμα τ’ ουρανού ως τα λουλούδια που ανθούσαν. Ήταν κι αυτός φτωχός, Βεδουίνος σαν κι εμένα. Και σαν κι εμένα, ήταν κοντός, σκούρος και ρυτιδιασμένος. Αλλά σ’ αντίθεση μ’ εμένα, είχε λίγη υπομονή. Η ζωή του ήταν πάντα σκληρή κι όταν τον διώξαν απ’ το χωριό του, αυτό το μικρό κομμάτι γης που λέγαμε Αλ-Τουρ αλ-Αμπιάντ, έχασε τα λογικά του. Έχασε τα πάντα.

Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα για κείνον, Χέμπα. Αλλά άφησα αυτόν και τη μητέρα μου όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε. Οι ζωές μας μετά τη Νάκμπα ήταν χειρότερες απ’ των φτωχότερων προσφύγων. Ο πατέρας μου, ο περήφανος Βεδουίνος του Μπιρ Αλ-Σάμπα, έγινε ο βοσκός των προβάτων ενός φεουδάρχη ονόματι Μοχάμεντ Αλ-Μπασαΐρε. Μόνο στην οικογένεια του ανήκε περισσότερη γη στη Νότια Παλαιστίνη απ’ όλους τους πρόσφυγες μαζί. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στη Γάζα το ’48, και μεμιάς γίναν άστεγοι και πένητες. Η μάχη τους ήταν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και την ατέρμονη αναζήτηση για το δικαίωμα επιστροφής τους. Θυμάμαι να τον βλέπω με μια μακριά μαγκούρα να οδηγεί τα πρόβατα, από δω κι από κει πάνω στα εύφορα εδάφη. Το μυαλό του πάντα φαινόταν να είναι αλλού. Ποτέ δεν τραγούδησε στα πρόβατα όπως κάνουν οι βοσκοί. Ποτέ δε γέλασε. Ούτε μια φορά. Μπορείς να το διανοηθείς; Ήταν λες και έπαιζε το ρόλο ενός μαντρόσκυλου που δεν ένιωθε καμιά αφοσίωση για τ’ αφεντικό του. Γεννήθηκα το 1951, και δραπέτευσα απ’ το φτιαγμένο από λάσπη σπίτι μας μ’ ένα δωμάτιο προς το βορρά μέσα στα περιβόλια όταν ήμουν έφηβος. Πριν απ’ αυτό δεν είδα τον πατέρα μου να γελάει ούτε μια φορά. Τον άκουγα συχνά να κλαίει, αλλά ποτέ μπροστά μας. Μπορούσα να τον ακούσω να σιγοκλαίει μετά την προσευχή Fajr[2] το χάραμα όταν νόμιζε πως είναι μόνος. Το μέτωπό του άγγιζε κάτω το χαλί της προσευχής, και ξέσπαγε σε δάκρυα και δεν μπορούσε να τελειώσει τη sujud[3] του. Παρακολουθούσα τη σιλουέτα του να τρέμει εκείνη τη στιγμή κάθε μέρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα να τολμήσω να πληγώσω την υπερηφάνεια του με το να του γνωρίσω ότι τον είδα στο πιο αδύναμο σημείο του, να ζητά απ’ το Θεό να τερματίσει το μαρτύριό του και να τον απαλλάξει απ’ την ταπείνωση. Ίσως αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που έφυγα. Ήταν πολύ δύσκολο να είμαι μάρτυρας της κατάστασής του. Ήθελα να παλέψω για εκείνον και για όλο το λαό μου.

Η γιαγιά σου, η Χάμντα, ήταν πιο συγκρατημένη. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της ό,τι κι αν έκανε ο θείος σου ο Μοχάμεντ κι όσο δύσκολος κι αν ήμουν. Ήταν τρυφερή και ικανοποιημένη απ’ τη ζωή κι είχε μια απλή φιλοσοφία: «Ό,τι δίνει ο Θεός είναι πάντα γλυκό», την οποία συχνά έλεγε στους δυσκολότερους καιρούς. Την θυμάμαι πεντακάθαρα τη νύχτα που έφυγα απ’ το σπίτι, μόλις μήνες μετά την κατάληψη της Γάζας απ’ τους Ισραηλινούς το 1967. Ήταν καλοκαίρι, και φορούσε ένα μακρύ παραδοσιακό φουστάνι από αιγυπτιακό ύφασμα. Άναβε φωτιά μπροστά στο σπίτι μας για να βράσει νερό ώστε ο πατέρας μου να μουλιάσει τα πόδια του και να νιώσει λίγη ανακούφιση μετά την εξοντωτική του μέρα. Ο παππούς σου δεν ήταν ακόμη σπίτι, κι είχε σκοτεινιάσει. Έφυγα χωρίς να πω αντίο σε κανέναν. Αυτό το μετανιώνω. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή τώρα. Μην μετανιώνεις για τίποτα, αγαπητή μου Χέμπα. Κάποιες φορές μας δίνεται μονάχα μία ευκαιρία.

Μέχρι τότε ο θείος σου Μοχάμεντ είχε επίσης δραπετεύσει απ’ τη Γάζα. Ήταν μόνο ενός μήνα όταν οι Βεδουίνοι εξωθήθηκαν απ’ το Μπιρ Αλ-Σάμπα το ’48. Ήταν πολεμιστής στο στρατό του Άχμαντ αλ-Σουχεϊρί κι ήταν απ’ τους λίγους που επέζησαν στη μονάδα του. Ο Απελευθερωτικός Παλαιστινιακός Στρατός τους αποτελούνταν από άτακτους στρατιώτες – φτωχοί φελαχίν[4] καθοδηγούμενους απ’ το πάθος τους να υπερασπιστούν ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους. Βεβαίως, δεν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουν ένα πόλεμο. Όταν οι Αιγύπτιοι τράπηκαν σε φυγή, η ήττα μας ήταν ολοκληρωτική. Ο θείος σου διέφυγε στην έρημο του Σινά. Ένας ολόκληρος στρατός υποχώρησε χωρίς αεροπορική κάλυψη, κι αυτός χωρίς να πει τ’ αντίο του. Με πονάει που δεν έχω δει ποτέ τους γονείς μου μετά απ’ αυτή τη μέρα που χαράχτηκε στη μνήμη μου. Πέθαναν πρόσφυγες. Ο πατέρας μου παρέμεινε ο βοσκός που ποτέ δεν ήθελε να γίνει, και η μάνα μου έβραζε νερό για τα πονεμένα πόδια του μέχρι που πέθαναν κι οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο από λάσπη. Μου είπαν ότι πέθανε ενώ γονάτιζε προσευχόμενος, κι ότι τελευταία του ευχή ήταν να δει τον αδερφό μου κι εμένα. Δεν μας ξανάδε ποτέ. Πληρώνω κάποιο τίμημα για τον πόνο που τους προκάλεσα; Θα είναι αυτή κι η δική μου μοίρα; Θα με συγχωρέσει ο Θεός; Εκείνοι με έχουν συγχωρέσει;

Πρέπει να σε δω, Χέμπα, έστω για μια τελευταία φορά. Είσαι το φως των αστεριών που μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω αυτό το δύσκολο ταξίδι που λέγεται ζωή. Η όρασή μου φθίνει, κι οι ουλές μου από σφαίρες ακόμα πονάνε. Μερικές φορές νιώθω πως το αριστερό μου πόδι είναι έτοιμο να μου πέσει, λες και το κρατάει πάνω μου μονάχα δέρμα. Ο γιατρός με επισκέφτηκε στο τροχόσπιτό μου, κι όταν είδε πώς ζω αρνήθηκε να πάρει χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα να του δώσω. Μου είπε πως τα χρόνια που πέρασα στη φυλακή και τα βασανιστήρια που υπέστησα στις αραβικές φυλακές έχουν φθείρει το σώμα μου. Μου έδωσε φάρμακα, κι όταν άκουσε την ιστορία μου, μου προσέφερε χρήματα. Τα αρνήθηκα. Η αξιοπρέπειά μου, γλυκό μου παιδί, είναι το μόνο που μ’ απομένει, αυτό κι η ελπίδα ότι θα σε δω μια μέρα, και θα κρατήσω τα χέρια σου μια στιγμή προτού τα μάτια μου κλείσουν για τελευταία φορά.

Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να καθαρίσω την ψυχή μου, τουλάχιστον με σένα που είσαι η σάρκα και το αίμα μου. Ντρέπομαι να σου πω ότι συχνά ευχήθηκα για το θάνατο. Αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν με οδήγησε η δειλία. Ο πόνος μου ήταν τόσο εξοντωτικός κι ο θάνατος έμοιαζε η ύστατη λύτρωση. Μου έκαναν απεχθή πράγματα. Οι Ιορδανοί με γδέρναν με καυτές ράβδους στην πλάτη μου και σφυροκοπούσαν μυτερά αντικείμενα στο κεφάλι μου. Έτσι ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια προτού με εισάγουν για 4 χρόνια σε ψυχιατρείο. Ο χρόνος που πέρασα εκεί μέσα είναι χαμένος κάπου που δεν μπορώ να βρω, και για να ‘μια ειλικρινής, δεν θέλω να τον βρω. Όχι Χέμπα, ο πατέρας σου δεν ήταν majnoun[5] ακόμα κι αν τα παιδιά στο σχολείο σε πείραζαν για τον τρελό πατέρα σου. Ήταν αυτά τα παναθεματισμένα επιληπτικά επεισόδια που μ’ έκαναν έτσι. Υπάρχουν ουλές σ’ όλο μου το σώμα, που μου θυμίζουν αυτά τα αγωνιώδη χρόνια. Παιδιά στη γειτονιά συχνά μου ζητάνε να τους δείξω τις ουλές μου, και το κάνω. «Είναι το τίμημα που πληρώνεις για την επανάσταση, για τη λευτεριά» τους λέω. Και το εννοώ.

*             *             *

Αγαπητή μου Χέμπα,

Σήμερα γράφτηκα στον Ερυθρό Σταυρό και συμπλήρωσα τη φόρμα για αγνοούμενα οικογενειακά μέλη. Τους έδωσα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις μας στον προσφυγικό καταυλισμό Ντίρα στη Συρία. Μου είπαν ότι χιλιάδες οικογένειες αγνοούνται, και πως μπορεί να πάρει πολύ χρόνο ώσπου να σε βρούνε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει λίγη ελπίδα. Ένας νεαρός μου έδωσε το παλιό του κινητό τηλέφωνο ώστε να μπορώ να λάβω νέα για σένα. Μου έκανε επίσης κάτι που ονόμαζε λογαριασμό e-mail για εμένα, αλλά του είπα ότι δεν μπορώ να το ελέγχω αφού ποτέ δε χρησιμοποίησα υπολογιστές. Μου υποσχέθηκε να το κάνει για λογαριασμό μου και τον ρωτάω κάθε μέρα αν έχει νέα. Αν είχαν αυτά τα μηχανήματα όταν ήμουν νέος, θα έστελνα ένα μήνυμα στον πατέρα μου και θα του ‘λεγα πόσο λυπόμουν που άφησα αυτόν, τη μητέρα μου και την αδερφή μου Αζίζα. Θα του έλεγα ότι χάρη στ’ ότι έφυγα, η Αζίζα είχε καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει αφού θα έτρωγε και το δικό μου μερίδιο από ό,τι λίγο φαΐ κατάφερνε να βρει για μας στο τέλος της μέρας. Θα του έλεγα πόσο λυπόμουν για τον πόνο του, αλλά ποτέ δεν θα του ‘λεγα ότι τον άκουσα να κλαίει το χάραμα κάθε μέρας. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ξέρουμε τα πάντα. Το να μην αποχαιρετίσω ήταν ανόητο λάθος, αλλά δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Ίσως δε σκεφτόμουν καθόλου. Σίγουρα δεν άκουγα την καρδιά μου.

Σου είπα ποτέ πως όταν έφυγα απ’ το σπίτι, περπάτησα τρεις μέρες μέσα από περιβόλια και κοιλάδες προτού φτάσω στο στο Αλ-Χαλίλ; Απλά ακολούθησα το μονοπάτι από την κοιλάδα της Γάζας το οποίο με οδήγησε στη νότια Νεγκέβ, και τελικά στα βουνά του Αλ-Χαλίλ όπου κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Ένα κορίτσι Βεδουίνων με βρήκε να κοιμάμαι. Δίχως να φοβάται, πήγε σπίτι κι επέστρεψε με τον πατέρα της, έναν ευγενικό σεΐχη που με τάισε και με φιλοξένησε στη σκηνή του για τρεις μέρες. Μετά η φυλή του έφυγε από τη Δυτική Όχθη για την Ιορδανία κατά μήκος της Γέφυρας. Με έκρυψαν στο πάτωμα ενός από τα φορτηγά τους, θαμμένο κάτω από στρώματα και στοίβες από ρούχα. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες με πλησίασαν τόσο που μπορούσα να νιώσω την άχνα των σκύλων τους κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλά με την ευλογία του Θεού το καραβάνι μας διέσχισε. Φτάσαμε στην περιοχή Μα’αν στην Ιορδανία. Ήταν μια άδεια, επίπεδη, άγονη γη που η φυλή αποφάσισε να αποκαλέσει σπίτι. Έμαθα πολλά απ’ αυτούς κι είμαι ευγνώμων. Η καλοσύνη είναι κάτι που πολύ λίγοι μου ‘χουν δείξει. Έμεινα μαζί τους για πάνω από ένα χρόνο και μετά πήγα στο Αμμάν, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής.

Είναι αλήθεια, οι Ισραηλινοί με τρόμαζαν. Ακόμα το κάνουν. Αλλά το κουράγιο δεν είναι η επιλογή που κάνουμε σε μια εύκολη κατάσταση. Κουράγιο είναι το να κάνεις αυτό που είναι δύσκολο και τρομαχτικό επειδή ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι η μόνη διέξοδος. Κι όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, πρέπει να τις αντιμετωπίσεις για την απώτατη ελευθερία σου. Ήθελα να πολεμήσω τους Ισραηλινούς, να τους διώξω από το Μπιρ Αλ-Σάμπα και ν’ αποκαταστήσω τους γονείς μου στο χωριό τους, να τους δώσω πίσω την τιμή τους κι ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό τους. Όσον αφορά το πώς εντάχθηκα στην αντίσταση, λοιπόν, συνέβη πολύ γρήγορα λες κι επρόκειτο για πεπρωμένο.

Στο Αμμάν είδα ένα όμορφο άντρα να φορά στρατιωτική στολή. Το σακάκι του είχε το έμβλημα της παλαιστινιακής σημαίας στην αριστερή του τσέπη. Τον ρώτησα αν ήταν Παλαιστίνιος πολεμιστής, κι αυτός με κατηύθυνε σ’ ένα κτίριο όπου κατατάχθηκα στους φενταγίν[6]. Γράφτηκα στα γραφεία της Φατάχ στον προσφυγικό καταυλισμό Γουιχντάτ. Εκείνη τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου όλη. Ήμουν δεκαεπτά χρόνων κι ήταν η ώρα επιτέλους να ξεκινήσω να κάνω αυτό που μου ‘μελλε. Εκεί γνώρισα έναν άνδρα ονόματι Ουαλίντ Νιμρ, με το ψευδώνυμο Αμπού Αλί Ιγιάντ. Ήταν υπεύθυνος του στρατοπέδου. Όλοι όσοι εντάσσονταν στη Φατάχ είχαν ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Το δικό μου δεν μου δόθηκε μέχρι να πάω στην πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ. Μετά απ’ αυτή, με έλεγαν Σαντάντ. Ήμουν σκληρός τότε, και σου υπόσχομαι πως αν είχα την ευκαιρία να παλέψω για την Παλαιστίνη άλλη μια φορά, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, θα το ξανάκανα.

Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση για περπάτημα, χαιρετισμούς κι άλλη βασική εκπαίδευση στο Γουιχντάτ, μέσα στο Αμμάν, μας πήραν στο στρατόπεδο εκπαίδευσης Καραμέ που ήταν κοντύτερα στα σύνορα με την Παλαιστίνη. Οι εκπαιδευτές μας ήταν Παλαιστίνιοι κι Ιρακινοί. Στο τάγμα που εντάχθηκα με έμαθαν να συναρμολογώ και ν’ αποσυναρμολογώ πολλά είδη όπλων, κυρίως ρωσικά. Έγινα ειδικός του Σίμονοφ και του Καλάσνικοφ. Ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος για το λόχο μας πίστευε πως γεννημένος σκοπευτής. Έτσι μ’ έστειλαν στην Αϊγυπτο το 1969 να εκπαιδευτώ για τρεις μήνες στη στρατιωτική σχολή Αλ-Ταλ Αλ-Κιμπίρ. Μας έβαζαν να κουβαλάμε βάρη και να περπατάμε πολύ μεγάλες αποστάσεις για να χτίσουμε τη δύναμη και την αντοχή μας. Οι εκπαιδευτές μου ήταν κυρίως Παλαιστίνιοι αλλά κι Αιγύπτιοι. Ο ανώτερός μου, Μοχάμεντ Μπαρούντ, ήταν νέος και διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους. Αγαπούσε την πολιτική και τη ρωσική λογοτεχνία κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Οι δεξιότητές του ήταν άφταστες απ’ οποιονδήποτε άλλο στη σχολή. Ήταν πρόσφυγας με ουλές από θραύσματα οβίδων απ’ τον προηγούμενο πόλεμο, και τις έδειχνε περήφανα όταν εξέθετε τις γνώμες του.

Όταν γύρισα απ’ την Ιορδανία, ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερος θείος σου ο Μοχάμεντ ήταν πολεμιστής σε μια επίλεκτη μονάδα που αποκαλούνταν 201 που ήταν μέρος του PLO[7]. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαράς. Όταν συναντηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και κλάψαμε. Εγώ έκλαψα παραπάνω. Ένιωσα σαν μετά από τόσα χρόνια χαμένος χωρίς κατεύθυνση ή συγγενή στον ορίζοντα, επιτέλους είχα βρεθεί. Το πρόσωπο του αδερφού μου ήταν σχεδόν ένα αντίγραφο του πατέρα μου πριν εκπέσει στις ρυτίδες και την άπειρη θλίψη. Κι αυτός ήταν οργισμένος, αλλά ήταν πιο συγκρατημένος κι αποφασισμένος, σαν τη μητέρα μου. Ήμουν περήφανος όταν έλεγα ότι ο αδερφός μου πολεμούσε με την 201, κι ότι το πρόσωπό του ήταν όμορφο όπως ενός σταρ του σινεμά. Ήμουν χαρούμενος που επιλέχθηκα να λάβω μέρος μαζί με άλλους σαράντα πολεμιστές από διάφορες οργανώσεις για την πρώτη μου αποστολή μέσα στο Ισραήλ, που για μένα φυσικά πάντα θα είναι Παλαιστίνη. Ο θείος σου μου ‘πε πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές, και προσφέρθηκε να πάει αντί για μένα. Αλλά αρνήθηκα. Είχε παιδιά, ενώ εγώ όχι ακόμα. Αν πέθαινα, σκεφτόμουν, θα πέθαινα μέσα στην πατρίδα μου. Αν ζούσα, θα εξιλέωνα το τσακισμένο πνεύμα του πατέρα μου.

*             *             *

Αγαπημένη μου Χέμπα,

Οι ειδήσεις σήμερα ανέφεραν ότι το Ντίραα βομβαρδίστηκε ισχυρά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν. Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην είσαι πια εκεί αλλά κάπου αλλού ασφαλέστερα; Όχι πια στη Συρία ή κάποιο άλλο μέρος ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο; Ίσως βρήκες ευκαιρία να δραπετεύσεις; Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειάστηκε να συναντήσεις αδίστακτους διακινητές, ή να διασχίσεις κρύα κι ανελέητα νερά. Μ’ όλη μου την καρδιά, ελπίζω να είσαι μη διατρέχεις κίνδυνο. Μια φωνή μέσα μου λέει πως είσαι ασφαλής. Κι αν όντως έτσι είναι, γιατί δεν επικοινώνησες μαζί μου ακόμα; Ο νεαρός που τσεκάρει κάθε μέρα το e-mail μου είπε ότι δεν έχει φτάσει κανένα μήνυμα από σένα. Το κινητό μου δεν χτύπησε ούτε μια φορά. Δεν έχω δει ούτε μιλήσει με κανένα για μέρες, εκτός απ’ το μαγαζάτορα όπου αγοράζω τα τσιγάρα και το ψωμί μου. Είναι πάντα απασχολημένος, και δεν ξέρω αν τον ταλαιπωρώ με τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Σιχαίνομαι όταν οι πελάτες του με κοιτούν με οίκτο στα μάτια τους. Αν ήξεραν πόσο δυνατός και γενναίος ήμουν, θα κρατούσαν τον οίκτο τους για λογαριασμό τους· η ιστορία της πρώτης μου αποστολής στο Ισραήλ θα τους έκανε να τρέμουν.

Ήμουν ο νεότερος σαράντα μαχητών κι ένας απ’ τους δέκα που επιλέχθηκαν απ’ τη Φατάχ για την αποστολή. Οι υπόλοιποι ήταν απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης[8], το Δημοκρατικό Μέτωπο και δυνάμεις της Αλ-Σάικα εκπαιδευμένες στη Συρία. Μας έστειλαν εκεί με ξεκάθαρες εντολές και μας είπαν να μην καπνίζουμε καθόλου, αφού το φως απ’ το τσιγάρο μπορεί να εντοπιστεί μίλια μακριά ακόμα και μέσα σε φαράγγια και ειδικά τη νύχτα. Το κάπνισμα δεν σου κάνει καλό, αγάπη μου, οπότε σιγουρέψου ότι κανένα απ’ τα παιδιά σου δεν θα πιάσει αυτή την κακή συνήθεια. Όλοι μας καπνίζαμε, κι οι σαράντα, όλη την ώρα. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι του ποταμού Ιορδάνη ως την Παλαιστίνη και κατευθυνθήκαμε νότια προς το Εϊλάτ. Η κωδική ονομασία της αποστολής μας ήταν «Πράσινη Ζώνη». Ο τελικός μας στόχος ήταν να αιχμαλωτίσουμε Ισραηλινούς στρατιώτες και να τους ανταλλάξουμε αργότερα για Παλαιστίνιους κρατούμενους. Επίσης θέλαμε να ανατινάξουμε το λιμάνι του Εϊλάτ προτού επιστρέψουμε στην Ιορδανία μέσω της ερήμου Άκαμπα. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάζαμε. Υπήρχαν πολλές ισραηλινά στρατόπεδα στο δρόμο για τα οποία δεν ήμασταν πληροφορημένοι. Έπρεπε συνέχεια να αυτοσχεδιάζουμε. Τους χτυπήσαμε σκληρά και σκοτώσαμε αρκετούς. Χάσαμε δέκα άντρες μας, απ’ όλες τις παρατάξεις, και τους θάψαμε βιαστικά στην έρημο πριν επιστρέψουμε. Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στο Εϊλάτ, αλλά αιχμαλωτίσαμε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν λευκοί κι αδύνατοι κι έντρομοι. Ένας ήταν ψηλός κι είχε πορτοκαλί μαλλιά. Ο άλλος φοβόταν τόσο πολύ, που κατουρήθηκε. Λυπήθηκα τον καημένο, αλλά το κράτησα μέσα μου. Δεν ξέρω τι απέγιναν όταν φτάσαμε την Ιορδανία.

Η επανάστασή μας αποκτούσε ορμή κι επιτέλους επανακτούσαμε την πρωτοβουλία κινήσεων μετά την εκκωφαντική ήττα των Αράβων το ’67. Όταν η Φατάχ εισήλθε στο προσκήνιο το ’65, τα πράγματα ξεκίνησαν ν’ αλλάζουν για μας. Δεν μιλούσαν πια αραβικά καθεστώτα για λογαριασμό μας, και δεν περιμέναμε τους Ισραηλινούς να μας επιτεθούν καθώς σαστισμένα ψάχναμε κάλυψη. Τους κυνηγούσαμε στην καρδιά των πόλεών τους. Ο τρόμος που είχαν επιφέρει στο λαό μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς ερχόταν τώρα πίσω να τους στοιχειώσει. Μας επιτέθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό Καραμέ το ’68, ελπίζοντας να καταστρέψουν τις βάσεις μας και να μας ωθήσουν πίσω απ’ τα σύνορα, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, σκότωσαν περισσότερους από μας απ’ ότι εμείς απ’ αυτούς, αλλά παραμείναμε δυνατοί και παλέψαμε σαν λιοντάρια. Οι παρατάξεις του PLO[9] κι ο ιορδανικός στρατός πάλεψαν ενωμένοι. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν τις περισσότερες βάσεις μας, αλλά τους απωθήσαμε. Το Καραμέ μας είχε απελευθερώσει απ’ τους δαίμονες της ήττας λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν τα αραβικά κράτη ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα.

Μετά τη μάχη του Καραμέ, εκκενώσαμε τις βάσεις μας που ήταν πολύ κοντά στον ποταμό και επανεγκατασταθήκαμε βαθύτερα μέσα στη χώρα. Παρότι ενισχυθήκαμε, από κάποιες απ’ τις παρατάξεις έλειπε πειθαρχία και προκλήθηκε πολιτικό χάος. Ο Χασεμίτης Βασιλιάς ένιωσε την κυριαρχία του να απειλείται, και πιστεύαμε ότι ο βασιλιάς συνωμοτούσε με τη Δύση και το Ισραήλ για να μας διώξουν απ’ την Ιορδανία. Ξέσπασε σύγκρουση με τον βασιλιά Χουσεΐν, οπότε η κοινή μας νίκη το ’68 έγινε η συλλογική μας ντροπή δυο χρόνια μετά σ’ ένα ψευτο-εμφύλιο πόλεμο. Παλεύαμε ενάντια στο Βασιλιά, που δεν έδειξε ίχνος οίκτου καθώς εξαπέλυε την οργή του, σκοτώνοντας χιλιάδες αθώων ανθρώπων στους προσφυγικούς καταυλισμούς που ήταν αμέτοχοι στον πόλεμο. Έγινε το ένα μακελειό μετά το άλλο, και καμιά αραβική χώρα δεν επενέβη παρά τις απεγνωσμένες μας εκκλήσεις για βοήθεια. Οι Σύριοι δίστασαν πολύ ώσπου να επέμβουν, κι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμντούλ Νάσερ, που συνέπασχε μαζί μας, πέθανε αυτό το μαύρο Σεπτέμβρη του 1970. Ο λαός μας σφαζόταν σωρηδόν, με άλλες πέντε χιλιάδες νεκρούς μέσα σε δέκα μέρες.

Νιώθαμε σαν η επανάστασή μας να είχε καταρρεύσει μετά τα μακελειά, ότι ποτέ ξανά δεν θα αποκαθιστόμασταν. Μέλη της Φατάχ που αρνούνταν τη συμφωνία μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Βασιλιά της Ιορδανίας έφτιαξαν την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», και προσπάθησαν να εκδικηθούν το Βασιλιά και τους ακολούθους του. Με πιάσαν να βάζω δυναμίτη στο αεροδρόμιο Εμίρ Μοχάμεντ, ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο που κατά βάση εξυπηρετούσε τους μονάρχες. Ήμουν απασχολημένος συνδέοντας τα καλώδια κι άλλα τέτοια όταν φτάσαν οι στρατιώτες, κι ήταν πολύ αργά για μένα να διαφύγω. Με έδειραν άσχημα, και μ’ έριξαν σε μια τεράστια σπηλιά μεταξύ Τζαράς και Ίρμπιντ. Πολλοί άντρες ήταν εκεί, αλυσοδεμένοι, με αιμορραγίες ή νεκροί. Μετά μεταφέρθηκα στη μονάδα πληροφοριών στο Αμπντάλι όπου θα με εξανάγκαζαν να εξομολογήσω. Τους είπα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός». Πήραν ένα μεγάλο μαχαίρι κι άρχισαν αργά να κόβουν πίσω απ’ το λαιμό μου. Ένιωθα το αίμα να τρέχει στην πλάτη και τους ώμους μου. Ούρλιαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ποτέ μου δεν έπιασα όπλο». Τότε μου κάρφωσαν μυτερές μεταλλικές ράβδους στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εμετό. Το αίμα έβγαινε από μέσα απ’ το στόμα μου. Σφάδαζα: «Είμαι ένας Βεδουίνος βοσκός και ψάχνω τη φυλή μου». Με παρέπεμψαν στο δικαστήριο και με καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο: για αντίσταση στο στρατό, απόπειρα να ανατινάξω ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο και για είσοδο στην Ιορδανία δίχως έγγραφα. Τους απάντησα ότι μπορούν να με σκοτώσουν μόνο μια φορά. Με κράτησαν στη φυλακή Μαχάτα για δεκαπέντε μέρες, μετά με μετακίνησαν στη φυλακή Αλ-Τζαφρ στην τεράστια έρημο μεταξύ Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας όπου μόνο λίγοι έζησαν να εξιστορήσουν τη φρίκη της. Περίμενα τη θανατική καταδίκη μου, μετά αποφάσισα να δραπετεύσω. Ο θάνατος θα μ’ έβρισκε ούτως ή άλλως, άρα δεν είχα τίποτα να χάσω.

Χέμπα, ένας λόγος που είμαι χαρούμενος που έζησα είναι που αργότερα παντρεύτηκα τη μητέρα σου κι αυτή γέννησε εσένα. Αλλά δυστυχώς, δε σ’ έχω δίπλα μου στα γεράματά μου. Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανή, ή Θεός φυλάξοι… δεν μπορώ καν να ξεστομίσω τη λέξη.

*             *             *

Αγαπητή Χέμπα,

Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε σήμερα στο τροχόσπιτό μου και μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για σένα. Μου ‘παν «περιέγραψε τη μεγάλη σου κόρη» κι εγώ τους είπα «το πρόσωπό ήταν σαν το φεγγάρι, κι όταν χαμογελά, είναι λες κι ο ήλιος ανέτειλε». Γέλασαν και μου ‘παν ότι μια τέτοια περιγραφή δεν τους βοηθά. Αλλά βοηθά εμένα. Η μέρα που γεννήθηκες, ήταν η πρώτη φορά σ’ όλη μου τη ζωή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Ήταν μια εκστασιαστική αίσθηση χαράς που δεν την περίμενα. Σιωπηλά δάκρυα χαράς έρρευσαν στο πρόσωπό μου όταν πρώτη φορά σε κράτησα στα χέρια μου. Είπα, θα την ονομάσω «Χέμπα» γιατί είναι ένα δώρο απ’ το Θεό, ένα δώρο που δεν αξίζει σ’ ένα νομά σαν και του λόγου μου. Του υποσχέθηκα ότι ποτέ δε θα σ’ έβλαπτα, ούτε θα επέτρεπα σε άλλον να σε βλάψει, ποτέ. Αλλά σ’ έχασα. Προσεύχομαι στον Θεό κάθε στιγμή που ‘μια ξύπνιος να σε βρει. Τον ικετεύω για το έλεός του, για μια δεύτερη ευκαιρία. Κι όταν σε βρω, δε θα σε ξαναχάσω ποτέ.

Όταν σε ρωτάνε, Χέμπα, τους λες ότι είσαι Βεδουίνα; Εγώ πάντα απαντώ: «Είμαι Παλαιστίνιος Βεδουίνος». Είμαι νομάς χάρη στ’ ότι προσπαθώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ακόμα βλέπω τ’ άστρα όταν θέλω να προσανατολιστώ ή προσπαθώ να βρω το σπίτι. Αυτή είναι μια δεξιότητα που μου ‘μαθε ο πατέρας μου πριν εγκαταλείψω τους γονείς μου. Αυτό το δώρο και μόνο μου ‘σωσε τη ζωή. Εύχομαι να μπορούσα να σε διδάξω, Χέμπα. Θα μπορούσε να ‘ναι η παράδοσή μας κι εσύ θα μπορούσες να τη μεταβιβάσεις στα παιδιά σου.

Όταν έφυγα από το Αλ-Τζαφρ, διέσχισα τις ερήμους της Ιορδανίας ως τη Συρία, καθοδηγούμενος απ’ τα αστέρια. Περπάτησα τη νύχτα κι έσκαψα τρύπες στο χώμα για να κρυφτώ απ’ τους συνοριοφύλακες και τον καυτό ήλιο της μέρας. Ήξερα ότι η ουρά του Γαλαξία οδηγούσε στη Δαμασκό, κι έτσι την ακολούθησα. Κι όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σε καιρούς πείνας, κράτησα ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα μου για ώρες συνεχόμενες για να βγάζω σάλιο. Μπορείς να ‘σαι περήφανη, Χέμπα, που εμείς ξέρουμε να επιβιώνουμε. Στα σύνορα, μ’ έπιασαν φύλακες που με παρέδωσαν στη συριακή υπηρεσία πληροφοριών. Η εμπειρία μ’ έχει διδάξει ότι όλοι οι Άραβες πράκτορες είναι το ίδιο – βίαιοι, μειωτικοί κι άσπλαχνοι. Αλλά για καλή μου τύχη, ο ξάδερφός μου ήταν μέλος της Φατάχ στη Συρία, οπότε παραδόθηκα σ’ αυτόν.

Τότε ξεκίνησαν τα επιληπτικά μου επεισόδια. Έχανα τις αισθήσεις μου στη στιγμή. Το σώμα μου συσπαζόταν κι έπεφτα στο έδαφος. Είναι τρομαχτικό να χάνεις κάθε έλεγχο του σώματός σου. Νόμιζαν ότι τα βασανιστήρια που υπέστησα στην Ιορδανία μ’ έκαναν τρελό, οπότε μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική κλινική στο νοσοκομείο Ιμπν Σίνα όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια κι ήμουν συχνά δεμένος στο κρεβάτι για ώρες. Πολύ λίγα θυμάμαι απ’ αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι πως μια στο τόσο μ’ έφερναν πίσω στο νοσοκομείο, γυμνό. Μου έλεγαν ότι είχα γδυθεί και πλανιόμουν στο δρόμο. Αυτά τα επεισόδια λιγόστεψαν, κι η στρατιωτική διοίκηση της Φατάχ τελικά κατάφερε να με βγάλει απ’ αυτό το μέρος. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Αλί Χατζάζ και τον Ηατζ Μουτλίκ, δύο εξαιρετικούς αξιωματικούς της Φατάχ, για τη συμπαράστασή τους αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς, θα είχα χαθεί σ’ αυτό τον τόπο ως ένας τρελός σε μια ξένη χώρα.

Ήταν κατά το τέλος του 1974 που εντάχθηκα στην Αντίσταση στο Λίβανο. Ήμουν είκοσι τριών χρόνων. Οι άντρες πίστευαν ότι δεν θα ‘πρεπε να με στείλουν σε άλλες αποστολές μέσα στο Ισραήλ λόγω της ασθένειάς μου. Αντ’ αυτού, με βάλαν να δουλεύω στο σώμα τραυματιών στον προσφυγικό καταυλισμό Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ στη Βυρηττό. Υπαγόταν στο γραφείο του Γιάσερ Αραφάτ τότε, αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε Τάγμα 17. Κοιμόμουν στο γραφείο μιας και δεν είχα σπίτι ούτε μέρος να πάω μετά τη δουλειά. Λίγο αφού έφτασα, ξέσπασε ο λιβανέζικος εμφύλιος, και βρέθηκα να παλεύω και σ’ αυτό τον πόλεμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπλέχτηκα σ’ αυτό τον πόλεμο. Δεν έβλεπα τους Λιβανέζους ως εχθρούς, ούτε ένιωσα το Λίβανο σπίτι μου. Όταν το PLO έφυγε απ’ την Ιορδανία κι έφτασε στο Λίβανο, αναστάτωσε την εύθραυστη δημογραφική ισορροπία αυτής της χώρας. Βλέπεις, οι Λιβανέζοι ήταν πάντα σε διαμάχη. Πολλές σέχτες και θρησκείες και ομάδες όλες πολεμούσαν η μία την άλλη για επιβίωση ή κυριαρχία. Υπήρχαν πολλοί Παλαιστίνιοι στο Λίβανο, αρχικά ως πρόσφυγες που έφθασαν μετά τη Νάκμπα το ’48. Όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν να οργανώνονται στο Λίβανο, οι πρόσφυγες ένιωσαν ένα είδος ελευθερίας που δεν είχαν ξανανιώσει σ’ αυτή τη χώρα. Σύντομα το PLO σύναψε μια συμμαχία επιτιθέμενο σε Ισραηλινούς οικισμούς, προκαλώντας εσωτερικές ταραχές στο Λίβανο.

Ενώ μετανιώνω τον πόλεμο που ξέσπασε, δε μετανιώνω τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν. Τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όταν Παλαιστίνια προσφυγάκια σφαγιάστηκαν στο Έιν Αλ-Ρουμανέ; Ήταν αθώα παιδιά, για τ’ όνομα του Θεού, φορούσαν μαύρα κι άσπρα κασκόλ και τραγουδούσαν εθνικά τραγούδια σ’ ένα λεωφορείο στο δρόμο για το σπίτι τους στον προσφυγικό καταυλισμό Ταλ Αλ-Ζατάρ, όταν πολιτοφυλακές Φαλαγγιτών τους έστησαν ενέδρα. Σκότωσαν τα περισσότερα όταν πυροβόλησαν από τρεις διαφορετικές θέσεις, και μετά μαχαίρωσαν τους τραυματίες με ξιφολόγχες. Τι κτήνη είναι αυτά που δολοφονούν άκακα παιδιά; Δεν υπάρχουν καθόλου κανόνες; Αυτοί οι βάρβαροι δεν δίστασαν ποτέ να συνεργαστούν με τους Σιωνιστές εναντίον του ίδιου τους του λαού και εναντίον των Παλαιστινίων, και γιατί; Για να παραμείνουν οι κυρίαρχοι του Λιβάνου;

Ευχαριστώ το Θεό που δεν είχα οικογένεια αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αν ήξερες τι έκαναν οι Φαλαγγίτες κι οι Σύριοι σύμμαχοί τους στο Ταλ Αλ-Ζατάρ το ’76, τη δεύτερη χρονιά του πολέμου, θα τρόμαζες. Πολιόρκησαν τον καταυλισμό για πολλές μέρες μέχρι που οι άνθρωποι άρχισαν να λιμοκτονούν. Μετά σφάγιασαν χιλιάδες και κατέστρεψαν τον καταυλισμό ολοσχερώς. Άνθρωποι σκοτώνονταν αν η ταυτότητά τους έδειχνε ότι ανήκαν στη λάθος ομάδα. Ήμουν ακόμα στο γραφείο του Τάγματος 17, όπου κοιμόμουν, καθάριζα και διεκπεραίωνα τα έγγραφα για τους πολλούς τραυματίες. Έτυχε ν’ ακούσω μια συζήτηση μεταξύ πολεμιστών για ένα μεγάλο φορτηγό με πολυβόλο αναρτημένο στο πίσω μέρος του, που οι χριστιανοί Φαλαγγίτες χρησιμοποιούσαν για να τρομοκρατούν τους Λιβανέζους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Δίχως δισταγμό, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τους είπα: «Θα το καταρρίψω». Ξαφνιάστηκαν μιας κι ήμουν ένας γραφιάς που είχε αφήσει τα όπλα του χρόνια πριν. Δεν με είχαν δει στο πεδίο. Πήρα ένα αντιαρματικό από έναν απ’ τους πολεμιστές και σκαρφάλωσα ένα τοίχο κοντά σ’ ένα νεκροταφείο που οδηγούσε σε μια εκκλησία στην οδό Παλιά Σαΐντα. Περίμενα εκεί το φορτηγό να εμφανισθεί, κι όντως εμφανίστηκε, οδηγώντας αργά σαν θηρευτής στο κυνήγι. Το ανατίναξα με την πρώτη. Τότε, απ’ το πουθενά, ένιωσα λες και στεκόμουν σε μια λίμνη με ζεστό νερό, κι έπεσα. Αίμα χύθηκε παντού.

Ένας απ’ τους ελεύθερους σκοπευτές τους με είχε δει από την άλλη μεριά του δρόμου και πυροβόλησε μια εκρηκτική σφαίρα στο μπράτσο μου. Θρυμμάτισε το κόκκαλο σε πολλά κομμάτια. Δεν ξέρω πώς οι γιατροί κατάφεραν να το επανενώσουν. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Γάζα μέσα στον προσφυγικό καταυλισμό της Σάμπρας κι από κει σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο εκεί όπου προηγουμένως ήταν το κτίριο της Αραβικής Λίγκας στο Φακαχανί. Ήταν ένας αγώνας να με πάνε εκεί, καθώς όλη η Βηρυτός ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε εμάς και τους συμμάχους μας κι αυτούς και τους συμμάχους τους. Η Φατάχ, άλλες παρατάξεις του PLO και οι Λιβανέζοι σύμμαχοί μας ελέγχαμε τη δυτική Βηρυτό κι οι Φαλαγγίτες ήταν στην ανατολική. Στα νοτιοανατολικά ήταν οι Δρούζοι και πολλές άλλες παρατάξεις έλεγχαν μικρές περιοχές σ’ όλη την πόλη, καταλαμβάνοντας δρόμους, σχολεία και γραφεία. Παντού είχε ελεύθερους σκοπευτές. Πολλοί πυροβολήθηκαν επειδή πήραν μια λάθος στροφή ή διέσχισαν το λάθος δρόμο.

Ξύπνησα στο Φακαχανί φορώντας ένα μεγάλο νάρθηκα. Ήμουν έξαλλος. Έφυγα αμέσως απ’ το νοσοκομείο και δανείστηκα ένα Σίμονοφ. Αγόρασα ένα μικρό κιάλι, το κόλλησα πάνω στο τουφέκι στην οδό Ασάντ Αλ-Ασάντ όπου κρύφτηκα μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που είχε τρυπηθεί από εκατοντάδες σφαίρες. Έστησα το τουφέκι στην άκρη ενός παραθύρου που έβλεπε στην καρδιά του Έιν Αλ-Ρουμανέ όπου οι χριστιανοί Φαλαγγίτες αρμένιζαν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του δρόμου που έσφυζε από κόκκινα άνθη. Στην άλλη πλευρά ήταν ο κυρίως δρόμος που ανεβοκατέβαιναν οι πολιτοφυλακές των Φαλαγγιτών. Έμαθα να είμαι καλός σκοπευτής στο Ταλ Αλ-Κιμπίρ στην Αίγυπτο. Πίστευα πως θα χρησιμοποιούσα τις δεξιότητές μου για να παλέψω Ισραηλινούς, όχι Λιβανέζους. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις, αγαπητή Χέμπα. Γιατί έπρεπε να σφαγιάσουν αυτά τα παιδιά; Γιατί σφάγιασαν όλο το Ταλ Αλ-Ζατάρ; Πήρα την εκδίκησή μου, και πέντε Φαλαγγίτες στρατιώτες κείτονταν νεκροί ο ένας πάνω απ’ τον άλλο στο δρόμο.

Ο ώμος μου ανάρρωσε μετά από δύο εβδομάδες κι εντάχθηκα σε μια μικρή μονάδα που περιλάμβανε τον Χασάν Αμπού Αλί, τον Μπασάμ και τον Μουντακίμ. Φυλούσαμε την οδό Τζαμάλ Αμντούλ Νάσερ στο Μπουρτζ Αλ-Μπαρατζνέ, και πυροβολήσαμε στους Φαλαγγίτες όποτε πλησίαζαν. Ταϊζόμασταν από το σπίτι του Χαντίρ Αλ-Ανάν, μιας Λιβανέζικης μουσουλμανικής οικογένειας που ήταν καταπιεσμένοι σαν κι εμάς και πάλευαν για ένα μεγαλύτερο μερτικό της χώρας τους. Υπήρχαν εκτενείς διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων, όλων των μουσουλμάνων, Σούνι και Σία.

Τότε είναι που γνώρισα τη μητέρα σου. Ήταν μια Αιγύπτια που δούλευε ως υπηρέτρια. Ήταν μελαμψή και πολύ γλυκιά. Ήταν τρυφερή μαζί μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν τρόφιμα. Ο αδερφός μου ο Μοχάμεντ, που επίσης πάλευε στο Λίβανο, με πίεζε να σκεφτώ το γάμο. Δεν φαντάστηκα ποτέ στα σοβαρά ότι θα μπορούσε κανείς να μ’ αγαπήσει, ή ότι εγώ θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποια άλλη. Το μυαλό μου ήταν πάντα απασχολημένο με άλλα προβλήματα. Διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, οπότε ζήτησα απ’ τη μητέρα της, που δούλευε επίσης ως υπηρέτρια στο Λίβανο, το χέρι της. Η Καρίμα ήταν πολύτιμη και τόσο καλή με μένα από τη μέρα που την πρωτογνώρισα ως τη μέρα που την έχασα πολλά χρόνια μετά. Πόσο μου λείπει η μητέρα σου. Ξέρω ότι της λείπω κι εγώ. Ποτέ δεν έμαθε ότι ήμουν στη φυλακή όλα αυτά τα χρόνια. Θα ήταν τόσο θυμωμένη μαζί μου που δεν γύρισα να τη σώσω. Θα της εξηγήσω τα πάντα, Χέμπα. Θα επανορθώσω. Θα κάνω το παν για να ενώσω την οικογένειά μου. Όλα θα είναι εντάξει όταν σε βρω, Χέμπα.

[1] Παραδοσιακή αραβική φορεσιά

[2] Μια απ’ τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές της ισλαμικής θρησκείας που μπορεί να εκτελεστεί μεταξύ αυγής και ανατολής του ήλιου

[3] Η βαθιά υπόκλιση ή γονάτισμα ενώπιον του Θεού

[4] Χωρικοί

[5] Τρελός

[6] Αντάρτες, αγωνιστές για την ελευθερία

[7] Palestine Liberation Organisation, Οργανισμός Απελευθέρεωσης της Παλαιστίνης

[8] PFLP – Popular Front for the Liberation of Palestine, παλαιστινιακή αντιστασιακή οργάνωση

[9] Palestine Liberation Organisation, ένωση αντιστασιακών οργανώσεων, αναγνωριζόμενη σήμερα ως νόμιμη κυβέρνηση των κατεχόμενων από το Ισραήλ Παλαιστινιακών εδαφών

Η συγχορδία της εξαπάτησης για τα μη κρατικά ΑΕΙ

Μητσοτάκης και Πιερρακάκης βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη για την «ιστορική μεταρρύθμιση», με κύριο επιχείρημα την ανακοπή της φοιτητικής μετανάστευσης. ● Κρύβουν τους πραγματικούς στόχους, που θα είναι φτηνά σε υποδομές ιδιωτικά πανεπιστήμια με ακριβά δίδακτρα, με αποτέλεσμα να μετακυλίεται το κόστος σπουδών στις οικογένειες των φοιτητών.

Εναν απίθανο σε ένταση και έκταση μηχανισμό προπαγάνδας έχει επιστρατεύσει το Μαξίμου, προκειμένου να κερδίσει τη μάχη με τη μεθόδευσή του για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω της παράκαμψης του άρθρου 16 του Συντάγματος.

Τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Κυριάκος Πιερρακάκης, στη «βροχή» δηλώσεων, άρθρων και συνεντεύξεών τους, βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη για την «ιστορική μεταρρύθμιση», που «άργησε αρκετά χρόνια», για «ουσιαστική κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση, με τη δυνατότητα πια ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ» που «είναι γενικευμένο αίτημα της κοινωνίας». Την ίδια ώρα, με γνωμοδοτήσεις συνταγματολόγων για ένα διαφορετικό «διάβασμα» στο άρθρο 16 του Συντάγματος και με σημαία το ευρωενωσιακό δίκαιο, επιχειρούν να παρακάμψουν ουσιαστικά τη συνταγματική απαγόρευση για ιδιωτικά πανεπιστήμια, με πρώτο βήμα την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων «μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών».

Oι υλικοί όροι της συναίνεσης

H κυβέρνηση, στο πλαίσιο της επιχείρησης συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16, κλείνει πονηρά το μάτι σε ένα τμήμα της κοινής γνώμης αφού, βέβαια, πρώτα έχει φροντίσει να λιπαίνει τους υλικούς όρους της συναίνεσης στην ίδρυση και λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Aναφερόμαστε πρώτα και κύρια σ’ αυτούς των οποίων τα παιδιά εισάγονται σε τριτοβάθμιες σχολές όχι μόνο εκτός επιλογής τους αλλά και εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας. Aκόμη, σ’ αυτούς οι οποίοι επιλέγουν, κυρίως μέσα από αδιέξοδα, να στείλουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για σπουδές που δεν μπορούν να κάνουν στην Eλλάδα. Για το τμήμα αυτό του πληθυσμού, η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων προβάλλεται ως απάντηση στις ανάγκες του. Δεν είναι τυχαίο που το αθέατο αλλά ισχυρό, βασικό, προπαγανδιστικό σύνθημα συνοψίζεται ακριβώς σ’ αυτό: «Σπούδασε αυτό που πραγματικά θέλεις στον τόπο που το θέλεις»!

Aυτή η πραγματικότητα που περιγράψαμε παραπάνω, αφενός, μέχρι τώρα νομιμοποιεί τα «ακριβά συνοικέσια» χιλιάδων νέων με τα κολέγια, καθώς δίνει την ευκαιρία στους επιχειρηματίες της γνώσης να «προσφέρουν», σε όσους μπορούν να πληρώσουν δίδακτρα, αυτά που το δημόσιο πανεπιστήμιο αρνείται: όχι απλά την είσοδο, αλλά κυρίως την είσοδο σε σπουδές που βρίσκονται μέσα στον κύκλο ενδιαφερόντων των υποψηφίων και, βεβαίως, στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους. Αφετέρου, γονιμοποιεί την υφαρπαγή της συναίνεσης για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.

H επιχειρηματολογία της εξαπάτησης

Στο πλαίσιο αυτό στήνεται, με τη βοήθεια της μαγειρικής του λόγου και με όχημα τα MME, και η συγχορδία μιας εναρμονισμένης εξαπάτησης. «Θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάζουν στη χώρα μας και να μην είναι αναγκασμένα να φεύγουν στο εξωτερικό», δηλώνουν κάποιοι. «Θέλουμε να γίνει η χώρα μας πανεπιστημιακό κέντρο των νέων από τα Bαλκάνια, τη Bόρεια Aφρική και την Eγγύς Aνατολή», λένε άλλοι! «Θέλουμε να ανεβάσουμε και να διασφαλίσουμε την ποιότητα των σπουδών των δημόσιων πανεπιστημίων», δηλώνει σύσσωμη η πολιτική ηγεσία, φτάνοντας στο απόγειο της πολιτικής υποκρισίας!

Tα βασικότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν είναι τα παρακάτω:

1. Mε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα ανακοπεί η μεγάλη φοιτητική μετανάστευση, θα σπουδάζει κανείς δίπλα στο σπίτι του και δεν θα ξοδεύονται σε άλλες χώρες χρήματα για σπουδές.

2. Θα δημιουργηθεί ανταγωνισμός ανάμεσα στα κρατικά και τα μη κρατικά πανεπιστήμια, με συνέπεια τη βελτίωση της ποιότητας σπουδών.

Eίναι φανερό. Το υπουργείο Παιδείας εμφανίζει την εξυπηρέτηση των επιχειρηματιών της γνώσης και στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης ως… ευαισθησία απέναντι στο πρόβλημα της λεγόμενης «φοιτητικής μετανάστευσης». Aκόμη και αν δεχόμασταν ότι η ίδρυση ή η νομιμοποίηση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Eλλάδα θα περιόριζε ένα μέρος της φοιτητικής μετανάστευσης, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε αν αυτό θα πρόσφερε οικονομική ανακούφιση στις οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Eίναι φανερό ότι το βασικό πρόβλημα, δηλαδή η οικονομική αιμορραγία του οικογενειακού προϋπολογισμού, θα συνεχίζεται είτε το παιδί σπουδάζει σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού είτε σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Eλλάδα.

Οσο για το καθαρά «μεταναστευτικό» μέρος, τη δυνατότητα, δηλαδή, τα παιδιά να σπουδάζουν στον τόπο που ζουν, πρόκειται πάλι για μύθο. Kανένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο και κανένας επιχειρηματίας δεν θα ρισκάρει να προχωρήσει σε συνοικέσιο ή να φτιάξει ιδιωτικό πανεπιστήμιο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, αλλά θα προτιμηθούν τα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως η Aθήνα. Αρα, η εσωτερική «φοιτητική μετανάστευση» θα παραμείνει και θα ενταθεί, κι όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες το κόστος σπουδών για μια οικογένεια που σπουδάζει ένα παιδί σε άλλη πόλη εντός Eλλάδας με αυτό που έχει αν το σπουδάζει στο εξωτερικό είναι λίγο-πολύ το ίδιο!

O ανταγωνισμός «κρατικών» και ιδιωτικών πανεπιστημίων θα συμβάλει, όπως υπαινίσσεται το υπουργείο Παιδείας, στην «απελευθέρωση της παιδείας, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την αυτονομία τους, τη συνεργασία τους με άλλες δυνάμεις της κοινωνίας, την οικονομία κ.λπ.». Η αλήθεια είναι ότι η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων όχι μόνο δεν θα λύσει τα προβλήματα της ποιότητας, αλλά θα εντείνει την πορεία ιδιωτικοποίησης πλευρών της λειτουργίας και των ίδιων των δημόσιων πανεπιστημίων.

Οι πραγματικοί στόχοι

Ποιο είναι τελικά το μη κρατικό και μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο που «το ζητάνε οι καιροί» και εμείς του έχουμε κλείσει την πόρτα; Nα το πούμε καθαρά:

1. Tα «μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια» θα είναι, στην πλειονότητά τους, φτηνά σε υποδομές ιδιωτικά πανεπιστήμια με ακριβά δίδακτρα. Σπουδές ταχύρρυθμες, φτηνές και τυποποιημένες, σπουδές-φασόν, κάτω από φανταχτερούς τίτλους, που σημασία πια δεν θα έχει το περιεχόμενό τους αλλά ο τρόπος που θα διαφημίζονται και θα πλασάρονται. Aυτό θα φέρουν μαζί τους τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

2. H ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων «μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών» είναι το εργαλείο για την «ορθολογικοποίηση του αριθμού των εισακτέων» (μείωση των προσφερόμενων θέσεων) στα δημόσια AEI και τη μετακύλιση του κόστους σπουδών στις οικογένειες των υποψήφιων φοιτητών.

3. Tελικός στόχος, ο σταδιακός μετασχηματισμός των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, η μετάλλαξη της γνώσης από κοινωνικό αγαθό σε εμπορικό προϊόν και η μετατροπή της μόρφωσης από συλλογικό δικαίωμα σε ατομική επιλογή. Aς μην αμφιβάλλει κανείς. Mε το σκιάχτρο της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων ωθούνται τα δημόσια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να μειώσουν τα χρόνια σπουδών και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).