Η Γαλλία του ακραίου κέντρου

Αναδημοσιεύουμε για λόγους ενημέρωσης το άρθρο της Diana Johnstone για τις γαλλικές εκλογές. Ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που μπορεί κανείς να έχει με την φιλική προσέγγιση της Johnstone στο φαινόμενο Λεπέν, έχει ενδιαφέρον η επισήμανση ότι οι πολιτικές που ξεφεύγουν από την ακλόνητη πίστη την Ατλαντική Συμμαχία χαρακτηρίζονται «ακραίες», «φιλοΠουτινικές» και «εκτός δημοκρατικού τόξου», είτε αυτό αφορά τη Δεξιά, είτε την Αριστερά. Η Johnstone είναι πρώην εκπρόσωπος τύπου της Ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωκοινοβούλιο, η οποία διαφώνησε κάθετα με τη στάση τους στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας θεωρώντας ότι τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες, μετατράπηκαν από φιλειρηνικές σε φιλοπόλεμες δυνάμεις. Έκτοτε έχει υιοθετήσει οξύτατες θέσεις ενάντια στην ευρωπαϊκή φιλο-ατλαντική Αριστερά και προτείνει αντιδημοφιλείς συμβιβασμούς και συμμαχίες – ακόμα και με τη Λεπέν- με αντι-νεοφιλελεύθερο και αντι-ατλαντικό πρόσημο. 

Την Κυριακή, ο Εμανουέλ Μακρόν επανεξελέγη για δεύτερη πενταετή θητεία στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας με ποσοστό 58,54% των ψήφων. Όπως και το 2017, η υποψήφια έναντι της οποίας επικράτησε, ήταν η Μαρίν Λεπέν, η οποία έλαβε 41,46%. Μοιάζει και πάλι σαν déjà vu.

Εξωτερικά, αυτό μπορεί να θεωρηθεί είτε ως ένδειξη ότι ο Μακρόν είναι ένας δημοφιλής πρόεδρος ή/και ότι η Γαλλία έχει για άλλη μια φορά σωθεί από τη φασιστική απειλή.  Καμία από αυτές τις εντυπώσεις δεν είναι σωστή.  Το αποτέλεσμα σημαίνει κατά βάση ότι η Γαλλία έχει κολλήσει στο There Is No Alternative (TINA) – τη νεοφιλελεύθερη αντικατάσταση του πολιτικού βολονταρισμού από την τεχνοκρατική διακυβέρνηση.

Ο Μακρόν δεν είναι συντριπτικά δημοφιλής. Στον πρώτο αποκλειστικό γύρο των εκλογών που διεξήχθη στις 10 Απριλίου, πάνω από το 72% των ψηφοφόρων επέλεξαν έναν από τους άλλους 11 υποψηφίους.

Ο Μακρόν προσωποποιεί το Κέντρο

Πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, όταν ο νεοφιλελευθερισμός μόλις είχε αρχίσει να υπαγορεύει τις οικονομικές του επιταγές, οι γαλλικές πολιτικές επιλογές καθορίζονταν από μια παραδοσιακή εναλλαγή “Αριστεράς-Δεξιάς” στην κυβέρνηση, μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των ονομαστικά (αλλά όχι πραγματικά) “γκωλικών” συντηρητικών, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Ρεπουμπλικανούς.  Όμως αυτή η εναλλαγή έχασε το πλεονέκτημά της, διότι όποιο κόμμα και αν ήταν στην εξουσία, ανεξάρτητα από τις προεκλογικές του υποσχέσεις, εφάρμοζε τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ευνοούσαν τα κέρδη του κεφαλαίου, έναντι των μισθών και των δημόσιων υπηρεσιών.

Πριν από πέντε χρόνια, με τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς να έχει θολώσει από αυτή τη συμμόρφωση, ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί ένα κίνημα που δεν ήταν ούτε αριστερό ούτε δεξιό, ή ίσως ήταν και τα δύο, αλλά πάντως ήταν σε απόλυτη συμμόρφωση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο όμορφος νεαρός τραπεζίτης Εμανουέλ Μακρόν μυήθηκε στη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής από άτομα με μεγάλη επιρροή, όπως ο Ζακ Ατταλί, ο οικονομικός και κοινωνικός θεωρητικός, και κέρδισε την υποστήριξη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος για αυτό το νικηφόρο σχέδιο.  Η προσωπική αύρα του 39χρονου ως σφριγηλού νέου που βιάζεται να κάνει πράξη τις ιδέες του, προσέλκυσε τους ερασιτέχνες πολιτικούς να υποστηρίξουν το κίνημά του “En Marche” (Πάμε). Αυτή η προσωποποίηση του κέρδισε στις εκλογές του 2017.

Αυτό που επιτάχυνε ο Μακρόν ήταν στην πραγματικότητα οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η ΕΕ. Οι πολιτικές του διευκόλυναν τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποβιομηχάνιση, καθώς και τις περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα νοσοκομεία και οι μεταφορές.  Αυτό προκάλεσε τις περισσότερες δυσκολίες στην αγροτική Γαλλία, οδηγώντας στις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων, οι οποίες καταστέλλονται αυταρχικά από την αστυνομία.

Η πολιτική περιθωριοποιείται ως “ακραία”

Στις 10 Απριλίου του περασμένου έτους, στον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών, τα δύο πρώην “κυβερνητικά” κόμματα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Σοσιαλιστές, σχεδόν εξαφανίστηκαν.  Η υποψήφια των Ρεπουμπλικανών, Βαλερί Πεκρές, η οποία είχε ξεκινήσει ψηλά στις δημοσκοπήσεις, δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το κρίσιμο ποσοστό του 5% των ψήφων, το οποίο εξασφαλίζει στα κόμματα δημόσια χρηματοδότηση.

Η μοίρα του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν εξίσου ταπεινωτική: η Αν Ινταλγκό, διάσημη ως δήμαρχος του Παρισιού για τις χαοτικές προσπάθειές της να καταργήσει τα αυτοκίνητα υπέρ των ποδηλάτων και των σκούτερ, συγκέντρωσε ένα αξιοθρήνητο 1,75%, ακόμη λιγότερο από τον υποψήφιο του Κομμουνιστικού Κόμματος Φαμπιέν Ρουσέλ, που έλαβε 2,28%.

Οι εκλογές της 10ης Απριλίου παρήγαγαν τρία μεγάλα ψηφοδέλτια, γύρω από τρεις υποψηφίους με αδύναμα κόμματα, αβέβαια προγράμματα, αλλά ισχυρές προσωπικότητες που ο καθένας εκπροσωπεί μια στάση: Εμανουέλ Μακρόν 27,83%, Μαρίν Λεπέν 23,15%, Ζαν Λυκ Μελανσόν του κόμματος La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία), 21,95%.

Αν ο Μελανσόν είχε έρθει δεύτερος, απέναντι στον Μακρόν, σίγουρα θα υπήρχε μια εκστρατεία φόβου που θα τον στιγμάτιζε ως επικίνδυνα “ακραίο”, ακόμη και “κομμουνιστή” και “αντιευρωπαίο φίλο του Πούτιν”. Όμως η Μαρίν Λεπέν ήρθε δεύτερη, επομένως η εκστρατεία φόβου τη στιγμάτισε ως “ακροδεξιά”, ακόμη και “φασίστρια” και “αντιευρωπαία φίλη του Πούτιν”.

Η πολιτική έξω από το κομφορμιστικό κέντρο είναι επικίνδυνα “ακραία”.

Ο Μελανσόν ενσαρκώνει την Αριστερά

Το υψηλό ποσοστό του Μελανσόν ήταν ο θρίαμβος μιας ισχυρής προσωπικότητας έναντι των κομμάτων.  Η φλογερή ρητορική του κέρδισε ευρεία δημόσια αναγνώριση όταν ήρθε σε ρήξη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος του 2005 για το σχέδιο Συντάγματος της ΕΕ.

Το Σύνταγμα απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, αλλά σε αντίθεση με τη λαϊκή ψήφο, οι βουλευτές υιοθέτησαν τα ίδια ακριβώς μέτρα στη Συνθήκη της Λισαβόνας, επιβεβαιώνοντας τις νεοφιλελεύθερες παγκοσμιοποιητικές πολιτικές της ΕΕ και την προσήλωσή της στο ΝΑΤΟ.

Το 2016 ο Μελανσόν ίδρυσε το δικό του κόμμα La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία), του οποίου το κύριο πλεονέκτημα είναι η προσωπική του σθεναρή ρητορική και η εριστική σχέση με τα μέσα ενημέρωσης και τους αντιπάλους του.  Στην προεδρική κούρσα του 2017, ήρθε τέταρτος με υποσχέσεις για τολμηρές πολιτικές που θα αψηφούσαν τους περιορισμούς της ΕΕ.

Αυτή τη φορά, ο Μελανσόν υιοθέτησε ένα πρόγραμμα που δεν είχε ακριβώς συνοχή, αλλά είχε σαφή στόχο να κερδίσει ψήφους από όλα τα τμήματα της διχασμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς της Γαλλίας.  Τόνισε τα γενναιόδωρα μέτρα για τη βελτίωση της “αγοραστικής δύναμης”: υψηλότερος κατώτατος μισθός, μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη, έλεγχος των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης – μέτρα που φαίνονταν μη ρεαλιστικά ακόμη και σε πολλούς αριστερούς.

Τα μέτρα που υιοθέτησε για να προσελκύσει την πράσινη ψήφο έφτασαν από τα δωρεάν σχολικά γεύματα με βιολογικά προϊόντα μέχρι τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας έως το 2045 – ενάντια στην αυξανόμενη τάση στη Γαλλία να θεωρεί την πυρηνική βιομηχανία της Γαλλίας απαραίτητη για την ενεργειακή της – και όχι μόνο – επιβίωση.

Αυτό κατάφερε να αφήσει τον υποψήφιο των Πρασίνων Γιανικ Ζαντό, (ο οποίος ονειρευόταν να μιμηθεί την επιτυχία των πολεμοχαρών Γερμανών Πρασίνων), με μόλις 4,63% των ψήφων.

Για τους LGBTQI ψηφοφόρους, ο Mélenchon μίλησε θετικά για την τροποποίηση του Συντάγματος ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα αλλαγής φύλου (ένα δικαίωμα που υπάρχει ήδη).  Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο αντιφατικό προς τις προσπάθειές του να κερδίσει την υποστήριξη της μουσουλμανικής κοινότητας.

Παρ’ όλα αυτά, οι μουσουλμάνοι ηγέτες εξέδωσαν δήλωση:

“Εμείς, οι ιμάμηδες και οι ιεροκήρυκες, καλούμε τους Γάλλους πολίτες της μουσουλμανικής πίστης να ψηφίσουν στον πρώτο γύρο τον λιγότερο χειρότερο από τους υποψηφίους σε αυτές τις προεδρικές εκλογές: τον Ζαν Λυκ Μελανσόν”.

Σύμφωνα με τα exit polls, ο Μελανσόν έλαβε σχεδόν το 70% των μουσουλμανικών ψήφων.

Αυτό μπορεί να συμπίπτει κάπως με τα υψηλά ποσοστά του μεταξύ των νέων στις πόλεις και τα εθνοτικώς μικτά προάστια: 38% των ψηφοφόρων κάτω των 25 ετών. Ζήτησε επίσης να μειωθεί η ηλικία ψήφου στα 16 έτη.

Συνολικά, η ψήφος του Μελανσόν αντιστοιχούσε σαφέστερα στην ψήφο γύρω από πολιτικές ταυτότητας που επικεντρώνονται σε κοινωνικά και όχι σε κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα. Τα πήγε καλά με την εργατική τάξη (27% των εργατών και 22% των υπαλλήλων), αλλά η Μαρίν Λεπέν τα πήγε καλύτερα (33% και 36%).

Στην ερώτηση γιατί ψήφισαν τον Μελανσόν, περίπου το 40% απάντησε ότι ήταν μια “χρήσιμη” ψήφος – όχι για να υποστηρίξουν το πρόγραμμά του, αλλά μάλλον επειδή ήταν εκείνος ο υποψήφιος της Αριστεράς που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στη Μαρίν Λεπέν. Τώρα ονειρεύεται να σαρώσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου και να γίνει αρχηγός της αντιπολίτευσης ή ακόμη και πρωθυπουργός.

Η τελευταία λέξη του Μελανσόν προς τους οπαδούς του το βράδυ της 10ης Απριλίου ήταν επιτακτική: “Ούτε μία ψήφος στη Μαρίν Λεπέν!”.

Μαρίν Λεπέν, το αουτσάιντερ

Ένας εχθρός είναι πάντα ένας ενωτικός παράγοντας, και για την κατακερματισμένη γαλλική αριστερά, η Μαρίν Λεπέν είναι ο ενωτικός παράγοντας.  Κληρονόμησε αυτόν τον ρόλο από τον πατέρα της, Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν εγκατέλειψε απότομα το σοσιαλιστικό Κοινό Πρόγραμμα στο οποίο χρωστούσε την εκλογή του, μαζί βέβαια με την ισχυρή υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδεολογικά εστίασε στον “αντιρατσισμό”.

Ο αντιρατσισμός μεταλλάχθηκε σταδιακά σε υποστήριξη της μετανάστευσης και ακόμη και των ανοιχτών συνόρων, με το σκεπτικό ότι οι όποιοι περιορισμοί στη μετανάστευση δεν μπορεί παρά να υποκινούνται από “ρατσιστικό μίσος”.

Αυτή δεν ήταν μια παραδοσιακή στάση της Αριστεράς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, και για δεκαετίες μετά, η αντίθεση στη μαζική μετανάστευση αποτελούσε βασική πολιτική της μαρξιστικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, το οποίο έβλεπε τη μαζική μετανάστευση ως μια τεχνική του κεφαλαίου για τη διάσπαση της εργατικής αλληλεγγύης και τη μείωση των μισθών.

Η μετανάστευση εξελίχθηκε σε βασικό ζήτημα μόνο από τη στιγμή που η κατεστημένη Αριστερά εγκατέλειψε το οικονομικό της πρόγραμμα για να ακολουθήσει τον νεοφιλελευθερισμό που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όπως συμβαίνει, τα ανοιχτά σύνορα είναι μια θέση που είναι απολύτως συμβατή με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Και τα δύο, μπορούν να ευδοκιμήσουν μαζί, τείνοντας προς μια πολιτική που αφορά τις ταυτότητες και όχι τα κοινωνικά συμφέροντα.

Το 1980, ο πιο κοντινός ρατσιστής κακοποιός που μπορούσαν να βρουν οι Σοσιαλιστές ήταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος ήταν αντίθετος στη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας κυρίως για λόγους εθνικής ταυτότητας. Το ποικιλόμορφο κόμμα του, το Εθνικό Μέτωπο, περιλάμβανε απομεινάρια θνησιγενών ακροδεξιών ομάδων, αν και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ήταν περισσότερο αστείος παρά φασιστικός. Οι εχθροί του ανέδειξαν την αποστροφή του ότι “οι θάλαμοι αερίων ήταν μια λεπτομέρεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου” ως απόδειξη συνενοχής στο Ολοκαύτωμα. Πιο φανατικοί εχθροί του, ανατίναξαν το διαμέρισμά του, κάνοντας την ανάλογη εντύπωση στην 8χρονη τότε κόρη του Μαρίν.

Η Μαρίν έκανε καριέρα δικηγόρου, έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρία παιδιά, προτού στραφεί στην πολιτική και ουσιαστικά κληρονομήσει το πολιτικό κόμμα του πατέρα της, όταν αυτός αποσύρθηκε.  Ο Ζαν-Μαρί απολάμβανε να είναι προκλητικός.  Ο παλιός πεζοναύτης ήθελε να κερδίσει καρδιές και μυαλά.

Η Μαρίν Λεπέν καθάρισε τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία του κόμματος, έβαλε με επιτυχία υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο στην υποβαθμισμένη βόρεια πόλη Henin-Beaumont, άλλαξε το όνομα του κόμματος από Εθνικό Μέτωπο στο πιο χαλαρό Rassemblement National και απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από το ίδιο της το κόμμα.

Προσπάθησε να είναι φιλική προς τις εβραϊκές οργανώσεις. Το πρόγραμμά της ζητούσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τον έλεγχο της μετανάστευσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα επέτρεπε στη Γαλλία να απελαύνει αλλοδαπούς που έχουν καταδικαστεί για σοβαρά εγκλήματα. Οι πιο αμφιλεγόμενες (και μάλλον αδύνατες) προτάσεις της αφορούσαν την “εξάλειψη της ισλαμικής εξτρεμιστικής ιδεολογίας” (κάνοντας διάκριση με το συμβατικό Ισλάμ).

Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ήταν σφοδρός πολέμιος του Ντε Γκωλ, όχι μόνο επειδή ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ παραχώρησε την ανεξαρτησία στην Αλγερία.  Αυτό είναι αρχαία ιστορία για τη γενιά της κόρης του.

Η Μαρίν Λεπέν ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τον γκωλισμό: πατριωτισμός, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνικός συντηρητισμός που σέβεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Έχει ζητήσει να αποχωρήσει η Γαλλία από την κοινή διοίκηση του ΝΑΤΟ, όπως το έπραξε ο Ντε Γκωλ το 1966. (Ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί την επανένταξε το 2009). Έχει επίσης υποστηρίξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ομαλοποιώντας τις σχέσεις με τη Ρωσία – μια θέση που επανέλαβε ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Εν τω μεταξύ, διάφοροι πόλεμοι, ιδίως η καταστροφή της Λιβύης το 2011, έχουν πολλαπλασιάσει την παράνομη μετανάστευση.

Ενώ η εισαγωγή εγκεφάλων -ιδίως ιατρικού προσωπικού από φτωχές χώρες- είναι πάντα ευπρόσδεκτη, η οικονομία δεν είναι σήμερα σε θέση να απορροφήσει το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνικά προβλήματα.  Η άρνηση της Αριστεράς να αναγνωρίσει την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί το θέμα χωρίς να χαρακτηριστεί κανείς “ρατσιστής” Αλλά τα ερωτήματα που τίθενται είναι επίμονα.

Στην πραγματικότητα, η αντίθεση στη μαζική μετανάστευση κυριάρχησε ξαφνικά σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία, καθώς ο πολιτικός συγγραφέας και τηλεοπτικός σχολιαστής Ερίκ Ζεμούρ έβαλε στόχο να κλέψει το θέμα από τη Μαρίν Λεπέν και να το αναδείξει ως κεντρικό στην εκστρατεία του για την προεδρία.

Ο Ζεμούρ είναι ένα είδος αντι-Μπερνάρ Ανρί Λεβί, το ακριβώς αντίθετο του πλούσιου “φιλοσόφου” Μπερνάρ Ανρί Λεβί – και οι δύο είναι αλγερινής εβραϊκής καταγωγής.

Στη δεκαετία του 1980, στα χρόνια του Μιτεράν, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί κέρδισε φήμη ως κορυφαίος αντικομμουνιστής φιλελεύθερος αριστερός, κατακεραυνώνοντας τη Γαλλία για τον λανθάνοντα φασισμό και τον αντισημιτισμό της. Αν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ τύχει να κάνουν πόλεμο στο Αφγανιστάν, τη Βοσνία, τη Λιβύη ή την Ουκρανία, είναι φανατικά υπέρ.

Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί είναι μεγάλος και θέλει να είναι λαμπερός.  Ο Ζέμουρ είναι μικρός και αθυρόστομος, αλλά μιλάει πιο λογικά από τον επιδεικτικό Μπερνάρ Ανρί Λεβί.

Σε αντίθεση με τις ηθικές διαλέξεις του Μπερνάρ Ανρί Λεβί προς τους Γάλλους, ο Ζεμούρ έχει αγκαλιάσει τη γαλλική πατρίδα με φλογερή αγάπη και επιθυμεί να την υπερασπιστεί από τους κινδύνους της μαζικής μετανάστευσης και του ισλαμικού εξτρεμισμού. Οι αρχικές του συγκεντρώσεις συγκέντρωσαν ενθουσιώδη πλήθη, προσελκύοντας κυρίως πολλούς μορφωμένους νέους άνδρες.

Ενώ η Μαρίν Λεπέν απευθύνεται στην εργατική τάξη των μικρών πόλεων και των αγροτικών περιοχών, ο Ζεμούρ κέρδισε οπαδούς μεταξύ της μορφωμένης ανώτερης τάξης, ζητώντας την “ανακατάληψη” της Γαλλίας από τη “μεγάλη αντικατάσταση” των Γάλλων από τη μετανάστευση.

Ο Ζεμούρ ήρθε τέταρτος με ποσοστό λίγο πάνω από 7% στον πρώτο γύρο, σε σύγκριση με το 23,15% της Λεπέν.  Φιλοδοξεί να ηγηθεί του σχηματισμού ενός νέου δεξιού κόμματος. Σημείωσε σχετικά καλά αποτελέσματα στα πλούσια δυτικά τμήματα του Παρισιού και ήρθε πρώτος μεταξύ των υπερπόντιων Γάλλων που ζουν στο Ισραήλ και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Φαίνεται ότι ο Ζεμούρ τσίμπησε ελαφρώς από την ψήφο των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, η οποία τελικά πήγε με αρκετή σταθερότητα στον Μακρόν.  Ο ταξικός διαχωρισμός ήταν σαφής στις τελικές εκλογές – ο Μακρόν πήρε τις ψήφους των ευημερούντων, η Μαρίν ήταν η επιλογή των ξεχασμένων.

Στις τελικές εκλογές, η Μαρίν Λεπέν σάρωσε στα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας στις Δυτικές Ινδίες, συγκεντρώνοντας 70% στη Γουαδελούπη και 60% στη Μαρτινίκα και τη Γαλλική Γουιάνα.  Δεδομένου ότι το 93% του πληθυσμού της Γουαδελούπης είναι αφρικανικής καταγωγής, η ψηφοφορία αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει πως, ό,τι κι αν λένε ή σκέφτονται άλλοι, οι υποστηρικτές της Μαρίν Λεπέν δεν τη θεωρούν “ρατσίστρια” [Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες θέσεις της, την οποία ο Μακρόν ανέδειξε κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, είναι η απαγόρευση στις γυναίκες να καλύπτουν το κεφάλι τους δημοσίως. Ο Μακρόν είπε ότι αυτό θα ξεκινούσε έναν “εμφύλιο πόλεμο”].

Η προσωπικότητα έχει σημασία στην πολιτική.  Ακριβώς όπως η δημοτικότητα του Μελανσόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον εκρηκτικό χαρακτήρα του, η δημοτικότητα της Μαρίν Λεπέν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια προσωπικότητά της: μια γυναίκα που εμφανίζεται ζεστή, ευδιάθετη και ανθεκτική.

Σταματήστε τον φασισμό!

Αφού πρώτα έβγαλε την εντολή: “Ούτε μία ψήφος στη Λεπέν!” ο Μελανσόν συνέχισε να προτρέπει τους ψηφοφόρους του πρώτου γύρου να μην απέχουν, υποστηρίζοντας ουσιαστικά τον Μακρόν. Η αντίληψη ήταν ότι η εκλογή της Λεπέν θα έβαζε τέλος στις ελευθερίες μας μια για πάντα.

Πάνω από 350 ΜΚΟ υπέγραψαν δήλωση του Κινήματος κατά του Ρατσισμού και για τη Φιλία μεταξύ των Λαών (MRAP) που προειδοποιούσε ότι η εκλογή της θα “καταργήσει το κράτος δικαίου”.

Μικρές ομάδες αναρχικών φοιτητών κατέλαβαν προσωρινά τη Σορβόννη και μερικά άλλα ελίτ πανεπιστήμια στο Παρίσι και έκαναν άνω κάτω τα πράγματα για να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους, μια προειδοποίηση για το τι θα μπορούσε να συμβεί αργότερα.

Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (CGT) δήλωσε ότι: “Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει διαφορά φύσης μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων που κερδίζουν την εξουσία και την παραδίδουν, και της ακροδεξιάς που, μόλις βρεθεί στην εξουσία, την αρπάζει και δεν την παραδίδει πίσω”.

Και πώς θα το έκανε αυτό η Λεπέν; Το κόμμα της δεν είναι πολύ ισχυρό και βασίζεται εξ ολοκλήρου στην εκλογική πολιτική. Δεν υπάρχει πολιτοφυλακή που να είναι οργανωμένη για να χρησιμοποιεί βία για πολιτικούς σκοπούς (όπως στην περίπτωση των πραγματικών ιστορικών φασιστών). Υπάρχουν πολλές αντίρροπες δυνάμεις στη Γαλλία, όπως τα πολιτικά κόμματα, τα εχθρικά μέσα ενημέρωσης, η σε μεγάλο βαθμό αριστερή δικαστική εξουσία, οι ένοπλες δυνάμεις (που συνδέονται με το ΝΑΤΟ), οι μεγάλες επιχειρήσεις και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ποτέ δεν υποστήριξαν τη Λεπέν, η βιομηχανία του θεάματος, κ.λπ., κ.λπ.

Στην πραγματικότητα, ο πραγματικός κίνδυνος της εκλογής της Μαρίν Λεπέν ήταν ακριβώς το αντίθετο: η δυσκολία που θα είχε να κυβερνήσει. Στην προεκλογική της εκστρατεία, κατέστησε σαφές ότι θα ήθελε να μοιραστεί την εξουσία, αλλά με ποιον; Ορισμένες ομάδες υπόσχονταν να κάνουν κόλαση τους δρόμους. Μεγάλο μέρος της προτεινόμενης νομοθεσίας της θα ήταν αδύνατο να τεθεί σε ισχύ ή θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις στα δικαστήρια.

Η υπόθεση του συμβιβασμού

Ας φανταστούμε απλώς ένα διαφορετικό σενάριο, όπου η “Αριστερά” δεν ορίζεται πλέον από την “απόλυτη άρνηση να έχουμε οποιαδήποτε σχέση με οποιονδήποτε δεξιό”.

Το πρόγραμμα του Μακρόν για την επόμενη πενταετία επιταχύνει περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που χρηματοδοτεί η ΕΕ, ιδίως την επιμήκυνση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 έτη που είναι σήμερα, στα 65 έτη.

Ο Μελανσόν ζήτησε μάλιστα να μειωθεί η ηλικία συνταξιοδότησης στα 60 έτη.  Εν τω μεταξύ, η Μαρίν Λεπέν τόνισε την υποστήριξή της στη διατήρηση χαμηλότερης ηλικίας συνταξιοδότησης, με ιδιαίτερη μέριμνα για όλους εκείνους που εργάζονται σε σωματικά απαιτητικές εργασίες από νεαρή ηλικία.  Αυτή η θέση τη βοήθησε να έρθει πρώτη στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.

Σε ένα φανταστικά διαφορετικό πλαίσιο, ένας Μελανσόν θα μπορούσε να είχε προτείνει έναν συμβιβασμό με τη Λεπέν, προκειμένου να νικήσει τον Μακρόν και να υλοποιήσει ένα κάπως πιο κοινωνικό πρόγραμμα.

Δεδομένου ότι οι δύο συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό στο κρίσιμο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής -ιδίως στην αποφυγή πολέμου με τη Ρωσία- θα ήταν ίσως δυνατό να επεξεργαστούν από κοινού ένα είδος “γκωλικής” πολιτικής, που θα έσπαγε τη λαβή του ακραίου κέντρου, με την ακλόνητη πίστη του στην Ατλαντική Συμμαχία.  Αυτό δεν θα οδηγούσε σε “κατάσχεση της εξουσίας”, αλλά θα αναστάτωνε τα πράγματα. Θα επανέφερε την αίσθηση εναλλαγής στην πολιτική ζωή.

Αλλά στην πραγματικότητα, όπως έχουν τα πράγματα, ο Μελανσόν έδωσε τις εκλογές στον Μακρόν. Και τώρα φιλοδοξεί να ηγηθεί της αντιπολίτευσης στον Μακρόν. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τη Μαρίν Λεπέν, και για τον Έρικ Ζεμούρ.

Οι εκλογές & ο πόλεμος στην Ουκρανία

Όταν οι ρωσικές δυνάμεις εισήλθαν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, η πρόβλεψη ήταν ότι αυτό θα εδραίωνε τη θέση του Μακρόν ως αρχηγού κράτους σε μια πολεμική κρίση. Καθώς τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί έσπευσαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην Ουκρανία κατά της Ρωσίας, τόσο η Μαρίν Λεπέν όσο και ο Ζαν Λυκ Μελανσόν καταγγέλθηκαν για τη γνωστή στάση τους απέναντι στη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία. Μια φωτογραφία της Μαρίν Λεπέν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, κυκλοφόρησε ευρέως από τους Πράσινους με την προσδοκία ότι αυτό θα κατέστρεφε τις πιθανότητές της.

Δεν συνέβη έτσι.  Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτοί πολιτικοί που “κατανοούν τον Πούτιν” είδαν τα ποσοστά αποδοχής τους να αυξάνονται καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν.

Επιπλέον, ο Φαμπιέν Ρουσέλ, ο μάλλον φρέσκος και νεαρός υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όδευε προς μια ήπια επιστροφή του κόμματός του όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, αλλά άρχισε να βυθίζεται αφού υιοθέτησε τη συμβατική δυτική αντιρωσική φιλο-ουκρανική θέση.

Ο υποψήφιος των Πρασίνων Γιανίκ Ζαντό, ο οποίος ήλπιζε να μιμηθεί την επιτυχία των Γερμανών Πρασίνων, και η Βαλερί Πεκρές, υποψήφια των άλλοτε ισχυρών Ρεπουμπλικάνων, ακολούθησαν αμφότεροι την επίσημη γραμμή της Δύσης για τον πόλεμο.  Κανένας δεν έφτασε το 5%.

Στον πρώτο γύρο, λοιπόν, ο πόλεμος δεν αποτέλεσε θέμα – τουλάχιστον όχι ανοιχτό θέμα, αλλά μπορεί να ήταν ένα κρυφό θέμα, γεγονός που δείχνει ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν είναι τόσο ρωσοφοβικοί όσο υποτίθεται ότι τους θεωρούν.

Ωστόσο, στην τρίωρη τηλεοπτική τους συζήτηση στις 20 Απριλίου, ο Μακρόν με ύπουλο και ανήθικο τρόπο επιτέθηκε στη Λεπέν.

Σε αντίθεση με τον Μακρόν, οι εκστρατείες του οποίου μπορούν πάντα να βασίζονται σε γενναιόδωρους δωρητές, η Μαρίν Λεπέν αντιμετωπίζει χρόνιες δυσκολίες χρηματοδότησης. Το 2014, όταν καμία γαλλική τράπεζα δεν της δάνειζε χρήματα για τις επερχόμενες περιφερειακές εκλογές, πήρε δάνειο ύψους 9,4 εκατομμυρίων ευρώ από την Πρώτη Ρωσική Τράπεζα της Τσεχίας (FCRB).  Η τράπεζα έκτοτε χρεοκόπησε και η ίδια συνεχίζει να πληρώνει τους πιστωτές της. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, ο Μακρόν αναφέρθηκε με σκαιότητα σε αυτό το δάνειο, το οποίο είναι γνωστό στη δημοσιότητα, λέγοντας στη Λεπέν ότι “όταν μιλάς στον Πούτιν μιλάς στον τραπεζίτη σου”. Εκείνη αντέδρασε αγανακτισμένη, τονίζοντας ότι ήταν ελεύθερη γυναίκα.

Ο Αλεξέι Ναβάλνι ακολούθησε με μια δήλωση από τη ρωσική φυλακή του, στηρίζοντας τον Μακρόν. Τρεις Ευρωπαίοι πρωθυπουργοί, ο Όλαφ Σολτς της Γερμανίας, ο Πέδρο Σάντσεθ της Ισπανίας και ο Αντόνιο Κόστα της Πορτογαλίας, έγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία εναντιώνονται στη Μαρίν Λεπέν ως “μια ακροδεξιά υποψήφια που τάσσεται ανοιχτά στο πλευρό εκείνων που επιτίθενται στην ελευθερία και τη δημοκρατία μας, αξίες που βασίζονται στις γαλλικές ιδέες του Διαφωτισμού”. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έσπευσαν φυσικά να συγχαρούν τον Μακρόν για τη νίκη του, θεωρώντας τη θετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση.

Η Μαρίν Λεπέν είχε επιμείνει ότι ο σημαντικός πολιτικός διαχωρισμός δεν ήταν πλέον μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά μεταξύ της διατήρησης του έθνους και της παγκοσμιοποίησης. Ο δραστικός διαχωρισμός του κόσμου που προέκυψε από την κρίση στην Ουκρανία θεωρείται από ορισμένους ως το τέλος του μύθου της παγκοσμιοποίησης και η ανησυχία για την ευημερία του έθνους αναπόφευκτα αυξάνεται.  Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές η παγκοσμιοποίηση κέρδισε την εθνική διατήρηση.

Ο πόλεμος δεν αποτέλεσε μείζον θέμα στη Γαλλία, κυρίως επειδή ο ίδιος ο Μακρόν είναι ίσως ο λιγότερο ρωσοφοβικός μεταξύ των ηγετών των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.  Οι προσπάθειές του να ενθαρρύνει την Ουκρανία να διαπραγματευτεί τη διευθέτηση του προβλήματος του Ντονμπάς, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Μινσκ απέτυχαν, αλλά τουλάχιστον έκανε αυτές τις προσπάθειες, ή φάνηκε να κάνει αυτές τις προσπάθειες.  Φαίνεται να επιθυμεί να διασώσει ό,τι μπορεί από τη θέση του ως δυνητικού διαπραγματευτή, ακόμη και όταν όλες οι προοπτικές για διαπραγματεύσεις μπλοκάρονται από την επιμονή των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την κρίση στην Ουκρανία για να νικήσουν (και ακόμη και να καταστρέψουν) τη Ρωσία.

Κυβέρνηση από εταιρείες συμβούλων

Στις 17 Μαρτίου, η γαλλική Γερουσία εξέδωσε έκθεση που αποκάλυψε τον βαθιά τεχνοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος Μακρόν. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η κυβέρνηση Μακρόν πλήρωσε τουλάχιστον 2,43 δισεκατομμύρια ευρώ σε διεθνείς (κυρίως αμερικανικές) εταιρείες συμβούλων για τον σχεδιασμό πολιτικών ή διαδικασιών σε όλους τους τομείς, ιδίως στη δημόσια υγεία. Για παράδειγμα, η εταιρεία συμβούλων McKinsey χρεώνει το Υπουργείο Υγείας με 2.700 ευρώ ημερησίως, ποσό ίσο με το μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου δημόσιου νοσοκομείου.

Αυτό ισοδυναμεί με μια μορφή πολύ δαπανηρής ιδιωτικοποίησης της κυβέρνησης. Ακόμα πιο σοβαρό, σημαίνει ότι παραδίδεται η πνευματική ικανότητα της γαλλικής κυβέρνησης σε οργανισμούς που είναι ικανοί να διαμορφώνουν την ενιαία δυτική αφήγηση σε όλα τα θέματα. Έτσι η τεχνοκρατική “διακυβέρνηση”, καταστρέφει την πολιτική διακυβέρνηση.

Μετά τη νίκη του, ο Μακρόν πανηγύρισε κάτω από την ευρωπαϊκή σημαία. Η Μαρίν Λεπέν είχε ζητήσει μια γαλλική εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από τον “γαλλογερμανικό άξονα”.  Ο Μακρόν υπόσχεται να διατηρήσει τη στενή εταιρική σχέση με τη Γερμανία – ακόμη και όταν οι τάσεις στις δύο χώρες είναι εμφανώς όλο και πιο αποκλίνουσες. Οι προοπτικές μιας ανεξάρτητης “γκωλικής” γαλλικής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν μακρινές.

Πηγή: Consortium News

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *