Άρθρα

Κακώς το ΚΚΕ είπε ΟΧΙ το 1940, σύντροφε Κουτσούμπα;

“Σήμερα, όπως και την δεκαετία του ‘40, ο λαός μας μπορεί να βάλει τη δική του σφραγίδα στις εξελίξεις. Να πει: ΟΧΙ στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη σφαγή των λαών, να πει ΟΧΙ στην εμπλοκή της Ελλάδας σ’ αυτόν, ΟΧΙ στον φασισμό και τον ρατσισμό, ΟΧΙ στα παζάρια για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Να διεκδικήσει μια ζωή με αξιοπρέπεια λέγοντας ΟΧΙ στην ενεργειακή φτώχεια και την ακρίβεια”.

Αυτή ήταν η δήλωση του Δ. Κουτσούμπα για τη σημερινή μέρα.

Είναι εντυπωσιακό ότι στη δήλωση αυτή δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο συγκεκριμένο ΟΧΙ του 1940, καθώς αυτό μεταστρέφεται ταχυδακτυλουργικά σε ένα κάποιο σημερινό “ΟΧΙ στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο”.

Ακόμα χειρότερα, στη μακροσκελή ανακοίνωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ δεν υπάρχει μισή λέξη που να αφορά τη σημερινή μέρα καθώς και το ρόλο του τότε ΚΚΕ σε αυτήν. Ρόλος που συγκροτήθηκε, καθοδηγήθηκε και τελικά συμπυκνώθηκε στο γράμμα Ζαχαριάδη.

Με αυτόν τον τρόπο, με αυτή την πολιτική, το -επί δικτατορίας Μεταξά διαλυμένο- ΚΚΕ συγκροτεί σε ελάχιστα χρόνια το μεγαλύτερο πολιτικό μέτωπο που είδε ποτέ η νεότερη Ελλάδα, το ΕΑΜ, και δημιούργησε τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος των Ελλήνων κομμουνιστών με τον ελληνικό λαό.

Χάρη σε αυτούς τους δεσμούς αίματος και το βαρύ ιστορικό φορτίο, το ΚΚΕ υπάρχει ακόμα, και ο σύντροφος γραμματέας του σημερινού ΚΚΕ, μπορεί να έχει τη θέση που έχει, και δυστυχώς να διαστρέφει από αυτή τη θέση του την πολιτική και κομματική ιστορία.

Πολύ πολύ χειρότερα, η ανακοίνωση της Κ.Ε. χαρακτηρίζει ως “ιμπεριαλιστικό” τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, διαπράττοντας την αδιανόητη λοβιτούρα να κρύψει ότι ο χαρακτήρας του πολέμου μεταστράφηκε με την είσοδο της ΕΣΣΔ σε αυτόν και απέκτησε χαρακτήρα αντιφασιστικό – πατριωτικό.

Αν ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γενικώς και αορίστως “ιμπεριαλιστικός πόλεμος”, τότε η ΕΣΣΔ που πήρε μέρος σε αυτόν, πλήρωσε αφάνταστο τίμημα και κατόρθωσε (μόνη της ή σχεδόν μόνη της) να συντρίψει το ναζιστικό κτήνος και να υψώσει την κόκκινη σημαία στο Βερολίνο, έκανε λάθος;

Αν ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν “ιμπεριαλιστικός” από την αρχή ως το τέλος, μήπως το ΚΚΕ έκανε λάθος που κάλεσε τον ελληνικό λαό να δώσει “όλες του τις δυνάμεις δίχως επιφύλαξη, στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά”;

Μήπως το ΚΚΕ έκανε λάθος που εξέφρασε με τον πιο κρυστάλλινο και αποφασιστικό τρόπο, το λαϊκό, αντιφασιστικό ΟΧΙ;

Μήπως ήταν λάθος η Εθνική Αντίσταση καθώς έτσι το ΚΚΕ συμμετείχε στον “ιμπεριαλιστικό πόλεμο” και διάλεγε ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο;

Βήμα το βήμα, το σημερινό ΚΚΕ διολισθαίνει στα αζήτητα της ιστορίας, εκεί όπου θα φλυαρεί για τον καπιταλισμό και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς χωρίς να παίρνει θέση και χωρίς να δίνει μάχη.

Το κομμουνιστικό κίνημα τότε, δεν διάλεξε ιμπεριαλιστή. Διάλεξε τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο, το ναζισμό – φασισμό. Με ευφυείς κινήσεις τον καθυστέρησε, τον απομόνωσε, σύμπτυξε αντιφασιστικό μέτωπο με τους άλλους ιμπεριαλιστές (ΗΠΑ, Αγγλία), νίκησε, και έκανε τη μισή γη κόκκινη.

Και λάθη έγιναν, και υπερβολές, και ατολμίες, και πολλά ακόμα, που αργότερα απέβησαν μοιραία και τραγικά.

Αλλά η μισή γη έγινε κόκκινη γιατί το κομμουνιστικό κίνημα είχε τη γραμμή που είχε. Ευτυχώς κανείς τότε δεν σκέφτηκε να πει ότι η σύγκρουση ανάμεσα στον φασιστικό άξονα και τις δυτικές αστικές δημοκρατίες δεν αφορά το κομμουνιστικό κίνημα, ή ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να εμπλακεί σε αυτόν.

Αυτά είναι σημερινά φρούτα και σημερινά “κατορθώματα” που σπαταλούν ανέξοδα ένα τεράστιο κεφάλαιο και υπογραμμίζουν την ανάγκη να βρεθούν δυνάμεις να ξανασηκώσουν την Κόκκινη Σημαία που ορισμένοι παράτησαν.

Ο εθνικός διχασμός του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου

Το ΟΧΙ συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται με τον μανδύα της ενότητας και της ομοψυχίας. Ενωμένοι οι Έλληνες κάνουν θαύματα και λοιπά κλισέ. Ωστόσο η 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η εναρκτήρια στιγμή ενός οργανικού και βαθύτατου διχασμού που όρισε την ελληνική κοινωνία με οξύ τρόπο σε όλη τη δεκαετία του 40 με τις τρεις ένοπλες εξεγέρσεις (Αντίσταση, Δεκέμβρης, Εμφύλιος) και τη χαρακτήρισε για πολλές δεκαετίες μετέπειτα. 

Πώς γίνεται το “εθνικό”, “ομόψυχο”, “ενωτικό” ΟΧΙ του 1940 να οδηγεί σε τόσο βαθύ διχασμό;

Δεν θα μας το απαντήσουν ούτε τα σχολικά βιβλία, ούτε οι σημερινές πανηγυρικές δηλώσεις των παραγόντων της πολιτικής και της πολιτείας. 

Το 1940 η αστική τάξη της χώρας και ο πολιτικός της κόσμος είναι βαθιά διχασμένοι ανάμεσα στις εκλεκτικές τους συγγένειες με το φασιστικό άξονα και στην υποχρέωσή τους να ενταχθούν στο γεωστρατηγικό και πολεμικό στρατόπεδο της μεγάλης προστάτιδας δύναμης, της Αγγλίας. Οι επιλογές έχουν γίνει ήδη εκατό χρόνια και πλέον νωρίτερα. Η ελληνική άρχουσα τάξη θα βρίσκεται στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και αυτή η κατεύθυνση δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί ποτέ, ακόμα και τότε που σημαντική  μερίδα της εξουσίας (Παλάτι) θελήσει να αλλάξει τον προσανατολισμό οδηγώντας στον Εθνικό Διχασμό του 1915-1917. Το καθεστώς Μεταξά μπορεί να ανακαλύπτει τη γοητεία του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, αλλά δεν παύει να είναι δικτατορία της αστικής τάξης και δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τις στρατηγικές της επιλογές. 

Η αστική τάξη θα πει ΟΧΙ στον φασιστικό άξονα, αλλά θα το πει έτοιμη να συνθηκολογήσει στη νέα πραγματικότητα της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας του Τρίτου Ράιχ, βουτηγμένη στο χυδαίο πραγματισμό της δικής της επιβίωσης, ανεξαρτήτως της επιβίωσης της χώρας. Η ευκαμψία και η προσαρμοστικότητά της να υπηρετεί κάθε είδους μεγάλη δύναμη, ανεξαρτήτως αρχών και πεποιθήσεων, είναι παροιμιώδης. 

Το ΟΧΙ της άρχουσας τάξης αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά της συμφέροντα, ευθυγραμμίζεται με την προστάτιδα δύναμή της, την Αγγλία που ως εκείνη τη στιγμή είναι ο βασικός αντίπαλος του Άξονα. Έχει κυρίως να  να κάνει με τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και όχι με τις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. 

Από τη μια λοιπόν η ελληνική αστική τάξη, ο πολιτικός της κόσμος, το Παλάτι και το καθεστώς Μεταξά, λένε το ΟΧΙ. Δηλαδή δεν λένε ακριβώς ΟΧΙ, καθώς, παρά την εθνική μυθολογία της 28ης Οκτωβρίου, η απάντηση του Μεταξά ήταν το παθητικό συμπέρασμα που διατυπώνει ένας παρατηρητής των γεγονότων: “alors, c’est la guerre”.

Από την άλλη, το ΚΚΕ, δια στόματος του γραμματέα του, Ν.Ζαχαριάδη, έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας, διατρανώνει λίγες ώρες αργότερα, ένα στεντόρειο και ισχυρό ΟΧΙ. “O κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα”: η διατύπωση στο περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη κρύβει πολύ μεγαλύτερη δύναμη, αποφασιστικότητα, εθνική αξιοπρέπεια και βούληση για αγώνα και αντίσταση από την ξεψυχισμένη αντίδραση της αστικής τάξης. 

Το τσακισμένο από τις συλλήψεις, τις εξορίες, τον χαφιεδισμό και τα βασανιστήρια, ΚΚΕ, έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα να προσανατολιστεί σωστά, να συμβαδίσει με το λαϊκό αίσθημα, να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της χώρας. Ακόμα και τότε, που η ΕΣΣΔ είναι ακόμα αμέτοχη στον πόλεμο, τηρώντας το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ για να κερδίσει χρόνο μπροστά στην αναπόφευκτη χιτλερική εισβολή, οι Έλληνες κομμουνιστές ζητούν από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσα από τις φυλακές και από τις εξορίες να σταλούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Και όταν, μήνες αργότερα, με τη γερμανική πλέον εισβολή, το μέτωπο καταρρέει, οι κομμουνιστές θα πάρουν τη θέση τους στην ηγεσία του λαού, επικεφαλής, εμπνευστές, πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, χύνοντας ποταμούς αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας, την ώρα που η “φυσική ηγεσία” της χώρας, το Παλάτι και ο αστικός πολιτικός κόσμος παριστάνουν την κυβέρνηση από το Κάιρο. 

Η 28η Οκτωβρίου μπορεί να αποτυπώνει έναν παλλαϊκό κι πανεθνικό ξεσηκωμό υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική εισβολή, αλλά την ίδια στιγμή καταγράφει τη διαφορετική ποιότητα και βάθος του ΟΧΙ που είπε η άρχουσα τάξη και του ΟΧΙ που είπε το κομμουνιστικό κίνημα. 

Αυτή ακριβώς η διαφορετική ποιότητα εξηγεί τις αποκλίνουσες πορείες της Αριστεράς και της Δεξιάς κατά τη δεκαετία του 40. 

Το ένα ΟΧΙ οδηγεί στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στην ΕΠΟΝ. 

Το άλλο ΟΧΙ οδηγεί στη συνθηκολόγηση, στη λιποταξία, στη δραπέτευση στη Μέση Ανατολή ή και στη συνεργασία με τον κατακτητή.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο πόλεμος

Το antapocrisis.gr αναδημοσιεύει ένα αναλυτικό άρθρο του Γιάννη Σκαλιδάκη για τη στάση του ΚΚΕ κατά τον αντιφασιστικό πόλεμο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Το κείμενο αυτό αναδεικνύει τις διεθνείς και ελλαδικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η θέση του ΚΚΕ για την ιταλική εισβολή, που ήταν και η απαρχή της εποποιίας του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στάθηκε συνεπές στην πάλη του ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο από την αρχή της εμφάνισης του φασιστικού φαινομένου μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και φυσικά κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου συντάχθηκε με τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη μετωπική δράση ενάντια στο φασισμό και σταδιακά προσάρμοσε τη γραμμή του και τη δράση του προς αυτήν την κατεύθυνση κάνοντας βασικό στοιχείο της πολιτικής του τη δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά απέβη σκληρό χτύπημα για το ΚΚΕ με αποδιοργάνωση των οργανώσεών του σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά όμως κατάφερε να παραμείνει σε μια σωστή γραμμή υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας, με απόληξη την κατεύθυνση που έδινε το γράμμα Ζαχαριάδη για τη στάση απέναντι στην ιταλική επίθεση, στάση που οδήγησε και στη δημιουργία του ΕΑΜ στην Κατοχή. Και αυτό παρά τις απίστευτες αντιξοότητες που προκάλεσε η διάβρωση του κόμματος από τις υπηρεσίες ασφαλείας της δικτατορίας αλλά και τις στροφές στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας τμήμα παρέμενε το ΚΚΕ, στροφές που οφείλονταν στην επιλογή της Σοβιετικής Ένωσης να συνάψει σύμφωνο μη επίθεσης με τη χιτλερική Γερμανία το καλοκαίρι του 1939. Κατά κάποιο τρόπο, η εσωτερική κρίση του ΚΚΕ και το βραχυκύκλωμα των διαύλων επικοινωνίας του με την Διεθνή το προστάτευσε πολιτικά, αν μπορούμε να το θέσουμε έτσι, από την γενικότερη κρίση που μάστισε τα κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως την περίοδο 1939-1941.

Στηριγμένο στις πρότερες εκτιμήσεις της Διεθνούς εναντίον του φασισμού, που είχαν γίνει για χρόνια κτήμα των στελεχών του, το ΚΚΕ και ειδικά ο γενικός του γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης κατάφεραν να προσανατολιστούν σωστά στη θυελλώδη πρώτη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό παρά τις αντιφάσεις και τις διαφορετικές αποχρώσεις στις εκτιμήσεις που έβγαιναν από τα διάφορα κατακερματισμένα καθοδηγητικά κέντρα του κόμματος. Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να εξιστορήσουμε την πορεία αυτή του ΚΚΕ κυρίως από τα επίσημα κείμενά του και τη στάση των καθοδηγητικών στελεχών του. Δεν θα πρέπει όμως να διαφύγει στον αναγνώστη πως πέρα από την «επίσημη» αυτή ιστορία, υπήρχε η ζωντανή ιστορία των αγώνων και θυσιών των μελών και οπαδών του κόμματος που κράτησαν ψηλά τη σημαία της αντίστασης στο φασισμό και στην εγχώρια εκδοχή του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά-Γεωργίου Β΄, συνέπλευσαν και στήριξαν το λαϊκό αίσθημα απόκρουσης της επίθεσης του ιταλικού φασισμού και εντέλει πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του μεγαλειώδους κινήματος Αντίστασης ενάντια στην κατοχή της χώρας από τον Άξονα.

Η πολιτική του ΚΚΕ στο μεσοπόλεμο ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο

Το ξετύλιγμα του μίτου της μετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ ξεκινά από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1934. Σε αυτήν πήραν μέρος, εκτός από τον Νίκο Ζαχαριάδη, και οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές του μετέπειτα εαμικού εγχειρήματος, μεταξύ άλλων οι Γιάννης Ζέβγος, Γιάννης Ιωαννίδης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος, Γιώργης Σιάντος, Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το σώμα αυτό έμεινε γνωστό για την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και τον καθορισμό του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως «αστικοδημοκρατικού χαραχτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Έμπαινε δε ως καθήκον της πολιτικής δράσης του κόμματος η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο.[1]

Ο Χίτλερ βρισκόταν ήδη στην εξουσία από τις αρχές του 1933 και ο φασισμός σε άνοδο στην Ευρώπη, όταν προσδιορίστηκε ως «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο σωβινιστικών, πιο αντιδραστικών και πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» από την 13η Ολομέλεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς το φθινόπωρο του 1933. Στο 14ο συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1934 επισημάνθηκε ο κίνδυνος για την ειρήνη από την άνοδο του φασισμού ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου μαζικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα σε Παρίσι και Βιέννη ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες ενάντια στις προσπάθειες φασιστικού πραξικοπήματος και στις δυνάμεις του Ντόλφους αντίστοιχα.[2]

Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιήθηκε η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ βαθμιαία και με αντιφάσεις θα προσπαθήσει να εφαρμόσει στην πράξη τακτικές μετωπικής πολιτικής, που αρχικά θα έρθουν σε αντίθεση με τη στρατηγική του, που παρέμενε η εργατοαγροτική επανάσταση στην Ελλάδα και η δημιουργία εργατοαγροτικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το σύνθημα του 5ου συνεδρίου του ΚΚΕ που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1934.[3] Η πορεία προς τον φασισμό στην Ελλάδα και η ανάγκη οργάνωσης ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου τονίζονταν στις αποφάσεις του συνεδρίου.[4] Η τακτική του ενιαίου μετώπου έπρεπε να γίνει «από τα κάτω», μέσα στα συνδικάτα και με τη διάλυση «της μαζικής βάσης του σοσιαλφασισμού».[5] Μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και η καθαρή αλλαγή της θέσης του ΚΚΕ όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα, κυρίως με την εγκατάλειψη του συνθήματος περί ανεξάρτητης Μακεδονίας και την προβολή της θέσης για εθνική ισοτιμία των μειονοτήτων. Το εθνικό ζήτημα θα γινόταν έκτοτε βασική παράμετρος της πολιτικής του ΚΚΕ μέσα από την προβολή της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο δε Νίκος Ζαχαριάδης στις Θέσεις του για την ιστορία του ΚΚΕ, το 1939, δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την ανάγκη Εθνικού Μετώπου.

Το ΚΚΕ, έχοντας υπόψη του και το σύμφωνο ενότητας δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1934, άρχισε σταδιακά να αλλάζει τη ρητορική του που μέχρι τότε καθοριζόταν από την αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία («σοσιαλφασισμός») και τις μεταρρυθμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ήδη, πριν το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η Εκτελεστική της Επιτροπή είχε επικροτήσει την πολιτική του ΚΚ Γαλλίας και προσανατόλιζε τα κομμουνιστικά κόμματα προς μια διεύρυνση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Μια αρχική συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ (Μ. Τατασόπουλος), το Αγροτικό Κόμμα (Α. Τανούλας, Α. Βογιατζής, Ε. Παγούρας), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρ. Σωμερίτης), το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γ. Πυρπασόπουλος), τη ΓΣΕΕ (Ι. Καλομοίρης), την Ενωτική ΓΣΕΕ (Γ. Σιάντος) και τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (Γ. Λάσκαρης) επιτεύχθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1934. Προέβλεπε δε κοινό αγώνα μέσω κοινών συγκεντρώσεων ενάντια σε κάθε φασιστικό πραξικόπημα, αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών τους σε περίπτωση φασιστικής επίθεσης αλλά και την προετοιμασία μιας γενικής απεργίας.

Την 1η Μαρτίου 1935 θα εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα Πλαστήρα. Το ΚΚΕ, που είχε καταγγείλει το πραξικόπημα μέσω του Ριζοσπάστη, με απόφαση της 3ης Ολομέλειας στις 23 Μαρτίου, επέμενε στην αναγκαιότητα του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου αλλά κατήγγειλε τους μέχρι τότε συμμάχους του ότι υποστήριξαν άλλοι το κίνημα Πλαστήρα και άλλοι τη «φασιστική τριανδρία Κονδύλη, Μεταξά, Δουσμάνη».[6] Μετά την κατάπνιξη του κινήματος, η κυβέρνηση των Λαϊκών προέβη σε μεγάλης έκτασης διώξεις που περιλάμβαναν τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ καθώς και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ΚΚΕ περιχαρακώθηκε και πάλι. Ενόψει των εκλογών της 9ης Ιουνίου 1935, προέβαλε το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Αγροτών» (ΕΜΕΑ) με σύνθημα όμως τη «Σοβιετική Ελλάδα» και απέρριψε αυτή τη φορά το ίδιο προτάσεις προεκλογικής συνεργασίας τόσο από τον Κώστα Γαβριηλίδη του ΑΚΕ όσο και από τον Γεώργιο Παπανδρέου.[7] Στις εκλογές αυτές, από τις οποίες απείχαν τα βενιζελικά και δημοκρατικά κόμματα, το ΕΜΕΑ πήρε 98.699 ψήφους (9,59%) αλλά λόγω εκλογικού συστήματος δεν εξέλεξε βουλευτές.

Μετά τις εκλογές αυτές, το ΚΚΕ έθεσε το ζήτημα δημιουργίας αντιφασιστικού-δημοκρατικού συνασπισμού. Η Κεντρική Επιτροπή στη σχετική απόφαση ανέφερε πως «το Κόμμα πρέπει θαρραλέα να προχωρήσει στην πραγματοποίηση [του συνασπισμού] χτυπώντας κάθε σεχταρισμό που στο όνομα της “αριστερής” αδιαλλαξίας και με πρόσχημα της προφύλαξης του Κόμματος από τον οπορτουνισμό το εμποδίζει να σταθεί η πρωτόβουλη και ηγεμόνα δύναμη στην αντιφασιστική-δημοκρατική συγκέντρωση των δυνάμεων του λαού».[8] Στις 5 Ιουλίου με ανοιχτό γράμμα προς τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, το Σοσιαλιστικό και το Αγροτικό Κόμμα, άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις και επιτροπές, το ΚΚΕ ζήτησε την άμεση συγκρότηση πανελλαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού ενάντια στον φασισμό και τη μοναρχική παλινόρθωση.[9]

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 25 Ιουλίου έως τις 21 Αυγούστου 1935 με 510 αντιπροσώπους, 371 με αποφασιστική ψήφο και 139 με συμβουλευτική ψήφο.[10] Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ αποτελέστηκε από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.[11] Το συνέδριο αυτό ασχολήθηκε με το φαινόμενο του φασισμού και έδωσε την κλασική διατύπωση για τη φύση του:

Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου […] Ο γερμανικός φασισμός παρουσιάζεται σαν η πολεμική γροθιά της διεθνούς αντεπανάστασης, σαν ο κύριος εμπρηστής του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το Συνέδριο προώθησε τη δημιουργία Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, που ήταν πιθανό σε ορισμένες χώρες να φτάσουν στην εξουσία. Αναπτύχθηκε η αντίληψη της «αμοιβαίας σχέσης της πάλης υπέρ της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι η επαναστατική διαδικασία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες δεν θα προχωρούσε με άμεση σοσιαλιστική επανάσταση αλλά μέσω του σταδίου της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης.[12]

Όσον αφορά τον πόλεμο, τονίστηκε ότι αυτός από τον χαρακτήρα του θα ήταν ιμπεριαλιστικός και λόγω της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης θα μετατρεπόταν σε αντεπαναστατικό, αντισοβιετικό πόλεμο:

Για κανένα δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο ετοιμαζόμενος πόλεμος ακόμα και αν αρχίσει σαν πόλεμος μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είτε σαν πόλεμος κάποιας μεγάλης δύναμης εναντίον μιας μικρής χώρας, αναπότρεπτα θα έχει την τάση να οδηγηθεί και αναπότρεπτα θα εξελιχθεί σε πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.[13]

Η ανάλυση της κατάστασης στην Ευρώπη καθόριζε την τακτική του κομμουνιστικού κινήματος και, όπως σημείωνε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, για τις μικρές χώρες αλλά και υπό ορισμένες συνθήκες και για μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, «το καθήκον της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας ενάντια στη φασιστική επιδρομή προτάσσεται του καθήκοντος της χρησιμοποίησης της πολεμικής κρίσης για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης». Όπως το διατύπωνε η Διεθνής:

Συγκεντρώνουμε τα πυρά μας ενάντια στο γερμανικό φασισμό που αποτελεί τον κύριο εμπρηστή του πολέμου στην Ευρώπη. Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις διαφορές που υπάρχουν στις θέσεις ορισμένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε έντεχνα προς το συμφέρον της ειρήνης, χωρίς να ξεχνούμε ούτε λεπτό την αναγκαιότητα να κατευθύνουμε το χτύπημα ενάντια στον εχθρό στη δική μας χώρα, ενάντια στο «δικό μας» ιμπεριαλισμό.[14]

Οι προσπάθειες για Παλλαϊκό Μέτωπο

Μετά την ολοκλήρωση του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς, συνήλθε η 4η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 1935. Το σώμα αυτό ενέκρινε τις θέσεις του 7ου συνεδρίου και προσάρμοσε τις θέσεις του όσον αφορά την αντιμετώπιση του φασισμού. Προκρίθηκε η αποκατάσταση του ενιαίου μετώπου όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Το φασισμό και τη μοναρχία θα απέτρεπε η δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου «της ελευθερίας και δημοκρατίας», στο οποίο χωρούσαν πλέον όχι μόνο τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα και οργανώσεις αλλά και όλα τα άλλα κόμματα, όπως οι Φιλελεύθεροι, που αναφέρονται συγκεκριμένα, σε μια «ελάχιστη δημοκρατική-αντιφασιστική βάση». Το ΚΚΕ θα υποστήριζε μια δημοκρατική-αντιφασιστική κυβέρνηση στην ελάχιστη βάση της αποκατάστασης όλων των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, του χτυπήματος του φασισμού και μοναρχισμού, της γενικής αμνηστίας και της προκήρυξης ελεύθερων εκλογών με αναλογική.[15]

Όσον αφορά το ζήτημα της φασιστικής απειλής, το ΚΚΕ διακήρυττε πως «μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής (λ.χ. από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας), απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον του την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, για να κατακτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης […]. Το ΚΚΕ στον αγώνα αυτόν θα συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και κόμματα, που θα παλαίψουν πραγματικά για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία».[16]

Πράγματι, το ΚΚΕ απευθύνθηκε σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα πριν το δημοψήφισμα-παρωδία του Κονδύλη προτείνοντας τη μεταξύ τους συνεννόηση και τη συγκρότηση κοινής πανελλαδικής επιτροπής αγώνα.[17] Μάλιστα, μετά και τις εξελίξεις του Σεπτεμβρίου οπότε η χώρα κυβερνιόταν ουσιαστικά δικτατορικά από τον Κονδύλη με παραμερισμό του πρωθυπουργού Τσαλδάρη και η παλινόρθωση φαινόταν να είναι επί θύραις, οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αντιμοναρχικό μέτωπο με τον τίτλο Πανδημοκρατική Ένωση. Ωστόσο τα γεγονότα πρόλαβαν το υπό σχηματισμό μέτωπο αυτό καθώς στις 10 Οκτωβρίου ο Τσαλδάρης ανατράπηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση Κονδύλη με πραξικοπηματική κατάργηση της Δημοκρατίας, επαναφορά του Συντάγματος του 1911 και προκήρυξη δημοψηφίσματος για την παλινόρθωση στις 3 Νοεμβρίου.[18]

Τις εξελίξεις στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο ερμήνευε από τη σκοπιά του ο «αντιβασιλιάς» Κονδύλης στο όνομα του «βενιζελοκομμουνισμού», προχωρώντας σε ευρείας κλίμακας καταστολή με διώξεις και εκτοπίσεις, εκβιάζοντας την αποχή των δημοκρατικών κομμάτων από το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, το οποίο με εξόφθαλμη νοθεία επανέφερε το Γεώργιο με ποσοστό 98%.[19] Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως προχώρησαν οι μετωπικές πολιτικές του ΚΚΕ που δεν απέτρεψαν μεν την παλινόρθωση αλλά το έφεραν πιο κοντά πολιτικά με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα διαμορφώνοντας και τα όρια που θα καθορίσουν και τις πολιτικές συνεργασίες που θα αποτυπωθούν στην Κατοχή με το ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ. Το ΚΚΕ πρότεινε τη δημιουργία αντιδικτατορικού μετώπου που θα συμπεριλάμβανε και το τμήμα του Λαϊκού Κόμματος που ακολουθούσε τον Τσαλδάρη και τους 22 βουλευτές του που τάσσονταν κατά της μοναρχίας. Έγιναν διαπραγματεύσεις με το Φιλελεύθερο και το Προοδευτικό Κόμμα και σχηματίστηκε συντονιστική επιτροπή με τη συμμετοχή του Καφαντάρη για το Προοδευτικό Κόμμα και του Ν. Ασκούτση, που θα στελεχώσει αργότερα την ΠΕΕΑ, για τους Φιλελεύθερους. Συμμετείχαν επίσης ο Γ. Παπανδρέου και ο Παπαναστασίου καθώς και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα δύο Αγροτικά Κόμματα (Τανούλα-Βογιατζή και Σοφιανόπουλου-Γαβριηλίδη).[20] Το ΚΚΕ, κατά την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, είχε να αντιμετωπίσει τις συνεχείς υπαναχωρήσεις των συμμάχων του, ειδικά εκείνων από το χώρο των Φιλελευθέρων που όψιμα είχαν αποκτήσει επικοινωνία με το ΚΚΕ. Αυτοί δέχονταν και τις πιο έντονες πιέσεις από τον υπόλοιπο αστικό κόσμο που έπαιζαν το χαρτί του αντικομμουνισμού. Με βάση αυτή τη ρητορική, η συνεργασία με το ΚΚΕ ήταν εθνική προδοσία, «βενιζελοκομμουνιστική συνομωσία».

Το ΚΚΕ επέμεινε στη νέα γραμμή του, την οποία επαναβεβαίωσε και στο 6ο Συνέδριο του που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1935. Στο συνέδριο αυτό τονιζόταν ο άμεσος κίνδυνος του πολέμου που απειλούσε την Ελλάδα, κυρίως από την Ιταλία και τονιζόταν πως:

Το Κόμμα μας αν και πιστεύει ότι μια τελική εξάλειψη κάθε κινδύνου πολέμου μπορεί να γίνει μόνο με τη συντριβή της εξουσίας του κεφαλαίου, που αποτελεί την πηγή των πολέμων, εν τούτοις πάνω στη βάση της πάλης για την ειρήνη και την υπεράσπιση της χώρας από κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση και κατάχτηση, πρωτοστατεί στην πραγματοποίηση ενιαίου μετώπου με όλα τα κόμματα και οργανώσεις που δέχονται τη βάση της πάλης αυτής.[21]

Λίγες ημέρες πριν την κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά, στις 22 Ιουλίου 1936 υπογράφηκε συμφωνητικό για τη δημιουργία Λαϊκού Μετώπου πάλης εναντίον του φασισμού, για την υπεράσπιση και ανάπτυξη της δημοκρατίας, ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο Αγροτικό Κόμμα υπό τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο.[22] Η δικτατορία Μεταξά θα ανέκοπτε βίαια την πολιτική ζωή και θα καταδίωκε ιδιαίτερα τον προοδευτικό χώρο και ειδικά τους κομμουνιστές. Οι μετέπειτα συναγωνιστές στο ΕΑΜ θα συνευρίσκονταν πλέον στις εξορίες και τις φυλακές μέχρι την κήρυξη του πολέμου.

Η δικτατορία Μεταξά και η πρόσληψη του πολέμου από το ΚΚΕ

Η δικτατορία Μεταξά προέβη σε πρωτοφανείς, ακόμα και για την Ελλάδα του μεσοπολέμου, πολιτικές διώξεις που εκτείνονταν σε όλο το πολιτικό φάσμα. Την τιμητική του είχε φυσικά το ΚΚΕ. Με τις διαβόητες μεθόδους του Μανιαδάκη, – φυλακές και εξορίες, ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, ρετσινόλαδο και πάγος– εξαπολύθηκε ένα πογκρόμ όχι μόνο ενάντια στα στελέχη και τα μέλη του κόμματος με τις οικογένειες τους αλλά και στους οπαδούς, φίλους και συμπαθούντες. Το περίφημο εύρημα του πολυμήχανου υπουργού Ασφαλείας ήταν οι δηλώσεις μετανοίας, με τις οποίες προσδοκούσε να διαλύσει τον οργανωτικό ιστό του ΚΚΕ και να εξευτελίσει τα θύματά του. Ο υπερβάλλων ζήλος βέβαια των οργάνων του καθεστώτος οδήγησε σε μια βιομηχανία δηλώσεων, που παρουσίαζε ένα ΚΚΕ στελεχωμένο με δεκάδες χιλιάδες μέλη, πράγμα που δεν ήταν στις αρχικές επιδιώξεις του εμπνευστή τους. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν μια πραγματική λαίλαπα για το ΚΚΕ με το σύνολο σχεδόν των στελεχών του στα χέρια της δικτατορίας. Η καρδιά του κόμματος θα χτύπαγε πλέον στην Ακροναυπλία, στον Άη Στράτη, στις φυλακές και τους υπόλοιπους τόπους εξορίας.

Ως τον Νοέμβριο του 1936 είχαν συλληφθεί πάνω από 1.000 μέλη και στελέχη και ανάμεσά τους ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Γιώργος Σιάντος (που θα δραπετεύσει και θα ξανασυλληφθεί), ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο Κώστας Θέος. Άλλα στελέχη που κατόρθωσαν να διαφύγουν, συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 1938 –ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Βασίλης Νεφελούδης, ο Στυλιανός Σκλάβαινας και άλλα 80 μέλη και στελέχη, ανάμεσά τους και ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος που θα πεθάνει από τα βασανιστήρια στη φυλακή της Κέρκυρας. Με το τελευταίο αυτό χτύπημα άρχισε και η πλήρης αποδιοργάνωση του ανώτερου επιπέδου του κόμματος που θα καταλήξει σε δύο διαφορετικές καθοδηγήσεις με διαφορετικές γραμμές σκορπίζοντας σύγχυση στη βάση. Από την καθοδήγηση που απέμεινε και αποτελούνταν από ένα μόνο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Σιάντο και τρία μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τους Νίκο Πλουμπίδη, Γρηγόρη Σκαφίδα και Δημήτρη Παπαγιάννη, θα συλληφθούν επίσης όλοι εκτός από τον τελευταίο, ο Πλουμπίδης τον Μάιο και οι Σιάντος-Σκαφίδας τον Νοέμβριο του 1939. Οι εποχές όμως είχαν αλλάξει επίσης. Στις 23 Αυγούστου 1939 είχε υπογραφεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και την 1η Σεπτεμβρίου είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ευρώπη με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία.

Μέσα στη δικτατορία πραγματοποιήθηκαν τρεις ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η 3η τον Φεβρουάριο του 1937, η 4η τον Αύγουστο του 1937 και η 5η τον Φεβρουάριο του 1939. Ανάμεσα στα σώματα αυτά και ειδικά ανάμεσα στα δύο πρώτα και στο τρίτο η πορεία προς τον πόλεμο ήταν ραγδαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τον Μάρτιο του 1938 θα πραγματοποιηθεί η βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους θα υπογραφεί η Συμφωνία του Μονάχου ανάμεσα στη Γερμανία και τις Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, με την οποία οι δεύτερες έδιναν τη συγκατάθεσή τους για την κατάληψη μέρους της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Τον Φεβρουάριο του 1939 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας θα αναγνωρίσουν το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και θα διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας.

Από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά, το ΚΚΕ συμπέραινε πως η Ελλάδα είχε προσδεθεί στο άρμα του γερμανικού φασισμού. Η 3η Ολομέλεια ανέφερε πως η δικτατορία είχε μετατρέψει τη χώρα σε στρατηγικό στήριγμα του φασισμού και είχε αναλάβει να παίξει το ρόλο του χιτλερικού χωροφύλακα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.[23] Προέτασσε δε την ανάγκη συγκρότησης Λαϊκού Μετώπου για το διώξιμο της δικτατορίας Μεταξά και πρότεινε το σχηματισμό προσωρινής αντιδικτατορικής κυβέρνησης για την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Λίγους μήνες μετά, η 4η Ολομέλεια ήταν στην ίδια γραμμή αλλά σε αυτήν έμπαινε πιο επιτακτικά το πρόβλημα του πολέμου. Το διώξιμο του Μεταξά και η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας ήταν επίσης «εγγύηση για την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Ελλάδας». Όπως σημειώνει ο Θανάσης Χατζής, οι αναλύσεις της εποχής επηρεασμένες από το εξωτερικό τυπικό της δικτατορίας και τις οικονομικές σχέσεις του καθεστώτος με τη Γερμανία, τοποθετούσαν μονόπλευρα τον Μεταξά στο πλευρό του Χίτλερ και του Μουσολίνι παραβλέποντας τις σχέσεις με τον βρετανικό παράγοντα.[24] Πράγματι στο Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μετά την 4η Ολομέλεια αναλυόταν με τον τρόπο αυτό η στάση «ουδετερότητας» που διατυμπάνιζε το καθεστώς Μεταξα:

Πρέπει να πάσχει κανείς από αθεράπευτη πολιτκή μυωπία είτε από πλήρη άγνοια των πραγματικών γεγονότων για να μη δει το ξεπούλημα και το οριστικό δέσιμο της Ελλάδας στον άξονα Βερολίνου-Ρώμης και το γκρεμό όπου σέρνεται με μαθηματική ακρίβεια ο τόπος. Οι διαβεβαιώσεις του Μεταξά ότι η Ελλάδα δεν απομακρύνεται απ’ τις πατροπαράδοτες φιλίες της, έχουν τόση αξία, όση αξία είχαν και οι δηλώσεις του ότι δε θα παρεκλίνει απ’ τον κοινοβουλευτισμό στις παραμονές του πραξικοπήματός του κατά της λαϊκής κυριαρχίας. Ούτε η πολιτική της ουδετερότητας που ετοιμάζεται να λανσάρει η δικτατορία είναι δυνατό ν’ απατήσει κανένα. Κάτω από τη μάσκα της “ουδετερότητας” κρύβεται η ίδια χιτλερομουσσολινική πολιτική του Μεταξά, που σήμερα ακόμα δεν τολμάει ανοιχτά να εκδηλωθεί κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας.[25]

Όταν συνήλθε η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, τον Φεβρουάριο του 1939, η απειλή του πολέμου ήταν πολύ πιο άμεση. Στην απόφαση της Ολομέλειας καταδικαζόταν η Συμφωνία του Μονάχου, ότι «εκφράζει τη θέληση του μεγάλου αγγλογαλλλικού κεφαλαίου να συμβιβαστεί με το φασιστικό άξονα αφίνοντας σ’ αυτόν ελεύθερο πεδίο δράσης σε βάρος των μικρών κρατών και της Σοβιετικής Ένωσης». Μπροστά στη γενικευμένη απειλή του παγκοσμίου πολέμου, το ΚΚΕ διακήρυττε πως αγωνιζόταν για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας. Έβαζε όμως μια παράμετρο, που θα προκαλούσε την αντίδραση της Κομμουνιστικής Διεθνούς –διακήρυττε πως ο μεγαλύτερος εχθρός της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας βρισκόταν στην Αθήνα και ήταν η «μοναρχοφασιστική δικτατορία».[26]

Ο άμεσος όμως κίνδυνος του πολέμου που έγινε χειροπιαστός με την εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939 έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη του ΚΚΕ για συγκεκριμένες θέσεις και έδειξε τα κενά στα συμπεράσματα της 5ης Ολομέλειας. Στις 10 Απριλίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εξέδωσε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό και το στρατό. Σε αυτήν τονιζόταν πως η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα της χώρας κινδύνευαν άμεσα, αλλά επέμενε πως ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν η «βασιλομεταξική δικτατορία» και καλούσε τους εφέδρους να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον της. Ο Σιάντος στην 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942 αποκάλυψε πως ο Ζαχαριάδης είχε στείλει μήνυμα από τις φυλακές της Κέρκυρας στην καθοδήγηση του κόμματος παρατηρώντας πως για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας το ΚΚΕ μπορούσε να συμπράξει και με αυτόν ακόμα τον Μεταξά ζητώντας ορισμένες προϋποθέσεις (λαϊκές ελευθερίες) που θα βοηθούσαν στην ενότητα και μαχητικότητα του λαού. Αλλά, σύμφωνα με ένα άλλο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Δημήτρη Παπαγιάννη, και ο ίδιος ο Σιάντος, πριν την υπόδειξη του Ζαχαριάδη και τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που θα δούμε παρακάτω, είχε αποφασίσει πως έπρεπε να αλλάξει η γραμμή του κόμματος. Όπως παρατήρησε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, αυτήν την αντίληψη ανέπτυξε περαιτέρω ο Ζαχαριάδης στις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ» που συνέταξε τον Ιούνιο του 1939, στον πρόλογο των οποίων ανέφερε:

Ο φασισμός είναι άμεσος εχθρός μας εξωτερικά, γιατί απειλεί την ακεραιότητα και ανεξαρτησία, και εσωτερικά, γιατί μας θέλει είλωτες, δηλαδή μας θέλει και μας κάνει ανίκανους να υπερασπίσουμε τη λευτεριά μας εσωτερικά και εξωτερικά.

Και ο λαός θα είχε σαρώσει την πανούκλα της τετάρτης Αυγούστου, αν η απειλή του Μουσολίνι-Χίτλερ δε συγκέντρωνε όλη την προσοχή του. Περνάμε στιγμές δύσκολες. Και τις δυσκολίες αυτές μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνο ένα εθνικό μέτωπο.

Το εθνικό μέτωπο θα συγκεντρώσει όλους που καταλαβαίνουν ότι μόνο μια πραγματική εσωτερική ενότητα θα επιτρέψει την πανελλαδική παλλαϊκή πανστρατιά, που με τη βοήθεια του παγκόσμιου αντιφασισμού, θα χαλάσει τα σχέδια του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Μια τέτοια εσωτερική ενότητα είναι δυνατή μονάχα αν αποκατασταθεί εσωτερικά η λαϊκή λευτεριά και αν εξυπηρετηθεί το πραγματικό λαϊκό συμφέρον.

Σύμφωνα με τον Παπαπαναγιώτου, αυτές οι διατυπώσεις ήταν το προανάκρουσμα του γράμματος Ζαχαριάδη και κατέτασσαν το ΚΚΕ στις πιο προωθημένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος ως προς την αντίληψη του εθνικού μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού.[27]

Οι σχέσεις Κομμουνιστικής Διεθνούς και ΚΚΕ

Το ΚΚΕ από τα πρώτα βήματά του συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή και από το 1924, στο 3ο (έκτακτο) συνέδριό του μετονομάστηκε από «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό)» σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς» (ΚΚΕ – ΕΤΚΔ). Όντως η Διεθνής έλεγχε και καθοδηγούσε το κόμμα, με πιο γνωστή περίπτωση παρέμβασης την Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ τον Νοέμβριο του 1931 «Προς τα μέλη του ΚΚΕ» για το σταμάτημα της εσωκομματικής κρίσης και τον ορισμό νέου Πολιτικού Γραφείου με τριμελή γραμματεία από τους Νίκο Ζαχαριάδη, Νίκο Κωνσταντινίδη-Ασημίδη και Γιάννη Μιχαηλίδη. Οι σχέσεις όμως της Κομμουνιστικής Διεθνούς με το ελληνικό τμήμα της δεν ήταν γενικά και τόσο στενές, αν συγκριθούν π.χ. με τα αντίστοιχα βαλκανικά κόμματα. Οικοδομήθηκε σταδιακά μια αντίληψη ότι το ελληνικό κόμμα ήταν υποδεέστερο και υποτιμήθηκε ο ρόλος του στα πλαίσια των οργάνων της Διεθνούς. Η επικοινωνία μεταξύ της Διεθνούς και του ελληνικού της τμήματος δεν ήταν άμεση αλλά περνούσε μέσα από τη διαμεσολάβηση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και αργότερα των υπόλοιπων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων. Στα καθοδηγητικά όργανα της Διεθνούς (Εκτελεστική Επιτροπή, Γραμματεία, Προεδρείο) δεν συμμετείχαν ποτέ Έλληνες ως μόνιμα μέλη αλλά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ έπαιρναν μέρος διαδοχικά ως αντιπρόσωποι του ΚΚΕ στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ.[28]

Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά και τα απανωτά χτυπήματα στο καθοδηγητικό επίπεδο του ΚΚΕ έκαναν ακόμη πιο δύσκολη, έως απαγορευτική, την επαφή του κόμματος με τη Διεθνή και γενικότερα με το εξωτερικό. Η επαφή του ΚΚΕ με την Διεθνή την περίοδο εκείνη γινόταν μέσω της αντιπροσωπεία της Διεθνούς στο Παρίσι. Το μέλος του ΚΚΕ Δημήτρης Σακαρέλος (Ζωγράφος), που βρισκόταν στο Παρίσι από το 1934, αφότου δραπέτευσε από τις ελληνικές φυλακές, ορίστηκε στα τέλη του 1938 από την ΚΔ προσωρινός εκπρόσωπος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για την επαφή μεταξύ των δύο μερών.

Το καλοκαίρι του 1939 η ανασυγκροτημένη Κεντρική Επιτροπή από τους Σιάντο-Θέο πήρε ένα έγγραφο με οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Με ημερομηνία αποστολής 29 Ιουλίου 1939 (ένα περίπου μήνα πριν το γερμανικοσοβιετικό σύμφωνο) στάλθηκαν στον Σακαρέλο οι υποδείξεις της Διεθνούς. Σε αυτό το κείμενο, που λάμβανε υπόψη του τις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας, γινόταν κριτική διότι «τα συνθήματα του ΚΚΕ που προβάλλονται στην τωρινή κατάσταση, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΗ, δεν συμβάλλουν στην κινητοποίηση ενός πλατιού εθνικού μετώπου άμυνας εναντίον της ενισχυμένης απειλής επίθεσης εκ μέρους της Ιταλίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη». Η Διεθνής προσπάθησε να μετατοπίσει το κύριο βάρος των πυρών του ΚΚΕ από το καθεστώς Μεταξά στην φασιστική Ιταλία: «Ο βασικός εχθρός είναι ο άξονας Βερολίνο-Ρώμη, που στην Ελλάδα δρα κυρίως με την ιταλική πτέρυγα. Ο Μουσολίνι είναι ο σπουδαιότατος εχθρός, εναντίον του οποίου πρέπει να κινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός. Αλλά από το κομμάτι της απόφασης του ΚΚΕ, όπου τίθεται το ζήτημα της συμπεριφοράς των κομμουνιστών σε περίπτωση επιστράτευσης, προκύπτει ότι το ΚΚΕ θεωρεί “κύριο εχθρό της χώρας” τη δικτατορία, χωρίς να παίρνει υπόψη του την εξωτερική πολιτική του Μεταξά, τη στάση του προς τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ». Η κατάληξη των υποδείξεων προοιωνίζονταν το γράμμα Ζαχαριάδη: «Αν συμβεί να επιτεθούν κατά της Ελλάδας οι φασίστες επιδρομείς (Μουσολίνι, Χίτλερ) ενώ στην εξουσία βρίσκεται η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για να στρέψουμε εναντίον της τα όπλα, εάν αυτή θα αντισταθεί στους επιδρομείς. Εμείς θα μαχόμαστε με όλες τις δυνάμεις εναντίον του κύριου εχθρού, των φασιστικών στρατευμάτων που εισέβαλλαν στην Ελλάδα».[29] Όταν όμως συνέβη το ενδεχόμενο που αναφερόταν στις οδηγίες, είχε προηγηθεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο και είχε αλλάξει η γραμμή της Διεθνούς.

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και το κομμουνιστικό κίνημα

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, συνθήκη μη επίθεσης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση ήταν ένα γεγονός που συντάραξε την Ευρώπη, παρά τις επαφές των δύο κρατών και τις έμμεσες προειδοποιήσεις των Σοβιετικών προς τους Δυτικούς για το ενδεχόμενο αυτό. Το κύριο ζήτημα για τη Σοβιετική Ένωση ήταν η πάση θυσία αποφυγή σύναψης μιας οποιασδήποτε μορφής συμμαχίας μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης εναντίον της. Δεν ήταν αυτό ένα απίθανο ενδεχόμενο, αντιθέτως σε πολλές ευκαιρίες εκπρόσωποι των αρχουσών τάξεων των αστικών δημοκρατιών έδειχναν πως προτιμούσαν τη συνεννόηση με τη ναζιστική Γερμανία παρά με τους επάρατους μπολσεβίκους. Το ιδανικό σενάριο για αυτούς τους κύκλους ήταν μια επίθεση του Χίτλερ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Η Σοβιετική Ένωση είχε προσπαθήσει μάταια για μεγάλο χρονικό διάστημα να συνάψει συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον του Χίτλερ. Ακόμα όμως και μετά την παραβίαση της Συμφωνίας του Μονάχου από τους Γερμανούς, με την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχίας και την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβακίας, οι Αγγλογάλλοι δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να συγκρουστούν με τον Χίτλερ, τον οποίο ακόμα έβλεπαν σαν ένα αποδεκτό ανάχωμα στον κομμουνισμό. Σταθμίζοντας τα δεδομένα αυτά, οι Σοβιετικοί προχώρησαν σε συμφωνία με τους Γερμανούς καταφέρνοντας τουλάχιστον να καθυστερήσουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο. Επιτρέποντας δε στον Χίτλερ να επιτεθεί στην Πολωνία, ενέπλεκαν αμετάκλητα τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία σε έναν πόλεμο που εκείνες ήθελαν να στραφεί αποκλειστικά στην Ανατολή.[30] Η απόφαση αυτή των Σοβιετικών δεν ήταν χωρίς κόστος. Αλλά με βάση τις εκτιμήσεις τους για τις πιθανές εξελίξεις του πολέμου, ήταν διατεθειμένοι για να πετύχουν το βασικό τους στόχο, να υποστούν τις –δευτερεύουσες για εκείνους– συνέπειες.

Ένα μεγάλο ζήτημα που ανέκυψε ήταν η στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε σχέση με τις κρατικές επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης. Εξαρχής ήταν δεδομένο πως η υπεράσπιση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, του κέντρου του κομμουνιστικού κινήματος ήταν η προτεραιότητα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και φυσικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κεντρικό σύνθημα των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου. Αυτή η αντίληψη όμως συνεπαγόταν την απόλυτη συμφωνία της Διεθνούς με τις επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης και συνέπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια με τις επιλογές ενός συγκεκριμένου κράτους. Όπως ανέλυσε ο Γιάννης Χοντζέας, σταδιακά δημιουργήθηκε ένα «σύστημα», δηλαδή ένα σύνολο, άγραφων κατά κύριο λόγο, κανόνων και παραδόσεων που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα τμήματα της Διεθνούς και στο ουσιαστικό κέντρο που ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Το «σύστημα» αυτό, που αρχικά βοήθησε την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια, εξελίχτηκε σε μια παραμόρφωση της έννοιας της μονολιθικότητας σε υποταγή άνευ όρων σε ένα κέντρο, με οργανωτικές και πολιτικές παρενέργειες.[31]

Στην περίπτωση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου το αποτέλεσμα ήταν ότι μια αλλαγή στην πολιτική της Σοβιετικής, αλλαγή που σαφώς έπρεπε να έχει τα στοιχεία της πρωτοβουλίας άρα και του αιφνιδιασμού, έπρεπε να αλλάξει την πολιτική γραμμή και συνθηματολογία όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Και αυτό σε συνθήκες ουσιαστικά πολέμου, με ανοιχτά τα ζητήματα τακτικής και συμμαχιών. Οπωσδήποτε επρόκειτο για μια εξαιρετική δύσκολη κατάσταση, που θα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο με την επίσημη κήρυξη του πολέμου. Η ευθυγράμμιση των κομμουνιστικών κομμάτων δεν θα γινόταν δίχως απώλειες και αποπροσανατολισμούς.

Μέχρι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο ακολουθείτο η γραμμή του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς δηλαδή υποστηριζόταν η δημιουργία ενός μετώπου ειρήνης ενάντια στη χιτλερική Γερμανία και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τόνος ήταν ξεκάθαρα εναντίον του φασισμού ως εμπρηστή του πολέμου, της ναζιστικής Γερμανίας ενώ υπήρχε η εκτίμηση πως ο πόλεμος των μικρών ευρωπαϊκών χωρών θα είχε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στις 15 Ιουλίου 1939, με αφορμή την επικείμενη επέτειο των 25 χρόνων από τη κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) έστειλε οδηγίες με αυτό το πνεύμα προς τα κομμουνιστικά κόμματα:

Είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί η 1η Αυγούστου, 25η επέτειος του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, για μια εκστρατεία κατά των φασιστών επιδρομέων, για την καταγγελία της διπρόσωπης πολιτικής της αγγλικής και της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίες παρατείνουν τις συνομιλίες με την ΕΣΣΔ, με στόχο την προετοιμασία νέας συνθηκολόγησης, ενός δευτέρου Μονάχου. Είναι αναγκαίο να ξεδιπλωθεί μια ανελέητη κριτική κατά των συνθηκολόγων από τη Β΄ και τη Διεθνή του Αμστερνταμ, που βοηθούν το φασισμό να στραγγαλίσει την Ισπανική Δημοκρατία, να διαμελίσει και να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία, που διεξάγουν αντισοβιετική εκστρατεία και διασπούν το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος. Είναι αναγκαίο με κάθε δύναμη να υπογραμμισθεί η σημασία της παραπέρα πάλης για τη δημιουργία ενιαίου εργατικού και λαϊκού μετώπου για μια παγκόσμια εργατική συνδιάσκεψη. Είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί στις μάζες η θέση της εργατικής τάξης απέναντι στο σημερινό πόλεμο σε διάκριση προς εκείνον του 1914-18. Είναι αναγκαίο να τονισθούν οι ιδέες του προλεταριακού διεθνισμού, η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, της πατρίδας των εργαζομένων όλων των χωρών.[32]

Ακόμα και τις παραμονές της σύναψης του συμφώνου, στις 22 Αυγούστου, η Γραμματεία της ΕΕΚΔ, μη γνωρίζοντας προφανώς ποια έκβαση θα είχαν οι γερμανοσοβιετικές συνομιλίες, δεν είχε αλλάξει τη γραμμή της προσπαθώντας όμως παράλληλα να προβάλλει θετικά μια ενδεχόμενη συμφωνία. Έτσι, χωρίς να αποκλείει ακόμη τη συμφωνία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας υποδείκνυε στα κομμουνιστικά κόμματα «να συνεχίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ενεργητικότητα τη μάχη κατά των επιδρομέων, ιδίως εναντίον του γερμανικού φασισμού». Από την άλλη, υποστήριζε ότι η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας θα ακύρωνε τα σχέδια των Δυτικών να στραφεί η επίθεση εναντίον της πρώτης, θα διαιρούσε τους εισβολείς (Γερμανούς και Ιάπωνες) και θα ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο υπέρ της γενικής ειρήνης. Αλλά ακόμα και η σύναψη συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας δεν απέκλειε «τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της συμφωνίας μεταξύ της Αγγλίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ για κοινή απόκρουση των εισβολέων». [33]

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη για τη Σοβιετική Ένωση, είχε τρομερό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στις οποίες διαμορφωνόταν η αντιφασιστική ιδεολογία και είχε ανέβει το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης και ακόμα μεγαλύτερο στα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα. Πανευρωπαϊκά το σύμφωνο έγινε καταλύτης για μια μεγάλη πολιτική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων σε κάθε χώρα. Στη Γαλλία, ελάχιστο διάστημα μετά τη διακυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα συνταραζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις λόγω του συμφώνου ενώ μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Πολωνία, κηρύχτηκε παράνομο και τα στελέχη του κυνηγήθηκαν και φυλακίστηκαν. Σε πολλές χώρες η αποδοχή του συμφώνου από τα κομμουνιστικά κόμματα δεν ήταν χωρίς αντιδράσεις σε κάθε επίπεδο. Η κατάσταση αυτή περιπλέχτηκε περαιτέρω με την κήρυξη του πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου 1939.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, ακολουθώντας τις προγενέστερες γενικές οδηγίες της Διεθνούς τάχθηκαν υπέρ της υπεράσπισης της Πολωνίας και της αποφασιστικής αντίστασης στους φασίστες εισβολείς. Σε Γαλλία και Βρετανία, τα κομμουνιστικά κόμματα υπερθεμάτιζαν στις πολεμικές προετοιμασίες των χωρών τους εναντίον της Γερμανίας. Την κατάσταση αυτή θα προσπαθούσε να αλλάξει η Σοβιετική Ένωση για να ευθυγραμμίσει την πολιτική των κομμάτων αυτών με τη νέα τακτική της που οριζόταν από το σύμφωνο μη επίθεσης. Στις 7 Σεπτεμβρίου, σε συζήτηση του Στάλιν με τους Μόλοτοφ και Ζντάνοφ και του Δημητρόφ εκ μέρους της Διεθνούς, η τοποθέτηση του πρώτου ήταν πως με την έναρξη του πολέμου στη συγκεκριμένη του μορφή, δεν ίσχυε πλέον η διάκριση μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού: «Κατά τη διάρκεια του μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών πόλεμου αυτό δεν είναι πια σωστό. Η διάκριση των καπιταλιστικών χώρων σε φασιστικές και δημοκρατικές έχασε την προηγούμενη σημασία της».[34]

Με βάση τη στάση αυτή της σοβιετικής ηγεσίας και τη σχέση Σοβιετικής Ένωσης και Κομμουνιστικής Διεθνούς, άλλαξε και η γραμμή της τελευταίας για τον πόλεμο, σύμφωνα με τις οδηγίες που διαμορφώθηκαν από την προηγούμενη συζήτηση:

Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων κατά το παρόν στάδιο του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες συνίσταται στο να πάρουν θέση κατά του πολέμου, να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, να ψηφίσουν, εκεί όπου υπάρχουν κομμουνιστές βουλευτές, κατά των πολεμικών δαπανών, να πουν στις μάζες ότι ο πόλεμος δεν θα τους προσφέρει τίποτε, εκτός από βάσανα και καταστροφές. Στις ουδέτερες χώρες να ξεσκεπασθούν οι κυβερνήσεις, που υπερασπίζονται την ουδετερότητα για τις δικές τους χώρες, αλλά στηρίζουν τον πόλεμο σε άλλες χώρες, με σκοπό το κέρδος, όπως κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ως προς την Ιαπωνία και την Κίνα. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει παντού να περάσουν σε αποφασιστική επίθεση κατά της προδοτικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας.[35]

Πλέον δεν ήταν ο φασισμός και ο Άξονας ο κύριος εχθρός αλλά ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν ως ενδοϊμπεριαλιστικός και στηλιτεύονταν οι Δυτικοί ως εμπρηστές του πολέμου εξίσου αν όχι παραπάνω από τους Γερμανούς.[36] Στο επίσημο όργανο της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναφερόταν πως η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο στον Χίτλερ γιατί αυτός είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών ήθελαν να καταστρέψουν τους ανταγωνιστές τους στην Ιταλία και τη Γερμανία. Η εργατική τάξη δεν έπρεπε να πάρει μέρος αλλά να βάλει τέλος «σε αυτόν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο».[37] Είναι προφανές πως αυτή η γραμμή συντάραξε τα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο. Τη νέα πολιτική γραμμή δεν αποδέχτηκαν αρχικά τα κομμουνιστικά κόμματα των ΗΠΑ, του Καναδά, του Βελγίου, της Νορβηγίας. Το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας συνέχισε για αρκετό διάστημα την προηγούμενη γραμμή του για διμέτωπο πόλεμο –εναντίον του γερμανικού φασισμού και εναντίον της κυβέρνησης Τσάμπερλεν.

Από το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο στον ελληνοϊταλικό πόλεμο

Στην Ελλάδα επίσης το σύμφωνο και η ερμηνεία του έγιναν δυσεπίλυτο πρόβλημα για τους κυνηγημένους κομμουνιστές. Ο Παπαγιάννης, μόνος από τον παλιό ηγετικό πυρήνα που ήταν ασύλληπτος στα τέλη του 1939 συγκρότησε ένα νέο καθοδηγητικό κέντρο μαζί με τους Βαγγέλη Κτιστάκη, Χρήστο Κανάκη, Σταματίνα Βιτσαρά και άλλους. Το όργανο αυτό θα μείνει γνωστό ως η «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή» (ΠΚΕ). Έχοντας επαφή με τον κρατούμενο στο σανατόριο «Σωτηρία» Νίκο Πλουμπίδη θα προσπαθήσει να αποτελέσει τη συνέχεια της νόμιμης καθοδήγησης του κόμματος. Η ΠΚΕ κρατούσε επαφή με διάσπαρτες κομμουνιστικές ομάδες που δρούσαν πλέον ανεξάρτητα ελλείψει καθοδήγησης, όπως η «Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Ομάδα Αθήνας» και το «Μακεδονικό Γραφείο».

Η ΠΚΕ, με βάση το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, ερμήνευε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και μάλιστα έστρεφε τα βέλη της κυρίως ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία που ήταν οι κύριοι εχθροί της Ελλάδας. Τα καθήκοντα ήταν η ανατροπή της βασιλομεταξικής δικτατορίας που έσπρωχνε τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, η συγκρότηση ενός Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας που θα οδηγούσε σε συνεργασία με τα άλλα βαλκανικά κράτη για την τήρηση ουδέτερης στάσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερη έκθεση του Βαγγέλη Κτιστάκη, που συμμετείχε στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 1939 έφτασαν στην Ελλάδα, με την άφιξη μιας ομάδας στελεχών με επικεφαλής τον Μιλτιάδη Τιμογιαννάκη από τη Σοβιετική Ένωση μέσω Γαλλίας, νέες οδηγίες της Διεθνούς που απηχούσαν το πνεύμα μετά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Με βάση αυτές, το ΚΚΕ έπρεπε να παλέψει για τη δημιουργία ενός ειρηνικού συνασπισμού των βαλκανικών κρατών με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που θα επέτρεπε και την αντίσταση κατά της επιβολής της Ιταλίας στα Βαλκάνια και την πάλη εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου.[38]

Αυτή τη στάση θα κρατήσει η ΠΚΕ για το επόμενο διάστημα και μέχρι την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Αναπαράγοντας τις θέσεις της Διεθνούς για έναν υποτιθέμενο βαλκανικό συνασπισμό υπό τη Σοβιετική Ένωση απομακρυνόταν από την πραγματικότητα του πολέμου και των καθηκόντων που αυτός έβαζε. Η «Προκήρυξη του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 30ης Αυγούστου 1940 ήταν χαρακτηριστική του λαθεμένου προσανατολισμού που οδηγούσε σε τερατολογίες:

Λαέ της Ελλάδας, […] ο πόλεμος όπου η δικτατορία ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά σου […] δεν είναι αγώνας για την πατρίδα μας. Είναι μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των άγγλων πλουτοκρατών […] Δεν έχει σημασία αν ο πόλεμος αυτός αρχίσει με μια εισβολή των ιταλών φασιστών […] γιατί την ιταλική εισβολή την προκαλεί αυτή τη φορά η τυχοδιωκτική πολιτική της βασιλομεταξικής δικτατορίας που δημιουργεί στη φασιστική Ιταλία ανησυχίες για την ασφάλεια των νώτων της […][39]

Ήταν επόμενο πως αυτές οι θέσεις οδήγησαν την ΠΚΕ στην πλήρη απομόνωσή της από το σώμα των μελών και οπαδών του ΚΚΕ, που από ειρωνεία της τύχης την θεωρούσαν «ασφαλίτικη» και προσέγγιζαν την πραγματικά διαβρωμένη από την Ασφάλεια «Προσωρινή Διοίκηση». Με μεγάλη καθυστέρηση από την κήρυξη του πολέμου, που έδειχνε και την αβεβαιότητα για την ορθότητα των απόψεων της, η ΠΚΕ στις 7 Δεκεμβρίου θα δημοσιεύσει μανιφέστο όπου θα εξαγγείλει ότι «τον πόλεμο τον διέταξαν οι εμπόλεμοι εγγλέζοι πλουτοκράτες» ενώ παρακάτω δηλωνόταν ότι «ο πόλεμος αυτός […] δεν μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας μας». Με βάση αυτές τις τραγικά εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με το λαϊκό αίσθημα εκτιμήσεις, η ΠΚΕ καλούσε τους στρατιώτες να αρνηθούν να πολεμήσουν πέρα από τα σύνορα αλλά να ανατρέψουν τη βασιλομεταξική δικτατορία και να επιδιώξουν την ουδετερότητα της χώρας υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η γραμμή δεν θα άλλαζε μέχρι τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.[40]

Εκτός από την Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, από τις αρχές του 1940 εμφανίστηκε και ένα δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ. Αυτό ήταν άλλη μια έμπνευση και δολοπλοκία της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, που είχε κατορθώσει να χρησιμοποιήσει ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν υπογράψει σταδιακά δήλωση (Τυρίμος, Μανωλέας, Μιχελίδης, Τιμογιαννάκης, κ.ά.) για να δημιουργήσει μια ψεύτικη Κεντρική Επιτροπή, γνωστή ως «Προσωρινή Διοίκηση». Αυτή η ψεύτικη ΚΕ είχε τον δικό της Ριζοσπάστη, δικό της «Εσωτερικό Δελτίο» και καθοδηγούσε οργανώσεις διαβρωμένες από την Ασφάλεια. Αποτέλεσμα και αυτό της οργανωτικής διάλυσης αλλά και της πολιτικής σύγχυσης που επικρατούσε στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα εκείνη την εποχή.

Με απόφαση του έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκου Ζαχαριάδη, και τη σύμφωνη γνώμη των επίσης έγκλειστων μελών του Πολιτικού Γραφείου Μήτσου Παρτσαλίδη και Βασίλη Νεφελούδη, ο συγκρατούμενος τους επίσης μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Μιχαηλίδης έκανε δήλωση για να βγει από τη φυλακή το καλοκαίρι του 1939 και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο κόμμα. Πολύ σύντομα όμως ο Μιχαηλίδης έπεσε και ο ίδιος στην παγίδα της «Προσωρινής Διοίκησης». Τον Μιχαηλίδη κατήγγειλαν ως όργανο της Ασφάλειας τα μέλη της καθοδήγησης του ΚΚΕ μετά τη σύλληψη του Νίκου Πλουμπίδη, ο οποίος είχε ραντεβού μαζί του. Στις 22 Νοεμβρίου θα συλληφθούν ο Γιώργης Σιάντος και ο Γρηγόρης Σκαφίδας και θα σχηματιστεί η Παλαιά Κεντρική Επιτροπή από τον Παπαγιάννη.

Στις αρχές του 1940 μεταφέρθηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης από τις φυλακές της Κέρκυρας στην Αθήνα, σε μια προσπάθεια του Μανιαδάκη να τον φέρει σε επαφή με την «Προσωρινή Διοίκηση» ώστε να της δώσει την υποστήριξή του. Όντως ο Ζαχαριάδης ήταν πεπεισμένος πως η Ασφάλεια κρυβόταν πίσω από την ΠΚΕ με τη μορφή του Δαμιανού Μάθεση, υπεύθυνου για τις στρατιωτικές επαφές του κόμματος. Η «Προσωρινή Διοίκηση», έχοντας στα χέρια της και τα υλικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά από τη σύλληψη του Σιάντου, προωθούσε μια γραμμή υπεράσπισης της χώρας χωρίς να κάνει κριτική στο καθεστώς ούτε να επιζητά τη συνεννόηση με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη και την Σοβιετική Ένωση. Σταδιακά κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών κομματικών οργανώσεων πριν την καταγγείλει ως όργανο της δικτατορίας ο Ζαχαριάδης τον Ιανουάριο του 1941.

Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι εκτός από τα βραχυκυκλώματα της κορυφής και τις αλλαγές γραμμής που μικρό αντίκτυπο είχαν σε συνθήκες οργανωτικής διάλυσης, σε όλη την Ελλάδα μέλη και οργανώσεις του κόμματος που δεν είχαν χτυπηθεί από το καθεστώς συνέχιζαν με κάθε τρόπο τη δράση τους. Σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαν να ριζώσουν οι απότομες αλλαγές γραμμής με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, που συνοδεύονταν μάλιστα από εκατέρωθεν καταγγελίες των καθοδηγητικών οργάνων για χαφιεδισμό. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η κρίση του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος επικάλυψε τη γενικότερη κρίση που δημιούργησε το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Η ΠΚΕ που υποστήριζε τη νέα πολιτική, έχασε κάθε κύρος σε μια βάση που είχε ταυτιστεί για χρόνια με τα συνθήματα της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας και έβλεπε τον εχθρό κυρίως στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό.

Η κήρυξη του πολέμου και το γράμμα Ζαχαριάδη

Με την κήρυξη του πολέμου και πριν προλάβει κάποιο κομματικό κέντρο να βγάλει γραμμή για τη στάση του κόμματος, οι κομμουνιστές και οι οπαδοί του ΚΚΕ έσπευσαν να καταταγούν ακόμα και εθελοντικά για να πολεμήσουν στο μέτωπο ενώ επίσης οι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομμουνιστές ζήτησαν στα σταλούν στο μέτωπο. Ήταν αυτή η στάση απόρροια των αντιλήψεων και πεποιθήσεων που περιγράψαμε προηγούμενα και συμβάδιζε φυσικά με το λαϊκό αίσθημα που δεν ταλαντεύτηκε ως προς την υπεράσπιση της πατρίδας από τον φασισμό. Την επόμενη μέρα από την κήρυξη του πολέμου, αντιπροσωπεία των έγκλειστων κομμουνιστών στην Ακροναυπλία, αποτελούμενη από τους Ιωαννίδη-Θέο-Παπαρήγα επέδωσε υπόμνημα στη διοίκηση της φυλακής, στο οποίο χαρακτήριζαν τον πόλεμο ως εθνικοαπελευθερωτικό, αντιφασιστικό και καλούσαν το έθνος να παλέψει για την υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του. Υπογράμμιζαν ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να σταλούν στο μέτωπο για να υπερασπίσουν την πατρίδα και τόνιζαν ότι δεν πρέπει να στηριχθεί η Ελλάδα αποκλειστικά στην Αγγλία αλλά η μοναδική εγγύηση ήταν η βαλκανική συνεννόηση και ο προσανατολισμός προς τη Σοβιετική Ένωση και εσωτερικά η αποκατάσταση της ενότητας του έθνους και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του. Με αυτό το σκεπτικό ζητούνταν και η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.[41]

Είδαμε προηγουμένως την αντίληψη που οικοδομούσε ο Ζαχαριάδης για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας, αντίληψη που συμβάδιζε με την προ γερμανοσοβιετικού συμφώνου πολιτική της Διεθνούς. Ο Ζαχαριάδης είχε γνώση της στροφής της Διεθνούς αλλά διέθετε και το πολιτικό αισθητήριο για να αντιληφθεί πως μια γραμμή όπως αυτή που προωθούνταν από την ΠΚΕ, ανεξαρτήτως του αν αυτή η τελευταία ήταν διαβρωμένη ή όχι, ήταν αυτοκτονική πολιτικά για το ΚΚΕ δεδομένης της συγκεκριμένης μορφής που έπαιρνε ο πόλεμος για την Ελλάδα. Με βάση αυτήν την αντίληψη θα προχωρήσει σε συζητήσεις με εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος όντας φυλακισμένος στην Κέρκυρα και θα επιδιώξει τη μεταφορά του στην Αθήνα. Εκτιμώντας πως οι υπηρεσίες της δικτατορίας είχαν διαβρώσει και τις δύο αυτόκλητες καθοδηγήσεις του κόμματος (ΠΚΕ και Προσωρινή Διοίκηση), επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην ανάδειξη του πολιτικού στίγματος του ΚΚΕ. Έχοντας καθαρό πως ο πόλεμος θα είναι αμυντικός για την Ελλάδα διαμόρφωνε τη θέση που θα αποκρυσταλλωθεί με το γράμμα του.

Ο Ζαχαριάδης έφτασε στο δικό του συμπέρασμα, το οποίο βασιζόταν στις προγενέστερες αναλύσεις της Διεθνούς για τη θέση των μικρών κρατών στον πόλεμο.[42] Το γράμμα του γράφτηκε με τρόπο ώστε να το καθεστώς Μεταξά να επιτρέψει τη δημοσίευσή του και για αυτό το λόγο έμεινε στο βασικό που ήταν η υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού. Το γράμμα αυτό δεν μετέπεισε ούτε καθοδήγησε το κόμμα και το λαό σε μια στάση που του ήταν ξένη, αλλά συμπύκνωσε τη βασική κατεύθυνση και προσανατόλισε για την κύρια γραμμή που θα ακολουθούσε το ΚΚΕ και όλο το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα όχι μόνο για τον πόλεμο αλλά και σε όλη την περίοδο της κατοχής:

Ανοιχτό Γράμμα του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλαίβει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο στις 2 Νοεμβρίου 1940. Οι έγκλειστοι της Ακροναυπλίας δήλωσαν σύμφωνοι με το γράμμα του Ζαχαριάδη και ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο. Στο υπόμνημά τους ξεπερνούσαν τις προσεκτικές εκφράσεις του Ζαχαριάδη και δήλωναν στον Μεταξά πως: «Εμείς οι κομμουνιστές παίρνουμε τη θέση μας στην πρώτη γραμμή του πυρός κάτω από τας διαταγάς σας, για τη συντριβή των επιδρομέων και την υπεράσπιση της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας μας».[43] Με πρότασή τους ζητούσαν να πάει αντιπροσωπεία τους από τους Ιωαννίδη-Θέο στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις με σκοπό την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και τη συμμετοχή τους στο μέτωπο. Έγιναν όντως συζητήσεις με αξιωματούχους της δικτατορίας στην Ακροναυπλία χωρίς αποτέλεσμα καθώς το καθεστώς επέμενε πως οι κρατούμενοι κομμουνιστές έπρεπε να κάνουν δήλωση μετανοίας.[44]

Στην Κέρκυρα, όπου ήταν ακόμα φυλακισμένα τέσσερα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (Παρτσαλίδης, Νεφελούδης, Σιάντος, Ζεύγος) και άλλα στελέχη του κόμματος, διαμορφώθηκε η άποψη πως ο πόλεμος ήταν απελευθερωτικός αντιφασιστικός από την πλευρά του ελληνικού λαού και πως η κυβέρνηση Μεταξά δεν αποτελούσε εγγύηση για τη σωστή και νικηφόρα διεξαγωγή του πολέμου. Η Ελλάδα έπρεπε να επιδιώξει τη σύναψη συμμαχιών με χώρες που δεν είχαν βλέψεις στη χώρα και δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική της ανεξαρτησία.[45]

Αντιθέτως τα στελέχη της ΠΚΕ έχοντας περιέλθει σε αδιέξοδο προσπαθούσαν μα στηρίξουν θεωρητικά τη θέση τους για τον εκατέρωθεν ιμπεριαλιστικό πόλεμο στις θέσεις του Λένιν για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιζητούσαν τη συγκρότηση μιας βαλκανικής ένωσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Όσοι δεν συμφωνούσαν με το γράμμα Ζαχαριάδη πίστευαν πως ήταν πλαστό κατασκεύασμα της δικτατορίας παρά τη φωτοτυπία του χειρόγραφου που είχε κυκλοφορήσει.

Μέσα στον κυκεώνα του πολέμου, της πολιτικής και της διπλωματίας της πρώτης περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μικρό και υποτιμημένο ΚΚΕ προσανατολίστηκε σωστά συνδέοντας την υπεράσπιση της πατρίδας με την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα και το λαό της. Το πόσο βαθιά και σωστή ήταν αυτή η κατεύθυνση φάνηκε τόσο από τη μαχητικότητα με την οποία ο ελληνικός λαός υπερασπίστηκε τη χώρα του ενάντια στην ιταλική αλλά και τη γερμανική εισβολή και από το έπος της Αντίστασης. Μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τον Άξονα σημειώθηκαν και άλλα επεισόδια στην προσπάθεια του ΚΚΕ να ισορροπήσει ανάμεσα στις αξιώσεις της Διεθνούς και ουσιαστικά στα αξιώματα της σοβιετικής πολιτικής και στη στάση που είχε διαμορφώσει με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που απέρρεαν από τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Μέσα στα επεισόδια αυτά ήταν και τα δύο επόμενα γράμματα Ζαχαριάδη, στα οποία αναθεωρούσε εν μέρει την μέχρι τότε αντίληψή του κάνοντας στροφή προς την πολιτική της Διεθνούς. Αυτά όμως δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά εκείνη την περίοδο και ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεγάλη μάζα των Ελλήνων κομμουνιστών που έμειναν πιστοί στο γράμμα και το πνεύμα του πρώτου γράμματος και έγραψαν ιστορία.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975.

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995.

Αλέξανδρος Δάγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007.

Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.

Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979.

Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974 [Εστία, 2007].

Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987.

Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000.

Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004.

 

[1] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975, σ. 13-34.

[2] Γιάννης Χοντζέας, Το «τέλος» του κομμουνισμού, Αθήνα, Α/συνεχεια, 1993, σ. 180-181.

[3] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 81-82.

[4] Στο ίδιο, σ. 42-45.

[5] Στο ίδιο, σ. 69.

[6] Στο ίδιο, σ. 158-169.

[7] Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 249.

[8] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 186-188.

[9] Στο ίδιο, σ. 201-204.

[10] V.M. Lejbzon-K.K. Širinja, Il VII Congresso dellInternazionale Comunista, Ρώμη, Editori Riuniti, 1975, σ. 85.

[11] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, σ. 280.

[12] Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Κομμουνιστική Διεθνής – Σύντομη Ιστορική Μελέτη, εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα», 1973, σ. 415-417.

[13] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007, σ. 137.

[14] Στο ίδιο, σ. 139-140.

[15] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 242-253.

[16] Στο ίδιο, σ. 249-250.

[17] Στο ίδιο, σ. 262.

[18] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 338-339.

[19] Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δύο πολέμων», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, 7ος τόμος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 27.

[20] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 341-342.

[21] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 294-295.

[22] Στο ίδιο, σ. 395-401.

[23] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153.

[24] Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σ. 158-159.

[25] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 436-437.

[26] Στο ίδιο, σ. 461-463.

[27] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153-156.

[28] Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 88-90.

[29] Στο ίδιο, σ. 341-343. Οι οδηγίες αυτές της Διεθνούς θα παρουσιαστούν από τον Σιάντο στην εισήγησή του στη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942.

[30] Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η πορεία της Ευρώπης προς τον πόλεμο», στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Γ1, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 38-42.

[31] Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004, σ. 39-42.

[32] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 3-4.

[33] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 161-162. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 5-6.

[34] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 11.

[35] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 163-164.

[36] Εισήγηση του Μόλοτοφ στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, στις 31 Οκτωβρίου 1939, βλ. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 17.

[37] Jane Degras (ed.), The Communist International 1919-1943 Documents, 3ος τόμος (1929-1943), Oxford University Press, 1965, σ. 441.

[38] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 213-215.

[39] Στο ίδιο, σ. 239.

[40] Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999, σ. 297-300. Ο Παπαπαναγιώτου υποστηρίζει πως η λύση της σιωπής της ΠΚΕ έγινε με την αποφασιστική ενθάρρυνση των άμεσων και έγκυρων φορέων της πολιτικής της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Αθήνα, βλ. Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 299.

[41] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 226.

[42] Επίσης, σύμφωνα με τον Γ. Χοντζέα, ο Ζαχαριάδης, ανεξάρτητα από τις αλλαγές των θέσεων του ΚΚΕ για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, έβλεπε σωστά το προβάδισμα της Μεγάλης Βρετανίας ( η οποία εγκατέλειπε βαθμιαία την πολιτική του Μονάχου), στοιχείο που έδειχνε ότι το καθεστώς θα αντιστεκόταν και δεν θα διευκόλυνε την ιταλική εισβολή, βλ. Γιάννης Χοντζέας, ό.π., 2004, σ. 211-213.

[43] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 228. Άγγελος Ελεφάντης, ό.π., σ. 305-306.

[44] Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979, σ. 65-66.

[45] Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974, σ. 241.

Πηγή: Ιστοριολόγιο

Η Βουβή Επέτειος. Γιορτή και Λαός

Το παρακάτω άρθρο του Κώστα Βάρναλη δημοσιεύτηκε στις 27 Οκτώβρη του 1947 στο Ρίζο της Δευτέρας, 7 χρόνια μετά το ΟΧΙ, 3 χρόνια μετά την απελευθέρωση. Το ΚΚΕ και η Εαμική Αντίσταση αντιμετωπίζουν την βαθιά τρομοκρατία του κράτους και του παρακράτους που με αιχμή του δόρατος τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών, τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, βάλθηκε να εξοντώσει τους πρωτεργάτες της αντιστασιακής εποποιίας του ελληνικού λαού. Εξαιτίας της πολιτικής και ιδεολογικής συγγένειας του καθεστώτος Μεταξά με τον ναζισμό και τον φασισμό, αλλά και του μοναρχοφασιστικού χαρακτήρα του καθεστώτος που εγκαθιδρύουν Άγγλοι και Αμερικάνοι μετά τον Δεκέμβρη του 44, η επέτειος του ΟΧΙ γιορτάζεται “βουβά”.

Η 28 του Οκτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό-και μέρα ντροπής για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικό έπος». Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα για να τους φυλάνε, όταν πηγαίνουν στην τελετή-να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού. Το τι νόημα δίνουν στο αλβανικό έπος οι φυγάδες του έπους φαίνεται από το νόημα που δίνουν σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες, όπως π.χ. «απελευθέρωση», «ανεξαρτησία», «δημοκρατία», «αμερικάνικη βοήθεια», «πνευματική ελευθερία» κ.λπ. Το ιστορικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο με την ετυμολογική τους σημασία.

Αλλά το νόημα που έδινε η 4η Αυγούστου στο «αλβανικό έπος», μας το εξήγησε τότε με τρόπο επίσημο ο τότε διευθυντής της Ασφάλειας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλελειμμένος από τους αρχηγούς του χτύπαγε στο μέτωπο και μπροστά του και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του, τους φασίστες, οι «αρχηγοί» του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα την παράδοση του λαού-γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών) αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των 7 εκατομμυρίων).

Ο μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του «όχι» μονάχα για τον τύπο, κοίταξε από την πρώτη στιγμή πως θα έσωζε όχι την πατρίδα, παρά το καθεστώς του. Πως θα περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του χέρια στα ξένα χέρια, χωρίς ο μεσίτης να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού ούτε τα κέρδη του απ’ αυτόν. Η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν πράξη ανωτέρας βίας, παρά θεληματική συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβριανούς κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στη σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το «αλβανικό έπος», παρά η συνθηκολόγηση και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κι έσωζε την ελευθερία του, οι τωρινοί συνεχιστές της 4ης Αυγούστου τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα «εθνικού πένθους».

Λοιπόν τότε κι εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι πήραμε στα σοβαρά όπως κι ο λαός τον πόλεμο κατά των «βάρβαρων επιδρομέων». Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους, εναντίον του φασισμού. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του γερμανικού και του ιταλικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το «σύστημα». Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς, που χαλούσαμε τη «δουλειά». Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα, μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος υπεράνω όλων μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.

Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στην διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το πρώτο «βάπτισμά» μας στο νόημα του «αλβανικού έπους». Ο κ. Διευθυντής κοφτά και μελετημένα, μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και τη 4η Αυγούστου και σ’ αυτό δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.

Μ’ άλλα λόγια εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε κατακτητικές βλέψεις, λες κι οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κι είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε, για ό,τι μισούνε και για ό,τι κάνουνε-όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.

Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεκτικούς για το μέλλον, μας άφησε ελεύθερους, δηλαδή μας εδέσμευσε τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλαδή κι εμείς να βοηθήσουμε το ξένο φασισμό να κατέβει και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο ντόπιο.

Κάτι ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας που εργαζόμουνα τότε. Έγραφα μια ιστορία επί δυόμιση μήνες της διαφθοράς και απανθρωπιάς των πολιτικών παθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα χαρακτηρίζω με τον ίδιο τρόπο κυρίως την αρπακτικότητα και τη φιλοχρηματία των ισχυρών της «αιώνιας πόλεως»: Σύλλα, Κράσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα κ.λπ.

Ο διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει: «Είπαμε να βρίζεις τους Ρωμαίους, μα όχι και τους πλουτοκράτες. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφισιάς) είναι πλουτοκράτες! -Μα εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτες, όχι τους τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήταν τέρατα, οι δικοί μας είναι εντάξει! Πατριώτες μεγάλοι και καλοί Χριστιανοί!

Με άλλα λόγια οι δύο διευθυντές, της Ασφάλειας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε, ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς και ο δεύτερος τους εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα αλλά όχι το σύστημα! Θέλετε τώρα άλλη εξήγηση το τι σημαίνει για αυτούς ο όρος «αλβανικό έπος»; Όταν οι εχθροί του λαού λοιπόν ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να μην έχει κι αυτός το δικαίωμα να τους τα λέει από την καλή; Θα πείτε δεν τον αφήνουν! Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα τιμά ο λαός ανεπίσημα αυτή την επέτειο, θα έρθει η μέρα σύντομα, που θα τη γιορτάσει επίσημα κι όπως της αξίζει

Όταν οι αντιστασιακοί γίνονται εθελοντές και οι μαυραγορίτες εντερπρενέρς…

Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας του νεοφιλελευθερισμού, η υφυπουργός Δόμνα Μιχαηλίδου ανακάλυψε ότι το δίδαγμα του 1940 είναι ο …εθελοντισμός. Θέλει πολύ θράσος να μπερδεύεις τον πόλεμο με το TEDx, τον θάνατο στα βουνά με τις πολυτελείς δεξιώσεις της Εκάλης και τον πατριωτικό, αντιφασιστικό αγώνα με το «όλοι μαζί μπορούμε» του ΣΚΑΙ. Τα δε ΜΜΕ βρίσκουν εξόχως εξοργιστική την παρέμβαση των κοριτσιών στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, αλλά καθόλα λογική την επανανοηματοδότηση του ΟΧΙ ως …κίνηση εθελοντισμού, από μια ακόμη άριστη εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης.

Η υφυπουργός είχε απασχολήσει το πανελλήνιο, όταν κακο-αντιγράφοντας τον Απόστολο Δοξιάδη είχε χαρακτηρίσει την αναφορά στην αντιδικτατορική αντίσταση, «ψυχική νόσο». Και προκάλεσε την θυμηδία όταν επιχείρησε να θεσμοθετήσει επίδομα σε μητέρες που τεκνοποιούν πριν τα 30.

Η κυρία Μιχαηλίδου, όπως άλλωστε και η κυρία Κεραμέως, δεν είναι τυχαία. Επίσης απόφοιτη πανάκριβου Κολλεγίου και περίλαμπρων (ξένων πάντα) Πανεπιστημίων, έκανε καριέρα σε διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς, μισθοδοτούμενη μεν από δημόσιους φορείς, υπερασπιζόμενη δε τη διάλυση του δημοσίου και την κερδοσκοπία του ιδιωτικού. Βέβαια, αν κρίνουμε από τα σαρδάμ, τις ταυτολογίες, τις ανακρίβειες και τα νοητικά άλματα των δηλώσεων και των σχολιασμών της, τσάμπα πήγαν και οι ρητορικοί διαγωνισμοί και οι όμιλοι debate. Αντί να μάθει να συντάσσει προτάσεις που να έχουν υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο και να βγάζουν ένα κάποιο νόημα, επιδίδεται (μάλλον αποτυχημένα) σε συντακτικούς σολοικισμούς και νοητικές ακροβασίες.

Η παρέμβασή της για την 28η Οκτωβρίου γέννησε αντιδράσεις και μέσα στη Νέα Δημοκρατία, παρόλο που δεν θα έπρεπε. Βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με το dna της συγκεκριμένης παράταξης και της αστικής πολιτικής.

Για την κ. Μιχαηλίδου και την κοινωνική της τάξη, δεν υπάρχει απολύτως κανένα νόημα στο να δίνει κάποιος τη ζωή του χωρίς προσωπικό αντάλλαγμα. Είναι εντελώς ακατανόητο, τελείως παράλογο, σχεδόν διαστροφικό. Εξαιρέσεις βεβαίως υπάρχουν, αλλά αυτές αφορούν το μακρινό παρελθόν.

Το 1940 και η αλβανική εποποιία, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από την κ. Μιχαηλίδου παρά μόνο ως πράξη εθελοντισμού. Όπως ακριβώς ένας πολυάσχολος άριστος, διακόπτει την οργιώδη επαγγελματική του σταδιοδρομία για να ασχοληθεί κάποιο απόγευμα ή ένα Σαββατοκύριακο με κάποιο γκαλά εθελοντικής δράσης στα βόρεια προάστια. Έτσι και οι πολεμιστές του 40, διέκοψαν την εκμετάλλευση επενδυτικών ευκαιριών, και ανέβηκαν στα βουνά, ως πράξη εθελοντισμού και κοινωνικής ευθύνης.

Τα δόγματα και οι δοξασίες του νεοφιλελευθερισμού είναι τα μόνα κατανοητά πράγματα για την υφυπουργό. Και ο νεοφιλελευθερισμός δεν περιλαμβάνει την έννοια του ηθικού καθήκοντος, του κοινωνικού βολονταρισμού, ούτε ακόμα και του άδολου πατριωτισμού. Η καβαφική φράση «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» για την κυρία Μιχαηλίδου και την κοινωνική της τάξη είναι αλαμπουρνέζικα. Το ηθικό χρέος είναι εντελώς εκτός του διανοητικού τους ορίζοντα. Κατανοούν μόνο το οικονομικό χρέος που μπορεί να αποπληρωθεί προς τις τράπεζες και τα ευαγή ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Η κ. Μιχαηλίδου καταλαβαίνει (όσο καταλαβαίνει) την ιστορία, αποκλειστικά μέσα από το μότο της Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα». Αν δεν έχει να κερδίσει τίποτα για τον εαυτό του το «άτομο» που πολεμά στα βουνά της Αλβανίας, γιατί να δώσει τη ζωή του; Γιατί να σπαταλήσει το πολυτιμότερο αγαθό, όταν δεν υπάρχει συλλογικό καθήκον; Γιατί να αυτοθυσιαστεί όταν αυτό δεν θα πυροδοτήσει την ατομική οικονομική ή κοινωνική του ανέλιξη;

Πώς εξηγείται λοιπόν ο ενθουσιώδης πολεμιστής του 1940; Κινούμενος από κάποιο ακατανόητο ηθικό χρέος; Από κάποια ανύπαρκτη συλλογική ευθύνη; Από κάποιο ακατάληπτο κοινωνικό ή εθνικό καθήκον; Φυσικά και όχι. Αυτά δεν υπάρχουν. Οι ήρωες του 1940, ήταν εθελοντές.

Ο νοητικά πεπερασμένος χώρος στον οποίο κινείται η Μιχαηλίδου και η τάξη της, δεν μπορεί να συλλάβει ο,τιδήποτε παραπέμπει σε συλλογικές ταυτότητες, συλλογική ηθική, ηθικό καθήκον. Βγάζει κάτι κέρδος; Καλώς. Δεν βγάζει; Τότε για ποιο λόγο να υπάρχει;

Ανάποδα με τη συλλογική ηθική, ο εθελοντισμός είναι ατομική στάση. Στα ρεπά σου, ασχολείσαι με τους άρρωστους, τους αδύναμους, τα δέντρα, τις χελώνες, τα αδέσποτα, το περιβάλλον. Δεν τα θεωρείς όμως κοινωνικά φαινόμενα. Γιατί αν τα θεωρούσες κοινωνικά φαινόμενα θα όφειλες να εξαλείψεις την αιτία τους. Είναι απλώς κακοτυχίες της ζωής και της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων. Και αν είσαι εταιρεία, μπορείς να κερδοσκοπείς χωρίς ηθικό φραγμό, αλλά την ίδια στιγμή να σπαταλάς το ένα εκατομμυριοστό των κερδών σου για να διαφημίζεις την εταιρική κοινωνική σου ευθύνη. Αυτά μάλιστα. Αυτά, είναι κατανοητά από την υφυπουργό και την κοινωνική της τάξη.

Γιατί λοιπόν ζητάμε από την κυρία Μιχαηλίδου να ερμηνεύσει την εποποιία του 1940 σε κάποιο άλλο σύμπαν, πέραν του σύμπαντος στο οποίο ζει και καταλαβαίνει;

Αν η κυρία Μιχαηλίδου ήταν εντελώς ειλικρινής και δεν φοβόταν το μπούλινγκ που θα υφίστατο από τα καθυστερημένα τμήματα της παράταξής της, θα όφειλε να επεκτείνει το συλλογισμό της: Ο εθελοντισμός των πολεμιστών του 1940 θα ολοκληρώνονταν, μόνο αν συστήνονταν ΜΚΟ που θα μπορούσε να μασήσει πληθώρα κονδυλίων και προγραμμάτων. Διότι καλό είναι να έχεις εθελοντές. Αλλά άμα δεν έχεις αετονύχηδες να οργανώνουν τους εθελοντές και να μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες, τι σόι καπιταλισμό έχεις; Αποδεικνύεις απλά ότι δεν σκαμπάζεις τίποτα από τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό.

Και ακόμη περισσότερο, η κ. Μιχαηλίδου θα όφειλε να συμπληρώσει το ηθικό δίδαγμα της κ. Κεραμέως: Το πρόβλημα σήμερα είναι ο λαϊκισμός, αλλά το 1940 ήταν μάλλον λαϊκιστές αυτοί που αντιστάθηκαν στον ιταλικό φασισμό. Αλήθεια είναι λαϊκισμός να θέλεις το 2015 να αντισταθείς στην παντοκρατορία της ΕΕ και των δανειστών και δεν είναι λαϊκισμός να θέλεις το 1940 να αντισταθείς στον παντοδύναμο φασιστικό άξονα; Που σάρωσε εν ριπή οφθαλμού ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη;

Δηλαδή ο Παπάγος που δήλωνε ότι «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων», δεν ήταν η φωνή της λογικής; Το Γενικό Επιτελείο που ζητούσε η άμυνα στην ελληνοαλβανική μεθόριο να υποχωρήσει στην Άρτα, δεν έδινε μάχη ενάντια στον λαϊκισμό της 8ης Μεραρχίας που ήθελε να δώσει ανυποχώρητα τη μάχη στο Καλπάκι; Και λίγο αργότερα, δεν ήταν λαϊκιστές όσοι βγήκαν στο βουνό να πολεμήσουν τους κατακτητές; Δηλαδή νόμιζαν ότι θα τα βάλουν με την παντοδύναμη ναζιστική στρατιωτική μηχανή; Η σωστή στάση δεν ήταν να βουτήξεις τα αποθέματα σε χρυσό της χώρας και να την κάνεις για το Κάιρο; Και να περιμένεις την έκβαση του πολέμου για να πας με τους νικητές και να κατσικωθείς μετά στο σβέρκο του λαού που πέθαινε από την πείνα και τις κακουχίες; Αυτή δεν ήταν η σωστή και υπεύθυνη στάση απέναντι στο λαϊκισμό της Αντίστασης; Αυτά θα όφειλε να πει μια θαρραλέα άριστη της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τέλος, η κυρία Μιχαηλίδου θα όφειλε να επανανοηματοδοτήσει, πέρα από το αλβανικό έπος και τον μαυραγοριτισμό. Διότι τι άλλο ήταν οι μαυραγορίτες, πέρα από εντερπρενέρς μπροστά από την εποχή τους; Αυτοί δηλαδή δεν μετέτρεψαν την κρίση σε ευκαιρία; Δεν κυνήγησαν με κάθε τρόπο τη δική τους ατομική ή εταιρική επιτυχία; Ή μήπως είχαν όνειρο να μπουν στο δημόσιο και να ζουν από επιδόματα; Όχι κυρίες και κύριοι, οι μαυραγορίτες αντί να πενθούν για την κρίση, την πείνα και την κατοχή, εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις, κυνήγησαν, και δεν δαιμονοποίησαν το κέρδος. Τι το διαφορετικό κηρύσσει το σύγχρονο εντερπρένερσιπ; Αν η τρομοκρατική ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς δεν είχε δώσει αρνητικό πρόσημο στους γερο-Λαδάδες, η οικονομικώς ευφυής τακτική να ανταλλάσσεις είκοσι ντενεκέδες λάδι με μία πολυκατοικία, δεν θα έπρεπε να διδάσκεται στις πανεπιστημιακές σχολές και στα εταιρικά σεμινάρια; Στο κάτω κάτω, όπως οι σημερινοί φτωχοί και αποτυχημένοι, μισούν τους πλούσιους, επιτυχημένους, καλοσπουδαγμένους και καλοζωισμένους, έτσι και τότε, οι πεινασμένοι μισούσαν τους μαυραγορίτες.

Και λίγα λοιπόν μας είπε η κυρία Μιχαηλίδου.

Ο πόλεμος του 1940 ήταν αντιφασιστικός. Είτε αρέσει, είτε όχι.

Με αφορμή την 28η Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αλλάξει τα φώτα στην ιστορία και να προσαρμόσει τη συλλογική μνήμη στα θλιβερά κλισέ της άρχουσας τάξης. Η ιστορική αλήθεια στήνεται στα τρία μέτρα και εκτελείται εν ψυχρώ.

Όσοι σπεύσουν να μιλήσουν για ηλίθιες ΔΑΠίτισες και ανεγκέφαλες Κουλίτσες (κατά το «Ρουβίτσες») κάνουν λάθος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκαθιδρύει (ή τουλάχιστον προσπαθεί) μια εφιαλτική οργουελική Νέα Γλώσσα. Στήνει μια πραγματικότητα παραστάσεων για να πετσοκόψει την πραγματικότητα εννοιών. Οι διαρκείς παρεμβάσεις υπουργών, βουλευτών και απαραίτητων παπαγάλων στα ΜΜΕ έχουν σχέδιο. Κι ας ξεδιπλώνεται άγαρμπα, άκομψα, με περισσή άγνοια και περισσότερο θράσος.

Επιχειρούν να σβήσουν το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο της ιστορίας, να την αναθεωρήσουν εκ βάθρων, να την ξαναγράψουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι απλά αγνώριστη αλλά και εντελώς ακίνδυνη, άχρωμη, άοσμη, ανώδυνη. Τόσο επίπεδη και αδιάφορη που είτε μιλάμε για έναν παγκόσμιο πόλεμο με εκατομμύρια νεκρούς, είτε μιλάμε για ένα αιματηρό συμβάν ανάμεσα σε δύο γείτονες που τσακώνονται για τα χωράφια τους, να είναι ένα και το αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, θα σκαλίζαμε τους λόγους και τις αιτίες. Στη δεύτερη περίπτωση θα παραδεχόμασταν ότι «αυτά γίνονται» και απλώς θα συστήναμε ψυχραιμία και σύνεση. Η σκοπιμότητα του δεξιού αναθεωρητισμού είναι προφανής. Το να προβληματιστεί σήμερα ένας νέος άνθρωπος για τις αιτίες που γέννησαν τον φασισμό και τον ναζισμό, για όσους τον υπέθαλψαν και για όσους, με απροσμέτρητες θυσίες, τον τσάκισαν, είναι απαγορευμένο ενδεχόμενο.

Το πλήθος των δεξιών παρεμβάσεων για την 28η Οκτωβρίου είχε μια ρητή ή άρρητη κοινή συνισταμένη: Οι Έλληνες δεν πολέμησαν τον φασισμό και τον ναζισμό, πολέμησαν την Ιταλία και τη Γερμανία. Πέραν της δυσανεξίας ανθρώπων σαν την Βούλτεψη και τον Μπογδάνο προς τον αντιφασιστικό και αντιναζιστικό αγώνα, εδώ υπάρχει κάτι ακόμα σοβαρότερο. Δεν φταίει ο φασισμός και ο ναζισμός για το ολοκαύτωμα. Δεν φταίνε αιματοβαμμένες ιδεολογίες και πολιτικές. Ήταν απλώς μια μάχη μεταξύ χωρών. Επιτιθέμενων και αμυνόμενων. Και έτσι, το πλαίσιο, η σημασία, η ίδια η ουσία του φονικότερου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, έχει εξαφανιστεί. Είτε μιλάμε για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε μιλάμε για τον Τρωικό Πόλεμο, η μόνη διαφορά είναι ο χρόνος, η έκταση, το πλήθος των εμπλεκόμενων και των απωλειών. Ουδεμία διαφορετική ποιότητα. Ουδεμία τομή στη μέχρι τότε ανθρώπινη ιστορία.

Η αριστεία έχει εξαφανίσει τη λογική αλληλουχία αιτίων και αιτιατών. Έχει σβήσει το ευρύτερο πλαίσιο που δίνει σε κάθε γεγονός την ειδική του σημασία και το κάνει αξιομνημόνευτο και παιδαγωγικό. Δηλαδή ιστορικό. Πρόκειται για μια δράκα απαίδευτων ανθρώπων που φαφλατολογούν ακατάπαυστα για την αριστεία αλλά προάγουν την αμορφωσιά και επιβάλουν την άγνοια.

Για τους σκερβελέδες που χάλασαν ένα σκασμό λεφτά στα ακριβοπληρωμένα τους πτυχία, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μάλλον έγινε επειδή δολοφονήθηκε ένας αρχιδούκας, η δε γαλλική επανάσταση αφορούσε αποκλειστικά το ψωμί (ή το παντεσπάνι) των Γάλλων.

Τι πιο λογικό λοιπόν, η απόφοιτη του Χάρβαρντ να ισχυρίζεται ότι το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου είναι ενάντια στον λαϊκισμό και η απόφοιτη του Καίμπρητζ να ισχυρίζεται ότι το μήνυμα αφορά τον εθελοντισμό;

Ορισμένοι είναι ακόμα πιο επιθετικοί: Με θράσος αναρωτιούνται αν οι Έλληνες στο αλβανικό μέτωπο θεωρούσαν ότι έκαναν αντιφασιστικό αγώνα ή απλά υπεράσπιζαν την πατρίδα τους.

Με περισσότερο θράσος θα τους θυμίσουμε ότι τα χαμίνια και οι ξεβράκωτοι του Παρισιού του 1789 δεν είχαν την παραμικρή συνείδηση ότι πρωτοστατούσαν στο σπουδαιότερο γεγονός της μέχρι τότε ιστορίας. Γεγονός που θα επιτάχυνε με πρωτόγνωρο τρόπο την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Η ιστορία δεν κρίνεται από τη μεμονωμένη ατομική συνείδηση όσων συμμετέχουν στα μεγάλα γεγονότα. Κρίνεται από την τελική συνισταμένη μυριάδων πράξεων που στην πορεία έρχονται να διαμορφώσουν τη συλλογική ιστορική και κοινωνική συνείδηση. Και αυτό δεν θέλει καλοπληρωμένο πτυχίο για να το καταλάβεις. Απλώς δεν πρέπει να είσαι πορωμένος εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης.

Όταν οι άποικοι πετούσαν τα κιβώτια με το τσάι στο λιμάνι της Βοστώνης το 1773 δεν είχαν την παραμικρή υπόνοια ότι προκάλεσαν μια σειρά γεγονότων που συγκρότησαν το αμερικανικό έθνος. Ευτυχώς, κανένα αγράμματο θρασίμι της Νέας Δημοκρατίας δεν λοιδόρησε (τουλάχιστον όχι ακόμα) τη συγκεκριμένη κίνηση ρωτώντας αν οι μεταμφιεσμένοι ιθαγενείς που  λεηλάτησαν το πλοίο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, είχαν συνείδηση ότι πυροδότησαν την πρώτη εφαρμογή των ιδεών του Διαφωτισμού, όπως αυτές διατυπώθηκαν στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.

Οι Έλληνες πολέμησαν τους Ιταλούς για την πατρίδα τους, σκούζει η παλινορθωμένη Δεξιά. Μάλιστα, μπράβο, ζήτω το έθνος. Το γεγονός ότι στην κορυφαία παγκόσμια σύρραξη οι Έλληνες βρέθηκαν με τη σωστή πλευρά των αγωνιζόμενων λαών και εθνών, δεν έχει την παραμικρή σημασία για τους τενεκέδες της αριστείας. Είτε θα βρισκόμασταν με τη μεριά των Συμμάχων, είτε θα βρισκόμασταν με τη μεριά του Άξονα, για τη νέα αμόρφωτη αλλά άριστη Δεξιά, είναι ένα και το αυτό. Αρκεί που θα πολεμούσαμε υπέρ της πατρίδας…

Μόνο ξεφωνημένοι παπαγάλοι της αστικής τάξης μπορούν να προπαγανδίζουν τόσο αποστεωμένη, απογυμνωμένη, φτωχή, μίζερη και αφυδατωμένη αντίληψη της ιστορίας. Το ότι έτσι κρύβουν τη θαλπωρή τους για τα ορφανά του φασισμού, της ακροδεξιάς και του δοσιλογισμού, είναι το ένα κρατούμενο. Το δεύτερο και το σπουδαιότερο, είναι ότι με τη Νέα Γλώσσα, το Newspeak του νεοφιλελευθερισμού, επανανοηματοδοτούν αδειάζοντας από νόημα την ιστορία, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Και αυτό είναι απείρως σημαντικότερο εγχείρημα από τις γραφικές εκδηλώσεις προγονοπληξίας και πατριδοκαπηλίας στις οποίες επιδίδονται οι άριστοι για να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους και κατ’ επέκταση και το παντεσπάνι τους.

«Ζήτω το ΟΧΙ, υπερασπιστές του ΝΑΙ». Η ανιστόρητη αριστεία του μηνύματος Κεραμέως.

Το μήνυμα της Κεραμέως για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί μνημείο αμάθειας, αμορφωσιάς και αριστείας πληρωμένης με τα λεφτά και το όνομα του μπαμπά. Συνιστά επίσης κυνική δήλωση ότι την ιστορία την γράφουν κατά το δοκούν οι νικητές. Την παραχαράσσουν ξανά και ξανά, κατά τις τρέχουσες σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης, δηλαδή της τάξης που υπηρετούν.

Η Κεραμέως, στο καθιερωμένο μήνυμα του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας (δηλαδή σε επίσημο κείμενο και όχι σε προφορικό λόγο), ανακάλυψε ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο «στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Μετέτρεψε επίσης τον (μηδέποτε στη δήλωσή της αναφερθέντα) επιτιθέμενο ιταλικό φασισμό, από εισβολέα σε «κατακτητή».

Εάν ένας κοινός θνητός τριτοδεσμίτης του 1998 έκανε τα ίδια λάθη, δεν θα έβλεπε την Νομική Κομοτηνής ούτε με τα κιάλια. Όχι όμως η κυρία Κεραμέως. Όπως και οι όμοιοι της τάξης και των εισοδημάτων της, μπορούσε να προχωρήσει σε εξαιρετικές σπουδές στη Νομική της Σορβόννης και του Χάρβαρντ και να γίνει μία εκ των αρίστων, χωρίς να γνωρίζει -όπως απέδειξε- στοιχειωδώς ιστορία.

Άλλωστε, πόσοι και πόσοι απόφοιτοι λαμπρών Πανεπιστημίων και ακριβών Κολλεγίων, δεν είναι άριστοι κατά τους τίτλους σπουδών, αλλά στουρνάρια κατά τα υπόλοιπα; Πόσα και πόσα ονόματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, δεν εξασφαλίζουν βαρύ και κορυφαίο πτυχίο, αφήνοντας ενεούς πρώην συμμαθητές τους; Όλοι αυτοί, με περισσό θράσος, επισείουν το λαμπρό πτυχίο τους στο χέρι, αποστομώνοντας και προσβάλλοντας καθημερινά τους ιθαγενείς, τους σπουδαχθέντες στην ημεδαπή, τους πτωχούς αποφοίτους ελληνικών πανεπιστημίων, ή πολύ περισσότερο τους μη έχοντες πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως στη δήλωση της Κεραμέως, δεν είναι η ασύγγνωστη -για Υπουργό Παιδείας- αμάθειά της, αλλά η κυνική της σκοπιμότητα. Και η αποτυχημένη προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στον χοντροκομμένο πατριωτισμό και στον μεταμοντέρνο αναθεωρητισμό.

Από τη μια, η δήλωση της Υπουργού μοιάζει με διάγγελμα μεταπολεμικού γυμνασιάρχη επαρχιακής κωμόπολης που ξελαρυγγιάζεται για «το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην μακραίωνη ιστορία μας», «την έμφυτη τάση του λαού μας να αντιμετωπίζει θαρραλέα τις δυνάμεις, που τον απειλούν». Παρεμπιπτόντως, το κόμμα μετά το «τις δυνάμεις», δεν χρειάζεται. Αν η κυρία Κεραμέως ήταν απλώς μια καλή μαθήτρια στο Γυμνάσιο θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν βάζουμε ποτέ κόμμα πριν τις αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις. Δυστυχώς, είναι μία αριστεύσασα του Χάρβαρντ, οπότε πέραν της νεοελληνικής ιστορίας, ταλαιπωρεί και την νεοελληνική γραμματική. Αν πάλι δεν θυσίαζε χάριν του καθυστερημένου εκλογικού της ακροατηρίου τον ορθό λόγο του δυτικού πολιτισμού (με τον οποίο δεν μπορεί να μην ήρθε σε επαφή κατά τις σπουδές της), δεν θα μιλούσε αστοιχείωτα και σκοταδιστικά για «έμφυτη τάση». Οι λαοί διαμορφώνουν τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές λόγω ιστορικών συνθηκών. Όχι λόγω DNA.

Από την άλλη, η δήλωση της Υπουργού επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία αφαιρώντας από την εξίσωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον φασισμό και τον ναζισμό. Αντικαθίστανται βολικά από το μίσος και τη βία. Λες και τα περίπου 80 εκατομμύρια νεκρών οφείλονται γενικώς σε ανθρώπους και κράτη που ξαφνικά μισήθηκαν και ακόμα ξαφνικότερα κατέφυγαν στη βία.

Ο Νέος Λόγος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αφαιρεί κάθε αναφορά στις ιδεολογίες, στις μαζικές κοινωνικές συγκρούσεις, στις τάξεις, στα έθνη και στα συλλογικά συμφέροντα, στις πολιτικές που γεννούν εγκλήματα και στις πολιτικές που γεννούν διεξόδους. Ο νέος άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να μάθει να χρεώνει τις μεγάλες συγκρούσεις του παρελθόντος σε ανθρώπινα πάθη και όχι σε ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για τους ιεροκήρυκες της άρχουσας τάξης είναι αποτέλεσμα παράφρονων ανθρώπων, αποτέλεσμα του μίσους και της βίας, δεν είναι αποτέλεσμα ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών επιλογών.

Το πραγματικό πρόβλημα της Υπουργού δεν είναι να κατονομάσει το φασισμό. Σε διορθωτική της δήλωση μπορεί και να το κάνει. Ο στόχος της είναι να κατατάξει τον ναζισμό στην ίδια γενική συνομοταξία, στη συνομοταξία της βίας και του μίσους, με άλλες, εντελώς αντίθετες και πλήρως ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Για αυτό και η κουτοπόνηρα γενικόλογη, αντι-ιστορική, αναθεωρητική της αναφορά. Για αυτό και η εξοργιστική σύνδεση με τον σύγχρονο «λαϊκισμό», τεμπέλα την οποία οι καλοπληρωμένοι άριστοι κολλάνε σε καθετί που ξεφεύγει από τα δηλωμένα συμφέροντα της τάξης τους. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε για την εκατόμβη νεκρών που προκάλεσε ο ναζισμός και ο φασισμός. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε σήμερα, όταν οι φτωχοί και οι ριγμένοι διεκδικούν δικαιώματα και ονειρεύονται ανατροπές. Πάντα θα υπάρχει μια Κεραμέως που τολμά να συνδέει τον ναζισμό και τον φασισμό, με τις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις. Και πάντα θα συμπληρώνεται από ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της Αυγής που θα μας καλεί να πολεμήσουμε ενάντια σε “κάθε φασισμό”, αναπαράγοντας το χυδαίο αντικομμουνιστικό οχετό για πολλούς φασισμούς διαφόρων χρωμάτων.

Η διαχρονική καούρα κάθε νεοφιλελεύθερου φελλού είναι να εξισώσει την αποκρουστικότερη μορφή που πήρε ο καπιταλισμός στον εικοστό αιώνα, δηλαδή τον ναζισμό, με τον θανάσιμο αντίπαλό του, τον κομμουνισμό. Η 28η Οκτωβρίου, για την ανεπίγνωστη Υπουργό είναι μια τέτοια, θαυμάσια ευκαιρία. Αντί να υπογραμμιστεί η ιστορική αλήθεια της αντιπαράθεσης σε μια τερατώδη ιδεολογία που συγκροτήθηκε και στηρίχτηκε από τον καπιταλισμό ως αντίπαλο δέος του κομμουνισμού, πετιούνται όλα στο μπλέντερ της βίας και του μίσους. Χωρίς ιδεολογικό και κοινωνικό πρόσημο, χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, χωρίς πολιτικές και ιστορικές αιτίες.

Πόσο εύκολα κάμποσοι άλλοι αριστεύσαντες του Χάρβαρντ, πριν δύο μήνες, συνέταξαν το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που ταυτίζει τον ναζισμό με τον σοσιαλισμό, και τη χιτλερική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση; Αυτοί δεν έκαναν το ίδιο λάθος στις χρονολογίες με την εν Ελλάδι αριστεύσασα. Αντίθετα, πιο πονηρά, «χρέωσαν» την ναζιστική εισβολή στην Πολωνία το 1939, στο σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ. «Ξέχασαν» τεχνηέντως ότι ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, η συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τις φαρδιές πλατιές υπογραφές της Αγγλίας και της Γαλλίας στη ναζιστική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας. Θα ήθελαν, οι εν λόγω άριστοι, μια Σοβιετική Ένωση που αντί να ετοιμάζεται και να οχυρώνεται απέναντι στην ναζιστική προέλαση, να βάζει οικειοθελώς τη θηλειά του δήμιου στο λαιμό της.

Η δήλωση της Κεραμέως έχει μία ακόμα πλευρά, που δεν έχει επισημανθεί. Παραλείπει μια κακή λέξη. Μια λέξη που και μόνο η εκφορά της επιφέρει σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Τη λέξη «ΟΧΙ». Τη λέξη που ξορκίζουν οι υπηρετούντες τον φτηνό ρεαλισμό, την προσαρμογή σε κάθε απαίτηση, την υποταγή στο δίκαιο των ισχυρών. Έγκλημα καθοσιώσεως για την Κεραμέως και την τάξη που υπηρετεί, το να λέει κανείς ΟΧΙ. Πολύ περισσότερο, όταν λες ΟΧΙ παρά και ενάντια στους συσχετισμούς. Όταν το ΟΧΙ μοιάζει παράλογο, αυθάδες, προκλητικό. Όταν αγνοεί την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Όταν αμφισβητεί το πώς συνήθως γίνονται οι δουλειές και πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Όταν το ΟΧΙ διαταράσσει την αρμονία της κατεστημένης τάξης. Τότε το ΟΧΙ είναι λόγος να σαπίσουν λαοί και έθνη στην κόλαση.

Θα μπορούσε στα αλήθεια το μήνυμα της Κεραμέως για την 28η Οκτωβρίου να περιλαμβάνει αυτήν την απαράδεκτη λέξη;

Δεν μπορεί φυσικά καμιά Κεραμέως να καταφερθεί εναντίον του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου, αν και με την κεκτημένη λύσσα ενάντια στο ΟΧΙ του 2015, πολύ θα το ήθελε. Μπορεί όμως να το παραλείψει ή να το θάψει, με αφόρητες κοινοτοπίες για τον  «ατομικισμό και την αποξένωση που μαστίζουν την ανθρωπότητα», για την «αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη», για τη «διαδραστική σχέση με το παρελθόν». Η οποία «διαδραστική σχέση» μας επιτρέπει να βάζουμε το παρελθόν στην κλίνη του Προκρούστη και να κόβουμε ότι περισσεύει ή να τεντώνουμε ότι μας βολεύει.

Η σύγχρονη εποχή θέλει θετικές προτάσεις, θέλει συναινέσεις και συμβιβασμούς, θέλει πνεύμα κατάφασης και όχι άρνησης. Θέλει ΝΑΙ, δεν θέλει ΟΧΙ. Μας το είπαν σε όλους τους τόνους το 2015. Μας το υπογράμμισαν με τη μετέπειτα στάση τους ακόμα και αυτοί, που τότε, βρέθηκαν επικεφαλής του ΟΧΙ. Σύμπαντες οι κυβερνώντες μας δίδαξαν ότι οι λαοί οφείλουν να συμπαρατάσσονται και να υπακούουν, όχι να αντιπαρατίθενται και να αντιδρούν.

Οι άριστοι στην Ελλάδα το παλεύουν λυσσαλέα. Υπερασπίζουν το ΝΑΙ με όλους τους τρόπους. Κόβουν και ράβουν ακόμα και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου για να παπαγαλίσουν ανοήτως τις σκοπιμότητές τους. Με την έπαρση που τους χαρακτηρίζει, νομίζουν ότι θα το πετύχουν. Η αμάθεια, η ρηχότητα και η επιπολαιότητά τους όμως, διαρκώς θα θυμίζει ότι οι υπηρετούντες την άρχουσα τάξη είναι πολύ λίγοι για να ξεριζώσουν τη συλλογική μνήμη των λαών.

Ζήτω το ΟΧΙ, και κάθε ΟΧΙ, κάθε λαού, που δεν βολεύεται με τα ΝΑΙ.

Σκέψεις και συμπεράσματα με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου

Ανακοίνωση της ΕΛΜΕ Πειραιά.

“Ο δάσκαλος δεν είναι μόνο γράμματα, είναι περισσότερο απ’ όλα ο ίδιος παράδειγμα αγωνιστικό και αποφασιστικό με τη δράση του, με το βίο και την πολιτεία του για τους μαθητές του”.

Είναι αλήθεια πως στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου γιορτάζουμε παραδόξως την αρχή και όχι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Όμως, είτε κοιτάζει κανείς την αρχή είτε το τέλος της τετράχρονης δοκιμασίας στην οποία μπήκε τότε ο λαός και η πατρίδα μας, ένα δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι ο λαός αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστή των γεγονότων. Έβαλε φαρδιά την υπογραφή του και καθόρισε τις εξελίξεις. Την ίδια ώρα που ο άνθρωπος του μόχθου μάτωνε στο μέτωπο κόντρα στον ιταλικό φασισμό και πετύχαινε τη μια νίκη μετά την άλλη, κάποιοι έλεγαν «θα πάμε να ρίξουμε μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων» και προετοίμαζαν τη συνθηκολόγηση (δηλώσεις του τότε αρχηγού του ΓΕΣ Αλ. Παπάγου). Ο ελληνικός λαός ήταν για άλλη μια φορά κι εκείνος που σήκωσε το βάρος της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, ένας περήφανος λαός που στην πλειοψηφία του δε συνεργάστηκε με τον κατακτητή ούτε το έβαλε στα πόδια την κρίσιμη στιγμή, όπως έκανε η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης και το πολιτικό της προσωπικό. Έμεινε εκεί, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, είναι αλήθεια, για να υπερασπιστεί «τις καλύβες και τα πεζούλια του».Στις 21/4/1941 ο επικεφαλής στρατηγός Γ. Τσολάκογλου με τις ευλογίες του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα υπέγραψε συνθηκολόγηση άνευ όρων με τους Γερμανούς, οι οποίοι τον διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό. Την άλλη μέρα της συνθηκολόγησης ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του με πρωθυπουργό τον Εμμ. Τσουδερό έφυγαν για την Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, με γεμάτες τις αποσκευές τους με χρήμα και χρυσό. Τις πρώτες εκείνες ημέρες, που ο λαός της Αθήνας υποδεχόταν τους κατακτητές με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα, οι πράξεις των ανώτερων τιτλούχων του καθεστώτος της Αθήνας συναγωνίζονται η μια την άλλη σε ξεδιαντροπιά. Μία όμως ξεχωρίζει, ως η πλέον ατιμωτική: η παράδοση των πολιτικών κρατουμένων της μεταξικής δικτατορίας (στην πλειονότητά τους κομμουνιστών, που ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν) στα γερμανικά στρατεύματα! Συνεπώς, αυτό που σήμερα σκόπιμα αναπαράγει η σημερινή κυβέρνηση μέσα και από τις εκδηλώσεις για την Απελευθέρωση της Αθήνας (“Αθήνα-Ελεύθερη Πόλη”), δηλαδή ότι “όλοι ήταν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή”, ούτε υπήρξε ούτε μπορούσε να υπάρξει σε μια κοινωνία ταξική. Άλλωστε, τι σχέση μπορεί να έχει ο λαός που πέθαινε από την πείνα με τους μαυραγορίτες που πλούτισαν μέσα στην Κατοχή; Με αυτούς που έφυγαν για το Κάιρο μαζί με το χρυσό της Ελλάδας; Με αυτούς που αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον κατακτητή και παρέμειναν ουδέτεροι προσβλέποντας σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο για την επόμενη μέρα;

Το φοβερό Χειμώνα του 1941-42 απειλητικό απλώνεται το φάσμα της πείνας, πάνω από τη χώρα, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις. Μονόδρομος για το λαό η οργάνωση της αντίστασής του. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ, μετά από πρωτοβουλία του ΚΚΕ, που υπήρξε οργανωτής και αιμοδότης της Αντίστασηςκαι την συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του κόμματος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ). Ταυτόχρονα διάφορες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις δρουν σε μεμονωμένες περιοχές. Στην συνέχεια, το ένοπλο τμήμα του EAM, ο ΕΛΑΣ, καθώς και η οργάνωση της νεολαίας, η ΕΠΟΝ απελευθέρωσαν τη μισή Ελλάδα πολύ πριν φύγουν οι Γερμανοί. Στις ελεύθερες περιοχές (περίπου η μισή Ελλάδα είχε απελευθερωθεί έως το φθινόπωρο του ’44) λειτούργησαν σχολεία, με θέατρα και πολιτισμό, που πρώτη φορά έβλεπαν οι κάτοικοί τους. Οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου για πρώτη φορά. Με το τουφέκι τους στον ώμο, οργάνωναν την κοινωνία των αναγκών και των ονείρων τους, τη «λαοκρατία», όπως τη λέγανε. Ακόμα και τη στιγμή που οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την Αθήνα, ο λαός συνέχιζε να δίνει τις μάχες του για να μην καταστραφούν οι υποδομές της πόλης (χαρακτηριστική η μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι αλλά και η μάχη στο εργοστάσιο της Κοπής την προηγούμενη μέρα). Την ίδια ώρα, όσοι απείχαν από τον αγώνα δεν έμεναν άπραγοι. Εξύφαιναν σχέδια για το νέο αλυσοδέσιμο του λαού. Όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει και οι ποιητής Σεφέρης, μέλος της τότε «αυτοεξόριστης» κυβέρνησης του Καΐρου…

«μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι»

Δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό στάθηκαν αρκετοί εκπαιδευτικοί. Τα σχολεία, την περίοδο της κατοχής δέχτηκαν βαρύ πλήγμα (άλλα καταστράφηκαν και άλλα επιτάχθηκαν). Ο εκπαιδευτικός κόσμος έδωσε έναν τιτάνιο αγώνα για να κρατήσει όρθιο το αγαθό της Εκπαίδευσης. Από τα πρώτα μελήματα των εκπαιδευτικών ήταν να υπάρχει συσσίτιο στα σχολεία για να ξεφύγουν οι μαθητές από την απειλή της πείνας. Πολλοί από αυτούς βοήθησαν στην κατάρτιση και την εφαρμογή του προγράμματος Παιδείας που εφαρμόστηκε στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Οι εκπαιδευτικοί μόχθησαν για να οργανωθούν από την αρχή σχολεία και να λειτουργήσουν τα παιδαγωγικά φροντιστήρια. Φυσικά, η παρουσία τους δεν έλλειψε ούτε από το ανέβασμα της πολιτιστικής κίνησης της υποβαθμισμένης υπαίθρου. Οι εκπαιδευτικοί ήταν πάντα δίπλα στο λαό ήταν σε όλες μαζικές διαδηλώσεις, αλλά και στον αγώνα που εκείνος έδωσε με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αρκετοί εκπαιδευτικοί έγιναν στελέχη του ΕΛΑΣ και πολλοί από αυτούς πρόσθεσαν το όνομά τους στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων του ναζισμού. Πάνω από 200 υπολογίζεται πως ήταν οι δάσκαλοι που εκτελέστηκαν. Λαμπρά παραδείγματα του αγώνα του εκπαιδευτικού κόσμου, η Ρόζα Ιμβριώτη και ο Δημήτρης Γληνός.

Ούτε όμως οι μαθητές έλειψαν από τη μάχη του λαού κόντρα στον κατακτητή. Ύψωσαν το μπόι τους τόσο, ώστε να φτάνει σε λεβεντιά το μπόι των μεγάλων. Η περιοχή του Πειραιά είναι ποτισμένη από το αίμα νεαρών ΕΠΟΝιτών που πρόσφεραν τα νιάτα του θυσία στο δίκιο του αγώνα. Συγκινητικό παράδειγμα η Άννα Παυλάκου-Θωμάκου, η ΕΠΟΝίτισσα από το Κερατσίνι, που βασανίστηκε στη Μέρλιν, πυροβολήθηκε από πράκτορα των Γερμανών και μισοπεθαμένη μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου εκτελέστηκε για δεύτερη φορά. Πολλοί ήταν και οι ΕΠΟΝίτες που κόσμησαν με τη θυσία του τη μάντρα της Κοκκινιάς.

Σήμερα, μαθητές και εκπαιδευτικοί, τιμάμε τον αγώνα του λαού μας παλεύοντας για τα δικαιώματά μας στη δουλειά, στη μόρφωση, στην Υγεία, στον ελεύθερο χρόνο.

Τιμάμε ακόμα τις θυσίες του λαού μας, παλεύοντας για ν’ αναδείξουμε την ιστορική αλήθεια, κόντρα στην παραχάραξη της ιστορίας που επιχειρείται και στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της προσπάθειας εξίσωσης του κομμουνισμού με το φασισμό-ναζισμό που επιχειρείται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια, της αθώωσης του μεγάλου κεφαλαίου που υποστήριξε την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη, της αθώωσης των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων που άνοιξαν το δρόμο για την άνοδο του φασισμού και της υποβάθμισης του κεφαλαίου της Εθνικής Αντίστασης. Για του λόγου το αληθές:

«σε μια εποχή που είχαν διατυπωθεί δύο διαφορετικές προτάσεις, εμπνευσμένες από τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν μόλις επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και την Ιταλία»

«Η άσκηση βίας κατά των αντιφρονούντων από ένστολους οπαδούς του (ναζιστικού) κόμματος έγινε με την συγκατάβαση αρχικά μετριοπαθών πολιτικών σχηματισμών στο όνομα της κοινής αντίθεσης στον κομμουνισμό»

Βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας Γ΄ Λυκείου

Για πολλά χρόνια μπορεί και εμείς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αντιμετωπίσαμε με ρουτίνα ή διάθεση «να μην ξύνουμε πληγές» τη συγκεκριμένη επέτειο.

Μα τώρα πλέον η επιχείρηση παραχάραξης της Ιστορίας μέσα από βομβαριδσμό προπαγάνδας σε εφημερίδες, εκπομπές, συνέδρια ταυτίζει ναζισμό με τον κομμουνισμό, με στόχο να αμβλύνει την αντίθεση στο ναζισμό. Δυσφημεί την τότε αντίσταση στον κατακτητή ως έργο βίαιων και απολίτιστων και ίσως υπερβολική και αχρείαστη που τροφοδότησε τη βία του κατακτητή (Βιάνος, Δίστομο, Καισαριανή, Μπλόκο Κοκκινιάς κ.α.), για να καλλιεργήσει το πνεύμα της υποταγής και όχι της αντίστασης.

Μα τώρα που ο φασισμός σηκώνει πάλι κεφάλι στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, δε μπορούμε πλέον να μην μπαίνουμε στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της ιστορικής αλήθειας, μέσα κι έξω από τις τάξεις.

Όπως είπε και η μεγάλη παιδαγωγός, Ρόζα Ιμβριώτη,

«Η αποστολή του Δασκάλου είναι να φτιάξει ανθρώπους, μα για να φτιάξουμε ανθρώπους, πρέπει πρώτα εμείς να γίνουμε άνθρωποι. Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από τους αγώνες του λαού, να μην κάνουμε δήθεν πολιτική. Γιατί τότε κάνουμε πολιτική αντίθετη από τα συμφέροντα του λαού. Εμείς θα φτιάσουμε ανθρώπους συνειδητούς και ελεύθερους. Χρέος μας είναι να σταθούμε πλάι στο λαό μας και στην ανάγκη να τον οδηγήσουμε».