Άρθρα

Με την Ιωάννα;

Με την Ιωάννα Τούνη δεν νιώθω να έχω τίποτα κοινό. Είναι μια media persona που ό,τι εκπροσωπεί είναι μάλλον αντίθετο με μένα. Έχω όμως ένα κοινό: θα μπορούσα να είμαι στη θέση της. Και θα μπορούσα να είμαι στη θέση της παρά τις όλες αντιθέσεις μας. Είμαι με την Τούνη, όχι επειδή είναι η Τούνη, αλλά γιατί παρότι η Τούνη βρίσκεται στο (από κάθε άποψη) αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο, βρέθηκε χαμένη. Σήμερα, είμαι με την Τούνη, γιατί πίσω από την Τούνη μπορώ να δω τα πρόσωπα πολλών ακόμη γυναικών και στηρίζοντας την Τούνη σήμερα, τις στηρίζω όλες. Με το να μη κράζω την Τούνη σήμερα, δεν κράζω καμία.

Η Τούνη ως πρότυπο;

Η Τούνη είναι πρότυπο πολύ πριν τις αποκαλύψεις για το βίντεο. Η Τούνη υπερπροβάλει μια σεξουαλικοποιημένη ιδέα της γυναίκας «ντίβας», που βγάζει χρήματα εμπορευματοποιώντας τη ζωή της, το σώμα της, την προσωπικότητά της, τη διασκέδασή της. Εξαργυρώνει την αυτοπροβολή μιας διαφημιστικής περσόνας που λειτουργεί ως κινούμενη κρεμάστρα για ρούχα, αξεσουάρ, μπιτσόμπαρα και κλαμπ. Σαν την Τούνη υπάρχουν χιλιάδες influencer στον πλανήτη και πριν τις διαδικτυακές influencer υπήρχαν οι celebrities, οι τηλεπερσόνες, οι ηθοποιοί και οι τραγουδίστριες που πρόβαλαν τα ακριβώς ίδια πρότυπα με την Τούνη. Πρότυπα τα οποία μεγάλωσαν την Τούνη και έφτιαξαν την Τούνη, με τον ίδιο τρόπο που τώρα η Τούνη μεγαλώνει άλλες νέες γυναίκες. Πρότυπα που κατασκευάζουν τη γυναίκα ως αντικείμενο επιθυμίας και ζήλειας, ηδονοβλεψίας και σεξ, αλλά και μίσους και ταπείνωσης. Πρότυπα που ο σκοπός τους ήταν ακριβώς το να μη μοιάζει με τίποτα με την καθημερινή γυναίκα, και για αυτό να λατρεύεται και να μισιέται. Πρότυπα κατασκευασμένα από την πατριαρχική ιδέα για τη γυναίκα ως αιώνια πόρνη.

Και συμβαίνει το εξής: όταν σου λένε συνέχεια ό,τι είσαι κάτι, κάποια στιγμή το πιστεύεις και το υιοθετείς. Και αν από αυτό μπορείς να βρεις το παραθυράκι μέσα από το οποίο θα γίνεις διάσημη και πλούσια, είναι πολύ εύκολο να χωθείς σε αυτό. Αφενός γιατί ζούμε στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία στην οποία υπάρχεις μόνο για τον εαυτούλη σου και ψάχνεις τρόπο να επιβιώσεις και να ανελιχθείς, αδιαφορώντας για κοινωνικές αξίες, ηθικούς φραγμούς ή οτιδήποτε άλλο βαφτίσουμε ιδανικό. Αφετέρου, γιατί ζούμε σε μια ταξική κοινωνία και ως γνωστόν αν δεν είσαι φτωχαδάκι, συνήθως δε σε αγγίζει τίποτα. Ο τέλειος άρρωστος μηχανισμός άμυνας.

Πώς το θύμα γίνεται θύτης

Αυτή η αντίληψη της γυναίκας σαν προσωποποίηση της αμαρτίας έχει τις ρίζες της βαθιά στον ιστορικό χρόνο, ειδικά στον δυτικό πολιτισμό, αν και δεν είναι μια αναπόφευκτη αναπαράσταση της γυναικείας φύσης. Είναι όμως μια κυρίαρχη αναπαράσταση που μαθαίνουμε από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Αν είναι στη «φύση» της γυναίκας η αμαρτία, η πρόκληση, η διέγερση της αντρικής επιθυμίας, θα πρέπει να είναι έξτρα προσεκτική για να αποφύγει να «επιτελέσει το ρόλο της» σε ακατάλληλη στιγμή (;) με ακατάλληλα πρόσωπα(;). Προωθείται έτσι ένα αντιπαραθετικό πρότυπο σεμνότητας και αγνότητας, ακόμα και αποσεξουαλικοποίησης της γυναίκας. Κι ακόμα κι αν βρεθεί η κατάλληλη στιγμή ή το κατάλληλο πρόσωπο να εκφράσει την σεξουαλικότητα της, αυτό τρέχει σε αντίστροφη μέτρηση μέχρι να ξαναγίνει ακατάλληλη η στιγμή και να ξεπέσει στο λάκκο των ασώτων. Γενικά, ως γυναίκα οι εργοστασιακές ρυθμίσεις είναι ότι φταις. Αν προσέχεις υπερβολικά, φταις γιατί δεν έχεις εμπιστοσύνη και «δεν είναι όλοι οι άνδρες ίδιοι». Αν δεν προσέχεις υπερβολικά, φταις γιατί δεν πρόσεχες αφού «όλοι οι άνδρες να μπουν στο βρακί σου θέλουν».

Η Ελένη Τοπαλούδη έφταιγε γιατί ενώ είχε και προηγούμενες κακές εμπειρίες, δεν πρόσεχε και ήταν «ξεπεταμένη». Η Λίνα Κοεμτζή έφταιγε γιατί δε μίλησε νωρίτερα. Αν η επίθεση καταλήξει σε θάνατο, ίσως και να τις συγχωρήσουμε εκ των υστέρων. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, επικρατεί η αμφισβήτηση, είτε αφορά το βιασμό (ήθελε/δεν ήθελε), είτε τον εκβιασμό και το revenge porn (το ήξερε/ δεν το ήξερε).

Ο αχανής κόσμος του διαδικτύου είναι γεμάτος από ‘amateur porn’ για τα οποία δεν υπάρχει κανένας τρόπος να σιγουρευτείς για τη συναίνεση. Το πορνό όμως είναι εντελώς κανονικοποιημένο στην εποχή μας, ώστε σπάνια μπαίνει κανείς στην υποψία να σκεφτεί το ενδεχόμενο του revenge porn ή του sex trafficking. Αυτό που έπαθε η Τούνη, το έχουν πάθει χιλιάδες γυναίκες. Θα πέσετε από τα σύννεφα για το πόσες γυναίκες που γνωρίζετε, έχουν ψάξει τον εαυτό τους στα πορνοσάιτ γιατί ένας πρώην τους αποδείχθηκε τρελός και τον είχαν ικανό να ανεβάσει προσωπικές φωτογραφίες τους. Μάλιστα, οι επιπτώσεις του revenge porn στην ψυχική και κοινωνική υγεία των θυμάτων στην πραγματικότητα μοιάζει πολύ με το τραύμα του βιασμού. Το χειρότερο είναι ότι οι συνέπειες είναι μακροπρόθεσμες, αφού όλα μένουν για πάντα στο ίντερνετ και ποτέ δε γνωρίζεις πότε θα το ανακαλύψει κάποιος.

Πρόκειται για ένα πολύ συχνό φαινόμενο που ξεπερνά το ‘περιστατικό Τούνη’, με τον ίδιο τρόπο που η αναπαραγωγή κακών προτύπων ξεπερνά το ‘άτομο Τούνη’. Η σύγκριση ανάμεσα σε μια εγκληματική πράξη με σεξιστικό κίνητρο, με την μη εγκληματική, αν και σεξιστική, παρουσία μιας influencer στη δημόσια σφαίρα είναι κουκιά και φασόλια. Και όταν η συζήτηση βαραίνει 90% στο δεύτερο κομμάτι, αναπόφευκτα δικαιολογεί το πρώτο, πράγμα κατά αρχήν άδικο και πολιτικά λανθασμένο.

Μία από τις αρρώστιες στη σύγχρονη κοινωνία, η οποία έχει τρυπώσει για τα καλά μέσα στο αριστερό κίνημα είναι τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Συχνά δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε το πού θα κάνουμε κριτική γίνεται χωρίς καθόλου κριτήρια και εργαλεία. Είναι σαν τους τρόπους ανάλυσης που προσφέρει η διαλεκτική και η μαρξιστική σκέψη να τα χάνουμε όταν πρόκειται για gossip. Χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης, χωρίς να λάβουμε υπόψη ποιες είναι οι αντιθέσεις, ποιος είναι ο συσχετισμός και σε ποια πλευρά της τραμπάλας θα συνεισφέρει η άποψη που θα εκφέρουμε.

Αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά επηρεάζονται από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις. Στο ζήτημα της πατριαρχίας αυτό εκφράζεται με το πόσο πιο εύκολα τείνουμε να δίνουμε ελαφρυντικά στο ένα φύλο αντί στο άλλο. Για παράδειγμα, αν έρθει στη δημοσιότητα ότι ένας άνδρας που θαυμάζουμε κατηγορείται για κάποιο σεξουαλικό έγκλημα, η αυτόματη αντίδραση είναι «δεν το επικροτώ, αλλά ας μη μπερδεύουμε την προσωπική ζωή με την επαγγελματική, γιατί στη δουλειά του είναι καταπληκτικός». Πόσες φορές το ακούσαμε αυτό το επιχείρημα τα τελευταία χρόνια, ειδικά με τα σκάνδαλα του Me Too. Για το θύτη μπορούμε να κάνουμε το διαχωρισμό. Στην περίπτωση όμως των θυμάτων, είναι ή δεν είναι διάσημα, πρέπει να τα περάσουμε από ηθικό τεστ: λέει την αλήθεια; Προκάλεσε; Έκανε σεξ; Πόσους συντρόφους είχε; Τι φωτογραφίες ανέβαζε στα media; Μήπως του είχε δώσει το πράσινο φως; Ανεξάρτητα από τις απαντήσεις, μόνο που τίθενται οι ερωτήσεις που αμφισβητούν το θύμα και όχι το θύτη, φτιάχνεται ένα κλίμα όπου η ευθύνη είναι κάπως μοιρασμένη. Ό,τι κάνουν τα κανάλια #xeftiles πάντα, το κάνανε  μαζί με όλους τους άλλους και οι αντισεξιστές του ίντερνετ για το βίντεο Τούνη.

Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή τη στιγμή, κάθε λόγος που υπενθυμίζει τις αποκαλυπτικές φωτογραφίες της διαδικτυακής περσόνας j touni και τα «κακά» πρότυπα που προσφέρει στις γυναίκες, συνεισφέρει στο αντίπαλο στρατόπεδο, του μισογυνισμού και του εξευτελισμού της. Προσφέρει στην αντίληψη του άνδρα που γίνεται εγκληματίας για χάριν της γυναίκας, ως ηθικός τιμωρός που θα τη βγάλει από τον άσωτο βίο.  Καταστρέφοντας τη ζωή της, την σώνει από την ανηθικότητά της. Κατακρίνοντάς την, της υπενθυμίζει τα κακά που έχει διαπράξει (από το ήταν τσόλι ως το λάθος πρότυπο γυναίκας) και οδήγησαν στην τιμωρία της. Ακόμα κι όταν ‘καταδικάζει το έγκλημα από όπου κι αν προέρχεται’ χαρίζει στο θύτη ηθικά ελαφρυντικά. Έκανε κάτι κακό σε έναν κακό άνθρωπο.

Είναι ο φεμινισμός με την Τούνη;

Ναι. Παρακολουθώντας τη συζήτηση που εξελίσσεται στα social media και όχι μόνο, έπεσα από τα σύννεφα από το πόσο δεν ήταν αυτονόητο αυτό το ναι. Βεβαίως, το περιμένεις αυτό από την πλειοψηφία της κοινωνίας μας που είναι κατά βάση σεξιστική, αλλά το είδαμε να συμβαίνει έντονα και από τον προοδευτικό χώρο, ο οποίος θέλησε να βάλει όρους και προϋποθέσεις στο αν, πόσο και για πόσο είμαστε με την πλευρά ενός θύματος, που κατά τα άλλα δεν πολυσυμπαθούμε.

Ναι, ο φεμινισμός είναι με την Τούνη. Ο φεμινισμός που αγωνίζεται για την ανατροπή του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος σήμερα είναι με την Τούνη. Και κάθε άνθρωπος που κινητοποιείται να παλέψει ενάντια στον κόσμο που γεννάει κάθε Τούνη και κάθε «τιμωρό» της Τούνη, οφείλει να είναι με την Τούνη.

Οι γυναίκες που αναπαράγουν το σεξισμό και υποστηρίζουν την πατριαρχία, παρότι και οι ίδιες καίγονται από αυτήν, είναι το αντίστοιχο του μικροαστού που χάνει από τον καπιταλισμό αλλά όνειρό του είναι να γίνει καπιτάλας. Υπάρχουν γιατί σε αυτόν τον κόσμο μεγαλώνουμε, εγκλωβισμένοι από την ψευδή συνείδηση που μας ταϊζει η κυρίαρχη ιδεολογία. No shit Sherlock. Είναι αυτοί για τους οποίους η πρωτοπορία χρειάζεται να τους πιάσει από το χεράκι και να τους ανοίξει κάποιους ορίζοντες σκέψης, σε όποιο βαθμό αυτό μπορεί να φτάσει. Χθες μπορεί να μην είχες κοινά συμφέροντα μαζί τους, αύριο μπορεί πάλι να μην έχεις. Αλλά σήμερα μπορεί να είναι σύμμαχός σου απέναντι σε ένα μεγαλύτερο εχθρό. Καθαρά στρατόπεδα δεν υπάρχουν, συσχετισμοί υπάρχουν. Και το πού θα επιλέξεις να χτυπήσεις ή να κάνεις κριτική, θα συμβάλλει στο συσχετισμό. Το έχουμε ξαναδεί το έργο τόσες πολλές φορές στην πολιτική, σε πράγματα πολύ πιο σύνθετα και πρωτεύοντα, που απογοητεύομαι για το πόσο λάθος αντανακλαστικά υπήρξαν σε ένα ζήτημα απλούστερο.

Δε γίνεται να παλεύεις για έναν άλλο κόσμο και η άποψή σου να πετά την μπάλα στην εξέδρα. Δε γίνεται να χαρακτηρίζεσαι κομμουνιστής και η πρώτη σου αντίδραση να μην έχει σημαία τη συμπόνια, αλλά το «ναι μεν αλλά». Όταν εκπροσωπείς την τάξη σου, δε βγάζεις απέξω «το συνάδελφο τον Τάκη από το εργοστάσιο, γιατί είναι πολύ μαλάκας». Δε γίνεται να τυφλώνεσαι από τη δήθεν χλίδα που σου πουλάει στο Instagram η κάθε influencer για να την κατατάξεις στους ταξικούς σου εχθρούς, και να μη δεις ότι σήμερα η Ιωάννα που διαπόμπευσαν είναι απλά μια ακόμη γυναίκα που ανεξαρτήτως πρότερου βίου ή πολιτικής θέσης δικαιούται την αξιοπρέπειά της. Δεν έπαθε ό,τι έπαθε επειδή είναι η Τούνη, άρα το τι είναι η Τούνη δε χωρά στη σημερινή κουβέντα. Και ακόμα κι αν κάνουμε κουβέντα για το τι είναι η Τούνη, δεν είναι ατομικό της χαρακτηριστικό, είναι κοινωνικό φαινόμενο. Όποιος θέλει να κάνει αναλύσεις για τον εσωτερικευμένο σεξισμό, ας το κάνει στο πλαίσιο και τη συγκυρία που του αρμόζει.

Φυσικά γνωρίζουμε ότι η εικόνα που προβάλλει η συγκεκριμένη τύπισσα είναι σεξιστική. Φυσικά έχουμε το δικαίωμα να της ασκήσουμε κριτική, να της κάνουμε αντιπαράθεση, να αποκαλύψουμε το πόσο προβληματική είναι εξιδανίκευση της ζωής που προβάλλει. Προφανώς, δε θα γίνει ποτέ σύμβολο του φεμινιστικού αγώνα, ούτε θα της κάνουμε τεμενάδες. Σήμερα όμως δε βρίσκεται στην επικαιρότητα για τα πρότυπα που προβάλλει, αλλά γιατί βρέθηκε θύμα μιας εκδικητικής πορνογραφικής βιντεοσκόπησης. Σήμερα αν μιλάω για την Ιωάννα, μιλάω για αυτό.

Το Με την Τούνη αφορά κάτι πολύ συγκεκριμένο, όχι το σύνολο της προσωπικότητας της. Αφορά το να την αντιληφθείς ως θύμα για τη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρέθηκε και όχι ως “πουτάνα που της άξιζε”.

Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς προλεταριακό φεμινισμό

8η Μάρτη 2019 : Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς χειραφέτηση! Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς προλεταριακό φεμινισμό!

Χθες στην Κορσική μία γυναίκα 34 ετών έπεσε νεκρή, δολοφονήθηκε από τον πρώην σύζυγό της. Είναι το τριακοστό θύμα γυναικοκτονίας στη Γαλλία από την 1η Ιανουαρίου του 2019. Στα τέλη του Γενάρη, ο αριθμός ανερχόταν ήδη σε 17 γυναίκες. Από την δική του πλευρά, το κίνημα για την απενοχοποίηση της συζήτησης για τις σεξουαλικές επιθέσεις, που ξεκίνησε από το MeToo, πρόσφατα απέδειξε ότι οι «προοδευτικοί» κύκλοι ή αυτοί που επικαλούνται τον «φεμινισμό» δεν είναι απαλλαγμένοι από τέτοια φαινόμενα στο εσωτερικό τους.

Αυτό μας δείχνει ένα πράγμα: αυτές οι θανατηφόρες και καταστροφικές φυσικές και σεξουαλικές επιθέσεις που υφίστανται οι γυναίκες δεν συμβαίνουν υπό τυχαίες συνθήκες: αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των γυναικών στην καπιταλιστική κοινωνία και δεν είναι παρά το ορατό τμήμα της δομικής εκμετάλλευσης που γεννά η πατριαρχία.

Στην κοινωνία μας, ανατίθεται στις γυναίκες ένας συγκεκριμένος ρόλος, μαζί με αυτόν που τους αναθέτει η ταξική τους καταγωγή: ο ρόλος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης των ανδρών αλλά και ευατών. Πράγματι, οι καπιταλιστές ποτέ δεν ήθελαν να πληρώνουν για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δηλαδή για το σύνολο των οικιακών εργασιών που συνδέονται με την φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών. Οι εργασίες αυτές είναι, όμως, απαραίτητες προκειμένου να λειτουργεί σωστά η κοινωνία. Ο καταμερισμός των εργασιών επί τη βάσει έμφυλων κριτηρίων γίνεται εύκολα αντιληπτός εάν μελετήσουμε το τεράστιο ποσοστό οικιακών εργασιών που επωμίζονται οι γυναίκες.

Όμως όπου υπάρχει καταπίεση, υπάρχει και αντίσταση και όπου η πατριαρχία συντηρείται και ενισχύεται από τον ιμπεριαλισμό, ένα κίνημα γυναικών οργανώνεται. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μεγάλα κινήματα που διεκδίκησαν το δικαίωμα στην άμβλωση στην Ιρλανδία ή την Αργεντινή, όπου αντιδραστικοί γερουσιαστές αρνήθηκαν να ψηφίσουν τη σχετική νομοθεσία που το αναγνώριζε, ή για την τεράστια απεργία που διοργανώθηκε στην Ισπανία την 8η Μάρτη και κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες. Πέρα όμως από αυτά τα ρεφορμιστικά αιτήματα, το γυναικείο κίνημα παίζει θεμελιώδη ρόλο εντός των επαναστατικών κινημάτων ανά τον κόσμο.

Σε όλες τις επαναστάσεις βλέπουμε τον θεμελιώδη ρόλο που καταλαμβάνουν οι γυναίκες. Στα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας, στο μέσον της «Ματωμένης Εβδομάδας», ένα τάγμα γυναικών κράτησε όρθιο ένα από τα σημαντικότερα οδοφράγματα του Παρισιού, αυτό της οδού Château d’Eau. Οι 53 αυτές επαναστάτριες, μαζί με πολλές άλλες που πολέμησαν για την Κομμούνα, σκοτώθηκαν από τα όπλα της μπουρζουαζίας.

Βλέπουμε, επίσης,  τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, την Κινεζική του 1949, στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στις αποικίες και τις ημι-αποικίες, ή ακόμα και στην Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα το 1966.

Δεν μας εκπλήσσει που οι αντιδραστικοί και οι αντεπαναστάτες προσπαθούν να φιμώσουν όσους επιβεβαιώνουν αυτήν την πλευρά της Ιστορίας. Όταν οι συντρόφισσές μας από την Ινδία, τις Φιλιππίνες, την Τουρκία, το Περού ή τη Μανιπούρ εξεγείρονται ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται και παίρνουν τα όπλα ενάντια στο αστικό και πατριαρχικό κράτος, ο εχθρός αξιοποιεί το γεγονός για να αμαυρώσει την επανάσταση. Στα αστικά ΜΜΕ διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι οι μαοϊκές γυναίκες στην Ινδία χρησιμοποιούνται για «να αποσπούν την προσοχή των ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας» (BBC, 2013). Η αστική τάξη μας δείχνει ξεκάθαρα τι σκέφτεται για τις γυναίκες μέσα από τέτοια παραδείγματα. Όταν αυτές εξεγείρονται, δεν μπορούν ποτέ να είναι στα δικά τους μάτια πραγματικές κομμουνίστριες μαχήτριες, αλλά απλά «εργαλεία προς χρήση».  Μέσω της επαναστατικής απελευθέρωσης, οι γυναίκες τσακίζουν αυτήν την πατριαρχική εικόνα.

Είναι, λοιπόν, κρίσιμο για τους κομμουνιστές να θέτουν το ζήτημα του προλεταριακού φεμινισμού, καθώς είναι βασικό για να αναλυθεί η συγκεκριμένη καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες στο καπιταλιστικό σύστημα και στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, ώστε να εργαστούν στην κατεύθυνση της καταστροφής του πατριαρχικού συστήματος που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τις γυναίκες. Όσο το ζήτημα παραμένει αναπάντητο, θα εμποδίζει την ανάδυση μιας πραγματικά κομμουνιστικής κοινωνίας και θα αποτελεί βασικό σημείο όπου θα στοχεύουν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Δεν υπάρχει επανάσταση, χωρίς χειραφέτηση

Πολλές ρεβιζιονιστικές και οπορτουνιστικές, δεξιές αντιλήψεις αντιμετωπίζουν σήμερα τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία και τον προλεταριακό φεμινισμό ως ζητήματα συγκυριακά, ακόμη και παρωχημένα και με το πρόσχημα ότι δήθεν «διασπούν τον αγώνα» θεωρούν ότι δεν πρέπει να τα προωθούν.

Μία από αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις είναι αυτή που υποστηρίζει ότι τα πατριαρχικά φαινόμενα είναι στο σήμερα απλά κατάλοιπα της φεουδαρχικής κοινωνίας, στην ρήξη με τα οποία θα μπορούσε να συμβάλλει και  ο καπιταλισμός.

Πρόκειται για τυπικό λάθος του μηχανιστικού, αστικού «υλισμού» που αντιμετωπίζει την Ιστορία σαν μια διαρκή, γραμμική διαδιακασία προόδου, συγχέοντας τις πραγματικές κατακτήσεις των αστών φεμινιστριών με την πρόοδο που έφερε σαν δυνατότητα ο καπιταλισμός. Στην πραγματικότητα, αυτές οι κατακτήσεις πράγματι παραχωρήθηκαν από την αστική τάξη ως αποτέλεσμα ρεφορμιστικών αγώνων, ωστόσο παρατηρούμε ότι στις περιούδους μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού , και ειδικότερα όταν υπάρχουν φαινόμενα ανόδου του φασισμού, τα δικαιώματα των γυναικών είναι από τα πρώτα που αμφισβητούνται, θεωρούμενα ως έκφραση της «ηθικής παρακμής της κοινωνίας». Κάτι τέτοιο συνέβη στη φασιστική δικτατορία της Χιλής ή στην Ισπανία του Φράνκο και αυτό συμβαίνει και σήμερα στην Πολωνία, όπου η αντιδραστική κυβέρνηση επιδιώκει την πλήρη κατάργηση του δικαιώματος στην άμβλωση.

Το παραπάνω αποτελεί απόδειξη ότι η πατριαρχία δεν είναι απλώς ένα κατάλοιπο της παλιάς, φεουδαρχικής κοινωνίας, αλλά ότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εποχής του ιμπεριαλισμού· τόσο στις εξαρτημένες χώρες, όπου κρατά τις γυναίκες σε καθεστώς απόλυτης καταπίεσης εμποδίζοντας την οικονομική ανάπτυξη, όσο και στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη την ύπαρξη μιας μορφής ενδοοικογενειακής καταπίεσης, προκειμένου να αναπαράγεται η εργατική δύναμη των εργατριών και των εργατών. Σε περιόδους πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου και οριστικής εδραίωσης του καπιταλισμού, είδαμε στην πραγματικότητα τις συνθήκες ζωής και την ελευθερία των γυναικών να γνωρίζουν σημαντική επιδείνωση, καθώς η γυναίκα υποβιβάστηκε σε μια εργασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που γινόταν πιο εντατική και απαραίτητη, όσο η καπιταλιστική συσσώρευση εντεινόταν.  Οι γυναίκες, πέρα από την διαρκώς εντεινόμενη αναπαραγωγική εργασία που προσφέρουν, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ως προλετάριες, στο πλαίσιο της παραγωγικής εργασίας (εντός του οποίου είναι συχνά θύματα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης από ότι οι άντρες). Οι δύο μορφές εκμετάλλευσης δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, καθώς είναι αμφότερες απαραίτητες για τον καπιταλισμό και την παραγωγή κέρδους.

Οι προλετάριες στην κοινωνία μας είναι θύματα διπλής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Είτε ως γυναίκες είτε ως προλετάριες, ο καπιταλισμός δεν τις απελευθερώνει με κανένα τρόπο και η πατριαρχία ενσωματώνεται πλήρως στο καπιταλιστικό σύστημα και το εποικοδόμημά του.

Υπάρχει όμως άλλη μία λανθασμένη αντίληψη σχετικά με τον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση, η οποία αναπαράγεται συχνά από ορισμένους που παριστάνουν τους επαναστάτες. Αν και αναγνωρίζουν την καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, πιστεύουν ότι ο φεμινιστικός αγώνας και το γυναικείο κίνημα δεν είναι απαραίτητα, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ότι αυτά τα κινήματα θα είχαν τάχα διαταξικά χαρακτηριστικά. Υποστηρίζουν ότι η προλεταριακή επανάσταση θα εξαφανίσει αυτόματα την πατριαρχία και ότι, επειδή η αντίθεση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι δευτερεύουσα, θα επιλυθεί από μόνη της, μαζί με την βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Πρόκειται για μια τυπική αντίληψη που προκύπτει από τον μηχανιστικό, ρεβιζιονιστικό τρόπο σκέψης και από την αρχή του ότι «τα δύο συγχωνεύονται σε ένα».

Στην πραγματικότητα, εάν όντως αντιλαμβανόμαστε την αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ως μία αντίθεση ανάμεσα στο λαό, δηλαδή ως μία αντίθεση που επικαθορίζεται από την βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, το να την θεωρούμε ασήμαντη και να την αντιμετωπίζουμε οπορτουνιστικά ως απλό μέσο για να εντάξουμε τις γυναίκες στο επαναστατικό κίνημα, θα σήμαινε ότι ξεχάσαμε τρία καίρια διδάγματα του διαλεκτικού υλισμού και του μαρξισμού-λενινισμού-μαοϊσμού:

  • Πρώτον, ότι μία αντίθεση ανάμεσα στο λαό δύναται να καταστεί βασική πτυχή στους αγώνες που τον απασχολούν ειδικά ή κυρίαρχα, όπως είναι, στην περίπτωσή μας ο αγώνας ενάντια στη βία που υφίστανται οι γυναίκες, στις σωματικές και σεξουαλικές επιθέσεις.
  • Δεύτερον, στο πλαίσιο εφαρμογής μιας γραμμής μαζών, μια αντίθεση, έστω και «δευτερεύουσα», δεν παύει να αποτελεί βασική πτυχή του προβλήματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των περυσινών απεργιών των εργαζομένων σε ξενοδοχεία, που πολεμήθηκαν αλύπητα: στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να μιλάμε για μία απεργία ενάντια σε μία καπιταλιστική επιχείρηση, όμως το να υποβαθμίσουμε ή να αγνοήσουμε τελείως το ρόλο που παίζει η πατριαρχική καταπίεση εντός ενός εργασιακού περιβάλλοντος που αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από γυναίκες που θίγονται καθημερινά από αυτήν την συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης και τις εκμεταλλεύονται ως γυναίκες, θα μας οδηγούσε σε μια επιφανειακή ανάλυση και σε μια αποτυχία εφαρμογής μιας μαζικής γραμμής.
  • Τέλος, δεν πρέπει, πάνω από όλα, να ξεχνάμε το ρόλο που παίζει το εποικοδόμημα στην ανάπτυξη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Από την εποχή της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης, γνωρίζουμε ότι το εποικοδόμημα δεν εξαφανίζεται αυτόματα, με την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά ότι συντηρεί και ενδυναμώνει το στρατόπεδο της αντίδρασης. Στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εντός του οποίου η ταξική πάλη συνεχίζεται, η Πολιτιστική Επανάσταση είναι απαραίτητη για την καταστολή της αντεπανάστασης.  Το να πιστεύουμε, όπως οι ρεβιζιονιστές, ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες θα επιλυθούν μέσα από ένα σύνολο οικονομικών μεταρρυθμίσεων, είναι στοιχειώδες λάθος. Η πατριαρχία, η αναπαραγωγική εκμευτάλλευση των γυναικών και η αντιδραστική ιδεολογία της οικογένειας θα συνεχίσουν να υπάρχουν μετεπαναστατικά, και το να μην αγωνιστούμε εναντίον τους σημαίνει ότι θα θέσουμε σε κίνδυνο την επανάσταση.

Τα παραπάνω ισχύουν και για άλλες αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο λαό, όπως είναι η φυλετική καταπίεση.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτές τις ρεβιζιονιστικές απόψεις, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί, μέσα στο επαναστατικό κίνημα υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, ένα προλεταριακό μέτωπο των γυναικών, με κεντρική γραμμή του τον προλεταριακό φεμινισμό. Όλα αυτά προκειμένου να αντιμετωπίσουν μετωπικά τα φεμινιστικά προβλήματα του σήμερα αλλά και για να περιφρουρήσουν την επανάσταση, αναλαμβάνοντας τα ηνία της πάλης, εντός του επαναστατικού κινήματος και των μαζών, ενάντια στην πατριαρχία και τους αντιδραστικούς υπερασπιστές της.  Μπορεί οι άνδρες των λαϊκών τάξεων να έχουν οφελούνται από την επανάσταση και από τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της, δεν μπορούν όμως να ηγηθούν του γυναικείου κινήματος, καθώς αντλούν και βραχυπρόθεσμα όφελος από την εκμετάλλευση των γυναικών και έχουν την τάση να επιθυμούν τη διατήρηση τέτοιων αντιδραστικών πρακτικών.  Η συγκρότηση ενός καθαρά γυναικείου φεμινιστικού προλεταριακού μετώπου δεν είναι αναγκαία μόνο για την ενσωμάτωση των γυναικών στην επανάσταση, αλλά για την υπεράσπιση και τη διατήρηση της ίδιας της επανάστασης.

Δεν υπάρχει χειραφέτηση, χωρίς επανάσταση

Το ιστορικό καθήκον της τάξης μας στο πεδίο του γυναικείου κινήματος είναι η ανάπτυξη του προλεταριακού φεμινισμού. Η παραπάνω αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ πιο ξεκάθαρη, παρά μόνο 100 χρόνια μετά την καθιέρωση της 8ης Μάρτη. Όπως ήδη είπαμε, δεν πρόκειται να έχουμε επανάσταση χωρίς χειραφέτηση! Όμως δεν πρόκειται να έχουμε ούτε χειραφέτηση δίχως επανάσταση! Πρέπει να θέσουμε στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών μας την ανάπτυξη μιας καθαρής θεωρίας και πρακτικής σχετικά με τον προλεταριακό φεμινισμό του σήμερα και το ρόλο του στην επανάστασή μας.

Ζούμε σήμερα σε μια ταξική κοινωνία. Όλα τα ερωτήματα που τίθενται εντός της ταξικής κοινωνίας εμπεριέχουν μια ταξική οπτική που τους προσιδιάζει. Αναγνωρίζουμε λοιπόν ότι ο αγώνας για την γυναικεία χειραφέτηση στο πλαίσιο της επανάστασης μπορεί να φτάσει μέχρι τέλους μόνο αν τον οδηγούν οι γυναίκες – προλετάριες. Εμείς, οι γυναίκες – προλετάριες συγκροτούμε ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και ο ρόλος μας εντός αυτής είναι, συνεπώς, καταλυτικός. Η απελευθέρωσή μας πρέπει να ξεκινήσει από τον ρόλο που παίζει η γυναίκα στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς αυτός αποτελεί την βασική πτυχή της πατριαρχίας στο σήμερα. Η επίθεση σε αυτήν την βασική πτυχή, ο επαναστατικός μετασχηματισμός του κοινωνικού ρόλου τω γυναικών και το τσάκισμα κάθε στοιχείου που συντηρεί την πατριαρχική καταπίεση, αυτή είναι η διαδικασία χειραφέτησης των προλεταρίων γυναικών μέσω τους προλεταριακού φεμινισμού.

Η παραπάνω θέση συνιστά μια γραμμή που οριοθετείται σε σχέση με τις γραμμές άλλων τάξεων για το φεμινισμό. Ο ιστορικός, αστικός φεμινισμός επικεντρώνεται μέχρι και σήμερα στη νομική αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών, λες και το αστικό κράτος σε μια πατριαρχική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την ισότητα γυναίκας – άνδρα. Επισήμως, μεγάλο μέρος των  πατριαρχικών πρακτικών, όπως οι σεξιστικές και σεξουαλικές επιθέσεις, είναι παράνομες. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να υπάρχουν στις πιο αποκρουστικές και βάρβαρες μορφές τους και εξαπλώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Η αστυνομία, το μαντρόσκυλο του κράτους, αρνείται να ασχοληθεί με αυτές τις υποθέσεις. Δεν βλέπουμε καμιά ισότητα σε όλα τα παραπάνω.  Τα ακαδημαϊκά και μικροαστικά φεμινιστικά ρεύματα των δεκαετιών ’60-’70 προσπαθούν, από την άλλη, να επιλύσουν το πρόβλημα αδιαφορώντας πλήρως για τη ρίζα του. Η κοινωνική επανάσταση, η μοναδική ριζοσπαστική λύση, αντικαθίσταται στη σκέψη τους από την πολιτισμική εξέλιξη ή την ατομική αλλαγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πρακτικές αυτές θεωρητικοποιούνται – παραδείγματος χάριν, με τη μορφή της θεωρίας για την αποδόμηση – προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα περιβάλλον που θα ήταν υποθετικά ασφαλές, σαν μία νησίδα χωρίς πατριαρχία μέσα σε μια κοινωνία που πάντα θα είναι έτσι. Πρόκειται για ελιτίστικες πρακτικές, που υποβαθμίζουν σε δεύτερο πλάνο το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, προκρίνοντας μια υποτιθέμενη αλλαγή του καθενός ατομικά, η οποία δεν μπορεί ποτέ να επέλθει πραγματικά εντός της πατριαρχικής κοινωνίας.

«Αυτή η εκδοχή πολιτισμικού φεμινισμού είναι κυρίαρχη στη Δύση και έχει έτσι επηρεάσει τη φεμινιστική σκέψη και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.  Ευθυγραμμίζεται εύκολα με τον μεταμοντερνισμό της εποχής και έχει εκτρέψει τον όλο προσανατολισμό του γυναικείου κινήματος από τον αγώνα για την αλλαγή των υλικών όρων ζωής των γυναικών προς μια ανάλυση των «αναπαραστάσεων» και των συμβολισμών. Έχουν απορρίψει την ίδεα ότι οι γυναίκες είναι μια μάχιμη δύναμη, καθώς δίνουν έμφαση στη μη βίαιη φύση των γυναικών. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους το ρόλο που έχουν διαδραματίσει οι γυναίκες ιστορικά στους πολέμους ενάντια στην τυραννία. Οι γυναίκες έχουν παίξει και πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν έναν ενεργό ρόλο στους δίκαιους πολέμους που έχουν στόχο να θέσουν τέλος στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι ενεργά μέρη του αγώνα για την κοινωνική αλλαγή».

Anuradha Ghandy, Ηγέτιδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (μαοϊκό), «Φιλοσοφικά ρεύματα εντός του φεμινιστικού κινήματος», 2006

Όλα αυτά τα φεμινιστικά ρεύματα αδιαφορούν επίσης στο σύνολό τους για το ζήτημα των γυναικών στις χώρες που κυριαρχούνται από τον ιμπεριαλισμό (αποικίες, ημι-αποικίες) καθώς και για τη θέση των προλεταρίων μεταναστριών εντός του γαλλικού κράτους. Τα ρεύματα αυτά, που κατά κανόνα προέρχονται από ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, αμελούν, απεχθάνονται ή αρνούνται να αναλύσουν τα μεγάλα κινήματα των γυναικών που αναπτύσσονται στις αποικίες και τις ημι-αποικίες, καθώς και στο πλαίσιο των λαϊκών αγώνων. Η δύναμη του γυναικείου κινήματος στις κόκκινες ζώνες της Ινδίας ή ο κεντρικός ρόλος που έπαιξαν στην ανάπτυξη των λαϊκών πολέμων στις Φιλιππίνες από το 1968, στην Τουρκία ή το Περού από το 1980 ή στο Νεπάλ από το 1996 δεν αποτελεί ποτέ αντικείμενο συζήτησης. Η αξιοποίηση μαζικών κινημάτων από τις μαοϊκές γυναίκες αγνοείται. Είναι, όμως, στοιχείο πρωταρχικής σημασίας χάρη στην δυνατότητά τους να κινητοποιούν τις γυναίκες των λαϊκών τάξεων ενάντια στις πατριαρχικές, φεουδαρχικές πρακτικές για να πετύχουν το σπάσιμο των αλυσίδων τους μέσα από τον επαναστατικό δρόμο. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τις γυναίκες των αυτοχθόνων φυλών της Ινδίας (Adivasi). Χάριν ενός επιτυχημένου, μαζικού κινήματος, πήραν την απόφαση να απαγορεύσουν σε ορισμένες κόκκινες, αγροτικές ζώνες, την παραγωγή και κατανάλωση αλκοόλ για τους άνδρες (και κατά συνέπεια για όλους, καθώς η πατριαρχική κοινωνία δεν  επέτρεπε στις ίδιες να πίνουν), καθώς το αλκοόλ οδηγούσε σε αύξηση της βίας και ενίσχυση της ανδρικής εξουσίας.

Είναι απαραίτητο να συνθέσουμε όλες τις εμπειρίες του κινήματος των γυναικών των λαϊκών μαζών, όλες τις δίκαιες πρακτικές από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πανανθρώπινα διδάγματα, προκειμένου να έχουμε στη διάθεσή μας τα όπλα για τη χειραφέτησή μας. Αυτή είναι η αναγκαία προοπτική του προλεταριακού φεμινισμού. Στόχος μας είναι η επαναστατική καταστροφή της πατριαρχίας, οπότε όλες οι θεωρίες που μας αφοπλίζουν ή μας εκτρέπουν από αυτόν τον σκοπό λειτουργούν ως παράσιτα για την απελευθέρωσή μας. Βλέπουμε το ζήτημα της ανάπτυξης του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος σε παραλληλισμό με την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στη Γαλλία, ένα ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό κράτος που καταπιέζει τις γυναίκες και πολύ πέρα από τα όρια του μητροπολιτικού πληθυσμού, αποτελεί ζήτημα πρώτιστης σημασίας να αναπτύξουμε τον προλεταριακό φεμινισμό. Οι επαναστατικές οργανώσεις που θα υιοθετήσουν τον προλεταριακό φεμινισμό ως ταξική οπτική εντός του γυναικείου κινήματος είναι σήμερα πιο απαραίτητες από ποτέ. Όλες μας οι προσπάθειες στρέφονται στην ανάπτυξη τέτοιων οργανώσεων και στην αναγκαία ενίσχυση του προλεταρικού φεμινισμού στο εσωτερικό του Κόμματός μας.

Ζήτω η 8η Μάρτη!

Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς χειραφέτηση!

Δεν υπάρχει χειραφέτηση χωρίς επανάσταση!

Ανάπτυξη του προλεταριακού φεμινισμού στη Γαλλία και παγκοσμίως!

Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας

Πηγή: pcmaoiste.org

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Φεμινίστριες, προσοχή!

Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου εκλογών του 2016, η πρώην Γραμματέας του Κράτους Madeleine Albright (η αμερικάνικη απάντηση στη Margaret Thatcher) έφερε σε δύσκολη θέση τον εαυτό της κηρύσσοντας δημόσια «Υπάρχει ένα ειδικό μέρος στην Κόλαση φυλαγμένο για τις γυναίκες εκείνες που αρνούνται να υποστηρίξουν την Hillary Clinton».

Εκτός από το να προσβάλει τα εκατομμύρια νέων γυναικών (κάτω των 35) που εκούσια επέλεξαν να υποστηρίξουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Bernie Sanders, η Albright έμμεσα προσέβαλε και την ίδια την Clinton, υπαινισσόμενη ότι ο κύριος λόγος να ψηφίσουν υπέρ της είναι το φύλο της, κάτι που χυδαία αναφέρθηκε από τους σχολιαστές ως ”vagina vote” (ψήφος μήτρας).

Το ψωνισμένο σχόλιο της Albright ήταν ένα από τα δύο πιο βλακώδη σχόλια που άκουσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Το άλλο ήταν η απάντηση του Donald Trump όταν ρωτήθηκε από έναν ρεπόρτερ τι θα έκανε με τον ISIS, αν εκλεχθή πρόεδρος. Ο Trump απάντησε «Αυτό που θα κάνω με τον ISIS θα σοκάρει τον κόσμο!» Φυσικά, με τα μίντια να μην έχουν κότσια ως συνήθως, ο ρεπόρτερ δεν αμφισβήτησε αυτή την ηλίθια απάντηση.

Ανεξάρτητα από το τι κηρύττουν οι Ρεπουμπλικάνοι (και αλίμονο, οι Δημοκρατικοί) ως μέλη του Κογκρέσου – ανεξάρτητα από το τι θα μας έκαναν να πιστεύουμε παρουσιαστές ραδιοφωνικών εκπομπών, επιχειρηματίες, αντιεργατικοί προπαγανδιστές, ρεβιζιονιστές ιστορικοί, μαριονέτες των κυρίαρχων ΜΜΕ, και βολεμένοι κάτοικοι προαστίων, ήταν η δύναμη των εργατικών ενώσεων και η σιωπηρή απειλή της βίας που από μόνη της δημιούργησε την αμερικανική μεσαία τάξη.

Είναι γεγονός. Φυσικά, επειδή η δημόσια ανυπακοή και η «δύναμη» τείνει να είναι δύσκολη και τρομακτική – που δεν καταλαβαίνει από ωραία λόγια, σεμιναριακούς λόγους, «δηλώσεις αποστολής» και ασκήσεις ανάπτυξης ομαδικού πνεύματος – το Κατεστημένο θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι κάθε τι που ξεφεύγει από τα όρια της πολιτισμένης συζήτησης και βγαίνει στους δρόμους είναι αναξιοπρεπές, δυσάρεστο, και (το μεγαλύτερο ψέμα από όλα) αχρείαστο.

Εξετάστε την ιστορία. Η μεσαία τάξη δεν συνενώθηκε μέχρι την μεταπολεμική δεκαετία του 1950. Πριν από αυτό, η μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Και αυτή η πλουσιοπάροχη δεκαετία τυχαίνει να είναι η ίδια δεκαετία που η ενωμένη εργατιά χτύπησε το υψηλότερο ρεκόρ της, με περίπου το 35% όλων των εργατών των ΗΠΑ να ανήκουν σε συνδικάτα.

Επιπλέον, αυτά τα εντυπωσιακά νούμερα δε λαμβάνουν καν υπόψη τους «λαθρεπιβάτες» οι οποίοι επωφελήθηκαν από τους εργοδότες που τους παρείχαν μισθούς συνδικάτων, προνόμια και εργασιακές συνθήκες ώστε να κρατήσουν μακριά τα σωματεία.

Συγκρίνετέ το με την αξιοθρήνητη κατάσταση που συναντάμε σήμερα, όπου μόλις το 6% των εργασιών του ιδιωτικού τομέα διαθέτει σωματεία. Για να πω την αλήθεια, ίσα που μπορεί κανείς να κατανοήσει – να συλλάβει το μυαλό του – την τρομερή επιρροή που μπορούσε να ασκήσει ο κόσμος της εργασίας μισό αιώνα πίσω (παρά το πέρασμα του τοξικού νόμου Taft-Hartley Act, το 1947). Η ιδέα του να έχουν οι εργάτες και οι εργάτριες τόση ωμή δύναμη ακούγεται σαν φαντασίωση στο σήμερα.

Γεγονός που μας φέρνει στο Φεμινισμό. Στην ιστορία των ΗΠΑ, πηγαίνοντας πίσω στο 1920, τη χρονιά που οι ενήλικες γυναίκες απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα της ψήφου, στη μόνη δουλειά που ήταν απόλυτα εγγυημένο ότι οι γυναίκες κάνοντας την ίδια δουλειά με τους άντρες θα λάβουν ακριβώς τα ίδια με τους άνδρες ήταν τα εργατικά σωματεία.

Δεν ευθύνονταν το Κογκρέσο, δεν ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν η Εκκλησία. Ήταν η οργανωμένη εργασία. Αυτό ίσχυε τότε και ισχύει και σήμερα. Αν μια γυναίκα θέλει να βεβαιωθεί πως θα παίρνει τις ίδιες απολαβές με έναν άνδρα, το μόνο μέρος που αυτό είναι εγγυημένο είναι μέσα στο πλαίσιο κάποιας εργατικής ένωσης.

Αντίστοιχα, αντί να καταθέτουν συλλογές υπογραφών στο Κογκρέσο, ή να κάνουν διαμαρτυρίες στο Δημαρχείο, ή να εγγραφούν σε ομάδες γυναικείας αλληλεγγύης, ή να γράφουν καυστικά έξυπνα άρθρα γνώμης για τους New York Times, οι γυναίκες θα έπρεπε να αναλογιστούν να γίνουν απειλητικές. Θα έπρεπε να σκεφτούν να γίνουν εκείνο που οι άντρες τρέμουν, δηλαδή να αποκτήσουν δύναμη. Χρειάζεται να ενταχθούν σε σωματεία.

Αν οι γυναίκες δικαίως πιστεύουν ότι είναι άδικο για αυτές να παίρνουν 77 cents του δολαρίου συγκριτικά με όσα βγάζουν οι άνδρες, οι Φεμινίστριες χρειάζεται να εγκαταλείψουν τον αβρό διανοουμενισμό και τη ρητορική (ασχέτως πόσο εύγλωττη), και να κάνουν κάτι τρομακτικό. Χρειάζεται να ενστερνιστούν το «ξεπερασμένο».

Όλα αυτά έκανε το «διακοσμητικό Φεμινισμό» της Hillary Clinton κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της να φαίνεται τόσο υποκριτικό. Δε μπορούσε να τα έχει όλα. Δε μπορούσε να εξυμνείται και να προμοτάρεται από τη Wall Street και ταυτόχρονα να επιμένει ότι είναι υπέρ της «ισότητας των μισθών», γιατί αυτές οι δύο απόψεις είναι αντιφατικές. Η Wall Street αντιτίθεται στην ισότητα των μισθών. Η Wall Street είναι αντίθετη με τα εργατικά σωματεία. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι και η Clinton.

Ο David Macaray είναι συγγραφέας και δραματουργός.

Μετάφραση: Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: CounterPunch