Άρθρα

Θα σφετεριστεί η «εναλλακτική δεξιά» το αντιπολεμικό κίνημα;

Εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ φοβούμενοι ότι θα προκαλέσει  καταστροφή τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και εκτός των συνόρων τους.  Αυτό το κίνημα αντίστασης εξακολουθεί να αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική δύναμη και πρόσφατα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του –η εξαπόλυση ενός νέου πολέμου–  πραγματοποιήθηκε, όταν ο Τραμπ βομβάρδισε τη Συρία και επέκτεινε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή σε μια περίοδο που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Αμέσως μετά το βομβαρδισμό της Συρίας, η κυβέρνηση του Τραμπ έστειλε πολεμικά πλοία στη Βόρεια Κορέα και την απείλησε με «προληπτικά» πλήγματα, όπως ακριβώς έγινε στο Ιράκ το 2003. Στη συνέχεια, κλιμάκωσε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν εξαπολύοντας τη μεγαλύτερη μη πυρηνική βόμβα στον κόσμο, ισχύος 21.000 λιβρών, η ενός μιλίου ακτίνα της οποίας δημιουργεί πυρηνικής έκτασης χάος, χωρίς την ενοχλητική ταμπέλα του «πυρηνικού όπλου». Το μήνυμα είναι σαφές: ο Τραμπ έγινε ένας επικίνδυνα πολεμοχαρής πρόεδρος, το φίδι απέβαλε το «απομονωτιστικό» δέρμα του.

Η κοινωνία κλονίστηκε από αυτές τις πολεμικές ενέργειες, αλλά στο εύφορο έδαφος για διαμαρτυρία δεν φύτρωσαν βλαστάρια. Το κατεστημένο «υποστήριξε» τον νέο πόλεμο είτε άμεσα χειροκροτώντας είτε έμμεσα σιωπώντας.

Η αριστερά είναι κατά του πολέμου, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να οργανώσει κάποια διαμαρτυρία. Η μόνη αξιοσημείωτη ομάδα που το έκανε— ο συνασπισμός  ANSWER  — υποστηρίχθηκε ελάχιστα από άλλες αριστερές ομάδες. Οι λίγες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν ήταν μικρές ή καταγγέλθηκαν από άλλους αριστερούς ότι είναι «υπέρ του Άσαντ». Ο Τραμπ, βεβαίως, είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος από τη μη εκδήλωση αντίθεσης στις ενέργειές  του και από τη διαίρεση που επικρατεί εν όψει ενός νέου πολέμου.

Μέσα σ’ αυτό το γιγαντιαίο αντιπολεμικό κενό έρπουν οι νεοναζιστικές ομάδες της «εναλλακτικής δεξιάς», με  ηγετική παρουσία του λευκού σοβινιστή Ρίτσαρντ Σπένσερ, ο οποίος απέσυρε ηχηρά την υποστήριξή του προς τον Τραμπ, οργανώνοντας διαδήλωση μπροστά στον Λευκό Οίκο για τους βομβαρδισμούς στη Συρία.  Άλλες οργανώσεις ή άτομα που συνδέονται με την «εναλλακτική δεξιά» –συμπεριλαμβανομένων των altright.comκαι Infowars— αποκήρυξαν επίσης τον πρώην φίρερ τους.

Έτσι, οι οπαδοί της λευκής υπεροχής διαμαρτυρήθηκαν πιο ηχηρά και μαχητικά από ό,τι η αριστερά, η οποία αρνήθηκε να κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου και επέλεξε να υποβαθμίσει την επίθεση, βαφτίζοντας την εξαπόλυση των εξήντα «Τόμαχοκ» κατά της Συρίας «συμβολικό» πλήγμα ή «ρουτίνα».

Έτσι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της «εναλλακτικής δεξιάς» κατήγγειλε κατηγορηματικά τους βομβαρδισμούς, ορισμένοι στην αριστερά τους νομιμοποίησαν εν μέρει, εστιάζοντας κατά το ήμισυ τη μετά τους βομβαρδισμούς ενεργητικότητά τους  σε καταγγελίες κατά του στόχου  του Τραμπ, του Άσαντ, και  βοηθώντας να γυρίσει το αμερικανικό κοινό στον καναπέ, αντί να βγει στους δρόμους.

Προφανώς, ο Τραμπ επέβαλε τη σιωπή στους επικριτές του, κάνοντας αυτό που φοβούνταν περισσότερο. Πώς συνέβη αυτό;

Στην πολιτική σφαίρα, η θεωρία και η πράξη είναι αδιαχώριστες. Για τους επαναστάτες η ουσία της πολιτικής θεωρίας/ανάλυσης βρίσκεται στο ότι τους οδηγεί να παρεμβαίνουν άμεσα, πιο αποτελεσματικά, μέσω της οργάνωσης/δράσης. Το «τι» της θεωρίας πρέπει να συνδέεται στενά με το «πώς» της οργανωμένης δράσης — μ’ αυτό που συχνά λέγεται «πράξη».

Στην περίπτωση της θεωρίας/ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, η ουσία δεν είναι μόνο το να κατανοεί κανείς το «ποιος», το «τι» και το «γιατί» της πολεμικής σύγκρουσης, αλλά το «πώς» θα παρέμβει άμεσα για να τη σταματήσει.

Σε τελευταία ανάλυση, ο μόνος τόπος όπου μπορούν οι Αμερικανοί πολίτες να παρέμβουν άμεσα κατά του πολέμου είναι η χώρα τους, και γι’ αυτό ακριβώς η όποια επαναστατική ανάλυση της συριακής σύγκρουσης πρέπει να προσανατολίζεται στην κινητοποίηση του λαού  εναντίον των πολεμικών ενεργειών της κυβέρνησής «του».  Οτιδήποτε λιγότερο είναι είτε αφηρημένος σχολιασμός είτε αναποτελεσματική ηθικολογία.

Επειδή η ουσία της θεωρίας είναι η προετοιμασία της εργατικής τάξης  ώστε να μπορεί να αναπτύσσει δράση, μια λανθασμένη θεωρία καταλήγει στην αδρανοποίησή της και στην πολιτική παράλυση εν όψει του πολέμου. Ο Λέων Τρότσκι συνέκρινε κάποτε τη λανθασμένη θεωρία με μια τρύπια ομπρέλα, «άχρηστη ακριβώς όταν βρέχει».

Και τώρα βρέχει καταρρακτωδώς και αντί για μαζικές διαδηλώσεις έχουμε μια ναρκωμένη αριστερά, ως αποτέλεσμα μιας πολυετούς λανθασμένης ανάλυσης για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ακριβώς τη στιγμή που βρέχει βόμβες εναντίον άλλης μιας χώρας.

Ποιο ήταν το λάθος;  Η αριστερά αγνοούσε ή υποβάθμιζε  κάθε κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Αντί να διαφωτίζει τον λαϊκό κόσμο  ότι οι ΗΠΑ οργάνωναν ανοιχτά έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων  –κάτι που οδηγεί σε άμεση στρατιωτική επέμβαση— το μεγαλύτερο μέρος της  είχε συγκεντρώσει την προσοχή  στο πόσο «τερατώδης» ήταν ο πρόεδρος  της Συρίας, Μπ. Άσαντ.

Η αριστερά αγνόησε  το ρεπορτάζ των “NewYorkTimes” ότι ο Ομπάμα συνεργαζόταν με περιφερειακούς συμμάχους για τη στρατολόγηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό στρατιωτών, ενώ ταυτόχρονα τους χρηματοδοτούσε για να επιτίθενται κατά της συριακής κυβέρνησης. Το 2013, οι « NewYorkTimes» αποκάλυψαν ότι οι ΗΠΑ επέβλεπαν τον περιφερειακό «αγωγό όπλων» προς τους ενόπλους μέσα στη Συρία. Αυτές οι ειδήσεις δεν καταγράφηκαν από τα αριστερά ραντάρ.

Αντί να απαιτούν να σταματήσει η επέμβαση, πολλοί στην αριστερά έδωσαν το πράσινο φως για τη διεξαγωγή της – ορισμένοι δε απαίτησαν, στην πραγματικότητα, να στρατιωτικοποιήσουν οι ΗΠΑ τη σύγκρουση εξοπλίζοντας ακόμη περισσότερο τους  Σύρους αντάρτες ή μεταδίδοντας την απαίτηση ορισμένων απ’ αυτούς να επιβληθεί  στρατιωτική «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στη Συρία (μια ενέργεια που απαιτεί  πόλεμο).

Χωρίς την άμεση  αμερικανική παρέμβαση, η σύγκρουση πιθανώς θα είχε τερματιστεί αρκετά χρόνια πριν, διότι οι ΗΠΑ όχι μόνο έδωσαν όπλα και παρείχαν στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά υποσχέθηκαν και αλλαγή καθεστώτος στους συμμάχους τους που έτσι ενθαρρύνθηκαν να  στραφούν «με όλα τα μέσα» ενάντια στο συριακό καθεστώς, βοηθώντας τους ενόπλους και κατακρεουργώντας  όλη την περιοχή μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία.

Το μέγιστο μέρος της ανάλυσης της αριστεράς εστίαζε στο πόσο φρικτός ήταν ο Άσαντ, σαν να μην είχε γνώση  το αμερικανικό κοινό της συνεχούς κάλυψης από τα κατεστημένα ΜΜΕ που τον χαρακτήριζαν «τέρας», «χασάπη» «Χίτλερ» κοκ.  Έτσι η αριστερά διακατέχεται σήμερα από πολύ μεγάλη σύγχυση που την καθιστά ανίκανη να αντιδράσει — η σύγκρουση εμφανίζεται «πολύ περίπλοκη». Ο κόσμος μισεί τον Τραμπ, αλλά του λένε ότι ο Άσαντ είναι χειρότερος, συνεπώς γιατί να διαμαρτυρηθεί ενάντια σε έναν νέο αμερικανικό πόλεμο, εάν ο στόχος του αξίζει να θανατωθεί;

Όμως, αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ελπίζει να προκαλέσει η αμερικανική κυβέρνηση σε κάθε πόλεμο. Ο Σαντάμ ήταν «τέρας», ο Καντάφι ήταν «τέρας», οι Ταλιμπάν είναι «τέρατα», ο Μιλόσεβιτς ήταν «τέρας», οι Βιετναμέζοι ήταν «τέρατα» κοκ. Κάθε καινούργιος εχθρός του αμερικανικού στρατού συγκρίνεται με τον Χίτλερ, επειδή είναι «ηθικό» να δολοφονείται ο Χίτλερ, μια ιδέα που σήμερα παρουσιάζεται με το νέο περιτύλιγμα των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων». Όποιος πόλεμος διεξάχθηκε από τις ΗΠΑ ονομάστηκε «ανθρωπιστικός», ακόμη και η «εξημέρωση των αγρίων» κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αμερικανών ιθαγενών.

Η αριστερά δεν θα έπρεπε να γίνεται θύμα της απανθρωποποίησης εκείνων που κηρύσσουν ως εχθρούς τους  οι ΗΠΑ.  Βεβαίως, ο Άσαντ δεν είναι κανένας  ευγενής πρίγκιπας, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι Σύροι και όχι οι ΗΠΑ.  Οι πολίτες των ΗΠΑ πρέπει να ασχοληθούν με τη χώρα τους, να αντιμετωπίσουν τον Τραμπ. Τα περισσότερα κράτη έχουν φρικτούς ηγέτες και όλες οι καπιταλιστικές χώρες θα αντιδρούσαν παρόμοια με τον Άσαντ εάν αντιμετώπιζαν διαμαρτυρίες που θα μεταμορφώνονταν σε ένοπλη ανταρσία: θα χρησιμοποιούσαν άγρια καταστολή.

Ο Σαντάμ ήταν εξίσου «τυραννικός» με τον Άσαντ, πνίγοντας στο  αίμα κάθε απειλή εναντίον του. Όμως, δεν είδαμε αντισανταμικές διαδηλώσεις στους δρόμους κατά τη διάρκεια του μαζικού αντιπολεμικού κινήματος το 2003. Η απαίτηση ήταν απλή: «Μην επιτεθείτε στο Ιράκ» ή « Όχι στον πόλεμο». Ουδείς κατηγορήθηκε τότε ως «υποστηρικτής του Σαντάμ».

Εν όψει του πολέμου με τη Συρία, πολλές αριστερές οργανώσεις έχουν ξεχάσει τελείως αυτά τα αντιπολεμικά αιτήματα. Αντίθετα επικεντρώνουν στην «καταδίκη» όλων των μερών. Κάθε μέρος που συμμετέχει στη σύγκρουση  κηρύσσεται εξίσου ένοχο, πράγμα το οποίο απαλλάσσει κάθε μεμονωμένο μέρος, εφόσον «αν όλοι είναι ένοχοι, κανείς δεν είναι ένοχος».  Αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς την αμφιβολία και την αδράνεια, εάν ο στόχος είναι ένα αντιπολεμικό κίνημα.  Αυτή η απουσία προτεραιοτήτων οδηγεί στην αναποτελεσματική οργάνωση και στους άδειους δρόμους. Η επείγουσα ανάγκη να κινητοποιηθεί ο κόσμος ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ουσιαστικά αποσιωπάται. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά μια επείγουσα κλήση σε κινητοποίηση.

Ο κόσμος θα πρέπει να δικάσει μόνο μία κυβέρνηση για τη συριακή σύγκρουση: τη δική του κυβέρνηση. Οι Σύροι θα πρέπει να εστιάζουν στη Συρία και οι Ρώσοι στη Ρωσία. Οι πολίτες των ΗΠΑ είναι οι μόνοι που έχουν δικαιοδοσία για τη δική τους χώρα, όπου έχουν το δικαίωμα να κατηγορήσουν, να καταδικάσουν και να τιμωρήσουν άμεσα τον ένοχο, την κυβέρνησή τους, μέσω της οργάνωσης και της κινητοποίησης της κοινωνίας.

Η αμερικανική εργατική τάξη ελάχιστα μπορεί να κάνει για να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια της συριακής κυβέρνησης, ούτε υπάρχουν συριακές επαναστατικές ομάδες  με κάποια υπόσταση στις οποίες θα μπορούσε ο αμερικανικός λαός να προσφέρει την υποστήριξή του (εξαιρούνται οι Σύροι Κούρδοι της Ροτζάβα).

Ο αμερικανικός λαός  μπορεί να επιδράσει μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ,   όπου η κυβέρνηση μπορεί να αμφισβητηθεί άμεσα, ακόμη και να ανατραπεί επαναστατικά, όταν χρειαστεί.  Γι’ αυτό ακριβώς επί δεκαετίες τα αντιπολεμικά κινήματα παγκοσμίως χρησιμοποιούσαν μια γενική στρατηγική οργάνωσης εναντίον του πολέμου, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στην αρχή  «ο κύριος εχθρός είναι η δική σου κυβέρνηση».  Αυτή είναι η μόνη διεθνιστική προσέγγιση της αντιπολεμικής δραστηριότητας. Τώρα, πρέπει να αναπτυχθεί η αληθινή δύναμη για να σταματήσει την περαιτέρω εξάπλωση του πολέμου. Οι Αμερικανοί πολίτες μπορούν να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη στον συριακό λαό σταματώντας την επέμβαση της  μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης του κόσμου στη χώρα του.

Αιτήματα και κοινωνικά κινήματα

Τα στρατηγικά αιτήματα αποτελούν το ιδιαίτερο όπλο της εργατικής τάξης. Είναι αναντικατάστατα εργαλεία οργάνωσης και τα πραγματικά αιτήματα είναι εκείνα που κινητοποιούν τον ευρύτερο πληθυσμό. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δεν θα ενωθεί πάνω σε μια λιτανεία αιτημάτων, τα πιο αποτελεσματικά είναι τα περιορισμένα ή  ιδιαίτερα αιτήματα, συχνά αναφέρονται και ως αιτήματα «ενιαίου μετώπου», που μπορούν να ενώσουν και να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα του λαού.

Το πιο αποτελεσματικό αίτημα ενιαίου μετώπου κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάντα ήταν μια παραλλαγή του «Σταματήστε τον πόλεμο» ή «Κάτω τα χέρια από το Ιράκ» (ή το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία κοκ). Είναι ενοποιητικό αίτημα στο οποίο μπορεί να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι σε αντίθεση με το πλυντήριο των καταγγελιών προς πάσα κατεύθυνση που προκαλεί σύγχυση και διαίρεση, με κατάληξη την παθητικότητα.

Τα λαϊκά αιτήματα  δεν είναι λίστα γνωμών για το ποιος μας αρέσει ή δεν μας αρέσει. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν έχουν κυρίως ανάγκη να ξέρουν «ποιον» θα υποστηρίξουν σ’ αυτή τη σύγκρουση, πρέπει να ξέρουν «πώς» θα σταματήσουν τον πόλεμο. Καμιά αντιπολεμική ομάδα σε οποιαδήποτε χώρα δεν σπαταλά τις δυνάμεις της για να καταγγέλλει το στόχο της ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Ορισμένες αριστερές ομάδες συνδυάζουν τα αιτήματά τους, όπως «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ». Χρειάζονται άραγε  τα εκατομμύρια των ανθρώπων που διαδήλωσαν κατά του Τραμπ –και καθημερινά ακούν την εναντίον του Άσαντ προπαγάνδα των ΜΜΕ— να τους πουν «Όχι υποστήριξη στον Τραμπ ούτε στον Άσαντ»; Θα τους κινητοποιήσει αυτό το σύνθημα; Η προφανής απάντηση είναι «όχι» , εφόσον τους λένε κάτι που ήδη ξέρουν, ενώ τους ζητούν να μην κάνουν τίποτε.

Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι να ξέρει τι θα κάνει τώρα που η κυβέρνησή του βομβαρδίσει άλλη μια χώρα. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτό είναι πολύ σοβαρό, εφόσον η Συρία και η Ρωσία συνδέονται στενά και η κατάσταση εξελίσσεται εκτός ελέγχου.

Η επικίνδυνη μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ

Εφόσον δεν οργανώνονται λαϊκές διαμαρτυρίες ενάντια στην επέκταση του πολέμου στη Συρία αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στον Τραμπ και οι νεοναζιστές που αυτοαποκαλούνται «εναλλακτική δεξιά» έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν κι άλλα διαπιστευτήρια, κάνοντας αυτό που πάντα έκανε η αριστερά: να αποκηρύσσουν κατηγορηματικά, και χωρίς να απολογούνται, τους πολέμους των ΗΠΑ.

Επίσης, φαίνεται ότι η «εναλλακτική δεξιά» έχει μια πιο καθαρή ανάλυση για το τι συμβαίνει στον Λευκό Οίκο. Η εκλογή του Τραμπ περιθωριοποίησε το τμήμα του κατεστημένου που χειριζόταν την εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες και συχνά αναφέρεται ως οι «νεοσυντηρητικοί». Ο Τραμπ τους παραγκώνισε εφόσον παρουσιάστηκε στην προεκλογική καμπάνια ως «οπαδός του απομονωτισμού» που επιδίωκε την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Η τάση αυτή εκφράστηκε με τον διορισμό του στρατηγού Φλιν και του φασίστα Στιβ Μπάνον σε θέσεις ισχύος όπου λαμβάνονται οι στρατιωτικές αποφάσεις.

Ο Τραμπ διακήρυξε τον τερματισμό της πολιτικής περί «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία και η ειρηνευτική διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει –από την οποία ουσιαστικά είχαν αποκλειστεί οι ΗΠΑ—θα συγκεκριμενοποιούσε σύντομα αυτό που όλοι γνώριζαν: ότι ο Άσαντ είχε νικήσει στον πόλεμο και θα ανακτούσε τη «νομιμοποίησή» του στην παγκόσμια διπλωματία.

Η ήττα της στρατηγικής του Ομπάμα περί αλλαγής καθεστώτος από τον Άσαντ έκανε έξαλλους τους νεοσυντηρητικούς που ήθελαν να πετάξουν  τη Ρωσία έξω  από τη Μέση Ανατολή και από την Ανατολική Ευρώπη, διατηρώντας την επί δεκαετίες αμερικανική ηγεμονία σ’ αυτές τις περιοχές.

Η Χίλαρι Κλίντον ήταν η υποψήφια των μεγάλων τραπεζών και των νεοσυντηρητικών, χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» για να απαλλαγούν από τον Άσαντ.  Ένα μεγάλο μέρος του λαϊκισμού του Τραμπ έγινε αντιληπτό ως «στάση κατά του πολέμου» (με εξαίρεση το Ισλαμικό Κράτος).

Μετά από τις προεδρικές εκλογές, οι «νεοσυντηρητικοί» διεξήγαγαν εσωτερική πάλη με τον Τραμπ την οποία και κέρδισαν πρόσφατα, μετατρέποντας τον Τραμπ από οπαδό του απομονωτισμού στον επιθυμητό  πολεμοκάπηλο. Απόδειξη είναι το αποτέλεσμα: ο απομονωτιστής στρατηγός Φλιν απολύθηκε μέσω εσωτερικών διαρροών προς τα ΜΜΕ και αντικαταστάθηκε από τον νεοσυντηρητικό στρατηγό ΜακΜάστερ, ο οποίος, σύμφωνα με την εφημερίδα “WashingtonPost” ήταν εκείνος που ώθησε στην αποπομπή του απομονωτιστή/φασίστα Στιβ Μπάνον από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, λίγες μόνο ημέρες πριν βομβαρδίσει ο Τραμπ τη Συρία, χωρίς καμιά απόδειξης  για την επίθεση του Άσαντ με χημικά στην επαρχία Ιντλίμπ (η «εναλλακτική δεξιά» απαίτησε να δοθούν αποδείξεις για την επίθεση με αέρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς αποδέχθηκε το πρόσχημα του Τραμπ για την εξαπόλυση της πυραυλικής επίθεσης στη Συρία).

Η εσωτερική ισορροπία ισχύος έχει μεταβληθεί και το κυρίαρχο τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου επιβεβαίωσε τη θέση του στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τραμπ έμαθε ποια είναι η θέση του και ο κόσμος είναι πολύ πιο επικίνδυνο μέρος πλέον: οι εντάσεις με τη Βόρεια Κορέα έφτασαν σε εκρηκτικό σημείο και ταυτόχρονα οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν την  υπερ-βόμβα στο Αφγανιστάν.

Η «εναλλακτική δεξιά» θα χρησιμοποιήσει τον πόλεμο του Τραμπ για να ενισχύσει τη θέση της, αλλά είναι πολύ αδύναμη για να ηγηθεί οποιουδήποτε κινήματος. Εάν, όμως, η αριστερά μείνει στην παραλυτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται  σήμερα, ως προς αυτό το θέμα,  θα βρει χώρο για να αναπτυχθεί.

Υπάρχει τεράστιο επαναστατικό δυναμικό για ένα αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ. Οι κινητοποιήσεις κατά του Τραμπ έχουν προετοιμάσει τον κόσμο για τα επόμενα βήματα και εναπόκειται στην αριστερά να δείξει το δρόμο σε μια εποχή που ο Τραμπ κλιμακώνει τους πολέμους και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός γονατίζει τη χώρα.

Κανονικά, είναι έργο της αριστεράς των ΗΠΑ να ενώσει τον ευρύτερο πληθυσμό γύρω από το αίτημα να σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία ή  σε κάτι παρόμοιο που θα μετασχηματίσει την ενεργητικότητα σε ισχυρή δύναμη η οποία μπορεί να ωθήσει το κίνημα κατά του Τραμπ στο επόμενο επίπεδο, όπου θα είναι ικανός ο λαός να σταματήσει τον πόλεμο με τη Συρία, τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα ή με οποιαδήποτε άλλη χώρα.


Ο Shamus Cooke είναι κοινωνικός λειτουργός, συνδικαλιστής και γράφει εκ μέρους της Workers Action (www.workerscompass.org).

Πηγή: counterpunch.org

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Το βαθύ κράτος και οι σκοτεινές τέχνες – Η μεγάλη εικόνα πίσω από την αντιρωσική υστερία

Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή στην κινηματογραφική ταινία «Συριάνα» όπου οι γραφειοκράτες της CIA αποστασιοποιούνται από τον πράκτορά τους Μπομπ, ρόλο που παίζει ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος τους δημιουργεί προβλήματα. Ο επικεφαλής αρχίζει να αυτοσχεδιάζει μια αφήγηση για τους υφισταμένους του και με ψυχρή αδιαφορία τούς λέει: «Δημιουργείστε απόσταση ανάμεσα σ’ εμάς και τον Μπομπ. Ο Μπομπ έχει πολύχρονη ιστορία επιχειρησιακών δράσεων. Στην πραγματικότητα, δεν τον ελέγχουμε εδώ και πολλά χρόνια. Μετά τις 11/9, κάποιοι άνθρωποι απέκτησαν μεγάλη ελευθερία κινήσεων, αφέθηκαν να λειτουργούν συναισθηματικά. Οι καιροί είναι περίπλοκοι. Διεξάγεται ήδη έρευνα για τις δραστηριότητες του Μπομπ … βοηθήστε με να λύσουμε το πρόβλημα».

 

Σ’ αυτό το σημείο, η ομάδα συμπληρώνει τις λεπτομέρειες για το πώς θα καταστρέψει  τις διασυνδέσεις της CIA με τον Μπομπ, περιγράφοντάς τον ως έναν πράκτορα που έγινε απατεώνας, ξεγλιστρώντας από το δίχτυ εποπτείας της CIA, αρνούμενος τα πρωτόκολλα και τελικά ξεπουλώντας τον εαυτό του σε αηδιαστικούς ανθρώπους που θέλουν νεκρούς τους  πράκτορες των ΗΠΑ.  Με αυτό τον τρόπο, το κτήνος αποβάλλει έναν αφοσιωμένο υπηρέτη, με ψεύδη και συκοφαντίες, καθαγιασμένα με τη σφραγίδα της επίσημης αρχής.

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε τη σημασία των ΜΜΕ σ’ όλη αυτή την ιστορία, παρόλο που είναι φανταστική. Οι σκοτεινές τέχνες της προπαγάνδας δεν αναφέρονται ρητώς, αλλά αποτελούν βασικά εργαλεία που θα δώσουν σάρκα και οστά στην καταστροφή της καριέρας του Μπομπ.  Μήπως όλα αυτά ακούγονται οικεία; Θα έπρεπε. Είναι εκείνο ακριβώς το σενάριο που χρησιμοποιούν οι μυστικές υπηρεσίες ως modus operandi τους, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν έναν μη βολικό δημόσιο υπάλληλο.

Θέατρο του παραλόγου

Με τις φήμες της ύφεσης να κροταλίζουν στους αιθέρες, ο ιμπεριαλιστικός μηχανισμός της αντιρωσικής εξωτερικής πολιτικής άρχισε να γυρίζει τα γρανάζια του με ταχύτητα, χρησιμοποιώντας διαρροές και τον Τύπο για να  αποσοβήσει τα κάποια ανοίγματα ειρήνης του Τραμπ. Τον περασμένο μήνα, οι διαρροές προς την Washington Post  οδήγησαν στην αποπομπή του Μάικλ Φλιν από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας. Τον Φλιν τον «άδειασε»  μάλλον εύκολα  μια διαρροή που προήλθε από το εσωτερικό των μυστικών υπηρεσιών που τον κατηγορούσε ως συνομιλητή και στην πιο κομψή εκδοχή της ως άνθρωπο ευάλωτο στους εκβιασμούς του Κρεμλίνου.

Μετά την απότομη εκδίωξη του Φλιν, επόμενος στόχος ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, που τον διαπομπεύουν οι Δημοκρατικοί για τις επαφές του με τον Ρώσο πρέσβη Σεργκέι Κισλιάκ, επαφές τις οποίες δεν ανέφερε στις ακροάσεις για την επικύρωση του διορισμού του.  Εξαπολύονται επίμονες φήμες ότι ο Σέσιονς βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με τον Κισλιάκ, στη διάρκεια ενός κοκτέιλ πάρτι.  Συνωμοτούσαν πάνω από τα καναπεδάκια; Αντάλλασσαν κρυφά οδηγίες τυλιγμένες σε προσούτο;  Πιπεριές παραγεμισμένες με πυρηνικούς κωδικούς;  Οι εικασίες φουσκώνουν σαν πυρηνικό μανιτάρι. Δεν αισθάνεστε το ρίγος της προδοσίας;

Βεβαίως, το  FBI  ερευνά τις πιο πεζές επαφές μεταξύ της ομάδας του Τραμπ και της Μόσχας,  ένα σχέδιο που θα καταλήξει είτε στην παραπομπή του Τραμπ για κάποιο είδος προδοσίας ή στην πλήρη και απόλυτη υποταγή του στις επιθυμίες του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής. Ένα άρθρο των  Times ανέφερε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα, τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας  του «ειρηνοποιού», έβαλε με σπουδή τα θεμέλια γι’ αυτή την έρευνα διασπείροντας υπαινιγμούς  ότι ο Τραμπ ήταν υπό ρωσική επιρροή. Ως συνήθως, πρόκειται για ανεπίσημα σχόλια που επαινούν τον πατριωτισμό του Ομπάμα, παρόλο που  αυτός ο πιστός υπηρέτης της Γουόλ Στριτ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει υπηρεσίες συντήρησης της τελευταίας στιγμής στο επιρρεπές στο χρηματισμό κόμμα του.

Λίγες εβδομάδες πριν, ένας βουλευτής (Ρεπουμπλικάνος, Ντάρελ Άισα) μίλησε αορίστως για το διορισμό ειδικού εισαγγελέα. Τη θέση  του υιοθέτησε ο (Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής) Λίντσεϊ Γκρέιαμ, προτείνοντας να διοριστεί ειδικός εισαγγελέας,  εάν βρεθεί ότι έγιναν επαφές ανάμεσα σε βοηθούς του Τραμπ και τη Μόσχα, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Θυμίζει την παροιμία ότι η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να είναι υπεράνω και αβάσιμων υποψιών, όχι απλώς πραγματικών ατοπημάτων. Εν πάση περιπτώσει, ο Γκρέιαμ και ο μονομανής φίλος του Τζον Μακέιν συνεχίζουν τις έντονες δηλώσεις στον Τύπο, επιδιώκοντας τώρα να κλητεύσουν τις μυστικές υπηρεσίες, προκειμένου να αποδειχθεί εάν ισχύουν οι ισχυρισμοί του Τραμπ  για την παγίδευση των τηλεφώνων του από την κυβέρνηση Ομπάμα, αν και ο πρώην διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI) Τζέιμς Κλάπερ διέψευσε τη φήμη για την παγίδευση, όπως και ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κομέι,  ζητώντας όμως πλαγίως να  κάνει το ίδιο και  το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όπως και να έχει, η απαγόρευση του Φλιν, ο στιγματισμός του Σέσιονς και το πέπλο υποψίας που απλώνεται σε όλη την κυβέρνηση του Τραμπ αποτελούν ισχυρές προειδοποιήσεις των αναστατωμένων παραγόντων της εξωτερικής πολιτικής, ένα σύγχρονο ισοδύναμο των κομμένων κεφαλιών Ρωμαίων στρατιωτών που καρφώνονταν πάνω σε δόρατα σαν μήνυμα από τις ορδές των Βησιγότθων.

Η κακοφωνία υπαινιγμών που περιβάλλει τον Τραμπ είναι  πιθανώς αποτέλεσμα μιας συνεργασίας ανάμεσα στο  υπουργείο Δικαιοσύνης, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, τη CIA και, αυτό είναι κρίσιμο,  τον κατεστημένο Τύπο. Πέρα από τους διαδρόμους του Καπιτωλίου, οργανώσεις όπως η χρηματοδοτούμενη από τον Τζ. Σόρος MoveOn.org  και η ισχυρή Organizing for Action (OFA) του Μπαράκ Ομπάμα ανεβάζουν τη θερμοκρασία στους δρόμους, δημιουργώντας ορατά σημάδια αναταραχής, μερικές φορές βίαιης, του τύπου που έχει ανατρέψει κυβερνήσεις από τη Βενεζουέλα μέχρι την Ουκρανία εξ ονόματος των δυτικών ολιγαρχών.

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο διορισμός από τον Τραμπ του πολεμοκάπηλου  Χ. Ρ. ΜακΜάστερ ως συμβούλου εθνικής ασφαλείας, η ανακοίνωση για την  αχρείαστη αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού κατά 54 δισ. δολάρια, η αιφνίδια απαίτηση του Τραμπ για επιστροφή της Κριμαίας στην Ουκρανία, η επικίνδυνη επαναφορά της υστερίας της κυβέρνησης Μπους για το Ιράν, ανάμεσα σε αρκετές άλλες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις, μπορούν να ερμηνευτούν ως προσπάθειες ενός νευρικού προέδρου να κατευνάσει το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής  που χρησιμοποιεί ανελέητα τα ΜΜΕ για να υπονομεύσει και να κυριαρχήσει  ως μόνιμος φύλακας της αυτοκρατορίας.

Απόλυτη κυριαρχία εναντίον της διορατικής ύφεσης

Γιατί, όμως, η Ρωσία αποτελεί μόνιμο στόχο της Ουάσιγκτον; Γιατί λοιδορούνται τα ειρηνικά ανοίγματα προς τη Μόσχα; Όπως διαπίστωσε η ομάδα του Τραμπ, η αποκλιμάκωση της έντασης είναι μη αποδεκτή στην Ουάσιγκτον. Η Ρωσία, μαζί με την Κίνα, αποτελούν τους κορυφαίους στόχους της μακροπρόθεσμης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιπροσωπεύουν τις δύο μοναδικές χώρες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν σοβαρά τις ΗΠΑ στην Ευρασία, η οποία θεωρείται το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας του 21 ου αιώνα. Η αποτροπή της εμφάνισης νέων αντιπάλων αποτελεί μακροχρόνια αμερικανική πολιτική, που διατυπώθηκε σαφώς από τον Πολ Γούλφοβιτς εκ μέρους της κυβέρνησης Κλίντον στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Τίποτε απ’ αυτά δεν εκπλήσσει. Ας αναλογιστούμε απλώς τι διακυβεύεται. Στο μακρο-επίπεδο, το συνολικό πρόγραμμα για την παγκόσμια ηγεμονία απειλείται. Όπως έχει σκιαγραφηθεί επί δεκαετίες από τους φωστήρες της εξωτερικής πολιτικής όπως οι Τζορτζ Κέναν, Άλεν Ντάλες, Γούλφοβιτς και  Ζ. Μπρεζίνσκι, το γενικό σχέδιο είναι η απόλυτη  κυριαρχία σε όλο το φάσμα , που σημαίνει έλεγχο της γης, της θάλασσας, του αέρα και του διαστήματος σε πλανητική βάση, με ιδιαίτερη έμφαση στη «μεγάλη ευρασιατική περιοχή», όπως την αποκάλεσε ο αποκρουστικός ΜακΜάστερ σε μια πρόσφατη αντιρωσική ομιλία του.

Εάν η ιστορία αποτελεί οδηγό, για τον Αμερικανό πρόεδρο είναι απαράδεκτο να ξεπαγώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, παρεκτός αν αυτό  συνεπάγεται την παράδοση της Ρωσίας στις αμερικανικές απαιτήσεις. Η εμπιστοσύνη που έδειξε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διαλύοντας τη Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας οδήγησε σε μια δεκαετία δυτικής λεηλασίας της χώρας του. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν έκτοτε αποκατέστησε εν μέρει την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας. Εκεί όπου ο Γκορμπατσόφ ήταν εκμεταλλεύσιμος, ο Πούτιν αποδεικνύεται ανθεκτικός και ανθιστάμενος σε τέτοιες πιέσεις, εκτός από το πεδίο της οικονομίας όπου φαίνεται να έχει υιοθετήσει εν μέρει τη δυτική νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Συνεπώς, ο Πούτιν αποτελεί μια απειλή για το προχώρημα της νεοσυντηρητικής εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Προώθησε πολλά σχέδια αγωγών που επιταχύνουν τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη, μειώνοντας τα κέρδη των δυτικών πολυεθνικών εταιρειών και  εθίζοντας χώρες του ΝΑΤΟ στην κατανάλωση ενέργειας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.   Και έχει κάνει κάποιους στρατιωτικούς ελιγμούς που εξόργισαν την ελίτ της Ουάσιγκτον η οποία είχε συνηθίσει να τη γλείφουν οι παρακμασμένες ελίτ των αναπτυσσόμενων χωρών. Εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Για μια χώρα με πυρηνική ισχύ που δεν μπορεί να κατακτηθεί ή να βομβαρδιστεί μέχρι να υποταχθεί. Και το δείχνει.

Μετά τον πετυχημένο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, του Κονγκό, του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης, της Υεμένης, το χάος που έσπειρε η Δύση στη Μέση Ανατολή εμποδίστηκε στη Συρία. Ύστερα από την επιτυχή επέκταση του ΝΑΤΟ σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη με ελάχιστη εναντίωση, η εξάπλωσή του βρήκε τοίχο στην Ουκρανία. Και στις δύο περιπτώσεις, πίσω από την παρακώλυση της προώθησης του αμερικανικού σχεδίου για παγκόσμια κυριαρχία βρίσκεται η Ρωσία. Γι’ αυτό ακριβώς ο Πούτιν πήρε τη θέση του  Τσάβες ως η πιο δαιμονοποιημένη δημόσια προσωπικότητα στη Δύση.

Ανησυχητικό για τους πλεονέκτες πολιτικούς σχεδιαστές της Ουάσιγκτον είναι το ότι υπάρχει πλήθος νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρασία σε ελάχιστες εκ των οποίων συμμετέχουν οι ΗΠΑ. Αυτές οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν σχέδια για μια Ευρασιατική Ένωση με επικεφαλής τη Ρωσία, ως εξέλιξη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, και το όραμα των Κινέζων για τη γρήγορη ανάπτυξη μιας Ενιαίας ζώνης, και ενός Δρόμου. Αυτός θα ήταν στην ουσία ο νέος Δρόμος του Μεταξιού  που εκτείνεται από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τη Λισαβόνα, δίνοντας δυναμική στην κινεζική και ρωσική οικονομική επιρροή στην ασιατική και ευρωπαϊκή ήπειρο και ανυψώνοντας χώρες όπως το Κιργιστάν, το Καζαχστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Αυτό είναι εφιαλτικό σενάριο για την Ουάσιγκτον, εφόσον κανένας σοβαρός γεωστρατηγικός αναλυτής δεν πιστεύει ότι είναι εφικτή η παγκόσμια ηγεμονία χωρίς την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Αυτή η κατανόηση τροφοδοτεί την υποκείμενη εχθρότητα απέναντι στη Μόσχα και το Πεκίνο. Δεν έχει καμιά σχέση με τα ακαταπαύστως επαναλαμβανόμενα ψεύδη σχετικά με τη ρωσική επιθετικότητα στην Ανατολική Ευρώπη και την κινεζική επιθετικότητα στη Θάλασσα της  Νότιας Κίνας.  Και δεν έχει καμιά σχέση με τα ψεύδη σχετικά με την παρέμβαση της Μόσχας στις αμερικανικές εκλογές υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ ή με το ότι ο Μάικλ Φλιν θα καταργούσε τις κυρώσεις ως ανόσιο αντάλλαγμα.

Το βαθύ κράτος εναντίον του έθνους – κράτους

Ο Μάικλ Λόφγκριν, επί μακρόν μέλος του προσωπικού του Κογκρέσου, ονομάζει  τις σκοτεινές υπηρεσίες που εργάζονται για να διασφαλίσουν αυτό το πλανητικό σχέδιο, ακολουθώντας το με επιμονή, «βαθύ κράτος», στο ομότιτλο βιβλίο του.

Γράφει ότι το «βαθύ κράτος» περιλαμβάνει βασικά στοιχεία του κράτους εθνικής ασφάλειας, το οποίο εξασφαλίζει τη συνέχιση της πολιτικής παρά τις επιφανειακές αλλαγές από τη μια κυβέρνηση στην επόμενη. Το βαθύ κράτος είναι μια πολεμοχαρής ολιγαρχία, φανατικά προσηλωμένη στην πλήρη κυριαρχία, ορμώμενη από τον πόθο για πλούτο και δύναμη και με το άγχος να χαράξει το όνομά της στην ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, λέει ο Λόφγκριν, το βαθύ κράτος περιλαμβάνει το υπουργείο Άμυνας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις Εθνικές Υπηρεσίες Πληροφοριών, τη Γουόλ Στριτ, την πολεμική βιομηχανία και το κονσόρτσιουμ της ενέργειας μεταξύ άλλων μεγάλων ιδιωτών παραγόντων.  Μοιράζονται κοινές ατζέντες, λειτουργούν με το σύστημα εναλλαγής υπαλλήλων και όλοι απεχθάνονται τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και τη ρύθμιση. Το βαθύ κράτος είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στις στρατιωτικές επεμβάσεις και  τις εμπορικές συμφωνίες  του Ειρηνικού, ανάμεσα στην επιβολή κυρώσεων και στα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όλα αυτά τα εργαλεία, είτε είναι όπλα, δάνεια ή νομικές δομές, υπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: τον έλεγχο των  πόρων του πλανήτη  από μια παγκόσμια ομάδα εταιρικών ελίτ. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς αυτά τα τρία εργαλεία πολιτικής και ισχύος προκαλούν τεράστια ζημιά σε μια συγκεκριμένη οντότητα, το έθνος- κράτος. Διότι το έθνος-κράτος θεωρείται πλέον από τις ελίτ ως το μοναδικό εναπομένον οδόφραγμα ανάμεσα στους πληθυσμούς των κατ’ όνομα δημοκρατιών και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή τους από τις πολυεθνικές, παρόλο που θα μπορούσε λογικά να υποστηρίξουμε ότι το κράτος πιο συχνά υποθάλπει την εκμετάλλευση παρά την αποτρέπει.

Η Δυστοπία που έρχεται

Ποια είναι,  λοιπόν,  η κατεύθυνση όλων αυτών; Ας αφήσουμε στην άκρη τους θεατρινισμούς της προεδρίας Τραμπ και την απομόνωση ή εξάλειψή της.  Με τι θα έμοιαζε μια απόλυτη κυριαρχία αυτών των ελίτ; Πιθανώς θα ήταν σαν μια ενιαία παγκόσμια αγορά, με αδύναμα κράτη, που κυβερνιέται από μια σειρά συνυφασμένων συμφωνιών για τα δικαιώματα των επενδυτών, οι οποίες θα δίνουν τη δυνατότητα στο ιδιωτικό κεφάλαιο να λεηλατεί τους φυσικούς πόρους απελευθερωμένο από κρατικούς περιορισμούς, όπως τα εργατικά δικαιώματα, η περιβαλλοντική προστασία, η φορολόγηση, οι έλεγχοι κεφαλαίων ή οι συνοριακοί δασμοί. Απρόσωπες πολυεθνικές θα ρήμαζαν τον πλανήτη, οι ανώνυμοι διορισμένοι τους θα επάνδρωναν τους μοχλούς της εξουσίας πίσω από τα αντανακλαστικά τζάμια των τυλιγμένων στα σύννεφα πύργων τους, απρόσιτοι και μη εκλεγμένοι από τις στρατιές των άπορων που θα περιφέρονται στις κατεστραμμένες εκτάσεις από κάτω τους. Οι συγχωνευμένες δυνάμεις του εταιρικού ελιτισμού θα μετακινούσαν ψυχρά εργαζόμενους μεταξύ των ηπείρων, θα απειλούσαν και θα κατέστρεφαν τις απείθαρχες οικονομίες μέσω της νομισματικής φυγής και του ελέγχου των τροφίμων και θα συνέχιζαν να καταναλώνουν ένα υπερμέγεθες ποσοστό των παγκόσμιων πόρων. Αυτό θα εκπλήρωνε τα ηγεμονικά όνειρα του πάλαι ποτέ διευθυντή πολιτικού σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζορτζ Κέναν, ο οποίος κάποτε υποστήριξε ότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις ανθρωπιστικές ανησυχίες και  να «ασχοληθούμε με τις έννοιες της καθαρής ισχύος», ώστε να ελέγχουμε καλύτερα και να καταναλώνουμε το μέγιστο μέρος των παγκόσμιων πόρων, προφανώς ένα προνόμιο που το αξίζουν οι ελίτ των λευκών  και κάποιοι επιλεγμένοι μανδαρίνοι από τις άλλες εθνότητες με ειδική άδεια.

Μια εγκληματική εταιρική κοινοπολιτεία, που θα στηρίζεται στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ενισχυμένο με την απειλή του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης, θα κωφεύει στις διαμαρτυρίες των από κάτω και οι οπλισμένοι δορυφόροι της θα στοχεύουν τους πληθυσμούς όπως οι ηλιόλουστοι μεγεθυντικοί φακοί πάνω σε μια φάλαγγα μυρμηγκιών. Το νόμισμα θα ήταν εξ ολοκλήρου ψηφιοποιημένο. Αυτή η ενέργεια θα πλασαριζόταν ως θετική, εφόσον θα εξασφάλιζε καλύτερη φορολογική λογοδοσία και συνεπώς χρηματοδότηση μελλοντικών προγραμμάτων κοινωνικής ανάτασης. Μάλλον θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο ολοκληρωτικού οικονομικού ελέγχου των πληθυσμών. Ο πλούτος των ελίτ θα θεσμοποιηθεί. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να πάρει τα χρήματά του θα σβήσει μαζί με την πλασματική ιδιοκτησία τους.

Το επιλεγμένο εργαλείο εξουσίας αυτής της εταιρικής ελίτ θα είναι η τρομοκρατία (στο βαθμό που δεν είναι ήδη). Πλήγματα χειρουργικής ακρίβειας, στρατιωτικά, οικονομικά ή ειδησεογραφικά, θα «κρατούν πειθαρχημένο τον όχλο» , καθώς όλες οι κοινωνίες υποδουλώνονται  στους οιωνούς του πολέμου, στο φόβο της μη πρόσβασης σε χρήματα και στη λάσπη των ανήθικων ΜΜΕ. Το «βαθύ κράτος» θα γίνει ένας όρος  παρωχημένος, καθώς το έθνος-κράτος θα υποχωρεί στη μνήμη ως κατάλοιπο μιας σκοτεινής εποχής αλληλοσπαραγμών.

Σε τελική ανάλυση, η θρησκεία της ελεύθερης αγοράς που επικρατεί στα κέντρα εξουσίας πραγματικά πρεσβεύει πως ο πλανήτης θα ευημερούσε χωρίς τα έθνη-κράτη. Όπως  μας θυμίζει μια άλλη σκηνή του «Συριάνα», το κεφάλαιο έχει μια πολύ διαφορετική κοσμοθεώρηση από την πλειονότητα των εργαζομένων που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το κράτος μπορεί να παίξει κάποιο  ρόλο στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους.  Σε κάποιο σημείο της ταινίας, ένας πετρελαιάς του Τέξας ονόματι Ντάνι Ντάλτον  κάνει διάλεξη  στον δικηγόρο Μπένετ Χόλιντεϊ για  τον αληθινό ορισμό της διαφθοράς. «Η διαφθορά!; Διαφθορά είναι η κυβερνητική παρέμβαση στην αγορά με τη μορφή των κρατικών ρυθμίσεων. Αυτό λέει ο Μίλτον Φρίντμαν. Και πήρε Νόμπελ!».

Οι ΗΠΑ ήδη εφαρμόζουν το μιλιταρισμό της ελεύθερης αγοράς, αρνούνται να αναγνωρίσουν σύνορα, νομικούς περιορισμούς ή γεωστρατηγικές δικαιοδοσίες. Γιατί να μην το κάνει η ελεύθερη αγορά και το εμπόριο;

Τα καλά νέα είναι ότι, αν κανείς σκαρφάλωνε στο υπερπρονομιούχο 1% του αμερικανικού πληθυσμού, υπηρετώντας  σαν παράσιτο στα γκριζομάλλικα οπίσθια του εταιρικού κτήνους, θα μπορούσε να έχει ένα μερίδιο αφάνταστης πολυτέλειας, εκεί ψηλά στα σύννεφα, ρουφώντας σαμπάνια με χυμό πορτοκάλι καθώς ταξιδεύει ανάμεσα στις περιφραγμένες μητροπόλεις του κόσμου, όπου αναμειγνύονται οι απάτριδες ελίτ.


Ο Jason Hirthler είναι βετεράνος του κλάδου των επικοινωνιών και συγγραφέας του The Sins of Empire: Unmasking American Imperialism. Ζει στη Νέα Υόρκη.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Ο κόσμος, όπως τον βλέπει ο Donald Trump

Προωθώντας τα συμφέροντα της Αμερικής σε έναν πολυπολικό κόσμο

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Trump, η Αμερική έρχεται πρώτη και όλοι οι άλλοι αποτελούν ατού ή εμπόδιο. Η Ευρώπη αξίζει λιγότερη προσοχή από τη Ρωσία, με την οποία οι σχέσεις θα πρέπει να βελτιωθεί εν συντομία, και η Κίνα, η οποία αναμένεται να έχει τη Βόρεια Κορέα υπό έλεγχο.

Η κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής του Trump δεν ήταν εύκολη δουλειά. Σε αντίθεση με άλλους μέλλοντες προέδρους, δεν έχει εκδώσει περίτεχνα κείμενα θέσεων σχετικά με τις πρωτιμώμενές του πολιτικές, ούτε έχει πραγματοποιήσει μακροσκελείς ομιλίες. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι κάποιες συνεντεύξεις και εμφανίσεις στα πλαίσια της καμπάνιας του, και τώρα τις επιλογές του για τις κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις. Για ορισμένους παρατηρητές, αυτό δείχνει μια απαίδευτη ή ασυνάρτητη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, προερχόμενη κυρίως από τίτλους ειδήσεων και τις εμπειρίες του ως κοσμογυρισμένος επιχειρηματίας. Αλλά αν κανείς το εξετάσει προσεκτικότερα, συγκεκριμένα μοτίβα αρχίζουν να εμφανίζονται. Ο Donald Trump έχει μια σαφή οπτική για τον κόσμο και τη θέση της Αμερικής μέσα σε αυτόν – και σε ορισμένες πτυχές τους, οι αντιλήψεις του είναι πολύ πιο κοντινές στις παγκόσμιες πραγματικότητες από εκείνες των, χαιρόντων μεγάλης εκτίμησης, σοφών και παραγωγών πολιτικής στην Ουάσινγκτον.

Περάστε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα του έθνους και θα δείτε τον κόσμο με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτό είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο από ομόκεντρους κύκλους που εκτείνονται έξω από τον Λευκό Οίκο, με τον Καναδά, τη Βρετανία και άλλες αγγλόφωνες χώρες-συμμάχους στον πρώτο δακτύλιο· τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΝΑΤΟ συν την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και το Ισραήλ στο δεύτερο· τους μακροχρόνιους οικονομικούς και στρατιωτικούς εταίρους, όπως την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και τη Σαουδική Αραβία στον τρίτο και ούτω καθεξής. Έξω από αυτό το σύστημα εξαρτώμενων σχέσεων βρίσκονται οι αντιπάλοι της Αμερικής: η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Για δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών με και ανάμεσα στις φιλικές προς τη Ουάσιγκτον χώρες, και προσπαθούσε να αποδυναμώσει και να απομονώσει τους «outsider». Μερικές φορές αυτό σήμαινε πόλεμο, για να προστατευτούν εκείνοι στο εξωτερικό δίκτυο συμμαχιών, ή για να αποφευχθεί κάποιοι στους εσωτερικούς κύκλους να εκτεθούν σε κίνδυνο.

Ο Trump δεν έχει περάσει πολύ χρόνο μέσα στον δακτύλιο (σ.μτφ. Inside the Beltway, αμερικάνικος ιδιωματισμός που χαρακτηρίζει τα ζητήματα που κρίνουν αναγκαία η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι λομπίστες και τα media) και δεν συμμερίζεται την Ουάσιγκτον-κεντρική άποψη της πλειονότητας των πολιτικών των ΗΠΑ. Είναι ένας επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης με συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, εντελώς αποκομμένος από κάθε δομική αντίληψη των συμμάχων, φίλων και εχθρών. Σε αυτό, μοιάζει πολύ με τον Rex W. Tillerson, διευθύνων σύμβουλο της Exxon Mobil και επιλογή του Trump ως υπουργό. Για τους δύο αυτούς άνδρες, ο κόσμος είναι μια τεράστια ανταγωνιστική ζούγκλα, με ευκαιρίες και κινδύνους παντού, χωρίς σεβασμό για την υποτιθέμενη πίστη ή εχθρότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης προς την Ουάσιγκτον.

Στον κόσμο όπως τον βλέπει ο Donald Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο πυρήνας μιας εκτεταμένης οικογένειας εξαρτώμενων μελών στα οποία οφείλει την προστασία, αλλά ένα από τα πολλά κέντρα εξουσίας που συναγωνίζονται για τον πλούτο και το πλεονέκτημα σε μια έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια σκακιέρα. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτό το περιβάλλον είναι να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής πάνω απ’ όλα, και να ματαιώσει τα σχέδια όλων εκείνων που αναζητούν να κερδίσουν εις βάρος της. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου κάθε κυβέρνηση θα κριθεί αποκλειστικά από το τι μπορεί να κάνει για να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής ή να εμποδίσει την πρόοδό της, ο Trump θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του για να ανταμείψει τους συνεργάτες και να τιμωρήσει τους αντιπάλους. Οι πρόθυμοι συνεργάτες μπορούν να αναμένουν κρατικές επισκέψεις στο Λευκό Οίκο, ευνοϊκότερες εμπορικές συμφωνίες και εξαίρεση από τις αναθεωρήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα· οι αντίπαλοι θα αντιμετωπίσουν υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, διπλωματική απομόνωση και, σε περίπτωση ακραίας πρόκλησης, στρατιωτική δράση. Η ενδεχόμενη μορφή την οποία μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να λάβει δεν μπορεί να προβλεφθεί, μιας και ο Trump έχει πει λίγα για το θέμα, αλλά είναι πιθανό να είναι δυναμικού χαρακτήρα (αναμενόμενα αεροπορικά πλήγματα και πύραυλοι ενάντια σε στόχους υψηλής αξίας).

Για να εξασφαλιστεί ότι η Ουάσιγκτον είναι σε θέση να πράξει και τις δύο πλευρές αυτής της εξίσωσης, ο Trump έχει συγκεντρώσει μια ομάδα ανώτερης ηγεσίας. που αποτελείται από ανθρώπους που ξέρουν πώς να ανταμείψουν τους συνεργάτες με επικερδείς συμφωνίες (τον Tillerson ως υπουργό), αλλά ταυτόχρονα και από εκείνους που είναι έμπειροι στο κυνήγι της βίας ενάντια στους εχθρούς του έθνους (το στρατηγό Michael T. Flynn ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας και το στρατηγό James Ν. Mattis ως γραμματέα άμυνας). Και για να βεβαιωθεί ότι οι στρατηγοί του θα είναι σε κυρίαρχη θέση, αν και όταν απαιτηθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική επιλογή, ο ίδιος ζήτησε μαζική επέκταση των ενόπλων δυνάμεων – και κυρίως του ναυτικού, την πιο κατάλληλη υπηρεσία για δραστηριότητες επίδειξης δύναμης και γρήγορων χτυπημάτων.

Ο πόλεμος εναντίον του ISIS

Πώς θα επηρεάσουν αυτά τις σχέσεις των ΗΠΑ με συγκεκριμένες περιοχές και χώρες; Ας εξετάσουμε πρώτα τη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο κατά του ISIS (του λεγόμενου ισλαμικού κράτους). Από την αρχή, ο Trump κατέστησε σαφές ότι ο κορυφαίος στόχος του για το εξωτερικό θα είναι να «καταστρέψει τον ISIS» και να συντρίψει άλλες εκδηλώσεις της «ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας». «Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου», δήλωσε στη Φιλαδέλφεια στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, «θα ζητήσω από τους στρατηγούς μου να μου παρουσιάσουν ένα σχέδιο εντός 30 ημερών για να νικήσουμε και να καταστρέψουμε τον ISIS».

Σε ένα σημαντικό βαθμό, ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του ISIS είναι περισσότερο εγχώριο παρά θέμα εξωτερικής πολιτικής: η έκδηλη αποφασιστικότητα του Trump να καταστρέψει την ομάδα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο των υποστηρικτών του για τη «διεθνή του εμβέλεια» και την απέχθειά τους για το μαχητικό Ισλάμ. Στην καταπολέμηση του ISIS, υποσχέθηκε, δε θα υπάρξουν ημίμετρα: κάθε εργαλείο στη διάθεσή του στρατού θα εξαπολυθεί σε μια αμείλικτη εκστρατεία αφανισμού· αν τα μέλη της οικογένειας και των πολιτικών συνεργατών του ISIS παγιδεύονται στη δίνη, ας είναι.

Όμως, ενώ η εκστρατεία ενάντια στον ISIS θα ανατεθεί στον στρατό σε μεγάλο βαθμό, εγείρει σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει, για να αρχίσουμε με αυτό, το ερώτημα του ποιος θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην τελική πάλη ενάντια στον ISIS. Το πιο αξιοσημείωτο σχετικό συμβάν είναι η συζήτηση του Trump για τον Vladimir Putin ως πιθανό σύμμαχο. «Δεν θα ήταν ωραίο αν συναντιόμασταν με τη Ρωσία και χτυπούσαμε αλύπητα τον ISIS;», είπε σε ένα συλλαλητήριο τον Ιούλιο του 2016 στη Βόρεια Καρολίνα. Ο Trump έχει επίσης υπαινιχθεί μια πιθανή σχέση εργασίας με τον Bashar al-Assad της Συρίας. «Δεν μου αρέσει καθόλου ο Assad, αλλά ο Assad σκοτώνει τον ISIS», είπε κατά τη διάρκεια του δεύτερου ντιμπέιτ με τη Hillary Clinton στις 9 Οκτωβρίου. Οι ηγέτες των χωρών αυτών, φυσικά, θα περιμένουν κάποιες παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα – για τη Ρωσία, την αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και την άρση των κυρώσεων· για τον Assad, την παύση όλων των ενισχύσεων προς τους αντικυβερνητικούς αντάρτες.

Ο Trump θα επιδιώξει επίσης συμφωνίες με άλλους σημαντικούς παράγοντες της περιοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μια σύντομη συμφωνία με τον πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι θα αυξήσουν την πίεση τους προς τον ISIS σε αντάλλαγμα για τη μείωση της στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους αντάρτες στη βόρεια Συρία – ακόμα κι αν αυτές οι ομάδες έχουν αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική δύναμη πάλης στην εκστρατεία ενάντια στον ISIS. Ο Erdoğan ήταν μεταξύ των πρώτων ξένων ηγετών που συγχάρηκαν τον Trump μετά την εκλογική του νίκη, και οι δύο τους μίλησαν για τη βελτίωση της συνεργασίας σε δραστηριότητες αντι-τρομοκρατίας. Είναι επίσης πιθανό ότι ο Trump θα συμφωνήσει να εκδώσει τον αυτοεξόριστο Τούρκο κληρικό Fethullah Gulen, ο οποίος κατηγορείται από την Άγκυρα για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν να υποστούν πλήγμα, ως αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης επιθετικότητας των ΗΠΑ ενάντια στον ISIS. Η ηγεσία του, όπως και της Σαουδικής Αραβίας, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από σουνίτες – και πολλοί από εκείνους που είναι πιθανό να υποφέρουν από οποιαδήποτε αύξηση των αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ σε θέσεις του ISIS είναι σουνίτες πολίτες. Ωστόσο, πολλές από τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον ISIS αποτελούνται από σιίτες – είτε μιλάμε για την πολιτοφυλακή στο Ιράκ, προωθούμενη από το Ιράν, είτε για τους Αλεβίτες και τους συμμάχους τους στη Συρία. Αναπόφευκτα, μια νίκη των πολιτοφυλακών και η επιβίωση του Assad θα προβληθούν στη Ριάντ ως θρίαμβος για το Ιράν, τον αρχι-ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας στον αγώνα για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου. Μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η επισκευή των τεταμένων σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ριάντ, ειδικά με την επιμονή του Trump ότι η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να πληρώσει ακριβά για την προστασία που ισχυρίζεται ότι λαμβάνει από τις ΗΠΑ.

Με μια πρώτη ματιά, οι Ιρανοί έχουν πολλά να φοβηθούν από την άνοδο του Trump στο Λευκό Οίκο. Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, αποκάλεσε την πυρηνική συμφωνία Ιράν – επίσημα, το κοινό γενικό σχέδιο δράσης – «το χειρότερο deal στην ιστορία» και υποσχέθηκε να «το διαλύσει» ξεκινώντας τη θητεία. Ο Flynn, στην εθνική ασφάλεια, είναι ένας ιδιαίτερα ειλικρινής αντίπαλος του Ιράν και αναμένεται να συνεχίσει την πίεση στον Trump να δώσει συνέχεια σε αυτή του την υπόσχεση. Αλλά η προτεραιότητα της νίκης κατά του ISIS μπορεί να υπερισχύει της διάθεσης για απομόνωση του Ιράν· ο Trump μπορεί να δει κάποιο πλεονέκτημα σε μια σιωπηρή συμφωνία με την Τεχεράνη σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα της καταπολέμησης του ISIS τώρα και αναβολή άλλων ζητημάτων για αργότερα.

Μήνας του μέλιτος ΗΠΑ-Ρωσίας

Αν κάτι είναι πιθανό να αλλάξει κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της διοίκησης του Trump, είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Ο Trump μίλησε σε αρκετές περιπτώσεις για τον θαυμασμό του για τον Vladimir Putin, προσφερόμενος να τον συναντήσει, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις. Μετά την διάσκεψη του Putin με τον εκλεγέντα πρόεδρο από το τηλέφωνο, το Κρεμλίνο εξέδωσε δήλωση αναφέροντας ότι οι δύο ηγέτες είχαν συμφωνήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους και να συνεχίσουν την εποικοδομητική συνεργασία στο ευρύτερο δυνατό φάσμα θεμάτων». Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν επίσης ότι επέλεξε τον Tillerson ως γραμματέας του κράτους, εν μέρει λόγω τους μακροχρόνιούς του δεσμούς με το Κρεμλίνο σχετικά με την ενέργεια, που διαμορφώθηκε μέσω περίτεχνων κοινοπραξιών μεταξύ Exxon και ρωσικών επιχειρήσεων στην Αρκτική και το νησί Σαχαλίνη.

Αλλά θα ήταν λάθος για τον Putin να υποθέσει ότι οποιοσδήποτε μήνας του μέλιτος στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα καταστεί μόνιμος. Όπως ο Trump έχει καταστήσει σαφές, κύριο ενδιαφέρον του είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ πάνω απ ‘όλα, και αυτό δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε ρύθμιση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως την παράδοση της δεσπόζουσας θέσης της Αμερικής στην παγκόσμια σκακιέρα. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε ποιο σημείο κάποια διεκδικητική ρωσική ενέργεια στην Ανατολική Ευρώπη θα μπορούσε να δοκιμάσει αυτή τη στάση, αλλά ο Trump δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να χαρακτηριστούν ως αναποφάσιστες ή άβουλες σε οποιαδήποτε τέτοια αντιπαράθεση. Οι μυστικές Ρώσικες παρεμβάσεις στις χώρες της Βαλτικής ή τα βαλκανικά κράτη μάλλον δεν θα διεγείρουν την οργή του, αλλά μια απροκάλυπτη επίθεση σε σύμμαχο των ΗΠΑ θα προκαλούσε αναμφίβολα μια σκληρή απάντηση.

Το καθεστώς Putin θα πρέπει να ανησυχεί και για την πρόθεση του Trump να αναζωογονήσει τον αμερικάνικο στρατό. Ενώ πολλές από τις προτάσεις του, όπως μια σημαντική επέκταση του ναυτικού, εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στην Κίνα, ορισμένες από αυτές θα αποδειχθούν ενοχλητικές στη Ρωσία. Αυτές περιλαμβάνουν την έκκληση του Trump για τον εκσυγχρονισμό του στρατηγικού βομβαρδιστικού στόλου των ΗΠΑ και την απόκτηση ενός «αριστοτεχνικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας». Ενώ απειλεί την Κίνα, οι πρωτοβουλίες αυτές θα αποδειχθούν ιδιαίτερα ανησυχητικές για τη Ρωσία, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της από τα πυρηνικά όπλα για να αποτρέψει τη στρατιωτική δράση από τη Δύση. Ο ίδιος ο Putin εξέφρασε την ανησυχία του για τις προτάσεις αυτές κατά την ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους την 1η Δεκεμβρίου: «Θα ήθελα να τονίσω ότι οι προσπάθειες να σπάσει η στρατηγική ισοτιμία είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορεί να οδηγήσουν σε παγκόσμια καταστροφή», δήλωσε.

Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, ο Trump επέπληξε τους Κινέζους για την χρήση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εναντίον των ΗΠΑ και για προσβολή του Πρόεδρου Ομπάμα μέσω των ξεδιάντροπων δραστηριοτήτων οικοδόμησης βάσης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. «Η Κίνα παίζει μαζί μάς … ενώ χτίζουν στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας,» είπε στην εφημερίδα New York Times στις 26 Μαρτίου. «Δεν έχουν κανένα σεβασμό για τη χώρα μας και δεν έχουν κανένα σεβασμό για την προεδρία μας».

Το δίλημμα της Κίνας

Ο Trump προβλέπει μια πιο αμφιλεγόμενη σχέση με το Πεκίνο και επιδιώκει να αντισταθεί σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καταχρηστική και ασεβή στάση της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αυτό σε μία πλήρως ανταγωνιστική σχέση, ή ακόμα και στρατιωτική σύγκρουση; Ερωτηθείς αν θα χρησιμοποιήσει βία για να αποσπάσει τις βάσεις από τους Κινέζους στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Trump απάντησε: «. Ίσως … αλλά έχουμε μεγάλη οικονομική δύναμη στην Κίνα … τη δύναμη του εμπορίου» χωρίς να επεκταθεί, ανέφερε ότι ο ίδιος προτιμά τη χρήση δασμών και άλλων εμπορικών μηχανισμών για να αλλάξει τη συμπεριφορά της Κίνας. Η τηλεφωνική κλήση του Trump με τον Πρόεδρο Tsai Ing-Wen της Ταϊβάν, την 1η Δεκεμβρίου – η πρώτη γνωστή συνομιλία μεταξύ ενός προέδρου των ΗΠΑ ή εκλεγέντα Προέδρου με Ταϊβανέζο ηγέτη από πριν οι ΗΠΑ να σπάσουν τις διπλωματικές σχέσεις με το νησί το 1979 – μπορεί να ειδωθεί με τον ίδιο τρόπο, ως προειδοποίηση για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων εάν η Κίνα δεν συναινέσει με τις προτιμήσεις των ΗΠΑ. Χωρίς να ειπωθεί, αλλά σαφώς κατανοητή από τους κινέζους ηγέτες, είναι η προοπτική περαιτέρω σοκ: η αναγνώριση της Ταϊβάν, ας πούμε, ή στρατιωτικά πλήγματα κατά των κινεζικών εγκαταστάσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Παρ ‘όλα αυτά, ο Trump κατανοεί ότι σε ορισμένα βασικά ζητήματα θα πρέπει να εξασφαλίσει την κινεζική βοήθεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απειλή από τη Βόρεια Κορέα – ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα εθνικής ασφάλειας που θα αντιμετωπίσει στην ανάληψη των καθηκόντων. Παρότι αποκομμένοι από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, οι Βορειοκορεάτες έχουν προφανώς καταφέρει να επεκτείνουν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους και την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων ικανών να χτυπούν εδάφη της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Οι Κινέζοι εμφανίζονται φοβισμένοι στο ενδεχόμενο κατάρρευσης του καθεστώτος – ενδέχεται να οδηγήσει σε μια πλημμύρα απελπισμένων προσφύγων στην βόρεια Κίνα και τη δημιουργία μιας ενωμένης Κορέας υπό αμερικανική κηδεμονία – και έχουν παράσχει στη χώρα την απαραίτητη υλική υποστήριξη.

Ο Trump αναγνωρίζει ότι αν είναι να αναγκάσει την Πιονγιάνγκ να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα, θα χρειαστεί μια κινεζική υπόσχεση να μειώσει σημαντικά το εμπόριο με τη Βόρεια Κορέα. «Η Κίνα πρέπει να λύσει αυτό το πρόβλημα για εμάς», δήλωσε στο πρώτο ντιμπέιτ με την Clinton. Αλλά αυτό, φυσικά, θα συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο, και θα πρέπει να υπάρξει ένα αντάλλαγμα. Ενώ αναμένει μια υποχώρηση από την Κίνα σε ορισμένους τομείς που έχουν σημασία για τον ίδιο, όπως το εμπόριο, ο ίδιος κατανοεί πλήρως ότι θα χρειαστεί τη συνεργασία του Πεκίνου σε άλλες περιοχές ανησυχίας, και θα πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει και αυτός παραχωρήσεις.

Η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ

Η διαφορά μεταξύ των πεποιθήσεών του Trump και των προκατόχων του, όμως, φαίνονται ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Παρότι όλοι οι προηγούμενο Αμερικάνοι πρόεδροι έβλεπαν το ΝΑΤΟ ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την Ευρώπη ως ένα προπύργιο της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, ο Trump δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Σε ό, τι τον αφορά, η Ατλαντική Συμμαχία λείπει στον πιο σημαντικό αγώνα αυτή τη φορά – τον πόλεμο κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας. Και η Ευρώπη, ως συλλογική οντότητα, δεν έχει την εκτελεστική ικανότητα για να προωθήσει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, και έτσι αξίζει λιγότερη προσοχή από ό, τι άλλες, πιο διεκδικητική δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg στις 18 Νοεμβρίου, ο Trump επιβεβαίωσε την πίστη του στη «διαρκή σημασία» της συμμαχίας· από τότε, όμως, δεν έχει προσφέρει καμία άλλη διαβεβαιώσεις της δέσμευσής του, και κανένας από τους διορισμένους ανώτερους στρατιωτικούς του δεν έχει προτείνει να δοθεί έμφαση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πράγματι, το ενδιαφέρον του για το ΝΑΤΟ φαίνεται να αρκείται σε μόλις δύο βασικές προτάσεις: τα μέλη της συμμαχίας πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την κοινή άμυνα και το ΝΑΤΟ πρέπει να συμμετέχουν πιο δυναμικά στον πόλεμο εναντίον του ISIS. Σε όλα τα άλλα σημαντικά θέματα, όπως η υπεράσπιση της «ανατολικής πλευράς» έναντι πιθανών ρωσική επίθεση, έχει εμφανιστεί πολύ μικρή ανησυχία – αν και, όπως σημειώνεται, ο ίδιος δεσμεύεται να απαντήσει δυναμικά σε οποιαδήποτε κίνηση από τη Μόσχα που φαίνεται να αμφισβητεί την τιμή και τη θέληση των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια δευτερεύουσα θέση έριδος στην παγκόσμια σκακιέρα. Εκτός αν διασταυρωθεί με τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είναι πιθανό να αγνοείται. Και αυτό, φυσικά, ταιριάζει με το μεγαλύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του Trump: η Αμερική έρχεται πρώτη, όλοι οι άλλοι μετρούν μόνο στο βαθμό που είναι ένα ατού ή εμπόδιο για την επίτευξη των θεμελιωδών στόχων των ΗΠΑ.


Ο Michael Klare είναι καθηγητής στις σπουδές ειρήνης και παγκόσμιας ασφάλειας στο Hampshire College στο Amherst της Μασαχουσέτης, και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του «The Race for What’s Left» («Αγώνας για ότι έχει απομείνει/ την Αριστερά») (Picador, 2012)

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

Πηγή: Le Monde Diplomatique

Η Πορεία των Γυναικών ήταν μια ζοφερή αποτυχία και ένα ελπιδοφόρο σημάδι

Οι πορείες αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα αποτέλεσαν πόλο έλξης για εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια διαδηλωτές.

Η προσέλευση ήταν εντυπωσιακή. Εκνεύρισε το νέο πρόεδρο. Αλλά τι σήμαινε η Πορεία των Γυναικών;

Παρά το ότι λένε οι σχολιαστές, οι πορείες των Γυναικών δεν ήταν κίνημα. Ούτε ήταν η αρχή ενός κινήματος.

Ήταν μια στιγμή: μια ανάταση των χειρών. “Είμαι ενάντια στον Τραμπ”, είπαν στον κόσμο οι γυναίκες (και οι άντρες). Η ερώτηση ήταν, ποιος/τι θέλουν να τον αντικαταστήσει;

Όπως σημείωσε ο υποκινητής του Occupy Wall Street, Micah White, οι διαδηλώτριες δεν εξέφρασαν κάποιες απαιτήσεις, ούτε, ακόμα περισσότερο, έθεσαν την επιθυμία να αποκτήσουν πολιτικη δύναμη. Προειδοποίησε πως “Χωρίς μια ξεκάθαρη διαδρομη από τις πορείες στην εξουσία, οι διαμαρτυρίες προορίζονται να είναι ένα αναποτελεσματικό θέαμα για να ‘νιώσουμε καλά’, διακοσμημένο με ροζ γατίσια καπέλα”. Όπως και οι άλλες διαμαρτυρίες των τελευταίων δεκαετιών, η Πορεία των Γυναικών ήταν ένας σπασμός, μια αυθόρμηση έκφραση απέχθειας και αγανάκτησης καταδικασμένη να μην οδηγήσει πουθενά.

Αν δεν απαιτείς τίποτα, πώς θα το αποκτήσεις;

Αν δεν αποτελέσεις απειλή για το κατεστημένο, γιατί να νιώσουν φοβισμένοι;

Παρόλα αυτά, υπό το ρίσκο του Mansplaining* αλλά και του Leftsplaining*, μια ανάταση χειρών έχει σημασία. Γεγονότα όπως η Πορεία των Γυναικών είναι σημαντικά γιατί η Αμερικανική πολιτική περιστρέφεται (με κάθε πρόθεση για λογοπαίγνιο) γύρω από τη μυθοπλασία ότι τα αριστερά πολιτικά κινήματα που είναι δεδομένα σε άλλα έθνη – κομμουνισμός, σοσιαλισμός και αριστερός αναρχισμός – δεν έχουν θέση στην κάλπη ή στα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ, γιατί οι αμερικανοί ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται.

Στιγμές όπως του Σαββάτου αποδεικνύουν πως αυτό είναι ψέμα.

Η Νέα Αριστερά (New Left) ήταν το τελευταίο οργανωμένο μαζικό αριστερό κίνημα στην αμερικανική ιστορία. Από τη στιγμή που η οργανωμένη Αριστερά κατέρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχουμε δει κι άλλες στιγμές όπως αυτή του Σαββάτου, ένδειξη ότι υπάρχουν αμερικανοί, δεκάδες εκατομμύρια από αυτούς, οι οποίοι πολιτικά ανήκουν στα αριστερά του ψευτοαριστερού Δημοκρατικού κόμματος και του συμβαδίζοντος κεντροδεξιού επιχειρηματικού και μιντιακού συστήματος που το υποστηρίζει και του «αντίπαλου» Ρεπουμπλικανικού brand. Σημάδια ότι αυτή η Αριστερά-εν-αναμονή υπάρχει έρχονται σε αντίθεση με την κομματική γραμμή ότι δεν υπάρχει αγορά για σφυροδρέπανα στις παλιές καλές ΗΠΑ.

Ακόμη και στην ”κοιμισμένη” δεκαετία του 1980, εκατοντάδες χιλιάδες εμφανίστηκαν για να διαδηλώσουν ενάντια στον Ρήγκαν σε διαδηλώσεις όπως αυτή της Ημέρας Αλληλεγγύης. Υπήρχαν βίαιες, αποτελεσματικές οικο-τρομοκρατικές επιθέσεις και διαμαρτυρίες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, όπως η Μάχη του Σιάτλ τη δεκαετία του 1990. Εκατομμύρια διαδήλωσαν ενάντια στην εισβολή στο Ιρακ το 2003. Αυτή η δεκαετία μας έφερε το Occupy Wall Street, την παραδόξως δημοφιλή υποψηφιότητα του Bernie Sanders για την προεδρία, και δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως το 37% των Αμερικανών θα ξεφορτώνονταν τον καπιταλισμό – το οικονομικό σύστημα που συνεχώς μας λένε πως είναι πιο ιερό και πιο δημοφιλές από τον Ιησού, τη μαμά και το φραπουτσίνο μήλο.

Αυτές οι πολιτικές παρορμήσεις – η αντίθεση στον πόλεμο και το μιλιταρισμό, η πάλη ενάντια στις συμφωνίες ελευθερου εμπορίου και εξαγωγής εργασίας και η καχυποψία για τον απελευθερωμένο καπιταλισμό – δεν έχουν καμία θέση στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανό κόμμα. Αντίθετα, ο πόλεμος, το ελεύθερο εμπόριο και η άγρια απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας είναι σε αηδιαστικό βαθμό χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων.

Έτσι, περισσότερο από το ένα τρίτο των αμερικανών δε βρίσκουν τίποτα ενδιαφέρον στην αμερικανική αγορά πολιτικών ιδεών(ιδεολογιών). Αυτή αποτελεί μια αχανή δεξαμενή από εν δυνάμει “καταναλωτές”. Αυτοί οι άνθρωποι – θα έλεγα ψηφοφόροι, αλλά πολλοί από αυτούς δεν μπαίνουν στον κόπο να ψηφίσουν γιατί μισούν και τα δύο κόμματα – αντιπροσωπεύουν μια αναποτελεσματικότητα στην αγορά. Στιγμές όπως το Occupy, o Bernie και η Πορεία των Γυναικών μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη της εν-αναμονή-αριστεράς. Κάποια μέρα, προφανώς, κάποιος ή κάποιοι θα χτίσουν μια οργάνωση που θα προσελκύσει τους για καιρό παραμελημένους αμερικάνους αριστερούς και θα διοχετεύσουν την ενέργειά τους σε κάτι αρκετά δυνατό για να κατακτήσουν την εξουσία και αρκετά έξυπνο για να κυβερνήσουν.

Μέχρι τότε, η πραγματική αριστερά θα αυτοαναπαράγονται στα πλαίσια των Δημοκρατικών.

Το οποίο και συνέβη στην Πορεία των γυναικών.

Για την ακρίβεια, πολλοί διαδηλωτές στις Πορείες των Γυναικών ήταν Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Hillary Clinton. Τα πλακάτ “Love Trumps Hate”, γραμμένα στο χέρι παρά τυπωμένα από τη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή, όπως κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής εκστρατείας και τα κουμπιά Hillary, το αποδεικνύουν.  Ωστόσο, ακόμα περισσότεροι διαδηλωτές ήταν προοδευτικοί υποστηρικτές του Bernie Sanders, σοσιαλιστές και κομμουνιστές που θέλουν να δουν μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία και την οικονομία – και αυτοί οι καλοί αριστεριστές (το ένα τρίτο της χώρας, και η πλειοψηφία της αριστεράς συνολικά) επέτρεψαν στον εαυτό τους να εμφανιστούν χωρίς αντιπροσώπευση.

Μια καλή ένδειξη ότι η Πορεία των Γυναικών ενσωματώθηκαν σε μια θορυβώδη εκλογική καμπάνια για τη Hillary και τον Cory Booker-το-2020 pep rally ήταν ότι οι ομιλήτριες περιορίστηκαν σε εκατομμυριούχους φιλελεύθερους Δημοκρατικούς celebrities όπως το Michael Moore, την Ashley Judd και τη Gloria Steinem και παροπλισμένους πρώην ριζοσπαστικούς όπως η Angela Davis. Αν αυτή ήταν μια ακτιβιστική δράση (για παράδειγμα μια που θα φόβιζε τον Τραμπ και το GOP, δηλαδή το Ρεπουμπλικανό Κόμμα, στμ), ή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων οι οποίοι θα καλωσόριζαν και θα σέβονταν τους αριστερούς συμμάχους τους, αντί να θέλουν απλώς να βρικολακιάσουν τον δίκαιο θυμό τους και την ενέργεια τους σε ενδιάμεσες (στο μέσο της θητείας) ψήφους, η λίστα των ομιλητών θα περιλάμβανε ανθρώπους που θα καλούσαν σε επαναστατική αλλαγή και δράση έξω από το υπάρχον σύστημα. Θα υπήρχαν επίσης μερικοί ριζοσπαστικοί ακτιβιστές που θα έκαναν σημαντική δουλειά.

Ο φιλελευθερισμός των διασημοτήτων και η έκκληση για ψήφο στους Δημοκρατικούς είναι αυτά που άφησαν την Αριστερά να πεθάνει.

Δεν είναι περίεργο που η Πορεία των Γυναικών είναι καταδικασμένη να προστεθεί στη λίστα με τις άκαρπες φιλελεύθερες πορείες! Επείδη είναι Δημοκρατικοί, κανένας από τους ομιλητές δεν πρότειναν την απόρριψη ολόκληρου του άρρωστου συστήματος της συστηματοποιημένης φτώχειας, των βιομηχανοποιημένων φυλακών, του πολέμου και της εργασιακής σκλαβιάς. Αντίθετα, στους διαδηλωτές δόθηκε ένας φθαρμένος δημιουργός ντοκιμαντέρ να τους καλεί να απομνημονεύσουν έναν αριθμό τηλεφώνου με τον οποίο μπορούν να καλέσουν στο Κογκρέσσο γιατί, ναι, αυτό θα προσφέρει κάτι, ειδικά αυτήν την περίοδο, με τους Ρεπουμπλικανούς να κάνουν κουμάντο σε όλα.

Ωστόσο, παρά τις μαλακίες των Δημοκρατικών, αυτά τα τεράστια πλήθη ήταν θριαμβευτικά. Εμφανίστηκαν, ακούστηκαν και υπαινίσσονται την καλύτερη χώρα που θα μπορούσαμε να έχουμε.


Ο Ted Rall, συνδικαλιστής συγγραφέας και καρτουνίστας για το ANewDomain.net, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Snowden”, της βιογραφίας του πληροφοριοδότη του NSA.

*Ο όρος Μansplaining λοιπόν προέρχεται από το πάντρεμα των λέξεων man και explaining και πλέον χρησιμοποιείται  ευρέως για να περιγράψει την τάση των ανδρών να κάνουν μάθημα στις γυναίκες πολλές φορές μάλιστα πάνω σε θέματα σχετικά με τις εμπειρίες των ίδιων των γυναικών ,όπως ο σεξισμός ή η έκτρωση χωρίς να ενδιαφέρονται ή να αναγνωρίζουν την γνώση της γυναίκας πάνω στο θέμα. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και ο όρος leftsplaining για την αριστερά και τις αναλύσεις της.

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη, Μαρίνα Παπαδοπούλου

Πηγή: Rall.com

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr

Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση σε κρίση

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Από το Brexit στο ιταλικό δημοψήφισμα και από την Λεπέν στον Τραμπ

Τα πυκνά γεγονότα του 2016, σε παγκόσμια κλίμακα, έρχονται να επιβεβαιώσουν μια υπαρκτή τάση της εποχής μας. Η οικονομική κρίση, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές σχέσεις, σπρώχνουν σε μια ανάποδη πορεία από αυτή που χαράχτηκε και ακολουθήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται, οι διακρατικές – υπερκρατικές ενώσεις μπαίνουν σε τροχιά κλυδωνισμών και η επιστροφή στα εθνικά σύνορα ή σε ενός τύπου εθνικό προστατευτισμό, είναι μια επιλογή που συζητιέται ανοικτά. Δεν σημαίνει ότι έτσι θα βαδίσουν τα πράγματα, ή ότι η τάση θα μετασχηματιστεί σε κατάσταση, σημαίνει όμως ότι τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Σε αυτή τη γενική αποσταθεροποίηση συνηγορεί η ανάδυση λαϊκιστικών, ξενοφοβικών πολιτικών εκφράσεων στον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως αυτή η τάση διαμορφώνεται από υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις σε εθνικό επίπεδο, και αυτό διαμορφώνει στοιχεία στρατηγικής για μια Αριστερά που θέλει να είναι αντισυστημική.

Από το πέρασμα στο ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων σε Δύση και Ανατολή, μετά και την τυπική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την διάλυση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ακολούθησε μια επιθετική στρατηγική. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για μια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Ευρωπαϊκή Ασία. Η βίαιη είσοδος περιοχών στο ενιαίο σύστημα αγοράς και κοινωνικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με το πολιτικό – οικονομικό γεγονός που ήταν η ραγδαία εξάπλωση και η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα εμφανίζονται στοιχεία μιάς νέας εποχής, αυτής της αμερικάνικης ηγεμονίας και της πολιτικής οικονομίας του άγριου νεοφιλελευθερισμού, που αντικαθιστά τον κεϋνσιανισμό, το κράτος πρόνοιας, δικαίου κλπ. Η αρχή – παρ’ όλο που στην ιστορία δεν υπάρχουν αρχές αλλά τάσεις και διαδικασίες – βεβαίως έχει γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε βασικά σαν περίοδος της παγκοσμιοποίησης.

Η ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τροποποίησε και τροποποιεί όλο το διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κράτησε 30 ένδοξα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, χρόνια του καπιταλισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι η τέτοια τοποθέτηση βασίζεται και προνομιοποιεί τη δύση και τα χαρακτηριστικά της. Επί πολλά χρόνια, αν όχι αιώνες, η οπτική στη δημόσια σφαίρα είναι περισσότερο δυτικοκεντρική παρά πλανητική, αν και πλέον θα αναγκαζόμαστε όλο και περισσότερο να «βλέπουμε» το σύνολο. Για παράδειγμα σε μόνιμη γενική κρίση βρίσκεται η Αφρική στο σύνολό της, καθώς και πολλές περιοχές της Ασίας και της Ν.Αμερικής, την ίδια στιγμή που ορισμένα τμήματα των ίδιων περιοχών «εντάχθηκαν» στο παγκόσμιο σύστημα αυτήν την περίοδο και σημείωσαν οικονομική μεγέθυνση και όχι ύφεση. Βασικά όμως μιλάμε για παγκόσμια κρίση με αφορμή την κρίση των ανεπτυγμένων περιοχών κατα βάση του «δυτικού πολιτισμού».

Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης στα χρόνια 2000-2007 είχε περισσότερο ένα δικαιωματικό προσανατολισμό παρά ένα συνολικό ταξικό ή λαϊκό. Με την κρίση μια «παγκόσμια» αμηχανία έβαλε πέπλο σιωπής στα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα εθνικές κινήσεις και συζητήσεις για το ποιος έχει την ευθύνη ή ακόμα και το αν ή πώς δραπετεύεις από το υπάρχον πλαίσιο. Η συζήτηση παρέμεινε αναιμική και τα αποτελέσματα παραμένουν ανεπαρκή. Ωστόσο το βάθεμα και το άπλωμα της κρίσης δημιούργησαν μια γενική αμφισβήτηση για τρία πράγματα που αλληλοεξαρτώνται ως ένα βαθμό: α) Την παγκοσμιοποίηση και τον συνδεδεμένο με αυτή νεοφιλελευθερισμό, β) Το πολιτικό σύστημα και την δημοκρατία, γ) Την εθνική λαϊκή κυριαρχία και την κατάλυσή της. Όλο αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης παραμένει χωρίς προσανατολισμό και σχέδιο και πολύ περισσότερο χωρίς «θετική πρόταση». Αναζητούνται βεβαίως διαρκώς οριακές προτάσεις, που όμως είναι προτάσεις ρύθμισης του καπιταλισμού, και όχι προτάσεις και σχέδιο εξόδου από αυτόν.

Η πρώτη διεθνοποίηση (στις αρχές του περασμένου αιώνα πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο) οδήγησε, -όχι βεβαίως απο μόνη της και αυτόματα- σε μία χρεωκοπία του τότε καπιταλισμού και σε μία μεγάλη -αν και προσωρινή όπως έδειξε η ιστορία- ήττα του. Η ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος, η συγκρότηση «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα έβαλαν όχι σε μία απλή ρύθμιση, αλλά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό το κεφάλαιο με τις δυνάμεις της εργασίας.

Η περίοδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν μία περίοδος διαρκούς ευμάρειας-ευημερίας, ανάπτυξης που είχε και κοινωνικοπολιτικές συνέπειες. Δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη μεσαία τάξη που ιδεολογικά-πολιτικά βοηθούσε στην ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα από ένα μεγάλο πλέγμα συναινέσεων και όχι μόνο. Η σοσιαλδημοκρατία έκφραζε το πνεύμα συναίνεσης εκείνης της περιόδου καλύτερα από τα κλασσικά ρεπουμπλικάνικα-χριστιανοδημοκρατικά δεξιά κόμματα. Η κομμουνιστική αριστερά μετά το 1960 είτε αποκομμουνιστοποιήθηκε είτε περιθωριοποιήθηκε. Η αποκομμουνιστικοποίηση που κρατά έως τις μέρες μας διαλύοντας πλέον συλλογικότητες, προσπάθειες, αγωνιστές, δεν σήμαινε διάλυση της αριστεράς αλλά ενσωμάτωσή της στο σύστημα. Ο δικαιωματισμός, ο κοσμοπολιτισμός-ψευδοδιεθνισμός, ο εκσυγχρονισμός-μεταρρυθμιτισμός, η αποστροφή της ταξικής πολιτικής και η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης με την ταυτόχρονη «ανακάλυψη» νέων υποκειμένων, στην ουσία υποδήλωναν ένα πράγμα. Ο καπιταλισμός και το πλαίσιό του ηγεμόνευε μέσα στον «αντίπαλό» του, δηλαδή στην ίδια την Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Αυτό το ιστορικό διάλλειμα και ο συμβιβασμός του συστήματος (τα λεγόμενα κοινωνικά συμβόλαια), που είχε προσωρινά χαρακτηριστικά, αντιμετωπίστηκε από την σοσιαλδημοκρατία και τμήματα της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς ως μια νίκη και επιβεβαίωση του καπιταλισμού και του δυναμισμού του, ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης πιο συμβατό από τον καπιταλισμό, πολιτικό σύστημα πιο δημοκρατικό από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, οικονομία εφικτή έξω από την έννοια της αγοράς. Όλα αυτά που εδραιώθηκαν μεταπολεμικά, σήμερα βρίσκονται σε αμφισβήτηση.

Δεν αποτελούσε εξαίρεση η Ελλάδα. Είναι πλέον σήμερα αυτονόητο οτι χωρίς τα παραπάνω δεν μπορούν να κατανοηθούν ούτε οι ευρωπαϊκές ιδέες και πορείες ούτε ο κοινοβουλευτισμός και ο κρατισμός. Η θεοποίηση του αντικειμενικού, ότι δηλαδή τα πράγματα πάνε έτσι και όχι αλλιώς, λόγω αντικειμενικών παραμέτρων και μονόδρομων και όχι λόγω επιλογών του κεφαλαίου και κοινωνικών σχέσεων ή συσχετισμών, συνοδευότανε από την έκσταση για τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και από τον κρυφό ή και φανερό χλευασμό της «ορθοδοξίας» του μαρξισμού ως μιας εκ των πραγμάτων αντιδημοκρατικής και «παράλογης» θεωρίας και πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο την τιμητική της είχε η στοχοποίηση της περιόδου Στάλιν και Γ’ Διεθνούς, γιατί έτσι πιο εύκολα και διά της πλαγίας χτυπιόταν ο λενινισμός ή καλύτερα η επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η ήττα της σημερινής Αριστεράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει βάθος και ρίζες. Και για να αντιμετωπιστεί πρέπει η τομή να είναι βαθιά. Η ήττα όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις ή ότι δεν γεννιούνται από την ίδια την μήτρα του συστήματος αντιθέσεις και όροι ανάπτυξης αντίπαλων δυνάμεων.

Η κρίση σαν ευκαιρία για το κεφάλαιο αδράχτηκε απο όλες τις δυνάμεις του και επιφέρει μια σειρά ανατροπές. Γεννά όμως και αντιστάσεις. Η σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, η φτωχοποίηση της εργατικής τάξης, ο εμπορικός πόλεμος που ‘χει θύματα και από την πλευρά του κεφαλαίου, έχει δημιουργήσει ένα ανθρώπινο υλικό, μια «παράταξη» ανόμοιων στρωμάτων και συμφερόντων, που όμως συμφωνεί σε κάτι κεντρικό. Δεν θέλει να χάσει άλλο από την παγκοσμιοποίηση. Ψελλίζει την ανάγκη ρύθμισης ή φωνάζει ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα. Παρενθετικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα και η δημοκρατία του έχουν αλλάξει σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Αυτή η «παράταξη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», που καθόλου δεν είναι σχηματοποιημένη και έχει εντελώς αντιφατικά χαρακτηριστικά, φωνάζει ενάντια στο σύστημα με μπόλικο πλέον θυμό. Αποτελείται στην οριακή πλειοψηφία της από χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και μπορεί να διατηρεί συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές. Διατηρεί ένα ορισμένο ταξικό ένστικτο αλλά δεν αναπτύσσει καμιά συνείδηση. Γι’ αυτό και η αντίθεσή του μπορεί να πάρει δύο μορφές.

Η πρώτη και η πιο εύκολη είναι η ροπή στη καταγγελία του «σάπιου πολιτικού συστήματος και σκηνικού» που κάτω από όρους μπορεί να παραπέμπει και στο φασισμό, στον ολοκληρωτισμό, ίσως στις τυφλές εξεγέρσεις. Ένας τέτοιος θυμός υπήρξε και μετά τη Βαϊμάρη στη Γερμανία γεννώντας τον φασισμό και τον ναζισμό. Οφείλουμε βεβαίως να μην ξεχνάμε πως στον μεσοπόλεμο, ενώ υπήρχαν οι υλικές-κοινωνικές-πολιτικές βάσεις για να υπάρξουν ρεύματα προς το φασισμό-ναζισμό, υπήρχε και μία άλλη οργάνωση και συνοχή της κοινωνίας (συνδικάτα, οργανώσεις, κομμουνιστικά κόμματα, πολιστικές λέσχες κλπ) που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτό έχει σημασία – βάζει και καθήκοντα – γιατί ο κοινωνικός κατακερματισμός έχει οδηγήσει στη διάλυση των μορφών της κοινωνικής συνοχής και στην οικοδόμηση του εγώ-ατόμου, που κοροϊδεύεται και φλυαρεί περί ατομικών δικαιωμάτων, ενώ έχει απολέσει τα κοινωνικά του δικαιώματα (εργασία, παιδεία, υγεία κλπ).

Η δεύτερη μορφή αυτής της ετερόκλητης δύναμης -που συνιστά την πρόκληση της εποχής μας για την κομμουνιστική αριστερά- είναι ότι αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός μεγάλου κινήματος που θα ξεφεύγει από τον καπιταλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό το «ρεύμα» έχει την εθνική βάση σαν αρχικό σημείο αναφοράς. Ο πραγματικός διεθνισμός του σήμερα είναι στον εθνικό χώρο να ανατραπεί το υπάρχον πολιτικό-οικονομικό και παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και να συγκροτείται ένας διεθνισμός που ενώνει λαϊκές τάξεις και στρώματα υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους. Δε μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων χωρίς ρήξη με αυτούς τους κανόνες, ρήξη με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό το συμπέρασμα ορθώνεται αδιαμφισβήτητο τόσο από το παράδειγμα της Ελλάδας, όσο και από τα παραδείγματα της Λ. Αμερικής.Το δίπολο αντίσταση στην εθνική βάση – απεύθυνση για τη συγκρότηση διεθνούς κινήματος είναι η κατεύθυνση που οφείλει να προσανατολίζει τη δράση των κομμουνιστικών αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση βέβαια απαιτεί πολύ περισσότερα προχωρήματα καθώς και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για το πώς υπάρχει η δυνατότητα μια ή περισσότερες χώρες να έρθουν σε ρήξη με διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που να είναι βιώσιμο και ταυτόχρονα ανθεκτικό στις πιέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η δύση ανησυχεί για τα εκτρώματά της (τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα που εμφανίζονται παντού και που δεν τολμά να τα ονομάσει) και τους δίνει τον τίτλο λαϊκιστικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τα τσουβαλιάσει και με την ριζοσπαστική αμφισβήτηση) και την ίδια στιγμή βάζει στο στόχαστρο τον Φιντέλ Κάστρο, υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία και την ειρήνη, που πολλαπλώς έχουν βιαστεί από τους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές. Ανησυχεί ο «δυτικός πολιτισμός» για το τι μπορεί να δημιουργηθεί από τα αριστερά και όχι για τις εκ δεξιών τερατογενέσεις. Η άνοδος των εθνικιστικών οργανώσεων και κομμάτων και μάλιστα η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας -προς το παρόν τουλάχιστον- είναι ελεγχόμενη, δηλαδή εντός πλαισίων. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, κανένα από αυτά τα μορφώματα δεν θέτει καθαρά το ζήτημα της διάλυσης της ευρωζώνης και στην ουσία δεν θέτει κανένα αλλο σχεδιο οικοδόμησης και εθνικής συγκρότησης, παρα μόνο τον περιορισμό των συνεπειών στο έθνος – κράτος τους με τη λογική «να μη χασουμε εμείς». Κλασικό δείγμα τέτοιας συμπεριφοράς η αντιευρωπαϊκή δεξιά στη Μ. Βρετανία, με προεξάρχοντα τον λαϊκιστή Φάραντζ ο οποίος εξαφανίστηκε μετά το Brexit. Ο κίνδυνος για τη διάλυση της Ευρωζώνης δεν προέρχεται από την Αυστρία, ή από χώρες που κινδυνεύουν να αναδείξουν ακροδεξιές κυβερνήσεις, αλλά από τις δύο μεγάλες χώρες (Γερμανία – Γαλλία), από τις εκρηκτικές αντιφάσεις που πυροδοτεί η υπεράσπιση των συμφερόντων τους και από τις ίδιες τις ενδογενείς αντιθέσεις που έχει το οικοδόμημα της ευρωζώνης.

Στις μέρες μας και μετα την εκλογή Τραμπ τα ερωτήματα είναι πολλά. Τέλος της PAXAMERICANA και της αμερικάνικης μονοκρατορίας; Τέλος η αλλαγή στρατηγικών συμμαχιών για τις ΗΠΑ του Τραμπ; Θα προχωρήσει -μπορεί όμως;- σε ένα προσεταιρισμό των Ρώσων, στοχοποιώντας κεντρικά την Κίνα, προσπαθώντας να την πολεμήσει εμπορικά, νομισματικά, ενεργειακά; Τέλος των υπαρχόντων συνόρων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και ποια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί και ποιο βάθος χρόνου ύπαρξης μπορεί να έχει; Οδεύουμε σε μια μικρή επιστροφή στην εθνική βάση – τουλάχιστον των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων – που θα σημαίνει και μια ανάπαυλα ή στασιμότητα της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε άλλες περιοχές; Θα υπάρξει τέλος των διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου ή πάγωμά τους και επαναδιαπραγμάτευση; Προφανώς αυτή τη στιγμή πέραν της πίεσης ή της στοχοποίησης της Κίνας από τις ΗΠΑ, πιέζεται και η ΕΕ (ακόμη κι αν η Μέρκελ προβάλλει σαν το «αντίπαλο δέος» και παγκόσμιος εξισορροπιστής του Τραμπ στην Ευρώπη), ενώ στην Ανατολή τον ρόλο αυτό αγκομαχεί να αναλάβει η Ιαπωνία.

Στην περιοχή μας τα πράγματα θα αλλάξουν. Ισορροπίες, σύνορα, συμμαχίες, κρατικές οντότητες, εθνικές φιλοδοξίες κλπ. Αυτό βέβαια δεν θα γίνει άμεσα. Θέλει τον χρόνο του, έχει τους ρυθμούς του. Όμως αυτό που δεν θα αλλάξει –γιατί επί της ουσίας δεν αμφισβητείται- είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης αλλά και οι σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και κυριαρχούμενων, στο βαθμό που δεν υπάρχει το πραγματικό αντίπαλο δέος. Η δε περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου θα παραμένει εύφλεκτη και διαρκώς ευάλωτη όσο δεν αναδύονται μαζικά και γνήσια λαϊκά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Η περίπτωση της Συρίας είναι ενδεικτική του κενού αλλά και των καταστροφικών του επιπτώσεων.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία είναι μια ακόμα ρωγμή στην ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που στην Ευρώπη εκφράζεται και συμβολοποιείται με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Προστίθεται στο βρετανικό ΟΧΙ, εμφανίζει παραπλήσια κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Το ιταλικό ΟΧΙ δεν είναι ενα καθαρό όχι στην ευρωζώνη παρόλο που περιέχει και υποστηρίχθηκε απο δυνάμεις που καθαρά θέτουν το ζήτημα της αποχώρησης απο το ευρώ. Είναι όμως μια ρωγμή που μαζί με το BREXIT δημιουργούν πονοκέφαλο στο διευθυντηριο Βερολίνου-Βρυξελλών. Αποτελεί και μια ευκαιρία και για την Ελλαδική μας περίπτωση να αυξηθεί ο προβληματισμός και να τεθεί με διαφορετικούς όρους η αποδέσμευσή μας απο Ευρώ και ΕΕ. Το ιταλικό ΟΧΙ υποστηρίχθηκε από πληβεία ταξικά στρώματα (βλ. Ιταλικό Νότο αλλά και τις εργατικές ομοσπονδίες) ενώ βρήκε αντιμέτωπό του τον ιταλικό σύνδεσμο βιομηχάνων καθώς και όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα (ντόπιο και διεθνές). Ο φόβος μάλιστα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην καρδιά του κτήνους, δηλαδή στο τραπεζικό σύστημα που στην Ιταλία παραπαίει και μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές κρίσιμες καταστάσεις στην ΕΚΤ και βεβαίως σε όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης. Οι πολιτικές δυνάμεις του ΟΧΙ δεν είναι ουτε όμοιες ούτε εχουν το ίδιο πρόγραμμα (η ακροδεξιά λίγκα καθως και ο δεξιός Μπερλουσκόνι δεν μοιάζουν σε τίποτα με την ιταλική αριστερά ή τα εργατικά συνδικάτα). Το κεντρικό όμως είναι ότι υπάρχει και καταγράφεται διαρκώς ενας δυναμικός ευρωσκεπτικισμός που ασφυκτιά να εκφραστεί.

Τα ελπιδοφόρα ΟΧΙ των λαών εκφράζουν την υλική, πραγματική βάση που έχει η μαζική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Πολιτικά φαινόμενα σαν την εκλογή Τραμπ ή την εδραίωση Λεπέν πατούν σε αυτή την υλική βάση, δεν έχουν όμως τίποτα το θετικό. Αποτελούν πισωγύρισμα για την εργαζόμενη πλειοψηφία καθώς στέκονται στο έδαφος ενός νεοφιλελευθερισμού των «εθνικών ορίων». Αποτελούν όμως επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης ότι το κενό δεν διαρκεί πολύ, καλύπτεται από κάποιους, αν κάποιοι άλλοι δεν πάρουν τις αναγκαίες και βαθιές πρωτοβουλίες για να το καλύψουν. Σήμερα αναζητείται μια Αριστερά που να μπορεί να αντιληφθεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει θετικές κοινωνικές διεργασίες, να προχωρήσει σε θεωρητική και πολιτική τομή με ένα παρελθόν που βαρύνεται από την αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, να ηγηθεί ενός νέου και πιο ουσιαστικού κύκλου αγώνων ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και στις σχέσεις κυριαρχίας που περιλαμβάνει, γενικεύοντας ταυτόχρονα το θέμα της χρεοκοπίας του καπιταλισμού.

Περίοδος ευκαιριών αλλά και τεράτων

Η ιδεολογική και πολιτική παρακμή –που η βάση της βρίσκεται κυρίως στη μόνιμη απειλή της οικονομικής κρίσης– του δυνατού καπιταλισμού των ΗΠΑ και της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης γεννά τα φαινόμενα Τραμπ, που τόσο πολύ πανικοβάλλουν το «δυτικό πολιτισμό» όπως αυτό φάνηκε καθαρά από το σάστισμα, το πάγωμα και την έκδηλη έκπληξη των ηγετών της ΕΕ –και όχι μόνο.

Οι συνθήκες που γέννησαν το φαινόμενο Τραμπ –και εκφράζονται με διαφορετικές όψεις– αφορούν ένα γενικευμένο κατηγορώ, δυσαρέσκεια και οργή εναντίον του «κατεστημένου» που υπονομεύει δικαιώματα, περιθωριοποιεί περιοχές του κόσμου, καταστρέφει τη ζωή πολλών κοινωνικών στρωμάτων και κατηγοριών. Αφορούν την «αόρατη» εναντίωση στον δογματικό, κυνικό παγκοσμιοποιημένο μονόδρομο.

Ο Τραμπ βεβαίως είναι του συστήματος –μόνο που εμφανίστηκε και φαντάζει διαφορετικός. Ίσως μάλιστα, να επιφέρει αλλαγές στρατηγικής έξω από τις ΗΠΑ, να επιβάλει εκ των πραγμάτων μια άλλη τάξη πραγμάτων.

Ο Τραμπ, το BREXIT, ο αναπτυσσόμενος ευρωσκεπτικισμός είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος που έχει το όνομα «αλλαγή». Ζούμε σε εποχές αλλαγών και ανατροπών. Το πρόσημο της αλλαγής εξαρτάται από το ποιος έχει ή ποιος κατακτά την ηγεμονία. Το στοίχημα για την πραγματική αριστερά στην Ελλάδα είναι να γίνει αυτή ο φορέας αλλαγής και ρήξης με την παγκοσμιοποίηση, ρήξης δηλαδή με το ευρωσύστημα, να γίνει αυτή ο φορέας μιας άλλης πολιτικής γλώσσας επικοινωνίας και έκφρασης όλων των εργαζόμενων και της νεολαίας που σήμερα αισθάνονται σαν περιττοί.

Με αφορμή τις αμερικανικές εκλογές: Ευκαιρίες και κίνδυνοι

Σχόλιο της Παρέμβασης.

Το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ έρχεται να υπογραμμίσει, για άλλη μια φορά, την αδυναμία των ηγεμονικών δυνάμεων του συστήματος (αγορές, τράπεζες, ΜΜΕ, δημοσκόποι, παραδοσιακά κόμματα και πολιτικοί) να πείσουν το λαό, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν, για την πολιτική τους. Αποτελεί από μόνο του σημαντικό στοιχείο προς εξέταση ότι τόσο στο Brexit, όσο και στις αμερικάνικες εκλογές, αλλά και στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, οι λαοί ψήφισαν ανάποδα από αυτό που υπαγόρευαν και τρομοκρατούσαν ΜΜΕ, αγορές, ηγέτες «σύμμαχων» χωρών, ακόμα και το λεγόμενο star system!

Είναι σαφές ότι στο έδαφος της κρίσης έχουν αναπτυχθεί δύο «κοινωνίες», όπου η μία εξ αυτών δεν εκπροσωπείται, δε φαίνεται, είναι αόρατη. Ο «υπαρκτός καπιταλισμός» και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δε δουλεύουν και αυτό παράγει, μαζί με τις θάλασσες των φτωχών και αποκλεισμένων, μια πρωτοφανής κρίση εκπροσώπησης.

Σε αυτήν την κρίση εκπροσώπησης, ως τώρα, παρεμβαίνουν δυνάμεις που φαντάζουν αντι-συστημικές αλλά δεν είναι. Δυνάμεις που προσπαθούν να διοχετεύσουν την οργή της εργατικής τάξης στο ρατσισμό, δυνάμεις εθνικιστικές, δυνάμεις που ζητούν περισσότερο προστατευτισμό απέναντι στην παγκοσμιοποίηση αλλά με περισσότερο νεοφιλελευθερισμό στο εσωτερικό τους και επίθεση στα εργατικά δικαιώματα. Μια τέτοια δύναμη είναι και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, άσχετα με το τι θα εφαρμόσει. Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να έχει αυταπάτες επίσης και για το ποια εξωτερική πολιτική θα εφαρμόσει η νέα ηγεσία των ΗΠΑ στην ευαίσθητη περιοχή μας. Δεν μπορεί επίσης να αποκλείονται αλλαγές στις μεγάλες στρατηγικές συμμαχίες των ΗΠΑ που αγωνιούν να μη χασουν την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία. Μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα, σε σχέση με την ακραία φιλοπόλεμη ρητορική της Κλίντον, αλλά η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δε μας έχει συνηθίσει να αποσύρεται από τη διεκδίκηση του παγκόσμιου ηγεμόνα, με ότι σημαίνει αυτό για τις πολεμικές αναμετρήσεις και τις αντιθέσεις στην περιοχή μας.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ούτε βλέπει ουτε ακούει τα πολλαπλά μηνύματα που στέλνουν οι εκλογές στις ΗΠΑ. Παραμένει εθελόδουλα εγκλωβισμένη στον ευρωατλαντισμό και επαιτεί για ενα ρουσφέτι – δήλωση για το χρέος απο τον απερχόμενο και επίσης ηττημένο Ομπάμα, ουτε καν χρήσιμο για κομματική χρήση.

Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται, μέσα από διαφορετικούς και αντιφατικούς δρόμους (συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στη μπότα του ευρώ, Brexit, αμερικανικές εκλογές, δημοψήφισμα στην Ιταλία), είναι ποιος, υπέρ ποιων κοινωνικών τάξεων, με ποια πολιτική και ποιο όραμα θα αμφισβητήσει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Μπορεί η αριστερά να διατυπώσει ένα πρόγραμμα τομών και ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό, ένα πρόγραμμα ρήξης με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας, ανατροπής της αντεργατικής-αντιλαϊκής επίθεσης και να διαμορφώσει έναν πραγματικά αντι-συστημικό πόλο, ένα μεγάλο μέτωπο πάνω σε αυτό το πρόγραμμα; Αν η αριστερά συνεχίσει να φαίνεται ως μια ακίνδυνη για το σύστημα δύναμη, θα συνεχίσει να παραχωρεί χώρο στις δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου και ακροδεξιού λαϊκισμού. Πόσο μάλλον αν συνεχίσει τις μικροαντιπαραθέσεις σε έναν μικρόκοσμο, με γλώσσα και μορφές που δε μπορούν να πλησιάσουν τις λαϊκές μάζες που μαζικά αναζητούν απαντήσεις και διέξοδο. Ήρθε η ώρα να ακούσει τον πολιτικό σεισμό που συντελείται η αριστερά.

Όχι για να κρυφτεί, αλλά για να αλλάξει η ίδια ώστε να πρωταγωνιστήσει και να δώσει φιλολαϊκή διέξοδο κλείνοντας το δρόμο στις ακροδεξιές φωνές.