Άρθρα

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

ΕΕ: Το ΟΧΙ των λαών θα βρει το στόχο

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για τα 25 χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Πρόσφατα συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τη Σύνοδο του Μάαστριχτ (9 Δεκεμβρίου 1991), ενώ στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται άλλα τόσα από την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης. Η ΕΕ γιορτάζει λοιπόν. Γιουνκέρ, Σουλτς και Ντάισελμπλουμ συναντήθηκαν στο Μάαστριχτ για να τιμήσουν την επέτειο. Στις δηλώσεις τους όμως, τη θέση των πάλαι ποτέ «πανηγυρικών» περί σύγκλισης, ευημερίας και ισότητας, παίρνει ο μονόδρομος, ο φόβος και η προειδοποίηση – απειλη. Αυτή είναι η σύγχρονη συνεκτική ουσία της ΕΕ. Η αποτυχία του ευρω-οικοδομήματος και ο συνακόλουθος ευρω-σκεπτικισμός ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε κάθε συζήτηση για το παρόν ή το μέλλον της ΕΕ.

Ας θυμηθούμε το Μάαστριχτ

1. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ΕΕ. Στην ομώνυμη κωμόπολη της Ολλανδίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ, των 12 τότε κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνομολόγησαν τη μετεξέλιξη της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Από τότε ακολούθησαν δύο διευρύνσεις, προς την ΕΕ των 15 και προς την ΕΕ των 27 αντίστοιχα.

2. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεμελιώθηκε πάνω στις τέσσερεις «ελευθερίες». Την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και του εργατικού δυναμικού. Το θεμέλιο της ΕΕ δεν είναι ουδέτερο ή επιδεκτικό τροποποιήσεων/αναθεωρήσεων: είναι ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός.

3. Βασικό συστατικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ αποτέλεσε το «πρόγραμμα σύγκλισης», βάσει κριτηρίων που έπρεπε να πληρούν τα κράτη: περιορισμός του πληθωρισμού στο 4 – 5%, μείωση των ελλειμμάτων του Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%, περιορισμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.

4. Υποτιθέμενοι στόχοι: η εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας των οργάνων, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των οργάνων, η ανάπτυξη της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας, η θέσπιση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

5. Συμπληρώθηκε από σειρά μεταγενέστερων συνθηκών (Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα κλπ) που περιελάμβαναν σημαντικές ρυθμίσεις και επίδικα: σύμφωνο σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνία Σένγκεν, ανταγωνιστικότητα ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και διαδικασία λήψης αποφάσεων, δικαστικό σύστημα.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω σήμερα;

Η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης συνταγής είχε δύο καταστροφικές συνέπειες: (α) τσάκισμα του κόσμου της εργασίας (β) τσάκισμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας/ του ευρωπαϊκού “νότου”. Η κατάργηση του 8ώρου, η ελαστική/μερική απασχόληση, η απελευθέρωση των απολύσεων συναντούν την ανατίναξη ολόκληρων χωρών/περιοχών εξαιτίας της επέλασης της αγοράς, των πολυεθνικών, των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η σημερινή δημοσιονομική επιβολή εδώ ακριβώς έχει την καταγωγή της. Στο πρόγραμμα σύγκλισης του Μάαστριχτ. Δεν είναι συγκυριακή. Είναι στρατηγική της ΕΕ, είναι καταστατική της αρχή. Συναντώντας την οικονομική κρίση, που εκφράστηκε και ως κρίση χρέους, η πολιτική της δημοσιονομικής επιβολής πήρε δρακόντειο χαρακτήρα. Ο Σόιμπλε δεν είναι “σκοτεινό κέντρο” όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός, είναι η ψυχή της ΕΕ, που είναι γερμανικής έμπνευσης φυσικά.

Λόγω του οξύτατου εντός ΕΕ ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη, στη σύνοδο του Μάαστριχτ δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολιτικής Ενωσης παραπέμφθηκαν για αντιμετώπιση στο μέλλον. Υπογραμμίζεται έτσι εξαρχής ο “ουτοπικός” χαρακτήρας της Ένωσης με την πλήρη έννοια, διότι εμφανίζεται η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία να προηγείται δηλαδή η οικονομική ενοποίηση της πολιτικής (που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ), καθώς και η ενοποίηση διαφορετικών οικονομιών σε μία χωρίς ρυθμίσεις. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν, ενώ αναπτύσσονται ανειρήνευτες αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίων και κρατών. Η «υπαρκτή – εφικτή» ενοποίηση προέκυψε στη βάση των αρχών του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού καθώς και των στρατηγικών συμφερόντων πολιτικών και οικονομικών του τότε διευθυντηρίου Γαλλίας και Γερμανίας.

Αν πριν από 25 χρόνια υπήρχαν ορισμένοι που έκαναν λόγο για «γερμανική» ενοποίηση και «μεταμφιεσμένο μάρκο», σήμερα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα αμφισβητήσει την αλήθεια της παραπάνω φράσης. Το σημερινό τερατούργημα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η Ε/Ζ, το σημερινό σιδερένιο κλουβί για εργαζόμενους και χώρες ολόκληρες, αποτέλεσε βασική προτεραιότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ.

Είναι σαφές ότι οι σημερινές εξελίξεις τροχιοδρομήθηκαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Τότε όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δήλωνε εκστασιασμένο από τις «ευρωπαϊκές προοπτικές» και αγωνία έκδηλη μήπως φτάσουμε καθυστερημένα ή μήπως χάσουμε ακόμα το τρένο της ΕΕ.

Η στάση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ

Επειδή ορισμένα πράγματα δεν είναι τυχαία, ο Συνασπισμός, με τις όποιες διαφοροποιήσεις του (πχ καταψήφιση του ενός απο τους δύο ευρωβουλευτές του), το 1992 ψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την Πολιτική Άνοιξη. Η Συνθήκη ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα (θυμίζει κάτι;).

Σε συνθήκες κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, η απάτη της «Ευρώπης των λαών» έγινε το νέο όραμα για τον (ούτως ή άλλως ευρω – κομμουνιστικής καταγωγής) ΣΥΝ αλλά και για την ευρωπαϊκή αριστερά εν γένει. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, τουλάχιστον ως πλειοψηφική άποψη/ γραμμή του κόμματος. Τα αποτελέσματα της φανατικής αυτής προσκόλλησης τα ζούμε σήμερα με δραματικό τρόπο.

Μάαστριχτ και Ελλάδα

Για την Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΟΚ/ΕΕ, όπως συνταγματοποιήθηκε ουσιαστικά στο Μάαστριχτ, οδήγησε σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, καταστροφή παραδοσιακών κλάδων και στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία, αύξηση του τομέα εμπορίου και υπηρεσιών, αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων, εξαγορά επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές. Βάθυνε και εκσυχρονίστηκε ο μεταπρατικός και εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας της Ελλάδας. Έφερε την απασχόληση στη θέση της εργασίας. Επένδυσε σε στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, τις μεγέθυνε στο έπακρο, έφερε τη χώρα στο γκρεμό.

Η έκρηξη της κρίσης ήταν η εκπυρσοκρότηση ενός όπλου που είχε οπλίσει 25 χρόνια πριν, αν όχι νωρίτερα, με προδιαγεγραμμένη τη συνέχεια. Η τράπουλα ήταν σημαδεμένη από τη στιγμή που δεν υπήρξε κανένα σοβαρό και μετρήσιμο αντίπαλο δέος που να αντιπαλέψει στα λόγια και στα έργα το Μάαστριχτ, την ΕΕ, την υποτέλεια της χώρας, τη θυσία του κόσμου της εργασίας. Αντίθετα, πολλά οικονομικά και πολιτικά επιτελεία δούλεψαν συστηματικά και με σθένος για τη σημερινή Ελλάδα της χρεοκοπίας, της επαιτείας στους δανειστές και της ανεργίας. Είναι αυτά τα επιτελεία που έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα του «ανήκουμε στη Δύση/ανήκουμε στην ΕΕ».

Αποτυχία. Αποσκιρτήσεις που ξορκίζονται.

Το πρόβλημα της ΕΕ δεν είναι όμως η Ελλάδα. Είναι τα εγγενή της αδιέξοδα και αντιφάσεις, η ανισότητα – οριζόντια και κάθετη – που περικλείει και εντείνει καθημερινά. Είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στον ευρωπαϊκό χώρο, λόγω της αρχιτεκτονικής της ΕΕ και ειδικά της Ευρω – ζώνης. Η ΕΕ δοκιμάζεται σκληρά. Η Μεγάλη Βρετανία αποχωρεί, η Ελλάδα και η Ιταλία ψηφίζουν ηχηρά ΟΧΙ σε δημοψηφίσματα με διαφορετικά ερωτήματα, αλλά με κοινό παρονομαστή, την οργή – απόγνωση για την επιδείνωση της θέσης τους, που σε μεγάλο βαθμό δε μπορεί παρά να χρεώνεται στα ιερατεία της ΕΕ. Η δυσαρέσκεια και ο ευρωσκεπτικισμός είναι έκδηλοι σε κάθε χώρα της ΕΕ, προπαντώς στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Το υποτιθέμενο «ιδεώδες» έχει ξεθωριάσει, δεν πείθει πια παρά ελάχιστους ιδεοληπτικούς ή μεροληπτούντες υπέρ των συμφερόντων ορισμένων ελίτ. Έτσι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ημέρα της επετείου, αποφαίνεται πως «καμιά χώρα δε μπορεί να ακολουθήσει χωριστή πορεία». Νουθετεί: «εκείνοι που νομίζουν ότι είναι η ώρα να αποδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να γίνει κομμάτια, να μας χωρίσουν (…) έχουν εντελώς άδικο», ενώ εκτιμά ότι «χωρίς την ΕΕ καμία χώρα-μέλος δεν είναι ικανή από μόνη της να έχει οποιοδήποτε πολιτικό βάρος στον κόσμο».

Κινήσεις αμφισβήτησης και αποδεσμεύσεις υπάρχουν και θα υπάρξουν με πιο έντονο τρόπο στο άμεσο μέλλον. Ζητούμενο είναι το πρόσημο αυτών των κινήσεων. Αν αφεθεί η αντι – ΕΕ πολιτική μονοπώλιο στην ακροδεξιά, τα λαϊκά στρώματα θα αναζητήσουν εκεί χώρο έκφρασης. Είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη, τη ζούμε τα τελευταία χρόνια, με μεγάλα περιθώρια κλιμάκωσης.

Η Αριστερά;

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το «αντι – ΕΕ αίτημα» και την αντι – ΕΕ πολιτική με αυθεντικό – λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει τουλάχιστον 6 χρόνια να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά.      Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της αριστεράς.

Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιτισμό, στην αποδοχή του ΕΕ – μονοδρόμου, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρίκνωνε και τις φασίζουσες εθνικιστικές λαικίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και ευνόητο είναι πως θα δημιουργούσε καλύτερους όρους στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ο τέτοιος συσχετισμός που δημιουργείται μέσα απο μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαική κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα 2 τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε αυτές τις μέρες να έχει ανάγει σε πρώτο θέμα τη “μαύρη” επέτειο του Μάαστριχτ. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή στιγμή, για να ανοίξει μια συνολική συζήτηση/αντιπαράθεση για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό μας.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική/συνεκτική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικό – πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική: Βάθεμα και συνεχής διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας

… υπάρχει ένα μεγάλο γεγονός, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα μας, ένα γεγονός που κανένα κόμμα δεν τολμά να το αρνηθεί. Από τη μία μεριά, γεννήθηκαν βιομηχανικές επιστημονικές δυνάμεις που δεν τις είχε ποτέ υποπτευθεί καμία εποχή από την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη μεριά υπάρχουν συμπτώματα κατάπτωσης που επισκιάζουν με το παραπάνω τις φρίκες που διηγούνται για τα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στις μέρες μας το καθετί φαίνεται να εγκυμονεί το αντίθετό του. Οι μηχανές, οι προικισμένες με την θαυμάσια δύναμη να συντομεύουν και να κάνουν πιο καρποφόρα την ανθρώπινη εργασία, βλέπουμε να καταδικάζουν την τελευταία στην πείνα και την υπερεργασία. Οι καινούριες πηγές πλούτου, από κάποια παράδοξη κατάρα της μοίρας, μετατρέπονται πηγές της στέρησης. Οι νίκες της τεχνικής φαίνονται να εξαγοράζονται με το χάσιμο του χαρακτήρα. Στον ίδιο βαθμό που η ανθρωπότητα δαμάζει την φύση, ο άνθρωπος φαίνεται να σκλαβώνεται σε άλλους ανθρώπους ή στην ίδια του την ποταπότητα. Ακόμα και το καθαρό φως της επιστήμης φαίνεται να μη μπορεί να φωτίσει παραπάνω στο σκοτεινό φόντο της αμάθειας. Όλες οι εφευρέσεις και οι πρόοδοι μας φαίνονται να έχουν σαν αποτέλεσμα να προικίζουν τις υλικές δυνάμεις με διανοητική ζωή και να υποβιβάζουν την ανθρώπινη ζωή στο επίπεδο μιας υλικής δύναμης…

Καρλ Μαρξ

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταφορά των βιομηχανικών μονάδων σε ζώνες χαμηλότερου εργατικού κόστους, οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν νέα δεδομένα στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της εργασίας και της κοινωνίας.

Η “πλήρης απασχόληση” δεν αποτελεί παρά μία παλιά ανάμνηση για τους περισσότερους εργαζόμενους κι η οποία δεν εμφανίζεται πια σε κανένα πρόγραμμα καμίας ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή κόμματος. Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη έχει μπει στο “κρεβάτι του Προκρούστη”, ενώ η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός παρουσιάζονται σαν φυσική και παραδεκτή κατάληξη μιας οικονομικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ιθύνοντες του Διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος αποτελεί μία στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, για να εξασφαλίσει την όσο δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση για τα μέτρα που θα παρθούν στην πορεία σύγκλισης με στόχο την υπογραφή ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου”. Όμως, το να μιλάει κανείς με συνδικαλιστές, των οποίων η ευρύτητα της εκπροσώπησης και της κοινωνικής απήχησης είναι αμφίβολες, δε σημαίνει ότι μιλάει με τους εργαζόμενους, την κοινωνία. Αντίθετα, οι άνεργοι της Goodyear, της Softex κλπ, μαζί με αυτούς που θα επακολουθήσουν, τους νέους που είναι χωρίς δουλειά, όλοι αυτοί που κυνηγάνε το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ, συγκροτούν ένα κοινωνικό στρώμα που δεν εκπροσωπείται σε κανένα διάλογο και που χρόνια τώρα, αγνοείται προκλητικά από όλες τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Η πορεία σύγκλισης των χώρων της ΕΕ επιβάλλει μία “νέα κοινωνική πολιτική”. Το σημείωμα που ακολουθεί πραγματεύεται την ανατίναξη στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή ολοκλήρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος”.

Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική

Η οικονομική και κοινωνική κρίση που μαστίζει πάνω από μια 20ετία τις χώρες της ΕΕ προκαλεί αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, όσο και στην αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος. Η κρίση της υπερσυσσώρευσης σημαίνει την αδυναμία του κεφαλαίου να πετύχει ικανοποιητικούς όρους επένδυσης που να προσφέρουν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Η οικονομική μεγένθυση της μεταπολεμικής περιόδου – “τα 30 ένδοξα χρόνια του καπιταλισμού” – υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των χώρων της ΕΕ.

Η αναδιάρθρωση της οικονομίας των χώρων της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και την ίδια τη φύση και τον ρόλο της εργασίας. Η ευλυγισία – ευελιξία του κεφαλαίου εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις : στην οργάνωση της παραγωγής με την επέκταση του ευλύγιστου εργαστηρίου, και δεύτερον, στη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος με αιχμή τη συμπίεση της ζωντανής εργασίας.

Η μακροχρόνια ανεργία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η αύξηση του ποσοστού της απόλυτης εξαθλίωσης και της φτώχειας, ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν ορισμένα από τα νέα χαρακτηριστικά του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, τα οποία είναι τα νέα δεδομένα της “μεταβιομηχανικής εποχής”.

Η κρίση του “ κράτους-πρόνοιας” – και, κατ’ επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικές – θέτει μία σειρά από ερωτήματα. Μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή; Ποιος θα ασχοληθεί με τα προβλήματα της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού; Ποιος θα αναλάβει το κόστος συντήρησης και ποιος θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει τα προαναφερόμενα προβλήματα; Μήπως η νεοφιλελεύθερη πολιτική ή η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της; Μήπως η κρατική ή ιδιωτική κερδοσκοπική δραστηριότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης;

Αφού διάφορες πλευρές τίθεται το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ και της ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισης των προβλημάτων της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας κλπ. Η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί τη λεγόμενη “κοινωνική αλληλεγγύη” για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, επιστρέφοντας πολλές δεκαετίες πίσω, στην πρώτη περίοδο της κοινωνικής ασφάλισης, στα γνωστά “ταμεία αλληλοβοήθειας”. Όμως, κατά πόσο είναι δυνατή μία “νέα κοινωνική πολιτική” ανάλογη με αυτή του “κράτους-πρόνοιας” της μεταπολεμικής περιόδου σε μία περίοδο διεθνών οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών αλλαγών και ανακατατάξεων όπου το στοιχείο της δυαδικοποίησης των κοινωνιών καθίσταται εντονότερο παρά ποτέ, κι οι οποίες κοινωνικές πολιτικές για περιορισμό της κοινωνικής διχοτόμησης καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές!

Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη των 15 της ΕΕ – που συγκλήθηκε τον Ιούνιο του ‘96 στην Φλωρεντία – οι ιθύνοντες αποφάσισαν να επανεκτιμήσουν τη στρατηγική τους για την απασχόληση και την ανεργία. Γιατί, η χαλάρωση στη εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ οδηγεί σε αποκλίσεις αφού τους στόχους και φυσικά δεν ψάχνουν να βρουν τρόπους για την εξάλειψη της ανεργίας, αλλά μοναδικό τους μέλημα είναι να αποφύγουν τις επερχόμενες κοινωνικής εκρήξεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα “νέο κύμα” τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της Λευκής Βίβλου, μιας πιο άγριας επίθεσης ενάντια στους λαούς της Ευρώπης.

Η Λευκή Βίβλος ήταν μία ιδιαίτερη στιγμή στην προσπάθεια για τη μέγιστη ευελιξία στην αγορά εργασίας : η δημιουργία μιας δεύτερης αγοράς εργασίας, με μειωμένο ή μεταβλητό ωράριο εργασίας, με μερική απασχόληση και με μειωμένες αμοιβές και κοινωνικής εισφορές. Μία “στιγμή” που εγκαινίασε την επίθεση του κεφαλαίου στη “νέα εποχή” και που υπαγορεύθηκε από τα σημαντικά προβλήματα στους βασικές καπιταλιστικές χώρες. Η όλη “φιλολογία” για το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, το υψηλό εργατικό κόστος κλπ, όλα αυτά, βρίσκονται στην υπηρεσία του κεντρικού στόχου, που είναι, για άλλη μια φορά, η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το “νέο κύμα” δεν μπορεί να εξαπολυθεί με την ωμότητα, τον κυνισμό και την “αναισθησία” άλλων εποχών, αλλά είναι απαραίτητο μαζί με τους εκβιασμούς να “χρυσωθεί το χάπι” και να παρουσιασθεί σαν εκδήλωση “κοινωνικής ευαισθησίας ή αλληλεγγύης” στη μάχη ενάντια στην ανεργία.

Το κείμενο που παρουσιάσθηκε στη συνοδό κορυφής της ΕΕ στη Φλωρεντία, τον Ιούνιο του ‘96, για συζήτηση, έχει τίτλο “Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” και κινείται σε 4 άξονες :

  • Τη σύνταξη νέων οικονομικών προγραμμάτων σύγκλισης
  • Την επιτάχυνση στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς
  • Αλλαγές στην αγορά εργασίας
  • Την υιοθέτηση νέων κατευθύνσεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία με προσανατολισμό δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Στο “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” υπάρχουν προτάσεις που αφορούν θέματα ανταγωνισμού, ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αναπροσανατολισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων κλπ. Όμως, αυτό που αναμένεται στο εγγύς μέλλον είναι η τελική επίθεση του Διευθυντηρίου της ΕΕ που δεν αφορά μόνο την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω της εξάπλωσής της, δηλαδή να μοιραστεί σε περισσότερους εργαζόμενους και να γενικευθεί η υποαπασχόληση και η φτώχεια – με τις κλασικές πια υποσχέσεις για νέες θέσεις εργασίας, αλλά και την κατεδάφιση ολόκληρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος” που θεωρείται κι ο μεγάλος ένοχος για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Το “κράτος-πρόνοια” σαν μηχανισμός αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας επικεντρώνει τους στόχους του στη διατήρηση, αναπαραγωγή και ενίσχυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παρεμβαίνει και ρυθμίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων. Αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή κράτους μία δεδομένη χρονική περίοδο, που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1920 και μορφοποιήθηκε ολοκληρωμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την τελευταία 20ετία αποτελεί αντικείμενο σοβαρών αμφισβητήσεων. Ο ρόλος του “κράτους-πρόνοιας” αμφισβητείται όλο και περισσότερο και ταυτόχρονα υιοθετούνται πολιτικές που απονεκρώνουν τα όποια “επιτεύγματά” του και συρρικνώνονται δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η κρίση και στην κοινωνική πολιτική.

Η κοινωνική πολιτική και ειδικότερα η κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελούν απλές λειτουργίες του “κράτους-πρόνοιας” αλλά τα συστατικά μέρη του. Η γέννηση του, στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση. Η ανάγκη εξεύρεσης εργασιών χεριών, αλλά και η αντίσταση των αγροτικών πληθυσμών να προλεταριοποιηθούν, αποτελούσαν εμπόδιο στην αναπαραγωγή και σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού.

Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης αντιστοιχεί ένας ορισμένος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής αλλά και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Η ύπαρξη διαφορετικού τύπου μισθωτής σχέσης εκφράζει μία διαφορετική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση, την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, που ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής είναι σε κρίση, η μισθωτή σχέση διαφοροποιείται. Η οργάνωση της παραγωγής, η ιεράρχηση των ειδικεύσεων, η κινητικότητα των εργαζομένων, ο τρόπος καθορισμού των μισθών και ο τρόπος χρήσης του μισθού, που αποτελούν τα πέντε συστατικά στοιχεία του τόπου της μισθωτής σχέσης, έχουν υποστεί σημαντικές μεταβολές.

Η ευελιξία – ευλυγισία χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς ανάπτυξης και της μισθωτής σχέσης. Η ευλυγισία πλήττει την οργάνωση της εργασίας, επεκτείνει τις μορφές μερικές και εποχιακής απασχόλησης, αυξάνει την ευελιξία των μισθών και αλλάζει τον τρόπο καθορισμού τους. Από συλλογικές συμβάσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους, κράτος, εργοδοσία, οδηγούμαστε σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο συγκεκριμένο εργοδότη και το συγκεκριμένο εργαζόμενο. Δηλαδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης πραγματοποιείται στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως και η κοινωνική ασφάλιση σταδιακά συρρικνώνεται προς όφελος της ιδιωτικής.

Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση μισθωτών πολλαπλών ταχυτήτων, με την κατηγορία των μισθωτών που συνεχώς διευρύνεται να χαρακτηρίζεται από τον ευέλικτο τύπο μισθωτής εργασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τόπου μισθωτής εργασίας είναι η μερική απασχόληση, η σύνδεση μισθού με παραγωγικότητα, η ερπετών έλλειψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Η διάσπαση αυτή της μισθωτής εργασίας που παρατηρείται σήμερα στην παραγωγική διαδικασία επηρεάζει αρνητικά και την όποια κοινωνική ασφάλιση, ενισχύει ανισότητες που οι πολιτικές αντιμετώπισής τους επικεντρώνονται σε “λύσεις” μερικές και αποσπασματικές.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, το “κράτος-πρόνοια” δεν υπήρξε με την μορφή που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μία στοιχειώδης μορφή του παρουσιάσθηκε, πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση. Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου, το χαμηλό ποσοστό της μίσθωσης εργασίας, η οικογενειακή αλληλεγγύη εμπόδισαν την ανάπτυξή του. Σε ότι αφορά την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης, οι διαφορές είναι αρκετά σημαντικές σε σχέση με άλλες χώρες. Η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, οι μισθωτοί αποτελούν μέχρι τις αρχές του ‘80 τη μειοψηφία του εργατικού δυναμικού και οι αμοιβές είναι καθηλωμένες μέχρι το ‘74 και γενικά αποσυνδεδεμένες από το κόστος ζωής και παραγωγικότητας. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η μικρομεσαία επιχείρηση και η αυτοαπασχόληση σε σχέση με τη μισθωτή εργασία.

Η κοινωνική ασφάλιση αναπτύσσεται αποσπασματικά και δίχως σχεδιασμό. Αναπτύσσεται πολύ αργά σε σχέση με άλλες χώρες και δεν καλύπτει μέχρι το 1980 το σύνολο των εργαζομένων. Τα αίτια αυτής της καθυστέρησης θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά, στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και στην έλλειψη του “κράτους-πρόνοιας”.

Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αποτελούνται από τα έξοδα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για συντάξεις, υγεία και πρόνοια. Οι κύριες πηγές των εσόδων είναι κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών. Σε ότι αφορά τις δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι δαπάνες για τη σύνταξη και ακολουθούν οι αντίστοιχες για ασθένεια.

Στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης, το ασφαλιστικό έχει ανακηρυχθεί σε πρωταρχικό πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Η αύξηση των ελλειμμάτων στον τομέα της ασφάλισης, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, θέτει ως στόχο για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με τη μείωση της κοινωνικής ασφάλισης. Η αυστηρή εφαρμογή της λιτότητας, η επεξεργασία νέων σκληρότερων πολιτικών “δημοσιονομικής πειθαρχίας”, η κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων και εταιρειών δικαιωμάτων αποτελούν τα κύρια θέματα συζήτησης στη Διακυβερνητική Διάσκεψη.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, η μείωση των ελλειμμάτων αποτέλεσαν ένα από τα τρία κριτήρια για την επίτευξη των στόχων της σύγκλισης των χώρων της ΕΕ. Το δημογραφικό πρόβλημα (γήρανση, μετανάστες) προβάλλεται από τους ιθύνοντες σε πρωταρχικό παράγοντα της κρίσης, με αποτέλεσμα η μόνη δυνατή πηγή αύξησης των εσόδων να είναι η αύξηση των ασφαλίστρων και των ορίων συνταξιοδότησης. Η κοινωνική πολιτική θεωρείται κόστος και τροχοπέδη στη δυνατότητα ανταγωνισμού των χώρων της ΕΕ και για αυτό θα πρέπει να μειωθεί μέχρι την πλήρη κατάργησή της.

Στη δεκαετία του ‘80, το “κράτος-πρόνοια” θα εισέλθει σε περίοδο κρίσης. Η έμφαση που δίδεται στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ η όποια αναφορά σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής απουσιάζει παντελώς από τις αποφάσεις της ΕΕ. Οι φωνές που ακούγονται για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου και οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στις Διακυβερνητικές συνδιασκέψεις έχουν στο στόχαστρο τις “συντεχνίες” που αρνούνται να δώσουν κάτι από τα ”κεκτημένα”υπέρ των “μη εξασφαλισμένων” και να επιχειρηθεί να παρουσιασθεί το ζήτημα σαν κόντρα “βολεμένων” και ανέργων, κι όλα αυτά με “κοινωνικό διάλογο”, “κοινωνική ευαισθησία”, προσκλήσεις για”νέα κοινωνικά συμβόλαια”.

Η Λευκή Βίβλος, όπως και το “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” δεν αναφέρονται καθόλου σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά αποσκοπούν κύρια στην απελευθέρωση των εμποδίων στην αγορά εργασίας. Γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται μόνο από το εργατικό κόστος. Η λογική των ιθυνόντων δεν οριοθετεί μόνο τον τρόπο που θα επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά καθορίζει και ένα νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ποσοστού φτώχειας, το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα επιφέρουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, οδηγώντας προς μία “κοινωνία των ⅔”.

Από τα σημαντικότερα προβλήματα της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας” είναι τι πρόβλημα της ανεργίας. Οι προοπτικές αντιμετώπισής του για το μέλλον δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. Τα ποσοστά ανεργίας αυξάνουν συνεχώς, η “πλήρης απασχόληση” όπως αυτή υπήρξε την μεταπολεμική περίοδο συρρικνώνεται, ενώ η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δεν απαιτεί πλέον ολόκληρη την προσφερόμενη εργασία. Η ζωντανή εργασία αντικαθίστατο από τη νεκρά εργασία και η ανεργία εκτός από μόνιμο πλέον φαινόμενο, αποκτά και διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στην τωρινή φάση συσσώρευσης, η χρήση των νέων τεχνολογιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και όχι τόσο το φθηνό εργατικό κόστος. Η επίτευξη των κριτηρίων της ΟΝΕ θα επιφέρει το αμέσως επόμενο διάστημα σημαντικές αλλαγές – ειδικότερα στις νότιες χώρες της ΕΕ, στον τομέα της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής. Γιατί, χώρες σαν την Ελλάδα θα στηρίξουν όλη την προσπάθεια για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη χαμηλό επίπεδο των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών.

Η “επίλυση” του προβλήματος της ανεργίας αποτελεί έναν από τους “αόρατους στόχους” της ΟΝΕ, δηλαδή μέσω της επίτευξης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας των μισθών και της πλήρους κινητικότητας της παραγωγικής δύναμης. Οι επιπτώσεις από την ΟΝΕ στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια στην πορεία προς τη σύγκλιση των κρατών-μελών. Η ανεργία θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και θα συμβάλει στο σταδιακό μετασχηματισμό της μορφής και του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αυξηθεί οι θέσεις μερικής απασχόλησης.

Η επέκταση της μερικής απασχόλησης, μέσα από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε συνθήκες “πλήρους απασχόλησης”, δημιουργεί πλέον τις προϋποθέσεις ύπαρξης εργαζόμενων πολλαπλών ταχυτήτων και, ενώ μέχρι σήμερα η φτώχεια συνέπιπτε με την έλλειψη εργασίας, στο άμεσο μέλλον θα συμπίπτει και με την ύπαρξη εργασίας μερικής απασχόλησης.

Η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης θα επαυξήσει τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Η μακροχρόνια ανεργία, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση θα επιδράσουν αρνητικά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η οικοδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου σαν συμπλήρωμα του οικονομικού, στην πραγματικότητα σημαίνει αναπαραγωγή και συνεχή διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε σε μία συγκεκριμένη περίοδο ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Σήμερα, σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των “30 ενδόξων χρόνων” του κεφαλαίου, διακρίνουμε μία νέα φάση οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που χαρακτηρίζονται από τη διαμόρφωση νέων συνθηκών ανταγωνισμού μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό πλαίσιο στην παραγωγική διαδικασία.η αύξηση της ανεργίας δεν οδηγεί στην προλεταριοποίηση μόνο ανειδίκευτους εργάτες αλλά και ειδικευμένους, επιστήμονες, ακόμα και στελέχη επιχειρήσεων. Η ανεργία μακράς διάρκειας, μετατρέπεται σε “ανεργία αποκλεισμού”, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνεργος περνάει οριστικά στο περιθώριο, οπότε και οι όποιες πολιτικής αδυνατούν να τον επανεντάξουν στην παραγωγή.

Η κοινωνική πρόνοια που διαμορφώθηκε στη βάση της μισθωτής εργασίας, της “πλήρους απασχόλησης” των 8ωρων εργασίας βρίσκεται “υπό διωγμό” και αμφισβήτηση. Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανακατατάξεις, από την αύξηση της απόλυτης εξαθλίωσης, τη διεύρυνση της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι διαφοροποιήσεις δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Η αύξηση της ανεργίας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα κάποιων οικονομικών συγκυριών, αλλά κυρίως είναι το παράγωγο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της ίδιας της εργασίας.

Η άποψη που προβάλλεται από Διεθνείς Οργανισμούς και υιοθετείται από εργοδοτικές ενώσεις και συνδικάτα υποταγμένα στο κεφάλαιο είναι το “μοίρασμα της εργασίας” μέσα από τη μείωση των ωρών εργασίας με παράλληλη μείωση των αποδοχών με στόχο την “καταπολέμηση” της ανεργίας μέσα από την εξάπλωσή της. Αποδεικνύεται ολοένα και πιο καθαρά, ότι η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στη αυγή του 21ου αιώνα είναι η διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το κείμενο γράφτηκε το Μάιο του 1997 στη Θεσσαλονίκη