Άρθρα

Νομισματική σύσφιξη, πληθωρισμός και κατάρρευση τραπεζών

Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed[1] των ΗΠΑ Τζέι Πάουελ κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο σχετικά με τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική της Fed. Προκάλεσε τρόμο στις χρηματοπιστωτικές αγορές όταν φάνηκε να λέει ότι τα τελευταία στοιχεία για την οικονομία θα οδηγήσουν πιθανότατα σε περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό. Ο Πάουελ υποστήριξε ότι, αν και ο γενικός πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, ο βασικός πληθωρισμός[2], ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει επίμονος. Επίσης, η αγορά εργασίας των ΗΠΑ φαινόταν ακόμη εξαιρετικά ισχυρή, γεγονός που δικαιολογούσε την ανάγκη ελέγχου των επιπτώσεων τυχόν αυξήσεων των μισθών. Ανέφερε και πάλι ότι θα ήταν απαραίτητο να αυξηθεί περαιτέρω το επιτόκιο βάσης της Fed (το οποίο θέτει το κατώτατο όριο για όλα τα άλλα επιτόκια δανεισμού) έως ότου τεθεί υπό έλεγχο το μισθολογικό κόστος.

Γράφημα 1: Εξέλιξη του βασικού πληθωρισμού στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και το Η.Β. την τελευταία διετία.

Για ακόμη μια φορά, ο Πάουελ, όπως και άλλοι διοικητές κεντρικών τραπεζών, υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην “υπερβολική ζήτηση” και επίσης στον κίνδυνο αύξησης των μισθών που προκαλεί μια αλυσιδωτή αντίδραση αύξησης των τιμών. Υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις ότι δεν είναι η υπερβολική ζήτηση ή η αύξηση των μισθών που προκάλεσε την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Έχω παραθέσει σχετικά στοιχεία σε αρκετές προηγούμενες αναρτήσεις. Σε μια πρόσφατη ανάρτηση, παρέθεσα μια μακροσκελή μελέτη του Joseph Stiglitz, η οποία παρουσίαζε με τεκμηριωμένο τρόπο στοιχεία που έδειχναν ότι ο πληθωρισμός προκλήθηκε από ελλείψεις στην πλευρά της προσφοράς και όχι από “υπερβολική ζήτηση”.

Έκτοτε, έχουν προκύψει περισσότερα στοιχεία που τεκμηριώνουν την παραπάνω θέση, ότι το πρόβλημα ανέκυψε στην πλευρά της προσφοράς. Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι όταν η οικονομία βγήκε από τα  lockdown της πανδημίας COVID-19 και την ακόλουθη ύφεση, υπήρξε μια στροφή προς την αγορά περισσότερων αγαθών. Ωστόσο, οι παραγωγοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το κύμα. «Το κύριο συμπέρασμά μας είναι ότι η μετατόπιση της καταναλωτικής ζήτησης από τις υπηρεσίες προς τα αγαθά μπορεί να εξηγήσει ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μεταξύ του 4ου τριμήνου του 2019 και του αντίστοιχου τριμήνου του 2021. Αυτό το σοκ της ανακατανομής της ζήτησης προκαλεί αύξηση στον πληθωρισμό λόγω του κόστους της αύξησης της παραγωγής αγαθών, καθώς άλλωστε οι τομείς αυτοί τείνουν να έχουν πιο ευέλικτες τιμές από τους τομείς παροχής υπηρεσιών».

Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η άνοδος του πληθωρισμού προκλήθηκε κυρίως από μη μισθολογικά κόστη (πρώτες ύλες, εξαρτήματα και μεταφορικά κόστη) και από τις μεγάλες αυξήσεις στα περιθώρια κέρδους. Οι αυξήσεις των μισθών έπαιξαν τον μικρότερο ρόλο.

Γράφημα 2: Τα τελευταία στοιχεία για τις αυξήσεις των μισθών στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν ότι δεν είναι οι μισθοί που αυξάνουν τον πληθωρισμό.

Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ. Στην Ευρωζώνη, ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ότι η αύξηση του πληθωρισμού επήλθε από την αύξηση του μη μισθολογικού κόστους και της κερδοφορίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίευσε πρόσφατα μία εκτίμηση σχετικά με τη συμβολή των κερδών, των φόρων και του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης.

Γραφήματα 3 και 4: Στοιχεία που καταδεικνύουν ότι από το πρώτο τρίμηνο του 2021 μέχρι σήμερα ο καθοριστικότερος παράγοντας αύξησης του πληθωρισμού είναι η αύξηση της κερδοφορίας και όχι η αύξηση των μισθών.

Λοιπόν, ακόμη και έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική, δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων για την αύξηση του κόστους δανεισμού και η μείωση της προσφοράς χρήματος με την πώληση των αποθεμάτων ομολόγων των κεντρικών τραπεζών θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να μειώσει τον πληθωρισμό. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της ΕΚΤ. Σε μελέτη της, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μειώνει τον πληθωρισμό μόνο κατά περίπου 0,1 έως 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η ΕΚΤ εκτιμά επίσης ότι η μεγαλύτερη αρνητική ετήσια επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων στο ΑΕΠ θα πραγματωθεί μόλις μετά από εννέα τρίμηνα!

Γράφημα 5: Ανάλυση των μακροοικονομικών επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης (αριστερός και μεσαίος πίνακας), αποτίμηση των σωρευτικών συνεπειών σε βάθος 12 τριμήνων μιας τυποποιημένης περικοπής του προϋπολογισμού κατά 500 δις ευρώ (δεξιός πίνακας).

Το κλειδί για τον πληθωρισμό βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς. Ειδικότερα, μακροπρόθεσμα, είναι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας σε κάθε οικονομία. Εάν η αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο επιβραδυνθεί ή ακόμη και μειωθεί, το κόστος ανά μονάδα παραγωγής θα αυξηθεί και αυτό θα αναγκάσει τις εταιρείες να προσπαθήσουν να αυξήσουν τις τιμές. Μία ακόμη πρόσφατη μελέτη υποστήριξε ότι «οι ραγδαίες αυξήσεις του κόστους παραγωγής και οι συμφορήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε οι εταιρείες που μπορούν κάπως να επηρεάσουν τις τιμές να οδηγηθούν σε αυξήσεις προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους. Έχουμε δηλαδή έναν «πληθωρισμό των πωλητών». Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι το κλειδί για τον πληθωρισμό. Πράγματι, υπάρχει ισχυρή αντίστροφη συσχέτιση (0,45) μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και των ρυθμών πληθωρισμού κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Γράφημα 6: Αποτύπωση της συσχέτισης μεταξύ της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ και του πληθωρισμού από το 1948 έως το 2023.

Ο Πάουελ κάνει πλέον λόγο για μια άμεση και σημαντική άνοδο των επιτοκίων. Ωστόσο, οι επιπτώσεις των προηγούμενων αυξήσεων δεν επηρέασαν σχεδόν καθόλου τον πληθωρισμό. Ούτε ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος φαίνεται να έχει μεγάλη επίδραση στον πληθωρισμό, αντίθετα με την άποψη των μονεταριστών. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlement – BIS) είναι η διεθνής ένωση κεντρικών τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι οικονομολόγοι της είναι ένθερμοι μονεταριστές και υποστηρικτές της αυστριακής σχολής των ελεύθερων αγορών. Σε μια πρόσφατη μελέτη, η BIS διαπίστωσε «μια στατιστικά και οικονομικά σημαντική συσχέτιση σε μια σειρά χωρών μεταξύ της υπερβολικής αύξησης του χρήματος το 2020 και του μέσου πληθωρισμού το 2021 και το 2020». Ο John Plender των Financial Times, ένας ακόμη ειδήμονας της αυστριακής σχολής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν χρειάζεται να είναι κανείς απόλυτος οπαδός της θεωρίας της ποσότητας του χρήματος για να δει ότι η άνοδος των τιμών των κατοικιών και των μετοχών στις ΗΠΑ πέρυσι οφείλεται ουσιαστικά στο ότι πάρα πολλά χρήματα κυνηγούσαν πολύ λίγα περιουσιακά στοιχεία».

Σημειώστε δύο πράγματα εδώ. Πρώτον, υπάρχει ένα θέμα αιτιώδους συνάφειας. Όπως παραδέχεται η BIS, «Η συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση της αιτιότητας στη σχέση μεταξύ κυκλοφορίας χρήματος και πληθωρισμού δεν έχει διευθετηθεί πλήρως. Η παρατήρηση ότι η αύξηση του χρήματος σήμερα συμβάλλει στην πρόβλεψη του πληθωρισμού αύριο δεν συνεπάγεται από μόνη της αιτιώδη συνάφεια». Θα μπορούσε να ισχύει ότι «το εισόδημα και όχι το χρήμα είναι αυτό που προκαλεί την αύξηση των δαπανών, με την εξέλιξη των χρηματικών υπολοίπων να λειτουργεί ως σήμα». Στη συνέχεια, όμως, η BIS υποστηρίζει ότι «η σχέση αιτιότητας δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής για να αντλήσουμε χρήσιμο πληροφοριακό περιεχόμενο για την σχέση του χρήματος με τον πληθωρισμό – στον οποίο εστιάζουμε εδώ». Σίγουρα όμως έχει σημασία το εάν αν είναι η οικονομική δραστηριότητα, η αύξηση της παραγωγής και των δαπανών που οδηγεί τη συνολική προσφορά χρήματος ή μήπως ισχύει το αντίστροφο;

Δεύτερον, ο Plender σημειώνει ότι η αυξημένη προσφορά χρήματος συνδέεται με την άνοδο των τιμών των κατοικιών και των μετοχών – καμία αναφορά δεν γίνεται στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. Και αυτό είναι το θέμα. Η έντονη αύξηση της προσφοράς χρήματος και τα χαμηλά επιτόκια μέχρι και την πανδημία δεν οδήγησαν σε άνοδο των τιμών και επιτάχυνση του πληθωρισμού στα καταστήματα. Αντίθετα, η προσφορά χρήματος τροφοδότησε μια πιστωτική έκρηξη που εκφράστηκε με μια έκρηξη των ακινήτων και των χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Το στοιχείο που χάνει το επιχείρημα των μονεταριστών είναι ότι οι αλλαγές στην προσφορά χρήματος μπορεί επίσης να σημαίνουν αλλαγές στην ταχύτητα του χρήματος, δηλαδή στον ρυθμό κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρηματικού αποθέματος. Αν η ταχύτητα του χρήματος μειώνεται, αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι μετρητών δεν τα ξοδεύουν για αγαθά και υπηρεσίες, αλλά τα συσσωρεύουν σε καταθέσεις ή επενδύουν σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Έτσι, καθώς η αύξηση της προσφοράς χρήματος επιταχύνθηκε κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η ταχύτητα του χρήματος μειώθηκε, καθώς τα μετρητά χρησιμοποιήθηκαν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην κτηματομεσιτική κερδοσκοπία.

Γράφημα 7: Μεταβολές στην ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 έως το 2020. Πηγή: Federal Reserve Bank

Παρατηρείστε όμως την αλλαγή που σημειώθηκε μετά την πανδημία. Η Fed περιορίζει την προσφορά χρήματος για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Αφού εκτινάχθηκε το 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημικής ύφεσης, η προσφορά χρήματος τώρα συρρικνώνεται.

Γράφημα 8: Μεταβολές στην προσφορά του χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 έως το 2020. Πηγή: Federal Reserve Bank

Σε αντίθεση όμως με την αυτήν την συρρίκνωση της προσφοράς, η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρηματικού αποθέματος ανεβαίνει, εξουδετερώνοντας τα αντιπληθωριστικά αποτελέσματα μιας αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής. Αυτό καθιστά μια περιοριστική νομισματική πολιτική αναποτελεσματική ως προς την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, πλην όμως επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και την εργασία. Η πολιτική της Fed δεν θα προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από το να επιταχύνει μια πτώση σε οικονομική ύφεση. Οι ερευνητές της Fed από το Κλίβελαντ ανέλυσαν τις πιο πρόσφατες οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής της Fed για την Ελεύθερη Αγορά (Federal Open Market Committee – FOMC). Το οικονομικό τους μοντέλο προβλέπει ότι η τρέχουσα πρόβλεψη της FOMC για την ανεργία θα μειώσει τον βασικό πληθωρισμό στο 2,75%, αλλά μόνο μέχρι το 2025. Ενώ μια «βαθιά ύφεση θα ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί» η πρόβλεψη για πληθωρισμό 2,1% που επιδιώκει η Fed.

Και τώρα έχουμε την κατάρρευση της Silicon Valley Bank ως συνέπεια της ανόδου των επιτοκίων από την Fed. Δείτε τη σχετική μου ανάρτηση. Πράγματι, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αναγκάσει τη Fed να παγώσει το σχέδιό της για μια μεγαλύτερη και ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων. Η Fed είναι παγιδευμένη σε ένα δίλημμα: περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να σημαίνουν περισσότερες καταρρεύσεις τραπεζών και ύφεση. Εάν όμως σταματήσουν οι αυξήσεις, κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η Fed δεν έχει όπλα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.

Και τα χειρότερα έρχονται για τον λεγόμενο «παγκόσμιο Νότο». Εάν η Fed συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια, τότε το δολάριο θα ανακτήσει την ισχύ του μετά την πρόσφατη και σύντομη πτώση (βλ. παρακάτω γράφημα).

Το συνολικό παγκόσμιο χρέος ξεπερνάει πλέον τα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια ή αλλιώς υπερβαίνει το 345% του παγκόσμιου ΑΕΠ, καθώς το σχετικό ποσό ανέβηκε από τα 255 τρισεκατομμύρια δολάρια ή το 320% του ΑΕΠ που ίσχυε πριν την πανδημία. Όσο πιο καταχρεωμένος είναι ο πλανήτης, τόσο πιο ευαίσθητος καθίσταται απέναντι στις αυξήσεις των επιτοκίων. Για να αξιολογήσει τη σωρευτική επίδραση του δανεισμού και των υψηλότερων επιτοκίων, ο Economist, υπολόγισε το κόστος των τόκων για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τις κυβερνήσεις σε 58 χώρες. Οι οικονομίες αυτές μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2021 το κόστος των τόκων τους ανήλθε σε 10,4 τρισ. δολάρια, ή 12% του σωρευτικού τους ΑΕΠ. Μέχρι το 2022 θα έχει φθάσει τα 13 τρισ. δολάρια, ή 14,5%. Καθώς μεγάλο μέρος του χρέους των οικονομιών του Παγκόσμιου Νότου είναι σε δολάρια, η ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με τα νομίσματά τους αποτελεί πρόσθετο βάρος. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ξοδεύουν σήμερα περισσότερα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους παρά για την υγεία των πολιτών τους!

Η ύφεση λοιπόν δεν βρίσκεται απλώς στην ατζέντα των οικονομιών της G7. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους και η ύφεση ήδη ξεκινά για τις «αναπτυσσόμενες» χώρες (π.χ. Σρι Λάνκα, Ζάμπια, Πακιστάν, Αίγυπτος).

[1] Σ.τ.Μ.: Federal Reserve: Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α.

[2] Σ.τ.Μ.: Ως γενικός ή ονομαστικός πληθωρισμός (headline inflation) αναφέρεται ο πληθωρισμός στον υπολογισμό του οποίου συνυπολογίζονται οι μεταβολές των τιμών στην ενέργεια και τα τρόφιμα, σε αντίθεση με τον βασικό ή δομικό πληθωρισμό (core inflation), για τη μέτρηση του οποίου δεν συνυπολογίζονται οι μεταβολές στα παραπάνω αγαθά. Η διαφοροποίηση ως προς τον τρόπο υπολογισμού σχετίζεται με την μεγάλη αστάθεια των τιμών ενέργειας και τροφίμων. Ο γενικός/ ονομαστικός πληθωρισμός θεωρείται πιο κρίσιμο οικονομικό μέγεθος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ για τις αναπτυγμένες οικονομίες θεωρείται –υπό κανονικές τουλάχιστον συνθήκες- κρισιμότερο μέγεθος ο βασικός / δομικός πληθωρισμός.

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Γιατί αποσυντίθεται το τραπεζικό σύστημα

Οι πτωχεύσεις της Silvergate και της Silicon Valley Bank μοιάζουν με παγόβουνα που αποκολλώνται από τον παγετώνα της Ανταρκτικής. Η οικονομική αναλογία με την υπερθέρμανση του πλανήτη που προκαλεί αυτή την κατάρρευση είναι η άνοδος της θερμοκρασίας των επιτοκίων, τα οποία αυξήθηκαν την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή και έφτασαν κοντά στο 4,60% για τα διετή ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Εν τω μεταξύ, οι καταθέτες των τραπεζών εξακολουθούσαν να λαμβάνουν μόνο 0,2% επί των καταθέσεών τους. Αυτό οδήγησε σε σταθερή απόσυρση κεφαλαίων από τις τράπεζες – και σε αντίστοιχη μείωση των υπολοίπων των εμπορικών τραπεζών στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα.

Τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης αναπαράγουν ένα ευχολόγιο να είναι περιορισμένα τα bank runs, σαν να μην υπάρχει κανένα ευρύτερο πλαίσιο ή δομική αιτία. Υπάρχει γενική αμηχανία να εξηγηθεί πώς η κατάρρευση των τραπεζών που τώρα εξελίσσεται είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση Ομπάμα διέσωσε τις τράπεζες το 2009. Δεκαπέντε χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης έχουν διογκώσει εκ νέου τις τιμές των τραπεζικών ενυπόθηκων δανείων – και μαζί τους τις τιμές των κατοικιών, των μετοχών και των ομολόγων.

Τα 9 τρισεκατομμύρια δολάρια της ποσοτικής χαλάρωσης της Fed (που δεν υπολογίζονται ως μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος) τροφοδότησαν έναν πληθωρισμό των τιμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων, πράγμα που απέφερε τρισεκατομμύρια δολάρια στους κατόχους χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, μαζί με ένα γενναιόδωρο δευτερογενές κέρδος για τα υπόλοιπα μέλη του ανώτερου δέκα τοις εκατό. Το κόστος της ιδιοκατοίκησης εκτοξεύτηκε με την κεφαλαιοποίηση ενυπόθηκων δανείων με μειούμενα επιτόκια σε πιο υπερχρεωμένα ακίνητα. Η αμερικανική οικονομία γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση της αγοράς ομολόγων στην ιστορία, καθώς τα επιτόκια έπεσαν κάτω από το 1%. Η οικονομία πολώθηκε μεταξύ της τάξης των πιστωτών με θετικό χαρτοφυλάκιο και της υπόλοιπης οικονομίας – για την οποία η αναλογία με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και την υπερθέρμανση του πλανήτη ήταν η υπερχρέωση. Εξυπηρετώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντα των τραπεζών και της τάξης που κατέχει χρηματοπιστωτικές αξίες η Fed στρίμωξε τον εαυτό της σε μια γωνία: Τι θα συνέβαινε εάν τελικά ανέβαιναν επιτέλους τα επιτόκια;

Στο βιβλίο μου «Killing the Host» («Σκοτώνοντας τον Ξενιστή») έγραψα για κάτι αρκετά προφανές. Η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί πτώση των τιμών των ομολόγων που έχουν ήδη εκδοθεί – μαζί με τις τιμές των ακινήτων και των μετοχών. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο πλαίσιο του αγώνα της Fed κατά του «πληθωρισμού», δηλαδή του ευφημισμού που χρησιμοποιεί για την αντίθεσή της στην αύξηση της απασχόλησης και των μισθών. Οι τιμές των ομολόγων, αλλά και της κεφαλαιοποιημένης αξίας των πακέτων ενυπόθηκων δανείων και άλλων τίτλων, στους οποίους οι τράπεζες διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία στον ισολογισμό τους για να καλύψουν τις καταθέσεις τους, πέφτουν κατακόρυφα.

Το αποτέλεσμα απειλεί να συμπιέσει το ενεργητικό των τραπεζών κάτω από τις υποχρεώσεις τους από καταθέσεις, εξαλείφοντας την καθαρή τους αξία – τα ίδια κεφάλαια των μετόχων τους. Αυτό απειλήθηκε το 2008. Αυτό συνέβη με πιο ακραίο τρόπο με την κρίση των  συνεταιρισμών αποταμιεύσεων και δανείων και των ταμιευτηρίων τη δεκαετία του 1980, οδηγώντας στην κατάρρευσή τους. Αυτοί οι «ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» δεν δημιουργούσαν πιστώσεις όπως οι εμπορικές τράπεζες, αλλά δάνειζαν καταθέσεις με τη μορφή μακροπρόθεσμων ενυπόθηκων δανείων με σταθερά επιτόκια, συχνά για 30 χρόνια. Όμως, μετά την αύξηση των επιτοκίων που εγκαινίασε τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρόεδρος της Fed Paul Volcker, το συνολικό επίπεδο των επιτοκίων παρέμεινε υψηλότερο από τα μακροπρόθεσμα σταθερά επιτόκια που λάμβαναν τα οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια.

Οι καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους προκειμένου να λάβουν υψηλότερους τόκους αλλού, καθώς οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια δεν μπορούσαν να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους από τα έσοδα που εισέπρατταν από τα δάνεια με χαμηλότερα και σταθερά επιτόκια που είχαν δώσει. Έτσι, ακόμα και αν δεν γίνονταν απάτες τύπου Keating[1], αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων έθεσε τέλος σε αυτά τα επιχειρηματικά σχήματα.

Οι συνεταιρισμοί αποταμιεύσεων και δανείων και τα ταμιευτήρια χρωστούσαν χρήματα στους καταθέτες βραχυπρόθεσμα, αλλά αυτά ήταν δεσμευμένα σε μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία σε πτωτικές τιμές. Βέβαια, τα ενυπόθηκα δάνεια των συνεταιρισμών και ταμιευτηρίων ήταν πολύ πιο μακροπρόθεσμα από αυτά των εμπορικών τραπεζών. Αλλά η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων έχει την ίδια επίδραση στα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία που έχει σε όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Όπως ακριβώς η μείωση των επιτοκίων της ποσοτικής χαλάρωσης αποσκοπούσε στην ενίσχυση των τραπεζών, έτσι και η σημερινή ακριβώς αντίστροφη πολιτική πρέπει λογικά να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Και αν οι τράπεζες έχουν κάνει κακές συναλλαγές παραγώγων, έχουν πρόβλημα.

Κάθε τράπεζα έχει το πρόβλημα να διατηρεί τις αποτιμήσεις των περιουσιακών της στοιχείων υψηλότερες από τις υποχρεώσεις της σε καταθέσεις. Όταν η Fed αυξάνει τα επιτόκια αρκετά απότομα ώστε να καταρρεύσουν οι τιμές των ομολόγων, η δομή των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος αποδυναμώνεται. Αυτή είναι η γωνία στην οποία η Fed έχει στριμώξει την οικονομία με την ποσοτική χαλάρωση.

Η Fed αναγνωρίζει φυσικά αυτό το εγγενές πρόβλημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απέφυγε να αυξήσει τα επιτόκια για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα – έως ότου το κατώτερο 99% των μισθωτών άρχισε να επωφελείται από την ανάκαμψη της απασχόλησης. Όταν οι μισθοί άρχισαν να ανακάμπτουν, η Fed δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον συνήθη ταξικό πόλεμο εναντίον της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η πολιτική της μετατράπηκε σε πόλεμο και κατά του τραπεζικού συστήματος.

Η Silvergate ήταν η πρώτη που βούλιαξε, αλλά ήταν μια ειδική περίπτωση. Είχε επιδιώξει να εκμεταλλευτεί το κύμα των κρυπτονομισμάτων, παρέχοντας τραπεζικές υπηρεσίες για διάφορα εξ αυτών. Μετά την αποκάλυψη της τεράστιας απάτης του Samuel Benjamin Bankman-Fried (SBF)[2], σημειώθηκε μαζική φυγή από τα κρυπτονομίσματα. Οι επενδυτές/ παίκτες εγκατέλειψαν το καράβι. Οι διαχειριστές των κρυπτονομισμάτων έπρεπε να πληρώσουν με την ανάληψη των καταθέσεων που είχαν στο Silverlake. Το πλοίο βυθίστηκε.

Η πτώχευση της Silvergate διέλυσε τη μεγάλη αυταπάτη των καταθέσεων σε κρυπτονομίσματα. Η επικρατούσα εντύπωση ήταν ότι τα κρυπτονομίσματα αποτελούσαν εναλλακτική λύση προς τις εμπορικές τράπεζες και το συμβατικό χρήμα. Όμως, σε τι θα μπορούσαν να επενδύσουν τα επενδυτικά σχήματα κρυπτονομισμάτων για να υποστηρίξουν τις αγορές νομισμάτων τους, αν όχι σε τραπεζικές καταθέσεις και κρατικούς τίτλους ή σε ιδιωτικές μετοχές και ομόλογα; Τι είναι στην τελική τα κρυπτονομίσματα πέρα από ένα αμοιβαίο κεφάλαιο που προστατεύεται με μυστικότητα της ιδιοκτησίας ώστε να προστατεύονται όσοι ξεπλένουν χρήμα;

Η Silicon Valley Bank είναι επίσης και κατά πολλές έννοιες μία ειδική περίπτωση, με δεδομένο ότι δάνειζε ειδικώς σε startups του κλάδου της πληροφορικής. Η Τράπεζα New Republic επίσης υπέστη ένα bank run και είναι επίσης μία εξειδικευμένη τράπεζα που δανείζει σε πλούσιους καταθέτες στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο και της βόρειας Καλιφόρνιας. Ήδη από την περασμένη εβδομάδα γινόταν λόγος για ένα bank run, και οι χρηματοπιστωτικές αγορές ταρακουνήθηκαν καθώς οι τιμές των ομολόγων μειώθηκαν όταν ο πρόεδρος της Fed Jerome Powell ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να αυξήσει τα επιτόκια ακόμη περισσότερο από ό,τι σχεδίαζε νωρίτερα. Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης κάνει τους μισθωτούς πιο ανυπότακτους στις διεκδικήσεις τους για αύξηση των μισθών τουλάχιστον στα επίπεδα του πληθωρισμού που προκαλούν οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της ρωσικής ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και οι ενέργειες των μονοπωλίων που αυξάνουν τις τιμές «για να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο πληθωρισμό». Οι μισθοί δεν έχουν μέχρι σήμερα προσαρμοστεί προς τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού που προκύπτουν.

Φαίνεται ότι η Silicon Valley Bank θα πρέπει να ρευστοποιήσει τους τίτλους της με ζημία. Πιθανώς θα εξαγοραστεί από μια μεγαλύτερη τράπεζα, αλλά ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα συμπιέζεται. Το Reuters μετέδωσε την Παρασκευή ότι τα τραπεζικά αποθέματα στη Fed σημείωσαν πτώση. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς οι τράπεζες απολαμβάνουν επιτοκιακές διαφορές ρεκόρ. Δεν είναι περίεργο που οι εύποροι επενδυτές τρέχουν να ξεφύγουν από τις τράπεζες.

Το προφανές ερώτημα είναι γιατί η Fed δεν διασώζει απλώς τις τράπεζες που βρίσκονται στη θέση της SVB. Η απάντηση είναι ότι οι χαμηλότερες τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων φαίνεται να αποτελούν τη νέα κανονικότητα. μοιάζουν με τη Νέα Κανονικότητα. Για τις τράπεζες με αρνητικά ίδια κεφάλαια, πώς θα μπορούσε να επιλυθεί το θέμα της φερεγγυότητάς τους χωρίς μία απότομη μείωση των επιτοκίων και αποκατάσταση της 15ετούς πολιτικής μηδενικών επιτοκίων;

Υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος ελέφαντας στο δωμάτιο: τα παράγωγα. Η αστάθεια αυξήθηκε την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή. Η αναταραχή έχει φτάσει σε τεράστια μεγέθη πέρα και από αυτά που χαρακτήρισαν το κραχ της AIG και άλλων κερδοσκόπων το 2008. Σήμερα, η JP Morgan Chase και άλλες τράπεζες της Νέας Υόρκης έχουν τζογάρει σε παράγωγα που αποτιμώνται σε αξία δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για τα οποία πρόκειται να μεταβληθούν τα επιτόκια, οι τιμές των ομολόγων, οι τιμές των μετοχών και άλλες παράμετροι.

Για κάθε πετυχημένη μαντεψιά, υπάρχει ένας χαμένος. Όταν ποντάρονται τρισεκατομμύρια δολάρια, είναι βέβαιο ότι κάποιος τραπεζίτης θα καταλήξει σε μια ζημία που μπορεί εύκολα να εξανεμίσει το σύνολο των καθαρών ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας.

Υπάρχει πλέον μια στροφή προς το ασφαλές καταφύγιο των «μετρητών», αλλά και σε κάτι ακόμη καλύτερο από τα μετρητά: τις κρατικές εγγυήσεις του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Παρά τις συζητήσεις για την άρνηση των Ρεπουμπλικάνων να αυξήσουν το ανώτατο όριο του χρέους, το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί πάντα να τυπώσει χρήματα για να πληρώσει τους κατόχους των ομολόγων του. Φαίνεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών θα γίνει το νέο αγαπημένο καταθετήριο για όσους έχουν τους οικονομικούς πόρους. Οι τραπεζικές καταθέσεις θα μειωθούν. Και μαζί τους, τα αποθεματικά των τραπεζών στη Fed.

Μέχρι στιγμής, η χρηματιστηριακή αγορά αντιστέκεται στην πτώση των τιμών των ομολόγων. Η εκτίμησή μου είναι ότι τώρα θα δούμε τη Μεγάλη Εκτόνωση της μεγάλης έκρηξης του Πλασματικού Κεφαλαίου της περιόδου 2008-2015. Εξάλλου, όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες. Οι «άνεμοι» εν προκειμένω είναι η υπερβολική αύξηση των παραγώγων που τροφοδοτήθηκε από τη χαλάρωση των κανόνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς και της ανάλυσης κινδύνου κατά  την μετά το 2008 εποχή.


[1] Σ.τ.Μ.: Αναφέρεται στην περίπτωση του CEO της Lincoln Savings and Loans Association που καταδικάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 για απάτες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που οδήγησαν χιλιάδες ομολογιούχους σε πτώχευση και κόστισαν περίπου 124 δις δολάρια στους φορολογούμενους.

[2] Ο S. Bankman – Fried είναι ο πρώην ιδιοκτήτης του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων FTX, που πτώχευσε αιφνιδίως το Νοέμβριο του 2022, χάνοντας 32 δις δολάρια σε λίγες μέρες. Λίγο μετά ο ίδιος συνελήφθη για σειρά οικονομικών αδικημάτων (απάτη, ξέπλυμα μαύρου χρήματος κ.ά.).

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Η Πανδημία και η Παγκόσμια Οικονομία

Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, πτώση εμβασμάτων, απότομες αντιστροφές ροών κεφαλαίων και υποτίμηση νομισμάτων. Μόνο οι τολμηρές πολιτικές – ελάφρυνση του χρέους, διεθνής χρηματοδότηση, προγραμματισμός και πολλά άλλα – θα αποτρέψουν περαιτέρω καταστροφή.

Υπάρχει ακόμη πολλή αβεβαιότητα σχετικά με την πανδημία COVID-19: όσον αφορά στην έκταση της εξάπλωσής της, τη σοβαρότητά της σε διάφορες χώρες, τη διάρκεια της έξαρσης και το αν μια αρχική βελτίωση της κατάστασης θα δώσει τη θέση της σε μια επανεμφάνιση. Αλλά ορισμένα πράγματα είναι ήδη σίγουρα: γνωρίζουμε ότι ο οικονομικός αντίκτυπος αυτής της πανδημίας είναι ήδη τεράστιος, με αποτέλεσμα οτιδήποτε έχουμε βιώσει στη ζωή μας μέχρι σήμερα να μοιάζει ασήμαντο. Το τρέχον σοκ στην παγκόσμια οικονομία είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και είναι πιθανό να είναι πιο έντονο από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Ακόμη και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, ενώ διέκοψαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και κατέστρεψαν φυσική υποδομή και πληθυσμούς, δεν περιελάμβαναν τους περιορισμούς στην κινητικότητα και την οικονομική δραστηριότητα που ισχύουν σήμερα στην πλειονότητα των χωρών. Πρόκειται, επομένως, για μια πρωτοφανή παγκόσμια πρόκληση και απαιτεί πρωτοφανείς απαντήσεις.

Αυτός ο πολύ σοβαρός οικονομικός αντίκτυπος προφανώς δεν απορρέει από την ίδια την πανδημία, αλλά από μέτρα που έχουν υιοθετηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τη συγκράτησή της, τα οποία έχουν κυμανθεί από σχετικά ήπιους περιορισμούς στην κινητικότητα και τις δημόσιες συναθροίσεις έως ολοκληρωτικά lockdown (και λήψη αυστηρών μέτρων) που έχουν επιφέρει τη διακοπή των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Αυτό έχει σημάνει μια ταυτόχρονη πίεση και στη ζήτηση και στην προσφορά. Κατά τη διάρκεια του κλειδώματος (lockdown), ο κόσμος (ειδικά όσοι είναι χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας) στερείται εισοδημάτων και η ανεργία αυξάνεται δραστικά, προκαλώντας τεράστιες μειώσεις στη ζήτηση κατανάλωσης που θα συνεχιστούν στην περίοδο μετά την άρση του κλειδώματος. Ταυτόχρονα, η παραγωγή και η διανομή σταματούν για όλα εκτός από τα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες – και ακόμη και για αυτούς τους τομείς, ο εφοδιασμός επηρεάζεται άσχημα λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής και ανισορροπιών στις εισροές και εκροές που επιτρέπουν την παραγωγή και διανομή. Προηγούμενες περιφερειακές και παγκόσμιες κρίσεις δεν οδήγησαν σε αυτήν την σχεδόν απόλυτη παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Ο θανατηφόρος συνδυασμός της κατάρρευσης τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή τη φορά η κρίση είναι πραγματικά διαφορετική και πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών καταρρέει ήδη. Ο ΠΟΕ αναμένει ότι το εμπόριο θα μειωθεί σε ποσοστό μεταξύ 13 έως 32% το 2020. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν μετριοπαθείς, επειδή σιωπηρά βασίζονται στη σχετικά γρήγορη συγκράτηση του ιού και στην άρση του λοκ ντάουν μέσα στο καλοκαίρι. Οι εξαγωγές αγαθών – εκτός από εκείνα που θεωρούνται “απαραίτητα” – έχουν σταματήσει ουσιαστικά. Τα ταξίδια έχουν περιοριστεί δραματικά σε σχέση με το παρελθόν και ο τουρισμός έχει επίσης σταματήσει προς το παρόν. Διάφορες άλλες διασυνοριακές υπηρεσίες που δεν μπορούν να παρασχεθούν ηλεκτρονικά, συρρικνώνονται απότομα. Οι τιμές του εμπορίου έχουν καταρρεύσει και θα συνεχίσουν να μειώνονται. Τον μήνα που προηγήθηκε έως τις 20 Μαρτίου 2020, οι τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων μειώθηκαν κατά 37%, με τις τιμές της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων να μειώνονται κατά 55%.

Εντός των εθνικών συνόρων, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται με έως τώρα αδιανόητα ποσοστά, επιφέροντας όχι μόνο μια δραματική άμεση κατάρρευση αλλά προοιωνίζει και μια  μελλοντική συρρίκνωση, καθώς θα υπάρξουν αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 22 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους σε τέσσερις εβδομάδες, ενώ το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά 10 έως 14% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Αλλού η κατάσταση δεν είναι διαφορετική, πιθανά μάλιστα να είναι χειρότερη, καθώς οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν πολλαπλούς παράγοντες οικονομικής ύφεσης. Το ΔΝΤ προέβλεψε στις 14 Απριλίου ότι η παγκόσμια παραγωγή θα μειωθεί κατά 3% το 2020 και κατά 4,5% σε κατά κεφαλήν όρους – και αυτό βασίζεται στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Αυτή η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζει αναγκαστικά την παγκόσμια χρηματοδότηση, η οποία βρίσκεται επίσης σε ανισορροπία. Η πάγια άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ατελείς, όχι μόνο λόγω ασύμμετρης αλλά και ελλιπούς πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται από την πράξη: οι αγορές έχουν να κάνουν με την πρόβλεψη στον χρόνο και τώρα πρέπει οδυνηρά να αποδεχθούμε ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον, ακόμη και λίγους μήνες μπροστά. Τα οικονομικά στοιχήματα και τα συμβόλαια που έγιναν πριν από λίγους μήνες τώρα φαίνεται εντελώς παράλογο να ισχύουν. Τα περισσότερα χρέη είναι σαφώς μη βιώσιμα. Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις θα είναι τόσο ακραίες, με αποτέλεσμα να “γονατίζουν” τους περισσότερους ασφαλιστές. Οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι καμία από τις εικασίες στις οποίες στηρίχθηκαν οι προηγούμενες επενδύσεις δεν ισχύει πλέον. Αυτές οι αρνητικές δυνάμεις μαζί ισοδυναμούν με τεράστιες απώλειες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης (μια τάξη που πάσχιζε χωρίς αποτέλεσμα να δείξει κάποιο δυναμισμό την τελευταία δεκαετία).

Άνισα αποτελέσματα

Σε έναν ήδη πολύ άνισο κόσμο, αυτή η κρίση έχει ήδη αυξήσει και θα συνεχίσει να αυξάνει απότομα την παγκόσμια ανισότητα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στις πολύ διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός από την Κίνα, την χώρα προέλευσης της πανδημίας, η οποία κατάφερε να συγκρατήσει τη διάδοσή της και να αναγεννήσει την οικονομική δραστηριότητα σχετικά γρήγορα), σε σύγκριση με τις προηγμένες οικονομίες. Το τρομακτικά τεράστιο μέγεθος της κρίσης προφανώς έχει χρεωθεί στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι οποίοι (πιθανώς προσωρινά) εγκατέλειψαν όλες τις συζητήσεις για τη δημοσιονομική λιτότητα και ξαφνικά φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα απλώς να χρηματοδοτήσουν πολιτικές από τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Είναι πιθανό ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει υπό το κράτος του πανικού που προέκυψε την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου, χωρίς μαζική παρέμβαση από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου – όχι μόνο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Τράπεζα της Αγγλίας και άλλες.

Το «τεράστιο προνόμιο» των Ηνωμένων Πολιτειών ως κατόχων του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τους δίνει προφανώς μεγαλύτερη ελευθερία να στηρίξουν τη δική τους οικονομία. Ωστόσο, άλλες ανεπτυγμένες χώρες προτείνουν, επίσης, αρκετά μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα, από 5% του ΑΕΠ στη Γερμανία έως 20% στην Ιαπωνία, εκτός από διάφορα άλλα επεκτατικά και σταθεροποιητικά μέτρα μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.

Αντίθετα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια να συμμετάσχουν σε τέτοιες πολιτικές, και ακόμη και εκείνες οι μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες που θα μπορούσαν να το πράξουν, φαίνεται να περιορίζονται από τον φόβο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα τιμωρήσουν σκληρά τυχόν δημοσιονομικές ατασθαλίες. Αυτό είναι από μόνο του τρομερό: οι οικονομικές ανάγκες τους είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από αυτές στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες -πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη ζήσει την πανδημία στην πραγματική της έκταση- έχουν πληγεί από μια αληθινή καταιγίδα κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου, πτώσης εμβασμάτων, απότομων αντιστροφών των ροών κεφαλαίων και υποτίμησης του νομίσματος. Μόνο τον Μάρτιο, η διαφυγή κεφαλαίων από περιουσιακά στοιχεία αναδυόμενων αγορών ήταν περίπου 83 δισεκατομμύρια δολάρια και από τον Ιανουάριο σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν φύγει έξω από τις αναπτυσσόμενες χώρες – σε σύγκριση με 26 δισεκατομμύρια δολάρια μετά την οικονομική κρίση του 2008. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου μειώθηκαν κατά τουλάχιστον 70% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 και τα spread στα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών έχουν αυξηθεί απότομα. Τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν υποτιμηθεί ως επί το πλείστον απότομα, εκτός από της Κίνας. Η κρίση του συναλλάγματος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, κάτι που είναι πιο δύσκολο να γίνει λόγω της συρρίκνωσης των εισροών συναλλάγματος και της αύξησης του εγχώριου κόστους για την εξυπηρέτησή τους. Στις αρχές του Απριλίου, ογδόντα πέντε χώρες είχαν προσεγγίσει το ΔΝΤ για βοήθεια έκτακτης ανάγκης λόγω σοβαρών προβλημάτων στις υποχρεώσεις πληρωμής σε ξένο νόμισμα και ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να αυξηθεί.

Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις, οι οποίες είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από οποιοδήποτε φαινόμενο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, συνδέονται πια με οικονομίες που ήδη παλεύουν με τις τρομερές εγχώριες οικονομικές συνέπειες των στρατηγικών τους για τον περιορισμό του ιού. Το βάρος αυτών των διαδικασιών έχει βαρύνει υπερβολικά τους άτυπους και επισφαλώς εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι στερούνται βασικά μέσα για τη διαβίωσή τους και βυθίζονται στη φτώχεια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Το 70% των εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι εκτός τυπικής και δηλωμένης καταγραφής και είναι απίθανο να πληρώνονται έστω και στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια του λοκ ντάουν, κατά το οποίο αναγκάζονται να είναι ανενεργοί. Οι εργαζόμενοι με τυπικές συμβάσεις έχουν επίσης αρχίσει να χάνουν τις δουλειές τους. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε στις αρχές του Απριλίου ότι περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε εργαζόμενους στον κόσμο αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας και των συναφών πολιτικών απαντήσεων, και οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι  εργαζόμενες γυναίκες είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν δυσανάλογα: να χάσουν θέσεις εργασίας και να αντιμετωπίσουν σημαντικές περικοπές αμοιβών, να πεταχθούν έξω από την αγορά εργασίας όταν υπάρξουν ξανά διαθέσιμες θέσεις, να υποφέρουν κατά τη διάρκεια του κλειδώματος λόγω αυξημένης πιθανότητας ενδοοικογενειακής βίας, να υποφέρουν από κακή διατροφή σε μια περίοδο έλλειψης τροφίμων στα νοικοκυριά.

Σε πολλές χώρες, οι ελλείψεις αγαθών συνδέονται με δραματικές αυξήσεις στην έκταση της απόλυτης φτώχειας και της αυξανόμενης πείνας, ακόμη και μεταξύ εκείνων που προηγουμένως δεν θεωρούνταν φτωχοί. Πράγματι, η επανεμφάνιση της πείνας σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιθανώς μια ατυχής συνέπεια της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που προέκυψαν. Επιπρόσθετα σε όλες αυτές τις καταθλιπτικές ειδήσεις, τα περισσότερα κράτη στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε υψηλά επίπεδα χρηματοδότησης του ελλείμματος (με δανεισμό από τις κεντρικές τράπεζες) ώστε να επιτρέψουν υψηλές δημόσιες δαπάνες, λόγω των συναλλαγματικών περιορισμών και της εντονότερης πίεσης που θα ασκήσουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ακριβώς των ελλειμμάτων τους.

Οι συνέπειες

Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η αρχή. Τι θα συμβεί όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία; Να θυμόμαστε ότι μετά από ένα σεισμικό σοκ αυτού του μεγέθους, οι οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν απλώς όπως πριν, ξεκινώντας από το σημείο που είχαν σταματήσει πριν από αυτήν την κρίση. Κατά το επόμενο έτος, πολλά πράγματα είναι πιθανό να αλλάξουν, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας αναδιοργάνωσης του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Το διεθνές εμπόριο θα παραμείνει συγκρατημένο για μια περίοδο. Οι περισσότερες τιμές των εμπορευμάτων θα παραμείνουν επίσης χαμηλές, διότι η παγκόσμια ζήτηση θα χρειαστεί κάποιο χρόνο για να ανακάμψει. Αυτό θα επηρεάσει τα έσοδα των εξαγωγέων εμπορευμάτων, αλλά δεν πρόκειται να έχουν πλεονέκτημα ούτε οι εισαγωγείς εμπορευμάτων καθώς θα επικρατήσουν οι συνολικότερες αποπληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από την υποτονική ζήτηση.

Από την άλλη πλευρά, η διάσπαση των αλυσίδων εφοδιασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένες ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων βασικών στοιχείων, δημιουργώντας πληθωρισμό κόστους, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων θα είναι ρευστές και ασταθείς, και οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα αγωνιστούν να προσελκύσουν επαρκές και ασφαλές κεφάλαιο ώστε να προστεθεί στις εγχώριες αποταμιεύσεις και να καλύψει το κόστος χρηματοδότησης του εμπορίου. Οι απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων που έχουν ήδη συμβεί είναι απίθανο να αντιστραφούν εντελώς και θα μπορούσαν ακόμη και να επιταχυνθούν περαιτέρω, ανάλογα με τις στρατηγικές που ακολουθούνται τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι πτώσεις των νομισματικών αξιών, τα υψηλότερα περιθώρια επί των τόκων που καταβάλλονται και οι αυξανόμενες αποδόσεις στα ομόλογα θα συνεχίσουν να κάνουν το εξυπηρετούμενο χρέος ένα τεράστιο πρόβλημα. Πράγματι, το χρέος των περισσότερων αναπτυσσόμενων χωρών θα είναι απλώς μη βιώσιμο.

Εκτός από τα προβλήματα στις εγχώριες τράπεζες και τους λοιπούς δανειστές εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα από μια πιθανή αδυναμία πληρωμής μεγάλης κλίμακας, θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα στις ασφαλιστικές αγορές, με την αποτυχία ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών και την αύξηση των ασφαλίστρων που θα αποτελέσουν αντικίνητρο ασφάλισης για τις περισσότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Τα έσοδα από ταξίδια και τουρισμό θα περιοριστούν επίσης σημαντικά μεσοπρόθεσμα, καθώς η πρότερη εμπιστοσύνη που υπήρχε σε αυτά τα ταξίδια θα έχει διαβρωθεί. Ομοίως, πολλοί μετανάστες θα έχουν χάσει τη δουλειά τους. Η ζήτηση για ξένη εργασία είναι πιθανό να μειωθεί σε πολλές χώρες υποδοχής, με αποτέλεσμα να μειωθούν και τα εμβάσματα. Όλα αυτά θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στα οικονομικά της κυβέρνησης, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Αποφυγή της καταστροφής

Αυτή η λιτανεία της φρίκης βρίσκεται όντως μέσα στη σφαίρα του πιθανού. Ευτυχώς αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι αναπόφευκτα: εξαρτώνται καθοριστικά από τις πολιτικές απαντήσεις. Οι τρομερές συνέπειες που περιγράφονται παραπάνω βασίζονται στους διεθνείς οργανισμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις που δεν λαμβάνουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Υπάρχουν τόσο εθνικές όσο και παγκόσμιες πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα, προτού η κρίση προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές απαντήσεις δεν αυξάνουν (όπως συμβαίνει σήμερα) τις εθνικές και παγκόσμιες ανισότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατηγικές ανάκαμψης πρέπει να αναπροσανατολιστούν μακριά από τις παραχωρήσεις σε μεγάλες εταιρείες χωρίς επαρκή ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους, και προς τη διευκόλυνση της επιβίωσης, της απασχόλησης και της συνεχιζόμενης ζήτησης της κατανάλωσης των ανθρώπων με μικρά και μεσαία εισοδήματα, και της επιβίωσης και επέκτασης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Υπάρχουν ορισμένα προφανή βήματα που πρέπει να λάβει άμεσα η διεθνής κοινότητα. Αυτά τα βήματα βασίζονται στην υπάρχουσα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική – όχι επειδή αυτή η αρχιτεκτονική είναι θεμιτή, δίκαιη ή αποτελεσματική (δεν είναι), αλλά επειδή, δεδομένης της ανάγκης για ταχεία και ουσιαστική ανταπόκριση, απλώς δεν υπάρχει πιθανότητα κατασκευής σοβαρών εναλλακτικών θεσμών και ρυθμίσεων αρκετά γρήγορα. Τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα – ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – πρέπει να επιτύχουν, γεγονός που απαιτεί την παύση της μεροληπτικής υποστήριξης του κεφαλαίου και την προώθηση της δημοσιονομικής λιτότητας.

Το ΔΝΤ είναι το μόνο πολυμερές ίδρυμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί παγκόσμια ρευστότητα και αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να το κάνει σε μεγάλη κλίμακα. Μια άμεση θέσπιση  Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων (SDR), τα οποία είναι συμπληρωματικά αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία (καθορίζονται από ένα σταθμισμένο καλάθι πέντε κύριων νομισμάτων), θα δημιουργούσε πρόσθετη διεθνή ρευστότητα χωρίς επιπλέον κόστος. Δεδομένου ότι μια εκ νέου θέσπιση SDR πρέπει να διανεμηθεί σύμφωνα με την ποσόστωση κάθε χώρας στο ΔΝΤ, δεν μπορεί να είναι σε διακριτική ευχέρεια και δεν μπορεί να υπόκειται σε άλλα είδη προϋποθέσεων ή πολιτικής πίεσης. Πρέπει να δημιουργηθούν και να διανεμηθούν τουλάχιστον 1 έως 2 τρισεκατομμύρια SDR. Αυτό θα έχει τεράστια σημασία ώστε να διασφαλιστεί ότι οι παγκόσμιες διεθνείς οικονομικές συναλλαγές απλά δεν θα “παγώσουν” ακόμη και μετά την άρση των lockdown, και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούν να ασχοληθούν με το διεθνές εμπόριο.

Οι προηγμένες οικονομίες με διεθνή αποθεματικά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά τα SDR μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρέχοντας πρόσθετους πόρους για την καταπολέμηση τόσο της πανδημίας όσο και της οικονομικής καταστροφής.

Αυτό είναι πολύ καλύτερο από την εξάρτηση από το ΔΝΤ για την παροχή δανείων, τα οποία συχνά απαιτούν όρους. (Στο βαθμό που απαιτούνται πρόσθετα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΔΝΤ, πρέπει επίσης να παρέχονται χωρίς όρους, ως καθαρά αντισταθμιστική χρηματοδότηση για αυτό το άνευ προηγουμένου σοκ.)

Η έκδοση περισσότερων SDR είναι επίσης προτιμότερη από το να επιτρέπεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διαδραματίσει το ρόλο του μοναδικού σταθεροποιητή του συστήματος. Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας παρέχουν επί του παρόντος σε κεντρικές τράπεζες μερικών μόνο επιλεγμένων χωρών ρευστότητα δολαρίου. Αλλά αυτό δεν είναι μια πολυμερής κατανομή βασισμένη σε κανόνες. Αυτές οι ανταλλαγές αντικατοπτρίζουν τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και επομένως ενισχύουν τις παγκόσμιες ανισορροπίες ισχύος.

Ένας λόγος για τον οποίο υπήρξε μόνο περιορισμένη θέσπιση των SDR μέχρι στιγμής (η τελευταία αύξηση ήταν μετά την κρίση του 2008, αλλά μόνο με περίπου 276 δισεκατομμύρια SDR) είναι ο φόβος ότι μια τέτοια αύξηση της παγκόσμιας ρευστότητας θα προκαλούσε πληθωρισμό. Όμως, η παγκόσμια οικονομία έζησε χωρίς πληθωρισμό για περισσότερο από μια δεκαετία, ακόμα και αν είχαν γίνει οι μεγαλύτερες αυξήσεις ρευστότητας ποτέ, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακριβώς επειδή η παγκόσμια ζήτηση παρέμεινε χαμηλή.

Η τρέχουσα κατάσταση είναι διαφορετική μόνο επειδή είναι πιο οξυμμένη.

Το δεύτερο σημαντικό διεθνές μέτρο είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων εξωτερικού χρέους. Θα πρέπει να υπάρξει αμέσως αναστολή ή πάγωμα όλων των αποπληρωμών χρέους (τόσο του χρεολύσιου όσο και των τόκων) για τους επόμενους έξι μήνες τουλάχιστον, καθώς οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την εξάπλωση της νόσου όσο και τις συνέπειες του κλειδώματος. Αυτό το μέτρο πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι οι τόκοι δεν θα συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι προφανές ότι πολύ λίγες αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους όταν οι εισροές συναλλάγματος έχουν σταματήσει. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αν όλα τα άλλα είναι σε αναμονή στην παγκόσμια οικονομία σήμερα, γιατί οι στις πληρωμές χρέους πρέπει να γίνει κάτι διαφορετικό;

Η προαναφερθείσα αναστολή είναι μια προσωρινή κίνηση για να σωθούν αυτές οι χώρες σε  μια περίοδο που η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομία βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστεί ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, και πρέπει να παρέχεται πολύ σημαντική ελάφρυνση του χρέους, ιδίως σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ο διεθνής συντονισμός θα ήταν πολύ καλύτερος για όλους τους ενδιαφερόμενους από τις άτακτες αθετήσεις χρεών που θα ήταν διαφορετικά αναπόφευκτες.

Στα έθνη-κράτη, ο θεσμός των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls) θα επέτρεπε στις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον εν μέρει αυτούς τους παγκόσμιους μετωπικούς ανέμους, περιορίζοντας την αστάθεια των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών. Τέτοιοι έλεγχοι κεφαλαίου πρέπει να επιτρέπονται και να ενθαρρύνονται ρητά, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος των εκροών, να συγκρατηθεί η μείωση της ρευστότητας λόγω των πωλήσεων στις αναδυόμενες αγορές και να σταματήσει η πτώση των τιμών του νομίσματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει κάποια συνεργασία μεταξύ των χωρών για να αποφευχθεί η επιλογή μιας μόνο χώρας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το επακόλουθο αυτής της κρίσης θα απαιτήσει επίσης μια αναβίωση του σχεδιασμού – κάτι που σχεδόν έχει ξεχαστεί σε πάρα πολλές χώρες στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Η κατάρρευση των συστημάτων παραγωγής και διανομής κατά τη διάρκεια του κλειδώματος σημαίνει ότι ο καθορισμός και η διατήρηση της προσφοράς βασικών εμπορευμάτων είναι κρίσιμης σημασίας. Τέτοιες αλυσίδες εφοδιασμού θα πρέπει να μελετηθούν ως προς τις εμπλεκόμενες σχέσεις εισροών-εκροών, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν συντονισμό μεταξύ διαφορετικών επιπέδων και υπηρεσιών στις κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των επαρχιών – και ενδεχομένως και σε περιφερειακό επίπεδο.

Η πανδημία είναι πιθανό να επιφέρει αλλαγή στη στάση απέναντι στη δημόσια υγεία σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας έχουν οδηγήσει σε δραστικές μειώσεις των κατά κεφαλήν δαπανών για τη δημόσια υγεία σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι δεν ήταν απλώς μια άνιση και άδικη στρατηγική, αλλά μια ανόητη: χρειάστηκε μια μολυσματική ασθένεια για να καταδείξει ότι η υγεία της ελίτ εξαρτάται τελικά από την υγεία των φτωχότερων μελών της κοινωνίας. Εκείνοι που υποστήριξαν τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας το έκαναν θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους. Αυτό ισχύει και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι τρέχουσες αξιολύπητες εθνικές διαμάχες σχετικά με την πρόσβαση σε προστατευτικό εξοπλισμό και φάρμακα, προδίδουν μια πλήρη έλλειψη συνειδητοποίησης της φύσης του “θηρίου”. Αυτή η ασθένεια δεν θα τεθεί υπό έλεγχο πουθενά, εκτός εάν τεθεί υπό έλεγχο παντού. Η διεθνής συνεργασία δεν είναι μόνο επιθυμητή αλλά απαραίτητη.

Ενώ πιέζουμε για αυτές τις μεγάλες στρατηγικές για τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς, πρέπει να έχουμε επίγνωση ορισμένων ανησυχιών. Η μία είναι ο φόβος ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την πανδημία για να πιέσουν για την συγκέντρωση της εξουσίας, με σημαντικά αυξημένη παρακολούθηση και επιτήρηση των πολιτών, και αυξημένη λογοκρισία και έλεγχο των ροών πληροφοριών ώστε να μειώσουν τη δική τους ευθύνη. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει σε πολλές χώρες και ο φόβος της μόλυνσης οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αποδεχθούν “εισβολές” στην ατομική σφαίρα και μορφές κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική ζωή που πριν από μήνες θα θεωρούνταν απαράδεκτες. Θα είναι πιο δύσκολο να διατηρηθεί ή να αναβιώσει η δημοκρατία σε τέτοιες συνθήκες. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δημόσια επαγρύπνηση τόσο στο παρόν όσο και μετά το τέλος της κρίσης.

Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι οι αυξημένες ανισότητες που δημιουργούνται από αυτήν την κρίση θα ενισχύσουν τις υπάρχουσες μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Κατ’ αρχήν, ένας ιός δεν σέβεται την τάξη ή άλλες κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Ωστόσο, υπάρχει η γνωστή σύνδεση ανάμεσα στην εισοδηματική φτώχεια και στις μολυσματικές ασθένειες. Στις άνισες κοινωνίες μας, οι φτωχές και οι κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στον COVID-19 και πιο πιθανό να πεθάνουν από αυτόν, επειδή η ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, η ευαισθησία τους σε ασθένειες και η πρόσβασή τους στη θεραπεία ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με το εισόδημα, τα περιουσιακά στοιχεία, το επάγγελμα και την τοποθεσία. Ίσως ακόμη χειρότερα, οι πολιτικές περιορισμού του COVID-19 εντός των χωρών δείχνουν ακραία ταξική προκατάληψη. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (καλύτερα περιγράφεται ως φυσική απόσταση) υπονοεί σιωπηρά ότι τόσο οι κατοικίες όσο και οι χώροι εργασίας δεν είναι τόσο γεμάτοι και υπό συμφόρηση, οπότε τάχα οι προδιαγεγραμμένοι κανόνες μπορούν εύκολα να διατηρηθούν. Ο φόβος της μόλυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έφερε κάποιες πιο δυσάρεστες μορφές κοινωνικών διακρίσεων και προκαταλήψεων σε πολλές χώρες, από την αντιπάθεια στους μετανάστες, έως τη διαφοροποίηση βάσει της φυλής, της κάστας, της θρησκείας και της τάξης. Σε μια εποχή που η καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης καθίσταται εμφανής λόγω ενός ιού, οι απαντήσεις σε πάρα πολλές χώρες έχουν επικεντρωθεί σε εξειδικευμένες διαιρέσεις, οι οποίες προμηνύουν δυσάρεστα για τη μελλοντική πρόοδο.

Παρά αυτές τις καταθλιπτικές πιθανότητες, είναι επίσης αλήθεια ότι η πανδημία, ακόμη και η τεράστια οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει, θα μπορούσαν επίσης να επιφέρουν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά που οδηγούν σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Τρεις πτυχές αυτού του θέματος αξίζουν σχόλιο.

Το πρώτο είναι η αναγνώριση της ουσιαστικής φύσης και της κοινωνικής σημασίας των επαγγελμάτων περίθαλψης, και του μεγαλύτερου σεβασμού και αξιοπρέπειας που δείχνουμε στους αμειβόμενους και στους μη αμειβόμενους εργαζόμενους. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα οι κοινωνίες να αυξήσουν τον αριθμό των αμειβόμενων εργαζομένων στον τομέα της περίθαλψης, να παρέχουν την απαιτούμενη κατάρτιση για αυτούς λόγω της μεγαλύτερης εκτίμησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται σε μια τέτοια εργασία, και να προσφέρουν σε αυτούς τους εργαζομένους καλύτερες αποδοχές, περισσότερη νομική και κοινωνική προστασία και μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.

Δεύτερον, η ευρύτερη συνειδητοποίηση από το λαό της πραγματικής πιθανότητας ότι μπορεί να συμβούν αδιανόητα γεγονότα και αδιανόητα φοβερές διεργασίες που εξαπολύονται από τον τρόπο ζωής μας, μπορεί επίσης να αποδείξει την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και τις καταστροφές που θα προκαλέσει. Αυτό θα μπορούσε να κάνει περισσότερους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο ζούμε, παράγουμε και καταναλώνουμε, προτού να είναι πολύ αργά. Μερικές από τις λιγότερο ορθολογικές πτυχές των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, ειδικά στην πολυεθνική βιομηχανία τροφίμων (η οποία έχει ενθαρρύνει τα προϊόντα από ένα μέρος του κόσμου να αποστέλλονται σε άλλο μέρος του κόσμου για επεξεργασία, προτού επιστρέψουν σε μέρη κοντά στην προέλευσή τους προς κατανάλωση), θα πρέπει να εξεταστούν και θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Θα μπορούσαν να ακολουθηθούν και άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής και την κατανάλωση και τους τρόπους διανομής.

Τέλος, σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο, οι υπαρξιακές απειλές όπως οι πανδημίες ενθαρρύνουν την μεγαλύτερη αναγνώριση των πραγμάτων που έχουν σημασία στην ανθρώπινη ύπαρξη: καλή υγεία, ικανότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους και συμμετοχή σε δημιουργικές διαδικασίες που φέρνουν χαρά και ικανοποίηση. Αυτές οι συνειδητοποιήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τα πρώτα βήματα προς πολιτιστικές αλλαγές που οδηγούν στην αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας. Υπάρχει μια ευκαιρία να απομακρυνθούμε από κυρίαρχες ιδεολογίες σχετικά με τον ατομικισμό, τη μέτρηση όλων με βάση τη χρηστικότητα και το κέρδος, σε πιο κοινωνικά πλαίσια φροντίδας και συνεργασίας.

Πηγή: Dissent Magazine

Μετάφραση: antapocrisis

Το στίγμα που αφήνει η πανδημία στην οικονομία

Η αισιοδοξία κυριαρχεί στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, ιδιαίτερα σε αυτές των ΗΠΑ. Μετά την πτώση τους κατά 30% περίπου όταν επιβλήθηκαν τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για να περιοριστεί η μετάδοση του κορωνοϊού, τα αμερικανικά χρηματιστήρια ανέβηκαν απότομα κατά 30% τον Απρίλιο. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα παρενέβη με τεράστιες ενέσεις ρευστότητας μέσω της εξαγοράς ομολόγων και της αξιοποίησης ποικίλων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες έχουν αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο παρέχοντας ενέσεις ρευστότητας, όμως καμία από αυτές τις κινήσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομισματική ώθηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Ως αποτέλεσμα, οι εκτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων σχετικά με τα μελλοντικά εταιρικά κέρδη εκτοξεύθηκαν κατά λογική ακουλουθία με τις ενέσεις ρευστότητας που παρείχε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Εάν η κεντρική τράπεζα αγοράσει οποιοδήποτε ομόλογο ή άλλο χρηματοοικονομικό προϊόν έχετε στα χέρια σας, πώς θα μπορούσατε να αποτύχετε;

Ο δεύτερος λόγος που τα χρηματιστήρια εκτοξεύονται την ίδια στιγμή που τα στοιχεία για την «πραγματική» οικονομία αποκαλύπτουν την κατάρρευση της εθνικής παραγωγής, των επενδύσεων και της απασχόλησης σχεδόν παντού (με τα χειρότερα να έπονται), είναι η πίστη ότι τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα σταματήσουν σύντομα· ότι οι θεραπείες και τα εμβόλια που θα σταματήσουν τον ιό θα είναι σύντομα διαθέσιμα· και ότι ως αποτέλεσμα οι οικονομίες θα ανακάμψουν μέσα σε 3 έως 6 μήνες και η πανδημία θα ξεχαστεί σύντομα.

Για παράδειγμα, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Mnuchin, επανέλαβε την άποψη που εξέφρασε όταν ξεκίνησαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ότι «θα δείτε την οικονομία να επανακάμπτει πραγματικά τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο». Και ο Hassett, οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, εκτίμησε ότι κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, η αμερικανική οικονομία «θα είναι και πάλι πολύ ισχυρή και η επόμενη χρονιά θα είναι απίθανη». Ο Moynihan, διευθύνων σύμβουλος της Bank of America, εκτίμησε ότι η κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της και ότι σύντομα θα επανακάμψει κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, συνοδευόμενη από μία διψήφια αύξηση του ΑΕΠ το 2021!

Το ότι η ιδιωτική κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της φαίνεται δύσκολο να δικαιολογηθεί εάν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία του πρώτο τριμήνου του 2020. Πράγματι, το Μάρτιο η ιδιωτική κατανάλωση στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 7,5% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και αποτελεί την μεγαλύτερη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση που έχει καταγραφεί ποτέ.

Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνητικές και οι τραπεζικές φωνές που εκτιμούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα είναι σύντομες αν και όχι τόσο ευχάριστες. Πολλοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ ισχυρίζονται το ίδιο πράγμα. Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, αναφέρθηκα στον ισχυρισμό του γκουρού του κεϋνσιανισμού, Larry Summers, πρώην Υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον, ότι η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που έφεραν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας είναι αντίστοιχη προς την πτώση που σημειώνεται σε καλοκαιρινά τουριστικά θέρετρα όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν το χειμώνα. Η πανδημία είναι, κατά την άποψη αυτή, ένα παρόμοιο εποχιακό φαινόμενο.

Ο υπέρτατος γκουρού του κεϋνσιανισμού, Paul Krugman, εκτιμά ότι η απότομη πτώση της οικονομίας που έφερε η πανδημία, η οποία μέχρι στιγμής έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από ότι είχε η Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929, δεν είναι μία οικονομική κρίση αλλά μία «κατάσταση διαχείρισης των συνεπειών μίας κρίσης». Ο Krugman υποστηρίζει ότι πρόκειται για «μία φυσική καταστροφή, η οποία, όπως και ένας πόλεμος, είναι ένα προσωρινό γεγονός».  Οπότε για αυτόν η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι «ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά βάση μέσω αύξησης της φορολογίας και περικοπής των δαπανών μάλλον στο μέλλον και όχι άμεσα, πράγμα που σημαίνει ότι η αντιμετώπιση της κρίσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω μίας προσωρινής αύξησης του ελλείμματος». Εάν λοιπόν αυτή η προσωρινή χρηματοδότηση των δαπανών λειτουργούσε, η οικονομία θα επανερχόταν στα προηγούμενα επίπεδα και το έλλειμμα θα ήταν απλώς «προσωρινό». Και ο Robert Reich, ο υποτιθέμενος αριστερός Υπουργός Εργασίας επίσης επί Clinton, εκτίμησε ότι η κρίση δεν ήταν οικονομική, αλλά κρίση που αφορά τη δημόσια υγεία και ότι μόλις περιοριζόταν το υγειονομικό πρόβλημα (κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο καλοκαίρι), η οικονομία θα επανερχόταν γρήγορα στην πρότερη κατάσταση.

Είναι αναμενόμενο οι  σύμβουλοι του Τραμπ και οι παράγοντες της Wall Street να διακηρύττουν την άμεση επιστροφή στην κανονικότητα (ακόμη κι εάν οι οικονομολόγοι των επενδυτικών εταιριών έχουν κατά βάση διαφορετική άποψη), αυτό όμως που μπορεί να προκαλέσει έκπληξη είναι ότι και οι εξέχοντες κεϋνσιανοί οικονομολόγοι συμφωνούν σε αυτήν την εκτίμηση. Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία έχει ως αφετηρία την άποψη ότι οι οικονομικές υφέσεις είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της «ενεργού ζήτησης», η οποία με την σειρά της οδηγεί στη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης. Όπως όμως εξήγησα και σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας κατάρρευσης της «ζήτησης», αλλά του σταματήματος της παραγωγής, και στο βιομηχανικό τομέα αλλά ειδικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Πρόκειται για ένα «σοκ στην προσφορά», όχι ένα «σοκ στη ζήτηση». Κατ’ αντιστοιχία, οι θεωρητικοί της «χρηματιστικοποίησης» που ακολουθούν τη σχολή σκέψης του Hyman Minsky είναι επίσης σαστισμένοι, επειδή η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας πιστωτικής κρίσης ή μίας χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, αν και μία τέτοια μπορεί να επέλθει.

Οι κεϋνσιανοί πιστεύουν λοιπόν ότι μόλις οι άνθρωποι επιστρέψουν στις δουλειές τους και αρχίσουν να καταναλώνουν, η «ενεργός ζήτηση» (ή ακόμη και η «συσσωρευμένη» ζήτηση) θα εκτοξευτεί και η καπιταλιστική οικονομία θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Εάν όμως προσεγγίσει κανείς την παρούσα ύφεση από την σκοπιά της προσφοράς ή παραγωγής, και ειδικότερα από τη σκοπιά της αποδοτικότητας της επανεκκίνησης της παραγωγής και της απασχόλησης, δηλαδή από τη μαρξιστική σκοπιά, τότε τόσο η αιτία της ύφεσης όσο και η πιθανότητα μίας αργής και ισχνής επαναφοράς της οικονομίας φαίνεται ξεκάθαρα.

Ας θυμηθούμε λίγο τι συνέβη μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-2009. Το χρηματιστήριο ευημερούσε χρόνο με το χρόνο, όμως η «πραγματική» οικονομία της παραγωγής, των επενδύσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων σερνόταν. Από το 2009, η ετήσια ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,6%. Στα τέλη λοιπόν του 2019, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά 13% χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν αν ακολουθούνταν η αυξητική τάση που υπήρχε μέχρι το 2008. Το χάσμα αυτό ισοδυναμεί με μία μόνιμη απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος της τάξης των 10.200 δολλαρίων ετησίως.

Και τώρα η Goldman Sachs προβλέπει μία μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ η οποία μπορεί να εξαλείψει ακόμη και όσα ανακτήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια!

Ο κόσμος είναι σήμερα πολύ πιο διασυνδεδεμένος οικονομικά από ότι ήταν το 2008. Η παγκόσμια αλυσίδα είναι σήμερα μεγάλη και εξαπλωμένη παντού. Ακόμη και αν κάποιες χώρες μπορούν να αρχίσουν την επαναφορά της οικονομίας, τα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπόριο μπορούν να παρακωλύσουν σημαντικά την ταχύτητα και την δυναμική αυτής της προσπάθειας ανάκαμψης. Πάρτε για παράδειγμα την Κίνα, όπου η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το lockdown έχει ξεκινήσει. Η οικονομική δραστηριότητα παραμένει πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2019 και ο ρυθμός της ανάκαμψης φαίνεται αργός – κυρίως επειδή οι Κινέζοι βιομήχανοι και εξαγωγοί δεν έχουν σε ποιον να πουλήσουν.

Αυτό δεν είναι ούτε σύμπτωμα του ιού ούτε ζήτημα υγείας. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι περίπου ίση με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2009 και μετά (απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα με την μπλε γραμμή), δηλαδή κάτω από τον ρυθμό ανάπτυξης που είχε το παγκόσμιο εμπόριο πριν το 2009 (διακεκομμένη μπλε γραμμή). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν θεωρεί δυνατή την επιστροφή ακόμη και σε αυτήν την χαμηλότερη αυξητική τροχιά (κίτρινη διακεκομμένη γραμμή) τουλάχιστον για τα επόμενα 2 έτη.

Η τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών (πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αποφάσισε το αμερικανικό Κονγκρέσο και η νομισματική ένεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (4 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεν πρόκειται να σταματήσει αυτήν την βαθιά ύφεση ούτε καν να επαναφέρει την αμερικανική οικονομία στα προηγούμενα (χαμηλά) επίπεδά της. Πράγματι, οι αναλυτές του Oxford Economics εκτιμούν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας που μπορεί να οδηγήσει σε νέα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση και στασιμότητα μέχρι και το 2023!

Γιατί όμως οι καπιταλιστικές οικονομίες (τουλάχιστον κατά τον 21ο αιώμα) αδυνατούν να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους; Έχω υποστηρίξει σε αρκετές αναρτήσεις μου ότι αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες δεν επέστρεψε ποτέ στα επίπεδα που άγγιξε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πολλώ δε μάλλον σε αυτά της «χρυσής εποχής» της οικονομικής ανάπτυξης και των ήπιων υφέσεων του τέλους της δεκαετίας του ’50 και της δεκατίας του ’60.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτήν την πτώση της αποδοτικότητας κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις αύξησαν το επίπεδο του χρέους τους, τάση που πυροδοτήθηκε και από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, με σκοπό είτε να διατηρήσουν την παραγωγή τους ή/ και να μεταφέρουν κεφάλαια στο τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και της κερδοσκοπίας.

Με αυτές τις υποκείμενες αιτίες συνδέεται όμως στενά και μία ακόμη: πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «ουλές» της οικονομίας ή υστέρηση. Η υστέρηση στο πεδίο των οικονομικών αναφέρεται σε ένα συμβάν στην οικονομία τα αποτελέσματα του οποίου διατηρούνται στο μέλλον, ακόμη και όταν οι παράγοντες που οδήγησαν στο συμβάν αυτό έχουν εξαλειφθεί. Η υστέρηση είναι ο όρος που περιγράφει την αντίληψη ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ενός γεγονότος μπορούν να εξελιχθούν σε μακροχρόνια προβλήματα που περιορίζουν την ανάπτυξη και καθιστούν δύσκολη την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι παραδοσιακά εκτιμούν ότι η δημοσιονομική ώθηση μπορεί να επαναφέρει τις υφεσιακές οικονομίες στην ανάπτυξη. Έχουν, ωστόσο, αναγνωρίσει ότι βραχυπρόθεσμες οικονομικές καταστάσεις μπορούν να έχουν διαρκείς συνέπειες. Το πάγωμα των πιστωτικών αγορών και η μειωμένη κατανάλωση μπορούν να σταματήσουν την δημιουργία των υπό άλλες συνθήκες ζωηρών μικρών επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν να αναβάλλουν ή να περικόψουν τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Όπως ορθά το έθεσε σε μία πρόσφατη ανάρτηση στο blog του ο Jack Rasmus, «Χρειάζεται αρκετό καιρό για να αποκατασταθεί η «εμπιστοσύνη» τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών στην οικονομία και να αντικατασταθεί η εξαιρετικά επιφυλακτική επενδυτική και καταναλωτική συμπεριφορά τους από μία πιο αισιόδοξη καταναλωτική-επενδυτική αντίληψη. Τα επίπεδα της ανεργίας παραμένουν υψηλά και ρίχνουν τη σκιά τους στην οικονομία για αρκετό καιρό. Πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν ανοίγουν ποτέ ξανά και όσες το κάνουν απασχολούν λιγότερο προσωπικό, συχνά με μικρότερους μισθούς. Οι μεγαλύτερες εταιρίες συσσωρεύουν το ρευστό τους. Οι τράπεζες κατά κανόνα έχουν αργά αντανακλαστικά στο να δώσουν δάνεια από ίδιους πόρους. Κάποιες επιχειρήσεις είναι πολύ επιφυλακτικές στο να επενδύσουν, να επεκταθούν και άρα να επαναπροσλάβουν εργαζόμενους, δεδομένης της επιφυλακτικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, της συσσώρευσης των επιχειρήσεων και της συντηρητικής πολιτικής δανεισμού των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα, μπορεί να δώσει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δωρεάν χρηματοδότησης και φθηνών δανείων, όμως οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πιθανώς να είναι διστακτικά στο να δανειστούν και να προτιμήσουν να σωρρεύσουν το ρευστό τους – καθώς και τα δάνειά τους». Με άλλα λόγια, μία οικονομική ύφεση μπορεί να αφήσει «στίγματα», δηλαδή μακροχρόνια ζημιογόνα αποτελέσματα στην οικονομία.

Πριν από μερικά χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μία μελέτη σχετικά με τα «στίγματα» που αφήνουν οι οικονομικές υφέσεις στην οικονομία. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ σημείωναν ότι μετά από περιόδους ύφεσης δεν ακολουθεί πάντοτε ανάκαμψη τύπου V στα προηγούμενα επίπεδα. Αξιοποιώντας επικαιροποιημένα στοιχεία της περιόδου 1974 έως 2012, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ανεπανόρθωτες βλάβες στην παραγωγή δεν προκύπτουν μόνο μετά από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Κάθε είδος οικονομικής ύφεσης οδηγεί, κατά κανόνα, σε απώλειες στην παραγωγή.

«Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη για το κύκλο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μία ύφεση συνίσταται σε μία πρόσκαιρη πτώση της παραγωγής κάτω από τα συνηθισμένα της επίπεδα, η οποία όμως συνοδεύεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης, από μία ταχεία επιστροφή στα προηγούμενα επίπεδά της και στην ανοδική της πορεία (βλ. το πρώτο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Αντίθετα με τα παραπάνω, τα στοιχεία μας καταδεικνύουν ότι η ανάκαμψη μετά από μία ύφεση συνίσταται μόνο στην επιστροφή στο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, χωρίς να προηγηθεί μία ταχεία επαναφορά στα προ ύφεσης επίπεδα (βλ. το δεύτερο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Με άλλα λόγια, οι υφέσεις μπορούν να αφήσουν μόνιμα στίγματα στην οικονομία».

Ο παραπάνω κανόνας δεν ισχύει μόνο για την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, αλλά και για το χάσμα ανάμεσα σε ισχυρές και αδύναμες οικονομίες. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι: «Οι φτωχότερες χώρες πλήττονται από πιο συχνές και πιο βαθιές υφέσεις και κρίσεις που οδηγούν κάθε φορά σε μόνιμες απώλειες στην παραγωγή και σε απώλεια εδάφους στο διεθνή ανταγωνισμό (βλ. τις συνεχείς γραμμές στο παρακάτω γράφημα).

Η μελέτη του ΔΝΤ συμφωνεί με την άποψη που εξέφρασα το 2016 στο βιβλίο μου «Η Μακρά Ύφεση» περί διάκρισης των κλασικών «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς υφέσεις η οικονομική ανάκαμψη δεν ακολουθεί το σχήμα V, αλλά το σχήμα της τετραγωνικής ρίζας, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία τίθεται σε μία νέα, χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης (βλ. το παρακάτω γράφημα).

Εκτιμώ ότι η ύφεση λόγω της πανδημίας θα αφήσει πολλά στίγματα στον καπιταλιστικό τομέα παραγωγής. Η Min Ouyang, συνεργαζόμενη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις παρελθούσες οικονομικές υφέσεις το μόνιμο «στίγμα» που άφησε στους επιχειρηματίες η κατάρρευση ρευστότητας υπερακόντισε τα θετικά αποτελέσματα που είχε γι’ αυτούς η εξώθηση των μικρών επιχειρήσεων σε λουκέτο και το «άνοιγμα» του δρόμου για όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν. «Τα μόνιμα βλαπτικά αποτελέσματα που θα αφήσει πίσω της αυτή η ύφεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο σοβαρά από αυτά των προηγούμενων υφέσεων… Εφόσον λέμε ότι η πανδημία θα είναι η νέα κανονικότητα, τότε οι άνθρωποι θα είναι πολύ πιο διστακτικοί στην ανάληψη ρίσκων», υποστηρίζει η καθηγήτρια.

Τα νοικοκυριά και οι εταιρίες θα επιθυμούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους και να μειώσουν το οικονομικό ρίσκο προκειμένου να προστατευτούν από πιθανά μελλοντικά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συσσωρεύσουν εξοπλισμό αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και να διασφαλίσουν ότι θα μπορούν να τον παράγουν σε μεγαλύτερο βαθμό εντός των εθνικών ορίων τους. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι η πανδημία μας χτύπησε «μια και έξω», πολλοί άνθρωποι θα διστάζουν να κοινωνικοποιηθούν μετά την λήξη των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, πράγμα που θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για τις εταιρίες και τις οικονομίες που στηρίζονται στον τουρισμό, τις ταξιωτικές υπηρεσίες, την εστίαση και τη μαζική διασκέδαση.

Η ύφεση αυτή, θα επιταχύνει επίσης προϋπάρχουσες τάσεις καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου: Η Lisa B. Kahn, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Yale, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μετά από υφέσεις οι εταιρίες προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους εργαζόμενους με μηχανές και να αναγκάσουν έτσι τους εργαζόμενους που επιστρέφουν στη δουλειά τους να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς ή να αναζητήσουν νέες θέσεις εργασίες, με μικρότερες απολαβές (εδώ η σχετική μελέτη). Εξάλλου, ένας από τους βασικούς σκοπούς που έχει η διαδικασία «ξεκαθαρίσματος» για το κεφάλαιο είναι η μείωση του κόστους της εργασίας και η αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή αφήνει λοιπόν μόνιμα «στίγματα» στην εργασία.

«Η εμπειρία της πανδημίας θα αφήσει βαθιές ουλές στην οικονομία και στην συμπεριφορά των καταναλωτών, των επενδυτών και των επιχειρήσεων. Θα στιγματίσει μία ολόκληρη γενιά τόσο βαθιά όσο στιγμάτισε και η Μεγάλη Κρίση του 1929 του γονείς και τους παππούδες μας» (από άρθρο του John Mauldin).

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis

[1] Σ.τ.Μ: Ο Michael Roberts στο βιβλίο του “The Long Depression” εισάγει μία διάκριση ανάμεσα στους όρους “recession”, στον οποίο αποδίδει το νόημα μίας πρόσκαιρης υποχώρησης της οικονομίας, και “depression”, στον οποίο αποδίδει το νόημα της κατάστασης διαρκούς ύφεσης.

Σε τι κόσμο θα βγούμε μετά την πανδημία;

Όποιοι διάβασαν το κύριο άρθρο των Financial Times στις 4 Απριλίου είχαν την αίσθηση της Οβιδιακής μεταμόρφωσης ανθρώπων που είδαν το φως στον δικό τους δρόμο προς τη Δαμασκό. Ιδού τι έγραψε για τη δέουσα απάντηση στην κρίση που φέρνει η πανδημία όχι κάποιος μεμονωμένος συντάκτης, αλλά η ίδια η διεύθυνση αυτού του προμαχώνα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού:

«Οι θυσίες είναι αναπόφευκτες, αλλά κάθε κοινωνία πρέπει να δείξει ότι θα αποκαταστήσει τη θέση εκείνων που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος στην εθνική προσπάθεια. Ριζικές μεταρρυθμίσεις με αντιστροφή της επικρατούσας πολιτικής κατεύθυνσης των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών (σ.σ. δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού) πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στην οικονομία. Οφείλουν να δουν τις δημόσιες υπηρεσίες ως εθνικό κεφάλαιο και όχι ως παθητικό, όπως οφείλουν να καταπολεμήσουν την επισφάλεια στην αγορά εργασίας. Η αναδιανομή του πλούτου θα μπει πάλι στην ατζέντα. Τα προνόμια των πλουσίων και των ηλικιωμένων (sic) θα αμφισβητηθούν. Πολιτικές που μέχρι τώρα θεωρούνταν εκκεντρικές, όπως η καθιέρωση βασικού εισοδήματος για όλους τους πολίτες και ο φόρος στον πλούτο, θα βρίσκονται μέσα στο μείγμα των απαντήσεων»[1].

Αν εξαιρέσει κανείς την αναφορά στα υποτιθέμενα «προνόμια των ηλικιωμένων» (εντελώς άτοπη, καθώς η πλειονότητα των συνταξιούχων υφίσταται εδώ και χρόνια επώδυνες περικοπές), τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί από πολιτικούς σαν τον Τζέρεμι Κόρμπιν και τον Μπέρνι Σάντερς. Ποια μύγα τσίμπησε τη διεύθυνση της εφημερίδας του Σίτι και την ώθησε να σηκώσει αυτή τη σημαία ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου» που έμεινε ορφανή, ύστερα από την ήττα και την απόσυρση των δύο πολιτικών από την κεντρική σκηνή;

Στο ίδιο έργο θεατές

Γεγονός είναι ότι παρόμοιες μεταμορφώσεις- ή μεταμφιέσεις για τους πιο καχύποπτους- αρχίζουν να πυκνώνουν. Ήδη στα πρώτα  διαγγέλματά του προς το γαλλικό έθνος, στις 12 και 16 Μαρτίου, ο Εμανουέλ Μακρόν είχε διακηρύξει, σε γλώσσα Ζαν- Λικ Μελανσόν, ότι «η δημόσια υγεία δεν έχει τιμή», ότι «η υγεία και το κοινωνικό κράτος είναι πολύτιμες κατακτήσεις», ότι «θεμελιώδη δημόσια αγαθά πρέπει να μένουν έξω από τους νόμους της αγοράς» κι άλλα αριστερούτσικα, που ακούγονται ευχάριστα στ΄ αυτιά της λαϊκής πλειοψηφίας[2].

Παρόμοιες τοποθετήσεις ζέσταναν τις φαντασιώσεις όσων είναι έτοιμοι να πιστέψουν εκείνο που θέλουν να πιστέψουν κι όχι εκείνο που θα έπρεπε να τους υπαγορεύει η ιστορική πείρα και η απλή λογική. Όταν περάσει η θύελλα του Covid-19, αυτό το παράλογο σύστημα θα αναγκαστεί να έρθει στα συγκαλά του, θα διδαχτεί από τις τόσο απροκάλυπτες αποτυχίες του και θα αναγκαστεί να αντικαταστήσει την αγριότητα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με ένα καινούργιο (πράσινο, κατά προτίμηση) New Deal- να τι ακούμε και διαβάζουμε κατά κόρον τελευταία.

Όπως μας θυμίζει, όμως, ο διευθυντής της Le Monde Diplomatique Σερζ Αλιμί, παρόμοιες παραμυθίες μπαίνουν σε κυκλοφορία κάθε φορά που το σύστημα δοκιμάζεται από οικονομικά σοκ μεγάλης κλίμακας (χρηματιστηριακή κρίση του 1987, χρηματοπιστωτικές του 1997 και του 2007-8, κρίση χρέους το 2010-11), αλλά μόνο για να ξεχαστούν πολύ γρήγορα[3]. Αρκετοί θα θυμούνται ότι ακόμη κι ο Νικολά Σαρκοζί ξιφουλκούσε πάνω στην κρίση του 2008 εναντίον του «αγλλοσαξωνικού μοντέλου», μαστίγωνε την «οικονομία της ρέντας και της κερδοσκοπίας» και τασσόταν υπέρ μιας ριζικής «επανίδρυσης του καπιταλισμού» με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης[4]. Το τι είδους «επανίδρυση» ακολούθησε, το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά οι Έλληνες και αρκετά καλά οι Γάλλοι. Το κράτος έσωσε τις τράπεζες με τα χρήματα των πολλών, κι ύστερα έστειλε στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους το λογαριασμό για την αποπληρωμή των αστρονομικών χρεών που συσσωρεύτηκαν.

Περιμένοντας τον λογαριασμό

Κάτι ανάλογο, ίσως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, απειλείται να γίνει στην υπό εξέλιξη κρίση. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη ρίχνουν τεράστια ποσά για να αντιμετωπίσουν την οικονομική καταστροφή (στην Ιαπωνία φτάνουν το 20% του ΑΕΠ, στην Αμερική και τη Γερμανία το 10%), αλλά οι κυρίως ωφελημένοι από αυτόν τον πακτωλό χρημάτων είναι οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις με τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για να αντλήσουν ρευστότητα υπό ευνοϊκούς όρους. Καθώς μικρές επιχειρήσεις αφανίζονται σε μαζική κλίμακα, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένα καινούργιο άλμα στη συγκέντρωση του κεφαλαίου.

Την ίδια ώρα, για τα δεκάδες εκατομμύρια των εργαζομένων που χάνουν τις δουλειές τους (17 εκατομμύρια μόνο στις ΗΠΑ μέσα σε τρεις εβδομάδες), το όφελος είναι ένα ενισχυμένο επίδομα ανεργίας, ώστε να συντηρείται στοιχειωδώς η κατανάλωση. Ακόμη και στις χώρες όπου το κράτος πληρώνει σε μεγάλη έκταση το μεγαλύτερο τμήμα των μισθών για να περιοριστούν οι απολύσεις (Γαλλία, Βρετανία, Δανία κ.α.), ο λογαριασμός είναι βέβαιο ότι θα έρθει όταν κοπάσει η μπόρα, καθώς το χρέος θα έχει εκτοξευθεί στα ουράνια. Στο μεταξύ, η γενίκευση της τηλεργασίας και της ημιανεργίας που προωθούνται στις έκτακτες συνθήκες της καραντίνας, δημιουργούν ακόμη περισσότερο δυστοπικό περιβάλλον στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Το βασικό κοινωνικό εισόδημα, που εισηγούνται και οι Financial Times, αν και όπου καθιερωθεί, θα συντηρεί απλώς τη φτώχια στο όριο της επιβίωσης, σε κοινωνίες μαζικής ανεργίας, ώστε να μην καταρρεύσει η κατανάλωση. Δεν είναι τυχαίο από τους πιο προβεβλημένους υποστηρικτές αυτού του μέτρου ήταν ο ιδρυτής- πατέρας του νεοφιλελευθερισμού, Μίλτον Φρίντμαν.

Φυσικά, η έκταση της οικονομικής καταστροφής θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας, από το αν υπάρξει ή όχι δεύτερο κύμα κι από το πόσο γρήγορα θα βρεθούν αποτελεσματικά φάρμακα και, τελικά, εμβόλιο για τον ιό. Οι επιστήμονες ακόμη δεν είναι βέβαιοι, εμείς ακόμη λιγότερο.

Όνειρα θερινής νυκτός

Σε κάθε περίπτωση, το να προσδοκά κανείς ένα καινούργιο New Deal και μάλιστα οικουμενικών διαστάσεων στο σημερινό κόσμο είναι σαν να περιμένει τον Άη Βασίλη. Το New Deal του Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ έγινε δυνατό ως εξαίρεση στην καπιταλιστική κανονικότητα, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών της Αμερικής, την επαύριον της κρίσης του 1929-33 (τεράστιο αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό που απαιτούσε ισχυρή κρατική παρέμβαση για επανεκκίνηση, ανάγκη συσπείρωσης του έθνους καθώς ο Χίλτερ φάνταζε ήδη ως μακρινή, αλλά ταχέως αυξανόμενη απειλή, ισχυρή επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών). Ακόμη περισσότερο εξαιρετικές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν τη γενίκευση αυτών των πολιτικών στον διεθνή καπιταλισμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αμερική είχε βγει με αλώβητο τον παραγωγικό μηχανισμό της, αντιπροσώπευε το 50% της παγκόσμιας οικονομίας και διέθετε τεράστια κεφάλαια που αδημονούσαν να επενδυθούν σε μια κατεστραμμένη Ευρώπη. Το σχέδιο Μάρσαλ προσέφερε τα αναγκαία κεφάλαια για την ανοικοδόμηση, ενώ η οικοδόμηση του λεγόμενου κοινωνικού κράτους ήταν το κόστος που καλούνταν να πληρώσουν οι κυρίαρχες τάξεις για να αμυνθούν απέναντι σε ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα και επαναστατικά ρεύματα, που είχαν ενισχυθεί ραγδαία στα χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα.

Η σημερινή κοινωνική, γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη του 1945. Μπήκαμε στην κρίση του κορωνοϊού ύστερα από τέσσερις δεκαετίες αποδόμησης των εργατικών κατακτήσεων, συρρίκνωσης των συνδικάτων και αποδυνάμωσης της Αριστεράς, σε όλες τις εκδοχές της. Ούτε η Αμερική, ούτε η Κίνα, ούτε κανένας άλλος μεγάλος κινητήρας της παγκόσμιας οικονομίας έχει τη δύναμη να ρυμουλκήσει τους υπόλοιπους έξω από την κρίση, η οποία, για πρώτη φορά στην Ιστορία, τους πλήττει όλους ταυτόχρονα και βαριά.

Περισσότερο ρεαλιστής από τους αθεράπευτα φαντασιόπληκτους θιασώτες μιας Αριστεράς- light, που πιστεύει διαρκώς και ακράδαντα ότι η νεκρανάσταση του Κέινς μας περιμένει στην πρώτη γωνία, εμφανίζονται απολύτως συστημικοί αναλυτές, όπως ο Ρίτσαρντ Χάας, επικεφαλής ενός από τα σημαντικότερα think tanks της Αμερικής. Σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, ο Χάας αποκρούει την ιδέα ότι η πανδημία θα αναμορφώσει εκ βάθρων τον σύγχρονο κόσμο. Αλλαγές θα υπάρξουν, ίσως είναι και μεγάλης κλίμακας, αλλά θα πρόκειται περισσότερο για επιτάχυνση τάσεων που ήταν ήδη σε εξέλιξη ή βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση, και όχι για ριζική αλλαγή παραδείγματος εκ του μηδενός[5].

Τρεις ανατροπές που ετοιμάζονταν από καιρό

Ανάμεσα στις μεταλλάξεις του καπιταλισμού που εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη, ξεχωρίζουμε κάποιες ως πιθανότερες και σημαντικότερες:

1. Επιταχυνόμενη αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης. Η ενίσχυση των εθνικών κρατών, η εξασφάλιση στοιχειώδους αυτάρκειας σε τομείς ζωτικής σημασίας όπως η Υγεία και η διατροφή, το σπάσιμο αρκετών διεθνών παραγωγικών αλυσίδων και ο επαναπατρισμός επιχειρήσεων πιθανότατα θα επιβιώσουν της υγειονομικής κρίσης. Άλλωστε η τάση της μερικής απο- παγκοσμιοποίησης ήταν ήδη ορατή προ κορωνοϊού, καθώς η Κίνα ολοένα και λιγότερο στηριζόταν στα χαμηλά μεροκάματα και ανέβαινε στην κλίμακα της υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Τίποτα δεν εγγυάται, όμως, ότι η αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης θα έχει προοδευτικό χαρακτήρα. Το σοκ της κρίσης αντιμετωπίζεται ως ουρανόπεμπτη ευκαιρία από τις δυνάμεις της «εναλλακτικής Δεξιάς» (Alt- Right, όπως τη λέει ο Στιβ Μπάνον, ιδεολογικός γκουρού του Τραμπ) για την προώθηση μιας αυταρχικής, εθνικιστικής «μη φιλελεύθερης Δημοκρατίας», τύπου Όρμπαν. Οι άνθρωποι αυτοί είδαν τον Covid-19 ως τιμωρία της Ιστορίας για τα κακά της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως αρκετοί θρησκόληπτοι συντηρητικοί είχαν δει την 11η Σεπτεμβρίου ως θεϊκή τιμωρία για τη φιλελευθεροποίηση των ηθών. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο υπουργός Υγείας του Νετανιάχου, στο Ισραήλ, μίλησε για «θεϊκή τιμωρία για την πορείες των γκέι» (προτού προσβληθεί και ο ίδιος από τον ιό)[6]. Η παράνοια του φόβου θρέφει ρατσιστικά φαινόμενα στις ΗΠΑ, με τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων επιθέσεων εναντίον Ασιατών και ιδίως Κινέζων[7]. Ανάλογα φαινόμενα εκδηλώθηκαν στο Παρίσι, όπου Γάλλοι πολίτες ασιατικής προέλευσης ανέβαζαν βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φορώντας T- shirt που έγραφαν «Δεν είμαι ιός». Αλλά και «έντυπα κύρους», όπως το βρετανικό περιοδικό Economist και το γερμανικό Der Spiegel, κυκλοφορούσαν με ρατσιστικά, αντικινεζικά εξώφυλλα, συμπίπτοντας απολύτως με τον Τραμπ (τον οποίο κατά τα άλλα καθυβρίζουν) για τα περί «κινεζικού ιού». Το πρώτο εμφάνιζε τη Γη καλυμμένη με μάσκα στα χρώματα της κινεζικής σημαίας και το δεύτερο είχε έναν άνθρωπο με προστατευτική στολή και μάσκα να κοιτάει το κινητό του, που έγραφε MADE IN CHINA.

2. Υποχώρηση της Δύσης σε έναν εκρηκτικά ασταθή κόσμο. Η Αμερική είχε πάψει να είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας ενός σχετικά ευσταθούς διεθνούς συστήματος καιρό πριν. Βγαίνοντας από την πανδημία, η διεθνής θέση της θα έχει εξασθενήσει ακόμη περισσότερο. Ο κόσμος όλος είδε μια κυνική Αμερική να ασκεί διεθνή πειρατεία σε βάρος της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Καναδά και του Μεξικού για να εξασφαλίσει αγωνιωδώς μάσκες των 75 σεντς που της έλλειπαν. Στην πιο κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη της πιο ισχυρής δύναμης του πλανήτη, τη Νέα Υόρκη, τα κρούσματα είναι περισσότερα από κάθε χώρα, ενώ οι νεκροί στοιβάζονται σε φορτηγά ψυγεία έξω από τα νοσοκομεία και θάβονται σε ομαδικούς τάφους στο Χαρτ Άιλαντ, έξω από το Μπρονξ. Καταπίνοντας κάθε ίχνος εθνικής περηφάνειας, ο εθνικιστής Τραμπ αναγκάζεται να δεχτεί βοήθεια από τη Ρωσία και την Κίνα.

Έχοντας ήδη υποστεί ρωγμές στην κρίση του 2010-15 και βαθύ ακρωτηριασμό με το Brexit, η Ε.Ε. όχι μόνο αδυνατεί να διεκδικήσει τον ηγεμονικό ρόλο που εγκαταλείπει η Αμερική, αλλά κινδυνεύει κυριολεκτικά να διαλυθεί από την παρούσα κρίση. Γενιές Ιταλών θα θυμούνται και θα μαθαίνουν ότι, την ώρα που η χώρα τους γινόταν Δαντικό Καθαρτήριο, η Γερμανία αρνούνταν κάθε ουσιώδες μέτρο κοινοτικής αλληλεγγύης, με εφημερίδες επιρροής, όπως η Die Welt, να γράφουν ότι δεν μπορούμε να τους δώσουμε τα λεφτά μας, γιατί θα τα πάρει η Μαφία.

Η Κίνα εμφανίζεται για την ώρα σε σχετικά καλύτερη θέση, αλλά ο τελικός απολογισμός δεν έχει ακόμη γραφτεί και δεν είναι βέβαιο ότι θα αποφύγει ένα δεύτερο, φονικό κύμα της πανδημίας με την εσπευσμένη επιστροφή στην εργασιακή κανονικότητα- κάτι που ήδη έπαθε η μικρή Σιγκαπούρη. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική εξάπλωση της επιδημίας από του Γουχάν στην επαρχία Χουμπέι και από εκεί σε όλο τον κόσμο ανέδειξαν τις χρόνιες παθολογίες του κινεζικού κοινωνικού σχηματισμού, πράγματα που δεν θα ξεχαστούν από τη διπλωματία της μάσκας και των γαντιών. Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας καταστολής της ζήτησης θα πλήξουν ισχυρά την κινεζική βιομηχανία, ενώ το κράτος δεν θα διαθέτει τη δυνατότητα αστρονομικών επενδύσεων για τόνωση της παραγωγής, όπως στην προηγούμενη κρίση.

Με τη συμπίεση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, σημαντικές χώρες- αντίπαλοι των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα, θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Ήδη το Ιράν αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για πρώτη φορά ύστερα από την επανάσταση του 1979. Αποτελεί τεράστιο σκάνδαλο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν την πολιτική των κυρώσεων εναντίον αυτών των χωρών σε συνθήκες πανδημίας, γεγονός που ισοδυναμεί με οικονομική γενοκτονία, στην προσπάθειά τους για αλλαγές καθεστώτων. Το αθροιστικό αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ένας εκρηκτικά ασταθής κόσμος, αυξανόμενων ανταγωνισμών, χωρίς ηγεμονική δύναμη- ένας κόσμος που θα μοιάζει λιγότερο με το 1945 και περισσότερο με τον μεσοπόλεμο.

3. Επέλαση του ψηφιακού καπιταλισμού. Έχοντας ήδη αναδειχθεί στον πιο δυναμικό κινητήρα της οικονομικής ανάπτυξης, τα υπερμονοπώλια της ψηφιακής οικονομίας, οι διαβόητεςGAFA στην Αμερική (Google, Amazon, Facebook, Apple) και οι αντίστοιχες ΒΑΤΧ στην Κίνα (Baidu, Alibaba, Tencent, Xiaomi) θα είναι οι βασικοί κερδισμένοι αυτής της κρίσης. Η γενίκευση της τηλεργασίας, των αγορών μέσω Ίντερνετ, της τηλεϊατρικής, των αγορών μέσω Ίντερνετ, της καθολικής επιτήρησης μέσω εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας και drones θα δώσει νέα ώθηση στο Στρατιωτικό- Ψηφιακό Σύμπλεγμα κράτους- ψηφιακών μονοπωλίων, επιταχύνοντας την ανάδυση ενός είδους “κατασκοπευτικού καπιταλισμού”[8].  Στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων, οι τεράστιες απελευθερωτικές δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες απειλούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους, σε νέα, ισχυρότατα εργαλεία εργασιακής απορρύθμισης και περιστολής των ελευθεριών στις μετα- δημοκρατίες της Δύσης.

Υπάρχει ελπίδα;

Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις αλλαγές που εγκυμονεί αυτή η τρομερή κρίση, δεν ήταν στις προθέσεις μας να μαυρίσουμε κι άλλο την ψυχή των ανθρώπων που προσδοκούν ένα φως στην άκρη του τούνελ. Αλλά η αισιοδοξία δεν μπορεί να στηρίζεται πάνω σε εκτός τόπου και χρόνου αυταπάτες. Όπως έγραφε στα Τετράδια της Φυλακής ο Αντόνιο Γκράμσι…

«… πολύ συχνά η αισιοδοξία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να υπερασπίζεται κανείς την τεμπελιά του, την ανευθυνότητά του, τη θέλησή του να μην κάνει τίποτα. Είναι επίσης μια μορφή μοιρολατρείας και μηχανιστικής αντίληψης. Υπολογίζει κανείς πάνω σε παράγοντες έξω από τη θέλησή του και τη δραστηριότητά του, τους εξυψώνει, φαίνεται πως φλέγεται από ιερό ενθουσιασμό. Και ο ενθουσιασμός δεν είναι παρά η εξωτερική λατρεία των φετίχ. Απαραίτητη η αντίδραση που πρέπει να έχει σαν αφετηρία τη λογική. Ο μόνος δικαιολογημένος ενθουσιασμός είναι εκείνος που συνοδεύει την ικανή θέληση, την ικανή δράση, την πλούσια εφευρετικότητα σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που μεταβάλλουν την υπάρχουσα πραγματικότητα»[9].

Τι μορφή και τι κατεύθυνση θα πάρει ο μετα- κορωνοϊό κόσμος δεν είναι εκ των προτέρων δοσμένο, ούτε εξαρτάται μόνο από τη δύναμη και τη βούληση των κυρίαρχων. Θα κριθεί, τελικά, από τη βούληση και τη δύναμη των κυριαρχούμενων. Η αναμέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει στις δύσκολες συνθήκες της καραντίνας. Οι ζωντανές δυνάμεις της Αριστεράς που συνδέονται ή θέλουν να συνδέονται με τον κόσμο της εργασίας, καλούνται να επενδύσουν όχι σε εγκεφαλικά στρατηγικά σχέδια παντός καιρού, αλλά στις πιο θετικές πλευρές της λαϊκής συνείδησης, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στο σκληρό τοπίο της υγειονομικής κρίσης και της οικονομικής καταστροφής.

Αποφασιστική στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και των ανθρώπων του, με καθολική ασφάλεια υγείας. Εξασφάλιση στοιχειώδους εθνικής αυτάρκειας σε φάρμακα, υγειονομικό εξοπλισμό και τρόφιμα, με ικανά αποθέματα για καταστάσεις πανδημίας. Ανάταξη της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας με υιοθέτηση επιλεκτικού εμπορικού προστατευτισμού και ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, υπερβαίνοντας την παρασιτική υπερδιόγκωση των υπηρεσιών, ιδιαίτερα των χρηματοπιστωτικών. Αντιμετώπιση της πανδημίας της ανεργίας με μεγάλες κρατικές επενδύσεις, κυρίως στις δημόσιες υποδομές. Αναδιανομή του πλούτου με δραστική φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων και των μη επενδυόμενων κερδών. Δίωξη και παραδειγματική τιμωρία των σύγχρονων μαυραγοριτών, που θρέφονται από τη δυστυχία των πολλών. Αντιμετώπιση της οικολογικής καταστροφής και της κλιματικής αλλαγής, που ευνοούν και την εξάπλωση φονικών ιών. Υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων από τα προσωπικά μας δεδομένα μέχρι το χώρο εργασίας και τη δημόσια σφαίρα. Αλληλεγγύη με τους πιο ευάλωτους, τους ανθρώπους που χάνουν τις δουλειές τους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τα θύματα του ρατσισμού και της εθνικιστικής τύφλωσης. Αυτά είναι τα οδικά σήματα, που υψώνονται σε κοινή θέα και μπορούν να μας βγάλουν από τον σημερινό ζόφο σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.

[1] Editorial Board, “Virus lays bare the fragility of the social contract”, Financial Times, 4 April 2020.

[2] Jean- Claude Monod, “Macron et le mirage de l’ Etat social”, Liberation, 25 mars 2020.

[3] Serge Halimi, “Dès maintenant!”, Le Monde Diplomatique, avril 2020.

[4] Antoine Guiral et Grégoire Biseau, «Le jour où… Sarkozy a voulu refonder le capitalism», Liberation, 17 septembre 2009.

[5] Richard Haas, “The pandemic will accelerate history rather than reshape it”, Foreign Affairs, April 7, 2020.

[6] «Israeli rabbi: Coronavirus outbreak is divine punishment for gay pride parades», Times of Israel, 8 March 2020.

[7] Srecko Horvat, “Why the coronavirus presents a global political danger”, New Statesman, 19 February 2020.

[8] Shoshana Zuboff, “The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power”, PublicAffairs, 2019.

[9] Αντόνιο Γκράμσι, «Παρελθόν και Παρόν», Στοχαστής, 1974.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Η υγειονομική κρίση θα σημάνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού;

Ήδη στον Τύπο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν δημοσιευτεί άρθρα που καταθέτουν τον προβληματισμό δημοσιολογούντων σχετικά με το αν η παρούσα κρίση σημάνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί η πανδημία σήμερα αναδεικνύει με πιο εμφατικό τρόπο α) τις ανεπάρκειες του συστήματος της δημόσιας υγείας, β) τα αδιέξοδα του Συμφώνου Σταθερότητας και γ) το ατελέσφορο εν γένει των ιδιωτικοποιήσεων.

Υπάρχουν σημάδια που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως η εποχή αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος είναι κοντά: κάποιες επιτάξεις κλινικών στην Ισπανία, η αναστολή της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας, σχεδιασμός για την κρατικοποίηση κάποιων αεροπορικών εταιριών που βρίσκονταν στα πρόθυρα του φαλιμέντου, η ανακοίνωση της Ουάσιγκτον για ενίσχυση των αμερικανικών νοικοκυριών με δισεκατομμύρια δολάρια, οι αναφορές του Μακρόν ότι κάποιοι τομείς της οικονομίας πρέπει να εξαιρούνται από τα κριτήρια της αγοράς, ίσως ακόμη και η όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους της ΕΕ.

Λέμε εξαρχής πως η αλλαγή του διαχειριστικού παραδείγματος δεν είναι πιθανή. Για την ακρίβεια το αποκλείουμε και υπάρχουν πολλοί λόγοι. Πρώτα από όλα, όμως, έστω και επιγραμματικά πρέπει να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους το προπολεμικό μοντέλο του φιλελευθερισμού εγκαταλείφτηκε και τη θέση του πήρε ο κεϋνσιανισμός.

Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

Πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκαν κοσμογονικές αλλαγές: το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, το μοίρασμα του κόσμου μετά το πέρας του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, η ρωσική επανάσταση, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων και η δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων ή/και επαναστάσεων σε διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Φινλανδία κ.λπ.), η κρίση του 1929, η γέννηση και αύξηση της επιρροής μίας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εν τέλει οδήγησαν στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος τελικά ήταν αυτός που «έσβησε» την κρίση του 1929 και σήμανε μία επανεκκίνηση του συστήματος. Μία επανεκκίνηση που βασίστηκε στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων: κτιριακών εγκαταστάσεων, κεφαλαίου αλλά και της κύριας παραγωγικής δύναμης, του ανθρώπου δηλαδή (55.000.000 ήταν οι νεκροί). Μετά τον Β’ παγκόσμιο πολέμου είχαμε επιπλέον την εδραίωση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος στη Δύση, αλλά και τη Σοβιετική Ένωση που βγήκε νικήτρια πολεμικά και ηθικά από τη συντριβή του ναζισμού, αλλά και με μία οικονομία που βρέθηκε σε ανοδική πορεία: με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού της, με δωρεάν υγεία και παιδεία για όλους, με εξασφαλισμένη εργασία για τον κάθε πολίτη.

Μιλάμε, λοιπόν, για μία τρομακτική πύκνωση του ιστορικού χρόνου. Ο καπιταλισμός μέσα από όλους αυτούς τους ιστορικούς σταθμούς κλονίστηκε σοβαρά. Ο κλονισμός αυτός τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο προβλημάτισε το παγκόσμιο κεφάλαιο. Έπρεπε να εξευρεθούν απαντήσεις και στα δυο προαναφερόμενα επίπεδα (οικονομικό και πολιτικό). Οι απαντήσεις αυτές επιδίωκαν τη μη επανάληψη των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων. Και τη λύση την έδωσε ένας σημαντικότατος εκπρόσωπος του κεφαλαίου εκείνης της εποχής, ο Μέυναρτ Κέυνς. Το δόγμα του Ζαν Μπατίστ Σέι με βάση το οποίο «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», αντιστρέφεται από τον Κέυνς. Η αγορά θα έπρεπε εφεξής να ρυθμίζεται μέσω κρατικής παρέμβασης, τα εισοδήματα των εργαζομένων έπρεπε να αυξηθούν προκειμένου η κατανάλωση να αυξηθεί, θα υπήρχε κρατικός σχεδιασμός γενικότερα για τη λειτουργία της οικονομίας, απαιτείτο η διευρυμένη κοινωνική ασφάλιση, δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας. Επρόκειτο για μία πολιτική που εφαρμόστηκε όχι μόνο από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και από τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς. Με λίγα λόγια το νέο μοντέλο διαχείρισης αποτέλεσε όχι στενά οικονομικό σχέδιο αλλά και μία πολιτική κοινωνικής συναίνεσης.

Πότε εγκαταλείφτηκε το μοντέλο του Κέυνς; Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 έλαβαν χώρα βαθιές αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του καπιταλισμού. Σημειώθηκαν κρίσεις που αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τον πληθωρισμού. Αυτό που κατά τη μαρξιστική οπτική είναι ο κινητήριος μοχλός των κρίσεων, το ποσοστό κέρδους παρουσίασε κάμψη. Έτσι, το 1973 τα φαινόμενα αυτά συμπυκνώθηκαν σε μία νέα μεγάλη κρίση, αυτή που ονομάστηκε πετρελαϊκή. Ο κεϋνσιανισμός μετά από περίπου τριάντα χρόνια εφαρμογής ανέδειξε τα όρια και τα αδιέξοδά του. Ήταν η στιγμή που η σχολή του Σικάγου πήρε την εκδίκησή της. Όλα τα προηγούμενα χρόνια περίμενε στη γωνία προκειμένου να κάνει την αντεπίθεσή της, όχι επειδή έδινε γενικά και αόριστα μία μάχη ιδεών με το στρατόπεδο του κεϋνσιανισμού, αλλά γιατί εξέφραζε την πιο επιθετική πολιτική των μονοπωλίων που αργότερα έγινε πολιτική του συνόλου του κεφαλαίου.

ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Επομένως, οι δυο αλλαγές, το πέρασμα από τον φιλελευθερισμό στον κεϋνσιανισμό και από τον κεϋνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό, έγινε γιατί συνέτρεχαν σοβαρότατοι παράγοντες.
Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως τα δεδομένα είναι τέτοια ώστε να αφήσει πίσω του ο καπιταλισμός το υπάρχον μοντέλο διαχείρισης και να επιστρέψει σε μία μορφή κεϋνσιανισμού; Δεν είναι σοβαρός ο παράγοντας «πανδημία»;

Κατ΄ αρχάς ο προβληματισμός αυτός (περί αλλαγής του διαχειριστικού παραδείγματος) δεν είναι τωρινός. Κατόπιν της κρίσης του 2008 κυριάρχησε η ιδέα της δημοσιονομικής επέκτασης, προκειμένου να μην υπάρξει μία βαθύτερη κρίση. Τότε υπήρξαν αναλυτές που χαρακτήρισαν την επιλογή αυτή ως επιστροφή στον κεϋνσιανισμό. Η αλήθεια είναι πως μεσούσης της κρίσης υπήρξαν κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία που παραβίαζαν το δόγμα του «αόρατου χεριού της αγοράς», ωστόσο δεν πρόκειται για μία κεϋνσιανή πολιτική όπως αυτή εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, τουλάχιστον με την έννοια του «κράτους πρόνοιας» (δεν αποδεχόμαστε τον εν λόγω όρο και ως εκ τούτου τον χρησιμοποιούμε συμβατικά).

Σύμφωνα με το ΔΝΤ με τίτλο «Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει είτε περιορισμό είτε χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, ανάλογα με τις περιστάσεις που αφορούν την κάθε χώρα [….]». Η άποψη αυτή του ΔΝΤ και συνακόλουθα η αντίθεση του με τη μονεταριστική εμμονή της δημοσιονομικής λιτότητας, εκπορευόμενης κυρίως από το Βερολίνο, δεν συνεπάγεται τη διαμάχη ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα που εκπροσωπούν δύο διαφορετικά μοντέλα διαχείρισης. Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου μοντέλου που έχουν δευτερεύουσες διαφορές στο ζήτημα της έκτασης και έντασης της εφαρμογής των αστικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι αντιθέσεις μας είναι αδιάφορες. Οι παραδοχές του ΔΝΤ απέχουν παρασάγγας από το μεταπολεμικό μοντέλο που κυριάρχησε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, χωρίς αυτό να σημαίνει υπεράσπιση αυτού του μοντέλου, (αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ΔΝΤ ήταν (και είναι) ένας οδοστρωτήρας που κονιορτοποίησε (και κονιορτοποιεί) δικαιώματα και εισοδήματα λαών. Όσον αφορά την Ελλάδα το ΔΝΤ υποστηρίζει πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σε αντίθεση με την ΕΕ, αλλά αυτό το γεγονός δεν καθιστά το ΔΝΤ ως ένα ευαγές, φιλάνθρωπο ή κεϋνσιανό ίδρυμα.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ (ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟΝ ΚΕΫΝΣ)

Πέρα από θεωρητικά σχήματα που μπορεί κάποιος να ανατρέχει και να επικαλείται για την απόδειξη αυτού ή εκείνου του ισχυρισμού, υπάρχει και ένας παράγοντας αδιαμφισβήτητος: η πραγματικότητα. Τα γεγονότα είναι γεγονότα και ως γνωστό είναι πεισματάρικα. Ας δούμε μερικά από αυτά.
Όταν το πρόβλημα με τον Covid-19 άρχισε να γνωστοποιείται υπήρξαν κυβερνήσεις που ολιγώρησαν και άλλες που υιοθέτησαν τη λογική της ανοσίας αγέλης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας και άλλων κρατών. Στη συνέχεια όταν είδαν πως η απουσία μέτρων θα οδηγούσε σε ανυπολόγιστα αποτελέσματα, αναγκάστηκαν να λάβουν τα σχετικά μέτρα. Η καθυστέρηση ή η υιοθέτηση των λογικών της αγέλης, μόνο επιστροφή στο κεϋνσιανό μοντέλο δεν δείχνει. Η θέσπιση στη συνέχεια των όποιων μέτρων δεν συνιστά εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού αλλά αναγκαστική και πρόσκαιρη επιλογή και αποτελεί τέτοια για δυο λόγους: ο πρώτος είναι η εκτίμηση πως αν δεν ληφθούν μέτρα αυτό θα στοιχίσει πολύ ακριβά στην οικονομία και ο δεύτερος σχετίζεται με τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης λόγω έντασης της φτώχειας και έκρηξης των θανάτων.

Όσον αφορά την Ελλάδα σήμερα, ποιος στα αλήθεια μπορεί να ισχυριστεί πως αποτελεί στροφή στον κεϋνσιανισμό η μείωση του μισθού των εργαζομένων κατά 50%; Οι 40.000 απολύσεις εργαζομένων με το κράτος να κοιτάει απαθές; Η απόλυση εργαζομένων στο Ελ. Βενιζέλος μέσω τηλεφωνικών μηνυμάτων; Το δώρο στους κλινικάρχες με απόδοση από το κράτος 1600 ευρώ ανά ΜΕΘ και τα 30 εκατομμύρια ενίσχυσής τους; Τα 11 εκατομμύρια στους καναλάρχες για την προώθηση διαφημιστικών σποτ σχετικά με τον ιό (κάτι που θα έπρεπε να γίνεται δωρεάν); Η απουσία των τεστ για την εξακρίβωση ύπαρξης της νόσου, η μη μαζική πρόσληψη γιατρών σε αυτή τη φάση, η μη επίταξη των ιδιωτικών κλινικών και τόσα άλλα; Η αισχροκέρδεια για διάφορα προϊόντα και η ανυπαρξία βούλησης προκειμένου να υπάρχει διατίμηση; Προφανώς όλα αυτά αποτελούν πλευρές μίας σκληρότατης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Ας μην ξεγελιόμαστε από τον Νικήτα Κακλαμάνη που τα έβαλε δήθεν με τα παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού, ούτε από τον Πάνο Παναγιωτόπουλο που έβγαλε διαπρύσιο λόγο στην εκπομπή του για την «ανάγκη να ξαναδούμε τον Κέυνς», ούτε από την Όλγα Τρέμη που στρίμωξε τον Χατζηδάκη για το δώρο στους κλινικάρχες. Αυταπάτες σπέρνουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Παπαδημούλης) που μιλάνε για την ανάγκη ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ. Εκτός των άλλων ο Παπαδημούλης με τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώνει τα ιστορικά γεγονότα. Το σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε το δίδυμο αδελφάκι του σχεδίου Τρούμαν. Ήταν το συγκροτημένο σχέδιο των ΗΠΑ ώστε να αποκτήσουν διευρυμένη οικονομική και πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Εφαρμόστηκε μεταπολεμικά και ήταν ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας ώστε να μειωθεί η σοβιετική επιρροή στην ευρωπαϊκή επικράτεια, να εξασφαλιστεί μία μεγάλη αγορά για τα αμερικανικά προϊόντα, να «δεθούν» οι δορυφόροι των ΗΠΑ, να μπει σε λειτουργία η ευρωπαϊκή οικονομία προς όφελος της αμερικανικής. Ειδικά για την Ελλάδα το σχέδιο Μάρσαλ ήταν ο καθοριστικός παράγοντας μετατροπής της Ελλάδας σε εξαρτημένη χώρα Αυτή τη φορά το αφεντικό άλλαξε: η Αγγλία έπαψε πλέον να είναι ο πάτρωνας της Ελλάδας και τη θέση της πήραν οι ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η πύκνωση του ιστορικού χρόνου που σημειώθηκε πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο δεν υπάρχει σήμερα παρόλο που έχουμε εντός του 21ου αιώνα δυο γεγονότα σταθμούς: τη σημερινή υγειονομική κρίση και την κρίση του 2008. Επιπλέον, απουσιάζει η δράση του υποκειμενικού παράγοντα και αυτό δεν πρέπει να επ’ ουδενί να το ξεχνάμε: τα λαϊκά κινήματα ή είναι πολύ αδύναμα ή στερούνται ενός σαφούς προσανατολισμού, ενώ το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε παρατεταμένη φάση κρίσης εδώ και τριάντα χρόνια.

Η απαίτηση του ευρωπαϊκού νότου για την έκδοση ευρωομολόγου προς ενίσχυση της οικονομίας του, επίσης, δεν αποτελεί κεϋνσιανισμό. Είναι η προσπάθεια των αστικών τάξεων του Νότου να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μερίδιο για τον εαυτό τους. Η πάγια πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου που χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα «εμείς δεν θα πληρώσουμε τα λάθη των άλλων», δεν αφήνει περιθώρια για την έκδοση ενός ευρωομολόγου που έτσι κι αλλιώς δεν θα ήταν ένα στοιχείο ενίσχυσης του λαϊκού παράγοντα ή αν ήταν τέτοιο θα φορούσε ψίχουλα.

Η επιστροφή στον Κέυνς, όμως, είναι αδύνατη και για έναν ακόμη λόγο, ίσως τον σοβαρότερο όλων. Τα τελευταία χρόνια πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούσαν πως επίκειται μία νέα κρίση που αυτή τη φορά θα ήταν πιο βαθιά συγκρινόμενη με αυτή του 2008. Υπήρχε μία αναιμική ανάπτυξη, ωστόσο, υπήρχαν πολλά ανησυχητικά σημάδια: α) νέες χρηματιστηριακές φούσκες που πάντα προηγούνται του ξεσπάσματος της κρίσης, β) κι άλλη συγκέντρωση πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια, γ) υπερδιόγκωση του παγκόσμιου χρέους που έχει φτάσει τα 250 τρισεκατομμύρια δολάρια (330% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Σήμερα, μαζί με όλα αυτά έχουμε την πτώση των χρηματιστηρίων κατά 30%, την εντυπωσιακή πτώση της τιμής του πετρελαίου, την παύση λειτουργίας ορισμένων μονάδων της οικονομίας λόγω κορονοϊού. Πρόκειται για γεγονότα που θα κάνουν ακόμη πιο επιθετικό το κεφάλαιο.

Οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι δυσοίωνες. Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι το επόμενο τρίμηνο θα υπάρξει ύφεση της τάξης του 25%, ενώ την τελευταία εβδομάδα σημειώθηκε ρεκόρ ανεργίας: Περισσότερα από 6,6 εκατομμύρια Αμερικανών κατέθεσαν αιτήσεις ανεργίας την εβδομάδα που τελείωσε στις 28 Μαρτίου, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Τζέιμς Μπούλαρντ της Fed δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δούμε 46 εκατομμύρια νέους ανέργους μόνο στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley η αμερικανική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 5,5% το 2020, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση από το 1946! Η ανεργία αναμένεται να εκτοξευθεί στο 15,7% στο β΄ τρίμηνο με τους οικονομολόγους να κάνουν λόγο για 21 εκατομμύρια ανέργους. Η Goldman Sachs θεωρεί ότι η πτώση του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ θα είναι της τάξεως του 34%..

Συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 9% για το 2020 προβλέπουν οι αναλυτές της Capital Economics. Εάν τα νούμερα επαληθευτούν, θα σημειωθεί η μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται πως θα υπάρξει έκρηξη της ανεργίας με τους ανέργους να φτάνουν τα 212 εκατομμύρια, νούμερο που θα αποτελέσει ιστορικό υψηλό από το 2010 κι εντεύθεν.

Όσον αφορά την Ελλάδα τα πράγματα είναι εξόχως ανησυχητικά (όχι βέβαια για όλους). Διάφοροι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν πως η Ελλάδα θα παρουσιάσει μία πτώση του ΑΕΠ κατά 8%, περίπου, ενώ στη λίστα των ανέργων θα προστεθούν 150.000 εργαζόμενοι. Οι επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες αφού μεγάλο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ στηρίζεται στον τουρισμό για τον οποίο αναμένεται κατάρρευση. Αν λάβουμε υπόψη μας ακόμη την ισχνή βιομηχανική βάση και το υπέρογκο ελληνικό χρέος, καταλαβαίνουμε πως η πραγματικότητα θα είναι ζοφερή.

Ποιος στα αλήθεια πιστεύει πως τα απόνερα του νέου κρισιακού κύματος θα τα απορροφήσει το ευρωπαϊκό και ελληνικό κεφάλαιο; Για άλλη μία φορά ο πέλεκυς θα πέσει βαρύς στα κεφάλια των εργαζομένων. Το έργο το έχουμε δει αρκετές φορές για να τρέφουμε αυταπάτες για κάποιο εναλλακτικό σενάριο.

* * * *
Το πραγματικό δίλημμα σήμερα δεν είναι αν θα επιστρέψουμε στον κεϋνσιανισμό (που έτσι κι αλλιώς δεν θα μας έβγαζε εκτός καπιταλιστικού πλαισίου), αλλά αν θα πάμε σε ακόμη πιο σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο και τα σημάδια για κάτι τέτοιο βοούν. Μάλιστα, η μάχη μετά τη λήξη του συναγερμού θα πρέπει να δοθεί σε δύο επίπεδα: τόσο στο οικονομικό, όσο και στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι σίγουρο πως η θνήσκουσα σοσιαλδημοκρατία θα κάνει μία πολιτική αντεπίθεση παρουσιάζοντας κάποια νέα μίγματα πολιτικής με ενισχυμένη μία κάποια νεοκεϋνσιανή δόση, το ίδιο όμως θα κάνουν και οι κλασικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Οι όποιες όμως διακηρύξεις ή ακόμη και οι όποιες πινελιές κρατικών παρεμβάσεων θα είναι στάχτη στα μάτια του λαού. Οι μάχες είναι μπροστά μας και θα είναι σκληρές. Και μάχες δεν δίνονται με αυταπάτες γιατί αν υπάρχουν τέτοιες, τότε οι μάχες είναι χαμένες εξ’ ορισμού.

Ο Covid-19 και η αποτυχία του καπιταλισμού

Η απεγνωσμένη αντίδραση των πανικοβλημένων κυβερνήσεων μπροστά στην απειλή του κορωνοϊού ήταν να ρίξουν χρήμα στις κατεστραμμένες οικονομίες. Οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν χρήμα και το δανείζουν με χαμηλό επιτόκιο σε μεγάλες επιχειρήσεις, και συγκεκριμένα στις μεγάλες τράπεζες με σκοπό «να ενισχυθούν στη διάρκεια της κρίσης». Τα κράτη δανείζονται μεγάλα ποσά, στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν την οικονομία σε αυτό που θεωρούν ως την «κανονική κατάστασή της, προ-κορωνοϊού». Οι πολιτικοί του καπιταλισμού, πέφτουν διαρκώς σε λάθη κι αδιέξοδα, εξαιτίας των ιδεολογικών τους παρωπίδων.

Το πρόβλημα σε αυτή την προσπάθεια επιστροφής στην πρότερη κατάσταση είναι το εξής: ο καπιταλισμός του 2019 ήταν από μόνος του, και χωρίς τον κορωνοϊό, μία από τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση που βιώνουμε το 2020. Οι οικονομίες δεν κατάφεραν να επανέλθουν από τις κρίσεις του 2000 και του 2008-2009. Χρόνια δανεισμού με σχεδόν μηδενικά επιτόκια επέτρεπαν στις μεγάλες επιχειρήσεις να επιβιώνουν με δανεικά. Το καινούριο χρήμα που έριξαν στην οικονομία οι κεντρικές τράπεζες, προκάλεσε αύξηση του πληθωρισμού, κυρίως όμως έφερε προβλήματα στο χρηματιστήριο, όπου οι τιμές απομακρύνθηκαν επικίνδυνα από την πραγματική αξία των μετοχών και της οικονομίας. Η ανισότητα εισοδημάτων και πλούτου έφτασε σε πρωτοφανή σημεία.

Με λίγα λόγια, ο καπιταλισμός χτίστηκε πάνω σε σαθρό έδαφος, και έτσι πολλά γεγονότα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν την κατάρρευσή του. Αυτή τη φορά όμως, ο λόγος δεν ήταν η εξάπλωση των ηλεκτρονικών επιχειρήσεων (κρίση του dot.com του 2000), ούτε η κρίση με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου (κρίση του 2008-2009), αλλά ένας ιός. Και φυσικά η συντηρητική λογική, την πιο κρίσιμη στιγμή, οδήγησε στο να αντιμετωπίσουμε την αφορμή της κρίσης και όχι τη βαθύτερη αιτία, δηλαδή το σαθρό του συστήματος. Έτσι, επιστρατεύει τρόπους επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση, δηλαδή στον υφιστάμενο πριν την εξάπλωση του ιού, καπιταλισμό. Ακόμα κι αν ένα τέτοιο εγχείρημα πετύχαινε, το γεμάτο ρωγμές σύστημα σύντομα θα καταρρεύσει και πάλι, με κάποια άλλη αφορμή.

Υπό το φως της πανδημίας, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που πρέπει κανείς να εστιάσει στα προβλήματα του καπιταλισμού. Οι ιοί είναι κομμάτι της φύσης. Έχουν επιτεθεί πολλές φορές στο ανθρώπινο είδος, και στο κοντινό και στο απώτερο παρελθόν, προκαλώντας πολλούς θανάτους. Το 1918, ο ιός της ισπανικής γρίπης σκότωσε περίπου 700.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ και εκατομμύρια ανθρώπους σε άλλες χώρες. Πιο πρόσφατοι είναι οι ιοί SARS, MERS και Ebola. Τη μεγαλύτερη σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις έχει η ετοιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας: η διαθεσιμότητα των διαγνωστικών τεστ, των νοσοκομειακών κλινών και του εκπαιδευμένου προσωπικού, καθώς και η προμήθεια μασκών και αναπνευστήρων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιδημίες. Στις ΗΠΑ, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις με μόνο στόχο το κέρδος. Δεν ήταν και εξακολουθεί να μην είναι, κερδοφόρα η παραγωγή και συγκέντρωση τέτοιων προϊόντων. Αυτός είναι και ο λόγος που μια τέτοια προετοιμασία δεν γίνεται.

Ούτε η αμερικάνικη κυβέρνηση όμως παρήγαγε και συγκέντρωσε αναλώσιμα. Κύριο μέλημα της αμερικανικής κυβέρνησης είναι η προστασία και η ενίσχυση του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι ούτε η κυβέρνηση, ούτε η ιδιωτική πρωτοβουλία θωράκισαν τη δημόσια υγεία την κρίσιμη στιγμή. Η απάντηση του αμερικάνικου καπιταλισμού στην πανδημία εξακολουθεί να παραμένει ίδια από το Δεκέμβριο του 2019: δρα πάντα ανεπαρκώς και καθυστερημένα. Και αποτυγχάνει. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Ένας ακόμη λόγος για να εστιάσει κανείς στα προβλήματα του καπιταλισμού είναι ότι ούτε οι ρεπουμπλικάνοι ούτε οι δημοκρατικοί θεωρούν τον καπιταλισμό υπαίτιο για την τωρινή οικονομική κατάρρευση μπροστά στην απειλή της πανδημίας. Όλοι μιλούν για τον ιό, την Κίνα, άλλες πολιτικές, αλλά ποτέ το σύστημα που όλοι τους υπηρετούν. Το γεγονός ότι ο Τραμπ και άλλοι πολιτικοί, προέτρεπαν τον κόσμο να γυρίσει στις εκκλησίες και στη δουλειά του -θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του και τη ζωή των άλλων- δείχνει ότι είναι μεγαλύτερη προτεραιότητα γι’ αυτούς η συντήρηση του καπιταλισμού από τη δημόσια υγεία.

Επίσης, συγκριτικά με τον καπιταλισμό, άλλα οικονομικά συστήματα – που δεν θέτουν ως προτεραιότητα το κέρδος- θα αντιμετώπιζαν καλύτερα μια πιθανή πανδημία. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι κερδοφόρα η παραγωγή και η συγκέντρωση αναλώσιμων ειδών, αδιαμφισβήτητα είναι αποτελεσματική. Συνολικά, το κόστος της πανδημίας στην οικονομία τώρα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό της παραγωγής μασκών και αναπνευστήρων, η έλλειψη των οποίων μας οδήγησε μάλιστα σε αυτή την κατάσταση. Συχνά, ο καπιταλισμός προωθεί το κέρδος έναντι βασικών ανθρώπινων αναγκών και αξιών, πράγμα που τον κάνει βαθιά αναποτελεσματικό. Και η πανδημία μας αποκαλύπτει πια την αλήθεια.

Μια οικονομία όπου η εργατική τάξη θα διηύθυνε δημοκρατικά τις επιχειρήσεις και θα αποφάσιζε τι, πώς και πού θα παρήγαγε, και πώς θα αξιοποιούσε τα κέρδη, θα αποτελούσε σίγουρα μια οικονομία πιο προετοιμασμένη απέναντι σε πανδημίες, η οποία θα έθετε τις κοινωνικές ανάγκες και παροχές πάνω από τα κέρδη. Η εργατική τάξη εξάλλου είναι η πολυπληθέστερη σε όλα τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη και αναπόφευκτα τα συμφέροντα της ταυτίζονται με αυτά της πλειοψηφίας. Η εργοδοτική πλευρά είναι μειονότητα, και τα συμφέροντα της είναι «ειδικά συμφέροντα» σχετικά με αυτά της πλειοψηφίας. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, παράδοξα, δίνει σε αυτή τη μειονότητα τη θέση, τα κέρδη και την εξουσία να αποφασίζει για το πώς θα ζει η πλειοψηφία του λαού. Γι’ αυτό και όλοι τώρα αναρωτιούνται, για πόσο ακόμα θα έχουν δουλειά, σπίτι και χρήματα για να το συντηρούν. Η μειοψηφία (εργοδότες) δίνει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές, ενώ αποκλείει τη συμμετοχή της πλειοψηφίας (εργατική τάξη) στη λήψη των αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι είναι αυτή που υφίσταται κυρίως τις συνέπειες.

Σίγουρα, προτεραιότητα τώρα είναι να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία και ασφάλεια. Με βάση αυτό, πολλοί εργαζόμενοι παγκοσμίως αρχίζουν να αντιδρούν στην ιδέα της εργασίας σε ένα μη ασφαλές περιβάλλον. Δευτερευόντως, οφείλουμε να μάθουμε από αυτή την κατάσταση και να εντοπίσουμε τα σφάλματα του καπιταλισμού και την αναποτελεσματικότητά του στη διαχείριση της πανδημίας. Δεν πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι ξανά με τέτοια κοινωνική κατάρρευση.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: antapocrisis

Μια αχτίδα φωτός εν μέσω της καπιταλιστικής κρίσης που προκάλεσε ο κορωνοϊός

Η κρίση του COVID-19 έχει φέρει τους Αμερικανούς πολίτες αντιμέτωπους με ακόμα πιο ισχυρές αποδείξεις για την απόλυτη τρέλα και βαρβαρότητα του καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης γενικότερα. Η πέρα από κάθε λογική σκληρότητα του καθεστώτος της εχόντων, που βασίζεται στην παρασιτική κερδοφορία, καθώς και το προνομιακό καθεστώς πολλών ελίτ, εκτίθεται πολύ παραστατικά.

Είναι εντελώς παράλογο ότι το οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ δεν μπορεί να κλείσει και να παραμείνει κλειστό, χωρίς οι φορολογούμενοι να υποχρεωθούν να ξοδέψουν τρισεκατομμύρια δολάρια για να προστατεύσουν την κερδοφορία των μεγάλων εταιριών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ολίγων. Μια «σύγχρονη» οικονομική τάξη που αρνείται να ακινητοποιηθεί, όταν η φύση και η δημόσια υγεία το απαιτούν. Ή τουλάχιστον δεν το κάνει αν δεν προχωρήσει σε μαζική δημόσια οικονομική παρέμβαση – διάσωση για τους πλούσιους (και ελάχιστη οικονομική βοήθεια για όλους τους υπόλοιπους). Είναι ένα σύστημα γελοίο, βάρβαρο και επικίνδυνο.

Ένα σύστημα που πετάει εκατομμύρια ανθρώπους εκτός εργασίας και εκτός ασφαλιστικής κάλυψης, όταν η εργασία τους δεν είναι πλέον κερδοφόρα για την εργοδοτική τάξη, είναι σκληρό και παράλογο.

Μια παγκόσμια βιομηχανική υπερδύναμη, μια “δημοκρατία” που (εξαιτίας της τεράστιας δύναμης των επιχειρηματιών) δεν έκανε ποτέ την υγειονομική περίθαλψη καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα, είναι σκληρή και παράλογη. Ο απλός αμερικανικός λαός χρεοκοπεί από τις υπερβολικά υψηλές ιατρικές δαπάνες που προκύπτουν από το COVID-19 (για τις οποίες οι θεραπείες φτάνουν περίπου τα 35.000 δολάρια), πέρα από όλα τα άλλα προβλήματα υγείας.

Μια πανδημία που εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη αστραπιαία χάρη στα ανοικτά σύνορα και τις ελεύθερες αγορές και μετακινήσεις του καπιταλισμού, κινδυνεύει να οδηγήσει στην απώλεια της υγειονομικής κάλυψης, την κρίσιμη στιγμή που τη χρειάζονται οι Αμερικανοί πολίτες.

Ο ιός έχει αναγκάσει τους ανθρώπους να παραμείνουν στο σπίτι τους, προκαλώντας ως αποτέλεσμα απολύσεις εργαζομένων από τις επιχειρήσεις. Και όταν σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί έχουν ασφαλιστικό πακέτο υγείας αποκλειστικά μέσω της εργασίας τους,  οι απολύσεις συνεπάγονται ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν, πέρα από το εισόδημά τους και την ιατρική τους κάλυψη. Δηλαδή, ενώ οι καθημερινές ανάγκες των Αμερικανών για ιατρική περίθαλψη αυξάνονται απότομα, όλο και λιγότεροι έχουν ασφάλιση υγείας ή τα χρήματα να πληρώσουν την περίθαλψή τους. Αυτό είναι σκληρό και παράλογο.

Ένα σύστημα που έχει μειώσει τα νοσοκομεία και τους υγειονομικούς πόρους στο όνομα της κερδοφορίας, ενώ εξαπλώνει θανάσιμους ιούς με τις ελεύθερες και ανοικτές αγορές, στην επιδίωξη (τι άλλο;) του κέρδους, είναι σκληρό, παράλογο και επικίνδυνο.

Ένα σύστημα εθισμένο στην ανάπτυξη, το οποίο περιορίζει το θανατηφόρο ποσοστό των εκπομπών άνθρακα αποκλειστικά και μόνο όταν βρεθεί σε μια σημαντική ύφεση που δημιουργεί φτώχεια, είναι σκληρό και παράλογο.

Ένα σύστημα που προσφέρει πολύ μεγαλύτερα εισοδήματα σε δικηγόρους επιχειρήσεων, λομπίστες και συμβούλους, από ότι σε εκείνους που με τις υπηρεσίες τους σώζουν ζωές, στους εργαζόμενους στην υγεία, την καθαριότητα και την παροχή τροφίμων κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, είναι σκληρό και παράλογο.

Ένα σύστημα που πλήττει τις συντάξεις των ηλικιωμένων πολιτών όντας σε ένα μανιακό κύκλο ακραίων διακυμάνσεων ανόδου και πτώσης των ανεπαρκώς ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών και χρηματιστηριακών αγορών, είναι σκληρό και παράλογο.

Ένα σύστημα που διαφοροποιεί την έκθεση και την προστασία από έναν θανατηφόρο ιό, βάσει της ταξικής θέσης του καθένα, είναι σκληρό και παράλογο.

Ένα σύστημα που βάζει τους υγειονομικούς εργαζόμενους της πρώτης γραμμής να εκτελούν καθήκοντα ζωής και θανάτου, χωρίς επαρκή προστατευτικά εργαλεία, ενώ οι ελίτ της ιατρικής βιομηχανίας παραμένουν προστατευμένοι από τον κίνδυνο είναι σκληρό και παράλογο.

Η Scientific American αναφέρει ότι “οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας αντιμετωπίζουν την απειλή πειθαρχικών μέτρων για τη χρήση μάσκας στους διαδρόμους, τους ανελκυστήρες και τις κοινόχρηστες κλινικές και μη κλινικές περιοχές των νοσοκομείων – σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και αν οι μάσκες προέρχονται από προσφορά του εργαζομένου”. Ο Kevin Readel, βετεράνος νοσοκόμος στην Οκλαχόμα, δήλωσε στο περιοδικό ότι ο ίδιος κλήθηκε στο γραφείο Ανθρώπινου Δυναμικού του νοσοκομείου του και απειλήθηκε με άμεση απόλυση, επειδή φορούσε χειρουργική μάσκα ενώ εισήγαγε ενδοφλέβια σε δωμάτιο ασθενούς.

Ορισμένα νοσοκομεία έχουν ξεπεράσει τη φάση της απειλής. Πριν από τέσσερις ημέρες, το Bloomberg News ανέφερε τα εξής:

“Τα νοσοκομεία απειλούν να απολύσουν υγειονομικούς που δημοσιοποιούν πληροφορίες για τις συνθήκες εργασίας τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας κορωνοϊού – και σε μερικές περιπτώσεις έχουν προβεί σε τέτοιες απολύσεις. Ο Ming Lin, ένας γιατρός επειγόντων περιστατικών στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι του είπαν την Παρασκευή πως είναι πλέον εκτός δουλειάς επειδή είχε δώσει συνέντευξη σε μια εφημερίδα σχετικά με μια ανάρτηση στο Facebook που περιγράφει λεπτομερώς τον ανεπαρκή προστατευτικό εξοπλισμό και τα τεστ. Στο Σικάγο, μια νοσοκόμα απολύθηκε λόγω κάποιων emails που έστειλε σε συναδέλφους της, στα οποία ανέφερε ότι θα ήθελε να φορέσει μια πιο ισχυρή προστατευτική μάσκα όταν βρίσκεται σε βάρδια.”

“Τα νοσοκομεία φιμώνουν νοσηλευτές και άλλους υγειονομικούς υπαλλήλους σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν την εικόνα τους”, δήλωσε η Ruth Schubert, εκπρόσωπος της Ένωσης Νοσηλευτών της πολιτείας της Ουάσινγκτον. «Είναι εξωφρενικό».

Άρα, καταλήξαμε στο εξής: απολύσεις σε επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου επειδή λένε την  αλήθεια για τα ανεπαρκή μέσα  προστασίας, εν μέσω μια επικής κρίσης δημόσιας υγείας και ενώ το εξειδικευμένο ιατρικό εργατικό δυναμικό βρίσκεται σε έλλειψη.

Ας μιλήσουμε για ταξική κυριαρχία. Όπως έγραψε ο Terry Thomas: “Στη μια πλευρά, άνθρωποι που θεραπεύουν τους άρρωστους και προστατεύουν τους αδύναμους, εναντίον  της πλευράς μιας χούφτας στελεχών που ανησυχούν για τις δημόσιες σχέσεις. Σε ποια πλευρά είσαι; ”

Ποια πλευρά θα έπαιρνε αυτός ο σπουδαίος, μάλλον μελαμψός αγρότης και ξυλουργός, ο Ιησούς; Με εκείνους που θεράπευσαν και προσέφεραν στέγη στους φτωχούς και τους αδύναμους φυσικά:

“Κανείς δεν μπορεί να εξυπηρετήσει δύο αφέντες. Είτε θα μισείτε τον ένα και θα αγαπήσετε τον άλλον, είτε θα είστε αφοσιωμένοι στον έναν και θα περιφρονείτε τον άλλον. Δεν μπορείτε να υπηρετήσετε και τον Θεό και τα χρήματα” (Ματθαίος 6:12)

“Επειδή δεν αγωνίζομαι ενάντια σε σάρκα και αίμα, αλλά ενάντια στους άρχοντες, ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους ηγεμόνες του σκότους αυτού του κόσμου, ενάντια στην πνευματική κακία των υψηλών θέσεων εξουσίας” (Εφεσίους 6:12).

Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά συμφωνώ με  τον Ιησού, αν και όταν λέει τέτοια πράγματα.

(Περιέργως, το CDC,  Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων, σκέφτεται τώρα να δηλώσει  ότι θα ήταν καλό όλοι οι Αμερικανοί πολίτες να φορούν προστατευτικές μάσκες όταν βρίσκονται έξω από τα σπίτια τους τις προσεχείς εβδομάδες).

Θα μπορούσε να υπάρχει μια θετική νότα μέσα σε αυτή την κρίση; Ναι. Δύο έρχονται στο μυαλό μας: 1) ότι μειώθηκαν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων μορφών θανατηφόρας ρύπανσης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και 2) ότι η κεφαλαιοκρατική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία, μας διδάσκει ότι χρειαζόμαστε να προχωρήσουμε πέρα από την καπιταλιστική ταξική κυριαρχία, πέρα από το ανήθικο και βλαπτικό σύστημα της βάρβαρης ταξικής ανισότητας, που είναι σκληρή και παράλογη, πέρα από κάθε περιγραφή.

Ο Covid-19 μας υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι σύντομη, θέτοντας  κεντρικά υπαρξιακά και πνευματικά, αν θέλετε, ερωτήματα για το πώς θέλουμε να είναι η συλλογική και η προσωπική μας ζωή (οι δύο όντας αλληλένδετες).

Θέλουμε πραγματικά να ζήσουμε σε έναν βάρβαρο άνισο κόσμο που κυριαρχείται από την ατέρμονη “ανάπτυξη” για την αναζήτηση κέρδους από κακόβουλους και εγωιστές καπιταλιστές και κυβερνώντες, των οποίων η κυρίαρχη τάξη είναι δομικά φτιαγμένη για να ωθήσει τον πλανήτη κάτω από τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης ακόμη και χωρίς λοιμώδεις πανδημίες;

Ο καπιταλισμός, άρρηκτα συνδεδεμένος με την κυριαρχία του χρήματος, είναι η πολύ σύγχρονη ενσάρκωση της «πνευματικής κακίας στις υψηλές θέσεις εξουσίας».

Πρέπει να επιλέξουμε. Δεν μπορούμε να υπηρετούμε την ανθρωπότητα και τον καπιταλισμό ταυτόχρονα.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: antapocrisis

Η απρόσμενη αναμέτρηση: ο κορωνοϊός και ο καπιταλισμός

Είναι μάλλον ταιριαστό το γεγονός ότι η σοβαρή απειλή του κορωνοϊού έπληξε το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης στις ειδούς του Μαρτίου, την ημέρα που κατά παράδοση υπολογίζονταν οι εκκρεμείς οφειλές στην Αρχαία Ρώμη. Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα πραγματικό τρενάκι του τρόμου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) δήλωσε ότι η μόλυνση είναι τελικά πανδημία, οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να ανταποκριθούν, ο ιός κυριάρχησε στις ειδήσεις, καθώς και στην πληθώρα πληροφοριών στα κοινωνικά δίκτυα, πόλεις ακόμη και ολόκληρες χώρες κατέβασαν ρολά, αγορές κάθε είδους έκλεισαν και οι εταιρίες ανακοίνωσαν απολύσεις και διακοπή λειτουργίας. Έγινε ξεκάθαρο ότι ανεξάρτητα από την προέλευση, τα μονοπάτια και τη θνησιμότητα του ιού που ονομάζεται Covid-19, αυτός επρόκειτο να δοκιμάσει σκληρά τον δυτικό καπιταλισμό και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που διαθέτει. Σχεδόν παντού, ο καπιταλισμός τα ήθελε και τα ‘παθε. Άλλωστε, τα προβλήματα και οι ανισορροπίες έχουν συσσωρευτεί στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα εδώ και τέσσερις δεκαετίες, φαινομενικά από τότε που πήρε το νεοφιλελεύθερο δρόμο από την κρίση της δεκαετίας του 1970 και συνέχισε να τον ακολουθεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κρίσεις και τα προβλήματα που προκάλεσε.

Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος αγόραζε χρόνο, συσσωρεύοντας δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές, για να αποτρέψει τo ξεκαθάρισμα των αγορών του, ένα πρόβλημα που ο νεοφιλελευθερισμός, με την αμείλικτη πτωτική του πίεση στους μισθούς και τις τιμές, επιδείνωσε περαιτέρω.

Η κρίση του 2008 υπήρξε η προηγούμενη στιγμή αλήθειας. Ωστόσο, δεν οδήγησε σε σοβαρό αναπροσανατολισμό της πολιτικής, μόνο σε μια κοινωνικοποίηση πληθώρας ιδιωτικών χρεών, καθώς οι τράπεζες που θεωρούνταν «υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν» εξυγιάνθηκαν και τα στελέχη τους που θεωρούνταν «υπερβολικά σπουδαίοι για να φυλακιστούν» συνέχισαν τις παλιές πρακτικές τους. Μόνο οι κοινοί θνητοί έχασαν σπίτια και δουλειές κι έπρεπε να υπομείνουν τη δυστυχία ελέω  λιτότητας στο όνομα της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών.

Η σημερινή πανδημία είναι βέβαιο ότι θα είναι διαφορετική, όχι επειδή είναι πιο θανατηφόρα από ό,τι οι προηγούμενες (δεν είναι) ούτε γιατί προκαλεί όλεθρο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, (όπως οι περισσότερες κρίσεις της νεοφιλελεύθερης εποχής), αλλά επειδή εκθέτει τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις και τις ανισορροπίες της παραγωγής που έχει διαμορφώσει ο νεοφιλελευθερισμός εδώ και τέσσερις δεκαετίες

Ο νεοφιλελευθερισμός υποτίθεται ότι θα αναζωογονούσε τον καπιταλισμό, θα αποκαθιστούσε τα «ζωώδη ένστικτα» της αγοράς που μέχρι τότε φέρονταν να είχαν ήδη πληγεί από τον «θανάσιμο εναγκαλισμό» του κράτους. Ωστόσο, ποτέ δεν το έκανε αυτό. Τα ποσοστά ανάπτυξης τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες παρέμειναν σταθερά κάτω από εκείνα της «στατικής» μεταπολεμικής «Χρυσής Εποχής» του καπιταλισμού. Αντ’ αυτού, το σύστημα παραγωγής που ορίζεται από τον δυτικό καπιταλισμό επεκτάθηκε, τουλάχιστον με τρεις τρόπους. Χωρικά – περικύκλωσε τον κόσμο. Χρονικά – εντάθηκε με την παραγωγή που ανταποκρίνεται στη ζήτηση, τα χαμηλά ή ανύπαρκτα αποθεματικά και το ελάχιστο οικονομικό μαξιλάρι για να αντιμετωπίσει τυχόν απρόβλεπτες συνθήκες. Τέλος, από κοινωνικής άποψης, πίεσε σκληρά τους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις, εξαναγκάζοντας τους να προσφέρουν εργασία και προϊόντα με χαμηλές αμοιβές και τιμές ενώ αναλάμβαναν κάθε είδους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους.

Βεβαίως, οι πληγές που έχουν ήδη προκαλέσει ο ιός αλλά και η μάχη εναντίον του, ακόμα και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον, ήταν και θα είναι δαπανηρά: οι τομείς-κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορούν να τεθούν εκτός λειτουργίας για μήνες χωρίς τεράστιες δαπάνες. Ωστόσο, μια υγιής δομή με έστω και λίγο «λίπος» προς ξόδεμα, θα είχε αντισταθεί πολύ καλύτερα από την στεγνή, επισφαλή, τσιτωμένη παραγωγική δομή που ήδη όδευε προς ξεκαθάρισμα.

Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναβάθμισε τον Covid-19 σε «παγκόσμια πανδημία», σημειώθηκε πρωτοφανής δυσφορία στις παγκόσμιες αγορές. Οι χρηματιστηριακές αγορές στις ΗΠΑ υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση τους στη διάρκεια μιας ημέρας μετά την συντριβή του 1987, παρά την έκτακτη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και την υπόσχεση της να εισφέρει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτή η «διόρθωση» όμως δεν έγινε με άνεση. Παραδόξως, οι χρηματιστηριακές αγορές, που συνήθως θεωρούνταν πιο επικίνδυνες, δεν ήταν οι μόνες. Οι αγορές ομολόγων μικρότερου ρίσκου υπέφεραν επίσης, όπως και οι αγορές των «ασφαλέστερων» περιουσιακών στοιχείων, των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και οι αγορές χρυσού, καθώς οι επενδυτές ζητούσαν ρευστότητα.

Επιπλέον, ο «πόνος» δεν ήταν μόνο οικονομικός. Καθώς η μια χώρα μετά την άλλη επέβαλε περιορισμούς επί περιορισμών στις μετακινήσεις, στις αεροπορικές εταιρείες, στις εταιρείες κρουαζιέρας, στα αεροδρόμια και σε άλλες εταιρείες που συνδέονται με τα ταξίδια, μαζί με τεράστια τμήματα του μεγάλου και παραφουσκωμένου τομέα υπηρεσιών, που βασίζονται κυρίως στην παραγωγή και κατανάλωση πρόσωπο με πρόσωπο, προκάλεσαν κλεισίματα, περικοπές και απολύσεις. Οι αλυσίδες εφοδιασμού διερράγησαν και οι καταρρέουσες αγορές συμπίεσαν την παραγωγή. Ως κερασάκι στην τούρτα, η διαφωνία μεταξύ του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) και των συμμάχων του οδήγησε σε έναν πόλεμο μείωσης των τιμών που έκανε την παραγωγή σχιστολιθικών πετρωμάτων στην Αμερική, ένα από τα σουξέ της αμερικανικής οικονομίας σε μια κατά τα άλλα ζοφερή δεκαετία.

Παρόλο που η ένταση αυτής της δυσφορίας οφείλεται σε λόγους πολύ πιο πέρα από τον ιό, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προφανώς θα ερμήνευαν την πανδημία ως υπεύθυνη για την ύφεση. Ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος είχε καταλήξει, έτσι κι αλλιώς, στο ότι η 9η Σεπτεμβρίου ευθυνόταν για την ύφεση, η οποία όμως είχε ήδη αρχίσει μήνες πριν. Κάλεσε λοιπόν τους Αμερικανούς να επιδείξουν τον πατριωτισμό τους κάνοντας ψώνια.

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα ξεχωριστά στοιχεία για τη μακρόχρονη κατανόηση των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών που αντιμετωπίζουν τη «χειρότερη κρίση της δημόσιας υγείας γι’ αυτή τη γενιά».

Το πρόβλημα της ζήτησης και οι λύσεις νομισματικής πολιτικής

Το πιο σημαντικό από όλα ήταν το χαμηλό επίπεδο της συνολικής ζήτησης του καταναλωτή και των επενδύσεων σε σχέση με την παραγωγική ικανότητα, για να μην αναφέρουμε το παραγωγικό δυναμικό, που προκάλεσε την επιβράδυνση της ανάπτυξης στη δεκαετία του 1970. Ο νεοφιλελευθερισμός, η ευνοούμενη λύση της Δύσης, όχι μόνο δεν το αντιμετώπισε, αλλά κατέστησε τα πράγματα χειρότερα, διευκολύνοντας την οικονομική «επένδυση», συμπιέζοντας τους μισθούς και τις κυβερνητικές δαπάνες και αυξάνοντας την ανισότητα. Τέτοιου τύπου επενδύσεις βάζουν χρήματα μόνο στις τσέπες εκείνων που δεν θα τα ξοδέψουν ούτε θα τα επενδύσουν παραγωγικά, θα αυξήσουν μόνο τα τεράστια ποσά που χρεώνουν σε κερδοσκοπικές αγορές. Το να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το πρόβλημα αναβλήθηκε. Πρώτον λόγω της αύξησης του δανεισμού της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση των μη αναγκαίων κοινωνικών δαπανών, δεύτερον με ολοένα και πιο ξεδιάντροπες φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους αλλά και τεράστιες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, σε επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια μέσω του ιδιωτικού χρέους που κορυφώθηκε με την κρίση του 2008.

Αυτή η ανάπτυξη που προσέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οφείλονταν κυρίως στις «επενέργειες του πλούτου» της φούσκας ακινήτων. Επέτρεψαν την αύξηση της κατανάλωσης μόνο σε μια στενή ελίτ. Τα τελευταία δέκα χρόνια της «λιτότητας», ακόμη και αυτού του τύπου η ανάπτυξη έχει «στεγνώσει» και η Δύση κατέγραψε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης οποιασδήποτε δεκαετίας νεοφιλελευθερισμού. Η νεοφιλελεύθερη επιλογή εξαντλείται, ακόμη και ως στρατηγική για μια αναιμική ανάπτυξη. Οι συνθήκες ζήτησης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ήταν υποτονικές, με τις περισσότερες νέες καταναλωτικές και επενδυτικές ανάγκες να εμφανίζονται στην Κίνα και σε άλλες μη δυτικές χώρες.

Η κρίση ζήτησης που προέκυψε από την τρέχουσα πανδημία έχει επιδεινώσει αυτή την ήδη κακή κατάσταση. Είναι γεγονός ότι οι ανισότητες, που συσσωρεύονταν κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες, θα επιδείνωναν την εξάπλωση της πανδημίας και ότι με τη σειρά της εκείνη θα επιδεινώσει την ανισότητα. Η εξέλιξη αυτή θα εντείνει την κρίση ζήτησης.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, οι δυτικές κυβερνήσεις και οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν βρει έναν νέο τρόπο να αγοράζουν χρόνο για το καπιταλιστικό σύστημα: παριστάνουν ότι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανάπτυξης μόνο μέσω της νομισματικής πολιτικής. Κρατούν το κοινό υπνωτισμένο ως υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και ως ειδικοί στο να τραβούν έξυπνους, ακόμη και περίεργους, λαγούς νομισματικής πολιτικής από τα καπέλα τους – τα χαμηλότερα επιτόκια, τα αρνητικά επιτόκια, την ποσοτική χαλάρωση, την πολιτική καθοδήγησης των κεντρικών τραπεζών και ό,τι δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι απομυζούν κάθε κύτταρο για να σώσουν την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, όλα συνιστούν ένα τυπικό αποπροσανατολισμό: ο John Maynard Keynes προειδοποίησε πολύ καιρό πριν ότι θα ερχόταν η στιγμή που η νομισματική πολιτική δεν θα ήταν «επαρκής από μόνη της για να καθορίσει τον βέλτιστο ρυθμό επένδυσης» και ως εκ τούτου τον αποδεκτό ρυθμό ανάπτυξης. Η αποτελεσματικότητά του θα ισοδυναμούσε με “μια τρύπα στο νερό”.

Αυτό από το οποίο αποσπά την προσοχή του κοινού όλη αυτή η συζήτηση για τη νομισματική πολιτική, είναι η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή οι αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες και στις επενδύσεις. Ενώ τμήματα του οικονομικού τύπου το αναγνωρίζουν αυτό, ουτοπικά φαντάζονται ότι μια μικρή δόση θα αποδειχθεί επαρκής. Ξέχασαν ότι ο Κέινς είχε συνεχίσει, στην επόμενη πρόταση, λέγοντας: «Θεωρώ λοιπόν ότι μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων θα αποδειχθεί το μόνο μέσο για να προσεγγιστεί η πλήρη απασχόληση». (Για τον Κέινς, η πλήρης απασχόληση ήταν ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ήταν το πρώτο βήμα, πέρα από τον καπιταλισμό, προς μια καλύτερη κοινωνία).

Περιττό να πούμε ότι αυτό που ο Κέινς χαρακτήριζε “μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων” θα ισοδυναμούσε με κάποιο είδος σοσιαλισμού, στον οποίο οι κυβερνήσεις σπεύδουν να πραγματοποιούν επενδύσεις, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά επειδή ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να τις κάνει. Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, η κλίμακα του «δημοσιονομικού ακτιβισμού» που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση ενός αποδεκτού επιπέδου ανάπτυξης, απασχόλησης και ζήτησης θα είναι πράγματι τόσο μεγάλη που θα εγείρει ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα. Αν οι καπιταλιστές είναι ανίκανοι και απρόθυμοι να κάνουν το ένα και μοναδικό πράγμα που κάνει τα χειρότερά τους χαρακτηριστικά ανεκτά, δηλαδή να επενδύσουν ώστε να δημιουργήσουν απασχόληση, ποια είναι τότε η αξία χρήσης της καπιταλιστικής τάξης; Γιατί πρέπει τα δημοκρατικά μας κράτη να τους αφήνουν να έχουν τον έλεγχο της οικονομίας; Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε αυτό το σημείο την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Η σημερινή κρίση μπορεί να κάνει αδύνατο το να το αγνοήσουμε.

Η νομισματική πολιτική βγαίνει εκτός πορείας

Ενώ η εστίαση στη νομισματική πολιτική αποπροσανατόλισε την προσοχή του κοινού από τον πολύ αναγκαίο δημοσιονομικό ακτιβισμό, προκάλεσε, παρ’ όλ’ αυτά μεγάλο χάος και πλέον ενδέχεται να έχει εξαντλήσει ακόμη κι αυτή τη διεστραμμένη της χρησιμότητα. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο μεγαλύτερος ωφελούμενος της απορρύθμισης του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και οι δυσμενείς συνθήκες ζήτησης που δημιούργησε, οι οποίες έστειλαν κεφάλαια σε αγορές περιουσιακών στοιχείων και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αντιμετωπίζει τώρα την κατάρρευση της ίδιας του της βάσης. Η συντριβή της χρηματιστηριακής αγοράς το 1987 ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση της νεοφιλελεύθερης εποχής και ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, απάντησε με το περίφημο πακέτο Γκρίνσπαν, αποκαθιστώντας ουσιαστικά την εξαφάνιση της ρευστότητας- ξαναγεμίζοντας το ποτήρι με κρασί – διατηρώντας έτσι το πάρτυ των κερδοσκόπων. Έκτοτε, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και οι αδελφές δυτικές κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις με περαιτέρω εισροές ρευστότητας, τόσο με τη μείωση των επιτοκίων όσο και, αμεσότερα, με την αγορά λιγότερων περιουσιακών στοιχείων, γνωστή και ως ποσοτική χαλάρωση.

Οι πρακτικές αυτές αιτιολογούνταν ως απαραίτητες για την αποκατάσταση των επενδύσεων, της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Ωστόσο, το μόνο που αποκατέστησαν είναι η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να συνεχίσει την αντιπαραγωγική του αισχροκέρδεια, που δημιουργεί ανισότητα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν μια σειρά από φούσκες στο χώρο των ακινήτων, οι οποίες αύξησαν την περιουσία του 1% του πληθυσμού και, σε μικρότερο βαθμό, του 10%, και προκάλεσαν μεγάλη οικονομική δυσπραγία στο 90%, όταν ξέσπασαν. Η αισχρή αυτή συλλογή περιλαμβάνει το κραχ της χρηματιστηριακής αγοράς του 1987, τις διάφορες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που κορυφώθηκαν με την οικονομική κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997-8, τη συντριβή dot-com του 2000 και την κρίση του 2008.

Ενώ η νομισματική πολιτική συνέχισε να αναπληρώνει το κρασί στο ποτήρι, το πάρτυ των κερδοσκόπων ήταν σαφώς χειρότερο. Οι διεθνείς ροές κεφαλαίων, για παράδειγμα, παραμένουν 65% χαμηλότερες από την αιχμή τους πριν από το 2008, παρά τη γενναιοδωρία των κεντρικών τραπεζών. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βαραίνονται από τα υψηλότερα ελάχιστα αποθεματικά που επέβαλε η κατά τ’ άλλα αναποτελεσματική επαναρύθμιση μετά την κρίση. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο χρήσιμο είναι το χρηματικό ρίσκο για να κερδίσει κανείς χρήματα στις σημερινές χρηματοπιστωτικές αγορές, η τεράστια κλίμακα των χρημάτων που αναζητούν επιστροφές δεν μπορεί παρά να μειώσει τα περιθώρια. Έτσι, ακόμη και αυτή η σχετικά αδύναμη πολιτική έχει επηρεάσει τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Παρόλα αυτά, την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε μια σημαντική φούσκα στη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία φαίνεται να έχει πλέον ξεσπάσει. Η επείγουσα μείωση επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και η υπόσχεση της να ρίξει τρισεκατομμύρια στο σύστημα την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου δεν δούλεψε. Σε απάντηση, ανακοίνωσε την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, περισσότερες αγορές αξιών και τη συνηθισμένη υπόσχεση να «χρησιμοποιήσει όλο το φάσμα των εργαλείων» την Κυριακή 15 Μαρτίου λίγο πριν ξεκινήσουν οι αγορές στην Ανατολή. Με αυτή την κίνηση, η Fed έχει εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά της. Από το 2015, είχε αυξήσει τα επιτόκια με ρητό σκοπό να κρατήσει κάποιο μαξιλαράκι για μια άλλη κρίση, για να είναι τότε σε θέση να μειώσει τα επιτόκια. Κατά τους τελευταίους έξι μήνες τα έχει χάσει όλα, το μεγαλύτερο μέρος το έχασε τον Μάρτιο του 2020. Δεν έχει απομείνει τίποτα. Τα αρνητικά επιτόκια είναι πλέον καυτά. Ακόμα και οι πιο ριψοκίνδυνοι Ευρωπαίοι δεν έχουν αποτολμήσει να επεκταθούν πέρα ​​από το -0.5 τοις εκατό και η Fed μέχρι τώρα ήταν απρόθυμη να πάει ως την αρνητική κλίμακα. Με αυτό σαν δεδομένο, το γεγονός ότι οι αγορές αρνήθηκαν να ανταποκριθούν την επόμενη μέρα, πέφτοντας σαν πέτρες από το πρωί στην Ανατολή μέχρι το βράδυ στη Δύση, έδωσε μια ανατριχιαστική ετυμηγορία σχετικά με τις δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής.

Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων πηγαίνουν σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική φρενίτιδα, ανεξάρτητα από το πόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τις ενθαρρύνει, τελικά καθορίζονται από τη βαρύτητα της παραγωγικής οικονομίας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Η φούσκα dot-com αναγκάστηκε να ξεσπάσει, δεδομένης της αξίας των τόσων πολλών αποθεμάτων της. Οι στεγαστικές και πιστωτικές φούσκες ξέσπασαν το 2008, όταν έπρεπε να αυξηθούν τα επιτόκια για να διατηρηθεί η αξία του δολαρίου εν μέσω αυξήσεων των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθούν οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών και να υπάρξουν όλο και περισσότερες «υπερτιμημένες υποθήκες», υψηλότερης αξίας από τις τιμές των σπιτιών που είχαν χρησιμοποιηθεί ως υποθήκη. Σήμερα το πρόβλημα για τη χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να έχει προκληθεί από την πανδημία αλλά αγγίζει τα βαθύτερα, θεμελιακά της  προβλήματα.

Καθώς οι αγορές αξιών, οι οποίες χρηματοδοτούν την κερδοσκοπία στην αξία των ήδη παραγόμενων περιουσιακών στοιχείων, αυξήθηκαν σε μέγεθος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ξεπέρασαν κάθε λογικό ποσοστό έναντι της  παραγωγικής δραστηριότητας – επένδυσης στην παραγωγή νέων αγαθών και υπηρεσιών (αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «πραγματική» οικονομία ) – ακόμη και αν στηρίζονταν σε αυτή. Στην παρούσα κρίση, το σχετικό σχήμα εμπιστοσύνης είναι το ακόλουθο: Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δέχονται καταθέσεις παραγωγικών εταιρειών ως χρηματοδότηση ύψιστης ποιότητας. Ωστόσο, υπό την επίδραση των διαταραχών της προσφοράς και της ζήτησης, οι παραγωγικές εταιρείες αποσύρουν αυτές τις καταθέσεις και μάλιστα δανείζονται χρήμα. Επιπλέον, όλες οι μεγάλες εταιρίες αυτό ακριβώς το κάνουν μαζί και ταυτόχρονα.

Παρότι αυτό δεν έχει προκαλέσει άμεση τραπεζική κρίση, το πρόβλημα μπορεί να μην βρίσκεται και πολύ μακριά: όπως πρόσφατα επεσήμανε ένας αρθρογράφος των Financial Times, ακόμα και η μεταρρύθμιση Dodd-Frank και άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις μετά το 2008,  που έκαναν τις τράπεζες πιο ανθεκτικές, απαιτούν από αυτές να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο αντίστοιχων ποιοτικών καταθέσεων. «Η τόσο γρήγορη απώλεια αυτών των καταθέσεων απειλεί το προφίλ ρευστότητας και την κανονιστική συμμόρφωση των ίδιων των τραπεζών. Κι ακόμα δεν έχουμε αρχίσει να βλέπουμε την άνοδο των εταιρικών υποβαθμίσεων και των πτωχεύσεων που θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση χρηματοδότησης».

Η προσφορά ρευστότητας εκ μέρους της Fed δεν λειτουργεί πλέον, διότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η οικονομία είναι ένας τρόπος για να δημιουργηθεί ζήτηση, τόσο ζήτηση καταναλωτών όσο και επενδύσεων, με σκοπό την αποκατάσταση και την επέκταση της παραγωγής. Στις τρέχουσες συνθήκες χαμηλών ιδιωτικών δαπανών και επενδύσεων, αυτό μπορεί να είναι μόνο έργο των κυβερνήσεων. Αυτό όμως δημιουργεί πρόβλημα. Από τη μια πλευρά, χωρίς αυτή τη ρευστότητα, μια γενικευμένη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, πολύ πιο βαθιά από την προσωρινή πτώση στην παραγωγή και την κατανάλωση – που μόνο η πανδημία θα προκαλούσε, δεν βρίσκεται και πολύ μακριά. Από την άλλη πλευρά, αν η κυβέρνηση κάνει πραγματικά αυτό που χρειάζεται, θα θέσει ένα ερωτηματικό για το μέλλον του καπιταλισμού.

Η παραγωγική οικονομία σε τεταμένα όρια

Όπως έχουμε σημειώσει, το χρονικά, χωροταξικά και κοινωνικά υπερπαραγωγικό σύστημα που διαμορφώθηκε στις τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, ήδη επρόκειτο να οδηγηθεί σε εκκαθάριση. Ενώ για περίπου μια δεκαετία μετά το 1995, οι δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού έφθασαν σχεδόν στην Κίνα, η ανάπτυξή τους ήδη επιβραδυνόταν πολύ πριν την κρίση του 2008, χάρη σε ένα σύνθετο σύνολο παραγόντων όπως ο κορεσμός των δυτικών αγορών που στραγγαλίστηκε από τον νεοφιλελευθερισμό και η αύξηση των μισθών στην Κίνα. Μετά το 2008 και την έναρξη της λιτότητας, τα αποτελέσματα δεκαετιών «συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών», που στην πραγματικότητα ήταν συμφωνίες για τη διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων, ανεμπόδιστων από τις εργασιακές, περιβαλλοντικές και άλλες προδιαγραφές, άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, στη Δύση. Παρά τις αναφορές  που υποστηρίζουν ότι τα δυτικά επίπεδα μισθών και απασχόλησης δεν είχαν καμία σχέση με το εμπόριο, στην πραγματικότητα, οι εμπορικές συμφωνίες ροκάνιζαν και τα δύο, ειδικά τους εργάτες στη Δύση.

Ενώ αυτή η δυσαρέσκεια θα έπρεπε να απαντηθεί από το προοδευτικό κίνημα, οι δεκαετίες εξευτελισμού της Αριστεράς από την σε άνοδο νεοφιλελεύθερη δεξιά και οι δεκαετίες «νομιμοφροσύνης» των παραδοσιακά αριστερών κομμάτων (πιθανώς χάρη στους δικούς τους ιστορικούς και βαθιά ριζωμένους περιορισμούς), κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ ‘αυτού, καθώς ο δεξιός λαϊκισμός εκμεταλλεύτηκε αυτή τη δυσαρέσκεια, διαιρώντας έντεχνα κι εκλογικά, όπως με το Brexit και τους εμπορικούς πόλεμους, ενώ παράλληλα ελάχιστα έκανε για να την αντιμετωπίσει, το αποτέλεσμα έχει αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις ήδη ισχνές διεθνείς παραγωγικές ρυθμίσεις του πλανήτη. Η επιδημία του κοροναϊού έχει μόνο επιταχύνει το ρυθμό προς την αναμέτρηση.

Η κρίση της διαχείρισης κρίσεων

Το τελικό στοιχείο σε αυτό το «κακό κοκτέιλ» σχετίζεται με τους μηχανισμούς μέσω των οποίων έχουν ιστορικά αντιμετωπιστεί οι κρίσεις στον καπιταλισμό – το κράτος και η πολιτική. Οι δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν διαβρώσει τόσο τις κρατικές όσο και τις ευρύτερες πολιτικές ικανότητες στις δυτικές κοινωνίες και δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτές για να δώσουμε μια συνεπή απάντηση στην τρέχουσα κρίση, είτε στον έλεγχο και τον τερματισμό της πανδημίας βραχυπρόθεσμα, είτε στον μακροπρόθεσμο οικονομικό αναπροσανατολισμό που θα είναι απαραίτητος.

Αυτό φαίνεται σαφέστερα από την υποτονικότητα των δυτικών απαντήσεων στην πανδημία. Έχοντας ξοδέψει αρκετούς μήνες στο να βρίσκουν λάθη στην ανταπόκριση της Κίνας, η ίδια η αντίδραση της Δύσης υπολείπεται αρκετά σε σχέση μ’ εκείνη του Πεκίνου. Η έκθεση της Μεικτής Αποστολής για την νόσο του κορονοϊού 2019 (Covid-19) μεταξύ ΠΟΥ-Κίνας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

Μπροστά σε έναν προηγουμένως άγνωστο ιό, η Κίνα έχει αναπτύξει ίσως την πιο φιλόδοξη, ευκίνητη και επιθετική προσπάθεια περιορισμού της ασθένειας στην ιστορία. Η στρατηγική που στήριξε αυτήν την προσπάθεια συγκράτησης ήταν αρχικά μια εθνική προσέγγιση που προωθούσε την καθολική παρακολούθηση της θερμοκρασίας, την κάλυψη και το πλύσιμο των χεριών. Ωστόσο, καθώς εξελίχθηκε το ξέσπασμα και αποκτήθηκε γνώση, υιοθετήθηκε μια προσέγγιση επιστήμης και ρίσκου. Τα ειδικά μέτρα περιορισμού προσαρμόστηκαν σε επαρχιακό, νομαρχιακό και ακόμη και σε κοινοτικό επίπεδο, στην ικανότητα εγκατάστασης και στη φύση της νέας μετάδοσης του κορωνοϊού εκεί.

Η αντίθεση με τη Δύση δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Πάρτε ως παράδειγμα τα δύο κορυφαία νεοφιλελεύθερα έθνη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Και στα δύο, τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού έχουν μειώσει την κρατική ικανότητα, κατέστρεψαν κρίσιμους θεσμούς και έχασαν το καλύτερο προσωπικό τους. Και στις δύο, οι πολιτικές ελίτ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και τα πολιτικά συστήματα έχουν αναστατωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε επέτρεψαν σε τσαρλατάνους να καταλάβουν τα ανώτατα πολιτειακά τους καθήκοντα. Πώς μπορούν αυτά τα εξαντλημένα συστήματα να παράγουν την πολιτική προθυμία και την κρατική ικανότητα αντιμετώπισης της κρίσης που εκτυλίσσεται; (Μπορούμε να προσθέσουμε εδώ ότι η πανδημία δοκιμάζει επίσης την ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης.)

Στις ΗΠΑ, με ένα ιδιωτικό ιατρικό σύστημα, η ασφάλιση, το κόστος και άλλες εμπορικές παράμετροι, εξακολουθούν να υπαγορεύουν μια ασυνάρτητη απάντηση στην οποία ακόμη και οι διαγνωστικοί έλεγχοι παραμένουν αδιαφανείς, αφήνοντας το πραγματικό μέγεθος της πανδημίας να παραμένει ένα μυστήριο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου παραπάνω από μια δεκαετία  λιτότητας είχε ήδη αφήσει την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (NHS) ανίκανη να αντιμετωπίσει τις συνήθεις, εποχιακές εξάρσεις της γρίπης, χωρίς να αναβάλει τις εκλογικές διαδικασίες, επιδίωξε να αναδείξει την αναγκαιότητα ως αρετή,  υποστηρίζοντας ότι στόχευε στην «ανοσία αγέλης». Αυτή δεν ήταν παρά μια αποστειρωμένη κήρυξη πτώχευσης με έντονη επίγευση γενοκτονίας. Θεωρώντας ότι η πανδημία θα έπληττε τους φτωχούς σκληρότερα, αποδεχόμενη ότι ο ιός θα εξαπλωθεί, δεκάδες «αγαπημένοι» θα πεθάνουν και μόνο ο πιο ικανός θα επιβιώσει,  ήταν σαν να λέει «αφήστε το διάβολο να πάρει τον τελευταίο που θα μείνει». Σε όλο τον δυτικό κόσμο, η κυριαρχία των συστημάτων πληροφοριών από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης παρήγαγε ένα επίπεδο παρερμηνειών και δυσλειτουργιών, που μπορούν μόνο να εντείνουν τα προβλήματα.

Επιπλέον, οι ανικανότητες του εκάστοτε έθνους εντείνονται από τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις εντάσεις, καθιστώντας δύσκολη μια διεθνώς συντονισμένη απάντηση. Οι ρίζες των αντιπαλοτήτων, που χαρακτηρίζουν τον εικοστό πρώτο αιώνα, έγκεινται βεβαίως στη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους του κόσμου μακριά από τη Δύση. Βέβαια, αυτή η μετατόπιση εντάθηκε από την αργή ανάπτυξη της Δύσης κατά τις νεοφιλελεύθερες δεκαετίες και από την ικανότητα της Κίνας και ορισμένων άλλων κυβερνήσεων να αποφύγουν ή να προσαρμοστούν στις διακυμάνσεις της. Η Δύση εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να αντιδράει άσχημα σε αυτή τη μετατόπιση: εντείνοντας τον στρατιωτικό και τον οικονομικό πόλεμο εναντίον των αντιπάλων και των “ανερχόμενων”. Η άνοδος του λαϊκισμού έχει μόνο χειροτερέψει τα πράγματα.

Ενώ το επίπεδο διεθνούς ομαλότητας μετά το 2008 σκιαγραφούταν με υπερβολική αισιοδοξία και οι προσπάθειες των G20 ελάχιστα κατάφεραν να μετριάσουν την κρίση, η εποχή του «America First» και το Brexit δείχνουν ένα νέο επίπεδο διαφωνίας. Η προσπάθεια του Τραμπ να προσφέρει μεγάλα ποσά σε φαρμακευτικές εταιρείες για αποκλειστική πρόσβαση σε ένα εμβόλιο, είναι ίσως ο πιο πρόσφατος «πάτος»  στη συμπεριφορά των δυτικών κρατών εν μέσω της κρίσης. Ακόμη και το να μάθουμε από την επιτυχία της Κίνας δέχεται αντιστάσεις στις περισσότερες πολιτικές της Δύσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τόσο πολύ ώστε να μην αναφέρονται οι ιατρικές πρόοδοι προς την επιτυχή θεραπεία, πόσο μάλλον να συζητούνται ή να υιοθετούνται. Εν τω μεταξύ, τα διεθνή καθεστώτα κυρώσεων εμποδίζουν τις «δαιμονικές κυβερνήσεις», όπως εκείνη της Βενεζουέλας, να αγοράζουν φάρμακα για θεραπεία.

Εάν η πανδημία του κοροναϊού έπληττε μια υγιή και αρμονική παγκόσμια οικονομία, θα είχε προκαλέσει μεγάλη ζημιά, αλλά η ζημιά θα ήταν περιορισμένη σε χρόνο και χώρο. Εντούτοις, πλήττει μια παγκόσμια οικονομία και ένα καπιταλιστικό σύστημα ήδη αποδυναμωμένο από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού. Η επίδρασή της είναι, και θα παραμείνει, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές τις υποκείμενές της αδυναμίες. Θα πρέπει να είναι σαφές από τα προηγούμενα ότι η κατάσταση περιέχει μεγάλες δυνατότητες για ανάκαμψη της αριστεράς. Αυτό όμως ας το αφήσουμε για κάποια άλλη χρονική στιγμή.

Πηγή: Canadian Dimension

Μετάφραση: antapocrisis

Κορωνοϊός και συστημική κρίση

Η κατάσταση που προέκυψε από την «παγκοσμιοποίηση» της επιδημίας του κορωνοϊού δεν είναι ένα ατύχημα στο δρόμο ή το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, αλλά είναι το άμεσο προϊόν μιας συστημικής κρίσης που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει διαφορετικά πρόσωπα και σήμερα εμφανίζεται με δραματικό τρόπο υπό τη μορφή της πανδημίας.

Η επιδημία όπως παρουσιάζεται από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως συνήθως, στρεβλώνεται συστηματικά. Υπογραμμίζονται τα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η ορθότητα αυτής ή εκείνης της απόφασης της κυβέρνησης, αν η χρονική στιγμή ήταν σωστή στον ορισμό ή όχι των κόκκινων ή πορτοκαλί περιοχών (σ.μτφ. περιοχές με διαφορετικά επίπεδα εξάπλωσης της ίωσης και απαγόρευσης κυκλοφορίας), και πολλά άλλα πράγματα στα οποία όλοι, μα όλοι, οι λεγόμενοι «πολιτικοί» δείχνουν την ασυνέπειά τους. Επιχειρούν να εκτρέψουν την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες που έχουν προκαλέσει εδώ και χρόνια τα σημερινά δραματικά αποτελέσματα.

Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, δεν πρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από τα καθημερινά τηλεοπτικά επικοινωνιακά δράματα, αλλά πρέπει να επικεντρωθούμε στους δομικούς λόγους μιας κατάστασης που έχει διεθνή διάσταση. Όχι μόνο αυτό, αλλά καλούμαστε να καταλάβουμε εάν η κατάσταση στην οποία έχουμε φτάσει σήμερα, είναι σημείο χωρίς επιστροφή για ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο, μετά από τριάντα χρόνια “ηγεμονίας”, είναι καταδικασμένο να υποχωρήσει ενισχύοντας όλες εκείνες τις αντιφάσεις που δημιούργησε στη στροφή της χιλιετίας.

Πράγματι, αναδεικνύεται ότι η παγκοσμιοποίηση – πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε τους μαρξιστικούς όρους που μας βοηθούν να κατανοούμε καλύτερα – δεν μπορεί να γίνει διαχειρίσιμη με μια καπιταλιστική λογική που τώρα επαναπροσδιορίζεται με τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού και του ανταγωνισμού.

Το κομμουνιστικό κίνημα ήταν πάντα διεθνιστικό, χωρίς ποτέ να συγχέει τον διεθνισμό με την ιστορική τάση του κεφαλαίου να ενοποιήσει την παγκόσμια αγορά, όπως μπορεί να έχει σκεφτεί κάποιος τις τελευταίες δεκαετίες. Από αυτήν τη διάσταση του προβλήματος η αντίφαση που εκδηλώνεται είναι η κλασική μαρξιστική αντίθεση μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων. Εν ολίγοις, ενώ μας λένε ότι φτάνουμε στον Άρη και μας εξηγούν τη θαυμάσια πορεία του οικονομικού μας συστήματος, η κοινωνική, εργασιακή και περιβαλλοντική πραγματικότητα – σε παγκόσμια διάσταση – υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο. Έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την εξέλιξη, δημιουργώντας νέες “παγίδες”.

Πώς αλλιώς, για παράδειγμα, να ερμηνεύσουμε την απαίτηση των «επιχειρηματιών» μας να στείλουν εργαζόμενους στην παραγωγή, ούτως ή άλλως, με κίνδυνο τη ζωή τους, χωρίς να έρχονται σε τυπική αντίθεση με τις δηλώσεις της ίδιας της κυβέρνησης; Συντελεί κάτι τέτοιο στη δημιουργία ενός αισθήματος φόβου, θυμού και εξέγερσης που μπορεί να θέσει και πάλι στη δημόσια συζήτηση την αντιφατική παθητικότητα του κόσμου της εργασίας που παρακολουθεί τις εξελίξεις δείχνοντας ανοχή.

Μια άλλη σκέψη μπορεί να είναι χρήσιμη για την ερμηνεία των παρόντων γεγονότων.

Με την πάροδο των ετών σκεφτόμασταν πάντα, ίσως σχηματικά, ότι η κρίση του καπιταλισμού εκδηλώθηκε είτε μέσω στρατιωτικών συγκρούσεων, είτε μέσω οικονομικών κρίσεων. Στην πραγματικότητα, η σημερινή κρίση του κορωνοϊού μας λέει ότι η πραγματικότητα είναι όλο και πιο πολύπλοκη από τη συλλογιστική μας. Μας λέει ότι η κρίση της ηγεμονίας, που από καιρό εντοπίζουμε, βρίσκει το δρόμο της ακόμα και εκεί που ο ταξικός μας αντίπαλος πίστευε ότι είχε κερδίσει οριστικά ολόκληρο τον πόλεμο και όχι μόνο τις επιμέρους μάχες.

Η ηγεμονία καταρρέει πάνω στη γενικευμένη καταστροφή του κράτους πρόνοιας, που έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και συνιστά την ιστορική εκδίκηση από τις παγκόσμιες αστικές τάξεις για τις απώλειες που είχαν από την ταξική σύγκρουση του εικοστού αιώνα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που να μην προκαλεί ζημιές και δράματα, και δεν μπορεί να υπάρξει καμία χειραφέτηση για την ανθρωπότητα στο σύνολό της, παραμένοντας σε αυτό το κοινωνικό μοντέλο.

Εν ολίγοις, η ιστορία δεν τελείωσε καθόλου παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις.

Επιβεβαιώνοντας, και ξεκινώντας από κάποιες θεωρητικές αναφορές, είναι απαραίτητο να βρούμε την άκρη του νήματος γύρω από το οποίο θα ανοικοδομήσουμε και την αφήγηση αλλά και τη δύναμη. Αυτά τα ζητήματα θα τεθούν με το τέλος της διεθνούς υγειονομικής κρίσης.

Είναι επομένως απαίτηση των καιρών να βάλεις “τα πόδια σου στο έδαφος” στη συγκεκριμένη πραγματικότητα και να αρχίσεις να βγάζεις κάποια συμπεράσματα.

Καταρχάς, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι η χώρα από την οποία άρχισε η μόλυνση κατάφερε να την θέσει γρήγορα υπό έλεγχο κινητοποιώντας ένα τεράστιο σύστημα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο από ένα κράτος που είναι πράγματι κράτος.

Δεν έχουμε καμιά εξουσία για να μοιράζουμε πιστοποιητικά σοσιαλισμού, αλλά μπορούμε να πούμε ότι η δημόσια διάσταση είναι η μόνη που μπορεί να αντιμετωπίσει κοινωνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αυτής της έκτασης.

Ακριβώς όπως δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε ότι η Κούβα, για άλλη μια φορά, έχει αποδείξει ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όχι μόνο της ιατρικής αλλά και μιας σαφούς κοινωνικής αντίληψης για το τι είναι κράτος.

Αυτές είναι συνοπτικές εκτιμήσεις, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι μόνο το προϊόν μιας κρατικής «αποτελεσματικότητας», αλλά και μιας πολιτιστικής διάστασης των λαών όπου το συλλογικό στοιχείο είναι ισχυρότερο από τον καταστροφικό μας καπιταλιστικό ατομικισμό.

Οι διαρθρωτικοί λόγοι για την κρίση της υγείας μας, στην Ευρώπη και στην υπόλοιπη Δύση, είναι πλέον εμφανείς. Έστω και αν η τηλεοπτική επικοινωνία επιμένει στην συστηματική αποσιώπησή τους, καθώς γνωρίζει ότι πρόκειται για δριμύ “κατηγορώ” εναντίον των πολιτικών που υιοθετούν όλες οι κυβερνήσεις.

Η Εθνική Υγειονομική Υπηρεσία στην Ιταλία έχει υποστεί περικοπές επί περικοπών στο ποσό των 37 δισεκατομμυρίων σε μόλις 10 χρόνια, με αντι-μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει να ιδιωτικοποιηθεί γρηγορότερα, να αναδιοργανωθεί σύμφωνα με την αγορά, και πλέον έχει χάσει την ικανότητά της να αποτελεί εργαλείο για την προάσπιση της δημόσιας υγείας.

Αυτό είναι προϊόν των πολιτικών λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες όχι μόνο κατέστρεψαν το Εθνικό Σύστημα Περίθαλψης (SSN – Servizio Sanitario Nazionale) αλλά ολόκληρη την παραγωγική δομή της χώρας μας.

Η κατάρρευση της γέφυρας της Γένοβας, και όχι μόνο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το αποτέλεσμα της έλλειψης συντήρησης του δικτύου αυτοκινητοδρόμων που είχε ανατεθεί σε «πεφωτισμένους» ιδιώτες όπως οι Μπένετον.

Αλλά και τα συχνότερα σιδηροδρομικά ατυχήματα είναι προϊόν μιας στρατηγικής που μειώνει τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της συντήρησης, όπως απέδειξε για ακόμη μια φορά  ο εκτροχιασμός του AV στην περιοχή Lodigiano (ή ενός TGV στη Γαλλία). Ταυτόχρονα αυτή η στρατηγική αυξάνει τις τιμές, όχι για κοινωνικούς σκοπούς, αλλά για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις της πολυεθνικής FS στο εξωτερικό.

Ο κατάλογος των καταστροφικών αποτελεσμάτων των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, με την ενορχήστρωση της ΕΕ θα μπορούσε να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: από το καπιταλιστικό δελτίο, δημιουργημένο από πρώην βιομηχανικές οικογένειες και που θεωρήθηκε κατάλληλο για τη διαχείριση των υπηρεσιών και των δημόσιων τιμών, μέχρι τη συνεχιζόμενη βιομηχανική κρίση, που είναι το προϊόν της απουσίας οποιασδήποτε βιομηχανικής και προγραμματικής πολιτικής του κράτους.

Αυτό που υπογραμμίζει την απροσδόκητη διεθνή υγειονομική κρίση είναι ότι έφτασε σε αυτό το σημείο υπό τις έμμεσες πιέσεις του κεφαλαίου, το οποίο, από το τέλος της ΕΣΣΔ, βρήκε τις καλύτερες συνθήκες για αύξηση των κερδών και της εξουσίας του. Τώρα ο μηχανισμός αυτός δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, που αποκαλύπτονται στα μάτια εκείνων που θέλουν να δουν.

Το πρώτο είναι ότι τα περιθώρια ανάπτυξης για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργεί η σημερινή κρίση είναι μειωμένα και ανεπαρκή για να μπορέσουν να δώσουν γενική ώθηση στην καπιταλιστική οικονομία. Όπως γνωρίζουμε, οι κρίσεις αποτελούν γενικά μια ευκαιρία για την ανάκαμψη του κεφαλαίου, αλλά στην περίπτωση αυτή, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών που έχει υπάρξει σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τόσο γενικευμένη και βαθιά, ώστε τα σημερινά περιθώρια για ανάκαμψη είναι πολύ περιορισμένα.

Το άλλο στοιχείο που δεν προοιωνίζει σημαντικά περιθώρια επιστροφής είναι το επίπεδο οργανικής σύνθεσης που επιτυγχάνεται από το παγκόσμιο κεφάλαιο. Μέχρι τώρα το επίπεδο αυτοματοποίησης της παραγωγής και των υπηρεσιών έχει φτάσει σε τέτοιο μέγεθος, που πλέον είναι αδύνατο να επιστρέψουμε πίσω. Αυτό σημαίνει αύξηση της εκμετάλλευσης, επιδείνωση της κατάστασης του εργατικού δυναμικού, αύξηση της ανεργίας και της επισφάλειας. Εμποδίζεται η ανακατανομή του πλούτου όταν αυτός παράγεται σε απουσία, όπως ισχύει σήμερα, μιας ισχυρής ταξικής σύγκρουσης.

Τέλος, η σύγκρουση που προκύπτει από αυτά τα μειωμένα περιθώρια κέρδους δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στο δίπολο αστικές τάξεις – λαϊκές τάξεις, αλλά και στη σύγκρουση μεταξύ των αστικών μπλοκ. Αυτό αποδεικνύεται με σαφήνεια από την ιστορία των δασμών, τις προστατευτικές πολιτικές και τις στρατιωτικές συγκρούσεις που γίνονται για να επιβεβαιώσουν την υπαγωγή της γεωπολιτικής στα συμφέροντα αυτής ή εκείνης της ιμπεριαλιστικής δύναμης. Ακόμη και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, μετά την κρίση του 2008, δυσκολεύεται να σταθεροποιήσει την οικονομία, όπως αποδεικνύουν οι νομισματικοί πόλεμοι που εμφανίζονται περιοδικά.

Συνοπτικά, όποιος πιστεύει ότι η υγειονομική κρίση μπορεί να επανατοποθετήσει τις γενικές πολιτικές προς την κατεύθυνση κοινωνικών και φιλολαϊκών σκοπών, κάνει λάθος. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι προϊόν αυτής ή εκείνης της “λανθασμένης” επιλογής, όπως δείχνει η παγκόσμια διάσταση της επιδημίας, αλλά μιας δομικής κατάστασης του καπιταλισμού που μετά την μέθη της νίκης επί του σοσιαλισμού, τώρα βρίσκεται και πάλι σε σημείο να αντιμετωπίσει τον εαυτό του.

Γνωρίζουμε καλά ότι όταν συμβαίνει αυτό, οι προοπτικές για την ανθρωπότητα σίγουρα δεν είναι θετικές, όπως συνέβη με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του περασμένου αιώνα και όπως συμβαίνει σήμερα με πιθανώς νέους τρόπους.

Το ταξικό κίνημα, οι κομμουνιστές, δυστυχώς φτάνουν εντελώς άοπλοι στο ραντεβού, ασφαλώς και λόγω της καταστολής, διότι ο εχθρός της τάξης θυμώνει και περιστέλλει ακόμα περισσότερο τις ελευθερίες του αγώνα και της οργάνωσης. Ο κύριος λόγος όμως αυτής μας της ανικανότητας βρίσκεται αλλού.

Έγκειται στην υλική, πολιτική και πολιτιστική αποσύνθεση της κοινωνικής και ταξικής αναφοράς μας. Αυτή η αποσύνθεση ευνοήθηκε από την «Αριστερά» μας, που στις δεκαετίες αυτές της ηγεμονίας του κεφαλαίου, δέχθηκε να εγκαταλειφθεί η επαναστατική κριτική στον καπιταλισμό. Ευνοήθηκε από όποιον έχει αποδεχθεί τις σιωπηρές αλλά σαφείς αξίες της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ευνοήθηκε και από όποιον πίστεψε ότι έπρεπε να παρουσιάσει “λογικές” προτάσεις, επειδή ο σοσιαλισμός ήταν πλέον παρωχημένος και μη εφαρμόσιμος σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Σχεδιάσαμε και προτείναμε πολιτικές ασφυκτικά μέσα στον ορίζοντα της κυριαρχίας της αγοράς επί του κράτους, της αποδοχής του κοινωνικού ανταγωνισμού και της “αξιοκρατίας”. Στην Ιταλία και στην Ευρώπη αυτό σήμανε την υποστήριξη πολύ συγκεκριμένα των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή είναι η αντίληψη που πρέπει να αντιστραφεί. Η αντιπαράθεση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι σημαντική, αλλά γίνεται ανεπαρκής. Γιατί πρέπει να ανοίξει ένα άλλο μέτωπο αγώνα που είναι εκείνο της ανοικοδόμησης ενός συστήματος αξιών που συγκρούεται και δεν συμβιβάζεται με την ηγεμονική κουλτούρα και που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το σημερινό κοινωνικό μοντέλο.

Γιατί αυτό το σημερινό μοντέλο αρνείται την προοπτική σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, ξεκινώντας από εκείνα της νεολαίας, που δεν βλέπουν και δεν έχουν θετικό μέλλον.

Σήμερα, ο αντικαπιταλιστικός και κομμουνιστικός ιδεολογικός αγώνας πρέπει να ανακατασκευαστεί πλήρως. Είναι ένα όπλο που θεωρήθηκε «βρώμικο» από εκείνους που είχαν επιβάλει την ιδεολογική τους ηγεμονία στην κοινωνία. Είναι όμως ένα εργαλείο που επιστρέφει σήμερα ουσιαστικά, για να δώσει δύναμη και ταυτότητα σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, για να αντιμετωπίσει και να αντισταθεί σε μια ηγεμονία που αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τον αντιδραστικό της χαρακτήρα.

Αυτή είναι η συγκεκριμένη υποχρέωση που πρέπει να αναλάβουμε για να ξεπεράσουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης του κορωνοϊού, για να ανοίξουμε ένα νέο μέτωπο αγώνα και να αποτρέψουμε το «μετά» από να είναι όπως το «πριν».

Πηγή: Contropiano

Μετάφραση: antapocrisis