Άρθρα

Νομοσχέδιο επίθεσης στην εργασία και στα δικαιώματα

Το εργασιακό νομοσχέδιο που προετοιμάζει το υπουργείο αποτελεί την επιτομή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Ως τέτοιο, χρειάζονταν τον πιο επιθετικό σταυροφόρο της. Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, γνωστός «νοικοκύρης» άλλωστε, δηλώνει στα μέσα πώς:

«Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, που πλέον βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, επιβεβαιώνει τις αρχικές μας δεσμεύσεις να πετύχουμε τον εξής διπλό στόχο: από τη μία την αύξηση της απασχόλησης και των δίκαια αμειβόμενων θέσεων εργασίας και από την άλλη την εφαρμογή νέων προστατευτικών κανόνων για τους εργαζόμενους, που αφορούν τόσο την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας όσο και την προάσπιση του δικαιώματος στην εργασία».

Ας σταχυολογήσουμε τις νέες μορφές απασχόλησης που εισάγεται το νομοσχέδιο:

1. Πολλαπλή απασχόληση: Εργασία εως και 13 ώρες ημερησίως!

Μετά τα 10ωρα του Χατζηδάκη, πλέον ο εργαζόμενος θα μπορεί να εργάζεται και μετά το πλήρες ωράριο του, με μία σύμβαση πλήρους απασχόλησης και μία μερικής απασχόλησης. Μέχρι τώρα, επιτρέπονταν νομικά μόνο η πολλαπλή απασχόληση με δύο συμβάσεις μερικής απασχόλησης, οι οποίες σωρευτικά δεν επιτρέπονταν να υπερβαίνουν το 8ωρο.

Πλέον, θα επιτρέπεται η εργασία και πέραν του πλήρους ωραρίου, μέχρι το όριο των 13 ωρών απασχόλησης, με μοναδικό φραγμό τις διατάξεις για τον ελάχιστο χρόνο ανάπαυσης. Μοναδικό όριο, πλέον, είναι η φυσική εξάντληση: αυτό πλέον αποτυπώνεται στο χαρτί του νόμου. Προστασία του εργαζόμενου: «η τακτική και έγκαιρη ενημέρωση του εργαζόμενου για κάθε αλλαγή των όρων εργασίας»…

2. 6ημερη εργασία στις βιομηχανίες

Με στόχο δήθεν να παταχθεί η μαύρη εργασία και οι μαύρες υπερωρίες, η παραβατικότητα της υπέρβασης της 5ημερης εργασίας… νομιμοποιείται. Έτσι, κάνοντας νόμιμο το παράνομο, τελειώσαμε με το πρόβλημα. Αντί να ελεχθεί η παραβατική συμπεριφορά των εργοδοτών, να δημιουργηθούν και να ενισχυθούν δομές ελέγχου της παραβατικότητας στην εργασία, απλώς ό,τι χθες γίνονταν στο σκοτάδι, σήμερα γίνεται στο φως, με την βούλα του νόμου. Εργασία την 6η ημέρα, με αύξηση 40% του ημερομισθίου.

Εδώ υπογραμμίζεται εξίσου καθαρά το μοντέλο απασχόλησης που επιθυμεί η κυβέρνηση: ελαστική, που «τραβιέται» και μία μέρα ακόμα, ώστε με το ίδιο προσωπικό, να καλύπτεται ένα ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, όπως και με την πολλαπλή απασχόληση, ασκείται πόλεμος ενάντια στην απασχόληση, καθώς με την κατανομή όλο και περισσότερης εργασίας στους ίδιους εργαζόμενους, που θα οδηγούνται στην εξάντληση, δεν θα προσλαμβάνεται νέο προσωπικό. Αντί να δουλεύουν περισσότεροι, όλο και λιγότερο, θα δουλεύουν όλο και λιγότεροι, περισσότερο, και σε συνθήκες απόλυτης ανασφάλειας, άγχους, πίεσης και εργασιακού στρες.

3. Συμβάσεις μηδενικών ωρών/Κατά παραγγελία απασχόληση

Στην περίπτωση των συμβάσεων «μηδενικών ωρών» (0-hour contract, όπως έγιναν γνωστές στο Ηνωμένο Βασίλειο), το Υπουργείο στρέφεται ευθέως ενάντια σε επιταγή της Οδηγίας. Στο προοίμιο της, η Οδηγία καταδικάζει την ενδεχόμενη αξιοποίηση της ενσωμάτωσης της στα εθνικά δίκαια ως αφορμή για την εισαγωγή των συμβάσεων μηδενικών ωρών.

Η απασχόληση «κατά παραγγελία» αποτελεί παραλλαγή της ίδιας κατάστασης: συμφωνείται με τον εργοδότη εργασία, όχι με σταθερό ωράριο, αλλά εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς. Ένα pool διαθέσιμης εργασίας, αναφέρει το υπουργείο, που ενεργοποιείται όταν σε καλέσει ο εργοδότης να δουλέψεις. Έτσι, θεωρητικά θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των «εξτρατζίδων», γύρω από το οποίο το ίδιο το Υπουργείο αναγνωρίζει ευρύ πεδίο καταχρήσεων. Ενδιαφέρον έχει και η χαρτογράφηση των χώρων που θα ευεργετηθούν: μεταφορές προϊόντων, εστίαση, catering, εκδηλώσεις πολιτιστικού ενδιαφέροντος, φορτοεκφορτώσεις στο λιμάνι, επισκευαστικές εργασίες, χώροι απασχόλησης της «βαρειάς βιομηχανίας» του τουριστικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου.

Η προστασία του εργαζόμενου βρίσκεται πάλι στην «πληροφοριακή του διαφάνεια»: πρέπει να συμφωνηθούν από τα πριν οι ελάχιστες ώρες με τον εργοδότη και να ενημερωθή 24 ώρες πριν την ανάληψη της εργασίας. Πώς λύνεται το φαινόμενο των εξτρατζίδων που καλύπτουν πάγιες ανάγκες: με το να κάνεις νόμιμη την διαρκή διάθεση της εργασιακής ετοιμότητας, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οργάνωση της ζωής του μισθωτού, στα χέρια του εργοδότη.

Κατά τα άλλα, το νομοσχέδιο επαναλαμβάνει κούφια λόγια, χωρίς να προσθέτει τίποτα, κατά την προσφιλή συνήθεια όλων των πρόσφατων εργασιακών νομοσχεδίων: απαγορεύεται η δυσμενής διάκριση του εργαζομένου, που (δικαιολογημένα) θα αρνηθεί την εκτέλεση εργασίας. Σε ένα περιβάλλον απελευθερωμένων απολύσεων για «οικονομοτεχνικούς λόγους» και ενόψει της συντριπτικής ανισομετρίας οικονομικής υποστήριξης ενός δικαστικού αγώνα ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες, αυτές οι φράσεις δεν έχουν κανένα νόημα.

Σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα αυτά έτσι και αλλιώς θα τα είχε ο εργαζόμενος, όπως και όλα τα «δικαιώματα» που προβλέπει το νομοσχέδιο, στα πλαίσια του προστατευτικού εργατικού δικαίου και της ρήτρας της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του εργοδότη. Το νομοσχέδιο αυτό, όπως ο ν. Χατζηδάκη, επαναλαμβάνουν ως καινοτομίες δικαιώματα που ήδη εν πολλοίς υφίστανται ούτως ή άλλως, για να δείξουν ότι η τεράστια αποδόμηση που φέρνουν συνοδεύεται, πάντως, με κάποια προστασία, πολύ καινοτόμα.

Το ενιαίο δικαίωμα σε μισθό κατατεμαχίζεται σε όσες ώρες εργαστεί ο εργαζόμενος, κατά την… ατομική του σύνεση και ευθύνη, για την συμφωνία που θα κάνει. Δεν μπορεί να διαπραγματευτεί όρους, δεν μπορεί μετά να διεκδικήσει. Το μόνο μηδενικό στις συμβάσεις αυτές δεν είναι οι ώρες εργασίας, οι οποίες, ενόψει της διαρκούς ετοιμότητας, τείνουν στο άπειρο και ακόμα παραπέρα, αλλά τα δικαιώματα του εργαζομένου, κάτι που η ίδια η Οδηγία αναγνωρίζει!

4. Δοκιμαστική περίοδος εργαζομένων: Πλέον, και στην σύμβαση ορισμένου χρόνου!

Στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπαϊκή Οδηγία «τα βρίσκει» με το μνημονιακό σκοτάδι του ελληνικού σχηματισμού. Η κληρονομιά του Μνημονίου 2 προέβλεπε δοκιμαστική περίοδο για τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου, για διάρκεια 12 μηνών. Φαινομενικά, το 6μηνο που προβλέπει ο νέος νόμος είναι ευεργέτημα, σε μία κατεύθυνση μείωσης. Το νομοσχέδιο γρήγορα διέλυσε αυτές τις ανοησίες, προβλέποντας απλώς ότι στο 12μηνο θα συνυπολογίζεται το 6μηνο που έχει διανυθεί (υπογραμμίζοντας, επομένως, ότι το ένα δεν καταργεί το άλλο…).

Η  μεταφορά της δοκιμαστικής περιόδου και στους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κάτι που επίσης αποτελούσε ευσεβή πόθο των εργοδοτών στον τουρισμό, όπου αυτές ευδοκιμούν, αποτελεί καταστροφική εξέλιξη για την προστασία των εργαζομένων. Μία τέτοια μεταφορά στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που αν καταγγελθούν χωρίς σπουδαίο λόγο δικαιούσαι αποζημίωση, σιωπηλά αφαιρεί τα δικαιώματα αποζημίωσης των εργαζομένων. Πλέον, μετά το δοκιμαστικό εξάμηνο, αν δεν σου «κάνει» ο εργαζόμενος, πας στον επόμενο, χωρίς καμία κοινωνική υποχρέωση απέναντι στον άνθρωπο που ξεζούμισες, χωρίς καν να τον απολύεις. Έτσι, ο μισθωτός έχει διπλό φόβο: τόσο για την διάρκεια της σχέσης ορισμένου χρόνου όσο και για το δοκιμαστικό εξάμηνο, που καθίσταται πλέον ο «πρώτος κόφτης».

Το δικαίωμα αποζημίωσης αποτελεί το τελικό, ατομικό σαφώς, όπλο του εργαζομένου, με κάποιο σημαντικό διαπραγματευτικό βάρος. Η διαρκής σχετικοποίηση του, ως και τελικά η σχεδόν εξαφάνιση του, ενισχύει την πλήρη κυριαρχία του εργοδότη στον χώρο δουλειάς, ανοίγοντας δρόμο σε κάθε πιθανή ασυδοσία, χωρίς κόστος.

5. Δικαίωμα στην εργασία = Πόλεμος απέναντι στην εργασία;

Στο άρθρο 31 του νομοσχεδίου, με τον πανηγυρικό τίτλο «Προστασία του δικαιώματος στην εργασία» ποινικοποιείται η δράση όποιου « α) εμποδίζει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη προσέλευση ή αποχώρηση από την εργασία ή την παροχή της εργασίας από εργαζομένους οι οποίοι δεν συμμετέχουν σε απεργία και επιθυμούν να εργαστούν ή ασκεί σωματική ή ψυχολογική βία σε βάρος τους ή β) συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων τους κατά τη διάρκεια απεργίας». Πρακτικά, το μέτρο στρέφεται κατά των απεργών, οι οποίοι εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να εργαστούν στο χώρο εργασίας.

Το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας κατοχυρώνεται ως δικαίωμα προσβολής και βλάβης κάποτε συμφερόντων τρίτων, προς τον σκοπό ακριβώς της υπεράσπισης της εργασίας και των συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων των απεργών. Το Σύνταγμα επιτάσσει την διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος, ως δουλειά του νομοθέτη και του δικαστή. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται και η νομοθετική απαγόρευση της πρόσληψης απεργοσπαστών στον συνδικαλιστικό νόμο. Το συγκεκριμένο, δε, άρθρο δεν παραπέμπει σε άρθρο της Οδηγίας, δεν σχετίζεται με την Οδηγία και αποτελεί απλώς εκπλήρωση των ευσεβών πόθων της κυβέρνησης.

Προφανές είναι, ότι ο πόλεμος απέναντι στην απεργία είναι πόλεμος απέναντι στην διεκδίκηση των εργαζομένων. Είναι πόλεμος απέναντι στην ίδια την εργασία. Ακόμα και αν το δικαστικό σύστημα έχει κατακρεουργήσει στην πράξη το δικαίωμα, χαρακτηρίζοντας καταχρηστικές το 95% των απεργιών, συνεχίζουν να το φοβούνται. Η Ελλάδα 2.0 δεν πρέπει να έχει ούτε την υποψία κάποιου φραγμού στην «μεταρρυθμιστική επιτάχυνση».

Ακόμα περισσότερο, όμως, θέλουν και πάλι να επενδύσουν ιδεολογικά. Το ατομικό δικαίωμα της εργασίας απέναντι στο συλλογικό δικαίωμα της διεκδίκησης. Η ατομική ευθύνη και η συλλογική υπευθυνότητα. Ο απεργός και ο απεργοσπάστης. Ο κίνδυνος για την εργασία είναι ο διπλανός εργαζόμενος. Εχθρός της «απελευθερωμένης» εργασίας 13 ωρών, 6 ημερών, σε δοκιμαστικό 6μηνο, με σύμβαση μηδενικής απασχόλησης, είναι οι εργαζόμενοι που διεκδικούν την βελτίωση της εργασίας! Η αντιστροφή είναι πλήρης!

Στην πραγματικότητα, όμως, ο πόλεμος απέναντι στην απεργία είναι πόλεμος απέναντι στην εργασία. Ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στον εργαζόμενο απεργό, αλλά στο κράτος που η μοναδική του νομοθετική δραστηριότητα είναι η νομιμοποίηση της παρανομίας στους χώρους δουλειάς. Εχθρός της εργασίας δεν είναι η απεργίας αλλά το Υπουργείο, ο Άδωνις, ο καπιταλισμός. Η προστασία της εργασίας δεν έρχεται με τις ποινές στους απεργούς, αλλά με την οργάνωση, τον αγώνα, την διεκδίκηση, την αλληλεγγύη και ό,τι άλλο ευγενές συνοψίζεται στην λέξη απεργία.

Συνοψίζοντας,
α) Το νομοσχέδιο ισχυρίζεται ότι ενσωματώνει μια Ευρωπαϊκή Οδηγία, αλλά, στην πράξη, χρησιμοποιεί αυτήν την οδηγία για να συνεχίσει τις πολιτικές των μνημονίων. Μάλιστα, παραβιάζει αυτήν την ίδια την οδηγία που ισχυρίζεται ότι ενσωματώνει, η οποία ευθέως αποδοκιμάζει την χρήση της για την εισαγωγή συμβάσεων μηδενικών ωρών στις έννομες τάξεις.

β) Το  νομοσχέδιο παρουσιάζει τυπικά νέα δικαιώματα για τους εργαζόμενους, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν προσφέρει κανένα δικαιώμα που να μην παρέχονταν ήδη στα πλαίσια του προστατευτικού εργατικού δικαίου. Απλώς, έτσι θέλουν ηθικά να εξισορροπήσουν ηθικά την καταστροφή.

γ) Η ίδια η Οδηγία, άρα και το, νομοσχέδιο επεκτείνει την υποχρέωση πληροφόρησης των εργαζομένων για τους όρους εργασίας τους ως μορφή προστασίας τους, όμως δεν αλλάζει στον ελάχιστο βαθμό τους πραγματικούς όρους της εκμετάλλευσης σε τομείς όπως η εστίαση και ο τουρισμός. Όλες οι παρανομίες απλώς επενδύονται με ένα κοστούμι νομιμοφάνειας και γίνονται «διαφανείς». Απλώς, κατοχυρώνεται ότι ο εργαζόμενος ενημερώθηκε, άρα στα χέρια του βρίσκεται και η ευθύνη της «επιλογής» του, και για αυτό τον λόγο είναι ποτισμένη με το νεοφιλελεύθερο minimum απαιτήσεων προστασίας.

δ) Το νομοσχέδιο επιτίθεται ευθέως στο δικαίωμα απεργίας, προβάλλοντας τους απεργούς ως εχθρούς της εργασίας . Πέρα από το κατάφωρα αντισυνταγματικό μίας τέτοιας διάταξης, η οποία καταργεί το δικαίωμα απεργίας, είναι φανερή η στοχοποίηση ως εχθρού της εργασίας της… ίδιας της εργασίας, των εργαζομένων, των συλλογικών τους δικαιωμάτων ως εχθρό στον ατομικό τους δρόμο. Η επίθεση στην απεργία, όπως πάντα, είναι βαθιά ιδεολογική.

Τι κρύβεται πίσω από την “ελευθερία του εργαζόμενου” να δουλεύει δύο οκτάωρα;

«Δική του (σ.σ. του εργαζόμενου) απόφαση είναι αυτή, όχι δική μου» δήλωσε ο Υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης. “Τα έχουμε, άλλωστε, ξανακούσει: Απελευθέρωση για τον εργαζόμενο” οι επιπλέον δύο ώρες υπερωρία, έλεγε ο Χατζηδάκης, δεν χρειάζεται Συλλογική Σύμβαση ο εργαζόμενος, έλεγε ο Τσακλόγλου. Η επεξεργασία συνειδήσεων έχει αποφέρει καρπούς, ώστε πλέον, ακούγεται δειλά δειλά (όχι και τόσο η δειλά) το τιτίβισμα: Από την στιγμή που το θέλει ο εργαζόμενος, σεβαστείτε το.

Σε αντίθεση με την αντίληψη ορισμένων, ο Υπουργός Γεωργιάδης δεν κρύβεται ούτε κρύβει την ευρωπαϊκή προέλευση της νομοθεσίας Βέβαια, πλέον δεν υπάρχει φανερά κάποιος Τόμσεν να του κλέψει την δόξα. Στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία γενικώς, η κατοχύρωση της εργασιακής ευελιξίας ως αρχής επιτρέπει τέτοια τερατουργήματα, σαφώς οριοθετημένα από άλλες αρχές και πασπαλισμένα με αρκετά θεσμικά «αλλά». Στο δια ταύτα, όμως, είναι απολύτως αληθές ότι η Οδηγία ΕΕ 2019/1152, η οποία σημειωτέον ενσωματώθηκε αρχικώς με τον ν. Χατζηδάκη, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απαγορεύσει στον εργαζόμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες. Η εργασία σε άλλους εργοδότες πέραν του καθορισμένου ωραρίου της σύμβασης κατοχυρώνεται ως δικαίωμα του εργαζόμενου.

Για να είναι δίκαια τα πράγματα, δε, προβλέπει απλόχερα και την απαγόρευση να υπάρξει δυσμενής μεταχείριση για τον εργαζόμενο για τον λόγο αυτό. Δεν μας πειράζει το ξεζούμισμα, αλλά το να είναι αρρύθμιστο και να γίνεται υπό καθεστώς διάκρισης. Έτσι, η «πολλαπλή απασχόληση», η οποία γίνεται χωρίς διακρίσεις και άλλα μπανάλ για τον εργαζόμενο, είναι απολύτως ρυθμισμένη, νοικοκυρεμένη, ώστε πλέον χωρίς ενδοιασμούς ο εργαζόμενος να πραγματώνει την ελευθερία του χωρίς αναστολές.

Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι καινούργιο στο υπάρχον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Είναι δυνατόν να δουλέψει κανείς σε πολλούς εργοδότες. ΑΛΛΑ: Τίθενται περιορισμοί απαράβατοι στους εργοδότες για την απασχόληση εργαζομένων, που έχουν υπερβεί ολόκληρο το νόμιμο ημερήσιο ωράριό τους. Η καινοτομία, λοιπόν, του Άδωνη Γεωργιάδη αφορούσε την πολλαπλή απασχόληση μέσα στο ίδιο 24ωρο, με την έννοια της διπλής υπέρβασης του ανώτατου νόμιμου ημερήσιου ωραρίου.

Αν το εννοούσε έτσι, μιλάμε για καινοτομία τουλάχιστον τολμηρή. Η εφαρμογή της θα απαιτούσε να καταργηθούν:

  • α) Το ΠΔ 88/1999, το οποίο ενσωματώνει μάλιστα την ευρωπαϊκή Οδηγία 93/104/ΕΚ, το οποίο απαγορεύει μικρότερη ημερήσια ανάπαυση από 11 ώρες ημερησίως εντός του 24ωρου.
  • β) Το ΠΔ 27/04.04.1932 το οποίο απαγορεύει ευθέως την απασχόληση εργαζομένων που έχουν εργαστεί το πλήρες νόμιμο ωράριο τους σε άλλον εργοδότη.
  • γ) Τις από 26-2-1975 και 14-2-1984 Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αλλά και τον ν.3385/2005, που ορίζουν τα ανώτατα νόμιμα όρια απασχόλησης, και μεταξύ άλλων επαναλαμβάνουν την απαγόρευση εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη πέραν αυτών των ορίων.

Όλη αυτή η ενδεικτική σωρεία νομοθετημάτων εθνικών, υπερεθνικών αλλά και παραγώγων της Συλλογικής Αυτονομίας με Συλλογική σύμβαση, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί η ατομική βούληση, του εργοδότη ή του εργαζομένου, σε οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Σε αυτά προστίθενται και καμιά ντουζίνα συνταγματικοί κανόνες, που περιβάλλουν τον καταστατικά προστατευτικό χαρακτήρα του εργατικού δικαίου, ως γέννημα του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του συντάγματος και της έννομης τάξης, αλλά αυτά είναι έντεχνα άσματα στην εποχή της σκληρής νεοφιλελεύθερης τέκνο.

Καταλαβαίνοντας ότι δεν γίνονται όλα σε μία μέρα, μέχρι και ο κονκισταδόρας της Ανάπτυξης-με-κάθε-κόστος αναγκάστηκε να τα μαζέψει. Φυσικά, όλοι τρομοκρατήθηκαν γιατί ξέρουν πολύ καλά, ότι το έχουν κάνει στο παρελθόν και είναι απολύτως διατεθειμένοι να το ξανακάνουν: να ξηλώσουν, με σειρά νομοθετικών και εκτελεστικών ενεργειών, κατοχυρωμένες αρχές και θεσμούς δεκαετιών.

Οι ανάγκες, βέβαια, που θέλουν να καλύψουν δεν αφορούν τον εργαζόμενο και την ελευθερία του να ξεπατώνεται χωρίς να πληρώνεται. Αν ήθελαν, θα κάναν μία γενναία αύξηση μισθών, σε επίπεδα σεβαστής διαβίωσης την εποχή της ακρίβειας, μαζί με σειρά άλλων ενεργειών για τον έλεγχο της ακρίβειας. Θα έπαιρναν γενναία μέτρα ενάντια στην ελαστικοποίηση της εργασίας και τις μορφές μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας. Με μέτρα σαν και αυτά, άλλωστε, θα μειώνονταν η εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας, η οποία εκτοξεύεται σε περιβάλλον εργασιακής ανασφάλειας, και έτσι θα μετρούσαμε πολύ λίγα εργατικά ατυχήματα, τέτοια που κανένα «μέτρο ασφαλείας» δεν μπορεί να αποτρέψει. Αν ήταν και πολύ μερακλής, θα επέστρεφε την αρμοδιότητα για την πρόβλεψη του ημερήσιου ωραρίου στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες θεωρητικά έχουν προτεραιότητα απέναντι στην κρατική ρύθμιση, με κάποια Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση εργασίας ή, έστω θα.. εφάρμοζε τις ήδη υπάρχουσες και ισχύουσες νομοθετικά.

Αλλά στοχεύουν αλλού. Επιθυμούν να καλύψουν τις ανάγκες της Ελλάδας 2.0, αυτής της τουριστικής και «αναπτυξιακής» κόλασης, η οποία δεν μπορεί να βρει πλέον ούτε εργαζόμενους για την βαριά βιομηχανία της και προσφεύγει σε χαροκαμένους πρόσφυγες. Αυτό το αχόρταγο μοντέλο του υπερτουρισμού, το οποίο πριμοδοτεί τις μαύρες και ελαστικές εργασιακές σχέσεις, σε έτσι και αλλιώς εποχιακές και μη παραγωγικές θέσεις εργασίας, σε χώρους μηδενικού κρατικού ελέγχου και εποπτείας. Η οργή που ξεσπάει για τα ανεξέλεγκτα μπιτσόμπαρα απηχεί αυτήν ακριβώς την εξοργιστική ατιμωρησία στις ιερές αγελάδες της βαριάς βιομηχανίας. Έτσι, η γενική τάση αναζήτησης της ανάπτυξης στην εσωτερική υποτίμηση, το κόψιμο των μισθών και την αύξηση των ωραρίων, την αφαίρεση εργοδοτικών υποχρεώσεων από τους εργοδότες με την ανοχή στις δεκάδες εργατικές παραβάσεις, δένουν σαν καλοδουλεμένο γλυκό με τον διπλασιασμό της νόμιμης εργάσιμης ημέρας, που φαίνεται να.. ξέφυγε από το στόμα του υπουργού.

Πλέον, με νέες έξυπνες μορφές που γεννά η «υγιής επιχειρηματικότητα» θα γεννηθούν σχήματα διαφορετικών νομικών προσώπων ονομαστικά, στα χαρτιά, που στην πράξη θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των ίδιων επιχειρήσεων. Το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει: ο κατατεμαχισμός του νομικού προσώπου να συμβαδίζει με την κρυφή ενότητα των οικονομικών συμφερόντων πίσω από την βιτρίνα. Στο παρελθόν, λειτουργούσε με το μοντέλο της «μεταβίβασης επιχείρησης» από γονείς επιχειρηματίες στα παιδιά, ή με την παράλληλη λειτουργία δύο εικονικών επιχειρήσεων και την ανά τακτά χρονικά διαστήματα εναλλαγή του προσωπικού σε αυτές, από την μία στην άλλη, για να μην δημιουργείται αξίωση αποζημίωσης στον εργαζόμενο μετά την συμπλήρωση έτους εργασίας στην επιχείρηση.

Τώρα, σε ένα ακόμα κρεσέντο δημιουργικότητας, το παζλ της ανομίας βρίσκει ένα ακόμα κομμάτι: αυτό της παράλληλης εργασίας σε δύο φαινομενικά διακριτούς εργοδότες, «διαφορετικές» νομικές οντότητες, αλλά που από πίσω κρύβεται η ίδια τσέπη. Οικονομική ενότητα, νομικός κατακερματισμός, άρα τεμαχισμός και εξαφάνιση της ευθύνης.

Και όλα αυτά, τυπικά, νοικοκυρεμένα και, κυρίως, νόμιμα, θα θεσμοθετούν το διπλό 8ωρο για τον ίδιο εργοδότη, την εξόντωση του εργαζομένου πέρα από κάθε φυσικό όριο αντοχής, θα αυξήσουν τα φαινόμενα των εργατικών ατυχημάτων (τα οποία – γιατί άραγε;- διαρκώς αυξάνονται στην Ελλάδα) και του εργασιακού burnout. Παράλληλα, όμως, δίνουν την δυνατότητα το μαύρο και παράνομο να γίνει καθαρό και παστρικό, και έτσι να αφαιρεθεί ένα ακόμα πλέγμα προστασίας και κυρώσεων, αστικών, ποινικών ή διοικητικών, που ακόμα και αν από καραμπόλα τύχαινε να εφαρμοστεί, δημιουργούσε και αυτό τις τριβές του.

Η αφετηρία αυτής της εξέλιξης εντοπίζεται στην διάλυση του συλλογικού εργατικού δικαίου, και, σημαντικότερου, όλου του προστατευτικού και ενισχυτικού πλαισίου για την συνδικαλιστική πάλη στην Ελλάδα. Αφού διέλυσαν τις Συλλογικές συμβάσεις και ξεγύμνωσαν από κάθε προστασία τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενίσχυσαν ως βασικό διαπλαστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων την ατομική σύμβαση εργασίας. Και στην ατομική διαπραγμάτευση κάθε μορφής εμφανίζεται καθαρότερα όχι η προσωπική ελευθερία, αλλά η εγγενής βία των εργασιακών σχέσεων, όπου η «διαπραγματευτική ανισότητα» εργαζομένου και εργοδότη γίνεται βιωμένος τρόμος και όπου όταν λείπει ο έλεγχος κυριαρχεί η ανομία και το δίκιο του ισχυρού.

Και οι απολογητές των ισχυρών, που μιλούν για την ελευθερία του εργαζόμενου, που τόσο νοιάζονται για αυτήν, ξεχνούν την μοναδική ελευθερία που λείπει από τον εργαζόμενο: την ελευθερία του να αρνηθεί να εργαστεί. Η ανάγκη να «ζούμε από το μισθό» μας είναι η καθηλωτική συνθήκη, κάτω από την οποία δεν υπάρχει καμία ελεύθερη διαπραγμάτευση. Η μόνη ελευθερία εκεί είναι η υποταγή, τα παρακάλια για υψηλά tips, η αποδοχή κάθε εξευτελισμού, και αποτελεί το πραγματικό βίωμα, την ύλη, πάνω στην οποία το δηλητήριο του ατομικού δρόμου κανονικοποιείται στις συνειδήσεις των εργαζομένων.

Ο πόλεμος απέναντι σε αυτό το δηλητήριο δεν μπορεί να γίνει στην βάση του θρήνου για τα «χαμένα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα». Οφείλει να είναι μία πολιτική μάχη απέναντι στους συγκεκριμένους πρωταίτιους, τις συγκεκριμένες αιτίες, το συγκεκριμένα σύστημα εξουσίας που έχει στηθεί στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, για να συντηρείται εκείνος ο καταμερισμός που θέλει τον Ευρωπαϊκό Βορά φιλελεύθερο, δημοκρατικό, νοικοκυρεμένο και τον Νότο να καίγεται, να είναι τουριστική ατραξιόν φθηνής κοπής, να διαχειρίζεται τα απόνερα των πολέμων και της ρατσιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτόν το καταμερισμό, τελικοί αποδέκτες της βαρβαρότητας είναι οι εργαζόμενοι, καθώς σε μία εργασία – ζούγκλα, το ξεζούμισμα φέρνει εξάντληση, η εξάντληση ατυχήματα και θάνατο, και όλα αυτά ενώ παραμένουμε φτωχοί, με το ακριβότερο ρεύμα, με τις τράπεζες στο κατώφλι και τον χειμώνα να καραδοκεί.

Ατομική ευθύνη και …στις εργασιακές σχέσεις;

Το περιστατικό στην Ρόδο σήκωσε θύελλα αντιδράσεων, και σε κάποιο βαθμό, όχι αδικαιολόγητα. Η εικόνα του εργαζόμενου, ο οποίος βουτάει στο νερό της θάλασσας, (που μάλλον αποτελεί… κομμάτι της επιχείρησης για κάποιον λόγο) για να μεταφέρει παραγγελία ταιριάζει με την γενική εικόνα της εργασίας στην σεζόν. Κακή εργοδοσία, εξευτελιστικές συνθήκες, εξαντλητικά ωράρια, μισθοί δυσανάλογοι με το βάρος της δουλειάς, διαμονή σε σκηνές ή στοίβαγμα σε απαράδεκτα καταλύμματα.

Αυτό που καθόλου δεν ταίριαζε με την εικόνα που έχουν ορισμένοι για τον κόσμο της εργασίας, αποτέλεσε η στάση του εργαζομένου και των συναδέλφων του στην επιχείρηση. Λίγο πολύ, η ανακοίνωση τους έγραφε:

“δεν εργαζόμαστε με “συνθήκες μεσαίωνα” όπως ειπώθηκε από μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε “εκβιαζόμαστε”, ούτε “εξαναγκαζόμαστε” να κάνουμε πράγματα που δεν επιθυμούμε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας. Αντίθετα: Το beach bar στο οποίο εργαζόμαστε, στελεχώνεται από νέους ανθρώπους στο οποίο οι περισσότεροι εργαζόμαστε ήδη πολλά χρόνια, έχουμε κέφι και διάθεση για δουλειά, μεταξύ μας επικρατεί φιλικό κλίμα και πνεύμα συνεργασίας για κοινό όφελος, παίρνουμε πρωτοβουλίες και μοιραζόμαστε ιδέες τις οποίες όλοι μαζί πραγματοποιούμε»”…

Το αν αυτή η ανακοίνωση γράφτηκε εθελουσίως ή μέσα από τους γνωστούς πειθαναγκασμούς που υπάρχουν στον χώρο εργασίας (και οξύνονται στην σεζόν), είναι καταρχάς αδιάφορο. Το γιατί επίσης το περιστατικό έφτασε στα μάτια και τα αυτιά μας από τρίτο άτομο, και όχι από τον ίδιο τον εργαζόμενο, είναι εξίσου δευτερεύον.

Το σημαντικό είναι, πως αντιδρά ο “κόσμος της προόδου” όταν τον απογοητεύει ο κόσμος της εργασίας. Και η αντίδραση ήταν βγαλμένη μέσα από τα καλύτερα κιτάπια του Μητσοτακισμού: “Ατομική ευθύνη”. Είναι δυνατόν ο εργαζόμενος να το ανέχεται; Γιατί δεν αντιδρά; αυτές ήταν οι συνήθεις αντιδράσεις.

Ορισμένες επισημάνσεις με αφορμή το περιστατικό

1. Το μοντέλο του υπερ-τουρισμού παράγει ιδεολογία. Κοινωνοί της δεν είναι μόνο τα αφεντικά, αλλά και οι εργαζόμενοι. Και στα νησιά, ο εργαζόμενος είναι μόνος του, όπως μόνος του είναι και στην ενδοχώρα, όταν αποφασίζει ότι για να ζήσει, πρέπει να πάει σεζόν. Όλα τα άλλα είναι προεκλογική φανφάρα. Αρα, μην πέφτουμε από τα σύννεφα για την “αδιαφορία” του συναδέλφου ή τη συναίνεσή του σε ένα -προσβλητικό για εμάς- μοντέλο εργασίας.

2. Αυτό το μοντέλο δεν έχει δεχτεί κριτική. Η αντιπολίτευση κάνει φθηνή συναισθηματική κριτική, όταν η ίδια έριξε τον πήχη των προσδοκιών στο πάτωμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτιαξε τον άνθρωπο χωρίς προσδοκίες, που θα ζει σαν σκύλος στην επιδοματική κόλαση του Μητσοτάκη. Κανείς, όμως, δεν μίλησε ποτέ για μία άλλη χώρα, με άλλον ρόλο, με άλλο μοντέλο οικονομίας και όχι με “βαριά βιομηχανία” τον τουρισμό.

3. Η μόνη ενδιαφέρουσα αντίσταση στα φαινόμενα αυτά, εκφράστηκε επίσης σε πεδίο ατομικό: η παραίτηση, η μεγάλη αποστροφή του τουρισμού σε μερίδες εργαζομένων, η άρνηση από το να επιστρέψει ο εργαζόμενος στην σεζόν, η έλλειψη εργαζομένων στην τουριστική βιομηχανία. Το σύστημα, βέβαια, θα προσπεράσει τον σκόπελο, με την εισαγωγή ξένων εργατών. Η ατομική αυτή στάση δεν φανερώνει ότι κοινή πεποίθηση στους εργαζομένους αποτελεί η κατοχυρωμένη μοναξιά απέναντι στο καθεστώς του υπερ-τουρισμού, που γεννιέται από την απουσία ισχυρών μηχανισμών προστασίας;

Η επίκληση από την σοσιαλδημοκρατία σε αρχές, που πρώτη η ίδια καταπάτησε, και που σήμερα δεν λένε τίποτα στον εργαζόμενο, είναι κενά λόγια. H συνείδηση του εργαζόμενου χάθηκε, όταν ήδη είδε ως μοναδικό δρόμο επιβίωσης τη σεζόν. Και ας γράφονται σεντόνια από τους καθεδρας ινστρούκτορες κοινωνιολόγους των πληκτρολογίων…

Δεν είναι προοδευτική άποψη, αυτή που πέφτει να “φάει” τον εργαζόμενο που παίρνει 200 ευρώ μπουρμπουάρ βουτώντας στην θάλασσα.

Έστησαν οι πολιτικώς “αρμόδιοι” εκεί, ένα μαζικό και μαχητικό σωματείο (ή μήπως “μόνο ο λαός θα σώσει τον λαό”); Άραγε, η αδυναμία ή η ανυποληψία των “πολιτικά αρμοδίων” παίζει ρόλο στην ατομική στάση ή την συλλογική απολογία των εργαζομένων, που δεν θέλουν να διακινδυνεύσει η θέση τους;

Όσοι κυβέρνησαν, πήραν εκείνο τον συνδυασμό ελεγκτικών και κυρωτικών μέτρων, ώστε να περιορίσουν το φαινόμενο του υπερτουρισμού αλλά και το εργασιακό καθεστώς που γεννά; Άλλαξε στοιχειωδώς το οτιδήποτε, όχι στην μεγάλη νομοθεσία, αλλά στον εκτελεστικό, ελεγκτικό και κυρωτικό μηχανισμό, σε επίπεδο πραγματικής ζωής, ώστε να μην δημιουργείται η διαρκής αίσθησης ατιμωρησίας;

Η παραίτηση από την αλλαγή του κόσμου, λόγω της “καθυστέρησης των συνειδήσεων”, ήταν, είναι και θα είναι το ταυτοτικό στοιχείο της Δεξιάς: “Δεν βλέπεις πως είναι ο κόσμος”; Και το μεγαλύτερο πάγωμα της σκέψης, επέρχεται όταν από την αδυναμία μας να καταλάβουμε την πραγματική κατάσταση των ίδιων μας “των ηρώων”, φτιασιδωνόμαστε με θεωρίες για αυτούς χωρίς να κατανοούμε.

Υ.Γ. Οι διάφοροι αρμόδιοι κατήγγειλαν το περιστατικό στον… εισαγγελέα, ώστε οι αξιόπιστοι μηχανισμοί της αστικής δικαιοσύνης να βάλουν φρένο στον στυλοβάτη αυτής της χώρας, τον τουρισμό. Μέχρι στιγμής, η μόνη “παρέμβαση” έγινε από … τον Άδωνη Γεωργιάδη.

efood

Ευχαριστούμε e-food

Ευχαριστούμε e-food γιατί μας θύμισες ότι εργαζόμενοι και εργοδότες είναι σε διαφορετικά στρατόπεδα. Η απληστία σου ήταν προκλητική: τα υψηλότατα κέρδη ρεκόρ, η ασύλληπτη αύξηση τζίρου,τα τεράστια μερίσματα για τους ιδιοκτήτες της, δεν τα μοιράστηκες, έστω και για ένα ψίχουλο, με τους εργαζόμενους. Η επιβράβευση ήταν να τους πατήσεις περισσότερο στο λαιμό: Να τους βαφτίσεις “συνεργάτες”, να τους πληρώνεις με το κομμάτι, να αποφύγεις τις εργοδοτικές εισφορές, να μην κάνεις έξοδα για άδειες, μέσα προστασίας, βενζίνες.

Ευχαριστούμε e-food γιατί μας έδειξες ότι το κράτος ενισχύει τους δυνατούς όταν επιβάλλονται στους αδύναμους. Οι κυβερνήσεις, διαχρονικά και διακομματικά, νομοθετούν υπέρ των επιχειρήσεων και εναντίον της εργασίας. Από τον νόμο για το ασφαλιστικό που επιβράβευε την απασχόληση εργαζομένων ως αυτοαπασχολούμενων με μπλοκάκι, μέχρι τον νόμο για το εργασιακό που νομιμοποιούσε την πρακτική των εταιρειών να βαφτίζουν τους χαμηλόμισθους ντελίβερι “συνεργάτες, τα κυβερνητικά έργα είναι μια προκλητική υπηρεσία προς το κεφάλαιο.

Ευχαριστούμε e-food γιατί μας έδειξες ότι η «ελεύθερη οικονομία» δεν είναι καθόλου ελεύθερη. Είναι γεμάτη από καταναγκασμούς, από εκβιασμούς και απειλές. Η αρχική απαίτηση της εταιρείας ήταν: Ή θα αποδεχτείτε συνθήκες 19ου αιώνα, ή θα μείνετε άνεργοι. Αυτός ο εκβιασμόςείναι η κοινή γραμμή της άρχουσας τάξης και του επιχειρηματικού κόσμου εδώ και χρόνια. Αυτή την φορά, δεν πέρασε.

Ευχαριστούμε e-food γιατί μας επιβεβαίωσες ότι όσο το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας είναι τουρισμός, σουβλατζίδικα και καφετέριες, τόσο οι δουλειές που παράγονται θα είναι κακοπληρωμένες, ανασφαλείς, υποτιμημένες, υπό διαρκή εκβιασμό.

Ευχαριστούμε e-food γιατί μας απέδειξες ότι η αλληλεγγύη των πολλών είναι το όπλο μας. Μια παντοδύναμη εταιρεία, με τα ΜΜΕ να τη δικαιολογούν εμφανίζοντας το άσπρο μαύρο, και την κυβέρνηση να τη στηρίζει ψηφίζοντας εργοδοτικούς νόμους, υπέκυψε μπροστά στην κοινωνική κατακραυγή. Στην αρχή, με την αλαζονεία του ισχυρού και τις πλάτες της κυβέρνησης, η e-food εκβίασε. Στην πορεία είπε ότι “έγινε παρεξήγηση”. Τελικά, δέχτηκε μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου και τερματισμό του σύγχρονου σκλαβοπάζαρου μέσω γραφείων ενοικίασης εργαζομένων. Αυτή η βήμα-το-βήμα υποχώρηση της εταιρείας είναι νίκη μιας κοινωνίας που δείχνει αλληλεγγύη και δεν δέχεται το άδικο.

Πάνω από όλα, ευχαριστούμε e-food γιατί μας απέδειξες ότι οι αγώνες έχουν αποτέλεσμα. Διέψευσες ότι οι πολλοί και αδύναμοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υποταχθούν στους ισχυρούς. Τσαλάκωσες την προπαγάνδα ότι δεν έχει νόημα να αγωνιζόμαστε γιατί δεν κερδίζουμε τίποτα. Η μετατροπή των συμβάσεων των εργαζομένων της e-food σε αορίστου, με αναγνώριση της προϋπηρεσίας, είναι μια μεγάλη νίκη των εργαζομένων, είναι μια μεγάλη ήττα της εργοδοσίας.

 

Η επιχειρηματική τάξη της αρπαχτής, της εξαγορασμένης αριστείας και της απληστίας, έφαγε σήμερα ένα ηχηρό χαστούκι

Η απόπειρα της efood να μετατρέψει συμβάσεις εργασίας σε συμβάσεις αμοιβής με το κομμάτι θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να αναδειχθεί η ρηχότητα, η ιδιοτέλεια και ο κυνισμός που διακρίνουν την ελληνική άρχουσα τάξη. 

Θα ήταν, αλλά δεν είναι, γιατί η στρατιά πληρωμένων πιστολιών των ΜΜΕ που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, βάλθηκε να αποκαταστήσει – πιθανά με το αζημίωτο – το τρωθέν κύρος της εταιρείας. Αντί να θέσει επί τάπητος το τι και γιατί έγινε, πασχίζει να συσκοτίσει τις αιτίες και τις συνθήκες που επικρατούν πραγματικά στην ελληνική αγορά εργασίας. Και ο πολιτικός κόσμος της χώρας, ενωμένος στην εμπέδωση των μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων της Gig Economy, επιχειρεί να αντιμεταθέσει την ευθύνη και να αποφύγει το κόστος. 

Η άτακτη υποχώρηση της εταιρείας όπως εκφράστηκε με την ανακοίνωση μετατροπής όλων των συμβάσεων σε αορίστου, με αναγνώριση προϋπηρεσίας, αφήνει έκθετους όλους όσους έσπευσαν τις προηγούμενες μέρες να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Όσους υποστήριξαν ότι ο νόμος Χατζηδάκη αλλά και ο ασφαλιστικός νόμος του 2020 είναι άσχετοι με τη συγκεκριμένη απαίτηση της εταιρείας, αλλά και όσους κρύφτηκαν πίσω από τον νόμο Χατζηδάκη για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες και κυβερνητικά πεπραγμένα (νόμος Κατρούγκαλου, επιδότηση εργοδοσίας που απασχολούσε εργαζόμενους με μπλοκάκια κλπ).

Η δουλειά με το κομμάτι, το μπλοκάκι και η μετατροπή του εργαζόμενου σε “συνεργάτη” δεν είναι κατορθώματα της τελευταίας διετίας. Είναι διακομματική και διαχρονική η πολιτική ευθύνη για τα καθεστώτα γαλέρας που στήθηκαν στους εργασιακούς χώρους, για τους καταναγκασμούς, τις απειλές, τις αυθαιρεσίες. 

Η συγκεκριμένη εταιρεία, έχοντας (λόγω πανδημίας) κέρδη πέρα από κάθε προσδοκία, εκβίασε τους διανομείς της, υπό την απειλή της απόλυσης, να αποδεχτούν το καθεστώς του freelancer. Εκβίασε αυτούς που ήταν από τους εργαζόμενους της “πρώτης γραμμής του μετώπου” κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστήσει στα σχετικά σποτ της Πολιτικής Προστασίας, προκαλώντας την εύλογη συμπάθεια και υποστήριξη της κοινωνίας. Ήρωες τότε, αναλώσιμοι σήμερα. 

Υπό φυσιολογικές συνθήκες και σκεπτόμενοι λογικά, η έκρηξη κερδών των εταιρειών διανομής λόγω πανδημίας, θα είχε τα εξής αποτελέσματα για τους εργαζόμενους: Μοίρασμα μικρού έστω μέρους των κερδών με αύξηση μισθών και παροχών, καλύτερες συνθήκες εργασίας, περισσότερη ασφάλεια και προστασία. Σε πολιτικό και κυβερνητικό επίπεδο θα περίμενε κανείς νόμους και αποφάσεις που θα τους προστάτευαν, θα τους ενίσχυαν, θα τους επιβράβευαν. 

Όμως, η Ελλάδα της επιχειρηματικότητας, η Ελλάδα που σκούζει ενάντια στο σοβιετικό μοντέλο και τα κομμουνιστικά κατάλοιπα, η Ελλάδα που θεωρεί τα κοινωνικά δικαιώματα εμπόδιο στην κερδοφορία των αργόσχολων της πλατείας Κολωνακίου, η Ελλάδα της κούφιας καινοτομίας, η Ελλάδα που κυβερνάται από τους αυτοανακηρυχθέντες άριστους γόνους πλουσίων και ισχυρών, δεν έχει τέτοια κολλήματα με τις φυσιολογικές συνθήκες και τη λογική. 

Το εντελώς αντίθετο.

Σημειώνοντας αύξηση τζίρου 50% και έχοντας καθαρά κέρδη πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες της, η εταιρεία έδωσε σπάνιο ρεσιτάλ εργοδοτικής απληστίας και σκατοψυχιάς. Τη χρονιά που κέρδισε περισσότερα από όσα θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, επιχείρησε να μειώσει περαιτέρω το εργοδοτικό κόστος, βαφτίζοντας τους εργαζόμενους του λειψού μεροκάματου, “συνεργάτες”.

Και αν την αχόρταγη για περισσότερα κέρδη, υπερ-κερδοφόρα εταιρεία, την περιμέναμε, γιατί κανείς πλούσιος δεν θα αφήσει την ευκαιρία να γίνει ακόμα πλουσιότερος πατώντας στο λαιμό του αδύναμου, τι ακριβώς έκανε η κυβέρνηση;

Επιβράβευσε με τον ασφαλιστικό νόμο του 2020 την αήθη πρακτική των εταιρειών να βαφτίζουν την εξαρτημένη εργασία παροχή έργου και να μετατρέπουν τον σταθερό μισθό σε πληρωμή με το κομμάτι. Μειώνοντας τις εισφορές, ενίσχυσε την αυτοαπασχόληση, τιμώρησε τη μισθωτή εργασία, έδωσε κίνητρο για προσλήψεις με μπλοκάκι και πληρωμή με το κομμάτι, έστησε αντικίνητρο για συμβάσεις εργασίας. 

Τάχθηκε δηλαδή με τη μεριά του επιχειρηματικού συρφετού που επιδίωκε να μην πληρώνει εργοδοτικές εισφορές και να απαλλαγεί από το κόστος που του προκαλούσαν οι άδειες, οι μητρότητες, οι ασθένειες, οι κανόνες υγειινής και ασφάλειας και οι λοιπές εφευρέσεις του εικοστού αιώνα που στέκουν εμπόδιο στην αριστεία και στην καινοτομία. 

Και με τον εργασιακό νόμο του 2021, επικύρωσε και νομιμοποίησε την παράνομη πρακτική των εταιρειών ντελίβερι να απασχολούν διανομείς ως συνεργάτες. Η Wolt δούλευε έτσι από την αρχή, η e-food επιχείρησε να το κάνει, αλλά σκόνταψε πάνω στη θηριώδη απληστία της και μετά την κοινωνική κατακραυγή, δεν είχε άλλη επιλογή από την άτακτη υποχώρηση. 

Έχουμε δηλαδή έναν πολιτικό κόσμο (γιατί η ευθύνη δεν αφορά μόνο αυτή την κυβέρνηση αλλά και τις προηγούμενες) που κυνικά και ξεδιάντροπα, αντί να πάρει το μέρος του αδύναμου παίρνει διαρκώς το μέρος του ισχυρού. 

Η e-food και η ιδιοκτησία της πλήρωσε την πλεονεξία, την ασυδοσία και τη σκατοψυχιά που χαρακτηρίζουν την ελληνική επιχειρηματική τάξη. 

Την τάξη που με μοναδικά προσόντα το κεφάλαιο που κληρονόμησε και το πολιτικό προσωπικό που την προστατεύει σκανδαλωδώς και με κάθε τρόπο, αρμέγει την κοινωνία, λεηλατεί τα δημόσια ταμεία, σιτίζεται πλούσια από τον κρατικό κορβανά, καταπίνει επιδοτήσεις και ΕΣΠΑ πιο γρήγορα και από τη σκιά της.

Αυτή η επιχειρηματική τάξη της αρπαχτής, της εξαγορασμένης αριστείας και της κληρονομημένης υπεροχής, έφαγε σήμερα, με την υποχώρηση της e-food, ένα ηχηρό χαστούκι. 

Δεν θα σταματήσει φυσικά να είναι άπληστη, αχόρταγη, εκδικητική, αηδής και αήθης.

Αλλά το χαστούκι αυτό μπορεί να κάνει την πλευρά της ζωντανής εργασίας να πιστέψει λίγο περισσότερο στις δικές της δυνάμεις.

Μαρίες Αντουανέτες που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους χλευάζουν την ανάγκη μέτρων ενόψει καύσωνα

Το καλοκαίρι του 2017 δούλευα σε ένα εστιατόριο στο Σύνταγμα στην Όθωνος.

Ήμουν και κάτι σαν υπεύθυνος βάρδιας.

Ντάλα σεζόν λοιπόν έκανε σε κάποια φάση συνεχόμενα 40ρια και μια μέρα είχε φτάσει τους 44. Η κατάσταση ήταν αποπνικτική.

Οι κουζίνες του εστιατορίου ήταν στο υπόγειο, οι οποίες ήταν καμίνι.

Τηγάνια, φούρνοι, μάτια, τεράστια ψυγεία, κακός εξαερισμός, 4 άτομα να δουλεύουν ασταμάτητα σε 20 το πολύ τετραγωνικά μέτρα και να προσπαθούν να βγάλουν τις παραγγελίες.

Εγώ, όταν είχα κάτι να κάνω ως διόρθωση, πχ σε παραγγελία, έμπαινα για δευτερόλεπτα μέσα στην υπόγεια κουζίνα και έφευγα τρέχοντας. Δεν μπορούσα να πιστέψω πώς την παλεύουν και βγάζουν 8ωρο σε τέτοιες συνθήκες.

Σε κάποια φάση πάνω στο πικ του μεσημεριού, ανεβαίνει μια μαγείρισσα και μου λέει πανικόβλητη ότι ο σεφ είναι στο πάτωμα. Δύο μέτρα παλικάρι, με δύο παιδιά, κατέρρευσε.

Κατεβαίνω κάτω, όντως ήταν λιπόθυμος, και οι μαγείρισσες σε κατάσταση σοκ.

Καλώ το ΕΚΑΒ, κλείνουμε μάτια φούρνους και λοιπά στην κουζίνα και κατεβάζω τα στόρια διώχνοντας όποιον Κινέζο υπήρχε εκείνη τη στιγμή στην είσοδο που ετοιμαζότανε να μπει, και εξηγούμε στη σάλα, σε αυτούς που περίμεναν να φάνε, ότι δεν θα φάνε τελικά.

Το ΕΚΑΒ ήρθε γρήγορα, ο άνθρωπος συνήλθε ευτυχώς, και πήγε σπίτι του.

Ο ιδιοκτήτης με παίρνει τηλέφωνο βλέποντας όλο το σκηνικό από τις κάμερες, και μετά τις πρώτες “ανθρώπινου” επιπέδου ερωτήσεις, με ρωτάει γιατί έκλεισα τα στόρια του μαγαζιού και γιατί δεν βγάλαμε σαλάτες.

Εκεί πάνω στην φρίκη που είχα περάσει, με το που το άκουσα, ειπώθηκαν πολλά και το βούλωσε.

Την επόμενη μέρα ο σεφ παραιτήθηκε, σταμάτησε τη δουλειά για να κάνει εξετάσεις.

Χωρίς καμία κάλυψη προφανώς.

Στη σεζόν, αν πάθεις κάτι, είσαι αναλώσιμος.

Την λέω την ιστορία γιατί χθες ο Τσίπρας έκανε μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την επόμενη Δευτέρα να κηρυχθεί ως αργία με τη λογική να προστατευτούν οι εργαζόμενοι από τον καύσωνα που έρχεται.

Σωστό και μακάρι να γίνει.

Η κυβέρνηση την χλεύασε και τη θεώρησε λαϊκισμό.

Υπάρχουν κάποιες Μαρίες Αντουανέτες, που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους, που δεν έχουν μπει σε κουζίνα εστιατορίου σε συνθήκες καύσωνα, που δεν τρέχουν όλη μέρα με το δίσκο στο χέρι σε επιχειρήσεις εστίασης, που δεν έχουν πάρει ποτέ λεωφορείο ντάλα καλοκαίρι, και που τη Δευτέρα κατά πάσα πιθανότητα θα δροσίζονται σε κάποιο πανάκριβο θέρετρο, χλευάζουν την ανάγκη για προληπτικά μέτρα προστασίας για μια μέρα που αναμένεται θερμοκρασία 44 βαθμών Κελσίου.

Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις πραγματικές συνθήκες εργασίας και που αν βρεθούν καλοκαίρι σε χώρο χωρίς κλιματιστικό, θα ουρλιάξουν για τις τριτοκοσμικές καταστάσεις που αναγκάζονται να υποστούν.

Το ερώτημά μου όμως, είναι άλλο.

Ο  ΣΥΡΙΖΑ ζητάει τώρα αργία και καλά κάνει, τουλάχιστον για την κατηγορία των εργαζομένων που εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους ή αναγκάζονται να μετακινηθούν με μέσα μεταφοράς, αλλά το καλοκαίρι του 2017 ως κυβέρνηση, δεν μπορούσε να δώσει αργία την ημέρα με τους 44 βαθμούς;

Ο Τσίπρας τότε, ως πρωθυπουργός, γιατί δεν αποφάσισε ένα γρήγορο μέτρο προστασίας για το καλό των εργαζομένων;

Και όχι μόνο:

Τι έκανε 5 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση για τα εργασιακά νταχάου που παίζουν στις σεζόν;

Να είχε μείνει ως μελλοντική παρακαταθήκη έστω αυτό, για το καλό των εργαζομένων από την περίοδό του.

Τίποτα δεν έκανε και τίποτα δεν πρόκειται να κάνει αν ξαναβγεί.

Όλο αυτό το λέω πιο πολύ για φίλους μπερδεμένους που βρήκαν πάλι ελκυστικό τον Τσίπρα επειδή ζούμε το ζόφο του Κούλη.

Ο εργασιακός Μεσαίωνας δεν θα περάσει!

Εκδήλωση του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021, 7.30 μμ Πλατεία Αυδή, Μεταξουργείο

Ομιλητές:
Δημήτρης Τσίτκανος, Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων
Βασίλης Μπουρδούβαλης, Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων
Γιάννος Γιαννόπουλος, Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά
Γρηγόρης Καλομοίρης, Γραμματεία ΜΕΤΑ, Αριστερό Ρεύμα

Συντονίζει η Φρόσω Κορτζίδου

Μπροστά στο νόμο Χατζηδάκη

Των Δημήτρη Μητρόπουλου – Λάμπρου Παπαθανασίου

Τι θα γινόταν αν η ΓΣΕΕ δεν είχε ξεπουληθεί χρόνια τώρα στις ορέξεις του ΣΕΒ και του πολιτικού προσωπικού που τους υπηρετεί; Αν ο Παναγόπουλος ήταν για μια φορά μέσα στα προβλήματα των εργαζομένων και όχι σε κάποιο θέρετρο για λουκούλλεια γεύματα; Αν δεν κορόιδευε την εργατική τάξη της χώρας ζητώντας την επαναφορά του βασικού μισθού κατόπιν εορτής και αφού αυτή έχει ήδη παραπεμφθεί για του χρόνου (και αν); Αν υπήρχε μια ΓΣΕΕ που θα σήκωνε τον αγώνα ενάντια στο έκτρωμα Χατζηδάκη, αντί για μια ΓΣΕΕ που συναινεί; Η ηγεσία της ΓΣΕΕ όπως υπηρέτησε για 10 και πλέον χρόνια τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας και των εργαζομένων, σήμερα συνεχίζει στην ίδια ρότα.

Αν για τους γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ τα πράγματα είναι λίγο πολύ δεδομένα, τι ισχύει για την υπόλοιπη αντιπολίτευση; Και εδώ δε μιλάμε για το ΣΥΡΙΖΑ που επί 4,5 χρόνια εφάρμοζε το μνημονιακό νόμο του 2011 περί διευθέτησης ή ψήφισε μέτρα περιορισμού των απεργιών.

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι συγκεκριμένη και ακίνδυνη. Απανωτές κομματικές συγκεντρώσεις με στελέχη του κόμματος σε κάθε πόλη της χώρας. Το μόνο που ενδιαφέρει το «κόμμα της εργατικής τάξης» είναι η συγκρότηση των μελών του και της επιρροής του  εν’ όψει του αναβληθέντος 21ου συνεδρίου. Οι κομματικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ περισσότερο θυμίζουν προεκλογικές συγκεντρώσεις ή προσυνεδριακές εκδηλώσεις παρά ανυποχώρητο αγώνα για την προστασία των συνδικάτων, του 8ώρου, των μισθών και των εργατικών διεκδικήσεων.

Το ΚΚΕ σπέρνει τώρα για να μπορεί μετά να θερίσει λέγοντας «εμείς τα λέγαμε, ψηφίστε μας». Αυτή είναι η λογική που υπηρετήθηκε μέσα στην κρίση και αποδείχτηκε ακίνδυνη για το σύστημα, αδιέξοδη για το εργατικό κίνημα, αλλά «έσωσε» το ΚΚΕ. Και αυτό είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει τον Περισσό.

Σε άλλη περίπτωση το ΚΚΕ θα μπορούσε να σηκώσει την αντιπαράθεση. Να κάνει ένα γενικό κάλεσμα σε συνδικάτα, φορείς, σωματεία, εργατικά σχήματα, συνδικαλιστές για ανυποχώρητο παρατεταμένο αγώνα ενάντια στο αντεργατικό έκτρωμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να στηθεί ένα μέτωπο υπεράσπισης της λειτουργίας των σωματείων, των συνδικαλιστών, της 8ωρης εργασίας. Αντ’ αυτού το μόνο που έκανε το ΚΚΕ είναι να βάλει σωματεία που «ελέγχει» να υπογράψουν την πρόταση νόμου που κατέθεσε στη βουλή. Ακόμα και τώρα αντιμετωπίζει ταξικούς συνδικαλιστές και δυνάμεις, που δεν ανήκουν στο ΚΚΕ ως αντιπάλους παίζοντας ανόητα παιχνίδια γύρω από ημερομηνίες και πλατείες.

Το ΚΚΕ κάνει την κομματική «ανάγκη» θεωρία και γραμμή και σε αυτό τον αγώνα. Δεν υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικές τακτικές μεταξύ κόμματος και συνδικάτου. Η παρέμβαση στα συνδικάτα δεν αφορά την ευρύτατη δυνατή συσπείρωση των εργαζομένων πάνω στα άμεσα συμφέροντα του – ώστε μέσα από αυτό το «σχολείο», ο εργαζόμενος να τροποποιήσει την ταξική του συνείδηση και να συνειδητοποιήσει και τα ιστορικά του συμφέροντα. Το συνδικάτο είναι εκλογικός χώρος για το κόμμα. Τα σωματεία υπογράφουν –μέσω του ΚΚΕ – πρόταση νόμου σε ένα απώτατο στάδιο κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Το ΚΚΕ έρχεται – απέναντι σε ένα νομοσχέδιο τομή για την ύπαρξη και δράση του εργατικού κινήματος – να επιβεβαιώσει αυτό που γίνεται εδώ δεκαετίες. Θα κάνει κάποιες ακίνδυνες διαμαρτυρίες και ως εκεί. Άλλωστε, σε κανένα μεγάλο και συγκρουσιακό αγώνα των εργαζομένων και του λαού τις τελευταίες δεκαετίες το κόμμα αυτό δεν αποτέλεσε την πρωτοπορία. Αντίθετα, ήταν πάντα ουραγός και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και απέναντι από μεγάλους αγώνες ή ξεσηκωμούς (ασφαλιστικό Γιαννίτση, αγώνες νεολαίας για άρθρο 16, Δεκέμβρης 2008, με αποκορύφωμα τους αντιμνημονιακούς αγώνες). Αυτή είναι μια αδήριτη πραγματικότητα που θα έπρεπε να προβληματίσει όσους ακόμα το σκέπτονται ως μοναδική διέξοδο για την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών ή επαναστατικών δυνάμεων.

Την ίδια στιγμή οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αναδεικνύουν ένα χρόνιο και δομικό πρόβλημα. Αναμένουμε ένα νομοσχέδιο από την τάδε κυβέρνηση, για να καλεστούν κάποιες κινητοποιήσεις πίσω από μεγάλα λόγια για «πόλεμο», «δε θα περάσει» κοκ . Εξαγγέλλονται 48ωρες απεργίες και κινητοποιήσεις και «συντονισμοί σωματείων», από ένα χώρο που έχει προφανές πρόβλημα γείωσης και μαζικοποίησης μιας έστω και απλής διαμαρτυρίας.

Στην πλειοψηφία του ο χώρος αυτός έχει τη λογική ενός μικρού αντικαπιταλιστικού ΠΑΜΕ. Έτσι όμως συνεχίζει σε μια αδιέξοδη γραμμή – εδώ και 30 χρόνια – που δεν έχει να δείξει και πολλά αποτελέσματα πέρα από έναν μονοψήφιο αριθμό «ταξικών» συνδικάτων.  Αντικειμενικά συμπεριφέρεται σαν ένα είδος «τερματοφύλακα» στην αστική πολιτική, όπου σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο εξαγγέλλει ή οργανώνει κινητοποιήσεις, συνήθως με μεγάλα λόγια που δεν αντιστοιχούν στη γείωσή του με τους εργασιακούς χώρος. Έχει την «δυνατότητα» να κατεβάσει μερικές εκατοντάδες αγωνιστές στο δρόμο, αλλά οργανώνει απεργίες με αποτέλεσμα ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία, με λίγους εργαζόμενους, ή λίγα σωματεία του δημοσίου.

Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος έχει πολλές αιτίες και δε θα ξεπεραστεί εύκολα. Ούτε ο γράφων διαθέτει μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας. Το ότι δε διαθέτουμε μια συνολική στρατηγική για την υπέρβαση της ήττας δε σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίζουμε με βασικά λάθη, όπως η ταύτιση κόμματος/κινήματος, στρατηγικής/τακτικής, αντίληψης του συσχετισμού δύναμης, αυτογνωσίας της σχέσης που έχουν οι μάζες με τις «πρωτοπορίες» – πολύ περισσότερο με την αυταπάτη ότι κάποιοι είναι πρωτοπορίες… Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με πορείες των 500 χωρίς προετοιμασία στο άδειο κέντρο της Αθήνας. Με ελάχιστη προπαγάνδα από όσους αγωνιστές ή ομάδες επιμένουν να προσπαθούν. Με σχέδιο που μυρίζει από μακριά «τουφεκιά στον αέρα», 2-3 πορείες μέχρι να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και μετά πάλι πίσω στην «κανονικότητα».

Θα μπορούσαν να γίνουν προπαγανδιστικές κινητοποιήσεις στις γειτονιές της Αθήνας; Να ακουστούν 5  συνθήματα από τον κόσμο που μένει ή δουλεύει στην τάδε περιοχή και όχι στα ντουβάρια έξω από το σύνταγμα; Πριν 3 μήνες οι γειτονιές «έκαιγαν», δεν γίνεται αυτό να μην προβληματίζει κανέναν. Θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ένα κοινό κάλεσμα, μία ανακοίνωση, μία αφίσα, ένα δελτίο τύπου από όσες συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις αγωνίζονται για να μην περάσει αυτός ο νόμος και όλο το μνημονιακό νομοθετικό οπλοστάσιο, και να διακινηθεί σε όλους τους εργασιακούς χώρους; Θα μπορούσε να σχεδιαστεί προσεκτικά μια κεντρική κινητοποίηση λαμβάνοντας υπόψη την μέρα, την ώρα και τις διαθέσεις του κόσμου και να μην γίνονται τουφεκιές μεσοβδόμαδα σε ώρα που οι περισσότεροι εργαζόμενοι ακόμα δεν έχουν τελειώσει τη δουλειά τους; Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μόνιμο και διαρκές κάλεσμα από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά στο ΚΚΕ για ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης και πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση; Τα ερωτήματα πώς θα κάνουμε αγωνιστικό μέτωπο, πώς θα απευθυνθούμε αποτελεσματικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους δεν απασχόλησαν. Κυρίως απασχόλησε η «συσπείρωση των δικών μας» και το να γίνουν οι συγκεκριμένες διαδηλώσεις και απεργίες (που πρέπει να γίνουν αλλά αυτό δεν αποτελεί σχέδιο).

Η κυβέρνηση μοιάζει να μην πιέζεται. Το νομοσχέδιο όλοι το γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα ψηφιστεί. Τι θα γινόταν εάν υπήρχε εργατικό κίνημα; Τι θα γινόταν εάν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα; Τι θα γινόταν αν υπήρχε έστω η μια ορισμένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά με στοιχεία κοινής λογικής; Πιθανά πάλι δε θα έσπαγε η κυβερνητική πλειοψηφία, όμως θα είχε δημιουργηθεί ένας καλύτερος συσχετισμός, η φθορά της κυβέρνησης θα ήταν μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική, θα είχε διαμορφωθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα για τις επόμενες κινητοποιήσεις.

Είναι εκκωφαντική η απουσία του εργατικού κινήματος και της «ηγεσίας» του, του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος, της αριστεράς. Αν για τη ΓΣΕΕ ορθά λέγεται ότι είναι η συνομοσπονδία των εργοδοτών, το ΚΚΕ θα έπρεπε το λιγότερο να μετονομαστεί σε «Κ»ΚΕ.

Η απουσία αυτή μπορεί για κάποιον να φαίνεται παραλυτική. Αλλά από αυτήν ακριβώς την απουσία πρέπει να ξεκινήσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται όσο προσπαθούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ζητούμενο. Χρειαζόμαστε ένα κομμουνιστικό φορέα με κοινή λογική. Που αντί για πυροτεχνήματα των δύο εβδομάδων θα έχει σχέδιο παρατεταμένου αγώνα. Που θα έχει ως ιδεολογική αρχή ότι το κόμμα είναι εργαλείο για το κίνημα και την τάξη και όχι το ανάποδο. Που θα γνωρίζει ότι ακόμα και χαθεί μια μάχη, αυτό που έχει σημασία είναι το τι μένει για μετά, αν θα έχει προκύψει ένα σωματείο, αν θα έχει ανέβει έστω μερικώς η αγωνιστική διάθεση του λαού, αν θα έχει διαμορφωθεί ένας διαφορετικός αγωνιστικός πόλος απέναντι στην επίθεση του συστήματος και της κυβέρνησης. Διαφορετικά όσο ο λαός μετράει ήττες, τόσο η αντιστροφή αυτής της πορείας θα γίνεται πιο δύσκολη.

Δεν έχουμε τη συνταγή για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης και των αγώνων. Έχουμε όμως τη συνταγή για την αποτυχία τους. Ας εγκαταλείψουμε αυτή τη συνταγή, τη λογική της, την ιδεολογία της, τους φορείς της.

ΥΓ: η απεργία στις 3 Ιουνίου πρέπει να έχει επιτυχία και συμμετοχή. Ακόμα και μια αυθόρμητη εξέλιξη μπορεί να χαλάσει τα σχέδια της κυβέρνησης. Όμως εδώ συζητάμε για το τι πρέπει να (μην) κάνουν οι «πρωτοπορίες»…

Τι έρχεται να διορθώσει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη;

Οι Έλληνες δουλεύουμε περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 1950 ώρες ετησίως. Η Ελλάδα είναι στην Τρίτη χειρότερη θέση από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Μόνο οι Κορεάτες (1967 ώρες ετησίως) και οι Μεξικανοί (2137 ώρες ετησίως) δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους Έλληνες εργαζόμενους.

Αυτό φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα που παρουσιάζει τις ετήσιες ώρες εργασίας ανά χώρα μέλος του ΟΟΣΑ (στοιχεία του 2019).

Το χάσμα είναι τεράστιο ειδικά αν σκεφτούμε ότι στη Γερμανία υπολογίζεται ότι ένας εργαζόμενος δουλεύει 1386 ώρες ετησίως, 564 (70,5 μέρες με μέτρο το 8ωρο) ώρες λιγότερες από ότι ο αντίστοιχος εργαζόμενος στην Ελλάδα! Τι σημαίνει με άλλα λόγια αυτό;

Για κάθε 10ώρες δουλειάς ενός εργαζόμενου στην Ελλάδα, ένας εργαζόμενος στη Γερμανία εργάζεται 7. (πράγμα που δεν ακούγεται καθόλου εκτός πραγματικότητας ούτε υπερβολικό…)

Ακόμα και η τοποθέτηση του μέσου όρου του ΟΟΣΑ δείχνει πράγματα. 25 χώρες είναι κάτω από τον μέσο όρο των 1726 ωρών, ενώ μόλις 10 είναι πάνω από τον μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι πολύ λίγες χώρες, συγκεκριμένα το Ισραήλ, η Χιλή, η Ελλάδα, η Ν.Κορέα και το Μεξικό, «εργάζονται» δυσανάλογα πολύ σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.

Ο χρόνος είναι χρήμα. Αν ισχύει αυτό τότε θα έπρεπε να είμαστε πολύ πλούσιοι. Τουλάχιστον η Τρίτη πλουσιότερη χώρα του ΟΟΣΑ. Αν ο χρόνος είναι χρήμα, με την έννοια ότι όσο περισσότερο δουλεύεις τόσο πιο πολλές υπηρεσίες ή προϊόντα παράγεις, τότε μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα προσφέρουμε πολύ χρόνο εργασίας, άρα παράγεται αντίστοιχα πολύ χρήμα; Αυτό δεν θα έπρεπε να σημαίνει αντίστοιχα υψηλούς μισθούς; Τουλάχιστον τον τρίτο καλύτερο μισθό ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ;

Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όσο περισσότερο κάποιος δουλεύει με σταθερό μισθό ή/και όσο λιγότερο αμείβεται για τον ίδιο χρόνο εργασίας, τόσο μεγαλύτερη η απλήρωτη μισθωτή εργασία, τόσο πιο μεγάλη η υπεραξία, τόσο πιο μεγάλη η εκμετάλλευση του από τον εργοδότη. Και σε αυτό το πεδίο έχουμε την περήφανη 3η θέση στο παραπάνω πίνακα.

Τώρα ας δούμε και ένα πίνακα της Eurostat που αναφέρεται στην εργάσιμη εβδομάδα.

Αυτό που βλέπουμε στο παραπάνω διάγραμμα (το οποίο συνδυάζει στοιχεία από δουλειές πλήρους και μερικής απασχόλησης) είναι μια ακόμη θλιβερή πρωτιά για τη χώρα μας και με πανηγυρική διαφορά μάλιστα. Η πραγματική εργάσιμη εβδομάδα στην Ελλάδα αγγίζει τις 42,3 ώρες ενώ αμέσως επόμενη χώρα είναι η Βουλγαρία με 40,8 ώρες.

Στοιχεία του 2016 δείχνουν τον Ευρωπαϊκό Μ.Ο. στις 40,3 ώρες/εβδομάδα για τις δουλειές πλήρους απασχόλησης με την αντίστοιχη ελληνική συμμετοχή να είναι στις 41,2 ώρες/εβδομάδα.

Σε απλά ελληνικά: Το 5μερο, 8ωρο, 40ωρο δεν υφίσταται…

Τώρα ας δούμε και το νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Ανάμεσα σε αρκετά πράγματα που τροποποιούνται ξεχωρίζουν τα εξής:

  1. Αύξηση του ημερήσιου ορίου υπερωριών από 2 σε 3 στις υπηρεσίες/εμπόριο
  2. Αύξηση του ανώτατου ορίου υπερωριών σε 150 ώρες/έτος
  3. Διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική διαπραγμάτευση εργαζόμενου – εργοδότη. Καταργείται η προηγούμενη ρύθμιση που η συμφωνία έπρεπε να γίνει μια κάποια ένωση εργαζομένων, είναι πλέον πολύ εύκολο για τον εργοδότη να επιβάλει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας.

Τι αποτέλεσμα θα έχει ο νόμος Χατζηδάκη; Εργάσιμη μέρα των 12 ωρών, εργάσιμη εβδομάδα των 50 ή 55 ωρών, πολλές φθηνές υπερωρίες. Και το κερασάκι στην τούρτα θα είναι μια καθόλου ανεξάρτητη επιθεώρηση εργασίας πράγμα που θα σημαίνει κανένας έλεγχος για παρατυπίες, για αδήλωτες υπερωρίες κοκ.

Η κεντρική ιδέα των αλλαγών αυτών είναι «Δουλέψτε περισσότερο. Περισσότερο και πιο φθηνά».

Ο Χατζηδάκης γνωρίζει ότι δουλεύουμε ήδη πάρα πολύ. Γνωρίζει τα παραπάνω στοιχεία. Με το νομοσχέδιο του, τα γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του.

Το 8ωρο αμφισβητείται στην ουσία του. Λίγοι δουλεύουν 5μερο, 8ωρο (το δείχνουν και τα στοιχεία άλλωστε), αυτό το γνωρίζουν όλοι.

Αντί όμως να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για μείωση του χρόνου εργασίας, για μεγαλύτερη προσαύξηση στις υπερωρίες, για Επιθεώρηση Εργασίας και ελεγκτικούς μηχανισμούς που να μην αφήνουν καμία αδήλωτη υπερωρία, γίνεται ακριβώς το αντίθετο!

Αντί να προστατευτεί το 8ωρο, καταργείται στην ουσία του. Αντί να βάλουμε σαν στόχο να προσεγγίσουμε έστω τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Αντί να βάλουμε σαν στόχο να μην είμαστε αυτοί που δουλεύουν περισσότερο από όλους και αμείβονται πενιχρά, το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερη απλήρωτη εργασία…

Τι έρχεται να διορθώσει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη;

Τρέμε Μεξικό. Ερχόμαστε.

Νομοσχέδιο Χατζηδάκη: Ο πόλεμος της κυβέρνησης ενάντια στις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης μαίνεται

Πέρα από τις ήδη συζητημένες μεταβολές στα ζητήματα των ατομικών εργασιακών σχέσεων και της διευθέτησης του χρόνου υπερωριακής απασχόλησης, μια συστηματική μελέτη του νομοσχεδίου Χατζηδάκη αναδεικνύει και αποκαλύπτει ότι εκτός από αυτά, βασικός του στόχος είναι η απαξίωση των εργατικών συνδικάτων, ο περιορισμός των κατακτημένων  δικαιωμάτων τους με το νόμο 1264/1982 και επόμενους,  ο ποικίλλος περιορισμός της αντιπροσωπευτικότητάς τους για σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η κατάργηση η ο περιορισμός δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η δυσχέρανση του απεργιακού δικαιώματος και ο περιορισμός της προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών. Αναλυτικότερα, από τη σκοπιά αυτή :

1) Με το άρθρο 56 καθίσταται δυνατή η επιβολή πρόσθετης εργασίας από εργοδότη σε εργαζόμενο μερικής απασχόλησης ακόμα και σε ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας (αυτό αλλάζει σε σχέση με το ισχύον άρθρο 38 ν. 19892/1990), χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε διαδικασία διαβούλευσης ή έγκρισης του συνδικαλιστικού σωματείου.

2) Στο άρθρο 57 προβλέπεται η γνωστή δυνατότητα επιβολής υπερωριακής απασχόλησης έως 3 ώρες ημερησίως και μέχρι την συμπλήρωση 150 ωρών ετησίως, με προσαύξηση αμοιβής 40% για κάθε ώρα απασχόλησης. Είναι ήδη γνωστό ότι η ρύθμιση αυτή αυξάνει τα προηγούμενα ανώτατα ετήσια όρια υπερωριακής απασχόλησης  (96 ώρες στις βιομηχανικές επιχειρήσεις και 120 στις άλλες), ενώ περιορίζει το ποσοστό της προσαύξησης στο 40%, από 60% που προβλεπόταν όταν γίνεται υπέρβαση των 120 ωρών ετησίως. Ακόμα, καθιστά δυνατή την απεριόριστη υπέρβαση ακόμα και αυτών των ανωτάτων ορίων, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας (άρθρο 57 παρ. 6) για τους μισθωτούς όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων και εργασιών, όχι δηλαδή συγκεκριμένων επιχειρήσεων φόρτου εποχιακής απασχόλησης κλπ, με προσαύξηση 60% για την επιπλέον των ορίων αυτών απασχόληση.

Είναι αναμφισβήτητο ότι με τέτοιας έκτασης απεριόριστη παροχή μονομερούς δικαιώματος επιβολής υπερωριακής εργασίας, κανένας εργοδότης δεν έχει πιά συμφέρον σε παράνομη υπερωριακή απασχόληση και έτσι η απειλή αποζημίωσης προσαύξησης 120% από 80% που ίσχυε μέχρι τώρα, ελάχιστα φοβίζει πλέον τους εργοδότες, ενώ η ρύθμιση του παραγράφου 6, τόσο η απεριόριστη δυνατότητα χορήγησης άδειας υπερωριακής απασχόλησης, όσο και το ότι αυτό αποτελεί αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Εργασίας και όχι της νεοσύστατης “Ανεξάρτητης Αρχής Εργασίας” αποκαλύπτει το μέγεθος της εξουσίας που το κράτος επιθυμεί να παράσχει στους εργοδότες.

Η αποδυνάμωση του κύρους των εργατικών σωματείων έγκειται αφενός στο ότι η επιβολή υπερωριακής απασχόλησης παρέχεται χωρίς να εξαρτάται από οποιαδήποτε διαβούλευση, συναίνεση, έγκριση ή έστω παροχή γνώμης του αρμοδίου επιχειρησιακού ή κλαδικού σωματείου ή δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.

3) Αφετέρου ότι από το επόμενο (άρθρο 58), το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις διευθέτησης  του χρόνου εργασίας και χρονικού αντισταθμίσματος αντί καταβολής αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, να το συμφωνεί ατομικά ο εργαζόμενος, όταν δεν επέρχεται συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη. Ενώ κανένας λόγος δεν γίνεται για την αξίωση του εργαζομένου για ανάλογη προσαύξηση σε Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές και επίδομα άδειας λόγω της υπερωριακής απασχόλησης όταν η αξίωση αυτή διευθετείται.

Με τον τρόπο αυτό, ανοίγουν τον δρόμο σε κάθε εργοδότη να μπλοκάρει και να υπονομεύει οποιαδήποτε σχετική συμφωνία με το σωματείο, προκειμένου να αποδεσμεύεται από οποιαδήποτε συλλογική πίεση, να μεταφέρει το πεδίο πίεσης στην ατομική διαπραγμάτευση με τον κάθε εργαζόμενο δημιουργώντας ρήγμα στη σχέση του με αυτό, και ο τελευταίος να αποδεσμεύεται από τη συλλογική βούληση του σωματείου και να υποκύπτει στις πιέσεις του εργοδότη για διευθέτηση του χρόνου εργασίας.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι δεν αναφέρεται στο άρθρο 58 ούτε ποιος πρέπει να είναι ο χρόνος υποβολής του αιτήματος του εργαζομένου, αν δηλαδή προηγείται η έπεται της πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης, ούτε ποιος είναι εκείνος που επιλέγει το πρόγραμμα και τον χρόνο εκπλήρωσης του αντισταθμίσματος, αν δηλαδή είναι ο εργαζόμενος εκείνος που θα αποφασίσει πότε θα δει την οικογένειά του αντί να πάρει τα χρήματα, σε ποιο χρόνο και με ποιο ρυθμό θα πραγματοποιηθεί η εκπλήρωση του χρονικού αντισταθμίσματος.

Και είναι ακόμα χαρακτηριστικό ( παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ) ότι προβλέπεται ότι σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας πριν την λήψη του χρονικού αντισταθμίσματος εργαζόμενου που λαμβάνει αποζημίωση για τις υπερβαίνουσες ώρες που έχει απασχοληθεί πλην όμως δεν τίθεται αυτό ως όρος για το κύρος της καταγγελίας από μέρους του εργοδότη ως μέσου λύσης της σύμβασης εργασίας, όπως βέβαια δεν τίθεται και γενικότερα όρος τέτοιος (βλ. παρακάτω).

4) Στο άρθρο 60 πραγματοποιείται άλλη μια αυθαίρετη αποδόμηση κατακτημένου δικαιώματος, που είναι η εξάντληση της παροχής του χρόνου ετήσιας ανάπαυσης εντός του ημερολογιακού έτους στο οποίο αυτή αφορά (άρθρο 4 παρ. 1 α.ν. 539/1945), που μάλιστα είναι εξοπλισμένη και με απειλή αστικής ποινής (άρθρο 3 ΝΔ 3755/1957). Παρέχεται, προφανώς για την εκτόνωση της δυνατότητας διευθέτησης του χρόνου εργασίας και προς εξυπηρέτηση της, η δυνατότητα η δικαιούμενη κατ’ έτος άδεια να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επομένου ημερολογιακού έτους. Και ο παράγοντας αυτός, σε συνδυασμό με την παραπάνω εντατικοποίηση της υπερωριακής απασχόλησης και τη μετατροπή της αξίωσης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση σε τράπεζα χρόνου συμβάλλει στη μετατροπή της εργασίας του σε λάστιχο  και ανατρέπει την ποιότητα ζωής του εργαζόμενου, και την ποιοτική ισορροπία του χρόνου ανάμεσα στην εργασία και στην ανάπαυση.

5) Στο άρθρο 62 διευρύνονται και γίνονται κανόνας οι περιπτώσεις εργασίας Κυριακών και αργιών, με την προσθήκη μεγάλων παραγωγικών, εμπορικών, μεταφορικών και λοιπών κλάδων, είτε μονομερώς και αυτοδικαίως με απόφαση του εργοδότη (περιπτώσεις παραγράφου 1), είτε μετά από άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας (περιπτώσεις παραγράφου 2 – και πάλι όχι της Ανεξάρτητης Αρχής) και εντάσσονται δεκάδες κατηγορίες επιχειρήσεων στην υποχρέωση ή τη δυνατότητα υποχρέωσης εργασίας τις Κυριακές και τις αργίες. Ούτε και εδώ προβλέπεται οποιαδήποτε προηγούμενη διαβούλευση με εργατικά σωματεία, έγκριση, έκφραση γνώμης κλπ, ή προσφυγή σε οποιαδήποτε επιτροπή. Άλλωστε, όπως θα δούμε παρακάτω, η Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 καταργείται.

Σημειώνεται εδώ ότι η διεύρυνση των περιπτώσεων εργασίας σε Κυριακές και αργίες αποτελεί παράγοντα έμμεσης εντατικοποίησης όλων των εργασιών στις επιχειρήσεις που συνδέονται και συναλλάσσονται με αυτές και έμμεσα ενισχύει τις ανάγκες πραγματοποίησης υπερωριακής εργασίας όπως αυτές οργανώνονται στα προηγούμενα άρθρα, αλλά και ασκεί αφόρητη πίεση για επέκταση της εργασίας σε Κυριακές και αργίες προκειμένου να υπάρχει ταυτόχρονη λειτουργία των συνεργαζομένων και συναλλασσομένων επιχειρήσεων.

6) Η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών (άρθρο 63) μόνο όσον αφορά την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας φαντάζει διακηρυκτικά θεόσταλτη, αφού αποκαθιστά μια αδικία που υπάρχει εδώ και 91 χρόνια, αλλά πλέον  αποτελεί κενό γράμμα και απλώς μια όμορφη βιτρίνα για την νομιμοποίηση των αυταρχικών ρυθμίσεων. Η διάκριση αυτή έπρεπε να είχε καταργηθεί από τότε που γεννήθηκε, καθώς τα προηγούμενα χρόνια ταλαιπωρήθηκε αρκετά η νομολογία των δικαστηρίων και οι παράγοντες των σχετικών δικών, προκειμένου να διευρύνονται κατά περίπτωση οι έννοιες των υπαλλήλων σε βάρος της έννοιας των εργατοτεχνιτών. Εξάλλου, όπως έχει γίνει πλέον η προθεσμία προμήνυσης και υποχρέωσης αποζημίωσης μετά την συμπλήρωση του 12μήνου απασχόλησης του υπαλλήλου στον ίδιο εργοδότη, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξίσωση των εργατοτεχνιτών, αφού σπάνια κάποιοι από αυτούς εργάζονται επί 12 συνεχόμενους μήνες στον ίδιο εργοδότη ώστε να χρειαστεί να τύχουν των ευεργετημάτων αυτών.

7) Με το άρθρο 65 θεσπίζονται (προσοχή, περιοριστικά, όχι ενδεικτικά) οι περιπτώσεις για τις οποίες μια καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μπορεί να κριθεί άκυρη, και πάλι όχι αυτοδικαίως, αλλά με την καθιέρωση μαχητού τεκμηρίου με πλήρες δικαίωμα ανταπόδειξης στον εργοδότη  (παρ. 2). Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό το εξής :

Ένα από τα ελάχιστα θετικά για το Εργατικό Δίκαιο που είχε επιχειρήσει η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του 2019 (άρθρο  48 ν 4611/2019 με ισχύ από 17.5.2019) είχε καθιερώσει την αιτιολόγηση των καταγγελιών συμβάσεων εργασίας, εκπληρώνοντας ένα μακρόχρονο αίτημα του εργατικού κινήματος και του νομικού κόσμου, και έτσι για πρώτη φορά στην  Ελλάδα δημιουργήθηκε η δυνατότητα σ’  έναν εργαζόμενο που ήθελε να προσβάλει την απόλυσή του, όχι μόνο να μη χρειάζεται να καταφεύγει στην αόριστη έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., όταν η απόλυση πληρούσε τις προϋποθέσεις τυπικής νομιμότητας του άρθρου 5 του ν. 3198/1955, αλλά μετέθετε το βάρος απόδειξης της νομιμότητας της αιτίας απόλυσης στον εργοδότη.

Με το που έγινε κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, με έναν από τους νέους νόμους της, στις 09.08.2019, κατήργησε την υποχρέωση αιτιολόγησης των απολύσεων (άρθρο 117 ν. 4623/2019).

Σήμερα, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη έρχεται να περιλάβει μια περιοριστική, όπως προανέφερα, απαρίθμηση αιτιών για τις οποίες είναι δυνατό να κριθεί άκυρη η καταγγελία μιας σύμβασης εργασίας, οι περισσότερες από τις οποίες προβλέπονται ήδη σε διάφορους ειδικούς νόμους και δεν αποτελούν δική της προσφορά στους εργαζόμενους. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι :

α) εμμένει στη έλλειψη αιτιολόγησης των απολύσεων ευνοώντας αφάνταστα τον εργοδότη

β) περιορίζει τους λόγους απόλυσης μόνο σε αυτούς που περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 65,

γ) επιτρέπει στον εργοδότη την ανταπόδειξη όλων αυτών και

δ) ανοίγει τον δρόμο για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών της ακυρότητας απόλυσης, που μέχρι τώρα, όπως γνωρίζουμε, είναι η υποχρέωση του εργοδότη να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, καθώς και να του καταβάλει τους μισθούς υπερημερίας από τον χρόνο που έγινε η άκυρη απόλυση μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχή της εργασίας του ή την επακολουθούσα νόμιμη λύση της σύμβασης εργασίας του.

Αυτό το πραγματοποιεί ως εξής :

α) Θεσπίζει ως αστική ποινή για την ακυρότητα απόλυσης ποσό πρόσθετης αποζημίωσης τακτικών αποδοχών τριών μηνών έως ίσο με την οφειλόμενη αποζημίωση κατά τον χρόνο απόλυσης,

β) Δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, να επιδικάζει την αστική αυτή ποινή υπέρ του εργαζομένου, ύστερα από αίτημα που υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης σε πρώτο ή ακόμα και σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Πρόκειται για μια ασύλληπτη εύνοια προς τους εργοδότες, που ακόμα και όταν σε πρώτο βαθμό έχει κριθεί δικαστικά ως άκυρη μια απόλυση και έχουν υποχρεωθεί σε καταβολή μισθών υπερημερίας μεγάλων χρονικών διαστημάτων, τους δίνεται το δώρο να υποβάλουν στο δεύτερο βαθμό αίτημα περιορισμού των υποχρεώσεών τους στα όρια της αστικής ποινής και αυτό να γίνεται δεκτό.

γ) Ακόμα, το νομοσχέδιο φυσικά ενθαρρύνει με κάθε τρόπο τους εργαζόμενους να επιλέγουν την περιορισμένη αστική ποινή αυτή  διαλαμβάνοντας ειδική παράγραφο ( παρ. 4) γι’ αυτό, και

δ) Άξια λόγου είναι και η παράγραφος 6, η οποία απαγορεύει στον εργαζόμενο να  ζητά σωρευτικά την ακύρωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μετά των συνεπειών της και την αστική ποινή. Στην περίπτωση που σωρευθούν τα σχετικά αγωγικά αιτήματα, η αγωγή απορρίπτεται (στο σύνολό της) ως απαράδεκτη.

Αυτό αποτελεί μια τεράστια πίεση στον απολυμένο εργαζόμενο να περιορίσει το αίτημά του στην επιδίκαση της αστικής ποινής και να παραιτηθεί από το αίτημα απαγγελίας της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και αποδοχών υπερημερίας.

Στην ουσία η διάταξη ανοίγει τον δρόμο για να καταργηθεί ως συνέπεια της ακυρότητας απόλυσης η υποχρέωση επαναπρόσληψης και καταβολής αποδοχών υπερημερίας και αντί αυτών να περιορισθούν σε μια μικρή αποζημίωση. Δεν διστάζει για τον σκοπό αυτόν να παρέχει ανεπίτρεπτα δικονομικά επικουρικά βοηθήματα στον εργοδότη και να ανοίγει τον δρόμο στα δικαστήρια να αυθαιρετούν.

Αλλά δεν αρκείται σε αυτό η χορηγία νομικής βοήθειας στον εργοδότη :

Το ίδιο άρθρο (65 παρ. 4) παρέχει την δυνατότητα στον εργοδότη να καλύπτει οποιαδήποτε τυπική παράλειψη του κύρους της καταγγελίας, δηλαδή την μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης, την παράλειψη σύνταξης έγγραφης καταγγελίας ή και καταχώρησής της στο ΙΚΑ μέσα σε προθεσμία 4 μηνών από την καταγγελία, η οποία καθίσταται ανυπόστατη αν ακολουθήσει νέα καταγγελία με πλήρωση αυτών των προϋποθέσεων.

Με άλλα λόγια δηλαδή, δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη να “δασκαλευτεί” από την αγωγή που θα του έχει κοινοποιηθεί αφού η προθεσμία προσβολής του κύρους της καταγγελίας είναι τρίμηνη, άρα μικρότερη από την τετράμηνη, η από τυχόν προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας (πλέον στην Ανεξάρτητη Αρχή) και να διορθώσει τα λάθη του και να αποσβήσει τις συνέπειες της ακυρότητας της προηγούμενης απόλυσης, θεραπεύοντας τα σφάλματα με μια νέα απόλυση.

Οι ρυθμίσεις αυτές, σύμφωνα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 80 παρ. 4 του νομοσχεδίου, εφαρμόζονται για καταγγελίες που γίνονται μετά την δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Η πλήρης ευτυχία του εργοδότη !

8) Με το άρθρο 82, ύστερα από τις εταιρείας, φεύγουν και τα συνδικαλιστικά σωματεία έστω και από την αρχειοθετική (όπως έχει καταντήσει)  αρμοδιότητα των Πρωτοδικείων, και πλέον εγγράφονται στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), κατά τα πρότυπα του ΓΕ.ΜΗ. των εμπορικών εταιρειών.

Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος αποκτά τον έλεγχο και την εποπτεία των συνδικαλιστικών σωματείων όλων των βαθμίδων που υπάρχουν, ενώ η υποχρέωση εγγραφής αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την χρηματοδότηση των σωματείων από όποιες πηγές επιτρέπεται, αλλά τόσο για την διαπραγματευτική ικανότητα σύναψης Σ.Σ.Ε, όσο και για τη νόμιμη ενάσκηση της κήρυξης απεργίας, αλλά και τη νόμιμη ενάσκηση κάθε δικαιώματος και διευκόλυνσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης, καθώς και για την προστασία των στελεχών της απέναντι σε απόλυση και μετάθεση (όπως αυτά  έχουν κουτσουρευτεί από τις παρακάτω αναφερόμενες ρυθμίσεις). Η επιδίωξη, λοιπόν, κρατικού ελέγχου και εξάρτησης των συνδικαλιστικών σωματείων είναι προφανής.

9) Με το άρθρο 84 καταργείται το εδάφιο 2 της παρ. 4 το οποίο επέτρεπε εργοδοτικές παροχές στα πρωτοβάθμια σωματεία για τη βελτίωση των υποδομών τους. Αυτό, με τη σειρά του, καταργεί τη δυνατότητα διεκδίκησης π.χ. παροχής χώρων γραφείων για τα σωματεία στους τόπους εργασίας τους.

10) Με το άρθρο 85 (Γενική Συνέλευση συνδικαλιστικών οργανώσεων) επεκτείνεται ο περιορισμός στην εγκυρότητα λήψης αποφάσεων, που έτσι κι αλλιώς είχε θεσπίσει η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το άρθρο 11 του ν. 4512/2018 το οποίο είχε καθιερώσει την υποχρέωση ψήφου του 1/2 τουλάχιστον των οικονομικά τακτοποιημένων μελών ως προϋπόθεση για τη νόμιμη κήρυξη απεργίας.

Με το άρθρο αυτό, σε όλα τα όρια απαρτίας που προϋπήρχαν καθώς και στον όρο του 1/2 για την κήρυξη απεργίας προστίθεται στη φυσική ψήφο και η εξ αποστάσεως ψήφος.

Καταργείται, συνεπώς, κάθε δυνατότητα αμεσότητας των γενικών συνελεύσεων και επισφραγίζεται η αδυναμία, ιδίως των πρωτοβαθμίων σωματείων να προχωρούν σε κήρυξη απεργίας.

11) Η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας αντί ψηφοφορίας με φυσική παρουσία περιλαμβάνεται και στο επόμενο άρθρο (86) με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 13 του ν. 1264/1982. Ας σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις της εξ αποστάσεως ψηφοφορίας δεν καθιερώνεται καμία διασφάλιση της ταυτοπροσωπίας των ψηφοφόρων και ιδίως διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου.

12) Το άρθρο 87 περιορίζει σημαντικά το πεδίο προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης που προβλέπεται μέχρι σήμερα από το άρθρο 14 του ν. 1264/1982, καθώς περιορίζεται η έκταση της προστασίας α) σε 5 αντί για 7 μέλη διοίκησης του σωματείου που έχει έως 200 μέλη β) σε 7 από 9 η προστασία διοίκησης σωματείου που έχει από 200 έως 1000 μέλη και γ) 9 αντί για 11 οργάνωσης που έχει περισσότερα από 1000 μέλη.

Επίσης, περιορίζεται η προστασία των ιδρυτικών μελών της πρώτης υπό σύσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης σε 21 μέλη, εφόσον στην επιχείρηση εργάζονται περισσότεροι από 80 εργαζόμενοι, καταργεί τους αυξημένους αριθμούς προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών σε περιπτώσεις που στην επιχείρηση εργάζονται περισσότεροι (25 όταν πρόκειται για 150 έως 300, 30 όταν πρόκειται για 300 έως 500, 40 όταν πρόκειται για πάνω από 500 ή και 7 όταν πρόκειται για λιγότερους από 80 και λιγότερους από 40.

Ακόμη, με την παρ. 9 του άρθρου 87 καταργείται ο όρος συγκατάθεσης του σωματείου προκειμένου για μετάθεση συνδικαλιστικών στελεχών, ενώ περιορίζεται και αυτή καθαυτή η απαγόρευση μετάθεσης, αφού  πλέον δεν εξαρτάται η ισχύς της, όπως μέχρι τώρα, από την απόφαση της Επιτροπής του άρθ. 15 του ν. 1264/1982, το οποίο άλλωστε καταργείται ολόκληρο (άρθ. 99 παρ. 4 νομοσχεδίου), αφού η μετάθεση αυτή επιτρέπεται όταν κρίνεται (προφανώς από τον εργοδότη και, αν διαφωνεί ο εργαζόμενος, από το δικαστήριο πια κι όχι από την Επιτροπή) απολύτως αναγκαία για την λειτουργία της επιχείρησης ή επιβεβλημένη από λόγους προστασίας της υγείας.

Επίσης, με την επόμενη παράγραφο 10 του άρθρου 87 καθίσταται δυνατή και η καταγγελία της σχέσης εργασίας των ” προστατευομένων προσώπων”, αφού αυτή καθίσταται δυνατή χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται διευρύνονται πολύ, αφού καταργείται ο κατάλογος της περιοριστικής απαρίθμησης των σπουδαίων λόγων που καθιστούσαν επιτρεπτή την απόλυση, παρότι και αυτός είχε ήδη διευρυνθεί με το άρθρο 18 ν. 4472/2017 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και, πλέον, με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, επιτρέπεται υπό τους όρους της παρ. 1 του άρθ. 15 του ν. 1483/1984, δηλαδή γίνεται αναλογική εφαρμογή των απολύσεων σε περιπτώσεις μητρότητας και εγκυμοσύνης και για τους συνδικαλιστές.

13) Με το επόμενο άρθρο 88 περιορίζονται σημαντικά οι επιτρεπτές δραστηριότητες των σωματείων που έχουν τον τίτλο “Δημοκρατία στους τόπους εργασίας”:

α) καταργείται το δικαίωμα του σωματείου να διατηρεί πίνακα ανακοινώσεων στους χώρους εργασίας, εφόσον διατηρεί ιστότοπο, για τον οποίο μάλιστα υποχρεώνει τον εργοδότη με τα έξοδα σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησής του (παρ. 2), ενώ

β) καταργείται το δικαίωμα διανομής ανακοινώσεων σε κοινόχρηστους χώρους, χώρους εστίασης και υπαίθριους χώρους του τόπου εργασίας (παρ. 6).

14) Με το άρθρο 89 περιορίζεται ο αριθμός ημερών συνδικαλιστικής άδειας και καταργείται η διαμεσολάβηση της Επιτροπής του άρθρου 15 σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να εγκρίνει συνδικαλιστική άδεια ( πράγμα που σημαίνει ότι απομένει μόνο η προσβολή της διαφωνίας αυτής στο δικαστήριο.

15) Με  το άρθρο 90 περιορίζεται η δυνατότητα κήρυξης απεργίας αλληλεγγύης προς εργαζομένους σε άλλες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις και είναι δυνατό να κηρύσσεται από μια πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.

16) Με το άρθρο 92, παρέχεται σημαντική προστασία στους απεργοσπάστες, αφού υποχρεώνονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να κηρύσσουν απεργία που προστατεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων που δεν συμμετέχουν σε αυτήν από την άσκηση οποιασδήποτε σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους, και μάλιστα καθιερώνεται και λόγος διακοπής της απεργίας με δικαστική απόφαση (οι γνωστές “παράνομες και καταχρηστικές απεργίες” με δίκες express) σε περίπτωση μη τήρησης και σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής.

17) Με το άρθρο 93, υποχρεώνονται όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσουν απεργία στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΣΣ και σε φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημοσίου τομέα να υποβάλουν στον ΟΜΕΔ αίτηση διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας.

Η υποχρέωση αυτή βεβαίως υπήρχε και πριν (άρθρo 3 ν. 2224/1994), αυτό που προστίθεται τώρα είναι όμως ότι, ενόσω διαρκεί ο δημόσιος διάλογος αναστέλλεται  η άσκηση του δικαιώματος απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές και απαγορεύεται η άσκηση αγωγής ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων για θέματα σχετικά με την εν λόγω απεργία. Στο μέχρι τώρα ισχύον νομοθετικό καθεστώς προβλέπεται το ακριβώς αντίθετο (παρ. 4 σε συνδυασμό με παρ. 5 άρθ. 3 ν. 2224/1994.

18) Με το άρθρο 94 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις απεργιών εργαζομένων επιχειρήσεων για τις οποίες προβλέπεται η υποχρέωση προσωπικού ασφαλείας, πλέον απαιτείται και η διάθεση και πρόσθετου προσωπικού πέραν του προσωπικού ασφαλείας για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την διάρκεια της απεργίας, του λεγόμενου “προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας” το οποίο ορίζεται τουλάχιστον ως το 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει την απεργία οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως στον εργοδότη τα ονόματα των εργαζομένων τα οποία διαθέτει ως προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, το οποίο μάλιστα καθορίζεται κατά την παράγραφο 4 με ειδική συμφωνία μεταξύ της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του εργοδότη, ο οποίος πλέον αποκτά το δικαίωμα να επιλέγει ποιοι απεργούν και ποιοι όχι. Φυσικά, θεωρείται ανεπίτρεπτη και παράνομη η απεργία που κηρύσσεται χωρίς να έχει καθοριστεί προηγουμένως όχι μόνο το προσωπικό ασφαλείας, αλλά και το προσωπικού στοιχειώδους λειτουργίας, καθώς και η πραγματική διάθεση αυτού στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

19) Με το άρθρο 95, εξαρτάται η ικανότητα σύναψης Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας από τη νομιμοποίηση των σχετικών συνδικαλιστικών οργανώσεων με την εγγραφή τους στο Μητρώο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.

20) Αξιοσημείωτη ακόμη η προσθήκη στο άρθρο 98 παρ. 3, σύμφωνα με την οποία η άσκηση αγωγής δικαστικού ελέγχου διαιτητικής απόφασης ακόμα και σε δεύτερο βαθμό εκδοθείσης από την Πολυμελή Επιτροπή Διαιτησίας, αναστέλλει την ισχύ της προσβαλλόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της διαιτητικής απόφασης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί της αγωγής.

21) Κλείνοντας, όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 99, καταργούνται οι τριμερείς (α΄ και β΄ βαθμού) Επιτροπές κρίσης, μεταθέσεων, απολύσεων συνδικαλιστών και άλλων συνδικαλιστικών διαφορών του άρθρου 15 του ν. 1264/1982.

22)  Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στην περιγραφή των αρμοδιοτήτων της συνιστώμενης Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας, δεν περιλαμβάνεται η υποχρέωσή της για οποιαδήποτε σχέση και διαβούλευση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, παρά μόνο με κρατικές και διοικητικές αρχές, ενώ φυσικά λείπει και ο κοινωνικός έλεγχος,  αφού εκείνοι που τους επιλέγουν τον τόσο  τον Πρόεδρο, όσο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησής της, είναι ex officio διορισμένοι κρατικοί παράγοντες ,ενώ  θεσπίζεται η έλλειψη ασυμβίβαστου των μελών της Διοίκησης της Αρχής αυτής με την άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος ή την άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου,  ΟΤΑ ΝΠΔΔ κλπ ( άρθ. 106 παρ. 10), πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει τον εξαρτημένο χαρακτήρα της παρά τις διακηρύξεις περί λειτουργικής ανεξαρτησίας του άρθρου 102.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η …..Κυβέρνηση είναι εκείνη που απεξαρτάται από την υποχρέωση παροχής προστασίας στην τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, συνεχίζοντας μια διαχρονική και διεθνή τακτική καπιταλιστικών κυβερνήσεων απεμπόλησης στοιχειωδών συνταγματικών κρατικών υποχρεώσεων είτε προς Ανεξάρτητες Αρχές, είτε προς Μ.Κ.Ο., και την αποξένωση από την υποχρέωση εκπλήρωσής τους, με εξαίρεση βέβαια το είδος των αρμοδιοτήτων τις οποίες το αστικό κράτος επιθυμεί να διατηρήσει (βλ. παραπάνω για υπερωρίες Κυριακές και αργίες, που βέβαια αποτελούν στον σκληρό πυρήνα των εργοδοτικών δικαιωμάτων που η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται ούτε στην “Ανεξάρτητη Αρχή Εργασίας”).

Η προσέγγιση αυτή  δεν διεκδικεί πληρότητα. Αποτελεί μια πρώτη αποτίμηση ορισμένων μόνο βασικών όψεων του μεγαλύτερου σε έκταση αποδόμησης ατομικών και συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων που γνωρίσαμε εγχειρήματος.

Ο πόλεμος της κυβέρνησης ενάντια στις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης μαίνεται. Απαξιώνει τα σωματεία, περιορίζει τα δικαιώματα και τη δράση τους, τα απομονώνει από τα μέλη τους, περιορίζει μέχρι κατάργησης το δικαίωμα στην απεργία, υπερασπίζεται τους απεργοσπάστες και  προωθεί τη γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού συνδικαλισμού. Οργανώνει την εντατικοποίηση της απλήρωτης εργασίας και την εργοδοτική αυθαιρεσία απέναντι στον εργαζόμενο στο ωράριο, τις Κυριακές και αργίες, τις υπερωρίες, τη διευθέτηση, διευκολύνει τις απολύσεις και μειώνει τις συνέπειες της ακυρότητάς τους.

Θέλει να εκδικηθεί την κοινωνία για τη ριζοσπαστικοποίησή της ιδίως στα των μνημονίων, το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα, ιδίως τα πρωτοβάθμια για τους αγώνες και τις νίκες του και να μετατρέψει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε συντριβή όλων των παραπάνω. Και τώρα που το κείμενό του δημοσιοποιήθηκε και έληξε η μονόπλευρη προπαγάνδα Χατζηδάκη στα Μ.Μ.Ε. οι προθέσεις αποκαλύπτονται, και όσο συνειδητοποιούνται ευρύτερα οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου τα προσωπεία πέφτουν και  η σύγκρουση προδιαγράφεται αναπόφευκτη και φυσικά αναγκαία.

Δεν θα τους αφήσουμε. Στο χέρι μας είναι να νικήσουμε. Αποδείξαμε πολλές φορές και παλιά και πρόσφατα ότι μπορούμε. Το ν/σ δεν πρέπει να γίνει νόμος.