Από τον Ξανθόπουλο στον …Φιλιππίδη

Ο θάνατος του Νίκου Ξανθόπουλου μπορεί να μην σημαίνει πολλά για τις γενιές που γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση. Δεν έζησαν τη σχέση αγάπης του ηθοποιού με τον λαό. Τον απλό λαό, τον φτωχό λαό, τον εργάτη λαό, τον μετανάστη λαό. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωταγωνίστησε σε κάποιες από τις εμπορικότερες ταινίες της εποχής του, οι οποίες βέβαια δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας ή κινηματογραφικής πρωτοπορίας.

Εξέφρασε όμως με τον πιο καθαρό, τον πιο αδιαμεσολάβητο τρόπο, την πλευρά των ηττημένων. Εξέφρασε δηλαδή τους χαμένους του εμφυλίου που ήταν και οι χαμένοι της ζωής. Τον κόσμο της σκληρής δουλειάς και του λειψού μεροκάματου. Τον κόσμο που μετανάστευε μαζικά λόγω φτώχειας. Τον κόσμο που ακόμα κι αν δεν τολμούσε να εκφραστεί πολιτικά στα μαύρα χρόνια της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας, του δεξιού παρακράτους και της χούντας, διατηρούσε οργανικές σχέσεις και άρρηκτους δεσμούς με την παράταξη που το 1949 ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά είχε κερδίσει ηθικά και πολιτικά.

Ο κατατρεγμός του φτωχού στις ταινίες του Ξανθόπουλου ήταν σε ατομικό επίπεδο. Δήλωνε όμως τον συλλογικό κατατρεγμό του καλύτερου μισού του ελληνικού λαού, που αντί να τιμηθεί για το ρόλο του στην αντίσταση βρέθηκε κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του χίτη και του ταγματασφαλίτη. Το ατομικό βάσανο του φτωχού πλην τίμιου νέου ήταν η έμμεση αναπαράσταση του συλλογικού βάσανου του τίμιου πλην ηττημένου κινήματος.

Ο κόσμος που γύριζε από τις εξορίες και τα Μακρονήσια, που τρομοκρατούνταν από το μακρύ χέρι του κράτους και του παρακράτους, που δεν μπορούσε να βρει δουλειά παρά μόνο στα γιαπιά και στα καράβια, πρόβαλε τον εαυτό του στις ταινίες του Ξανθόπουλου και στα τραγούδια του Καζαντζίδη. 

Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν πρωταγωνίστησε στις ποιοτικότερες ταινίες, αλλά σύμφωνα με τους ομοτέχνους του και τους κριτικούς θεάτρου, ήταν ποιοτικός ηθοποιός με εξαιρετικές εμφανίσεις σε νεαρή ηλικία και σε απαιτητικούς ρόλους. Γιος ΕΑΜίτη, αριστερός και ο ίδιος, κυρίως όμως λαϊκός και γνήσιος μέχρι το τέλος. Ακολούθησε στη ζωή του πορεία παράλληλη με τους χαρακτήρες που υποδύονταν στις ταινίες του. Με αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, με σεμνότητα και ταπεινότητα, με αγάπη στο βιβλίο και εκτίμηση στη μόρφωση.

Η λατρεία στο πρόσωπό του ήταν ανεπανάληπτη, ειδικά ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στον απόδημο ελληνισμό. Κάπου στην αυτοβιογραφία του έγραφε:

«… Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς…Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα».

Αυτό ήταν το παιδί του λαού. 

Ας κάνουμε τη σύγκριση με τα παιδιά της αστικής τάξης. 

Όχι τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ή τους γόνους των εφοπλιστών με τους οποίους ο Ξανθόπουλος συγκρούονταν στις ταινίες για τα μάτια μιας “Αγγελικούλας”.

Αλλά πολλούς μεγαλοσχήμονες, σημερινούς καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι τέχνη μπορούν να κάνουν αν υιοθετηθούν από την εξουσία ή αν σιτίζονται από την ολιγαρχία.

Και φυσικά το σταριλίκι όχι μόνο δεν τους κάνει πιο έντιμους και πιο εντάξει, αλλά τους μετατρέπει σε κατά φαντασία ημίθεους, με εξουσιαστικές, σεξιστικές, υποτιμητικές, και όπως προέκυψε και για ορισμένους από δαύτους, κακουργηματικές συμπεριφορές.

Δεν είναι μόνο ζήτημα εποχής, πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού για το πώς φτάσαμε από εκεί που είχαμε Ξανθόπουλους και Κατράκηδες, να έχουμε Φιλιππίδηδες και Λιγνάδηδες.

Είναι και ζήτημα κοινωνικής τάξης και ποιότητας κάθε κοινωνικής τάξης.

Από εδώ τα παιδιά του λαού. Από εκεί τα παιδιά της αστικής τάξης.

Ένα αγεφύρωτο ηθικό χάσμα τα χώριζε και θα τα χωρίζει. 

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. Κινδυνεύει από τους Μητσοτάκη – Ντογιάκο.

Η μόνιμη επωδός όσων εισηγούνται μεγαλοψυχία, λήθη, δημοσία δαπάνη κηδεία του τέως βασιλιά και απόδοση τιμών αρχηγού κράτους είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. 

Πράγματι, η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει από τους μπουφόνους της βασιλείας, Ούτως ή άλλως η ελλαδική εκδοχή γαλαζοαίματων υπήρξε ανίκανη και γκροτέσκο, σχεδόν όσο υπήρξε επιζήμια και καταστροφική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την ιστορία. Απαιτεί όμως να μην κλείνουμε τα μάτια στο παρόν συζητώντας για το παρελθόν. 

Ο έκπτωτος μονάρχης πεθαίνει μία μέρα μετά την πρωτοφανή γνωμάτευση Ντογιάκου, που λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύει στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) την περαιτέρω διερεύνηση του μέγα σκανδάλου των υποκλοπών, απειλώντας μάλιστα σκαιότατα τα μέλη της με απαγγελία κατηγοριών. 

Βεβαίως ο κ. Ντογιάκος πατά πάνω στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 5022/2022 της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να απειλήσει την ΑΔΑΕ. Δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι ένας νόμος μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και όχι εναντίον του, αλλά αυτό είναι θέμα που θα το εξηγήσουν καλύτερα οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι, όσοι τουλάχιστον δεν είναι εξωνημένοι των ποικίλων εξουσιών.

Ο αποκαλούμενος και “ψηλός” ή και “Παναθηναϊκάκιας”, νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφάσισε να ερμηνεύσει τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη προστατεύοντας την κυβέρνηση από τυχόν επόμενες αποκαλύψεις για το εύρος και το είδος των υποκλοπών που οργανώθηκαν από την ΕΥΠ, όντας αυτή υπό την άμεση διοικητική και πολιτική ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. 

Όλη η ιστορία των υποκλοπών μοιάζει πια να βγήκε από ένα ενιαίο κέντρο (ή καλύτερα παράκεντρο) εξουσίας: ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την ΕΥΠ από την πρώτη μέρα της θητείας του, η ΕΥΠ οργανώνει παρακολουθήσεις και υποκλοπές συνομιλιών πολιτικών προσώπων, υπουργών, στρατιωτικών, η κυβέρνηση κάνει νόμο με τον οποίο θωρακίζει τις υποκλοπές, και μόλις ξεσπά το σκάνδαλο και απειλείται το περαιτέρω ξεσκέπασμα των παρακολουθήσεων από την ΑΔΑΕ, η κυβέρνηση κάνει νέο νόμο με τον οποίο “περιορίζει” την ΑΔΑΕ, ενώ ο εισαγγελέας ερμηνεύει τον νόμο προληπτικά (!) και απειλεί ανοικτά την Αρχή. 

Όμορφος, αγγελικός κόσμος, και προπαντός δημοκρατικός… 

Αν η γνωμάτευση Ντογιάκου παρθεί τοις μετρητοίς, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κινδυνεύει με σύλληψη στο βαθμό που αντέξει την πρωτοφανή πίεση την οποία υφίσταται και συνεχίσει να ασκεί τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες αρμοδιότητές του. Το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που αρέσκεται να δηλώνει κράτος Δικαίου, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους ιεροφάντες του “συνταγματικού πατριωτισμού” που θυμούνται το Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο βαθμό που βολεύει την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με πρώτο από όλο τη φαμίλια Μητσοτάκη. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023, και όχι οι έκπτωτοι, αναξιόπιστοι, φαιδροί και ολίγιστοι Γλύξμπουργκ, μισόν αιώνα σχεδόν μετά από την αποπομπή τους. 

Τη βασιλεία την έκρινε ήδη η ιστορία – κι ας μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη – και αποφάνθηκε για τον ιστορικό της ρόλο ο ελληνικός λαός, όχι απλώς με το δημοψήφισμα του ‘74, αλλά με τους αγώνες και το αίμα του. 

Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο σημερινός κίνδυνος των πολλαπλών αντισυνταγματικών εκτροπών που εκπορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και συνηγορούνται από τον ανώτατο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αυτή είναι η πρόκληση για τη δημοκρατία.

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αντί για Θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αναδεικνύεται σε Εφιάλτη της εκτελεστικής εξουσίας.

Δήλωση του Θ. Καμπαγιάννη.

Η σημερινή γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρείται προληπτική καταστολή των προαναγγελθέντων ελέγχων της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στους ιδιώτες παρόχους, αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών της χώρας. Την ελληνική εισαγγελία την υπηρέτησε και ο Παύλος Δελαπόρτας, αλλά και ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Δεν θέλει πολλή σκέψη τη δόξα ποίων ζήλεψε ο συντάκτης της γνωμοδότησης.

Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει στη μνημειώδη σύγχυση που διακατέχει τον γνωμοδοτούντα Εισαγγελέα ανάμεσα στις διατάξεις περί γνωστοποίησης σε ιδιώτη νόμιμης επισύνδεσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και στις διατάξεις περί ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ, της ανεξάρτητης αρχής που λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο, το περιεχόμενο της γνωμοδότησης δεν είναι νομικό, αλλά αμιγώς πολιτικό.

Σε μια κρίσιμη στιγμή, που η εκτελεστική εξουσία αποδείχτηκε ότι εργαλειοποίησε τη διαδικασία νόμιμων επισυνδέσεων διά της έκδοσης εισαγγελικών διατάξεων για λόγους “εθνικής ασφάλειας” με την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, κοκ, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αντί να διερευνήσει το σκάνδαλο, απειλεί ευθέως τον Πρόεδρο και τα μέλη της ΑΔΑΕ με ποινικές κυρώσεις: φτάνει μάλιστα στην έσχατη ασχημία να επικαλείται το άρθρο του Ποινικού Κώδικα περί κατασκοπείας. Κατάσκοπος ο Ράμμος που ανταποκρίνεται στο θεσμικό του καθήκον να διερευνήσει τις υποκλοπές και όχι αυτοί που τις διέπραξαν… Τέτοια ντροπή.
Ο κύριος Ντογιάκος μέχρι σήμερα αδρανούσε. Σήμερα συνειδητά μετέτρεψε την ιστάμενη δικαιοσύνη σε ραβδούχο του καθεστώτος Μητσοτάκη. Το όνομά του θα γραφτεί με μελανά γράμματα στα χρονικά της ελληνικής δικαιοσύνης.
Οι στιγμές είναι οριακές. Όσες και όσοι σιωπούσαν ή αμφέβαλλαν, ήρθε πλέον η ώρα να μιλήσουν.

Σταματήστε να αναπαράγετε τις θέσεις του Βρετανικού Μουσείου!

[δήλωση-έκκληση προς τα ΜΜΕ για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα]
Προφανώς το θέμα της επανένωσης του κορυφαίου μνημείου μάς απασχολεί –και πρέπει να μας απασχολεί– όλους και όλες, επιστήμονες και πολίτες. Το να αναπαράγουμε όμως –και μάλιστα με ιαχές- την προπαγάνδα του Βρετανικού Μουσείου, δεν μας κάνει αρωγούς στην διεκδίκηση των γλυπτών. Αντιθέτως, τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών βλάπτουν σοβαρά την ελληνική διεκδίκηση.

Σταματήστε να αναπαράγετε τις θέσεις του Βρετανικού Μουσείου. Τίποτα το νέο δεν κομίζουν οι δηλώσεις ιθυνόντων του Βρετανικού Μουσείου, όπως μεταφέρονται από αμερικάνικα και βρετανικά ΜΜΕ εδώ και δύο μέρες. Είναι, λέει, έτοιμοι να υπογράψουν μια συμφωνία «δανεισμού κάποιων τεμαχίων» των γλυπτών, με τα κατάλληλα «ανταλλάγματα» -ομήρους δηλαδή, ώστε να είναι σίγουροι ότι τα γλυπτά θα επιστρέψουν στο Λονδίνο- με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει την κυριότητα των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο. Μα αυτή είναι η θέση του Βρετανικού Μουσείου από όταν ξεκίνησε η ελληνική διεκδίκηση από την Μελίνα Μερκούρη!

Η απάντηση του Βρετανικού Μουσείου όλα αυτά τα χρόνια είναι πανομοιότυπη: «τα γλυπτά έχουν αποκτηθεί νόμιμα από το Βρετανικό Μουσείο, μας ανήκουν, αν θέλει η Ελλάδα μπορούμε να της τα δανείζουμε για περιοδικές εκθέσεις και να γυρνάνε πίσω στο Λονδίνο, αρκεί να αποδεχτεί η Ελλάδα ότι η ιδιοκτησία των γλυπτών ανήκει στο Βρετανικό Μουσείο». Άλλωστε, το Βρετανικό Μουσείο μόνο για περιοδικό δανεισμό μπορεί να συζητήσει –όπως έκανε και με το Μουσείο Ερμιτάζ το 2014, όταν δάνεισε για ολιγόμηνη έκθεση στο ρωσικό μουσείο τη μορφή του Ιλισού από το αέτωμα του Παρθενώνα. Για την οριστική επιστροφή των γλυπτών στην Αθήνα χρειάζεται και η πολιτική βούληση της Βρετανικής κυβέρνησης, ώστε να αλλάξει ο σχετικός νόμος (British Act) ή να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του Charities’ Act για τα γλυπτά του Παρθενώνα.

Το ίδιο ακριβώς λέει και σήμερα το Βρετανικό Μουσείο: ότι είναι διατεθειμένο να μας δανείσει κάποια κομμάτια από τα γλυπτά, κι αν θέλουμε, αυτό μπορεί να ξεκινήσει στις αρχές του 2023 –το «προεκλογικό τυρί» για να χάψουμε και τη φάκα! Πολύ σωστά ο Γενικός Διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης μίλησε για «προβοκατόρικο δημοσίευμα» (δήλωση στην ΕφΣυν), ενώ πηγές του ΥΠΠΟΑ το διέψευσαν.

Τι δεν καταλαβαίνουν οι δημοσιογράφοι των ελληνικών ΜΜΕ; Για κάποιο λόγο αυτό δεν ήταν αρκετό για τα δελτία ειδήσεων της ελληνικής τηλεόρασης τα οποία, σε μια παβλοφικού τύπου αντίδραση, άρχισαν εν χορώ να «παίζουν» την είδηση χωρίς να ασχοληθούν με το περιεχόμενό της. Και κατάφεραν τα ελληνικά ΜΜΕ να αναδειχθούν, χτες και σήμερα, στους καλύτερους προπαγανδιστές της «γραμμής» του Βρετανικού Μουσείου. Γιατί τι άλλο κάνουν όταν παρουσιάζουν ως «σημαντική είδηση» την πάγια θέση του Βρετανικού Μουσείου; Μια θέση την οποία έχουν αντιπαλέψει όλες οι κυβερνήσεις της χώρας;

Η είδηση που διέρρευσε από την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές Δεκεμβρίου, μέσω της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, μιλούσε για προκαταρκτικές συζητήσεις, οι οποίες δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν γιατί υπήρξαν κάποια «αγκάθια» στις διαπραγματεύσεις. Το αγκάθι της κυριότητας των γλυπτών, που το Βρετανικό Μουσείου θέλει να κατοχυρώσει ότι του ανήκει νόμιμα –και καμία ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν αναγνωρίζει. Ούτε καν η κυβέρνηση Μητσοτάκη!

Υπάρχουν θετικές εξελίξεις για τα γλυπτά; Ναι. Δεν σχετίζονται όμως με τη «μυστική διπλωματία» του Μαξίμου, και έχουν προβληθεί ελάχιστα, τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τα ελληνικά ΜΜΕ. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τεράστια πίεση από τη μουσειολογική και ευρύτερα επιστημονική κοινότητα για την «αποαποικιοποίηση» των Μουσείων, που σε μεγάλο βαθμό –όχι όμως περιοριστικά– συνδέεται με τις κλεμμένες αρχαιότητες που εκτίθενται στα Μουσεία της αποκιοκρατίας. Η πίεση αυτή οδήγησε στην υιοθέτηση του όρου «ηθική των Μουσείων» από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων το φθινόπωρο του 2022. Το Βρετανικό Μουσείο, όπως και άλλα μουσεία του εξωτερικού, βρίσκονται σε μεγάλη πίεση. Το 2022, επίσης, ευοδώθηκε ο αγώνας της Νιγηρίας για την επιστροφή των χάλκινων τέχνεργων του Μπενίν, που είχαν κλαπεί από τη χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα από τον βρετανικό στρατό κατοχής, και βρίσκονταν σε Μουσεία στο Βερολίνο και τη Βρετανία. Η επιστροφή αυτή αποτελεί ένα καλό πρόκριμα για τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα. Και βέβαια, υπάρχουν οι τρεις δωρεές θραυσμάτων του Παρθενώνα, από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (2009), από τη Σικελία (θραύσμα Fagan, ως παρακαταθήκη) και η πρόσφατη δωρεά του Πάπα (2022), που θα έπρεπε να προβάλλονται ως χειρονομίες, αντί να προβάλλονται οι αποικιοκρατικές θέσεις του Βρετανικού Μουσείου.

Η τωρινή κυβέρνηση δεν έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Όχι μόνο γιατί το 2019 ο Πρωθυπουργός μίλησε, σε βρετανικές εφημερίδες, για «δανεισμό», κάτι που μετά αναγκάστηκε να ανασκευάσει η ελληνική κυβέρνηση. Όχι μόνο γιατί ξεκίνησε διαπραγματεύσεις σε ανώτατο επίπεδο (Πρωθυπουργού και Υπουργών) με τον Πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου σε βρετανικό έδαφος, ενέργεια που όχι μόνο είναι αντιθεσμική, αλλά και ουσιαστικά «άδειασε» με ασύγγνωστη ελαφρότητα την απόφαση της 22ης Συνόδου UNESCO για «διακυβερνητική διαπραγμάτευση», που εκδόθηκε το 2021 μετά από έντονη πίεση της ελληνικής πλευράς. Δώσαμε έτσι ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι εντελώς αναξιόπιστη, όταν τη μία μέρα πιέζει για διαπραγματεύσεις με την βρετανική κυβέρνηση και την επόμενη μέρα (Οκτώβριος 2021) ο Πρωθυπουργός της χώρας αλλάζει γνώμη και ξεκινά συνομιλίες απευθείας με το Βρετανικό Μουσείο!

Πολύ περισσότερο, όμως, γιατί η επαίσχυντη συμφωνία για την Συλλογή Στερν, συμφωνία νομιμοποίησης της αρχαιοκαπηλίας, υπογράφτηκε, ψηφίστηκε και προβλήθηκε ως «πρότυπο» από αυτή την κυβέρνηση. Είναι η πλειοψηφία της ΝΔ στην ελληνική Βουλή που δέχτηκε να νομιμοποιηθεί η αρχαιοκαπηλική συλλογή Στερν και να παραμένει προς έκθεση για 25+25 χρόνια στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, με τον αποικιοκρατικό όρο ότι για κάθε κυκλαδικό αντικείμενο που θα έρχεται από την Ν. Υόρκη στην Ελλάδα από το 2034 ως το 2073, η Ελλάδα θα στέλνει ένα ανάλογης αξίας κυκλαδικό εύρημα στην Ν. Υόρκη! Τι μήνυμα έδωσε η χώρα με τη συμφωνία αυτή; Ότι μπορούν να παραμείνουν τα γλυπτά του Παρθενώνα για έκθεση στο Λονδίνο με μια πινακίδα που θα αναγράφει ότι ανήκουν στην Ελλάδα, όπως ακούσαμε να λένε βουλευτές της ΝΔ στη Βουλή; Ή, ακόμη χειρότερα, ότι μπορεί να υπογράψει μια συμφωνία ανταλλαγής των γλυπτών του Παρθενώνα ένα προς ένα με μοναδικά αρχαία έργα τέχνης που εκτίθενται σε ελληνικά μουσεία; Με τον Ηνιοχο των Δελφών, τη χρυσή προσωπίδα «του Αγαμέμνονα» ή το χρυσό στεφάνι του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης;

Τι πρέπει να γίνει; Να συνεχιστεί η συνεπής ελληνική διεκδίκηση επανένωσης του μνημείου με τα επιστημονικά επιχειρήματα, στα οποία έχει στηριχτεί ως τώρα, και στη βάση των οποίων έχει μεταστραφεί ακόμη και η βρετανική κοινή γνώμη. Να πάψουν τα ελληνικά ΜΜΕ να γράφουν άρθρα που προσβάλλουν τους χιλιάδες επιστήμονες και πολίτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι πασχίζουν με συνέπεια και συνέχεια, εδώ και δεκαετίες για την επανένωση του αρχιτεκτονικού διάκοσμου του Παρθενώνα. Και, πάνω από όλα, να αποσυνδεθεί η διεκδίκηση των γλυπτών από οποιαδήποτε προεκλογική περίοδο! Μια λύση για αυτό είναι αυτή που έχει προτείνει ο καθηγητής Άγγελος Χανιώτης: μια επιτροπή επιστημόνων που θα συλλειτουργεί με μια διακομματική επιτροπή της Βουλής, για να προωθεί το ζήτημα της επιστροφής μέχρι την ευόδωσή του. Η αγωνιώδης προσπάθεια προσπορισμού κομματικού οφέλους διαφόρων κυβερνήσεων σε εκλογικές χρονιές έχει οδηγήσει από τη γελοιοποίηση του ζητήματος (θυμίζω τον διάλογο Μπλερ-Σημίτη) μέχρι ενέργειες που κινδύνευσαν να μας γυρίσουν δεκαετίες πίσω (όπως η ανάθεση του ζητήματος στην Αμάλ Αλαμουντίν από τον Α. Σαμαρά το 2014).

Το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και τώρα: ο προεκλογικός σχεδιασμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη περιλαμβάνει «κάτι από μάρμαρα», πάση θυσία. Κι αν ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας αρνήθηκε να συναντήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην τελευταία του επίσκεψη στο Λονδίνο, αυτό δεν πτόησε το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου που «διέρρευσε» ειδήσεις για διαπραγματεύσεις με το Βρετανικό Μουσείο, με αποτέλεσμα να γίνουν σκληρές δηλώσεις από την βρετανική κυβέρνηση (στην ευθύνη της οποίας είναι η αλλαγή του βρετανικού νόμου), κάτι που θα έπρεπε -και θα μπορούσε- να έχει αποφευχθεί.

Ακόμη χειρότερα, να αναπαράγεται τις τελευταίες μέρες στην πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ –και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία διέψευσε τα σχετικά δημοσιεύματα– αμάσητη η προπαγάνδα του Βρετανικού Μουσείου για «δανεισμό» των γλυπτών ως «εξαίρετη συμφωνία». Σε κάποια θέματα χρειάζεται σοβαρότητα, συνέπεια και γνώση του πεδίου, αλλιώς τα αποτελέσματα θα μας εκπλήξουν όλους δυσάρεστα.

Το πορνείο της διαφθοράς που λέγεται Ε.Ε. πρέπει να κλείσει

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το σκάνδαλο που βαφτίστηκε Καταργκέητ πρέπει να αλλάξει όνομα. Δεν αφορά το Κατάρ αλλά την Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες είναι η πρωτεύουσα της διαφθοράς, της εξαγοράς συνειδήσεων, του εκμαυλισμού, της διαπλοκής.

Είναι ταυτόχρονα το κέντρο που οργανώνει, μηχανορραφεί και επιβάλλει τη διάλυση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, με μια στρατιά κυνικών στελεχών που ζουν με δεκάδες χιλιάδες ευρώ το μήνα και κουνάνε το δάχτυλο στον εργαζόμενο λαό, λέγοντάς του ότι πρέπει να πεινάσει, να κρυώσει και να ζήσει με 700 ευρώ το μήνα.

Ο όγκος της μίζας, της διαφθοράς και της διαπλοκής που έχει αναπτυχθεί στην Ε.Ε. αφορά έναν ολόκληρο στρατό από κηφήνες, που χορεύει μέσα σε εκατομμύρια ευρώ, νόμιμα, ημινόμμιμα ή παράνομα.

Δεκάδες χιλιάδες λομπίστες απασχολούνται επίσημα στις Βρυξέλλες, πουλώντας τις υπηρεσίες τους σε μεγάλα συμφέροντα ώστε να επηρεάζουν τις αποφάσεις της Επιτροπής και του Ευρωκοινοβουλίου. Σχεδόν 2 δισ ευρώ διακινούνται ετησίως για λόμπινγκ, το οποίο είναι απολύτως νόμιμο, και δήθεν ελεγχόμενο από το μητρώο διαφάνειας.

Η υπόθεση με την Καϊλή στράβωσε γιατί ένα από τα πολλά κυκλώματα, έδειξε απληστία, βιασύνη και ανυπομονησία. Δεν αρκέστηκε στους νόμιμους τρόπους απόσπασης εκατομμυρίων μέσω ΜΚΟ, προγραμμάτων, χρηματοδοτήσεων, αλλά ήθελε ακόμα περισσότερα.

Αξιωματούχοι της Ε.Ε. τη μία μέρα υπηρετούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο και την άλλη μέρα γίνονται στελέχη των πολυεθνικών τσεπώνοντας εκατομμύρια για τις υπηρεσίες τους, πρώην, νυν και επόμενες. Αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό ως επιχείρημα, απέναντι στους «Μένουμε Ευρώπη» για να δείξει τη φύση της Ε.Ε., το λόγο που υπάρχει, το γεγονός ότι τα περί ευρωπαϊκών αξιών, κοινωνικής αλληλεγγύης και σύγκλισης είναι κενά συνθήματα. Η Ε.Ε. είναι πρακτορείο των συμφερόντων των πολυεθνικών και ένας αντιδημοκρατικός οργανισμός που ξηλώνει μία μία τις μεταπολεμικές κατακτήσεις και δικαιώματα.

Το γεγονός ότι το Κατάρ λάδωσε τον τελευταίο τροχό της αμάξης, του τελευταίου σε σημασία οργανισμού της Ε.Ε. (Ευρωκοινοβούλιο), μπορεί να είναι εντυπωσιακό ως γεγονός, αλλά δεν είναι πραγματικά τίποτα μπροστά στον όγκο της διαφθοράς και της διαπλοκής που καλλιεργείται στην καρδιά της Ε.Ε.

Η δυσαρέσκεια και η απέχθεια που δίκαια δείχνει ο λαός στην περίπτωση Καϊλή, και στην μπόχα και τη δυσωδία που συνοδεύει τις μίζες των εκατομμυρίων ευρώ που έπαιρναν οι υβριστές των εργαζομένων και οι τιμητές των κοινωνικών δικαιωμάτων, πρέπει να γενικευθεί.

Η αηδία και η οργή αφορά όλο το ευρωπαϊκό σύστημα που γεννά φτώχεια και μιζέρια για τους λαούς και ταΐζει εκατομμύρια τα σαπρόφυτα της πολιτικής ελίτ.

Η Ε.Ε. δικαίως βουλιάζει στην ανυποληψία. Είναι πορνείο της διαφθοράς και της εξαγοράς. Είναι άντρο των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών. Είναι όπλο των πλούσιων ενάντια στους φτωχούς. Δεν έχει την παραμικρή θετική συνεισφορά στους λαούς, στις κοινωνίες, στην εργαζόμενη πλειοψηφία – το ανάποδο. Υπάρχει μόνο για να υπηρετεί το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό.

Οι καταιγιστικές εξελίξεις στο σκάνδαλο των υποκλοπών θέτουν πλέον ζήτημα για το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του έγκυρου ειδησεογραφικού Euractiv, μετά από χτεσινό έλεγχο της ΑΔΑΕ στην COSMOTE, αποκαλύφθηκαν νέες “νόμιμες επισυνδέσεις” με εισαγγελικές διατάξεις για λόγους εθνικής ασφάλειας σε βάρος του ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου. Κατά το δημοσίευμα, τον έλεγχο αποπειράθηκε να εμποδίσει παρανόμως με προφορική γνώμη του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, ωστόσο ο έλεγχος για τα ως άνω πρόσωπα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τη συνταγματική νομιμότητα που θωρακίζει την ανεξαρτησία της αρμόδιας Αρχής.

Αποκαλύπτεται πλέον ότι η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη δεν ήταν “μεμονωμένη αστοχία”, αλλά κομμάτι της δράσης ενός οργανωμένου εγκληματικού κυκλώματος που έχει δράσει μέσα στην ΕΥΠ και έχει υποκλέψει τις τηλεφωνικές επικοινωνίες αρχηγών αντιπολιτευόμενων κομμάτων, Υπουργών, βουλευτών, ευρωβουλευτών και δημοσιογράφων. Πολιτικός και διοικητικός προϊστάμενος της ΕΥΠ κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με τοποτηρητή τον ανιψιό του, γραμματέα του πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη.
Η στοιχειοθέτηση συστήματος υποκλοπών, και μάλιστα μέσω της “νόμιμης” οδού των εισαγγελικών διατάξεων (πέραν δηλαδή των όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το σύστημα Predator και τη χρήση του από την ΕΥΠ) θέτει πλέον ζήτημα για την ίδια την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Προκύπτουν επαρκέστατες ενδείξεις ότι ένα παρακράτος με κέντρο την ΕΥΠ, με εισαγγελικές προσβάσεις και ανοιχτή γραμμή με το Μέγαρο Μαξίμου, έχει στήσει έναν μηχανισμό υποκλοπών με σκοπό την αναπαραγωγή της πολιτικής κυριαρχίας αυτών που έδωσαν την εντολή της συγκρότησής του.
Κάθε απεύθυνση προς τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, που επί μήνες παρακωλύουν τη διαλεύκανση του σκανδάλου, είναι πλέον περιττή. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει και αυτός ο Πρωθυπουργός πρέπει να λογοδοτήσει πολιτικά και ποινικά. Αν, μάλιστα, ισχύει η απόπειρα παρακώλυσης του ελέγχου της Ανεξάρτητης Αρχής από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διαθέτουμε πια και την θλιβερή εξήγηση για τα νωθρά αντανακλαστικά της δικαστικής εξουσίας.
Πλέον το ζήτημα είναι η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όπως είχαμε πει μετά την επιβεβαίωση της παρακολούθησης Χατζηδάκη, κάθε συνέχιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με όρους τυπικής καθημερινότητας βαρύνει πλέον και τα ίδια. Κάθε συμμόρφωση στην κοινοβουλευτική κανονικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως συνενοχή. Αντί να ψηφίζουν τα προεκλογικά επιδόματα των 600 ευρώ για τους ένστολους ψηφοφόρους, τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να αναλάβουν έμπρακτες πρωτοβουλίες που να σημάνουν το “Ως Εδώ”.
Δημοκρατικό πολίτευμα δεν σημαίνει τα ντουβάρια μιας τυπικά λειτουργούσας Βουλής. Σημαίνει ελευθερίες και δικαιώματα, πολίτες που δεν φοβούνται τη σκιά τους, μειοψηφίες που μπορούν να γίνουν πλειοψηφίες μέσα από την ανεμπόδιστη πολιτική δράση. Αυτά πλέον φαίνεται να έχουν καταλυθεί στην Ελλάδα. Γι’ αυτό λέμε ότι είμαστε πια στην Ώρα Μηδέν”.

Η υπόθεση Καϊλή και οι αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ για τους Βέλγους εισαγγελείς

Η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Εύα Καϊλή είναι ένα τυπικό δείγμα των ακροκεντρώων που στήριξαν τα μνημόνια , που κουνάνε το δάκτυλο στην κοινωνία την ίδια ώρα που γλύφουν τους πλούσιους, που θεωρούν δικαίωμα τους να σιτίζονται στο πρυτανείο, που μέμφονται κάθε τι κρατικό αλλά πάντα φροντίζουν να βιοπορίζονται από το κράτος, που αποστρέφονται κάθε λαϊκή κινητοποίηση εκτός αν αφορά τους «μενουμευρώπηδες» ή την Μακεδονία.

Είναι η πλειοψηφία του πρώην εκσυγχρονιστικού ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, που αναγνωρίζει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη τον προνομιακό σύμμαχο. Η δε συγκεκριμένη ήταν έτοιμη να πραγματοποιήσει και την πολιτική ένταξη της όπως έχουν κάνει τόσοι άλλοι της συνομοταξίας της.

Αυτά πρέπει να λέγονται και δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως στην προσέγγιση της «υπόθεσης Καϊλή» υπάρχει σοβαρή διαφωνία με την επίσημη γραμμή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ερμηνεύει το σκάνδαλο μέσα από μια αντιπαράθεση της «αδιάφθορης Ευρώπης» σε σχέση με τον διεφθαρμένη Ελληνική κυβέρνηση. Βεβαίως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ανέβει πίστα στην διαφθορά σε σχέση με άλλες κυβερνήσεις στην χώρα, αλλά όσοι αναπαράγουν φράσεις όπως «η Καϊλή κι ο Μητσοτάκης μπορούν να τα κάνουν στην Ελλάδα και όχι στην Ευρώπη», «φέρτε έναν Βέλγο εισαγγελέα», «η αστυνομία στο Βέλγιο λειτουργεί υποδειγματικά και όχι όπως εδώ», κλπ., έχουν λάθος.

Οι παραπάνω προσεγγίσεις δεν διακρίνονται μόνο από έναν επαρχιωτισμό. Δεν εκφράζουν μόνο απώλεια μνήμης για το πώς λειτούργησαν οι αστικές τάξεις της ΕΕ και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί απέναντι στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το κυριότερο είναι ότι κάνουν έναν διπλό πολιτικό λάθος. Προχωρούν αφενός σε μια επιφανειακή ερμηνεία της υπόθεσης Καϊλή στο όνομα μικροπολιτικής διαχείρισης αφετέρου υποδόρια μεταβιβάζουν την ελπίδα για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ξένα κέντρα.

Φίλοι του Σύριζα, πιστεύεται ότι το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε αδέκαστους Βέλγους εισαγγελείς;

Σαν και αυτούς που κάλυπταν το σκάνδαλο του παιδεραστή Doutroux και χρειάστηκε να κατέβουν 200.000 διαδηλωτές στις Βρυξέλλες για να ξεσκεπαστούν οι σκοτεινές διασυνδέσεις στο δικαστικό και πολιτικό σώμα;

Πιστεύετε ότι η Βελγική αστυνομία είναι αδέκαστη, δεν διαρρέει πληροφορίες (από την Πέμπτη που έθεσε υπό κράτηση μέχρι την Κυριακή μεσημέρι που ασκήθηκε δίωξη), ότι όλο αυτό το διάστημα δεν είναι σε επικοινωνία με την πολιτική ηγεσία και τους κύκλους της Ε.Ε;

Μήπως πιστεύετε ότι οι 3.000 λομπίστες στις Βρυξέλλες δεν διακινούν χρήματα;

Το πρόβλημα είναι μόνο η «Καϊλή που πάει με τον Μητσοτάκη» ή ότι μεγάλο μέρος της ευρωγραφειοκρατίας είναι χωμένο στην διαπλοκή και στην διαφθορά;

Να υπενθυμίσουμε ότι επικεφαλής της ΕΕ είναι η κυρία Φον ντερ Λάιεν, που αγόραζε πτυχία πανεπιστημίων, έχει «διδακτορικό Πατούλη» στην Ιατρική με αντιγραφή, το όνομα της συνοδεύεται από σκάνδαλα από την εποχή που ήταν υπουργός στην Γερμανία (πχ 200 εκ. ευρώ σε φιλικές εταιρίας συμβούλων, απευθείας αναθέσεις, κλπ.) μέχρι την τωρινή θητεία της στην ΕΕ (κονδύλια πανδημίας, κλπ.);

Όσο δε αφορά την υπόγεια επιθυμία ότι οι Βρυξέλλες θα τραβήξουν το χαλί στον Μητσοτάκη λόγω διαφθοράς καλό είναι να μην καλλιεργούνται τέτοιες αυταπάτες.

Για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, η Καϊλή και οι «δευτεράντζες» της ιταλικής σοσιαλδημοκρατίας δεν πιάστηκαν, γιατί στην Ευρώπη δεν περνά η διαφθορά εν αντιθέσει με την Ελλάδα. Στο ανώτερο επίπεδο, όπως το Ευρωκοινοβούλιο, η διαφθορά δεν διαφέρει μεταξύ Ελλάδας κι Ευρώπης. Διαφορά υπάρχει σε πιο χαμηλά επίπεδα και οφείλεται είτε στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης είτε στην πολιτική διαμεσολάβηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (πχ φοροδιαφυγή λόγω μη ανταγωνιστικής μικροϊδιοκτησίας, χαμηλή ανταποδοτικότητα του κοινωνικού κράτους, κλπ.). Ούτε οι πολιτικοί εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών αστικών τάξεων έχουν πρόβλημα να τα πιάνουν από Καταριανούς, Σαουδάραβες, Ρώσους ολιγάρχες και Ευρωπαϊκές εταιρίες. Ούτε ήταν μόνο 4 που χρηματίστηκαν από το Κατάρ.

Η Καϊλή μπήκε στο στόχαστρο με την στάση της να υπονομεύσει την έρευνα της PEGA για τις υποκλοπές προκειμένου να εξυπηρετήσει τον Μητσοτάκη. Είναι μεγάλο πρόβλημα για τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις το ότι είχαν γίνει «σουρωτήρι» από Αγγλοαμερικανικές και ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Η υπόθεση αφορούσε τεράστια πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Επιπλέον δε η οικονομική κρίση πιέζει για αλλαγή του τρόπου διαμοιράσματος της εξουσίας σε πιο συγκεντρωτικό μοντέλο εντός της ΕΕ. Δεν μπορεί το κάθε δευτερεύον στέλεχος της σοσιαλδημοκρατίας όπως η Καϊλή και ο Παντζιέρι να τα τσεπώνουν, χωρίς «κεντρικό διακανονισμό».

Η επιλογή του Σύριζα για μια επιφανειακή και επικοινωνιακή προσέγγιση της υπόθεσης Καϊλή, δεν οφείλεται ούτε ότι δεν γνωρίζουν τα πράγματα στην ΕΕ, ούτε γιατί το εντάσσουν μόνο στο πεδίο της εκλογικής αντιπαράθεσης με τον Μητσοτάκη. Στην ουσία ο Σύριζα κάνει μια αναπαραγωγή του πολιτικού λόγου των ακροκεντρώων που ήθελαν «να έρθει η ΕΕ να μας βάλει σε τάξη». Η προσέγγιση αυτή είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών παρακαταθηκών του ευρωκομουνισμού και πολιτικών επιλογών της νυν ηγεσίας του Σύριζα. Μια από τις τρεις βασικές ιδεολογικές παραμέτρους του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος ήταν η αυταπάτη της αναζήτησης της «καλής αστικής τάξης» (οι άλλες 2 ήταν η θεσμολαγνεία, και η σύμφυση ενδιαμέσων με τελικούς στόχους).

Το παραπάνω ιδεολογικό πλαίσιο δεν ισχύει γιατί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του Κεφαλαίου δεν διχοτομούνται σε καλή και κακή αστική τάξη, σε παραγωγικό και χρηματικό Κεφάλαιο, κλπ., αλλά στην πραγματικότητα οι υπάρχουσες διαφορές ενοποιούνται. Από αυτή την άποψη η ΕΕ δεν έχει πρόβλημα με την κυβέρνηση Μητσοτάκη αρκεί να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της, να πάρει το μερίδιο της από τα εξοπλιστικά και να μοιραστεί ποσοστό από τα χρήματα του Ταμείου Ανάπτυξης σε ευρωπαϊκές εταιρίες. Όποιος ψάχνει την «καλή αστική τάξη» και δηλώνει και Αριστερός, στο τέλος μπορεί να καταλήξει να του σηκώνουν το τηλέφωνο μόνο ο Σαββίδης και ο Μελισσανίδης…

Το δεύτερο πρόβλημα με την προσέγγιση Σύριζα στο θέμα Καϊλή, προκύπτει από την πολιτική επιλογή της όσμωσης με την σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Είναι πρόβλημα να αγνοείς την μετατόπιση και μεταλλαγή της σοσιαλδημοκρατίας και να την αντικαταστήσεις με ένα δίπολο το καλό Πασοκ και το φιλομητσοτακικο Πασοκ. Τέτοιες λογικές δεν θα τραβήξουν το ΠΑΣΟΚ αριστερά αλλά «πασοκοποιούν» τον Σύριζα, και θα έχουν επιπτώσεις όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο αλλά και σε άλλα θέματα.

Να παραδεχθούμε ότι η κυβέρνηση Σύριζα δεν έφτασε ούτε κατά προσέγγιση το επίπεδο της διαφθοράς που έχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όμως ο συμβιβασμός του Σύριζα δεν θα μείνει μόνο στο πολιτικό επίπεδο επεκτείνεται και σε θέματα που η Αριστερά είχε το «ηθικό πλεονέκτημα». Όσοι από τον Σύριζα δικαίως κατηγορούν το φαινόμενο Καϊλή σαν την πολιτική μετριότητα που στηρίχθηκε στην εμφάνιση και πάντα ήταν κοντά στην διαπλοκή και τα οικονομικά συμφέροντα, ας μην ξεχνάνε ότι εξέλεξαν ευρωβουλευτές τον Γεωργούλη και τον Π. Κόκκαλη (συνώνυμο της διαπλοκής σύμφωνα με τον Σύριζα και είχαν μάλιστα ζητήσει και την ποινική του δίωξη στην Βουλή). Από αυτή την άποψη η επιφανειακή προσέγγιση του Σύριζα και των λοιπών αφελών στο θέμα Καϊλή, αφορά περισσότερο το πρόσωπο παρά το μοντέλο πολιτικής παρουσίας και θα το βρουν αργότερα μπροστά τους…

Πηγή: Kommon

Πώς να αναγνωρίζετε ένα λαμόγιο: Με αφορμή την Εύα Καϊλή

Τα συντριπτικά στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας δείχνουν ότι η Εύα Καϊλή πιάστηκε όχι απλώς με τη γίδα στην πλάτη, αλλά με όλο το κοπάδι. Σε αντίθεση με όσους πέφτουν από τα σύννεφα και δηλώνουν έκπληκτοι και απογοητευμένοι, ο γράφων ισχυρίζεται ότι το να εμφανίζεις πολλά από τα παρακάτω χαρακτηριστικά, είναι βέβαια όχι απόλυτη, αλλά ισχυρή ένδειξη ότι είσαι λαμόγιο.  

Πρώτον: Τα λαμόγια μαζεύονται γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ακριβώς όπως πριν είκοσι χρόνια μαζεύονταν γύρω από τον Κώστα Σημίτη, και όπως διαχρονικά οι μύγες μαζεύονται γύρω από το σκατό. Στην περίπτωση βέβαια των δύο πρωθυπουργών δεν φταίει η οσμή, αλλά το γεγονός ότι θεωρούνται ικανοί διαχειριστές, τόσο ικανοί που όποιος θέλει να κάνει “δουλίτσες” και να μαζεύει σακούλες με ρευστό, οφείλει να είναι εκεί γύρω τριγύρω. Δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι είναι στο περιβάλλον του Κυριάκου είναι λαμόγια, αλλά αν είσαι λαμόγιο, είναι πιθανόν να είσαι στο περιβάλλον του Κυριάκου. Επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Καϊλή, αν και ευρωβουλευτίνα του ΠΑΣΟΚ, ήταν Μητσοτακικότερη του Πορτοσάλτε. 

Δεύτερον: Τα λαμόγια είναι υπέρ της Αριστείας. Θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι άριστοι. Είναι οι καλύτεροι, έχουν δουλέψει σκληρότερα από όλους, είναι εξυπνότεροι από όλους, βρίσκουν και εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες. Κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι είναι της ήσσονος προσπάθειας, θεωρούν ότι όλοι μπορούν να γίνουν πετυχημένοι και να εξασφαλίσουν τα τρισέγγονά τους, αρκεί να είναι άριστοι όπως είναι ο εαυτός τους. Έχουν πειστεί τόσο βαθιά για την αριστεία που τους διακρίνει, που η αυτοπεποίθησή τους φτάνει στο σημείο να διατηρούν σπίτι τους τις σακούλες με τις μίζες που λαμβάνουν. Η αριστεία άλλωστε είναι σαν το LSD, δημιουργεί ψευδαισθήσεις: Μετά από λίγο το ίδιο το λαμόγιο που παριστάνει τον άριστο έχει ξεχάσει ότι είναι λαμόγιο και θεωρεί ότι η κοινωνία του χρωστάει επειδή είναι άριστος, επομένως είναι φυσιολογικό να είναι λαμόγιο. Η αριστεία έχει εισχωρήσει στη λαμογιά και η λαμογιά έχει εισχωρήσει στην αριστεία με αποτέλεσμα να έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν.

Τρίτον: Τα λαμόγια είναι εναντίον των τεμπέληδων που ζουν με επιδόματα και συνήθως κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία που δεν μπορεί να επιβιώσει. Γιατί το επίδομα που δίνει το κράτος και πάει χαμένο σε χιλιάδες ή εκατομμύρια αδύναμες οικογένειες, θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ακόμα μίζα που θα πάρει το άριστο λαμόγιο. Δεν έχει σημασία αν ένα λαμόγιο έχει ήδη βγάλει όσα εκατό κοινοί θνητοί δεν θα βγάλουν με τον τίμιο ιδρώτα τους σε  όλη τη ζωή τους. Πάντα θα θέλει παραπάνω. Επιπλέον, ένα λαμόγιο πρέπει πάντα να κουνά το δάχτυλο στην κοινωνία, για να δείχνει στην άρχουσα τάξη ότι είναι λυσσασμένο μαντρόσκυλο στην υπηρεσία της, χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες και λοιπά σοβιετικά κατάλοιπα. 

Τέταρτον: Τα λαμόγια είναι πολύ υπέρ της Ευρώπης. Είναι αδιαπραγμάτευτοι, φανατικοί ευρωπαϊστές, “μένουμε Ευρώπη”, ψηφίζουν ΝΑΙ στα δημοψηφίσματα κοκ. Πέραν όλων των άλλων λόγων, τα λαμόγια είναι είδος που αφθονεί στις Βρυξέλλες καθώς η ίδια η φύση και η δομή της Ε.Ε. ευνοεί τους απατεώνες, τους μιζαδόρους, τους εξωνημένους, όπως η κοπριά ευνοεί τα λάχανα. Άλλωστε το γεγονός ότι στην Ε.Ε. δραστηριοποιούνται 60.000 λομπίστες, διακινώντας νόμιμα 1.8 δισ ευρώ το χρόνο για να προωθούν τα συμφέροντα των ομάδων, των επιχειρήσεων ή των χωρών που τους προσλαμβάνουν, σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα περισσότερα δισ που διακινούνται μαύρα. 

Πέμπτον: Τα λαμόγια έχουν ουκρανική σημαιούλα στο προφίλ. Καταρχήν επειδή το μέγεθος της διαφθοράς που επικρατεί στο μοίρασμα της δυτικής βοήθειας στην Ουκρανία κάποια στιγμή θα διδάσκεται στις μελλοντικές σχολές της μίζας ως στέιτ οφ δι αρτ της λαμογιάς. Και κατά δεύτερον επειδή τα λαμόγια ανατριχιάζουν με δικτάτορες και τσάρους όπως αυτοί που κυβερνούν στις μη δυτικές χώρες (Ρωσία και Κίνα) και κλαίνε από συγκίνηση για τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, τις ανοικτές κοινωνίες και γενικά το δυτικό μοντέλο ζωής το οποίο πέραν του ότι είναι αυταποδείκτως αυτό που πρέπει να επικρατήσει παγκοσμίως, είναι και πολύ προσοδοφόρο για τα ίδια τα λαμόγια. 

Έκτον: Τα λαμόγια είναι πολυπράγμονες και πολυθεσίτες. Σπάνε στην πράξη την κοινή λογική που λέει ότι δεν μπορείς να είσαι άριστος σε πεντακόσιους τομείς. Δείτε την Εύα Καϊλή. Απόφοιτη Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ. Μπορεί να μην έχει σχεδιάσει ούτε σκυλόσπιτο, αλλά ξέρει από κρυπτονομίσματα, από ψηφιακό μετασχηματισμό, από κυβερνοασφάλεια, από ίντερνετ λήντερσιπ. Ιδρύει εταιρεία Real Estate, συμμετείχε μέχρι και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκτεταμένης Νοημοσύνης του MIT Lab. Δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι οι πολυθεσίτες είναι λαμόγια. Για παράδειγμα ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, έχει ταυτόχρονα καμιά τριανταριά ιδιότητες, εκπροσωπώντας μεγάλες επιχειρήσεις, ΜΚΟ, φορείς, τράπεζες, και έχει κατηγορηθεί -μετά το πέρας της θητείας του- για λόμπινγκ και προσπάθεια επηρεασμού αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πιάστηκε επ’ αυτοφώρω με σακούλες γεμάτες μετρητά.

Έβδομο και τελευταίο, ένα λαμόγιο είναι αντικομμουνιστής. Οφείλει να έχει βιώσει τη στυγνή βία των κομμουνιστών, ή έστω αν δεν την έχει βιώσει ο ίδιος, να την έχει βιώσει η οικογένειά του. Εν ανάγκη, αν αυτό δεν ισχύει, μπορεί να εφεύρει μια φανταστική ιστορία, όπως η Εύα Καϊλή, για τον παππού της που τον σκότωσαν οι κομμουνιστές, καμιά δεκαριά μάλιστα χρόνια πριν γεννηθούν οι γονείς της. Αυτό το βιωματικό τραυματικό γεγονός, προκληθέν υπό των κομμουνιστών, δημιουργεί άρρηκτη συναισθηματική και ιδεολογική σύνδεση ανάμεσα στο μοντέρνο και μεταμοντέρνο σημερινό λαμόγιο της δημοκρατίας, του δυτικού μοντέλου και της καινοτομίας, με το παραδοσιακό λαμόγιο που επί Κατοχής ασκούσε το ευγενές επάγγελμα του μαυραγορίτη, του καταδότη και του γερμανοτσολιά.
Επιπλέον όμως ο αντικομμουνισμός είναι απαραίτητος για να μπορεί ένα λαμόγιο να ορθώνει το ανάστημά του ενάντια στον κόκκινο φασισμό ακριβώς όπως έκανε και η Εύα στο Ευρωκοινοβούλιο κάθε φορά που η Ε.Ε. επιχειρούσε να εξισώσει τον φασισμό με τον κομμουνισμό, να χαϊδέψει την νεοναζιστική ακροδεξιά στην Ανατολική Ευρώπη και στις Βαλτικές χώρες.
Σε μικρότερη κλίμακα, φανταστικές βιωματικές ιστορίες (πχ για νεαρούς μαντράχαλους που λένε τα κάλαντα υπέρ της δραχμής, αλλά δεν δέχονται πληρωμή εις δραχμάς), είναι απαραίτητες για την μετεωρική άνοδο νέων αρίστων που θα αντικαταστήσουν το κενό που αφήνει η Εύα. Ο κόσμος της αριστείας και της σκληρής δουλειάς δεν έχει τίποτα να φοβάται. Ένας πέφτει, δέκα έρχονται.