Άρθρα

Η μείωση του χρόνου εργασίας αναγκαία, δίκαιη, επίκαιρη

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος της εισήγησης του Θοδωρή Παναγιωτόπουλου στην διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε η Πανελλαδική Ταξική Κίνηση με θέμα το χρόνο εργασίας.

30 ώρες δουλειά για όλους-30 χρόνια δουλειά-αυξήσεις στους μισθούς

Βρισκόμαστε σε μια νέα πολύ διαφορετική εποχή, μια ριζικά διαφορετική εποχή που ακόμα διαμορφώνεται και αλλάζει ριζικά την ζωή των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, οργανωνόμαστε, επικοινωνούμε και κατανοούμε τον κόσμο.

Μια νέα εποχή που δημιουργεί, πλάι στις παλιές, νέες δυσκολίες, αλλά και εν δυνάμει νέες δυνατότητες για την ταξική ενότητα και χειραφέτηση της εργατικής τάξης.

Στο πλαίσιο αυτό σαν Πανελλαδική Ανεξάρτητη Ταξική Εργατική Κίνηση, πήραμε την πρωτοβουλία για την σημερινή συζήτηση, θέλοντας να ανοίξουμε τον διάλογο μεταξύ των ταξικών ρευμάτων και των πρωτοπόρων εργατριών και εργατών για το ζήτημα του χρόνου εργασίας και της αναγκαιότητα να μπει στην προμετωπίδα του αγώνα του εργατικού κινήματος ξανά δραστική μείωση του χρόνου εργασίας για όλη την εργατική τάξη.

Έχουν περάσει 135 χρόνια από την εξέγερση των εργατών του Σικάγου που άνοιξαν τον δρόμο για την καθιέρωση της 8ωρης μισθωτής εργασίας, τα τρία λεγόμενα οκτώ. Και πάνω από 100 χρόνια από την νομοθετική καθιέρωση του 8ωρου στην Σοβιετική Ένωση, την πρώτη χώρα που το νομοθέτησε.

Από τότε και παρά τον τεράστιο πλούτο που έχει συσσωρευτεί από την εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και παρά την εκτίναξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της τεχνολογίας, ο χρόνος εργασίας είτε παραμένει αγκυλωμένα ο ίδιος, είτε έχουμε πρωτοβουλίες της εργοδοτικής πλευράς και των αστικών κυβερνήσεων για την ελαστικοποίηση της εργασίας, με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών, είτε καταπάτηση του 8ώρου και επιβολή απλήρωτων υπερωριών για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων προχώρησαν και συνεχίζουν να προχωρούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις για αύξηση των ωρών εργασίας (βλέπε Αυστρία, Ελλάδα επιστροφή στο 40ωρο από 37,5 ώρες στο δημόσιο, και τώρα το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά της ΝΔ που καταργεί το 8ωρο, καθιερώνοντας στην ουσία το 10ωρο και χτυπώντας κάθε συνδικαλιστική δράση).

Η πάλη για τον χρόνο εργασίας αποτελεί έναν από τους πυρήνες της ταξικής πάλης. Μέσα από αυτήν εκφράζεται η σύγκρουση για το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξη αλλά και η τάση για τον έλεγχο της παραγωγής προς όφελος της κοινωνίας και σε βάρος της αστικής άναρχης κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και της εξάντλησης, με στόχο της απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας, της εργατικής δύναμης .

Η υποχώρηση των ιδεών της εργατικής χειραφέτησης, η ήττα που έχει υποστεί η εργατική τάξη, η αναποτελεσματικότητα των αγώνων, η διάδοση, ηγεμονία και κυριαρχία της «πολιτικής οικονομίας της αστικής τάξης» στο συνδικαλιστικό κίνημα της τελευταίας 30ετίας και ιδιαίτερα στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, έχει σαν αποτέλεσμα να μην τίθεται από το συνδικαλιστικό κίνημα το αίτημα για τη νομοθετική μείωση του χρόνου εργασίας.

Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιες αγωνιστικές και ταξικές δυνάμεις που κάνουν αναφορά στον χρόνο εργασίας, με ακόμα όμως αδύναμο τρόπο και, κυρίως, χωρίς την βαθύτερη κατανόηση της σημασίας που έχει στις σημερινές συνθήκες η πάλη για την μείωση του.

Η βαθύτερη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η τρομακτική αντίθεση παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων στην νέα εποχή οδηγεί σε όξυνση την ταξική σύγκρουση γύρω από τον εργάσιμο χρόνο, διότι είναι ανάγκη τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη.

Η αστική τάξη απαντά παγκοσμίως με ένα και μοναδικό τρόπο μπροστά στην τρομακτική ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, του αυτοματισμού και της ρομποτικής: αύξηση της εκμετάλλευσης, μείωση των μισθών και «μοίρασμα της ανεργίας» αντί για μοίρασμα και μείωση του χρόνου εργασίας. Αυτή η φιλοσοφία είναι η οποία έχει εκτοξεύσει τις ελαστικές σχέσεις εργασίας που παίρνουν κεφάλι από τις σταθερές σχέσεις (30% επί του συνόλου των εργαζομένων), τα προγράμματα ανακύκλωσης της ανεργίας κ.λπ. Κατάσταση που πάει χέρι-χέρι με τα εξαντλητικά ωράρια, τις αμέτρητες υπερωρίες και τους μισθούς πείνας.

Και ακόμη δεν είδαμε τίποτα. Η μαζική τεχνολογική εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, των 3D printer κ.α. και η νέα έκρηξη παραγωγικότητας που βρίσκονται μπροστά μας, εάν δεν μπουν όροι και κανόνες από το εργατικό κίνημα σε μια προοπτική μείωσης του χρόνου εργασίας, θα οδηγήσουν εκατομμύρια εργαζόμενους στο περιθώριο και την ανεργία, περισσότερο από κάθε προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο.

Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά για το ποια είναι η κυρίαρχη τάση με την οποία επιλέγει η αστική τάξη να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση:

– Το 2016 «Το εργοστάσιο της Foxconn (κατασκευάζει το iPhone της Apple) στην Κίνα απέλυσε 60.000 εργαζομένους (από τους 110.000) και τους αντικατέστησε με ρομπότ»

– Σύμφωνα με έρευνα της Bank of America μέχρι το 2025, τα ρομπότ θα έχουν καταλάβει το 45% των βιομηχανικών εργασιών, εξαφανίζοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

– Έρευνες στην Γαλλία αναφέρουν ότι το 42% των επαγγελμάτων παρουσιάζουν πιθανότητα αυτοματοποίησης λόγω της διείσδυσης της πληροφορικής στην οικονομία και μάλιστα όχι μόνο τα χειρωνακτικά αλλά και διανοητικά επαγγέλματα. Σύμφωνα με την έρευνα 8,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας είναι πιθανόν να καταστραφούν μέχρι το 2025.

– Ακόμα όμως και στην περιφερειακή Ελλάδα, έχουμε τέτοια παραδείγματα, με ολόκληρες ειδικότητες να καταργούνται γιατί αντικαταστάθηκαν από αυτοματισμούς και ρομποτική τόσο στη βιομηχανία όσο και στον τομέα των υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τράπεζες, όπου η επιδιωκόμενη αύξηση της χρήσης των ΑΤΜ, των e-banking, mobile banking, phone banking, των νέων πληφοριακών συστημάτων μηχανογράφησης και καταγραφής μειώνουν τρομακτικά τόσο τις επισκέψεις στα υποκαταστήματα των τραπεζών όσο και τους εργαζόμενους που απαιτούνται για να γίνουν αυτές οι εργασίες.

Παράλληλα με την αυτοματοποίηση τμημάτων της παραγωγής και υπηρεσιών γεννιούνται νέες θέσεις ανειδίκευτης χειρωνακτικής εργασίας, με μισθούς πείνας και συνθήκες εργασιακής γαλέρας. Μια διαδικασία που γινόταν και θα γίνεται πάντα στο καπιταλιστικό σύστημα. Όμως οι θέσεις αυτές είναι κατά πολύ λιγότερες από αυτές που καταστρέφονται

Φυσικά τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι εργάτριες και εργάτες, το εργατικό κίνημα συνολικά πρέπει να κινηθούν ενάντια στις κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ίσα ίσα το αντίθετο. Αυτά είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής εργασίας και πρέπει να γίνουν χρήσιμα εργαλεία για να βελτιώσουν την ζωή των εργαζομένων και της κοινωνίας. Ο τεράστιος συσσωρευμένος πλούτος που υπάρχει στα χέρια των σύγχρονων κροίσων, η γιγαντιαία δύναμη της επιστήμης, η ρομποτική, η αυτόματη παραγωγή μηχανών που εκτινάσσει την παραγωγικότητα της εργασίας μειώνοντας δραστικά τον αναγκαίο χρόνο εργασίας πρέπει να αξιοποιηθούν για να ανέβει ποιοτικά το επίπεδο ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών στον κόσμο σήμερα.

Για να γίνει αυτό απαιτείται μια γιγάντια πολιτιστική και ιδεολογική εξόρμηση στους χώρους δουλειάς προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια της εργατικής οικονομίας απέναντι στο σκοταδισμό και τον τρόμο που προπαγανδίζει η αστική τάξη και τα αστικά ρεύματα στο συνδικαλιστικό κίνημα τα οποία έχουν στόχο να υποτάξουν τους εργάτες με το ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) ώστε να αποδεχτούν τις απολύσεις, την ελαστική εργασία, τις μειώσεις μισθών και γενικά την μοιρολατρία που με την σειρά της επιτείνει την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Κάτω τα χέρια από το 8ωρο!

Εκτιμούμε ότι η μείωση του χρόνου εργασίας στην σημερινή εποχή είναι αναγκαία για την επιβίωση της εργατικής τάξης απέναντι στην τρομακτική επέκταση της ανεργίας, των εξαντλητικών ωραρίων και της ελαστικής εργασίας που παίρνει τρομακτικές διαστάσεις αλλά και μπροστά στην τεράστια καταστροφή ανθρώπινης εργασίας που έρχεται.

Το εργατικό κίνημα οφείλει να προετοιμαστεί ιδεολογικά και πολιτικά για την επόμενη περίοδο όπου η συζήτηση για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και την εκτίναξη της παραγωγικότητας που φέρνουν, θα γίνει εντονότερη με κεντρικό ερώτημα τι θα γίνει με το χρόνο εργασίας.

Ήδη, αναπτύσσονται ακόμη και αστικές τάσεις για τη μείωση του χρόνου εργασίας όπως τα πειράματα στην Σουηδία, η πρόταση της ισπανικής κυβέρνησης για πιλοτικό πρόγραμμα 4ήμερης εργασίας και κρατικής επιδότησης των εταιρειών για την 5η μέρα, η Microsoft στην Ιαπωνία εφαρμόζει 4ημερη εργασία πειραματικά κ.α

Ακόμα και αυτές οι προτάσεις που δεν χτυπούν τα κέρδη της εργοδοσίας, μένουν σε πειραματικό στάδιο και χτυπιούνται βάρβαρα από τους κυρίαρχους αστικούς κύκλους όπως φάνηκε σε άρθρα στους New York Times: «Το 6ωρο της Σουηδίας είναι μια απαίσια ιδέα» (New York Post, 24/5/2016).

Πιστεύουμε ότι μπροστά στην νέα κατάσταση που διαμορφώνεται και ειδικά μπροστά στο νέο νομοσχέδιο κατάργησης του 8ωρου είναι ανάγκη οι αγωνιστικές και ταξικές δυνάμεις να συνεργαστούν και να προωθήσουν από κοινού τα αιτήματα:

  • Κάτω τα χέρια από το 8ωρο
  • Απαγόρευση των απολύσεων τώρα-Επίδομα ανεργίας για όλους
  • 30 ώρες δουλειά-30 χρόνια εργασία-σταθερή δουλειά για όλους
  • Αυξήσεις στους μισθούς
  • Ελεύθερη συνδικαλιστική δράση

Ελπίδα και όραμα

Γνωρίζουμε την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα, τις δυσκολίες και τις αδυναμίες τις οποίες έχει. Εκτιμούμε όμως ότι το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να δώσει ελπίδα και όραμα στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους ώστε να οργανωθούν και να διεκδικήσουν όχι μόνο την μη χειροτέρευση αλλά συνολικά καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η πάλη για την μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να αποτελέσει και την καλύτερη άμυνα για την υπεράσπιση του ίδιου το 8ωρου.

Η ιστορία της ταξικής πάλης – η οποία φυσικά δεν να μπορεί να αντιγραφεί – μας έχει δείξει ότι η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος και οι μεγάλες εξάρσεις του συντελέστηκαν όταν μπόρεσε να συναντηθεί με ένα αντίστοιχο ταξικό και ριζοσπαστικό διεκδικητικό περιεχόμενο.

Υπάρχουν παραδείγματα που παρά την γενική υποχώρηση της 30ετίας, όπου το συνδικαλιστικό κίνημα και εργατικό κίνημα ανέδειξε με πειστικό τρόπο το ζήτημα κατάφερε να συσπειρώσει τους εργαζόμενους και επέβαλε κατακτήσεις, όπως στη Γαλλία, όπου οι εργατικές κινητοποιήσεις επέβαλαν το 35ωρο. Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα έχουν επιβάλλει μέσα από τους αγώνες του λιγότερες ώρες δουλειάς. Η σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Φινλανδίας είχε την στήριξη ευρύτερων τμημάτων εργαζομένων στην πρότασή της για 6ωρο/5ήμερο.

Για την προώθηση αυτής της διεκδίκησης χρειάζεται μια μαζική συσπείρωση δυνάμεων όλων των αγωνιστικών και ταξικών ρευμάτων αλλά και δυνάμεων του πνεύματος που αντιλαμβάνονται αυτή την αναγκαιότητα. Απαιτείται σοβαρή ιδεολογική προετοιμασία, αντιπαράθεση με τα επιχειρήματα του αντιπάλου που διαδίδονται εκατομμύρια φορές από τα γραπτά, ηλεκτρονικά και κοινωνικά δίκτυα ενημέρωσης (λύση είναι η «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας», η ελαστική εργασία, τα ατομικά προσόντα κ.λπ.). Χρειάζεται η ειδική πάλη ενάντια στις υπερωρίες, τη μαύρη εργασία, την κρυφή επέκταση του ωραρίου της ελαστικής και εκ περιτροπής εργασίας κ.λπ.

Στην σημερινή εποχή το ζήτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας αποτελεί ένα βασικό κρίκο στο περιεχόμενο της προσπάθειας για την ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Η γενική κατεύθυνση μπορεί να είναι η άμεση και γενική εφαρμογή της ήδη υφιστάμενης νομοθεσίας και του 40ωρου, η απαγόρευση εργασίας πάνω από αυτό και η πάλη για 5ήμερο/30ώρο, χωρίς μείωση των αποδοχών. Το 30ωρο για τους εργαζόμενους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, στις μητέρες, στους νέους, τους εκπαιδευόμενους. Η δραστική μείωση των ορίων συνταξιοδότησης με ανώτατο όρια στα 60 χρόνια και τα 30 χρόνια εργασίας χωρίς όριο ηλικίας.

Τα αιτήματα αυτά είναι δίκαια καθώς:

α) αποτελούν μέσο βελτίωσης της ατομικής αλλά και κοινωνικής ευημερίας, της ποιότητας ζωής του εργαζόμενου και της οικογένειάς του. Διασφαλίζοντας μεγαλύτερο ελεύθερο χρόνο ανάπαυσης και αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης άλλα και τη δυνατότητα διεύρυνσης των υπόλοιπων ατομικών και κοινωνικών χρόνων του ( χρόνος για εκπαίδευση, για διασκέδαση, χρόνος για υγιεινή και περίθαλψη, χρόνος για την οικογένεια και την κοινωνική συμμετοχή).

β) είναι αναγνώριση της συμβολής των εργαζόμενων στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας, στην οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη, άλλα και

γ) αποτελούν την μόνη λύση για την αρνητική επίπτωση που έχουν στην απασχόληση οι νέες τεχνολογίες, οι αυτοματισμοί στην παραγωγή, καθώς και οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας

δ) αποτελούν μέτρο καταπολέμησης της ανεργίας, αφού έτσι γίνεται το «μοίρασμα της εργασίας» χωρίς την μείωση του μισθού ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους. Λιγότερη εργασία, εργασία για άλλους με δικαιώματα και αξιοπρεπή μισθό διαβίωσης ικανόν να καλύπτει όλες τις σύγχρονες καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου της εργασίας.

Ταυτόχρονα, ειδικά σήμερα είναι δυνατό. Ένα παράδειγμα, αρκεί για να καταλάβουμε τον τεράστιο πλούτο που παράγεται σήμερα πολύ γρηγορότερα. Σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάζεται στο βιβλίο «Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας»: «Σήμερα, ο μέσος Αμερικανός θα χρειαζόταν να εργαστεί μόλις 11 ώρες την εβδομάδα για να παράγει όσα παρήγαγε σε 40 ώρες το 1950»

Με αυτές τις σκέψεις θέλουμε να ανοίξουμε το διάλογο πρώτα και κύρια με όλα τα ταξικά ρεύματα και τους πρωτοπόρες εργαζόμενες και εργαζόμενους. Θεωρούμε ότι είναι ώριμο και πρέπει να παρθούν από κοινού πρωτοβουλίες στους χώρους δουλειάς και σε συνδικάτα για το αίτημα του 5ήμερου/30ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών τώρα, με καμπάνιες ενημέρωσης, να ζυμώνεται σε συνελεύσεις, να τίθεται στις διεκδικήσεις των συλλογικών συμβάσεων, δημιουργώντας έτσι τους όρους ώστε να υπάρξει ένα μαζικό εργατικό κίνημα που θα παλέψει για την επιβολή του.

Ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα που η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να φέρει νομοσχέδιο κατάργησης του 8ωρου και της συνδικαλιστικής δράσης, οι ταξικοί συνδικαλιστές, ρεύματα και δυνάμεις πρέπει να αντιληφθούν την κρισιμότητα της στιγμής και να υπερβούν τον κατακερματισμό. Η αστικοποιημένη ΓΣΣΕ δεν θέλει και δεν μπορεί να οργανώσει τον αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος απέναντι σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο. Αυτό επιβάλλει ακόμα περισσότερο στα αγωνιστικά ρεύματα και δυνάμεις, να δράσουν συντονισμένα, ενωτικά και αγωνιστικά στους χώρους δουλειάς και στα συνδικάτα ώστε να ενημερωθούν οι εργαζόμενοι, να υπάρξουν συλλογικές διαδικασίες, να παρθούν αγωνιστικές αποφάσεις και δράσεις ώστε να μην κατατεθεί καν αυτό το νομοσχέδιο. Αυτό χρειάζεται να εκφραστεί και μέσα από ενωτικές ταξικές συγκεντρώσεις, συντονισμούς και πορείες όλων αγωνιστικών συνδικάτων.

Ο ταξικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς μπορεί να είναι αφετηρία για υπάρξει μια μαζική ενωτική επιτροπή εορτασμού με αντίστοιχη συγκέντρωση και πορεία στέλνοντας ένα πρώτο μήνυμα να μην κατατεθεί το αντεργατικό νομοσχέδιο. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα, οι δυνάμεις και τα συνδικάτα που το κατανοούν πρέπει να θέσουν το ζήτημα του 30ωρου για όλους.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση θα προσπαθήσουμε να κινηθούμε και να συνεργαστούμε με όλα τα ταξικά και αγωνιστικά ρεύματα.

Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ

Γιατί χτυπούν το δικαίωμα στο συνδικαλισμό;

Το σχέδιο «να τελειώνουμε με ό,τι είχε απομείνει όρθιο» περνά τώρα σε ένα ανώτερο στάδιο. Ο νέος εργασιακός νόμος, όπως έχουν διαρρεύσει ορισμένες πτυχές του, φαίνεται τρομακτικός ως προς την ζωή του εργαζομένου. Κυρίως, στοχεύει το ωράριο αλλά και τις αποδοχές του εργαζομένου. Σκοπός είναι να «απελευθερωθεί» το ωράριο, να εφαρμοιστεί το 10ωρο, ενώ παράλληλα να μειώσουμε τα έξοδα για τον εργοδότη, αντικαθιστώντας την νόμιμη πληρωμένη υπερωρία με… ρεπό!

Τα ίδια ρεπό, που οι εργαζόμενοι ήδη δεν λαμβάνουν, ενώ το 52% δεν πληρώνεται καν τις υπερωρίες του, οπώς δηλώνει έρευνα της ΓΣΕΕ. Ο νέος νόμος θέλει να δώσει θεσμικό και νόμιμο ένδυμα σε αυτές τις πρακτικές.

Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση στο εισόδημα των εργαζομένων και πνιγμό της ελληνικής οικονομίας. Η μνημονιακή περίοδος έδειξε ολοφάνερα, ότι η μείωση των μισθών και η εξαφάνιση της εργατικής προστασίας οδήγησε σε μία αγορά ζούγκλας, ευνόησε τις ανέλεγκτες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οδήγησε σε πτώση της εσωτερικής ζήτησης, σε ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία και φτώχεια. Η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώθηκε και το χρέος δεν μειώθηκε: το μόνο που άλλαξε ήταν η είσοδος ξένων πολυεθνικών αλλά και κρατών σε κομβικούς τομείς της εθνικής οικονομίας.

Το μεγάλο κόλπο μετέτρεψε την Ελλάδα σε μία εντός ΕΕ μπανανία, για φθηνό εργατικό δυναμικό, που θα εργάζεται με ελληνικούς μισθούς, εξ αποστάσεως, για ξένες επιχειρήσεις πλέον. Ο εθνικός και λαϊκός πλούτος, όπως ακριβώς και η εργατική δύναμη του λαού, παραχωρήθηκαν εξίσου. Η όξυνση της κρατικής καταστολής και το βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα απλώς ολοκλήρωσαν την μπανανοποίηση της χώρας.

Για να μπορέσουν να επιβληθούν αυτές οι αλλαγές, το κλειδί εντοπίστηκε στην διάλυση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Γι’αυτό το λόγο, οι νέες επιθέσεις, που χειροτερεύουν την κατάσταση, πρέπει να μας προετοιμάζουν για μια νέα και μακρυά περίοδο πολέμου απέναντι στους εργαζομένους και την νεολαία.

Οι δανειστές άνοιξαν τον δρόμο με το 2ο μνημόνιο, επιβάλλοντας στην Ελλάδα, ως όρο «διάσωσης», το τσάκισμα των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Αυτό σήμαινε η προσαρμογή στις «βέλτιστες πρακτικές» που περιέγραφαν τα μνημονιακά κείμενα. Πιο ξεκάθαρος όρος επέβαλε στην χώρα την πάσει θυσία αποτροπή της επιστροφής σε ένα σύστημα συλλογικών εργατικών ρυθμίσεων, όπως αυτό ίσχυε πριν τα μνημόνια. Στον στρωμένο αυτό δρόμο, η Νέα Δημοκρατία πατάει το γκάζι, εφόσον ο ιμπεριαλισμός έκανε την βρώμικη δουλειά, για να βαθύνει και άλλο την επίθεση στην εργασία.

Η απεργία στο επίκεντρο

Η απεργία αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο των εργαζομένων, για την διεκδίκηση κάθε δίκαιου αιτήματος τους, που αφορά την εργασιακή και ασφαλιστική ζωή τους. Στο σύνταγμα και την νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαίωμα πρόκλησης βλάβης: η μαχητική αντιπαράθεση με τον εργοδότη είναι στοιχείο της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος της απεργίας. Το ίδιο και για την βλάβη στο κοινωνικό σύνολο: όρος για να είναι επιτυχημένη η απεργία, είναι να προκαλεί μία ορισμένη ενόχληση, ώστε να προβληματίζει, να κινητοποιεί, να προκαλεί τον δημόσιο διάλογο.

Το περιβάλλον ήταν ήδη αρνητικό: 9 στις 10 απεργίες κηρύσσονται παράνομες ή καταχρηστικές, σε ταχύτατα χρονικά διαστήματα, αποτρέποντας το ολοκληρωμένο ξεδίπλωμα του εργασιακού αγώνα. Η απελευθέρωση των απολύσεων, αλλά και η αχρήστευση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας έφερε μείωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης. Η κατάσταση στο εργατικό κίνημα είναι ήδη πολύ δύσκολη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση εισάγει στο νομοσχέδιο διάταξη, που όπως φημολογείται, θα εξαρτά την νομιμότητα της απεργίας από παράγοντες όπως η «άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας» κατά των απεργοσπαστών ή του εργοδότη. Όταν κανείς βλέπει τόσο πλαδαρές έννοιες, καταλαβαίνει κατευθείαν ότι επιδιώκουν μέσα να «χωρέσουν» κάθε μορφή συνδικαλιστικής πάλης!

Το ενδιαφέρον είναι, ότι τέτοιες συμπεριφορές έτσι και αλλιώς τιμωρούνται νομικά, όταν εκφεύγουν τους σκοπούς της απεργίας. Επειδή ακριβώς η απεργία αναγνωρίζεται συνταγματικά ως δικαίωμα αγωνιστικής αντιπαράθεσης και πρόκλησης βλάβης. Επομένως, με βάση τις συνταγματικές και νομοθετικές επιταγές, αντικειμενικά το στοιχείο της βίας θα υπάρχει σε μία απεργία.

Τώρα, όμως, επιδιώκουν να εντάξουν κάθε μορφή βίας, άρα αντιπαράθεσης, στην ουσία για να καταργήσουν την απεργία ως δικαίωμα από την πίσω πόρτα.

Η απεργία ως δικαίωμα, λειτουργεί ως προστατευτική ομπρέλα, που νομιμοποιεί ακριβώς τις βλάβες και τις φθορές που εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Η αφαίρεση αυτής της ομπρέλας εκθέτει τον εργαζόμενο στην εκδικητική μανία του κράτους και της εργοδοσίας ατομικά. Σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον, στην ουσία θέλουν να απομακρύνουν τους εργαζομένους απο την οργανωμένη πάλη: βάλουν, έτσι, κατά του ίδιου του συνδικαλιστικού δικαιώματος, εξίσου συνταγματικά προστατευμένου, οδηγώντας στην αχρήστευση και απομαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Μαζί με τα παραπάνω, φυσικά, διατηρούνται οι νεολογισμοί του ΣΥΡΙΖΑ, που απαιτούν απαρτία 50% των μελών ενός σωματείου για την κήρυξη απεργίας. Η αύξηση, επίσης, του προσωπικού ασφαλείας στο 40% των εργαζομένων σε «κρίσιμους τομείς της οικονομίας» στην ουσία αφαιρεί κάθε πίεση απο την απεργία, γιατί αποτρέπει τους μισούς εργαζόμενους απο το να συμμετέχουν εξ’αρχής. Αυτό δεν υπαγορεύεται απο οικονομικές ανάγκες, γι’αυτό και μέχρι τώρα δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ακραίο ποσοστό: αποτελεί ακόμα μία ένδειξη στην απόδειξη των διαθέσεων της κυβέρνησης.

Οι αλλαγές στην απεργία, άλλωστε, συνδέονται άμεσα με το ηλεκτρονικό φακέλωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την εισαγωγή της «ηλεκτρονικής διεξαγωγής» των Γενικών συνελεύσεων. Η επιβολή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας επιτίθεται στην δια ζώσης διεξαγωγή των συλλογικών διαδικασιών, στην ζωντανή διαδικασία αλληλεπίδρασης των εργαζομένων και διαμόρφωσης της σωματειακής βούλησης.

Τέλος, η μείωση των στελεχών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που δικαιούνται την συνδικαλιστική προστασία ολοκληρώνει το κάδρο του νέου μνημονίου που έρχεται. Συνδικαλιστικές οργανώσεις φακελωμένες, με μέλη αποξενωμένα από την ζωντανή συνδικαλιστική διαδικασία, με αγώνες ποινικοποιημένους πριν καν γεννηθούν, με συνδικαλιστές εκτεθειμένους στις εκδικητικές διώξεις κράτους και εργοδοτών.

Θέλουν να διαλύσουν τη δυνατότητα οργάνωσης, γιατί έρχεται μία εποχή δικτατορίας στους χώρους εργασίας. Και με βάση την προβλεπόμενη μείωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προετοιμάζουν την κυριαρχία των πολυεθνικών και των μεγάλων ντόπιων αλυσίδων.

Το αντεργατικό άλμα της κυβέρνησης πρέπει να γίνει άλμα στο κενό. Πρέπει κάθε εργαζόμενος να προετοιμαστεί για τη μεγάλη μάχη που θα έρθει, στο δύσκολο και δυσμενές περιβάλλον της εποχής μας. Αυτή την στιγμή, όμως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Και ας μην ξεχνάμε, ότι ο λογαριασμός για την κυβέρνηση συνεχώς γράφει, και η σιωπηλή αγανάκτηση σταδιακά αποκτά μορφές. Οι εργαζόμενοι δεν είναι μόνοι: μόνοι είναι αυτοί που κυβερνάνε, και το ξέρουν. Αλλά δεν χάνουμε τίποτα να τους το θυμίσουμε: οι αγώνες των υγειονομικών, των φοιτητών και της νεολαίας έδειξαν τον δρόμο.

Τι είπε και τι δεν είπε ο κ. Χατζηδάκης για το ωράριο εργασίας

Με αφορμή το ζήτημα της διευθέτησης του ωραρίου, ο κ. Χατζηδάκης, υπουργός Εργασίας, παρέθεσε συνέντευξη στο ΣΚΑΙ. Υπερασπίστηκε το θέμα της «Διευθέτησης του χρόνου εργασίας», δηλαδή της δυνατότητας μία επιχείρησης να ορίζει περιόδους αυξημένης απασχόλησης των μισθωτών. Σε αυτές τις περιόδους, είναι δυνατόν το κανονικό ωράριο του μισθωτού (όχι οι υπερωρίες του) να παραταθεί από τις 8 στις 10 ώρες. Αυτή η υπέρβαση του ωραρίου μετά μπορεί να ισοσταθμιστεί με περιόδους μειωμένης απασχόλησης, ρεπό, αύξηση της κανονικής άδειας μετ’αποδοχών ή συνδυασμό αυτών.

Τι είπε ο κ. Χατζηδάκης:

Α) Η νομοθεσία για την διευθέτηση του ωραρίου υπάρχει εδώ και 30 χρόνια. Την ίδια στιγμή, 2 λεπτά πριν στην συνέντευξη θεωρεί τον βασικό συνδικαλιστικό νόμο του 1982 (ν. 1264/1982) απαρχαιωμένο. Η εφαρμογή της διάταξης 41 παρ. 6 του 1892/1990, με την τροποποιημένη μορφή που προτείνει, μάλλον αποτελεί… διαχρονική αξία..

Β) Δίνουμε την ελευθερία στον εργαζόμενο να «πάει διακοπές με την φίλη του, να μαζέψει ελιές, να δώσει τα μαθήματα στην εξεταστική ο φοιτητής»

Γ) Ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται να φοβάται: με δική του αίτηση θα δίνεται η δυνατότητα διευθέτησης του ωραρίου και όλοι οι όροι θα είναι θέμα συμφωνίας..

Ας πούμε δύο κουβέντες για αυτά.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΩΡΑΡΙΟΥ

Η νομοθεσία για την διευθέτηση του ωραρίου πράγματι υπάρχει από το 1990, σε διάταξη του νόμου 1982/1990. Ψηφίστηκε τότε απο το σύνολο των κομμάτων της ελληνικής Βουλής, όπως και ο ν. 1876/1990. Ήταν οι νόμοι που εισήγαγαν πολλές βασικές ρυθμίσεις εργατικού δικαίου, και βασικά διαμόρφωσαν το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων για την σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Για αυτό το λόγο, ακόμα και η διάταξη για την διευθέτηση του ωραρίου, που απηχούσε τις απαρχές της ελαστικοποίησης της εργασίας στην Ευρώπη, έθετε ως όρο την συμφωνία του εργοδότη με την συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτά δεν τα έφερε η Νέα Δημοκρατία και δεν τα ψήφισαν τα κόμματα της Βουλής επειδή ήταν γενικώς σωστά, αλλά επειδή τα επέβαλε το εργατικό κίνημα της εποχής, με τους μαζικούς συλλογικούς αγώνες του.

Η πρώτη αποδιάρθρωση στην παραπάνω πρόβλεψη επήλθε με τις μνημονιακές ρυθμίσεις (συγκεκριμένα, τον ν. 3996/2011, την ΠΥΣ 6/2012 και το 2ο μνημόνιο που ακολούθησε). Μεταξύ άλλων, αναγνώρισαν σε ομάδες που δεν αποτελούσαν συνδικαλιστικές οργανώσεις να συνάψουν συλλογική σύμβαση  εργασίας στην επιχεόρηση με τον εργοδότη, αφαιρώντας τους εργαζόμενους από την προστασία των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.Αυτό συνέβαινε σε όποιο χώρο εργασίας δεν υπήρχε σωματείο. Αν υπήρχε, όμως, σωματείο, ήταν υποχρεωμένος να έρθει σε συμφωνία με το σωματείο.

Τώρα, με τον νέο νόμο, αυτό επιχειρείται να αλλάξει στο πεδίο της διευθέτησης του ωραρίου, ώστε να μπορεί να γίνει με την ατομική διαπραγμάτευση του εργαζόμενου με τον εργοδότη, με την τροποποίηση της ατομικής σύμβασης εργασίας του. Έτσι, θα δίνεται η «δυνατότητα» να διαμορφώσει ο εργαζόμενος τον χρόνο εργασίας του σε περιόδους αυξημένης απασχόλησης (μέχρι 10 ώρες κανονικό ωράριο) και περιόδους μειωμένης απασχόλησης (είτε λιγότερες ώρες, είτε ρεπό, άδειες κτλ).

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΑΚΡΙΒΩΣ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ;

Αυτό ο Χατζηδάκης το ονομάζει «ελευθερία» του εργαζομένου. Θα μπορεί α) ο φοιτητής που σπουδάζει να δώσει εξετάσεις, β) ο εργαζόμενος στο αεροδρόμιο να μαζέψει ελιές, γ) ο μέσος εργαζόμενος να πάει διακοπές με «την φίλη του». Αυτή η «ευελιξία» στη ζωή του εργαζόμενου είναι «για το καλό του», του «δίνει την δυνατότητα μόνος να ορίσει τον χρόνο του», είναι όλα «θέμα συμφωνίας».

Ενδιαφέρον είναι ότι επιλέγονται αποσπασματικά παραδείγματα εξαιρετικών περιστάσεων για να επιβληθεί μία κατάσταση στο σύνολο των εργαζομένων της χώρας. Εκτός αν, πέρα από ρητορικό τέχνασμα, κρύβονται πολλές παραδοχές: ότι ο φοιτητής που δουλεύει θα γίνει κανόνας, ότι ο εργαζόμενος στο αεροδρόμιο θα πρέπει να έχει παράλληλη δουλειά, ότι ο μέσος εργαζόμενους δεν θα μπορεί με την άδεια του απλώς να πάει τις διακοπές του.

Δεύτερον, τα παραπάνω επενδύουν πάνω στην γενική πολεμική της κυβέρνηση απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα. Γιατί μία άμεση, προσωπική προτροπή στον εργαζόμενο που τόσο πολύ «κόπτεται» να αναδιαμορφώσει το ωράριο του, θα ήταν «οργανώσου στο σωματείο σου και ζήτα το συλλογικά». Προφανώς, εδώ υποδηλώνεται, χωρίς να λέγεται ανοιχτά, ότι τα σωματεία θέλουν το κακό σου, ότι αποτελούν τερατώδεις γραφειοκρατικούς μηχανισμούς κτλ. Οπότε, εμπιστέψου τον Υπουργό που βγάζει νόμους και τον εργοδότη, που τον νοιάζεις εσύ πάνω απο όλα, και όχι τους συναδέλφους στο σωματείο σου: η πραγματικότητα γυρισμένη ανάποδα..

Τρίτον, και το σημαντικότερο, αξιοποιείται η έννοια της «συμφωνίας» με τον εργοδότη, κατ’όπιν «αίτησης» του εργαζομένου. Δηλαδή, δύο λέξεις πάνω σε ένα νομοθετικό κείμενο θα έρθουν και θα προστατεύσουν απο τον εργοδότη στον να υπαγορεύσει τους όρους της συμφωνίας στον εργαζόμενο. Ας μείνουμε σε αυτό, γιατί η συμφωνία και το ποιός την διεξάγει αποτελεί όλη την ουσία της συζήτησης.

ΑΤΟΜΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΕΙΝΑΙ ΒΙΑ!

Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις του σωματείου και των συνδικαλιστικών οργανώσεων στην επιχείρηση, τον κλάδο ή την χώρα οδηγούν στην σύναψη μίας απόφασης, της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Αυτή έχει ισχύ νόμου. Το δίκαιο αυτό, που φτιάχνουν όλες μαζί οι αποφάσεις, το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, έχει τις βάσεις του στους αγώνες και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, στις οποίες κράτος και εργοδοσία αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με τους κανόνες αυτού του δικαίου, εξασφαλίστηκε η δημοκρατία στους χώρους δουλειάς και κατ’επέκταση στην κοινωνία.

Η ατομική σύμβαση εργασίας είναι η αρχαιότερη, η πιο απαρχαιωμένη και μεσαιωνική μορφή απασχόλησης, όταν δεν υπήρχε εργατικό δίκαιο: η συλλογική διαπραγμάτευση και το συλλογικό εργατικό δίκαιο αποτελούν το πιο εξελιγμένο και το πραγματικό εργατικό δίκαιο.

Η ατομική σύμβαση εργασίας έχει πολύ έντονο το στοιχείο της προσωπικής βίας: το τι θα πω, το πώς θα φερθώ, τα πάντα ορίζονται από τις ορέξεις του εργοδότη. Αν δεν του αρέσει κάτι, καταρχήν μπορεί να με απολύσει. Παίζω σε κάθε στιγμή την οικονομική μου επιβίωση κορώνα-γράμματα. Αυτή είναι η ελευθερία που συζητάμε: αν θέλεις, μπορείς και να αρνηθείς, να μην συμφωνήσεις με τον εργοδότη. Και αυτός, που είναι ο αρχηγός της επιχείρησης που δουλεύεις και ζεις, σε απολύει. Φοβερή ελευθερία!

Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις απωθούν αυτό το στοιχείο της βίας, που είναι εγγενής στις εργασιακές σχέσεις. Δεν διαπραγματεύεσαι εσύ ο ίδιος, αλλά ο συνδικαλιστικός σου εκπρόσωπος, που έχει και πλέον (όσο αντέξει και αυτό…) συνδικαλιστική προστασία, με τον εκπρόσωπο του εργοδότη. Έχει απο πίσω του ένα σωματείο, που άμα θέλει μπορεί να παγώσει την εργασία της επιχείρησης. Έτσι, η βαθύτατη ανισορροπία ανάμεσα στον εργοδότη και τους εργαζόμενους κάπως μετριάζεται, οδηγούμαστε σε δικαιότερες λύσεις.

Σαφώς, δεν είναι ασύνδετη η «μικρή αλλαγή» στο τρόπο διευθέτησης του ωραρίου με την μείωση της συνδικαλιστικής προστασίας και την αποδιάρθρωση των συλλογικών συνδικαλιστικών ελευθεριών, που επιχειρείται με τον ίδιο νόμο. Δοκιμάζονται στοιχεία ενός νέου συστήματος οργάνωσης της εργασίας.

ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΠΑΝΑΝΙΑ

Το Υπουργείο Εργασίας βάζει ένα μικρό λιθαράκι σε ένα γενικότερο σχεδιασμό. Θέλουν να εξαφανίσουν εντελώς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα πάντα να τα «διαπραγματεύεσαι» ολομόναχος με τον εργοδότη. Θέλουν να ξαναγυρίσουμε σε εποχές μεσαιωνικές, όπου νόμος είναι το τι θέλει ο εργοδότης, όπου κάθε συζήτηση θα είναι «take it or leave it», όπου η μόνη ελευθερία σου θα είναι… να αποδέχεσαι κάθε τροποποίηση στους όρους εργασίας σου.

Το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει κατακρεουργηθεί από τα μνημόνια την προηγούμενη δεκαετία. Ένας από τους όρους των δανειστών, μάλιστα, στο 2ο μνημόνιο, επέβαλε ως υποχρέωση «να μην επιστρέψουμε στο προηγούμενο σύστημα». Με βάση χειρουργικά χτυπήματα, εξαφάνισαν την ισχύ των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τις κλαδικές και την εθνική συλλογική σύμβαση. Βάλαν τους νέους εργαζόμενους να δουλεύουν με υποκατώτατο μισθό, να βάλουν «πλάτη» στην χώρα, κάτι που αντιστρατεύονταν κάθε έννοια συνταγματικού και ευρωενωσιακού ακόμα κανόνα δικαίου. Οι μνημονιακές υποχρεώσεις, που επέβαλαν οι δανειστές σε όλες τις κυβερνήσεις, ήταν η αρχή: δημιούργησαν το έδαφος, πάνω στο οποίο θα άνθιζε το τσάκισμα της συλλογικής εργατικής πάλης. Και φυσικά, τσακίζοντας τους μισθούς, αύξησαν την ύφεση, την φτώχεια, την εξαθλίωση των πολιτών της χώρας, μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνέχισαν να κλείνουν, ενώ η οικονομία σταδιακά πέρασε στον έλεγχο των ξένων συμφερόντων.

Η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων αποτελεί τον ύψιστο δείκτη δημοκρατίας σε μία χώρα. Κύριο χαρακτηριστικό των χωρών – μπανανίων είναι η «ανταγωνιστικότητα» τους, δηλαδή η απουσία κάθε έννοιας εργατικού δικαιώματος. Η δικτατορία αυτή μεταφέρεται και άμεσα στην κοινωνία: δεν υπάρχει χώρα με κακούς δείκτες εργατικής προστασίας που να αποτελεί υπόδειγμα δημοκρατίας. Η επιστροφή στην ατομική διαπραγμάτευση δεν αποτελεί απλά μία τυχαία επιλογή. Αλλά εντάσσεται στο γενικό κλίμα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, πάνω στην οποία η Νέα Δημοκρατία «πατάει γκάζι». Θέλουν να τελειώνουν με κάθε «φρένο στην ανταγωνιστικότητα». Να τελειώνουν με την δημόσια υγεία και παιδεία. Να πουλήσουν όλον τον εθνικό πλούτο. Να τελειώνουν με τα δημοκρατικά δικαιώματα. Να τελειώνουν με την δημοκρατία στις σχολές, στους χώρους δουλειάς, στο δρόμο, με ό,τι μπορεί να βάλει φρένο στο ξεπούλημα μας.

Απέναντι σε αυτό, να συλλογιστούμε ότι κάποτε αδύνατα θεωρούνταν το 8ωρο, η άδεια μετ’αποδοχών, η κοινωνική ασφάλιση, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, το πενθήμερο, η πληρωμένη υπερωρία. Δεν τα έδωσε η μεγαλοκαρδία των κυβερνώντων. Αλλά έγιναν δυνατά μέσα από τους αγώνες των εργαζομένων της εποχής τους: αυτό πρέπει να γίνει συλλογική πεποίθηση, για να τα πάρουμε όλα πίσω: την εργασία μας, την χώρα μας, το μέλλον μας.

Είμαστε στην εποχή της μείωσης του χρόνου εργασίας;

Ο όμιλος Awin ανακοίνωσε  φέτος την μείωση της εργάσιμης εβδομάδας σε περίπου 1000 εργαζόμενους. Αυτή η κίνηση ακολουθεί το πείραμα που έκανε η εταιρία για 4,5 μήνες,  όπου η εργάσιμη εβδομάδα «τελείωνε» μετά το μεσημεριανό διάλλειμα της Παρασκευής. Τα αποτελέσματα έδειξαν αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Πλέον οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν 4 μέρες την εβδομάδα χωρίς μείωση αποδοχών.

Η Unilever στη Νέα Ζηλανδία έχει ανακοινώσει ήδη από τον Δεκέμβριο του 2020, επίσης πιλοτικό πρόγραμμα 12 μηνών, στο οποίο οι 81 εργαζόμενοι στα γραφεία της θα δουλεύουν 4 μέρες την εβδομάδα χωρίς κάποια μείωση στο μισθό τους. Ο διοικητικός διευθυντής της εταιρίας Nick Bangs αναφέρει στους στόχους του πειράματος, ότι η βασική επιδίωξη είναι να αλλάξει ο τρόπος που γίνεται η δουλειά και να γίνει πιο αποτελεσματική. Δεν είναι μια συνολική κατεύθυνση της εταιρίας, ούτε υπάρχει ακόμα η σκέψη αυτό το σχέδιο να μονιμοποιηθεί. Η εταιρία θέλει να μετρήσει τα αποτελέσματα της αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και να διερευνήσει αν μέσω της τηλε-εργασίας – που λόγω της πανδημικής κρίσης έχει γίνει πολύ βασικό στοιχείο στην οργάνωση της δουλειάς – μπορεί να υιοθετηθεί ένα πιο ευέλικτο εργασιακό ωράριο.

Η εταιρία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Perpetual Guardian είχε επίσης κάνει ένα αντίστοιχο πείραμα στη Νέα Ζηλανδία τον Νοέμβριο του 2018. Οι 240 εργαζόμενοι της εταιρίας θα δούλευαν 4 αντί για 5 μέρες την εβδομάδα χωρίς μείωση αποδοχών. Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν τόσο θετικά – αύξηση της παραγωγικότητας κατά 20% και οι εργαζόμενοι δήλωναν βελτίωση της προσωπικής του ζωής κατά 24% – που η εταιρία υιοθέτησε πλήρως το νέο πλάνο. O ιδρυτής της Perpetual Guardian Andrew Barnes, δηλώνει ότι στόχος είναι να βρεθούν τρόποι αύξησης της παραγωγικότητας και νέες μορφές ευελιξίας στη δουλειά.

Ένα άλλο παράδειγμα, με αρκετό ενδιαφέρον, είναι αυτό της Toyota Service στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, όπου από το 2005 το ωράριο έχει μειωθεί σε 6 αντί για 8 ώρες, χωρίς μείωση αποδοχών. Εκεί το σκεπτικό ήταν διαφορετικό και έχει να κάνει αφενός με το ότι η δουλειά είναι χειρωνακτική, αφ’ ετέρου με μια κίνηση βελτιστοποίησης του προγράμματος. Όπως αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της Toyota Center Gothenburg, Martin Banck, χρειάστηκαν λύσεις όταν προέκυψε ένα πρόβλημα με καθυστερήσεις στους χρόνους παράδοσης. Η πρόσληψη περισσότερων εργαζομένων θα σήμαινε ταυτόχρονα μεγαλύτερες ανάγκες σε χώρο, άρα νέες εγκαταστάσεις, κατεύθυνση που απορρίφθηκε γιατί θα αύξανε το κόστος για την εταιρία. Από την άλλη, υπήρχε ένα διαγνωσμένο «πρόβλημα» στο καθημερινό πρόγραμμα των εργαζομένων. Τα απανωτά διαλλείματα των εργαζομένων για φαγητό, ή καφέ δημιουργούσαν μεγάλες τρύπες στο χρονοδιάγραμμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Banck στο διάλλειμα 09:00 – 09:20, αν κάτι αστείο συνέβαινε, ο εργαζόμενος θα ήταν πίσω στο πόστο στις 09:27, άρα χαμένος χρόνος για την εργασία.

Αυτό που σκέφτηκε η εταιρία ήταν το εξής: Αλλαγή της βάρδιας από 8 ώρες με διαλλείματα, σε 6 ώρες χωρίς διαλλείματα. Έτσι οι εργαζόμενοι θα είναι πιο παραγωγικοί, δεν θα σπαταλείται χρόνος εργασίας στο «σταμάτα – ξεκίνα» και επίσης υπάρχει ένα bonus. Αλλάζοντας τις ώρες τις βάρδιας πιο νωρίς (στις 06:00-12:30, από 07:00-16:00), η εταιρία προσέθεσε μια έξτρα βάρδια στις 11:55-18:00). Έτσι, είναι πλέον ανοιχτή 12 ώρες τη μέρα και 4 ώρες τα Σαββατοκύριακα. Επίσης, γλυτώνει το κόστος των υπερωριών. Τέλος, δεν χρειάστηκε ποτέ να μετακομίσει σε νέες μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, καθώς περισσότεροι εργαζόμενοι δουλεύουν πλέον με σπαστά ωράρια στον ίδιο χώρο. Η Toyota Service, βελτιστοποίησε το πρόγραμμα της δουλειάς, έκοψε τα διαλλείματα, γλύτωσε τις υπερωρίες και μηδένισε το κόστος νέων εγκαταστάσεων.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι αυτό της Φινλανδίας. Πριν από περίπου ένα χρόνο μια είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου αστραπιαία: «Η Φινλανδία υιοθετεί την 4ήμερη εργάσιμη εβδομάδα, 6 ώρες την ημέρα». Αν κάποιος έψαχνε τα ειδησεογραφικά πρακτορεία θα έβλεπε την είδηση να αναπαράγεται, άλλοτε με επικριτικό, άλλοτε με διθυραμβικό τόνο. Τα πράγματα δυστυχώς είναι λίγο διαφορετικά. Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Independent, η τετραήμερη εργάσιμη εβδομάδα δεν είναι μέρος του προγράμματος της Φινλανδικής Κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα αυτό που έχει συμβεί είναι το εξής: Η Πρωθυπουργός της Φινλανδίας Σάνα Μαρίν, όταν ήταν ακόμα Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών τον Αύγουστο του 2019, είχε κάνει μια δήλωση στα πλαίσια μιας επετείου του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος «4ήμερη εργάσιμη εβδομάδα, 6ωρο. Γιατί να μην είναι αυτό το επόμενο βήμα; Είναι το 8ωρο η απόλυτη αλήθεια;». Η είδηση απλώθηκε τόσο γρήγορα, που η ίδια η πρωθυπουργός της Φινλανδίας αναγκάστηκε να βγάλει νέα ανακοίνωση στο twitter διορθώνοντας τον εαυτό της «Το 4ήμερο, 8ωρο με αξιοπρεπή μισθό μπορεί να είναι μια ουτοπία σήμερα, αλλά ίσως δεν είναι στο μέλλον».

Γιατί εξαπλώθηκε τόσο πολύ μια εσφαλμένη είδηση; Γιατί μια δήλωση ενός υπουργού στα πλαίσια μιας εσωκομματικής συζήτησης βαφτίστηκε κυβερνητική απόφαση και δήλωση πρωθυπουργού; Η απάντηση έχει ενδιαφέρον και αφορά ίσως δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι μια τέτοια είδηση φαίνεται να απασχολεί πάρα πολύ. Η συζήτηση έχει ανοίξει, ίσως όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος των εργαζομένων, αλλά έχει ανοίξει. Δεν είναι σίγουρο ακόμα πού θα βρεθεί το νέο σημείο ισορροπίας, το σίγουρο είναι ότι η πλειοψηφία των επιχειρηματικών κύκλων, ειδικά στην παραγωγή, δεν επιθυμούν την καθιέρωση του 6ωρου, ακόμα και αν πλέον όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι το αντιλαμβάνονται σαν πραγματικό σενάριο. Η διόρθωση της Φιλανδής Πρωθυπουργού είναι κάτι παραπάνω από καθησυχαστική.

Από την άλλη, η αναδημοσίευση ενός ψευδούς ρεπορτάζ αποκαλύπτει περίτρανα για ακόμα μια φορά και με διαφορετικό τρόπου το μέγεθος του προβλήματος της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Δεν υπάρχουν μόνο οι δημοσιογραφικοί κύκλοι που μπορεί να βρίσκονται στο payroll κάποιου πολιτικού, ή επιχειρηματικού προσώπου και θα αρθρογραφήσουν κατά παραγγελία. Υπάρχει και ένας στρατός κυρίως διαδικτυακών site και περιοδικών που είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να αναδημοσιεύσουν οτιδήποτε θυμίζει είδηση. Έχει αλλοιωθεί τόσο η φυσιογνωμία της ειδησεογραφίας που πλέον έχει αλλάξει το DNA της.

Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα της μείωσης του ωραρίου. Τι δείχνουν τα παραπάνω παραδείγματα;

Το πρώτο πράγμα που αποδεικνύεται είναι ότι το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας δεν είναι κάποια ουτοπική κατάσταση, ένα υπερβολικό αίτημα, ή κάποιο εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Συζητιέται, ίσως με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά, αλλά συζητιέται. Η Ισπανία, για παράδειγμα, έχει ήδη ανακοινώσει ένα τριετές πιλοτικό πρόγραμμα μείωσης του χρόνου εργασίας, με επιδότηση των επιχειρήσεων.

Το δεύτερο πράγμα που αποδεικνύεται είναι ότι το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας συζητιέται σε άμεση σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Είτε ως απόρροια της αύξηση της αποτελεσματικότητας των εργαζομένων, είτε ως αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης ευελιξίας. Το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας, όμως δεν πρέπει να αφορά την οποιαδήποτε βελτιστοποίηση της παραγωγής. Δεν είναι το οποιοδήποτε optimization το ζητούμενο για εμάς. Το 6ωρο είναι αίτημα του εργατικού κινήματος. Η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί τόσο, τα κέρδη έχουν αυξηθεί τόσο, που η σημερινή κατάσταση όχι απλά επιτρέπει το 6ωρο αλλά το υπαγορεύει ως ανάγκη και ως δυνατότητα. Δεν χρειαζόμαστε ένα πιο εντατικό 6ωρο αντί για το 8ωρο (ακόμα και αν μελέτες τμημάτων Human Resources λένε ότι οι εργαζόμενοι σπαταλάνε μία ώρα κάθε μέρα τσεκάροντας τα social media). Το 6ωρο πρέπει να είναι καθολικό, χωρίς μείωση αποδοχών, χωρίς ευελιξία. Έχει σημασία να επιμείνουμε σε αυτό, γιατί πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία ακουμπάει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη για διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Θα δουλεύεις 10 ώρες όταν χρειάζεται, 6 ώρες όταν δεν χρειάζεται, δεν θα πληρώνεσαι υπερωρίες κοκ. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που θα βάφτιζε νίκη το 6ωρο σε αυτό το αντεργατικό νομοσχέδιο… Ίσα ίσα, που ενώ η συζήτηση θα έπρεπε να αφορά την κατάργηση του 8ώρου προς τα κάτω, η σημερινή κυβέρνηση θέλει να καταργήσει το 8ωρο προς τα πάνω και προς το «ελαστικότερον».

Το τρίτο πράγμα που αποδεικνύεται είναι ότι όσο η συζήτηση για την μείωση του χρόνου εργασίας γίνεται με τους όρους που γίνεται, θα συνεχίσει να γίνεται έτσι. Λείπει ο κόσμος της εργασίας από αυτή τη συζήτηση. Λείπει το καθολικό αίτημα για μείωση του χρόνου δουλειάς, για αύξηση του μισθού, για μείωση της ανεργίας, για συλλογικές συμβάσεις και όχι ευέλικτες και ατομικές διαπραγματεύσεις του καθένα με τον εργοδότη του.

Το ερώτημα είναι απλό. Αυτοί το συζητάνε, εμείς;

Είμαστε στην εποχή της μείωσης του χρόνου εργασίας. Αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε και να το διεκδικήσουμε.

Γιατί είναι σημαντική η κατάκτηση του Συνδικάτου Μετάλλου της Γερμανίας;

Το Συνδικάτο Μετάλλου IG Metall, της Γερμανίας κατάφερε στις 30/03/21 μια σημαντική νίκη. Η συμφωνία στην οποία κατέληξε με τις εργοδοτικές οργανώσεις μετά από 10ώρες συζήτησης και αρκετών κινητοποιήσεων, αφορά, ανάμεσα στα άλλα, έκτακτο μπόνους κορωνοϊού ύψους 500€, αυξήσεις στους μισθούς ή εναλλακτικά μειωμένο ωράριο και την δυνατότητα 4ήμερης εργάσιμης εβδομάδας.

Η αύξηση στους μισθούς κατά 2,3% μηνιαίως θα ξεκινήσει από τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους και θα καταβληθεί εφάπαξ τον Φεβρουάριο του επόμενου. Το συνολικό ποσό θα αφορά το 18,4% του μηνιαίου μισθού ενός εργαζόμενου ο οποίος καλύπτεται από το Συνδικάτο Μετάλλου. Εναλλακτικά το πακέτο της πρότασης επιτρέπει σε ορισμένους εργαζόμενους να εργάζονται 4 μέρες την εβδομάδα χωρίς σημαντική μείωση αποδοχών. Τις επόμενες μέρες τα τοπικά συμβούλια του Συνδικάτου και οι εργοδότες θα διαβουλευτούν σχετικά με την επιλογή που θα λάβουν.

Το IG Metall, συνδικάτο των 2.2 εκατομμυρίων εργαζομένων, είναι ένα από τα πιο ισχυρά και μαζικά  παραδείγματα οργάνωσης και διεκδίκησης των εργαζομένων.  Η συμφωνία στην οποία κατέληξε αφορά σε πρώτη φάση το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου κατοικεί το 1/5 των 83 εκατομμυρίων Γερμανών και είναι σύνηθες, μια συμφωνία η οποία αφορά την ΒΡΦ σύντομα να επεκτείνεται εθνικά.

«Αυτή η συμφωνία προσφέρει απαντήσεις στα πιεστικά προβλήματα της εποχής μας: τις οξείες συνέπειες της πανδημίας και τις διαρθρωτικές προκλήσεις των βιομηχανιών μας”, δήλωσε ο βασικός κλάδος του Συνδικάτου που καλύπτει την Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και αφορά  τη βιομηχανική καρδιά της κοιλάδας Ρουρ της Γερμανίας.

Η συμφωνία του IG Metall με τις εργοδοτικές ενώσεις είναι μια νίκη που μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα πέρα και έξω τόσο από την βιομηχανία Μετάλλου, όσο και από τη Γερμανία.

Το πρώτο συμπέρασμα αφορά το ότι σήμερα υπάρχουν περιθώρια για «υποχωρήσεις» ή «συμφωνίες». Η συρρίκνωση κατά 5% της οικονομίας της Γερμανίας δεν απέτρεψε τις εργοδοτικές ενώσεις σε μια συμφωνία με τους εργαζόμενους του Συνδικάτου. Και αυτό γιατί, από την μία, υπάρχει αρκετό οικονομικό περιθώριο για έναν συμβιβασμό από την πλευρά των εργοδοτικών ενώσεων, ειδικά σε επικερδείς επιχειρήσεις. Από την άλλη, είναι συνειδητή επιλογή των εταιριών να κάνουν μια υποχώρηση, ειδικά σε στρατηγικούς κλάδους της παραγωγής. Δεν θα ρίσκαρε κανείς η επιστροφή στην μετά – κωρονοϊό «κανονικότητα» , όταν οι μηχανές θα πρέπει να είναι στο φουλ, να υπάρχουν κινητοποιήσεις, απεργίες ή στάσεις εργασίας.

Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά το ότι η συζήτηση για τη μείωση του χρόνου εργασίας δεν είναι «από άλλο πλανήτη». Μπορεί να είναι αποτέλεσμα διεκδίκησης. Οι τεχνολογικές δυνατότητες είναι πλέον τέτοιες που το επιτρέπουν. Το καταλαβαίνουν όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης. Αυτό που λείπει από την εξίσωση είναι κάποιος να το θέσει και να αγωνιστεί γι’ αυτό.

Το τρίτο και σημαντικότερο συμπέρασμα πρέπει να είναι ηχηρό. Η δύναμη των εργαζομένων βρίσκεται στην οργάνωση και στην διεκδίκηση. Σημειώνεται ότι το Συνδικάτο ζητούσε, την τελευταία περίοδο, αύξηση κατά 4% στους μισθούς, ενώ το 2018 είχε συμφωνήσει με τη Volkswagen αυξήσεις στους μισθούς κατά 4,3% τον Μάιο του 2018, σαν αποτέλεσμα κινητοποιήσεων και απεργιών που είχαν ξεκινήσει από το 2004 στις οποίες οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν αυξήσεις κατά 6% στους μισθούς. Μπορεί ο συνδικαλισμός και η οργάνωση σαν έννοιες να μοιάζουν όλο και πιο μακρινές και σε πολλές περιπτώσεις απωθητικές (μάλιστα όχι άδικα), ειδικά για τους νεότερους εργαζόμενους.

Την ίδια στιγμή, η ίδια η πραγματικότητα αποδεικνύει δύο σημαντικές αλήθειες. Η παρουσία και η διεκδίκηση των εργαζόμενων μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα. Η απουσία και η παθητική αποδοχή των εργαζομένων έχει επίσης σημαντικά αποτελέσματα. Απλά στη μια περίπτωση τα αποτελέσματα είναι υπέρ των εργαζομένων, στην δεύτερη είναι εναντίων τους.

Το δίλημμα για την πλευρά των εργαζόμενων είναι απλό. Απουσία και όπου «φτωχός και η μοίρα του»; Ή συλλογικές κινητοποιήσεις με συγκεκριμένες διεκδικήσεις; Η αναξιοπιστία του συλλογικού αγώνα είναι γνωστή. Όμως όσο κερδίζει έδαφος η δεύτερη απάντηση, τόσο το μέλλον θα μοιάζει αισιόδοξο.

Νομοσχέδιο ισοπέδωσης του ωραρίου, της συνδικαλιστικής δράσης, της απεργίας

Η ανακοίνωση των βασικών ρυθμίσεων που θα περιλαμβάνει το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά, στο πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο, έρχεται να επιβεβαιώσει τον Μητσοτάκη που έλεγε ότι «θα ηχήσουν τύμπανα πολέμου». Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ηχήσουν για τον κόσμο της εργασίας, καθώς οι βασικές αλλαγές του νομοσχεδίου έρχονται να αποτελειώσουν τα εναπομείναντα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων και το προστατευτικό πλαίσιο που συγκροτούσαν.

Συγκεκριμένα η απορρύθμιση κινείται στα εξής επίπεδα:

Α) αύξηση και «απελευθέρωση» των υπερωριών

Ο νέος νόμος θα προβλέπει σημαντική αύξηση των υπερωριών που μπορούν να πραγματοποιήσουν οι εργαζόμενοι. Με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (ν. 3385/2005) στην πλειοψηφία των κλάδων προβλέπεται η πραγματοποίηση μέχρι 120 ωρών υπερωριακής απασχόλησης και σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις 90 ωρών ανά έτος. Αναμένεται τόσο να αυξηθεί σημαντικά το πλαφόν των 120 ωρών όσο και η εξίσωση των υπερωριών σε βιομηχανίες με τους υπόλοιπους κλάδους.

Η αλλαγή αυτή έρχεται ενώ ήδη η υπερωριακή απασχόληση κυριαρχεί στην αγορά εργασίας, όπου σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση καταγράφεται ότι πριν την πανδημία το 73% των απασχολούμενων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά[i]. Η εικόνα αυτή μάλιστα αφορά τις καταγραφόμενες υπερωρίες και όχι τη «μαύρη» και κατά κανόνα απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση. Εν ολίγοις, η νέα ρύθμιση ενισχύει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων μέσω αυτής και όχι με νέες προσλήψεις.

Περαιτέρω, προβλέπεται η ημερήσια απασχόληση εργαζομένων έως 10 ώρες κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή για τις υπερωρίες, εφόσον ο εργοδότης εντός εξαμήνου προβεί σε αντίστοιχη μείωση ωρών σε άλλες εργάσιμες ημέρες ή στη χορήγησή τους με τη μορφή ρεπό ή ημερών άδειας. Η ρύθμιση αυτή είναι ήδη νομοθετημένη (τελευταία με το ν. 3896/2011). Πρόκειται για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, που προέβλεπε περιόδους αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης εντός του έτους, θέτοντας ως όριο από τον συμψηφισμό αυτών των περιόδων ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας να παραμένει στις 40 ώρες. Έτσι, μέσος όρος 40 ωρών μπορεί να σημαίνει μία εβδομάδα 32 ωρών και μία εβδομάδα 48 ωρών εργασίας. Οι ώρες υπερεργασίας μέσα σε  αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν θα αμείβονται, αλλά θα μπαίνουν σε 6μηνη τράπεζα χρόνου, από την οποία μεταγενέστερα ο εργαζόμενος θα μπορεί να λάβει είτε ρεπό είτε άδεια είτε μείωση του 8ώρου χωρίς μείωση των αποδοχών. Απροσδιόριστο ακόμα παραμένει τι θα συμβαίνει με τις παράνομες υπερωρίες, πέραν του 10ώρου.

Με το ισχύον πλαίσιο, για την επιβολή της διευθέτησης του χρόνου εργασίας απαιτούνταν ο καθορισμός της είτε με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση είτε με συμφωνία του εργοδότη με τη συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης. Η πρόβλεψη αυτή άφησε το συγκεκριμένο νόμο ουσιαστικά ανεφάρμοστο αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό ο νέος νόμος επιφέρει αλλαγή, παρέχοντας στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιβάλει το σύστημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας με άδεια του Α.Σ.Ε (Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας) μετά από προσφυγή του, αν δεν είναι εφικτό να υπογραφεί συλλογική σύμβαση. Η νέα ρύθμιση, «απονομιμοποιεί» σε ένα ακόμη πεδίο των εργασιακών σχέσεων το ρόλο και τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και κυρίως «απελευθερώνει» την προσφυγή σε ένα σύστημα «ευέλικτης» διαμόρφωσης του ωραρίου, με απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση.

Οι αλλαγές στις υπερωρίες θα έρθουν να προστεθούν στο νέο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, που αναμορφώνονται βίαια για άλλη μια φορά μέσα και μέσω της πανδημίας. Η αποστροφή Βρούτση ότι «η ευελιξία θα έχει ως πυλώνα το 8ωρο και το 40ωρο» είναι απόλυτα ψευδής. Είναι σαφές ότι, σε συνδυασμό με την γενίκευση της τηλεργασίας, προωθείται και νομοθετικά ένα νέο μοντέλο εργασίας/εργαζομένων, όπου ρευστοποιούνται βασικές σταθερές όπως το ωράριο και ο τόπος εργασίας και εντείνεται η εκμετάλλευση των μισθωτών.

Η αβεβαιότητα της χρονικής στιγμής και της διάρκειας που ο εργαζόμενος θα κληθεί να παρέχει την εργασία του, ανάλογα με τις ορέξεις του εργοδότη, εξαφανίζει κάθε δυνατότητα οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου, τον εισάγει σε μία κατάσταση διαρκούς εργασιακής ετοιμότητας. Ο εργαζόμενος με την διαρκή κατάσταση ετοιμότητας και την τηλεργασία, δέχεται μία πολύ ισχυρή εισβολή στον προσωπικό του χρόνο, είτε εργάζεται και δεν γνωρίζει τον υπολειπόμενο χρόνο εργασίας του για την εβδομάδα, είτε αναμένει σε ετοιμότητα την διαταγή του εργοδότη προς παροχή της εργασίας του. Φορτώνεται δε επιπλέον εργασιακό στρες και πίεση, για τα οποία θα αποζημιωθεί με…. ρεπό, τα οποία ήδη ποτέ δεν δίνονται!

Β) Προειδοποίηση απόλυσης με απαγόρευση προσέλευσης

Νέα διάταξη θα επιτρέπει στον εργοδότη να απαγορεύσει την προσέλευση του εργαζομένου στον χώρο εργασίας από την στιγμή της προειδοποίησης μέχρι την λύση της σχέσης εργασίας. Αν ο εργαζόμενος τηρήσει την υποχρέωση θα λάβει την αποζημίωσή του. Βέβαια, η απόλυση με προειδοποίηση μειώνει στο μισό την αποζημίωση του εργαζομένου!

Αυτή η διάταξη αποτελεί κρυφό πόθο των εργοδοτών, καθώς στην πράξη είχαν αναγκαστεί να αποφεύγουν την απόλυση με προειδοποίηση. Και αυτό γιατί, προειδοποιώντας νωρίτερα τους εργαζομένους, αυτοί είχαν τον χρόνο να προσφύγουν στις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές για όλες τις δεδομένες παρατυπίες και παρανομίες του εργοδότη, αλλά και να οργανωθούν με τους συναδέλφους και τα σωματεία τους. Τώρα, θέλοντας να εφαρμόσουν την απόλυση με προειδοποίηση, ώστε να δίνουν μικρότερες αποζημιώσεις, θεσπίζουν απαγόρευση προσέλευσης στο χώρο εργασίας. Παράλληλα, γλιτώνουν από το μικρόβιο της οργάνωσης και διεκδίκησης, ενώ ταυτόχρονα ποινικοποιούν την δράση συνδικαλιστών, θεσπίζουν την ποινική δίωξη ως λόγο απόλυσης και αφαιρούν αρμοδιότητες από την Επιθεώρηση Εργασίας: έτσι, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πετυχαίνουν την σιγή του εργαζομένου και την πληρωμή μισής αποζημίωσης.

Γ) Περιορισμοί στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τη δράση τους, χτύπημα του δικαιώματος απεργίας

Ο νέος νόμος διακηρυκτικά έρχεται να «εκσυγχρονίσει» το συνδικαλιστικό νόμο, τροποποιώντας «αναχρονιστικές διατάξεις». Στην πραγματικότητα στοχεύει στο μεγαλύτερο έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στην περαιτέρω θεσμική αποδυνάμωσή τους και στην ποινικοποίηση της δράσης τους, στο πεδίο της απεργίας. Αρχικά, προβλέπεται ότι ικανότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης, συμμετοχής σε διαδικασίες συλλογικών διαφορών κλπ θα έχουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν εγγραφεί στα ψηφιακά Μητρώα. Τα σωματεία δηλαδή δεν νομιμοποιούνται με βάση τη νομότυπη σύσταση και λειτουργία τους (κατά τον Α.Κ και το ν. 1264/82) και την εκπροσώπηση των εργαζομένων, αλλά με βάση την παράδοσή τους στον έλεγχο του κράτους.

Αναφορικά με την απεργία, το χτύπημα στοχεύει τόσο στη διαδικασία για την κήρυξή της όσο και στην ίδια την άσκηση του δικαιώματος. Τα σωματεία υποχρεούνται να παρέχουν πραγματική, πρακτική δυνατότητα ηλεκτρονικής συμμετοχής και ψήφου στη Γενική Συνέλευση, ιδίως για την κήρυξη απεργίας. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να συμπληρώσει την, ψηφισμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ, διάταξη που απαιτεί την παρουσία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών στη Γ.Σ πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης για απεργία (άρθρο 8 ν. 1264/82 με τις αλλαγές του ν.4512/2018). Τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν κόπτονται για την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις διαδικασίες και στους αγώνες των σωματείων τους. Αντιθέτως, οι ρυθμίσεις αυτές σκοπούν στη ματαίωση της δυνατότητας λήψης απόφασης για απεργία με υψηλά όρια απαρτίας και με προϋποθέσεις που ενέχουν και τον εκφυλισμό των διαδικασιών των εργαζομένων, μετατρέποντάς τις… σε τηλεδιασκέψεις μέσω zoom.

Ως προς τη διεξαγωγή της απεργίας θα προβλέπεται ότι απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας. Αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη και όσοι μετέχουν σε αυτές τις ενέργειες τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη. Πρόκειται για μια ρύθμιση που ανοίγει το δρόμο μιας υπέρμετρης ποινικοποίησης πρακτικών συνδικαλιστικής δράσης, στο πλαίσιο της διασφάλισης μιας απεργίας. Για παράδειγμα η απεργιακή περιφρούρηση που εγγυάται τη διεξαγωγή της απεργίας, θα απαγορεύεται ως κατάληψη εισόδου; Περαιτέρω, η παρουσία απεργών που καλούν τους συναδέλφους τους να απεργήσουν αποτελεί νόμιμη συνδικαλιστική δράση ή μήπως ψυχολογική βία και πού τίθεται το όριο ανάμεσά τους; Η ποινικοποίηση και η ουσιαστική αποδυνάμωση του δικαιώματος της απεργίας, «απελευθερώνει» και την εργοδοτική αντίδραση απέναντί της, ενισχύοντας πρακτικές απεργοσπασίας. Η πρόσληψη απεργοσπαστών εξακολουθεί να απαγορεύεται (αρ. 22 ν.1264/82), αλλά πόσο εύκολο θα είναι για έναν εργαζόμενο να αντισταθεί στις εργοδοτικές πιέσεις να μην απεργήσει, γνωρίζοντας την ουσιαστική ποινικοποίηση της δυνατότητας του σωματείου να υπερασπίσει την απεργία;

Στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ θεσμοθετείται προσωπικό ασφαλείας τουλάχιστον 40%. Η προσθήκη ενός τέτοιου ποσοστού στην ήδη υπάρχουσα διάταξη, θεσμοθετεί στις επιχειρήσεις αυτές ένα μοντέλο «θα απεργείτε αλλά θα είναι σαν να μην απεργείτε», σε αντίθεση με την ίδια τη φύση του δικαιώματος της απεργίας που εμπεριέχει τόσο την πρόκληση ζημίας στον εργοδότη όσο και πιθανά στο κοινωνικό σύνολο.

Οι παραπάνω ρυθμίσεις περιστέλλουν  ακόμη περισσότερο το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα, την συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας. Ειδικά το δικαίωμα απεργίας, παρά τη συνταγματική του αναγνώριση (αρ. 23§2 Σ.) είναι εξαιρετικά κακοποιημένο στη δικαστική του αντιμετώπιση. Χαρακτηριστικά, με το υφιστάμενο πλαίσιο του ν. 1264/82 την περίοδο 2009-2014 στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης από τις 300 αποφάσεις για απεργίες οι 264 κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές και μόνο 26 νόμιμες[ii]. Ας αναλογιστούμε πώς θα διαμορφωθούν οι αριθμοί με το νέο νόμο. Αντίστοιχα, το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα θα δοκιμαστεί σοβαρά, καθώς η αφαίρεση της συλλογικής ζωής των συνδικαλιστικών οργανώσεων τους αφαιρεί τόσο κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο οργάνωσης των εργαζομένων, όσο και όποια διαπραγματευτική και συνεκτική ισχύ.

Απαιτείται ουσιαστική απάντηση

Είναι σαφές, ότι το προωθούμενο νομοσχέδιο δεν έρχεται να χτυπήσει ένα ισχυρό εργατικό, συνδικαλιστικό κίνημα και δεν θα βρει ένα τέτοιο απέναντί του. Μοιάζει περισσότερο να έρχεται να «κλειδώσει» και θεσμικά το συσχετισμό απέναντι σε έναν ευρισκόμενο σε κρίση εργατικό συνδικαλισμό, που μετράει αδυναμίες και υποχωρήσεις. Οι λόγοι της κρίσης είναι πολλοί. Σαφώς, τεράστιο ρόλο έχει παίξει ο κυβερνητικός συνδικαλισμός, οι παρατάξεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που δημιούργησαν μια εντελώς απωθητική εικόνα και συκοφάντησαν τον συνδικαλισμό, με συνδικαλιστικές ηγεσίες σε συνδιαλλαγή αντί για αντιπαράθεση με τους εργοδότες ή το κράτος, με συνδικαλιστές κρατικοδίαιτους, μακριά από τους εργασιακούς χώρους, να λειτουργούν για πάρτη τους και να μεταπηδούν σε κρατικές θέσεις. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εξαντλείται εκεί. Η αδυναμία των συνδικάτων στη δεκαετία των μνημονίων να ορθώσουν αποτελεσματικές αντιστάσεις στο σάρωμα μισθών και δικαιωμάτων αλλά και η, σε γενικές γραμμές, αδυναμία να κερδηθούν πράγματα ή να διατηρηθούν μεγάλα και μικρά κεκτημένα στους εργασιακούς χώρους, βαραίνουν και αυτά. Εν προκειμένω, οι δυνάμεις της αριστεράς δεν βρίσκονται εκτός κάδρου.

Απέναντι στην κρίση αυτή δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις. Δεν αρκούν κάποια «καθαρά», από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, σωματεία. Ιδιαίτερα, σε σχέση με τη νέα γενιά εργαζομένων, που εργάζεται επισφαλώς και βιώνει στο πετσί της τις συνέπειες της κρίσης στις εργασιακές σχέσεις, που είτε δεν πρόλαβε δικαιώματα είτε τα αγνοεί, πρέπει να δοκιμαστούν μορφές, αιτήματα, διεκδικήσεις προκειμένου να κερδηθούν από το συνδικαλισμό και τα σωματεία. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες ενάντια στο νομοσχέδιο θα πρέπει να οργανωθούν, όμως τα μεγάλα λόγια που θα ακουστούν από το ΠΑΜΕ και τα λεγόμενα «ταξικά» συνδικάτα (δε θα περάσει, casus beli, ξεσηκωμός κοκ) κρύβουν τις χρόνιες και δομικές αδυναμίες του εργατικού κινήματος. Τις λογικές συνδιαχείρισης με το κράτος, το συντεχνιακό συνδικαλισμό, την αντιενωτική λογική που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα σα δεξαμενή ψήφων για το «κόμμα», για να μιλήσουμε για κάποια από τα πιο βασικά προβλήματα. Αναγκαία η μάχη ενάντια στο νέο νομοσχέδιο, επίσης όμως αναγκαία η αναμέτρηση με την κατάσταση του εργατικού κινήματος, για να μη μετράμε μόνο ήττες, υποχωρήσεις και… μεγάλα λόγια!

[i] Έκθεση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σελ. 75-76

[ii] Χρ. Σεβαστίδης, Το δικαίωμα απεργίας & ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του, σελ. 9

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει δουλειές του κώλου

Το antapocrisis αναδημοσιεύει από τον ιστότοπο koinoi-topoi.gr τον πρόλογο του βιβλίου του συγγραφέα David Graeber “Για το φαινόμενο των δουλειών του κώλου”, καθώς και το εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης. Ο David Graeber που άφησε την τελευταία του πνοή στις 2/9/2020 ήταν καθηγητής ανθρωπολογίας στο LSE, ακτιβιστής και συγγραφέας. Το 2013 δημοσίευσε στο περιοδικό Strike ένα ομώνυμο άρθρο που πραγματευόταν το φαινόμενο των άχρηστων εργασιών που παράγει ο καπιταλισμός. Το άρθρο έκανε εξαιρετική αίσθηση και μετεξελίχθηκε σε βιβλίο.

Την άνοιξη του 2013, άθελά μου, ξεκίνησα μια μικρή διεθνή αναταραχή.

Όλα ξεκίνησαν όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για ένα νέο ριζοσπαστικό περιοδικό ονόματι “Strike!”. Ο εκδότης του με ρώτησε αν είχα κάτι προκλητικό, το οποίο κανείς άλλος δεν προσφέρεται να δημοσιεύσει. Συνήθως, έχω μία ή δύο τέτοιες ιδέες πρόχειρες οπότε έφτιαξα ένα προσχέδιο και του το παρουσίασα με τον τίτλο «Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές».

Το κείμενο βασιζόταν σε ένα προαίσθημα. Όλοι μας γνωρίζουμε το είδος εκείνο των εργασιών οι οποίες δεν μοιάζουν, στους τρίτους, να προσφέρουν επί της ουσίας το παραμικρό: σύμβουλοι ανθρώπινου δυναμικού, υπεύθυνοι επικοινωνίας, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, οικονομικοί σύμβουλοι, εταιρικοί δικηγόροι ή το είδος εκείνο των (εξαιρετικά γνώριμων στο ακαδημαϊκό περιβάλλον) ανθρώπων που περνούν τον χρόνο τους στελεχώνοντας επιτροπές που διαβουλεύονται πάνω στο πρόβλημα της ύπαρξης περιττών επιτροπών. Η λίστα φαινόταν ατελείωτη. Κι αν -αναρωτήθηκα- αυτές οι δουλειές είναι πράγματι άχρηστες, και εκείνοι που τις ασκούν έχουν επίγνωση αυτού του πράγματος; Όλοι μας, που και που, συναντούμε ανθρώπους οι οποίοι φαίνεται να αισθάνονται πως η δουλειά τους είναι άχρηστη και περιττή. Θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα πιο αποθαρρυντικό από το να έχεις να ξυπνήσεις τις πέντε από τις επτά ημέρες κάθε βδομάδας της ενήλικης ζωής σου προκειμένου να εκτελέσεις ένα καθήκον που σιωπηρά κάποιος θα πίστευε ότι είναι περιττό – ότι απλούστατα είναι χάσιμο χρόνου ή πόρων, ή ακόμη και ότι κάνει τον κόσμο μας χειρότερο; Δεν θα ήταν ένα φρικτό ψυχικό τραύμα που θα διαπερνούσε την κοινωνία μας; Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ήταν κάτι για το οποίο κανένας δεν φαινόταν να μιλάει. Υπήρχαν δεκάδες έρευνες γύρω από το αν οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι στη δουλειά τους. Δεν υπήρχε καμία, απ’ όσο ήμουν σε θέση να γνωρίζω, έρευνα σχετικά με το αν ένιωθαν ότι η δουλειά τους είχε οποιονδήποτε πραγματικό λόγο να υπάρχει.

Το ενδεχόμενο η κοινωνία μας να περιλαμβάνει πλήθος από άχρηστες δουλειές για τις οποίες κανένας δεν θέλει να μιλήσει φαινόταν αρκετά πιθανό. Το ζήτημα της εργασίας βρίθει από ταμπού. Ακόμη και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν απολαμβάνει τη δουλειά της και θα απολάμβανε μια δικαιολογία προκειμένου να μην πάει στη δουλειά, θεωρείται ως κάτι που δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να ομολογήσει κανείς στην τηλεόραση – σίγουρα, πάντως, όχι στις ειδήσεις, ακόμη κι αν γίνεται κάποια περιστασιακή μνεία σε ντοκιμαντέρ και σε αστεία stand-up κωμικών. Είχα προσωπική εμπειρία από τα εν λόγω ταμπού: κάποια στιγμή είχα υπάρξει εκπρόσωπος τύπου για μια ομάδα ακτιβιστών που φημολογείτο ότι σχεδίαζε μια καμπάνια πολιτικής ανυπακοής προκειμένου να διακοπεί η λειτουργία του συστήματος μεταφορών της Ουάσιγκτον, ως μέρος των γενικότερων κινητοποιήσεων ενάντια σε μια παγκόσμια οικονομική διάσκεψη που θα λάμβανε χώρα στην πόλη. Αν έμοιαζες με αναρχικό, τις ημέρες που προηγήθηκαν, μετά βίας μπορούσες να πας οπουδήποτε χωρίς κάποιος ευδιάθετος δημόσιος υπάλληλος να σε πλησιάσει και να σε ρωτήσει αν ήταν πράγματι αλήθεια ότι δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του τη Δευτέρα. Παρόλα αυτά, την ίδια στιγμή τα τηλεοπτικά επιτελεία κατάφεραν με υπευθυνότητα να πάρουν συνεντεύξεις από δημοτικούς υπαλλήλους της πόλης -και δεν θα με εξέπληττε αν κάποιοι από αυτούς ήταν οι ίδιοι υπάλληλοι που με σταμάταγαν στον δρόμο- οι οποίοι σχολίαζαν πόσο απαράδεκτο θα ήταν να μην μπορούν να πάνε στη δουλειά τους, αφού γνώριζαν τι θα σήμαινε το να βγουν στην τηλεόραση. Κανένας δεν φαίνεται να νιώθει ελεύθερος να πει τι πραγματικά νιώθει για τέτοιου είδους ζητήματα – τουλάχιστον δημόσια.

Φάνταζε πιθανό, αλλά δεν ήμουν κι απολύτως σίγουρος. Κατά κάποιον τρόπο, έγραψα το κείμενο σαν ένα είδος πειραματισμού. Με ενδιέφερε να δω τι είδους αντιδράσεις θα προκαλούσε.

Ιδού τι έγραψα για το ζήτημα τον Αύγουστο του 2013:

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές

Το 1930 ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς προέβλεψε ότι, έως το τέλος του αιώνα, η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ θα πετύχαιναν την καθιέρωση μόλις 15 ωρών εργασίας την εβδομάδα. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε πράγματι ικανοί για κάτι τέτοιο. Και, παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία χρησιμοποιείται προκειμένου να βρίσκει τρόπους για να μας κάνει να δουλεύουμε περισσότερο. Προκειμένου να το πετύχει, έπρεπε να δημιουργηθούν δουλειές που, στην ουσία, είναι άχρηστες. Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων, πρωτίστως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που μέσα τους πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούν. Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.

Γιατί η υποσχόμενη ουτοπία του Κέυνς -ήδη πολυαναμενόμενη από τη δεκαετία του ‘60- δεν πραγματώθηκε ποτέ; Η συνήθης σημερινή απάντηση είναι ότι ο Κέυνς δεν υπολόγισε την τεράστια αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στο δίλημμα λιγότερων ωρών εργασίας ή περισσότερων παιχνιδιών και απολαύσεων, διαλέξαμε συλλογικά το δεύτερο. Πρόκειται για ένα όμορφο ηθικοπλαστικό παραμύθι· αρκεί, ωστόσο, μια στιγμή σκέψης προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν στέκει κάτι τέτοιο. Πράγματι, από τη δεκαετία του ‘20, έχουμε γίνει μάρτυρες της δημιουργίας ενός πελώριου αριθμού νέων θέσεων και κλάδων εργασίας· εντούτοις, η παραγωγή και η διανομή σούσι, iPhones ή φανταχτερών αθλητικών παπουτσιών αφορά ελάχιστους.

Οπότε σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι νέες δουλειές; Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ που συνέκρινε την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000 μάς δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (εικόνα που -υπογραμμίζω- αντανακλάται και στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που ασχολούνται με τα οικιακά, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα έχει υποστεί δραματική ύφεση. Την ίδια στιγμή, νέου τύπου «επαγγελματίες» όπως managers, υπάλληλοι, πωλητές και «εργαζόμενοι παροχής υπηρεσιών» έχουν τριπλασιαστεί, αυξανόμενοι, πλέον, «από το ένα στα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού απασχολουμένων». Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό (ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς τους βιομηχανικούς εργάτες που υπάρχουν παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της στρατιάς ανθρώπων που μοχθούν στην Ινδία και στην Κίνα, τέτοιου τύπου εργάτες δεν αγγίζουν ούτε μετά βίας ένα υπολογίσιμο ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα).

Αλλά αντί η συγκεκριμένη εξέλιξη να οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των ωρών εργασίας, απελευθερώνοντας τον πληθυσμό του πλανήτη προκειμένου να ασχοληθεί με τις προσωπικές του ασχολίες, τις απολαύσεις, τα οράματα και τις ιδέες του, αυτό που συναντούμε είναι η υπερδιόγκωση, όχι τόσο του τομέα των «υπηρεσιών», όσο του διοικητικού τομέα, έως το σημείο που δημιουργεί ολόκληρες νέες βιομηχανίες όπως αυτή των οικονομικών υπηρεσιών ή του telemarketing, ή την άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγείας, του ανθρωπίνου δυναμικού και των δημοσίων σχέσεων. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αντανακλούν καν όλους εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η δουλειά είναι να παρέχουν διοικητική και τεχνική υποστήριξη ή ασφάλεια σε αυτές τις βιομηχανίες, ή, πολύ πιο πέρα από αυτά, μια πλειάδα υποστηρικτικών υπηρεσιών (κομμωτήρια σκύλων, ολονύκτιες διανομές πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.

Είναι αυτές που αποκαλώ «δουλειές του κώλου».

Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, αυτό ακριβώς είναι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ασφαλώς, στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία αποτελούσε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (γι’ αυτό και στα σοβιετικά πολυκαταστήματα χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέας). Προφανώς, όμως, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που ο ανταγωνισμός της αγοράς υποτίθεται ότι πρέπει να επιλύσει. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μια εταιρεία που στοχεύει στο κέρδος, θα ήταν να ξοδέψει χρήματα σε εργαζόμενους που δεν της χρειάζονται. Ωστόσο, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει.

Παρόλο που οι εταιρείες μπορεί να επιδίδονται σε αδίστακτες μειώσεις προσωπικού, οι απολύσεις και η εντατικοποίηση των ωραρίων επιβαρύνουν, χωρίς εξαίρεση, την τάξη των ανθρώπων που επί της ουσίας φτιάχνουν, κινούν, επιδιορθώνουν και διατηρούν τα πράγματα σε τάξη. Με κάποια παράξενη αλχημεία την οποία κανείς δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει, ο αριθμός των έμμισθων χαρτογιακάδων δείχνει τελικά να διογκώνεται, ενώ ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται -σχεδόν όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στην πραγματικότητα- να δουλεύουν 40 ή ακόμα και 50 ώρες την εβδομάδα – τουλάχιστον στα χαρτιά, καθώς στην πραγματικότητα δουλεύουν μόλις 15 ώρες, όπως ακριβώς ο Κέυνς προέβλεψε, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος τους αναλώνεται στην οργάνωση ή παρακολούθηση σεμιναρίων ψυχικής ενδυνάμωσης, στην ενημέρωση του προφίλ τους στο Facebook ή στο κατέβασμα τηλεοπτικών σειρών.

Η απάντηση δεν είναι οικονομικής φύσεως: είναι ξεκάθαρα ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη έχει καταλάβει ότι ένας ευτυχισμένος και παραγωγικός πληθυσμός με ελεύθερο χρόνο αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο (σκεφτείτε μόνο την κατάσταση που προέκυψε όταν κάτι αντίστοιχο άρχισε απλώς να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του ‘60). Και, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μια εξαιρετικά βολική ιδέα γι’ αυτούς η αίσθηση ότι η εργασία αποτελεί μια ηθική αξία καθαυτή, και ότι οποιοσδήποτε δεν προτίθεται να υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο είδος εντατικής εργασιακής πειθαρχίας για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, δεν δικαιούται απολύτως τίποτα.

Κάποια στιγμή, καθώς μελετούσα την ατελείωτη, προφανώς, ραγδαία αύξηση των διοικητικών καθηκόντων στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μια πιθανή εκδοχή της κόλασης. Η κόλαση είναι μια συγκέντρωση ατόμων που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας σε ένα αντικείμενο που δεν τους αρέσει και στο οποίο δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι κάποιοι προσελήφθησαν επειδή ήταν εξαιρετικοί επιπλοποιοί, και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι θα πρέπει να ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους τηγανίζοντας ψάρια. Ούτε καν η ίδια η διαδικασία δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί – αν μη τι άλλο, υπάρχει ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ψαριών που πρέπει να τηγανιστούν. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, όλοι αποκτούν μια μνησίκακη εμμονή στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους θα μπορούσαν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φτιάχνοντας έπιπλα, αντί να επωμίζονται το μερίδιό τους στο τηγάνισμα ψαριών, έτσι ώστε, σχετικά σύντομα, ατελείωτες στοίβες από άχρηστα κακοτηγανισμένα ψάρια να συσσωρεύονται στο εργαστήριό τους, αποτελώντας το μόνο τους πραγματικό επίτευγμα.

Πιστεύω ότι αυτή είναι μια αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της σύγχρονης οικονομίας.

Ξέρω ότι οποιοδήποτε τέτοιο επιχείρημα αίρει άμεσες αντιρρήσεις: «Ποιος είσαι εσύ που θα μάς πεις ποιες δουλειές είναι πραγματικά “απαραίτητες”; Και τι σημαίνει τελικά πως κάτι είναι ή δεν είναι απαραίτητο; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποια η “χρησιμότητα” σ’ αυτό;» (και, πράγματι, πολλοί αναγνώστες κουτσομπολίστικων εφημερίδων θα έπαιρναν την ύπαρξη του επαγγέλματός μου ως τον ορισμό της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος). Και, σ’ ένα βαθμό, αυτά τα επιχειρήματα είναι καταφανώς αληθή. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.

Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος πως έχει μια ουσιώδη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Αλλά τι γίνεται με αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι τα επαγγέλματά τους είναι άσκοπα; Πρόσφατα ξαναβρέθηκα με έναν φίλο από το σχολείο τον οποίο είχα να δω από 15 χρονών. Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι στο μεσοδιάστημα είχε γίνει πρώτα ποιητής και κατόπιν τραγουδιστής μιας indie ροκ μπάντας. Είχα ακούσει κάποια από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που τελικά γνώριζα. Ήταν καταφανώς έξυπνος, ευρηματικός, και η δουλειά του είχε χωρίς αμφιβολία κάνει τις ζωές ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη πιο φωτεινές και πιο όμορφες. Κι όμως, μετά από μερικά ανεπιτυχή άλμπουμς, έχασε το συμβόλαιό του, και, βυθισμένος στα χρέη και με μια νεογέννητη κόρη, κατέληξε, όπως το έθεσε, «να ακολουθήσει την πεπατημένη επιλογή τόσων άλλων ματαιόδοξων τύπων: τη Νομική». Πλέον είναι δικηγόρος σ’ ένα διακεκριμένο δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια· ότι δεν προσέφερε το παραμικρό στον κόσμο και ότι, κατά τη δική του άποψη, στην πραγματικότητα το επάγγελμά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

Πολλά ερωτηματικά ανακύπτουν, με πρώτο και κύριο τι σημαίνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δείχνει να παράγει μια εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους νέους ποιητές – μουσικούς, αλλά αντίθετα παράγει μια εμφανώς απεριόριστη ζήτηση για ειδικούς στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: αν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε «η αγορά», αντανακλά αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο ή σημαντικό – κανείς άλλος). Πέραν αυτού, δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με άχρηστες δουλειές έχουν τελικώς επίγνωση της κατάστασής τους. Για την ακρίβεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω ποτέ συναντήσει κάποιον εταιρικό δικηγόρο που να μη θεωρεί ότι η δουλειά του είναι παντελώς άχρηστη. Το ίδιο ισχύει και για όλες σχεδόν τις νέες βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη έμμισθων επαγγελματιών που, αν τους συναντήσει κανείς σε πάρτυ και βρουν τη δουλειά του ενδιαφέρουσα (το να είναι κανείς ανθρωπολόγος, για παράδειγμα), θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να μην αναφερθούν στη δική τους δουλειά. Δώστε τους μερικά ποτά και θα ξεκινήσουν τους εξάψαλμους για το πόσο άχρηστη και βλακώδης είναι στην πραγματικότητα.

Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική βία εδώ. Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς μπορεί να μην προκαλείται βαθιά οργή και μνησικακία; Κι όμως, όπως είδαμε στο παράδειγμα με τα τηγανητά ψάρια, η σύγχρονη κοινωνία έχει μια ιδιάζουσα ικανότητα να στρέφει την οργή των ανθρώπων με άχρηστες δουλειές όχι προς την ελίτ αλλά, αντιθέτως, προς εκείνους που στην ουσία καταφέρνουν να κάνουν δουλειές με νόημα. Για παράδειγμα: στην κοινωνία μας, φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικός κανόνας που λέει πως όσο πιο προφανές είναι ότι η δουλειά κάποιου ανθρώπου ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, τόσο χειρότερα αμειβόμενη είναι. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να αναρωτηθούμε: τί θα γινόταν αν ολόκληρη αυτή η τάξη ανθρώπων εξαφανιζόταν; Πείτε ό,τι θέλετε για τις νοσοκόμες, τους οδοκαθαριστές ή για τους τεχνίτες· είναι φανερό ότι αν γινόταν ξαφνικά καπνός, τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή λιμενεργάτες πολύ γρήγορα θα είχε προβλήματα· ακόμη κι ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς σκα θα ήταν αναμφισβήτητα φτωχός. Δεν είναι καθόλου σαφές το πόσο θα υπέφερε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν διαμιάς όλοι οι CEOs, οι λομπίστες, οι δημοσιοσχεσίτες, οι λογιστές, οι τηλεπλασιέ, οι δικαστικοί επιμελητές ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί υποπτεύονται ότι θα την βελτίωνε θεαματικά)1. Πλην ορισμένων κραυγαλέων εξαιρέσεων (όπως οι γιατροί), ο κανόνας παραμένει όλως παραδόξως εν ισχύ.

Ακόμη πιο διεστραμμένη είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πράγματι έτσι. Αυτή είναι μια από τις συγκεκαλυμμένες δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να τη δείτε όταν οι εφημερίδες εξαπολύουν επιθέσεις ενάντια στους εργαζομένους του μετρό για το ότι παραλύουν το Λονδίνο όταν απεργούν: το ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες του μετρό μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο αποδεικνύει ότι η δουλειά τους είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά αυτό είναι ακριβώς που φαίνεται να ενοχλεί τον κόσμο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ έγινε ακόμα σαφέστερο, με την αξιοσημείωτη επιτυχία των Ρεπουμπλικάνων να κινητοποιήσουν τη μνησικακία εναντίον των δασκάλων και των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες (και όχι, κατά κύριο λόγο, εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των διοικητικών στελεχών της βιομηχανίας αυτοκινήτων οι οποίοι, στην πραγματικότητα, προκάλεσαν το πρόβλημα) για τους υποτιθέμενα παχυλούς μισθούς και τα προνόμιά τους. Είναι σαν να τους λένε «Μα διδάσκετε παιδιά! Ή φτιάχνετε αμάξια! Έχετε αληθινές δουλειές! Και έχετε από πάνω το θράσος να ζητάτε παχυλές συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη;».

Αν κάποιος σχεδίαζε ένα εργασιακό καθεστώς πλήρως προσαρμοσμένο στο να διατηρεί τη δύναμη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να είχε κάνει καλύτερη δουλειά.

Οι πραγματικά παραγωγικοί εργάτες υφίστανται πραγματική πίεση και εκμετάλλευση. Όσοι απομένουν, χωρίζονται σε ένα τρομοκρατημένο (και διεθνώς επικρινόμενο) στρώμα ανεργίας και ενός μεγαλύτερου στρώματος ανθρώπων που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που είναι σχεδιασμένες ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (managers, διευθυντές κ.λπ.) -και κυρίως με τα οικονομικά της avatars- ενώ, την ίδια στιγμή, υιοθετούν μια αναβράζουσα μνησικακία εναντίον οποιουδήποτε έχει μια δουλειά της οποίας η αξία είναι κοινωνικά καθαρή και αναντίρρητη. Είναι προφανές, το σύστημα αυτό δε συνιστά προϊόν συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναδύθηκε σταδιακά, μέσα από έναν αιώνα λαθών και πειραματισμών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση στο γιατί, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν δουλεύουμε όλοι μας 3 με 4 ώρες την ημέρα.

Vladimir Polivanov – Window cleaning, 2017

Vladimir Polivanov – Window cleaning, 2017

Αν ποτέ η επιβεβαίωση κάποιας υπόθεσης καθορίστηκε από την υποδοχή που επιφύλαξε το αναγνωστικό κοινό, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η περίπτωση αυτή. «Το φαινόμενο των δουλειών του κώλου» προκάλεσε έκρηξη.

Η ειρωνεία έγκειται στο ότι οι δύο εβδομάδες που ακολούθησαν την έκδοση του κειμένου ήταν οι ίδιες δύο εβδομάδες που η σύντροφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να περάσουμε ολομόναχοι, με μόνη συντροφιά μερικά βιβλία, σε μια καλύβα στην εξοχή του Κεμπέκ. Ψάξαμε επί τούτου για ένα μέρος που θα ήταν εκτός της εμβέλειας οποιουδήποτε wi-fi δικτύου, πράγμα που με ανάγκασε να παρακολουθώ τις αντιδράσεις που προκάλεσε το κείμενό μου αποκλειστικά και μόνο από τη σύνδεση του κινητού. Το κείμενο έγινε viral σχεδόν αμέσως. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε μεταφραστεί σε τουλάχιστον μια ντουζίνα ξένων γλωσσών, περιλαμβανομένων των Γερμανικών, Νορβηγικών, Σουηδικών, Γαλλικών, Τσέχικων, Ρουμάνικων, Ρωσικών, Τουρκικών, Λεττονικών, Πολωνικών, Ελληνικών, Εσθονικών, Καταλανικών και Κορεάτικων, ενώ είχε αναδημοσιευθεί σε εφημερίδες από την Ελβετία έως την Αυστραλία. Η αρχική σελίδα του Strike! ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο επισκέψεις και κατέρρευσε επανειλημμένως λόγω της μεγάλης επισκεψιμότητας. Blogs ξεφύτρωσαν· χώροι σχολιασμού γέμισαν με εξομολογήσεις από υπαλλήλους και εξειδικευμένους επαγγελματίες· άνθρωποι μού έγραψαν ζητώντας συμβουλές ή για να μου πούνε ότι τους ενέπνευσα να παραιτηθούν από τις δουλειές τους ώστε να βρούνε κάτι ουσιαστικότερο. Ιδού μια ενθουσιώδης απάντηση (έχω κρατήσει εκατοντάδες) από τον χώρο σχολιασμού της ιστοσελίδας της αυστραλιανής εφημερίδας Canberra Times:

Πέτυχες διάνα! Είμαι δικηγόρος (στον τομέα του φορολογικού δικαίου, για να είμαι ακριβής). Δεν συνεισφέρω απολύτως τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο και είμαι σε διαρκή και απόλυτη δυστυχία. Δυσανασχετώ όταν άνθρωποι βρίσκουν το θάρρος να μου πούνε «Γιατί το κάνεις, τότε;», διότι καταφανώς δεν είναι κάτι τόσο απλό. Για την ώρα είναι ο μόνος τρόπος ώστε να παρέχω τις υπηρεσίες μου στο περίφημο 1% του κόσμου, το οποίο με τη σειρά του θα με ανταμείψει με ένα σπίτι στο Σύδνεϋ ώστε να μεγαλώσω τα παιδιά μου… Η τεχνολογία μάς επιτρέπει πλέον να κάνουμε σε δύο μέρες όσα παλαιότερα κάναμε σε πέντε. Αλλά χάρη στην απληστία και κάποιου είδους συνδρόμου της εργατικής μέλισσας, μας ζητείται να παραμείνουμε σκλάβοι χάριν του κέρδους άλλων, ενώπιον ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών. Είτε πιστεύεις στον ευφυή σχεδιασμό2 είτε στη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, οι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν για να δουλεύουν – επομένως, για ‘μένα, όλα αυτά είναι απλώς απληστία, υποβασταζόμενη από παραφουσκωμένες τιμές αναγκαίων αγαθών3.

Κάποια στιγμή, δέχτηκα ένα μήνυμα από κάποιον ανώνυμο φαν ο οποίος μου είπε πως ήταν μέρος μιας άτυπης ομάδας που κυκλοφόρησε το κείμενο μέσα στους κύκλους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών· είχε δεχτεί πέντε emails με το κείμενο μόνον εκείνη τη μέρα (αδιαμφισβήτητο δείγμα ότι μεγάλο μέρος όσων δουλεύουν στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν έχει να κάνει και πολλά). Όλα αυτά βέβαια δεν απαντούν στο ερώτημα αναφορικά με το πόσοι πραγματικά ένιωθαν έτσι για τη δουλειά τους -σε αντίθεση, π.χ., με την προώθηση του άρθρου μου στους άλλους συναδέλφους ως κίνηση με σαφή υπονοούμενα- ωστόσο, πολύ σύντομα, τα στατιστικά στοιχεία έκαναν την εμφάνισή τους.

Στις 5 Ιανουαρίου του 2015, έναν περίπου χρόνο μετά τη δημοσίευση του κειμένου, την πρώτη Δευτέρα του νέου έτους -τη μέρα, δηλαδή, που οι περισσότεροι Λονδρέζοι επιστρέφουν στις δουλειές τους από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές- κάποιος αφαίρεσε αρκετές εκατοντάδες διαφημίσεων από το τα βαγόνια του μετρό στο Λονδίνο, αντικαθιστώντας τις με μια σειρά από αφίσες οι οποίες περιείχαν φράσεις του αρχικού κειμένου. Ιδού μερικές που επέλεξαν:

– Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που ενδόμυχα πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούνται.
– Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους.
– Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.
– Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει;

Το αποτέλεσμα της εν λόγω καμπάνιας ήταν ένας καταιγισμός συζητήσεων στα μέσα (εμφανίστηκα για λίγο έως και στο Russia Today), που είχαν ως συνέπεια η δημοσκοπική εταιρεία YouGov να αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης στη Βρετανία, διεξάγοντας μια δημοσκόπηση η οποία χρησιμοποιούσε απευθείας τις φράσεις του κειμένου: για παράδειγμα, «Έχει η δουλειά σας κάποια ουσιώδη συνεισφορά στον κόσμο»; Όλως παραδόξως, πάνω από το ένα τρίτο -37%- απάντησε αρνητικά (όταν το 50% ήταν καταφατικό, και ένα 13% εμφανιζόταν αβέβαιο).

Ήταν σχεδόν διπλάσιο αυτού που ανέμενα – φανταζόμουν ότι το ποσοστό των άχρηστων δουλειών κυμαινόταν πιθανώς κάπου γύρω στο 20%. Συμπληρωματικά προς αυτά, μια μεταγενέστερη δημοσκόπηση στην Ολλανδία είχε σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα: στην πραγματικότητα, λίγο πιο αυξημένα, καθώς το 40% των Ολλανδών εργαζομένων ανέφερε ότι οι δουλειές τους δεν είχαν κανέναν πραγματικό λόγο ύπαρξης.
Επομένως, όχι απλώς η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από τις δημόσιες αντιδράσεις, είχε (επι)πλέον επιβεβαιωθεί και από στατιστικές έρευνες.

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σημαντικότατου κοινωνικού φαινομένου, το οποίο δεν έχει λάβει παρά ελάχιστης προσοχής. Και μόνο το γεγονός πως κάποιος άρχισε να μιλά γι’ αυτό, υπήρξε για πολλούς λυτρωτικό. Ήταν σαφές ότι μια εκτενέστερη διερεύνηση εκκρεμούσε. […]

Το κείμενο του 2013 ήταν για ένα περιοδικό σχετικό με την επαναστατική πολιτική, και έδινε έμφαση στις πολιτικές διαστάσεις του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, το κείμενο ήταν μόνο το πρώτο από μια σειρά επιχειρημάτων που επεξεργαζόμουν εκείνη την περίοδο αναφορικά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία περί «ελεύθερης αγοράς» η οποία, έχοντας επικρατήσει στον κόσμο από την εποχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν, ήταν στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο αυτού που ισχυριζόταν ότι είναι· ήταν ένα βαθύτατα πολιτικό πρόταγμα μεταμφιεσμένο σε οικονομικό.

Είχα καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα καθώς φαινόταν να αποτελεί τη μόνη δυνατή ερμηνεία αναφορικά με το πως πραγματικά συμπεριφέρονται οι άνθρωποι που κατέχουν την εξουσία. Ενώ η νεοφιλελεύθερη ρητορική περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από μια μυθική απελευθέρωση των αγορών, τοποθετώντας την οικονομική αποδοτικότητα πάνω από κάθε άλλη αξία, η συνολική επίδραση των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς έχει να κάνει με το ότι οι δείκτες οικονομικής μεγέθυνσης έχουν επιβραδυνθεί περίπου παντού, με εξαίρεση την Ινδία και την Κίνα· η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη είχε λιμνάσει· και, στις πιο πλούσιες χώρες, η νεότερη γενιά μπορεί, για πρώτη φορά στους αιώνες, να περιμένει να ζήσει μια λιγότερο ευκατάστατη ζωή από τους γονείς της. Κι όμως, παρατηρώντας αυτές τις συνέπειες, οι υπέρμαχοι της ιδεολογίας των αγορών απαντούν πάντοτε με καλέσματα για ακόμη πιο γερές δόσεις του ίδιου φαρμάκου, και οι πολιτικοί νομοθετούν αναλόγως. Αυτό με αφήνει εμβρόντητο. Αν μια ιδιωτική εταιρεία προσλάμβανε έναν σύμβουλο προκειμένου να της παρουσιάσει ένα επιχειρηματικό πλάνο, και κατέληγε σε μια κάθετη πτώση των κερδών, ο εν λόγω σύμβουλος θα απολυόταν πάραυτα. Στην καλύτερη περίπτωση, θα του είχε ζητηθεί να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πλάνο. Με τις μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς αυτό δεν φάνηκε να συμβαίνει ποτέ. Όσο περισσότερο αποτύγχαναν, τόσο περισσότερο ακολουθούνταν. Το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν ότι οι οικονομικές επιταγές δεν ήταν αυτές που στην πραγματικότητα καθόριζαν τις αποφάσεις.

Τι συνέβαινε λοιπόν; Απ’ ό,τι φάνηκε, η απάντηση έπρεπε να αναζητηθεί στις αντιλήψεις της πολιτικής τάξης. Σχεδόν όλοι όσοι παίρνουν καθοριστικές αποφάσεις είχαν πάει σε πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1960, όταν τα κάμπους ήταν στο επίκεντρο της πολιτικής αναταραχής, και ένιωσαν, με έντονο τρόπο, ότι τέτοια πράγματα δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν. Ως εκ τούτου, παρόλο που μπορεί να βρέθηκαν αντιμέτωποι με αρνητικούς οικονομικούς δείκτες, διαπίστωσαν με χαρά ότι ο συνδυασμός παγκοσμιοποίησης, περιστολής της δύναμης των συνδικάτων και η δημιουργία ενός επισφαλούς και εξαντλημένου εργατικού δυναμικού -από κοινού με τα επιθετικά καλέσματα σε ηδονιστική προσωπική απελευθέρωση (ό,τι έγινε γνωστό ως «απελευθερωμένα ήθη, δημοσιονομική αυστηρότητα»)- είχε σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη μετακίνηση ολοένα και περισσότερου πλούτου και δύναμης στους πλούσιους, καταστρέφοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τα θεμέλια οργανωμένης αμφισβήτησης της εξουσίας τους. Μπορεί να μην λειτούργησε τόσο καλά σε επίπεδο οικονομικό, ωστόσο σε επίπεδο πολιτικό λειτούργησε ονειρεμένα. Αν μη τι άλλο, είχαν ελάχιστα κίνητρα να εγκαταλείψουν τέτοιου είδους πολιτικές. Το μόνο που έκανα στο εν λόγω κείμενο ήταν να αναλύσω αυτό που ήταν προφανές: όταν βρίσκεις κάποιον ο οποίος κάνει κάτι στο όνομα της οικονομικής αποδοτικότητας, το οποίο οικονομικά φαντάζει πλήρως παράλογο (όπως, ας πούμε, το να πληρώνεις με υπερβολικά πολλά λεφτά ανθρώπους οι οποίοι δεν κάνουν απολύτως τίποτα), θα πρέπει κανείς να διερωτηθεί, όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι το έκαναν, “Qui bono?” -Ποιος ωφελείται;- και πως.

Δεν πρόκειται τόσο για μια θεωρία συνομωσίας όσο για το αντίθετό της, μια θεωρία αντισυνομωσιολογική. Αναρωτιόμουν γιατί κανείς δεν έκανε τίποτα. Οι οικονομικές τάσεις εμφανίζονται για όλους τους λόγους του κόσμου, αλλά αν προκαλούν προβλήματα στους πλούσιους και στους ισχυρούς, αυτοί οι ίδιοι είναι που θα ασκήσουν πιέσεις στους θεσμούς προκειμένου να παρέμβουν και να κάνουν κάτι σχετικά με το ζήτημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009, μεγάλες επενδυτικές τράπεζες διασώθηκαν αλλά καθημερινοί ομολογιούχοι όχι. Η ραγδαία εξάπλωση των δουλειών του κώλου συνέβη για μια σειρά από λόγους. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί κανένας δεν παρενέβη («συνωμότησε», αν το προτιμάτε) προκειμένου να γίνει κάτι για το ζήτημα αυτό.

1. Νιώθω πραγματική αποστροφή για τους λογιστές και, πλέον, νομίζω ότι υπήρξα άδικος μαζί τους. Είναι γεγονός ότι ορισμένες πτυχές της λογιστικής έχουν πραγματική συνεισφορά. Παραμένω, ωστόσο, πεπεισμένος ότι οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να εκλείψουν χωρίς την οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια.

2. Σ.τ.μ.: Πρόκειται για ψευδο-επιστημονική θεωρία που ισχυρίζεται ότι η πολυπλοκότητα του πλανήτη μας σχεδιάστηκε και προέκυψε από έναν αόρατο νου με ευφυΐα, θέση βαθύτατα θεολογική και προερχόμενη από συντηρητικές δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ. Παρότι αρνείται τον αναγωγισμό και την παραδοσιακή εξελιξιαρχία, είναι περιττό (όσο και αδιάφορο) να υπογραμμίσουμε την προδηλότητα του ετερόνομου χαρακτήρα της.

3. David Graeber, “The Modern Phenomenon of Bullshit Jobs”, Canderra (Australia) Times online, τελευταία πρόσβαση στις 3 Σεπτεμβρίου 2013.


Εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης

David Graeber, “Preface: On the Phenomenon of Bullshit Jobs”, Bullshit Jobs: A Theory, Μεγάλη Βρετανία, Allen Lane, 2018, σσ. xiii-xxv. Πρόκειται για τον πρόλογο του βιβλίου που αποτέλεσε την επεξεργασμένη μετεξέλιξη του άρθρου “Why capitalism creates pointless jobs” [Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές] (άρθρο-έναυσμα για μια συνολικότερη θεωρία την οποία πραγματεύεται το ομώνυμο βιβλίο). Παρά την εκ των υστέρων τροποποίηση, για λόγους ιστορικότητας διατηρήθηκε ο τίτλος του αρχικού άρθρου (που, άλλωστε, υπάρχει αυτούσιο εντός του αποσπάσματος-προλόγου που μεταφράζουμε εδώ). On the Phenomenon of Bullshit Jobs: ανάμεσα από μια σειρά από όρους («σκατοδουλειές», «κωλοδουλειές», «άχρηστες δουλειές»), επιλέχθηκε η -οικεία στην ελληνική γλώσσα- έκφραση «δουλειές του κώλου» για την απόδοση του φαινομένου που ο Graeber περιγράφει ως “bullshit jobs”. Καθόλου τυχαία, στον κόσμο μας υπάρχει μια παράδοξη αντιστροφή της πραγματικότητας βάσει της οποίας οι δουλειές που προσφέρουν κοινωνικό έργο, αμειβόμενες, ωστόσο, πενιχρά, χαρακτηρίζονται ως «δουλειές του κώλου» (δεν θα μπορούσε, πιθανώς, να υπάρχει τυπικότερο παράδειγμα από αυτό των οδοκαθαριστών). Επιλέγουμε, υπό αυτή την έννοια, την εν λόγω απόδοση με τη βαθιά πεποίθηση ότι συμβάλλουμε, έστω μερικώς, σε μια διαυγέστερη κατανόηση της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας όπου ως δουλειές του κώλου θα έπρεπε να νοούνται μια σειρά από σύγχρονες μορφές απασχόλησης (τις οποίες το κείμενο πραγματεύεται εν εκτάσει): managers, γραφειοκράτες, δημοσιοσχεσίτες και ούτω καθεξής (με την αμέριστη συμπάθειά μας σε όλες και όλους όσους, δυστυχώς, αναγκάζονται να τις ασκούν).


Μετάφραση: Σταύρος Πασχαλάκης – Επιμέλεια: Νίκος Μάλλιαρης

Πηγή: koinoi-topoi.gr

Αίμα, δάκρυα και… σάλιο (και στο βάθος απολύσεις)

Με.. δοκιμαστικό σωλήνα εργασιακών πειραμάτων, μοιάζει η αγορά εργασίας.

Η χρήση και κυρίως η κατάχρηση των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, οδηγούν αρκετές φορές σε καταστάσεις που ως χαρακτηριστικό στοιχείο έχουν το… μαύρο χιούμορ εκ μέρους ορισμένων εργοδοτών, ενώ ο κίνδυνος της απόλυσης παραμένει ορατός για εκατοντάδες (αν όχι χιλιάδες) εργαζόμενους.

Πιο πρόσφατο κρούσμα, η απαίτηση εταιρείας που δραστηριοποιείται στο χώρο των καλλυντικών, να υπογράψει το προσωπικό τροποποιητική σύμβαση, η οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπει την “ανέκκλητη συγκατάθεσή των εργαζομένων για διενέργεια ελέγχων επιπέδου αλκοόλ, ναρκωτικών ή και παραισθησιογόνων ουσιών, χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, ψυχολογικών τεστ, κ.α’α.”, ενώ ο εργαζόμενος υποχρεούται να δηλώσει ότι “συναινεί στη λήψη δειγμάτων βιομετρικών και βιολογικών στοιχείων προς έλεγχο (αίμα, σίελο) καθόλη τη διάρκεια της σύμβασής του”!

Προηγήθηκε ο εξαναγκασμός εργαζομένου σε παραίτηση από σούπερ μάρκετ, επειδή έφαγε ληγμένο κρουασάν που προοριζόταν για τον κάδο απορριμμάτων!

Ο εργαζόμενος, κατηγορήθηκε από την διεύθυνση του καταστήματος για… κλοπή και του ζητήθηκε να υπογράψει την παραίτησή του προκειμένου να μην έχει ποινικές κυρώσεις για την (εντός καταστήματος) ανάλωση ληγμένου προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία δεν θα επιβαρυνόταν με το ποσό της αποζημίωσης…

Επίσης, υπήρξαν κρούσματα:

  • Απαίτησης από τον εργοδότη, μέρους των 800 ευρώ της ειδικής αποζημίωσης που επρόκειτο να λάβει ο εργαζόμενος, προκειμένου να τον δηλώσει ως δικαιούχο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, λόγω αναστολής της σύμβασης.
  • Απόλυσης εργαζομένων οι οποίοι απασχολούνταν με σύμβαση μιας μέρας, με συνέπεια να μη μπορούν να λάβουν την έκτακτη αποζημίωση των 800 ευρώ.
  • Παράτυπης αλλαγής εκ μέρους του εργοδότη της ημερομηνίας λήξης των συμβάσεων του προσωπικού, ώστε να μην ενταχθούν στο καθεστώς ειδικής αποζημίωσης και να μην έχει την υποχρέωση επαναπρόσληψης τους.
  • Άρσης του μέτρου της αναστολής σύμβασης εργαζομένων από τον εργοδότη, στην συνέχεια υπαγωγή τους σε εκ περιτροπής εργασία και τελικά την απόλυση τους με μεταγενέστερη ημερομηνία, ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα με την ρήτρα διατήρησης των θέσεων εργασίας .
  • Μέσω τηλεφώνου, εργαζόμενοι εκλήθησαν να επιστρέψουν στην εργασία τους, πρόωρα, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε αναστολή σύμβασης, υπό την απειλή της (μεσοπρόθεσμης) απόλυσης.
  • Επιπλέον, αρκετές ήταν οι καταγγελίες προς τα συνδικάτα για προσπάθειες συμψηφισμού της ειδικής άδειας με την κανονική.
  • “Ελαστικοποιημένη” τηλεργασία, χωρίς να τηρείται το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο γι αυτή τη μορφή απασχόλησης και
  • μετακύλιση του συνολικού φόρτου εργασίας στο μειωμένο προσωπικό, το οποίο απασχολούσε ο εργοδότης στο πλαίσιο της εκ περιτροπής εργασίας.

Απολύσεις…πολλών ταχυτήτων

Σύμφωνα με συνδικαλιστές και εργατολόγους, ακόμα και στα επίσημα κυβερνητικά μέτρα, εντοπίζονται θολά σημεία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια εργαζόμενους στην ανεργία:

Για το πρόγραμμα “ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ” , προβλέπεται:

  • Η προστασία του προσωπικού που θα ενταχθεί.
  • Ωστόσο, το καθεστώς προστασίας ισχύει μόνο για το χρονικό διάστημα χρήσης του προγράμματος από την επιχείρηση.
  • Επίσης, για το μέρος του προσωπικού που δεν θα ενταχθεί στο πρόγραμμα, δεν προβλέπεται υποχρέωση διατήρησης της απασχόλησης.

Για την αναστολή συμβάσεων, προβλέπεται:

  • Υποχρέωση της επιχείρησης που θα ενταχθεί να μην προχωρήσει σε μείωση του προσωπικού, όχι μόνο κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου αλλά και 45 μέρες μετά την εκπνοή ισχύος των αναστολών, ασχέτως του αριθμού των εργαζόμενων των οποίων οι συμβάσεις θα τεθούν σε αναστολή.
  • Μετά το χρονικό διάστημα των 45 ημερών, όμως, η δέσμευση της επιχείρησης για την διατήρηση των θέσεων εργασίας, παύει να ισχύει.

Για τον περιορισμό του χρόνου εργασίας (προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας), προβλέπεται ότι:

  • Η επιχείρηση, δεν μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις για όσο διάστημα τουλάχιστον το 50% του προσωπικού εργάζεται με καθεστώς μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας.
  • Ωστόσο, μετά την επιστροφή σε καθεστώς πλήρους λειτουργίας, ο εργοδότης έχει δυνατότητα μείωσης του προσωπικού.

Για την πλήρη λειτουργία κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης και μετά από αυτήν ή την διακοπή της αναστολής συμβάσεων για ολόκληρο το προσωπικό:

  • Η επιχείρηση, δεν δεσμεύεται ως προς την διατήρηση των θέσεων εργασίας.
  • Ωστόσο, ισχύουν οι προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας περί άκυρης, καταχρηστικής απόλυσης, αλλά και παραβίασης του ορίου των ομαδικών απολύσεων.

Χαμένη γενιά, ή γενιά που δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει;

Ζούμε μια τεράστια, παγκόσμια υγειονομική κρίση, μετρώντας ήδη δεκάδες χιλιάδες νεκρών σε πολλές χώρες. Η κρίση αυτή όμως, έχει κάτι το φαινομενικά αξιοπερίεργο. Στο επίκεντροτων συνεπειών της δεν βρίσκονται  οι χώρες της Ασίας, και ας ξεκίνησε από εκεί, ή της Αφρικής, αλλά οι χώρες της Ευρώπης και οι ΗΠΑ, η «προηγμένη» Δύση. Το ερώτημα πώς συνέβη αυτό, ταλανίζει ∙ πώς χώρες του δυτικού, προηγμένου καπιταλισμού απέτυχαν ή πιέστηκαν σε κάτι που θεωρούνταν αυτονόητο, την προστασία της υγείας και την παροχή περίθαλψης, πώς «ο βασιλιάς βρέθηκε γυμνός» για δεύτερη φορά σε μια δεκαετία, μετά την  οικονομία και στην υγεία;

Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, αλλά αν αφήσουμε την  ευκολία ότι ήταν μια ατυχία ή  κάτι που μας έφερε η φύση ή τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, μεγάλο μέρος της απάντησης βρίσκεται στην ίδια τη φύση του συστήματος, στους στόχους και τις αξίες που καθοδηγούν την πολιτική του. Αφενός η τεράστια διασπορά  του ιού και  τα χιλιάδες θύματα εξ αιτίας του, οφείλονται είτε στην άρνηση είτε στην ολιγωρία των κυβερνήσεων να πάρουν μέτρα αποστασιοποίησης , να κλείσουν επιχειρήσεις, βιομηχανίες , καταστήματα με τη λογική ότι ‘δεν μπορεί να σταματάει η οικονομία για μια γρίπη’, δεν μπορεί να σταματάει η παραγωγή για μια ίωση.

Το κέρδος, η βασική επιδίωξη του συστήματος στο οποίο ζούμε, του καπιταλισμού, μπήκε και πάλι πάνω από τον άνθρωπο, οι ζωές των ανθρώπων κοστολογήθηκαν για άλλη μια φορά πολύ χαμηλότερα από την επιβίωση των αγορών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η Ιταλία, που ενώ μετρούσε χιλιάδες θύματα , χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χαμένες, συνέχιζε να λειτουργεί εργοστάσια και βιομηχανίες ,  η Μεγάλη Βρετανία, με την ανοσία αγέλης που δημόσια πρότεινε ο Μπόρις Τζόνσον και οι ΗΠΑ με τον Τραμπ που έβαζε στη ζυγαριά το κόστος στη δημόσια υγεία και το κόστος στην οικονομία, με τις τελευταίες δύο να αναδιπλώνονται μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής που ερχόταν και φυσικά στο πολιτικό κόστος που θα είχε για τις κυβερνήσεις τους.

Αφετέρου, η αδυναμία διαχείρισης της πανδημίας οφείλεται στη χρόνια υποβάθμιση και διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, στη βάση της πολιτικής που ακόμα και αγαθά όπως η παιδεία και κυρίως η υγεία του λαού τα αντιμετωπίζει ως εμπορεύματα.

Δύο ενδεικτικά παραδείγματα: 17χρονος στην Καλιφόρνια πεθαίνει από κορωνοϊό, αφού δεν έχει να πληρώσει 34.000 δολάρια, μετά από άρνηση να τον νοσηλεύσουν επειδή δεν είχε ασφάλεια υγείας. Αλλά και στην Ευρώπη, η ευρωπαϊκή επιτροπή στο διάστημα από το 2012 μέχρι το 2018 είχε κάνει 63(!) αιτήματα στα κράτη – μέλη για να μειώσουν τις δαπάνες που αφορούσαν την υγεία, γιατί το ζήτημα είναι να βγουν τα νούμερα και όχι να προστατευτεί η υγεία του λαού.

Η πρωτοφανής αυτή υγειονομική κρίση μπορεί να μην κοστίζει τόσο σε ανθρώπινες ζωές στις νεαρότερες ηλικίες αλλά η διάλυση των συστημάτων υγείας στο όνομα της εμπορευματοποίησης και η απώλεια ζωών λόγω εξαιτίας αυτού, πλήττει και εμάς, αφορά και τη γενιά μας. Η οικονομική κρίση που θα ακολουθήσει, κατά βάση έρχεται να χτυπήσει τη γενιά μας. Είμαστε αυτοί που σπουδάζουν, που μπαίνουν ή μετρούν κάποια χρόνια στην αγορά εργασίας, με λίγα λόγια είμαστε αυτοί που τα όσα συμβαίνουν θα καθορίσουν τους όρους ζωής μας για δεκαετίες.

Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε και πέρασε μια πρώτη περίοδο της ζωής της σε ένα περιβάλλον έστω και φαινομενικής ευμάρειας. Η κατάσταση αυτή όμως, στη συνέχεια ξεκίνησε να γκρεμίζεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση από το 2008 και έπειτα. Η γενιά μας, είδε να δίνονται τρισεκατομμύρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε μια μέρα,για να σωθούν οι τράπεζες, την ίδια στιγμή που το μέλλον της υποθηκευόταν, τη στιγμή που η ίδια βίωνε και θα καλούνταν να βιώνει για πολλά χρόνια ακόμα την ανεργία και να έχει να επιλέξει ανάμεσα στη μαύρη και ανασφάλιστη εργασία και στη μετανάστευση, για να μπορέσει να επιβιώσει.

Δίπλα σε αυτά  αναπαραγόταν και το αφήγημα του δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν, δεν έχει νόημα να παλεύουμε συλλογικά, και άρα ο ατομικός δρόμος και η αναζήτηση ατομικών λύσεων είναι μονόδρομος. Τα παραπάνω σε συνδυασμό, οδήγησαν, πέρα από την υποβάθμιση των όρων διαβίωσης και σε μια αντίληψη χαμηλών προσδοκιών.

Τώρα η ίδια αυτή γενιά, η γενιά μας βρίσκεται και πάλι μπροστά σε μια ακόμα μεγαλύτερη οικονομική κρίση πριν καλά – καλά «ξεπεραστεί» η προηγούμενη. Αφού για άλλη μια φορά εμπεδώσαμε ότι για το νεοφιλελευθερισμό είμαστε αναλώσιμοι , ότι  κανείς δεν προνόησε –ή μάλλον επέλεξε να μην προνοήσει- ώστε οι γιατροί να μην μπουν στο δίλημμα να διαλέγουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, ότι μπορεί ο κορωνοιός να μην κάνει «ταξικές» διακρίσεις όσον αφορά το ποιόν θα προσβάλλει, αλλά όποιος έχει χρήματα θα έχει πρόσβαση στη περίθαλψη ενώ όποιος δεν έχει, θα αρκεστεί στην επίκληση της τύχης, τώρα ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε εκ νέου το ζήτημα της επιβίωσης.

Ήδη εργαζόμενοι απολύονται με ένα τηλεφώνημα, μικρές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο και τα «μέτρα στήριξης» που παίρνει η πολιτεία μόνο ως κοροϊδία μπορούν να ληφθούν (χιλιάδες εργαζόμενοι μένουν εκτός του επιδόματος των 800 ευρώ ενώ τα «δώρα»στους καναλάρχες , τους κλινικάρχες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες ΚΕΚ πάνε και έρχονται).

Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε τη μία κρίση μετά την άλλη; Η γενιά μας είναι καταδικασμένη να  πληρώνει πάντα τα σπασμένα των κρίσεων; Οι κρίσεις είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο, είναι ατυχείς στιγμές που αρκεί να υπομένουμε να περάσουν, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τις αποτρέψουμε;

Οι κρίσεις αφορούν πολιτικές και λογικές που ακολουθούνται, αφορούν  τον ίδιο τον καπιταλισμό σαν σύστημα, που για άλλη μια φορά χρεοκοπεί. Πρόκειται για τη λογική και την πολιτική ότι ακόμη και κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία, μπορούν και πρέπει να μετατραπούν σε εμπόρευμα, ότι μπορούν και πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν, γιατί «η αγορά ξέρει καλύτερα από το κράτος». Είναι η λογική ότι το παν είναι η οικονομία και το κέρδος, άρα να θιγεί όσο γίνεται λιγότερο η λειτουργία των επιχειρήσεων, ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας, με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η λογική του ατομικού δρόμου και η λογική της αποθέωσης του ατόμου. Η λογική ότι «δεν υπάρχουν κοινωνίες, αλλά μόνο άτομα», δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα, άρα δε χρειάζεται και κοινή πάλη των εργαζόμενων τάξεων για τη διεκδίκησή τους.

Προϋπόθεση, λοιπόν, για να μη βιώνουμε συνεχείς κρίσεις, για να μην πληρώνουμε κάθε τρεις και λίγο εμείς ένα σύστημα που έχει ως δομικό του στοιχείο τη χρεοκοπία, είναι να ακολουθήσουμε το μονόδρομο της αμφισβήτησης των παραπάνω λογικών και πολιτικών, του ίδιου αυτού του συστήματος, το μονόδρομο της αμφισβήτησης των αξιών του καπιταλισμού που θέτει τα κέρδη των αγορών πάνω από την ανθρώπινη ζωή και ευτυχία.

Μας είπαν πως είμαστε η γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες ∙ μας είπαν πως είμαστε η χαμένη γενιά∙ μας προσέβαλαν θεσπίζοντας για εμάς υποκατώτατους μισθούς και οδηγώντας μας να ζήσουμε υποκατώτατες ζωές.

Προσάρμοσαν τις ζωές μας στα μέτρα του ρεαλισμού τους, αλλά κανείς δεν προβληματίστηκε πώς  θα επιβιώσει και  με ποια ποιότητα ζωής θα ζήσει μια ολόκληρη γενιά.

Μήπως τελικά, είμαστε εκείνη η γενιά, που μπορεί και πρέπει να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το σύστημα αυτό που συνθλίβει τις ζωές των ανθρώπων μπροστά στα κέρδη των λίγων; Μήπως είμαστε εκείνη η γενιά, που της τα πήραν όλα και έτσι δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει και τίποτα άλλο να περιμένει από αυτό το σύστημα;

Το δίλημμα παραμένει και περιμένει απάντηση.

Χαμένη γενιά ή γενιά που δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει και θα πάρει πίσω όλα όσα της στέρησαν;

Παρέμβαση του κράτους για την διατήρηση των θέσεων εργασίας; Κι όμως γίνεται!

Το παράδειγμα κρατών-μελών της ΕΕ και η περίπτωση της Ελλάδας*

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα στοιχεία που παρέθεσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για τα έκτακτα μέτρα στήριξης των εργαζομένων στα κράτη μέλη της ΕΕ για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού θα διαπιστώσει  κάποια κρίσιμα συμπεράσματα. Ειδικά, σε ότι αφορά την διατήρηση των θέσεων εργασίας των πληττόμενων εργαζομένων. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα κρατών, σε παρόμοια ή και χειρότερη οικονομική κατάσταση από την δική μας χώρα, που προβαίνουν είτε στην κάλυψη σημαντικού μέρους των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είτε στην κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Με τις κρατικές αυτές παρεμβάσεις, επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Γιατί ο εργοδότης με τα παραπάνω μέτρα θα παρουσιάσει λιγότερα έξοδα και θα είναι σε δύσκολή θέση, σε κάθε περίπτωση, να προβεί σε απολύσεις των εργαζομένων του, επικαλούμενος την οικονομική του αδυναμία. Με την παρέμβαση αυτή προστατεύεται ουσιαστικά η θέση ενός εργαζομένου.

Ισπανία – Πορτογαλία – Ιρλανδία – Λιθουανία και Ελλάδα

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ισπανία. Το δεύτερο μεγαλύτερο θύμα του κορονοϊου με 17.500 νεκρούς πήρε γενναία μέτρα για την διατήρηση των θέσεων των εργαζομένων και για την καταβολή των μισθών τους. Καταρχάς, στην Ισπανία, επιβλήθηκε απαγόρευση των απολύσεων με πρόσχημα την πανδημία και το κλείσιμο των επιχειρήσεων λόγω κορονοϊού θεωρείται ως λόγος ανωτέρας βίας και οι εργαζόμενοι σε αυτές θα λαμβάνουν το 70% του μικτού μισθού με πλαφόν τα 1.098 € μηνιαίως. Επιπλέον, στις περιπτώσεις μείωσης των ωρών εργασίας (μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία) οι επιχειρήσεις θα αμείβουν τους εργαζομένους τους για τις δεδουλευμένες ώρες και το ίδιο το κράτος θα πληρώνει τον υπόλοιπο μισθό.Εκτός από την κάλυψη μέρους των μισθών, το ισπανικό κράτος προβαίνει και σε κάλυψη του 100% των ασφαλιστικών εισφορών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που απασχολούν έως και 50 εργαζομένους, μειώνοντας έτσι την ζημία που θα υποστούν από την κρίση, ζημία που θα οδηγούσε πολύ πιθανά και σε απολύσεις αρκετών εργαζομένους τους. Κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών στο 75% προβλέφθηκε και για τις επιχειρήσεις με απασχόληση άνω των 50 εργαζομένων. Η κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών, μάλιστα, εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση να μην γίνει καμία απόλυση 6 μήνες μετά την επαναλειτουργία των επιχειρήσεων.

Παρόμοια μέτρα εντοπίζουμε και πιο δίπλα, στην Πορτογαλία, όπου οι εργαζόμενοι όσων επιχειρήσεων έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση, θα λαμβάνουν το 66% του μισθού τους με ανώτατο πλαφόν τα 1.905 €. Από αυτά το κράτος θα καλύπτει το 70% και ο εργοδότης το υπόλοιπο 30%.

Αντίστοιχα μέτρα παρατηρούμε και στην Ιρλανδία, με την προσωρινή καταβολή από το κράτος του 70% του καθαρού μισθού των εργαζομένων.

Στην Λιθουανία, σε όσες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν, οι εργαζόμενοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, με την κάλυψη από το κράτος του 60%. Σε ειδικούς κλάδους μάλιστα, η συμμετοχή του κράτους ανέρχεται στο 90%.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με την καταβολή του επιδόματος των 800 ευρώ στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που έκλεισαν με κρατική εντολή και αυτών που εντάσσονται με βάση τον ΚΑΔ στις πληττόμενες, εξασφάλισε την επαρκή προστασία τους. Η πραγματικότητα ωστόσο, δεν είναι και τόσο ιδανική. Στις επιχειρήσεις που έκλεισαν με εντολή της κρατικής αρχής το μέτρο αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο καθώς η απαγόρευση λειτουργίας αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας και ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού. Όμως στις επιχειρήσεις, που εντάσσονται στις πληττόμενες βάσει ΚΑΔ, οι εργοδότες απαλλάσσονται πλήρως από το μισθολογικό κόστος εργαζομένων, σύμφωνα με το τυπικό κριτήριο της ένταξης σε έναν ΚΑΔ, χωρίς να ελέγχονται δεδομένα για τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, την πτώση του τζίρου κλπ. της επιχείρησης και κατά πόσο επιτάσσουν να τεθούν εργαζόμενοι σε καθεστώς αναστολής σύμβασης ή αν θα μπορούσαν να παρθούν διαφορετικά μέτρα, όπως π.χ. μείωση του χρόνου εργασίας (χωρίς τροποποίηση των συμβάσεων) με  ανάλογη καταβολή αποδοχών από τον εργοδότη και αναπλήρωση του υπόλοιπου μισθού από το κράτος. Με αυτό τον τρόπο χιλιάδες εργαζομένων επωμίζονται μονομερώς το βάρος της κρίσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη και να υπάρχει σχετική πρόνοια για αυξημένες ανάγκες που πιθανόν έχουν να καλύψουν (ας αναλογιστούμε τι σημαίνει για εργαζόμενους γονείς να τίθενται σε αναστολή σύμβασης και να ζουν αυτοί και οι οικογένειές τους με 800 ευρώ για 45 ημέρες).

Εκ περιτροπής απασχόληση και ασφαλιστικές εισφορές 

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για τους εργαζόμενους που τίθενται σε εκ περιτροπής απασχόληση, ιδιαίτερα με το καθεστώς του άρθρου 9 της ΠΝΠ 20/3. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, μπορεί να θέσει τους εργαζόμενούς του σε εκ περιτροπής απασχόληση με καταβολή του 50% του μισθού για χρονικό διάστημα έως 6 μήνες, στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης με προσωπικό «ασφαλούς λειτουργίας». Καθώς υποτίθεται ότι λαμβάνεται στο πλαίσιο μέτρων υγιεινής και ασφάλειας στην επιχείρηση, ο εργοδότης απαλλάσσεται και από τις ελάχιστες προϋποθέσεις που οφείλει να εκπληρώσει στην εκ περιτροπής απασχόληση του ν. 3899/2010, δηλαδή την επίκληση και απόδειξη  πρόσκαιρου περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης και την τήρηση μιας διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους.  Ούτε σε αυτή την περίπτωση, που οι εργαζόμενοι οδηγούνται σε μια καταβαράθρωση του μισθού τους, ακόμη και πολύ πιο κάτω από το ύψος του κατώτατου μισθού, στο πλαίσιο ενός –φαινομενικά ή μη- υγειονομικού μέτρου, δεν προβλέπεται η κάλυψη μισθού από το κράτος.

Τέλος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων η κυβέρνηση δεν προχώρησε στην κάλυψη τους, όπως είδαμε στην Ισπανία, αλλά σε παράταση της προθεσμίας για την καταβολή τους (οι εισφορές Φεβρουαρίου-Μαρτίου θα πληρωθούν μέχρι 30/9 και 31/10 αντίστοιχα).

Σήμερα, αλλά και την επομένη της άρσης των περιοριστικών μέτρων, οι εργαζόμενοι της χώρας θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια νέα επίθεση στα εργασιακά τους δικαιώματα και στους μισθούς τους. Αν την επομένη της άρσης των μέτρων, κυριαρχήσει για άλλη μια φορά η τυπική νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πολιτική της «αυτορρύθμισης της αγοράς» θα βιώσουμε το αντίστοιχο της «ανοσίας της αγέλης» στις εργασιακές σχέσεις, με χιλιάδες απολύσεις (βλ. σχετικά προβλέψεις ΔΝΤ για ύφεση και άνοδο της ανεργίας). Οι 74.000 απολύσεις το Μάρτιο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ, μεγάλο μέρος των οποίων ακόμη και στο τελευταίο δεκαήμερο του μήνα όταν και είχαν ληφθεί κυβερνητικά μέτρα απαγόρευσης ή αποτροπής των απολύσεων, αποτελούν δείγμα γραφής για την κατάσταση που θα ακολουθήσει με τη λήξη των όποιων μέτρων προστασίας από τις απολύσεις έχουν παρθεί.

Για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι και αυτή την κρίση, χρειάζεται μια πολιτική κρατικής παρέμβασης και στήριξης της εργασίας μέσω δημόσιων δαπανών, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται αμφισβήτηση και απειθαρχία στους οικονομικούς περιορισμούς της Ε.Ε.  Η κυβέρνηση Μητσοτάκη να παραδειγματιστεί από όλες τις περιπτώσεις κυβερνήσεων που πήραν μέτρα αναβαθμισμένης προστασίας  και να προβεί εδώ και τώρα, στα εξής μέτρα, ώστε να εγγυηθεί περισσότερο  την διατήρηση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων:

– Υποχρεωτική κάλυψη από το κράτος και τους εργοδότες (50%-50%) ολόκληρου του μισθού των εργαζομένων, οι οποίοι εργάζονται εκ περιτροπής, λόγω της πανδημίας.

– Νομοθετική ρύθμιση απαγόρευσης των απολύσεων τουλάχιστον για έξι μήνες από την άρση των περιοριστικών μέτρων, με κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πλήττονται

 

*Πηγή: Ινστιτούτο Εργασίας τη ΓΣΕΕ – Έκτακτα μέτρα στήριξης των εργαζομένων στα κράτη-μέλη της ΕΕ για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19

 

Επιμέλεια:

Παπαδόπουλος Θάνος, Ασκούμενος Δικηγόρος ΔΣΘ, μέλος της Κίνησης

Νικολέας Νίκος, Δικηγόρος ΔΣΑ, μέλος της Κίνησης