Άρθρα

Οι ΗΠΑ φταίνε για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Δεν το λέμε εμείς, το λένε οι ίδιοι.

Από την πρώτη στιγμή του πολέμου στην Ουκρανία, ο κόσμος διαιρέθηκε σε δύο στρατόπεδα: Σε αυτούς που υποστήριξαν ότι η ιστορία ξεκίνησε την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή και σε αυτούς που υποστήριξαν ότι ο πόλεμος προέκυψε κατά βάση ως «επιθετική άμυνα» της Ρωσίας απέναντι σε μια πανθομολογούμενη επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ.

Για τους πρώτους, φταίει μονοσήμαντα η Ρωσία, και η Δύση πρέπει να στηρίξει τον πόλεμο των Ουκρανών μέχρις εσχάτων, ώστε να αποδυναμωθεί η Μόσχα, ανεξαρτήτως κόστους και απωλειών. Αυτή είναι η επικρατούσα, υστερική σχεδόν άποψη στη Δύση, που τρέφεται από τον αντιρωσικό παροξυσμό. Για τους δεύτερους, ο πόλεμος μπορεί να μην είναι «δίκαιος», αλλά είναι αιτιολογημένος. Και η αιτία του δεν βρίσκεται στην παραφροσύνη και στον αυταρχισμό του Πούτιν, αλλά στην απόφαση των ΗΠΑ να περάσουν τα όρια, να επιτεθούν εμμέσως στη Ρωσία και να στριμώξουν την ΕΕ σκληραίνοντας τις γραμμές στο δικό τους στρατόπεδο.

Επιλέγουμε παρακάτω να παραθέσουμε τοποθετήσεις και εκτιμήσεις κορυφαίων εκπροσώπων του αμερικανικού κατεστημένου, που εδώ και χρόνια προειδοποιούν ότι η επιθετική πολιτική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και επανεξοπλισμού της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε πολεμική αναμέτρηση.

Αυτές οι τοποθετήσεις είναι σημαντικές γιατί δεν προέρχονται από «Πουτινιστές», όπως κατά κόρον κατηγορούνται όσοι δεν στρατεύονται στην αντιρωσική υστερία. Προέρχονται από το στρατόπεδο της Δύσης, από προσωπικότητες που έχουν υπηρετήσει από κορυφαία πόστα την αμερικανική πολιτική, αλλά διατύπωσαν εδώ και χρόνια, με καθαρό τρόπο, την ανάγκη να μην περικυκλωθεί ακόμα περισσότερο η Ρωσία, να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ με την είσοδο της Ουκρανίας, να μην «θεσμοθετηθεί» η εχθρότητα του Κιέβου έναντι της Ρωσίας, γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν αυτό που ζούμε σήμερα.

Γιατί αυτές οι τοποθετήσεις δεν εισακούστηκαν; Γιατί τελικά οι ΗΠΑ κινήθηκαν ενάντια σε όσα το ίδιο το κατεστημένο τους υποστήριζε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια;

Για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι ΗΠΑ μπήκαν σε μια περίοδο βαθιάς εσωτερικής κρίσης επί διακυβέρνησης Τραμπ, βλέποντας ταυτόχρονα τον βασικό τους παγκόσμιο ανταγωνιστή, την Κίνα, να ανέρχεται σταθερά και να απειλεί την πρωτοκαθεδρία τους. Η επιλογή να οξύνουν τις σχέσεις με τη Ρωσία, αποτέλεσε στρατηγική απόφαση του συμπλέγματος εξουσίας της Ουάσινγκτον (μετά τον Τραμπ), μια «φυγή προς τα εμπρός» που θα ήταν “win – win”: Είτε η Ρωσία θα υποχωρούσε και οι ΗΠΑ θα κέρδιζαν χρόνο και χώρο περικυκλώνοντάς την ασφυκτικά, στέλνοντας μήνυμα σε άλλους αμφισβητίες της ηγεμονίας τους, είτε η Ρωσία θα έβγαζε το όπλο στο τραπέζι αποφασισμένη να το χρησιμοποιήσει, επιλέγοντας την πολεμική αναμέτρηση. Τότε, η ΕΕ θα αναγκάζονταν να υποταχθεί ολοκληρωτικά στις επιδιώξεις της Ουάσινγκτον, να διαρρήξει σχέσεις (οικονομικές, πολιτικές, ενεργειακές) με τη Ρωσία, να ψαλιδίσει τις (ούτως ή άλλως μικρές και ανεπαρκείς) φιλοδοξίες της να ορίσει μια δική της στρατηγική στις διεθνείς σχέσεις. Το στρατόπεδο της Δύσης, αν και αποδυναμωμένο, θα διασκέδαζε τις εκτιμήσεις περί μακράς αλλά σταθερής πορείας παρακμής, συγκροτώντας τη ρητορική, τις γραμμές και τους συμμάχους του.

Ο δεύτερος λόγος είναι η απόφαση της Ρωσίας να μη δεχθεί άλλη υποβάθμιση με τη στρατιωτική της περικύκλωση, θεωρώντας ότι η πορεία προς έναν πολυπολικό κόσμο με υποβαθμισμένη την αμερικανική ηγεμονία είναι πλέον αναπόφευκτη. Αυτό, της επιτρέπει να αντιδράσει με πολεμική επιχείρηση εναντίον ενός καθεστώτος που απολαμβάνει την απόλυτη στήριξη της Ουάσινγκτον. Στη ρωσική απόφαση έπαιξε ρόλο η ανοδική πορεία της Κίνας, η απόλυτη αδυναμία της ΕΕ να ορίσει ανεξάρτητη στρατηγική, η γενική βελτίωση των σινο-ρωσικών σχέσεων, αλλά και η γνώση ότι ανερχόμενες δυνάμεις της Περιφέρειας (πχ Ινδία) παρά τις ιστορικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, θα προτιμούσαν έναν κόσμο πολυπολικό που θα δίνει χώρο στις φιλοδοξίες τους για άνοδο.

Τα παραπάνω, συνιστούν μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση από τα προπαγανδιστικά σχήματα για «παρανοϊκούς δικτάτορες», «ημίτρελους τσάρους» κλπ, πράγματα γελοία, προς εύπεπτη κατανάλωση του πρόθυμου ακροατηρίου του Ευρωατλαντισμού. Και φυσικά απέχουν από τα αντι-ιστορικά και βολικά σχήματα των «ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» και «των βουβαλιών που όταν μαλώνουν την πληρώνουν οι βάτραχοι», τα οποία αποφεύγουν να ορίσουν προσδιορισμούς και ιεραρχήσεις.

Οι τοποθετήσεις που ακολουθούν κάνουν σαφές ότι η πορεία προς τον πόλεμο ήταν δεδομένη όσο συνεχιζόταν η Νατοϊκή κλιμάκωση και η αμερικανική επιθετικότητα. Αποδεικνύεται, μέσα από το ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο, ότι αυτός ο πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία μιας παρανοϊκής και επεκτατικής ρωσικής αρκούδας, αλλά αναπόφευκτη κατάληξη της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Πρώτος ο Τζωρτζ Κέναν, ο πλέον επιδραστικός θεωρητικός του «περιορισμού» της ΕΣΣΔ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, πρώην πρέσβης στην ΕΣΣΔ το 1950 και διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικής επί Τρούμαν. Όταν του ζητείται το 1998, σε βαθιά γεράματα, η άποψή του για την επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, λέει ευθαρσώς:

Νομίζω ότι είναι η αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου. Νομίζω ότι οι Ρώσοι σταδιακά θα αντιδράσουν αρνητικά και αυτό θα καθορίσει τις πολιτικές τους. Νομίζω ότι είναι τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για αυτό. Κανείς δεν απειλεί σήμερα κανέναν άλλον. Αυτή η επέκταση θα έκανε τους Ιδρυτές αυτής της χώρας να στριφογυρνούν στους τάφους τους. Έχουμε δεσμευτεί να προστατεύσουμε μια ολόκληρη σειρά χωρών, παρόλο που δεν έχουμε ούτε τους πόρους ούτε την πρόθεση να το κάνουμε με κάποιο σοβαρό τρόπο. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν απλώς μια ανάλαφρη ενέργεια μιας Γερουσίας που δεν έχει πραγματικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποθέσεις[i].

Ο Χένρι Κίσινγκερ, κορυφαίος διπλωμάτης των ΗΠΑ, Υπουργός Εξωτερικών επί Τρούμαν και Φορντ, το 2015, λίγες μέρες μετά την ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς και την επικράτηση των ακροδεξιών και φιλοδυτικών δυνάμεων του Μεϊντάν προειδοποιεί:

Πολύ συχνά το ουκρανικό ζήτημα τίθεται απλώς ως αναμέτρηση: είτε η Ουκρανία θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία θέλει να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι το φυλάκιο καμίας πλευράς ενάντια στην άλλη — θα πρέπει να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ τους.
…Η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μια θέση που πήρα πριν από επτά χρόνια, όταν εμφανίστηκε το ζήτημα για τελευταία φορά.
…Η Ουκρανία θα πρέπει να είναι ελεύθερη να δημιουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβατή με την εκφρασμένη βούληση του λαού της. Οι σοφοί Ουκρανοί ηγέτες θα επέλεγαν τότε μια πολιτική συμφιλίωσης μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας τους. Σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια στάση παρόμοια με αυτή της Φινλανδίας. Αυτό το έθνος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ισχυρή ανεξαρτησία του και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά αποφεύγει προσεκτικά να δημιουργήσει θεσμική εχθρότητα προς τη Ρωσία.[ii]

Στον αντίποδα του Κίσινγκερ, ο Μπρζεζίνσκι, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 90 θεωρεί ότι η στάση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας πρέπει να είναι επιθετική, καλώντας σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η Ρωσία με την επιβολή κυρώσεων ήδη από την εποχή της επέμβασής της στη Γεωργία, το 2008. Παρόλα αυτά, μιλώντας για τις πιθανές επιλογές του Πούτιν σχετικά με την Ουκρανία, ο Μπρζεζίνσκι παραδέχεται τα εξής:

Θα μπορούσε να επιδιώξει μια συμφωνία με την Ουκρανία… Αυτό θα απαιτούσε σοφία και επιμονή από τη Ρωσία καθώς και από την Ουκρανία και από τη Δύση. Μια τέτοια διευθέτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τον τερματισμό των ρωσικών προσπαθειών για αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας εκ των έσω, τον τερματισμό κάθε απειλής μεγαλύτερης εισβολής, και κάποιου είδους κατανόηση μεταξύ Ανατολής-Δύσης που συνεπάγεται τη σιωπηρή αποδοχή από τη Ρωσία του μακρού ταξιδιού της Ουκρανίας προς την τελική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Ουκρανία δεν επιδιώκει, και η Δύση δεν σκέφτεται, την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Είναι λογικό για τη Ρωσία να αισθάνεται άβολα με αυτή την προοπτική.[iii]

Φυσικά, ταυτόχρονα με τη θεωρητική προσπάθεια να βρεθεί συμβιβασμός, ο Μπρζεζίνσκι ισχυρίζεται ότι «Η Δύση πρέπει να εξοπλίσει την Ουκρανία», καλώντας σε αυτό που σήμερα βλέπουμε:

Οι Ουκρανοί πρέπει να γνωρίζουν ότι η Δύση είναι έτοιμη να τους βοηθήσει να αντισταθούν. Και δεν υπάρχει λόγος να είμαστε μυστικοπαθείς σχετικά με αυτό. Θα ήταν πολύ καλύτερο να είμαστε ανοιχτοί σχετικά με αυτό και να πούμε στους Ουκρανούς και σε όσους μπορεί να απειλήσουν την Ουκρανία, ότι εάν οι Ουκρανοί αντισταθούν, θα έχουν όπλα. Και θα παρέχουμε μερικά από αυτά τα όπλα πριν από την ίδια την πράξη της εισβολής. Διότι ελλείψει αυτού, ο πειρασμός της Ρωσίας να εισβάλει και να προλάβει τον εξοπλισμό, μπορεί να γίνει συντριπτικός.
Αλλά τι είδους όπλα είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Και κατά την άποψή μου, θα πρέπει να είναι όπλα σχεδιασμένα ειδικά για να επιτρέπουν στους Ουκρανούς να συμμετέχουν σε αποτελεσματικό αστικό πόλεμο αντίστασης.
…Το θέμα είναι ότι για να επιτύχει πολιτικά η προσπάθεια εισβολής, η Ρωσία θα έπρεπε να καταλάβει τις μεγάλες πόλεις, ας πούμε το Χάρκοβο ή το Κίεβο. Αν στις πόλεις αυτές οι Ουκρανοί αντισταθούν και φτάσουμε σε οδομαχίες, ο πόλεμος για τη Ρωσία θα ήταν παρατεταμένος και δαπανηρός.[iv]

Ο ακαδημαϊκός Τζον Μιερσάιμερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και εκπρόσωπος της ρεαλ πολιτίκ, θεωρούμενος ως ο κορυφαίος της γενιάς του στη συγκεκριμένη σχολή σκέψης, είναι κατηγορηματικός για το ποιος φταίει. Μια σημαντική του παρέμβαση το 2014, μετά το Μεϊντάν και την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας, είχε τίτλο «Για την κρίση στην Ουκρανία φταίει η Δύση».

Σύμφωνα με την επικρατούσα λογική στη Δύση, η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να χρεωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη ρωσική επιθετικότητα. …Αλλά αυτός ο απολογισμός είναι λάθος: οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος την ευθύνη για την κρίση. Η ρίζα του προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που είναι το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απομάκρυνση της Ουκρανίας από την επιρροή της Ρωσίας.
Από τα μέσα του 90 οι Ρώσοι ηγέτες έχουν αντιταχθεί σθεναρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, και τα τελευταία χρόνια έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα παραμείνουν απαθείς όσο ο στρατηγικά σημαντικός γείτονάς τους μετατρέπεται σε δυτικό προκεχωρημένο φυλάκιο. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας, την οποία δικαίως χαρακτήρισε “πραξικόπημα”, ήταν η τελευταία σταγόνα.
…Η κίνηση του Πούτιν (σ.μ. με την προσάρτηση της Κριμαίας) δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Άλλωστε, η Δύση είχε κινηθεί στην πίσω αυλή της Ρωσίας, απειλώντας τα βασικά στρατηγικά της συμφέροντα, σημείο που ο Πούτιν έθεσε εμφατικά και επανειλημμένα. Οι ελίτ στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη τυφλώνονται από τα γεγονότα μόνο και μόνο επειδή προσυπογράφουν μια εσφαλμένη άποψη για τη διεθνή πολιτική. Τείνουν να πιστεύουν ότι η λογική του ρεαλισμού έχει μικρή σημασία στον εικοστό πρώτο αιώνα.
…Οι δυτικοί ηγέτες έκαναν λάθος στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν την Ουκρανία σε δυτικό προπύργιο στα ρωσικά σύνορα. Τώρα που οι συνέπειες είναι φανερές, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο λάθος να συνεχιστεί αυτή η λανθασμένη πολιτική.
[v]

Επόμενος κορυφαίος διπλωμάτης ο Τζακ Μάτλοκ, τελευταίος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ, που επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.
Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;
Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
…Ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.
…Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.[vi]

Ο υπουργός Άμυνας επί  Κλίντον, ο Γουίλιαμ Πέρι, εξηγεί στα απομνημονεύματά του ότι γι’ αυτόν η διεύρυνση του ΝΑΤΟ είναι η αιτία της ρήξης των σχέσεων με τη Ρωσία.

Κατά τα τελευταία χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης μπορεί να εστιαστεί στις ενέργειες που έχει κάνει ο Πούτιν. Αλλά για τα πρώτα χρόνια, πρέπει να πω, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το μεγάλο μέρος της ευθύνης.
Η πρώτη μας ενέργεια που πραγματικά μας οδήγησε σε κακή κατεύθυνση ήταν όταν το ΝΑΤΟ άρχισε να επεκτείνεται, με την είσοδο κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, μερικά από τα οποία συνορεύουν με τη Ρωσία. Εκείνη την εποχή συνεργαζόμασταν στενά με τη Ρωσία και είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στην ιδέα ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι φίλος παρά εχθρός. Αλλά ήταν πολύ άβολο που είχαν το ΝΑΤΟ ακριβώς στα σύνορά τους και έκαναν μια ισχυρή έκκληση να μην προχωρήσουμε σε διεύρυνση.
…Βασικά οι άνθρωποι με τους οποίους αντιπαρατέθηκα όταν επιχείρησα να θέσω το πώς σκέφτονται οι Ρώσοι, απάντησαν: «Ποιος νοιάζεται τι σκέφτονται; Είναι μια δύναμη τρίτης διαλογής». Και φυσικά αυτό έφτασε και στους Ρώσους.
…Όταν αναπτύξαμε το αμυντικό σύστημα βαλλιστικών πυραύλων στην Ανατολική Ευρώπη, το εμφανίσαμε ως άμυνα ενάντια σε τυχόν πυρηνικό πύραυλο του Ιράν – δεν έχουν βέβαια κανέναν πυρηνικό πύραυλο, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Αλλά οι Ρώσοι είπαν «Περιμένετε λίγο, αυτό αποδυναμώνει την αποτρεπτική ισχύ μας». Το θέμα και πάλι δεν συζητήθηκε με βάση τι πραγματικά προσφέρει – κινηθήκαμε με τη λογική «ποιος νοιάζεται για το τι σκέφτεται η Ρωσία».[vii]

Κάνοντας μια μικρή παρένθεση, εκτός κατεστημένου της Ουάσιγκτον, ας παραθέσουμε την άποψη του καθηγητή Νοάμ Τσόμσκι, σφοδρού πολέμιου της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ο οποίος επαναλαμβάνει ότι η κρίση στην Ουκρανία οικοδομήθηκε βήμα το βήμα πάνω στη βούληση των ΗΠΑ να επεκταθούν στρατιωτικά μέχρι και τα σύνορα της Ρωσίας.

Η ρωσική θέση ήταν αρκετά σαφής εδώ και αρκετό καιρό. Δηλώθηκε ξεκάθαρα από τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στη συνέντευξη Τύπου του στα Ηνωμένα Έθνη: «Το κύριο ζήτημα είναι η ξεκάθαρη θέση μας για την απαράδεκτη περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων που θα μπορούσαν να απειλήσουν το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Υπάρχει ένας απλός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ανάπτυξη οπλικών συστημάτων: Να μην εγκατασταθούν. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για κάτι τέτοιο. Οι ΗΠΑ μπορεί να ισχυρίζονται ότι είναι αμυντικά, αλλά η Ρωσία σίγουρα δεν το βλέπει έτσι, μάλλον αιτιολογημένα.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, υπάρχει μια εξίσου ευθεία απάντηση. Η Ουκρανία μπορεί να έχει το ίδιο καθεστώς με την Αυστρία και τις δύο σκανδιναβικές χώρες καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: ουδέτερη, αλλά στενά συνδεδεμένη με τη Δύση και αρκετά ασφαλής, μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον βαθμό που επιλέξει να είναι.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν κατηγορηματικά αυτό το αποτέλεσμα, διακηρύσσοντας με ύψιστο πάθος την αφοσίωσή τους στην κυριαρχία των εθνών, η οποία δεν μπορεί να παραβιαστεί: το δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ πρέπει να τηρηθεί.
Αυτή η στάση αρχών μπορεί να επαινείται στις ΗΠΑ, αλλά σίγουρα προκαλεί έντονες αποδοκιμασίες σε μεγάλο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του Κρεμλίνου. Ο κόσμος μάλλον δεν γνωρίζει την εμπνευσμένη αφοσίωσή μας στην εθνική κυριαρχία, ιδίως στις τρεις περιπτώσεις που εξόργισαν ιδιαίτερα τη Ρωσία: το Ιράκ, τη Λιβύη και το Κοσσυφοπέδιο-Σερβία.
Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ αυξάνει την ασφάλεια για την Πολωνία και τις άλλες χώρες. Ένα πολύ ισχυρότερο επιχείρημα όμως που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ απειλεί την ασφάλειά τους, αυξάνοντας τις εντάσεις.
Ο ιστορικός
Richard Sakwa, ειδικός στην Ανατολική Ευρώπη, παρατήρησε ότι «η ύπαρξη του ΝΑΤΟ δικαιολογήθηκε από την ανάγκη διαχείρισης των απειλών που προκλήθηκαν από τη διεύρυνση του» — πρόκειται για μια εύλογη τοποθέτηση.[viii]

Ο καθηγητής Ρωσικών Σπουδών και Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Στήβεν Κοέν, υποστηρίζει ότι για την ουκρανική κρίση δεν φταίει μόνο ο Πούτιν. Και προφητικά σημειώνει ότι στο ζήτημα του στρατιωτικού εξοπλισμού της Ουκρανίας ή της εισόδου της στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία δεν πρόκειται να υποχωρήσει γιατί κάτι τέτοιο συνιστά για την ίδια υπαρξιακή απειλή.

Δεν είμαστε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είμαστε στην αρχή ενός νέου. Ο πόλεμος, για πρώτη φορά στη ζωή μου από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, ο πόλεμος με τη Ρωσία είναι μεν όχι πιθανός, αλλά δυστυχώς είναι συζητήσιμος.
Η ηγεσία του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε μια μεγάλη κλιμάκωση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Ζητούμε στη Γενεύη από τη Ρωσία να αποκλιμακώσει, αλλά εμείς κλιμακώνουμε.
Μπορεί να με πουν απολογητή του Πούτιν, αλλά σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις, οι προτάσεις που έκανε η Ρωσία πριν ένα μήνα ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης για να λυθεί η σύγκρουση.
Υπάρχει στις ΗΠΑ μια ρητορική για την κρίση στην Ουκρανία που είναι απολύτως εσφαλμένη. Πρέπει να πάμε στον Νοέμβριο του 2013 όταν η ΕΕ στέλνει τελεσίγραφο στον εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς ότι τυχόν συμφωνία με την ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει ταυτόχρονα με τυχόν συμφωνία με τη Ρωσία. Γιατί δίνεις τελεσίγραφο σε μια χώρα που είναι διαιρεμένη επί αιώνες και σίγουρα είναι διαιρεμένη και σήμερα, ώστε να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο πλευρές, επιτείνοντας τη διαίρεση;
Φταίει ο Πούτιν για την κλιμάκωση; Όχι φταίει η Ε.Ε.
Σε ότι αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ, όταν μπήκαν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν καθαρό ότι δεν θα εγκαθιστούσαμε στρατεύματα εκεί. Εγκαταστάσεις, βάσεις, ναι, αλλά όχι στρατεύματα.
Η Ρωσία είναι ήδη περικυκλωμένη από το ΝΑΤΟ στα σύνορά της με τις βαλτικές χώρες. Η μετακίνηση των στρατευμάτων θα κλιμακώσει την ένταση και θα στρατιωτικοποιήσει περαιτέρω την κατάσταση, φέρνοντας τον κίνδυνο του πολέμου ένα βήμα πιο κοντά.
Και λυπάμαι που το λέω, αλλά τότε η Ρωσία δεν θα υποχωρήσει. Είναι υπαρξιακό ζήτημα για αυτή. Έχουν γίνει ήδη πάρα πολλά και ο Πούτιν και η πολιτική τάξη που τον στηρίζει θα μπορούσαν να συμβιβαστούν στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, αλλά δεν θα υποχωρήσουν ποτέ στο ζήτημα της στρατιωτικοποίησης της Ουκρανίας. [ix]

Ο Βλάντιμιρ Πότζνερ είναι Αμερικανορώσος συγγραφέας και δημοσιογράφος, ίσως ο πιο γνωστός τηλεοπτικός σχολιαστής των σχέσεων ΗΠΑ – ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Δίνει ένα παραστατικό παράδειγμα του πώς αντιλαμβάνεται την κρίση στην Ουκρανία.

Αν η Ουκρανία μπει στο ΝΑΤΟ, το ΝΑΤΟ θα βρίσκεται στα νοτιοδυτικά σύνορα της Ρωσίας. Η Ρωσία λέει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το επιτρέψει.
Συμφωνεί μια τέτοια απαίτηση με το Διεθνές Δίκαιο; Όχι.
Αλλά όταν αντιμετωπίζεις μια υπαρξιακή απειλή, λες «δεν με ενδιαφέρει το διεθνές δίκαιο», όπως άλλωστε και εμείς το είπαμε στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας.
Είναι πεποίθησή μου ότι αν λέγαμε ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ για τα επόμενα 50 χρόνια, δεν θα υπήρχε ουκρανική κρίση τώρα.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Το Μεξικό έχει εκτεταμένα σύνορα με τις ΗΠΑ. Φανταστείτε ότι γίνεται μια επανάσταση στο Μεξικό (πράγμα όχι δύσκολο να το φανταστούμε) και φανταστείτε ότι προκύπτει μια κυβέρνηση που δεν είναι υποστηρικτής των ΗΠΑ (ούτε αυτό είναι δύσκολο να το φανταστούμε).
Επειδή όμως μια τέτοια κυβέρνηση ίσως φοβόταν τον ισχυρό της γείτονα, ας υποθέσουμε ότι ζητά από τους Ρώσους να στείλουν 3 – 4 μεραρχίες στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού.
Πιστεύετε ότι οι ΗΠΑ θα το δέχονταν;
Γιατί τότε οι Ρώσοι να αποδεχτούν αυτό που γίνεται τώρα;
Πρέπει να υπάρξει συμβιβασμός; Κατά τη γνώμη μου ναι. Και ο συμβιβασμός πρέπει να είναι ότι η Ουκρανία -εγγυημένα- δεν θα γίνει μέλος στο ΝΑΤΟ. [x]

Ο Τζέφρι Σακς, διάσημος οικονομολόγος, καθηγητής στο Κολούμπια, γράφει στους Financial Times προειδοποιώντας για τους κινδύνους της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Θέτει κι αυτός με τη σειρά του την ανάγκη ενός συμβιβασμού που θα περιλαμβάνει την ουδετερότητα της Ουκρανίας και τη μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Πολλοί επιμένουν ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα για τον Πούτιν και ότι θέλει να αναδημιουργήσει τη ρωσική αυτοκρατορία.
Είναι εντελώς ψευδές. Η Ρωσία αντιτίθεται κατηγορηματικά στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά… Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν πολύ χαρούμενες εάν το Μεξικό προσχωρούσε σε μια στρατιωτική συμμαχία με επικεφαλής την Κίνα, ούτε ήταν ευτυχείς όταν η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο ευθυγραμμίστηκε με την ΕΣΣΔ πριν από 60 χρόνια.
Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε η Ρωσία θέλουν τον στρατό του άλλου στο κατώφλι τους. Η υπόσχεση να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ δεν είναι κατευνασμός. Δεν εκχωρεί ουκρανικό έδαφος. Δεν επηρεάζει την κυριαρχία της Ουκρανίας. Πραγματικά θα βοηθούσε στην ασφάλειά της.
…Ο Μπάιντεν και το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί να επανεξετάσουν την επέκταση του ΝΑΤΟ για τρεις λόγους. Πρώτον, φοβούνται την κατηγορία του κατευνασμού. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρούν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό προνόμιο να στέλνουν στρατό οπουδήποτε, έστω κι αν αυτό αγνοεί τις νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλεια των γειτονικών κρατών. Τρίτον, το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχει αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσει τις έγκυρες ανησυχίες για την ασφάλεια της Ρωσίας…
Εάν ξεσπάσει πόλεμος, ο Πούτιν θα άξιζε φυσικά την παγκόσμια κατακραυγή. Οι απειλές της Ρωσίας είναι βάναυσες και επικίνδυνες. Ωστόσο, όσο άστοχες κι αν είναι οι ρωσικές ενέργειες, η αμερικανική αδιαλλαξία για την επέκταση του ΝΑΤΟ είναι επίσης εντελώς άστοχη και επικίνδυνη.
Οι αληθινοί φίλοι της Ουκρανίας και η παγκόσμια ειρήνη θα πρέπει να ζητήσουν συμβιβασμό των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με τη Ρωσία – ένας συμβιβασμός που σέβεται τα νόμιμα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας ενώ υποστηρίζει πλήρως την ουκρανική κυριαρχία.[xi]

Ο Ιταλός Τζουζέπε Αρλάτσι, πρώην βοηθός Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, είναι επίσης κατηγορηματικός για τις ευθύνες της ουκρανικής κρίσης.

Η πρωταρχική αιτία είναι η δίχως σταματημό επέκταση του ΝΑΤΟ. Αυτή έκανε τη Ρωσία να αντιδράσει. Το πρόβλημα υπάρχει εδώ και τριάντα χρόνια. Η Σοβιετική Ένωση πήρε διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτείνονταν, αλλά η επέκταση συνεχίστηκε.
Νέες χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ ήδη μοιράζονται σύνορα με τη Ρωσία. Και αυτό η Ρωσία έχει δηλώσει ότι δεν θα επιτρέψει να συνεχιστεί.
Η λύση βρίσκεται στην Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δηλώσουν ότι το ΝΑΤΟ δεν θα δεχτεί την Ουκρανία και να υπογράψουν διεθνή συμφωνία για αυτό.  [xii]

Ο ίδιος ο διευθυντής της CIA από τον Μάρτιο του 2021, Γουίλιαμ Μπερνς, δύο χρόνια νωρίτερα, το 2019, στο βιβλίο του “The Back Channel” όπου έγραφε τα απομνημονεύματα της πολιτικής και διπλωματικής του καριέρας (πρέσβης στη Ρωσία, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κλπ) και προτού αναλάβει διευθυντής των Μυστικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ, παραδεχόταν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η απόλυτη κόκκινη γραμμή που κανείς Ρώσος αξιωματούχος δεν πρόκειται να δεχθεί. Ο δημοσιογράφος του CNN, Peter Beinart παραθέτει τι γράφει ο Μπερνς στο βιβλίο του.

Ο Μπερνς αντικρούει ευθέως, στο βιβλίο που ο ίδιος έγραψε, το επιχείρημα που προβάλλει η διοίκηση που τώρα υπηρετεί. Στο βιβλίο του, ο Μπερνς λέει ξανά και ξανά ότι οι Ρώσοι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων -όχι μόνο ο Πούτιν- φοβούνταν την επέκταση του ΝΑΤΟ. Παραθέτει ένα σημείωμα που έγραψε ενώ υπηρετούσε ως σύμβουλος για πολιτικές υποθέσεις στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα το 1995. «Η εχθρότητα στην πρώιμη επέκταση του ΝΑΤΟ», δηλώνει, «είναι σχεδόν καθολικά αισθητή σε όλο το εγχώριο πολιτικό φάσμα εδώ».
Όσον αφορά το ζήτημα της επέκτασης της ένταξης στο ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, οι προειδοποιήσεις του Μπερνς για το εύρος της ρωσικής αντίθεσης είναι ακόμη πιο εμφατικές. «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο ισχυρή από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο τον Πούτιν)», έγραψε σε ένα σημείωμα του 2008 στην τότε Υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις.
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν ισχυρίζεται ότι ο Πούτιν φέρει όλη την ευθύνη για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία, ο Μπερνς ξεκαθαρίζει ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν να τεθούν τα θεμέλιά της.
…Ο Μπερνς αποκαλεί την απόφαση της κυβέρνησης Κλίντον να επεκτείνει το ΝΑΤΟ ώστε να συμπεριλάβει την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία «πρόωρη στην καλύτερη περίπτωση και άσκοπα προκλητική στη χειρότερη». [xiii]

Η παράθεση και άλλων αξιωματούχων, διπλωματών, ακαδημαϊκών κοκ της Δύσης, και ειδικά των ΗΠΑ, που ευθέως αναγνωρίζουν ότι η αιτία της ουκρανικής κρίσης είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να συνεχίζεται σχεδόν επ’ άπειρον. Μια τέτοια λίστα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Όλοι, μα όλοι, θεωρούν ότι η επιθετική κίνηση των ΗΠΑ να επιμείνει τόσο στην απόσπαση της Ουκρανίας στο στρατόπεδο της Δύσης, όσο και κυρίως, στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του πολέμου. Και όλοι παραδέχονται ότι αν η Δύση ήθελε την ειρηνική επίλυση της κρίσης, θα έκανε το βήμα να υποχωρήσει στην επέκταση του ΝΑΤΟ και την περικύκλωση της Ρωσίας, που άλλωστε είναι η πρωταρχική επιθετική κίνηση σε αυτή τη διελκυστίνδα. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο σημερινός διευθυντής της CIA, πριν δύο χρόνια παραδεχόταν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι το μεγαλύτερο casus beli για τη Ρωσία, θα έκανε κάθε συζήτηση να σταματήσει εδώ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν ολοι από όσους παρατέθηκαν παραπάνω, μιλούν από τη σκοπιά των αμερικανικών συμφερόντων ή έστω από τη σκοπιά του πώς νομίζουν ότι αυτά μπορούν να υπηρετηθούν καλύτερα. Δεν υπηρετούν μια γενική αίσθηση του δικαίου, ούτε κάποιο κίνημα εθνικής ή κοινωνικής απελευθέρωσης, και ορισμένοι από αυτούς είτε καθοδήγησαν, είτε συμμετείχαν, είτε χειροκρότησαν μια σειρά από επεμβάσεις των ΗΠΑ από άκρη σε άκρη του πλανήτη κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν δηλαδή ως Πουτινικοί, αντιδυτικοί, σοβιετόφιλοι, ρωσόφιλοι, αντιαμερικάνοι κοκ.

Και αυτό έχει μεγαλύτερη αξία γιατί επιβεβαιώνει ότι υποκινητής του πολέμου και εμπρηστής της περιοχής είναι ο συνήθης ύποπτος των τελευταίων 70 χρόνων: το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ.

 

[i] Foreign Affairs; Now a Word From X

[ii] Για τη διευθέτηση της κρίσης της Ουκρανίας, ας ξεκινήσουμε από το τέλος

[iii] Putin’s three choices on Ukraine

[iv] The West Should Arm Ukraine

[v] Why the Ukraine Crisis Is the West’s Fault

[vi] Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

[vii] Russian hostility ‘partly caused by west’, claims former US defence head

[viii] US Approach to Ukraine and Russia Has “Left the Domain of Rational Discourse”

[ix] We are Well Into a Cold War

[x] How the United States Created Vladimir Putin

[xi] The US should compromise on Nato to save Ukraine

[xii] NATO is Root Cause of Ukraine Crisis

[xiii] Biden’s CIA Director Doesn’t Believe Biden’s Story about Ukraine

Για τη διευθέτηση της κρίσης της Ουκρανίας, ας ξεκινήσουμε από το τέλος

Το antapocrisis δημοσιεύει για ενημερωτικούς λόγους την προφητική παρέμβαση του Χένρι Κίσινγκερ για την Ουκρανία τον Μάρτιο του 2014, λίγες μέρες μετά την ανατροπή Γιανουκόβιτς και την αναρρίχηση στην εξουσία των φιλοδυτικών δυνάμεων του Μεϊντάν. Ο κορυφαίος διπλωμάτης των ΗΠΑ, από τη σκοπιά πάντα των αμερικανικών συμφερόντων, προτείνει ένα πλαίσιο διευθέτησης της ουκρανικής κρίσης. Ανάμεσα σε άλλα, προτείνει τη διασφάλιση μιας Ουκρανίας που θα χωρά και το δυτικό αλλά και το ανατολικό τμήμα της, την είσοδό της πιθανά στην ΕΕ, αλλά επ’ ουδενί την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, την ουδετερότητα και όχι την εχθρότητα έναντι της Ρωσίας, τη διασφάλιση των ρωσικών ανησυχιών ασφαλείας κοκ. Δημοσιεύουμε αυτή την παρέμβαση γιατί σήμερα ξεχνιέται εύκολα η προϊστορία της σύγκρουσης, το λάδι που διαρκώς έπεφτε στη φωτιά, η επιθετική αντιρωσική ρητορική του Κιέβου που έφτασε να μιλά μέχρι και για πυρηνικό επανεξοπλισμό, και φυσικά η πρόθεση εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ που προκάλεσε έμμεσα ή άμεσα τη ρωσική επίθεση.
Το τι τελικά έγινε από το 2014 μέχρι και το 2021, ήταν στον αντίποδα από το πλαίσιο που έθετε ο Κίσινγκερ, αλλά και άλλες ισχυρές φωνές του αμερικανικού κατεστημένου, οι οποίες σήμερα, στο φόντο της αντιρωσικής υστερίας και της διαγραφής της πρόσφατης ουκρανικής ιστορίας, θα κατηγορούνταν μάλλον για …Πουτινισμό.

Η δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία περιστρέφεται γύρω από την αντιπαράθεση. Ξέρουμε όμως πού πάμε; Στη ζωή μου, έχω δει τέσσερις πολέμους να ξεκινούν με μεγάλο ενθουσιασμό και λαϊκή στήριξη. Και στους τέσσερις από αυτούς δεν ξέραμε πώς να τελειώσουμε τον πόλεμο, ενώ από τους τρεις αποχωρήσαμε μονομερώς. Το κριτήριο της πολιτικής είναι πώς τελειώνει κάτι, και όχι πώς ξεκινά.

Πολύ συχνά το ουκρανικό ζήτημα τίθεται απλώς ως αναμέτρηση: είτε η Ουκρανία θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία θέλει να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι το φυλάκιο καμίας πλευράς ενάντια στην άλλη — θα πρέπει να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ τους.

Η Ρωσία πρέπει να αποδεχθεί ότι η προσπάθεια να εξαναγκάσει την Ουκρανία σε καθεστώς δορυφόρου, και να μετακινήσει με αυτόν τον τρόπο ξανά τα σύνορα της Ρωσίας, θα καταδίκαζε τη Μόσχα να επαναλάβει την αυτοεκπληρούμενη ιστορία των κύκλων αμοιβαίας πίεσης με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Δύση πρέπει να καταλάβει ότι, για τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς μια ξένη χώρα. Η ρωσική ιστορία ξεκίνησε σε αυτό που ονομαζόταν Κιέβο-Ρως. Η ρωσική θρησκεία διαδόθηκε από εκεί. Η Ουκρανία ήταν μέρος της Ρωσίας για αιώνες και οι ιστορίες τους ήταν αλληλένδετες από ακόμα νωρίτερα. Μερικές από τις πιο σημαντικές μάχες για τη ρωσική ελευθερία, ξεκινώντας με τη Μάχη της Πολτάβα το 1709, έγιναν σε ουκρανικό έδαφος. Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας – το μέσο προβολής ισχύος της Ρωσίας στη Μεσόγειο – έχει βάση με μακροχρόνια μίσθωση στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία. Ακόμη και διάσημοι αντιφρονούντες όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Τζόζεφ Μπρόντσκι, επέμειναν ότι η Ουκρανία ήταν αναπόσπαστο μέρος της ρωσικής ιστορίας και, μάλιστα, της ίδιας της Ρωσίας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική της διόγκωση και η υποταγή της στρατηγικής σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, σε ότι αφορά τη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνέβαλαν στη μετατροπή της διαπραγμάτευσης σε κρίση. Η εξωτερική πολιτική είναι η τέχνη του καθορισμού προτεραιοτήτων.

Οι Ουκρανοί είναι το καθοριστικό στοιχείο. Ζουν σε μια χώρα με ιστορία πολύπλοκη και σύνθεση πολύγλωσση. Το δυτικό τμήμα ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1939, όταν ο Στάλιν και ο Χίτλερ μοίρασαν τα λάφυρα. Η Κριμαία, το 60 τοις εκατό του πληθυσμού της οποίας είναι Ρώσοι, έγινε μέρος της Ουκρανίας μόλις το 1954, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ, Ουκρανός στην καταγωγή, την έδωσε στην Ουκρανία ως τμήμα του εορτασμού 300 χρόνων από τη ρωσική συμφωνία με τους Κοζάκους. Η Δύση είναι σε μεγάλο βαθμό καθολική. Η Ανατολή είναι σε μεγάλο βαθμό Ρώσοι Ορθόδοξοι. Η Δύση μιλάει Ουκρανικά. Η Ανατολή μιλάει κυρίως Ρωσικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια από τη μία πτέρυγα της Ουκρανίας να κυριαρχήσει στην άλλη — όπως ήταν η αρχική σκέψη — θα οδηγούσε τελικά σε εμφύλιο πόλεμο ή σε διάλυση. Το να αντιμετωπίζεται η Ουκρανία ως μέρος μιας αντιπαράθεσης Ανατολής-Δύσης θα εξάλειφε για δεκαετίες κάθε προοπτική να φέρει τη Ρωσία και τη Δύση —ιδιαίτερα τη Ρωσία και την Ευρώπη— σε ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας.

Η Ουκρανία είναι ανεξάρτητη μόλις για 23 χρόνια. Προηγουμένως βρισκόταν υπό κάποιο είδος ξένης κυριαρχίας από τον 14ο αιώνα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ηγέτες της δεν έχουν μάθει την τέχνη του συμβιβασμού, ακόμη λιγότερο την ιστορική προοπτική. Η πολιτική της Ουκρανίας μετά την ανεξαρτησία δείχνει ξεκάθαρα ότι η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις προσπάθειες των Ουκρανών πολιτικών να επιβάλουν τη βούλησή τους σε απείθαρχα μέρη της χώρας, πρώτα από τη μία φατρία και μετά από την άλλη. Αυτή είναι η ουσία της σύγκρουσης μεταξύ του Βίκτορ Γιανουκόβιτς και της κύριας πολιτικής αντιπάλου του, Γιούλια Τιμοσένκο. Εκπροσωπούν τις δύο πτέρυγες της Ουκρανίας και δεν ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν την εξουσία. Μια σοφή πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας θα αναζητούσε έναν τρόπο ώστε τα δύο μέρη της χώρας να συνεργαστούν μεταξύ τους. Πρέπει να επιδιώξουμε τη συμφιλίωση, όχι την κυριαρχία της μιας παράταξης.

Η Ρωσία και η Δύση, και λιγότερο από όλες οι διάφορες φατρίες στην Ουκρανία, δεν έχουν ενεργήσει βάσει αυτής της αρχής. Ο καθένας έχει κάνει την κατάσταση χειρότερη. Η Ρωσία δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει μια στρατιωτική λύση, χωρίς να απομονωθεί σε μια εποχή που πολλά από τα σύνορά της είναι ήδη επισφαλή. Για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι πολιτική. Είναι άλλοθι για την απουσία της πολιτικής της.

Ο Πούτιν θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, όποια και αν είναι τα παράπονά του, μια πολιτική στρατιωτικών επιβολών θα προκαλούσε έναν άλλο Ψυχρό Πόλεμο. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφύγουν να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως παρεκκλίνουσα δύναμη η οποία πρέπει να διδαχθεί υπομονετικά κανόνες συμπεριφοράς που θεσπίστηκαν από την Ουάσιγκτον. Ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγικός νους — στα πλαίσια πάντα της ρωσικής ιστορίας. Η κατανόηση των αξιών και της ψυχολογίας των ΗΠΑ δεν είναι τα δυνατά του στοιχεία. Ούτε η κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και ψυχολογίας ήταν ένα ισχυρό σημείο των υπευθύνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ.

Οι ηγέτες όλων των πλευρών θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να εξετάσουν τα αποτελέσματα, όχι να ανταγωνίζονται σε πόζες. Η ιδέα μου για ένα αποτέλεσμα συμβατό με τις αξίες και τα συμφέροντα ασφάλειας όλων των πλευρών είναι η παρακάτω:

  1. Η Ουκρανία πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα τις οικονομικές και πολιτικές ενώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
  2. Η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μια θέση που πήρα πριν από επτά χρόνια, όταν εμφανίστηκε το ζήτημα για τελευταία φορά.
  3. Η Ουκρανία θα πρέπει να είναι ελεύθερη να δημιουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβατή με την εκφρασμένη βούληση του λαού της. Οι σοφοί Ουκρανοί ηγέτες θα επέλεγαν τότε μια πολιτική συμφιλίωσης μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας τους. Σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια στάση παρόμοια με αυτή της Φινλανδίας. Αυτό το έθνος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ισχυρή ανεξαρτησία του και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά αποφεύγει προσεκτικά να δημιουργήσει θεσμική εχθρότητα προς τη Ρωσία.
  4. Είναι ασυμβίβαστο με τους κανόνες της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης η Ρωσία να προσαρτήσει την Κριμαία. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατό να τεθεί η σχέση της Κριμαίας με την Ουκρανία σε λιγότερο δύσκολη βάση. Για τον σκοπό αυτό, η Ρωσία θα πρέπει να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας στην Κριμαία. Η Ουκρανία θα πρέπει να ενισχύσει την αυτονομία της Κριμαίας στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν παρουσία διεθνών παρατηρητών. Η διαδικασία θα περιλαμβάνει την άρση τυχόν ασαφειών σχετικά με το καθεστώς του στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη.

Αυτά βέβαια είναι αρχές, όχι συνταγές. Οι άνθρωποι που είναι εξοικειωμένοι με την περιοχή, γνωρίζουν ότι δεν θα είναι όλοι ευχαριστημένοι με όλα. Κριτήριο δεν είναι η απόλυτη ικανοποίηση, αλλά η ισορροπημένη δυσαρέσκεια. Εάν δεν επιτευχθεί κάποια λύση που βασίζεται σε αυτές ή σε παρόμοιες αρχές, η στροφή προς την αντιπαράθεση θα επιταχυνθεί.

Η ώρα για αυτό θα έρθει αρκετά σύντομα.

Πηγή: The Washington Post

Μετάφραση: antapocrisis

Προσοχή στο κενό μεταξύ των ίσων αποστάσεων

Ω, τι έκπληξη! 

Όσοι ήταν υπέρ της ειρήνης χθες, σήμερα εξοπλίζουν με κάθε τρόπο το Κίεβο και ναρκοθετούν κάθε προσπάθεια εκεχειρίας, προστασίας των αμάχων, ειρήνευσης. Μια Ουκρανία ειρηνική και ουδέτερη, που δεν είναι προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και επιτρέπει στις εθνότητές της να συνυπάρξουν ειρηνικά, δεν είναι επιθυμητή. Η ειρήνη δεν είναι “αυταξία” για τη Δύση, ούτε υπέρτατο αγαθό. Είναι απλώς όχημα των γεωπολιτικών της επιδιώξεων.

Μα δεν το περιμέναμε!

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης επιλέγουν την πλήρη αντιδημοκρατική εκτροπή και φιμώνουν κανάλια και ιστότοπους που δεν αναπαράγουν τη δική τους προπαγάνδα, αλλά την προπαγάνδα της Ρωσίας. Οι κατασκευασμένες εικόνες, οι μονόπλευρες ειδήσεις, η καθημερινή κατήχηση, τα εξόφθαλμα ψέματα για τον πόλεμο στην Ουκρανία, πρέπει να είναι προνόμιο μόνο της “δημοκρατικής” Δύσης. Ο αντίπαλος, δεν δικαιούται να έχει τη δική του φωνή. Το CNN μπορεί να εκπέμπει στη Μόσχα, αλλά το Russia Today δεν μπορεί να εκπέμπει στην Ευρώπη και στην Αμερική. Και οι πολίτες οφείλουν να ενημερώνονται, να σχολιάζουν, να αλληλεπιδρούν, σε πλατφόρμες απολύτως ελεγχόμενες από ένα κράτος πατερναλιστικό που ξέρει το καλό των πολιτών του, πριν από αυτούς. Κατά τα άλλα η Ρωσία είναι που έχει αντιδημοκρατικό καθεστώς. Η Δύση είναι το απαύγασμα της δημοκρατίας. 

Πέσαμε από τα σύννεφα! 

Η αντιρωσική υστερία, το κυνήγι μαγισσών, η δαιμονοποίηση της Ρωσίας, έφτασε στο σημείο να σπάνε ρωσικά μαγαζιά και αυτοκίνητα στη Γερμανία, να απαγορεύονται οι ρωσικές γάτες (!), να αφαιρείται η σημαία από Ρώσους αθλητές, να ακυρώνονται καλλιτεχνικές διοργανώσεις που σχετίζονται με φορείς της Ρωσίας, να απολύονται Ρώσοι καλλιτέχνες που δεν αποκηρύσσουν τον Πούτιν, να τρομοκρατούνται όσοι έχουν άλλη άποψη για τον πόλεμο στην Ουκρανία από την κυρίαρχη. Αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από πρόβα πογκρόμ και μακαρθισμός. 

Αιφνιδιαστήκαμε!

Η ιστορία της Ουκρανίας μάθαμε ότι ξεκίνησε πριν από μια εβδομάδα. Όχι από το 2004  που οργανώθηκε το πρώτο πραξικόπημα της πορτοκαλί επανάστασης. Όχι από το 2014 που οι ΗΠΑ οργάνωσαν το δεύτερο πραξικόπημα, με ένα πακτωλό δολαρίων και προθύμων πολιτικών παραγόντων. Όχι κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο έκτοτε, που το καθεστώς του Κιέβου οργάνωνε πογκρόμ διώξεων, τρομοκράτησης, εμπρησμού, δολοφονιών. Όχι όταν η Ουκρανία δήλωνε ότι θα μπει στο ΝΑΤΟ ή ότι θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Δεν μπορούν οι πολίτες να αναρωτηθούν αν το Διεθνές Δίκαιο είναι α λα καρτ. Αν μπορεί να το ξεσκίζει μόνο η Δύση, και άλλος ουδείς. Αν πόλεμοι, βομβαρδισμοί και εισβολές επιτρέπονται μόνο αν γίνονται από τις ΗΠΑ, αλλά όχι αν γίνονται από τη Ρωσία. Έφτασαν οι νούμερο ένα κακοποιητές της ειρήνης, της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της κυριαρχίας ενός πλήθους χωρών που δεινοπάθησαν από τις Νατοϊκές επεμβάσεις, να παριστάνουν τον κήνσορα.

Το πολεμικό κλίμα που επικρατεί στη Δύση δεν είναι πρωτόγνωρο ιστορικά. Ούτε τα πογκρόμ, οι διώξεις, ο μακαρθισμός, η ψύχωση, η υστερία και η μαύρη προπαγάνδα. Και δεν ήταν αναπάντεχα. 

Ήταν απολύτως προβλέψιμα.

Για την ακρίβεια ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα των δηλώσεων νομιμοφροσύνης που πρέπει να δείχνει κάθε πολίτης αλλά και κάθε πολιτική δύναμη, αποκηρύσσοντας τη σύγχρονη “αυτοκρατορία του Κακού”. Μπορεί η Ρωσία να μην έχει ουδεμία σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, αλλά οι ομοιότητες με το παρελθόν είναι πάνω από εμφανείς. 

Η καταδίκη εξίσου και των δύο πλευρών, είναι τόσο δύσκολη όσο το να ισορροπήσει ελέφαντας σε οδοντογλυφίδα. Γιατί η κυρίαρχη προπαγάνδα με το κυνήγι μαγισσών που έχει εξαπολύσει, βλέποντας παντού Πουτινικούς, δεν αρκείται να αποσπάσει την αποκήρυξη του Πούτιν και της ρωσικής εισβολής. Απαιτεί την πλήρη προσχώρηση στον δυτικό λόγο, στην αντιρωσική υστερία, στον πολεμικό εξοπλισμό του Κιέβου, στην αποκήρυξη της “αυταρχικής” Ανατολής και στην ενθουσιώδη στράτευση στη “δημοκρατική” Δύση.  

Τελικά μάθαμε ότι δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις. 

Ω, τι έκπληξη: η νίκη του ενός πόλου, είναι ήττα του άλλου. 

Και δεν μπορεί το αποτέλεσμα που θα προκύψει από την ακραία πόλωση ανάμεσα στη Δύση και στη Ρωσία, να είναι ουδέτερο για το διεθνή συσχετισμό. 

Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι τυχόν υποταγή της Ρωσίας στη Δύση (και στην επιθετικότητά της), δεν θα επηρεάσει αρνητικά οποιαδήποτε χώρα αμφισβητήσει στο μέλλον τον μονόδρομο του ευρωατλαντισμού. 

Και δεν είναι δυνατόν να ελπίζεις ότι μπορείς να μείνεις με ένα μαγικό τρόπο έξω από μια οξεία αντιπαράθεση, που θα λήξει είτε με τον περιορισμό της δυτικής επιθετικότητας, είτε με την παράδοση της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ.

Οι ίσες αποστάσεις ήταν από την αρχή καταδικασμένες να είναι άνισες γιατί τα δύο αντιμαχόμενα μέρη, είτε μας αρέσει, είτε όχι, δεν έχουν την ίδια δύναμη, δεν έχουν τον ίδιο ρόλο. Η παράταξη της Δύσης, σε μια χωρίς όριο επιθετικότητα, στριμώχνει τη Ρωσία περικλείοντάς τη ασφυκτικά με Νατοϊκές βάσεις, στήνοντας πυραυλικά συστήματα στα σύνορά της, οργανώνοντας σχεδόν δημόσια (γιατί δεν απολογείται πουθενά) πραξικοπήματα ενάντια σε φιλικές στη Μόσχα κυβερνήσεις. Η Ρωσία έκανε στρατιωτική εισβολή, αλλά ο πόλεμος εναντίον της μαίνεται εδώ και δεκαετίες με “ειρηνικό” και “δημοκρατικό”, αλλά πάντως απολύτως υπαρκτό τρόπο. 

Οι ίσες αποστάσεις δημιούργησαν μεγάλο κενό ανάμεσά τους. 

Και όσοι τις επικαλέστηκαν, σήμερα, είτε πέφτουν μέσα και γίνονται κιμάς στη μηχανή της Ευρωατλαντικής παράταξης στρατευόμενοι στην αντιρωσική υστερία και στο σύγχρονο μακαρθισμό ενάντια σε όσους δεν υπηρετούν το δόγμα των ΗΠΑ, είτε υποχρεούνται να ανασκοπήσουν και να αναθεωρήσουν τη στάση τους.

Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για λόγους πληροφόρησης την παρέμβαση του Jack F. Matlock, τελευταίου πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, πριν τη διάλυσή της. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία. Η παρέμβαση αυτή του Αμερικανού διπλωμάτη έχει σημασία για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι αποδομεί όλη τη σημερινή ρητορεία της Δύσης για μια ρωσική επίθεση αψυχολόγητη, επιθετική, ακραία πράξη παραφροσύνης. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι αυτός που έφερε τα πράγματα στα άκρα είναι το ΝΑΤΟ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θυμίζει πως η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έγινε υπό ένα καθεστώς σύγκρουσης Ανατολής – Δύσης, αλλά μάλλον συναίνεσης και αποδοχής κοινών καπιταλιστικών αξιών. Η παρέμβαση του J. Matlock έγινε λίγες μέρες πριν τη ρωσική επίθεση αλλά αυτό δεν αλλάζει σε κάτι την ουσία των λεγομένων του.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, είπα στη Γερουσία ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μας οδηγήσει εδώ που είμαστε σήμερα.

Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια κρίση που μπορούσε να αποφευχθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η οποία ήταν προβλέψιμη, επιταχύνθηκε εκούσια, αλλά μπορεί εύκολα να επιλυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής.

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;

Επιτρέψτε μου, ως κάποιος που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που τερμάτισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, να θυμίσω λίγο την ιστορία στην τρέχουσα κρίση.

Καθημερινά μας λένε ότι ο πόλεμος επίκειται στην Ουκρανία. Τα ρωσικά στρατεύματα, μας λένε, συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ουκρανίας και θα μπορούσαν να επιτεθούν ανά πάσα στιγμή. Συνιστάται στους Αμερικανούς πολίτες να εγκαταλείψουν την Ουκρανία και οι οικογένειες των μελών του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας απομακρύνονται. Εν τω μεταξύ, ο Ουκρανός πρόεδρος συμβουλεύει να μην πανικοβαλλόμαστε και κατέστησε σαφές ότι δεν θεωρεί ότι επίκειται ρωσική εισβολή. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε ότι έχει πρόθεση να εισβάλει στην Ουκρανία. Το αίτημά του είναι να σταματήσει η διαδικασία προσθήκης νέων μελών στο ΝΑΤΟ και η Ρωσία να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η Ουκρανία και η Γεωργία δεν θα γίνουν ποτέ μέλη.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαβεβαίωση, αλλά κατέστησε σαφή την προθυμία του να συνεχίσει να συζητά τα ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η ουκρανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να εφαρμόσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 για την επανένωση των επαρχιών του Ντονμπάς στην Ουκρανία διατηρώντας μεγάλο βαθμό τοπικής αυτονομίας – μια συμφωνία με τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία την οποία ενέκριναν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Θα μπορούσε η κρίση να αποφευχθεί;

Εν ολίγοις, ναι. Το 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, πολλοί παρατηρητές πίστεψαν λανθασμένα ότι έβλεπαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην πραγματικότητα είχε τελειώσει τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα, με διαπραγματεύσεις, και προς το συμφέρον όλων των μερών. Ο πρόεδρος Μπους ήλπιζε ότι ο Γκορμπατσόφ θα κατάφερνε να κρατήσει τις περισσότερες από τις 12 μη Βαλτικές δημοκρατίες σε μια εθελοντική ομοσπονδία.

Παρά την επικρατούσα πεποίθηση τόσο του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον όσο και του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής κοινής γνώμης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριξαν, πόσο μάλλον δεν προκάλεσαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίξαμε την ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, και μία από τις τελευταίες πράξεις του σοβιετικού κοινοβουλίου ήταν να νομιμοποιήσει την αξίωση για ανεξαρτησία. Και – παρά τους συχνά εκφραζόμενους φόβους – ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν απείλησε ποτέ ότι θα απορροφήσει τις χώρες της Βαλτικής ή ότι θα διεκδικήσει κάποια από τα εδάφη τους, αν και επέκρινε ορισμένες χώρες που αρνήθηκαν στους Ρώσους πολίτες τους τα πλήρη δικαιώματα της ιθαγένειας, μια αρχή την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται να εφαρμόζει.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.

Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;

Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1997, όταν προέκυψε το ζήτημα της προσθήκης περισσότερων μελών του ΝΑΤΟ, μου ζητήθηκε να καταθέσω ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Στην εισαγωγική μου επισήμανση, έκανα την ακόλουθη δήλωση:

«Θεωρώ άστοχη τη σύσταση της κυβέρνησης να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή. Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί κάλλιστα να μείνει στην ιστορία ως η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μακριά από το να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Συμμάχων τους και των εθνών που επιθυμούν να εισέλθουν στη Συμμαχία, θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την πιο σοβαρή απειλή ασφαλείας για αυτό το έθνος από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πράγματι, τα πυρηνικά μας οπλοστάσια ήταν ικανά να τερματίσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που ανέφερα για την ενσωμάτωση και όχι τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Όπως εξήγησα στο SFRC: «Το σχέδιο αύξησης των μελών του ΝΑΤΟ αποτυγχάνει να λάβει υπόψη την πραγματική διεθνή κατάσταση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προχωρά σύμφωνα με μια λογική που είχε νόημα μόνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διχοτόμηση της Ευρώπης έληξε προτού υπάρξει οποιαδήποτε σκέψη για την είσοδο νέων μελών στο ΝΑΤΟ. Κανείς δεν απειλεί να ξαναδιχάσει την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι παράλογο να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν ορισμένοι, ότι είναι απαραίτητο να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ για να αποφευχθεί μια μελλοντική διαίρεση της Ευρώπης. Εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να είναι το κύριο όργανο για την ενοποίηση της ηπείρου, τότε λογικά ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο στόχος της διοίκησης, και ακόμα κι αν είναι, ο τρόπος για να τον φτάσει δεν είναι με την αποσπασματική εισδοχή νέων μελών».

Η απόφαση για αποσπασματική επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια ανατροπή των αμερικανικών πολιτικών που οδήγησαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πρόεδρος Μπους είχε διακηρύξει έναν στόχο για μια «Ευρώπη ενιαία και ελεύθερη». Ο Γκορμπατσόφ είχε μιλήσει για «το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι», είχε καλωσορίσει εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης που έριξαν τους κομμουνιστές ηγέτες τους και είχε διατάξει ριζικές μειώσεις των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων εξηγώντας ότι για να είναι μια χώρα ασφαλής, πρέπει να υπάρχει ασφάλεια για όλους.

Ο πρόεδρος Μπους διαβεβαίωσε επίσης τον Γκορμπατσόφ κατά τη συνάντησή τους στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, ότι εάν επιτραπεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν τον μελλοντικό τους προσανατολισμό μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα «εκμεταλλευτούν» αυτή τη διαδικασία. (Προφανώς, η ένταξη χωρών στο ΝΑΤΟ που ήταν τότε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα ήταν «εκμετάλλευση».) Το επόμενο έτος, ο Γκορμπατσόφ πήρε τη διαβεβαίωση, αν και όχι σε επίσημη συνθήκη, ότι εάν επιτρεπόταν σε μια ενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε καμία κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, «ούτε μια ίντσα».

Αυτές οι δηλώσεις έγιναν στον Γκορμπατσόφ πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόλις διαλύθηκε, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης και ένα στρατιωτικό μηχανισμό αποκαρδιωμένο και σε πλήρη αταξία. Ενώ δεν υπήρχε λόγος να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, αφού η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε και σεβάστηκε την ανεξαρτησία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, υπήρχαν πλέον ακόμη λιγότεροι λόγοι να φοβόμαστε τη Ρωσική Ομοσπονδία ως απειλή.

Προκλήθηκε εσκεμμένα αυτή η κρίση;

Δυστυχώς, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι πρόεδροι Τζορτζ Μπους, Μπαράκ Ομπάμα, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν συνέβαλαν στο να μας φέρουν σε αυτό το σημείο.

Η προσθήκη χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ έγινε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που προκάλεσε τη ρωσική αντίρρηση. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αποχωρούν από τις συνθήκες ελέγχου των όπλων που είχαν περιορίσει, για κάποιο διάστημα, μια παράλογη και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών, και ήταν οι θεμελιώδεις συμφωνίες για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Η πιο σημαντική ήταν η απόφαση αποχώρησης από τη Συνθήκη κατά των βαλλιστικών πυραύλων, η οποία ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της συμφωνίας για μια σειρά συνθηκών που σταμάτησαν για ένα διάστημα τον αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Μπους και προσέφερε υποστήριξη. Κράτησε το λόγο του διευκολύνοντας την αμερικανική επίθεση στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ήταν ξεκάθαρο εκείνη την εποχή ότι ο Πούτιν φιλοδοξούσε σε μια εταιρική σχέση ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που στόχευαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στόχευαν και τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον συνέχισε την πορεία της αγνοώντας τα ρωσικά (αλλά και συμμαχικά) συμφέροντα, εισβάλλοντας στο Ιράκ, μια επιθετική πράξη στην οποία όχι μόνο η Ρωσία αντιτάχθηκε, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.

Αν και ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.

Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.

Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Προέδρου Ομπάμα μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Στη συνέχεια, τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Κατηγορούμενος ότι ήταν πιόνι των Ρώσων, ο Τραμπ πέρασε κάθε αντιρωσικό μέτρο που προέκυπτε, ενώ ταυτόχρονα κολάκευε τον Πούτιν ως μεγάλο ηγέτη.

Μπορεί η κρίση να λυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής;

Ναι, τελικά, αυτό που απαιτεί ο Πούτιν είναι κατεξοχήν λογικό. Δεν απαιτεί την αποχώρηση κανενός μέλους του ΝΑΤΟ και δεν απειλεί κανέναν. Σύμφωνα με οποιοδήποτε μέτρο κοινής λογικής, είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να προωθήσουν την ειρήνη και όχι τη σύγκρουση. Το να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή –ο ομολογημένος στόχος όσων κεντρίζουν τις «έγχρωμες επαναστάσεις»– ήταν μια ανόητη και επικίνδυνη υπόθεση. Ξεχάσαμε τόσο σύντομα το μάθημα της κουβανικής κρίσης πυραύλων;

Τώρα, το να πούμε ότι η αποδοχή των απαιτήσεων του Πούτιν είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να γίνει. Οι ηγέτες τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος έχουν αναπτύξει μια τόσο ρωσοφοβική στάση που θα χρειαστεί μεγάλη πολιτική δεξιότητα για να πλοηγηθούμε σε πολιτικά νερά με υφάλους και να επιτευχθεί ένα ορθολογικό αποτέλεσμα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν με δικά τους στρατεύματα εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Γιατί λοιπόν να τα μεταφέρουμε στην Ανατολική Ευρώπη; Απλώς για να δείξει στα γεράκια στο Κογκρέσο ότι στέκει αγέρωχος;

Ίσως οι επακόλουθες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Κρεμλίνου να βρουν έναν τρόπο να κατευνάσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας και να εκτονώσουν την κρίση. Και ίσως τότε το Κογκρέσο αρχίσει να ασχολείται με τα αυξανόμενα προβλήματα που έχουμε στο σπίτι αντί να τα επιδεινώνει.

Ή αυτό θα μπορούσε κανείς να ελπίζει.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: Responsible Statecraft

Η ομίχλη του πολέμου

Η παρακολούθηση της εμπλοκής του ευρωπαϊκού συστήματος στη βαρβαρότητα του πολέμου –για πρώτη φορά μετά τον βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ στο Βελιγράδι το 1999– χρειάζεται κάτι περισσότερο από ψυχολογικές εκτιμήσεις. Τι έκανε τη Ρωσία και τη «Δύση» να εμπλακούν σε έναν αδυσώπητο αγώνα πάλης στην άκρη της αβύσσου, με τις δύο πλευρές να πέφτουν τελικά από τον γκρεμό; Καθώς ζούμε αυτή την τερατώδη εποχή, καταλαβαίνουμε καλύτερα από ποτέ τι πρέπει να εννοούσε ο Γκράμσι με τον όρο μεσοβασιλεία: μια κατάσταση «στην οποία το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί», μια κατάσταση στην οποία «εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων», όπου ισχυρές χώρες αναζητούν το μέλλον τους στις αβεβαιότητες του πεδίου της μάχης, συννεφιασμένο από την ομίχλη του πολέμου.

Κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές πώς θα τελειώσει ο πόλεμος για την Ουκρανία και μετά από πόση αιματοχυσία. Αυτό που μπορούμε να προσπαθήσουμε να υποθέσουμε σε αυτό το σημείο, είναι ποιοι μπορεί να ήταν οι λόγοι – και οι ανθρώπινες πράξεις έχουν πάντα αιτίες, όσο αψυχολόγητες κι αν φαίνονται σε τρίτους – για την ριψοκίνδυνη πολιτική τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Τι φοβερή σκηνή: Κλιμακούμενη σύγκρουση, ραγδαία μείωση των δυνατοτήτων και των δύο πλευρών να σώσουν την αίγλη τους χωρίς την ολοκληρωτική νίκη, που τελειώνει με τη φονική επίθεση της Ρωσίας σε μια γειτονική χώρα με την οποία κάποτε συμβίωνε σε ένα κοινό κράτος.

Εδώ βρίσκουμε αξιοσημείωτους παραλληλισμούς, καθώς και προφανείς ασυμμετρίες, αφού τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν εδώ και καιρό την υφέρπουσα αποσύνθεση τόσο της εσωτερικής κοινωνικής τους τάξης όσο και της διεθνούς τους θέσης. Προφανώς αυτό τους κάνει να αισθάνονται ότι πρέπει να σταματήσουν την αποσύνθεση τώρα, διαφορετικά αυτή θα συνεχίζεται για πάντα. Στη ρωσική περίπτωση, αυτό που βλέπει κανείς είναι ένα καθεστώς, κρατικό αλλά και ολιγαρχικό, που αντιμετωπίζει αυξανόμενη αναταραχή μεταξύ των πολιτών του, πλούσιο σε πετρέλαιο και διαφθορά, ανίκανο να βελτιώσει τη ζωή των απλών ανθρώπων του, ενώ οι ολιγάρχες του πλουτίζουν απροσμέτρητα, ένα καθεστώς που χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο το βαρύ αντιδημοκρατικό του χέρι ενάντια σε κάθε οργανωμένη διαμαρτυρία. Για να εγκαθιδρύσει κανείς μια κατάσταση που βασίζεται στις ξιφολόγχες, απαιτείται εσωτερική σταθερότητα, που προέρχεται από την οικονομική ευημερία και την κοινωνική πρόοδο, που με τη σειρά της εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που πρέπει να πουλήσει η Ρωσία. Για αυτό, ωστόσο, χρειάζεται πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την προηγμένη τεχνολογία, πρόσβαση που οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να περιορίζουν εδώ και καιρό.

Το ίδιο γίνεται με την εξωτερική ασφάλεια, όπου οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν διεισδύσει για σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα πολιτικά και στρατιωτικά σε αυτό που η Ρωσία (πολύ εξοικειωμένη με τις ξένες εισβολές), ισχυρίζεται ότι είναι η ζώνη ασφαλείας της. Οι προσπάθειες της Μόσχας να διαπραγματευτεί επ’ αυτού οδήγησαν τη μετα-σοβιετική Ρωσία να αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον με τον ίδιο τρόπο όπως η προκάτοχός της, η Σοβιετική Ένωση, με απώτερο σκοπό των ΗΠΑ την αλλαγή καθεστώτος. Όλες οι προσπάθειες για τον τερματισμό της καταπάτησης δεν οδήγησαν πουθενά. Το ΝΑΤΟ πλησιάζει όλο και πιο κοντά, τοποθετώντας πρόσφατα πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην Πολωνία και στη Ρουμανία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο την Ουκρανία ως έδαφος που τους ανήκει – ας θυμηθούμε τα κηρύγματα της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόριας Νιούλαντ σχετικά με το ποιος πρέπει να ηγηθεί της κυβέρνησης στο Κίεβο.

Στην πορεία, το ρωσικό καθεστώς προφανώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η υφέρπουσα διάβρωση, εσωτερική αλλά και εξωτερική, θα συνεχιζόταν αμείωτη, εκτός και αν αναλαμβανόταν δραματική δράση για να σταματήσει η παρακμή. Αυτό που ακολούθησε ήταν η στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από την Ουκρανία από την άνοιξη του 2021, συνοδευόμενη από το αίτημα για επίσημη δέσμευση από την Ουάσιγκτον να σέβεται εφεξής τα ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας. Επιδιώκοντας έτσι μια ανοιχτή σύγκρουση αντί για μια υφέρπουσα, ίσως με την ελπίδα να κινητοποιηθεί το πνεύμα του ρωσικού πατριωτισμού που κάποτε είχε νικήσει τους Γερμανούς.

Στρεφόμενοι προς την αμερικανική πλευρά, θα ανακαλύψει κανείς μια μνησικακία που πηγαίνει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Μπόρις Γέλτσιν, ο μετασοβιετικός υπάλληλος της Αμερικής, παρέδωσε το μαγαζί στον Βλαντιμίρ Πούτιν, στον απόηχο της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκλήθηκε από τη «θεραπεία σοκ» που εισηγήθηκαν οι Αμερικανοί. Η αρχική προσπάθεια του Πούτιν να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ υπό την αιγίδα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, απορρίφθηκε, παρόλες τις προσπάθειές του να βοηθήσει την Ουάσιγκτον στην εισβολή της στο Αφγανιστάν. Οι ρωσικές αντιρρήσεις για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 2004 –που απειλούν τώρα τα βορειοδυτικά σύνορά του– αντιμετωπίστηκαν με την πολιτική των Μπους και Μπλερ για μια Νατοϊκή πολιτική «ανοιχτών θυρών» για τη Γεωργία και την Ουκρανία, στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008.

Το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, υπό την ηγεσία της πτέρυγας της Χίλαρι Κλίντον στο Δημοκρατικό Κόμμα, άρχισε να αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως ένα κράτος αδίστακτο, όπως εκείνη η άλλη χώρα που είχε ξεφύγει από τον αμερικανικό έλεγχο, το Ιράν. Εκεί που στο παρελθόν παραφύλαγε ένας Κόκκινος κάτω από κάθε αμερικάνικο κρεβάτι, τώρα ο αυτόκλητος επισκέπτης ήταν ένας Ρώσος – μια διάκριση που πολλοί Αμερικανοί δεν είχαν μάθει ποτέ πραγματικά να κάνουν. Ακόμη και η εκλογή του Τραμπ το 2016 αποδόθηκε από το ηττημένο κόμμα των Δημοκρατικών σε μυστικές ρωσικές μηχανορραφίες, οι οποίες και εξόντωσαν πολιτικά τις αρχικές προσπάθειες του Τραμπ να αναζητήσει κάποιου είδους συμφωνία με τη Ρωσία. (Θυμάστε την αθώα ερώτησή του για το γιατί υπήρχε ακόμα το ΝΑΤΟ, τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του κομμουνισμού;) Μέχρι το τέλος της θητείας του, προκειμένου να διορθώσει τη ρήξη με το αμερικανικό βαθύ κράτος και τους ψηφοφόρους, είχε επιστρέψει στην κλασική δοκιμασμένη αντιρωσική στάση.

Για τον διάδοχο του Τραμπ, τον Μπάιντεν, όπως και για τους Ομπάμα – Κλίντον, η Ρωσία παρουσιάστηκε ως ένας βολικός εχθρός, εγχώρια και διεθνώς: μικρός οικονομικά, αλλά εύκολο να παρουσιαστεί ως μεγάλος λόγω των πυρηνικών όπλων της. Μετά την επικοινωνιακή καταστροφή  της αποχώρησης του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, η επίδειξη δύναμης έναντι της Ρωσίας φαινόταν ένας ασφαλής τρόπος για να αναδειχθεί η αμερικανική δύναμη, αναγκάζοντας τους Ρεπουμπλικάνους, κατά τη διάρκεια των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών, να στοιχηθούν πίσω από τον Μπάιντεν ως ηγέτη ενός αναστημένου “ελεύθερου κόσμου”. Η Ουάσιγκτον στράφηκε δεόντως στη διπλωματία πυγμής και εντυπωσιασμού, και αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Για τον Πούτιν, έχοντας προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορούσε, η επιλογή τέθηκε ξεκάθαρα μεταξύ της κλιμάκωσης και της συνθηκολόγησης. Ήταν σε αυτό το σημείο που η μέθοδος μετατράπηκε σε τρέλα, και ξεκίνησε η φονική, καταστροφική από στρατηγικής άποψης, ρωσική χερσαία εισβολή στην Ουκρανία.

Για τις ΗΠΑ, η άρνηση των ρωσικών απαιτήσεων για εγγυήσεις ασφαλείας ήταν ένας βολικός τρόπος για να υποστηρίξουν την άνευ όρων πρόσδεση των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που είχε γίνει ασταθής τα τελευταία χρόνια. Αυτό αφορούσε ιδιαίτερα τη Γαλλία, της οποίας ο πρόεδρος πριν από λίγο καιρό είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», αλλά και τη Γερμανία με τη νέα κυβέρνησή της, της οποίας το ηγετικό κόμμα, το SPD (σοσιαλδημοκράτες), θεωρούνταν πολύ φιλικό προς τη Ρωσία. Εκκρεμούσαν επίσης ημιτελή έργα σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η Μέρκελ, μαζί με τον Σρέντερ, είχε ζητήσει από τη Ρωσία να τον κατασκευάσει, ελπίζοντας να καλύψει το κενό στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας. Οι ενεργειακές ελλείψεις αναμένεται να προκύψουν από το μετασχηματισμό της Γερμανίας σε χώρα χωρίς άνθρακα και πυρηνικά. Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στο σχέδιο, όπως και πολλοί άλλοι στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών Πρασίνων. Μεταξύ των λόγων ήταν οι φόβοι ότι ο αγωγός θα έκανε τη Δυτική Ευρώπη πιο εξαρτημένη από τη Ρωσία και ότι θα ήταν πλέον αδύνατο για την Ουκρανία και την Πολωνία να διακόψουν τις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η Μόσχα δεν συμπεριφέρεται σωστά.

Η αντιπαράθεση για την Ουκρανία, με την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης στην αμερικανική ηγεσία, έλυσε αυτό το πρόβλημα σε χρόνο μηδέν. Μετά τη διαρροή των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων της CIA, ο λεγόμενος «ποιοτικός τύπος» της Δυτικής Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά συστήματα, παρουσίασε τη ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση ως μια μανιχαϊστική πάλη μεταξύ καλού και κακού, των ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν, εναντίον της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Τις τελευταίες εβδομάδες της Μέρκελ, η κυβέρνηση Μπάιντεν συζητούσε με τη Γερουσία των ΗΠΑ πιθανές κυρώσεις στη Γερμανία και στους φορείς εκμετάλλευσης του Nord Stream 2, με αντάλλαγμα την απόσπαση της γερμανικής συναίνεσης στο να συμπεριληφθεί ο αγωγός σε ένα πιθανό μελλοντικό πακέτο κυρώσεων προς τη Ρωσία. Μετά τη ρωσική αναγνώριση των δύο αποσχισμένων επαρχιών της Ανατολικής Ουκρανίας, το Βερολίνο ανέβαλε επισήμως τη θεσμική ρύθμιση του αγωγού – κάτι που, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό. Με τον νέο γερμανό καγκελάριο να στέκεται δίπλα του σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι, αν χρειαστεί, ο αγωγός θα περιλαμβανόταν σε πιθανές κυρώσεις, με τον Σολτς να μένει σιωπηλός. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπάιντεν ενέκρινε το σχέδιο της Γερουσίας στο οποίο είχε αντιταχθεί νωρίτερα. Στη συνέχεια, στις 24 Φεβρουαρίου, η ρωσική εισβολή ώθησε το Βερολίνο να κάνει μόνο του, ό,τι σε διαφορετική περίπτωση θα είχε κάνει η Ουάσιγκτον για λογαριασμό της Γερμανίας και της Δύσης: να βάλει στο ράφι τον αγωγό, μια για πάντα.

Έτσι, η δυτική ενότητα επέστρεψε, χαιρετίστηκε από το ενθουσιώδες χειροκρότημα των εγχώριων σχολιαστών, ευγνώμονες πλέον για την επιστροφή των υπερατλαντικών βεβαιοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Η προοπτική να μπουν οι Ευρωπαίοι στη μάχη, σε συμμαχία με τον πιο τρομερό στρατό στην παγκόσμια ιστορία, εξαφάνισε αμέσως τις μνήμες μερικών μηνών πριν, όταν οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν με ελάχιστη προειδοποίηση όχι μόνο το Αφγανιστάν αλλά και τα βοηθητικά στρατεύματα που παρείχαν οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ για να υποστηρίξουν τα αμερικανικά, ευνοώντας έτσι την κατεύθυνση της «οικοδόμησης του έθνους». Δεν έχει σημασία επίσης η ιδιοποίηση από τον Μπάιντεν του μεγαλύτερου μέρους των αποθεματικών της αφγανικής κεντρικής τράπεζας, ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για να μοιραστούν σε όσους επλήγησαν από την 11η Σεπτεμβρίου (και στους δικηγόρους τους), ενώ το Αφγανιστάν υπάρχει πείνα σε όλο το έθνος. Ξεχασμένα είναι επίσης τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες αμερικανικές επεμβάσεις στη Σομαλία, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη – η απόλυτη καταστροφή, ακολουθούμενη από βιαστική εγκατάλειψη, ολόκληρων χωρών και περιοχών.

Τώρα είναι πάλι η «Δύση», είναι η Μέση Γη που πολεμά τη Μόρντορ, για να υπερασπιστεί μια γενναία μικρή χώρα που θέλει μόνο «να γίνει σαν εμάς» και για τον σκοπό αυτό δεν επιθυμεί παρά να της επιτραπεί να περάσει από τις ανοιχτές πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης κατέπνιξαν ευσυνείδητα όλες τις εναπομείνασες αναμνήσεις της βαθιά ριζωμένης απερισκεψίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Απερισκεψία που προκλήθηκε από το τεράστιο μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών και τη θέση τους σε μια νησιωτική ήπειρο, την Αμερική, όπου κανείς δεν μπορεί να φτάσει σε αυτή, ανεξάρτητα από το χάος που δημιουργείται όταν οι στρατιωτικές τους περιπέτειες πηγαίνουν στραβά. Με εκπληκτικό τρόπο η Ευρώπη έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια μακρινή μη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία σε παρακμή με διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικά προβλήματα από τα δικά της- πλήρες πληρεξούσιο για τη διαχείριση της Ρωσίας και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τι γίνεται με την ΕΕ; Εν ολίγοις, καθώς η Δυτική Ευρώπη επιστρέφει στη «Δύση», η ΕΕ περιορίζεται στο ρόλο ενός γεωοικονομικού εργαλείου για το ΝΑΤΟ, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα γεγονότα γύρω από την Ουκρανία καθιστούν πιο σαφές από ποτέ ότι για τις ΗΠΑ, η ΕΕ είναι ουσιαστικά μια πηγή οικονομικών και πολιτικών ρυθμίσεων για τα κράτη που χρειάζονται για να βοηθήσουν τη «Δύση» να περικυκλώσει τη Ρωσία από τη δυτική της πλευρά. Η διατήρηση φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων στην εξουσία στα πρώην σοβιετικά δορυφορικά κράτη, είναι δαπανηρή, οπότε δημιουργείται έναν ελκυστικός επιμερισμός των βαρών σύμφωνα με τον οποίο η «Ευρώπη» πληρώνει για το ψωμί, ενώ οι ΗΠΑ παρέχουν τη δύναμη πυρός – πραγματικά ή φανταστικά. Αυτό καθιστά την ΕΕ στην πραγματικότητα οικονομικό στήριγμα του ΝΑΤΟ. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης προτιμούν να εμπιστεύονται στην Ουάσιγκτον την άμυνά τους, συγκριτικά με το Παρίσι και το Βερολίνο, δεδομένης της αποδεδειγμένα ασφαλούς μακρινής έδρας της. Σε αντάλλαγμα για την προστασία των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στη σχέση τους με την ΕΕ, χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία φιλοξενούν αμερικανικούς πυραύλους που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται την Ευρώπη ενάντια στο Ιράν, ενώ δυστυχώς η Ρωσία βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο από τον οποίο θα πρέπει να περάσουν.

Το υπονοούμενο για τη φον ντερ Λάιεν και την ομάδα της είναι να επιβεβαιώσουν την υποταγή τους. Η επέκταση της ΕΕ στην Ουκρανία και τα Δυτικά Βαλκάνια, ακόμη και στη Γεωργία και την Αρμενία, θεωρείται από τις ΗΠΑ ως ζήτημα που αποφασίζεται από την Ουάσιγκτον. Η Γαλλία ειδικότερα μπορεί να εξακολουθεί να έχει αντίρρηση για περαιτέρω διεύρυνση, αλλά το πόσο μπορεί να αντέξει, ειδικά εάν η Γερμανία αναγκάζεται να καλύψει το λογαριασμό, είναι ζητούμενο. (Αν και δεν έχουν ξεκινήσει επίσημες διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ για την Ουκρανία, η φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε: «Τους θέλουμε να μπουν»). Επιπλέον, επειδή η Πολωνία είναι αυστηρά αντι-ρωσική και φιλοΝΑΤΟϊκή, θα είναι πλέον δύσκολο να την τιμωρήσει με περικοπές στην οικονομική στήριξη της ΕΕ για αυτό που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ως ελλείψεις στο «κράτος δικαίου». Το ίδιο ισχύει και για την Ουγγαρία, της οποίας ο δύστροπος ηγέτης, Όρμπαν, γίνεται ολοένα και πιο αντιρωσικός. Με την επιστροφή των Αμερικανών, η εξουσία πειθάρχησης των κρατών μελών της ΕΕ έχει μεταναστεύσει από τις Βρυξέλλες στην Ουάσιγκτον.

Ένα πράγμα που μαθαίνουν επί του παρόντος οι Ευρωπαίοι – ειδικά οι Πράσινοι-  είναι ότι εάν επιτρέψετε στις ΗΠΑ να σας προστατεύουν, η γεωπολιτική θα υπερισχύσει όλων των άλλων πολιτικών, και ότι η γεωπολιτική ορίζεται μόνο από την Ουάσιγκτον. Έτσι λειτουργεί μια αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, μια χώρα διαιρεμένη σε ολιγάρχες, θα αρχίσει σύντομα να λαμβάνει ενισχυμένη οικονομική υποστήριξη από την «Ευρώπη». Αυτό, ωστόσο, δεν θα είναι παρά ένα κλάσμα των όσων καταθέτουν τακτικά οι Ουκρανοί ολιγάρχες σε ελβετικές, βρετανικές ή, υποθέτουμε, αμερικανικές τράπεζες. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι, σε σύγκριση με την Ουκρανία, η Πολωνία, ή ακόμη και η Ουγγαρία, είναι καθαρές λες και βγήκαν από πλυντήριο. (Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τον μισθό που απολάμβανε ο Χάντερ Μπάιντεν ως μη εκτελεστικός διευθυντής μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου της οποίας ο κύριος ιδιοκτήτης αντιμετώπιζε τότε έρευνα της δικαιοσύνης για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος;)

Αυτό που παραμένει μυστήριο, προφανώς όχι το μοναδικό σε αυτό το πλαίσιο, είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ήταν ως επί το πλείστον ευχαριστημένοι απορρίπτοντας την πιθανότητα η Ρωσία να απαντά στις συνεχιζόμενες πιέσεις για αλλαγή καθεστώτος – με τη μορφή μιας «δυτικού τύπου» άρνησης μιας ζώνης ασφαλείας – οδηγώντας τη στην εμβάθυνση μιας συμμαχίας με την Κίνα. Είναι αλήθεια ότι ιστορικά, η Ρωσία πάντα ήθελε να είναι μέρος της Ευρώπης, και κάτι σαν φοβία για την Ασία είναι βαθιά ριζωμένη στην εθνική της ταυτότητα. Η Μόσχα είναι για τους Ρώσους η Τρίτη Ρώμη, όχι το Δεύτερο Πεκίνο. Μέχρι το 1969, η Ρωσία και η Κίνα, και οι δύο κομμουνιστικές τότε, συγκρούστηκαν για τα αμοιβαία σύνορά τους στον ποταμό Ουσούρι. Τώρα, με τη Ρωσία αποκομμένη από τη Δύση στο απροσδιόριστο μέλλον, η Κίνα, χωρίς πρώτες ύλες, μπορεί να παρέμβει και να προσφέρει στη Ρωσία τη δική της σύγχρονη τεχνολογία. Καθώς το ΝΑΤΟ διαιρεί την ευρασιατική ήπειρο σε «Ευρώπη», συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, εναντίον της Ρωσίας, ως μη-ευρωπαϊκού εχθρού της Ευρώπης, ο ρωσικός εθνικισμός μπορεί, ενάντια στο ιστορικό του φορτίο, να αισθανθεί αναγκασμένος να συμμαχήσει με την Κίνα, όπως προμηνύεται από αυτή την παράξενη εικόνα του Σι και του Πούτιν να στέκονται δίπλα-δίπλα στα εγκαίνια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου.

Θα ήταν μια συμμαχία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας ένα ακούσιο αποτέλεσμα της αμερικανικής ανικανότητας, ή αντίθετα, ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αμερικανικής παγκόσμιας στρατηγικής; Εάν η Μόσχα συνεργαζόταν με το Πεκίνο, δεν θα υπάρχει πλέον προοπτική για μια ρωσο-ευρωπαϊκή διευθέτηση α λα γαλλικά. Η Δυτική Ευρώπη, σε οποιαδήποτε πολιτική μορφή, θα λειτουργούσε περισσότερο από ποτέ ως η υπερατλαντική πτέρυγα των Ηνωμένων Πολιτειών σε έναν νέο ψυχρό ή, ίσως, θερμό πόλεμο μεταξύ των δύο παγκόσμιων μπλοκ ισχύος, με το ένα παρακμάζει, ελπίζοντας να αντιστρέψει την παλίρροια, και το άλλο να ελπίζει να ανέβει.

Μόνο μια Ευρώπη σε ειρήνη με τη Ρωσία, μια Ευρώπη που σέβεται τις ρωσικές ανάγκες ασφαλείας, θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα απελευθερωθεί από την αμερικανική αγκαλιά, η οποία τόσο αποτελεσματικά ξανάνιωσε κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης. Αυτός, υποθέτει κανείς, είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μακρόν επέμενε τόσο καιρό στη Ρωσία να είναι μέρος της Ευρώπης και στην ανάγκη της «Ευρώπης», όπως φυσικά εκπροσωπείται από τον ίδιο και τη Γαλλία, να διασφαλίσει την ειρήνη στην ανατολική της πλευρά. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει θέσει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα, ένα τέλος σε αυτό το έργο. Αλλά τότε, δεν ήταν ποτέ πολλά υποσχόμενο το να ξεκινήσουμε, δεδομένης της αισθητής εξάρτησης της Γερμανίας από την αμερικανική πυρηνική προστασία, και σε συνδυασμό με τις γερμανικές αμφιβολίες για τις υπερβολικά φαντασιόπληκτες γαλλικές παγκόσμιες φιλοδοξίες, που επαναπροσδιορίστηκαν ως ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για να χρηματοδοτηθούν από τη γερμανική οικονομική δύναμη. Και η Ρωσία μπορεί, έχοντας υπαρκτούς λόγους, να αμφισβήτησε εάν, υπό αυτές τις συνθήκες, η Γαλλία θα μπορούσε να απωθήσει τις ΗΠΑ από τη θέση του οδηγού της Ευρώπης.

Οπότε ο νικητής είναι …οι Ηνωμένες Πολιτείες; Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, λόγω της επιτυχούς αντίστασης των Ουκρανών και του στρατού τους, τόσο περισσότερο θα παρατηρούμε ότι ο ηγέτης της «Δύσης», που μιλούσε για «Ευρώπη» όσο ο πόλεμος ετοιμαζόταν, δεν θα επεμβαίνει στρατιωτικά για λογαριασμό της Ουκρανίας. Οι ΗΠΑ απουσιάζουν, δίνοντας στους εαυτούς τους ειδική άδεια, όπως ξεκαθάρισε από την αρχή ο Μπάιντεν. Κοιτάζοντας την ιστορία των ΗΠΑ, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: όταν η αποστολή τους γίνεται ανεξέλεγκτη, αποσύρονται στο μακρινό τους νησί. Ωστόσο, καθώς οι Γερμανοί θα αναρωτιούνται πού βρίσκονται οι ΗΠΑ, μπορεί να αρχίσουν να αισθάνονται κάποιες αμφιβολίες για την αμερικανική δέσμευση να προστρέξουν για την πυρηνική ομπρέλα προστασίας τους. Αυτή η δέσμευση, σε τελική ανάλυση, βασίζεται στη γερμανική ένταξη στο ΝΑΤΟ, τη γερμανική προσχώρηση στη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την εγκατάσταση 30.000 περίπου αμερικανικών στρατευμάτων σε γερμανικό έδαφος.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ειδικός προϋπολογισμός των 100 δισ. ευρώ, που ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά τον πόλεμο από την κυβέρνηση Σολτς και αφιερώθηκε στο να εκπληρώσει την υπόσχεση, από το 2001, να ξοδεύεται το 2% του γερμανικού ΑΕΠ σε όπλα, μοιάζει με τελετουργική θυσία κατευνασμού ενός θυμωμένου Θεού, για τον οποίο φοβούνται ότι μπορεί να εγκαταλείψει όσους δεν πιστεύουν και πολύ σε αυτόν. Κανείς δεν σκέφτεται ότι αν η Γερμανία ανταποκρινόταν στην απαίτηση του 2% του ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα είχε αποτραπεί από την εισβολή στην Ουκρανία ή ότι η Γερμανία θα μπορούσε και θα ήθελε να την βοηθήσει. Σε κάθε περίπτωση θα χρειαστούν χρόνια για να διατεθεί στα στρατεύματα το νέο υλικό, φυσικά το πιο πρόσφατο σε προσφορά. Θα είναι επίσης υλικό ακριβώς του ίδιου είδους, που έχουν ήδη σε αφθονία οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Επιπλέον, ολόκληρος ο γερμανικός στρατός βρίσκεται υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, δηλαδή του Πενταγώνου, επομένως τα νέα όπλα θα προστεθούν στη δύναμη πυρός του ΝΑΤΟ και όχι στη Γερμανία. Τεχνολογικά, θα σχεδιαστούν για ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο, σε «αποστολές» όπως στο Αφγανιστάν – ή, πιθανότατα, στα περίχωρα της Κίνας, για να βοηθήσουν τις ΗΠΑ στην αναδυόμενη αντιπαράθεσή τους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Δεν υπήρξε καθόλου συζήτηση στην Γερμανική Βουλή σχετικά με το ποιες ακριβώς νέες «ικανότητες» θα χρειαστούν ή για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιηθούν. Όπως και στο παρελθόν, επί Μέρκελ, αυτό αφέθηκε στους «συμμάχους» να καθοριστεί. Ένα στοιχείο θα μπορούσε να είναι το Future Combat Air System (FCAS), αγαπημένο στους Γάλλους, το οποίο συνδυάζει μαχητικά βομβαρδιστικά, drones και δορυφόρους για επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει μια ελάχιστη ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια στρατηγική συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι το δικό σου έδαφος, αντί να επιτίθεσαι στο έδαφος άλλων. Μπορεί η ουκρανική εμπειρία να βοηθήσει στην έναρξη αυτής της συζήτησης; Απίθανο.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: New Left Review

Η απολογία ενός …Πουτινικού

Ήμουν 6 χρόνων όταν κατά λάθος και από… «γονική αμέλεια» είδα ένα τηλεοπτικό «ρεπορτάζ» που υπερθεματίζοντας για το δίκαιο της αμερικανικής εισβολής κατά τον 1ο πόλεμο του κόλπου, «αποκάλυπτε» τη φρίκη που σκορπούσαν οι ιρακινές δυνάμεις στο Κουβέιτ. Αναπαρήγαγε την κατάθεση της Nayirah, ενός 15χρονου κοριτσιού-εθελόντρια νοσοκόμα στο νοσοκομείο Alldar, που είχε μόλις δραπετεύσει από τη φρίκη των συγκρούσεων. Και που στις 10 Οκτωβρίου του 1990, κατέθετε στη Συνέλευση του Αμερικανικού Κογκρέσου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ότι είδε με τα μάτια της Ιρακινούς στρατιώτες να εισβάλουν στη μονάδα νεογνών του νοσοκομείου της, να σκοτώνουν και να πετούν δεκάδες αβοήθητα νεογνά στο πάτωμα, κλέβοντας τις θερμοκοιτίδες τους. Ήταν ότι πιο αποτρόπαιο μπορούσα να διανοηθώ ποτέ…

Η «αμέλεια» αποκαταστάθηκε, μου έκοψαν μαχαίρι την τηλεόραση κι έτσι δυστυχώς δεν έμαθα για καιρό ότι μόλις 2 χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι η Nayirah al-Sabah δεν ήταν εθελόντρια-νοσοκόμα αλλά κόρη του Saud al-Sabah, πρέσβη του Κουβέιτ στις ΗΠΑ. Η «μαρτυρία» της δεν ήταν μαρτυρία αλλά στημένη κατάθεση από την Hill & Knowlton για λογαριασμό της κυβέρνησης του Κουβέιτ, στα πλαίσια της καμπάνιας «Πολίτες για την Ελευθερία του Κουβέιτ». Τουλάχιστον ήταν πράγματι 15 ετών.

Ήμουν 19 χρόνων, όταν πλέον παρακολουθούσα… νόμιμα, την κάλυψη της 2ης εισβολής των Νατοϊκών στο Ιράκ. Η τηλεοπτική εικόνα που ανακαλώ -ή που σωστότερα μου είχε επιβληθεί- είναι ότι είχαμε να κάνουμε με τον πιο «έξυπνο» πόλεμο που είχε δει μέχρι τότε ο πλανήτης, κάτι σαν video-game. «Έξυπνη» επιλογή στόχων, «έξυπνα» όπλα, «έξυπνες» βόμβες, τεράστιο βεληνεκές, ανίκητος επιτιθέμενος που πατάει ένα πλήκτρο μερικές χιλιάδες μίλια μακριά και πλήττει μαύρες φιγούρες σε λευκό φόντο, όπως αποδεικνυόταν με live παραδείγματα από εικόνες θερμικών καμερών και δορυφορικών πλατφορμών. Αυτή τη φορά, οι μαθημένες στον εξ’ αποστάσεως πόλεμο ΗΠΑ (τις πρώτες 42 μέρες της επιχείρησης «Καταιγίδα της Ερήμου» είχαν ριφθεί 88.500 τόνοι βομβών), θα περιόριζαν εντελώς τις απώλειες αμάχων.

Εκείνη τη φορά έμαθα σύντομα ότι μόνο κατά την πρώτη φάση της εισβολής, από τις 19 Μάρτη έως τις 20 Απρίλη, μόλις τον πρώτο μήνα δηλαδή, οι νεκροί Ιρακινοί ήταν -σύμφωνα με τις μετριοπαθέστερες καταγραφές της «Συμμαχίας των Προθύμων»- 10000 ένοπλοι και 4000 άμαχοι, πολλοί παρατηρητές μιλούν για πάνω από 30000 απώλειες. Ας θυμηθεί κανείς ότι η «επίσημη απόσυρση» των Αμερικανών ήρθε 8 ολόκληρα χρόνια μετά από αυτόν το μήνα.

Τι νόημα έχουν τα παραπάνω τη στιγμή που η Ρωσία πολιορκεί το Κίεβο; Να αντιπαραθέσει τις εκατόμβες των νεκρών της σύγχρονης ιστορίας των Νατοϊκών πολέμων με τις εκατοντάδες των νεκρών -μέχρι τώρα- του πολέμου της Ουκρανίας; Όχι. Με τις χιλιάδες των δολοφονημένων Ρώσων και ρωσόφωνων της Ανατολικής Ουκρανίας από το 2014 μέχρι σήμερα; Επίσης όχι. Η ζωή για εμάς έχει αυταξία. Ούτε ένας νεκρός, ούτε ένας πρόσφυγας δε θα είναι ποτέ δικαιολογημένη «παράπλευρη απώλεια».

Τον Απρίλιο του 1999, το ΝΑΤΟ αξιολογεί το κτήριο Τηλεπικοινωνιών του RTS στη Γιουγκοσλαβία ως μέρος της προπαγανδιστικής μηχανής του Μιλόσεβιτς και το βομβαρδίζει χωρίς καμιά προειδοποίηση, δολοφονώντας 16 άμαχους-εργαζόμενους. Μόλις πριν λίγες ώρες, οι Ρώσοι αξιολογούν τον πύργο τηλεπικοινωνιών στο Κίεβο ως στρατηγικό στόχο. Ώρες πριν το ανακοινώνουν. Αναμεταδίδονται από ρωσικά ηλεκτρονικά μέσα μηνύματα που καλούν τους πολίτες που μένουν κοντά να απομακρυνθούν. 5 νεκροί από την επίθεση – άγνωστο προς το παρόν εάν ήταν ένοπλοι ή όχι.

Τι νόημα έχει το παραπάνω όταν άνθρωποι στριμώχνονται στα καταφύγια; Να αναδείξει μια ιδιότυπη «ηθική του πολέμου» που ήταν ξεχασμένη για πολλά χρόνια; Όχι. Η ηθική του πολέμου δεν αφορά κανέναν από όσους δεν τον προκάλεσαν, δεν επιθυμούν τη συνέχισή του, δεν κερδίζουν από αυτόν.

Όμως η πραγματικότητα βοά. Μια ολόκληρη γενιά που σήμερα παρακολουθεί από τα μέσα –έστω διαφορετικά μέσα από αυτά που παρακολουθούσα 30 χρόνια πριν- διαμορφώνει άποψη που αφορά τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη.

Μαθαίνει από τα ελληνικά ΜΜΕ ότι η ομιλία του ακροδεξιού ανθρώπου των ΗΠΑ Ζελέσνι στο ευρωκοινοβούλιο είναι ισοδύναμη ως εικόνα με την ομιλία του Γκεβάρα στην Τριηπειρωτική.

Μαθαίνει ότι είναι δείγμα αποτυχίας της επίθεσης να μην καταλαμβάνεται μια χώρα με την έκταση της Γαλλίας μέσα σε 3 ημέρες και σίγουρα αυτό υποδηλώνει λυσσαλέα αντίσταση από τον αμυνόμενο – ακόμη κι αν δεν είχε διακηρυχθεί ποτέ κάτι τέτοιο ως στόχος από τον επιτιθέμενο.

Μαθαίνει ότι η απαγόρευση πώλησης και μετακίνησης κεφαλαίων ξένων επενδυτών εκτός χώρας σε καιρό πολέμου, είναι παράλογο, μέτρο κομμουνιστικής εκτροπής, σημάδι πανικού και προμήνυμα κατάρρευσης.

Μαθαίνει ότι το «αντάρτικο» και η υπεράσπιση των πάτριων εδαφών, είναι ηθικό να γίνεται από έναν κονιορτό φασιστών, ακροδεξιών, σωματεμπόρων  και εμπόρων όπλων, μισθοφόρων και ξένων πρακτόρων, χρηματοδοτούμενο από τον εσμό νεόκοπων ολιγαρχών και φιλοδυτικών και εξοπλιζόμενο αδρά από την αμαρτωλή Δύση.

Μαθαίνει ότι η ρωσική αντίδραση στη Νατοϊκή περικύκλωση είναι λογικό να τιμωρηθεί με διεθνή αποκλεισμό στα πεδία του πολιτισμού και του αθλητισμού την ώρα που οι χιτλερικοί το 1936 διοργάνωναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με τον Χίτλερ να παρακολουθεί από τις κερκίδες του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου τον έγχρωμο Τζέσε Όουενς να κερδίζει 4 χρυσά μετάλλια.

Μαθαίνει ότι δεν έχει σημασία το αν βομβαρδίζεις ή αν βομβαρδίζεσαι για να αποκλειστείς από τις αθλητικές διοργανώσεις. Το κριτήριο δεν είναι αν είσαι επιτιθέμενος ή αμυνόμενος. Το κριτήριο είναι αν είναι ενάντια στους Αμερικάνους ή όχι. Το 1999 αποκλείονταν οι Σέρβοι – οι αμυνόμενοι, σήμερα οι Ρώσοι – οι εισβολείς. Την ίδια στιγμή οι Ισραηλινοί φονιάδες αγωνίζονται παντού κανονικότατα και ένα πανό “Free Palestine” σε ευρωπαϊκό αγώνα ποδοσφαίρου, τιμωρείται με πρόστιμο και αποκλεισμό. Αλλά όχι το πανό «Stand with Ukraine” – αυτό προκαλεί ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού.

Μαθαίνει -δια στόματος Άννας Διαμαντοπούλου- ότι η Γερμανία έχει κάποια «ηθική υποχρέωση απέναντι στην ιστορία της να πρωτοστατήσει στις πιο βαριές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας». Από πού απορρέει αυτή η ηθική υποχρέωση αλήθεια; Τι ακριβώς συνέβη κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήρθε η ώρα να ξεπληρωθεί;

Μαθαίνει ότι «ορθόδοξες βόμβες, σκότωσαν ορθόδοξους ομογενείς» ακόμη και αν φαίνεται ότι τελικά στο Σαρτανά δεν επιχειρούσαν ρωσικές δυνάμεις, ακόμη και αν μαρτυρίες από τη Μαριούπολη αναφέρουν ότι το ναζιστικό τάγμα Αζόφ δρα ανεξέλεγκτα. Ακόμη και αν η ίδια η ανακοίνωση του ελληνικού προξενείου κάνει λόγο για «ομάδες που μπορεί να εμποδίσουν την έξοδο αμάχων»,παραδεχόμενη ότι ο κίνδυνος βρίσκεται στο ακροδεξιό παρακράτος που έστησε η ουκρανική κυβέρνηση.

Μαθαίνει ότι η αποστολή όπλων ισοδυναμεί με ανθρωπιστική βοήθεια και ότι αποτελεσματική και υπεύθυνη αντιπολίτευση είναι να εκφράζεις τον «προβληματισμό» σου (sic) για την αποστολή των όπλων αυτών.

Μαθαίνει τέλος ότι ΚΑΝΕΙΣ μα ΚΑΝΕΙΣ από το χώρο των ΜΜΕ δε θα λογοδοτήσει για τις εκατοντάδες κατασκευασμένα βίντεο από τα ατυχήματα στο ΜΕΤΡΟ της Ρώμης, από σεισμούς, λιμούς, και καταποντισμούς που όλα χρεώνονται στη ρωσική εισβολή, από άλλες, παλιότερες συρράξεις που εμφανίζονται ως τωρινές, για τις εικόνες του «πρώτου νεκρού του πολέμου» που παραμένει ο ίδιος (πεθαίνει και ανασταίνεται) στους τελευταίους 3 πολέμους, για τις εικόνες του Ουκρανού πατέρα που τελικά ήταν Ρώσος πατέρας. Θα ήταν αναμενόμενο αυτά να παράγονται ως προπαγάνδα από τις αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά αναπαράγονται από την εγχώρια συμμορία, που είναι ακριβή στα πίτουρα και φτηνή στο αλεύρι, που κλαίει και οδύρεται για τους ήρωες της Ουκρανίας αλλά ξεχνάει βολικά την Κύπρο που «κείται μακράν».

Από σήμερα έχω έναν ακόμη λόγο να νιώθω αποστροφή για την πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και των ευρωατλαντιστών: το ότι ελπίζω αυτός ο πόλεμος να τελειώσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες, αλλά όχι με την επικράτηση της πιο επικίνδυνης και επιθετικής υπερδύναμης, που έχει βάψει στο αίμα δεκάδες χώρες του πλανήτη, που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις κατά το δοκούν, που οργανώνει πραξικοπήματα και περικυκλώνει απειλητικά τους αντιπάλους της, που εξαπολύει την προπαγάνδα του μίσους σε όσους δεν την αναγνωρίζουν ως ηγεμόνα τους. Οι ΗΠΑ πρέπει να χάσουν, γιατί μόνο έτσι η ανθρωπότητα μπορεί να ανασάνει.

Το να αισθάνεται κάποιος άνθρωπος σήμερα έτσι, τον κάνει στόχο μιας απόλυτης μηχανής προπαγάνδας. Αλλά μέσα σε αυτό το τσουνάμι ψεμάτων, συκοφαντιών, μακαρθισμού, κυνηγιού μαγισσών, αντιρωσικού παροξυσμού, δεν μπορώ να ξεχάσω σε τι κόσμο ζούμε. Δεν μπορώ να διαγράψω τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που διαπράττονται εδώ και τρεις δεκαετίες, ακόμα κι αν οι εγκληματίες παριστάνουν τους τιμητές.

Με κάνει αυτό Πουτινικό;

Δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα σε αυτή τη ζωή.

Πούτιν και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο;

Τα παρακάτω είναι όλα σωστά: 

  • Κάθε πολεμική αναμέτρηση φέρνει όλεθρο και καταστροφή στους λαούς και επομένως είμαστε με την ειρήνη.
  • Η ρωσική ηγεσία έχει αντικομμουνιστικό και αντιδραστικό χαρακτήρα και δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα προτάγματα της κοινωνικής προόδου και του κομμουνισμού.
  • Όταν παραβιάζουν την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας σου, η αντίσταση στον εισβολέα είναι δίκαιη. 
  • Κάθε χώρα έχει δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. 
  • Είναι κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη να θέτει μια υπερδύναμη τις πυρηνικές της δυνάμεις σε ετοιμότητα.

Πράγματι, τον πόλεμο τον ξεκίνησε η Ρωσία, ο Πούτιν δεν έχει την παραμικρή σχέση με το σοβιετικό παρελθόν, η Ρωσία παραβίασε την εδαφική κυριαρχία της Ουκρανίας, η Ουκρανία (δια της κυβέρνησής της) ζήτησε να μπει στο ΝΑΤΟ, ενώ η ρωσική ηγεσία έθεσε τα πυρηνικά της όπλα σε κατάσταση συναγερμού. 

Αλλά και τα παρακάτω είναι όλα σωστά:

  • Μια χώρα οφείλει να σέβεται τη ζωή, την περιουσία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό όλων των πολιτών της.
  • Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να διεξάγει πογκρόμ ενάντια σε αντιφρονούντες, να οργανώνει τάγματα θανάτου ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους, να εξαπολύει εθνοκαθαρτικές διώξεις ενάντια σε μειονότητες.
  • Μια χώρα που υπογράφει μια διεθνή συνθήκη δεν μπορεί να την κουρελιάζει, ειδικά όταν αυτή η συνθήκη συνιστά οδικό χάρτη εξόδου από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. 
  • Μια κυβέρνηση που εκλέχτηκε σε συνθήκες κατατρομοκράτησης αντιπάλων, απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, αποκλεισμού μειονοτήτων, δεν μπορεί να επικαλείται τη δημοκρατική της νομιμοποίηση.
  • Τέλος, μια χώρα που γειτονεύει με τη δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του κόσμου, δεν μπορεί να μην παίρνει υπόψη της τις δικαιολογημένες ανησυχίες για την ασφάλεια και την περικύκλωσή της, από την πρώτη πυρηνική δύναμη του κόσμου. 

Πράγματι, η Ουκρανία από το 2014 δεν σεβάστηκε τη ζωή, την περιουσία και τη γλώσσα όλων των πολιτών της. Η κυβέρνηση του Κιέβου οργάνωσε αιματηρά πογκρόμ ενάντια στη ρωσική μειονότητα και στους αντιφρονούντες, τα τάγματα θανάτου που εξαπέλυσε σε Οδησσό και Ντονμπάς επιδόθηκαν σε πρωτοφανείς αγριότητες (βιασμούς, δολοφονίες, εμπρησμούς κοκ), ενώ οι εκλογές του 2019 που έφεραν στην εξουσία τον Ζελένσκι, διεξήχθησαν σε περιβάλλον αγριοτήτων ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους.

Αν ισχύουν και τα μεν και τα δε, πώς ορίζεται μια προοδευτική στάση στο ζήτημα του πολέμου της Ουκρανίας; 

Η εύκολη λύση που επιλέγεται από πλευρές της Αριστεράς στη χώρα μας είναι η παραλλαγή του παλιού συνθήματος στη νέα του εκδοχή: Πούτιν και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Λέμε στη χώρα μας, γιατί στη μεν Δύση η Αριστερά ανεμίζει Ουκρανικές σημαίες και βουλιάζει μέχρι το μεδούλι στην αντιρωσική υστερία, δίνοντας διαπιστευτήρια στην αστική τάξη, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο, χώρες και κινήματα που έχουν υποστεί την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, δεν τηρούν πολιτική ίσων αποστάσεων. 

Οι ίσες αποστάσεις στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι λάθος θέση. 

Ο κίνδυνος για την Αριστερά, τουλάχιστον στη χώρα μας, δεν είναι να ταυτιστεί με τον Πούτιν, αλλά να αφήσει περιθώριο στον κύριο και πιο επικίνδυνο αντίπαλο, στο ΝΑΤΟ και στους επιθετικούς του σχεδιασμούς. Άλλωστε, η “ειρήνη” μετασχηματίστηκε ήδη σε στρατιωτική εμπλοκή της ΕΕ και της χώρας μας στον πόλεμο. 

Η θεολογικού τύπου “σωστή” και “αμόλυντη” πολιτική των ίσων αποστάσεων, φαντασιώνονται ορισμένοι, ότι είναι συνεπής με τον μπολσεβικισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Το εντελώς ανάποδο. 

Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από το κόμμα και το κίνημα που πριν από 100 χρόνια έσπασε τον πάγο και χάραξε το δρόμο για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, είναι η πολιτική επιμονή στο πώς ο αντίπαλος μπορεί να ηττηθεί. Είναι η απόλυτη προτεραιότητα στο πού και πώς κατευθύνονται τα χτυπήματα. Είναι η αποφασιστική επίλυση του κρίσιμου κάθε φορά κρίκου. Είναι η αυστηρή ιεράρχηση, πολλές φορές με απόλυτο τρόπο, των καθηκόντων. Είναι η κυριαρχία της επαναστατικής βούλησης έναντι των θεωρητικών σχημάτων. Είναι τέλος η απόφαση να λερώνεις τα χέρια, έχοντας καθαρό μυαλό και αδιαπραγμάτευτη στρατηγική.

Η στάση του λενινισμού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν προκύπτει από τη θεωρητική λατρεία των ορισμών του ιμπεριαλισμού, ούτε από το μαθηματικό τυπολόγιο της σωστής μαρξιστικής στάσης απέναντι στους διαφόρους πολέμους. Προκύπτει από την επαναστατική πεποίθηση ότι πρέπει να γίνει αυτό ακριβώς που θα δώσει χώρο στην ανάδυση ενός νέου υποκειμένου. Στην πορεία άλλωστε, ο ένας ιμπεριαλισμός χρησιμοποιήθηκε εναντίον του άλλου, οι αντιθέσεις χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για να εδραιωθεί η νέα εξουσία, συνθήκες “προδοτικές” υπογράφηκαν γιατί οι προτεραιότητες το απαιτούσαν, επίπονες και με κόστος αποφάσεις πάρθηκαν, κόντρα στην “επαναστατική καθαρότητα”.

Σήμερα δεν έχουμε ούτε Λένιν, ούτε λενινισμό. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε κομμουνιστικό κίνημα, παρά τις σημαίες και τα σύμβολα. Άρα η επαναφορά τσιτάτων είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση δεν βοηθά. Βοηθά όμως η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και η όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη εκτίμηση για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα κάτω από κάθε ενδεχόμενο. 

Πώς θα ήταν για παράδειγμα η επόμενη ημέρα αν η Δύση επιβεβαίωνε ότι μπορεί να οργανώνει πραξικοπήματα, να εξολοθρεύει αντιπάλους στο εσωτερικό χωρών, να εκκαθαρίζει διαφωνούντες, να οργανώνει διωγμούς με στοιχεία εθνοκάθαρσης και να μεταστρέφει τον προσανατολισμό κρατών ολόκληρων, με δόλια μέσα;

Πώς θα είναι η επόμενη μέρα αν το ΝΑΤΟ βγει νικητής στον πόλεμο της Ουκρανίας; Πράγμα στρατιωτικά δύσκολο στο βαθμό που δεν εμπλέκεται με δικό του στρατό, αλλά πολιτικά όχι, καθώς η αντιρωσική υστερία διαμορφώνει τη συνείδηση των λαών της Ευρώπης και η οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση φτάνει σε πρωτοφανή επίπεδα. 

Ποιος λαός και ποιο κίνημα θα τολμήσει να αντισταθεί σε δυτικά πραξικοπήματα αν τους περιμένει η μοίρα των δολοφονημένων της Οδησσού και των ξεριζωμένων του Ντονμπάς;

Ποια χώρα θα τολμήσει να σηκώσει ανάστημα στον οδοστρωτήρα της Νατοϊκής πολεμικής μηχανής αν η Ρωσία (δεύτερη στρατιωτική και πυρηνική δύναμη στον κόσμο) δεν καταφέρει να αποτρέψει μια υπαρκτή απειλή στα σύνορά της;

Ή δεν μας ενδιαφέρει τι αποτέλεσμα θα έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία στην αμερικανική επιθετικότητα απέναντι στην Κούβα, στη Βενεζουέλα, ή σε οποιαδήποτε χώρα διανοηθεί να αμφισβητήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ;

Υπάρχουν στιγμές και εποχές που η σωστή θέση δεν είναι δημοφιλής. 

Στον αντιρωσικό παροξυσμό των ημερών, στην πρωτοφανή επιθετικότητα της Δύσης και του ΝΑΤΟ, στην υστερία που κυριαρχεί στο ελληνικό πολιτικό τοπίο, η μη τήρηση ίσων αποστάσεων είναι αναμφισβήτητα δύσκολη άσκηση πολιτικής. Την κάνει δυσκολότερη η φύση της Ρωσίας, της ηγεσίας Πούτιν, ή ακόμα και οι ντόπιοι ακροδεξιοί, παραθρησκευτικοί και συνωμοσιολόγοι θαυμαστές του. 

Όμως η στάση της Αριστεράς πρέπει να εξακολουθήσει να καθορίζεται από την επιμονή να βρεθεί ο δρόμος να αποδυναμωθεί ο αντίπαλος, να αποτραπεί η καταθλιπτική κυριαρχία του ευρωατλαντικού μονόδρομου, να μη βαρύνει περισσότερο η ταφόπλακα που βαραίνει πάνω από το κίνημα της κοινωνικής ανατροπής.

Αυτό το κίνημα δεν έχει τίποτα κοινό με τη Ρωσία και την αντιδραστική ηγεσία της, αλλά έχει πολλά να χάσει από μια ακόμα φαντασμαγορική νίκη του “ελεύθερου κόσμου” έναντι της “αυτοκρατορίας του κακού”.

8 θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Η ρωσική επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου προκαλεί δικαιολογημένα σύγχυση και ερωτηματικά, όχι φυσικά για τον όλεθρο του πολέμου ή για την αξία της ειρήνης, αλλά για τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Αριστερά, το προοδευτικό και δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς. Σε αυτήν την προσπάθεια, έχει τεράστια αξία η επιμονή σε ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια που οφείλει κανείς να έχει, αν τοποθετείται από την πλευρά του κινήματος ανατροπής, και όχι απλώς συναισθηματικά, αφηρημένα ή στρογγυλεμένα.

Θέση πρώτη: Δεν μπορούν σήμερα να μιλούν για ειρήνη όσοι άργησαν επτά χρόνια να καταλάβουν ότι γίνεται πόλεμος.

Η ρωσική επίθεση είναι ένας αναβαθμισμένος κρίκος στην αλυσίδα συγκρούσεων και αναταραχών που ξεκινά τουλάχιστον από το 2014 με την ανατροπή της φιλορωσικής κυβέρνησης του Γιανουκόβιτς και συνεχίζεται ως σήμερα. Από τότε, 14.000 περίπου άνθρωποι (άμαχοι και όχι στρατιώτες), έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν ή ξεσπιτώθηκαν, εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν, αντιφασίστες δολοφονήθηκαν, συνδικαλιστές κάηκαν ζωντανοί. Μόλις τρεις μέρες πριν, περιοχές της Ουκρανίας βομβαρδίζονταν από το ουκρανικό κράτος.

Τα θύματα της προηγούμενης περιόδου, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας, με θύτες το καθεστώς του Κιέβου, αλλά και τις ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που έχουν σήμα τη σβάστικα και ανεμίζουν τη νατοϊκή σημαία. Η παρατεταμένη και διαρκής επίθεση σε τμήμα του ουκρανικού λαού είχε εθνικό (στοιχεία εθνοκάθαρσης) αλλά και πολιτικό – ιδεολογικό (ακροδεξιό, φιλοναζιστικό) χαρακτήρα. Η διαδικασία που θα μπορούσε να αποσοβήσει την περαιτέρω όξυνση της κρίσης (Συμφωνία του Μινσκ) τινάχτηκε στον αέρα, πρώτα και κύρια από την ίδια την ουκρανική κυβέρνηση.

Τα παραπάνω δεν συνιστούν φιλορωσική ανάγνωση της πρόσφατης ουκρανικής ιστορίας αλλά μάλλον κοινός τόπος για όσους θέλουν να είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Σήμερα, κατόπιν εορτής, ακόμα και οι πλέον φιλοδυτικοί θα παραδεχτούν ότι “το Κίεβο το παράκανε”.

Επομένως η ρωσική επίθεση δεν διεξάγεται σε κενό ιστορίας, αποτελεί έναν αναβαθμισμένο στρατιωτικά κρίκο, σε μια ήδη υπάρχουσα αλυσίδα συγκρούσεων. Οι θάνατοι, ο ξεριζωμός πληθυσμών, οι βομβαρδισμοί περιοχών, ο όλεθρος και η καταστροφή δεν εμφανίστηκαν στην Ουκρανία το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της είναι καθημερινό καθεστώς, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη τάξη μεγέθους, τα τελευταία επτά χρόνια.

Θέση δεύτερη: Η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, ήταν αντικειμενικά μια επιθετική πράξη εναντίον της Ρωσίας.

Το διακύβευμα της ουκρανικής κρίσης δεν είναι μόνο, ή κυρίως, η εσωτερική σύγκρουση. Δεν εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία απλώς για να προστατεύσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς, ούτε για να τιμωρήσει τους ακροδεξιούς που αιματοκύλισαν την Οδησσό. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας.

Τη δεκαετία του 90 η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε αναπόφευκτα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με ρητό αντάλλαγμα τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Πριν περάσουν δέκα χρόνια, από το 1999, το ΝΑΤΟ άλλαξε στρατηγική, αποφασίζοντας τη διεύρυνσή του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με ειδική προτίμηση την ενσωμάτωση πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, περικυκλώνοντας τη Ρωσία. Βαλτικές δημοκρατίες, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, έγιναν μια περίκλειστη ζώνη με τις βάσεις και τους πυραύλους των ΗΠΑ να σφίγγουν απειλητικά τον κλοιό.

Αυτή η ασύδοτη επέκταση, πέρα από κάθε καταστατικό λόγο ύπαρξης του ίδιου του ΝΑΤΟ, αλλά και ενάντια στις συμφωνίες της προηγούμενης δεκαετίας (μέχρι το 2000 συζητούνταν και η ένταξη της ίδιας της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ), δεν ήταν αρκετή. Ο κλοιός έπρεπε να σφίξει περισσότερο. Η ίδια η εκλογή Μπάιντεν σηματοδότησε ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα ρίξει το βάρος της εναντίον της Ρωσίας. Έκλεισε η περίοδος Τραμπ που πριμοδότησε την αντιπαλότητα με την Κίνα στο πλαίσιο της υπεράσπισης των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Η μετασοβιετική Ρωσία παρέμενε επί δεκαετίες ως η διάδοχη “αυτοκρατορία του κακού” για τις ΗΠΑ και τη δυτική προπαγάνδα, βλέποντας τη βορειοατλαντική συμμαχία όχι απλώς να την αναγάγει στον νούμερο ένα εχθρό της, αλλά να παίρνει θέσεις, να στήνει βάσεις, αντιαεροπορικά συστήματα, πυραυλικές εγκαταστάσεις γύρω από τα σύνορά της, ενσωματώνοντας σιγά σιγά τη μία χώρα μετά την άλλη, με κορυφαίο πετράδι στο στέμμα της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ την Ουκρανία.

Ωστόσο η Ρωσία του 2020 δεν είναι η Ρωσία του 1998. Η καπιταλιστική της τάξη έχει ανασυγκροτηθεί, το πολιτικό της προσωπικό δεν θυμίζει πλέον τσίρκο (με μόνιμα μεθυσμένο τσιρκολάνο), οι ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη την ισχυροποίησαν, ενώ σε κάθε περίπτωση παραμένει μια στρατιωτική υπερδύναμη με πυρηνικό οπλοστάσιο. Η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ, οι εσωτερικές αντιφάσεις της αμερικανικής υπερδύναμης, η ανάδυση της Κίνας, η κρίση της Ε.Ε., δίνουν χώρο και αυξάνουν την αυτοπεποίθηση στη Ρωσία. Από την κρίση του 2014 και μετά, θωρακίζεται ξέροντας ότι οι κυρώσεις εναντίον της θα είναι στην ημερήσια διάταξη του ευρωατλαντικού άξονα.

Θέση τρίτη: Το ΝΑΤΟ είναι ο εμπρηστής του πολέμου.

Κάθε δράση φέρνει αντίδραση. Πώς περιμένει κανείς να αντιδράσει η Ρωσία όταν ξετυλίγεται μια ακόμα πράξη της Νατοϊκής επέκτασης; Τι εκτιμά κανείς ότι θα γίνει ανάμεσα σε μια Ρωσία που είναι διατεθειμένη να πληρώσει βαρύ τίμημα για να σταματήσει η ασφυκτική της περικύκλωση, και στις ΗΠΑ, που επιθυμούν μεν την περικύκλωσή της, βάζοντας όμως ξένο κεφάλι στον ντορβά; Η οργάνωση του Μεϊντάν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ήταν η πρώτη πράξη της σύγκρουσης, τα πογκρόμ στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η κλιμάκωση, και η ένταξη στο ΝΑΤΟ με τον εξοπλισμό μιας -ανοιχτά εχθρικής πλέον προς τη Ρωσία- Ουκρανίας, η κορύφωση.

Όταν μια στρατιωτική υπερδύναμη απειλείται από μια άλλη, θα αντιδράσει. Όταν βγάλει το πιστόλι στο τραπέζι, έχει αποφασίσει ότι θα το χρησιμοποιήσει. Έχοντας προετοιμαστεί για αυτό επί χρόνια. Η Ρωσία αποφάσισε ότι ήταν σε θέση να πληρώσει υψηλό τίμημα για να αποτρέψει την ολοκληρωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ και την οριστική ένταξη της Ουκρανίας στο αντιρωσικό στρατόπεδο. Τίμημα πολύ μεγαλύτερο από τις κυρώσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, αν και αυτό μένει να κριθεί τους επόμενους μήνες.

Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, φταίει η Ρωσία που αντιδρά αλλά όχι το ΝΑΤΟ που περικυκλώνει; Φταίει η Ρωσία που επεμβαίνει στρατιωτικά αλλά όχι η ευρωατλαντικού (και ακροδεξιού) προσανατολισμού ηγεσία του Κιέβου που προκάλεσε εκατόμβες με πολλαπλάσιο αριθμό δολοφονημένων, εκτοπισμένων, βασανισμένων και τρομοκρατημένων αμάχων; Φταίνε και οι δύο; Και αν ναι, δεν υπάρχει καμιά διαφορά;

Όσοι θέτουν εκ του ασφαλούς το ερώτημα αν έχει ή όχι δικαίωμα η Ουκρανία να μπει στο ΝΑΤΟ και να διαλέγει τους συμμάχους της, έχουν καταπιεί αμάσητο το ερώτημα αν είναι λογικό να υπάρχει το ΝΑΤΟ, όταν έχουν εκλείψει οι λόγοι ύπαρξής του. Ακόμα περισσότερο δεν απαντούν αν είναι θεμιτό, ηθικό, λελογισμένο και σε ειρηνική κατεύθυνση να περικυκλώνεται ασφυκτικά μια πυρηνική υπερδύναμη, η οποία μάλιστα έχει δαιμονοποιηθεί με κάθε πιθανό τρόπο.

Θέση τέταρτη: Η ουκρανική κυβέρνηση αποδείχθηκε ο χρήσιμος ηλίθιος, δείχνοντας τι σημαίνει να είσαι δεδομένος και πάντα πρόθυμος

Η στάση της Δύσης μετά τη ρωσική επίθεση αφήνει την ουκρανική κυβέρνηση ξεκρέμαστη. Τη χρησιμοποίησε για την Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, της έδωσε διαβεβαιώσεις, χάιδεψε τα ναζιστικά παραστρατιωτικά τάγματα, γέλασε κάτω από τα μουστάκια της με τα πογκρόμ ενάντια στους αντιφασίστες και τους αντιφρονούντες, χάρηκε βλέποντας τη Συμφωνία του Μινσκ να καταρρέει, ενίσχυσε στρατιωτικά την Ουκρανία για να εκκαθαρίσει τις ανατολικές ρωσόφωνες περιοχές της, τη διαβεβαίωσε ότι θα σταθεί δίπλα της, αρκεί το Κίεβο να μείνει πιστό στις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα.

Και όταν η Ρωσία επιτέθηκε, έκανε δηλώσεις συμπαράστασης, ξεκίνησε μαραθώνιο αναζήτησης “κυρώσεων” (αμφίβολης αποτελεσματικότητας μιας και η Μόσχα από το 2014 και μετά επιχείρησε να προετοιμαστεί απέναντι σε ένα τέτοιο εξαιρετικά αναμενόμενο μέτρο της Δύσης), και διαβεβαίωσε ότι …το ΝΑΤΟ δεν θα στείλει στρατό στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Κιέβου έβγαλε τη βρώμικη δουλειά με τη συναίνεση, συμπαράσταση και καθοδήγηση της Δύσης αλλά όταν ήρθαν τα δύσκολα, έμεινε μόνο του. Άλλωστε ακόμα και αν η Ρωσία ρίσκαρε πυρηνικό επεισόδιο για να εξασφαλίσει τον “ζωτικό της χώρο” ή έστω ζώνη ασφαλείας, η Δύση δεν θα ρίσκαρε κάτι αντίστοιχο για να της τα στερήσει.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η Ελλάδα μπορεί να έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική δύναμη από την Ουκρανία και η Τουρκία πολύ μικρότερη από τη Ρωσία, αλλά οι διαβεβαιώσεις των ευρωατλαντιστών στη χώρα μας ότι οι ΗΠΑ θα μας προστατεύσουν απέναντι στον Ερντογάν και στις επιδιώξεις του, γιατί είμαστε οι πιο πιστοί, δεδομένοι και πρόθυμοι σύμμαχοί τους, είναι θεωρία που χρεοκόπησε σε ζωντανή μετάδοση σε όλο τον κόσμο.

Θέση πέμπτη: Οι ίσες αποστάσεις δεν είναι ποτέ ίσες. Ευνοούν αυτόν που σήμερα είναι δυνατότερος.

Αν συμφωνήσουμε ότι η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ως πρόσχημα την ασφάλεια των ρωσόφωνων ή την αποκατάσταση της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα του Κιέβου στο Ντονμπάς και στην Οδησσό, θα αναγνωρίσουμε ως πραγματική αιτία της εισβολής την αποφυγή της περικύκλωσής της από το ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία προφανώς δεν είναι ανθρωπιστική επέμβαση. Ούτε εμπίπτει στην λενινιστική κατηγορία των “δίκαιων πολέμων”, έστω και αν η εκκαθάριση ρωσόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας, δίνει άφθονα επιχειρήματα στη Ρωσία. Το να διατηρεί όμως μια ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Ρωσία, με ένα αντιδραστικό καθεστώς όπως αυτό του Πούτιν, ένα ζωτικό χώρο ασφάλειας γύρω από τα σύνορά της (με όλο το αποκρουστικό ιστορικό φορτίο του όρου), δεν συνιστά ηθική δικαιολογία για πόλεμο, ούτε μπορεί να συγκινήσει τους προοδευτικούς ανθρώπους και το αριστερό κίνημα.

Η Ουκρανία μπορεί να είναι το θέατρο των επιχειρήσεων της αντιπαράθεσης, η σύγκρουση όμως περιλαμβάνει πολύ περισσότερα.

Αν από τη μια έχουμε τη Ρωσία που αποφεύγει την περικύκλωσή της και δημιουργεί ζωτικό χώρο γύρω από τα σύνορά της, από την άλλη, δεν έχουμε απλώς τον ακροδεξιό γελωτοποιό του Κιέβου και τις παραστρατιωτικές συμμορίες των Ουκρανών ναζί. Έχουμε το σχέδιο της Δύσης να κυριαρχήσει καθολικά, να στριμώξει τον πυρηνικό ανταγωνιστή της, να καταστήσει το ΝΑΤΟ μια απέραντη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, να επιβάλει δηλαδή έναν καταθλιπτικό μονόδρομο χωρίς εναλλακτική. Αυτή η απαίτηση, η φιλοδοξία, ή το σχέδιο “καθολικής κυριαρχίας” εξελίσσεται μάλιστα σε μια εποχή που αναδύονται αντικειμενικά περισσότεροι πόλοι παγκόσμιας ηγεμονίας και όχι μόνο ένας.

Η απαίτηση καθολικής κυριαρχίας και ασύδοτης επέκτασης του ΝΑΤΟ προχώρησε και επιβλήθηκε και όχι μόνο “ειρηνικά”, με πολιτικές αλλαγές, με διαδηλώσεις (ή πραξικοπήματα) και με εκλογές. Προχώρησε και με διώξεις, και με πογκρόμ, και με σφαγές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα “τετελεσμένα” της Νατοϊκής επέκτασης είναι λογικό (ή ακόμα και δίκαιο) να “παγιώνονται” με μια ματωμένη ειρήνη εις το διηνεκές. Σαν κι αυτή που υπήρχε πριν τη ρωσική επίθεση. Το δίλημμα είναι κυνικό, αλλά είναι πραγματικό δίλημμα: Ματωμένη ειρήνη με πολλαπλάσια θύματα, παγιώνοντας τα αμερικανικά συμφέροντα, ή ρωσικός πόλεμος;

Έτσι ερχόμαστε στο πρόβλημα των ίσων αποστάσεων. Οι ίσες αποστάσεις ποτέ δεν είναι ίσες, γιατί η σύγκρουση δεν αφορά απλώς δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συγκρούονται η μία με την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που έχει φτάσει έξω από τα σύνορα μιας υποδεέστερης οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά δεύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης, με τη δεύτερη να αναζητά συνθήκες ασφαλείας και ζώνες ζωτικού χώρου. Η καταδίκη της ρωσικής επέμβασης σημαίνει αποδοχή των τετελεσμένων που έφερε το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Θέση λογική για την ελληνική αστική τάξη, αλλά καθόλου λογική για την ελληνική Αριστερά.

Ίσες αποστάσεις στην πραγματική ζωή σπάνια υπάρχουν. Η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας δεν έχει πολλά κοινά με τη σύγκρουση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για να αντιγράφουμε τα τσιτάτα του 1915. Είναι ένα πράγμα να μην προσχωρείς σε κανένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (θέση που ισχύει με απόλυτο τρόπο και τότε και σήμερα), και άλλο πράγμα να αξιολογείς με τον ίδιο τρόπο, την απάντηση του στριμωγμένου ρωσικού ιμπεριαλισμού, με την ασυδοσία και την επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίδια ιεράρχηση και ίσες αποστάσεις ευνοούν αυτόν που έχει το πάνω χέρι στη σύγκρουση. Και αυτός, εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον, είναι σαφώς η Δύση. Ας μην κάνουμε επίκληση ούτε στον αριθμό και τις θέσεις των αμερικανικών βάσεων στον πλανήτη, ούτε στην εγκληματική ιστορία του ΝΑΤΟ. Ούτε ζητάμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν η Ρωσία ή η Κίνα έστηνε βάσεις στη μεξικανική μεθόριο με τις ΗΠΑ. Κάνουμε απλώς επίκληση στην κοινή λογική.

Θέση έκτη: Να ηττηθεί το σχέδιο του πιο επικίνδυνου εχθρού της ειρήνης. Έστω κι αν ηττηθεί από κάποιον που δεν είναι φίλος μας.

Η ρωσική επίθεση, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η πρώτη φορά που μπλοκάρει τη Νατοϊκή ασυδοσία, μετά από τριάντα χρόνια. Μπορεί να μην μας αρέσει αυτός που το κάνει, αλλά η πραγματικότητα δεν κινείται με βάση τις επιθυμίες μας. Δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο να σταματήσει τον ιμπεριαλιστικό όλεθρο και ταυτόχρονα να ανοίξει δρόμο στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η τοποθέτησή μας γίνεται με βάση την πραγματικότητα.

Αν το ΝΑΤΟ είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός της ειρήνης, αν είναι μακράν η πιο φονική μηχανή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν έχει καταστρατηγήσει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, αν έχει διαμελίσει χώρες, ανατρέψει κυβερνήσεις, βομβαρδίσει αμάχους, στήσει χούντες και διαλύσει κοινωνίες, δεν είναι θετικό να υποστεί μια ήττα;

Καταλαβαίνουμε να δυσανασχετούν με το πρόσκαιρο έστω μπλοκάρισμα της Νατοϊκής μηχανής όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, από δεξιά ή αριστερή σκοπιά. Δεν καταλαβαίνουμε όμως γιατί πρέπει να δυσανασχετούν με αυτό το ενδεχόμενο, όσοι, επί χρόνια, επί δεκαετίες, θεωρούσαν το ΝΑΤΟ τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ειρήνη, τη μεγαλύτερη απειλή για τους λαούς και τα απελευθερωτικά τους κινήματα.

Με τη ρωσική επίθεση μπήκε φρένο σε μια επιλογή (διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη και περικύκλωση της Ρωσίας), που πίσω της στοιχήθηκε η ευρωατλαντική ηγεσία. Και ένα σύνολο χωρών βλέπει ότι οι αμερικανοΝατοϊκοί σχεδιασμοί δεν είναι αήττητοι, ούτε οι επιδιώξεις της Ουάσιγκτον αναπόφευκτες. Φυσικά αυτό είναι απλώς αναγκαία και καθόλου ικανή συνθήκη για την ανάταξη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό.

Δεν είναι σημαντικό, τουλάχιστον για δυνάμεις που αναφέρονται στο μαρξισμό (και ακόμα περισσότερο στο λενινισμό) να αξιολογήσουν ως σημαντική την υποχώρηση του πιο επικίνδυνου εχθρού των λαών, της ελευθερίας τους και της ανεξαρτησίας τους, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού; Δεν έχει σημασία να φάει χαστούκι η μηχανή παραγωγής ακροδεξιών, νεοναζιστικών μορφωμάτων στην Ανατολική Ευρώπη που ανεμίζουν τις σημαίες της Ε.Ε. και ζητούν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ;

Δεν είναι βαθιά πολιτικό και εντελώς λενινιστικό να επιδιώκεις να αποδυναμώνεται ο κάθε φορά ισχυρότερος αντίπαλος των λαών και των εργαζόμενων τάξεων, ακόμα και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν προέρχεται από εσένα;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σημαντικό επεισόδιο στην πορεία μετασχηματισμού του κόσμου του εικοστού αιώνα που κληρονόμησε ο εικοστός πρώτος: Από έναν πλανήτη με έναν και μοναδικό κυρίαρχο, τις ΗΠΑ, σε μια πολυπολική κατάσταση, όπου αναδύονται και άλλοι ισχυροί παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο και σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, με αυξημένες αντιθέσεις και διαφορετικά συμφέροντα.

Οι λαοί όλου του κόσμου και οι εργαζόμενες τάξεις έχουν να κερδίσουν περισσότερα από έναν μονοπολικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο μονόδρομος, ή από έναν πολυπολικό κόσμο, έστω και με αντιτιθέμενες αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπου μπορούν όμως οι αντιθέσεις τους να δώσουν χώρο και ανάσες στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης;

Η σύγχυση στην Αριστερά περισσεύει κι ο καθένας να ανασύρει από τους κλασσικούς αυτό που τον βολεύει, αλλά ο μαρξισμός δεν έχει καμιά σχέση με το να κρατάς απολύτως ίσες αποστάσεις από τα ξένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λες και κάνεις ασκήσεις στο χαρτί. Το εντελώς ανάποδο. Προτιμά την αποδυνάμωση του πιο επικίνδυνου κάθε φορά για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις αντιπάλου, έστω και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν γίνεται από μια δύναμη κομμουνιστική ή προοδευτική, αλλά από μια δύναμη αντιδραστική και ιμπεριαλιστική. Οι λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του κινήματος γράφτηκαν όταν οι κομμουνιστές αποφάσισαν ότι δεν θα βγάζουν μεζούρα να μετρούν ίσες αποστάσεις στις ανακοινώσεις τους, αλλά να εκμεταλλευτούν κάθε ρωγμή στο αντίπαλο στρατόπεδο αποδυναμώνοντας τον πιο επικίνδυνο κάθε φορά αντίπαλο. Αυτό απέχει παρασάγγας από την ευκολία “ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τον Πούτιν” και φυσικά δεν οδηγεί σε στράτευση υπό το Κρεμλίνο.

Αν αυτά είναι ψιλά γράμματα στρατηγικής, αξίζει να πάμε ένα βήμα παραπάνω: Πώς φαντάζεται κανείς ότι θα διαλυθεί το ΝΑΤΟ (θέση ελπίζουμε ακόμα κοινή – και όχι υπό αναίρεση) στην κομμουνιστική Αριστερά; Πώς μπορεί να διαλυθεί ως δια μαγείας (και μόνο υπό τα χτυπήματα του κομμουνιστικού κινήματος), χωρίς ήττες και γρατσουνιές, χωρίς κρίσεις και υποχωρήσεις στον ανταγωνισμό του με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί μόνο μετά από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, ή είναι πολιτικός στόχος με αξία στο σήμερα και στο αύριο;

Θέση έβδομη: Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – ή αλλιώς: η ιστορία διαμορφώνεται από τους συσχετισμούς δύναμης.

Η ειρήνη είναι αξία ανεκτίμητη αλλά υπάρχει η ειρήνη που σταματά τους πολεμοκάπηλους, τους εμπρηστές, τους επικίνδυνους για τη ζωή και τον ανθρώπινο πολιτισμό και η ειρήνη που παγιώνει τετελεσμένα και συσχετισμούς που επιβλήθηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο. Η ιστορία του αριστερού κινήματος ταυτίστηκε με τον φιλειρηνισμό και την αποπυρηνικοποίηση κατά τον 20ο αιώνα, όταν οι Αμερικάνοι έστηναν παντού επεμβάσεις ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά και προοδευτικά κινήματα και απειλούσαν με την πυρηνική τους υπεροπλία. Τότε, οι αγωνιστές της ειρήνης ήταν ταυτόχρονα “πράκτορες της Μόσχας” για το δυτικό μηχανισμό προπαγάνδας.

Με πλήρη γνώση ότι δεν θα γίνουμε δημοφιλείς, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι υπάρχει και η άδικη ειρήνη, η ειρήνη που υπογράφεται μετά από μια επιθετική επέμβαση, η ειρήνη που κατοχυρώνει έναν άδικο συσχετισμό, η ειρήνη που υπάρχει μόνο για να προκαλέσει έναν μεγαλύτερο πόλεμο, η ειρήνη που έχει περισσότερα θύματα, νεκρούς και ξεριζωμένους από έναν “κανονικό” πόλεμο. Ο εικοστός αιώνας είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα.

Όσοι σήμερα φωνάζουν υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία, το 1963 στην κρίση της Κούβας θα φώναζαν υπέρ της ειρήνης; Θα κατηγορούσαν τον Κένεντι ως παράφρονα που απειλεί με πυρηνικό πόλεμο γιατί η Κούβα – μια ανεξάρτητη χώρα – αποφάσισε να εξοπλιστεί με σοβιετικούς πυραύλους; Ή μήπως θα δικαιολογούσαν την πυρηνική απειλή των ΗΠΑ λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρχουν πυρηνικές κεφαλές των σοβιετικών σε απόσταση αναπνοής από αμερικανικό έδαφος; Φυσικά, ισχύει και το ανάποδο.

Το αίτημα της ειρήνης εκφράζει πάντα έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο πασιφισμός, με την έννοια της επίκλησης της αξίας της ειρήνης σε ένα κόσμο που σφαδάζεται από συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, παραβλέπει ότι οποιαδήποτε ειρήνη αποτυπώνει ένα συσχετισμό δύναμης. Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτόν ακριβώς το συσχετισμό δύναμης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθεί για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις.

Θέση όγδοη: Είναι ζήτημα επιβίωσης να συγκροτήσουν οι λαοί το δικό τους στρατόπεδο

Από τη σύγκρουση στην Ουκρανία απουσιάζει η ανεξάρτητη και αυτοτελής φωνή των λαών και των συμφερόντων τους. Αλλά όχι μόνο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο κόσμος, από το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα και μετά, καθορίζεται αρνητικά από την εκκωφαντική απουσία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν νιώθουν καμιά απειλή για την ύπαρξή τους, παρά μόνο εγγενείς αντιφάσεις, ενδογενείς κρίσεις και εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Ο αντιπολεμικός και αντιμπεριαλιστικός χώρος σήμερα έχει σημασία να συγκροτηθεί ως αποτρεπτικό πολιτικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο και τις πολιτικές που τον προκαλούν. Αυτή είναι η μόνη εγγύηση ότι η φωνή των λαών θα βρει την αυτοτελή της έκφραση και θα βαδίσει στο δρόμο της κοινωνικής ανατροπής.

Η ιστορία, σε τελική ανάλυση και στη μεγάλη της κλίμακα, εξακολουθεί να γράφεται από την ταξική πάλη σε όλη την πολυπλοκότητα των εκφράσεών της. Η υποχώρησή της δημιουργεί όρια, σύγχυση, αποπροσανατολισμό. Γεννά απολίτικες συμπεριφορές, αναζήτηση καθαρών λύσεων, απόσυρση από το πεδίο της καθημερινής πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού εθνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η κομμουνιστική Αριστερά παραμένει αποσυγκροτημένη και σε αδυναμία, παλινδρομεί ανάμεσα στο φιλελευθερισμό των ατομικών δικαιωμάτων και την επαναστατική φλυαρία, αδυνατεί να λερώσει τα χέρια της και να καθαρίσει την οπτική της.

Η συγκρότηση της αυτοτελούς φωνής του λαϊκού στρατοπέδου, είναι προϋπόθεση για την επιβίωση, ανεξάρτητα από τις στροφές στις διεθνείς εξελίξεις και στο συσχετισμό δύναμης που αφορούν τους αντικειμενικούς όρους της ταξικής πάλης. Ανεξάρτητα από το αν η ρωσική επίθεση καθυστερήσει, μπλοκάρει, (ή ανάποδα επιταχύνει), τα Νατοϊκά σχέδια, η ήττα του ιμπεριαλισμού είναι υπόθεση του ανεξάρτητου κινήματος των λαών που στις σημαίες του θα γράφει το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης.