Άρθρα

Σουδάν: Επιχείρηση επιστροφής στην αφρικανική προϊστορία

Σουδάν: Επιχείρηση επιστροφής στην αφρικανική προϊστορία Αν πήγε τόσο καλά στην Λιβύη (ανατρέποντας τον Καντάφι κι ένα επιτυχημένο πείραμα ευημερίας στην Αφρική), στο Ιράκ (ακυρώνοντας τα συμβόλαια εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με ανταγωνίστριες χώρες) και στη Συρία (μετατρέποντας σε αμμοχάλικο μια χώρα εμπόδιο στην Pax Americana) γιατί να μην επιχειρηθεί το ίδιο και στο Σουδάν; από το […]

Με το ΚΚ Κούβας ή με το ΚΚ Ελλάδος θα πάμε στον πόλεμο;

*Ότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένα ως παράθεμα, και δεν περικλείεται σε εισαγωγικά, αποτελεί – προφανώς – προσωπική άποψη ή/και ερμηνεία. Το ίδιο προσωπικοί είναι και οι διάφοροι τονισμοί στα παραθέματα με έντονα γράμματα.

Ο Λένιν:

  1. …για το ποιες είναι οι «μεγάλες» ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, πως να τις εντοπίζουμε σε κάθε ιστορική εποχή, αλλά και τον σοσιαλσωβινισμό:

[…] αν όλοι οι σοσιαλιστές των ‘μεγάλων’ Δυνάμεων, δηλαδή των Δυνάμεων που διαπράττουν μεγάλες ληστείες, δεν υπερασπίζουν αυτό το ίδιο δικαίωμα [σημ ΔΠ, της αυτοδιάθεσης] προκειμένου για τις αποικίες, αυτό γίνεται ακριβώς γιατί και μόνο γιατί στην πραγματικότητα είναι ιμπεριαλιστές και όχι σοσιαλιστές.[1]

  1. …για την πόλωση των λαών από τη μια σε εργατική αριστοκρατία και μικροαστισμό, και από την άλλη σε υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, στη βάση της ιμπεριαλιστικής ληστείας και των μονοπωλιακών υπερκερδών:

Σημασία δεν έχει αν πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση θα απελευθερωθεί το 1/50 ή το 1/100 των μικρών εθνών, σημασία έχει ότι στην ιμπεριαλιστική εποχή, εξαιτίας αντικειμενικών αιτιών, το προλεταριάτο χωρίστηκε σε δύο διεθνή στρατόπεδα, από τα οποία το ένα έχει διαφθαρεί με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της κεφαλαιοκρατίας των μεγάλων Δυνάμεων – ανάμεσα στ’ άλλα και από τη διπλή ή τριπλή εκμετάλλευση των μικρών εθνών – ενώ το άλλο δεν μπορεί να απελευθερωθεί το ίδιο, χωρίς να απελευθερώσει τα μικρά έθνη, χωρίς να διαπαιδαγωγεί τις μάζες με αντισωβινιστικό πνεύμα […].[2]

Από τη μια μεριά, οι γιγάντιες διαστάσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, που είναι συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια και δημιουργεί ένα αφάνταστα πλατύ και πυκνό δίχτυ σχέσεων και δεσμών, που υποτάσσει στο κεφάλαιο τη μάζα όχι μονάχα των μεσαίων και μικρών, αλλά και των πάρα πολύ μικρών καπιταλιστών και νοικοκυραίων, και από την άλλη, η οξυμένη πάλη με τις άλλες εθνοκρατικές ομάδες των χρηματιστών για το μοίρασμα του κόσμου και για την κυριαρχία πάνω στις άλλες χώρες – όλα αυτά προκαλούν το γενικό πέρασμα όλων των εύπορων τάξεων με το μέρος του ιμπεριαλισμού.[3]

  1. …για την παγκόσμια, διεθνιστική οπτική των κομμουνιστών στα εθνικά, δημοκρατικά ζητήματα και στους εθνικούς ανταγωνισμούς:

Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα μέρος του πανδημοκρατικού (σήμερα: πανσοσιαλιστικού) παγκόσμιου κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται. Μπορεί σε κάποια χώρα το δημοκρατικό κίνημα να είναι απλώς όργανο των κληρικών ή χρηματιστικών μοναρχικών ραδιουργιών των άλλων χωρών· τότε εμείς δεν πρέπει να υποστηρίζουμε αυτό το δοσμένο, συγκεκριμένο κίνημα, θα ήταν όμως γελοίο να πετάξουμε γι’ αυτό το λόγο το σύνθημα της δημοκρατίας από το πρόγραμμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.[4]

  1. …για τον αγώνα των κομμουνιστών για την ήττα του «δικού τους» ιμπεριαλιστή:

Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της.

Αυτό είναι αξίωμα. Και το αξίωμα αυτό το αμφισβητούν μόνο οι συνειδητοί οπαδοί ή οι ανίκανοι υπηρέτες των σοσιαλσοβινιστών.

[…] Επαναστατική δράση, όμως, ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου αλλά και να συμβάλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα.

[…] Επανάσταση σε καιρό πολέμου σημαίνει εμφύλιος πόλεμος, η μετατροπή, όμως του πολέμου των κυβερνήσεων σε εμφύλιο πόλεμο, από το ένα μέρος, διευκολύνεται από τις στρατιωτικές αποτυχίες (από την ‘ήττα΄) των κυβερνήσεων, ενώ, από το άλλο μέρος, είναι αδύνατο, τείνοντας στην πράξη προς μιας τέτοια μετατροπή να μη συμβάλεις έτσι στην ήττα.

[…] Το να παραιτείται κανείς από το σύνθημα της ήττας σημαίνει να μετατρέπει την επαναστατικότητά του σε κούφια φρασεολογία είτε σε καθαρή υποκρισία.

Και με τι μας προτείνουν να αντικαταστήσουμε το ‘σύνθημα’ της ήττας; Με το σύνθημα ‘ούτε νίκη, ούτε ήττα’. […] [5]

  1. Ένα δείγμα από το πως διαπράττεται σήμερα η ιμπεριαλιστική ληστεία, και για το πως μπορεί κάλλιστα να «ανεβαίνει το ΑΕΠ ή το εμπορικό πλεόνασμα» μιας χώρας, και ωστόσο αυτή να ληστεύεται το ίδιο ή και περισσότερο:

Ένα παράδειγμα της παγκοσμιοποιημένης ιεραρχικής εξειδίκευσης που εξετάζεται από τους συγγραφείς των ΔΑΑ (Σ.τ.Μ., Διεθνείς Αλυσίδες Αξίας, Global Value ChainsGVC) […] είναι η σχέση μεταξύ της Apple και των εργολάβων της. Η Apple, με έδρα την Καλιφόρνια, είναι μια μη κατασκευαστική εταιρεία που συχνά κατατάσσεται ως η πιο κερδοφόρα πολυεθνική εταιρεία στον κόσμο. Αναθέτει την άμεση παραγωγή ως επί το πλείστον στη Foxconn, μια γιγαντιαία εταιρεία με έδρα την Ταϊβάν. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα έρευνας για ένα προϊόν της Apple, οι Milberg και Winkler δείχνουν ότι το 2010, η Apple εισήγαγε ολοκληρωμένα iPhones προς 179 δολάρια το καθένα από την Foxconn στην Κίνα και τα πωλούσε προς 600 δολάρια στη λιανική αγορά των ΗΠΑ. Συνολικά οι εξαγωγές iPhone από την Κίνα προς τις ΗΠΑ το 2009 ήταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το εισόδημα που έλαβαν η κινεζική εργασία και το κινεζικό κεφάλαιο από το σύνολο αυτό ήταν μόλις 73,3 εκατομμύρια δολάρια ή 3,6%.

Εξετάζοντας την αντίστοιχη κερδοφορία των δύο εταιρειών, μέχρι το 2014 η Foxconn κέρδισε 3,6 δισ. δολάρια κέρδη για περιουσιακά στοιχεία ύψους 78 δισ. δολαρίων (4,6% απόδοση του ενεργητικού –RoA, Σ.τ.Μ., Return on Assets). Τα κέρδη 37 δισ. δολαρίων της Apple εκείνο το έτος προήλθαν από 207 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία – 18% RoA – τέσσερις φορές υψηλότερο από ό,τι η Foxconn. Η Foxconn απασχολούσε περίπου 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2014, δίνοντάς της κέρδος 2.768 δολάρια ανά εργαζόμενο που απασχολούσε. Οι 80.000 εργαζόμενοι της Apple απέφεραν στην εταιρεία 463.000 δολάρια κέρδος ανά εργαζόμενο, ή περίπου 167 φορές περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κέρδος της εταιρείας ανά εργαζόμενο. Το πολύ διαφορετικό εισόδημα των ίδιων των εργαζομένων της Foxconn και της Apple αντιπροσωπεύει μια ακόμη τεράστια διαφορά.[6]

Ο πόλεμος και η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία μας φέρνει μπροστά στο ενδεχόμενο ενός Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός πολέμου που μέχρι στιγμής εκτυλισσόταν πιο συγκαλυμμένα, «διά αντιπροσώπων», αλλά πλέον αυξάνεται ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε ανοιχτό, ίσως και πυρηνικό, πόλεμο.

Σε κάθε προηγούμενη ανάλογη στιγμή της ιστορίας, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα  (δΚΚ στο εξής) γνώρισε μεγάλες διαμάχες, και διασπάσεις, όπως τη «χρεωκοπία» της Β΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τις ταλαντεύσεις προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες δεν επέτρεψαν το δΚΚ να εμποδίσει αποτελεσματικά την άνοδο του φασισμού/ναζισμού, και των οποίων η διόρθωση οδήγησε τελικά στην ήττα του, και στην εξάπλωση του σοσιαλισμού σε μεγάλο μέρος του κόσμου.

Η σημερινή συγκυρία βρίσκει το δΚΚ σε ιστορική κρίση. Επομένως, δε θα περίμενε κανείς να είναι η κατάσταση καλύτερη. Αυτό φαίνεται με μια ματιά στις ανακοινώσεις των κομμουνιστικών κομμάτων για τον εν εξελίξει πόλεμο. Δεν λείπουν ορισμένες ακραίες φωνές ως προς το μονοδιάστατο ή άνισο της κριτικής έναντι της Ρωσίας, όπως και μερικές αντίθετες, οι οποίες εστιάζουν στο δίκαιο της Ρωσίας ως προς κάποιες από τις πλευρές του πολέμου.

Η πλειοψηφία, ωστόσο, των ανακοινώσεων στην ιστοσελίδα solidnet.org αποτελούν μια παραλλαγή μιας θέσης, η οποία

  • έχει ως κοινό τόπο την ανοιχτή καταδίκη της ρωσικής επέμβασης
  • και την απαίτηση για την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία,
  • και για μια ειρηνική/διπλωματική λύση,
  • ή την αναφορά στη σοσιαλιστική επανάσταση ως μόνη λύση,
  • ενώ διαφέρουν στον βαθμό που αναφέρονται στις ευθύνες του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού για την κλιμάκωση των «ανταγωνισμών», και γενικότερα, στο πως μοιράζουν την ευθύνη αυτή, με την αντίστοιχη του ρωσικού αστικού εθνικισμού.

Άλλοτε το αίτημα της ρωσικής απόσυρσης από την Ουκρανία στέκεται μόνο του, χωρίς αναφορά στους όρους της ειρήνης, στην ουσία στηρίζοντας απροκάλυπτα τη νατοϊκή πλευρά, και άλλοτε έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους προτεινόμενους όρους της ειρήνης, που – τυχαία; – αντιστοιχούν λίγο – πολύ στις ρωσικές αιτιάσεις, κυρίως αυτές για ουδετερότητα της Ουκρανίας και της μη ένταξής της στο ΝΑΤΟ!

Θα χαρακτηρίσουμε αυτή τη θέση ως «κεντριστική», διότι πατάει σε δύο βάρκες:

  • Από τη μια, είναι η βάρκα της πραγματικότητας της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ, των συνεχών πολέμων του ευρωατλανικού ιμπεριαλισμού για την εγκαθίδρυση της «νέας τάξης πραγμάτων» από το 1990 μέχρι σήμερα, αλλά και της ίδιας της πρόσφατης ιστορίας στην Ουκρανία με το πραξικόπημα του 2014, τον πόλεμο και την εθνική καταπίεση εναντίον των ανατολικών – ρωσόφωνων κατά πλειοψηφία – περιοχών, την ενσωμάτωση του ναζισμού ως επίσημη κρατική ιδεολογία και πρακτική των σωμάτων ασφαλείας της χώρας αυτής, την αθέτηση των συμφωνιών του Μινσκ από την ουκρανική πλευρά, ενώ φτάνουν οι θέσεις αυτές να παραδέχονται ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας στρατηγικής περικύκλωσης, περιορισμού ή και ηγεμόνευσης, έως και καθυπόταξης, ή και διαμελισμού των χωρών της Ευρασίας (αρχικά της Ρωσίας, στη συνέχεια του Ιράν, της Συρίας κοκ, με τελικό στόχο την Κίνα).
  • Από την άλλη βάρκα, στο ερώτημα του τελικά «ποιας πολιτικής συνέχεια είναι αυτός ο πόλεμος», που οδηγεί στον χαρακτηρισμό του πολέμου αυτού ως «ιμπεριαλιστικού και άδικου και από τις δύο πλευρές», όλα αυτά ξεχνιούνται, ή χαρακτηρίζονται ως «προσχήματα». Στη θέση τους μπαίνουν άδειες, γενικές φράσεις περί «ενδο-ιμπεριαλιστικών/καπιταλιστικών ανταγωνισμών», «(ξανα)μοιράσματος σφαιρών επιρροής», «σχεδίων αποκατάστασης της ρωσικής αυτοκρατορίας», με αόριστες αναφορές στον πλούτο της Ουκρανίας, ή στον εθνικιστικό λόγο εκπροσώπων της ρωσικής αστικής τάξης. Ακόμη περιμένουμε μια σοβαρή ανάλυση που να καταδεικνύει ποιοι τέτοιοι στόχοι εξηγούν την επιλογή της Ρωσίας για μια τέτοιας έκτασης αντιπαράθεση με όλον τον δυτικό κόσμο, τη διάρρηξη των σχέσεών της με την ΕΕ, την ακύρωση του αγωγού Nord Stream 2 που ήταν έτοιμος να λειτουργήσει, την απομόνωσή της από τις παγκόσμιες αγορές λόγω των κυρώσεων στο βαθμό – βέβαια – που αυτές θα πετύχουν τον σκοπό τους, κοκ…

Πατώντας στις δύο αυτές βάρκες, το τελικό αίτημα ή σύνθημα για την έκβαση ή τερματισμό του πολέμου, ή για τη στάση των κομμουνιστών απέναντί του, πέφτει σε μια θάλασσα αντιφάσεων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια πολιτική που είναι «συμβατή» τελικά με την κυρίαρχη ιδεολογία και τη στρατηγική των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων των χωρών μας, δηλ. των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετικά είναι τα πρακτικά πολιτικά αποτελέσματα καθεμιάς από τις παρακάτω τρεις εναλλακτικές εκδοχές:

  • Η αιτία του πολέμου, η «πολιτική της οποίας αποτελεί συνέχεια ο πόλεμος», είναι η στρατηγική του ευρω-ατλαντικού ιμπεριαλισμού περικύκλωσης, περιορισμού ή και ηγεμόνευσης, έως και καθυπόταξης ή και διαμελισμού των χωρών της Ευρασίας.

Η΄

Η αιτία του πολέμου είναι (εξίσου, ή σε συνδυασμό, ίσως, με την παραπάνω) η προσπάθεια της Ρωσίας να αναδιατάξει/ανακτήσεις σφαίρες επιρροής της, ώστε να αναδειχθεί/επιβεβαιωθεί ως (νέα) ιμπεριαλιστική δύναμη, να καταπιέσει τους Ουκρανούς, και να ληστεύσει τον πλούτο της Ουκρανίας.

  • Οφείλουμε, ως κομμουνιστές, να αγωνιστούμε για την ήττα του «δικού μας» ιμπεριαλιστή, ακολουθώντας την προτροπή του Λένιν (ότι και να είναι/κάνουν οι άλλες δυνάμεις, βλ. παράθεμα 4).

Η΄

«Δε διαλέγουμε ιμπεριαλιστικό πόλο/άξονα ή το ‘μικρότερο κακό’». Δε μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα του πολέμου. Απλά αγωνιζόμαστε ενάντια στον ιμπεριαλιστή που μας έτυχε στα πλαίσια ενός γεωγραφικού/εθνικού καταμερισμού.

  • Δείτε τι κάνουν οι Ρώσοι στους Ουκρανούς (άμαχους), τη βαρβαρότητα του πολέμου που εξαπέλυσαν εναντίον τους (στο οποίο εύκολα η αστική τάξη θα προσθέσει ότι χρειαζόμαστε την προστασία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, πχ., στην Ελλάδα, ενάντια στην αντίστοιχη «βαρβαρότητα» των Τούρκων, που είναι κι αυτοί «ανατολίτες»…).

Η΄

Δείτε τι παθαίνει ένας λαός, όταν ανέχεται μια άκρως εθνικιστική, ή και ναζιστική κυβέρνηση, η οποία τον μετατρέπει σε ΝΑΤΟϊκό προτεκτοράτο, και αιχμή του δόρατος της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής. Να γιατί η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η υποταγή στους σχεδιασμούς του αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο και για τον δικό μας λαό!

Πέρα από το κατά πόσο αντιστοιχεί στην πραγματικότητα η κάθε εναλλακτική εκδοχή, κάτι για το οποίο χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, και όχι αοριστίες, οι πολιτικές διαφορές είναι εμφανείς.

Μάλιστα, ζούμε σε μια εποχή που η κατάσταση του αντιιμπεριαλιστικού, λαϊκού κινήματος στις χώρες μας δεν επιτρέπει προσδοκίες για νίκες με άμεσο αντίκρισμα για τους λαούς της Ουκρανίας. Πχ. πολιτικοί στόχοι όπως η έξοδος από το ΝΑΤΟ ή η διάλυσή του, ή ακόμη και η απεμπλοκή της χώρας μας από τον πόλεμο, ακούγονται πιο πολύ ως ακίνδυνα ευχολόγια σήμερα, παρά ως άμεσες δυνατότητες. Οι χώρες μας έμπρακτα υποστηρίζουν και καθοδηγούν τους Ουκρανούς να πολεμήσουν «μέχρι τελευταίας σταγόνας» του αίματός …τους…, ενώ εμείς αποτυγχάνουμε να τις εμποδίσουμε. Οπότε, η πολιτική ζύμωση της μιας ή της άλλης εκδοχής από τις παραπάνω, το κατά πόσο συμπλέουμε με ή αντιπαλεύουμε την κυρίαρχη προπαγάνδα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, και αναδεικνύεται σε όρο ανασυγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στις χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Σε κάθε περίπτωση, για να εξηγηθεί η στάση του κάθε κόμματος πρέπει να συνεκτιμηθούν:

  • η θέση της αντίστοιχης χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα διακρατικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης,
  • η κατάσταση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της κάθε χώρας,
  • και η σχετική δύναμη του κάθε κόμματος,
  • το πως όλα αυτά, εν τέλει, καθορίζουν τους περιορισμούς, τις θέσεις και τα πολιτικά καθήκοντα κάθε κόμματος.

Δεν μπορούμε να αναφερθούμε αναλυτικά και ανά χώρα στους παράγοντες αυτούς στο παρόν άρθρο. Σε κάθε περίπτωση, απουσιάζει, δυστυχώς, μια σύγχρονη Κομμουνιστική Διεθνής, η οποία να μπορεί να ενοποιήσει τις επιμέρους οπτικές με βάση το συμφέρον του διεθνούς προλεταριάτου.

Εργατική αριστοκρατία, μικροαστισμός και οπορτουνισμός στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα των ιμπεριαλιστικών χωρών (και σε κάποια προτεκτοράτα τους…)

Ωστόσο, ιδιαίτερη κοινωνικοπολιτική, αλλά και ηθική, διάσταση αποκτά το ζήτημα αυτό, στις περιπτώσεις που ο κεντρισμός, ή και η μονομερής καταδίκη της Ρωσίας, συμπλέουν – έστω έμμεσα – με τη στρατηγική της εκάστοτε εθνικής αστικής τάξης, ιδιαίτερα των ιμπεριαλιστικών χωρών και των προτεκτοράτων τους, όπως καταδείξαμε παραπάνω. Τότε, στην ουσία αποτελούν έκφραση ενός – κεκαλυμμένου, ίσως, μέσα από γενικόλογες πασιφιστικές ή «επαναστατικές» εκφράσεις – σοσιαλσωβινισμού (δηλ. σοσιαλιστικού εθνικισμού, ή εθνικισμού με σοσιαλιστικό μανδύα, βλ. παράθεμα 1 παραπάνω).

Ο τελευταίος, όπως και κάθε είδος οπορτουνισμού, ως ρεύμα στο δΚΚ, έχει την υλική του βάση στην εργατική αριστοκρατία και τον μικροαστισμό, που μπορούν και αναπτύσσονται κυρίως στις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου. Πρόκειται για σχετικά μαζικό πολιτικό φαινόμενο επίδρασης της κυρίαρχης ιδεολογίας στις γραμμές του λαϊκού κινήματος, «μεταμφιεσμένης» με αριστερή, πασιφιστική ή κομμουνιστική φρασεολογία. Εκτυλίσσεται σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, ως θέσεις που εμφανίζονται ως «επαναστατικές», αλλά στην πραγματικότητα οδηγούνε σε στάσεις πιο «βολικές», οι οποίες αποφεύγουν να έρθουν σε ευθεία αντίθεση με την αστική πολιτική.

Οι χώρες με μαζικά κοινωνικά φαινόμενα εργατικής αριστοκρατίας και μικροαστισμού δεν μπορούν παρά να είναι οι ιμπεριαλιστικές χώρες, και οι σύμμαχοί τους, ή «ιμπεριαλιστές – κουρελούδες», δηλ. όσες χώρες διαθέτουν και το πλεόνασμα εκείνο που μπορεί να αφεθεί να πέσει σαν «ψίχουλα από το τραπέζι» της ιμπεριαλιστικής ληστείας (βλ. το παράθεμα 2). Αυτό ισχύει είτε είναι «μεγάλες» δυνάμεις, και καθορίζουν την παγκόσμια ιμπεριαλιστική στρατηγική, είτε απλά ακολουθούν και πλουτίζουν από αυτήν.

Το «μεγάλο» εδώ, αναφέρεται σε μεγάλες ληστείες, όπως κάνει σαφές ο Λένιν στο παράθεμα 1, κι όχι γενικά και αόριστα σε μεγάλες χώρες. Αντίθετα, μερικές από τις μεγαλύτερες χώρες στον κόσμο αποτελούν και τους τόπους όπου διαπράττονται οι «μεγάλες» αυτές ληστείες, εις βάρος της πλειοψηφίας των λαών του κόσμου, δηλ. είναι τα θύματα της ληστείας. Χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Αργεντινή, και η Ν. Αφρική, έχουν μεγάλη έκταση και πληθυσμό, λίγο – πολύ αντίστοιχα μεγάλο κρατικό μηχανισμό και στρατό, ενώ 4 από αυτές κατέχουν και πυρηνικά όπλα. Τα εθνικά τους μονοπώλια – σε μεγάλο βαθμό κρατικά στη Ρωσία και στην Κίνα –  επίσης είναι μεγάλα, ακόμη και αν δρουν κυρίως, ή και αποκλειστικά, στην εσωτερική τους αγορά, καθώς η τελευταία είναι αντίστοιχη με το μέγεθος των χωρών αυτών. Ωστόσο, σε έναν κυρίως καπιταλιστικό – πλέον – κόσμο, χωρίς αποικίες ή «μισοφεουδαρχικές» αυτοκρατορίες, όπως η Ρωσία της εποχής του Λένιν, ο όρος «εκμετάλλευση» σχετίζεται με τον τρόπο που παράγεται, κυκλοφορεί και διανέμεται η υπεραξία στη διεθνή αγορά, κι εκεί, όλες αυτές οι χώρες πληρώνουν «φόρο υποτέλειας» με τη μια ή την άλλη μορφή προς τις πραγματικά ιμπεριαλιστικές χώρες.

Ενδεικτικά, ας συγκρίνει ο αναγνώστης δύο παγκόσμιους χάρτες. Αυτόν του κατά κεφαλήν εισοδήματος για το 2018, από τη Wikipedia, και αυτόν με τις χώρες που έχουν επιβάλλει κυρώσεις στην Ρωσία σήμερα, λόγω του πολέμου (Εικόνα 1 από το πολύ καλό ρεπορτάζ του Μ. Παναγιωτάκη στο Κοσμοδρόμιο), και ως μέρος ενός οικονομικού πολέμου εναντίον της. Η ομοιότητα των χωρών που επιτίθενται στη Ρωσία, είτε με την έμμεση συμμετοχή τους στον πόλεμο στην Ουκρανία, είτε με τον οικονομικό πόλεμο των κυρώσεων, με τις πλουσιότερες και ισχυρότερες χώρες του κόσμου, είναι πασιφανής.

 

Εικόνα 1. Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα κατά κεφαλήν για το 2018 σε δολάρια ΗΠΑ (Wikipedia).

Εικόνα 2. Χάρτης των χωρών (μπλε) που έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία (κόκκινο).

Περαιτέρω στοιχεία για το ποιες είναι οι ιμπεριαλιστικές χώρες σήμερα θα αναφέρουμε σύντομα σε μελέτη, η οποία αξιοποιεί στοιχεία από το διεθνές εμπόριο, τους μισθούς, και τις ροές κεφαλαίων, μέσα από μελέτες μαρξιστών επιστημόνων της πολιτικής οικονομίας, από διαφορετικές ιδεολογικές σχολές, που στηρίζονται σε διαφορετικές παραδοχές και μεθοδολογίες [7]. Όλοι οι συγγραφείς συγκλίνουν στο ότι ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα είναι τέτοιες χώρες, διότι, πολύ απλά, μια συγκεκριμένη ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεών τους με τις άλλες χώρες του κόσμου, αποδεικνύει ότι όχι μόνο – γενικά μιλώντας – δεν καταπιέζουν εθνικά άλλους λαούς, κράτη και εθνότητες, προκειμένου να τους εκμεταλλευτούν οικονομικά, ή – εν πάσει περιπτώσει – δεν το κάνουν στον βαθμό του «μεγάλου ληστή του κόσμου», αλλά είναι και οι ίδιες – κυρίως – εκμεταλλευόμενες από τις ιμπεριαλιστικές χώρες (ειδικά η Κίνα, βλ. και το παράθεμα 5).

Αυτό αναγνωρίζεται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, από εκείνους τους λαούς, κυβερνήσεις, και αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα, που δίνουν έμπρακτα τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και ειδικότερα από την Επαναστατική Κυβέρνηση της Κούβας, στην οποία θα επικεντρώσουμε.

Το συμφέρον των λαών του κόσμου, όπως αντικατοπτρίζεται στη θέση της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κούβας

Στο παρόν, καλούμε τον αναγνώστη απλά να συγκρίνει την κεντριστική θέση, όπως πχ αυτή εκφράζεται σήμερα από τις μεγαλύτερες ελληνικές κομμουνιστικές οργανώσεις και κόμματα (ΚΚΕΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ), με τη θέση που εξέφρασε η Επαναστατική Κυβέρνηση της Κούβας.

Συγκεκριμένα, στη δήλωση της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κούβας, αλλά και σε άρθρο γνώμης («γραμμής»;), και τα δύο από το επίσημο όργανο του ΚΚ Κούβας, την Granma (τα παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου), γίνονται σαφή – με δικά μας λόγια –  τα εξής:

  • υπάρχει αναφορά σε καπιταλιστικές δυνάμεις που δε δέχονται την παγκόσμια ηγεμονία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και όχι σε «ενδο-ιμπεριαλιστικές» αντιθέσεις, δηλ. αντιθέσεις ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις,
  • υπάρχει αναφορά στους σύγχρονους «αντιαποικιακούς» αγώνες των λαών,
  • υπάρχει αναλυτική αναφορά στις δίκαιες πλευρές του πολέμου από την πλευρά της Ρωσίας, με έμφαση στο ζήτημα της εθνικής της ασφάλειας από την επέκταση του ΝΑΤΟ,
  • καθίσταται η επέκταση του ΝΑΤΟ και η πολιτική των ΗΠΑ, ως η «πολιτική της οποίας η συνέχεια είναι αυτός ο πόλεμος»,
  • γίνεται ήπια κριτική στην Ρωσία για έναν πόλεμο που θα μπορούσε να αποφευχθεί, και για την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, με την επισήμανση ότι η Κούβα υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο, διότι αποτελεί εργαλείο άμυνας των μικρών και αδύναμων χωρών ενάντια στην εθνική καταπίεση,
  • υποστηρίζεται μια ειρηνική, διπλωματική λύση, τις βασικές πλευρές της οποίας καθορίζει, όμως, όλη η προηγούμενη τοποθέτηση.

Εδώ, λοιπόν, προκύπτει ένα αβίαστο ερώτημα: ποια είναι η επαναστατική θέση και ποια η οπορτουνιστική/σοσιαλσωβινιστική; Του ΚΚ Κούβας, ή η κεντριστική του ΚΚΕ και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων, πόσο μάλλον των κομμάτων που αναφέρονται μονομερώς ενάντια στον «πόλεμο του Πούτιν», κυρίως αυτών από τις ιμπεριαλιστικές χώρες; Ποια εκφράζει καλύτερα τα συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου και μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το δΚΚ στον επερχόμενο Γ΄ ΠΠ, όπως και αν αυτός εκδηλωθεί, με τη μία ή την άλλη μορφή;

Από τη μια, έχουμε κόμματα που αποτελούν μέρος του προβλήματος της κρίσης του δΚΚ, και της κατάστασης διάλυσης του εργατικού κινήματος, στη βάση μαζικών πολιτικών (οπορτουνισμός) και κοινωνικών (εργατική αριστοκρατία – μικροαστισμός) φαινομένων, όπως τα περιγράψαμε παραπάνω. Από την άλλη, έχουμε ένα κόμμα, μιας επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία εξαναγκάζεται σε έναν συνεχή πόλεμο με τον ιμπεριαλισμό, και καταφέρνει να αντέχει, διατηρώντας την ενότητα του λαού της.

Θα μπορούσε να κάνει κανείς κριτική στη δήλωση της επαναστατικής αυτής κυβέρνησης. Θα μπορούσε, πχ να πει, και δικαιολογημένα, ότι η Κούβα έχει ανάγκη την υποστήριξη της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας, για να ανταπεξέλθει στον πόλεμο που της κάνουν οι ΗΠΑ, η ΕΕ, και οι άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Ενώ, αντίθετα, κόμματα όπως το ΚΚΕ δεν έχουν τέτοιες «εξαρτήσεις»… Πράγματι, χωρίς αυτές τις «εξαρτήσεις» του …πραγματικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, το ΚΚ Κούβας θα μπορούσε να κάνει πιο σκληρή κριτική στον ρωσικό αστικό εθνικισμό, και στις δικές του επιδιώξεις, οι οποίες πιθανόν ξεφεύγουν των όποιων δίκαιων επιδιώξεων εντοπίζει το ΚΚ Κούβας.

Στην ουσία, όμως, ένα τέτοιο επιχείρημα αποκαλύπτει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, επί της οποίας συζητάμε: η Κίνα και η Ρωσία δεν απειλούν την εθνική ανεξαρτησία της Κούβας, οι σχέσεις τους μαζί της είναι πολύ πιο ισότιμες από ότι οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, και τις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες (αν και όχι απαραίτητα απόλυτα ισότιμες, και σχεδόν σίγουρα όχι στη βάση της διεθνιστικής αλληλεγγύης). Η Κούβα δε σχετίζεται με την Ρωσία και την Κίνα με όρους ιμπεριαλιστικής ληστείας και καταπίεσης, άσχετα από τις φιλοδοξίες, τα «όνειρα», ή τους όποιους σχεδιασμούς των κυρίαρχων τάξεων ή στρωμάτων της καπιταλιστικής Ρωσίας και της – σε οπισθοδρομική μετάβαση προς τον καπιταλισμό – Κίνας. Για την Κούβα, η επιλογή της δεν είναι «επιλογή ιμπεριαλιστή», ή του «μικρότερου κακού», αλλά του «μεγαλύτερου καλού» για την επανάσταση στη νησιωτική αυτή χώρα, όχι «υπό ξένη σημαία», αλλά υπό τη σημαία της επανάστασης αυτής!

Ας κάνουμε τον κόπο τώρα να περιδιαβούμε τον κόσμο ολόκληρο, και ας μετρήσουμε τα θύματα του ιμπεριαλισμού, και πόσες χώρες έχουν να κερδίσουν από οποιαδήποτε ήττα του, αδυνάτισμά του, βάθεμα της χρονίζουσας σήψης και κρίσης του. Τότε θα δούμε ότι σαν την Κούβα, μάλλον, πρέπει να σκέφτονται και οι λαοί στη Βενεζουέλα, στη Βολιβία, στην Κολομβία, στη Χιλή, στο Εκουαδόρ, στην Συρία, στο Ιράν, στη Λιβύη, στα Βαλκάνια, στην Παλαιστίνη, στο Ιράν, στην Υεμένη, γιατί όχι και στη χώρα μας, στην Ελλάδα της κρίσης, των μνημονίων, της νατοϊκής χούντας, και της εθνικής τραγωδίας της Κύπρου.

Ας δούμε, αντίθετα, πόσοι και ποιοι λαοί αντιλαμβάνονται σήμερα ως κίνδυνο, ως ληστές και καταπιεστές, τη Ρωσία και την Κίνα, πόσοι και ποιοι ανησυχούν για μια τέτοια προοπτική στο άμεσο ή κοντινό μέλλον… Γενικά, μιλώντας, οι λαοί, όταν τουλάχιστον δεν τρώνε από τα «ψίχουλα», ή δεν έχουν πέσει θύματα του μαζικού εκφασισμού και εθνικισμού, νιώθουν στο πετσί τους την ιμπεριαλιστική καταπίεση και ληστεία, και ξέρουν να την αναγνωρίζουν.

Αν τα κάνουμε αυτά, εν τέλει, θα καταλάβουμε ποιο είναι το συμφέρον του διεθνούς προλεταριάτου, και ποια κομμουνιστικά κόμματα το εξυπηρετούν, και ποια το προδίδουν με «επαναστατικές», πασιφιστικές, ή άλλες γενικές φρασούλες.

Μερικά πολιτικά συμπεράσματα

Και η Ουκρανία; Ο Ουκρανικός λαός; Αξίζει λιγότερο από τον λαό της Κούβας, ή της Συρίας κοκ;

Πέρα από το παραπάνω παράθεμα 3 του Λένιν, το οποίο μας υπενθυμίζει από ποια παγκόσμια σκοπιά κρίνουμε και τα διάφορα εθνικά κινήματα των καταπιεσμένων λαών, και στην ειδική περίπτωση της Ουκρανίας χρειάζεται μια πιο λεπτομερής, συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, την οποία αναβάλουμε για επόμενη δημοσίευση.

Προς το παρόν, από μια «παγκόσμια» οπτική, έχουμε να πούμε ότι στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών δεν συμπεριλαμβάνουμε την «ελεύθερη» – δήθεν – «επιλογή», για ένταξη στο ΝΑΤΟ, και δημιουργία ενός προτεκτοράτου, ως αιχμή του δόρατος της στρατηγικής του ιμπεριαλισμού για ξεπέρασμα της κρίσης του μέσω της υποταγής της Ευρασίας, και εν τέλει, ολόκληρου του κόσμου. Πρόκειται για  την ολοκλήρωση του σχεδίου του ιμπεριαλισμού για τη «νέα τάξη πραγμάτων» (να μια φράση που ξεχάστηκε από τον «Ριζοσπάστη» εδώ και αρκετά χρόνια…), το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη. Το ίδιο θα λέγαμε και για το «δικαίωμα ένταξης» στον ναζιστικό/φασιστικό άξονα προ του Β΄ ΠΠ.

Εννοείται, επίσης, ότι η δημοκρατία δεν εξάγεται, και κανείς λαός δεν θα απελευθερωθεί από τους καπιταλιστές. Αυτό ισχύει ακόμη και για τους καπιταλιστές πχ της Βενεζουέλας, οι οποίοι μπορεί να ανέχονται ή να συμμαχούν με την μπολιβαριανή κυβέρνηση, ενάντια στη φιλο-ιμπεριαλιστική βενεζουελάνικη αστική τάξη. Ισχύει ακόμη περισσότερο για τη ρωσική, σε μεγάλο βαθμό μονοπωλιακή και παρασιτική, αστική τάξη.

  • Η κοινωνική απελευθέρωση, και ταυτόχρονα πλήρης εθνική απελευθέρωση, είναι υπόθεση των λαών, και ιδίως της εργατικής τάξης. Αυτοί είναι οι μόνοι αντιιμπεριαλιστές, με τη στρατηγική έννοια, αυτοί που στρέφονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό γενικά, δηλ. ενάντια στον σύγχρονο καπιταλισμό.
  • Η πάλη των αστικών τάξεων για εθνική αυτοδιάθεση/ανεξαρτησία είναι πάντα μερική, και πάντα αφορά το «δικαίωμα κάθε αστικής τάξης να εκμεταλλεύεται η ίδια – κι όχι οι ιμπεριαλιστές – τη ‘δική της’ εργατική τάξη».
  • Η – πραγματικά ανεξάρτητη – στρατηγική, όμως, δεν εμπόδιζε ποτέ τους κομμουνιστές να έχουμε και μια σωστή τακτική που να εξυπηρετεί αυτήν τη στρατηγική, ώστε να εκμεταλλευόμαστε όλες αυτές τις επιμέρους αντιθέσεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Αλήθεια, σήμερα, η στρατηγική ανεξαρτησία των κομμουνιστών των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ από ποιον κινδυνεύει; Από τους «πράκτορες των Ρώσων και των Κινέζων», ή από την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας στις γραμμές μας; Ενδεικτικά, η κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, την οποία κομίζει στο εργατικό κίνημα «μεταμφιεσμένη» σε πασιφισμό ο οπορτουνισμός, κοντεύει – στην «καθαρή» αστική της εκδοχή –  να απαγορεύσει μέχρι και τον …Τσαϊκόφσκι. Εξάλλου, μια άποψη σαν αυτή που κατατίθεται εδώ είναι ήδη παράνομη σε κάποιες χώρες της ΕΕ, στα πλαίσια της προετοιμασίας των λαών για τον Γ΄ ΠΠ, ακριβώς διότι εκλαμβάνεται ως «φιλορωσική προδοσία» από τις (φιλο-)ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις… Αυτά ασκούν ασυνείδητη πίεση σε όλους μας, καλύτερη από τη δουλειά οποιουδήποτε «ρώσου ή κινέζου πράκτορα»…

Η θέση του Συλλόγου μας

Ευτυχώς, ο Σύλλογος Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» μπορεί να ισχυρίζεται ότι σε αυτά τα διλήμματα έχει κρατηθεί από τη σωστή πλευρά του «Ρουβικώνα». Στη σχετική ανακοίνωση του Συλλόγου μας αναφέρουμε χαρακτηριστικά (οι τονισμοί και υπογραμμίσεις είναι πάντα του υπογράφοντος):

«[…] Η ευθύνη για τις εξελίξεις αυτές βαραίνει κατά κύριο λόγο τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, και ιδιαίτερα την ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ και την περί αυτής συμμαχία του ΝΑΤΟ. Στις συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, η ευθύνη αυτή συνίσταται στη δική τους στρατηγική οικονομικής απομόνωσης και στρατιωτικής περικύκλωσης των χωρών της Ευρασίας που δεν υποτάσσονται στην ισχύ τους ή που θέλουν να διεκδικήσουν ηγετική θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Η στρατηγική αυτή αποτελεί έκφραση της μακρόχρονης υφεσιακής και κρισιακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να καθυποτάξει και να εκμεταλλευτεί το σύνολο του κόσμου ως μια διέξοδο από την κρίση αυτή.

[…] Η καπιταλιστική Ρωσία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις εξελίξεις αυτές.

Από τη μια, οι ενέργειές της, και ιδιαίτερα η, αρχικά κεκαλυμμένη, και πλέον ανοιχτή, ολομέτωπη, στρατιωτική εμπλοκή, που ακολούθησε την πρόσφατη αναγνώριση της απόσχισης των «Λαϊκών Δημοκρατικών» του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ, αλλά και η προηγούμενη ενσωμάτωση της Κριμαίας, μπορούν να δικαιολογηθούν στα πλαίσια της άμυνας και ασφάλειας της επικράτειάς της, σε μια εποχή που η στρατιωτική τεχνολογία επιδεινώνει απειλές που μπορεί να προέρχονται και έξω από τα σύνορα ενός κράτους, από γειτνιάζουσες περιοχές. Ούτε μπορεί κανείς να παραβλέψει την κατάσταση στην οποία έζησε ο ρωσικός λαός τα πρώτα χρόνια μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού, όταν παραδόθηκε η κρατική εξουσία στους ολιγάρχες και στα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Επίσης, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, ότι εδώ που φτάσανε τα πράγματα, οι ενέργειες αυτές μάλλον βρίσκουν μια ισχυρά πλειοψηφική υποστήριξη από τους λαούς των περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το αποτέλεσμα του σχετικού δημοψηφίσματος στην Κριμαία). Οι λαοί αυτοί βρίσκονταν υπό τον κίνδυνο, είτε εθνικής καταπίεσης από το φιλο-ναζιστικό ακροδεξιό καθεστώς της δυτικής Ουκρανίας, αν δεν εξεγείρονταν και δεν αντιστέκονταν, είτε υπό θανάσιμο κίνδυνο αντιμετωπίζοντας έναν ουκρανικό στρατό σημαντικά ενισχυμένο από νατοϊκούς εξοπλισμούς, μισθοφόρους και νεοναζιστικά εθελοντικά τάγματα. Ούτε μπορεί να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η στρατιωτική -και ενίοτε οικονομική- συμμαχία με τη Ρωσία επιτρέπει μια σειρά αδύναμων χωρών (Συρία, Βενεζουέλα κοκ) να αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό με σχετική επιτυχία, διατηρώντας σε κάποιο βαθμό την εθνική τους ανεξαρτησία.

Από την άλλη, οι ενέργειες αυτές της ρωσικής ολιγαρχίας δεν αποτελούν μέρος του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα και της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών. Ο στρατηγικός σκοπός της ρωσικής ολιγαρχίας είναι η όσο το δυνατόν πιο ισότιμη συμμετοχή στη διεθνή, καπιταλιστική αγορά. Ειδικότερα, η εξάρτηση από τη ρωσική εξουσία πιθανόν θα βάλει τέλος σε οποιαδήποτε προοπτική κοινωνικής απελευθέρωσης των λαών της ανατολικής Ουκρανίας άνοιξε η εξέγερσή τους στα πρώτα της στάδια.

Επιπλέον, η ιστορία θα δείξει κατά πόσο εξαντλήθηκαν από όλες τις πλευρές οι πιθανότητες μιας ειρηνικής, διπλωματικής λύσης, όπως αυτή που προκαθόριζαν οι συμφωνίες του Μινσκ, […]

Άλλωστε, ενώ το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είναι από θέση αρχής υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών που υπόκεινται σε εθνική καταπίεση, λαμβάνει κριτική θέση υπέρ ή κατά κάθε συγκεκριμένης εφαρμογής του δικαιώματος αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του διεθνούς αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και υπέρ του σοσιαλισμού. Από αυτήν την άποψη, οι σημερινές εξελίξεις πρέπει να ιδωθούν και από την σκοπιά της ιστορικής αδυναμίας του διεθνούς αντιιμπεριαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος να επιβάλλει μια άλλη λύση, πιο ειρηνική, και πιο συμβατή με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των λαών της περιοχής και ευρύτερα.

Σε κάθε περίπτωση, η νίκη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και η προοπτική του σοσιαλισμού, περνά αναγκαστικά μέσα από την ήττα της στρατηγικής του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος ηγεμονεύει σήμερα στον κόσμο, και ειδικότερα στην Ευρώπη και στην ίδια τη χώρα μας, η οποία βρίσκεται υπό στενή εξάρτηση από αυτόν.

[…]

»

Το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτή η κατάληξη του παραθέματος από την ανακοίνωση του Συλλόγου μας, και καθορίζει ως κύριο καθήκον για τους κομμουνιστές της Ελλάδας να εργαστούν για την ήττα της νατοϊκής στρατηγικής και στην Ουκρανία και παντού. Συνεπώς, δεν μπορούμε να στεναχωριόμαστε ιδιαίτερα αν αυτό σημαίνει, δυστυχώς – με βάση τον συσχετισμό των δυνάμεων, εθνικών και ταξικών, παγκόσμια στη σημερινή εποχή – τυχόν ενδυνάμωση του ρωσικού αστικού εθνικισμού (κάτι το οποίο δε διαφαίνεται μέχρι στιγμής άλλωστε από την εξέλιξη του πολέμου).

Αυτό το καθήκον, για τον ελληνικό λαό, περνάει καταρχήν μέσα από την πάλη για την απεμπλοκή του από τον πόλεμο, για την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, την απομάκρυνση των νατοϊκών βάσεων, και γενικότερα την ήττα και διάλυση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αντίστοιχες προϋποθέσεις πρέπει να έχει και η θέση μας για την ειρήνη, και για τις όποιες διπλωματικές λύσεις είναι δυνατές σε κάθε χρονική στιγμή, θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε.

Το καθήκον αυτό, η ήττα του ιμπεριαλισμού, είναι το κεντρικό, σύγχρονο καθήκον του δΚΚ. Αυτό θα ανοίξει και το ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την κοινωνική απελευθέρωση των λαών, και του δικού μας, με τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Επιπλέον, μόνο πάνω σε αυτό μπορεί να θεμελιωθεί η ανασυγκρότησή του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, μια αναγκαιότητα την οποία έχει ήδη επισημάνει ο Σύλλογός μας με ανακοίνωσή του, και στην οποία αναφερθήκαμε αναλυτικότερα σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (βλ. εδώεδώ κι εδώ).

Διαφορετικά, όσοι είναι ικανοποιημένοι με τη θέση του ΚΚΕ ή/και του ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε κάτι τόσο βασικό (ποιος είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός/ιμπεριαλισμός, με ποια στρατηγική θα τον ανατρέψουμε;) όπως αποκαλύπτεται από τη θέση των οργανώσεων αυτών για τον πόλεμο, μάλλον δεν παραδέχονται και το επείγον αυτής της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος, και δεν επιθυμούν να εργαστούν ολόψυχα γι’ αυτήν.

Στη συνέχεια, αφήνουμε τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από τη σχετική τοποθέτηση των Κουβανών συντρόφων που ακολουθεί παρακάτω (είμαστε υπεύθυνοι για τη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα και για τους τονισμούς).

 

[1] Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Το ζήτημα της ειρήνης, σελ. 97.

[2] Λένιν ΒΙ. (2006). Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την εθνική αυτοδιάθεση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Μαρξισμός ή Προυντονισμός, σελ. 145-146.

[3] Λένιν ΒΙ. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (εκλαϊκευτική μελέτη). Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. σελ. 127.

[4] Λένιν ΒΙ. (2006). Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την εθνική αυτοδιάθεση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Μαρξισμός ή Προυντονισμός, σελ. 143-144.

[5] Λένιν ΒΙ. (2013). Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. σελ. 82 – 86.

[6] King ST. (2018). Lenin’s Theory of Imperialism Today: The Global Divide between Monopoly and Non-Monopoly Capital. Doctor of Philosophy Centre for Strategic Economic Studies, Victoria University, Melbourne

[7] Ενδεικτικά:

Roberts M. (2019). HM2 – The economics of modern imperialism.

Roberts M. (2022). The wealth of nations.

Carchedi, G., & Roberts, M. (2021). The Economics of Modern Imperialism, Historical Materialism, 29(4), 23-69. https://doi.org/10.1163/1569206X-12341959

Cope, Z. (2019). The wealth of (some) nations: imperialism and the mechanics of value transfer. Review of Economics and Economic Methodology Volume IV, Issue 1, Summer 2020, 157.

Feng, Z. (2018). International value, international production price and unequal exchange. Economic growth and transition of industrial structure in East Asia, 73-96.

 

«

Η Κούβα υποστηρίζει μια λύση που εγγυάται την ασφάλεια και την κυριαρχία όλων

Δήλωση της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κούβας.

28 Φεβρουαρίου, 2022

Η αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να συνεχίσουν την προοδευτική επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας επέφερε ένα σενάριο με επιπτώσεις απρόβλεπτης εμβέλειας, το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Οι στρατιωτικές κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ προς τις περιοχές που γειτνιάζουν με τη Ρωσική Ομοσπονδία τους τελευταίους μήνες είναι γνωστές και προηγήθηκε η παράδοση σύγχρονων όπλων στην Ουκρανία, τα οποία μαζί συνιστούν στρατιωτική πολιορκία.

Είναι αδύνατο να γίνει μια αυστηρή και ειλικρινής εξέταση της σημερινής κατάστασης στην Ουκρανία, χωρίς να εκτιμηθούν προσεκτικά τα δίκαια αιτήματα της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟκαθώς και οι παράγοντες που οδήγησαν στη χρήση βίας και στη μη τήρηση των νομικών αρχών και των διεθνών κανόνων, τους οποίους η Κούβα υποστηρίζει σθεναρά και, αποτελούν, ιδιαίτερα για τις μικρές χώρες, βασικό πόρο αντίστασης στην ηγεμονία, την κατάχρηση εξουσίας και την αδικία.

Η Κούβα είναι μια χώρα που υπερασπίζεται το Διεθνές Δίκαιο και είναι προσηλωμένη στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η Κούβα θα υπερασπίζεται πάντοτε την ειρήνη και θα αντιτίθεται στη χρήση βίας, και στις απειλές για χρήση βίας, εναντίον οποιουδήποτε κράτους.

Λυπούμαστε βαθύτατα για την απώλεια αθώων αμάχων στην Ουκρανία. Ο κουβανικός λαός είχε και συνεχίζει να έχει πολύ στενή σχέση με τον ουκρανικό λαό.

Η ιστορία θα καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες υπεύθυνες για τις συνέπειες ενός όλο και πιο επιθετικού στρατιωτικού δόγματος πέρα από τα σύνορα του ΝΑΤΟ, το οποίο απειλεί τη διεθνή ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα.

Η ανησυχία μας έχει επιδεινωθεί με την πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να ενεργοποιήσει, για πρώτη φορά, τη Δύναμη Αντίδρασης.

Ήταν λάθος να αγνοηθούν οι τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί της Ρωσικής Ομοσπονδίας σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας επί δεκαετίες και να υποθέσουμε ότι η Ρωσία θα παραμείνει ανυπεράσπιστη μπροστά σε μια άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Η Ρωσία έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί με την τοποθέτηση πολιορκιών ή την περικύκλωση κρατών.

Το σχέδιο ψηφίσματος για την κατάσταση στην Ουκρανία που δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 25 Φεβρουαρίου, το οποίο θα υποβληθεί στη Γενική Συνέλευση, δεν προοριζόταν ως πραγματική συμβολή στην επίλυση της τρέχουσας κρίσης.

Αντιθέτως, πρόκειται για ένα ανισόρροπο κείμενο, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τις νόμιμες ανησυχίες όλων των εμπλεκόμενων μερών. Δεν αναγνωρίζει ούτε την ευθύνη εκείνων που υποκίνησαν ή ανέλαβαν επιθετικές ενέργειες που οδήγησαν στην κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης.

Καλούμε για μια σοβαρή, εποικοδομητική και ρεαλιστική διπλωματική λύση της τρέχουσας κρίσης στην Ευρώπη, με ειρηνικά μέσα, διασφαλίζοντας την ασφάλεια και την κυριαρχία όλων, καθώς και την περιφερειακή και διεθνή ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια.

Η Κούβα απορρίπτει την υποκρισία και τα διπλά πρότυπα. Υπενθυμίζεται ότι το 1999 οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ εξαπέλυσαν μια μεγάλη επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, μια ευρωπαϊκή χώρα που είχε κατακερματιστεί με υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές, για την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων, αγνοώντας τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και αρκετοί από τους συμμάχους τους έχουν χρησιμοποιήσει βία σε πολλές περιπτώσεις. Έχουν εισβάλει σε κυρίαρχα κράτη για να επιφέρουν αλλαγή καθεστώτος και να παρέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων εθνών που δεν υποτάσσονται στα συμφέροντα της κυριαρχίας τους, υπερασπιζόμενοι την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους.

Είναι επίσης υπεύθυνοι για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων, τους οποίους χαρακτηρίζουν ως “παράπλευρες απώλειες”, εκατομμύρια εκτοπισμένους και εκτεταμένες καταστροφές σε ολόκληρο τον πλανήτη μας στους λεηλατικούς πολέμους τους.

Αβάνα, 26 Φεβρουαρίου 2022

»

Πέρα από τη σύγκρουση στην Ουκρανία

Ernesto Estévez Rams

4 Μαρτίου, 2022

Πέρα από τα γεγονότα που οδήγησαν στις σημερινές συγκρούσεις, αυτό που βλέπουμε, για άλλη μια φορά, είναι ένας πόλεμος στον οποίο οι απώλειες σημειώνονται σε χώρες που χαρακτηρίζονται ως περιφερειακές από τις παγκόσμιες δυνάμεις.

Ζούμε την τελευταία μάχη της καπιταλιστικής Δύσης που αγωνίζεται να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία που διατηρεί από την εποχή της αποικιοκρατικής κατάκτησης της Ασίας, της Αφρικής και του Νέου Κόσμου. Βλέπουμε την ανάδυση άλλων δυνάμεων που δεν είναι πρόθυμες να αποδεχτούν αυτή την επιβαλλόμενη τάξη πραγμάτων. Η πλειοψηφία του κόσμου, με αποικιοκρατικό παρελθόν, πιέζει για έναν πλανήτη που δεν θα είναι πεδίο μάχης για πολέμους που ξεκινούν άλλοι.

Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη στιγμή για την ανθρωπότητα. Βρισκόμαστε εδώ και πολύ καιρό σε έναν ανώνυμο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική καμπή, που θα καθορίσει το τι θα ακολουθήσει. Πρέπει να ξεπεράσουμε τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων, μια μονοπολική πραγματικότητα που βασίζεται στον εκβιασμό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, υποχρεώνοντας τους υπόλοιπους να αποδεχτούν την κυριαρχία τους, μια κατάσταση που είναι απλά μη βιώσιμη και αυτοκτονική για όλους.

Είναι όλο και πιο προφανές ότι η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα είναι να νικήσει τον ηγεμονικό, ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. Η μάχη για την ειρήνη είναι μια αναγκαιότητα, αν θέλουμε να έχουμε χρόνο να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμο για όλους.

Τίποτα από όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία δεν πρέπει να κάνει κανέναν ευτυχισμένο. Πέρα από τα γεγονότα που οδήγησαν στις σημερινές μάχες, αυτό που βλέπουμε, για άλλη μια φορά, είναι ένας πόλεμος στον οποίο οι απώλειες υφίστανται σε χώρες που χαρακτηρίζονται ως περιφερειακές από τις παγκόσμιες δυνάμεις.

Στον δυτικό καπιταλιστικό ηγεμονικό κόσμο, κάθε πράξη πολέμου απεικονίζεται μεμονωμένα και όχι σε συνδυασμό με άλλες. Η διαίρεση της Γιουγκοσλαβίας, η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το ISIS, η Συρία, το Πακιστάν, η Παλαιστίνη, η Λιβύη και η Υεμένη έχουν όλα κάτι κοινό: τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Για κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα, ο ιδεολογικός μηχανισμός του “νατοϊκού” ιμπεριαλισμού δημιούργησε μια αφήγηση όπου ο ένοχος, ο επιτιθέμενος, ήταν κάποιος άλλος.

Ας μην εξαπατούμε τους εαυτούς μας, χωρίς να δικαιολογούμε την επιθετικότητα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, και είμαι πεπεισμένος ότι ο σημερινός πόλεμος ήταν δυνατόν να αποφευχθεί, αυτό το τελευταίο επεισόδιο είναι ένα ακόμη στις αυτοκρατορικές προσπάθειες του ΝΑΤΟ να καθυστερήσει την απώλεια της ηγεμονίας του σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ακυβέρνητος.

Τα λόγια του Φιντέλ είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρα, όταν είπε: “Ο κόσμος δεν θα μπορούσε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον πόλεμο: “Εξαλείψτε τη φιλοσοφία της λεηλασίας και η φιλοσοφία του πολέμου θα εξαφανιστεί”.

Πηγή: Σύλλογος Γιάννης Κορδάτος

Σκάκι για Τρεις και Αντιιμπεριαλιστική Πολιτική: πέρα από τα απολυτοποιημένα δίπολα και ενάντια στον σοσιαλσωβινισμό

1. Κλασσικό Σκάκι και Αριστερισμός: μια αναπάντεχη σχέση

Το σκάκι είναι ένα παιχνίδι που προσομοιώνει τον πόλεμο και απαιτεί στρατηγική, τακτική και πλήθος υπολογισμών. Σαφώς, στο υψηλό επίπεδο η πρόβλεψη και η επινοητικότητα μπορούν να συντελέσουν στη διεξαγωγή εντυπωσιακών παρτίδων. Όμως, η τεράστια διαφορά του παιχνιδιού από την πραγματική ζωή είναι η απλούστευση των αντιθέσεων: το σκάκι οριοθετείται μόνο από την αντίθεση «λευκά vs. μαύρα». Τι κι αν τα πιόνια είναι μικρά και ο Βασιλιάς μεγάλος, τι κι αν είναι πολλά και ο Βασιλιάς ένας… επανάσταση δεν θα κάνουν ποτέ. Κανείς δεν ρωτάει τα άλογα εάν θέλουν να περπατούν μονίμως στραβά και κανείς δεν ζητάει λογαριασμό από τη Βασίλισσα, όταν πάει όπου θέλει.  Το κάθε στρατόπεδο δεν έχει να λύσει εσωτερικές αντιθέσεις. Υπάρχουν μόνο δύο στρατοί που στέκονται με ασπρόμαυρη καθαρότητα ο ένας απέναντι στον άλλο. Δεν υπάρχουν συμμαχίες, δεν υπάρχουν εσωτερικές «ρωγμές» προς εκμετάλλευση· μόνο οι από δω και οι από κει. Επομένως, το σκάκι βασίζεται στην απολυτοποίηση της αντίθεσης λευκών και μαύρων. Όμως, αυτό είναι ένα παιχνίδι. Στην πραγματική ζωή αναπτύσσεται πλήθος αντιθέσεων!

O Λένιν χαρακτήριζε «γελοία και σχολαστική» την άποψη εκείνων που έβλεπαν μόνο την ταξική αντίθεση, τοποθετώντας από τη μία τους σοσιαλιστές επαναστάτες και από την άλλη τους ιμπεριαλιστές. Αυτοί, έλεγε ο Λένιν, δεν θα δουν ποτέ μια τέτοια «καθαρή» επανάσταση.

Στην πραγματική ζωή δεν υφίσταται καμία απολυτοποίηση οποιασδήποτε αντίθεσης. Αλληλεπιδρούν όλες όσες αναπτύσσονται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Εμείς βρισκόμαστε σε αντίθεση με την αστική τάξη. Όμως, ταυτόχρονα, είμαστε και σε αντίθεση με τις αστικές τάξεις που μας εκμεταλλεύονται στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης. Πλήθος άλλων αντιθέσεων σε περισσότερο ή λιγότερο κεντρικές πλευρές της κοινωνικής ζωής σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, όλες διαμεσολαβημένες από τις διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης, συνθέτουν την πραγματική μας κατάσταση. Όποιος βλέπει στην κοινωνική πραγματικότητα μόνο μία αντίθεση – τη βασική, την ταξική –, τότε δεν βλέπει όλες τις άλλες, άρα εμπλέκεται σε αυτές χωρίς συνείδηση, χωρίς να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία, τη δυναμική και την κρισιμότητά τους· κατά συνέπεια, δεν καθορίζει την έκβασή τους. Αφήνει όλους τους αντιπάλους μας να δρουν ανενόχλητοι και να κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Βρισκόμαστε σε όλο και δυσμενέστερη θέση, αναμένοντας εκείνη τη μάχη των λευκών και των μαύρων στρατών. Όμως, στην πραγματικότητα αυτή η μάχη είναι εδώ· απλώς δεν προβάλλει με το καθαρό ασπρόμαυρο δίπολο, το καθαρό ταξικό δίπολο. Η απολυτοποίηση μίας και μόνης αντίθεσης συνιστά παραίτηση από τη μάχη σε όλες τις άλλες.

Η κοινωνία δεν κινείται με μία και μόνη νομοτέλεια. Αυτό συμβαίνει στο σκάκι! Η ανθρωπότητα αναπτύσσεται δια της συνύφανσης νομοτελειών που δεν μπορούν να «ξεμπλεχτούν», λες και πρόκειται για κουβάρι διαφορετικών νημάτων που μπλέχτηκαν κατά λάθος, ώστε να επιλέξουμε εκείνη την καθαρή αντίθεση που θεωρούμε ότι μας αντιστοιχεί και να αγωνιστούμε. Είναι νομοτελές το «μπλέξιμο» και η διαλεκτική διερεύνηση των σχέσεων, των αλληλοπροσδιορισμών, του εκάστοτε φάσματος δυνατοτήτων της περαιτέρω κίνησης, είναι που μπορεί να μας καταστήσει ικανούς να αντιληφθούμε ποια «άκρη» πρέπει να τραβηχτεί και πότε, τί μας συμφέρει σε κάθε περίπτωση και γιατί. Διότι, όταν τραβιούνται τα νήματα στο κουβάρι – και τραβούν πολλοί αντίπαλοι και πολύ ισχυροί –, τότε δεν υπάρχει ουδετερότητα. Υπάρχουν μόνο κινήσεις που μας βοηθούν και κινήσεις που μας βλάπτουν ως προς τον στρατηγικό μας στόχο.

Στο σκάκι η απολυτοποίηση της μίας και μόνης αντίθεσης καθιστά υπεράνω πάσης αμφιβολίας το ποιος είναι κάθε φορά ο αντίπαλος και, συνεπώς, το ποιος πρέπει να χάσει. Πάντα αυτός που είναι απέναντί μας πρέπει να χάσει. Όμως, τί θα κάναμε στο σκάκι, εάν παίζαμε με περισσότερους αντιπάλους, όπως στην πραγματική ζωή;

2. Σκάκι για τρεις και Αντιιμπεριαλιστική Πολιτική: κριτική στον σοσιαλσωβινισμό

Σε μια παραλλαγή του κλασσικού παιχνιδιού κατασκευάστηκαν σκακιέρες για περισσότερους παίκτες και επινοήθηκαν πολλοί διαφορετικοί κανόνες διεξαγωγής του. Εδώ τα πράγματα αμέσως αλλάζουν! Ενώ πάλι θέλουμε να κερδίσουμε, δεν είναι άμεσα φανερό το ποιος από τους αντιπάλους πρέπει να ηττηθεί πρώτος, ώστε να μπορέσουμε να νικήσουμε τον δεύτερο. Η θέση, ο ρόλος και η σημασία του κάθε παίκτη στη συγκεκριμένη παρτίδα, στη συγκεκριμένη στιγμή και στη συγκεκριμένη σχεσιακή δυναμική, όλα αυτά καθορίζουν τη σχέση μας μαζί του. Το ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος σε κάθε φάση δεν είναι στατικό. Κατά συνέπεια, μια κίνηση εναντίον του κύριου αντιπάλου από έναν άλλο παίκτη ενδέχεται να μας συμφέρει. Αυτή η πολύ απλή, βασική διαπίστωση είναι αναγκαία προϋπόθεση, για να μπορεί κάποιος να παίξει στο σκάκι για τρεις. Πρέπει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες που δρουν, να αντιλαμβάνεται τους ρόλους, τις σχέσεις και την τάση τους, ώστε να προσπαθήσει να νικήσει. Αλλιώς, θα είναι μονίμως ο χαμένος.

Ο Λένιν σημειώνει στον Αριστερισμό ότι: «Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσα στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε χώρας […] Όποιος δεν κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε κόκκο από τον μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά.» 

Στην Ελλάδα ποιους αντιπάλους έχουμε; Άμεσα την ελληνική αστική τάξη. Έμμεσα αλλά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και άμεσα, τον ιμπεριαλιστικό Άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, στον οποίο και υπάγεται η ελληνική αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της. Άρα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο αντίπαλοι, ο ένας ασύγκριτα ισχυρότερος του άλλου, γι’ αυτό και τον σέρνει στη στρατηγική του. Επομένως, δύο αντίπαλοι και μία στρατηγική (του ισχυροτέρου). Είναι προφανές ότι αυτή η μία στρατηγική πρέπει πρώτα να ηττηθεί (η άλλη, του ασθενέστερου, είναι υποταγμένη-προσαρμοσμένη εντός της πρώτης). Πρέπει πρώτα να ηττηθεί αυτή που πραγματοποιείται, διότι η άλλη είτε θα ηττηθεί μαζί με την κυρίαρχη είτε θα πραγματοποιήσει ανεξάρτητα πια τη δική της στρατηγική και θα πρέπει τότε να ηττηθεί και εκείνη. Άρα, πρώτα πρέπει να νικήσουμε τον «δικό μας ιμπεριαλιστή» και δεν είναι «ίδια τα αφεντικά – εθνικά, πλανητικά». Τέρμα με τις «ίσες αποστάσεις». Ίσες αποστάσεις σε αυτήν την περίπτωση σημαίνει αμηχανία, παραίτηση από την πολιτική πάλη και, τελικά και αντικειμενικά, εύνοια του ισχυροτέρου.

3. Η Βασιλική Βδέλλα, τα ιμπεριαλιστικά παράσιτα, οι ακόλουθοι-νεοαποικίες και τα μη πλήρως υποταγμένα αστικά κράτη: ποιος παίζει στη μεγάλη σκακιέρα

Όταν η φωτιά του πολέμου καίει άλλους λαούς (για την ώρα), τί θέση παίρνουμε; Διότι η μάχη με τον ιμπεριαλισμό διεξάγεται στην παγκόσμια σκακιέρα. Μας αφορά, μας επηρεάζει και η έκβασή του θα τροποποιήσει κρίσιμα και τη δική μας κατάσταση και θέση. 

Ο ευρωατλαντικός Άξονας των ΗΠΑ εξαπολύει έναν σπονδυλωτό Παγκόσμιο Πόλεμο, βήμα βήμα, χώρα χώρα, βάφοντας με αίμα τον παγκόσμιο χάρτη και επεκτείνοντας την κυριαρχία του. Οι χώρες που υπάγονται σε αυτόν τον Άξονα υπηρετώντας τη στρατηγική των ΗΠΑ χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) στα παράσιτα που θρέφονται μαζί και πίσω από τη βασιλική βδέλλα των ΗΠΑ απομυζώντας τον υπόλοιπο πλανήτη (άντληση υπεραξίας από τις υπόλοιπες χώρες) και β) στους ακόλουθους-νεοαποικίες που υπηρετούν τη στρατηγική των παρασίτων, αλλά δεν νέμονται την πλανητική υπεραξία, παρά αρκούνται σε μέρος της απομύζησης του δικού τους λαού (το υπόλοιπο μέρος πάει ως φόρος υποτελείας στη βασιλική βδέλα και τα άλλα παράσιτα). Η δεύτερη κατηγορία εμφανίζει μεγάλη ποικιλία, καθώς διαφέρουν ως προς τον ρόλο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και άλλα χαρακτηριστικά (ποιότητα) και ως προς το οικονομικό μέγεθος (ποσότητα). Ανάλογα με τα παραπάνω προσδιορίζεται η θέση, ο ρόλος και η σημασία τους στη διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα, άρα και ο στρατηγικός τους ρόλος ως ακόλουθες των παρασίτων.

Οι ΗΠΑ μετά το 1990 επενεργούν συστηματικά στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού με στόχο τον πλήρη έλεγχο. Έως σήμερα, άλλες τις ενέταξαν στον Άξονά τους και άλλες συνεχίζουν να τις πιέζουν. Στην Ουκρανία χρηματοδότησαν και εγκαθίδρυσαν ένα ναζιστικό-ΝΑΤΟϊκό καθεστώς-μαριονέτα από το 2014 και έκτοτε καταπιέζουν και τον ουκρανικό λαό, βασανίζουν και δολοφονούν συστηματικά στις ανατολικές περιοχές που υψώθηκε πολιτική αντίσταση με κόκκινες σημαίες και τέλος, προκαλούν ανοιχτά τη Ρωσία, ετοιμάζοντας την επέκταση του ΝΑΤΟ στο ουκρανικό έδαφος. Μάλιστα, ένα χρόνο πριν τη ρωσική επίθεση, μέλη του ουκρανικού καθεστώτος ζητούσαν τη συνδρομή του ΝΑΤΟ για μια δική τους επίθεση κατά της Ρωσίας.

Η Ρωσία υφίσταται την κυριαρχία του ευρωατλαντικού Άξονα και τους όρους που επιβάλλει στην παγκόσμια οικονομία, αλλά δεν είναι πλήρως υποταγμένη· δεν ανήκει στις λίγες πλουσιότερες χώρες του κόσμου και, παρόλο που η αστική της τάξη θα το ήθελε πολύ, δεν ανήκει στα ιμπεριαλιστικά παράσιτα που νέμονται την υπεραξία από τις χώρες-νεοαποικίες. Στο ισοζύγιο της αντλούμενης υπεραξίας, πίνει το αίμα των δικών της παιδιών. Όσον αφορά τις συμμαχίες, η Ρωσία έχει σχέσεις με την Κίνα, την άλλη χώρα του πρώιμου σοσιαλισμού, την οποία οι ΗΠΑ έχουν θέσει στο στόχαστρο και συνεχώς περισφίγγουν γύρω της τον κλοιό.

Τί κάνουμε σε αυτήν την παρτίδα; Ποιοι είναι οι αντίπαλοί μας; Μήπως πρόκειται για τη «ρωγμή» στο αστικό στρατόπεδο, που όπως λέει ο Λένιν είναι αναγκαίο να εκμεταλλευτούμε; Ή λέμε «δεν είμαστε με κανένα ληστή», «η ευθύνη είναι μοιρασμένη» και τέτοια;  

4. Τι είναι προοδευτικό στην εποχή της Ιμπεριαλιστικής Προέλασης του πλανητικού Δυνάστη: και πάλι ενάντια στον σοσιαλσωβινισμό

Ο Λένιν γράφει στο Σοσιαλισμός και Πόλεμος ότι «στην ιστορία υπήρξαν επανειλημμένα πόλεμοι που, παρόλες τις φρικαλεότητες, τις αγριότητες, τις συμφορές και τα βάσανα που συνδέονται αναπόφευκτα με κάθε πόλεμο, ήταν προοδευτικοί, δηλαδή συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν εξαιρετικά βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί […] τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα της Ευρώπης». Εδώ ο Λένιν γράφει ότι τέτοιοι πόλεμοι είναι, για παράδειγμα, αυτοί που συνέβαλαν στη συντριβή της απολυταρχίας και δουλοπαροικίας. Με αυτό το σκεπτικό μας παροτρύνει να αναλύσουμε τον πόλεμο που έχουμε μπροστά μας (τότε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η αντίληψή του και η μεθοδολογία για τον πόλεμο θέτει στο επίκεντρο ως κριτήριο τον προοδευτικό ή αντιδραστικό χαρακτήρα του πολέμου. Σήμερα τί είναι ένας πόλεμος που από τη μία έχει το μακρύ χέρι των ΗΠΑ – τον προελαύνοντα πλανητικό Δυνάστη – και από την άλλη ένα αστικό κράτος που επιτίθεται στο κράτος-μαριονέτα για να υπερασπιστεί την αστική του κυριαρχία; Είναι ή δεν είναι προοδευτικό να ματαιώσει η Ρωσία τα επεκτατικά σχέδια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ; Όποιος πει ότι δεν είναι προοδευτικό να νικήσει η Ρωσία, λέει αναγκαία ότι δεν είναι προοδευτικό να ηττηθεί το ΝΑΤΟ. Όποιος παίρνει τέτοια θέση πρέπει να συνειδητοποιεί ότι υποστηρίζει τη μη ήττα του ΝΑΤΟ, δηλαδή τη νίκη του ΝΑΤΟ και υπερασπίζεται την ιμπεριαλιστική πολιτική του ευρωατλαντικού Άξονα. Για την Ελλάδα, συγκεκριμένα, αυτό είναι υπεράσπιση του «δικού μας ιμπεριαλιστή» και παραδοσιακά … λέγεται σοσιαλσωβινισμός.

Για όσους ανησυχούν για την πιθανή εκμετάλλευση του ουκρανικού λαού από μια νίκη της Ρωσίας, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή είναι μια νέα συνθήκη: θα είχε πραγματοποιηθεί μια προοδευτική κίνηση – η ήττα του ΝΑΤΟ – και μετά θα εκδηλωνόταν μια αντιδραστική. Αυτή η εξέλιξη απαιτεί τη δική της καταδίκη, την καταδίκη μιας Ρωσίας που θα εκμεταλλευόταν τον ουκρανικό λαό. Το δεύτερο ιστορικό επεισόδιο δεν πρέπει να συγχέεται με το πρώτο. Το αντίστοιχο σκεπτικό του Λένιν, αλλά και των Μαρξ και Ένγκελς, εκτίθεται ως εξής λίγο παρακάτω με ένα παράδειγμα: «Ο πόλεμος 1870-1871 ήταν ιστορικά προοδευτικός από την πλευρά της Γερμανίας, ως τη στιγμή που νικήθηκε ο Ναπολέων ο Γ΄· γιατί ο Ναπολέων ο Γ΄, μαζί με τον τσάρο, καταπίεζε επί πολλά χρόνια τη Γερμανία, διατηρώντας το φεουδαρχικό της κομμάτιασμα. Μόλις, όμως, ο πόλεμος μετατράπηκε σε καταλήστευση της Γαλλίας (προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωραίνης), ο Μαρξ και ο Ενγκελς καταδίκασαν κατηγορηματικά τους Γερμανούς.»

Η ήττα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ σημαίνει ήττα του ιμπεριαλιστικού Άξονα και ματαίωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Ήττα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ σημαίνει ήττα του ιμπεριαλιστικού Άξονα τον οποίο υπηρετεί η ελληνική κυβέρνηση και στον οποίο είμαστε υποτελείς ως ακόλουθος-νεοαποικία. Διότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει τον πόλεμο των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, έναν πόλεμο που από τη μεριά τους σημαίνει ιμπεριαλιστική επέκταση με στόχο την πλανητική κυριαρχία· άρα, έναν κατεξοχήν αντιδραστικό πόλεμο. Κατά τον Λένιν, στο ίδιο έργο, «όσοι στο σημερινό πόλεμο υπερασπίζουν τη νίκη της κυβέρνησης της χώρας τους, όπως και όσοι υπερασπίζουν το σύνθημα «ούτε νίκη, ούτε ήττα», είναι κατά τον ίδιο τρόπο υπέρ της άποψης του σοσιαλσωβινισμού. Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί να μην εύχεται την ήττα της δικής της κυβέρνησης, δεν μπορεί να μη βλέπει τη σύνδεση ανάμεσα στις στρατιωτικές αποτυχίες της κυβέρνησής της και στη διευκόλυνση της ανατροπής της.»

Όπως στο σκάκι για τρεις, έτσι και στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, στο τέλος πρέπει να νικήσει ένας στρατός. Και αυτός, για το καλό της ανθρωπότητας πρέπει να είναι ο δικός μας. Επομένως, μαχόμαστε ενάντια στα λευκά και ενάντια στα μαύρα. Σε αυτήν τη φάση έχουμε χάσει πολύ έδαφος. Εάν τα λευκά κερδίζουν τόσο, που τα μαύρα απειλούνται ακόμη και στις αρχικές τους θέσεις και τα λευκά κοντεύουν να πατήσουν σε όλη τη σκακιέρα, θα είμαστε τυφλοί εάν σε μια αντεπίθεση των απειλούμενων μαύρων έναντι των προελαυνόντων λευκών δεν βλέπουμε ξεκάθαρα ότι μας συμφέρει να ηττηθούν τα λευκά. Για εμάς η νίκη των μαύρων δεν έχει την ίδια σημασία με αυτή που έχει για τα ίδια τα μαύρα. Για εμάς η νίκη των μαύρων είναι πρωτίστως ήττα των λευκών! Αυτό σημαίνει να βλέπεις τη σκακιέρα από τη δική μας σκοπιά· αυτό σημαίνει να μην βλέπεις την πραγματικότητα ασπρόμαυρα. Δεν είμαστε τα λευκά, δεν είμαστε τα μαύρα… είμαστε τα κόκκινα!

Πηγή: alfavita

8 θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Η ρωσική επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου προκαλεί δικαιολογημένα σύγχυση και ερωτηματικά, όχι φυσικά για τον όλεθρο του πολέμου ή για την αξία της ειρήνης, αλλά για τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Αριστερά, το προοδευτικό και δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς. Σε αυτήν την προσπάθεια, έχει τεράστια αξία η επιμονή σε ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια που οφείλει κανείς να έχει, αν τοποθετείται από την πλευρά του κινήματος ανατροπής, και όχι απλώς συναισθηματικά, αφηρημένα ή στρογγυλεμένα.

Θέση πρώτη: Δεν μπορούν σήμερα να μιλούν για ειρήνη όσοι άργησαν επτά χρόνια να καταλάβουν ότι γίνεται πόλεμος.

Η ρωσική επίθεση είναι ένας αναβαθμισμένος κρίκος στην αλυσίδα συγκρούσεων και αναταραχών που ξεκινά τουλάχιστον από το 2014 με την ανατροπή της φιλορωσικής κυβέρνησης του Γιανουκόβιτς και συνεχίζεται ως σήμερα. Από τότε, 14.000 περίπου άνθρωποι (άμαχοι και όχι στρατιώτες), έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν ή ξεσπιτώθηκαν, εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν, αντιφασίστες δολοφονήθηκαν, συνδικαλιστές κάηκαν ζωντανοί. Μόλις τρεις μέρες πριν, περιοχές της Ουκρανίας βομβαρδίζονταν από το ουκρανικό κράτος.

Τα θύματα της προηγούμενης περιόδου, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας, με θύτες το καθεστώς του Κιέβου, αλλά και τις ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που έχουν σήμα τη σβάστικα και ανεμίζουν τη νατοϊκή σημαία. Η παρατεταμένη και διαρκής επίθεση σε τμήμα του ουκρανικού λαού είχε εθνικό (στοιχεία εθνοκάθαρσης) αλλά και πολιτικό – ιδεολογικό (ακροδεξιό, φιλοναζιστικό) χαρακτήρα. Η διαδικασία που θα μπορούσε να αποσοβήσει την περαιτέρω όξυνση της κρίσης (Συμφωνία του Μινσκ) τινάχτηκε στον αέρα, πρώτα και κύρια από την ίδια την ουκρανική κυβέρνηση.

Τα παραπάνω δεν συνιστούν φιλορωσική ανάγνωση της πρόσφατης ουκρανικής ιστορίας αλλά μάλλον κοινός τόπος για όσους θέλουν να είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Σήμερα, κατόπιν εορτής, ακόμα και οι πλέον φιλοδυτικοί θα παραδεχτούν ότι “το Κίεβο το παράκανε”.

Επομένως η ρωσική επίθεση δεν διεξάγεται σε κενό ιστορίας, αποτελεί έναν αναβαθμισμένο στρατιωτικά κρίκο, σε μια ήδη υπάρχουσα αλυσίδα συγκρούσεων. Οι θάνατοι, ο ξεριζωμός πληθυσμών, οι βομβαρδισμοί περιοχών, ο όλεθρος και η καταστροφή δεν εμφανίστηκαν στην Ουκρανία το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της είναι καθημερινό καθεστώς, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη τάξη μεγέθους, τα τελευταία επτά χρόνια.

Θέση δεύτερη: Η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, ήταν αντικειμενικά μια επιθετική πράξη εναντίον της Ρωσίας.

Το διακύβευμα της ουκρανικής κρίσης δεν είναι μόνο, ή κυρίως, η εσωτερική σύγκρουση. Δεν εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία απλώς για να προστατεύσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς, ούτε για να τιμωρήσει τους ακροδεξιούς που αιματοκύλισαν την Οδησσό. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας.

Τη δεκαετία του 90 η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε αναπόφευκτα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με ρητό αντάλλαγμα τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Πριν περάσουν δέκα χρόνια, από το 1999, το ΝΑΤΟ άλλαξε στρατηγική, αποφασίζοντας τη διεύρυνσή του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με ειδική προτίμηση την ενσωμάτωση πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, περικυκλώνοντας τη Ρωσία. Βαλτικές δημοκρατίες, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, έγιναν μια περίκλειστη ζώνη με τις βάσεις και τους πυραύλους των ΗΠΑ να σφίγγουν απειλητικά τον κλοιό.

Αυτή η ασύδοτη επέκταση, πέρα από κάθε καταστατικό λόγο ύπαρξης του ίδιου του ΝΑΤΟ, αλλά και ενάντια στις συμφωνίες της προηγούμενης δεκαετίας (μέχρι το 2000 συζητούνταν και η ένταξη της ίδιας της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ), δεν ήταν αρκετή. Ο κλοιός έπρεπε να σφίξει περισσότερο. Η ίδια η εκλογή Μπάιντεν σηματοδότησε ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα ρίξει το βάρος της εναντίον της Ρωσίας. Έκλεισε η περίοδος Τραμπ που πριμοδότησε την αντιπαλότητα με την Κίνα στο πλαίσιο της υπεράσπισης των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Η μετασοβιετική Ρωσία παρέμενε επί δεκαετίες ως η διάδοχη “αυτοκρατορία του κακού” για τις ΗΠΑ και τη δυτική προπαγάνδα, βλέποντας τη βορειοατλαντική συμμαχία όχι απλώς να την αναγάγει στον νούμερο ένα εχθρό της, αλλά να παίρνει θέσεις, να στήνει βάσεις, αντιαεροπορικά συστήματα, πυραυλικές εγκαταστάσεις γύρω από τα σύνορά της, ενσωματώνοντας σιγά σιγά τη μία χώρα μετά την άλλη, με κορυφαίο πετράδι στο στέμμα της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ την Ουκρανία.

Ωστόσο η Ρωσία του 2020 δεν είναι η Ρωσία του 1998. Η καπιταλιστική της τάξη έχει ανασυγκροτηθεί, το πολιτικό της προσωπικό δεν θυμίζει πλέον τσίρκο (με μόνιμα μεθυσμένο τσιρκολάνο), οι ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη την ισχυροποίησαν, ενώ σε κάθε περίπτωση παραμένει μια στρατιωτική υπερδύναμη με πυρηνικό οπλοστάσιο. Η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ, οι εσωτερικές αντιφάσεις της αμερικανικής υπερδύναμης, η ανάδυση της Κίνας, η κρίση της Ε.Ε., δίνουν χώρο και αυξάνουν την αυτοπεποίθηση στη Ρωσία. Από την κρίση του 2014 και μετά, θωρακίζεται ξέροντας ότι οι κυρώσεις εναντίον της θα είναι στην ημερήσια διάταξη του ευρωατλαντικού άξονα.

Θέση τρίτη: Το ΝΑΤΟ είναι ο εμπρηστής του πολέμου.

Κάθε δράση φέρνει αντίδραση. Πώς περιμένει κανείς να αντιδράσει η Ρωσία όταν ξετυλίγεται μια ακόμα πράξη της Νατοϊκής επέκτασης; Τι εκτιμά κανείς ότι θα γίνει ανάμεσα σε μια Ρωσία που είναι διατεθειμένη να πληρώσει βαρύ τίμημα για να σταματήσει η ασφυκτική της περικύκλωση, και στις ΗΠΑ, που επιθυμούν μεν την περικύκλωσή της, βάζοντας όμως ξένο κεφάλι στον ντορβά; Η οργάνωση του Μεϊντάν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ήταν η πρώτη πράξη της σύγκρουσης, τα πογκρόμ στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η κλιμάκωση, και η ένταξη στο ΝΑΤΟ με τον εξοπλισμό μιας -ανοιχτά εχθρικής πλέον προς τη Ρωσία- Ουκρανίας, η κορύφωση.

Όταν μια στρατιωτική υπερδύναμη απειλείται από μια άλλη, θα αντιδράσει. Όταν βγάλει το πιστόλι στο τραπέζι, έχει αποφασίσει ότι θα το χρησιμοποιήσει. Έχοντας προετοιμαστεί για αυτό επί χρόνια. Η Ρωσία αποφάσισε ότι ήταν σε θέση να πληρώσει υψηλό τίμημα για να αποτρέψει την ολοκληρωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ και την οριστική ένταξη της Ουκρανίας στο αντιρωσικό στρατόπεδο. Τίμημα πολύ μεγαλύτερο από τις κυρώσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, αν και αυτό μένει να κριθεί τους επόμενους μήνες.

Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, φταίει η Ρωσία που αντιδρά αλλά όχι το ΝΑΤΟ που περικυκλώνει; Φταίει η Ρωσία που επεμβαίνει στρατιωτικά αλλά όχι η ευρωατλαντικού (και ακροδεξιού) προσανατολισμού ηγεσία του Κιέβου που προκάλεσε εκατόμβες με πολλαπλάσιο αριθμό δολοφονημένων, εκτοπισμένων, βασανισμένων και τρομοκρατημένων αμάχων; Φταίνε και οι δύο; Και αν ναι, δεν υπάρχει καμιά διαφορά;

Όσοι θέτουν εκ του ασφαλούς το ερώτημα αν έχει ή όχι δικαίωμα η Ουκρανία να μπει στο ΝΑΤΟ και να διαλέγει τους συμμάχους της, έχουν καταπιεί αμάσητο το ερώτημα αν είναι λογικό να υπάρχει το ΝΑΤΟ, όταν έχουν εκλείψει οι λόγοι ύπαρξής του. Ακόμα περισσότερο δεν απαντούν αν είναι θεμιτό, ηθικό, λελογισμένο και σε ειρηνική κατεύθυνση να περικυκλώνεται ασφυκτικά μια πυρηνική υπερδύναμη, η οποία μάλιστα έχει δαιμονοποιηθεί με κάθε πιθανό τρόπο.

Θέση τέταρτη: Η ουκρανική κυβέρνηση αποδείχθηκε ο χρήσιμος ηλίθιος, δείχνοντας τι σημαίνει να είσαι δεδομένος και πάντα πρόθυμος

Η στάση της Δύσης μετά τη ρωσική επίθεση αφήνει την ουκρανική κυβέρνηση ξεκρέμαστη. Τη χρησιμοποίησε για την Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, της έδωσε διαβεβαιώσεις, χάιδεψε τα ναζιστικά παραστρατιωτικά τάγματα, γέλασε κάτω από τα μουστάκια της με τα πογκρόμ ενάντια στους αντιφασίστες και τους αντιφρονούντες, χάρηκε βλέποντας τη Συμφωνία του Μινσκ να καταρρέει, ενίσχυσε στρατιωτικά την Ουκρανία για να εκκαθαρίσει τις ανατολικές ρωσόφωνες περιοχές της, τη διαβεβαίωσε ότι θα σταθεί δίπλα της, αρκεί το Κίεβο να μείνει πιστό στις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα.

Και όταν η Ρωσία επιτέθηκε, έκανε δηλώσεις συμπαράστασης, ξεκίνησε μαραθώνιο αναζήτησης “κυρώσεων” (αμφίβολης αποτελεσματικότητας μιας και η Μόσχα από το 2014 και μετά επιχείρησε να προετοιμαστεί απέναντι σε ένα τέτοιο εξαιρετικά αναμενόμενο μέτρο της Δύσης), και διαβεβαίωσε ότι …το ΝΑΤΟ δεν θα στείλει στρατό στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Κιέβου έβγαλε τη βρώμικη δουλειά με τη συναίνεση, συμπαράσταση και καθοδήγηση της Δύσης αλλά όταν ήρθαν τα δύσκολα, έμεινε μόνο του. Άλλωστε ακόμα και αν η Ρωσία ρίσκαρε πυρηνικό επεισόδιο για να εξασφαλίσει τον “ζωτικό της χώρο” ή έστω ζώνη ασφαλείας, η Δύση δεν θα ρίσκαρε κάτι αντίστοιχο για να της τα στερήσει.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η Ελλάδα μπορεί να έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική δύναμη από την Ουκρανία και η Τουρκία πολύ μικρότερη από τη Ρωσία, αλλά οι διαβεβαιώσεις των ευρωατλαντιστών στη χώρα μας ότι οι ΗΠΑ θα μας προστατεύσουν απέναντι στον Ερντογάν και στις επιδιώξεις του, γιατί είμαστε οι πιο πιστοί, δεδομένοι και πρόθυμοι σύμμαχοί τους, είναι θεωρία που χρεοκόπησε σε ζωντανή μετάδοση σε όλο τον κόσμο.

Θέση πέμπτη: Οι ίσες αποστάσεις δεν είναι ποτέ ίσες. Ευνοούν αυτόν που σήμερα είναι δυνατότερος.

Αν συμφωνήσουμε ότι η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ως πρόσχημα την ασφάλεια των ρωσόφωνων ή την αποκατάσταση της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα του Κιέβου στο Ντονμπάς και στην Οδησσό, θα αναγνωρίσουμε ως πραγματική αιτία της εισβολής την αποφυγή της περικύκλωσής της από το ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία προφανώς δεν είναι ανθρωπιστική επέμβαση. Ούτε εμπίπτει στην λενινιστική κατηγορία των “δίκαιων πολέμων”, έστω και αν η εκκαθάριση ρωσόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας, δίνει άφθονα επιχειρήματα στη Ρωσία. Το να διατηρεί όμως μια ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Ρωσία, με ένα αντιδραστικό καθεστώς όπως αυτό του Πούτιν, ένα ζωτικό χώρο ασφάλειας γύρω από τα σύνορά της (με όλο το αποκρουστικό ιστορικό φορτίο του όρου), δεν συνιστά ηθική δικαιολογία για πόλεμο, ούτε μπορεί να συγκινήσει τους προοδευτικούς ανθρώπους και το αριστερό κίνημα.

Η Ουκρανία μπορεί να είναι το θέατρο των επιχειρήσεων της αντιπαράθεσης, η σύγκρουση όμως περιλαμβάνει πολύ περισσότερα.

Αν από τη μια έχουμε τη Ρωσία που αποφεύγει την περικύκλωσή της και δημιουργεί ζωτικό χώρο γύρω από τα σύνορά της, από την άλλη, δεν έχουμε απλώς τον ακροδεξιό γελωτοποιό του Κιέβου και τις παραστρατιωτικές συμμορίες των Ουκρανών ναζί. Έχουμε το σχέδιο της Δύσης να κυριαρχήσει καθολικά, να στριμώξει τον πυρηνικό ανταγωνιστή της, να καταστήσει το ΝΑΤΟ μια απέραντη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, να επιβάλει δηλαδή έναν καταθλιπτικό μονόδρομο χωρίς εναλλακτική. Αυτή η απαίτηση, η φιλοδοξία, ή το σχέδιο “καθολικής κυριαρχίας” εξελίσσεται μάλιστα σε μια εποχή που αναδύονται αντικειμενικά περισσότεροι πόλοι παγκόσμιας ηγεμονίας και όχι μόνο ένας.

Η απαίτηση καθολικής κυριαρχίας και ασύδοτης επέκτασης του ΝΑΤΟ προχώρησε και επιβλήθηκε και όχι μόνο “ειρηνικά”, με πολιτικές αλλαγές, με διαδηλώσεις (ή πραξικοπήματα) και με εκλογές. Προχώρησε και με διώξεις, και με πογκρόμ, και με σφαγές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα “τετελεσμένα” της Νατοϊκής επέκτασης είναι λογικό (ή ακόμα και δίκαιο) να “παγιώνονται” με μια ματωμένη ειρήνη εις το διηνεκές. Σαν κι αυτή που υπήρχε πριν τη ρωσική επίθεση. Το δίλημμα είναι κυνικό, αλλά είναι πραγματικό δίλημμα: Ματωμένη ειρήνη με πολλαπλάσια θύματα, παγιώνοντας τα αμερικανικά συμφέροντα, ή ρωσικός πόλεμος;

Έτσι ερχόμαστε στο πρόβλημα των ίσων αποστάσεων. Οι ίσες αποστάσεις ποτέ δεν είναι ίσες, γιατί η σύγκρουση δεν αφορά απλώς δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συγκρούονται η μία με την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που έχει φτάσει έξω από τα σύνορα μιας υποδεέστερης οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά δεύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης, με τη δεύτερη να αναζητά συνθήκες ασφαλείας και ζώνες ζωτικού χώρου. Η καταδίκη της ρωσικής επέμβασης σημαίνει αποδοχή των τετελεσμένων που έφερε το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Θέση λογική για την ελληνική αστική τάξη, αλλά καθόλου λογική για την ελληνική Αριστερά.

Ίσες αποστάσεις στην πραγματική ζωή σπάνια υπάρχουν. Η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας δεν έχει πολλά κοινά με τη σύγκρουση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για να αντιγράφουμε τα τσιτάτα του 1915. Είναι ένα πράγμα να μην προσχωρείς σε κανένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (θέση που ισχύει με απόλυτο τρόπο και τότε και σήμερα), και άλλο πράγμα να αξιολογείς με τον ίδιο τρόπο, την απάντηση του στριμωγμένου ρωσικού ιμπεριαλισμού, με την ασυδοσία και την επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίδια ιεράρχηση και ίσες αποστάσεις ευνοούν αυτόν που έχει το πάνω χέρι στη σύγκρουση. Και αυτός, εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον, είναι σαφώς η Δύση. Ας μην κάνουμε επίκληση ούτε στον αριθμό και τις θέσεις των αμερικανικών βάσεων στον πλανήτη, ούτε στην εγκληματική ιστορία του ΝΑΤΟ. Ούτε ζητάμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν η Ρωσία ή η Κίνα έστηνε βάσεις στη μεξικανική μεθόριο με τις ΗΠΑ. Κάνουμε απλώς επίκληση στην κοινή λογική.

Θέση έκτη: Να ηττηθεί το σχέδιο του πιο επικίνδυνου εχθρού της ειρήνης. Έστω κι αν ηττηθεί από κάποιον που δεν είναι φίλος μας.

Η ρωσική επίθεση, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η πρώτη φορά που μπλοκάρει τη Νατοϊκή ασυδοσία, μετά από τριάντα χρόνια. Μπορεί να μην μας αρέσει αυτός που το κάνει, αλλά η πραγματικότητα δεν κινείται με βάση τις επιθυμίες μας. Δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο να σταματήσει τον ιμπεριαλιστικό όλεθρο και ταυτόχρονα να ανοίξει δρόμο στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η τοποθέτησή μας γίνεται με βάση την πραγματικότητα.

Αν το ΝΑΤΟ είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός της ειρήνης, αν είναι μακράν η πιο φονική μηχανή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν έχει καταστρατηγήσει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, αν έχει διαμελίσει χώρες, ανατρέψει κυβερνήσεις, βομβαρδίσει αμάχους, στήσει χούντες και διαλύσει κοινωνίες, δεν είναι θετικό να υποστεί μια ήττα;

Καταλαβαίνουμε να δυσανασχετούν με το πρόσκαιρο έστω μπλοκάρισμα της Νατοϊκής μηχανής όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, από δεξιά ή αριστερή σκοπιά. Δεν καταλαβαίνουμε όμως γιατί πρέπει να δυσανασχετούν με αυτό το ενδεχόμενο, όσοι, επί χρόνια, επί δεκαετίες, θεωρούσαν το ΝΑΤΟ τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ειρήνη, τη μεγαλύτερη απειλή για τους λαούς και τα απελευθερωτικά τους κινήματα.

Με τη ρωσική επίθεση μπήκε φρένο σε μια επιλογή (διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη και περικύκλωση της Ρωσίας), που πίσω της στοιχήθηκε η ευρωατλαντική ηγεσία. Και ένα σύνολο χωρών βλέπει ότι οι αμερικανοΝατοϊκοί σχεδιασμοί δεν είναι αήττητοι, ούτε οι επιδιώξεις της Ουάσιγκτον αναπόφευκτες. Φυσικά αυτό είναι απλώς αναγκαία και καθόλου ικανή συνθήκη για την ανάταξη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό.

Δεν είναι σημαντικό, τουλάχιστον για δυνάμεις που αναφέρονται στο μαρξισμό (και ακόμα περισσότερο στο λενινισμό) να αξιολογήσουν ως σημαντική την υποχώρηση του πιο επικίνδυνου εχθρού των λαών, της ελευθερίας τους και της ανεξαρτησίας τους, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού; Δεν έχει σημασία να φάει χαστούκι η μηχανή παραγωγής ακροδεξιών, νεοναζιστικών μορφωμάτων στην Ανατολική Ευρώπη που ανεμίζουν τις σημαίες της Ε.Ε. και ζητούν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ;

Δεν είναι βαθιά πολιτικό και εντελώς λενινιστικό να επιδιώκεις να αποδυναμώνεται ο κάθε φορά ισχυρότερος αντίπαλος των λαών και των εργαζόμενων τάξεων, ακόμα και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν προέρχεται από εσένα;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σημαντικό επεισόδιο στην πορεία μετασχηματισμού του κόσμου του εικοστού αιώνα που κληρονόμησε ο εικοστός πρώτος: Από έναν πλανήτη με έναν και μοναδικό κυρίαρχο, τις ΗΠΑ, σε μια πολυπολική κατάσταση, όπου αναδύονται και άλλοι ισχυροί παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο και σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, με αυξημένες αντιθέσεις και διαφορετικά συμφέροντα.

Οι λαοί όλου του κόσμου και οι εργαζόμενες τάξεις έχουν να κερδίσουν περισσότερα από έναν μονοπολικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο μονόδρομος, ή από έναν πολυπολικό κόσμο, έστω και με αντιτιθέμενες αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπου μπορούν όμως οι αντιθέσεις τους να δώσουν χώρο και ανάσες στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης;

Η σύγχυση στην Αριστερά περισσεύει κι ο καθένας να ανασύρει από τους κλασσικούς αυτό που τον βολεύει, αλλά ο μαρξισμός δεν έχει καμιά σχέση με το να κρατάς απολύτως ίσες αποστάσεις από τα ξένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λες και κάνεις ασκήσεις στο χαρτί. Το εντελώς ανάποδο. Προτιμά την αποδυνάμωση του πιο επικίνδυνου κάθε φορά για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις αντιπάλου, έστω και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν γίνεται από μια δύναμη κομμουνιστική ή προοδευτική, αλλά από μια δύναμη αντιδραστική και ιμπεριαλιστική. Οι λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του κινήματος γράφτηκαν όταν οι κομμουνιστές αποφάσισαν ότι δεν θα βγάζουν μεζούρα να μετρούν ίσες αποστάσεις στις ανακοινώσεις τους, αλλά να εκμεταλλευτούν κάθε ρωγμή στο αντίπαλο στρατόπεδο αποδυναμώνοντας τον πιο επικίνδυνο κάθε φορά αντίπαλο. Αυτό απέχει παρασάγγας από την ευκολία “ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τον Πούτιν” και φυσικά δεν οδηγεί σε στράτευση υπό το Κρεμλίνο.

Αν αυτά είναι ψιλά γράμματα στρατηγικής, αξίζει να πάμε ένα βήμα παραπάνω: Πώς φαντάζεται κανείς ότι θα διαλυθεί το ΝΑΤΟ (θέση ελπίζουμε ακόμα κοινή – και όχι υπό αναίρεση) στην κομμουνιστική Αριστερά; Πώς μπορεί να διαλυθεί ως δια μαγείας (και μόνο υπό τα χτυπήματα του κομμουνιστικού κινήματος), χωρίς ήττες και γρατσουνιές, χωρίς κρίσεις και υποχωρήσεις στον ανταγωνισμό του με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί μόνο μετά από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, ή είναι πολιτικός στόχος με αξία στο σήμερα και στο αύριο;

Θέση έβδομη: Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – ή αλλιώς: η ιστορία διαμορφώνεται από τους συσχετισμούς δύναμης.

Η ειρήνη είναι αξία ανεκτίμητη αλλά υπάρχει η ειρήνη που σταματά τους πολεμοκάπηλους, τους εμπρηστές, τους επικίνδυνους για τη ζωή και τον ανθρώπινο πολιτισμό και η ειρήνη που παγιώνει τετελεσμένα και συσχετισμούς που επιβλήθηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο. Η ιστορία του αριστερού κινήματος ταυτίστηκε με τον φιλειρηνισμό και την αποπυρηνικοποίηση κατά τον 20ο αιώνα, όταν οι Αμερικάνοι έστηναν παντού επεμβάσεις ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά και προοδευτικά κινήματα και απειλούσαν με την πυρηνική τους υπεροπλία. Τότε, οι αγωνιστές της ειρήνης ήταν ταυτόχρονα “πράκτορες της Μόσχας” για το δυτικό μηχανισμό προπαγάνδας.

Με πλήρη γνώση ότι δεν θα γίνουμε δημοφιλείς, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι υπάρχει και η άδικη ειρήνη, η ειρήνη που υπογράφεται μετά από μια επιθετική επέμβαση, η ειρήνη που κατοχυρώνει έναν άδικο συσχετισμό, η ειρήνη που υπάρχει μόνο για να προκαλέσει έναν μεγαλύτερο πόλεμο, η ειρήνη που έχει περισσότερα θύματα, νεκρούς και ξεριζωμένους από έναν “κανονικό” πόλεμο. Ο εικοστός αιώνας είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα.

Όσοι σήμερα φωνάζουν υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία, το 1963 στην κρίση της Κούβας θα φώναζαν υπέρ της ειρήνης; Θα κατηγορούσαν τον Κένεντι ως παράφρονα που απειλεί με πυρηνικό πόλεμο γιατί η Κούβα – μια ανεξάρτητη χώρα – αποφάσισε να εξοπλιστεί με σοβιετικούς πυραύλους; Ή μήπως θα δικαιολογούσαν την πυρηνική απειλή των ΗΠΑ λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρχουν πυρηνικές κεφαλές των σοβιετικών σε απόσταση αναπνοής από αμερικανικό έδαφος; Φυσικά, ισχύει και το ανάποδο.

Το αίτημα της ειρήνης εκφράζει πάντα έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο πασιφισμός, με την έννοια της επίκλησης της αξίας της ειρήνης σε ένα κόσμο που σφαδάζεται από συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, παραβλέπει ότι οποιαδήποτε ειρήνη αποτυπώνει ένα συσχετισμό δύναμης. Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτόν ακριβώς το συσχετισμό δύναμης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθεί για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις.

Θέση όγδοη: Είναι ζήτημα επιβίωσης να συγκροτήσουν οι λαοί το δικό τους στρατόπεδο

Από τη σύγκρουση στην Ουκρανία απουσιάζει η ανεξάρτητη και αυτοτελής φωνή των λαών και των συμφερόντων τους. Αλλά όχι μόνο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο κόσμος, από το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα και μετά, καθορίζεται αρνητικά από την εκκωφαντική απουσία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν νιώθουν καμιά απειλή για την ύπαρξή τους, παρά μόνο εγγενείς αντιφάσεις, ενδογενείς κρίσεις και εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Ο αντιπολεμικός και αντιμπεριαλιστικός χώρος σήμερα έχει σημασία να συγκροτηθεί ως αποτρεπτικό πολιτικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο και τις πολιτικές που τον προκαλούν. Αυτή είναι η μόνη εγγύηση ότι η φωνή των λαών θα βρει την αυτοτελή της έκφραση και θα βαδίσει στο δρόμο της κοινωνικής ανατροπής.

Η ιστορία, σε τελική ανάλυση και στη μεγάλη της κλίμακα, εξακολουθεί να γράφεται από την ταξική πάλη σε όλη την πολυπλοκότητα των εκφράσεών της. Η υποχώρησή της δημιουργεί όρια, σύγχυση, αποπροσανατολισμό. Γεννά απολίτικες συμπεριφορές, αναζήτηση καθαρών λύσεων, απόσυρση από το πεδίο της καθημερινής πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού εθνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η κομμουνιστική Αριστερά παραμένει αποσυγκροτημένη και σε αδυναμία, παλινδρομεί ανάμεσα στο φιλελευθερισμό των ατομικών δικαιωμάτων και την επαναστατική φλυαρία, αδυνατεί να λερώσει τα χέρια της και να καθαρίσει την οπτική της.

Η συγκρότηση της αυτοτελούς φωνής του λαϊκού στρατοπέδου, είναι προϋπόθεση για την επιβίωση, ανεξάρτητα από τις στροφές στις διεθνείς εξελίξεις και στο συσχετισμό δύναμης που αφορούν τους αντικειμενικούς όρους της ταξικής πάλης. Ανεξάρτητα από το αν η ρωσική επίθεση καθυστερήσει, μπλοκάρει, (ή ανάποδα επιταχύνει), τα Νατοϊκά σχέδια, η ήττα του ιμπεριαλισμού είναι υπόθεση του ανεξάρτητου κινήματος των λαών που στις σημαίες του θα γράφει το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Θα μπορούσε ο Ψυχρός Πόλεμος να επανέλθει δριμύτερος;

Πρόκειται για τον πιο μνημειώδη στρατιωτικό σχεδιασμό στον πλανήτη αυτή την εποχή. Και αναρωτιέμαι, βέβαια, αν προσέχει κανείς τι συμβαίνει, δεδομένης της αέναης «αλλαγής φρουράς» στον Λευκό Οίκο, καθώς και του τουιταρίσματος ειδήσεων και δηλώσεων, των αποκαλύψεων για τα σεξουαλικά σκάνδαλα και των κάθε λογής ερευνών του FBI. Κι όμως, όλο και περισσότερο φαίνεται ότι, χάρη στον υφιστάμενο στρατηγικό σχεδιασμό του Πενταγώνου, έχει ξεκινήσει μία νέα εκδοχή Ψυχρού Πολέμου του 21ου αιώνα (με επικίνδυνες, νέες εμπλοκές) χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι.

Όταν, το 2006, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξέθεσε αναλυτικά ποιος θα είναι ο μελλοντικός του ρόλος στη διατήρηση της ασφάλειας, έβλεπε αποκλειστικά μία πρωτεύουσα αποστολή: τον «Μεγάλο Πόλεμο» ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία. Εκείνη τη χρονιά η έκθεση που δημοσιεύει το Πεντάγωνο κάθε 4 έτη για το σχεδιασμό της αμυντικής πολιτικής υποστήριζε ότι «Από κοινού με τους συμμάχους και τους εταίρους τους, οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες να διεξάγουν αυτόν τον πόλεμο σε πολλές τοποθεσίες ταυτόχρονα και για αρκετά χρόνια». Δώδεκα χρόνια αργότερα, το Πεντάγωνο έχει ανακοινώσει επισήμως ότι εκείνος ο Μεγάλος Πόλεμος βαίνει προς το τέλος του – παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον 7 πολεμικές συρράξεις για την καταστολή εξεγέρσεων μαίνονται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής – και ότι έχει αρχίσει ένας νέος Μεγάλος Πόλεμος, μία διαρκής εκστρατεία για να περιοριστεί η Κίνα και η Ρωσία στην Ευρασία.

«Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, όχι η τρομοκρατία, έχει αναδειχθεί πλέον σε βασική πρόκληση για τη διατήρηση της ασφάλειας και της ευμάρειας των ΗΠΑ», ισχυρίστηκε ο Οικονομικός Διευθυντής του Πενταγώνου DavidNorquist, όταν τον Ιανουάριο δημοσιοποίησε το αίτημα του Πενταγώνου για αύξηση του προϋπολογισμού του στα $686 δις. «Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν νέο κόσμο σύμφωνα με τις απολυταρχικές τους αξίες και να αντικαταστήσουν σταδιακά την ελεύθερη και ανοιχτή τάξη πραγμάτων που έχει διαμορφώσει τις συνθήκες παγκόσμιας ασφάλειας και ευμάρειας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα», δήλωσε.

Βέβαια, το κατά πόσον ο Πρόεδρος Τραμπ είναι αφοσιωμένος στην διατήρηση αυτής της «ελεύθερης και ανοιχτής τάξης πραγμάτων» είναι αμφισβητήσιμο, δεδομένης της απόφασής του να «τορπιλίσει» διεθνείς συμφωνίες και να πυροδοτήσει έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Παρομοίως, το εάν η Κίνα και η Ρωσία επιθυμούν πραγματικά να υπονομεύσουν την υφιστάμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων ή απλώς να την κάνουν λιγότερο αμερικανοκεντρική είναι ένα ερώτημα που χρειάζεται προσεκτική διερεύνηση, όμως δεν θα μας απασχολήσει τώρα. Ο λόγος είναι αρκετά απλός. Το κραυγαλέο πρωτοσέλιδο που θα έπρεπε να έχετε δει σε κάθε εφημερίδα (όμως δεν το έχετε δει πουθενά) είναι το παρακάτω: «Ο στρατός των ΗΠΑ αποφάσισε για το μέλλον μας. Αφιέρωσε τον εαυτό του και το έθνος σε ένα γεωπολιτικό αγώνα σε τρία μέτωπα, προκειμένου να αντισταθεί στην ενίσχυση των κινεζικών και ρωσικών θέσεων στην Ασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή».

Όσο σημαντική κι αν είναι αυτή η αλλαγή στρατηγικής, δεν πρόκειται να ακούσετε για αυτήν από τον Πρόεδρο, έναν άνθρωπο ανίκανο πνευματικά για μακρόπνοη στρατηγική σκέψη, που βλέπει τον Πρόεδρο της Ρωσίας VladimirPutin και τον κινέζο XiJinping περισσότερο σαν «άσπονδους φίλους» παρά σαν ορκισμένους αντιπάλους. Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τις κοσμοϊστορικές αλλαγές στον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, είναι απαραίτητο να εντρυφήσει στις «γραφές» του Πενταγώνου: στα αρχεία του προϋπολογισμού και στις ετήσιες «απολογιστικές τοποθετήσεις» των περιφερειακών διοικητών, που επιβλέπουν ήδη την εφαρμογή της νεόκοπης πολιτικής των τριών μετώπων.

Η Νέα Γεωπολιτική Σκακιέρα

Η ανανεωμένη αυτή έμφαση στην Κίνα και τη Ρωσία, που χαρακτηρίζει τον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζει την διαδικασία κατά την οποία οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι επαναξιολογούν την παγκόσμια στρατηγική εξίσωση· μια διαδικασία που ξεκίνησε πολύ πριν ο DonaldTrump να βρεθεί στον Λευκό Οίκο. Παρά το γεγονός ότι οι ανώτεροι διοικητές υιοθέτησαν πλήρως το αφήγημα του «μεγάλου πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ο ενθουσιασμός τους για ατέλειωτες επιχειρήσεις κατά των τρομοκρατών, που δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, σε απομακρυσμένα και μερικές φορές επουσιώδη από στρατηγικής απόψεως σημεία του πλανήτη, άρχισε να φθίνει τα τελευταία χρόνια, καθώς είδαν την Κίνα και τη Ρωσία να εκσυγχρονίζουν τις ένοπλες δυνάμεις τους και να τις χρησιμοποιούν για να εκφοβίσουν τους γείτονές τους.

Αν και ο «μεγάλος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» τροφοδότησε μία τεράστια, συνεχιζόμενη διεύρυνση των Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων (SOF – SpecialOperationForces) του Πενταγώνου (που αποτελούν πλέον έναν «μυστικό» στρατό 70.000 ατόμων κρυμμένων στην μεγαλύτερη στρατιωτική βάση), δεν παρείχε ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης ή αντικείμενο εργασίας στις μονάδες που αποτελούν το «βαρύ πυροβολικό» του στρατού: στις ταξιαρχίες των τανκς, στα αεροπλανοφόρα του Ναυτικού, στις μοίρες των βομβαρδιστικών της Αεροπορίας, και πάει λέγοντας. Η Αεροπορία έπαιξε, όντως, σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στις πρόσφατες επιχειρήσεις σε Ιράκ και Συρία, αλλά ο τακτικός στρατός παραγκωνίστηκε σε μεγάλο βαθμό και σε αυτές και σε άλλες περιπτώσεις από τις δυνάμεις ελαφριάς εξάρτησης SOF και τα drones. Ο σχεδιασμός για έναν «πραγματικό πόλεμο» ενάντια σε έναν «ισάξιο αντίπαλο» (κάποιον με δυνάμεις και εξοπλισμό αντίστοιχο προς τα δικά μας) ήταν πολύ χαμηλότερα στις προτεραιότητες σε σχέση με τις ατέρμονες επιχειρήσεις της χώρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Αυτό ανησύχησε και σε ορισμένες περιπτώσεις εξόργισε όλους εκείνους στον τακτικό στρατό, των οποίων η «ώρα» φαίνεται πως έφτασε πλέον.

«Σήμερα, βγαίνουμε από μία περίοδο στρατηγικής ατροφίας, έχοντας συνείδηση ότι το στρατιωτικό ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία», δηλώνει ξεκάθαρα η νέα έκθεση του Πενταγώνου για την «Εθνική Αμυντική Στρατηγική». «Αντιμετωπίζουμε αυξημένη αναταραχή σε παγκόσμιο επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από την κρίση της υφιστάμενης εδώ και χρόνια, στηριζόμενης στους κανόνες, διεθνούς τάξης πραγμάτων» – μία επιδείνωση που για πρώτη φορά αποδίδεται επισήμως όχι στην Αλ-Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος, αλλά στην επιθετική συμπεριφορά της Κίνας και της Ρωσίας. Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα αναγνωρίζονται επίσης ως μεγάλες απειλές, ξεκάθαρα δευτερεύουσες όμως συγκριτικά με την απειλή που προβάλλει από τις δύο μεγάλες ανταγωνιστικές δυνάμεις.

Δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι η μετατόπιση αυτή στην στρατηγική απαιτεί όχι μόνο ακόμη μεγαλύτερες δαπάνες για ακριβούς, υπερσύγχρονους εξοπλισμούς αλλά και ανασχεδιασμό του παγκόσμιου, στρατηγικού χάρτη, προκειμένου να ευνοηθεί η δράση του τακτικού στρατού. Την περίοδο του μεγάλου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, η γεωγραφία και τα σύνορα φαίνονταν να έχουν μικρή σημασία, δεδομένου ότι οι θύλακες των τρομοκρατών έμοιαζαν ικανοί να επιχειρούν οπουδήποτε εμφανιζόταν αναταραχή. Ο στρατός των ΗΠΑ, πεπεισμένος ότι θα πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτος, προετοιμάστηκε έτσι ώστε να μπορεί να αναπτύσσει δυνάμεις ( συνήθως τύπου SOF) σε απομακρυσμένα πεδία μάχης σε όλο τον πλανήτη, ανεξαρτήτως συνόρων.

Στο νέο, όμως, γεωπολιτικό χάρτη η Αμερική έρχεται αντιμέτωπη με καλά εξοπλισμένους αντιπάλους που πρόκειται να προστατεύσουν τα σύνορά τους σε κάθε περίπτωση, συνεπώς οι δυνάμεις των ΗΠΑ παρατάσσονται πλέον σύμφωνα με μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή ενός παλαιότερου σχεδίου: κατά μήκος ένος τριπλού μετώπου σύγκρουσης. Στην Ασία, οι ΗΠΑ και οι βασικοί τους σύμμαχοι (Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Αυστραλία) πρόκειται να αντιμετωπίσουν την Κίνα κατά μήκος μιας νοητής γραμμής που εκτείνεται από την Χερσόνησο της Κορέας μέχρι την ανατολική και νότια θάλασσα της Κίνας και τον Ινδικό Ωκεανό. Στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους θα αντιμετωπίσουν τη Ρωσία σε ένα μέτωπο που εκτείνεται από τη Σκανδιναβία και τις χώρες της Βαλτικής, προς το νότο, μέχρι τη Ρουμανία, και προς τα ανατολικά, κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας και μέχρι τον Καύκασο. Ανάμεσα στα δύο αυτά πεδία διαμάχης βρίσκεται η διαρκώς ταραγμένη Μέση Ανατολή, με τις ΗΠΑ και τους δύο καίριας σημασίας συμμάχους τους στην περιοχή, το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, να έρχονται αντιμέτωποι με ένα ρωσικό προπύργιο στη Συρία και ένα όλο και πιο αποφασιστικό Ιράν, που προσεγγίζει την Κίνα και τη Ρωσία. Σύμφωνα με την οπτική του Πενταγώνου, έτσι οριοθετείται ο παγκόσμιος στρατηγικός χάρτης για το προσεχές μέλλον. Να αναμένετε ότι η πλειοψηφία των επερχόμενων μεγάλων επενδύσεων και πρωτοβουλιών σε στρατιωτικό επίπεδο θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ισχύος του ναυτικού, της αεροπορίας και του πεζικού των ΗΠΑ κατά μήκος αυτών των μετώπων, ενώ ταυτόχρονα θα στοχεύσει στα αδύναμα σημεία του Κινεζο-ρωσικού άξονα στις περιοχές αυτές.

Ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσει κανείς την δυναμική της τροποποιημένης αυτής στρατηγικής είναι να μελετήσει τις επίσημες «ετήσιες τοποθετήσεις» των επικεφαλής των «ενοποιημένων μαχητικών διοικητηρίων», ή του “Αρχηγείου των Ηνωμένων Σωμάτων Πεζικού/ Ναυτικού/ Αεροπορίας/ Πεζοναυτών”, που είναι αρμόδιοι για τις περιοχές γύρω από την Κίνα και τη Ρωσία: του Αρχηγείου του Ειρηνικού (PacificCommand – PACOM), που είναι υπεύθυνο για όλες τις αμερικανικές δυνάμεις στην Ασία· του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου (EuropeanCommand – EUCOM) , που είναι αρμόδιο για τις δυνάμεις των ΗΠΑ από την Σκανδιναβία ως τον Καύκασο· και του Κεντρικού Αρχηγείου ( CentralCommand – CENTCOM), που επιτηρεί τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, περιοχές όπου πολλοί εκ των πολέμων της χώρας «ενάντια στην τρομοκρατία» βρίσκονται ακόμη εν εξελίξει.

Οι Διοικητές αυτών των στρατιωτικών «κοινοπραξιών» είναι οι πιο ισχυροί αξιωματούχοι των ΗΠΑ εντός των «ορίων της τοπικής αρμοδιότητάς τους», ασκώντας πολύ μεγαλύτερη επιρροή σε σχέση με οποιονδήποτε Αμερικανό πρέσβη που ασκεί τα καθήκοντά του στην περιοχή (συχνά ασκούν ισχυρότερη επιρροή και από αρχηγούς κρατών). Ως εκ τούτου οι επίσημες τοποθετήσεις τους και οι «λίστες αγορών» για εξοπλισμούς που πάντοτε τις συνοδεύουν καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές για όσους επιθυμούν να κατανοήσουν το όραμα του Πενταγώνου σχετικά με το στρατιωτικό μέλλον των ΗΠΑ διεθνώς.

Το μέτωπο Ινδικού – Ειρηνικού

Διοικητής του Ειρηνικού (PACOM) είναι ο Ναύαρχος HarryHarrisJr., έμπειρος κυβερνήτης πολεμικών πλοίων. Στην ετήσια επίσημη τοποθέτησή του, ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις στις 15 Μαρτίου, ο Harris σκιαγράφησε μια ζοφερή εικόνα της στρατηγικής θέσης των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού. Στους κινδύνους που εγκυμονεί μια οπλισμένη με πυρηνικά Βόρεια Κορέα έρχεται να προστεθεί η ανάδυση της Κίνας, που αποτελεί πλέον εξαιρετική απειλή για τα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής, όπως υποστήριξε. Όπως υπογράμμισε, «η ταχύτατη εξέλιξη του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’sLiberationArmy – PLA, ο τακτικός στρατός της Κίνας) σε μία σύγχρονη, τεχνολογικά προηγμένη μαχητική δύναμη είναι τόσο εντυπωσιακή όσο και ανησυχητική». «Οι δυνατότητες του PLA εξελίσσονται ταχύτερα συγκριτικά με οποιουδήποτε άλλου κράτους στον κόσμο, χάρη στην γενναία χρηματοδότηση και τη θέσπιση σαφών προτεραιοτήτων».

Ακόμη πιο απειλητική είναι, κατά την άποψή του, η πρόοδος που έχει σημειώσει η Κίνα στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων μεσαίας ακτίνας δράσης (Intermediate-rangeballisticmissiles – IRBMs) και πολεμικών πλοίων προηγμένης τεχνολογίας. Όπως εξήγησε, οι πύραυλοι αυτού του τύπου είναι ικανοί να πλήξουν αμερικανικές βάσεις στην Ιαπωνία ή τη Νήσο Guam, ενώ το αναπτυσσόμενο κινεζικό Ναυτικό θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αμερικανική κυριαρχία στις θάλασσες πέρα από τις ακτές της Κίνας και ίσως μια μέρα ακόμη και την διοίκηση της δυτικής πλευράς του Ειρηνικού Ωκεανού. «Εάν το πρόγραμμα της κατασκευής πολεμικών πλοίων συνεχιστεί, η Κίνα θα ξεπεράσει την Ρωσία και θα ανέλθει σε δεύτερη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη παγκοσμίως έως το 2020, έχοντας περισσότερα υποβρύχια και πλοία τύπου φρεγάτας ή μεγαλύτερα», δήλωσε.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα επιτεύγματα και να περιοριστεί η κινεζική επιρροή απαιτείται, φυσικά, να επενδυθούν περισσότερα από τα χρήματα των φορολογουμένων σε προηγμένα οπλικά συστήματα, ιδιαίτερα σε πυραύλους υψηλής ακριβείας. Ο Ναύαρχος Harris ζήτησε γενναία αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς αυτού του τύπου, ώστε να εξουδετερωθούν οι υφιστάμενες και οι μελλοντικές δυνατότητες της Κίνας και να διασφαλιστεί η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο γύρω από την Κίνα. Δήλωσε ξεκάθαρα πως «για να αποθαρρύνουμε πιθανούς αντιπάλους στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού, θα πρέπει να οικοδομήσουμε μια πιο φονική πολεμική μηχανή επενδύοντας στους κρίσιμους τομείς και αξιοποιώντας την καινοτομία».

Η λίστα με τις εξοπλιστικές του επιθυμίες ήταν εντυπωσιακή. Πάνω από όλα, μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό για τις νέες γενιές αεροσκαφών και πυραύλων – που στη γλώσσα του Πενταγώνου ονομάζονται «συστήματα αποκλεισμού περιοχής»-, οι οποίες είναι ικανές να πλήξουν τις πυροβολαρχίες των κινεζικών IRBMs και άλλα οπλικά συστήματα που έχουν ως στόχο τη διατήρηση των αμερικανικών δυνάμεων μακριά από την κινεζική επικράτεια. Υπονόησε, ακόμη, ότι δεν θα τον πείραζε καθόλου αν είχε νέους πυραύλους οπλισμένους με πυρηνικές κεφαλές για τον ίδιο σκοπό – οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούσαν, όπως υποστήριξε, να εκτοξεύονται από πλοία και αεροσκάφη και κατά τον τρόπο αυτό να παρακαμφθεί η Συνθήκη για τα Πυρηνικά Όπλα Μεσαίας Ακτίνας, η οποία έχει κυρωθεί από τις ΗΠΑ και απαγορεύει την χρήση πυρηνικών πυραύλων μεσαίας ακτίνας που βρίσκονται στο έδαφος. (Για να σας δώσω μίαν εικόνα της «απόκρυφης» γλώσσας των ειδικών του Πενταγώνου σε ζητήματα πυρηνικών, έτσι ακριβώς το έθεσε: «Πρέπει να συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε τις δυνατότητες πυραυλικών συστημάτων, οι προδιαγραφές των οποίων συμμορφώνονται με την Συνθήκη για τα Πυρηνικά Όπλα Μέσης Ακτίνας, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα συστήματα αποκλεισμού περιοχής και να επιβάλλουμε αμυντικές τακτικές»).

Τέλος, για την περεταίρω ενίσχυση της αμυντικής γραμμής των ΗΠΑ στην περιοχή, ο Harris ζήτησε την ενδυνάμωση των στρατιωτικών δεσμών με διάφορους συμμάχους και εταίρους, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, των Φιλιππίνων και της Αυστραλίας συμπεριλαμβανομένων. Ο στόχος του Αρχηγείου του Ειρηνικού (PACOM) είναι, όπως δήλωσε, «να διατηρήσει ένα δίκτυο ομοϊδεατών συμμάχων και συνεργατών και να καλλιεργήσει δίκτυα ασφάλειας διεπόμενα από τις αξίες εκείνες που ενισχύουν την ελεύθερη και ανοικτή διεθνή τάξη πραγμάτων». Ιδανικά, προσέθεσε, το δίκτυο αυτό θα συμπεριλάβει στο μέλλον και την Ινδία, οδηγώντας έτσι στην μεγαλύτερη περικύκλωση της Κίνας.

Το Ευρωπαϊκό Πεδίο Επιχειρήσεων

Ένα ανάλογα εμπόλεμο μέλλον, στο οποίο πρωταγωνιστούν βέβαια άλλοι παίκτες σε ένα διαφορετικό τοπίο, περιέγραψε και ο Στρατηγός CurtisScaparroti, διοικητής του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου (EUCOM), στην κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις, στις 8 Μαρτίου. Για αυτόν, η Ρωσία είναι η άλλη όψη της Κίνας. Όπως το περιέγραψε ανατριχιαστικά ο ίδιος, «η Ρωσία επιθυμεί να αλλάξει την διεθνή τάξη πραγμάτων, να διασπάσει το ΝΑΤΟ, να υπονομεύσει την ηγεμονία των ΗΠΑ, προκειμένου να προστατεύσει το δικό της καθεστώς, να ανακτήσει την κυριαρχία πάνω στους γείτονές της και να αυξήσει την επιρροή της παγκοσμίως […] η Ρωσία έχει επιδείξει την αποφασιστικότητα και την ικανότητά της να παρεμβαίνει σε χώρες της περιφέρειάς της και να κάνει επίδειξη ισχύος – ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή».

Η παραπάνω οπτική, χωρίς να χρειάζεται να πούμε πολλά, διαφέρει από όσα ακούμε από τον Πρόεδρο Trump, που έχει φανεί διστακτικός στο να ασκήσει αρνητική κριτική στον VladimirPutin ή να παρουσιάσει την Ρωσία ως τον απόλυτο εχθρό. Για τους αμερικανούς αξιωματούχους του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, όμως, η Ρωσία αποτελεί την πιο αξιοσημείωτη απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα και με φρασεολογία που θυμίζει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. «Η πρώτιστη στρατηγική επιδίωξή μας», τόνισε ο Scaparrotti, «είναι να αποτρέψουμε την Ρωσία από περαιτέρω επιθετικές ενέργειες και από την άσκηση αρνητικής επιρροής στους συμμάχους και τους εταίρους μας. […] Μέχρι στιγμής, βρισκόμαστε σε φάση επικαιροποίησης των επιχειρησιακών μας σχεδίων, προκειμένου να έχουμε διαθέσιμες στρατιωτικές επιλογές προς υπεράσπιση των Ευρωπαίων συμμάχων μας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας».

Η τελευταία λέξη του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου στην αντι-ρωσική εκστρατεία του είναι η «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για την Αποθάρρυνση» (EuropeanDeterrenceInitiative – EDI), ένα πρότζεκτ που πρωτοξεκίνησε ο Πρόεδρος Obama το 2014, αμέσως μετά από την ρωσική κατάληψη της Κριμέας. Το σχέδιο EDI, που έγινε αρχικά γνωστό ως «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για την Διαβεβαίωση» (EuropeanReassuranceInitiative), στοχεύει στην ενίσχυση των αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί σε κράτη της «πρώτης γραμμής»- Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία – και αντιμετωπίζουν την Ρωσία στο Ανατολικό Μέτωπο του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τη λίστα των εξοπλιστικών επιθυμιών του Πενταγώνου, που κατατέθηκε το Φεβρουάριο, περίπου $6.5 δις πρόκειται να διατεθούν για την υλοποίηση του σχεδίου EDI το 2019. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων θα διατεθεί για την δημιουργία μεγάλου αποθέματος πυρομαχικών στα κράτη της «πρώτης γραμμής», για την ενίσχυση των υποδομών των βάσεων της αεροπορίας, για την διεξαγωγή περισσότερων κοινών στρατιωτικών ασκήσεων των συμμαχικών δυνάμεων και για την μεταφορά περισσότερων στρατευμάτων από τις ΗΠΑ στην περιοχή. Επιπλέον, περίπου 200 εκ. δολλάρια θα διατεθούν σε μια αποστολή του Πενταγώνου στην Ουκρανία με αντικείμενο την «παροχή στρατιωτικών συμβουλών, την εκπαίδευση, και τον εξοπλισμό».

Ο Στρατηγός Scaparrotti έχει επίσης, όπως ο ομόλογός του στην περιοχή του Ειρηνικού, μια δαπανηρή λίστα εξοπλιστικών επιθυμιών, που περιλαμβάνει προηγμένα αεροπλάνα, πυραύλους και άλλα όπλα υψηλής τεχνολογίας, τα οποία, όπως υποστηρίζει, θα αντιπαρατεθούν στον εκσυγχρονισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζοντας την επιδεξιότητα της Ρωσίας στον κυβερνοπόλεμο, ζητάει σημαντικές επενδύσεις στις σχετικές τεχνολογίες, ενώ υπονόησε, όπως και ο Ναύαρχος Harris, την ανάγκη για αυξημένες δαπάνες για πυρηνικά όπλα, κατάλληλα για πιθανή χρήση σε μια μελλοντική σύρραξη στον ευρωπαϊκό χώρο.

Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: το Κεντρικό Αρχηγείο

Το Κεντρικό Αρχηγείο των ΗΠΑ (CENTCOM) επιτηρεί ένα τρομακτικό φάσμα πολεμικών συρράξεων στην τεράστια, όλο και πιο ασταθή περιοχή, που εκτείνεται από τα δυτικά όρια του Αρχηγείου του Ειρηνικού ως τα ανατολικά σύνορα του Ευρωπαϊκού Αρχηγείου. Στα περισσότερα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας του, το CENTCOM είχε επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και συγκεκριμένα στους πολέμους σε Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν. Σήμερα, όμως, παρά το γεγονός ότι ο προηγούμενος «μεγάλος πόλεμος» είναι ακόμη εν εξελίξει, το Αρχηγείο έχει αρχίσει ήδη να προετοιμάζεται για την εκδοχή μιας νέας, ψυχροπολεμικής, διαρκούς μάχης, για ένα σχέδιο περιορισμού – για να ανασύρω έναν παλαιότερο όρο- τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Στην πρόσφατη κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής της Συγκλήτου για τις Ένοπλες Δυνάμεις, ο διοικητής του CENTCOM, Στρατηγός JosephVotel, επικεντρώθηκε στην τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων των ΗΠΑ κατά του ISIS στην Συρία και κατά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν· διαβεβαίωσε, όμως, ότι η τιθάσευση της Κίνας και της Ρωσίας αποτελεί πλέον ζήτημα καίριας σημασίας για την μελλοντική στρατηγική αποστολή του Αρχηγείου: «Η προσφάτως δημοσιευθείσα «Έκθεση για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική» υποδεικνύει την αναζωπύρωση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων ως την βασική απειλή για την εθνική ασφάλεια και οι επιπτώσεις αυτού του ανταγωνισμού είναι ήδη ορατές στην περιοχή».

Ο Votel υποστήριξε πως η Ρωσία, μέσα από την στήριξη στο συριακό καθεστώς του Basharal-Assad και τις προσπάθειες να διευρύνει την επιρροή της σε βασικούς «παίκτες», παίζει έναν όλο και πιο εμφανή ρόλο στην περιοχή που βρίσκεται υπό την αρμοδιότητα του CENTCOM. Η Κίνα επιδιώκει, επίσης, να αυξήσει την γεωπολιτική επιρροή της τόσο οικονομικά όσο και με μία μικρή, αλλά αναπτυσσόμενη στρατιωτική παρουσία. Όπως διαβεβαίωσε ο Votel, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το υπό κινεζική διοίκηση λιμάνιGwadar στο Πακιστάν, στον Ινδικό Ωκεανό και η νέα κινεζική στρατιωτική βάση στο Djibouti, στην Ερυθρά θάλασσα, απέναντι από την Υεμένη και την Σαουδική Αραβία. Τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τον Votel, ενισχύουν την «στρατιωτική θέση και την επίδειξη ισχύος της Κίνας» στην περιοχή αρμοδιότητας του Αρχηγείου και αποτελούν προάγγελο ενός δύσκολου μέλλοντος για τον στρατό των ΗΠΑ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την κατάθεση του Votel, αποτελεί πρώτιστο καθήκον του Κεντρικού Αρχηγείου να αντισταθεί στην κινεζική και ρωσική αποφασιστικότητα από κοινού με τις PACOM και EUCOM. «Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις απειλές αυτές, όχι μόνο στις περιοχές όπου εδρεύουν, αλλά και σε αυτές που επηρεάζουν». Χωρίς να προχωρήσει σε περαιτέρω λεπτομέρειες, δήλωσε ότι «έχουμε αναπτύξει […] πολύ καλά σχέδια και διαδικασίες για το τρόπο που θα πετύχουμε κάτι τέτοιο».

Το ακριβές περιεχόμενο των παραπάνω είναι τουλάχιστον ασαφές, όμως σε κάθε περίπτωση γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι -παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις του DonaldTrumpγια αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία μόλις ηττηθεί ο ISISκαι οι Ταλιμπάν- ο στρατός των ΗΠΑ προετοιμάζει την επ’ αόριστον εγκατάσταση των δυνάμεών του στις χώρες αυτές (πιθανώς και σε άλλες), που βρίσκονται στην περιοχή αρμοδιότητας του CENTCOM, προκειμένου φυσικά να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία, αλλά και για να διασφαλίσουν επίσης την ύπαρξη μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε περιοχές όπου αναμένεται ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Πρόσκληση για την Καταστροφή

Με σχετική συντομία, οι αξιωματούχοι του αμερικανικού στρατού υποστήριξαν τον ισχυρισμό τους ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται πλέον στη φάση ενός νέου μεγάλου πολέμου σκιαγραφώντας σε γενικές γραμμές τα όρια μίας ζώνης περιορισμού, που εκτείνονται από την Χερσόνησο της Κορέας στην Ασία, μέσα από την Μέση Ανατολή, σε τμήματα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη και μέχρι τις Σκανδιναβικές Χώρες. Σύμφωνα με το σχέδιό τους, τα αμερικανικά στρατεύματα – ενισχυμένα από αυτά των έμπιστων συμμάχων – θα πρέπει να περιφρουρούν κάθε τμήμα αυτού του μετώπου· πρόκεται για ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο αναχαίτισης της υποθετικής ανάπτυξης της κινεζικής και ρωσικής επιρροής, το οποίο, αν το αντιληφθούμε στην πλανητική του διάσταση, ξεπερνά κάθε φαντασία. Η ιστορία του μέλλοντος μπορεί να καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από μια τόσο υπερμεγέθη προσπάθεια.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν για το μέλλον περιλαμβάνουν το κατά πόσο μια τέτοια στρατηγική πολιτική είναι αξιόπιστη και πραγματικά βιώσιμη. Μία απόπειρα περιορισμού της Κίνας και της Ρωσίας με τέτοιο τρόπο θα προκαλέσει σίγουρα αντίποινα, κάποια εκ των οποίων θα είναι δύσκολο να απαντηθούν, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων και του οικονομικού πολέμου διαφόρων μορφών. Κι αν πιστεύατε πως, όταν μία δύναμη μόνη της διεξήγαγε έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας σε τεράστιες ζώνες ανά τον πλανήτη, το παράκανε, δεν έχετε δει ακόμη τίποτα: η διατήρηση μεγάλου αριθμού βαρέως εξοπλισμένων στρατευμάτων σε τρία εκτεταμένα μέτωπα θα αποβεί επίσης υπέρμετρα δαπανηρή, θα έρθει σίγουρα σε σύγκρουση με τις προτεραιότητες για τις εγχώριες δαπάνες και θα προκαλέσει πιθανότατα μια διχαστική και οξεία συζήτηση για την επαναφορά της στρατεύσιμης θητείας στις ΗΠΑ.

Το πραγματικό ερώτημα, όμως, – που δεν συζητιέται αυτή την στιγμή στην Washington – είναι το εξής: Γιατί να ακολουθήσουμε μια τέτοια πολιτική εξ αρχής; Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να διαχειριστούμε την άνοδο της Κίνας και την προκλητική συμπεριφορά της Ρωσίας; Το ιδιαίτερα ανησυχητικό σε αυτήν την στρατηγική των τριών μετώπων δεν είναι απλώς ο μεγαλεπίβολος πολεμικός σχεδιασμός αλλά η τεράστια πιθανότητα για αντιπαράθεση, λάθος υπολογισμούς, κλιμάκωση της έντασης και εντέλει πραγματικό πόλεμο.

Σε πολλά σημεία κατά μήκος αυτού του μετώπου που εκτείνεται σε όλη την υφήλιο – όπως στην Βαλτική, την Μαύρη Θάλασσα, τη Συρία, την Νότια και την Ανατολική Θάλασσα της Κίνας, για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα- στρατεύματα από τις ΗΠΑ και την Κίνα ή την Ρωσία βρίσκονται ήδη σε σημαντική τριβή, ενώ συχνά «σπρώχνονται» για την κατάκτηση στρατηγικών θέσεων κατά τρόπο ικανό να οδηγήσει σε εχθροπραξίες. Οποιαδήποτε στιγμή, καθένας από αυτούς τους διαπληκτισμούς θα μπορούσε να προκαλέσει ανταλλαγή πυρών, οδηγώντας έτσι σε ακούσια κλιμάκωση της έντασης και εντέλει σε έναν πιθανό ολοκληρωτικό πόλεμο. Από εκεί και έπειτα, θα μπορούσαν να γίνουν σχεδόν τα πάντα, ακόμη και χρήση πυρηνικών όπλων. Είναι προφανές πως οι αξιωματούχοι στην Washington θα πρέπει να το ξανασκεφτούν σοβαρά πριν να δεσμεύσουν τους Αμερικανούς σε μία στρατηγική που εγκυμονεί τέτοιους κινδύνους και που θα μπορούσε να μετατρέψει την μέχρι στιγμής «προετοιμασία για τον μεγάλο πόλεμο» σε έναν πραγματικό μεγάλο πόλεμο με φονικές συνέπειες.

Πηγή: tomdispatch.com

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Διαδηλωτές στο Αμβούργο: «Κλείστε τον καπιταλισμό»

Όταν η Μέρκελ έκανε πριν από μερικά χρόνια τις τελευταίες συνεννοήσεις για την πραγματοποίηση της συνόδου των G20 στο Αμβούργο, πίστευε ότι είχε κλείσει μια λαμπρή προεκλογική φιέστα για τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές. Το να είσαι οικοδεσπότης στο κλαμπ των ισχυρότερων ηγετών του πλανήτη που συνομιλούν πίσω από κλειστές πόρτες, είναι ένας πολύ γερμανικός τρόπος επίδειξης ισχύος. Καθώς όμως ο ουρανός του Αμβούργου μαύριζε από τις συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία –η οποία χρειάστηκε να καλέσει ενισχύσεις όταν οι 20.000 ένστολοι άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης– το προεκλογικό χαρτί της καγκελαρίου μουτζουρώθηκε. Και δεν ήταν αυτοί οι μόνοι καπνοί που σκέπαζαν το όνειρο της Μέρκελ. Ακόμη και το γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ την κατηγορούσε εμμέσως ότι συμμετέχει σε ένα μη θεσμικό και ανεξέλεγκτο γκρουπ εξουσίας που αντικαθιστά τον ΟΗΕ.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος, αλλά εξίσου επιθετικός, ο αγγλοσαξωνικός Εκόνομιστ την παρουσίαζε σαν απειλή για την παγκόσμια οικονομία, λόγω των τεράστιων πλεονασμάτων που συγκεντρώνει η Γερμανία στρεβλώνοντας όχι μόνο την ευρωπαϊκή αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Το βρετανικό περιοδικό, μάλιστα, την καλούσε (άκουσον άκουσον) να αυξήσει άμεσα τις δημόσιες δαπάνες και τους μισθούς(!), παρουσιάζοντας την πολιτική του Βερολίνου ως εξίσου καταστροφική με τον οικονομικό απομονωτισμό του Ντόναλντ Τραμπ. Και όλα αυτά συνέβαιναν πριν ακόμη ξεκινήσουν οι επαφές των ηγετών.Η πρώτη μεγάλη είδηση ήρθε με την κατάπαυση του πυρός για τη Συρία, που συμφώνησε ο Τραμπ με τον Πούτιν στο περιθώριο της συνόδου. Ύστερα από μια εικονική διαμάχη για τις υποτιθέμενες παρεμβάσεις Ρώσων χάκερ στις αμερικανικές εκλογές (την οποία ο Τραμπ έδωσε για τα μάτια του φιλελεύθερου, υστερικά αντιρωσικού, αμερικανικού Τύπου) οι δυο ηγέτες διαφώνησαν για τη Βόρεια Κορέα, αλλά φάνηκε να βρίσκουν ένα μονοπάτι συνεννόησης στη Μέση Ανατολή.

Η εξέλιξη αναμένεται να κλιμακώσει τη σύγκρουση στα δυο μέτωπα της οικονομικής ελίτ των ΗΠΑ: από τη μια των δυνάμεων που εκπροσωπεί ο Τραμπ και ζητούν μορατόριουμ στην αντιπαράθεση με τη Μόσχα για να εστιάσουν την επιθετικότητά τους στην Κίνα και από την άλλη των κυρίαρχων τμήματων του στρατιωτικοβιομηχανικού κατεστημένου που θέλουν να κρατήσουν ανοιχτά τα μέτωπα και στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη.

Να σημειωθεί ότι καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, το Ρόιτερς υποστήριζε ότι το αεροσκάφος του Πούτιν, επιστρέφοντας στη Μόσχα, έκανε παράκαμψη 500 χλμ για να μην περάσει πάνω από χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Πολωνία και οι βαλτικές χώρες — πληροφορία που μοιάζει βγαλμένη από τις πιο τεταμένες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου.

Το πραγματικό διακύβευμα της συνόδου των G20, βέβαια, ήταν ο καθορισμός των νέων οικονομικών μπλοκ και των μεταξύ τους σχέσεων σε πλανητικό επίπεδο. Το απλουστευτικό σχήμα «ο Τραμπ στηρίζει τον προστατευτισμό και η Μέρκελ την ελευθερη αγορά» που προωθούσαν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, δεν εξηγεί το ιδιαίτερα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων που αποτυπώθηκε πριν και κατά τη διάρκεια της συνόδου. Οι ΗΠΑ προσήλθαν στις συζητήσεις με τη λεγόμενη «πυρηνική βόμβα» του παγκόσμιου εμπορίου, δηλαδή την απειλή δραστικού περιορισμού των εισαγωγών χάλυβα — απόφαση που στοχεύει πρωτίστως στην ασιατική οικονομία, αλλά προκαλεί ανάλογους τεκτονικούς σεισμούς και αντιδράσεις και στην Ευρώπη. Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός (βλ. το Βερολίνο και η Φρανκφούρτη) είχαν προετοιμαστεί για τη σύγκρουση με ξεχωριστές επαφές που είχε η Μέρκελ και αξιωματούχοι της ΕΕ με την πολιτική και οικονομική ηγεσία της Κίνας και της Ιαπωνίας. Η καγκελάριος χαιρέτισε την κινεζική πρωτοβουλία με τίτλο «μια ζώνη ένας δρόμος», ένα πρόγραμμα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή υποδομών μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων από την Κίνα προς την Κεντρική Ασία, τη Ρωσία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο σχέδιο σαν υπαρξιακή απειλή, κάτι που το δείχνουν καθημερινά με τις κλιμακούμενες προκλήσεις απέναντι στην κινεζική κυριαρχία στη νότια σινική θάλασσα.

Απαντώντας στα ανοίγματα Βερολίνου και Βρυξελών στην Ασία, ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της συνόδου, φρόντισε να στείλει ένα σαφές μήνυμα προϊδεάζοντας τους Ευρωπαίους για μια μεγάλη εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία στη μετά Brexit εποχή.

Η πρώτη μέρα των επαφών έκλεισε με τη Μέρκελ να προσπαθεί να κρύψει τις σφοδρές αντιπαραθέσεις σε ένα γεύμα υπό τους ήχους του Μπετόβεν. Την ίδια ώρα οι διπλωματικές αποστολές πάσχιζαν όλο το βράδυ για να συντάξουν ένα κοινό ανακοινωθέν στο οποίο δεν θα φαινόταν ότι ο πλανήτης εισέρχεται σε μια από τις σημαντικότερες περιόδους αστάθειας μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Σε όλες αυτές τις μηχανορραφίες όμως οι ηγέτες δεν ήταν μόνοι τους. Οι 100.000 διαδηλωτές που κατέβηκαν στο δρόμο με σύνθημα (μεταξύ άλλων) «κλείστε τον καπιταλισμό», δεν αποτέλεσαν έναν απλό παρατηρητή. Παρά τις εκατοντάδες συλλήψεις και τους δεκάδες τραυματίες, που έφταναν σε σοβαρή κατάσταση στα νοσοκομεία από την απάνθρωπη βαναυσότητα της γερμανικής αστυνομίας, οι διαδηλωτές ανάγκασαν τους ηγέτες του G20 να κινούνται έντρομοι με ελικόπτερα, καθώς οι αυτοκινητοπομπές τους κινδύνευαν από την οργή των συγκεντρωμένων.

Η φετινή σύνοδος των G20 είναι ο απόλυτος καθρέφτης της σύγχρονης πραγματικότητας. Μια ανεξέλεγκτη κλίκα ολιγαρχών που συγκρούονται μεταξύ τους για την κυριαρχία στον πλανήτη, με φόντο τους μαύρους καπνούς και την οργή των διαδηλωτών. Όλοι εναντίον όλων στο εσωτερικό των συνεδριακών κέντρων και όλοι, εμείς, εναντίον τους στους δρόμους.

Πηγή: ΠΡΙΝ

Μία ζώνη, Ένας δρόμος. Η στρατηγική της Κίνας για μια Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη

Στα τέλη του 2013, ο Κινέζος πρωθυπουργός XiJinping ανακοίνωσε ένα ζεύγος νέων αναπτυξιακών και εμπορικών πρωτοβουλιών για την Κίνα και την ευρύτερη περιοχή: “την οικονομική ζώνη του δρόμου του μεταξιού” και “ θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού του 21ου αιώνα”, από κοινού γνωστές με τη φράση: Μια ζώνη, Ένας δρόμος (One Belt, One Road: OBOR)[1]. Μαζί με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB), οι πολιτικές του σχεδίου OBOR αντιπροσωπεύουν μια φιλόδοξη χωρική επέκταση του Κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, οδηγούμενη από την πλεονάζουσα ικανότητα βιομηχανικής παραγωγής, όπως επίσης και από τα αναδυόμενα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσίως τονίσει τα διδάγματα από την κρίση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της δεκαετίας του 1930 στη Δύση που επίσπευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προώθησε αυτές τις νέες πρωτοβουλίες στο όνομα της “ειρηνικής ανάπτυξης”. Ωστόσο, η στροφή στην πολιτική OBOR δηλώνει ένα περιφερειακό σενάριο παρόμοιο με αυτό που ακολουθούνταν στην Ευρώπη μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των χρόνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ισχυρά κράτη διαγκωνίζονταν για βιομηχανική και στρατιωτική κυριαρχία. Η στρατηγική OBOR συνδυάζει χερσαία και ναυτιλιακή ισχύ, ενισχύοντας την υπάρχουσα Κινεζική ηγεμονία στον ωκεανό της Ανατολικής Ασίας.

Ιστορικά, κατά την δυναστεία Tang (618-907 μ.Χ.), το επεκτεινόμενο εμπόριο της Κίνας με τη Δύση, κινητοποίησε τον Ισλαμικό κόσμο να ασκήσει έλεγχο στους εμπορικούς δρόμους της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη – υπό την πίεση της κρίσης αργύρου που είχε προκληθεί από τα συνεχή εμπορικά ελλείμματα – να αναζητήσει εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή που θα επέτρεπαν την παράκαμψη των Ισλαμικών περιοχών. Μία μετά την άλλη, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν κυρίαρχες ναυτιλιακές δυνάμεις, προστατεύοντας και ενισχύοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Ασία.

Εάν το σχέδιο OBOR ήταν απλώς “ένας δρόμος”, θα περιοριζόταν στο να είναι μια παραδοσιακή χερσαία στρατηγική, αλλά το σχέδιο OBOR διευρύνει τη δευτερεύουσα ναυτιλιακή ισχύ κατά μήκος της Κινεζικής Ακτής που υποστηρίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άγγλος γεωγράφος Halford John Mackinder υποστήριζε ότι μια ισχυρή δύναμη που θα ενοποιούσε τα κανάλια των μεταφορών και του εμπορίου της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής δημιουργώντας ένα “παγκόσμιο-νησί”, θα ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει στην υδρόγειο[2]. Το 1919 έγραψε ότι “όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την ενδοχώρα· όποιος κυβερνά το “παγκόσμιο νησί” ελέγχει τον κόσμο”[3]. Πρακτικά,ωστόσο, είναι ακόμη αναγκαίο να συντονίζονται ο έλεγχος των χερσαίων δρόμων με τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος των ακτών αυτού του “παγκόσμιου-νησιού”.

Το σχέδιο OBOR εξαρτάται από μια σειρά λεπτών γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σήμερα, μόνο τρία κράτη μπορούν να θεωρηθούν ηπειρωτικές δυνάμεις: η Κίνα, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Η Κίνα δεν μπορεί απλά να ανοίξει έναν νέο χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού, επειδή αναπόφευκτα αυτός θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη Ρωσία. Από την ανάδυση της ως αυτοκρατορική δύναμη στα τέλη του 18ου αιώνα, η γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας ήταν προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, δίνοντας δευτερεύουσα μόνο προσοχή στην Ανατολική Ασία. Αυτή εν μέρει εξηγεί γιατί, ενώ η οικονομία της επωφελήθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου πριν μερικά χρόνια, η Ρωσία μικρή σημασία έδωσε στην πρόταση της Κίνας για τον Δρόμο του Μεταξιού. Ομοίως, η Ρωσία πρωτοστάτησε στη διαπραγμάτευση της νέας Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που στοχεύει να εντάξει και να συνδέσει την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες της Κεντρικής Ασίας. Θέτοντάς το ωμά, n Κίνα δεν ενέχονταν στην ενοποίηση της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εχθρότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και με την παγκόσμια κάμψη των τιμών του πετρελαίου, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί ανατολικά και σοβαρά να λάβει υπόψη της την πρόταση της Κίνας για διηπειρωτική στρατηγική συνεργασίας. Παρόλα αυτά εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη βελτιώνονταν, η Ρωσία γοργά θα στρεφόταν προς την Ευρώπη. Όσο στενά κι αν συνδεθούν τα περιφερειακά τους συμφέροντα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να μην έχουν εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας παρουσιάζεται ως το σχέδιο OBOR, ένα διακριτά κινεζικό σχέδιο.

Εντούτοις, η Κίνα γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν την απόπειρα OBOR ενισχύοντας τη συμμαχία τους με ομάδες κεφαλαιακών συμφερόντων – τόσο εντός όσο και εκτός της άρχουσας κλίκας – για να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους επί της μελλοντικής Κινεζικής ανάπτυξης. Πράγματι, από αυτή την άποψη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη επιτυχία: η Κινεζική οικονομική γραφειοκρατία αποδέχεται την σταθερή υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, καθιστώντας απίθανη την επερώτηση, πολλώ δε μάλλον την υπονόμευση της ηγεσίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόσουν τη διπλωματική στρατηγική τους αναφορικά με το σχέδιο OBOR. Το Ιράν για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό μέρος της πρότασης OBOR, και ανεξάρτητα από τους άλλους σκοπούς της, η συμφωνία των Η.Π.Α. με το Ιράν για τα πυρηνικά ήταν μια στρατηγική προσαρμογή που στόχευε να εξισορροπήσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.

Θαλάσσια Ισχύς και η περιοχή της ASEAN

Για τόσο μικρός τόπος, η Σιγκαπούρη έχει επί μακρόν μεγάλη επιρροή και στρατηγική σημασία. Με τα στενά της Μαλάκα, ελέγχει ένα ζωτικό σημείο πρόσβασης για τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς που συνδέουν την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Η Σιγκαπούρη σαφώς κατανοεί ότι η επιβίωσή της εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Κίνας. Η Δύση θεωρούσε τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, έναν φλογερό μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, αποφασισμένο να σταματήσει την εξάπλωση του Κομμουνισμού στην περιοχή. Έτσι, παρά τους στενούς δεσμούς του Lee με Κινέζους αξιωματούχους και την συμπάθειά τους για την αυταρχική αποδοτικότητα και τον κορπορατισμό της “ασιατικών αξιών” ιδεολογίας του, η Σιγκαπούρη ποτέ δεν θα γινόταν σύμμαχος της Κίνας. Ο Lee παρέμεινε πιστός στα Αμερικανικά συμφέροντα μέχρι τέλους: άμεσα μετά την ανάληψη της προεδρείας από τον Ομπάμα, ο Lee παρώθησε την διπλωματική “στροφή” στην Ασία και τον Ειρηνικό, και άνοιξε στρατιωτικά λιμάνια για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της περιοχής της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Δεδομένης αυτής της κληρονομιάς, η Κίνα δεν τρέφει αυταπάτες για την αφοσίωση της Σιγκαπούρης.

Για αυτούς και άλλους λόγους, η Κίνα επιθυμεί να ανοίξει άλλο κανάλι μεταφοράς από την νοτιοδυτική Κίνα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας τα στενά της Μαλάκα. Μία άλλη πιθανή νότια διαδρομή θα περνούσε μέσω του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές στον Ινδικό Ωκεανό. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος θα ήταν να συνδεθεί με τη Σρι Λάνκα, όπου ένα νέο παγκόσμιας κλάσης λιμάνι θα ανοίξει ένα νέο διαμετακομιστικό κέντρο στον Ινδικό Ωκεανό. Η ASEAN είναι το σημείο εκκίνησης του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που προτείνεται από την Κίνα, αλλά είναι επίσης και περιοχή γεμάτη με σύνθετα προβλήματα και όπου η επιρροή των Η.Π.Α. είναι βαθιά ριζωμένη.

Η ανάπτυξη της Κίνας και το σύστημα του Αμερικανικού Δολαρίου

Τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας σειράς διεθνών οικονομικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (New Development Bank), το Αποθεματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης (Contingent Reserve Arrangement), την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment Bank: AIIB) και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund), όπως επίσης και τον οργανισμό συνεργασίας της Σαγκάης. Μαζί αντιπροσωπεύουν ένα περιφερειακό αντίβαρο σε οργανισμούς δυτικής επιρροής όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα – και πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη από την εποχή της υιοθέτησης του συστήματος Bretton Woods μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα ίσως είναι μόλις η τρίτη χώρα στην ιστορία, μετά την Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ικανότητα να διαμορφώσει και να ηγηθεί ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομίας και εμπορίου. Φυσικά, στο άμεσο μέλλον, η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει το σύστημα του αμερικανικού δολαρίου· Θα μπορούσε το πολύ να σταθεί επί ίσοις όροις. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερκέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την βιομηχανική παραγωγική ικανότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια και δύο παγκοσμίους πολέμους προτού μπορέσουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα αναγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, και έχει με συνέπεια προωθήσει την AIIB και άλλους οργανισμούς ως συμπληρώματα, όχι ως ανταγωνιστές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (ADB).

Σε δέκα περίπου χρόνια, εφόσον κάποια μείζονα αστάθεια δεν αναστατώσει την κινεζική οικονομία, μοιάζει αναπόφευκτο ότι το νόμισμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα γίνει ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή νομίσματα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σαφές εάν το γουάν-ρενμίνμπι, ακόμη και σε 20 χρόνια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονική θέση του αμερικανικού δολαρίου. Καθώς μια καπιταλιστική οικονομία βιομηχανοποιείται, η ισχύς του νομίσματός της εξαρτάται από την διαρκή παραγωγική ικανότητα, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο στην επόμενη φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κύρια πηγή της αξιοπιστίας του νομίσματος είναι η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά, η αδιαμφισβήτητη θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο πιστωτικό νόμισμα προκύπτει κυρίως από την τεράστια στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσοστό μεγαλύτερο από το σύνολο των δαπανών των επόμενων 10 χωρών.

Φυσικά, μια συνεχώς επεκτεινόμενη στρατιωτική ηγεμονία δεν είναι η μόνη πηγή της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιωτικές εταιρείες και κυβερνητικοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. έχουν ηγηθεί παγκοσμίως στην τεχνολογική καινοτομία, όχι μόνο στην βιομηχανία όπλων αλλά και στα χημικά προϊόντα, τους ημιαγωγούς, το σινεμά και την τηλεόραση, την αεροπλοΐα, τους υπολογιστές, την οικονομία, τις επικοινωνίες και την πληροφορική. Όλες αυτές οι καινοτομίες έχουν διευκολύνει την παγκόσμια επέκταση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του κεφαλαίου. Το θεμέλιο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, εκτός της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, είναι επομένως η μονοπωλιακή καινοτόμα ικανότητα των Η.Π.Α. να αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κεφαλαίου.

Στην Κίνα σήμερα, το πνεύμα του ουτοπικού καπιταλισμού, ανεξέλεγκτο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, οδηγείται από την πεποίθηση ότι εφόσον η κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις συνεχώς θα αποσύρονται ή θα διαλύονται για να αντικατασταθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Κίνα θα ευλογείται από κάποια θαυματουργή δύναμη της αγοράς με την καινοτόμο ικανότητα για υψηλή προστιθέμενη αξία.

Αλλά χωρίς τεράστιες επενδύσεις στη συστηματική έρευνα και ανάπτυξη, είναι ασαφές το πως διάσπαρτες συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου στην Κίνα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες προόδους στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, το νόμισμα της Κίνας είναι απίθανο να αμφισβητήσει το αμερικανικό δολάριο ή ακόμη και το Ευρώ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή να καταποντίσει το δολάριο είναι το ίδιο το όλο και πιο εικονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.

Στην εξαγωγή κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία, η Κίνα δεν είχε κανέναν συνολικό προγραμματισμό για ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη, εμπλεκόμενη μερικές φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, όπως στη Λιβύη ή το Σουδάν, άλλες φορές σε γραφειοκρατικά τέλματα, όπως στο ρόλο που έπαιξε στον μεξικανικό σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας και στα έργα στο λιμάνι της Σρι Λάνκα. Αυτή η αστοχία στον προσανατολισμό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ισχυρής υποστήριξης και συντονισμού από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η AIIB. Ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σημαντική χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει να προσχωρήσει σε ρητές πολιτικές ή οικονομικές συμμαχίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Με την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης και την AIIB, ωστόσο, οι οικονομικοί δεσμοί της Κίνας με τις γειτονικές χώρες έχουν γίνει πιο επίσημες και πιο εκτεταμένες. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύουν το είδος του διακρατικού θεσμικού οικοδομήματος που είναι αναγκαίο για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στρατηγικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας.

Ένας στόχος της «στροφής» της κυβέρνησης Ομπάμα στην Ασία-Ειρηνικό ήταν να αποτρέψει την ανάδυση μια αμοιβαία επωφελούς ασιατικής νομισματικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, που θα απειλούσε την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος στην περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθάρρυναν την παλινόρθωση της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Σίνζο Άμπε, βοηθώντας τη διαμόρφωση ενός αμυντικού δακτυλίου στον Ειρηνικό για να περιορίσει την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν την Δια-ειρηνική εμπορική συμφωνία (Trans-Pacific Partnership: TPP), εν μέρει για να διασφαλίσουν ότι η περιοχή Ασίας- Ειρηνικού θα παραμείνει οχυρό του δολαρίου. HAIIB αποτελεί την απάντηση της Κίνας. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους τους να μην ενταχθούν στην τράπεζα, από την ίδρυσή της το 2015, η AIIB έχει ήδη προσελκύσει σημαντικές διεθνείς συμμετοχές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο μείζονες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως είναι της Βραζιλίας, τη Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά επίσης και οικονομίες όπως της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένας λόγος για την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TPP είναι ότι η συμφωνία έχει επικεντρωθεί στα συμφέροντα των Η.Π.Α., και η οριακή ανταπόδοση από την επίτευξη δασμολογικών μειώσεων μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστη σε σύγκριση με τις οικονομικές επιπτώσεις.

Ωστόσο, η ίδρυση της ΑΙΙΒ ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιταχύνουν αυτές τις διαπραγματεύσεις και να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις, φθάνοντας τελικά σε μια συμφωνία τον Οκτώβριο του 2015. (Παρά ταύτα, μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες, η εκλογή του DonaldTrump έχει θέσει το μέλλον της TPP σε απρόβλεπτο κίνδυνο.)

Παραδόξως για τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες ξεκίνησαν την ΤΡΡ με αρχική πρόθεση τον αποκλεισμό της Κίνας – η ΑΙΙΒ σηματοδοτεί την πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκλειστεί από μια σημαντική διεθνή οικονομική δομή, κάτι που έχει να συμβεί πριν από τη συμφωνία BrettonWoods. Όταν πιστοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και άλλοι ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους, ο Ομπάμα κάλεσε μια συνάντηση έκτακτης ανάγκης για την εθνική ασφάλεια. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Η ΑΙΙΒ αμφισβητεί, αν και ακόμη εντός ενός θεσμικού πλαισίου, την οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α. που επικρατούσε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Φυσικά, αυτοί οι σύμμαχοι δεν επιθυμούν ακόμη να εγκαταλείψουν το σύστημα που κυριαρχείται από το δολάριο, αλλά απλά να περιορίσουν τους κινδύνους, καθώς η ηγεμονία του δολαρίου δείχνει σαφή σημάδια εξάντλησης. Κατά την συγκρότηση της ΑΙΙΒ, η Κίνα έχει τονίσει τα κοινά συμφέροντα και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ό,τι καλύτερο για να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους συμμάχους.

Η πρώτη χώρα που φέρεται να εντάχθηκε στην ΑΙΙΒ είναι η Ελβετία. Ωστόσο, επειδή οι Ελβετοί ιθύνοντες επιθυμούσαν να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις μυστικές και ανέβαλαν την ανακοίνωση της απόφασης, η Βρετανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επίσημα ανακοίνωσε τη συμμετοχής της. Το ό,τι τόσο η Ελβετία όσο και το Λουξεμβούργο, οχυρά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που είχαν στο παρελθόν αρνηθεί να ενταχθούν στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται τώρα με την ΑΙΙΒ, καταδεικνύει ότι η συμμαχία του BrettonWoods αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές ρηγματώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το δίλημμα του Τρίφιν για το σύστημα Bretton Woods: τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και των διαχρονικών συμμάχων τους αρχίζουν να εμφανίζουν ανυπέρβλητες ενδεχομένως αντιφάσεις.

Η θεσμική συνοχή αυτής της συμμαχίας διολισθαίνει για καιρό. Πρωταρχικός σκοπός του συστήματος BrettonWoods ήταν να διευκολύνει τις εξαγωγές πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας και κεφαλαίου από τις Η.Π.Α. Τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ανάκαμψη της Ευρώπης ήταν ευθυγραμμισμένα. Το 1971, όταν η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το δολάριο από τον χρυσό και οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξάγουν ρευστότητα σε μεγάλη κλίμακα, οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν να εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ομοίως. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι θεμελιώδεις ανάγκες των δύο φαίνεται να έχουν έλθει σε σύγκρουση. Οι μεταρρυθμίσεις εντός του Δ.Ν.Τ. έχουν καθυστερήσει, επειδή οι Η.Π.Α. δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης βέτο, ενώ άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κυριαρχούμενοι επί μακρόν από τις Η.Π.Α. έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ταχεία ανάδυση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Η ΑΙΙΒ, υπό την Κίνα, είναι ένα σαφές αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.

Η συμμαχία ανταλλαγής ρευστότητας που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 2013 μεταξύ 6 κεντρικών τραπεζών –της Τράπεζας του Καναδά, της Τράπεζας της Αγγλίας, της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας – είναι σχεδιασμένη για να αποτρέψει μια άλλη μεγάλης κλίμακας κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική όπως αυτή που επιτάχυνε την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως η συμμαχία αυτή είναι μόνο προληπτική. Το νέο παγκόσμιο παράδειγμα χρειάζεται τώρα νέους θεσμούς και δυναμικές ενεργητικές προτάσεις. Το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα (και η θυγατρική της ΑDB), περιορισμένα από τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό. Μπορεί η Κίνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να εποπτεύσει την ανάπτυξη μια νέας παγκόσμιας οικονομικής συμμαχίας; Για μια μεγάλη βιομηχανική χώρα που μόλις εισέρχεται στην φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζει εσωτερικές διαταραχές, η πρόκληση είναι πρωτοφανής και τεράστια.

Αποδυναμώνοντας Συμμαχίες

Η ίδρυση της ΑΙΙΒ φέρνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύσκολη θέση, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική αποσκίρτηση στενών συμμάχων τους από την δημιουργία του ενιαίου μετώπου των δυτικών καπιταλιστικών χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έντονα επικρίνει τους Ευρωπαίους εταίρους τους, ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει απαντήσει αναλόγως. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν, κάτι που έκαναν την τελευταία στιγμή. Από τους μείζονες συμμάχους των Η.Π.Α., μένει μόνο η Ιαπωνία που επιθυμεί να ανακτήσει την περιφερειακή στρατιωτική της θέση, και τον Καναδά που υπήρξε αδιάφορος από την αρχή.

Επιπρόσθετα σε αυτές τις εντάσεις εντός της υπό αμερικανική ηγεσία οικονομικής τάξης, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ευρώπη και στην Ασία βρίσκονται σε παρόμοια ένταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους συμμάχους, ιδίως την Γερμανία, να ακολουθήσει την σκληρή, νέο-ψυχροπολεμική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Ρωσία, όπου τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα είναι βαθιά ριζωμένα. Βεβαίως, πέρα από την εκτόξευση απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πραγματικά να κάνουν πόλεμο με την Ρωσία. Ο ευρύτερος γεωπολιτικός τους στόχος είναι να υποδαυλίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία, ό,τι καλύτερο για να αναστείλουν την ανάπτυξη μιας ισχυρής σύνδεσης Ευρώπης-Ρωσίας- Κεντρικής Ασίας. Με την Ουκρανική Κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζουν να απομονώσουν περαιτέρω τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη, με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίζουν απρόθυμα.

Παρόμοιες αντιφάσεις έχουν προκύψει και στην Ασία. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία είναι βασικοί εταίροι στις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την Κίνα, καθώς και μέλη της ΤΡΡ. Ωστόσο, έχουν επίσης προσχωρήσει και στην ΑΙΙΒ, σε μια έμμεση εναντίωση στην κυριαρχική επιρροή των Η.Π.Α. Μόνο η Ιαπωνία, βρισκόμενη εκτός και της ΤΡΡ και της ΑΙΙΒ, παραμένει πιστός σύμμαχος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχούς αμερικανικής υποστήριξης στην στρατιωτική της ανάπτυξη. Τα μακρόστενα ιαπωνικά νησιά είναι ελλιπή σε πόρους και για να γίνει ένα ισχυρό κράτος η Ιαπωνία, είναι αναγκαίο να αναπτύξει ναυτική δύναμη και να επεκταθεί. Στο τέλος του19ου αιώνα, η Ιαπωνία νίκησε το ναυτικό της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια σημείωσε νίκη εναντίον της Ρωσίας για να δεσπόσει στην περιοχή. Έπειτα η Ιαπωνία θέλησε να αμφισβητήσει την ισχυρή ναυτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε και καταλήφθηκε, για να γίνει εν τέλει υποτελής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες στις δύο χώρες είναι επί μακρόν συμβατές μεταξύ τους.

Η Νότια Κορέα έχει υπάρξει για δεκαετίες ο κυριότερος περιφερειακός αντίπαλος της Ιαπωνίας. Μια ενωμένη Κορέα θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Ιαπωνία όσον αφορά τις πληθυσμιακές , στρατιωτικές και βιομηχανικές δυνατότητες. Αλλά προς το παρόν, η Νότια Κορέα έχει καταστήσει την Κίνα τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της, και τα δύο κράτη έχουν υπογράψει τη δική τους συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ακόμη και υπό το πρίσμα μια μελλοντικής ενοποίησης, η Νότια Κορέα θα χρειαστεί εντέλει την βοήθεια της Κίνας. Ωστόσο η προοπτική μιας ενωμένης Κορεατικής χερσονήσου, δεν είναι καθόλου ελκυστική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η τρομερή τριάδα της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας θα ανταγωνιζόταν ευθέως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, σε περίπτωση ένωσης, είναι αμφίβολο η νέα Κορέα να θελήσει να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της δυνατότητες, οδηγώντας την τελικά να αναζητήσει στρατιωτική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, παρά τους φαινομενικού δεσμούς, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας είναι προορισμένα να έρθουν σε σύγκρουση.

Ακόμη και η Ιαπωνία, ο στενότερος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Η χώρα παλεύει να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου, και ανησυχεί για την εύρεση νέων αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της. Οι κορυφαίες εταιρείες της χώρας συνεπώς ελπίζουν η Ιαπωνία να προσχωρήσει στην ΑΙΙΒ. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούριες: μετά την Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η Ιαπωνία κινήθηκε προς την ίδρυση, του Ασιατικού Ταμείου Σταθερότητας, που θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ασία που όμως συνάντησε το βέτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ιαπωνία ηγείται της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asia Development Bank: ADB), αλλά εντέλει συμμορφώνεται με τις αμερικανικές οδηγίες. Η περιοχή έχει ετήσιες απαιτήσεις 800 δις δολαρίων για επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η ADB έχει εγκρίνει μόλις 13.5 δις δολάρια. Η επιθυμία για στρατιωτική ανάπτυξη έχει κρατήσει την άρχουσα φιλελεύθερη δημοκρατική ελίτ της Ιαπωνίας σταθερά προσδεδεμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μακροπρόθεσμα η καθυπόταξη των ιαπωνικών συμφερόντων στην αμερικανική στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

Καθώς η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μόνη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει, τα συμφέροντα άλλων εθνικών συνασπισμών και συμμάχων έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στενών τους συμμάχων βαθαίνουν μέρα με την ημέρα. Θα απαιτήσει προσεχτικό σχεδιασμό και επιμελή στρατηγική από την Κίνα για να βρει την καλύτερη θέση σε αυτήν την μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα έχει κρατήσει χαμηλό διπλωματικό προφίλ σε σχέση με το μέγεθος και την ισχύ της. Στο προσεχές μέλλον, η κινεζική διπλωματία θα χρειαστεί νέες ιδέες και τακτικές.

Πέρα από την Ανάπτυξη, Προς την Κοινωνική Δικαιοσύνη

Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτυχώς εξήγαγαν την ιδεολογία της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξυπηρετούσε εξίσου και τα οικονομικά και τα στρατιωτικά συμφέροντά τους. Ωστόσο, αφότου αυτή η κατευθυνόμενη από την Παγκόσμιο Τράπεζα “αναπτυξιοκρατία” είχε αφήσει πολλές αναδυόμενες χώρες εξαθλιωμένες και βουλιαγμένες στο εξωτερικό χρέος, ο αμερικανικός διπλωματικός λόγος μετατοπίστηκε τη δεκαετία του 1980 προς την οικοδόμηση θεσμών, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ειδικότερα, μετά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο αγώνας για “ελευθερία και δημοκρατία” έγινε η βασική θεματική της αμερικανικής γεωπολιτικής ιδεολογίας. Παρ΄ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία, οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν πυροδοτήσει μια αλληλουχία τοπικών συγκρούσεων που προκαλούν όχι μόνο τον θάνατο και τον εκτοπισμό πληθυσμών σε μαζική κλίμακα αλλά και προωθούν την άνοδο οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ο επίσημος λόγος της δημοκρατίας και της ελευθερίας, πάντα ανειλικρινής, έχει απαξιωθεί σημαντικά. Η “ασφάλεια” και η “ σταθερότητα” είναι τώρα τα συνθήματα της αμερικανικής στρατηγικής· Οι παλαιοί σκοποί της παγκόσμιας ειρήνης και της ευημερίας έχουν πέσει θύμα των καταστροφικών παρεμβάσεων των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η επίσημη ιδεολογία πίσω από το σχέδιο OBOR, αντίθετα, είναι η ειρηνική ανάπτυξη – για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στις υποδομές και να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη, να προωθηθεί η συνεργασία και να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρηνική ανάπτυξη είναι πιο συνετή και βιώσιμη από την αμερικανικού στυλ στρατιωτικοποιημένη “ασφάλεια”· η φτώχεια και η αδικία είναι θερμοκήπια του εξτρεμισμού.

Εντούτοις, ο λόγος για “ειρηνική ανάπτυξη” έχει τα δικά του τυφλά σημεία που αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Κίνας. Για παράδειγμα, πώς μπορεί η ΑΙΙΒ να αποφύγει τη ζημία που επέφεραν η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι στο περιβάλλον και στους ντόπιους βιοτικούς πόρους; Πώς μπορεί η Κίνα να προωθήσει επενδύσεις σε υποδομές που οδηγούν στην τοπική ανάπτυξη μέσω της ποικιλότητας και της βιωσιμότητας, και όχι επενδύσεις που απλά υπηρετούν την ανάγκη εξεύρεσης αγορών για τις εξαγωγές της;

Η πρόκληση, με άλλα λόγια, είναι να διασφαλιστεί ότι η ΑΙΙΒ και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού δεν θα γίνουν απλά εταίροι του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ανατολική Ασία. Δεδομένου ότι το σχέδιο OBORείναι ένας αγώνας για θεσμική επιρροή στην Ανατολική Ασία, ο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας ή αποτυχίας του σχεδίου μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα των κατευθυντηρίων αρχών του. Η Κίνα οφείλει να προωθήσει το μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει την “ήπιας ισχύος” πολιτική της θεσμικής μετάβασης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει από την δεκαετία του 1980.

Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η υπεροχή στο επίπεδο του λόγου θα εξαρτηθεί τόσο από τις πράξεις όσο και από τις διατυπώσεις. Εάν η Κίνα συνεχίσει να απορροφά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μέσω της ταχείας αστικοποίησης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αγροτική, πολιτισμική και οικολογική βιωσιμότητα, και αν η κυβέρνηση αποτύχει να αντιμετωπίσει τις οξείες κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, τις εργατικές διαφορές, την περιβαλλοντική επιδείνωση και την επίσημη διαφθορά, τότε τα συνθήματα για “αναπτυξιοκρατία βασισμένη στις υποδομές” λίγη πειθώ θα έχουν στο εξωτερικό.

Τελευταία Επισήμανση: Μαθαίνοντας από την αγροτική κοινωνία

Από το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ (1644-1911), καθώς η Κίνα έχει περάσει από μια σειρά αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και ενότητα, η αγροτική κοινωνία ήταν πάντοτε κεντρικό στοιχείο στη δομή της διακυβέρνησης. Όποτε ένας από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της τοπικής διακυβέρνησης δέχονταν επίθεση, που απειλούσε τους βιοτικούς πόρους των χωρικών και των χωριών, ξεσπούσαν σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, που προκαλούσαν μερικές φορές την εξέγερση των χωρικών. Από την κατάρρευση της δυναστείας Τσινγκ έως την πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, οι βίαιες εξεγέρσεις οδηγούμενες από τους αγρότες ήταν πάρα πολύ κοινές. Αλλά όπου ήταν δυνατόν να γίνει αποτελεσματική χρήση των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών της αγροτικής κοινωνίας, οι αγροτικές κοινότητες υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανάπτυξης της χώρας. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης, η κινεζική ύπαιθρος έχει καταστεί πηγή τεράστιου “αποθέματος εργασίας”, επιτρέποντας στο κράτος να βασιστεί στο τρίπτυχο Sannong – το αποκαλούμενο τα “τρία στοιχεία της υπαίθρου”, των χωρικών, των χωριών και της γεωργίας – ως θεμέλιο του ταραχώδους αλλά διαρκούς εκσυγχρονισμού τα τελευταία 60 χρόνια.

Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει μπορέσει να απορροφήσει τους κινδύνους αυτού του εκσυγχρονισμού εξ’ αιτίας της σχέσης της με τη φύση, ένα πλεονέκτημα που ποτέ δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί. Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει διαμορφωθεί στην βάση κοινών αναγκών, όπως η άρδευση και η πρόληψη καταστροφών. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί έναν συλλογικό ορθολογισμό, όπου η κοινότητα, αντί του αγρότη ως άτομο ή της οικογένειας, είναι η βασική μονάδα διανομής και κατανομής των κοινωνικών πόρων. Αυτή η έμφαση στις συλλογικές ανάγκες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έμφαση της Δύσης στα ατομικά συμφέροντα. Επί χιλιάδες χρόνια, η κινεζική αγροτική κοινωνία είναι οργανικά ενσωματωμένη με την ποικιλομορφία της φύσης, επιτρέποντας την ανάδυση μιας ενδογενούς πολυθεϊστικής θρησκείας. Καθώς σχεδιάζει και προωθεί το όραμα της για αειφόρο ανάπτυξη και ειρηνικό εμπόριο, η Κίνα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα, προς αυτές τις πανάρχαιες κοινωνικές δομές, ως οδηγό για το μέλλον.

Πηγή: Monthly Review


[1] This paper is an outcome of the sub-project on International Comparative Studies on National Security in the Process of Globalization” led by Sit Tsui, Southwest University, as part of a larger project, “A Study of the Structure and Mechanism of Rural Governance Basic to the Comprehensive National Security” led by Wen Tiejun at Renmin University, Beijing, and funded by the National Social Science Foundation of China (No. 14ZDA064)

[2] H. J. Mackinder, “The Geographical Pivot of History,”Geographical Journal23 (1904): 421–37.

[3] H. J. Mackinder, Democratic Ideals and Reality: A Study in the Politics of Reconstruction (Washington, DC: National Defense University Press, 1996), 150.

Ο κόσμος, όπως τον βλέπει ο Donald Trump

Προωθώντας τα συμφέροντα της Αμερικής σε έναν πολυπολικό κόσμο

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Trump, η Αμερική έρχεται πρώτη και όλοι οι άλλοι αποτελούν ατού ή εμπόδιο. Η Ευρώπη αξίζει λιγότερη προσοχή από τη Ρωσία, με την οποία οι σχέσεις θα πρέπει να βελτιωθεί εν συντομία, και η Κίνα, η οποία αναμένεται να έχει τη Βόρεια Κορέα υπό έλεγχο.

Η κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής του Trump δεν ήταν εύκολη δουλειά. Σε αντίθεση με άλλους μέλλοντες προέδρους, δεν έχει εκδώσει περίτεχνα κείμενα θέσεων σχετικά με τις πρωτιμώμενές του πολιτικές, ούτε έχει πραγματοποιήσει μακροσκελείς ομιλίες. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι κάποιες συνεντεύξεις και εμφανίσεις στα πλαίσια της καμπάνιας του, και τώρα τις επιλογές του για τις κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις. Για ορισμένους παρατηρητές, αυτό δείχνει μια απαίδευτη ή ασυνάρτητη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική, προερχόμενη κυρίως από τίτλους ειδήσεων και τις εμπειρίες του ως κοσμογυρισμένος επιχειρηματίας. Αλλά αν κανείς το εξετάσει προσεκτικότερα, συγκεκριμένα μοτίβα αρχίζουν να εμφανίζονται. Ο Donald Trump έχει μια σαφή οπτική για τον κόσμο και τη θέση της Αμερικής μέσα σε αυτόν – και σε ορισμένες πτυχές τους, οι αντιλήψεις του είναι πολύ πιο κοντινές στις παγκόσμιες πραγματικότητες από εκείνες των, χαιρόντων μεγάλης εκτίμησης, σοφών και παραγωγών πολιτικής στην Ουάσινγκτον.

Περάστε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα του έθνους και θα δείτε τον κόσμο με έναν ορισμένο τρόπο. Αυτό είναι ένα σύμπαν φτιαγμένο από ομόκεντρους κύκλους που εκτείνονται έξω από τον Λευκό Οίκο, με τον Καναδά, τη Βρετανία και άλλες αγγλόφωνες χώρες-συμμάχους στον πρώτο δακτύλιο· τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΝΑΤΟ συν την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και το Ισραήλ στο δεύτερο· τους μακροχρόνιους οικονομικούς και στρατιωτικούς εταίρους, όπως την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και τη Σαουδική Αραβία στον τρίτο και ούτω καθεξής. Έξω από αυτό το σύστημα εξαρτώμενων σχέσεων βρίσκονται οι αντιπάλοι της Αμερικής: η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Για δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών με και ανάμεσα στις φιλικές προς τη Ουάσιγκτον χώρες, και προσπαθούσε να αποδυναμώσει και να απομονώσει τους «outsider». Μερικές φορές αυτό σήμαινε πόλεμο, για να προστατευτούν εκείνοι στο εξωτερικό δίκτυο συμμαχιών, ή για να αποφευχθεί κάποιοι στους εσωτερικούς κύκλους να εκτεθούν σε κίνδυνο.

Ο Trump δεν έχει περάσει πολύ χρόνο μέσα στον δακτύλιο (σ.μτφ. Inside the Beltway, αμερικάνικος ιδιωματισμός που χαρακτηρίζει τα ζητήματα που κρίνουν αναγκαία η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι λομπίστες και τα media) και δεν συμμερίζεται την Ουάσιγκτον-κεντρική άποψη της πλειονότητας των πολιτικών των ΗΠΑ. Είναι ένας επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης με συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, εντελώς αποκομμένος από κάθε δομική αντίληψη των συμμάχων, φίλων και εχθρών. Σε αυτό, μοιάζει πολύ με τον Rex W. Tillerson, διευθύνων σύμβουλο της Exxon Mobil και επιλογή του Trump ως υπουργό. Για τους δύο αυτούς άνδρες, ο κόσμος είναι μια τεράστια ανταγωνιστική ζούγκλα, με ευκαιρίες και κινδύνους παντού, χωρίς σεβασμό για την υποτιθέμενη πίστη ή εχθρότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης προς την Ουάσιγκτον.

Στον κόσμο όπως τον βλέπει ο Donald Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ο πυρήνας μιας εκτεταμένης οικογένειας εξαρτώμενων μελών στα οποία οφείλει την προστασία, αλλά ένα από τα πολλά κέντρα εξουσίας που συναγωνίζονται για τον πλούτο και το πλεονέκτημα σε μια έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια σκακιέρα. Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε αυτό το περιβάλλον είναι να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής πάνω απ’ όλα, και να ματαιώσει τα σχέδια όλων εκείνων που αναζητούν να κερδίσουν εις βάρος της. Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου κάθε κυβέρνηση θα κριθεί αποκλειστικά από το τι μπορεί να κάνει για να προωθήσει τα συμφέροντα της Αμερικής ή να εμποδίσει την πρόοδό της, ο Trump θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του για να ανταμείψει τους συνεργάτες και να τιμωρήσει τους αντιπάλους. Οι πρόθυμοι συνεργάτες μπορούν να αναμένουν κρατικές επισκέψεις στο Λευκό Οίκο, ευνοϊκότερες εμπορικές συμφωνίες και εξαίρεση από τις αναθεωρήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα· οι αντίπαλοι θα αντιμετωπίσουν υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, διπλωματική απομόνωση και, σε περίπτωση ακραίας πρόκλησης, στρατιωτική δράση. Η ενδεχόμενη μορφή την οποία μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να λάβει δεν μπορεί να προβλεφθεί, μιας και ο Trump έχει πει λίγα για το θέμα, αλλά είναι πιθανό να είναι δυναμικού χαρακτήρα (αναμενόμενα αεροπορικά πλήγματα και πύραυλοι ενάντια σε στόχους υψηλής αξίας).

Για να εξασφαλιστεί ότι η Ουάσιγκτον είναι σε θέση να πράξει και τις δύο πλευρές αυτής της εξίσωσης, ο Trump έχει συγκεντρώσει μια ομάδα ανώτερης ηγεσίας. που αποτελείται από ανθρώπους που ξέρουν πώς να ανταμείψουν τους συνεργάτες με επικερδείς συμφωνίες (τον Tillerson ως υπουργό), αλλά ταυτόχρονα και από εκείνους που είναι έμπειροι στο κυνήγι της βίας ενάντια στους εχθρούς του έθνους (το στρατηγό Michael T. Flynn ως σύμβουλο εθνικής ασφάλειας και το στρατηγό James Ν. Mattis ως γραμματέα άμυνας). Και για να βεβαιωθεί ότι οι στρατηγοί του θα είναι σε κυρίαρχη θέση, αν και όταν απαιτηθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική επιλογή, ο ίδιος ζήτησε μαζική επέκταση των ενόπλων δυνάμεων – και κυρίως του ναυτικού, την πιο κατάλληλη υπηρεσία για δραστηριότητες επίδειξης δύναμης και γρήγορων χτυπημάτων.

Ο πόλεμος εναντίον του ISIS

Πώς θα επηρεάσουν αυτά τις σχέσεις των ΗΠΑ με συγκεκριμένες περιοχές και χώρες; Ας εξετάσουμε πρώτα τη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο κατά του ISIS (του λεγόμενου ισλαμικού κράτους). Από την αρχή, ο Trump κατέστησε σαφές ότι ο κορυφαίος στόχος του για το εξωτερικό θα είναι να «καταστρέψει τον ISIS» και να συντρίψει άλλες εκδηλώσεις της «ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας». «Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου», δήλωσε στη Φιλαδέλφεια στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, «θα ζητήσω από τους στρατηγούς μου να μου παρουσιάσουν ένα σχέδιο εντός 30 ημερών για να νικήσουμε και να καταστρέψουμε τον ISIS».

Σε ένα σημαντικό βαθμό, ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του ISIS είναι περισσότερο εγχώριο παρά θέμα εξωτερικής πολιτικής: η έκδηλη αποφασιστικότητα του Trump να καταστρέψει την ομάδα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο των υποστηρικτών του για τη «διεθνή του εμβέλεια» και την απέχθειά τους για το μαχητικό Ισλάμ. Στην καταπολέμηση του ISIS, υποσχέθηκε, δε θα υπάρξουν ημίμετρα: κάθε εργαλείο στη διάθεσή του στρατού θα εξαπολυθεί σε μια αμείλικτη εκστρατεία αφανισμού· αν τα μέλη της οικογένειας και των πολιτικών συνεργατών του ISIS παγιδεύονται στη δίνη, ας είναι.

Όμως, ενώ η εκστρατεία ενάντια στον ISIS θα ανατεθεί στον στρατό σε μεγάλο βαθμό, εγείρει σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει, για να αρχίσουμε με αυτό, το ερώτημα του ποιος θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην τελική πάλη ενάντια στον ISIS. Το πιο αξιοσημείωτο σχετικό συμβάν είναι η συζήτηση του Trump για τον Vladimir Putin ως πιθανό σύμμαχο. «Δεν θα ήταν ωραίο αν συναντιόμασταν με τη Ρωσία και χτυπούσαμε αλύπητα τον ISIS;», είπε σε ένα συλλαλητήριο τον Ιούλιο του 2016 στη Βόρεια Καρολίνα. Ο Trump έχει επίσης υπαινιχθεί μια πιθανή σχέση εργασίας με τον Bashar al-Assad της Συρίας. «Δεν μου αρέσει καθόλου ο Assad, αλλά ο Assad σκοτώνει τον ISIS», είπε κατά τη διάρκεια του δεύτερου ντιμπέιτ με τη Hillary Clinton στις 9 Οκτωβρίου. Οι ηγέτες των χωρών αυτών, φυσικά, θα περιμένουν κάποιες παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα – για τη Ρωσία, την αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και την άρση των κυρώσεων· για τον Assad, την παύση όλων των ενισχύσεων προς τους αντικυβερνητικούς αντάρτες.

Ο Trump θα επιδιώξει επίσης συμφωνίες με άλλους σημαντικούς παράγοντες της περιοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μια σύντομη συμφωνία με τον πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι θα αυξήσουν την πίεση τους προς τον ISIS σε αντάλλαγμα για τη μείωση της στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους αντάρτες στη βόρεια Συρία – ακόμα κι αν αυτές οι ομάδες έχουν αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική δύναμη πάλης στην εκστρατεία ενάντια στον ISIS. Ο Erdoğan ήταν μεταξύ των πρώτων ξένων ηγετών που συγχάρηκαν τον Trump μετά την εκλογική του νίκη, και οι δύο τους μίλησαν για τη βελτίωση της συνεργασίας σε δραστηριότητες αντι-τρομοκρατίας. Είναι επίσης πιθανό ότι ο Trump θα συμφωνήσει να εκδώσει τον αυτοεξόριστο Τούρκο κληρικό Fethullah Gulen, ο οποίος κατηγορείται από την Άγκυρα για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία θα μπορούσαν να υποστούν πλήγμα, ως αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης επιθετικότητας των ΗΠΑ ενάντια στον ISIS. Η ηγεσία του, όπως και της Σαουδικής Αραβίας, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από σουνίτες – και πολλοί από εκείνους που είναι πιθανό να υποφέρουν από οποιαδήποτε αύξηση των αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ σε θέσεις του ISIS είναι σουνίτες πολίτες. Ωστόσο, πολλές από τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον ISIS αποτελούνται από σιίτες – είτε μιλάμε για την πολιτοφυλακή στο Ιράκ, προωθούμενη από το Ιράν, είτε για τους Αλεβίτες και τους συμμάχους τους στη Συρία. Αναπόφευκτα, μια νίκη των πολιτοφυλακών και η επιβίωση του Assad θα προβληθούν στη Ριάντ ως θρίαμβος για το Ιράν, τον αρχι-ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας στον αγώνα για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου. Μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η επισκευή των τεταμένων σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ριάντ, ειδικά με την επιμονή του Trump ότι η Σαουδική Αραβία θα πρέπει να πληρώσει ακριβά για την προστασία που ισχυρίζεται ότι λαμβάνει από τις ΗΠΑ.

Με μια πρώτη ματιά, οι Ιρανοί έχουν πολλά να φοβηθούν από την άνοδο του Trump στο Λευκό Οίκο. Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, αποκάλεσε την πυρηνική συμφωνία Ιράν – επίσημα, το κοινό γενικό σχέδιο δράσης – «το χειρότερο deal στην ιστορία» και υποσχέθηκε να «το διαλύσει» ξεκινώντας τη θητεία. Ο Flynn, στην εθνική ασφάλεια, είναι ένας ιδιαίτερα ειλικρινής αντίπαλος του Ιράν και αναμένεται να συνεχίσει την πίεση στον Trump να δώσει συνέχεια σε αυτή του την υπόσχεση. Αλλά η προτεραιότητα της νίκης κατά του ISIS μπορεί να υπερισχύει της διάθεσης για απομόνωση του Ιράν· ο Trump μπορεί να δει κάποιο πλεονέκτημα σε μια σιωπηρή συμφωνία με την Τεχεράνη σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα της καταπολέμησης του ISIS τώρα και αναβολή άλλων ζητημάτων για αργότερα.

Μήνας του μέλιτος ΗΠΑ-Ρωσίας

Αν κάτι είναι πιθανό να αλλάξει κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της διοίκησης του Trump, είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Ο Trump μίλησε σε αρκετές περιπτώσεις για τον θαυμασμό του για τον Vladimir Putin, προσφερόμενος να τον συναντήσει, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις. Μετά την διάσκεψη του Putin με τον εκλεγέντα πρόεδρο από το τηλέφωνο, το Κρεμλίνο εξέδωσε δήλωση αναφέροντας ότι οι δύο ηγέτες είχαν συμφωνήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους και να συνεχίσουν την εποικοδομητική συνεργασία στο ευρύτερο δυνατό φάσμα θεμάτων». Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν επίσης ότι επέλεξε τον Tillerson ως γραμματέας του κράτους, εν μέρει λόγω τους μακροχρόνιούς του δεσμούς με το Κρεμλίνο σχετικά με την ενέργεια, που διαμορφώθηκε μέσω περίτεχνων κοινοπραξιών μεταξύ Exxon και ρωσικών επιχειρήσεων στην Αρκτική και το νησί Σαχαλίνη.

Αλλά θα ήταν λάθος για τον Putin να υποθέσει ότι οποιοσδήποτε μήνας του μέλιτος στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα καταστεί μόνιμος. Όπως ο Trump έχει καταστήσει σαφές, κύριο ενδιαφέρον του είναι να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ πάνω απ ‘όλα, και αυτό δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε ρύθμιση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως την παράδοση της δεσπόζουσας θέσης της Αμερικής στην παγκόσμια σκακιέρα. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε ποιο σημείο κάποια διεκδικητική ρωσική ενέργεια στην Ανατολική Ευρώπη θα μπορούσε να δοκιμάσει αυτή τη στάση, αλλά ο Trump δεν θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να χαρακτηριστούν ως αναποφάσιστες ή άβουλες σε οποιαδήποτε τέτοια αντιπαράθεση. Οι μυστικές Ρώσικες παρεμβάσεις στις χώρες της Βαλτικής ή τα βαλκανικά κράτη μάλλον δεν θα διεγείρουν την οργή του, αλλά μια απροκάλυπτη επίθεση σε σύμμαχο των ΗΠΑ θα προκαλούσε αναμφίβολα μια σκληρή απάντηση.

Το καθεστώς Putin θα πρέπει να ανησυχεί και για την πρόθεση του Trump να αναζωογονήσει τον αμερικάνικο στρατό. Ενώ πολλές από τις προτάσεις του, όπως μια σημαντική επέκταση του ναυτικού, εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στην Κίνα, ορισμένες από αυτές θα αποδειχθούν ενοχλητικές στη Ρωσία. Αυτές περιλαμβάνουν την έκκληση του Trump για τον εκσυγχρονισμό του στρατηγικού βομβαρδιστικού στόλου των ΗΠΑ και την απόκτηση ενός «αριστοτεχνικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας». Ενώ απειλεί την Κίνα, οι πρωτοβουλίες αυτές θα αποδειχθούν ιδιαίτερα ανησυχητικές για τη Ρωσία, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της από τα πυρηνικά όπλα για να αποτρέψει τη στρατιωτική δράση από τη Δύση. Ο ίδιος ο Putin εξέφρασε την ανησυχία του για τις προτάσεις αυτές κατά την ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους την 1η Δεκεμβρίου: «Θα ήθελα να τονίσω ότι οι προσπάθειες να σπάσει η στρατηγική ισοτιμία είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορεί να οδηγήσουν σε παγκόσμια καταστροφή», δήλωσε.

Καθ ‘όλη την εκστρατεία του, ο Trump επέπληξε τους Κινέζους για την χρήση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών εναντίον των ΗΠΑ και για προσβολή του Πρόεδρου Ομπάμα μέσω των ξεδιάντροπων δραστηριοτήτων οικοδόμησης βάσης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. «Η Κίνα παίζει μαζί μάς … ενώ χτίζουν στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας,» είπε στην εφημερίδα New York Times στις 26 Μαρτίου. «Δεν έχουν κανένα σεβασμό για τη χώρα μας και δεν έχουν κανένα σεβασμό για την προεδρία μας».

Το δίλημμα της Κίνας

Ο Trump προβλέπει μια πιο αμφιλεγόμενη σχέση με το Πεκίνο και επιδιώκει να αντισταθεί σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καταχρηστική και ασεβή στάση της Κίνας προς τις ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αυτό σε μία πλήρως ανταγωνιστική σχέση, ή ακόμα και στρατιωτική σύγκρουση; Ερωτηθείς αν θα χρησιμοποιήσει βία για να αποσπάσει τις βάσεις από τους Κινέζους στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Trump απάντησε: «. Ίσως … αλλά έχουμε μεγάλη οικονομική δύναμη στην Κίνα … τη δύναμη του εμπορίου» χωρίς να επεκταθεί, ανέφερε ότι ο ίδιος προτιμά τη χρήση δασμών και άλλων εμπορικών μηχανισμών για να αλλάξει τη συμπεριφορά της Κίνας. Η τηλεφωνική κλήση του Trump με τον Πρόεδρο Tsai Ing-Wen της Ταϊβάν, την 1η Δεκεμβρίου – η πρώτη γνωστή συνομιλία μεταξύ ενός προέδρου των ΗΠΑ ή εκλεγέντα Προέδρου με Ταϊβανέζο ηγέτη από πριν οι ΗΠΑ να σπάσουν τις διπλωματικές σχέσεις με το νησί το 1979 – μπορεί να ειδωθεί με τον ίδιο τρόπο, ως προειδοποίηση για τη λήψη αυστηρότερων μέτρων εάν η Κίνα δεν συναινέσει με τις προτιμήσεις των ΗΠΑ. Χωρίς να ειπωθεί, αλλά σαφώς κατανοητή από τους κινέζους ηγέτες, είναι η προοπτική περαιτέρω σοκ: η αναγνώριση της Ταϊβάν, ας πούμε, ή στρατιωτικά πλήγματα κατά των κινεζικών εγκαταστάσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Παρ ‘όλα αυτά, ο Trump κατανοεί ότι σε ορισμένα βασικά ζητήματα θα πρέπει να εξασφαλίσει την κινεζική βοήθεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την απειλή από τη Βόρεια Κορέα – ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα εθνικής ασφάλειας που θα αντιμετωπίσει στην ανάληψη των καθηκόντων. Παρότι αποκομμένοι από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, οι Βορειοκορεάτες έχουν προφανώς καταφέρει να επεκτείνουν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους και την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων ικανών να χτυπούν εδάφη της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Οι Κινέζοι εμφανίζονται φοβισμένοι στο ενδεχόμενο κατάρρευσης του καθεστώτος – ενδέχεται να οδηγήσει σε μια πλημμύρα απελπισμένων προσφύγων στην βόρεια Κίνα και τη δημιουργία μιας ενωμένης Κορέας υπό αμερικανική κηδεμονία – και έχουν παράσχει στη χώρα την απαραίτητη υλική υποστήριξη.

Ο Trump αναγνωρίζει ότι αν είναι να αναγκάσει την Πιονγιάνγκ να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα, θα χρειαστεί μια κινεζική υπόσχεση να μειώσει σημαντικά το εμπόριο με τη Βόρεια Κορέα. «Η Κίνα πρέπει να λύσει αυτό το πρόβλημα για εμάς», δήλωσε στο πρώτο ντιμπέιτ με την Clinton. Αλλά αυτό, φυσικά, θα συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο, και θα πρέπει να υπάρξει ένα αντάλλαγμα. Ενώ αναμένει μια υποχώρηση από την Κίνα σε ορισμένους τομείς που έχουν σημασία για τον ίδιο, όπως το εμπόριο, ο ίδιος κατανοεί πλήρως ότι θα χρειαστεί τη συνεργασία του Πεκίνου σε άλλες περιοχές ανησυχίας, και θα πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει και αυτός παραχωρήσεις.

Η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ

Η διαφορά μεταξύ των πεποιθήσεών του Trump και των προκατόχων του, όμως, φαίνονται ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Παρότι όλοι οι προηγούμενο Αμερικάνοι πρόεδροι έβλεπαν το ΝΑΤΟ ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την Ευρώπη ως ένα προπύργιο της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, ο Trump δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Σε ό, τι τον αφορά, η Ατλαντική Συμμαχία λείπει στον πιο σημαντικό αγώνα αυτή τη φορά – τον πόλεμο κατά της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας. Και η Ευρώπη, ως συλλογική οντότητα, δεν έχει την εκτελεστική ικανότητα για να προωθήσει τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, και έτσι αξίζει λιγότερη προσοχή από ό, τι άλλες, πιο διεκδικητική δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg στις 18 Νοεμβρίου, ο Trump επιβεβαίωσε την πίστη του στη «διαρκή σημασία» της συμμαχίας· από τότε, όμως, δεν έχει προσφέρει καμία άλλη διαβεβαιώσεις της δέσμευσής του, και κανένας από τους διορισμένους ανώτερους στρατιωτικούς του δεν έχει προτείνει να δοθεί έμφαση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πράγματι, το ενδιαφέρον του για το ΝΑΤΟ φαίνεται να αρκείται σε μόλις δύο βασικές προτάσεις: τα μέλη της συμμαχίας πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την κοινή άμυνα και το ΝΑΤΟ πρέπει να συμμετέχουν πιο δυναμικά στον πόλεμο εναντίον του ISIS. Σε όλα τα άλλα σημαντικά θέματα, όπως η υπεράσπιση της «ανατολικής πλευράς» έναντι πιθανών ρωσική επίθεση, έχει εμφανιστεί πολύ μικρή ανησυχία – αν και, όπως σημειώνεται, ο ίδιος δεσμεύεται να απαντήσει δυναμικά σε οποιαδήποτε κίνηση από τη Μόσχα που φαίνεται να αμφισβητεί την τιμή και τη θέληση των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια δευτερεύουσα θέση έριδος στην παγκόσμια σκακιέρα. Εκτός αν διασταυρωθεί με τα βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είναι πιθανό να αγνοείται. Και αυτό, φυσικά, ταιριάζει με το μεγαλύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του Trump: η Αμερική έρχεται πρώτη, όλοι οι άλλοι μετρούν μόνο στο βαθμό που είναι ένα ατού ή εμπόδιο για την επίτευξη των θεμελιωδών στόχων των ΗΠΑ.


Ο Michael Klare είναι καθηγητής στις σπουδές ειρήνης και παγκόσμιας ασφάλειας στο Hampshire College στο Amherst της Μασαχουσέτης, και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του «The Race for What’s Left» («Αγώνας για ότι έχει απομείνει/ την Αριστερά») (Picador, 2012)

Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

Πηγή: Le Monde Diplomatique

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ

1. Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η αύξηση της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και, σε καλύτερη κατεύθυνση, η εκλογική νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα και η άνοδος του Podemos, στην Ισπανία, αποτελούν εκδηλώσεις του βάθους της κρίσης του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύστημα, που πάντα θεωρούσα μη βιώσιμο, υφίσταται ρήγματα μπροστά στα μάτια μας μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του. Όλες οι προσπάθειες να το σώσουν με μικρές προσαρμογές –προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα– είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Τα ρήγματα του συστήματος αυτού δεν είναι συνώνυμα με προόδους προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης για τους λαούς: το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει αυτομάτως με την άνοιξη των λαών. Τα διαχωρίζει μια παύση, προσδίδοντας στην εποχή μας έναν δραματικό τόνο που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Παρ’ όλα αυτά, τα ρήγματα αυτά –επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτα– θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως ιστορική ευκαιρία για τους λαούς. Ανοίγουν το δρόμο για πιθανές θετικές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης , η οποία αποτελείται από δύο αξεχώριστα στοιχεία: (i) σε εθνικό επίπεδο, την εγκατάλειψη των βασικών κανόνων της φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης προς όφελος σχεδίων λαϊκής κυριαρχίας που διευκολύνουν την κοινωνική πρόοδο, (ii) σε διεθνές επίπεδο, τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος πολλών κέντρων μέσω διαπραγματεύσεων. Παράλληλες πρόοδοι σ’ αυτά τα δύο επίπεδα θα καταστούν δυνατές μόνο εάν οι πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συλλάβουν τη στρατηγική αυτών των αλλαγών και κατορθώσουν να κινητοποιήσουν τις λαϊκές τάξεις προς την επίτευξή τους. Προς το παρόν αυτό δεν είναι κατορθωτό, όπως έδειξαν οι υποχωρήσεις του Σύριζα, οι αμφισημίες και οι συγχύσεις της ψήφου στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και η ακραία δειλία των κληρονόμων του ευρωκομμουνισμού.

2. Το σύστημα που κυριαρχεί στις χώρες της ιστορικής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ. Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία) βασίζεται στην απόλυτη εξουσία των εθνικών χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Αυτές διαχειρίζονται το σύνολο των εθνικών παραγωγικών συστημάτων, έχοντας πετύχει να υπαγάγουν σχεδόν όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, σε καθεστώς υπεργολάβων προς αποκλειστικό όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτές οι ολιγαρχίες διαχειρίζονται επίσης κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτικά συστήματα που κληρονόμησαν από την αστική εκλογική και κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχοντας ως οικόσιτά τους τα δεξιά και κεντροαριστερά/ σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με τίμημα τη διάβρωση της νομιμοποίησης της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι ολιγαρχίες ελέγχουν επίσης τους μηχανισμούς προπαγάνδας , μετατρέποντας τους διευθυντές των ειδησεογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε υπαλλήλους στη δική τους αποκλειστικά υπηρεσία. Καμία από αυτές τις πλευρές της δικτατορίας της ολιγαρχίας δεν αμφισβητείται από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στις χώρες της τριάδας, ιδίως στις ΗΠΑ.

Οι ολιγαρχίες της τριάδας προσπαθούν επίσης να επεκτείνουν την εξουσία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλοντας μια ειδική μορφή παγκοσμιοποίησης: τον παγκοσμιοποιημένο φιλελευθερισμό. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι μέσα στις κοινωνίες τους, ως κληρονόμοι και ωφελημένες από τα “πλεονεκτήματα” της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Διότι, αν και τα κοινωνικά δεινά που επιφέρει ο φιλελευθερισμός είναι ορατά στη Δύση, είναι δεκάδες φορές χειρότερα στις περιφέρειες του συστήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ελάχιστα πολιτικά καθεστώτα να φαίνονται νομιμοποιημένα στα μάτια των λαών τους. Εύθραυστες σε ακραίο βαθμό, οι εργολαβικές των διεθνών καπιταλιστικών κέντρων άρχουσες τάξεις και τα κράτη που αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης της κυριαρχίας του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας ορθώς θεωρούνται από τις ολιγαρχίες των κέντρων αυτών αβέβαιοι σύμμαχοι. Συνεπώς, η λογική του συστήματος είναι να επιβάλει τη στρατιωτικοποίηση και το ιμπεριαλιστικό δικαίωμα της επέμβασης –συμπεριλαμβανομένου του πολέμου– στις χώρες του Νότου και της Ανατολής. Οι ολιγαρχίες της τριάδας είναι όλες “γεράκια”. Το ΝΑΤΟ, το εργαλείο της μόνιμης επιθετικότητάς τους, έχει, κατά συνέπεια, γίνει ο πιο σημαντικός θεσμός του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απόδειξη αυτής της επιθετικότητας ήταν και ο τόνος των επισημάνσεων του Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας του στην Ευρώπη (Νοέμβριος 2016): διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους υποτελείς για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Προφανώς, ο οργανισμός αυτός δεν παρουσιάστηκε ως όργανο επίθεσης –όπως πράγματι είναι– αλλά ως μέσο διασφάλισης της “άμυνας” της Ευρώπης. Από ποιον απειλείται;

Πρώτα απ’ όλα από τη Ρωσία, όπως μας λένε οι υπάλληλοι των ΜΜΕ. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: ο Πούτιν κατηγορείται γιατί δεν δέχτηκε το ευρω-ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου και την κυβέρνηση των γκάνγκστερ που εγκαταστάθηκε στη Γεωργία. Πρέπει να αναγκαστεί να τα αποδεχθεί –εκτός από τις οικονομικές κυρώσεις– και μέσω των πολεμικών απειλών της Χίλαρι Κλίντον.

Στη συνέχεια, όπως μας λένε, απειλείται από την τρομοκρατία του ισλαμικού τζιχαντισμού. Και πάλι, η κοινή γνώμη χειραγωγείται απόλυτα όσον αφορά αυτό το θέμα. Ο τζιχαντισμός αποτελεί το αναπόφευκτο προϊόν της συνεχούς υποστήριξης εκ μέρους της ιμπεριαλιστικής τριάδας του αντιδραστικού πολιτικού Ισλάμ που το εμπνεύστηκαν και το χρηματοδοτούν οι βαχαβίτες του Περσικού Κόλπου. Η άσκηση της αποκαλούμενη ισλαμικής iισχύος αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ολική καταστροφή της ικανότητας των κοινωνιών της περιοχής αυτής να αντισταθούν στις υπαγορεύσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, προσφέρει το πιο αποτελεσματικό πρόσχημα, δίνοντας επίφαση νομιμοποίησης στις στρατιωτικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τύπος στις ΗΠΑ αναγνώρισε την κατηγορία του Τραμπ –ότι η Κλίντον είχε υποστηρίξει ενεργητικά την ίδρυση του Ισλαμικού Κράτους– ως απολύτως βάσιμη.

Εδώ χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι διακηρύξεις που συνοδεύουν τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και τα περί υπεράσπισης της δημοκρατίας αποτελούν μια φάρσα συγκρινόμενα με την πραγματικότητα.

3. Συνεπώς, τα καλά νέα είναι η ήττα της Χίλαρι Κλίντον – και όχι ο θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Ίσως, αποκρούεται η απειλή του γένους των πιο επιθετικών γερακιών των οποίων ηγούνται οι Ομπάμα Κλίντον. Και λέω “ίσως”, επειδή δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα οδηγήσει τη χώρα του σε άλλο δρόμο.

Κατ’ αρχάς, ούτε η γνώμη της πλειοψηφίας που τον υποστήριξε ούτε της μειοψηφίας που διαδηλώνει εναντίον του τον υποχρεώνει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο. Η αντιπαράθεση αφορά απλώς ορισμένα προβλήματα της κοινωνίας στις ΗΠΑ (ιδίως τον αντιφεμινισμό και το ρατσισμό). Δεν αμφισβητεί τα οικονομικά θεμέλια του συστήματος που αποτελούν τη ρίζα της υποβάθμισης των κοινωνικών συνθηκών για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των μονοπωλίων, μένει άθικτη. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος ήταν πλεονέκτημα και όχι εμπόδιο στην εκλογή του. Επιπλέον, ουδέποτε έγινε συζήτηση για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Θα θέλαμε πολύ να δούμε σήμερα τους διαδηλωτές που απορρίπτουν τον Τραμπ να διαμαρτύρονται και κατά των επιθετικών θέσεων της Κλίντον πριν από τις εκλογές. Αυτό δεν έγινε, όπως είναι εμφανές. Οι πολίτες των ΗΠΑ δεν καταδίκασαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και τα πραγματικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς δημιούργησε πολλές ελπίδες. Τολμώντας να εισαγάγει μια κοινωνική προοπτική στην αντιπαράθεση, ο Σάντερς έδωσε το έναυσμα για μια υγιή πολιτικοποίηση της κοινής γνώμης, που πλέον δεν είναι περισσότερο αδύνατη στις ΗΠΑ απ’ ό,τι αλλού. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να οικτίρουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, την παράδοση του Σάντερς και το ότι κάλεσε τον κόσμο να υποστηρίξει την Κλίντον.

Σημαντικότερο από την “κοινή γνώμη” είναι το ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν διανοείται άλλη εξωτερική πολιτική από αυτή που ασκείται από την εποχή της ίδρυσης του ΝΑΤΟ εδώ και 70 χρόνια – από τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όλο τον πλανήτη.

Μας λένε ότι στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς που κυριαρχούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία υπάρχουν “περιστερές” και “γεράκια”. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι βεβαίως καταχρηστικός: πρόκειται για γεράκια που απλώς σκέφτονται λίγο περισσότερο όταν πρόκειται να ξεκινήσουν μια νέα επιθετική εκστρατεία. Ο Τραμπ και η ακολουθία του μπορεί να συγκαταλέγονται σ’ αυτούς. Όχι ότι αυτό είναι θετικότερο. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση: να αποφευχθούν οι ψευδαισθήσεις για τον Τραμπ, αλλά επίσης να αξιοποιηθεί η μικρή ρωγμή στο αμερικανικό οικοδόμημα για να ενισχυθούν πιθανές εξελίξεις προς τη δημιουργία μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που να εμπεριέχει κάποιο σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και στην απαίτηση για ειρήνη. Οι Ευρωπαίοι υποτελείς της Ουάσιγκτον φοβούνται αυτή τη δυνατότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι επισημάνσεις του Τραμπ σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι αντιφατικές. Από τη μια, φαίνεται πρόθυμος να αναγνωρίσει το βάσιμο των φόβων της Ρωσίας για τα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία και να αναγνωρίσει ότι η Μόσχα υποστηρίζει τη Συρία σε μια μάχη εναντίον της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Από την άλλη όμως, έχει δηλώσει ότι θα καταργήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επιπλέον, ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα της χωρίς όρους υποστήριξης του Ισραήλ ή προτίθεται να προσδιορίσει αυτή την υποστήριξη.

4. Συνεπώς, πρέπει να τοποθετήσουμε την εκλογική νίκη του Τραμπ μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εκδηλώσεων των εσωτερικών ρηγμάτων του συστήματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις παραμένουν αμφίσημες μέχρι σήμερα , προαναγγέλλοντας δυνατότητες για μια καλύτερη εξέλιξη αλλά και για απεχθείς μετατοπίσεις.

Ορισμένες εξελίξεις που συνδέονται μ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν αμφισβητούν, πάντως, την εξουσία της ολιγαρχικής άρχουσας τάξης. Αυτό σηματοδοτούν η υπόθεση του Brexit, η εκλογή του Τραμπ και τα προγράμματα των Ευρωπαίων φασιστών.

Η [εκ μέρους των Συντηρητικών] καμπάνια για το Brexit εμπεριείχε εμετική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επιλογή της Μ. Βρετανίας. Απλώς υποδεικνύει ότι, κατά τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής του, το Λονδίνο θα πρέπει να έχει περιθώριο ελιγμών που να του επιτρέπει να συναλλάσσεται απευθείας με τους εταίρους του, πρώτα απ’ όλα με τις ΗΠΑ. Πίσω όμως απ’ αυτή την επιλογή διαφαίνεται επίσης κάτι που θα έπρεπε να είναι γνωστό: ότι η Μ. Βρετανία δεν αποδέχεται μια γερμανική Ευρώπη. Αυτή η διάσταση του Brexit είναι θετική.

Οι φασίστες στην Ευρώπη, που ο αέρας φουσκώνει τα πανιά τους, δεν ανταγωνίζονται την εξουσία των ολιγαρχιών στις αντίστοιχες χώρες τους. Το μόνο που επιθυμούν είναι να τους επιλέξουν αυτές οι ολιγαρχίες για να ασκήσουν την εξουσία στην υπηρεσία τους. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν αηδιαστικά και άλλα ρατσιστικά επιχειρήματα που τους καθιστούν ανίκανους να απαντήσουν στις πραγματικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους.

Η δύναμη του Τραμπ γειτνιάζει με αυτό το είδος της κίβδηλης κριτικής στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο “εθνικιστικός” τόνος στοχεύει στο να ενισχύσει τον έλεγχο της Ουάσιγκτον πάνω στους υποτελείς συμμάχους της και όχι να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία που δεν ζητούν καν. Από αυτή την άποψη, ο Τραμπ θα μπορούσε να υιοθετήσει κάποια μετριοπαθή μέτρα προστατευτισμού, τα οποία είχαν επιβάλει, ούτως ή άλλως, οι αμερικανικές κυβερνήσεις στους κατώτερους συμμάχους τους χωρίς να το λένε, απαγορεύοντάς τους να προβούν σε αντίποινα. Ως προς αυτό, μπορεί να δει κανείς μια αναλογία για το τι πιθανώς επιθυμεί να κάνει η βρετανική κυβέρνηση με το Brexit.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι τα προστατευτικά μέτρα που σκέφτεται στοχεύουν πρωτίστως την Κίνα. Πριν από αυτόν, ο Ομπάμα και η Κλίντον είχαν ήδη μετατοπίσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Μ. Ανατολή στην Ανατολική Ασία, υποδεικνύοντας την Κίνα ως τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτή η επιθετική οικονομική και στρατιωτική στρατηγική, σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του φιλελευθερισμού ως υπερασπίστρια του οποίου προβάλλεται η Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ ωθώντας την Κίνα προς μια σωτήρια εξέλιξη: στην ενίσχυση της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της και στην αναζήτηση άλλων εταίρων μεταξύ των χωρών του Νότου.

Θα φτάσει ο Τραμπ τόσο μακριά ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (NAFTA); Εάν το κάνει, θα προσφέρει υπηρεσία στους λαούς του Μεξικού και του Καναδά απελευθερώνοντάς τους από το καθεστώς των αδύναμων υποτελών και ωθώντας τους να αναζητήσουν νέες κατευθύνσεις με βάση την ανεξαρτησία των σχεδιασμών τους. Δυστυχώς, είναι απίθανο η τεράστια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αντιπροσώπων στη Βουλή και τη Γερουσία, που έχουν παράσχει την άνευ όρων υποστήριξή τους στα συμφέροντα των αμερικανικών ολιγαρχιών, να επιτρέψει στον Τραμπ να προχωρήσει τόσο πολύ.

Οι συνέπειες της εχθρότητας του Τραμπ απέναντι στη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή είναι λιγότερο σοβαρές απ’ αυτές που υποδεικνύουν οι Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της, διότι, δυστυχώς, είναι σαφές, –ή θα έπρεπε να είναι σαφές– ότι η συμφωνία, όπως και να ‘χει, θα μείνει νεκρό γράμμα, εφόσον οι πλούσιες χώρες δεν προτίθενται να τηρήσουν τις οικονομικές δεσμεύσεις τους σ’ αυτόν τον τομέα.

Από την άλλη, ορισμένες άλλες εκδηλώσεις των εσωτερικών ρηγμάτων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνδέονται με θετικές κοινωνικές εξελίξεις, άλλες αδύναμες, άλλες πιο ισχυρές.

Στην Ευρώπη, η εκλογική νίκη του Σύριζα και η άνοδος του Podemos αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου. Αλλά τα σχέδια αυτών των νέων δυνάμεων παραμένουν αντιφατικά: από τη μια απορρίπτουν την επιβεβλημένη λιτότητα, ενώ από την άλλη καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να μεταρρυθμιστεί. Η ιστορία έχει δείξει ήδη πόσο εσφαλμένη είναι η αισιοδοξία γι’ αυτή τη μεταρρύθμιση, που στην πραγματικότητα είναι αδύνατη.

Στη Λατινική Αμερική, οι πρόοδοι που σημειώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σήμερα αμφισβητούνται. Τα κινήματα που επέβαλαν αυτές τις προόδους υποτίμησαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα των μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, ιδίως στη Βραζιλία και στη Βενεζουέλα, οι οποίες αρνήθηκαν να μοιραστούν με την εργατική τάξη τα οφέλη οποιασδήποτε ανάπτυξης αξίζει το όνομά της.

Τα αναδυόμενα σχέδια –ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας– παραμένουν εξίσου αμφίβολα: είναι αντικειμενικός ο σκοπός τους να “προλάβουν” τις αναπτυγμένες χώρες με καπιταλιστικά μέσα και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, την οποία είναι αναγκασμένες να αποδεχθούν; Ή, έχοντας επίγνωση ότι η πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αδύνατη, θα προσανατολιστούν οι κυβερνήσεις των εν λόγω αναδυόμενων χωρών περισσότερο προς την κατεύθυνση ανεξάρτητων και κυρίαρχων σχεδίων;

Πηγή: http://mrzine.monthlyreview.org

Αναδημοσίευση από το sxedio-b.gr