Ο Καναφάνι και η “Κουλτούρα της Αντίστασης”

Του Αχμέντ Μασούντ, Παλαιστίνιου συγγραφέα.

Το 1977 απαγορεύτηκε σε μια τοπική θεατρική ομάδα στη Ναζαρέτ να παρουσιάσει προσαρμοσμένο το μυθιστόρημα του Γασσάν Καναφάνι, Άνδρες στον Ήλιο (1962). Οι ισραηλινές αρχές εμπόδισαν τους ηθοποιούς να ανέβουν στη σκηνή και απειλούσαν με φυλάκιση. Το σενάριο γράφτηκε από έναν Παλαιστίνιο συγγραφέα που δολοφονήθηκε από ισραηλινούς πράκτορες στο Λίβανο το 1972. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις λογοκρίνουν τη λογοτεχνία αν δεν αυτή δεν συμμορφώνεται με την προπαγάνδα του. Η δολοφονία όμως είναι κάτι που χρειάζεται να το εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Γιατί η ισραηλινή κυβέρνηση αισθάνεται ότι απειλείται τόσο πολύ ώστε να φτάσει να σκοτώσει τον Γασσάν Καναφάνι; Για να βρούμε την απάντηση για αυτή την ερώτηση, πρέπει να δούμε όχι μόνο τη ζωή και το έργο αυτού του συγγραφέα, αλλά και να εμβαθύνουμε βαθιά στη νοοτροπία του και στο πώς η γραφή του έγινε ένα μανιφέστο της νέας παλαιστινιακής επανάστασης.

Γεννημένος στην Άκκρα το 1936, ο Καναφάνι είδε τον αγώνα του λαού του κατά τη διάρκεια της Nakba (Καταστροφή) του 1948 που οδήγησε στην εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στην απέλαση περισσότερων από 800.000 Παλαιστινίων από τις εστίες τους, ενώ πολλές χιλιάδες σκοτώθηκαν. Αφού εκδιώχθηκε από το χωριό του κοντά στην Άκκρα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο Καναφάνι συνέχισε την εκπαίδευσή του για να μελετήσει την αραβική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, ενώ εργάστηκε ως δάσκαλος στο UNRWA[i]. Όπως και πολλοί άλλοι Παλαιστίνιοι, ο Καναφάνι είδε να ανοίγονται νέες προοπτικές στον Κόλπο με τις περισσότερες χώρες να ανακαλύπτουν πετρέλαιο και να γίνονται πλουσιότερες. Μετακόμισε για να διδάξει και να εργαστεί ως δημοσιογράφος στο Κουβέιτ μεταξύ του 1955 και του 1960, οπότε και πήγε στο Λίβανο για να συνεργαστεί με τον Ζορζ Χαμπάς, μετέπειτα Γραμματέα του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Εκεί, ανέλαβε συντάκτης του περιοδικού Al-Hadaf.

Αυτό που διαφοροποιεί τον Καναφάνι από άλλους Παλαιστίνιους συγγραφείς είναι η προοδευτική του σκέψη, καθώς η γραφή του προτρέπει τους ανθρώπους να αντισταθούν στις δυσκολίες και να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους για να δημιουργήσουνε ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνεχή αναζήτηση νέων τρόπων για να βελτιωθεί η ζωή των Παλαιστινίων προσφύγων. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Νάκμπα, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες αναζητούσαν τα μέλη των οικογενειών τους και αποκαθιστούσαν τις επαφές τους με όσους παρέμεναν πίσω (στην κατεχόμενη από το Ισραήλ Παλαιστίνη). Ο Καναφάνι ήταν ο πρώτος που επέκρινε αυτή την κατάσταση και θέλησε ο λαός του να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το αύριο δεν θα είναι καλύτερο από σήμερα και ότι περιμένουμε στην προκυμαία για ένα σκάφος που δεν θα έρθει. Είμαστε καταδικασμένοι να χωριστούμε από τα πάντα – εκτός από τη δική μας καταστροφή.[ii]

Αυτή η δήλωση έρχεται αντιμέτωπη με μια απαισιόδοξη εικόνα της παλαιστινιακής κατάστασης. Ωστόσο, είναι υπενθύμιση για όσους υποφέρουν από την κατάσταση ότι το μέλλον τους δεν θα είναι διαφορετικό αν συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο. Οι Παλαιστίνιοι μετά τη Νάκμπα είχαν μια ρομαντική ανάμνηση της Παλαιστίνης, καταγγέλλοντας το διωγμό τους από τα χωριά, τις οικογένειες και τη γη τους. Αυτή η φυσική αντανάκλαση στην Νάκμπα τροφοδοτήθηκε από τις δυσμενείς συνθήκες στα στρατόπεδα προσφύγων του Λιβάνου, της Συρίας, της Ιορδανίας κλπ. Ωστόσο, για τον Καναφάνι, ήταν σημαντικό να μην βουλιάξει κανείς σε έναν φαύλο κύκλο θλίψης, που δεν θα αλλάξει τίποτα, παρά μόνο θα πενθεί.

Έτσι, ο στόχος του Καναφάνι ήταν να δημιουργήσει μια κουλτούρα αντίστασης που θα στηριζόταν σε δύο επίπεδα. Καταρχάς, στην απόρριψη κάθε προσπάθειας εξομάλυνσης του προσφυγικού ζητήματος, είτε με την παραχώρηση υπηκοότητας από τις χώρες στις οποίες βρίσκονταν προσωρινά, είτε με αποζημιώσεις. Αυτή η άποψη παρουσιάζεται με σαφήνεια στο αριστούργημά του “Άνθρωποι στον ήλιο”, το οποίο αναφέρει την ιστορία τριών Παλαιστινίων που προσπαθούν στην καρότσα ενός φορτηγού, να διασχίσουν το έρημο μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ προς αναζήτηση εργασίας. Εκτός από την οργή απέναντι στα αραβικά καθεστώτα και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους Παλαιστίνιους, το μυθιστόρημα υποδηλώνει ότι ένα ελπιδοφόρο μέλλον μπορεί να υπάρξει μόνο στην πατρίδα. Ο τρόπος με τον οποίο οι τρεις άνδρες πεθαίνουν μέσα στην καρότσα του φορτηγού στο τέλος του μυθιστορήματος, αντανακλά την ικανότητα του Γασσάν να ξεσηκώσει την αγανάκτηση του αναγνώστη για την κατάστασή τους.

Δεύτερον, και αφού πετύχει να εκφράσει ένα ορισμένο επίπεδο καταγγελίας, ο Καναφάνι  προετοιμάζει τους αναγνώστες του για το επόμενο βήμα, που είναι να αρχίσουν να εργάζονται για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό μπορεί να γίνει με τη στράτευσή τους στο κίνημα αντίστασης που αναπτύσσεται στον Λίβανο και σε άλλα μέρη του αραβικού κόσμου υπό την ηγεσία της PFLP και άλλων οργανώσεων. Για τον Καναφάνι, το κίνημα αντίστασης είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός, δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τη δυστυχία τους. Το δεύτερο μυθιστόρημά του “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” (1970) δείχνει τη σημασία της ένταξης και υποστήριξης του κινήματος αντίστασης, όταν παρουσιάζεται η ιστορία του Σαϊντ και της Σαφίγια, του ζευγαριού που επιστρέφει στην Παλαιστίνη για να αναζητήσει το σπίτι τους.

Η ιστορία της νουβέλας διαδραματίζεται σε δύο χρόνους: κατά τη διάρκεια της Νάκμπα το 1948 και σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, λίγες μέρες μετά τον πόλεμο του Ιουνίου 1967, διατηρώντας τις ημερομηνίες της Νάκμπα και της Νάκσα[iii] στη συνείδηση ​​των αναγνωστών. Λέει την ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που επιστρέφει για να βρει το παλιό του σπίτι στη Χάιφα μετά την εκδίωξή του για είκοσι χρόνια. Αναζητούν ταυτόχρονα περισσότερες πληροφορίες για τον γιο τους, τον Χαλντόν, τον οποίο έχασαν κατά τη φυγή. Καθώς το ταξίδι εξελίσσεται, ξετυλίγονται περισσότερες ιστορίες για το πώς συνέβη η Καταστροφή του 1948 και πώς από την Παλαιστίνη δημιουργήθηκε το Ισραήλ. Όταν οι Σαϊντ και Σαφίγια φτάνουν στο παλιό σπίτι τους, διαπιστώνουν ότι έχει κατοικηθεί από μια Εβραία γυναίκα που ονομάζεται Μύριαμ. Προς έκπληξη του ζευγαριού, ανακαλύπτουν ότι ο γιος τους ήταν ακόμα ζωντανός καθώς είχε υιοθετηθεί από τη Μύριαμ που του έδωσε το όνομα Ντοβ, τον ανέθρεψε ως Ισραηλινό και τον έκανε αξιωματικό του στρατού. Το μυθιστόρημα τελειώνει με το ζευγάρι να επιστρέφει πίσω από το ταξίδι του, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η Παλαιστίνη δεν είναι αυτό που ήταν, αλλά αυτό που θα είναι. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Σαϊντ να επιθυμεί να εντάξει στο κίνημα αντίστασης τον άλλο του γιο, τον Χαλίντ.

Γνώριζε κάθε πέτρα της Χάιφα, κάθε δρόμο και διασταύρωση. Πόσο συχνά είχε διασχίσει αυτόν τον δρόμο με την πράσινη Ford του 1946! Ω, γνώριζε καλά τη Χάιφα και τώρα αισθάνθηκε σαν να μην είχε λείψει για είκοσι χρόνια. Οδηγούσε το αυτοκίνητό του, όπως παλιά, σαν να μην ήταν μακριά για είκοσι πικρά χρόνια… Τα ονόματα των δρόμων άρχισαν να κατεβαίνουν στο κεφάλι του σαν να είχε σκουπίσει μια μεγάλη στρώση σκόνης: η Wadi Nisnas, η King Fisal, η πλατεία Hanatir, η Halisa, η Hadar.

Ξαφνικά, φάνηκε το σπίτι, το ίδιο σπίτι στο οποίο είχε ζήσει για πρώτη φορά, και στη συνέχεια έμεινε ζωντανό στη μνήμη του για πολύ καιρό. Εδώ ήταν και πάλι, το μπροστινό μπαλκόνι με την κίτρινη βαφή. Στη στιγμή, φαντάστηκε τη Σαφίγια, νέα και πάλι, με τα μαλλιά της σε μια μακριά πλεξούδα, έτοιμη να γείρει πάνω από το μπαλκόνι προς το μέρος του. Υπήρχε ένα νέο σκοινί για την μπουγάδα, με δύο μανταλάκια στο μπαλκόνι, νέα πλυμένα ρούχα, κόκκινα και λευκά, κρεμασμένα στο σκοινί. Η Σαφίγια άρχισε να κλαίει βουβά. Γύρισε προς τα δεξιά και κατεύθυνε τους τροχούς του αυτοκινήτου πάνω από το χαμηλό πεζοδρόμιο, έπειτα σταμάτησε το αυτοκίνητο στο παλιό του σημείο. Όπως συνέβαινε πριν από είκοσι χρόνια.[iv]

Στα πρώτα κεφάλαια, το “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” μοιάζει με ένα ρομαντικό μυθιστόρημα για ένα ζευγάρι που θέλει να επιστρέψει στην όμορφη ζωή του πριν από την Καταστροφή. Ο κύριος λόγος για τον οποίο επιστρέφουν στο παλιό σπίτι τους ήταν να μάθουν τι συνέβη με το παιδί τους, του οποίου η μοίρα τους έχει στοιχειώσει για είκοσι χρόνια. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίον νιώθουν αυτό το κενό ο Σαϊντ και η Σαφίγια, τονίζει αυτήν την οπτική γωνία του μυθιστορήματος. Ωστόσο, το “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” είναι ένα προοδευτικό μυθιστόρημα, προσκαλώντας τους Παλαιστινίους να ξεφορτωθούν το παρελθόν και να εργαστούν για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό παρουσιάζεται με σαφήνεια όταν ο Σαϊντ ρωτά τον εαυτό του και τη σύζυγό του “Τι είναι πατρίδα;”[v] και η απάντηση προκύπτει από την απόρριψη του Καναφάνι προς την πραγματικότητα των Παλαιστινίων. “Ξέρεις ποια είναι η πατρίδα Σαφίγια, η πατρίδα είναι το μέρος που δεν μπορούν να συμβούν τέτοια πράγματα”[vi]. Ο Σαϊντ συνειδητοποιεί τελικά ότι αυτό που πήγε να ψάξει δεν ήταν ικανό να τον κάνει να διεκδικήσει την πατρίδα του. Γύρισε πίσω για να ανασύρει τις σκονισμένες αναμνήσεις του αλλά δεν βρήκε αυτό που περίμενε.

Για εμάς, για εσένα και για μένα, είναι μόνο μια αναζήτηση για κάτι θαμμένο κάτω από τη σκόνη των αναμνήσεων. Και κοίτα τι βρήκαμε κάτω από αυτή τη σκόνη. Ακόμη περισσότερη σκόνη.

Το σοκ των γονέων όταν βλέπουν τον χαμένο τους γιο ντυμένο με την ισραηλινή στρατιωτική στολή να υπερασπίζεται το Ισραήλ, είναι ίσως μια από τις πιο ισχυρές σκηνές στο μυθιστόρημα. Ο Καναφάνι χρησιμοποιεί τη συζήτηση μεταξύ του πατέρα και του γιου, για να τονίσει πως ό,τι συνέβη το 1948 δεν θα πρέπει να το θυμόμαστε μόνο ρομαντικά.

Η γυναίκα μου ρωτάει αν το γεγονός ότι είμαστε δειλοί, σου δίνει το δικαίωμα να είσαι έτσι. Όπως μπορείς να δεις, αναγνωρίζει αθώα ότι είμαστε δειλοί.

Στο τέλος αυτής της συζήτησης, ο Σαϊντ ανακοινώνει ότι έχει έναν ακόμα γιο, τον Χαλίντ, ο οποίος έχει προσχωρήσει στους Φενταγίν, τους μαχητές της ελευθερίας. Αυτή είναι η διέξοδος που προσφέρει ελπίδα στον Σαϊντ και στους περισσότερους Παλαιστινίους. Είναι το κίνημα αντίστασης.

Ο Σαϊντ ανάσανε βαριά. Τώρα νιώθει πλέον κουρασμένος, ότι έζησε τη ζωή του μάταια. Αυτό το συναίσθημα έδωσε τη θέση του σε μια απροσδόκητη θλίψη, και αισθάνθηκε τον εαυτό του να βουρκώνει. Ήξερε ότι ήταν ένα ψέμα, ότι ο Χαλίντ δεν είχε ενταχθεί στους Φενταγίν. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ήταν αυτός που του το είχε απαγορεύσει. Είχε φτάσει μέχρι και να απειλήσει να αποκληρώσει τον Χαλίντ αν τον αψηφήσει και ενταχθεί στην αντίσταση. Οι λίγες μέρες που πέρασαν από τότε του φαινόταν ένας τρομακτικός εφιάλτης. Ήταν αυτός, ο ίδιος, που, πριν λίγες μέρες, απείλησε να αποκηρύξει τον γιο του Χαλίντ; Τι περίεργος κόσμος! Και τώρα, δεν μπορούσε να βρει τρόπους να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στην αδιαλλαξία αυτού του ψηλού νεαρού, πέρα από το να επικαλείται το γιό του τον Χαλίντ, τον Χαλίντ τον οποίο εμπόδισε να ενταχθεί στους Φενταγίν μέσω αυτής της άχρηστης απειλής που ονομάζεται πατρότητα! Ποιος ξέρει; Ίσως ο Χαλίντ είχε εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι έλειψαν στη Χάιφα για να φύγει. Μακάρι να είχε φύγει! Πόσο αποτυχημένη θα ήταν η παρουσία του εδώ αν επέστρεφε και έβρισκε τον Χαλίντ να τον περιμένει στο σπίτι.

Εκτός από την αντίσταση, ο τόπος είναι εξίσου σημαντικός στην Κουλτούρα Αντίστασης του Γασσάν. Το προσφυγικό στρατόπεδο φαίνεται να είναι πάντα ο πυρήνας των έργων του Καναφάνι. Οι ιστορίες “Άνδρες στον ήλιο”, “Ό,τι έχει απομείνει”, “Um Sa’ad” και άλλες σχετίζονται όλες με τους προσφυγικούς καταυλισμούς που είναι σύμβολα της Παλαιστίνης. Στον καταυλισμό των προσφύγων, λοιπόν, υπάρχει κάποια αίσθηση του τόπου, ο οποίος διατηρείται από την παρουσία της κοινότητας που ζει μαζί. Αυτή η διπλή ποιότητα της ζωής στο στρατόπεδο επίσης απεικονίζεται στο έργο του Γασσάν Καναφάνι. Παρά την προσωρινότητά του, την κακή στέγαση και τις παράλογες συνθήκες, το προσφυγικό στρατόπεδο έχει γίνει ένα ζωντανό σύμβολο του αγώνα. Δεν είναι ένας ομοιογενής χώρος, ξένος ή χωρίς νόημα, όπως η έρημος και η πόλη. Οι Παλαιστίνιοι που ζουν στα στρατόπεδα τα έχουν διαμορφώσει σε δικούς τους τόπους.[vii]

Η ζωή στο προσφυγικό στρατόπεδο απεικονίζεται πιο έντονα στο διήγημά του “Um Sa’ad” (1969). Με βάση έναν πραγματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τον Καναφάνι, η νουβέλα αποτελείται από συνομιλίες μεταξύ της Um Sa’ad και του αφηγητή. Η Um Sa’ad αντιπροσωπεύει την δυνατή παλαιστίνια μητέρα που εξεγείρεται ενάντια στους κανόνες που υπακούει ο λαός της, όπως είναι η ζωή στα στρατόπεδα προσφύγων. Το ιδιαίτερο στοιχείο σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η Um Sa’ad γιορτάζει το γεγονός ότι ο γιος της έχει ενταχθεί στο κίνημα αντίστασης πιστεύοντας ότι μόνο τότε μπορεί να υπάρξει αλλαγή. Αυτή είναι το ζωντανό παράδειγμα της επαναστατημένης Παλαιστίνιας γυναίκας. Ο Καναφάνι, στον πρόλογό του για τη νουβέλα, την περιγράφει ως παράδειγμα Παλαιστίνιας που χτυπήθηκε περισσότερο από τη σύγκρουση και που τώρα ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες, αναζητώντας την αλλαγή που θα έρθει.

Η Um Sa’ad δεν είναι μόνο μία γυναίκα… Η φωνή της για μένα ήταν πάντα αυτή η φωνή ενός συγκεκριμένου στρώματος της παλαιστινιακής μας κοινωνίας που πλήρωσε υψηλό τίμημα για την ήττα και που τώρα ζει στη φτώχεια και συνεχίζει να υπερασπίζεται τη ζωή.[viii]

Τέλος, ο Γασσάν Καναφάνι ασκεί τεράστια επίδραση στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αλλά είναι και ένας ταλαντούχος συγγραφέας, παρόλο που οι απόψεις του μεταφράζονται σε λογοτεχνικά έργα και όχι σε πολιτική ατζέντα. Στην πραγματικότητα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν σε θέση να βοηθήσει το κίνημα αντίστασης να ριζώσει στους απλούς ανθρώπους που δεν σκέφτονται αναγκαστικά την αντίσταση ως τρόπο να αλλάξουν το μέλλον τους. Εκτός από το γεγονός ότι το έργο του έγινε ένα μανιφέστο της παλαιστινιακής επανάστασης, η γραφή του είναι πια κλασική στη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία. Συχνά περιγράφεται ως ένα μείγμα στυλ, περιεχομένου και ζωντανής γλώσσας. Τα μυθιστορήματα του Καναφάνι συνδυάζουν σίγουρα αυτά τα τρία στοιχεία με ευχαρίστηση. Η συμβολή του Γασσάν Καναφάνι στη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία έγκειται ακριβώς στο ότι αποτελεί τον ιδρυτή της λογοτεχνίας της αντίστασης. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών και των γαλλικών.


[i] Η UNRWA ήταν και ακόμη είναι η βασική πηγή βοήθειας στους καταυλισμούς των Παλαιστίνιων προσφύγων μέσα και έξω από την Παλαιστίνη. Προσφέρει φαγητό, υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση και ορισμένες φορές στέγαση στις πολύ φτωχές οικογένειες.

[ii] Ghassan Kanafani, “Diary 1959 – 1960” Quoted from Palestine’s Children: Returning to Haifa and Other Stories by Ghassan Kanafani, Biographical Essay by Karen E. Riley, p. 5.

[iii] Νάκσα είναι η αραβική λέξη για τo “Εμπόδιο” και αναφέρεται στον πόλεμο του 1967 όταν το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα, την Ιερουσαλήμ, τα υψώματα του Γκολάν και τη Χερσόνησο του Σινά.

[iv] Ghassan Kanafani, Palestine’s Children: Returning to Haifa and other Palestinian Stories, translated by Barbara Harlow & Karen E. Riley, Lynne Rienner Publishers, London 2000, pp.152/161

[v] Όπως παραπάνω, σελ. 186

[vi] Όπως παραπάνω, σελ. 186

[vii] Barbara McKean Parmenter, Giving Voice to Stones – Place and Identity in Palestinian Literature, University of Texas Press, Texas 1994, pp. 65-66

[viii] Ghassan Kanafani, The Complete Works: The novels, volume 1, Arab Research Association, Beirut 4th edition 1994, p. 242 (translated by the author)

Πηγή: pflp.ps

Μετάφραση: antapocrisis.gr

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *