Ανακοίνωση για τα εκλογικά αποτελέσματα

1. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου κλείνει τον ταραγμένο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας με την αναγέννηση του δικομματισμού και τη Νέα Δημοκρατία στη θέση του ηγεμόνα και του αυτοδύναμου κυβερνήτη, μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη μνημονιακή διαχείριση με μικρές σχετικά απώλειες και ταυτόχρονα με πορεία στην κατεύθυνση μιας σοσιαλδημοκρατικής «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης», πιο κοντά στο ΚΙΝΑΛ. Η ακροδεξιά πλέον εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από την πιο ελεγχόμενη, συστημική Ελληνική Λύση, η οποία θα πιέζει τη ΝΔ σε ακόμη πιο εθνικιστική, πολεμοκάπηλη, αντιδημοκρατική και ρατσιστική πολιτική. Και η Χρυσή Αυγή βρίσκεται πλέον εκτός Βουλής, κάτι που δείχνει μεν τη σχετική ύφεση του πολιτικού συστήματος (που την αποσύρει προσωρινά) αλλά αναμφίβολα αποτελεί επιστέγασμα των αντιφασιστικών αγώνων του ελληνικού λαού. Η επιμένουσα μεγάλη αποχή αποτελεί ανησυχητική ένδειξη απόγνωσης και εξατομίκευσης ευρύτερων μαζών.

2. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος. Η κυβέρνηση της ΝΔ με απόλυτους όρους αποτελεί μειοψηφία στον ελληνικό λαό, δείγμα βαθύτερης κρίσης της αστικής δημοκρατίας. Καλείται να διαχειριστεί μια ασθενική οικονομική ανάκαμψη, ένα εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα και ένα ογκώδες δημόσιο χρέος που δύσκολα θα αποπληρωθεί ομαλά, σε μια διεθνή κατάσταση στάσιμων επενδύσεων, οξύτατων ανταγωνισμών και πολεμικού κλίματος στον κόσμο, την Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η υπόσχεση του Μητσοτάκη για «ανάπτυξη και δουλειές για όλους» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον με ελαστικές δουλειές και όχι για όλους, με μια νέα, βαθύτερη και ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη, τον κόσμο της εργασίας, τα λαϊκά στρώματα, τις γυναίκες και τη νεολαία, στα δημοκρατικά δικαιώματα, την ειρήνη και το περιβάλλον.

3. Όλα αυτά δεν προδιαγράφουν κοινωνική και κατ’ επέκταση, πολιτική σταθερότητα. Η ΝΔ θα διαχειριστεί τα αποτελέσματα τριών μνημονίων και το τέταρτο, εν αναμονή μνημόνιο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να περάσει αλώβητη από τα μνημόνια, όσο κραταιά και αν είναι. Σε πρώτη ανάγνωση, το 71,5% του δικομματισμού φαίνεται καθηλωτικό. Όμως, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει επιδοκιμασία της μνημονιακής του διαχείρισης και της δήθεν «δυναμικής αντιπολίτευσής» του, αλλά κυρίως ένδειξη επίγνωσης του κινδύνου από την επερχόμενη επίθεση της ΝΔ και εκδήλωση αντίδρασης ενάντιά της, από ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του. Σε αυτή την αντίδραση πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος της αποχής, όπως και η ψήφος υπέρ του ΜεΡΑ25, όσο και αν υπόσχεται «ρεαλιστική ανυπακοή».

4. Η λαϊκή αντίδραση δεν διοχετεύθηκε προς τη μαχόμενη Αριστερά. Το ΚΚΕ κράτησε σχεδόν το ίδιο ποσοστό και ψήφους σε σχέση και με τις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη 2015. Δεν μπόρεσε να ανακάμψει και να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΛΑΕ τέθηκε σε ανεπίστρεπτη κρίση, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξαναγύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε το 2009 και βαθιά διχασμένη. Ο κύκλος αυτών των πολιτικών μετώπων με τη σημερινή μορφή τους πολιτικά έχει κλείσει. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αποτυχία όλων των προγραμμάτων και κομμάτων της Αριστεράς.

Τα αποτελέσματα της Αριστεράς, στο σύνολό τους, δυσκολεύουν μια γρήγορη αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κάνουν το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ασυμβίβαστη Αριστερά.

5. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, χρειάζεται βαθιά και μαχόμενη αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική πολιτική. Χρειάζεται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική συμμαχία της ανυπότακτης Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε θέλει να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση. Το ΜεΡΑ25 δεν μπορεί. Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ, με όποιες μορφές κι αν συνεχίσουν, μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση. Αλλά, για διαφορετικούς λόγους, δεν μπορούν να ηγηθούν μιας τέτοιας προσπάθειας. Για αυτό χρειάζεται η υπέρβαση τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της σεχταριστικής πολιτικής στην Αριστερά.

6. Η αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, δείχνουν ότι απαιτείται  η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.

Με πολιτική συμφωνία γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.

 Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.

 Με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.

 Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.

 Με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

7. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση, θα συμβάλει στη δημιουργία ενός μαζικού πόλου συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

8. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, παράλληλα, θα αναλάβει και θα συμβάλει σε πρωτοβουλίες για τον διάλογο και την κοινή δράση αριστερών ρευμάτων και αγωνιστών/τριών του μαζικού κινήματος, για μια ενωτική πολιτική συμμαχία ασυμβίβαστης πάλης ενάντια στη νέα κυβέρνηση, σε κάθε αντεργατικό, αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό μέτρο.

Τίποτε δεν τελείωσε!

Και στις πιο μαύρες συνθήκες υπάρχει πάντα ένα φωτεινό μονοπάτι για να βαδίσουμε μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές/τριες.

Οι πρόσφατες εκλογές και η κομμουνιστική αριστερά

Του Βασίλη Λιόση

Οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων συνηθίζουνε να λένε (σωστά) πως οι δημοσκοπήσεις είναι μια φωτογραφία της στιγμής. Αυτό ισχύει εν μέρει και για τις ίδιες τις εκλογές. Επομένως η εξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων για τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την τρέχουσα συγκυρία αλλά και την ανασκόπηση των εκλογικών επιδόσεων σε ένα ορισμένο βάθος χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση είχαμε από τη μία τη διαδρομή μιας κυβέρνησης που για πρώτη φορά άντεξε τέσσερα χρόνια την περίοδο της κρίσης και που ψευδώς διαλαλούσε τον αριστερό της χαρακτήρα ενώ από την άλλη είχαμε την ίδια την κρίση να σοβεί έχοντας εισέλθει πλέον στον δέκατο χρόνο της. Αυτά είναι τα δύο πλαίσια εντός των οποίων πρέπει να αποτιμηθεί το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Εν προκειμένω θα αναφερθούμε στις εκλογικές επιδόσεις του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των ΚΚΕ (μ-λ) και ΜΛ-ΚΚΕ. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί στο κείμενό μας δεν συμπεριλαμβάνονται και άλλες δυνάμεις. Οι λόγοι είναι δυο: πρώτο, γιατί τα ποσοστά των υπόλοιπων είναι ιδιαίτερα χαμηλά και άρα η επιρροή τους στην ελληνική κοινωνία είναι σχεδόν μηδαμινή και δεύτερο, γιατί είναι συζητήσιμο αν κάποιες δυνάμεις με αναφορά στον κομμουνισμό, είναι κομμουνιστικές (βεβαίως αυτό σηκώνει πολύ συζήτηση για το πώς ορίζεται μία πολιτική δύναμη ως κομμουνιστική, αλλά ο σχετικός προβληματισμός ξεφεύγει από τις επιδιώξεις αυτού του κειμένου). Στο παρόν κείμενο θέτουμε ορισμένες παραδοχές:

1.     Κάνουμε την επισκόπηση των εκλογικών αποτελεσμάτων από το 2009, χρονιά που στην ελληνική κοινωνία είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης.

2.     Περισσότερο σημαντική είναι η εξέλιξη των ποσοστών, χωρίς να σημαίνει ότι η απώλεια ή το κέρδος ψήφων σε απόλυτα νούμερα είναι αμελητέα.

 

Α. ΤΟ ΚΚΕ

Η εξέλιξη ψήφων και ποσοστών από το 2009 μέχρι και τις πρόσφατες εκλογές του 2019 αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα και στο διάγραμμα που αφορά την εξέλιξη των ποσοστών του.

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 7,54 517.249
Μάιος 2012 8,48 536.072
Ιούνιος 2012 4,51 277.204
Ιανουάριος 2015 5,47 338.188
Σεπτέμβριος 2015 5,55 301.632
Ιούλιος 2019 5,30 299.592

 

 

 

 

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

Βασικά συμπεράσματα που εξάγονται για την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ είναι τα εξής:

Με βάση την υψηλότερη επίδοση του κόμματος που σημειώθηκε τον Μάιο του 2012 το ΚΚΕ έχει απολέσει ένα ποσοστό της τάξης του 3,18% και 236.480 ψήφους. Για ένα κόμμα που λαμβάνει 2,5 εκατομμύρια ψήφους η απώλεια 230.000 ψήφων ίσως δεν είναι και τόσο σοβαρή. Στην περίπτωση, όμως, του ΚΚΕ πρόκειται για απώλεια σχεδόν του 40% της εκλογικής του δύναμης, άρα πρόκειται για σοβαρή απώλεια. Αυτή δεν συντελέστηκε σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου, αλλά μόλις σε επτά χρόνια και μάλιστα μνημονιακά χρόνια.

Θεωρούμε πως η απώλεια του ΚΚΕ θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη στις πρόσφατες εκλογές αν δεν είχε αλλάξει κάποια στοιχεία της πολιτικής του. Απαριθμούμε ενδεικτικά:

  • Έκανε μερικά πολιτικά ανοίγματα που αφορούσαν πρόσωπα.
  • Μεγάλη έκταση των προεκλογικών ομιλιών καταλάμβανε η καταγγελία των ΗΠΑ και του ιμπεριαλισμού.
  • Δόθηκε μεγάλο βάρος στο να μην μπει η Χρυσή Αυγή στο κοινοβούλιο.
  • Στα καλέσματα για την ενίσχυση του ΚΚΕ ετίθετο το δίλλημα: Ή με το ΚΚΕ ή με τις μνημονιακές δυνάμεις.
  • Στιγματίστηκε η μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
  • Επανήλθε στη ρητορική του κόμματος ο όρος Αριστερά.
  • Η επίκληση για λαϊκή εξουσία, δηλαδή για δικτατορία του προλεταριάτου, εξαφανίστηκε.

Συχνά πυκνά ο λόγος του ΚΚΕ θύμιζε πρότερες εποχές, εποχές πριν τη μετατροπή του σε ένα σεχταριστικό νεοτροτσκιστικό μόρφωμα. Επομένως, γιατί αυτό είναι επιλήψιμο, θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει. Καμία αλλαγή πολιτικής δεν είναι επιλήψιμη, αρκεί να μην είναι ευκαιριακή και αρκεί να εξηγείται καθώς και να γίνεται γενναία αυτοκριτική για τα όποια λάθη. Τι έχουμε, όμως, στην περίπτωση του ΚΚΕ; Το μήνυμα που έλαβε από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ενεργοποίησαν το σήμα κινδύνου. Το ΚΚΕ «κατάφερε» να σημειώσει τη χαμηλότερη εκλογική του επίδοση στις πρόσφατες ευρωεκλογές, ενώ βλέποντας κάποιος τις επιδόσεις του στις βουλευτικές των τελευταίων ετών κατευθυνόταν σε ένα ποσοστό κάτω του 5%. Υπήρχε, πλέον, ζήτημα επιβίωσης για να το πούμε κομψά. Έτσι, οι γωνίες στρογγύλεψαν.

 

Οι ομιλίες και οι πολιτικές προσεγγίσεις έγιναν πιο γειωμένες. Ωστόσο:

  • Η πολιτική συμμαχιών περιορίστηκε σε πρόσωπα και δεν αγκάλιασε και πολιτικές δυνάμεις όπως επιτάσσουν οι καιροί.
  • Ενώ στο 20ο συνέδριο του κόμματος η λέξη αντιιμπεριαλισμός απουσιάζει παντελώς, ξαφνικά και χωρίς να εξηγηθεί οι αντιιμπεριαλιστικοί τόνοι υπερκάλυψαν τους αντικαπιταλιστικούς.
  • Καμία έκκληση δεν έγινε στο πρόσφατο παρελθόν για σύμπηξη αντιφασιστικών μετώπων για την αντιμετώπιση της ΧΑ. Επομένως, οι εκκλήσεις από το μπαλκόνι για τον αποκλεισμό της ΧΑ από τη βουλή, μικρή σημασία έχουν.
  • Ποιος τολμούσε να μιλήσει για μνημονιακές δυνάμεις και να μην χαρακτηριστεί οπορτουνιστής από την ηγεσία του ΚΚΕ; Κι όμως! Ο γραμματέας του κόμματος έλεγε ότι μπροστά στην κάλπη υπάρχουν από τη μία μνημονιακές και φασιστικές δυνάμεις και από την άλλη το ΚΚΕ.
  • Τι να πούμε όσον αφορά την καταγγελία για τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ; Ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε την ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Όμως, το ΚΚΕ μπροστά στο δημοψήφισμα καλούσε σε αποχή και άκυρο. Επομένως το ΟΧΙ και το ΝΑΙ δεν είχαν καμία διαφορά (πάντα κατά το ΚΚΕ). Τώρα, όμως –κατά δήλωση μέλους του ΠΓ– το ΟΧΙ υπήρξε μεγαλειώδες!
  • Όσον αφορά τον όρο αριστερά, ας θυμηθούμε τις δηλώσεις της Αλέκας Παπαρήγα σύμφωνα με τις οποίες «εμείς δεν είμαστε αριστεροί, είμαστε κομμουνιστές», καθιστώντας τους δύο όρους ασύμβατους για πρώτη φορά στα χρονικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Ανάμεσα στα άλλα δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε τις δηλώσεις του γραμματέα του ΚΚΕ: «Το ποσοστό του ΚΚΕ επιτεύχθηκε μέσα σε συνθήκες πόλωσης, εκβιαστικών διλημμάτων, απογοήτευσης, αποχής, μειωμένων απαιτήσεων που καλλιεργούν όχι μόνο οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως η ΝΔ, αλλά και αυτές που παρουσιάζονται ως “αριστερές”». Κανένα σχόλιο για την εκλογική επίδοση του ΚΚΕ! Καλή; Κακή; Μέτρια; Αναμενόμενη; Οι πρώτες δηλώσεις του Κουτσούμπα δεν δίνουν καμία απάντηση σε αντίθεση με τις δηλώσεις για την εκλογική επίδοση στις ευρωεκλογές που ενώ ήταν κάκιστη ο γενικός γραμματέας του κόμματος δήλωσε: «Είναι θετικό ότι το ΚΚΕ παραμένει σταθερή δύναμη για τα λαϊκά συμφέροντα, με τάση αναπλήρωσης των δυνάμεών του». Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν εκτέθηκε με μία τέτοια δήλωση.

 

Β. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Ανάλογη είναι η εικόνα και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και βεβαίως τα μεγέθη σε αυτή την περίπτωση είναι μικρότερα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει χάσει από τον Μάιο του 2012 μέχρι και σήμερα 52.248 ψήφους, ενώ το 1,19% έγινε πλέον 0,41%, δηλαδή το ποσοστό της υποτριπλασιάστηκε. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αν και έκανε πριν από μερικά χρόνια αξιοπρόσεκτα βήματα στην κατεύθυνση της ενότητας και μιας πολιτικής που άρχιζε να συγκινεί ευρύτερα στρώματα, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά ζητήματα: αυτοτελείς πολιτικές από συνιστώσες της (ΣΕΚ), κυριαρχία της αντικαπιταλιστικής ρητορείας, υποτίμηση των ζητημάτων που άπτονται της εθνικής ανεξαρτησίας και απόρριψη της έννοιας του πατριωτισμού, έλλειψη προτάσεων.

 

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 0,36 24.687
Μάιος 2012 1,19 75.439
Ιούνιος 2012 0,33 20.391
Ιανουάριος 2015 0,64 39.497
Σεπτέμβριος 2015 0,85 46.096
Ιούλιος 2019 0,41 23.191

 

Γ. ΤΟ ΚΚΕ (μ-λ) & ΤΟ ΜΛ-ΚΚΕ

Εδώ τα μεγέθη είναι ακόμη μικρότερα, αλλά πρόκειται για δυνάμεις που δρουν για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία και που πριν από λίγα χρόνια αποφάσισαν κοινή εκλογική κάθοδο. Στην περίπτωσή τους η ενωτική αυτή κίνηση, αν και θετική, δεν απέδωσε εκλογικά. Στις τελευταίες εκλογές κατήλθαν και πάλι ξεχωριστά. Πάντως και σε αυτή την περίπτωση η μείωση είναι διακριτή αν συγκρίνουμε τα νούμερα του 2012 και του 2019.

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΚΕ (μ-λ) ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΛ ΚΚΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2009-2019

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟΣ ΨΗΦΩΝ
Οκτώβριος 2009 0,15+0,08 10.480+5.219
Μάιος 2012 0,25 16.049
Ιούνιος 2012 0,12 7.648
Ιανουάριος 2015 0,13 7.999
Σεπτέμβριος 2015 0,16 8.944
Ιούλιος 2019 0,14+0,05 7.778+2.791

Σημείωση: στα αθροίσματα ο πρώτος αριθμός αφορά το ΚΚΕ μλ και ο δεύτερος το ΜΛ-ΚΚΕ

 

 

Δ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Είναι σχεδόν αδιανόητο μέσα σε περίοδο κρίσης και μετά από μία τετραετία όπου προδόθηκαν οι ελπίδες ενός κόσμου (ο οποίος είχε αυταπάτες, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα) η κομμουνιστική αριστερά όχι μόνο να μην καρπώνεται εκλογικά οφέλη, αλλά και να χάνει εκλογικά. Ωστόσο, οι εκλογές για τους κομμουνιστές δεν είναι το άπαν. Είναι ένα όμως μέτρο της επιρροής τους, πολιτικής και ιδεολογικής. Και εδώ υπάρχει όχι μεγάλο, αλλά τεράστιο πρόβλημα. Καμία ηγεσία των σχημάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, δεν θέλει ή δεν μπορεί ή μπορεί αλλά ψεύδεται, να δει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι η εξής: η κομμουνιστική πολιτική και η κομμουνιστική ιδεολογία έχουν απαξιωθεί σε ευρέα τμήματα των εργαζομένων.

Επιπλέον, σε τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής των προηγούμενων, διαστροφή της αλήθειας, απύθμενο θράσος. Σταχυολογούμε:

  • Συμμαχία με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛΛ.
  • Τρίτο μνημόνιο, ιδιαίτερα σκληρό.
  • Αύξηση του χρέους της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστές και ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, έπειτα από ανελέητο ξεζούμισμα του λαού.
  • Προδοσία του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος μέσα σε ένα βράδυ.
  • Εθελοντική φορολόγηση των εφοπλιστών.
  • Αύξηση του πλούτου των πλουσιότερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
  • Ξέπλυμα στελεχών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (υπουργοποίηση ως και της Παπακώστα που χαρακτήρισε τους μετανάστες ως κατσαρίδες).
  • Γλειψίματα του Τραμπ και της Μέρκελ που έγιναν ξαφνικά «διαβολικά καλοί» και «σώφρονες πολιτικοί».
  • Διατήρηση των ΜΑΤ που θα καταργούνταν.
  • Διατήρηση του ΕΝΦΙΑ που και αυτός θα καταργείτο.
  • Διατήρηση όλων των προηγούμενων μνημονιακών νόμων που κι αυτοί θα καταργούνταν με ένα νόμο και ένα άρθρο.
  • Δημοπρασίες πρώτης κατοικίας που κι αυτές θα καταργούνταν.
  • Παραμονή στο ΝΑΤΟ που θα βγαίναμε.
  • Συμφωνία των Πρεσπών κατόπιν παραγγελίας των ΗΠΑ.

Μέσα σε αυτή τη λαίλαπα, λοιπόν, η κομμουνιστική αριστερά φαίνεται να έχει πάρει την κατιούσα. Υπάρχει, όμως, ο αντίλογος: οι συνθήκες είναι δύσκολες, η παγκόσμια τάση είναι η υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων κ.λπ. Θα είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι. Ασφαλώς και οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Τουλάχιστον από το 1989 έχουμε εισέρθει σε ένα αντεπαναστατικό κύμα που στο διάβα του έχει δημιουργήσει νέες πιεστικές, για τους λαούς, καταστάσεις. Αλλά, υπάρχει και ο αντίλογος στον αντίλογο: πόσες φορές η ιστορία προσέφερε ευνοϊκές συνθήκες στους κομμουνιστές; Ελάχιστες, είναι η απάντηση. Συνήθως οι συνθήκες ήταν δυσκολότερες από ό,τι σήμερα με διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και δολοφονίες. Τα ψευτοδιλλήματα που δημιουργούσε ο παλαιός τύπος δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) ήταν ακόμη πιο πιεστικά σε άλλες εποχές από ό,τι στη σημερινή συγκυρία. Και εν πάση περιπτώσει, δεν γίνεται με ένα σχεδόν μεταφυσικό τρόπο όλα να επαφίενται στις τυφλές δυνάμεις των αντικειμενικών συνθηκών που με παντοδυναμία τα καθορίζουν όλα και ανά πάσα στιγμή μπορούν να δικαιολογήσουν στασιμότητα, αποτυχίες, στρεβλώσεις και λάθη. Ο υποκειμενικός παράγοντας μπορεί και πρέπει να παίξει τον ρόλο του. Αλλιώς τι ρόλο έχουν οι πιο συνειδητοί επαναστάτες; Να φαντασιώνονται αυτάρεσκα εξεγέρσεις και επαναστάσεις που θα προκύψουν έτσι ξαφνικά και τότε αυτοί θα καβαλήσουν το επαναστατικό κύμα και ο λαός θα τους ακολουθήσει στην εφόρμηση στους ουρανούς;

Οι κομμουνιστές πρέπει να έχουν το θάρρος να πούνε: η επιρροή μας στον λαό, εκλογική, πολιτική, συνδικαλιστική, ιδεολογική είναι περιορισμένη. Έχουμε υποστεί μία σκληρή ήττα. Πρέπει να τα βάλουμε κάτω, να δούμε τι φταίει. Δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει απλώς και μόνο η αναπαραγωγή ενός κομματικού μηχανισμού. Αυτό δεν είναι επαναστατική πολιτική. Είναι διαχείριση της μιζέριας και εν τέλει βαθιά ενσωμάτωση στο σύστημα.

Αν οι ηγεσίες της κομμουνιστικής αριστεράς συνεχίζουν να πορεύονται έτσι όπως έχουν πορευτεί μέχρι σήμερα, ο αφανισμός ίσως δεν είναι και τόσο μακριά ή το πολύ πολύ να συντηρείται μια σταθερότητα που όμως δεν θα μπορεί να δημιουργήσει γεγονότα, να προκαλέσει ρήξεις στις συνειδήσεις, να αναστήσει οράματα που τώρα βρίσκονται κλεισμένα στο μπαούλο. Η κομμουνιστική αριστερά πρέπει να αλλάξει πολλά: να κατανοήσει τους μηχανισμούς που δημιουργούν υποταγμένες συνειδήσεις και όχι να κουνά το δάχτυλο από καθέδρας  στον λαό, να δραστηριοποιηθεί όπου υπάρχει συλλογικότητα ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς δύναμης, να αλλάξει γλώσσα, να διαμορφώσει προτάσεις για την καθημερινότητα, να διεξάγει ενωτικούς αγώνες, να μάθει να ακούει, να μελετήσει σε βάθος τον καπιταλισμό, να πρωτοπορεί παντού και πάντα, να μην αναζητά ιδεολογικές καθαρότητες που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτες, να μην φοβάται τη σύγκρουση και τις επιπτώσεις της αλλά ταυτόχρονα αυτή τη σύγκρουση να την διεξάγει με τέχνη.

Αν δεν γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές και μάλιστα γρήγορα και θαρρετά, τότε θα μείνουμε να αναρωτιόμαστε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθεί να πείθει εκατοντάδες χιλιάδων αγωνιστών και αριστερών και γιατί ο Βαρουφάκης ενώ είχε δηλώσει τη συμφωνία του με το 70% του μνημονίου και ενώ δηλώνει πως μπορεί να συνεργαστεί και με τη ΝΔ και με τον ΣΥΡΙΖΑ, εισέρχεται στη βουλή στην πρώτη του εκλογική εμφάνιση.

Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι: οι σημερινές ηγεσίες είναι ικανές να μπουν σε μία τέτοια διαδικασία αλλαγών; Κι αν όχι, τότε τι ακριβώς κάνουν όσοι συμφωνούν με τις διαπιστώσεις που έχουμε καταγράψει; Σε κάθε περίπτωση αν συμφωνούμε πως οι ηγεσίες αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα, το επόμενο ερώτημα, χιλιοειπωμένο αλλά κρίσιμο, είναι: τι κάνουμε; Όσο οι απαντήσεις καθυστερούν, τόσο οι πιθανότητες για τη μετατροπή των κομμουνιστών σε γραφικά απολιθώματα θα αυξάνουν.

Πηγή: http://kordatos.org

Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Εκλογές 2019: Κέρδισαν όλοι. Έχασε ο λαός.

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι εθνικές εκλογές επιβεβαιώνουν και ενισχύουν το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών και αυτοδιοικητικών εκλογών. Υπογραμμίζουν σε όλους τους τόνους ότι έχει κλείσει εδώ και χρόνια η εποχή πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από τη χρεοκοπία της χώρας. Δύο κόμματα – πόλοι (η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ) εναλλάσσονται στην εξουσία, υλοποιώντας όμοιες πολιτικές, έστω και αν οι τόνοι ανάμεσά τους παραμένουν υψηλοί.

Δεν έκλεισαν δύο εικοσιτετράωρα από την ορκωμοσία του νέου πρωθυπουργού και είχαμε ήδη δείγματα γραφής: Χαριεντισμοί και αστικές ευγένειες ανάμεσα στους πρώην και στους νυν, ανοικτή αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών από την νέα κυβέρνηση, άρνηση της Μέρκελ στη χαλάρωση του προγράμματος που διαφήμιζε η ΝΔ ως μπόνους των εταίρων στον σοβαρό Μητσοτάκη, νέοι υπουργοί να αναγνωρίζουν ότι δεν θα μηδενίσουν το έργο των προκατόχων τους. Το ουσιαστικό στοιχείο είναι η συνέχεια στις ίδιες ράγες. Φυσικά υπάρχουν και οι επιδεικτικές κινήσεις προς τα κομματικά ακροατήρια (πχ η επιχείρηση νόμος και τάξη ή η ένταξη του προσφυγικού στον τομέα της καταστολής) που δεν αναιρούν την ουσία μιας βαθύτερης συμφωνίας ανάμεσα στους πρώην και στους νυν.

Είναι τόση και τέτοια η ομαλότητα της μετάβασης και η συνέχεια (παρά τις ψεύτικες κραυγές και τις στημένες οιμωγές) πριν και μετά τις εκλογές, ώστε όλοι (ή σχεδόν όλοι) δηλώνουν κερδισμένοι.

Η ΝΔ κέρδισε γιατί αναδεικνύεται αυτοδύναμη κυβέρνηση (η πρώτη μετά το ξέσπασμα της κρίσης). Έρχεται στην εξουσία με φανατική πίστη στην επιβολή του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, καθώς ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί από την απερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια οικονομία ήδη δεσμευμένη μέχρι το 2060 με αιματηρά πρωτογενή πλεονάσματα, σε μια κοινωνία ήδη τσακισμένη από την αφαίμαξη εισοδημάτων, σε μια χώρα ήδη υποθηκευμένη στους δανειστές και με ιδιωτικοποιημένα λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμους και βασικές υποδομές, η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει με μεγαλύτερη ορμή το έργο που εξελίσσεται την τελευταία δεκαετία. Βασικό έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα είναι η πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση του πιο άγριου και κυνικού καπιταλισμού. Δεν θα εξοντώνει το κοινωνικό κράτος επειδή δεν μπορεί αλλιώς (όπως οι προηγούμενοι) αλλά επειδή έτσι πρέπει. Θα ενσταλάζει διαρκώς στο κοινωνικό σώμα ακόμα πιο συντηρητικές, ακόμα πιο αντιδραστικές ιδεολογίες και συμπεριφορές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε γιατί εδραιώνεται μόνιμα στον χώρο της κεντροαριστεράς, κερδίζοντας οριστικά την πρωτοκαθεδρία του χώρου από το ΚΙΝΑΛ, αποφεύγοντας τη στρατηγική ήττα. Αν και προεκλογικά έπαιζε το χαρτί της «καταστροφής που θα φέρει ο Μητσοτάκης», μετεκλογικά ομνύει στην ομαλή δικομματική εναλλαγή. Το κόμμα Τσίπρα επιδιώκει ανοικτά να πάρει τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ, χωρίς ουσιαστικές διαφορές στην κοινωνική και οικονομική πολιτική ή στην εξωτερική πολιτική και στην αμερικανονατοϊκή εξάρτηση, συγκριτικά με τη ΝΔ. Θα επιδιώξει να χαράξει τις γνωστές κάλπικες διαχωριστικές που συνήθως στήνονται ανάμεσα σε διαφορετικούς διαχειριστές όμοιων πολιτικών.

Το ΚΙΝΑΛ κέρδισε γιατί ανέβηκε σε ψήφους και ποσοστά από τις ευρωεκλογές, υπό συνθήκες ανόδου και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Εκφράζει έναν υπαρκτό και αναπαραγόμενο μηχανισμό εξουσίας που τρέφεται από την αυτοδιοίκηση και τον συνδικαλισμό και κατέχει θέσεις στην κρατική μηχανή.

Το ΜΕΡΑ 25 κέρδισε γιατί με μηδενική συγκρότηση στις τοπικές κοινωνίες και με μόνο προσόν τον αρχηγό του πέτυχε την είσοδό του στη Βουλή. Αποτελεί απόδειξη (για όσους θέλουν να σκέφτονται) ότι αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε χώρος και δυνατότητες. Πλέον όμως ο χώρος καλύπτεται από μια σοσιαλδημοκρατικότερη και προσωποκεντρική εκδοχή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, με τις ίδιες ακριβώς αυταπάτες και προσδοκίες για την ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση.

Το ΚΚΕ «κέρδισε» γιατί ως συνήθως «άντεξε μια ακόμα φορά», καταγράφοντας το γνωστό του ποσοστό. Η στασιμότητα και σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης και σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, και σε συνθήκες πολιτικής σταθεροποίησης και σε συνθήκες ρευστότητας, και σε συνθήκες ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και σε συνθήκες πτώσης του, περίπου καταχωρεί το κόμμα αυτό έξω από τις πολιτικές μεταβολές της ιστορίας, έξω από μετασχηματισμούς, ευκαιρίες, δυνατότητες αλλαγών και ανατροπών.

Τα μετωπικά σχήματα ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, αλλά και όλα τα άλλα μικρότερα αριστερά ψηφοδέλτια, επίσης «κέρδισαν» χάνοντας. Ως συνήθως, θα ισχυριστούν ότι «έδωσαν μια δύσκολη μάχη, σε δύσκολες συνθήκες» σημειώνοντας για πολλοστή φορά μείωση των δυνάμεών τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα διαβεβαιώσουν τον ελληνικό λαό ότι την επόμενη μέρα θα είναι στα ίδια μετερίζια, με τις ίδιες θέσεις, με τα ίδια επιτελεία, με τις ίδιες πολιτικές και τα ίδια αποτελέσματα.

Ο ελληνικός λαός χάνει γιατί μετά από μια δεκαετία άγριας μνημονιακής λεηλασίας και μια τετραετία σκληρών μαθημάτων προσαρμογής, ρεαλισμού, υποταγής στους μονόδρομους, επιλέγει «αυτόν που ξέρει τη δουλειά». Οι απερχόμενοι κυβερνητικοί μπορεί να χλευάζουν τον λαό διακωμωδώντας το παράδοξο να «αποδοκιμάζεται η δεξιά πολιτική του Τσίπρα υπερψηφίζοντας Μητσοτάκη». Στην πραγματικότητα ούτε ο Τσίπρας αποδοκιμάζεται, ούτε ο Μητσοτάκης επιδοκιμάζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε την κοινωνία στο ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα διαφορετικό» και το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την ισχύ του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

Η εργαζόμενη κοινωνία χάνει γιατί ανεξάρτητα από αναλύσεις και «αναλύσεις» για την επόμενη μέρα και την προσδοκώμενη κινηματική ανάταση, η ήττα αφορά την παγίωση ενός συνολικά χειρότερου συσχετισμού που χτίζεται πάνω στο έδαφος ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αγώνες μπορεί να υπάρξουν, αλλά αυτό που αναζητείται είναι η συλλογική πίστη ότι υπάρχει εναλλακτική. Αυτή η πίστη έχει τσακιστεί για αυτό και παράγονται τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Για τους αριστερούς που επιμένουν ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και όχι με την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, το εκλογικό αποτέλεσμα οφείλει να σφραγίσει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ανημπόριας, αδυναμίας, ανικανότητας παρέμβασης, οικοδόμησης, ανατροπής. Τα κόμματα και τα σχήματα που αναφέρονται στην κομμουνιστική, επαναστατική ή ριζοσπαστική Αριστερά έχουν κλείσει τον κύκλο τους.

Ένας νέος κύκλος πρέπει να ξεκινήσει.

Η διεφθαρμένη διαδικασία εισαγωγής των πλούσιων γόνων σε διακεκριμένα ελίτ Πανεπιστήμια

Τίποτα δεν είναι πιο εξοργιστικό  από τους πλούσιους ανθρώπους που αποκτούν άδικα προνόμια. Οι ίδιοι αυτοί πλούσιοι άνθρωποι που έχουν απολαύσει παράνομα προνόμια,  παλεύουν ενάντια στα αποκαλούμενα προγράμματα “δικαιωμάτων” και σε ενέργειες προκειμένου να ξεπεραστούν οι ανισορροπίες στις εκπαιδευτικές και επιχειρηματικές ευκαιρίες, επειδή φαίνεται  θεωρούν  ότι τα επιτεύγματά τους βασίζονται στην αξία, ενώ όλοι οι υπόλοιποι που πραγματικά εργαζόμαστε για να ζήσουμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε- δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από τεμπέληδες τζαμπατζήδες  ή αδίστακτοι “βασιλιάδες της πρόνοιας” που αξίζει να πεθάνουμε, αν δεν μπορέσουμε να καλύψουμε αναγκαία έξοδα.

Η πραγματική τραγωδία είναι ότι πολλοί άνθρωποι, των οποίων οι γονείς δεν έχουν την πολυτέλεια να ξοδέψουν εκατομμύρια για να τους στείλουν στο Χάρβαρντ ή σε αντίστοιχα Πανεπιστήμια, λειτουργούν υπό την εικασία, ότι η καθαρή οικονομική αξία ενός ατόμου είναι ισοδύναμη με την πραγματική του αξία. Για την κατάσταση αυτή ευθύνεται κυρίως το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, και οι δύο εμποδίζουν τις μάζες  από την αναγκαία ταξική ανάλυση.

Τα ΜΜΕ κατακλύζονται από άτομα που πέτυχαν στη ζωή τους, ξεπερνώντας δήθεν προσωπικές δυσκολίες  και παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε τάξη ή άλλες δομικές διαφοροποιήσεις. Το άτομο οδηγείται από τα εκπαιδευτικά του χρόνια στην άποψη και την σκέψη, ότι κάθε επίτευγμα, ανεξάρτητα από το πόσο ύποπτο ή απίθανο είναι, μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην προσωπική φιλοδοξία, στην προσπάθεια και το ταλέντο.

Τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης παίρνουν την σκυτάλη από την εκπαίδευση και διαμορφώνουν αντίστοιχα μια ανάλογη σκέψη και άποψη.  Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν εμμονή με ηθοποιούς, αθλητές, τραγουδιστές, πλούσιους επιχειρηματίες, εκκεντρικούς πολιτικούς και οποιονδήποτε άλλον που μπορεί να τραβήξει πάνω του το φως της δημοσιότητας. Για να το πούμε απλά, δεν θαυμάζουμε ομαδικούς παίκτες – θαυμάζουμε παρτάκιδες. Θαυμάζουμε ανθρώπους που θα έπνιγαν ακόμη και τον δίδυμό τους στην μήτρα για να βγουν από εκεί λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα.

Σκεφτείτε τι θα κέρδιζε ο λαός σε περίπτωση που αντί να προσκυνά ή να θαυμάζει μια μέτρια διασημότητα, αμφισβητούσε και προβληματιζόταν εξ αρχής, αν αξίζει αυτές τις τιμές και την αναγνωρισιμότητα.

Αντίθετα προσποιούμαστε ότι κάθε πλούσιος άνθρωπος είναι πιο έξυπνος, ελκυστικότερος ή  με κάποιον τρόπο καλύτερος από εμάς επειδή δεν κερδίσαμε στην ταξική κλήρωση. Μας αρέσουν οι διασημότητες για τον μοναδικό λόγο ότι είναι διασημότητες. Αφήσαμε την ανεπαρκή εκπαίδευσή μας και τα συστημικά μέσα, να καθορίσουν το πώς θα σκεφτόμαστε για εκείνους που έχουν περισσότερη δύναμη και προνόμια.

Αυτό εξυπηρετεί το σκοπό της διατήρησης των πνευματικών μας αλυσίδων, ώστε να μην τολμήσουμε ποτέ να οργανώσουμε τους εαυτούς μας και να αμφισβητήσουμε τους καταπιεστές . Οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να γίνουμε σαν αυτούς παρά να αγωνιστούμε εναντίον τους.

Οι πλούσιοι δεν είναι πιο έξυπνοι από σένα. Αλλά νομίζουν ότι είναι, αυτό θέλουν να πιστεύεις και σε εκφοβίζουν σαν να είσαι το μικρό παιδάκι στην παιδική χαρά. Σου κλέβουν το χαρτζιλίκι για το κολατσιό και την αξιοπρέπειά σου εδώ και πάμπολλες γενιές.

Τον Μάρτιο του 2019 είδαμε ορισμένους πλούσιους και διάσημους των ΗΠΑ να συλλαμβάνονται  για ψέματα, δωροδοκίες και εξαπάτηση με σκοπό τα παιδιά τους  να αποκτήσουν άδικα προνόμια και να εισαχθούν σε ελίτ Πανεπιστήμια, που διατυμπανίζουν ότι εκτιμούν, επιβραβεύουν και σέβονται την «αριστεία».

Σε ό, τι αποκαλείται ως η μεγαλύτερη απάτη εισόδου σε κολέγια, κάποιοι πλούσιοι γονείς, διασημότητες και προπονητές κολεγίων έχουν κατηγορήθηκαν ότι προέβησαν σε μεγάλες δωροδοκίες για να εισαχθούν πλούσιοι μαθητές σε σχολεία του Ivy League, ανεξάρτητα από τα διαπιστευτήριά τους. (Η Ivy League είναι μια αθλητική ένωση  πανεπιστημίων η οποία αποτελείται από οχτώ ιδιωτικά πανεπιστήμια της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ένωση αυτή όμως, χρησιμοποιείται για την αναφορά αυτών των οχτώ πανεπιστημίων σαν ένα σύνολο πέρα απέ τα αθλήματα. Τα οχτώ μέλη είναι το Πανεπιστήμια Μπράουν, Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το Πανεπιστήμιο Κόρνελ, το Κολέγιο Νταρτμάουθ, το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και το Πανεπιστήμιο Γέιλ. Ο όρος Ivy League έχει ως υπαινιγμό την ακαδημαϊκή αριστεία, την επιλεκτικότητα της αποδοχής των μελών της και του κοινωνικού εκλεκτισμού).

Οι γονείς που αντιμετωπίζουν κατηγορίες φέρονται να έχουν πληρώσει μέχρι και 6,5 εκατομμύρια δολάρια για να μπουν τα παιδιά τους στα κολέγια.

Με τίτλους όπως, “Φρίκη, σοκ! Οι πλούσιοι  χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να εξαγοράσουν την είσοδο των παιδιών τους  σε ελίτ κολέγια” αντιμετώπισαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης την δημοσίευση της έρευνας του FBI, με την επωνυμία Operation Varsity Blues, που εξέθεσε ένα σκάνδαλο 25 εκατομμυρίων δολαρίων για την είσοδο πλούσιων γόνων σε ελίτ πανεπιστήμια. Κανείς από αυτούς φαίνεται δεν το περίμενε, ούτε το υποπτευόταν…

Προπονητές δωροδοκήθηκαν,  για να δηλώσουν τους υποψηφίους ως αθλητικούς νεοσύλλεκτους,  εξεταστές δωροδοκήθηκαν, για ν’ αλλάξουν τα αποτελέσματά τους ή να επιτρέψουν σε κάποιον άλλο να δώσει εξετάσεις στη θέση των πραγματικών υποψηφίων.

Μεταξύ των 33 γονέων που συνέλαβε το FBI ήταν και αρκετοί αστέρες του Χόλυγουντ,  όπως η Lori Loughlin και η Felicity Huffman.

Το σύστημα δωροδοκίας  επέτρεψε σε γονείς να εξαγοράσουν την είσοδο για τους απογόνους τους σε μερικά από τα πιο αναγνωρισμένα κολέγια των ΗΠΑ όπως το Yale, το Πανεπιστήμιο Georgetown, το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, το UCLA, το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, το USC, το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο του Τέξας και το Wake Forest.

Οι αξιωματικοί του FBI έσπευσαν βέβαια, να υπογραμμίσουν ότι τα ίδια τα κολέγια δεν θεωρούνται υπεύθυνα, παρόλο που εννέα αθλητικοί προπονητές  πιάστηκαν στα δίχτυα.

“Μετά από 10 μήνες έρευνας με τη χρήση εξεζητημένων τεχνικών, το FBI αποκάλυψε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι ένα διεφθαρμένο σύστημα”, δήλωσε ο John Bonavolonta, ειδικός πράκτορας του FBI.

Όσο συγκλονιστικό κι αν είναι, δεν πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι  μόνο η πρόσφατη διαφθορά που έγινε ευρέως γνωστή. Η διαδικασία εισόδου σε ελίτ κολέγια είναι διεφθαρμένη με κάθε τρόπο.

Οι πλούσιοι και προνομιούχοι φοιτητές είχαν πάντοτε το πλεονέκτημα, να γίνονται αποδεκτοί σε αναγνωρισμένα πανεπιστήμια.

Εδώ λοιπόν, είναι η ουσία: ολόκληρο το σύστημα είναι διεφθαρμένο και διαμορφωμένο υπέρ των πιο εύπορων γονέων. Είναι αλήθεια ότι η εξαγορά μέσω του πλούτου για μια επιθυμητή θέση κολεγίου, ήταν ιδιαίτερα σκανδαλώδης σε αυτή την περίπτωση – στο βαθμό που ήταν πραγματικά παράνομη. Αλλά υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι με τους οποίους οι φοιτητές αποκλείονται μια δίκαιη ευκαιρία εισαγωγής, αν δεν είναι αρκετά τυχεροί να έχουν γεννηθεί από πλούσιους και καλά δικτυωμένους γονείς.

Η διαφορά μεταξύ αυτής της παράνομης μεθόδου και των νόμιμων τρόπων με τους οποίους τα χρήματα εξαγοράζουν την  πρόσβαση στα ελίτ πανεπιστήμια είναι ελάχιστη. Το λάθος εδώ ήταν ότι απλά έκαναν κάτι που καταλογίζεται ως παράνομο. Εν τω μεταξύ, πολλά από όσα συμβαίνουν στις διαδικασίες εισαγωγής των κολεγίων δεν είναι παράνομα αλλά είναι εντελώς ανήθικα.

Πάρτε για παράδειγμα τις κληρονομικές προτιμήσεις. Αυτό ενισχύει τις πιθανότητες εισαγωγής των παιδιών των αποφοίτων των συγκεκριμένων Πανεπιστημίων και για προφανείς λόγους οι απόφοιτοι των ελίτ κολεγίων τείνουν να είναι αρκετά εύποροι, ειδικά αν παντρευτούν ο ένας τον άλλον. (Επίσης, είναι δυσανάλογα λευκοί). Το ποσοστό αποδοχής για τους αιτούντες  απόγονους αποφοίτων στα Πανεπιστήμια  Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον, Τζορτζτάουν και Στάνφορντ είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερο από το γενικό ποσοστό εισαγωγής. Αν δεν εισαχθούν την πρώτη φορά, θα τους ζητηθεί να πάρουν ένα “μεταβατικό έτος” και να εισέλθουν ένα χρόνο αργότερα, ένα ενδιάμεσο κενό που είναι γνωστό ως “Z-listing”. Μια μελέτη του Princeton διαπίστωσε ότι το να είναι κάποιος υποψήφιος , απόγονος αποφοίτων των εν λόγω Πανεπιστημίων, έχει  το ίδιο αποτέλεσμα με την προσθήκη 160 μονάδων – στην παλιά κλίμακα μέχρι το 1600 που απαιτείται για την εισαγωγή – στην αίτηση ενός σπουδαστή. Φανταστείτε αν τα κολέγια έδιναν αυτού του είδους την ώθηση εισόδου στα παιδιά των χαμηλότερων εισοδημάτων.

Ονομάζονται “προτιμήσεις κληρονομιάς” και ο λόγος είναι ότι “θεωρούνται ευρέως αξιόπιστη πηγή δωρεών”.

Ορισμένες από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των ΗΠΑ και όχι μόνο, έχουν επωφεληθεί από τις προτιμήσεις του παρελθόντος. Όταν υπέβαλε αίτηση στο Χάρβαρντ, ο μελλοντικός πρόεδρος John F. Kennedy σημείωσε ότι ο πατέρας του ήταν απόφοιτος. Και παρόλο που το ακαδημαϊκό του ρεκόρ δεν ήταν εντυπωσιακό, εισήχθη στο σχολείο του Ivy League.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον George W. Bush, του οποίου ο πατέρας και ο παππούς αποφοίτησαν από το Yale. Παρά τους “αδύναμους βαθμούς”, όπως αναφέρεται στον «Guardian», ο Μπους έγινε δεκτός.

Ή μήπως να γίνει αναφορά στην προτίμηση των παιδιών των χορηγών; Αντί να δωροδοκούν προπονητές, οι πλουσιότεροι γονείς μπορούν απλά να δωροδοκούν – συγγνώμη, να δωρίζουν – στο κολέγιο άμεσα. Το 2017, η Washington Post ανέφερε σχετικά με την ειδική μεταχείριση που παρέχεται στους “αιτούντες VIP” μέσω ενός ετήσιου “καταλόγου παρακολούθησης”. Οι υποψήφιοι των οποίων οι γονείς ήταν μεγάλοι χορηγοί θα μπορούσαν να έχουν σημειώσεις  των μαθημάτων με 500.000 δολάρια. Ακόμα καλύτερα, αυτές οι δωρεές είναι αφορολόγητες!

Κατά γενικό κανόνα, όσο περισσότερα είναι τα χρήματα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εισόδου. Μεταξύ των ελίτ, η ερώτηση που τίθεται είναι “ποια είναι η τιμή;”. Με άλλα λόγια, τι ποσό πρέπει να δωρίσεις για να εισαχθεί το παιδί σου;

Όποια κι αν είναι η τιμή, εκείνοι με τα πιο χοντρά πορτοφόλια μπορούν προφανώς να την πληρώσουν.

Ο Peter Malkin αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ το 1958. Έγινε πολύ πλούσιος επιχειρηματίας στον τομέα των ακινήτων και τεράστιος δωρητής. Το 1985, η εσωτερική αθλητική εγκατάσταση του πανεπιστημίου μετονομάστηκε σε Αθλητικό Κέντρο Malkin προς τιμήν του. Και τα τρία παιδιά του Malkin πήγαν στο Χάρβαρντ. Μέχρι το 2009, πέντε από τα έξι εγγόνια του  είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του. (Ένα γενναίο αγόρι τόλμησε να πάει στο Στάνφορντ αντ ‘αυτού.)

Ή μήπως ν’αναφερθούμε στον Jared Kushner, τον γαμπρό του Donald Trump;

Ο Kushner έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ λίγο μετά αφού ο πατέρας του δώρισε στο Πανεπιστήμιο 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Ένας λειτουργός στο Λύκειο του Kushner δήλωσε ότι «κανένας στο διοικητικό εκπαιδευτικό γραφείο του σχολείου δεν πίστευε ότι θα μπει στο Χάρβαρντ. Οι επιδόσεις του και οι βαθμοί του δεν ήταν αντάξιοι, δεν το δικαιούνταν“.

Ακόμα και εκείνοι οι γονείς που δεν βρίσκονται στις πλουσιότερες κατηγορίες, αλλά βρίσκονται σε μια ανώτερη τάξη, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους για να αυξήσουν τις πιθανότητες των παιδιών τους, μέσω δασκάλων, μαθημάτων προετοιμασίας , αθλητικών προπονητών. Πολλά κολέγια προτιμούν σπουδαστές που έχουν «δείξει ενδιαφέρον» για το κολέγιο τους. Πώς να δείξετε ενδιαφέρον; Με την επίσκεψη στην πανεπιστημιούπολη – εύκολο για εκείνους με χρήματα για πτήσεις και ξενοδοχεία, δύσκολο για εκείνους με μέτρια ή χαμηλά εισοδήματα.

Δεν είναι ν’απορεί κανείς λοιπόν, ότι τα κορυφαία κολέγια, που συμπεριλαμβάνουν τα περισσότερα που μπλέχτηκαν στο σκάνδαλο διαφθοράς , όπως το Yale, το Duke, το Stanford και το Wake Forest, το Χάρβαρντ, δέχονται περισσότερους σπουδαστές από οικογένειες που ανήκουν στο 1% της διανομής εισοδήματος.

Επομένως, σαφώς σημαντικό το γεγονός ότι ξεσκεπάστηκε ένα μέρος της διαφθοράς ως προς την εισαγωγή στα ελίτ Πανεπιστήμια αλλά, στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό είναι απλώς το πιο ορατό σημάδι ενός πολύ βαθύτερου προβλήματος με τις εισαγωγές στα κολέγια.

Τα ελίτ κολέγια  χρησιμεύουν στην ενίσχυση της ταξικής ανισότητας, αντί να τη μειώνουν.

Η αδιαφανής, πολύπλοκη και αθέμιτη διαδικασία εισαγωγής είναι ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος. Από την άποψη της ισότητας, δεν είναι μόνο όσοι τώρα με αυτό το σκάνδαλο συνελήφθησαν υπεύθυνοι : είναι το σύστημα στο σύνολό του.

Το σκάνδαλο για τις δωροδοκίες στα κολέγια και τα Πανεπιστήμια είναι μόνο το τελευταίο παράδειγμα του τι πρέπει να γνωρίζει όποιος δίνει την πρέπουσα προσοχή: τα καπιταλιστικά κράτη δεν είναι αξιοκρατικά. Ο μεγαλύτερος δείκτης επιτυχίας είναι η περιοχή που έχεις γεννηθεί και η τσέπη αυτών που σε γέννησαν  – ανεξάρτητα από το πόσο ταλαντούχος, ευφυής ή χαρισματικός είσαι.

(πηγές : https://www.theguardian.com

https://www.counterpunch.org/)

Αναδημοσίευση από poli-k.net

Η νέα ιμπεριαλιστική δομή

Το άρθρο του Samir Amin δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιούλιο του 2019. Αναπτύσσει τη θέση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατά τη γνώμη του χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η κεντρική ιδέα

Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που εννοώ με αυτό είναι ότι τα μονοπώλια δεν αποτελούν πλέον νησίδες (όσο σημαντικές και αν είναι) σε έναν ωκεανό εταιρειών που δεν είναι μονοπώλια -και κατά συνέπεια είναι σχετικά αυτόνομα- αλλά ένα ολοκληρωμένο σύστημα, και κατά συνέπεια ελέγχουν πλέον αυστηρά όλα τα παραγωγικά συστήματα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες που δεν ανήκουν επισήμως στα ολιγοπώλια, περικλείονται σε δίκτυα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα μονοπώλια ένθεν κακείθεν. Κατά συνέπεια, το περιθώριο αυτονομίας τους έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε υπεργολάβους των μονοπωλίων. Αυτό το σύστημα των γενικευμένων μονοπωλίων είναι το αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στις χώρες της τριάδας (σ.μ. ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του ’90.

Ταυτόχρονα, αυτά τα γενικευμένα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στις επιταγές μέσω των οποίων ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού (όλος ο κόσμος πέρα από τους εταίρους της τριάδας). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

Ως σύστημα, ο γενικευμένος και παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός διασφαλίζει ότι τα μονοπώλια αυτά αντλούν ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εισπράττεται από τη μάζα της υπεραξίας (που μετατρέπεται σε κέρδη) που το κεφάλαιο αντλεί από την εκμετάλλευση της εργασίας. Στο βαθμό που αυτά τα μονοπώλια λειτουργούν στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, αυτό το μονοπωλιακό ενοίκιο μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό ενοίκιο. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου -η οποία ορίζει τον καπιταλισμό σε όλες τις διαδοχικές ιστορικές μορφές του- διέπεται συνεπώς από τη μεγιστοποίηση του μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται πίσω από τη συνεχή επιδίωξη της συγκέντρωσης των εισοδημάτων και των περιουσιών, αυξάνοντας τα μονοπωλιακά ενοίκια, και τα οποία καταλαμβάνονται κυρίως από τις ολιγαρχίες (πλουτοκρατίες) που ελέγχουν τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, εις βάρος των εργατικών εισοδημάτων και ακόμη και των εσόδων του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με τη σειρά της, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανισορροπία είναι η ίδια η προέλευση της χρηματιστικοποίησης του οικονομικού συστήματος. Αυτό που εννοώ είναι ότι ένα αυξανόμενο μέρος του πλεονάσματος δεν μπορεί πλέον να επενδυθεί στην επέκταση και ενίσχυση των παραγωγικών συστημάτων και ότι η “χρηματοοικονομική επένδυση” αυτού του αυξανόμενου πλεονάσματος είναι η μόνη δυνατή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση της συσσώρευσης που ελέγχεται από τα μονοπώλια. Αυτή η χρηματιστικοποίηση, η οποία επιτείνει την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος (και του πλούτου), δημιουργεί το αυξανόμενο πλεόνασμα από το οποίο τρέφεται. Οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις (ή, ακριβέστερα, οι επενδύσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας) συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα, δυσανάλογους με τους ρυθμούς αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που και ο ίδιος γίνεται τότε σε μεγάλο βαθμό ψευδής) ή τους ρυθμούς επενδύσεων στο παραγωγικό σύστημα. Η εκπληκτική αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων απαιτεί -και συντηρεί- μεταξύ άλλων, την αύξηση του χρέους, σε όλες τις μορφές του, ιδίως του δημόσιου χρέους. Όταν οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν τον στόχο της “μείωσης του χρέους”, λένε σκόπιμα ψέματα. Η στρατηγική των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων χρειάζεται την αύξηση του χρέους (την οποία επιδιώκουν και δεν αντιτίθενται) -ένα οικονομικά ελκυστικό μέσο για την απορρόφηση του πλεονάσματος από τα μονοπωλιακά ενοίκια. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται για τη “μείωση του χρέους”, όπως λέγεται, καταλήγουν στην πραγματικότητα να αυξάνουν τον όγκο του, που είναι η επιδιωκόμενη συνέπεια.

Οι πλουτοκράτες: Η νέα άρχουσα τάξη του παρωχημένου καπιταλισμού

Η λογική της συσσώρευσης έγκειται στην αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελέγχου του κεφαλαίου. Η τυπική ιδιοκτησία μπορεί να διασκορπιστεί (όπως στους “ιδιοκτήτες” των μετοχών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα), ενώ η διαχείριση αυτής της ιδιοκτησίας ελέγχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συγκέντρωσης της εξουσίας κυριαρχίας του κεφαλαίου, τέτοιο που οι μορφές ύπαρξης και οργάνωσης της αστικής τάξης, όπως ήταν γνωστές μέχρι σήμερα, έχουν μετασχηματιστεί πλήρως. Η αστική τάξη σχηματίστηκε αρχικά από σταθερές αστικές οικογένειες. Από γενιά σε γενιά, οι κληρονόμοι συνέχιζαν τις εξειδικευμένες δραστηριότητες των επιχειρήσεών τους. Η αστική τάξη χτίστηκε και οικοδομήθηκε σε βάθος χρόνου. Αυτή η σταθερότητα ενθάρρυνε την εμπιστοσύνη στις “αστικές αξίες” και προώθησε την επιρροή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό, η αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη έγινε αποδεκτή ως τέτοια. Η πρόσβασή της στα προνόμια της άνεσης και του πλούτου φαινόταν άξια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχε. Φαινόταν επίσης ότι είχε κυρίως εθνικό προσανατολισμό, ότι ήταν ευαίσθητη στα εθνικά συμφέροντα, όποιες κι αν ήταν οι ασάφειες και οι περιορισμοί αυτής της χειραγωγημένης έννοιας. Η νέα άρχουσα τάξη έρχεται σε απότομη ρήξη με αυτή την παράδοση. Ορισμένοι περιγράφουν τον εν λόγω μετασχηματισμό ως την ανάπτυξη των ενεργών μετόχων (που μερικές φορές χαρακτηρίζονται ακόμη και ως λαϊκιστές μέτοχοι) που αποκαθιστούν πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτός ο εγκωμιαστικός και παραπλανητικός χαρακτηρισμός νομιμοποιεί την αλλαγή και δεν αναγνωρίζει ότι η κύρια πτυχή του μετασχηματισμού αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον έλεγχο του κεφαλαίου και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας. Η νέα άρχουσα τάξη δεν μετριέται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, όπως συνέβαινε με την παλαιότερη αστική τάξη. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό της νέας αστικής τάξης αποτελείται από νεοεισερχόμενους που αναδείχθηκαν περισσότερο από την επιτυχία των οικονομικών τους πράξεων (ιδίως στο χρηματιστήριο) παρά από τη συμβολή τους στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Η ταχύτατη άνοδός τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους τους, των οποίων η άνοδος πραγματοποιήθηκε σε πολλές δεκαετίες.

Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ακόμη πιο έντονος από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύει τη διαπλοκή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Η “παραδοσιακή” ιδεολογία του καπιταλισμού έδινε έμφαση στις αρετές της ιδιοκτησίας εν γένει, ιδιαίτερα της μικρής ιδιοκτησίας -στην πραγματικότητα της μεσαίας ή μεσαίας-μεγάλης ιδιοκτησίας- που θεωρείται ότι προωθεί την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο μέσω της σταθερότητάς της. Σε αντίθεση με αυτό, η νέα ιδεολογία συσσωρεύει επαίνους στους “νικητές” και περιφρονεί τους “ηττημένους” χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό. Ο “νικητής” εδώ έχει σχεδόν πάντα δίκιο, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι οριακά παράνομα, αν δεν είναι προφανώς παράνομα, και σε κάθε περίπτωση αγνοούν τις κοινά αποδεκτές ηθικές αξίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε πελατειακό καπιταλισμό μέσω της δύναμης της λογικής της συσσώρευσης. Ο αγγλικός όρος “crony capitalism” δεν θα πρέπει να προορίζεται μόνο για τις “υπανάπτυκτες και διεφθαρμένες” μορφές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που οι “οικονομολόγοι” (οι ειλικρινείς και πεπεισμένοι πιστοί στις αρετές του φιλελευθερισμού) κατήγγειλαν παλαιότερα. Ισχύει τώρα για τον καπιταλισμό στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η σημερινή συμπεριφορά αυτής της άρχουσας τάξης είναι αρκετά κοντά σε εκείνη της μαφίας, ακόμη και αν η σύγκριση φαίνεται προσβλητική και ακραία.

Το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πλέον πλουτοκρατικό. Αυτή η πλουτοκρατία προσαρμόζεται στην πρακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία έχει γίνει “δημοκρατία χαμηλής έντασης”. Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε όποιον θέλετε, κάτι που δεν έχει καμία σημασία, αφού η αγορά και όχι το Κογκρέσο ή το Κοινοβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει για τα πάντα. Η πλουτοκρατία προσαρμόζεται και αλλού σε απολυταρχικές μορφές διαχείρισης ή σε εκλογικές δυνάμεις.

Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει το καθεστώς των μεσαίων τάξεων και τον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι τάξεις αυτές αποτελούνται τώρα κυρίως από μισθωτούς και όχι πλέον από μικρούς παραγωγούς εμπορευμάτων όπως πριν. Αυτός ο μετασχηματισμός εκδηλώνεται ως κρίση των μεσαίων τάξεων, που χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη διαφοροποίηση: οι προνομιούχοι (υψηλοί μισθοί) έχουν γίνει οι άμεσοι φορείς της κυρίαρχης ολιγοπωλιακής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται.

Οι κερδοσκόποι: Η νέα κυρίαρχη τάξη στην περιφέρεια

Η αντίθεση κέντρων/περιφέρειας δεν είναι καινούργια. Αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποιημένης επέκτασης του καπιταλισμού από την αρχή, πριν από πέντε αιώνες. Κατά συνέπεια, οι τοπικές άρχουσες τάξεις των περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών, είτε ήταν ανεξάρτητες είτε αποικίες, ήταν πάντα υποδεέστερες άρχουσες τάξεις, αν και εξακολουθούσαν να συνδέονται με τις χώρες τους, αντλώντας κέρδη από την ένταξή τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε αυτές τις τάξεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες τους πριν από την υποταγή τους στον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Η επανάκτηση της ανεξαρτησίας οδήγησε συχνά στην αντικατάσταση αυτών των παλαιότερων (συνεργατικών) υποταγμένων τάξεων από νέες άρχουσες τάξεις -γραφειοκρατίες, κρατικές αστικές τάξεις- οι οποίες ήταν πιο νόμιμες στα μάτια του λαού (στην αρχή) λόγω της σύνδεσής τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Αλλά και εδώ πάλι, στις περιφέρειες που κυριαρχούνταν είτε από τον παλαιότερο ιμπεριαλισμό (μορφές πριν από το 1950) είτε από τον νέο ιμπεριαλισμό (από την εποχή του Μπαντούνγκ μέχρι περίπου το 1980), οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνταν από μια ορατή σχετική σταθερότητα. Οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού (η τριάδα) ξερίζωσαν πραγματικά τις δυνάμεις όλων αυτών των παλαιότερων κυρίαρχων τάξεων στην περιφέρεια και τις αντικατέστησαν με μια νέα τάξη που θα ονομάσω κερδοσκόπους. Οι εν λόγω κερδοσκόποι είναι επιχειρηματίες, όχι δημιουργικοί επιχειρηματίες. Αποκομίζουν τον πλούτο τους από τις διασυνδέσεις τους με την κατεστημένη κυβέρνηση και τους ξένους αφέντες του συστήματος, είτε πρόκειται για εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών κρατών (ιδίως της CIA) είτε για τα ολιγοπώλια. Λειτουργούν ως καλοπληρωμένοι μεσάζοντες, επωφελούμενοι από ένα πραγματικό πολιτικό ενοίκιο. Αυτή είναι η προέλευση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που συσσωρεύουν. Οι κερδοσκόποι δεν προσυπογράφουν πλέον καμία απολύτως ηθική και εθνική αξία. Σε μια καρικατούρα των alter-egos τους στα κυρίαρχα κέντρα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από την “επιτυχία”, τη συσσώρευση χρημάτων, με μια πλεονεξία που ξεχωρίζει πίσω από έναν υποτιθέμενο έπαινο του ατόμου. Και πάλι, οι μαφιόζικες, ακόμη και οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν είναι ποτέ μακριά.

Ο σχηματισμός της νέας τάξης των κερδοσκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των μορφών λούμπεν-ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν ευρέως τον σύγχρονο Νότο. Αλλά ο κύριος άξονας του κυρίαρχου μπλοκ διαμορφώνεται από αυτή την τάξη μόνο στις “μη ανερχόμενες” χώρες. Στις “αναδυόμενες” χώρες, το κυρίαρχο μπλοκ είναι διαφορετικό.

Οι υποτελείς τάξεις: Ένα γενικευμένο αλλά κατακερματισμένο προλεταριάτο

Ο Καρλ Μαρξ όρισε αυστηρά τον προλετάριο (ένα ανθρώπινο ον που αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο) και αναγνώρισε ότι οι συνθήκες αυτής της πώλησης (“τυπικές” ή “πραγματικές” για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ) ήταν πάντα διαφορετικές. Η κατάτμηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Η περιγραφή ήταν πιο ακριβής για ορισμένα τμήματα της τάξης, όπως οι εργάτες του 19ου αιώνα στον νέο τομέα της μεταποίησης ή, ένα καλύτερο παράδειγμα, το εργοστάσιο του Φορντισμού στον 20ό αιώνα. Η εστίαση στον εργασιακό χώρο διευκόλυνε την αλληλεγγύη στους κοινούς αγώνες και την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης, αλλά ενθάρρυνε επίσης τον εργατισμό σε ορισμένους ιστορικούς μαρξισμούς. Ο κατακερματισμός της παραγωγής που προκύπτει από τη στρατηγική του κεφαλαίου να εφαρμόσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, χωρίς ωστόσο να χάσει τον έλεγχο της υπεργολαβικής ή αποσυγκεντρωμένης παραγωγής, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη και ενισχύει την ποικιλομορφία στην αντίληψη των συμφερόντων.

Έτσι, το προλεταριάτο φαίνεται να εξαφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που έχει γίνει πιο διαδεδομένο. Μορφές μικρής, αυτόνομης παραγωγής και εκατομμύρια μικροί αγρότες, τεχνίτες και έμποροι εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από την υπεργολαβική εργασία, τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ. Το ενενήντα τοις εκατό των εργαζομένων, τόσο στην υλική όσο και στην άυλη παραγωγή, γίνονται, με τυπικούς όρους, μισθωτοί εργάτες. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από τη διαφοροποίηση των μισθών. Μακριά από το να είναι ανάλογη με το κόστος της κατάρτισης για τα απαιτούμενα προσόντα, αυτή η διαφοροποίηση επιτείνεται στα άκρα. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την αναγέννηση του αισθήματος αλληλεγγύης. “Εμείς, το 99 τοις εκατό”, λένε τα κινήματα Occupy. Αυτή η διπλή πραγματικότητα -η εκμετάλλευση όλων από το κεφάλαιο και οι ποικίλες μορφές και η βία αυτής της εκμετάλλευσης- αποτελεί πρόκληση για την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει “τις αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων”, αλλά και να παραιτηθεί από την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια σύγκλιση των στόχων. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται μια ποικιλομορφία στις μορφές οργάνωσης και δράσης του νέου γενικευμένου προλεταριάτου. Η ιδεολογία του “κινήματος” αγνοεί αυτές τις προκλήσεις. Η μετάβαση στην επίθεση απαιτεί μια αναπόφευκτη ανασυγκρότηση κέντρων ικανών να σκεφτούν την ενότητα των στρατηγικών στόχων.

Η εικόνα του γενικευμένου προλεταριάτου στην περιφέρεια, είτε αναδύεται είτε όχι, είναι διαφορετική με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους: (1) η πρόοδος της “εργατικής τάξης”, ορατή στις αναδυόμενες χώρες, (2) η επιμονή μιας μεγάλης αγροτιάς που, ωστόσο, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αγορά και, κατά συνέπεια, υπόκειται σε εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, έστω και έμμεση, (3) η εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων “επιβίωσης” που απορρέουν από τη λούμπεν-ανάπτυξη και (4) οι αντιδραστικές θέσεις μεγάλων τμημάτων των μεσαίων τάξεων όταν είναι οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της ανάπτυξης.

Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες είναι “να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες”, για να χρησιμοποιήσουμε όρους που προέρχονται από την Τρίτη Διεθνή, να ενώσει τους εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων άτυπων), την κριτική διανόηση και τις μεσαίες τάξεις σε ένα μέτωπο κατά των κομπραδόρων.

Νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας

Οι μετασχηματισμοί στην οικονομική βάση του συστήματος και στις ταξικές δομές που το συνοδεύουν έχουν αλλάξει τις συνθήκες άσκησης της εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία εκφράζεται πλέον μέσω μιας νέου τύπου “πολιτικής τάξης” και ενός κλήρου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που και οι δύο είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του αφηρημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων. Η ιδεολογία του “ατόμου ως βασιλιά” και οι ψευδαισθήσεις του “κινήματος” που θέλει να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να “αλλάξει τη ζωή”(!) -χωρίς να θέτει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς- ενισχύουν μόνο τις νέες μεθόδους άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου.

Στην περιφέρεια, μια εξαιρετικά καρικατούρα μορφή επιτυγχάνεται όταν η λούμπεν-ανάπτυξη περιορίζει την άσκηση της εξουσίας σε ένα κομπραδόρικο κράτος και μια τάξη κερδοσκόπων. Αντίθετα, στις αναδυόμενες χώρες, κοινωνικά μπλοκ διαφορετικού τύπου ασκούν πραγματική εξουσία, η νομιμοποίηση της οποίας απορρέει από την οικονομική επιτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αυταπάτη ότι η ανάδυση “στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και με καπιταλιστικά μέσα” θα επιτρέψει να φτάσουμε τα κέντρα, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του εφικτού σε αυτό το πλαίσιο και τις συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ανοίγουν την πόρτα σε διαφορετικές πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να κινηθούν είτε προς το καλύτερο (προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού) είτε προς το χειρότερο (αποτυχία και επανακομπραδοποίηση).

Ο παρωχημένος καπιταλισμός και το τέλος του αστικού πολιτισμού

Τα χαρακτηριστικά των νέων κυρίαρχων τάξεων που περιγράφονται εδώ δεν είναι παροδικά συγκυριακά φαινόμενα. Ανταποκρίνονται αυστηρά στις λειτουργικές απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο αστικός πολιτισμός -όπως κάθε πολιτισμός- δεν μπορεί να αναχθεί στη λογική της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει μια ιδεολογική και ηθική συνιστώσα: τον έπαινο της ατομικής πρωτοβουλίας, βεβαίως, αλλά και την εντιμότητα και τον σεβασμό του νόμου, ακόμη και την αλληλεγγύη προς τον λαό, που εκφράζεται τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το σύστημα αξιών εξασφάλιζε μια ορισμένη σταθερότητα στην κοινωνική αναπαραγωγή στο σύνολό της και σηματοδοτούσε τον κόσμο των πολιτικών αναπαραστάσεων στην υπηρεσία του. Αυτό το σύστημα αξιών εξαφανίζεται. Τη θέση του παίρνει ένα σύστημα χωρίς αξίες. Η άγνοια και η χυδαιότητα χαρακτηρίζουν μια αυξανόμενη πλειοψηφία σε αυτόν τον κόσμο των “κυρίαρχων”. Μια δραματική αλλαγή αυτού του είδους προαναγγέλλει το τέλος ενός πολιτισμού. Αναπαράγει αυτό που φαίνεται καθαρά από άλλες εποχές παρακμής. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι ο σύγχρονος ολιγοπωλιακός καπιταλισμός πρέπει πλέον απερίφραστα να χαρακτηριστεί ως παρωχημένος, ανεξάρτητα από τις φαινομενικές άμεσες επιτυχίες του, αφού αυτές απορροφώνται πλήρως σε μια πορεία που οδηγεί ξεκάθαρα σε μια νέα βαρβαρότητα. (Αναφέρομαι εδώ στη μελέτη μου “Επανάσταση ή παρακμή;”, η οποία έχει ήδη συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια)1.

Το σύστημα του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “παγκοσμιοποιημένο” (ιμπεριαλιστικό) και χρηματιστικό, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό το σύστημα είναι εμφανώς ανίκανο να ξεπεράσει τις αυξανόμενες εσωτερικές του αντιφάσεις και είναι καταδικασμένο να συνεχίσει την τρελή του βιασύνη. Η κρίση του συστήματος δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια του την “επιτυχία”. Η στρατηγική που χρησιμοποιούν τα μονοπώλια έχει πάντα οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέχρι σήμερα: τα σχέδια λιτότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά (στην πραγματικότητα αντικοινωνικά) σχέδια απολύσεων, εξακολουθούν να επιβάλλονται παρά την αντίσταση. Η πρωτοβουλία παραμένει, ακόμη και τώρα, στα χέρια των μονοπωλίων (των αγορών) και των πολιτικών τους υπηρέτες (των κυβερνήσεων που υποτάσσουν τις αποφάσεις τους στις λεγόμενες απαιτήσεις της αγοράς).

Οι αναλύσεις των αγώνων και των συγκρούσεων που ξεκινούν με την ιδέα της αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το νέο φαινόμενο της “ανάδυσης” ορισμένων χωρών του Νότου.

Ωστόσο, αυτό το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει με μια “άνοιξη των λαών”, η οποία συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι και οι λαοί που αγωνίζονται έχουν κάνει μια ακριβή εκτίμηση των απαιτήσεων, όχι για να “τελειώσει η κρίση του καπιταλισμού” αλλά για να “τελειώσει ο καπιταλισμός “2. Αυτό δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί ακόμα. Το χάσμα που χωρίζει το φθινόπωρο του καπιταλισμού από την πιθανή άνοιξη των λαών προσδίδει στη σημερινή στιγμή της ιστορίας τον επικίνδυνα δραματικό της χαρακτήρα. Η μάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καπιταλιστικής τάξης και εκείνων που, πέρα από την αντίστασή τους, μπορούν να ωθήσουν την ανθρωπότητα στο μακρύ δρόμο προς το σοσιαλισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του πολιτισμού, έχει μόλις αρχίσει. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις -οι καλύτερες αλλά και οι πιο βάρβαρες- είναι επομένως δυνατές.

Η ίδια η ύπαρξη αυτού του χάσματος απαιτεί κάποια εξήγηση. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Είναι επίσης ένα σύστημα που βασίζεται στην πόλωση της ανάπτυξής του σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι τα δύο αδιαχώριστα πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, αυτής του ιστορικού καπιταλισμού. Η αμφισβήτηση αυτού του συστήματος αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα μέχρι το 1980, σε ένα μακρύ κύμα νικηφόρων αγώνων από τους εργαζόμενους και τους κυριαρχούμενους λαούς. Οι επαναστάσεις που διεξήχθησαν κάτω από τις σημαίες του μαρξισμού και του κομμουνισμού, οι μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό, οι νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων λαών, όλα μαζί οικοδόμησαν σχέσεις ισχύος λιγότερο δυσμενείς για τους εργαζόμενους και τους λαούς από ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό το κύμα εξαντλήθηκε χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή του με νέες προόδους. Αυτή η εξάντληση επέτρεψε στη συνέχεια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να ξαναπάρει την επίθεση και να αποκαταστήσει την απόλυτη και μονομερή εξουσία του, ενώ τα περιγράμματα ενός νέου κύματος αμφισβήτησης του συστήματος μόλις που διακρίνονται. Σε αυτό το ημίφως της νύχτας που δεν έχει τελειώσει ακόμα και της ημέρας που δεν έχει αρχίσει ακόμα, τα τέρατα και τα φαντάσματα παίρνουν μορφή. Ενώ ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πραγματικά τερατώδης, οι απαντήσεις των δυνάμεων της απόρριψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό νεφελώδεις.

Η Ανάδυση και η Λούμπεν Ανάπτυξη

Ο όρος ανάδυση χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους σε εξαιρετικά διαφορετικά συμφραζόμενα και τις περισσότερες φορές χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια το νόημά του. Η ανάδυση δεν μετριέται από έναν αυξημένο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή των εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από μια δεκαετία) ή από το γεγονός ότι η εν λόγω κοινωνία έχει επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως το βλέπουν η Παγκόσμια Τράπεζα και οι συμβατικοί οικονομολόγοι. Η ανάδυση συνεπάγεται πολύ περισσότερα: συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας και αύξηση της ικανότητας των βιομηχανιών αυτών να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ακόμη ερωτήματα: ποιες βιομηχανίες εμπλέκονται και τι εννοούμε με τον όρο ανταγωνιστικός. Θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες (ορυχεία και καύσιμα), οι οποίες από μόνες τους μπορούν, σε χώρες καλά προικισμένες από τη φύση, να παράγουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη χωρίς να παρασύρουν στο πέρασμά τους όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες της εν λόγω χώρας. Ακραία παραδείγματα αυτών των “μη-αναδυόμενων” καταστάσεων είναι οι χώρες του Κόλπου, η Βενεζουέλα και η Γκαμπόν. Είναι επίσης απαραίτητο να εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας καθώς και του παραγωγικού συστήματος στο σύνολό του, και όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα ενός επιλεγμένου αριθμού παραγωγικών μονάδων μεμονωμένα. Μέσω της μετεγκατάστασης ή της υπεργολαβίας, οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται σε χώρες του Νότου μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία τοπικών παραγωγικών μονάδων (θυγατρικών των πολυεθνικών ή αυτόνομων μονάδων) ικανών να εξάγουν στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές κατά την άποψη των συμβατικών οικονομικών. Η ανταγωνιστικότητα ενός παραγωγικού συστήματος εξαρτάται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα και η αποτελεσματικότητα όλων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική πολιτική οικονομία (φορολογικό σύστημα, εταιρικό δίκαιο, εργασιακά δικαιώματα, πιστώσεις, δημόσια στήριξη κ.λπ.) Με τη σειρά του, το εν λόγω παραγωγικό σύστημα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις βιομηχανίες μεταποίησης που παράγουν βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή και την κατανάλωση (αν και η απουσία αυτών σημαίνει πραγματικά ότι δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα που να αξίζει το όνομα), αλλά περιλαμβάνει επίσης την παραγωγή τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, καθώς και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία του συστήματος (ιδίως τις μεταφορές και τις πιστώσεις).

Η έννοια της ανάδυσης, λοιπόν, συνεπάγεται μια πολιτική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, μια χώρα είναι αναδυόμενη μόνο στο βαθμό που οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση στοχεύουν στον στόχο της οικοδόμησης και ενίσχυσης μιας οικονομίας που είναι στραμμένη προς το εσωτερικό (ακόμη και αν είναι ανοικτή προς το εξωτερικό) και, κατά συνέπεια, ικανή να διεκδικήσει την εθνική οικονομική της κυριαρχία. Αυτός ο σύνθετος στόχος συνεπάγεται ότι η διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα, συνεπάγεται μια πολιτική που επιτρέπει σε μια χώρα να ενισχύσει την επισιτιστική της κυριαρχία καθώς και την κυριαρχία της στον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από το εξωτερικό της εθνικής της επικράτειας. Αυτοί οι πολλαπλοί και συμπληρωματικοί στόχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους μιας κομπραδόρικης κυβέρνησης που αρκείται στο να προσαρμόζει το εφαρμοζόμενο μοντέλο ανάπτυξης στις απαιτήσεις του κυρίαρχου “φιλελεύθερου-παγκοσμιοποιημένου” παγκόσμιου συστήματος και στις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.

Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πει τίποτα για τον προσανατολισμό της πολιτικής στρατηγικής που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο κράτος και μια συγκεκριμένη κοινωνία: Είναι καπιταλιστικό ή κινείται προς το σοσιαλισμό; Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη συζήτηση, διότι η επιλογή του προσανατολισμού μιας άρχουσας τάξης έχει σημαντικές θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιτυχία της ανάδυσης. Η σχέση μεταξύ των πολιτικών της ανάδυσης, από τη μια πλευρά, και των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις συνοδεύουν, από την άλλη, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική συνοχή των πρώτων, αλλά και από το βαθμό της συμπληρωματικότητάς τους (ή της σύγκρουσής τους) με τους δεύτερους. Οι κοινωνικοί αγώνες -ταξικοί αγώνες και πολιτικές συγκρούσεις- δεν προκύπτουν από την “προσαρμογή” στη λογική του σχεδίου ανάδυσης του κράτους- αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το τι κάνει το κράτος. Η τρέχουσα εμπειρία καταδεικνύει την ποικιλομορφία και τις διακυμάνσεις αυτών των σχέσεων. Η ανάδυση συνοδεύεται συχνά από επιδείνωση των ανισοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής φύση αυτών των ανισοτήτων πρέπει να διευκρινιστεί: Εμφανίζονται οι ανισότητες αυτές σε ένα πλαίσιο όπου μια μικρή μειοψηφία ή μια μεγαλύτερη (η μεσαία τάξη) επωφελείται από τις ασκούμενες πολιτικές, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται, ή σε ένα πλαίσιο όπου παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αυτής της πλειοψηφίας, έστω και αν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματός της είναι χαμηλότερος από εκείνον των δικαιούχων του συστήματος; Με άλλα λόγια, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορούν να συνδέουν την ανάδυση με την εξαθλίωση ή όχι. Η ανάδυση δεν είναι ένα καθεστώς που μια χώρα επιτυγχάνει μια για πάντα. Αποτελείται από διαδοχικά βήματα – τα προηγούμενα, αν είναι επιτυχή, θα προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα ή, αν δεν είναι επιτυχή, θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η σχέση μεταξύ της αναδυόμενης οικονομίας και της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται η ίδια σε συνεχή μετασχηματισμό και αποτελεί μέρος διαφορετικών συνολικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κοινωνική αλληλεγγύη στο έθνος ή να την αποδυναμώσουν. Συνεπώς, η ανάδυση δεν είναι συνώνυμη με την αύξηση των εξαγωγών και την αυξανόμενη ισχύ μιας χώρας που μετριέται με αυτόν τον τρόπο. Η αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που πρέπει να προσδιοριστεί (για την εργατική τάξη, τη μεσαία τάξη) και η πρώτη μπορεί να γίνει στήριγμα ή εμπόδιο για τη δεύτερη. Η αύξηση των εξαγωγών μπορεί έτσι να αποδυναμώσει ή να ενισχύσει τη σχετική αυτονομία της αναδυόμενης οικονομίας στις σχέσεις της με το παγκόσμιο σύστημα.

Η ανάδυση είναι ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο οικονομικό. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της βασίζεται συνεπώς στην εξέταση της ικανότητάς της να μειώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα συνεχίζουν την κυριαρχία τους, παρά τις οικονομικές επιτυχίες των αναδυόμενων χωρών που μετρώνται με τους όρους της συμβατικής οικονομίας. Από την πλευρά μου, έχω ορίσει αυτά τα μέσα με όρους ελέγχου από τις κυρίαρχες δυνάμεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, της πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, των μέσων πληροφόρησης και των όπλων μαζικής καταστροφής. Υποστηρίζω επίσης τη θέση ότι υπάρχει πράγματι ένας συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας που σκοπεύει να διατηρήσει, με κάθε μέσο, την προνομιακή της θέση στην κυριαρχία του κόσμου και να εμποδίσει κάθε αναδυόμενη χώρα να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Από αυτό συμπεραίνω ότι οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε σύγκρουση με τους στρατηγικούς στόχους της ιμπεριαλιστικής τριάδας και η έκταση της βίας σε αυτή τη σύγκρουση είναι ανάλογη με το βαθμό ριζοσπαστικότητας των προκλήσεων των αναδυόμενων χωρών προς τα προνόμια του κέντρου που απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Τα οικονομικά της ανάδυσης δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη διεθνή πολιτική των εν λόγω χωρών. Ευθυγραμμίζονται με τον πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό της τριάδας; Αποδέχονται, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές που εφαρμόζει ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου; Ή επιχειρούν να τις αντιμετωπίσουν;

Ένα αυθεντικό σχέδιο ανάδυσης είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που περιλαμβάνει τη μονομερή υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αυτό που ονομάζω λούμπεν-ανάπτυξη. Δανείζομαι εδώ ελεύθερα τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Αντρέ Γκούντερ Φρανκ για να αναλύσει μια παρόμοια ανάπτυξη, αλλά σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές συνθήκες. Σήμερα, η λούμπεν-ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται με το μοντέλο “ανάπτυξης” (το οποίο δεν αξίζει το όνομα) που επιβάλλουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων στις κυριαρχούμενες κοινωνίες της περιφέρειας. Αντανακλάται στη δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων επιβίωσης (η λεγόμενη άτυπη σφαίρα), με άλλα λόγια, από την εξαθλίωση που είναι συνυφασμένη με τη μονομερή λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Μεταξύ των εμπειριών της ανάδυσης, ορισμένες αξίζουν πλήρως τον χαρακτηρισμό, επειδή δεν αποτελούν μέρος διαδικασιών λούμπεν-ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις καταστάσεις, η εξαθλίωση δεν πλήττει τις εργατικές τάξεις. Αντίθετα, παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, είτε μέτρια είτε ισχυρή. Δύο από αυτές τις εμπειρίες είναι σαφώς καπιταλιστικές: Νότια Κορέα και Ταϊβάν (δεν θα συζητήσω εδώ τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επιτυχία του εγχειρήματος της ανάδυσης σε αυτές τις δύο χώρες). Δύο άλλες κληρονομούν την κληρονομιά των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: Κίνα και Βιετνάμ. Η Κούβα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτή την ομάδα αν καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που υφίσταται σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανάδυσης που συνδέονται με προφανείς διαδικασίες λούμπεν-ανάπτυξης. Η Ινδία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τμήματα της κατάστασης της χώρας αντιστοιχούν σε αυτό που απαιτεί και παράγει η ανάδυση. Υπάρχει μια κρατική πολιτική που στοχεύει στην ενίσχυση ενός ευμεγέθους βιομηχανικού συστήματος, υπάρχει μια συνοδευτική επέκταση της μεσαίας τάξης, υπάρχει πρόοδος στις τεχνολογικές δυνατότητες και στην εκπαίδευση, και υπάρχει μια εξωτερική πολιτική ικανή να αυτονομηθεί στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά υπάρχει επίσης επιταχυνόμενη φτωχοποίηση για τη μεγάλη πλειοψηφία -τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει την ανάδυση με τη λούμπεν-ανάπτυξη. Μπορούμε μάλιστα να αναδείξουμε τη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο όψεων της πραγματικότητας. Πιστεύω, χωρίς να θέλω να κάνω μια τεράστια γενίκευση, ότι όλες οι άλλες χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες ανήκουν σε αυτή την υβριδική οικογένεια, είτε πρόκειται για τη Βραζιλία, είτε για τη Νότια Αφρική, είτε για άλλες. Αλλά υπάρχουν επίσης -και αυτό ισχύει για τις περισσότερες άλλες χώρες του Νότου- καταστάσεις στις οποίες τα στοιχεία της ανάδυσης είναι ελάχιστα εμφανή, ενώ οι διαδικασίες της λούμπεν ανάπτυξης είναι σαφώς κυρίαρχες.

Η συμβολή του μαοϊσμού

Ο “εργατικός” και ευρωκεντρικός μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς μοιραζόταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνίες πρέπει πρώτα να περάσουν από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για το οποίο η αποικιοκρατία -από αυτή την άποψη “ιστορικά θετική”- φύτεψε τους σπόρους, πριν μπορέσουν να φιλοδοξούν να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η ιδέα ότι η “ανάπτυξη” ορισμένων (τα κυρίαρχα κέντρα) και η “υπανάπτυξη” άλλων (οι κυριαρχούμενες περιφέρειες) ήταν αδιαχώριστες, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο έμφυτα προϊόντα της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού, ήταν εντελώς ξένη προς αυτήν.

Η πόλωση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -ένα μείζον γεγονός με σημαντικές παγκόσμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις- απαιτεί μια προοπτική που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτή η πόλωση είναι η βάση για την πιθανή υποστήριξη μεγάλων τμημάτων των εργατικών τάξεων και, κυρίως, των μεσαίων τάξεων (των οποίων η ίδια η ανάπτυξη ευνοείται από τη θέση των κέντρων στο παγκόσμιο σύστημα) στις κυρίαρχες χώρες προς τον κοινωνικό-αποικιοκρατισμό. Ταυτόχρονα, μετατρέπει την περιφέρεια σε μια “ζώνη καταιγίδων” (όπως λέει η κινεζική έκφραση) σε μια μόνιμη φυσική εξέγερση ενάντια στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Βεβαίως, η εξέγερση δεν είναι συνώνυμη της επανάστασης, αλλά εγείρει τη δυνατότητα της τελευταίας. Τα κίνητρα για την απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου δεν λείπουν, ακόμη και στο κέντρο του συστήματος, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του 1968. Αναμφίβολα, η διατύπωση της πρόκλησης που επέλεξε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα κάποτε – “η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις”- είναι κατά συνέπεια πολύ ακραία για να είναι χρήσιμη. Μια παγκόσμια στρατηγική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό προς τον παγκόσμιο σοσιαλισμό πρέπει να συντονίζει τους αγώνες στα κέντρα με εκείνους στην περιφέρεια του συστήματος.

Αρχικά, ο Β. Ι. Λένιν αποστασιοποιήθηκε από την κυρίαρχη θεωρία της Δεύτερης Διεθνούς και οδήγησε με επιτυχία μια επανάσταση στον “αδύναμο κρίκο” (Ρωσία), αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι αυτό θα ακολουθούσε ένα κύμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Αυτή ήταν μια απογοητευμένη ελπίδα. Στη συνέχεια ο Λένιν κινήθηκε προς μια άποψη που έδινε μεγαλύτερη σημασία στη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστάσεις στην Ανατολή. Αλλά εναπόκειτο στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Μάο Τσετούνγκ να συστηματοποιήσουν αυτή τη νέα προοπτική.

Ο μαοϊσμός συνέβαλε αποφασιστικά σε μια συνολική αξιολόγηση των ζητημάτων και των προκλήσεων που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επέκταση. Μας επέτρεψε να θέσουμε στο κέντρο της ανάλυσης τα κέντρα/περιφέρειες σε αντίθεση με την επέκταση του εγγενώς ιμπεριαλιστικού και πολωτικού “πραγματικά υπάρχοντος” καπιταλισμού και να αντλήσουμε από την ανάλυση αυτή όλα τα συνεπαγόμενα διδάγματα για τον σοσιαλιστικό αγώνα τόσο στα κυρίαρχα κέντρα όσο και στις κυριαρχούμενες περιφέρειες. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνοψιστεί σε μια όμορφη έκφραση κινεζικού τύπου: “Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν επανάσταση”. Τα κράτη -οι κυρίαρχες τάξεις όλων των χωρών του κόσμου, όταν είναι κάτι άλλο από λακέδες και μεταφορείς εξωτερικών δυνάμεων- εργάζονται για να διευρύνουν το χώρο κίνησής τους που τους επιτρέπει να ελιχθούν μέσα στο (καπιταλιστικό) παγκόσμιο σύστημα και να αναδειχθούν από “παθητικοί” δρώντες, καταδικασμένοι να προσαρμόζονται μονομερώς στις κυρίαρχες απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού, σε “ενεργούς” δρώντες, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Τα έθνη -δηλαδή, ιστορικά μπλοκ δυνητικά προοδευτικών τάξεων- επιθυμούν την απελευθέρωση, συγκεκριμένα την “ανάπτυξη” και τον “εκσυγχρονισμό”. Οι λαοί -δηλαδή, οι κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες εργατικές τάξεις- επιδιώκουν το σοσιαλισμό. Η φράση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα και, ως εκ τούτου, να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές δράσης. Συμμερίζεται την άποψη ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον παγκόσμιο σοσιαλισμό θα είναι μακρά, πολύ μακρά μάλιστα, και, κατά συνέπεια, έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της Τρίτης Διεθνούς για τη “σύντομη μετάβαση”.

Οικολογία και μαρξισμός

Το οικολογικό ζήτημα τίθεται σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι το μέγεθος των οικολογικών καταστροφών είναι πλέον σαφώς ορατό. Ωστόσο, αυτές οι συζητήσεις σπάνια ξεπερνούν τη σύγχυση. Μόνο μια μειοψηφία κινημάτων κατανοεί ότι η απάντηση στην πρόκληση απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι κατεστημένες δυνάμεις κατάλαβαν γρήγορα τον κίνδυνο και κατέβαλαν μεγάλες, δήθεν επιστημονικές, προσπάθειες -που στην πραγματικότητα είναι καθαρά ιδεολογική προπαγάνδα- για να αποδείξουν ότι ένας πράσινος καπιταλισμός είναι εφικτός. Μίλησα γι’ αυτό στις αναλύσεις μου για τα ζητήματα της “βιώσιμης” ανάπτυξης.3 Επίσης, αντίθετα, υποστήριξα ότι τα έργα των Mathis Wackernagel και William Rees, στα οποία αναφέρθηκα, καταδεικνύουν τη δυνατότητα υπολογισμού (τονίζω τη λέξη υπολογισμός, δηλαδή ποσοτικοποιημένο μέτρο) των αξιών χρήσης, υπό την προϋπόθεση της αποδέσμευσης από τον καπιταλισμό. Το βιβλίο του François Houtart (2010) αναλύει την απάτη του “πράσινου καπιταλισμού”. Ο John Bellamy Foster (2000) έχει δώσει μια αριστουργηματική ανάλυση του Μαρξ ως οικολόγου.4 Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τους αναγνώστες να γνωρίζουν ποια είναι η άποψή μου σε αυτά τα ζητήματα, την οποία έχω υποστηρίξει ακούραστα σε πολλές συζητήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο μου Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας (2010).

Η άποψη των κυρίαρχων ρευμάτων του περιβαλλοντισμού, ιδίως της φονταμενταλιστικής ποικιλίας, δεν είναι ασφαλώς αυτή του μαρξισμού, αν και αμφότεροι δικαίως καταγγέλλουν τις καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”.

Ο περιβαλλοντισμός αποδίδει αυτές τις καταστροφικές συνέπειες στην ευρωκεντρική και προμηθεϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τη “νεωτερικότητα”, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος της φύσης, αλλά ισχυρίζεται ότι υποτάσσει την τελευταία στην ικανοποίηση των αναγκών του. Η θέση αυτή συνεπάγεται μια μοιραία κουλτουραλιστική συνέπεια. Εμπνέει την έκκληση να ακολουθήσουμε μια άλλη φιλοσοφία που τονίζει την υπαγωγή του ανθρώπου στη φύση, τη “μητέρα” του. Με αυτό το σκεπτικό, υποτιθέμενες εναλλακτικές και καλύτερες φιλοσοφίες, όπως αυτή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Ινδουισμού, εξυμνούνται σε αντιπαράθεση με τη λεγόμενη δυτική φιλοσοφία. Πρόκειται για έναν κακώς μελετημένο έπαινο, ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι η ινδουιστική κοινωνία δεν διέφερε (και δεν διαφέρει) από τις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, ούτε όσον αφορά τη χρήση βίας (η ινδουιστική κοινωνία κάθε άλλο παρά μη βίαιη είναι, όπως ισχυρίζεται ότι είναι) ούτε την υποταγή της φύσης στην εκμετάλλευση.

Ο Μαρξ αναπτύσσει την ανάλυσή του σε ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος. Αποδίδει τον καταστροφικό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη λογική της ορθολογικότητας του καπιταλισμού, η οποία διέπεται αποκλειστικά από την επιδίωξη του άμεσου κέρδους (βραχυπρόθεσμη κερδοφορία). Το αποδεικνύει αυτό και βγάζει τα ρητά συμπεράσματα στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

Αυτές οι δύο μέθοδοι ερμηνείας της ιστορίας και της πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κρίσεις σχετικά με το “τι πρέπει να γίνει” για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση – οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”. Οι περιβαλλοντολόγοι οδηγούνται στην “καταδίκη της προόδου” και έτσι ενώνονται με τους μεταμοντέρνους στην αρνητική θεώρηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η καταδίκη οδηγεί, με τη σειρά της, σε μια μέθοδο οραματισμού για το πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, η οποία δεν είναι, τουλάχιστον, πολύ ρεαλιστική. Έτσι, γίνονται προβλέψεις κατά τις οποίες ένας συγκεκριμένος φυσικός πόρος θα εξαντληθεί (τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα), και στη συνέχεια η εγκυρότητα αυτών των -θανατηφόρα κινδυνολογικών- συμπερασμάτων γενικεύεται με τον ισχυρισμό ότι οι πόροι του πλανήτη δεν είναι άπειροι, ο οποίος είναι ασφαλώς σωστός κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα ως προς το τι μπορεί να συναχθεί από αυτόν. Ως εκ τούτου, αγνοούνται πιθανές μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν ένα συγκεκριμένο κινδυνολογικό συμπέρασμα. Φυσικά, το μακρινό μέλλον παραμένει άγνωστο και ποτέ δεν θα υπάρξει καμία εγγύηση ότι η “πρόοδος” θα καθιστά πάντα δυνατή την εξεύρεση λύσεων σε άγνωστες μελλοντικές προκλήσεις. Η επιστήμη δεν υποκαθιστά την πίστη στην αιωνιότητα (θρησκευτική ή φιλοσοφική). Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της συζήτησης στη φύση των προκλήσεων και στους τρόπους αντιμετώπισής τους δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.

Αντίθετα, τοποθετώντας τη συζήτηση στο έδαφος που καθάρισε ο Μαρξ -την ανάλυση του καπιταλισμού- είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στην ανάλυση των προκλήσεων. Ναι, θα υπάρξουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις στο μέλλον, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν τεχνολογίες για τον έλεγχο του πλούτου της φύσης. Αλλά αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς φόβο αντιφάσεων είναι ότι όσο η λογική του καπιταλισμού αναγκάζει την κοινωνία να ασκεί τις επιλογές της με βάση τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία (που συνεπάγεται η αξιοποίηση του κεφαλαίου), οι τεχνολογίες που θα εφαρμοστούν για την εκμετάλλευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων θα επιλέγονται μόνο αν είναι κερδοφόρες βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, αυτό συνεπάγεται ότι οι τεχνολογίες αυτές θα ενέχουν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σχεδιάσει έναν τρόπο διαχείρισης της κοινωνίας που θα βασίζεται στην ιεράρχηση των αξιών χρήσης αντί των αξιών ανταλλαγής που συνδέονται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Λέω “καλύτερη διαχείριση” και όχι “τέλεια διαχείριση”. Η τελευταία συνεπάγεται την εξάλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση. Η πρώιμη κριτική του ευρωκεντρισμού που προώθησα (η οποία συνεχίζεται στη δεύτερη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου μου Ευρωκεντρισμός) συνεχίζει το έργο που ξεκίνησε ο Μαρξ ως αντίλογος στον πολιτιστικιστικό, μεταμοντέρνο και υποτίθεται περιβαλλοντικό λόγο5.

Η επιλογή των οικολόγων να συζητούν αυτά τα ζητήματα σε ένα λανθασμένο θεωρητικό πλαίσιο τους παγιδεύει, όχι μόνο σε θεωρητικά, αλλά κυρίως σε πολιτικά αδιέξοδα. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου να χειραγωγούν όλες τις πολιτικές προτάσεις που προκύπτουν από αυτήν. Είναι γνωστό ότι η κινδυνολογία επιτρέπει στις κοινωνίες της ιμπεριαλιστικής τριάδας να διατηρήσουν το προνόμιο της αποκλειστικής πρόσβασης στους πόρους του πλανήτη και να εμποδίσουν τους λαούς της περιφέρειας να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ανάπτυξής τους – είτε για καλό είτε για κακό. Είναι αναποτελεσματικό να απαντά κανείς στις “αντιασφαλιστικές” απόψεις με την επισήμανση του (αδιαμφισβήτητου) γεγονότος ότι οι ίδιες είναι απλά κατασκευάσματα των λόμπι (για παράδειγμα, του λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας). Ο κόσμος του κεφαλαίου λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο: τα λόμπι που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου έρχονται αενάως αντιμέτωπα μεταξύ τους και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Τα λόμπι υπέρ των ενεργοβόρων επιλογών αντιμάχονται τώρα τα λόμπι υπέρ του “πράσινου” καπιταλισμού. Οι οικολόγοι θα μπορέσουν να βγουν από αυτόν τον λαβύρινθο μόνο αν καταλάβουν ότι πρέπει να γίνουν μαρξιστές.

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Samir Amin, “Révolution ou Decadence? La Crise du Système Impérialiste Contemporain et Celle de l’Empire Romain,” Review: Fernand Braudel Center 4, αριθ. 1 (1980): 155-67.
  2. Βλέπε Samir Amin, Ending Capitalism or Ending the Crisis of Capitalism?, trans. Victoria Bawtree (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Pambazuka, 2011).
  3. Samir Amin, Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας, μτφρ. Brian Pearce και Shane Mage (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2010), 135-44.
  4. Βλέπε Mathis Wackernagel και William Rees, Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth (Gabriola Island, Canada: New Society, 1996)- François Houtart, Agrofuels: Big Profits, Ruined Lives and Ecological Destruction, trans. Victoria Bawtree (Νέα Υόρκη: Pluto, 2010)- John Bellamy Foster, Marx’s Ecology: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2000).
  5. Samir Amin, Eurocentrism, 2η έκδοση, μτφρ. Russell Moore και James Membrez (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009).

Πηγή: Monthly Review

Demolition of the Old House, Dalston Junction, Summer 1974

Τι γίνεται από Δευτέρα;

Από την άποψη της Αριστεράς η 7η Ιούλη μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Η παράφραση της ρήσης του Ελεφάντη για το ΠΑΣΟΚ είναι απαραίτητη γιατί πρέπει να αναγνωρίζεις ειλικρινά τι έχεις και τι δεν έχεις να περιμένεις. Η Αριστερά, ως ιστορικό φορτίο και πολιτική αποστολή, τίποτα θετικό δεν περιμένει από την κάλπη της Κυριακής. Η Αριστερά, ως το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στο κεφάλαιο, έχει χάσει εδώ και χρόνια. Οι εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν άλλη μια καταγραφή αυτής της ήττας μετά τις ευρωεκλογές. Το αποτέλεσμα προδιαγράφηκε εδώ και χρόνια, όσο η Αριστερά έμενε άναυδη, ανήμπορη, ανίκανη να αντιδράσει, να ανασυνταχτεί, να καταλάβει την ανεπάρκειά της και την αδυναμία της να συγκροτήσει αντίπαλο δέος, να προχωρήσει στην ουσιαστική επανίδρυσή της. Να κάνει πράξη μετά το 2015, την ύστατη έστω στιγμή, το «όχι όπως πριν».

Η ψήφος οίκτου, ελεημοσύνης, αντοχής ή μηδαμινής καταγραφής που διεκδικούν ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί, δυστυχώς, την επόμενη μέρα δεν θα μετατραπεί σε ανατροπή, αλλαγή ή μετασχηματισμό μιας ατελέσφορης και αδιέξοδης για το λαό πολιτικής. Θα μεταφραστεί στα κλασικά εικονογραφημένα «αντέξαμε», «τουλάχιστον εμείς υπάρχουμε», «δώσαμε μια δύσκολη μάχη». Ουδείς θα προβληματιστεί, για ποιο λόγο, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και κοινωνικής καταστροφής, ακόμα και μετά από τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, η κομμουνιστική, ριζοσπαστική, επαναστατική κοκ Αριστερά, γίνεται όλο και πιο αναξιόπιστη. Οι αριστεροί που κατανοούν το μέγεθος και το βάθος της αναξιοπιστίας, είτε ψηφίσουν, είτε δεν ψηφίσουν την υπαρκτή Αριστερά, οφείλουν την επόμενη μέρα να πασχίσουν για την κατεδάφιση και ανοικοδόμησή της.

Πουθενά δεν υπάρχει παρθενογένεση, ούτε και στην πολιτική. Η κατεδάφιση της υπαρκτής Αριστεράς δεν σημαίνει κατεδάφιση των αγωνιστών της. Σημαίνει όμως ακύρωση των χρεοκοπημένων μετώπων και σχηματισμών, των αυτάρεσκων πολιτικών, των αυτοϊκανοποιούμενων επιτελείων. Σημαίνει ταυτόχρονα επίγνωση πως οτιδήποτε καινούριο προκύψει απαιτεί ουσιαστική αναβάπτιση στην κοινή λογική του λαού και της εργαζόμενης κοινωνίας. Αν το όραμα της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, ας αναμετρηθεί με αυτό το καθήκον. Αν το όραμα είναι η εκλογική καταγραφή σε οριακά αναγνώσιμα ποσοστά, ας συνεχίσουν, όσοι θέλουν, το συγκεκριμένο χόμπι. Περί χόμπι πρόκειται. Οι υπόλοιποι οφείλουν να ανασκοπήσουν.

Η επόμενη μέρα ειδυλλιακά θα σήμανε υπέρβαση των σχηματισμών και οργανωμένη κατεδάφιση των αντιλήψεων που μας έφεραν στο σημείο μηδέν. Επειδή όμως το ειδυλλιακό σπάνια είναι πραγματικό, για να υπάρξει υπέρβαση πρέπει πρώτα να υπάρξει ρήξη. Ρήξη με τα υπαρκτά σχήματα και τις υπαρκτές πολιτικές. Και ας μην φοβόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Τα πολιτικά μέτωπα ή κόμματα που τυχόν στεγάζουν τις ανησυχίες μας, έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή. Βρίθουν ενδοοικογενειακής μιζέριας. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι να αποδράσουμε από τη μιζέρια αλλά να συνεχίσουμε να την αποδεχόμαστε γιατί «δεν υπάρχει τίποτα άλλο». Το «άλλο» πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή.

Μακάρι να ήταν λύση για την επόμενη μέρα το «κίνημα ενάντια στον Μητσοτάκη». Το πρόβλημα της κοινωνικής πλειοψηφίας σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι η κινηματική άπνοια. Άρα ούτε και η λύση θα είναι η κινηματική αναζωπύρωση με αφορμή την επέλαση του γνήσιου και αυθεντικού νεοφιλελευθερισμού. Το αδιέξοδο αφορά την πλήρη αναξιοπιστία μιας εναλλακτικής πορείας για τη χώρα και την κοινωνία. Είναι κεντρικά, βαθιά πολιτικό και ιδεολογικό. Το αδιέξοδο «χτιζόταν» επί δεκαετίες και ολοκληρώθηκε με το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ πριν από τέσσερα χρόνια. Και αν δεν μας απασχολήσει αυτό το αδιέξοδο, η προσφυγή στις «κοινωνικές αντιστάσεις» θα είναι ο φερετζές που θα κρύψουμε για άλλη μια φορά τη στρατηγική ήττα.

Το ότι «την επόμενη μέρα θα είμαστε εδώ» που διατυπώνει βασικά το ΚΚΕ και σε μικροπαραλλαγές και άλλοι, δεν σημαίνει και πολλά. Στην πραγματική ζωή σημασία δεν έχει να είσαι εδώ, αλλά να έχεις κάποιο αποτέλεσμα. Το 2019 δεν είναι 1979. Στον σημερινό καπιταλισμό του «όλα ή τίποτα» δεν κερδίζονται επιμέρους μάχες όσο δεν αναμετρούμαστε με τον συνολικό πόλεμο. Οι εργαζόμενοι χάνουν διαρκώς τα τελευταία χρόνια και το ένα ή το άλλο εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ ή όποιου άλλου δεν άλλαξε αυτή την κατάσταση. Ο λαός δεν γίνεται πιο δυνατός με ένα πενιχρό εκλογικό ποσοστό. Θα γινόταν πιο δυνατός αν αμφισβητούνταν ο συσχετισμός δύναμης, αν οικοδομούνταν μια άλλη προοπτική, αν υπήρχε πραγματική βούληση και τόλμη για πολιτική και κοινωνική ανατροπή.

Το μέλλον διαρκεί πολύ λέει ο φιλόσοφος, αλλά στην περίπτωσή μας το παρελθόν έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο. Η στασιμότητα και η παθητική αναμονή είναι πέρα από κάθε όριο λογικής. Έχουμε μια χρεοκοπημένη Αριστερά και όλοι βλέπουν, ξέρουν, καταλαβαίνουν τη χρεοκοπία της. Αναζητούνται εδώ και καιρό όσοι θα ομολογήσουν δυνατά ότι η συντήρηση της χρεοκοπίας δεν συνιστά λύση, δεν βοηθά το λαό, δεν ενισχύει την εργαζόμενη κοινωνία. Και ακόμη περισσότερο όσοι πάρουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Ψέματα και αλήθειες για τη μείωση των συντάξεων

Επειδή πολλοί υιοθετούν την κυβερνητική προπαγάνδα ότι επί κυβέρνησης Σύριζα οι συντάξεις μειώθηκαν μόνο 1% και το 3ο μνημόνιο του Σύριζα ήταν «φιλολαϊκό» , ενώ μόνο τα 2 πρώτα μνημόνια ευθύνονται για τις μειώσεις των συντάξεων, παραθέτουμε αναλυτικά τις περικοπές των συντάξεων από την αριστερή κυβέρνηση Σύριζα. Σημειωτέον ότι με την ενδιάμεση συμφωνία, 20 Φεβρουαρίου 2015, ο Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι θα εφαρμόσει πλήρως τα 2 προηγούμενα μνημόνια των κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Σαμαρά- Βενιζέλου. Όπερ και εγένετο.

Οι κύριες συντάξεις, από 13.5.2016, που εκδίδονται με το ν. Κατρούγκαλου ( ν. 4387/2016), είναι μειωμένες κατά 18- 20% σε σχέση με τις συντάξεις προ του ν. Κατρούγκαλου. Το ποσοστό αυτό μείωσης αφορά όλους τους συνταξιούχους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Από το Γενάρη του 2017 δεν εκδίδονται συντάξεις, γιατί η κυβέρνηση θέλει να παρουσιάζει στην τρόικα αυξημένα τα ματωμένα πλεονάσματα. Και γιατί δε θέλει να αποκαλυφθεί η απάτη ότι ο ν. Κατρούγκαλου θα δίνει αυξήσεις στις συντάξεις. Τάδε έφη Κατρούγκαλος στα κανάλια, όταν έδωσε σε δημοσιότητα το προσχέδιο του νόμου του. Η τακτική αυτή της κυβέρνησης αποτρέπει πολλούς συναδέλφους να κάνουν αίτηση για συνταξιοδότηση, γιατί κανένας δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς σύνταξη για πάνω από δύο χρόνια. Μέχρι την οριστική έκδοση της σύνταξης οι συνάδελφοι παίρνουν προσωρινή σύνταξη γύρω στα 650 €. Αυτός είναι και ο λόγος που περισσότεροι που συνταξιοδοτήθηκαν τα έτη 2017 και 2018 απολύθηκαν αυτοδίκαια, επειδή είχαν συμπληρώσει τα 67 χρόνια. Τώρα η Ε.Ε συζητάει νέο όριο για αυτοδίκαιη απόλυση τα 70(!) χρόνια.

Ο νέος τρόπος υπολογισμού της κύριας σύνταξης: Σ’ όλους χορηγείται μια εθνική σύνταξη (384 € με 20 τουλάχιστον συντάξιμα χρόνια) και μία ανταποδοτική με βάση το συντάξιμο μισθό από 2002 και εντεύθεν, ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας. Είναι ευνόητο ότι πλήρης σύνταξη δεν υπάρχει πια, εφόσον η ανταποδοτική χορηγείται με ποσοστό που καθορίζεται με τα συντάξιμα χρόνια. Πχ ενδεικτικά ποσοστά ανταποδοτικής σύνταξης:

32 χρόνια συντάξιμα 29,21%

33 30,63%

34 32,22%

35 33,81%

36 35,40%

37 37,20%

38 39,00%

39 40,80%

40 42,80%

Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, με 35 χρόνια συντάξιμα, προ του ν. Κατρούγκαλου η σύνταξη 1050 €, μετά το νέο ν. 870€, με 33 χρόνια 990€, με το νέο ν. 816€. Είναι ευνόητο ότι η Εθνική σύνταξη δεν αποτελεί σύνταξη και μπορεί να μειώνεται ή να καταργείται με κυβερνητική απόφαση.

Μέρισμα από το ΜΤΠΥ: Από 1.1.2016 η Κυβέρνηση Σύριζα μείωσε οριζόντια για όλους το Μέρισμα κατά 44,5%. Με τη μείωση αυτή η συνολική μείωση του μερίσματος λόγω μνημονίων ανέρχεται σε 60%. Δηλαδή τώρα ισχύει πλήρως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και μάλιστα ο κάθε ασφαλισμένος έχει ατομική μερίδα στο ΜΤΠΥ.

Επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΕΠ( πρώην ΤΕΑΔΥ): Από 1.1. 2016 για πρώτη φορά παρακρατείται 6% για την περίθαλψη. Με το ν. Κατρούγκαλου από 1.1.2015 (αναδρομικά) ο νέος μαθηματικός τύπος που υπολογίζει τις επικουρικές συντάξεις προβλέπει υπολογισμό με βάση το προσδόκιμο ζωής. Έτσι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη μείωση από τους άντρες, επειδή έχουν μεγαλύτερο το προσδόκιμο ζωής(!). Με το νέο τρόπο υπολογισμού για τα συντάξιμα χρόνια από 1.1.2015 προβλέπεται δραστική μείωση τουλάχιστον κατά 60%. Μετά από μερικά χρόνια η επικουρική θα διαμορφωθεί κάτω από τα επίπεδα του Μερίσματος το οποίο σήμερα με 35 χρόνια συντάξιμα ανέρχεται σε 105 €. Αυτός είναι και ο στόχος του ν. Κατρούγκαλου. Από 1.1.2015 η επικουρική ανέρχεται σε 2€ κάθε χρόνο. Και για μη φανεί ο νέος τρόπος υπολογισμού, με διάφορα προσχήματα το επικουρικό ταμείο δεν υπολογίζει το ποσό της επικουρικής από 1.1. 2015. Ο Μ.Ο έκδοσης των επικουρικών είναι πάνω από 4 χρόνια.

ΤΟ ΕΦΑΠΑΞ (ΤΠΔΥ): Με ν. Κατρούγκαλου η μείωση από 38,2% ( με τα δύο πρώτα μνημόνια των ετών 2010-2012, των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ) διαμορφώθηκε σε 50% και κάθε χρόνο θα μειώνεται επειδή για τα συντάξιμα χρόνια από 1.1.2014 ο ν. προβλέπει άτοκη επιστροφή των εισφορών. Έτσι η τρόικα πέτυχε αυτό που ήθελε, γιατί από το 2011 είχε προτείνει μείωση 50%. Ο ν. Κατρούγκαλου υλοποίησε ακριβώς όσα είχε προτείνει η Ε.Ε και ΔΝΤ. Προ μνημονίων με 35 χρόνια δημόσιας υπηρεσίας το εφάπαξ έφτανε τα 63.000€, τώρα 31.500€. Για τον υπολογισμό του εφάπαξ λαμβάνεται υπόψη μόνον η Δημόσια υπηρεσία από το ΦΕΚ διορισμού. Δεν υπολογίζονται τα χρόνια αναπλήρωσης, ούτε η εξαγορά στρατιωτικής θητείας.

Με το ν. 4336/2015: Αυξάνονται δραματικά τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση. Όσοι δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης μέχρι 18.8.2015, ο νέος νόμος αυξάνει δραματικά τα όρια ηλικίας και από 1.1. 2022 όλοι θα συνταξιοδοτούνται με 40 χρόνια συντάξιμα και σε ηλικία 62 ετών ή σε ηλικία 67 ετών. Εξαιρούνται μόνον όσοι υπάγονται στις μεταβατικές διατάξεις και μπορούν να συνταξιοδοτηθούν μέχρι 31.12. 2021. Αυτοί μπορούν να φύγουν και μετά την 1.1.2022. Με αυτό το νόμο τα όρια ηλικίας αυξήθηκαν για τους περισσότερους από 8 έως 15 χρόνια.

Συμπερασματικά: Με τα τρία μνημόνια οι συνολικές απώλειες για τους συνταξιούχους, μαζί με την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, ανέρχονται σε 60%. Ο μέσος όρος όλων των συντάξεων πριν από το ν. Κατρούγκαλου (13.5.2015) ήταν 710€, τώρα με την εφαρμογή του ν. είναι 600€ και, αν εκδοθούν όλες οι συντάξεις που με τις επικουρικές υπερβαίνουν τις 150.000, ο μέσος όρος θα διαμορφωθεί στα 550€. Η πρόεδρος του ΔΝΤ κ. Λαγκάρντ, είχε ζητήσει προ διετίας στη Λίμα του Περού ο μ.ο. των συντάξεων στην Ελλάδα να μην υπερβαίνει τα 484€. Είμαστε κοντά …Άλλωστε με την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ από τους χαμηλοσυνταξιούχους από την κυβέρνηση Σύριζα, δεν πρόκειται να τη διαψεύσουμε(!).

Η αλήθεια για τη 13η σύνταξη: Η κυβέρνηση παραμονές των εκλογών αποφάσισε να εφαρμόσει τη λογική του Χότζα. Το 2019 αυξάνει τα ματωμένα πλεονάσματα κατά 1.14 δις. Μέρος αυτού του υπερπλεονάσματος που άρπαξε από τις τσέπες μας το «προσφέρει» με τη λογική του Χότζα ως 13η σύνταξη(!), που για τους συνταξιούχους εκπαιδευτικούς μεταφράζεται σε κάτω από 300 €.

Αν μετά από όλα τα στοιχεία που παρατίθενται, υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν ότι δε μειώθηκαν οι συντάξεις επί κυβέρνησης Σύριζα και βρίσκουν ακροατήριο, τότε είμαστε χαμένοι.

Ένα κατάλληλο πολιτικό εργαλείο για κάθε κατάσταση

Α. Γιατί είναι αναγκαία μία πολιτική οργάνωση;

  1. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο επιβεβαιώνουν αυτό που έγραψε ο Λένιν το 1914[1]: «Χωρίς οργάνωση οι μάζες δεν έχουν ενότητα βούλησης» και χωρίς αυτήν δεν μπορούν να αγωνιστούν ενάντια στην «πανίσχυρη τρομοκρατική στρατιωτική οργάνωση» των καπιταλιστικών κρατών.
  2. Προκειμένου η πολιτική δράση να είναι αποτελεσματική, έτσι ώστε οι διαμαρτυρίες, η αντίσταση και οι αγώνες να μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μετατροπή των μαζικών εξεγέρσεων σε επαναστάσεις, είναι απαραίτητο ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να υπερβαίνει τον διασκορπισμό και την πολυδιάσπαση όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση: ένα πολιτικό εργαλείο που να μπορεί να δημιουργεί χώρους συνάντησης όλων εκείνων που, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται έναν κοινό εχθρό· ένα εργαλείο ικανό να ενδυναμώνει τους υφιστάμενους αγώνες και να προωθεί και νέους κατευθύνοντας τη δράση τους βάσει μιας ενδελεχούς ανάλυσης της πολιτικής κατάστασης· ένα εργαλείο που να μπορεί να λειτουργεί για τη συνοχή των επιμέρους εκφράσεων της αντίστασης και του αγώνα.
  3. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων δείχνει ξεκάθαρα τι μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένα πολιτικό εργαλείο ικανό να αναπτύξει ένα εναλλακτικό εθνικό πρόγραμμα προκειμένου να ενοποιήσει τους αγώνες διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων σε έναν κοινό σκοπό· ένα εργαλείο που θα βοηθά στη συνοχή και θα καθοδηγεί τους κοινωνικούς αυτούς παράγοντες βασιζόμενο σε μια ανάλυση του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι κατάλληλες δράσεις να λάβουν χώρα στο σωστό τόπο και το σωστό χρόνο, στοχεύοντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του εχθρού.
  4. Αυτό το πολιτικό εργαλείο είναι σαν έμβολο μέσα σε μια ατμομηχανή τρένου, το οποίο μετατρέπει την ενέργεια του ατμού σε κίνηση που μεταφέρεται στους τροχούς, θέτοντας έτσι σε λειτουργία τη μηχανή και μαζί της και το υπόλοιπο τρένο. Η ισχυρή οργανωτική συνοχή δεν εξασφαλίζει από μόνη της μείζονα αντικειμενική ικανότητα δράσης, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα ένα εσωτερικό κλίμα που καθιστά δυνατές τις ενεργητικές παρεμβάσεις σε πολιτικά γεγονότα που αποτελούν ευκαιρίες. Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως στην πολιτική δεν αρκεί να έχει κάποιος δίκιο, αλλά θα πρέπει να δρα στο σωστό χρόνο και να βασίζεται στην ισχύ του προκειμένου να έχει επιτυχία.
  5. Στον αντίποδα, η ιδεολογική σύγχυση σε σχέση με το γιατί αγωνιζόμαστε και το συναίσθημα ότι δεν βασιζόμαστε σε συμπαγή εργαλεία, που να μας επιτρέπουν να μετουσιώνουμε τις ληφθείσες αποφάσεις σε πράξη, έχει αρνητικό αντίκτυπο, οδηγώντας σε παράλυση της πράξης.

i) Ένα εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού

  1. Ένα τέτοιο πολιτικό εργαλείο είναι αναγκαίο επειδή χρειαζόμαστε ένα φορέα που να μπορεί να θέσει τους άξονες για τη συγκρότηση μιας πρώτης πολιτικής πρότασης, ενός προγράμματος ή ενός εθνικού σχεδίου εναλλακτικού προς τον καπιταλισμό. Αυτό το πρόγραμμα ή το σχέδιο λειτουργεί ως θαλάσσιος χάρτης προκειμένου να βρούμε το δρόμο μας, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χαθούμε, για να θέσουμε τα θεμέλια της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε σωστή βάση, για να μην συγχέουμε αυτό που πρέπει να γίνει τώρα με αυτό που πρέπει να γίνει αργότερα, για να γνωρίζουμε ποια βήματα πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο· με άλλα λόγια, χρειζόμαστε μια πυξίδα για να διασφαλίσουμε ότι το πλοίο μας δεν θα εξοκείλει, αλλά θα φτάσει με ασφάλεια στον προορισμό του.
  2. Το παραπάνω καθήκον απαιτεί χρόνο, μελέτη και γνώση της εθνικής και διεθνούς κατάστασης. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αυτοσχεδιάσουμε σε μια νύχτα, πολλώ δε μάλλον στο σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε. Το έργο αυτό πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτικό πρόγραμα που να λειτουργεί όπως ο θαλάσσιος χάρτης που προαναφέραμε και να συγκεκριμενοποιείται σε ένα εθνικό πλάνο ανάπτυξης.
  3. Η αρχική προετοιμασία θα πρέπει πάντοτε να γίνεται από την πολιτική οργάνωση, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας πως θα πρέπει αυτό το έργο να εμπλουτίζεται και να τροποποιείται μέσα από την κοινωνική πρακτική με τις απόψεις και τις προτάσεις των κοινωνικών παραγόντων, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω, αλλά θα πρέπει να οικοδομηθεί με τη συμμετοχή του λαού.
  4. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν βαρέθηκε ποτέ να επαναλαμβάνει ότι το μονοπάτι για το σοσιαλισμό δεν είναι από τα πριν χαραγμένο ούτε και υπάρχουν προκαθορισμένα πρότυπα και σχέδια, καθώς «η σύγχρονη προλεταριακή τάξη δεν διεξάγει τους αγώνες της βάσει κάποιου προτύπου που αναπαράγεται σε ένα βιβλίο ή μία θεωρία. Ο αγώνας των σύγχρονων εργατών είναι μέρος της ιστορίας, μέρος της κοινωνικής εξέλιξης και μαθαίνουμε πώς πρέπει να παλεύουμε εν μέσω της ιστορίας, εν μέσω της εξέλιξης, εν μέσω του αγώνα»[2].
  5. Το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να διεγείρει μια διαρκή αντιπαράθεση για τα μεγάλα εθνικά προβλήματα ώστε αυτό το βασικό σχέδιο, και τα επιμέρους που απορρέουν από αυτό, να εμπλουτίζονται διαρκώς. Συμφωνώ με τον Farruco Sesto ότι αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν μπορούν να περιορίζονται σε μια απλή αναμέτρηση ιδεών αλλά θα πρέπει «να οδηγούν στην συλλογική σφυρηλάτηση ιδεών και λύσεων στα προβλήματα […]. Τα επιχειρήματα που συγκεντρώνουμε ή που αντιπαραθέτουμε απέναντι σε αντίθετες απόψεις θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε μια κοινή αλήθεια»[3].
  6. Η πολιτική οργάνωση θα πρέπει – σύμφωνα με τον Sesto- να αποτελεί «ένα τεράστιο εργαστήρι στρατηγικού σχεδιασμού, που θα αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη χώρα». Εγώ πιστεύω, ειδικότερα, ότι το πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει όχι μόνο να ενθαρρύνει την εσωτερική αντιπαράθεση αλλά και να καταβάλλει προσπάθειες για να διευκολύνει την ενεργό συμμετοχή σε χώρους δημοσίου διαλόγου επί θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος όπου θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες.
  7. Για το λόγο αυτό συμφωνώ για μια ακόμη φορά με τον Farruco ότι, εφόσον το κόμμα δεν είναι κάτι ξέχωρο από το λαό αλλά αντιθέτως θα πρέπει «να ζει μαζί με το λαό», το ιδανικό μέρος για να λάβει χώρα αυτή η αντιπαράθεση είναι «η καρδιά του λαϊκού κινήματος». Επιπλέον, «εάν ένας από τους στρατηγικούς στόχους της επανάστασης είναι να μεταβιβάσει την εξουσία στο λαό, αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά όχι απλά της δυνατότητας λήψης αποφάσεων αλλά και της επεξεργασίας των λόγων που οδηγούν σε αυτή την απόφαση, καθώς η παραγωγή των ιδεών και το ξεκαθάρισμα σχετικά με το ποια οδό πρέπει να ακολουθήσουμε αποτελεί την πιο σημαντική πτυχή της άσκησης εξουσίας».

ii) Ένας οδηγός για τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε

  1. Το πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο όχι μόνο για να συντονίζει το λαϊκό κίνημα και να προωθεί την θεωρητική σκέψη, αλλά και για να προσδιορίζει τη στρατηγική. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οδηγό που να περιγράφει τα αναγκαία βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για να εφαρμόσουμε τη θεωρία, σε συνδυασμό με την ανάλυσή μας για τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν οι δράσεις μας να λάβουν χώρα στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, αναζητώντας πάντοτε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του αντιπάλου, εκμεταλλευόμενοι τον ατμό της μηχανής την αποφασιστική στιγμή, μετατρέποντάς τον σε προωθητική δύναμη και αποφεύγοντας την κατασπατάλησή του. Φυσικά, όπως είπε και ο Τρότσκι, αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι το έμβολο, αλλά ο ατμός· κι αυτός είναι η ενέργεια που εκτοξεύεται από της μάζες που κινητοποιούνται.
  2. Και αν ένα πολιτικό υποκείμενο είναι αναγκαίο για την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας, παίζει καθοριστικό ρόλο και κατά την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, εναλλακτικής στον Καπιταλισμό, όπως προείπαμε.

Β. Υπερβαίνοντας το Υποκειμενικό Εμπόδιο

  1. Γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με αυτές τις ιδέες. Υπάρχουν πολλοί που δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να τις συζητήσουν. Τέτοιες θέσεις συχνά υιοθετούνται επειδή συσχετίζουν την παραπάνω αντίληψη με τις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές, γραφειοκρατικές και πατροναριστικές πολιτικές πρακτικές που έχουν χαρακτηρίσει αρκετά κόμματα της αριστεράς.
  2. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπερβούμε αυτό το υποκειμενικό εμπόδιο, καθώς είμαι, όπως είπα, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αγώνας ενάντια στο παρόν σύστημα κυριαρχίας ούτε και να οικοδομηθεί μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς την ύπαρξη ενός εργαλείου ικανού να συσπειρώνει διαφορετικούς κοινωνικούς παράγοντες και να ενοποιεί την βούλησή τους για δράση γύρω από συμφωνημένους στόχους.
  3. Αποτελεί παράδοξο ότι ο Hardt και ο Negri, οι οποίοι παραδέχονται ότι ζούμε σε μια «παγκόσμια εμπόλεμη κατάσταση», ότι η απόλυτη δημοκρατία που επιθυμούμε δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί, που θεωρούν δίκαιη την άμυνα των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, που υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι «ένα σχέδιο πολιτικής οργάνωσης, συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από πολιτικές πρακτικές»[4] και ότι «η κοινωνική πλειοψηφία θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις και να δρα από από κοινού», δεν αποδέχονται, παρόλα αυτά, την άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «κεντρικό σημείο διοίκησης και πληροφόρησης»[5] και δεν προτείνουν τίποτε απολύτως για το πώς θα εφαρμόζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται από κοινού.

Γ. Γιατί Πολιτικό Υποκείμενο και όχι Πολιτικό Κόμμα

i) Ο Λένιν ενάντια σε ένα Παγκόσμιο Μοντέλο

  1. Εξαιτίας της εντεινόμενης υποτίμησης της πολιτικής και των πολιτικών, πολλοί άνθρωποι τείνουν να απορρίπτουν τον όρο «κόμμα». Γι αυτό το λόγο προτιμώ τη χρήση του όρου «πολιτικό υποκείμενο».
  2. Δεν είναι όμως αυτό ο μόνος λόγος· υπάρχει και ένας πιο θεμελιακός λόγος που προσπαθεί να δώσει έμφαση στον εργαλειακό χαρακτήρα που θα πρέπει να έχουν όλες οι πολιτικές, επαναστατικές οργανώσεις.
  3. Εάν αυτό που διακυβέβευται είναι η καθοδήγηση του αγώνα κομματιών της κοινωνίας, τα οργανωτικά ζητήματα δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό, παρά μόνο εργαλείο που εξυπηρετεί το αντικειμενικό στόχο.
  4. Και η μορφή που παίρνει ο αγώνας εξαρτάται από την πραγματικότητα κάθε χώρας. Δεν μπορεί κανείς να έχει μια φόρμουλα για την οργάνωση· αυτή θα πρέπει να καθορίζεται ώστε να ταιριάζει στα χαρακτηριστικά κάθε κοινωνικής πραγματικότητας.
  5. Ο Λένιν, σε αντίθεση με πολλούς από τους υποστηρικτές του, όταν προσπαθούσαν να συγκροτήσουν ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία, στήριζε ξεκάθαρα την άποψη ότι δεν τίθετο ζήτημα ανάπτυξης μιας παγκόσμιας φόρμουλας για το επαναστατικό κόμμα. Γνώριζε καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που λειτουργούσε σε αστικά, δημοκρατικά καθεστώτα, ήταν καλά οργανωμένη: προκειμένου να δώσει τη μάχη μέσω των εκλογικών διαδικασιών, ήταν οργανωμένη σε ισχυρά, νόμιμα κόμματα· κατά συνέπεια, τα χαρακτηριστικά των κομμάτων αυτών δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν μηχανικά στην τσαρική Ρωσία, το απολυταρχικό καθεστώς της οποίας εμπόδιζε όλες τις ανοιχτά επαναστατικές πολιτικές οργανώσεις. Ούτε και το μοντέλο των παλαιών, μυστικών επαναστατικών οργανώσεων της Ρωσίας θα μπορούσε να υιοθετηθεί, αν και παρέμενε σημαντικό να διδαχθούν από αυτές σχετικά με ορισμένες συνωμοτικές τεχνικές.
  6. Τι έπρεπε να γίνει για να συγκροτηθεί ένα επαναστατικό κόμμα στη Ρωσία – μια χώρα όπου υπήρχε ένα τρομοκρατικό κράτος, που στηριζόταν σε μια πολύ μικρή σε μέγεθος, ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στις πόλεις και πολύ μαχητική εργατική τάξη; Σύμφωνα με τον μπολσεβίκο ηγέτη, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «κλειστό» κόμμα πειθαρχημένων μαχητών – αληθινά επαναστατικές ομάδες – και με αυτούς να επιδιώξουν «τη συνάντηση με τα αυθόρμητα κινήματα τμημάτων του λαού, ή πιο συγκεκριμένα, με το προλεταριάτο των εργαστασίων, προκειμένου να δημιουργήσουν μια οργάνωση για αυτό το κίνημα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της χώρας»[6].

ii) Η Τρίτη Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα

  1. Για τον Λένιν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε μια παγκόσμια φόρμουλα για το επαναστατικό κόμμα. Θεωρούσε πάντα το κόμμα ως το κατεξοχήν πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού, ως το εργαλείο εκείνο που θα παρείχε πολιτική κατεύθυνση στην ταξική πάλη – μια πάλη που πάντοτε λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Πίστευε, λοιπόν, ότι η οργανωτική δομή κάθε κόμματος θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας και να τροποποιείται με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του αγώνα.
  2. Αυτές οι πρώιμες ιδέες του Λένιν επικυρώθηκαν και στην 3η Διάσκεψη της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921. Σε ένα από τα έργα του[7] υποστηρίζει τα παρακάτω: «Δεν υπάρχει απόλυτη οργανωτική μορφή, κατάλληλη για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε κάθε εποχή. Οι συνθήκες της προλεταριακής ταξικής πάλης μεταβάλλονται διαρκώς, συνεπώς η προλεταριακή εμπροσθοφυλακή θα πρέπει πάντοτε να αναζητά αποτελεσματικά οργανωτικά σχήματα. Αντιστοίχως, κάθε Κόμμα θα πρέπει να αναπτύξει δικές του, ειδικές μορφές οργάνωσης, ώστε να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες, ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες κάθε χώρας».
  3. Ωστόσο, παρά τις οδηγίες της Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν στην πράξη ένα ενιαίο μοντέλο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις χώρες όπου ιδρύθηκαν.
  4. Αυτό θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη δύο κριτήρια τα οποία ο Λένιν θεωρούσε ότι τυγχάνουν παγκόσμιας εφαρμογής. Το πρώτο αφορούσε τη θεώρηση του κομμουνιστικού κόμματος ως του κόμματος της εργατικής τάξης και το δεύτερο κριτήριο αφορούσε την προϋπόθεση να υιοθετήσει κάθε κόμμα υποχρεωτικά το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα», προκειμένου να ανήκει στην Κομμουνιστική Διεθνή.
  5. Τέτοιες υποθέσεις εφαρμόστηκαν με ζήλο από το Λατινοαμερικάνικο τμήμα της Διεθνούς, με την επίδρασή τους να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Οι ηγέτες των κομμάτων αντέγραφαν με ζήλο φόρμουλες που είχαν εφευρεθεί για τον Τρίτο Κόσμο χωρίς καμιά διαφοροποίηση και αγνοούσαν τις ιδιαιτερότητες των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν για να θυμηθούμε τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Mariátegui όταν δεν τήρησε την απόφαση της Διεθνούς σχετικά με το όνομα του κόμματος της εργατικής τάξης που ίδρυσε· το ονόμασε Σοσιαλιστικό και όχι Κομμουνιστικό κόμμα, αν και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει μέλος της Διεθνούς.

iii) Σημαντικά τμήματα του λαού παραβλέπονται

  1. Η άκριτη έμφαση που δόθηκε στην εργατική τάξη οδήγησε τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής στην παράβλεψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του επαναστατικού κοινωνικού υποκειμένου της ηπείρου και στην μη κατανόηση του ρόλου που μπορούν να παίξουν στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής οι ιθαγενείς και οι χριστιανοί.
  2. Είναι προφανές ότι αυτήν την περίοδο στις δικές μας χώρες η λαϊκή πάλη αναπτύσσεται υπό συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες της τσαρικής Ρωσίας. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι η Βενεζουέλα δεν είναι ούτε Κούβα ούτε Νικαράγουα, ούτε είναι η Βολιβία το ίδιο με το Εκουαδόρ. Σε κάθε χώρα υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες που διαπερνούν τη στρατηγική και τροποποιούν της μορφές της λαϊκής πάλης. Κατά συνέπεια, δεν πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να προτείνουμε ένα ορισμένο «καλούπι» για την μορφή που θα έπρεπε να έχει το επαναστατικό υποκείμενο.
  3. Το λάθος πολλών κομμάτων και κινημάτων στη Λατινική Αμερική είναι ότι ιεράρχησαν το πρόβλημα της οργανωτικής δομής υψηλότερα από της ανάγκες της πάλης, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
  4. Μια έκφανση του παραπάνω φαινομένου αποτελεί η τάση να υιοθετούν πολύ προωθημένες μορφές οργάνωσης που δεν ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη του ίδιου του επαναστατικού κινήματος, ως αποτέλεσμα αντιγραφής από άλλες επμπειρίες που πολλοί λίγοι τις θεωρούν κτήμα τους. Μια ακραία απόκλιση ορισμένων αριστερών ομάδων στη Λατινική Αμερική, που αυτοπροσδιορίζονταν ως υπέρμαχοι του ένοπλου αγώνα, ήταν αυτή της δημιουργίας δομών και και ιεραρχίας στρατιωτικού τύπου χωρίς να διαθέτουν καμία απολύτως στρατιωτική δύναμη.

Marta Harnecker (1937 – 2019) κατάγεται από τη Χιλή, όπου συμμετείχε στην επαναστατική διαδικασία των ετών 1970-73. Έχει γράψει εκτενώς για την επανάσταση της Κούβας και τη φύση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Έζησε στο Καράκας και συμμετείχε στην Βενεζουελάνικη επανάσταση. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Ένας κόσμος να οικοδομήσουμε: Νέα μονοπάτια για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».  

Πηγή: The Bullet

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] V. I. Lenin, “The Collapse of the Second International,” Ch. 6.

[2] Rosa Luxemburg, “The Politics of Mass Strikes and Unions.”

[3] Farruco Sesto, Que Viva el Debate!

[4] Michael Hardt and Antonio Negri, Multitude: War and Democracy in the Age of Empire, New York: Penguin, 2004, p.226.

[5] βλ. σημείωση 4

[6] V.I. Lenin, “Our Immediate Task,” 1899.

[7] V.I. Lenin, “Thesis on the Structure, Methods and Action of Communist Parties,” in Alan Adler (ed.), Theses, Resolutions and Manifestos of the First Four Congresses of the Third International.

Ο Ύστερος Ιμπεριαλισμός

Το έργο με τη μεγαλύτερη επιρροή για τον ιμπεριαλισμό παραμένει η κλασική μελέτη του Β. Ι. Λένιν πριν από έναν αιώνα, Ιμπεριαλισμός: Το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού (πιο γνωστή με τον τίτλο που της δόθηκε μετά την πρώτη της δημοσίευση, Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού[i]). Ο Λένιν χρησιμοποίησε τον όρο σύγχρονος ιμπεριαλισμός ή απλώς ιμπεριαλισμός για να αναφερθεί στην εποχή του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου, κατά την οποία ολόκληρος ο κόσμος διαμοιράζεται από τα ηγετικά κράτη και τις επιχειρήσεις τους, διαχωρίζοντας το ιμπεριαλιστικό στάδιο από τον αποικιοκρατισμό/ιμπεριαλισμό των μερκαντιλιστικών και ελεύθερα ανταγωνιστικών σταδίων του καπιταλισμού που προηγήθηκαν. “Η αποικιακή πολιτική και ο ιμπεριαλισμός”, επέμενε ο Λένιν, “υπήρχαν πριν από αυτό το τελευταίο [ιμπεριαλιστικό] στάδιο του καπιταλισμού, και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό”[ii].

Το νέο ιμπεριαλιστικό στάδιο, που ξεκίνησε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και επεκτάθηκε στον 20ο αιώνα, θεωρήθηκε ως προϊόν της ανάπτυξης γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων με μονοπωλιακή δύναμη, της στενής σύνδεσης που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων και των εθνικών κρατών στα οποία προέκυψαν, και της συνακόλουθης πάλης για τον έλεγχο των παγκόσμιων πληθυσμών και πόρων -που οδήγησε σε ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και πόλεμο. “Αν ήταν απαραίτητο να δώσουμε τον συντομότερο δυνατό ορισμό του ιμπεριαλισμού [ως “ειδικό στάδιο”]”, έγραψε ο Λένιν, “θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού “[iii].

Η γενική ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ανήκε σε μια ομάδα που σε μεγάλο βαθμό αφορούσε συμπληρωματικές θεωρίες της μαρξιστικής παράδοσης που περιελάμβανε έργα όπως το Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910), Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1913) της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Ο Ιμπεριαλισμός και η Παγκόσμια Οικονομία (1915) του Νικολάι Μπουχάριν[iv]. Ωστόσο, η ανάλυση του ίδιου του Λένιν ήταν ασυναγώνιστη ως προς την ικανότητά της να αποτυπώνει τις κυρίαρχες παγκόσμιες συνθήκες μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης των ίδιων των παγκόσμιων πολέμων. Ένα ισχυρό σημείο της ανάλυσής του ήταν ο συγκεκριμένος, ιστορικός χαρακτήρας της, απαλλαγμένος από άκαμπτες θεωρητικές φόρμουλες. Περιελάμβανε ποικίλα φαινόμενα όπως η ανάπτυξη του μονοπωλιακού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η “διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ”, η εξαγωγή κεφαλαίου, ο αγώνας για ενέργεια και πρώτες ύλες, η ταξική πάλη, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στον αγώνα για οικονομική επικράτεια και σφαίρες επιρροής, η ανάδυση μιας εργατικής αριστοκρατίας στον καπιταλιστικό πυρήνα και ο ανταγωνισμός για παγκόσμια και περιφερειακή ηγεμονία[v].

Δίνοντας έμφαση στον διακαπιταλιστικό ανταγωνισμό, ο Λένιν επισήμανε επίσης την ιεραρχία των εθνών-κρατών, η οποία χρησίμευε για να διαχωρίζει τις δυνάμεις του πυρήνα από τα φτωχότερα έθνη της περιφέρειας που βρίσκονταν εντός της ιμπεριαλιστικής επιρροής τους. Η ανάλυσή του προχώρησε πέρα από την αποικιοκρατία για να συζητήσει τη νεοαποικιοκρατία σε σχέση με τη Λατινική Αμερική. Στη δεκαετία του 1920, προσεκτικός απέναντι στους επαναστατικούς αγώνες που συνέβαιναν στο Μεξικό, την Τουρκία, την Περσία, την Κίνα και την Ινδία, ο Λένιν πρωτοστάτησε στην επέκταση της ανάλυσής του στην εξέταση όλων των “ιμπεριαλιστικά καταπιεσμένων αποικιών και χωρών” και όλων των “εξαρτημένων χωρών”, πυροδοτώντας την κατεύθυνση της επανάστασης στην περιφέρεια ενάντια στον “διεθνή ιμπεριαλισμό “[vi].

Ωστόσο, η ιστορία στη μαρξιστική αντίληψη είναι μια διαλεκτική συνέχειας και αλλαγής. Στη δεκαετία του 1960, η ανάλυση του Λένιν, παρά την πληρότητά της, χρειαζόταν επικαιροποίηση. Στη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδύθηκαν με σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, ο κόσμος είδε το μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα στην ιστορία που σχετιζόταν με τη ρήξη με την αποικιοκρατία, την άνοδο της νεοαποικιοκρατίας και την ανάδυση μιας αντίπαλης σφαίρας, αυτή της μετεπαναστατικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων κρατών με σοσιαλιστικές φιλοδοξίες[vii]. Σε αυτή την αλλαγμένη ατμόσφαιρα, που αντιστοιχούσε στον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους παρουσίασαν μια νέα ιδεολογία οικονομικής μεγέθυνσης, ανάπτυξης, βοήθειας και εκσυγχρονισμού εντός του καπιταλιστικού ιδεολογικού πλαισίου. Μια στρατιά φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών διανοουμένων, μεταξύ των οποίων προσωπικότητες όπως οι Mark Blaug, Benjamin J. Cohen, Robert W. Tucker και Barrington Moore Jr. επιστρατεύτηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 για να αρνηθούν την ύπαρξη του οικονομικού ιμπεριαλισμού, αν όχι του ιμπεριαλισμού γενικότερα, επικρίνοντας με την ανάλυσή τους διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς και των Ηνωμένων Πολιτειών ειδικότερα, όπως ο Paul Baran, ο Paul Sweezy, ο William Appleman Williams και ο Harry Magdoff.[viii]

Στο επίκεντρο της έντονης συζήτησης για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στις δεκαετίες του 1960 και του ’70 στο πλαίσιο του πολέμου του Βιετνάμ ήταν το βιβλίο του Magdoff Η εποχή του ιμπεριαλισμού: Τα οικονομικά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (1969), που γράφτηκε λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνια μετά το μεγάλο έργο του Λένιν. Σε συνδυασμό με τη συλλογή ιστορικών και θεωρητικών δοκιμίων του Magdoff από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του ’70 – Ιμπεριαλισμός: From the Colonial Age to the Present (1978)- το έργο ‘Η Εποχή του Ιμπεριαλισμού’ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη οικονομική, ιστορική και θεωρητική ανάλυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην κορύφωσή του, στη λεγόμενη χρυσή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού[ix].

Ο Magdoff, περισσότερο από κάθε άλλη προσωπικότητα της εποχής, διαμόρφωσε τη διαλεκτική της συνέχειας και της αλλαγής στη μαρξιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, συνδέοντας το έργο του με την προηγούμενη ανάλυση του Λένιν. Όπως και άλλοι σημαντικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού από τα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, όπως οι Baran, Sweezy και Samir Amin, συνέχισε να δίνει έμφαση στη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, μαζί με την άνοδο των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ως το κλειδί για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Επιπλέον, ο Magdoff βασίστηκε στην πολυπλοκότητα και την πολυδιάστατη φύση της αρχικής προσέγγισης του Λένιν, επιχειρώντας να την αναπαράγει για μια μεταγενέστερη εποχή. Ο Magdoff είχε σχεδιάσει τα στατιστικά μέτρα παραγωγικότητας (τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από το Υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ) για το Εθνικό Ερευνητικό Πρόγραμμα για τις Ευκαιρίες Επανένταξης στην Απασχόληση και την Τεχνολογική Ανάπτυξη της Διεύθυνσης Προόδου των Έργων (Works Progress Administration) κατά τη διάρκεια του New Deal στη δεκαετία του 1930. Υπήρξε κομβική φυσιογνωμία στην οργάνωση της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικών Απαιτήσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και στο ρόλο του στο War Production Board, όπου τέθηκε επικεφαλής του σχεδιασμού και των ελέγχων στις βιομηχανίες μηχανημάτων. Στη συνέχεια ήταν επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης τρεχουσών επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορίου, όπου επέβλεπε την έρευνα τρεχουσών επιχειρήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης και στη συνέχεια διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του Υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ (και πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ) Henry Wallace. Αυτό το εξαιρετικό υπόβαθρο στην δημιουργία και ανάλυση των οικονομικών στατιστικών των ΗΠΑ και στον πολεμικό σχεδιασμό σήμαινε ότι ο Magdoff ήταν καλά εξοπλισμένος για να παρέχει οριστικές εμπειρικές αποδείξεις του οικονομικού ιμπεριαλισμού εκ μέρους των αμερικανικών επιχειρήσεων και του αμερικανικού κράτους, μαζί με τη σχέση του με τις ευρύτερες διαστάσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού[x].

Στην αντιμετώπιση του Magdoff, ο ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε να εξεταστεί στο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης που χρησιμοποιείται μερικές φορές για την ανάλυση της λογικής του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια λογική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού απαιτούσε προσοχή στις εσωτερικές λειτουργίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, που εκκινούν από τη θεωρητική αφαίρεση, αλλά τελικά επιβεβαιώνονται και αποκτούν νόημα σε συγκεκριμένο, ιστορικό επίπεδο[xi]. Αυτό ήταν σύμφωνο με τη μέθοδο του ίδιου του Καρλ Μαρξ, ο οποίος ανέπτυξε την κριτική του στην πολιτική οικονομία μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων που κινούνταν από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Έτσι, ο Μαρξ ξεκίνησε την κριτική του με το Κεφάλαιο (που αρχικά είχε προγραμματιστεί ως ο τόμος 1 σε ένα έργο έξι τόμων), αντιπροσωπεύοντας το πιο αφηρημένο επίπεδο ανάλυσης, και σκόπευε να την ολοκληρώσει με τον τόμο 5 για το Διεθνές Εμπόριο και τον τόμο 6 για την Παγκόσμια Οικονομία και τις Κρίσεις –δηλαδή, με όρους συγκεκριμένης ανάλυσης αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Ωστόσο, ποτέ δεν ξεπέρασε τον 1ο τόμο του αρχικού σχεδίου, ο οποίος μετατράπηκε στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου.[xii]

Ο ιμπεριαλισμός, υποστήριξε ο Magdoff, ήταν εγγενώς πολύπλοκος και μεταβαλλόμενος στις διαμορφώσεις του, αντανακλώντας τόσο τις κεντρομόλες όσο και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που διέπουν το σύστημα. Σε ό,τι αφορούσε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, έπρεπε να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί η “ουσιαστική ενότητα” μεταξύ οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικοστρατηγικών στόχων/τάσεων. Ο ρόλος των πολυεθνικών εταιρειών στο εξωτερικό δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το ρόλο των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ που είναι διασκορπισμένες σε όλο τον πλανήτη ή από την ανάγκη ελέγχου του πετρελαίου και άλλων στρατηγικών πόρων. Ο Magdoff ήταν στα καλύτερά του όταν αντέκρουε όσους προσπαθούσαν να ισχυριστούν: (1) ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις και το εμπόριο είχαν μικρή οικονομική σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες (απέδειξε ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν αυξηθεί από περίπου το 10% του αμερικανικού ΑΕΠ μετά τη φορολογία των μη χρηματοπιστωτικών εταιρικών κερδών το 1950, σε περίπου 22% μέχρι το 1964)- (2) ότι η αμερικανική οικονομία δεν εξαρτιόταν από το πετρέλαιο ή άλλες πρώτες ύλες που βρίσκονταν στο εξωτερικό και δεν είχε εγγενή γεωπολιτικά συμφέροντα- και (3) ότι τα αμερικανικά κέρδη επηρεάζονταν μόνο οριακά από το πλεόνασμα που αντλούνταν από την περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος[xiii]. Το γεγονός ότι όλες οι άλλες μεγάλες καπιταλιστικές χώρες αποδέχθηκαν την ηγεμονία των ΗΠΑ δεν σήμαινε ότι ο διακαπιταλιστικός ανταγωνισμός είχε εξαφανιστεί εντελώς ή ότι δεν θα επανεμφανιζόταν στο μέλλον. Απαντώντας σε όσους αμφισβητούσαν αν “ο ιμπεριαλισμός ήταν πραγματικά απαραίτητος” για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Magdoff εξήγησε ότι “ο ιμπεριαλισμός είναι ο τρόπος ζωής του καπιταλισμού[xiv].

Για τον Magdoff, που έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι κύριες αλλαγές στη δομή του ιμπεριαλισμού από την εποχή του Λένιν -πέρα από την αποαποικιοποίηση και την άνοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ – σχετίζονταν όλες με την περαιτέρω ανάπτυξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου: (1) η εμφάνιση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, (2) η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων των πολυεθνικών τραπεζών) και η αυξανόμενη διείσδυσή τους στην περιφέρεια και (3) “η προτεραιότητα των συμφερόντων της στρατιωτικο-πολυεθνικής βιομηχανίας στις κρατικές υποθέσεις”. Αυτή η περιγραφή, σημείωσε, αφορούσε πρώτα και κύρια τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αντανακλούσε τις σχέσεις που υλοποιούνταν επίσης μεταξύ των αντίπαλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στην ουσία, επισήμαινε μια τάση εντός του συστήματος προς τη διαμόρφωση ενός γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, που θα ξεκινούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Βασικό στοιχείο στην Εποχή του Ιμπεριαλισμού του Magdoff ήταν το κεφάλαιο για την ανάπτυξη του “Χρηματοπιστωτικού Δικτύου”, το οποίο διερευνούσε το όλο φαινόμενο των πολυεθνικών τραπεζών και των χρηματοοικονομικών εν γένει – μια αντιμετώπιση που επρόκειτο να συνεχίσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βιβλίο του Globalization: To What End?, το οποίο περιλάμβανε την ανάλυσή του για την “Χρηματοπιστωτική Παγκοσμιοποίηση” [xv].

Θα υποστηριχθεί εδώ ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής (και του χρηματοπιστωτικού συστήματος) -η οποία αναδύθηκε μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό από την οικονομική στασιμότητα των μέσων της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια επιταχύνθηκε με την κατάρρευση των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και την επανένταξη της Κίνας στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα- δημιούργησε έναν πιο γενικευμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον οποίο θεωρητικοποίησαν στοχαστές όπως οι Magdoff, Baran, Sweezy και Amin. Αυτό εγκαινίασε αυτό που μπορεί να ονομαστεί ύστερος ιμπεριαλισμός.

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός αναφέρεται στην παρούσα περίοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της στασιμότητας, της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ και της αυξανόμενης παγκόσμιας σύγκρουσης, που συνοδεύεται από υπαρξιακές απειλές για τις ίδιες τις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και της ίδιας της ζωής. Αντιπροσωπεύει στον πυρήνα του τις ακραίες, ιεραρχικές σχέσεις που διέπουν την καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία στον εικοστό πρώτο αιώνα, η οποία κυριαρχείται όλο και περισσότερο από μεγαλο-πολυεθνικές εταιρείες και μια χούφτα κράτη στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος. Ακριβώς όπως είναι πλέον σύνηθες να αναφερόμαστε στον ύστερο καπιταλισμό αναγνωρίζοντας τους έσχατους καιρούς που προκαλούνται από τις ταυτόχρονες οικονομικές και οικολογικές διαταραχές, έτσι και σήμερα είναι απαραίτητο να μιλάμε για ύστερο ιμπεριαλισμό, αντανακλώντας τις παγκόσμιες διαστάσεις και αντιφάσεις αυτού του συστήματος, που τέμνει όλες τις άλλες διαιρέσεις και δημιουργεί ένα “παγκόσμιο ρήγμα” στην ανθρώπινη ιστορική εξέλιξη: μια εποχιακή κρίση που θέτει το ερώτημα “καταστροφή ή επανάσταση”[xvi].

Η επίμονη αποτυχία πολλών στην αριστερά, ιδιαίτερα στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, να αναγνωρίσουν αυτές τις εξελίξεις είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης εγκατάλειψης της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, αντικαθιστώντας την με πιο εξευγενισμένες αντιλήψεις που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, η οποία θεωρείται ότι διαλύει τις πρώην αυτοκρατορικές ιεραρχίες. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσφέρεται πλέον ένα πλήθος εναλλακτικών πλαισίων που προτείνουν: (1) τον προοδευτικό και αυτοκαταστροφικό ρόλο του ιμπεριαλισμού- (2) μεταβαλλόμενες ηγεμονίες στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος, οι οποίες εκλαμβάνονται ως υποκατάστατο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού- (3) “αποεδαφικοποιημένη” (χωρίς κράτη, χωρίς σύνορα) αυτοκρατορία- (4) αφηρημένος πολιτικός ιμπεριαλισμός υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ή κυριαρχία υπερεθνικών οργανισμών απομακρυσμένων από τις οικονομικές δυνάμεις- (5) η άνοδος του υπερεθνικισμού ως μιας οντότητας από μόνη της σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητης από τα κράτη και τη γεωγραφία- και (6) η υποτιθέμενη αντιστροφή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, προτού εξετάσουμε το ιστορικό φαινόμενο του ύστερου ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να δούμε ορισμένες από αυτές τις επικρατούσες παρανοήσεις της Αριστεράς μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες προκύπτουν από την άρνηση να συμβιβαστούν με τις πολύπλοκες, πολύπλευρες δομικές πραγματικότητες του ύστερου ιμπεριαλισμού στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Η δυτική αριστερά και η άρνηση του ιμπεριαλισμού

Το ζήτημα της εγκατάλειψης της κριτικής του ιμπεριαλισμού σε μεγάλο μέρος της δυτικής αριστεράς τέθηκε δραματικά από τον Prabhat Patnaik στο άρθρο του Monthly Review του Νοεμβρίου 1990 με τίτλο “Whatever Happened to Imperialism?” (Τι απέγινε ο ιμπεριαλισμός;). Γράφοντας δύο δεκαετίες μετά το The Αge of Imperialism του Magdoff και λίγο περισσότερο από μια δεκαετία μετά το Imperialism: From the Colonial Age to the Present, ο Patnaik, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, παρατήρησε:

Ένας ξένος δεν μπορεί να μην παρατηρήσει μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση που έλαβε χώρα στον μαρξιστικό λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες την τελευταία δεκαετία: σχεδόν κανείς δεν μιλάει πια για τον ιμπεριαλισμό. Το 1974 έφυγα από το Κέιμπριτζ της Αγγλίας, όπου δίδασκα οικονομικά, και τώρα έχω επιστρέψει στη Δύση, αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από 15 χρόνια. Όταν έφυγα, ο ιμπεριαλισμός κατείχε ίσως την πιο εξέχουσα θέση σε κάθε μαρξιστική συζήτηση, και πουθενά δεν γράφονταν και δεν συζητούνταν περισσότερα για το θέμα αυτό από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες – σε τέτοιο βαθμό που πολλοί Ευρωπαίοι μαρξιστές κατηγορούσαν τον αμερικανικό μαρξισμό ότι ήταν μολυσμένος με τον “τριτοκοσμικό”… Οι μαρξιστές παντού έψαχναν στις Ηνωμένες Πολιτείες για βιβλιογραφία σχετικά με τον ιμπεριαλισμό….

Αυτό προφανώς δεν ισχύει σήμερα. Οι νεότεροι μαρξιστές [στις Ηνωμένες Πολιτείες] κοιτάζουν σαστισμένοι όταν αναφέρεται ο όρος. Τα φλέγοντα ζητήματα της ημέρας… συζητούνται, αλλά χωρίς καμία αναφορά στον ιμπεριαλισμό. Η ριζοσπαστική αγανάκτηση για την εισβολή στον Παναμά ή τη στρατιωτική επέμβαση στη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ δεν συμπυκνώνεται σε θεωρητικές προτάσεις για τον ιμπεριαλισμό. Και το θέμα έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τις σελίδες των μαρξιστικών περιοδικών, ιδιαίτερα εκείνων που είναι μεταγενέστερης έκδοσης.

Περιέργως, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιος έχει θεωρητικοποιήσει την αντίληψη αυτή. Η σιωπή για τον ιμπεριαλισμό δεν είναι το επακόλουθο κάποιας έντονης συζήτησης όπου η ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ της μιας πλευράς- δεν είναι μια συνειδητοποιημένη (από θεωρητική άποψη) σιωπή. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ την τελευταία μιάμιση δεκαετία που το να μιλάμε για ιμπεριαλισμό έχει γίνει ένας προφανής αναχρονισμός[xvii].

Εκείνη την εποχή, ο Patnaik απέδιδε την αλλαγή των αριστερών προοπτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες στην απουσία ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, κατά την περίοδο 1975-90. Όμως, εξίσου σημαντική για τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, που διέπει τη διάθεση στους ριζοσπαστικούς κύκλους, ήταν η εξελισσόμενη οικονομική κατάσταση, με την οικονομία των ΗΠΑ, μαζί με εκείνη των άλλων προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, να βιώνει βαθύτερη οικονομική στασιμότητα σε αντίθεση με την ταχύτερη ανάπτυξη σε ορισμένα μέρη της Ασίας. Πάνω σε αυτή την ασταθή βάση, η θέση περί εξάρτησης της “ανάπτυξης της υπανάπτυξης”, που έγινε διάσημη κυρίως από τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, γράφοντας στο Monthly Review, χαρακτηρίστηκε ως λανθασμένη ακόμη και από πολλούς αριστερούς – παρά το γεγονός ότι η ψαλίδα στο εθνικό εισόδημα μεταξύ των ηγετικών ιμπεριαλιστικών χωρών και του αναπτυσσόμενου κόσμου στο σύνολό του συνέχισε να διευρύνεται, με το μερίδιο του παγκόσμιου εισοδήματος που εισέπραττε το ανώτερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού (χωρισμένο σε έθνη-κράτη) να αυξάνεται από 66% το 1965 σε 83% το 1990[xviii].

Ο μαρξιστής θεωρητικός Μπιλ Γουόρεν υποστήριξε ήδη από το 1973 στο “Imperialism and Capitalist Industrialization” στο New Left Review ότι η εξάρτηση στις φτωχές χώρες βρισκόταν σε “μη αναστρέψιμη υποχώρηση” λόγω της “μεγάλης έξαρσης” της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο. Σύμφωνα με τον Γουόρεν, ο Μαρξ, σε άρθρα όπως “Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία”, είχε δει ότι η αποικιοκρατία/ιμπεριαλισμός έπαιζε εποικοδομητικό ρόλο στις υπανάπτυκτες χώρες. Αυτό αργότερα λανθασμένα “αντιστράφηκε” από τον Λένιν στον Ιμπεριαλισμό του, ο οποίος αντιπροσώπευε μια “στροφή” στη μαρξιστική θεωρία, δίνοντας το έναυσμα για τη θεωρία της εξάρτησης. Τα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετώπιζαν οι φτωχότερες χώρες, υποστήριξε ο Γουόρεν, δεν ήταν κυρίως εξωτερικά, όπως τα παρουσίαζαν οι εξαρτημένοι, αλλά μπορούσαν να εντοπιστούν σε “εσωτερικές αντιφάσεις”. Αυτή η άποψη, αν και δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη τη δεκαετία του 1970, όταν ο Warren την εισήγαγε για πρώτη φορά, επρόκειτο να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη δυτική αριστερά μέχρι το 1980, όταν το μεταθανάτιο έργο του Ιμπεριαλισμός: ο πιονέρος του Καπιταλισμού, δημοσιεύθηκε[xix].

Μια εντελώς διαφορετική απόκλιση από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού εμφανίστηκε στον επίλογο της έκδοσης του 1983 του βιβλίου του Giovanni Arrighi Η γεωμετρία του ιμπεριαλισμού. Κορυφαίος θεωρητικός των παγκόσμιων συστημάτων μαρξιστικής έμπνευσης, ο Arrighi κατέληξε να εγκαταλείψει τη θεωρία του ιμπεριαλισμού, την οποία δεν θεωρούσε πλέον σχετική, αντικαθιστώντας την με μια πιο περιορισμένη αντίληψη των αγώνων για την παγκόσμια ηγεμονία. Το μοντέλο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος με τις μεταβαλλόμενες ηγεμονίες του θεωρήθηκε από τον Arrighi ως επαρκές υποκατάστατο της πιο σύνθετης έννοιας του ιμπεριαλισμού. Η παρακμή του έθνους-κράτους στον απόηχο της παγκοσμιοποίησης σήμαινε ότι οι παλιές θεωρίες του ιμπεριαλισμού είχαν γίνει “ξεπερασμένες” και η θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού θεωρήθηκε ομοίως ξεπερασμένη. Αυτό που απέμενε ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα και ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία.[xx]

Ωστόσο, οι πιο εκτεταμένες αριστερές απορρίψεις της μαρξικής κριτικής του ιμπεριαλισμού θα έρχονταν τον αιώνα που διανύουμε. Το 2000, ο Michael Hardt και ο Antonio Negri δημοσίευσαν την Αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας ότι ο ιμπεριαλισμός ανήκει πλέον στο παρελθόν -με τον πόλεμο του Βιετνάμ να αντιπροσωπεύει “την τελευταία στιγμή της ιμπεριαλιστικής τάσης”- για να αντικατασταθεί από μια νέα αποεδαφικοποιημένη παγκόσμια συνταγματική τάξη και μια παγκόσμια αγορά που θα διαμορφώνεται με βάση τις πολιτικοοικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ, σε μια αριστερή εκδοχή του “τέλους της ιστορίας” του Francis Fukuyama. Ο ιεραρχικός ιμπεριαλισμός του παρελθόντος, υποστήριζαν οι Hardt και Negri, είχε δώσει τη θέση του στον “ομαλό χώρο της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς” – μια άποψη που πρόλαβε κατά πέντε χρόνια τον ισχυρισμό του νεοφιλελεύθερου ειδήμονα της παγκοσμιοποίησης Thomas L. Friedman ότι “ο κόσμος είναι επίπεδος”. Ως εκ τούτου, “δεν ήταν πλέον δυνατό”, έγραφαν, “να οριοθετήσουμε μεγάλες γεωγραφικές ζώνες ως Κέντρο και Περιφέρεια, Βορρά και Νότο”. Αυτή η υπέρβαση του ιμπεριαλισμού υπέρ της χωρίς πατρίδα, χωρίς σύνορα, κυριαρχίας της Αυτοκρατορίας, που βασίζεται σε μια παγκόσμια αγορά που αποτελείται από απλές δικτυακές σχέσεις χωρίς κέντρο και περιφέρεια, θεωρήθηκε ότι αναδύεται από την εσωτερική λογική του ίδιου του καπιταλισμού. “Ο ιμπεριαλισμός”, δήλωσαν οι Hardt και Negri, “στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν ζουρλομανδύα για το κεφάλαιο”, η εσωτερική λογική του οποίου απαιτεί τελικά έναν “ομαλό χώρο” ή έναν επίπεδο κόσμο στον οποίο μπορεί να λειτουργήσει.[xxi]

Τέτοιες ιδέες δεν ήταν σχεδόν καινούργιες, εκτός από τους μαρξιστικούς κύκλους. Αυτό που ήταν καινοτόμο ήταν η χρήση της μαρξιστικής και μεταμοντέρνας ορολογίας για την ενίσχυση απόψεων που προωθούνται εδώ και καιρό στο πλαίσιο της κατεστημένης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το έργο των Hardt και Negri να επαινεθεί ιδιαίτερα από τους New York Times, το περιοδικό Time, το Foreign Affairs και άλλα κυρίαρχα έντυπα. Αυτό ήταν που οδήγησε την Ellen Meiksins Wood να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία των Hardt και Negri ως, στην πραγματικότητα, “ένα μανιφέστο για λογαριασμό του παγκόσμιου κεφαλαίου”.[xxii]

Η απόρριψη από τους Hardt και Negri οποιασδήποτε συνέχειας με τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού άνοιξε το δρόμο σε διάφορες, ενίοτε διορατικές, αλλά μονοδιάστατες προσεγγίσεις της αριστεράς, που συγκλίνουν με την κυρίαρχη ιδεολογία. Στο βιβλίο τους The Making of Global Capitalism το 2013, οι Leo Panitch και Sam Gindin τόνισαν την ικανότητα του αμερικανικού κράτους, κυρίως μέσω των ενεργειών του Υπουργείου Οικονομικών και του Federal Reserve Board, να δημιουργεί έναν “κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του”, υποτάσσοντας το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στην επιρροή του. Η επιχειρηματολογία, η οποία εμπνεύστηκε εν μέρει από την κριτική του Peter Gowan για το “καθεστώς του δολαρίου και της Γουόλ Στριτ”, αν και κατατοπιστική, ήταν σχεδόν αποκλειστικά πολιτική, υποβαθμίζοντας συστηματικά την οικονομική διάσταση του ιμπεριαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών εταιρειών, του συνεχιζόμενου διεθνούς ανταγωνισμού και των επιδεινούμενων συνθηκών του υπανάπτυκτου κόσμου. Οι Panitch και Gindin παρείχαν έτσι μια ανάλυση της αμερικανικής αυτοκρατορίας, πολύ περισσότερο εξοικειωμένη με τις παραδεδομένες απόψεις, σε αντίθεση με τις κλασικές αντιλήψεις του ιμπεριαλισμού με τις πολυάριθμες κριτικές διαστάσεις τους. Στο The Making of Global Capitalism, η παλαιότερη δομή των ιμπεριαλιστικών χωρών στο κέντρο και των εξαρτημένων χωρών στην περιφέρεια έδωσε τη θέση της σε ομαλά “δίκτυα υπερεθνικής παραγωγής καθώς και χρηματοδότησης” που περιστρέφονται γύρω από “την κεντρική θέση του αμερικανικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καπιταλισμό”. Αυτό που μεταφερόταν ήταν μια σταθερή παγκόσμια ηγεμονική τάξη των ΗΠΑ, ριζωμένη σε μια συναίνεση Ουάσινγκτον – Γουόλ Στριτ και φαινομενικά προορισμένη να συνεχιστεί επ’ αόριστον – ένα είδωλο της άποψης που επικρατούσε στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά τώρα προερχόταν από την Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο παγκόσμιος καπιταλισμός που απορρέει από την “Αμερικανική Αυτοκρατορία” και διοικείται από το αμερικανικό κράτος υποσκελίζει πλήρως την πιο σύνθετη και πολύπλευρη και ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη ανάλυση του ιμπεριαλισμού που προσφέρουν στοχαστές όπως ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ, ο Μαγκντόφ και ο Αμίν[xxiii].

Αν ο Panitch και ο Gindin έδωσαν έμφαση στην άνοδο της πολιτικής αυτοκρατορίας, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ο John Hobson είχε αποκαλέσει “οικονομική ρίζα του ιμπεριαλισμού”, ο θεωρητικός της υπερεθνικοποίησης William I. Robinson κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποστηρίζοντας ότι το κεφάλαιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει καταπιεί πλήρως τα εθνικά κράτη και έχει δημιουργήσει μια νέα υπερεθνική τάξη πραγμάτων, στην οποία κυριαρχούν οι ελεύθερα διακινούμενες υπερεθνικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας μια “υπερεθνική καπιταλιστική τάξη” και το “υπερεθνικό κράτος”. Γράφοντας στο βιβλίο του A Theory of Global Capitalism το 2004, ο Robinson δήλωσε ότι “η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την αντικατάσταση του έθνους-κράτους ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής ζωής υπό τον καπιταλισμό”.[xxiv]

Το 2018, στο “Πέρα από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού” (ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του Into the Tempest), ο Robinson προχώρησε σε μια καθαρή ρήξη με τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού: “Οι ταξικές σχέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι πλέον τόσο βαθιά εσωτερικευμένες σε κάθε έθνος-κράτος που η κλασική εικόνα του ιμπεριαλισμού ως σχέση εξωτερικής κυριαρχίας είναι ξεπερασμένη” και πρέπει να εγκαταλειφθεί, μαζί με έννοιες όπως το κέντρο, η περιφέρεια και η εξαγωγή πλεονάσματος. “Το τέλος της εκτεταμένης διεύρυνσης του καπιταλισμού είναι το τέλος της ιμπεριαλιστικής εποχής του παγκόσμιου καπιταλισμού… Δεν χρειάζεται ιμπεριαλισμός με την παλιά έννοια είτε των αντίπαλων εθνικών κεφαλαίων”, είτε η κυριαρχία “από τα κράτη του πυρήνα των προκαπιταλιστικών περιοχών”, αλλά “μια θεωρία της καπιταλιστικής επέκτασης” ως μια ειδικά υπερεθνική και διεθνική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από μεταβαλλόμενες “χωρικές δυναμικές”.[xxv]

Εν τω μεταξύ, ο μαρξιστής γεωγράφος David Harvey πήγε πέρα από όλες αυτές τις προοπτικές, υποστηρίζοντας το 2017 ότι οι ροές του κεφαλαίου έχουν αλλάξει τόσο πολύ κατεύθυνση ώστε “η ιστορική αποστράγγιση του πλούτου από την Ανατολή προς τη Δύση για περισσότερο από δύο αιώνες… έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί τα τελευταία τριάντα χρόνια”. Παραδέχθηκε: “Δεν βρίσκω την κατηγορία του ιμπεριαλισμού τόσο επιτακτική”. Ο ιμπεριαλισμός ήταν μια έννοια που δεν απαντάται στον Μαρξ, αλλά αποδίδεται κυρίως στον Λένιν. Η όλη έννοια της παγκόσμιας “περιφέρειας” ειπώθηκε ότι είναι ασαφής ως προς τα όριά της, και η έννοια του Arrighi για τις “μεταβαλλόμενες ηγεμονίες” θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκτοπίζει τις προηγούμενες μαρξικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού.[xxvi]

Στο έργο του New Imperialism του 2003 ένα έργο που τώρα λέει ότι δεν είχε σκοπό να προωθήσει την έννοια του ιμπεριαλισμού τόσο, όσο να καταπολεμήσει τις προσπάθειες των νεοσυντηρητικών να υιοθετήσουν τον όρο ως δικό τους- ο Χάρβεϊ επαίνεσε τη θεώρηση των Χαρντ και Νέγκρι για “μια αποκεντρωμένη διαμόρφωση της αυτοκρατορίας που είχε πολλές νέες, μεταμοντέρνες, ιδιότητες”. Το βιβλίο του κατέληγε υποστηρίζοντας έναν νέο “New Deal Ιμπεριαλισμό”, που θεωρούνταν ως ένας πιο προοδευτικός ιμπεριαλισμός υπό μια πιο φωτισμένη Συναίνεση της Ουάσινγκτον, που θα αντικαθιστούσε την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη/νεοσυντηρητική παγκόσμια τάξη. Για τον Harvey, η αριστερά έπρεπε να τιμωρηθεί για την “παγωμένη υποδοχή” της στην ιδέα του Warren για τον προοδευτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού.[xxvii]

Αν η θέση του Harvey για τον ιμπεριαλισμό όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάπως ασυνάρτητη, η σημερινή απόρριψη της έννοιας του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος στο όνομα μιας υποτιθέμενης πιο δυναμικής άποψης που εστιάζει σε συνεχώς μεταβαλλόμενες χωρικές διαμορφώσεις, οι οποίες έχουν “αντιστρέψει” τις παραδοσιακές σχέσεις κέντρου-περιφέρειας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής ως προς τις επιπτώσεις της. Αναφερόμενος στις σύγχρονες τάσεις παγκοσμιοποίησης, εξηγεί ότι “δεν είχε καν νόημα να προσπαθήσουμε να τα στριμώξουμε όλα αυτά σε κάποια καθολική έννοια του ιμπεριαλισμού”. Ολόκληρη η μαρξική ανάλυση του ιμπεριαλισμού έχει γίνει ένας θεωρητικός “ζουρλομανδύας”.[xxviii] Σε συμφωνία με τον Arrighi, απορρίπτει την “άκαμπτη γεωγραφία του πυρήνα και της περιφέρειας… υπέρ μιας πιο ανοιχτής και ρευστής ανάλυσης”.[xxix] Στη διαδικασία αυτή, ωστόσο, καθίσταται αναγκαία η ρήξη με ολόκληρη την ιστορικο-υλιστική κριτική του ιμπεριαλισμού. Στο βιβλίο του το 2014 Οι δεκαεπτά αντιφάσεις του καπιταλισμού, ο ιμπεριαλισμός δεν δικαιολογεί καν τη συμπερίληψή του στον κατάλογο των διψήφιων αντιφάσεων του καπιταλισμού. Στο κεφάλαιό του για τις “Ανισόρροπες γεωγραφικές εξελίξεις και την παραγωγή του χώρου” δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στον ιμπεριαλισμό, ούτε στο κέντρο και την περιφέρεια. Η μόνη άμεση αναφορά στον Ιμπεριαλισμό του Λένιν αποσκοπεί στην υποβάθμιση του δομικού ρόλου του μονοπωλιακού κεφαλαίου, το οποίο ο Λένιν είχε συνδέσει με τον ιμπεριαλισμό.[xxx]

Ύστερος ιμπεριαλισμός

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει αλλάξει στον αιώνα που μεσολάβησε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Λένιν ανέπτυξε την κριτική του για το ιμπεριαλιστικό στάδιο. Ωστόσο, αυτό πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαλεκτικής που περιλαμβάνει τόσο τη συνέχεια όσο και την αλλαγή. Ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο μια ιστορική όσο και μια θεωρητική κατηγορία. Αν πριν από μισό αιώνα ήταν ακόμη δυνατό να αναφερόμαστε, όπως έκανε ο Magdoff, στην “εποχή του ιμπεριαλισμού”, ακόμη και στο σημείο να τη βλέπουμε ως τη “χρυσή εποχή” του ιμπεριαλισμού, σήμερα βρισκόμαστε σαφώς σε μια εποχή ύστερου ιμπεριαλισμού που συνδέεται με: το γενικευμένο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, τις νέες μορφές εξαγωγής πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο και τις κοσμοϊστορικές οικονομικές, στρατιωτικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις. Οι κρίσεις που αντιμετωπίζει το σύστημα και η ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της είναι πλέον τόσο σοβαρές που δημιουργούν νέα ρήγματα στο κράτος τόσο στις προηγμένες καπιταλιστικές όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, με ραγδαία ανάπτυξη πρωτοφασιστικών και νεοφασιστικών τάσεων, από τη μια πλευρά, και αναβίωση του σοσιαλισμού, από την άλλη.

Η αναγνώριση της συνέχειας με προηγούμενες φάσεις του ιμπεριαλισμού είναι εξίσου κρίσιμη για την κατανόηση του παρόντος όσο και η συνειδητοποίηση των διακριτικών χαρακτηριστικών της τρέχουσας φάσης. Κάθε ιστορική φάση του ιμπεριαλισμού βασίζεται σε διαφορετικά μέσα εκμετάλλευσης και απαλλοτρίωσης για να τροφοδοτήσει τη συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες στον πυρήνα του συστήματος επιχειρούν πάντοτε να αναδιαρθρώσουν την εργασία στην καπιταλιστική περιφέρεια (ή στις προκαπιταλιστικές εξωτερικές περιοχές) για να ενισχύσουν την εξουσία και τη συσσώρευση στο κέντρο του συστήματος. Ταυτόχρονα, τα ιμπεριαλιστικά έθνη του πυρήνα βρίσκονται συχνά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για παγκόσμιες σφαίρες επιρροής. Η πρώιμη αποικιακή εποχή στο μερκαντιλιστικό στάδιο του καπιταλισμού κατά τον 16ο και 17ο αιώνα δεν επικεντρώθηκε στην ελεύθερη ανταλλαγή αλλά στο “κέρδος από την απαλλοτρίωση”, μαζί με τον “αφανισμό, την υποδούλωση και τον ενταφιασμό σε ορυχεία του ιθαγενούς πληθυσμού” της αμερικανικής ηπείρου και μεγάλου μέρους της Αφρικής και της Ασίας[xxxi].

Στη μεταγενέστερη, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, αποικιακή εποχή ή στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό τη βρετανική ηγεμονία, το ελεύθερο εμπόριο λειτούργησε στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με την αποικιοκρατία σε μεγάλο μέρος του κόσμου, όπου κυριαρχούσαν οι άνισες ανταλλαγές και η απόλυτη ληστεία και λεηλασία. Το 1875, ο Robert Arthur Talbot Gascoyne-Cecil, ο 3ος μαρκήσιος του Salisbury, τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανικής Ινδίας, δήλωσε: “Καθώς η Ινδία πρέπει να ματώσει, η αφαίμαξη πρέπει να γίνει με σύνεση”[xxxii]. Η αφαίμαξη έγινε, αλλά όχι “με σύνεση”. Όπως έχει καταδείξει λεπτομερώς ο Utsa Patnaik, η παρούσα αξία της “διαρροής” του πλεονάσματος από την Ινδία προς τη Βρετανία από το 1765 έως το 1938 ανέρχεται “με μια εξαιρετικά υποτιμημένη βάση” σε 9,2 τρισεκατομμύρια λίρες, σε σύγκριση με ένα ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) 2,1 τρισεκατομμυρίων λιρών για το Ηνωμένο Βασίλειο το 2018.[xxxiii]

Ο αποικιακός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εξελίχθηκε μέχρι το τέλος του αιώνα σε αυτό που ο Λένιν ονόμασε ιμπεριαλιστικό στάδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις, την πτώση της βρετανικής ηγεμονίας και την αυξανόμενη ένταση σχετικά με τη διαίρεση ολόκληρου του κόσμου μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους μεταξύ των αντίπαλων διεκδικητών της ηγεμονίας επί της οικονομικής επικράτειας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως ο παγκόσμιος ηγεμόνας εντός του καπιταλιστικού κόσμου, σε ένα πλαίσιο που περιλάμβανε επίσης έναν Ψυχρό Πόλεμο με τον αντίπαλο σοσιαλιστικά προσανατολισμένο κόσμο. Ενώ προωθούσε την ιδεολογία του ελεύθερου εμπορίου και της ανάπτυξης, ο ηγεμόνας των ΗΠΑ έθεσε ωστόσο σε εφαρμογή ένα σύστημα νεοαποικιοκρατίας που επιβαλλόταν από τις πολυεθνικές εταιρείες, την ηγεμονία του δολαρίου και μια σειρά στρατιωτικών βάσεων που εκτείνονταν σε όλο τον κόσμο, από τις οποίες επρόκειτο να εξαπολυθούν πολυάριθμες στρατιωτικές επεμβάσεις και περιφερειακοί πόλεμοι. Αυτό συνοδεύτηκε από την αφαίμαξη μεγάλου μέρους του οικονομικού πλεονάσματος του παγκόσμιου Νότου.

Με την άνοδο του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα φάση του ιμπεριαλισμού, τον ύστερο ιμπεριαλισμό, και όχι την αντικατάσταση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, όπως είδαμε, αντιπροσωπεύει μια εποχή κατά την οποία οι παγκόσμιες αντιφάσεις του συστήματος αποκαλύπτονται με όλο και πιο έντονες μορφές και κατά την οποία ολόκληρος ο πλανήτης ως τόπος ανθρώπινης κατοίκησης βρίσκεται πλέον σε κίνδυνο – με τις καταστροφικές συνέπειες να πέφτουν δυσανάλογα στις πιο ευάλωτες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού. Όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν μεγαλύτερες γεωπολιτικές συγκρούσεις, καθώς η αποτυχία του καπιταλισμού ως κοινωνίας γίνεται εμφανής.

Τίποτα από όλα αυτά δεν αποτέλεσε πλήρη έκπληξη για τους πιο οξυδερκείς αναλυτές της παγκοσμιοποίησης. Το 1992, ο Magdoff έγραψε ότι,

σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες προσδοκίες, οι πηγές έντασης μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών δυνάμεων έχουν αυξηθεί παράλληλα με την αυξανόμενη αλληλεξάρτησή τους. Ούτε η γεωγραφική εξάπλωση του κεφαλαίου μείωσε τις αντιθέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εθνών. Παρόλο που μια χούφτα χώρες του τρίτου κόσμου, επωφελούμενες από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, έχουν σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στην εκβιομηχάνιση και το εμπόριο, το συνολικό χάσμα μεταξύ των εθνών του πυρήνα και της περιφέρειας συνέχισε να διευρύνεται….. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης παρήγαγε πολλά νέα στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, αλλά δεν άλλαξε τους βασικούς τρόπους λειτουργίας του καπιταλισμού. Ούτε έχει βοηθήσει την υπόθεση της ειρήνης ή της ευημερίας.[xxxiv]

Πράγματι, υπάρχει κάτι βαθιά ειρωνικό στην αυξανόμενη απόρριψη της θεωρητικής κριτικής του ιμπεριαλισμού στο σημερινό παγκόσμιο πλαίσιο. Όπως παρατήρησε ο Αργεντινός μαρξιστής Atilio Borón το 2003 στο βιβλίο του “Αυτοκρατορία” και Ιμπεριαλισμός, ο ιμπεριαλισμός σήμερα αντανακλά εκείνα τα “θεμελιώδη χαρακτηριστικά” σε σχέση με τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα που περιγράφουν οι κλασικοί μαρξιστές θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού, αλλά με πιο ανεπτυγμένες μορφές:

Αυτό το νέο στάδιο [του ιμπεριαλισμού με την έννοια του Λένιν] χαρακτηρίζεται, τώρα ακόμη περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τη συντριπτική επικράτηση των μονοπωλίων, τον όλο και πιο σημαντικό ρόλο που παίζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, την εξαγωγή του κεφαλαίου και τη διαίρεση του κόσμου σε “σφαίρες επιρροής”. Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης που έλαβε χώρα στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα, αντί να αποδυναμώσει ή να διαλύσει τις ιμπεριαλιστικές δομές της παγκόσμιας οικονομίας, μεγέθυνε τις δομικές ασυμμετρίες που καθορίζουν την ένταξη των διαφόρων χωρών σε αυτήν. Ενώ μια χούφτα αναπτυγμένων καπιταλιστικών εθνών αύξησε την ικανότητά της να ελέγχει, τουλάχιστον εν μέρει, τις παραγωγικές διαδικασίες σε παγκόσμιο επίπεδο, τη χρηματιστικοποίηση της διεθνούς οικονομίας και την αυξανόμενη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών είδε την αύξηση της εξωτερικής τους εξάρτησης και τη διεύρυνση του χάσματος που τις χώριζε από το κέντρο. Η παγκοσμιοποίηση, εν ολίγοις, εδραίωσε την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εμβάθυνε την υποταγή των περιφερειακών καπιταλισμών, οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο ανίκανοι να ελέγξουν έστω και οριακά τις εγχώριες οικονομικές τους διαδικασίες.[xxxv]

Η νέα φάση του ιμπεριαλισμού που προέκυψε στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα έχει περιγραφεί από τον Αμίν και διάφορους συγγραφείς που συνδέονται με το Monthly Review ως ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ή ένας καπιταλισμός “γενικευμένων μονοπωλίων”[xxxvi]. Σε αυτό το πιο ολοκληρωμένο ιμπεριαλιστικό σύστημα, πεντακόσιες εταιρείες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40% των παγκόσμιων εσόδων, ενώ οι περισσότερες άλλες επιχειρήσεις της παγκόσμιας οικονομίας είναι μπλεγμένες στους ιστούς αυτών των γιγάντιων εταιρειών και υπάρχουν ως απλοί υπεργολάβοι.[xxxvii] Η παραγωγή και η κυκλοφορία οργανώνονται πλέον με τη μορφή παγκόσμιων εμπορευματικών αλυσίδων, γεγονός που χρησιμεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών ρόλων του κέντρου και της περιφέρειας μέσα σε αυτές τις εμπορευματικές αλυσίδες. Αυτό συμβαδίζει με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ, το οποίο χρησιμεύει για την προώθηση της εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης/εξευτελισμού της εργασίας στον παγκόσμιο Νότο, οδηγώντας στη σύλληψη μεγάλου μέρους αυτής της επιπλέον αξίας από τον Βορρά. Οι αυξημένοι ιμπεριαλιστικοί έλεγχοι της παγκόσμιας οικονομίας και των επικοινωνιών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας, χωρίς την οποία η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής δεν θα ήταν δυνατή.[xxxviii]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του ’80 παρατηρήθηκε η ανάπτυξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία προσπάθησε με σημαντική επιτυχία να υποτάξει τα κράτη, ιδίως στον παγκόσμιο Νότο, στους κανόνες μιας παγκόσμιας αγοράς όπου, εξ ορισμού, κυριαρχεί το χρηματοπιστωτικό κέντρο. Έτσι, ο ύστερος ιμπεριαλισμός μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η περίοδος κατά την οποία η οικονομική στασιμότητα, η χρηματιστικοποίηση και η πλανητική οικολογική κρίση αναδύθηκαν ως διευρυνόμενα, μη αναστρέψιμα ρήγματα, άρρηκτα συνδεδεμένα με το ίδιο το σύστημα της μονοπωλιακής-καπιταλιστικής συσσώρευσης και βρίσκοντας την ιδεολογική τους δικαίωση στον νεοφιλελευθερισμό.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και χρηματοδότησης στον τρέχοντα αιώνα είναι η συστηματική εκμετάλλευση του χαμηλού μοναδιαίου κόστους εργασίας στον Νότο, προϊόν του γεγονότος ότι οι μισθοί διατηρούνται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα του Βορρά λόγω: (1) του τεράστιου παγκόσμιου εφεδρικού στρατού που βρίσκεται κυρίως στον Νότο, (2) των περιορισμών στη μετακίνηση της εργασίας μεταξύ των χωρών, και ιδιαίτερα από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες, και (3) της δύναμης των ιμπεριαλιστικών πιέσεων του παρελθόντος και του παρόντος.[xxxix] Όπως εξήγησε το 2015 ο οικονομολόγος Tony Norfield, πρώην εκτελεστικός διευθυντής και παγκόσμιος επικεφαλής της στρατηγικής συναλλάγματος σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, στο βιβλίο “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, (Η εργασία στην ιμπεριαλιστική παγκόσμια οικονομία).

όλοι γνωρίζουν ότι οι εργαζόμενοι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αμείβονται περισσότερο από εκείνους στις φτωχότερες χώρες. Ωστόσο, η απόκλιση στους μέσους μισθούς μπορεί παρ’ όλα αυτά να είναι εκπληκτική: όχι μόνο 20% ή 50%, αλλά περισσότερο σαν ένας συντελεστής 2, 5, 10 ή 20 μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία το εξηγεί αυτό -και το δικαιολογεί- με το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι στις πλουσιότερες χώρες είναι πιο παραγωγικοί από ό,τι στις φτωχότερες, επειδή οι πρώτοι είναι πιο μορφωμένοι και εξειδικευμένοι και εργάζονται με υψηλότερα επίπεδα τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν συνάδει με την πραγματικότητα ότι πολλοί εργαζόμενοι στη μεταποίηση στις φτωχές χώρες απασχολούνται, άμεσα ή έμμεσα, από μεγάλες εταιρείες και εργάζονται με τεχνολογία που συχνά είναι συγκρίσιμη με εκείνη της πλουσιότερης χώρας.[xl]

Η παραγωγή από τις ξένες πολυεθνικές εταιρείες (ή η ανάθεση από αυτές) στις φτωχές χώρες βασίζεται στην ίδια ή σχεδόν στην ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιείται στις πλούσιες οικονομίες, οδηγώντας σε συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, είναι ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη μεταποίηση στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας και του Μεξικού το 2014 ήταν μόνο το 46, 37, 62 και 43 τοις εκατό, αντίστοιχα, των επιπέδων των ΗΠΑ.[xli] Αυτό δημιουργεί εξαιρετικά διογκωμένα περιθώρια ακαθάριστου κέρδους για τις πολυεθνικές που βρίσκονται στον Βορρά. Το συνολικό κόστος παραγωγής (που αντικατοπτρίζεται στην τιμή εξαγωγής) για ένα μπλουζάκι που παρήχθη το 2010 μέσω ενός υπεργολάβου στο Μπαγκλαντές που εργαζόταν για τη σουηδική εταιρεία Hennes & Mauritz (H&M) ήταν το 27% της τελικής τιμής πώλησης στην Ευρώπη, με τους εργαζόμενους στο Μπαγκλαντές να λαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσό για την εργασία τους. Ένας εργαζόμενος στο εργοστάσιο έλαβε 1,36 ευρώ για μια ημέρα δέκα έως δώδεκα ωρών.[xlii] Η προσαύξηση της τιμής (ή το περιθώριο μικτού κέρδους) σε ένα iPhone που συναρμολογήθηκε στην Κίνα το 2009 ήταν πάνω από 64%.[xliii] Τα διευρυνόμενα περιθώρια μικτού κέρδους που συνδέονται με το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ έχουν οδηγήσει σε μια ταχεία παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, με το παγκόσμιο μερίδιο της βιομηχανικής απασχόλησης που βρίσκεται στις αναπτυσσόμενες (συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων) οικονομίες να αυξάνεται από 52% το 1980 σε 83% το 2012.[xliv]

Σήμερα, ένα μεγάλο και ραγδαία αυξανόμενο τμήμα της παραγωγής ανατίθεται σε εξωτερικούς συνεργάτες στην περιφέρεια με τη μορφή συμβάσεων μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή με αυτό που είναι γνωστό ως μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής (όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), η αδειοδότηση, η δικαιόχρηση (franchising) και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διαχείρισης), αποτελώντας ένα είδος ενδιάμεσου εδάφους μεταξύ των άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές και του πραγματικού εμπορίου. Το 2010, οι μη συμμετοχικοί τρόποι παραγωγής δημιούργησαν πωλήσεις άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[xlv]

Παρόλα αυτά, δεν είναι μόνο η υπεργολαβική ή η μη συμμετοχική παραγωγή της αλυσίδας αξίας που εκμεταλλεύεται το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας στον παγκόσμιο Νότο. Μεγάλο μέρος της πραγματοποιείται με τη μορφή των πιο παραδοσιακών άμεσων ξένων επενδύσεων από πολυεθνικές εταιρείες. Μόνο το 2013, οι εισπράξεις των ΗΠΑ από επενδύσεις στο εξωτερικό σε ξένες εταιρείες, μετοχές, ομόλογα κ.λπ. ανήλθαν σε 773,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πληρωμές των ΗΠΑ για τις υποχρεώσεις τους από επενδύσεις που έκαναν οι ξένοι στις ΗΠΑ ανήλθαν σε μόλις 564,9 δισεκατομμύρια δολάρια, με αποτέλεσμα ένα καθαρό κέρδος περίπου 209 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσο περίπου με το 35% των συνολικών καθαρών ιδιωτικών εγχώριων επενδύσεων των ΗΠΑ για το ίδιο έτος). Αυτό απλώς επιτάχυνε τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου.[xlvi] Όπως έγραψαν οι Baran και Sweezy το 1966 στο Monopoly Capital, “οι ξένες επενδύσεις, πέρα και έξω από το να είναι μια διέξοδος για το εγχώρια παραγόμενο πλεόνασμα, είναι ένας αποτελεσματικότατος μηχανισμός για τη μεταφορά του πλεονάσματος που παράγεται στο εξωτερικό, πίσω, στη χώρα που επενδύει. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι, φυσικά, προφανές ότι οι ξένες επενδύσεις μάλλον επιδεινώνουν παρά βοηθούν στην επίλυση του προβλήματος της απορρόφησης του πλεονάσματος”[xlvii].

Στη μεταφορά αξίας από τις αναπτυσσόμενες χώρες υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της φυγής κεφαλαίων από τον παγκόσμιο Νότο που εκτιμάται σε περισσότερα από 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2012.[xlviii] Πράγματι, κάθε μορφή χρηματοπιστωτικής συναλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και του Νότου περιλαμβάνει ένα στοιχείο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε “κέρδος από απαλλοτρίωση”, ή απλή ληστεία, αντανακλώντας τις άνισες σχέσεις εξουσίας.[xlix] Όπως γράφει ο Norfield, τα χρηματοοικονομικά “είναι ένας τρόπος για τις πλούσιες χώρες να αντλούν εισόδημα από την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία”.[l] Μια έκθεση του 2015 από το Κέντρο Εφαρμοσμένων Οικονομικών της Νορβηγικής Σχολής Οικονομικών και την Global Financial Integrity με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμά ότι οι καθαρές μεταφορές πόρων, πολλές από τις οποίες είναι παράνομες, από τις αναπτυσσόμενες χώρες (ανεξάρτητα από τις κρυφές μεταφορές που συνδέονται με την άνιση ανταλλαγή), ανήλθαν σε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2012 – και αυξάνονται σε 3 τρισεκατομμύρια δολάρια αν συμπεριληφθούν και οι αδήλωτες μεταφορές.[li]

Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να εκτιμηθεί η έκταση των κρυφών μεταβιβάσεων αξίας που οφείλονται στις άνισες σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ του παγκόσμιου Νότου και του Βορρά, σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος ιδιοποιείται “περισσότερη εργασία ανταλλάσσοντάς την με λιγότερα”[lii]. Μια προσέγγιση, με πρωτοπόρο τον Καναδό οικονομολόγο Gernot Köhler, χρησιμοποίησε δεδομένα ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP) για να δείξει πώς η εργασία που ενσωματώνεται σε εξαγωγικά προϊόντα από τον παγκόσμιο Νότο -δεδομένης της διαφοράς μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών- δεν αντικατοπτρίζει τι θα άξιζε αυτή η εργασία σε όρους τοπικής αγοραστικής δύναμης στην αναδυόμενη οικονομία. Σύμφωνα με τα λόγια του Jason Hickel στο The Divide:

Η μέθοδος του Köhler είναι ο υπολογισμός της διαφοράς μεταξύ των ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών (δηλαδή διορθωμένων ως προς την αγοραστική δύναμη) για τα εμπορεύσιμα αγαθά. Για παράδειγμα, φανταστείτε μια ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του δολαρίου ΗΠΑ και της ινδικής ρουπίας 1:50. Φανταστείτε τώρα ότι η Ινδία στέλνει αγαθά αξίας R1.000 στις ΗΠΑ και λαμβάνει ως αντάλλαγμα 20 δολάρια. Αυτό θα ήταν μια απόλυτα ισότιμη ανταλλαγή. Ή τουλάχιστον έτσι θα φαινόταν. Το πρόβλημα είναι ότι η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι ακριβώς ακριβής. Στην Ινδία, οι 50 ρουπίες μπορούν να αγοράσουν πολύ περισσότερα από το ισοδύναμο αγαθών αξίας 1 δολαρίου. Για παράδειγμα, μπορεί να αγοράσει αγαθά αξίας 2 δολαρίων. Έτσι, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, σε όρους αγοραστικής δύναμης, είναι 1:25. Αυτό σημαίνει ότι όταν η Ινδία έστειλε αγαθά με αξία 1.000 ρουπίες στις ΗΠΑ, ήταν στην πραγματικότητα ισοδύναμο με την αποστολή αγαθών αξίας 40 δολαρίων, όσον αφορά την αξία που οι 1.000 ρουπίες θα μπορούσαν να αγοράσουν στην Ινδία. Και όμως, η Ινδία έλαβε μόνο 20 δολάρια σε αντάλλαγμα, τα οποία σε πραγματικούς όρους αξίζουν μόνο 500 ρουπίες. Με άλλα λόγια, λόγω της στρέβλωσης μεταξύ πραγματικών και ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η Ινδία έστειλε 20 δολάρια (500 ρουπίες) περισσότερα από όσα έλαβε. Ένας τρόπος για να το σκεφτούμε αυτό είναι ότι τα εξαγώγιμα αγαθά της Ινδίας αξίζουν περισσότερο από την τιμή που λαμβάνουν στην παγκόσμια αγορά. Ένας άλλος τρόπος είναι ότι η εργασία της Ινδίας υποαμείβεται σε σχέση με την αξία που παράγει.[liii]

Τα εμπειρικά αποτελέσματα του Köhler, που βασίζονται στις Ισοτιμίες της Αγοραστικής Δύναμης (PPP), θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως ένα πρόχειρο μέτρο της μεταφοράς αξίας που παράγεται στις χώρες του Νότου (χώρες που δεν ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης [ΟΟΣΑ]), αλλά πιστώνεται στις χώρες του Βορρά (ΟΟΣΑ), μέσω αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν άνιση ανταλλαγή. Με τον τρόπο αυτό, μπόρεσε να εκτιμήσει ότι οι εν λόγω μεταφορές αξίας μόνο το 1995 ανήλθαν σε 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας απώλειες που αντιστοιχούν σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνολικού ΑΕΠ των χωρών εκτός ΟΟΣΑ.[liv] Αν και τέτοιες εμπειρικές εκτιμήσεις επιδέχονται αμφισβήτηση από διάφορες απόψεις, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την υποκείμενη πραγματικότητα ή την τάξη μεγέθους του “ιμπεριαλιστικού ενοικίου”[lv].

Όπως υποστηρίζει ο John Smith, “οι τεράστιες ροές αξίας από τον Νότο προς τον Βορρά”, που συνδέονται με τις άνισες ανταλλαγές, “καθίστανται αόρατες στις στατιστικές για το ΑΕΠ, το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές ροές”, ακριβώς επειδή η αξία που παράγεται στον Νότο παρακρατείται στον Βορρά. Όλες οι πηγές εισοδήματος, είτε πρόκειται για μισθούς, είτε για κέρδη, είτε για ενοίκια, είτε για τόκους, που προκύπτουν από τα τεράστια περιθώρια ακαθάριστου κέρδους στην παραγωγή του Νότου, απλώς καταχωρούνται ως προστιθέμενη αξία στον παγκόσμιο Βορρά, συμβάλλοντας στο ΑΕΠ του Βορρά.[lvi]

Τα τεράστια κέρδη από την εξωτερική ανάθεση και άλλα μέσα παγκόσμιας παρακράτησης αξίας επιδεινώνουν περαιτέρω τα προβλήματα απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος αυτού του ιμπεριαλιστικού ενοικίου καταλήγει σε φορολογικούς παραδείσους και γίνεται ένα μέσο συσσώρευσης χρηματοοικονομικού πλούτου που συγκεντρώνεται σε ένα μικρό αριθμό εταιρειών και πλούσιων ατόμων, ενώ αποσυνδέεται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεχιζόμενη και όλο και πιο προβληματική διαδικασία παραγωγής, επενδύσεων και ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα ιμπεριαλιστικά έθνη.[lvii] Αυτό στη συνέχεια επιδεινώνει το συνολικό πρόβλημα της στασιμότητας, που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, υποαπασχόληση, αργή ανάπτυξη, αυξανόμενη ανισότητα και περιοδικές χρηματοοικονομικές φούσκες και κρίσεις.

Ο Αμίν υποστήριξε ότι το ιμπεριαλιστικό ενοίκιο είχε δύο διαφορετικές συνιστώσες. Το πρώτο ήταν το ενοίκιο που προερχόταν από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της εργασίας του Νότου. Η δεύτερη ήταν η αφαίμαξη των φυσικών πόρων από τον Νότο και οι παραβιάσεις της κυριαρχίας του από την άποψη αυτή από τις πολυεθνικές εταιρείες και τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Αν και η πρώτη μορφή ιμπεριαλιστικού ενοικίου ήταν, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, μετρήσιμη με όρους αξίας, η δεύτερη μορφή ενοικίου, εφόσον αφορούσε αξίες χρήσης (και την ιδιοποίηση από το κεφάλαιο των δωρεάν δώρων της φύσης) και όχι ανταλλακτικές αξίες, δεν ήταν.[lviii] Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ, επέμενε, είχε παράσχει τρόπους αντίληψης των οικολογικών αντιφάσεων και του οικολογικού ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός επιδίδεται σε έναν τεράστιο αγώνα για τον έλεγχο των στρατηγικών πόρων. Έχει υπολογιστεί ότι ο αμερικανικός στρατός δαπανά περίπου το 16% του βασικού του προϋπολογισμού μόνο για την άμεση διασφάλιση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου.[lix] Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς, όπως τόνισε ο Magdoff, για την έκταση στην οποία τα στρατιωτικά συμφέροντα και τα συμφέροντα των φυσικών πόρων είναι αλληλένδετα. Η στρατιωτική ηγεμονία διαδραματίζει βασικό ρόλο σε όλα τα ζητήματα διασφάλισης της οικονομικής επικράτειας και των στρατηγικών πόρων.

Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την οικονομική και πολιτικοστρατιωτική ισχύ των συγκεκριμένων κρατών στα οποία εδρεύουν, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ούτε στιγμή και από την οποία εξαρτάται η ικανότητά τους να συμμετέχουν αποτελεσματικά στον διεθνή ανταγωνισμό. Στην περίπτωση των εκατό κορυφαίων μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών στον κόσμο, τα τρία τέταρτα έχουν την έδρα τους σε έξι μόνο χώρες: Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Ελβετία. Σύμφωνα με τον Norfield,

αυτό που διακρίνει μια ιμπεριαλιστική εταιρεία δεν είναι το μέγεθός της ή η ανταγωνιστική της επιτυχία, ούτε καν η παγκόσμια σημασία της ως σημαντικός παραγωγός αγαθών ή υπηρεσιών, αν και συχνά θα είναι μια μεγάλη εταιρεία δεδομένων των πλεονεκτημάτων που απολαμβάνει. Αυτό που τη διακρίνει είναι η υποστήριξη που λαμβάνει από ένα ισχυρό έθνος-κράτος στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και τυχόν πλεονεκτήματα που αποκτά επειδή βρίσκεται σε αυτό το ιμπεριαλιστικό κράτος και ταυτίζεται με αυτό. Παρομοίως, αυτό που με οικονομικούς όρους διακρίνει ένα ιμπεριαλιστικό κράτος είναι η ικανότητά του να ασκεί εξουσία στην παγκόσμια οικονομία για λογαριασμό των “εθνικών” καπιταλιστικών εταιρειών του”.[lx]

Τέλος εποχής

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα είναι πιο επιθετικός και απεριόριστος στους στόχους του από ποτέ.[lxi] Στην παρούσα περίοδο της φθίνουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ, καθώς και της οικονομικής και οικολογικής παρακμής, το καθεστώς του δολαρίου-πετρελαίου-Πενταγώνου, υποστηριζόμενο από ολόκληρη την τριάδα των ΗΠΑ/Καναδά, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, ασκεί όλη τη στρατιωτική και οικονομική του δύναμη για να αποκτήσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά πλεονεκτήματα.[lxii] Ο στόχος είναι να υποτάξει ακόμη περισσότερο τις χώρες που βρίσκονται στον πάτο της παγκόσμιας ιεραρχίας, ενώ παράλληλα να βάλει εμπόδια στις αναδυόμενες οικονομίες και να ανατρέψει όλα τα κράτη που παραβιάζουν τους κανόνες της κυρίαρχης τάξης. Οι συγκρούσεις εντός του πυρήνα, εντός της τριάδας, συνεχίζουν να υφίστανται, αλλά προς το παρόν καταστέλλονται, όχι μόνο λόγω της συντριπτικής ισχύος της αμερικανικής δύναμης, αλλά και ως αποτέλεσμα της (κοινής και συμφωνημένης στην τριάδα) ανάγκης να συγκρατηθούν η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούνται ότι αποτελούν σοβαρές απειλές για την επικρατούσα ιμπεριαλιστική τάξη. Στην Κίνα και στη Ρωσία, για διαφορετικούς αλλά συναφείς ιστορικούς λόγους, το παγκόσμιο μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν συγκροτεί έναν κυρίαρχο συνασπισμό με τον εθνικό καπιταλισμό εντός των οικονομιών τους, συνασπισμός που υπάρχει στις άλλες χώρες BRICS. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε σύγχυση, βιώνοντας φυγόκεντρες αντί για  κεντρομόλες τάσεις, που προκύπτουν από την οικονομική στασιμότητα και την αστάθεια που δημιουργείται από τα ιμπεριαλιστικά πλήγματα που προέρχονται από τις γειτονικές περιοχές, ιδίως τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας/προμήθειας, μαζί με την ενέργεια, τους πόρους και τη χρηματοδότηση, αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο με στρατιωτικοστρατηγικούς όρους. Στο επίκεντρο αυτής της αλληλένδετης, παγκοσμιοποιημένης παγκόσμιας τάξης βρίσκεται η ασταθής ηγεμονία που ασκεί η Αμερική-φρούριο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν σήμερα μια στρατηγική κυριαρχίας πλήρους φάσματος, με στόχο όχι μόνο τη στρατιωτική, αλλά και την τεχνολογική, οικονομική, ακόμη και την παγκόσμια “ενεργειακή κυριαρχία” – σε ένα σκηνικό επικείμενης πλανητικής καταστροφής και οικονομικής και πολιτικής αταξίας.[lxiii]

Σε αυτές τις επιδεινούμενες συνθήκες, οι νεοφασιστικές τάσεις έχουν επανεμφανιστεί για άλλη μια φορά, αποτελώντας την τελευταία ταξική προσφυγή του μονοπωλιακού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – μια συμμαχία μεταξύ του μεγάλου κεφαλαίου και μιας πρόσφατα κινητοποιημένης αντιδραστικής κατώτερης μεσαίας τάξης.[lxiv] Όλο και περισσότερο, ο νεοφιλελευθερισμός συγχωνεύεται με τον νεοφασισμό, εξαπολύοντας τον ρατσισμό και τον ρεβανσιστικό εθνικισμό. Τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα ειρήνης έχουν εξασθενήσει στο μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού πυρήνα, ακόμη και στο πλαίσιο μιας αναβίωσης της αριστεράς, θέτοντας και πάλι το ζήτημα του κοινωνικού ιμπεριαλισμού.[lxv]

Υπάρχει μια έννοια, βέβαια, με βάση την οποία, πολλά από αυτά που περιγράφονται είναι οικεία. Όπως σημείωσε ο Magdoff:

οι φυγόκεντρες και οι κεντρομόλες δυνάμεις συνυπήρχαν πάντα στον πυρήνα της καπιταλιστικής διαδικασίας, με άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη να κυριαρχεί. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι ειρήνης και αρμονίας εναλλάσσονταν με περιόδους διχόνοιας και βίας. Γενικά ο μηχανισμός αυτής της εναλλαγής περιλαμβάνει τόσο οικονομικές όσο και στρατιωτικές μορφές πάλης, με την ισχυρότερη δύναμη να αναδεικνύεται νικήτρια και να επιβάλλει τη συναίνεση στους ηττημένους. Σύντομα όμως η άνιση ανάπτυξη παίρνει τη σκυτάλη και αναδύεται μια περίοδος καινούργιου αγώνα για ηγεμονία.[lxvi]

Ο ύστερος ιμπεριαλισμός, ωστόσο, αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό σημείο τέλους για την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, προμηνύοντας είτε μια πλανητική καταστροφή είτε μια νέα επαναστατική αρχή. Η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Γήινου Συστήματος δίνει νέα επείγουσα σημασία στον πανάρχαιο συλλογικό αγώνα για “ελευθερία γενικά”.[lxvii] Ο ευρύτερος ανθρώπινος αγώνας πρέπει να στηριχθεί στη συνεχιζόμενη επαναστατική αντίσταση των εργαζομένων και των λαών του παγκόσμιου Νότου, με στόχο πρώτα και κύρια την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, ως παγκόσμιας εκδήλωσης του καπιταλισμού. Η εργασία στα έθνη του πυρήνα δεν μπορεί να είναι ελεύθερη μέχρι η εργασία στα έθνη της περιφέρειας να είναι ελεύθερη και ο ιμπεριαλισμός να καταργηθεί.[lxviii] Αυτό που ο Μαρξ ονόμασε σοσιαλισμό, μια κοινωνία βιώσιμης ανθρώπινης ανάπτυξης, μπορεί να οικοδομηθεί μόνο σε παγκόσμια βάση. Όλες οι καταπιεστικές, αδικαιολόγητες, εκμεταλλευτικές σχέσεις πρέπει να φύγουν και η ανθρωπότητα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσει με νηφάλιες αισθήσεις τις σχέσεις της με το είδος της και την ενότητά της με τη γη.[lxix]

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Αναφορές

[i] (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939): Ιμπεριαλισμός: Το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού (Νέα Υόρκη: Διεθνής, 1939). Όταν εκδόθηκε το 1917, ο τίτλος του φυλλαδίου του Λένιν ήταν Ιμπεριαλισμός: Το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού. Βλ. Β. Ι. Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους (Μόσχα: Progress, 1977), 640-41, 801. Τονίζοντας αυτό το γεγονός, ο Witold Kula, ένας Πολωνός ιστορικός, έγραψε το 1963: “Οι μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ αυτών των διατυπώσεων είναι θεμελιώδεις. Ο προσδιορισμός “το νεότερο [πιο πρόσφατο] στάδιο” αναφέρεται στο παρελθόν… ενώ ο προσδιορισμός “το υψηλότερο στάδιο” λέει κάτι περισσότερο, επίσης για το μέλλον- ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει “υψηλότερο στάδιο” από αυτό”. Ο Kula αναφέρεται στο John Bellamy Foster και Henryk Szlajfer, εισαγωγή στο The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 21. Σύμφωνα με αυτό, ο Λένιν αναφέρεται γενικά στο πραγματικό κείμενο της μπροσούρας του στον ιμπεριαλισμό ως την “τελευταία φάση” ή το “τελευταίο στάδιο” του καπιταλισμού, σύμφωνα με τον υπότιτλο του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ: Η τελευταία φάση του καπιταλισμού.

[ii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 78, 81-82, 88, 92. Ήταν στο άρθρο του “Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού” τον Οκτώβριο του 1916 που ο Λένιν έδωσε για πρώτη φορά πρωταρχική έμφαση στην αντίληψη του ιμπεριαλισμού ως το υψηλότερο στάδιο, σε αντίθεση με το νεότερο ή πιο πρόσφατο στάδιο, με βάση αυτό που θεωρούσε ως “θνησιγενή” χαρακτήρα του καπιταλισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτό βοηθά στην εξήγηση της μεταγενέστερης αλλαγής του τίτλου της μπροσούρας του, μετά την πρώτη δημοσίευσή της το 1917. Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 23 (Μόσχα: Progress, 1964), 105-20. Σε απάντηση στον Λένιν, ο Σαμίρ Αμίν έχει γράψει ότι “ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένα στάδιο, ούτε καν το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού: από την αρχή είναι εγγενής στην επέκταση του καπιταλισμού”. Samir Amin, “Imperialism and Globalization”, Monthly Review 53, αρ. 2 (Ιούνιος 2001): 6. Ο Λένιν, ωστόσο, χρησιμοποίησε τον όρο με διπλή έννοια, για να αναφερθεί τόσο στον ιμπεριαλισμό γενικά, που ανατρέχει στην αρχή του καπιταλισμού, όσο και (με πιο εστιασμένο τρόπο) για να αναφερθεί σε αυτό που ονομάστηκε στην εποχή του “νέος ιμπεριαλισμός” ή ιμπεριαλιστικό (μονοπωλιακό) στάδιο του καπιταλισμού.

[iii] Λένιν, Ιμπεριαλισμός, 13-14, 85, 88, 91. Για όσους πιστεύουν ότι ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν ήταν έργο μιας στιγμής, είναι χρήσιμο να δούμε τις πάνω από 700 σελίδες σημειώσεων, που περιέχουν αποσπάσματα από 148 βιβλία και 232 άρθρα στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, τις οποίες πήρε για την προετοιμασία της συγγραφής του. Βλέπε Β. Ι. Λένιν, Συλλεγμένα έργα, τόμος 39 (Μόσχα: Progress, 1968), 20.

[iv] Rudolf Hilferding, Finance Capital (Λονδίνο: Routledge, 1981)- Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1951), Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1929). Αν και από πολλές απόψεις συμπληρωματική προς τη μεταγενέστερη ανάλυση του Λένιν, η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον ιμπεριαλισμό ως κυρίως καταστροφή και αφομοίωση των προκαπιταλιστικών εξωτερικών περιοχών αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό τη θεωρία της, σημειώνουν οι Utsa και Prabhat Patnaik, “ως μια μόνιμη σχέση υπό τον καπιταλισμό”. Utsa and Prabhat Patnaik, A Theory of Imperialism (New York: Columbia University Press, 2017), 87.

[v] Lenin, Imperialism, 89. Όσον αφορά την εργατική αριστοκρατία, ο Λένιν επέμεινε ότι “ένα προνομιούχο ανώτερο στρώμα του προλεταριάτου στις ιμπεριαλιστικές χώρες ζει εν μέρει εις βάρος εκατοντάδων εκατομμυρίων στα [λεγόμενα] απολίτιστα έθνη” (Συλλεγμένα έργα, τόμος 23, 107). (Σημείωση: Ενώ έκανε διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων εθνών, ο Λένιν έβαλε εισαγωγικά γύρω από το πρώτο και το αντιμετώπισε, όπως και στη σοσιαλιστική παράδοση, ως ευφημισμό για τον καπιταλισμό). Για την ιστορική βάση της αντιμετώπισης της εργατικής αριστοκρατίας από τον Λένιν, βλέπε Eric Hobsbawm, “Lenin and the ‘Aristocracy of Labor'”, στο Lenin Today, εκδ. Paul M. Sweezy and Harry Magdoff (New York: Monthly Review Press, 1970), 47-56.

[vi] Λένιν, Επιλεγμένα έργα σε τρεις τόμους, τόμος 3 (Μόσχα: Progress, 1975), 246, 372-78. Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό έχει συχνά μετατραπεί σε μια απλοϊκή θεωρία περί πλεονάσματος στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη και εξαγωγής κεφαλαίου, που έχει τις ρίζες της στην υποκατανάλωση. Αυτή η υπερβολικά χονδροειδής ερμηνεία του Λένιν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του επιδραστικού Ιμπεριαλισμού του Μπιλ Γουόρεν: Pioneer of Capitalism (Λονδίνο: Verso, 1980), 50-83. Για μια έντονη κριτική αυτής της απλοϊκής άποψης, βλέπε Prabhat Patnaik, Whatever Happened to Imperialism and Other Essays (Νέο Δελχί: Tulika, 1995), 80-101.

[vii] S. Stavrianos, Global Rift (Νέα Υόρκη: William Morrow and Company, 1981), 623-24.

[viii] Mark Blaug, “Τα οικονομικά του ιμπεριαλισμού”, στο Economic Imperialism, εκδ. Kenneth E. Boulding and Tapan Mukerjee (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1972), 142-55. Benjamin J. Cohen, The Question of Imperialism (New York: Basic, 1973), 99-141. Barrington Moore, Jr., The Causes of Human Misery (Boston: Beacon, 1972), 117-32. Robert W. Tucker, The Radical Left and American Foreign Policy (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1971).

[ix] Harry Magdoff, The Age of Imperialism (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1969)- Harry Magdoff, Imperialism: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1978).

[x] Για μια ένδειξη του πόσο πιο έμπειρος ήταν ο Magdoff στη χρήση οικονομικών στατιστικών από τους επικριτές του, βλέπε “A Technical Note”, στο Imperialism, 11-14.

[xi] Magdoff, Η εποχή του ιμπεριαλισμού, 18-19.

[xii] Ernest Mandel, εισαγωγή στη σχεδιαζόμενη Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος 1, Karl Marx (Λονδίνο: Penguin, 1976), 27-28- John Bellamy Foster, “The Imperialist World System”, Monthly Review 59, no. 1 (Μάιος 2007): 1-16. Ο Σαμίρ Αμίν, στο έργο του, ασχολείται με το φάσμα των ερωτημάτων που ο Μαρξ σκόπευε να θέσει στους τόμους 5 και 6 του Κεφαλαίου, αλλά όχι όπως θα το προσέγγιζε ο Μαρξ στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά μάλλον σε σχέση με τα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα. Βλέπε Samir Amin, Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value (New York: Monthly Review Press, 2018), 131-35.

[xiii] Magdoff, Imperialism, 239- Bernard Baruch, πρόλογος στο The Revolution in World Trade and American Economic Policy, Samuel Lubell (New York: Harper, 1955), xi- Magdoff, The Age of Imperialism, 182.

[xiv] Magdoff, Imperialism, 260-61.

[xv] Magdoff, Imperialism, 110-11

[xvi] Magdoff, The Age of Imperialism, 67-113

[xvii] Prabhat Patnaik, “Whatever Happened to Imperialism?”, Monthly Review 42, αρ. 6 (Νοέμβριος 1990): 1-14.

[xviii] Andre Gunder Frank, “The Development of Underdevelopment”, Monthly Review 18, no. 4 (Σεπτέμβριος 1966): Harry Magdoff, “A Note on the Communist Manifesto”, Monthly Review 50, no. 1 (Μάιος 1998): 11-13, αναδημοσίευση σε αυτό το τεύχος.

[xix] Bill Warren, “Ιμπεριαλισμός και καπιταλιστική εκβιομηχάνιση”, New Left Review 181 (1973): Warren, Imperialism: 4, 43, 48, 82: Ιμπεριαλισμός: Πρωτοπόρος του καπιταλισμού, 48. Ο Warren, σε αντίθεση με πολλούς μεταγενέστερους μαρξιστές θεωρητικούς, γνώριζε το ρόλο του Λένιν στην άνοδο της θεωρίας της εξάρτησης στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919. Βλέπε Warren, Imperialism: Pioneer of Capitalism, 97-98- Research Unit for Political Economy, “On the History of Imperialism Theory”, Monthly Review 59, no. 7 (Δεκέμβριος 2007): 42-50. Ο ισχυρισμός του Warren ότι ο Μαρξ έβλεπε τον ιμπεριαλισμό να παίζει εποικοδομητικό ρόλο σε σχέση με την εκβιομηχάνιση καταρρίφθηκε στο Kenzo Mohri, “Marx and ‘Underdevelopment’, “Monthly Review 30, no. 11 (April 1979): 32-42, και Suniti Kumar Ghosh, “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): “Marx on India”, Monthly Review 35, αρ. 8 (Ιανουάριος 1984): 39-53. Μια πιο πρόσφατη αντίκρουση, που βασίζεται σε ορισμένα νέα υλικά, είναι το Kevin Anderson, Marx at the Margins (Chicago: University of Chicago Press, 2016).

[xx] Giovanni Arrighi, The Geometry of Imperialism (London: Verso, 1983), 171-73- Giovanni Arrighi, “Lineages of Empire”, στο Debating Empire, επιμ. Gopal Balakrishnan (Λονδίνο: Verso, 2003), 35. Στο The Long Twentieth Century, ο Arrighi παραιτήθηκε πλήρως από την ανάλυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της μονοπωλιακής δύναμης στην εξέλιξη της σύγχρονης γιγαντιαίας εταιρικής επιχείρησης -εγκαταλείποντας έτσι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού που ο Λένιν είχε ταυτίσει με τον ιμπεριαλισμό- επιλέγοντας μάλλον να αντικαταστήσει τη νεοκλασική ανάλυση του κόστους συναλλαγών ως επαρκή εξήγηση για την ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Giovanni Arrighi, The Long Twentieth Century (Λονδίνο: Verso, 1994), 218-19, 239-43.

[xxi] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000), 178, 234, 332-35- Thomas L. Friedman, The World Is Flat (Νέα Υόρκη: Farrar, Strauss, and Giroux, 2005)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992)- Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1992).

[xxii] Ellen Meiksins Wood, “A Manifesto for Global Capitalism?”, στο Debating Empire, 61-82- John Bellamy Foster, “Imperialism and ‘Empire'”, Monthly Review 53, no. 7 (Δεκέμβριος 2001): 1-9.

[xxiii] Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism (Λονδίνο: Verso, 2013), 12, 26, 275- Tony Norfield, The City (Λονδίνο: Verso, 2017), 14-17- Peter Gowan, The Global Gamble (Λονδίνο: Verso, 1999), 19-38.

[xxiv] William I. Robinson, A Theory of Global Capital (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2004), 44-49- John A. Hobson, Imperialism: James Nisbet and Company, 1902).

[xxv] William I. Robinson, Into the Tempest (Σικάγο: Haymarket, 2018), 99-121. Σχετικά με τις εμπειρικές αδυναμίες της θέσης του υπερεθνικού κεφαλαίου, βλέπε “Υπερεθνικός καπιταλισμός ή συλλογικός ιμπεριαλισμός”, Pambazuka News, 23 Μαρτίου 2011- Ha-Joon Chang, Things They Don’t Tell You About Capitalism (New York: Bloomsbury, 2010), 74-87- Ernesto Screpanti,Global Imperialism and the Great Crisis (New York: Monthly Review Press, 2014), 57-58.

[xxvi] David Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, στο A Theory of Imperialism, Patnaik and Patnaik, 169, 171- David Harvey, “Realities on the Ground: David Harvey Replies to John Smith,” Review of African Political Economy blog, 5 Φεβρουαρίου 2018- David Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, (συμβολή σε συζήτηση για το θέμα αυτό που παρουσιάστηκε στο Center for Public Scholarship, New School for Social Research, Νέα Υόρκη, 1 Μαΐου 2017), διαθέσιμο στο YouTube. Στα προηγούμενα έργα του, ο Harvey ήταν αρκετά δεκτικός στην έννοια του ιμπεριαλισμού, όπως στο άρθρο του 1975 με τίτλο “The Geography of Capital Accumulation”, το οποίο αναδημοσιεύεται στο David Harvey, Spaces of Capital (New York: Routledge, 2001), 260-61. Βλέπε επίσης David Harvey, The Limits to Capital (1982- ανατύπωση, Λονδίνο: Verso, 2006), 439-42.

[xxvii] David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003), 7, 27, 163, 209-11- Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”.

[xxviii] Harvey, “Imperialism: Is It Still a Relevant Concept?”, Harvey, “A Commentary on A Theory of Imperialism”, 169.

[xxix] Harvey, “Realities on the Ground (Πραγματικότητες στο έδαφος)”.

[xxx] David Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2014), 135. Ο Harvey λέει ότι το “rent seeking”, όπως χρησιμοποιείται από τον Joseph Stiglitz για να αναφερθεί στην αρπαγή του πλούτου και όχι στη δημιουργία του, “δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν ευγενικό και μάλλον ουδέτερο ηχητικά τρόπο να αναφερθεί κανείς σε αυτό που εγώ ονομάζω “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης”” (Harvey, Seventeen Contradictions of Capitalism, 133). Θα μπορούσαμε να πούμε, με τη σειρά μας, ότι η “συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης” είναι απλώς ένας ευγενικός και μάλλον ουδέτερος τρόπος να αναφερθούμε σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε απαλλοτρίωση (ή κέρδος από απαλλοτρίωση).

[xxxi] Karl Marx, Capital, vol. 1 (Λονδίνο: Penguin, 1976), 915. Σχετικά με την έννοια του Μαρξ “κέρδος από απαλλοτρίωση” (ή κέρδος από αλλοτρίωση), βλ. John Bellamy Foster και Brett Clark, “The Expropriation of Nature“, Monthly Review 69, no. 10 (Μάρτιος 2018): 1-27.

[xxxii] Marquess of Salisbury αναφέρεται στο Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (New York: Monthly Review Press, 1957), 145.

[xxxiii] Utsa Patnaik, “Revisiting the ‘Drain,’ or Transfers from India to Britain in the Context of Global Diffusion of Capitalism,” στο Agrarian and Other Histories, ed. Shubhra Chakrabarti και Utsa Patnaik (Νέο Δελχί: Tulika, 2017), 311.

[xxxiv] Magdoff, Globalization, 4, 41.

[xxxv] Atilio Borón, “Empire” and Imperialism (Λονδίνο: Zed, 2005), 3.

[xxxvi] Amin, Modern Imperialism, 162, 193-95.

[xxxvii] John Bellamy Foster και Robert W. McChesney, The Endless Crisis (Νέα Υόρκη: Monthly Review, 2012), 76-77.

[xxxviii] Intan Suwandi, R. Jamil Jonna και John Bellamy Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, Monthly Review 70, no. 10 (Μάρτιος 2019): 1-24.

[xxxix] Σχετικά με τον παγκόσμιο εφεδρικό στρατό, βλέπε Foster and McChesney, The Endless Crisis, 125-54.

[xl] Tony Norfield, “T-Shirt Economics: Labour in the Imperialist World Economy”, στο Struggle in a Time of Crisis, επιμ. Nicolas Pons-Vignon και Mbuso Nkosi (Λονδίνο: Pluto, 2015), 23-28- John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2016), 13-16.

[xli] Suwandi, Jonna και Foster, “Global Commodity Chains and the New Imperialism”, 14-15.

[xlii] Norfield, “T-Shirt Economics”, 25-26.

[xliii] Foster και McChesney, The Endless Crisis, 140-41.

[xliv] Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, πίνακας 4α. Employment by Aggregate Sector (by Sex), στο Key Indicators of the Labour Market(KILM), 8th ed. (Geneva: International Labour Office, 2014)- “Economic Groups and Composition,” United Nations Conference on Trade and Development, http://unctadstat.unctad.org.

[xlv] Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, “Non-Equity Modes of International Production and Development”, στο World Investment Report, 2011 (Γενεύη: Ηνωμένα Έθνη, 2011), 123, 132.

[xlvi] Norfield, The City, 9, 169- Federal Reserve Bank of St. Louis Economic Research, FRED,Net Domestic Investment: Private: Domestic Business, πρόσβαση 18 Μαΐου 2019- Stephanie E. Curcuru και Charles P. Thomas, “The Return on U.S. Direct Investment at Home and Abroad,” International Finance Discussion Papers, no. 1057, Board of Governors of the Federal Reserve System, Οκτώβριος 2012.

[xlvii] Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 107-08.

[xlviii] Dev Kar και Guttorm Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens (Λονδίνο: Global Financial Integrity, Norwegian School of Economics, 2015), 19- Jason Hickel, The Divide (Νέα Υόρκη: W. W. Norton, 2017), 27.

[xlix] Karl Marx and Frederick Engels, Collected Works, vol. 30 (New York: International, 1975), 59.

[l] Norfield, The City, 76.

[li] Kar και Schjelderup, Financial Flows and Tax Havens, 15-17.

[lii] Karl Marx, Capital, τόμος 3 (Λονδίνο: Penguin, 1981), 345.

[liii] Hickel, The Divide, 290-91.

[liv] Gernot Köhler, “The Structure of Global Money and World Tables of Unequal Exchange”, Journal of World-System Research 4 (1998): 145-68, Gernot Köhler, Global Keynesianism: Global Keynesianism: Unequal Exchange and Global Exploitation (New York: Nova Science, 2002), 43-100- Gernot Köhler, “Unequal Exchange 1965-1995”, Νοέμβριος 1988- Hickel, The Divide, 290-91. Ο Zak Cope, βασιζόμενος σε διάφορους τρόπους υπολογισμού της μεταφοράς αξίας μέσω άνισης ανταλλαγής, κατέληξε σε στοιχεία για το 2009 ύψους 2,6-4,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε. Zak Cope, Divided World Divided Class (Μόντρεαλ: Kersplebedeb, 2012), 262.

[lv] Amin, Modern Imperialism, 223-25.

[lvi] John Smith, “Το κεφάλαιο του Μαρξ και η παγκόσμια κρίση”, στο The Changing Face of Imperialism, εκδ. Sunanda Sen and Maria Cristina Marcuzzo (London: Routledge, 2018), 43-45. Imperialism in the Twenty-First Century, 252. Tony Norfield, “Imperialism, a Marxist Understanding”, Socialist Economist, 22 Μαρτίου 2019. Για τα ευρύτερα ζητήματα της παρακράτησης της αξίας, βλ. Mariana Mazzucato, The Value of Everything (New York: PublicAffairs, 2018).

[lvii] Ο ρόλος των “νησιών θησαυρού”, κυρίως στην Καραϊβική, αναδεικνύει το τεράστιο υπεράκτιο κεφάλαιο στους φορολογικούς παραδείσους. Βλέπε Nicholas Shaxson, Treasure Islands (Νέα Υόρκη: Palgrave-Macmillan, 2011). Ο Thomas Piketty έχει επίσης επισημάνει το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των επενδύσεων/ανάπτυξης (ο παραδοσιακός ρόλος του κεφαλαίου) και της συσσώρευσης πλούτου. Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2014).

[lviii] Amin, Modern Imperialism, 110-11.

[lix] ” The Military Cost of Defending the Global Oil Supply”, Securing America’s Future Energy, 21 Σεπτεμβρίου 2018.

[lx] Norfield, The City, 123, 126.

[lxi] Για τη στροφή προς έναν πιο επιθετικό ιμπεριαλισμό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βλ. John Bellamy Foster, Naked Imperialism (New York: Monthly Review Press, 2006).

[lxii] Η γεωοικονομία αντιπροσωπεύει την αναβίωση του οικονομικού πολέμου. Για τη σχετική μεγάλη στρατηγική που εκπορεύεται από το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, βλέπε Robert D. Blackwill και Jennifer M. Harris, War by Other Means (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2016).

[lxiii] Donald Trump, “President Trump Vows to Usher in Golden Era of American Energy Dominance”, 30 Ιουνίου 2017, http://whitehouse.gov.

[lxiv] Βλέπε John Bellamy Foster, Trump in the White House (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2017).

[lxv] Για την ιστορία του κοινωνικού ιμπεριαλισμού, βλέπε Bernard Semmel, Imperialism and Social Reform (Garden City, NY: Doubleday, 1960).

[lxvi] Magdoff, Globalization, 4-5.

[lxvii] Μαρξ και Ένγκελς, Συλλεγμένα έργα, τόμος 1, 180.

[lxviii] ” Ένα ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα [στον Βορρά] δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν αντιταχθεί ανυποχώρητα στους αυτοκρατορικούς πολέμους, στην παραγωγή και πώληση όπλων, στη διείσδυση του στρατού στις τοπικές οικονομίες και στην καθημερινή ζωή, στον πατριωτισμό των σημαιών και των εθνικών ύμνων, στο μάντρα ότι όλοι πρέπει να υποστηρίξουμε τα στρατεύματα της χώρας μας. Στον Παγκόσμιο Βορρά ο εθνικισμός είναι μια ασθένεια που εμποδίζει την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργατικής τάξης που είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη απελευθέρωση”. Michael D. Yates, Can the Working Class Change the World? (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2018), 160.

[lxix] Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1964), 7.

Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης

Το antapocrisis αναδημοσιεύει αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου «Παγκόσμια ανισότητα» του Branko Milanovic, οικονομολόγου που εστιάζει στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο σερβοαμερικάνος οικονομολόγος υποστηρίζει με στοιχεία ότι κατά την τελευταία εικοσιπενταετία από την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ωφελήθηκαν οι μεσαίες τάξεις των αναπτυσσόμενων χωρών (κυρίως της Ασίας) καθώς και το πλουσιότερο 1% των αναπτυγμένων χωρών. Αντίθετα, έχασαν οι μεσαίες τάξεις των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συνδέεται με καινούριες πολιτικές συμπεριφορές των μεσαίων στρωμάτων σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση προκαλώντας ισχυρή κρίση στη μέχρι σήμερα πολιτική αντιπροσώπευση.

Ποιοι ωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση;

Τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα.

Το Διάγραμμα 1.1 απεικονίζει πώς έχουν ακριβώς τα πράγματα. Παριστώντας γραφικά την ποσοστιαία αύξηση του εισοδήματος ως προς το αρχικό εισόδημα, μπορούμε να δούμε ποιες εισοδηματικές ομάδες ωφελήθηκαν περισσότερο τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο οριζόντιος άξονας παρουσιάζει τα εκατοστημόρια της κατανομής εισοδήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία ξεκινά από τους φτωχότερους ανθρώπους στον κόσμο στα αριστερά και φτάνει στους πλουσιότερους (το «πλουσιότερο 1% παγκοσμίως») στο δεξιό άκρο. (Η κατάταξη των ανθρώπων γίνεται με βάση το μετά από φόρους κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών, εκφρασμένο σε δολάρια ίσης αγοραστικής δύναμης για λεπτομέρειες σχετικά με το πώς γίνονται οι συγκρίσεις εισοδήματος μεταξύ χωρών, βλ. Παρέκβαση 1.1.)  Ο κατακόρυφος άξονας παρουσιάζει τη σωρευτική αύξηση του πραγματικού εισοδήματος (δηλαδή του αποπληθωρισμένου και αναπροσαρμοσμένου με βάση τις διαφορές στα επίπεδα τιμών εισοδήματος) από το 1988 μέχρι το 2008.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.1 Σχετική αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος ως προς το επίπεδο του παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008. Το διάγραμμα παρουσιάζει τη σχετική (ποσοστιαία) αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (μετρημένου σε διεθνή δολάρια 2005) από το 1988 μέχρι το 2008, σε διαφορετικά σημεία της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (ξεκινά από το φτωχότερο παγκόσμιο εικοστημόριο, στο 5, και φθάνει στο πλουσιότερο παγκόσμιο εκατοστημόριο, στο 100). Η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ήταν μεγαλύτερη μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται περί το 50ό εκατοστημόριο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (τον διάμεσο, στο σημείο Α) και μεταξύ των πλουσιότερων ατόμων (του πλουσιότερου 1%, στο σημείο Γ). Ήταν χαμηλότερη μεταξύ όσων βρίσκονται γύρω από το 80ό εκατοστημόριο παγκοσμίως (σημείο Β), οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στην κατώτερη μεσαία τάξη των πλούσιων χωρών.
Πηγή δεδομένων: Lakner & Milanović (2015)

Η 20ετία αυτή συμπίπτει σχεδόν επακριβώς με το διάστημα που μεσολάβησε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Καλύπτει την περίοδο που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «υψηλή παγκοσμιοποίηση», περίοδο κατά την οποία μπήκαν στη σφαίρα της αλληλεξαρτώμενης παγκόσμιας οικονομίας πρώτα η Κίνα, με πληθυσμό άνω του ενός δισεκατομμυρίου κατοίκους, και κατόπιν οι οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης, με περίπου μισό δισεκατομμύριο κατοίκους. Εδώ μπορεί να συμπεριληφθεί ακόμα και η Ινδία αφού, χάρη στις μεταρρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, η οικονομία της αύξησε τον βαθμό ενσωμάτωσής της στην παγκόσμια. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε επίσης η επανάσταση των επικοινωνιών, η οποία επέτρεψε στις επιχειρήσεις να μετεγκαθιστούν εργοστάσια σε μακρινές χώρες, όπου μπορούν να επωφελούνται από τη φθηνή εργασία αλλά να διατηρούν πάντα τον έλεγχο. Έτσι προέκυψε η διπλή σύμπτωση από τη μια του ανοίγματος των «περιφερειακών» αγορών και από την άλλη της δυνατότητας των χωρών του πυρήνα να απασχολούν εργατικό δυναμικό από τις χώρες της περιφέρειας επιτόπου. Από πολλές απόψεις, τα χρόνια που προηγήθηκαν της χρηματοπιστωτικής κρίσης χαρακτηρίζονταν από τον μεγαλύτερο βαθμό παγκοσμιοποίησης στην ανθρώπινη ιστορία.

Όμως τα οφέλη, πράγμα ίσως όχι απροσδόκητο σε μια τόσο περίπλοκη διεργασία, ήταν άνισα κατανεμημένα, αφού κάποιοι δεν είχαν κανένα απολύτως όφελος. Στο Διάγραμμα 1.1 επικεντρωνόμαστε σε τρία σημεία ενδιαφέροντος, όπου η αύξηση του εισοδήματος ήταν είτε μέγιστη είτε ελάχιστη. Τα σημεία αυτά ορίζονται ως Α, Β και Γ. Το Α βρίσκεται γύρω από τον διάμεσο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος (ο διάμεσος χωρίζει την κατανομή σε δύο ίσα μέρη, καθένα από τα οποία περιέχει το 50% του πληθυσμού· το ένα μέρος βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση και το άλλο σε χειρότερη κατάσταση από τους ανθρώπους με μέσο εισόδημα). Οι άνθρωποι στο σημείο Α παρουσίαζαν τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης πραγματικού εισοδήματος: γύρω στο 80% κατά τη συγκεκριμένη 20ετία. Ο ρυθμός αύξησης, ωστόσο, δεν ήταν υψηλός μόνο για όσους βρίσκονταν κοντά στον διάμεσο, αλλά για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, που ξεκινούσε απ’ όσους βρίσκονταν γύρω από το 40ό παγκόσμιο εκατοστημόριο και έφθανε σε όσους βρίσκονταν γύρω από το 60ό. Πρόκειται, βέβαια, για το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτή την ομάδα, οι εμφανώς ωφελημένοι από την παγκοσμιοποίηση; Εννέα στις δέκα φορές πρόκειται για ανθρώπους από τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, κυρίως την Κίνα, αλλά και την Ινδία, την Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ και την Ινδονησία. Δεν πρόκειται για τους πιο πλούσιους κατοίκους αυτών των χωρών, γιατί οι πλούσιοι καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος (δηλαδή, βρίσκονται δεξιότερα στο διάγραμμα). Πρόκειται για ανθρώπους που καταλαμβάνουν το μέσο της κατανομής στη χώρα τους αλλά, όπως μόλις είδαμε, και στον κόσμο. Ιδού μερικά παραδείγματα αξιοσημείωτης σωρευτικής αύξησης που βίωσαν αυτές οι μεσαίες εισοδηματικές ομάδες. Τα δύο διάμεσα δεκατημόρια (πέμπτο και έκτο) στις αγροτικές και τις αστικές περιοχές της Κίνας είδαν το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημά τους να πολλαπλασιάζεται επί 3 και επί περίπου 2,2, αντίστοιχα, μεταξύ 1988 και 2008. Στην περίπτωση της Ινδονησίας τα διάμεσα αστικά εισοδήματα σχεδόν διπλασιάστηκαν, ενώ τα αγροτικά εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 80%. Στο Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη (όπου ο πληθυσμός δεν διακρίνεται σε αστικό και αγροτικό) τα πραγματικά εισοδήματα γύρω από τις διάμεσες τιμές υπερδιπλασιάστηκαν.  Αυτές οι ομάδες ήταν κατά κύριο λόγο οι «κερδισμένοι» της παγκοσμιοποίησης μεταξύ 1988 και 2008. Για λόγους ευκολίας τις αποκαλούμε «αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη» – αν και, όπως θα εξηγήσω αργότερα, επειδή εξακολουθούν να είναι σχετικά φτωχές σε σύγκριση με τις μεσαίες τάξεις της Δύσης, δεν θα πρέπει να αποδίδεται στον όρο το ίδιο κύρος (με βάση το εισόδημα και την εκπαίδευση) που συνήθως επιφυλάσσεται για τις μεσαίες τάξεις των πλούσιων χωρών.

Ας περάσουμε τώρα στο σημείο Β. Το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι βρίσκεται δεξιά του σημείου Α, το οποίο σημαίνει ότι οι άνθρωποι στο σημείο Β είναι πλουσιότεροι από τους ανθρώπους στο σημείο Α. Παρατηρούμε, όμως, και ότι η τιμή του κατακόρυφου άξονα στο σημείο Β είναι σχεδόν μηδενική, υποδηλώνοντας ότι δεν σημειώθηκε καμία αύξηση του πραγματικού εισοδήματος σε διάστημα 20 ετών. Ποιοι απαρτίζουν αυτή την ομάδα; Σχεδόν όλοι προέρχονται από τις πλούσιες οικονομίες του ΟΟΣΑ (Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). Αν αγνοήσουμε όσους προέρχονται από τα σχετικά πρόσφατα μέλη του ΟΟΣΑ (διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, Χιλή και Μεξικό), περίπου τα 3/4 των ανθρώπων αυτής της ομάδας είναι πολίτες των «παλαιών πλούσιων» χωρών της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας (για τις τρεις περιοχές ενίοτε χρησιμοποιείται το αρκτικόλεξο ΔΕΒΑΩ), καθώς και πολίτες της Ιαπωνίας. Όπως η Κίνα δεσπόζει στο σημείο Α, έτσι δεσπόζουν στο σημείο Β οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και η Γερμανία. Οι άνθρωποι στο σημείο Β γενικά ανήκουν στο χαμηλότερο ήμισυ των κατανομών εισοδήματος των χωρών τους. Ανήκουν στα φτωχότερα πέντε δεκατημόρια της Γερμανίας, τα οποία από το 1988 μέχρι το 2008 σημείωσαν σωρευτική αύξηση μόλις 0%-7%· στο κάτω μισό της κατανομής εισοδήματος στις ΗΠΑ, που βίωσε πραγματική αύξηση 21%-23%· και στα κατώτερα δεκατημόρια στην Ιαπωνία, που είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να σημειώνει κάμψη ή να αυξάνεται συνολικά κατά 3%-4%. Για λόγους απλούστευσης, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να αποκληθούν «κατώτερη μεσαία τάξη του πλούσιου κόσμου». Και σίγουρα δεν είναι οι κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης.

Με την απλή σύγκριση των ομάδων σε αυτά τα δύο σημεία αποδείξαμε εμπειρικά κάτι που έχει γίνει αισθητό από πολλούς και έχει συζητηθεί ευρέως στην οικονομική βιβλιογραφία, καθώς και στον δημόσιο διάλογο. Έχουμε επίσης αναδείξει ένα από τα βασικά προβλήματα της τρέχουσας διαδικασίας παγκοσμιοποίησης: την απόκλιση που εμφανίζει η εξελικτική πορεία της οικονομικής κατάστασης των ανθρώπων στον παλαιό πλούσιο κόσμο και στην αναδυόμενη Ασία. Με λίγα λόγια: οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι φτωχές και μεσαίες τάξεις της Ασίας· οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου.

Μια τόσο ωμή διαπίστωση μπορεί να μην εκπλήσσει πολλούς σήμερα, αλλά σίγουρα θα είχε προκαλέσει έκπληξη σε πολλούς αν είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι πολιτικοί της Δύσης, οι οποίοι ασκούσαν πιέσεις προκειμένου να αυξηθεί η εξάρτηση τόσο των οικονομιών τους όσο και ολόκληρου του κόσμου από τις αγορές, μετά την επανάσταση των Θάτσερ-Ρήγκαν, δεν περίμεναν σε καμιά περίπτωση ότι η πολυδιαφημισμένη παγκοσμιοποίηση δεν θα είχε χειροπιαστά οφέλη για τους περισσότερους πολίτες τους – δηλαδή εκείνους ακριβώς τους οποίους προσπαθούσαν να πείσουν για την υπεροχή των νεοφιλελεύθερων μέτρων πολιτικής έναντι καθεστώτων πρόνοιας με πιο προστατευτικό χαρακτήρα.

Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη σε όσους, συμπεριλαμβανομένου του νομπελίστα οικονομολόγου Gunnar Myrdal, εξέφραζαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 την ανησυχία ότι οι μάζες της Ασίας, που αριθμούσαν πολλά εκατομμύρια και μετά βίας κατάφερναν να επιβιώσουν με τα χαμηλά εισοδήματά τους, θα έμεναν για πάντα στο τέλμα της φτώχειας. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 γράφτηκε πλήθος βιβλίων (όπως το The Population Bomb [1968, «Η πληθυσμιακή βόμβα»] του Paul Ehrlich) με αντικείμενο τους κινδύνους της πληθυσμιακής αύξησης σε ό,τι αφορούσε την οικονομική ανάπτυξη στον Τρίτο Κόσμο. Η εμπειρία της Ασίας στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα διέψευσε πλήρως αυτές τις δυσοίωνες προβλέψεις. Αντί για το «Ασιατικό δράμα», όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Myrdal, σήμερα ακούμε για το Θαύμα της Ανατολικής Ασίας, το Κινεζικό Όνειρο και τη Λαμπερή Ινδία, όρους που πλάστηκαν κατ’ αντιστοιχία προς το Αμερικανικό Όνειρο και το γερμανικό Wirtschaftswunder (οικονομικό θαύμα).

Επισημαίνω εδώ αυτό το παράδειγμα, σ’ ένα πολύ αρχικό σημείο του βιβλίου, για να τονίσω πόσο δύσκολο είναι να γίνει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη πρόγνωση οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως σε παγκόσμια κλίμακα. Ο αριθμός των μεταβλητών που μπορούν να αλλάξουν και όντως αλλάζουν, ο ρόλος των ανθρώπων στην ιστορία («ελεύθερη βούληση») και η επιρροή που ασκούν οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές έχουν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε σπανίως επαληθεύονται ακόμα και προγνώσεις γενικών τάσεων, τις οποίες κάνουν τα κορυφαία μυαλά κάθε γενιάς. Θα πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτής της δυσκολίας όταν στο Κεφάλαιο 4 θα εξετάσουμε την πιθανή οικονομική και πολιτική εξέλιξη του κόσμου στο υπόλοιπο του 21ου και στον 22ο αιώνα.

Η αντιθετική πορεία των δύο μεσαίων τάξεων αναδεικνύει ένα από τα κύρια πολιτικά ερωτήματα του καιρού μας: σχετίζονται, άραγε, τα οφέλη της μεσαίας τάξης της Ασίας με τις απώλειες της κατώτερης μεσαίας τάξης του πλούσιου κόσμου; Ή, με άλλα λόγια, είναι άραγε η στασιμότητα των εισοδημάτων (και των μισθών, αφού στους μισθούς αναλογεί η μερίδα του λέοντος από το εισόδημα της κατώτερης μεσαίας και μεσαίας τάξης) στη Δύση απότοκο της επιτυχίας της μεσαίας τάξης της Ασίας; Αν αυτό το κύμα παγκοσμιοποίησης παρεμποδίζει την αύξηση του εισοδήματος των μεσαίων τάξεων του πλούσιου κόσμου, ποια θα είναι η επίδραση του επόμενου κύματος, στο οποίο θα μετέχουν ακόμα πιο φτωχές και πολυάνθρωπες χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Βιρμανία και η Αιθιοπία;

Ας επιστρέψουμε τώρα στο Διάγραμμα 1.1 κι ας δούμε το σημείο Γ. Η ερμηνεία του είναι απλή: έχουμε να κάνουμε με τους ανθρώπους που είναι πολύ πλούσιοι σε παγκόσμιο επίπεδο (το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως), τα πραγματικά εισοδήματα των οποίων σημείωσαν μεγάλη άνοδο μεταξύ 1988 και 2008. Ανήκουν κι αυτοί στους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης, σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τις μεσαίες τάξεις της Ασίας (και, όπως θα δούμε σε λίγο, ακόμα περισσότερο σε απόλυτους όρους). Οι άνθρωποι που ανήκουν στο πλουσιότερο 1% παγκοσμίως προέρχονται σε συντριπτικό βαθμό από τις πλούσιες οικονομίες. Εδώ δεσπόζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες: οι μισοί απ’ όσους ανήκουν στο πλουσιότερο 1% παγκοσμίως είναι Αμερικανοί. (Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 12% των Αμερικανών αποτελεί τμήμα του πλουσιότερου 1% παγκοσμίως.) Οι υπόλοιποι προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τη Δυτική Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Ωκεανία. Από τις υπόλοιπες χώρες, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Ρωσία συνεισφέρουν το 1% του πληθυσμού τους. Την ομάδα Γ μπορούμε να την αποκαλέσουμε «παγκόσμια πλουτοκρατία».

Η σύγκριση των ομάδων Β και Γ μας επιτρέπει ν’ ασχοληθούμε με άλλο ένα χάσμα. Είδαμε ότι η ομάδα Β, η οποία αποκόμισε μηδενικά ή αμελητέα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση, αποτελείται κυρίως από την κατώτερη μεσαία τάξη και τα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού των πλούσιων χωρών. Αντιθέτως, η ομάδα Γ, η κερδισμένη της παγκοσμιοποίησης, αποτελείται από τις πλουσιότερες τάξεις των ίδιων χωρών. Μια προφανής συνέπεια είναι ότι οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα στην κορυφή και στον πάτο έχουν διευρυνθεί στον πλούσιο κόσμο, η δε παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει εκείνους τους κατοίκους των πλούσιων χωρών που ήδη ήταν σε καλύτερη μοίρα. Αυτό δεν είναι εντελώς απροσδόκητο, αφού γενικά αναγνωρίζεται ότι τα προηγούμενα 25-30 χρόνια αυξήθηκαν οι ανισότητες στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών. Αυτό είναι το θέμα με το οποίο θ’ ασχοληθούμε στο Κεφάλαιο 2. Όμως αυτό που έχει σημασία, και που μας ανταμείβει από επιστημολογική άποψη, είναι η διαπίστωση πως τούτα τα φαινόμενα είναι εξίσου παρατηρήσιμα όταν εξετάζουμε τον κόσμο συνολικά.

Το Διάγραμμα 1.1 δίνει μια πολύ αδρή εικόνα των κερδισμένων και των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Τα ίδια δεδομένα είναι δυνατόν να εξεταστούν και με πολλούς άλλους τρόπους: μπορούμε να εξετάσουμε με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια τον οριζόντιο άξονα (διαχωρίζοντας τον παγκόσμιο πληθυσμό σε μικρότερα «πολλοστημόρια», ας πούμε της τάξης του 1%), ή μπορούμε να δούμε πώς τα πήγαν κάποιες συγκεκριμένες εισοδηματικές ομάδες (π.χ. το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της Κίνας σε σύγκριση με το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της Αργεντινής) κατά την ίδια 20ετία, ή μπορούμε να ορίσουμε τα εισοδηματικά οφέλη σε δολάρια με βάση την τυπική συναλλαγματική ισοτιμία, αντί να τα αναπροσαρμόζουμε έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών από χώρα σε χώρα. Όποια αναπροσαρμογή κι αν κάνουμε όμως, η ουσιαστική εικόνα που φιλοτεχνείται εδώ για τα κέρδη και τις ζημίες παραμένει αμετάβλητη: έχουμε πάντοτε μια γερτή καμπύλη με σχήμα S (την οποία κάποιοι έχουν ονομάσει «καμπύλη ελέφαντα», γιατί θυμίζει ελέφαντα με υψωμένη προβοσκίδα). Τα ποσοστιαία οφέλη είναι πάντα υψηλότερα για τις μεσαίες τάξεις των αναδυόμενων οικονομιών και το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως· και πάντα χαμηλότερα για όσους βρίσκονται κατά προσέγγιση από το 75o έως το 90ο εκατοστημόριο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος, με άλλα λόγια για όσους ανήκουν στη μεσαία και την κατώτερη μεσαία τάξη των χωρών του ΟΟΣΑ.

Το σχήμα αυτό, το κατώτερο σημείο του οποίου αντιστοιχεί στα σχετικά ευκατάστατα εκατοστημόρια, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο όσον αφορά τις επιμέρους χώρες. Κανονικά, διαγράμματα τέτοιου είδους, τα οποία ονομάζονται καμπύλες συχνότητας εμφάνισης αύξησης (growth incidence curves, GIC), είτε εμφανίζουν λίγο-πολύ συνεχή άνοδο, κάτι που υποδηλώνει ότι οι πλούσιοι ωφελήθηκαν περισσότερο από τους φτωχούς, είτε έχουν συνεχή καθοδική κλίση, καταδεικνύοντας το ακριβώς αντίθετο. Μια γερτή καμπύλη S δείχνει ότι οι μεταβολές του εισοδήματος ήταν τέτοιες ώστε οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη έχουν ωφεληθεί περισσότερο απ’ όσους βρίσκονται ενδιάμεσα. Στο εσωτερικό κάθε χώρας χωριστά, αυτού του είδους οι μεταβολές είναι απίθανο να εμφανιστούν, γιατί τότε η οικονομική πολιτική ή η τεχνολογική αλλαγή θα είχαν «βαθμονομηθεί» έτσι ώστε να ωφελούν το πλουσιότερο 1% ή 5%, να επιβαρύνουν όσους βρίσκονται ακριβώς από κάτω και μετά να ωφελούν πάλι όσους βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα. Η πιθανότητα να παρατηρηθούν τέτοιου είδους ασυνέχειες στον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες ή τα νέα μέτρα οικονομικής πολιτικής επηρεάζουν τις διάφορες εισοδηματικές ομάδες είναι πολύ μικρή. Λόγου χάρη, δεν είναι και τόσο πιθανό ένα μέτρο πολιτικής που προβλέπει την περικοπή του ανώτατου φορολογικού συντελεστή για το πλουσιότερο 5% να συνοδεύεται από άλλο μέτρο πολιτικής που προβλέπει αύξηση φόρων για όσους βρίσκονται ακριβώς κάτω από το επίπεδο του πλουσιότερου 5%. Εδώ, ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με την κατανομή μίας και μόνο χώρας, αλλά με μια παγκόσμια κατανομή, που απορρέει από διαφόρους παράγοντες: (α) τις διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών (ή, για να ακριβολογούμε, τον ταχύτερο ρυθμό μεγέθυνσης της Κίνας σε σύγκριση με τον αντίστοιχο των Ηνωμένων Πολιτειών), (β) τις αρχικές θέσεις των χωρών στην παγκόσμια κατανομή εισοδήματος του 1988 (τότε που η Κίνα ήταν πολύ πιο φτωχή από τις Ηνωμένες Πολιτείες), και τέλος (γ) τις αλλαγές στις κατανομές εισοδήματος των ιδίων των χωρών, οι οποίες δεν επηρεάζονται μόνο από τα εγχώρια μέτρα πολιτικής αλλά και από την παγκοσμιοποίηση (κυρίως από την εξαγωγή φθηνών προϊόντων από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες). Οι παράγοντες αυτοί εξηγούν πώς είναι δυνατόν να προκύπτουν καμπύλες με τόσο ασυνήθιστα σχήματα, όπως η γερτή καμπύλη S. Τι σχήμα περιμένουμε να έχει η παγκόσμια καμπύλη συχνότητας εμφάνισης στα επόμενα 30 χρόνια; Με το θέμα αυτό θ’ ασχοληθούμε στο Κεφάλαιο 4.

Κάτι που πρέπει να τονίσουμε με έμφαση, όσον αφορά την ερμηνεία των όρων «κερδισμένοι» και «χαμένοι» και το νόημα της γερτής καμπύλης S, είναι ότι μέχρι στιγμής έχουμε ασχοληθεί μόνο με τα σχετικά κέρδη που συνδέονται με την παγκόσμια κατανομή εισοδήματος. Ο κατακόρυφος άξονας στο Διάγραμμα 1.1 απεικονίζει τη σωρευτική ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού εισοδήματος μεταξύ 1988 και 2008. Ποια θα ήταν η εικόνα των αποτελεσμάτων αν, αντί για τη σχετική μεταβολή (ποσοστιαία αύξηση), εξετάζαμε την απόλυτη μεταβολή (το ποσό της αύξησης σε δολάρια); Όπως θα δούμε, αυτή η αλλαγή οπτικής γωνίας μεταβάλλει τα αποτελέσματα με ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο.

Απόλυτες αυξήσεις που συνδέονται με την παγκόσμια κατανομή εισοδήματος

Έστω ότι εξετάζουμε το σύνολο της αύξησης του παγκόσμιου εισοδήματος από το 1988 έως το 2008 και του δίνουμε την τιμή 100. Το Διάγραμμα 1.2 δείχνει ότι το 44% της απόλυτης αύξησης κατέληξε στα χέρια του πλουσιότερου 5% παγκοσμίως, ενώ σχεδόν το 1/5 της παγκόσμιας αύξησης το καρπώθηκε το πλουσιότερο 1%. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που ορίσαμε ως τους κυρίως ωφελημένους από την τρέχουσα φάση της παγκοσμιοποίησης, η «αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη», έχουν καρπωθεί (ανά εικοστημόριο) μόνο το 2%-4% της αύξησης της παγκόσμιας πίτας, ή συνολικά γύρω στο 12%-13%.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.2 Ποσοστό απολαβής της απόλυτης αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, ανά επίπεδο παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008 Το διάγραμμα απεικονίζει το ποσοστό της συνολικής απόλυτης αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (μετρημένης σε διεθνή δολάρια 2005) μεταξύ 1988 και 2008, το οποίο καρπώθηκαν ομάδες σε διαφορετικές θέσεις της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος. Δίνουμε στην αύξηση του συνολικού παγκόσμιου πραγματικού εισοδήματος την τιμή 100 και υπολογίζουμε τι τμήμα της καρπώθηκαν τα διαφορετικά εικοστημόρια (ομάδες που περιλαμβάνουν το 5% του πληθυσμού) ή εκατοστημόρια της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος. Το διάγραμμα δείχνει ότι η απόλυτη αύξηση του εισοδήματος κατέληξε κυρίως στο πλουσιότερο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το πλουσιότερο 1% εξασφάλισε το 19% της συνολικής αύξησης του παγκόσμιου εισοδήματος.
Πηγή δεδομένων: Lakner & Milanović (2015)

Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, και μήπως αυτή η κατανομή της απόλυτης αύξησης ανατρέπει την προηγούμενη διαπίστωσή μας όσον αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους; Το παραπάνω είναι δυνατόν απλώς και μόνο διότι ανάμεσα στην κορυφή, τον διάμεσο και τη βάση της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα πραγματικά εισοδήματα. Το 2008, το μέσο κατά κεφαλήν διαθέσιμο (προ φόρων) εισόδημα του πλουσιότερου 1% παγκοσμίως μόλις που ξεπερνούσε τα 71.000 $ ετησίως, το εισόδημα στον διάμεσο κυμαινόταν στα 1.400 $, ενώ τα ετήσια εισοδήματα όσων ανήκαν στο φτωχότερο δεκατημόριο παγκοσμίως δεν υπερέβαιναν τα 450 $ (όλα τα ποσά δίνονται σε διεθνή δολάρια 2005). Κοιτάζοντας αυτούς τους αριθμούς, αμέσως διαπιστώνουμε ότι ένα ποσό που αποτελεί απλό σφάλμα στρογγυλοποίησης σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα στην κορυφή ισοδυναμεί με ολόκληρο το ετήσιο εισόδημα των φτωχών! Είναι πλέον σαφές ότι η παραμικρή ποσοστιαία αύξηση στην κορυφή, ή κοντά στην κορυφή, θα αντιπροσωπεύει τεράστιο τμήμα της συνολικής απόλυτης αύξησης. Έστω, π.χ., ότι το εισόδημα του πλουσιότερου 1% αυξάνεται κατά μόλις 1%, δηλαδή κατά 710 $. Όμως το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το 1/2 του συνολικού εισοδήματος των ανθρώπων που βρίσκονται στον παγκόσμιο διάμεσο. Να γιατί τόσο τα μεγάλα σχετικά οφέλη στην κορυφή (το εισόδημα του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε κατά τα 2/3 μεταξύ 1988 και 2008) όσο και τα σχεδόν ανύπαρκτα οφέλη μεταξύ των κατώτερων μεσαίων τάξεων του πλούσιου κόσμου (τα εισοδήματα των οποίων αυξήθηκαν μόλις κατά 1%) δείχνουν τόσο αξιοσημείωτα, όταν μεταφράζονται σε απόλυτα οφέλη, σε σύγκριση με τα απόλυτα οφέλη για την αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη. Πρόκειται για ένα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο εκπληκτικά άνιση είναι η κατανομή των εισοδημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτή η ασυμμετρία στην κατανομή του απόλυτου οφέλους μάς κάνει, άραγε, να αναθεωρήσουμε το προηγούμενο συμπέρασμά μας για τους κερδισμένους και τους χαμένους; Όχι. Τουναντίον, από κάποιες πλευρές δίνει έμφαση στα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε σχετικά με το πλουσιότερο 1% ή 5%, γιατί τα σημαντικά ποσοστιαία οφέλη τους φαίνονται ακόμη εντυπωσιακότερα όταν τα εξετάζουμε σε απόλυτα μεγέθη. Επιπλέον, ούτε μας κάνει να αναθεωρήσουμε το συμπέρασμά μας για τις κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου, γιατί, όπως οι περισσότεροι από εμάς, έτσι και όσοι ανήκουν σε τούτες τις τάξεις βλέπουν κυρίως τα (ασήμαντα) ποσοστιαία οφέλη τους και, όταν συγκρίνουν τη θέση τους με τη θέση των άλλων, είναι πολύ πιθανό να την αντιπαραβάλλουν με τα πραγματικά ποσοστιαία οφέλη που καρπώνεται η κορυφή. Άρα η εισοδηματική τους στασιμότητα είναι πραγματική. Τέλος, δεν επηρεάζεται ούτε το συμπέρασμά μας για την επιτυχία των μεσαίων τάξεων της Ασίας, διότι κι αυτές είναι πιο πιθανό να δουν πρώτα τα σχετικά οφέλη τους. Παρ’ όλα αυτά, η εισαγωγή της απόλυτης μέτρησης μας επιτρέπει να εξετάσουμε τα ίδια δεδομένα από διαφορετική οπτική γωνία και να αντιληφθούμε καλύτερα τις τεράστιες εισοδηματικές διαφορές που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Αναδεικνύει, επίσης, κάτι σημαντικό: δεν πρέπει να συγχέουμε τις μεσαίες τάξεις στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς (ανθρώπους με κατά κεφαλήν εισοδήματα που κυμαίνονται από 1.000 $ μέχρι λίγο κάτω από 2.000 $ ετησίως) με τις κατώτερες μεσαίες τάξεις του πλούσιου κόσμου (ανθρώπους με εισοδήματα που μετά από φόρους κυμαίνονται μεταξύ 5.000 $ και 10.000 $ ετησίως – όλα σε διεθνή δολάρια 2005).

[…]

Οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης

Μέχρι στιγμής έχουμε αναλύσει τις αλλαγές που σημειώθηκαν από το 1998 έως το 2008, διότι αντιπροσωπεύουν καλύτερα τις επιπτώσεις της «έντονης παγκοσμιοποίησης» και γιατί τα δεδομένα μας γι’ αυτή την περίοδο είναι καλά οργανωμένα και ιδιαιτέρως συγκρίσιμα. Τώρα, όμως, έχουμε στη διάθεσή μας νέα δεδομένα και πληροφορίες για το διάστημα 2008-2011. Από πολλές απόψεις, αυτή η πρόσφατη σύντομη περίοδος –αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση– χαρακτηρίστηκε από συνέχιση ή ακόμα και επιτάχυνση των τάσεων παγκοσμιοποίησης που περιγράφτηκαν παραπάνω· ωστόσο, εμφανίστηκε μια μικρή διαφοροποίηση.

Μια τάση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στο διάστημα 2008-2011 ήταν η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης, που την τριετία αυτή τροφοδοτήθηκε, όπως και την προηγούμενη 20ετία, από τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην Κίνα. Από το 2008 μέχρι το 2011 το μέσο αστικό εισόδημα στην Κίνα διπλασιάστηκε, ενώ τα αγροτικά εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 80%, μετατοπίζοντας την παγκόσμια καμπύλη συχνότητας εμφάνισης αύξησης γύρω από τη διάμεση τιμή και πολύ πάνω από το επίπεδο της περιόδου 1988-2008. Έτσι, η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης έγινε ακόμα πιο ευδιάκριτη και παγιώθηκε περαιτέρω (βλ. Διάγραμμα 1.3).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.3 Σχετική αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος ως προς το επίπεδο του παγκόσμιου εισοδήματος, 1988-2008 και 1988-2011 Το διάγραμμα παρουσιάζει τη σχετική (ποσοστιαία) αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος των νοικοκυριών (σε διεθνή δολάρια 2011) σε διαφορετικά σημεία της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος για δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: 1988-2008 (αναπαράγει το γράφημα στο Διάγραμμα 1.1, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα χρησιμοποιούμε διεθνή δολάρια 2011 και όχι 2005) και 1988-2011. Παρατηρούμε ότι οι πολύ μεγάλες αυξήσεις γύρω από το μέσο της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος διατηρούνται, αλλά σημειώνεται επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης γύρω από το πλουσιότερο 1% παγκοσμίως.
Πηγές δεδομένων: Lakner & Milanović (2015) και δεδομένα του συγγραφέα

Από την άλλη, η απουσία μεγέθυνσης στον πλούσιο κόσμο δεν σήμαινε μόνο ότι έμειναν στάσιμα τα εισοδήματα των κατώτερων μεσαίων τάξεων στις χώρες αυτές, αλλά και ότι η στασιμότητα επεκτάθηκε προς την κορυφή. Ούτε εκεί σημειώθηκε μεγέθυνση, γι’ αυτό και το σημείο Γ παρέμεινε εκεί όπου βρισκόταν το 2008 (συγκρίνετε τα Διαγράμματα 1.1 και 1.3).

Η επίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην παγκόσμια κατανομή των εισοδημάτων δεν προκαλεί έκπληξη. Εκείνο που δεν είναι σαφές είναι πόσο σημαντική τομή στην παγκόσμια οικονομική ιστορία αντιπροσωπεύει τούτη η κρίση, που συχνά αποκαλείται παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Πρώτον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ίδιος ο όρος «παγκόσμια» είναι παραπλανητικός, αφού κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας (ή ύφεση) αρχικά σημειώθηκε μόνο στις πλούσιες οικονομίες. Θα ήταν πιο σωστό να χαρακτηριστεί ως ύφεση των οικονομιών του Ατλαντικού. Δεύτερον, η μακροχρόνια εξέλιξη των εισοδημάτων σε επίπεδο χωρών, δηλαδή η ανακατάταξη της οικονομικής δραστηριότητας υπέρ της Ασίας και σε βάρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όχι μόνο δεν διακόπηκε, αλλά μάλλον ενισχύθηκε από την κρίση. Επομένως, η κρίση δεν συνιστούσε διακοπή αυτής της τάσης αλλά μάλλον το αντίστροφο: ενίσχυση μιας τάσης που ήδη υπήρχε. Τρίτον, η ανακατάταξη συνοδεύεται από αντίστοιχη ανακατανομή των προσωπικών εισοδημάτων παγκοσμίως, από την άποψη ότι μετέβαλε το σχήμα της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος που, αντί να παρουσιάζει δύο σαφείς κορυφές (πολλούς ανθρώπους με πολύ χαμηλά εισοδήματα, κατόπιν σχεδόν κανέναν στη μέση, και τέλος πολλούς ανθρώπους με πολύ υψηλά επίπεδα εισοδήματος), «γέμισε» περισσότερο στη μέση, έτσι ώστε η παγκόσμια κατανομή εισοδήματος να θυμίζει σιγά σιγά την κατανομή που συναντάμε σε επίπεδο χώρας. Βέβαια, απέχουμε ακόμη πολύ απ’ αυτό το σημείο, αλλά το 2011 (ή σήμερα) σίγουρα βρισκόμαστε πλησιέστερα σ’ αυτό απ’ ό,τι το 1988. Πρόκειται για μία ακόμα τάση που απλώς ενισχύθηκε με την κρίση.

Πηγή: Παγκόσμια Ανισότητα, Branko Milanovic, 2019

Αναδημοσίευση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης