Η εξέλιξη των εγχειριδίων των πραξικοπημάτων στη Λατινική Αμερική

Εχοντας διαβάσει το τελευταίο άρθρο του καθηγητή και πολιτικού αναλυτή Ατίλιο Μπορόν (έκδοση página 12) από την Αργεντινή σχετικά με τις εξελίξεις στη Βολιβία, παραθέτω μια συνοπτική επιμέλεια του κειμένου του, προσθέτοντας στο τέλος ταυτόχρονα ορισμένα συμπεράσματα από την πλευρά μου.

Δεκάδες πραξικοπήματα στη βαθύτατα τραυματισμένη ήπειρο της Λατινικής Αμερικής και στην Καραϊβική μάς υποχρεώνουν να δούμε την πολυπλοκότητα και τη βαθμιαία εξέλιξη του πώς σήμερα τα πραξικοπήματα αποκτούν χειρουργική αποτελεσματικότητα. Οι υπηρεσίες των ΗΠΑ μελετούν και βελτιώνουν την ιμπεριαλιστική τους πολιτική.

Το ιμπέριουμ δεν ανέχθηκε ποτέ τη σημερινή Βολιβία, ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη οικονομικά και με τρόπο μάλιστα παραδειγματικό – η κυβέρνηση του Eβο Μοράλες εργάστηκε σκληρά για την ανάπτυξη, την ανακατανομή του πλούτου, τη συστηματική ροή των δημόσιων επενδύσεων, την καταπολέμηση της φτώχειας, την εθνικοποίηση του ενεργειακού πλούτου. Πολιτικές αποτελεσματικές και εγγυημένες, με μακροοικονομικούς και μικροοικονομικούς δείκτες βελτιωμένους σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής (παιδεία, υγεία, προστασία των ιθαγενών πληθυσμιακών ομάδων).

Ο ιμπεριαλισμός δεν δέχτηκε ποτέ μια κυβέρνηση που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Δεκατέσσερα χρόνια δούλευε μεθοδευμένα για την εξουδετέρωση του βολιβιανού επιτεύγματος. Μετά από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, μία από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου βάδιζε σε νέους δρόμους ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Επρεπε το εγχείρημα να τελειώσει.

Πρέπει να μελετήσουμε τα εγχειρίδια παρέμβασης (οικονομικής, μιντιακής, πολιτιστικής, χρηματοπιστωτικής, ιντερνετικής), που δημοσιεύονται από διάφορες υπηρεσίες των ΗΠΑ και τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι «μεταμφιέζονται» σε ακαδημαϊκούς, διανοούμενους ή δημοσιογράφους, ώστε να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται εγκαίρως τα επίμαχα κοινωνικά ή πολιτικά σήματα που θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους.

Αυτά τα γραπτά υπογραμμίζουν πάντοτε την ανάγκη καταστροφής της φήμης του λαϊκού ηγέτη, ο οποίος πρέπει να υποστεί μια καλά δουλεμένη «δολοφονία χαρακτήρα». Δηλαδή, να παρουσιαστεί ως κλέφτης, διεφθαρμένος, δικτάτορας ή αμόρφωτος (περίπτωση Εβο Μοράλες, Μαδούρο, Λούλα, Κίρχνερ, Κορέα), με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να «πυροβολούν» καθημερινά τους εγκεφάλους του πληθυσμού με δυσφήμηση, συνοδευόμενη, στην προκειμένη περίπτωση, από μηνύματα που απευθύνονται με μίσος κατά των ιθαγενών λαών και των φτωχών γενικότερα. Η Βολιβία ήταν το τέλειο «θύμα», το τέλειο εργαστήριο.

Μόλις επέλθουν τα παραπάνω, έρχεται η σειρά της πολιτικής ηγεσίας που ελέγχεται από τις οικονομικές ελίτ και την Ουάσινγκτον που, διεκδικώντας «μια αλλαγή», ζητούν να βάλουν τέλος στη «δικτατορία» του Μοράλες. Τη σκυτάλη παίρνει μετά ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (ΟΑS), που αμέσως θέτει σε εφαρμογή την αμφισβήτηση των τελευταίων εκλογών όπου εν προκειμένω ο Μοράλες κέρδισε με 10 μονάδες διαφορά από το δεύτερο κόμμα της Ακροδεξιάς. Ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία, συνεπικουρούμενος από τον Ντούκε της Κολομβίας, τον Πινιέρα της Χιλής και τον πρόεδρο του ΟΑS, Λουίς Αλμάγκρο, αυξάνουν την πίεση για άμεσο έλεγχο των εκλογικών αποτελεσμάτων. Το πετυχαίνουν.

Οι «δυνάμεις ασφαλείας» (αστυνομία, στρατός) εισέρχονται στη σκηνή. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για θεσμούς που ελέγχονται από πολυάριθμους οργανισμούς, ινστιτούτα και ακαδημίες (στρατιωτικές και πολιτικές) της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Τους εκπαιδεύουν και τους οπλίζουν (όλα αυτά λαμβάνουν χώρα τα τελευταία 70 χρόνια).

Αυτό που έκαναν αυτές οι «δυνάμεις ασφαλείας» ήταν να αποσυρθούν από το προσκήνιο και να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο για την ανεξέλεγκτη βίαιη δράση των φασιστικών ορδών – ακριβώς όπως έδρασαν στο Μαϊντάν της Ουκρανίας, στη Λιβύη, στο Ιράκ, στη Συρία, για να ανατρέψουν μη αρεστές κυβερνήσεις. Οι ενοχλητικοί ηγέτες, που το ιμπέριουμ έπρεπε να εξοντώσει, εξαφανίζονται από την κεντρική πολιτική σκηνή. Ετσι εκφοβίζουν τον πληθυσμό, που δεν βλέπει ελπιδοφόρα διέξοδο. Δηλαδή, μια νέα κοινωνικοπολιτική καρικατούρα στρατιωτικού πραξικοπήματος «με πλήρη απουσία του στρατού», αφήνοντας τις αντιδραστικές συμμορίες, στρατολογημένες και χρηματοδοτούμενες από τις ελίτ, να επιβάλουν τον νόμο τους. Μόλις βασιλεύσει ο τρόμος και πριν από την παράλυση της κυβέρνησης, το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο.

Συμπέρασμα: Η ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν έπρεπε ποτέ να είχαν ανατεθεί στη Βολιβία σε μηχανισμούς όπως η αστυνομία και ο στρατός, που αποικιοποιήθηκαν, εκπαιδεύτηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τον ιμπεριαλισμό. Η εκ νέου δημιουργία τέτοιων μηχανισμών αποτελεί το πιο δύσκολο στοίχημα για κυβερνήσεις που επιλέγουν δρόμους χειραφέτησης από τον ιμπεριαλισμό.

Οταν ξεκίνησε η επίθεση εναντίον του Μοράλες, η κυβέρνησή του επέλεξε να μην απαντήσει στις προκλήσεις των φασιστών. Αυτό το αξιοποίησε η ξενοκίνητη αντιπολίτευση και ισχυροποίησε τη θεωρία της για «εκλογική απάτη» και το σχέδιό της για νέες εκλογές, αλλά στο τέλος χωρίς Εβο Μοράλες (όπως στη Βραζιλία, χωρίς Λούλα).

Τέλος, δεδομένης της απροθυμίας του Εβο Μοράλες να αποδεχτεί τον εκβιασμό και την τρομοκρατία με τη συνενοχή της αστυνομίας και της ηγεσίας του στρατού, οδηγήθηκε σε παραίτηση, υπό την απειλή ενός λουτρού αίματος για τον λαό του. Το πρόσφατο εγχειρίδιο δολοφονίας της δημοκρατίας στη Βολιβία, εξελισσόμενο πιθανά με αλγόριθμους τεχνητής ευφυΐας και αναλυτές που μαθαίνουν από τα λάθη τους, έκανε τη δουλειά του. Η παγκόσμια Αριστερά οφείλει όχι απλά να μελετά αλλά να παρεμβαίνει σε όλη την ιστορική εξέλιξη με το τεράστιο ιδεολογικό της οπλοστάσιο, την ιστορική της εμπειρία (μελετώντας και τα λάθη της). Εάν δεν το πράξει, θα ξεπεραστεί, αφήνοντας το σημάδι μιας ιστορικής παρένθεσης. Δεν της αρμόζει. Δεν μας αξίζει.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Για την όξυνση του κρατικού αυταρχισμού

Η πρόσφατη καταστολή των ΜΑΤ στους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ, ήταν η κλιμάκωση σε μια, εδώ και βδομάδες, όξυνση της καταστολής και της επιχείρησης «νόμος και τάξη» της ΝΔ. Η ΝΔ απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που ήθελε συγκεκριμένα έργα σε θέματα της συντηρητικής ατζέντας, όπως η «ασφάλεια», ο ρατσισμός, η πατριδοκαπηλία. Η κυβέρνηση στο μεταναστευτικό δε μπόρεσε να δώσει λύση, δέσμια των συμφωνιών που έχει επιβάλλει ο ευρωατλαντισμός. Δεν πρόκειται ούτε στο απειροελάχιστο να αμφισβητήσει όσα η ΕΕ επιφυλάσσει για την Ελλάδα ως αποθήκη ψυχών. Στη βάση αυτή, συνεχίζει ακριβώς ό,τι έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας δυσπιστία και μια σχετική οργή στο ακροατήριο της.

Η ενασχόληση με το ήσσονος θέμα της «ανομίας των Εξαρχείων» και της εφαρμογής του νόμου για το άσυλο είναι μια ορισμένη διέξοδος. Έτσι, διαδοχικά έχουμε: Λίγες μέρες πριν το Πολυτεχνείο «εξάρθρωση» μιας τρομοκρατικής οργάνωσης (τόσο επικίνδυνης, που σε ληστεία πυροβολούνταν μεταξύ της), εισβολή στην ΑΣΟΕΕ με μηδαμινά αποτελέσματα (όσον αφορά ναρκωτικά, οπλισμό, παρεμπόριο), πολιορκία χώρων στα Εξάρχεια, εκκενώσεις καταλήψεων (πάλι με μηδενικά αποτελέσματα όσον αφορά αποδεικτικά παραβατικότητας), βαρβαρότητες αστυνομικών ενάντια σε φοιτήτριες και διαδηλωτές, εισβολή σε κινηματογράφους και συλλήψεις ανηλίκων που έβλεπαν τον Τζόκερ, είσοδο α λα FBI σε κλαμπ (με επίσης ελάχιστα αποτελέσματα).

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε κατά μία τρίχα από τον Αλέξη Τσίπρα και την περίφημη «κυρά Τασία» στο μεταναστευτικό, και ξεδίνει στα κεφάλια φοιτητών, πιπιλώντας την καραμέλα της ανομίας των Εξαρχείων. Το γεγονός ότι δίπλα -και όχι μέσα- στα Πανεπιστήμια του κέντρου οργιάζει το εμπόριο ναρκωτικών και «σπρώχνονται» εκεί, μεθοδικά και σχεδιασμένα, από την ίδια την αστυνομία, οι πιάτσες των ναρκομανών, βγάζει μεν μάτι, αλλά δεν ιδρώνει το αυτί κανενός.

Βεβαίως δεν είναι μόνο οι άμεσες ανάγκες του ακροατηρίου της ΝΔ. Είναι ότι συχνά πυκνά στελέχη της αστυνομίας δηλώνουν στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ότι νιώθουν απελευθερωμένοι να κάνουν ότι θέλουν. Ο ζήλος, το μίσος και η μανία που εκδήλωσαν ΜΑΤατζήδες και ΟΠΚΕ είτε σε αναρχικούς, είτε σε αριστερούς, είτε σε νεολαίους, δείχνει ότι το συγκεκριμένο ακροδεξιό τμήμα της αστυνομίας θέλει εδώ και καιρό να «ξεσαλώσει». Και το κάνει με την πρώτη ευκαιρία!

Μαζί με αυτά είναι και μια δεξιά «κοινή λογική» που όλα τα αντιμετωπίζει με ένα ορισμένο ραγιάδικο σύμπλεγμα του τύπου «αυτά γίνονται μόνο στην Ελλάδα». Από τις φοιτητικές καταλήψεις, τις απεργίες και τις συχνές διαδηλώσεις (ετοιμάζεται νέο πιο περιοριστικό πλαίσιο) έως την ελληνική χαλαρότητα στον ΚΟΚ και το κάπνισμα στα μπαρ. Αυτή η «κοινή λογική» απαιτεί «περισσότερη Ευρώπη», περισσότερη οργάνωση και κράτος και η ΝΔ είναι διατεθειμένη να το προσφέρει αυτό, νομοθετώντας περισσότερο αυταρχισμό και ασκώντας περισσότερο έλεγχο και καταστολή. Με ιδιαίτερη στόχευση βέβαια στον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών του λαϊκού κινήματος.

Αυτή η πολιτική δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα σκέτα αντιαυταρχικό πλαίσιο. Η επιλογή σκοπιμοτήτων της ΝΔ γύρω από τα Εξάρχεια δεν αντιμετωπίζεται με μια σκέτη αντικατασταλτική ρητορική. Το πρόβλημα είναι πολύ συνολικότερο. Τα Εξάρχεια για την πλειοψηφία του λαού είναι κάτι μακρινό και ίσως «εξωτικό». Τα ζητήματα της καταστολής σε αυτό το χώρο δεν αποτελούν την αιχμή που θα σπάσει την κοινωνική ανοχή στη ΝΔ. Το ανάποδο, θα τη δυναμώσει. Ούτε οι αγριότητες των ΜΑΤ ενάντια στον αναρχικό χώρο. Ας μη ξεχνάμε ότι υπουργός σήμερα δεν είναι κάποιος ακροδεξιός της ΝΔ, αλλά ο Χρυσοχοϊδης του ΠΑΣΟΚ, οπότε οι δυνατότητες «απομόνωσης» της πολιτικής του Νόμου και της Τάξης της ΝΔ στο πρόσωπο κάποιου ακροδεξιού δεν έχουν πιθανότητες.

Ο Κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ κατανοούν ότι πρέπει να ταΐσουν το δεξιό εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ, όμως ο αυταρχικός παροξυσμός δεν είναι απλά ζήτημα εικόνας. Σε πλατύ κοινωνικό επίπεδο η ΝΔ κερδίζει και δεν χάνει από την ατζέντα της τάξης, της ασφάλειας, της πάταξης της ανομίας. Με τη βοήθεια των ΜΜΕ που οργιάζουν στην παραπληροφόρηση και εκμεταλλευόμενοι θραύσματα και επί μέρους στοιχεία της πραγματικότητας, επιχειρούν να στήσουν εικόνα συναίνεσης, αποδοχής ή και επιβράβευσης των κινήσεών τους. Και αυτό δεν αφορά μόνο το «ακροδεξιό» ακροατήριό τους. Αφορά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο που τσακισμένο, χωρίς ελπίδα βελτίωσης, φοβισμένο και σε ιδιώτευση, θα τσιμπήσει στο μεταναστευτικό ή τους μπαχαλάκηδες.

Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητη μια πιο συνολική πολιτική που θα εστιάζει εκεί που μπορεί να σπάσει η κοινωνική ανοχή στην κυβέρνηση της ΝΔ. Δηλαδή κυρίως στα υλικά προβλήματα και στην οικονομική και κοινωνική επιβίωση. Τα ΜΑΤ και η βαρβαρότητά τους, δε θα περιοριστούν με την καταγγελία του πόσο βάρβαρα είναι, όσο αναγκαία κι αν είναι αυτή. Ας θυμηθούμε τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που έφυγαν τα κάγκελα από τη βουλή και οι κλούβες από το Μαξίμου και όλο το κλίμα. Ήταν μια γενικότερη ευφορία και αίσθηση για δυνατότητα πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής – άσχετα με την απάτη του πράγματος, η κοινωνία αυτό πίστευε – και όχι απλά η εδώ και δεκαετίες αντιαυταρχική και αντικατασταλτική θεματική των Εξαρχείων.

Στο σήμερα, οι κορώνες του πρώτην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, Ν. Φίλη ότι αυτή η πολιτική αυταρχισμού θα βρει απέναντι της το ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή και στο πεζοδρόμιο, δείχνουν ότι η θεματική αυτή είναι βολική και για το ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί τι άλλο έχει να πει; Σε τι ακριβώς μπορεί να διαχωριστεί από τον Μητσοτάκη παρά μόνο στην καταστολή; Άντε και στη Novartis. Στις ιδιωτικοποιήσεις ο ένας συνεχίζει το έργο του άλλου, στις αντιλαϊκές και αντεργατικές ρυθμίσεις ο ένας ακολουθεί από εκεί που σταμάτησε ο άλλος.

Για τον αποσυγκροτημένο χώρο της εναπομείνασας αριστεράς η μνήμη και η λογική δεν πρέπει να υποχωρήσει τόσο γρήγορα. Το αφήγημα «να καθαρίσουμε τα Εξάρχεια και την ανομία στις σχολές» το έστρωσε η προηγούμενη κυβέρνηση στην τωρινή. Και φαινόμενα όπως συλλήψεις και χημικά μέτα σε πανεπιστημιακό χώρο είχαμε και πριν ένα χρόνο. Στις 8/12/2018 ΜΑΤ εισβάλουν στο ΑΠΘ, μετά από κάλεσμα της Πρυτανείας και συλλαμβάνουν νεολαίους. Επιχειρήσεις στα Εξάρχεια και σε καταλήψεις γινόντουσαν περίπου 2-3 κάθε μήνα πέρυσι την Άνοιξη. Πέρυσι επίσης στις 04/02/2018 έγινε επίθεση με χημικά ακόμα και μέσα σε γραφεία πολιτικής αριστερής πολιτικής οργάνωσης (ΝΑΡ) και προσπάθεια εισβολής των ΜΑΤ, όριο που ως τότε ήταν απαραβίαστο! Και να μη ξεχνάμε και τις υπόλοιπες ακρότητες των ΜΑΤ, όπως η χωρίς αφορμή άγρια καταστολή στην περσινή πορεία του Πολυτεχνείου, το ξύλο στο άγαλμα του Τρούμαν, το ξύλο σε εκπαιδευτικούς και σε συνταξιούχους, τα χημικά και το ξύλο στα συμβολαιογραφεία και την κλήτευση για «εξηγήσεις» σε επικεφαλής πολιτικού κόμματος (Λαφαζάνης). Η τότε τοποθέτηση της Παπακώστα ως Υφυπουργού ΠροΠο, δείχνει και συμβολικά ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υιοθετήσει μεγάλο μέρος της ατζέντας της σημερινής.

Στις διαδηλώσεις για την υπεράσπιση του ασύλου μπορούμε να συμπορευόμαστε με φοιτητές που στήριξαν ή στηρίζουν ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά με το Φίλη, τους αυριανούς Τζανακόπουλους και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μέτωπο ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό δε γίνεται. Το αντίθετο, πρέπει να θυμίζουμε στο λαό τα έργα του ΣΥΡΙΖΑ και να ανατρέπουμε το σχήμα «δυνάμεις του σκότους/δυνάμεις του φωτός» που επιχειρεί να στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ – και με τη βοήθεια των social media. Δεν υπάρχει καμία τέτοια τομή φωτός/σκότους, υπάρχει συνέχεια και όξυνση, με κάποια καινούρια δεδομένα (πχ νέος νόμος για το άσυλο), από τη ΝΔ του κρατικού αυταρχισμού της προηγούμενης κυβέρνησης.

Αυτό είναι το ένα μέτωπο που πρέπει να έχουμε στο κίνημα για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών. Το άλλο αφορά το μέτωπο με μέρος του αντιεξουσιαστικού χώρου που έχει ως σημαία του το μηδενισμό και εδώ και χρόνια καταργούσε το άσυλο (ειδικά στην ΑΣΟΕΕ) «απαγορεύοντας» σε φοιτητές να ψηφίσουν και να οργανωθούν, ή πριν δύο χρόνια «απαγόρευε» την είσοδο των φοιτητών στο ΕΜΠ το τριήμερο του πολυτεχνείου, έσπαγε κεφάλια διαδηλωτών, έκανε δολοφονικές επιθέσεις, φτάνοντας την παρακμή σε δυσθεώρητα επίπεδα!

Το κίνημα για την υπεράσπιση και επαναθέσπιση του ασύλου, για τις δημοκρατικές ελευθερίες, ενάντια στην κρατική καταστολή πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις χρόνιες αλλά παιδικές του ασθένειες, για να αντιμετωπίσει τον αυταρχικό παροξυσμό της ΝΔ.

Πραξικόπημα στη Βολιβία: Πέντε μαθήματα

Η τραγωδία της Βολιβίας μας προσφέρει εύγλωττα μαθήματα που οι λαοί μας και οι λαϊκές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις πρέπει να μάθουν. Τα μαθήματα αυτά πρέπει να καταγραφούν στη συνείδησή μας για πάντα.

Ακολουθεί μια σύντομη λίστα, καθώς τα γεγονότα εξελίσσονται, ως προοίμιο μιας πιο λεπτομερούς ανάλυσης στο μέλλον.

Πρώτον, ανεξάρτητα από το πόσο καλά μια κυβέρνηση μπορεί να διαχειριστεί την οικονομία, όπως έκανε η κυβέρνηση Μοράλες -με ροή επενδύσεων και βελτίωση όλων των δεικτών, μακροοικονομικών και μικροοικονομικών- η δεξιά και ο ιμπεριαλισμός δε θα δεχθούν ποτέ μια κυβέρνηση που δεν υπηρετεί τα συμφέροντά τους.

Δεύτερον, πρέπει να μελετάμε όλα τα εγχειρίδια που δημοσιοποιούν οι διάφορες υπηρεσίες των ΗΠΑ και οι μαριονέτες τους, ακαδημαϊκοί ή δημοσιογράφοι, ώστε να καταλαβαίνουμε έγκαιρα τα σημάδια μιας ενδεχόμενης επίθεσης.

Σε αυτά τα κείμενα τονίζεται διαρκώς η ανάγκη να καταστραφεί η καλή φήμη ενός λαοφιλούς ηγέτη, με κατηγορίες για κακόβουλη συμπεριφορά, διαφθορά, δικτατορική διακυβέρνηση, ή ακόμα και αφέλεια ή ασχετοσύνη. Αυτό δηλαδή που λέγεται στη γλώσσα τους «δολοφονία χαρακτήρα».

Αυτό το καθήκον το αναθέτουν σε επικοινωνιολόγους, αυτοανακηρυγμένους «ανεξάρτητους δημοσιογράφους», που, χάρη στο σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο που διαθέτουν στα ΜΜΕ, διαχέουν στο μυαλό του κόσμου τέτοιες συκοφαντίες, συνοδευόμενες, όπως βλέπουμε στην παρούσα περίπτωση, με μηνύματα μίσους εναντίον των ιθαγενών πληθυσμών και των φτωχών γενικώς.

Τρίτον, όταν γίνουν όλα τα παραπάνω, είναι η σειρά των δεξιών πολιτικών ηγεσιών και των οικονομικών ελίτ να ζητήσουν «αλλαγή», να τερματιστεί η «δικτατορία» του Έβο, ο οποίος, όπως έγραψε ο αχαρακτήριστος Βάργκας Λιόσα λίγες μέρες νωρίτερα, είναι «ένας δημαγωγός που θέλει να μείνει αιώνια στην εξουσία».

Φαντάζομαι ότι τώρα θα κάνει προπόσεις με σαμπάνια στη Μαδρίτη, βλέποντας στην τηλεόραση τις φασιστικές ορδές να λεηλατούν, να καίνε, να αλυσοδένουν δημοσιογράφους, να κουρεύουν και να ρίχνουν μπογιές σε μια γυναίκα δήμαρχο και να καταστρέφουν τις αναφορές αποτελεσμάτων της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης, σύμφωνα με τις εντολές του Δον Μάριο, ώστε να ελευθερώσουν τη Βολιβία από αυτόν τον κακό δημαγωγό.

Αναφέρομαι στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί ο Βάργκας υπήρξε και παραμένει ο ανήθικος σημαιοφόρος αυτής της κακόβουλης επίθεσης, αυτού του ατελείωτου εγκλήματος που σταυρώνει μια λαϊκή ηγεσία καταστρέφει τη δημοκρατία και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς τρόμου που στηρίζεται σε πληρωμένες συμμορίες. Στόχος είναι να τιμωρήσουν έναν άξιο λαό που έχει το θάρρος να αναζητά την ελευθερία του.

Τέταρτο, εμφανίζονται στο προσκήνιο οι «δυνάμεις ασφαλείας». Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για οργανισμούς που ελέγχονται από διάφορες στρατιωτικές και πολιτικές υπηρεσίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Αυτοί οι επαγγελματίες καταρτίζουν και οπλίζουν τις τοπικές δυνάμεις, οργανώνουν κοινές ασκήσεις και τους εκπαιδεύουν πολιτικά. Είχα την ευκαιρία να το επιβεβαιώσω όταν, προσκεκλημένος του Έβο, έκανα ένα μάθημα για τον αντι-ιμπεριαλισμό σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς και των τριών σωμάτων.

Εκεί, σοκαρίστηκα από το βαθμό στον οποίο είχαν διεισδύσει τα πιο αντιδραστικά αμερικανικά συνθήματα, κληρονομημένων από την εποχή του ψυχρού πολέμου, και από την ανοικτή ενόχληση που ένιωθαν από το γεγονός η χώρα είχε έναν ιθαγενή για πρόεδρο.

Αυτό που έκαναν αυτές οι «δυνάμεις ασφαλείας» ήταν να αποσυρθούν από το προσκήνιο και να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο για την ανεξέλεγκτη δράση των φασιστικών συμμοριών – όπως αυτών στην Ουκρανία, στη Λιβύη, στο Ιράκ, στη Συρία – για να ανατρέψουν ηγέτες που ενόχλησαν την αυτοκρατορία, ή έστω να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο, και να εκφοβήσουν το λαό, τους αγωνιστές ή ακόμη και κυβερνητικά στελέχη.

Με άλλα λόγια, ένα νέο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο: στρατιωτικό πραξικόπημα ντε φάκτο, αφήνοντας αντιδραστικές συμμορίες που στρατολογούνται και χρηματοδοτούνται από τη δεξιά, να επιβάλλουν το νόμο τους. Όταν πλέον κυριαρχήσει ο τρόμος και η κυβέρνηση είναι ανοχύρωτη, το αποτέλεσμα είναι πλέον αναπόφευκτο.

Πέμπτο,  η ασφάλεια και η δημόσια τάξη στη Βολιβία, δεν έπρεπε ποτέ να μείνουν στα χέρια θεσμών όπως η αστυνομία και ο στρατός, ασφυκτικά ελεγχόμενα από τον ιμπεριαλισμό και τους λακέδες του, την εγχώρια δεξιά.

Όταν εξαπολύθηκε η επίθεση στον Έβο, επιλέχθηκε μια κατευναστική πολιτική, που δεν απαντούσε στις προκλήσεις των φασιστών.

Αυτό οδήγησε να αποθρασυνθούν οι δεξιοί πραξικοπηματίες και να αυξηθεί η αυτοπεποίθησή τους. Πρώτα ζήτησαν επανακαταμέτρηση, ύστερα ισχυρίστηκαν ότι έγινε νοθεία και απαίτησαν καινούριες εκλογές. Και τελικά απαίτησαν εκλογές χωρίς τον Έβο (όπως ακριβώς στη Βραζιλία απαίτησαν εκλογές χωρίς τον Λούλα).

Τελικά ζήτησαν την παραίτηση του Έβο. Με δεδομένη την απροθυμία του να δεχτεί τον εκβιασμό, εξαπολύθηκε ο τρόμος με την εμπλοκή της αστυνομίας και του στρατού εξαναγκάζοντας τον Έβο να παραιτηθεί.

Όλα έγιναν όπως γράφουν οι οδηγίες.

Θα το μάθουμε το μάθημά μας;

Πηγή: en.granma.cu

Όχι κ. Χρυσοχοΐδη, ο Γρηγόροπουλος δεν προκάλεσε

Μας έχει συνηθίσει και σε κτηνώδη λόγια και σε κτηνώδεις πράξεις. Δεν έχω κάτι εναντίον των πραγματικών κτηνών, το αντίθετο μάλιστα. Στην απάνθρωπη με πολλαπλούς τρόπους συμπεριφορά του Χρυσοχοΐδη αναφέρομαι με βδελυγμία και φρίκη. Βέβαια είναι πολλοί στον κυβερνητικό περίγυρο που διεκδικούν ρόλο Κασιδιάρη, αλλά ας σταθούμε μόνο στην τελευταία δήλωση του ανάλγητου υπουργού: «Κάποιοι θέλουν ένα νέο Γρηγορόπουλο».

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη κοινωνική ομάδα που να θέλει τη δολοφονία ενός αθώου δεκαπεντάχρονου, εκτός από την αστυνομία και τους συνοδοιπόρους της. Αυτοί θέλησαν τον θάνατο του Αλέξανδρου, αυτοί τον δολοφόνησαν και αυτοί υποστήριξαν τους δολοφόνους και τους υποστηρίζουν ακόμη. Προφανώς όμως μέσα στους «κάποιους» ο Χρυσοχοΐδης δεν φωτογράφιζε τους δικούς του ανθρώπους. Αντίθετα άλλο πράγμα εννοούσε. Αυτό που εννοούν και υποστηρίζουν οι ακροδεξιοί υποστηρικτές της ΝΔ από την πρώτη στιγμή της δολοφονίας, που μιλούσαν για ένα παλιόπαιδο, για έναν αλήτη.

Από τις πρώτες δηλώσεις του Κούγια έως την τελευταία αγόρευση του συνηγόρου του Κορκονέα, η προσπάθεια τους απέβλεπε στο να παρουσιαστούν ο Κορκονέας και ο Σαραλιώτης ως τα θύματα του Γρηγορόπουλου, που προκάλεσε, έριξε μολότοφ και απείλησε την ασφάλεια και τη ζωή των δύο αστυνομικών και ανάγκασε τον Κορκονέα να πυροβολήσει για εκφοβισμό στον αέρα. Οι ισχυρισμοί αυτοί κατέπεσαν. Ακόμη και οι δολοφόνοι παραδέχθηκαν πως δεν υπήρχαν μολότοφ, οι αυτόπτες μάρτυρες και το βίντεο της δολοφονίας κατέδειξαν ότι δεν υπήρχαν προκλήσεις.

Το πενταμελές εφετείο της Λαμίας αντιμετώπισε την υπόθεση με μεγάλη προκατάληψη, έδειξε μεγάλη επιείκεια και τελικά αποφυλάκισε τον Κορκονέα και αθώωσε τον Σαραλιώτη. Παρόλα αυτά αποφάσισε ότι ο Κορκονέας ήταν ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση με άμεσο δόλο. Ο συνήγορος του δολοφόνου με απύθμενο θράσος ως την τελευταία στιγμή ζήτησε να αναγνωριστεί στον πελάτη του το ελαφρυντικό ότι προκλήθηκε από τον Γρηγορόπουλο. Όμως ούτε ο εισαγγελέας, ούτε το δικαστήριο δέχθηκαν αυτό το ελαφρυντικό και αποφάνθηκαν ότι δεν υπήρξε καμία πρόκληση.

Για άλλη μια φορά ο Χρυσοχοΐδης είναι αδιάβαστος κι ας μην είχε μπροστά του ένα πολυσέλιδο μνημόνιο. Δεν διαβάζει, γιατί δεν χρειάζεται να διαβάσει. Οι ακροδεξιοί, ακόμη μια όταν φέρουν ένα δήθεν μετριοπαθές προσωπείο, τρέφονται από τις προκαταλήψεις τους και απαξιώνουν τη γνώση.

Όταν λέει ότι κάποιοι θέλουν ένα νέο Γρηγορόπουλο, προφανώς εννοεί ότι κάποιοι θα προκαλέσουν, θα απειλήσουν τη ζωή των αστυνομικών και αυτοί θα αναγκαστούν και πάλι να σκοτώσουν, για να γλιτώσουν το τομάρι τους. Θα απειληθούν ακόμη μια φορά, όπως τους απείλησε ο Καλτεζάς, ο Γρηγορόπουλος, ο Σακελίων, ο Ζακ Κωστόπουλος και τόσοι άλλοι αθώοι που καταλήγουν καθημερινά στα νοσοκομεία.

Ο Χρυσοχοΐδης προετοιμάζει το έδαφος, για να βγει στο απολιτίκ ακροατήριο να πει ότι είχε προειδοποιήσει και ότι σε καμιά περίπτωση δεν φταίνε οι δικοί του.

Ο Χρυσοχοΐδης, όπως ασέλγησε τότε πάνω στην υπόληψη των οροθετικών γυναικών, ασελγεί και τώρα πάνω στη μνήμη του δολοφονημένου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Η βαρβαρότητα και η ελληνική τηλεόραση

Πριν λίγες μέρες η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση έπιασε κυριολεκτικά πάτο μετά από μπαράζ ρατσιστικών και σεξιστικών δηλώσεων. Η Σταματίνα Τσιμτσιλή στην πρωινή εκπομπή του σταθμού Alpha δήλωσε: «…βλέπεις τους μετανάστες που είναι με την κοιλιά στο στόμα και μπαίνουν μες στην βάρκα και δεν τους νοιάζει» ως αιχμή για τις γυναίκες-πρόσφυγες. Ο Τάσος Αρνιακός, στο δελτίο καιρού του Ant1 συμπλήρωνε το ίδιο διάστημα: «Στο έλεος των νοτιάδων θα συνεχίσει να βρίσκεται η χώρα μας και τις επόμενες ημέρες, γεγονός που συνεπάγεται συννεφιές, υγρασία, βροχές, καταιγίδες και υψηλές -για την εποχή- θερμοκρασίες, κυρίως στα δυτικά. Σε επαναλαμβανόμενα κύματα, όπως ακριβώς τα κύματα των προσφύγων που δεχόμαστε από τα ανατολικά. Μεταξύ δύο πυρών δηλαδή». Την όλη εικόνα συμπλήρωσε ο εμπαιγμός της ασέλγειας εναντίον φοιτήτριας στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπως ξεδιπλώθηκε στο πάνελ του Ant1 ξανά, αυτή τη φορά από το Γιώργο Λιάγκα και τους συνδαιτημόνες του.

Κι επειδή όλοι μας ακριβώς «γνωρίζουμε» και «δεν γνωρίζουμε» το τι εστί ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αξίζει να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία.

Σημείο πρώτο

Ο «πολιτισμός» της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, που δεν απέχει αρκετά από τον αντίστοιχο «πολιτισμό» της διεθνούς μικρής οθόνης, είναι στην πραγματικότητα ο πολιτισμός και η ποπ κουλτούρα του παγκοσμιοποιημένου συστήματος που ορίζει πολλαπλές πτυχές της ζωής μας σήμερα. Το μιξάζ ανθρωποφαγίας, συγκαλυμμένου/ξεκάθαρου ρατσισμού και σεξισμού, πασπαλισμένο με χρυσόσκονη και νεοπλουτίλα είναι πρακτικά η πολιτιστική πρόταση του σύγχρονου καπιταλισμού. Κι όσο ο καπιταλισμός σαπίζει άλλο τόσο το πολιτισμικό του προϊόν θα γίνεται ολοένα και πιο μισάνθρωπο, ολοένα και πιο σιχαμένο. Κι αυτό γιατί η φτηνή εμπορευματοποίηση των πάντων οδηγεί αναπόφευκτα στην υποτίμηση του αναγκαίου έναντι του άχρηστου και την εξαφάνιση του ουσιαστικού απέναντι στο αισχρό και το γελοίο. Αυτή είναι λοιπόν η πολιτισμική πρόταση ενός συστήματος, το οποίο ιδίως τα τελευταία τριάντα χρόνια φαίνεται να πετά απ’ το παράθυρο τις πνευματικές κατακτήσεις των πρόσφατων αιώνων για να μας κάνει στην καλύτερη παθητικούς δέκτες και στη χειρότερη αγρίμια κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του. Και για να το θέσουμε και λίγο πιο επιστημονικά, όταν αυτό το σύστημα έχει στον πυρήνα του (βάση) την ανθρωποφαγία, δεν μπορεί παρά να την αναπαράξει και στην πολιτισμική του έκφανση (εποικοδόμημα).

Σημείο δεύτερο

Ο μέσος νους μπορεί να θεωρεί ότι «δημοκρατία» είναι η εκλογή της κυβέρνησης με βάση την καθολική κι ελεύθερη ψήφο ανά τέσσερα χρόνια. Κι όμως δεν είναι μόνο αυτό. Στην εποχή όπου η πληροφορία μεταδίδεται με αστραπιαίες ταχύτητες και τα ψηφιακά μέσα μπορούν και πρέπει να εξανθρωπίζουν τη συλλογική συνείδηση και αντίληψη, τα ιδιωτικά κανάλια είναι τσιφλίκια του κάθε επιχειρηματία που ορίζει την ποιότητα και το περιεχόμενο όσων πρέπει να δουν και να πληροφορηθούν οι μάζες. 30 χρόνια μετά την απελευθέρωση των ΜΜΕ τηλεοπτικό πρωϊνό θα πει ήπιο κουτσομπολιό με στρασίλα, μεσημεριανό (θα πει) πιο σκληρή εκδοχή του πρώτου για να περάσουμε αργότερα σε μια απογευματινή ζώνη κανιβαλισμού μεταξύ μαγείρων, μοντέλων και τραγουδιστών με κατάληξη την βραδινή πλύση εγκεφάλου για το πόσο καλή είναι η κυβέρνηση στις ειδήσεις ή την γνωστή γκάμα ταινιών του Χόλυγουντ και ελληνικών σειρών. Η αλυσίδα των παραστάσεων είναι τέτοια που σαφέστατα εθίζει το τηλεοπτικό κοινό όχι μόνο στο φτηνό θέαμα αλλά την ίδια ώρα το καθιστά και παιχνίδι στα χέρια του κάθε καναλάρχη, που έχει δεδομένα συμφέροντα απέναντι σ’ εκείνα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλήθεια πως μπορούν να ελέγχουν τις συλλογικές παραστάσεις και τη συλλογική κουλτούρα άνθρωποι και φορείς που δεν λογοδοτούν πουθενά παρά μόνο στην τσέπη τους; Θα ήταν άραγε αντιδημοκρατικό μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, κι όχι δήθεν φιλολαϊκή όπως εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, να τους αφαιρούσε αυτό το δικαίωμα;

Σημείο τρίτο

Η αντίληψη που θέλει την άμεση επέμβαση του ΕΣΡ απέναντι σε κάθε παραφωνία της τηλεόρασης είναι εν μέρει κι όχι απόλυτα σωστή. Με άλλα λόγια είναι ημίμετρο. Κι αυτό γιατί το ΕΣΡ μπορεί να θίξει την χ εκπομπή ή τον ψ παρουσιαστή με την επιβολή προστίμων χωρίς όμως να χτυπά το πρόβλημα στην ουσία του, χωρίς να συγκρούεται με τον πυρήνα της παραφωνίας. Όσα πρόστιμα ή επιπλήξεις κι αν επιβληθούν σε τηλεμαϊντανούς τύπου Λιάγκα, Τσιμτσιλή και τα ρέστα, η τηλεοπτική υποκουλτούρα θα παραμείνει η ίδια, με τους ίδιους ακριβώς καναλάρχες να ορίζουν το παιχνίδι του θεάματος, του περιεχομένου του και των ιδεών που διασπείρει στη συλλογική συνείδηση. Η αντίθεση απέναντι στην πολιτική του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού και της μηντιακής ανθρωποφαγίας δεν είναι λοιπόν θέμα προσώπων αλλά θέμα πολιτικής και πολιτισμικής αντίθεσης. Κι αυτό γιατί τα πρόσωπα μπορούν να αλλάξουν, το περιεχόμενο όμως αυτής της τηλεόρασης θα παραμείνει εμφαντικά το ίδιο.

Σημείο τέταρτο

Απέναντι στη σαπίλα της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης λύση δεν μπορεί να είναι ούτε η φυγή στο Netflix ούτε ο «αναχωρητισμός» στα κανάλια των Youtubers και vloggers που τα λένε «καλά». Ο ατομικός δρόμος του αναχωρητισμού ή της διακοπής επαφών με αυτή την τηλεόραση δεν αναιρεί το πρόβλημα και δεν οδηγεί σε καμία βελτίωση της συνολικής εικόνας. Όσο κι αν ο καθένας κι η καθεμιά από εμάς παύει να συνδέεται ως κοινό με αυτό το τηλεοπτικό προϊόν, η κουλτούρα του κανιβαλισμού και της ανθρωποφαγίας, ως μηχανισμοί του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού, θα είναι πάντα εκεί να διαμορφώνουν το συλλογικό συνειδητό κι ασυνείδητο στην τροχιά του φτηνότερου και του απάνθρωπου. Κι επειδή ακριβώς τα ημίμετρα ποτέ δεν διορθώνουν ριζικά οποιαδήποτε προβληματική κατάσταση, απαιτείται συλλογική πάλη με όρους και συνθήματα που θα θέτουν πρωτίστως στο στόχαστρο την υπάρχουσα τηλεοπτική κουλτούρα και τους αβανταδόρους της. Γιατί αν δεν αφαιρεθούν οι τηλεοπτικές άδειες από τους γνωστούς καπιταλιστές-καναλάρχες αυτή η τηλεοπτική πραγματικότητα θα εξακολουθήσει να ανθεί παρότι βαθιά σάπια. Ιδού η Ρόδος λοιπόν.

Ποια κληρονομιά μας αφήνει η πτώση του τείχους του Βερολίνου;

Τριάντα χρόνια πριν, ένα πλήθος ανατολικογερμανών περνά ελεύθερα στην άλλη μεριά του Βερολίνου. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια ολοκληρώνεται η  βελούδινη παλινόρθωση του καπιταλισμού και η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η διάλυση της χώρας των Σοβιέτ έκλεισε αυτή τη διετία με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η κόκκινη σημαία κατέβηκε από τον ιστό του Κρεμλίνου για να μην σηκωθεί ποτέ ξανά. Η ιστορία τελείωσε, αποφάνθηκαν διανοούμενοι, ιστορικοί, πολιτικοί. Το χάσμα που άνοιξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και δίχασε τον κόσμο κατά τον 20ο αιώνα, επουλώθηκε. Το τέλος και η ολοκληρωτική χρεοκοπία του κομμουνισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αντίσταση όχι απλά από τους πολίτες, αλλά ούτε καν από τα κομμουνιστικά/σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν την εξουσία. Η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την παλινόρθωση.

Τριάντα χρόνια μετά, τι έχει απομείνει από αυτές τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις;

Το σίγουρο είναι ότι ο ενθουσιασμός των πρώην πολιτών του υπαρκτού σοσιαλισμού μετατράπηκε σε απογοήτευση. Ειδικά για τις παλιότερες γενιές που έζησαν και μπορούν να συγκρίνουν. Πλήθος ερευνών και δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν ότι η ζωή στην Ανατολική Γερμανία σε πολλά επίπεδα ήταν καλύτερη. Κοινωνική πολιτική, ασφάλεια και προστασία, μηδαμινή ανεργία, φροντίδα για το παιδί και τον νέο, βοήθεια στην οικογένεια, ισότητα των φύλων, παιδεία και υγεία καθολικά προσβάσιμες από όλο το λαό και σε υψηλό επίπεδο. Η “Ostalgie” (Ost/Ανατολή + Nostalgie/Νοσταλγία), νεολογισμός που αποτυπώνει τι νιώθουν οι πρώην Ανατολικογερμανοί, αλλά και πρώην Ανατολικοευρωπαίοι, απλώς υπογραμμίζει ότι η σύγκριση αποβαίνει υπέρ του παρελθόντος. Τουλάχιστον σε συγκεκριμένα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, τα οποία όμως, χρόνο με το χρόνο, αξιολογούνται ως σημαντικότερα.

Το Spiegel επιχειρώντας να γιορτάσει, πριν δέκα χρόνια, την εικοσαετία από την πτώση, έκανε έρευνα ρωτώντας πρώην Ανατολικούς αν «τότε» ζούσαν καλύτερα. Το 57% απάντησε Ναι. Επιχειρώντας να εκμαιεύσει θετικές για τον καπιταλισμό απαντήσεις, το περιοδικό ρωτούσε για την ελευθερία να ταξιδέψεις σε άλλες χώρες, ελευθερία που δεν υπήρχε στην Ανατολική Γερμανία. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα δεν μπορείς να ταξιδέψεις γιατί σου λείπουν τα χρήματα. Το περιοδικό ρωτούσε για τα ψέματα που έλεγε το καθεστώς. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα όλοι λένε ψέματα, απλά τα ντύνουν ή τα κρύβουν πολύ καλύτερα.

Στην τριακονταετία από την πτώση του Τείχους δεν έγινε γνωστή αντίστοιχη έρευνα, καθώς το αποτέλεσμα θεωρείται μάλλον χαμένο από τα συστημικά ΜΜΕ. Παρόλη την κατεργασία, τους τόνους μελάνης και προπαγάνδας, η πλειοψηφία των πρώην ανατολικών αναγνωρίζουν, ότι επί υπαρκτού, ζούσαν μάλλον καλύτερα.

Υπάρχει σε αυτό το στοιχείο κάποια διαστρεβλωτική ωραιοποίηση του παρελθόντος; Παίζει ρόλο ένας υφέρπων ρατσισμός με τον οποίο ακόμα και σήμερα, στην Ενιαία Γερμανία, οι πρώην Δυτικοί συμπεριφέρονται στους πρώην Ανατολικούς; Αυξάνεται η “Ostalgie” απλά και μόνο επειδή τα πράγματα στον καπιταλιστικό παράδεισο δεν αποδείχτηκαν τελικά τόσο ρόδινα;

Όλα τα παραπάνω ισχύουν. Δεν ανατρέπουν όμως το βασικό συμπέρασμα. Το τι τελικά ήταν καλύτερο για τη ζωή της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το κρίνει η ίδια η κοινωνία και όχι όσοι χρυσοπληρώνονται για να την κρατούν σε διαχειρίσιμα πλαίσια. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και δημοσιολόγοι που έβγαλαν εκ νέου τη χολή τους για το σοσιαλισμό, δεν φαίνεται να πείθουν.

Και αυτό είναι το πρώτο κρατούμενο, τριάντα χρόνια μετά.

Η διάψευση δεν αφορά μόνο αυτό που κατέρρευσε, αλλά και αυτό που επικράτησε. Όλες οι προσδοκίες για έναν κόσμο ειρήνης και ευημερίας έχουν διαψευστεί. Ο υπαρκτός κόσμος, μετά την παρένθεση του κομμουνισμού (1917 – 1989), δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις των εορταστικών ημερών μετά την πτώση. Αντί για φυγή στο λαμπρό μέλλον έχουμε επιστροφή σε προ-οκτωβριανά τοπία και ο κοινωνικός μεσαίωνας απλώνεται παντού. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός γεννά διαρκώς νέες στρατιές χαμένων και περιθωριοποιημένων. Η ενοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, με την είσοδο κεφαλαίων και την επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και την ενθουσιώδη προσχώρηση της Κίνας στην ελεύθερη αγορά, αύξησε και δεν μείωσε την παγκόσμια ανισότητα.

Οι κήρυκες της ελευθερίας και της δημοκρατίας διαψεύστηκαν και εδώ. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι μεσαίες και φτωχές τάξεις της Δύσης χάνουν, και οι απώλειές τους έγιναν μεγαλύτερες στα χρόνια της κρίσης (2010 και μετά). Η πραγματικότητα δεν αμφισβητείται. Ο σύγχρονος καπιταλισμός αγωνίζεται χωρίς αντίπαλο, αλλά διαρκώς αγκομαχεί, ασθμαίνει, γνωρίζει κρίσεις και υφέσεις, δεν έχει βρει σημείο ισορροπίας, δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα ή την πρόνοια του παρελθόντος να «αγοράζει» κοινωνικές συμμαχίες. Δεν υπάρχει επιπλέον ένας «κακός» που θα χρεωθεί τις δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς. Και ενώ δεν υπάρχει πια «σιδηρούν παραπέτασμα», «κόκκινος κίνδυνος» ή «ρωσική αρκούδα» που να απειλεί τις κατακτήσεις του ελεύθερου κόσμου, αυτές οι «κατακτήσεις», μοιάζουν να αφορούν όλο και λιγότερους.

Επί τριάντα «μετακομμουνιστικά» χρόνια, αντί να διαχέεται παντού ειρήνη και ευημερία, συμβαίνει το ανάποδο.

Και αυτό είναι το δεύτερο κρατούμενο.

Η τρίτη σημαντική παρατήρηση αφορά την «κρίση» της ιστορίας. Πότε η ιστορία αποφαίνεται οριστικά και τελεσίδικα ότι ετούτο ή το άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης θα επικρατήσει; Το 1989 σηματοδότησε το «τέλος» του κομμουνισμού για την μεγάλη πλειοψηφία όσων διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Μας επιτρέπει όμως η εκάστοτε συγκυρία μια τέτοια τελεσίδικη κρίση;

Γιατί να κρίνουμε τελεσίδικα το 1989 και όχι το 1917 ή το 1949; Γιατί να μην αποφασίσουμε για το μέλλον του σοσιαλισμού τότε, που μετά τον Πόλεμο, η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης είναι ανυπέρβλητη, ενώ στο σοσιαλιστικό μπλοκ αθροίζεται μια σημαντική ομάδα χωρών. Με την είσοδο της Κίνας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, η μισή γη γίνεται κόκκινη, ενώ εδραιώνεται η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός επελαύνει. Ακόμα και για τους φανατικότερους αντικομμουνιστές, ο συσχετισμός λίγο μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου φαντάζει τρομακτικός. Ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να έχει μέλλον και η ζωτική δύναμη του σοσιαλισμού φαντάζει ακατανίκητη.

Αντί άλλων επιχειρημάτων, ας δώσουμε τον λόγο στον Αϊνστάιν ο οποίος, τότε ακριβώς, γράφει:

«Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό, κι αυτός δεν είναι άλλος από την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα είναι προσανατολισμένο στην επίτευξη κοινωνικών στόχων. Σε μια τέτοια οικονομία, η ίδια η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Μια σχεδιασμένη οικονομία, η οποία θα προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, θα κατανέμει την εργασία που πρέπει να γίνει σε αυτούς που είναι ικανοί να εργαστούν και θα εγγυάται τα προς το ζην σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η παιδεία, εκτός από την ανάπτυξη των έμφυτων ικανοτήτων του κάθε ατόμου, θα προσπαθεί να αναπτύξει την έννοια της ευθύνης για το συνάνθρωπο, στη θέση της εξύμνησης της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή κοινωνία».

Η ιστορία όμως, εξελίχθηκε διαφορετικά, από αυτό που ο Αϊνστάιν, αλλά και ο περισσότερος κόσμος το 1949, εκτιμούσε.

Το ερώτημα πότε η ιστορία κρίνει, μπορούμε να το θέσουμε για όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και τις σπουδαίες μεταβάσεις της ανθρωπότητας. Γιατί για παράδειγμα να μην κρίνουμε τελεσίδικα την Γαλλική Επανάσταση το 1815; Μέσα στο σκοτάδι της παλινόρθωσης των Βουρβόνων, οι κατακτήσεις του Διαφωτισμού μοιάζουν οριστικά ηττημένες. Είναι καταδικασμένες στο πυρ το εξώτερον οι φρικαλεότητες και τα ανοσιουργήματα της Επανάστασης. Η λέξη Δημοκρατία είναι απαγορευμένη και η προσφώνηση «πολίτης» είναι λόγος μακρόχρονης καταδίκης. Και φαντάζει, στα 1815, όχι μακρινό μέλλον, αλλά απόλυτη ουτοπία η επαναφορά στις αξίες της Ισότητας, της Ελευθερίας, της Αδελφοσύνης που διακήρυξαν οι εξεγερμένοι της Βαστίλης.

Η ιστορία και εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά.

Δυστυχώς για όσους αρέσκονται στο «τέλος» της ιστορίας, η ιστορία όχι απλά δεν τελειώνει, αλλά δεν κρίνει ποτέ τελεσίδικα. Ειδικά όταν αφορά κάτι τόσο μεγάλο όπως η μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο. Όσοι επιχειρούν να «εκβιάσουν» μια οριστική απόφαση της ιστορίας, πέρα από άγνοια επιδεικνύουν και μικρόνοη σκοπιμότητα.

Η ιστορία είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και υλικών αναγκών, πρωτοβουλιών, διαπάλης δυνάμεων, συνείδησης που διαμορφώνεται ιστορικά σε εθνικά και διεθνικά πλαίσια. Υπάρχουν «νόμοι» που επενεργούν αλλά η μία ή η άλλη εξέλιξη δεν είναι νομοτέλεια αλλά αποτέλεσμα μιας τεράστιας διαπάλης. Και η διαπάλη ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα. Όχι γιατί ο πόλος της επανάστασης βρίσκεται σε καλή κατάσταση – κάθε άλλο. Είναι όμως η ίδια η πραγματικότητα που αποκαλύπτει διαρκώς τα όρια του σημερινού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, υπογραμμίζοντας τις δυνατότητες υπέρβασής του.

Ας μην κρίνουμε λοιπόν τελεσίδικα, με αφορμή το 1989, την έκφανση της ιστορίας. Όπως άλλωστε λέει το ανέκδοτο, οι Κινέζοι κομμουνιστές τη δεκαετία του 1970, ισχυρίζονταν ότι ήταν …πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε τη Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Η τέταρτη σημαντική παρατήρηση, έρχεται από την ψύχραιμη ματιά στα γεγονότα εκείνης της διετίας, μακριά από δραματοποιήσεις και φαντασμαγορικές παραστάσεις: Αν τα καθεστώτα ήταν φιλολαϊκά, γιατί οι πολίτες τους δεν τα υπερασπίστηκαν; Γιατί η ανατροπή καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν με πόνο, αγώνα και αίμα των λαών τους, μερικές δεκαετίες αργότερα καταρρέουν, χωρίς εμφανή λαϊκή υποστήριξη; Γιατί, ακόμα και η Σοβιετική Ένωση, το «κέντρο» της σοσιαλιστικής επανάστασης, πέρασε στην αγκαλιά του καπιταλισμού χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Μέχρι και το οπερετικό πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 έγινε στο όνομα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, διεκδικώντας όμως άλλους ρυθμούς και ρόλους εξουσίας.

Και ακόμα περισσότερο: σύσσωμο σχεδόν το ηγετικό προσωπικό των σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών κομμάτων μεταπήδησε με ανατριχιαστική ευκολία από την διάδοση του «μαρξισμού-λενινισμού» και την υπεράσπιση του «προλεταριακού διεθνισμού» στο εντελώς αντίθετο. Οι κεφαλές του σοσιαλισμού, προσχωρούν μαζικά, ως άλλοι γενίτσαροι, στο στρατόπεδο του πρώην αντιπάλου. Και επιδίδονται σε αυτοκριτική και αυτομαστίγωμα, πραγματικοί Χατζηαβάτηδες, που ανακάλυψαν στα γεράματα τη γοητεία του καπιταλισμού.

Όλα αυτά απαιτούν πειστική ερμηνεία και όχι παραπειστικές δικαιολογίες. Η σημερινή αναγνώριση ότι επί υπαρκτού οι λαοί ζούσαν καλύτερα, δεν πρέπει να κρύψει το γεγονός ότι τα τότε καθεστώτα στερούνταν της ενεργητικής, πρωτοπόρας, λαϊκής υποστήριξης.

Ξέρουμε ότι από το 1961 που κατασκευάστηκε το Τείχος του Βερολίνου, μέχρι το 1989 πολλές χιλιάδες Ανατολικογερμανοί αυτομόλησαν στην καπιταλιστική Δύση. Φαίνεται παράδοξο, αλλά τα προηγούμενα χρόνια συνέβαινε και το ανάποδο: Δυτικοί αυτομολούσαν στην ΕΣΣΔ. Ανάμεσά τους ο συγγραφέας του άρθρου «Τριάντα χρόνια μετά» Victor Grossman.

Τι μεσολάβησε αυτά τα χρόνια;

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός φαίνεται να έχει μάθει από τα λάθη του και να αντιλαμβάνεται την πρόκληση. Ή θα αλλάξει ή θα πεθάνει. Επιλέγει να απαντήσει, για πρώτη φορά μετά το 1917, με διαφορετικό τρόπο. Υπό τον φόβο της ανατροπής, παραχωρεί κοινωνικές παροχές, αγαθά και υπηρεσίες. Στήνει το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. «Εξαγοράζει» την κοινωνική/λαϊκή συναίνεση. Εξανθρωπίζει το πρόσωπό του – ο εργάτης στη Δύση δεν είναι η εξαθλιωμένη φιγούρα του 19ου αιώνα. Εξαπολύει ιδεολογική επίθεση με προμετωπίδα την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία», εννοώντας φυσικά την ελευθερία του κεφαλαίου και τη δημοκρατία των αγορών. Διαφημίζει το καπιταλιστικό όνειρο. Και συμπληρώνει την απάντησή του με την αναγκαία σιδηρά πυγμή των αμερικανικών κανονιοφόρων ανά τον πλανήτη.

Το 1950 ο εργάτης της καπιταλιστικής Δύσης θέλει να πάει να ζήσει στη σοσιαλιστική Ανατολή. Όχι μόνο επειδή η ζωή εκεί είναι καλύτερη για αυτόν, αλλά επειδή θέλει να συνεισφέρει, ελκύεται από την πρωτόγνωρη μάχη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Το 1970 όμως, ο εργάτης της σοσιαλιστικής Ανατολής θέλει να πάει να ζήσει στην καπιταλιστική Δύση. Όχι μόνο επειδή στη Δύση η ζωή πλέον είναι καλύτερη (ίσως και να μην είναι), αλλά επειδή κυριαρχούν καθολικά οι ιδέες της αγοράς, του καταναλωτισμού, της υλικής ανταμοιβής, της ατομικής ανέλιξης.

Τι μεσολάβησε μέσα σε είκοσι χρόνια;

Ο καπιταλισμός διορθώθηκε, κινήθηκε, μετασχηματίστηκε, αντεπιτέθηκε. Ο κομμουνισμός από κίνημα έγινε κράτος και καθεστώς. Έμεινε ακίνητος, στατικός, παρατηρητής. Παρέμεινε στο γήπεδο του αντιπάλου, έπαιξε το παιχνίδι του, δέχτηκε τους όρους του, υιοθέτησε τις ιδέες του και τις αξίες του. Και φυσικά, έχασε.

Έπρεπε να διορθωθεί και δεν διορθώθηκε. Έπρεπε να αντεπιτεθεί και δεν αντεπιτέθηκε. Από προελαύνουσα δύναμη, έγινε αμυνόμενη. Αναζήτησε τη «συναίνεση» όταν ο αντίπαλος αναζητούσε την εξόντωσή του. Και από κίνημα που έπρεπε να αποτυπώνει την πιο αφηρημένη τάση προς το καινούριο και να καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, έγινε γραφειοκρατικό, σκουριασμένο, ακίνητο καθεστώς. Από «κίνηση» που μετασχηματίζει τον εαυτό του μετασχηματίζοντας την πραγματικότητα, ο κομμουνισμός έγινε «σύστημα» που αποδέχτηκε την πραγματικότητα.

Και η διαδικασία αυτή δεν αφορά τα τελευταία χρόνια της περεστρόικα και του «προδότη» Γκορμπατσόφ. Πρόκειται για μετασχηματισμό που έχει τις ρίζες του στην «μη κανονική» περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κυριαρχεί πλέον ανοικτά στην «κανονική» μεταπολεμική περίοδο, μετά τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις της χρουτσοφικής περιόδου της «ειρηνικής συνύπαρξης». Ο ανατολικός θαυμασμός για τις καπιταλιστικές αξίες – τον οποίο κριτικάρει ο Τσε Γκεβάρα στις αρχές του ’60 ως υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας – σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός υιοθετεί τις θέσεις του αντιπάλου. Και η διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης έχει ήδη ξεκινήσει, την ώρα που οι όρκοι στον προλεταριακό διεθνισμό δίνουν και παίρνουν. Οι κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού εκπαιδεύονται, συνηθίζουν, διαπαιδαγωγούνται με αυτές τις αξίες. Και προφανώς, σε βάθος χρόνου, θα επιλέξουν τον πραγματικό εκφραστή τους, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

Αυτό είναι ένα τέταρτο κρατούμενο από την επέτειο.

Και εδώ βρίσκεται το ερώτημα αν τα τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους προκαλούν τη θλίψη, τη νοσταλγία, την απολογητική ή τον απολογισμό.

Η Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα σήμερα, στην Ελλάδα και διεθνώς είναι προϊόν μιας ιστορικής ήττας του εικοστού αιώνα. Και ο τρόπος που επιλέγει να μιλήσει (ή να μη μιλήσει) για αυτή την ιστορία καθορίζει τα σημερινά και μελλοντικά του όρια. Η κομμουνιστική Αριστερά που δεν είναι επικίνδυνη και δεν ενοχλεί έγινε πια συνήθεια, μέρος της καθημερινότητας. Χαιρετίζεται για την «υπεύθυνη» στάση της. Αναγνωρίζεται για την ιστορία της. Μόνο και μόνο γιατί δεν διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο παρόν και στο μέλλον.

Για να διεκδικηθεί αυτός ο ρόλος, η σημερινή κομμουνιστική Αριστερά σε όλες τις εκφράσεις και παραλλαγές της, πρέπει και να θέλει και να μπορεί. Αλλά και τα δύο είναι συνισταμένη του τρόπου με τον οποίο βλέπει τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της χρεοκοπίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ χρειάζεται θάρρος και όχι ντροπή, αυτοκριτική και όχι νοσταλγία, απολογισμός και όχι απολογητική.

Με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον Νοέμβριο του 1989, από το χώρο του ΚΚΕ υπήρξε μια απόπειρα «απάντησης» σε όλη την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Μόνο που ο χυδαίος εμπειρισμός της αστικής τάξης («ο κομμουνισμός ηττήθηκε άρα είναι ανεφάρμοστος, ολοκληρωτισμός ή ουτοπία»), δεν απαντιέται με την αποσιώπηση. Οι απολογητές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έχουν βαριές και απαράγραπτες ευθύνες γιατί χρέωσαν στον κομμουνισμό μια απωθητική κατάσταση. Και όσα άρθρα και ομιλίες κι αν γίνουν για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και τα θετικά του, ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε» χρεοκόπησε. Μόνος του. Δεν ανατράπηκε απ’ έξω, με πολέμους ή αιματηρά πραξικοπήματα, με βία ενάντια στους λαούς και πογκρόμ ενάντια στις εργατικές τάξεις. Και το γιατί αυτό συνέβη, είναι αμείλικτο ερώτημα.

Μπορούν οι ίδιοι που υπηρέτησαν την καπιταλιστική παλινόρθωση (σε όλες τις μεταπολεμικές της εκφράσεις), ως πρόσωπα, απόψεις και φορείς, να συγκροτήσουν σήμερα μια αξιόπιστη αυτοκριτική για το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος; Πολύ αμφίβολο. Γιατί το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε πινελιές σταλινοποίησης που θα σβήσουν τον ρόλο και τις επιπτώσεις της αποσταλινοποίησης, αλλά σε μια εφόλης της ύλης κριτική αποτίμηση, χώνεμα της πείρας, έμπρακτη διόρθωση, όρους για νέα εγχειρήματα μετάβασης. Στην πρόκληση αυτή, η συμβολή του αντιρεβιζιονιστικού ρεύματος και ειδικά η κριτική των Κινέζων κομμουνιστών, είναι προϋπόθεση. Που προς το παρόν μένει στο περιθώριο.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που ήδη ακολουθείται: Ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε», συγκρινόμενος με τον «καπιταλισμό που ακολούθησε», βγαίνει περίπου αψεγάδιαστος. Ο απολογισμός μετατρέπεται σε απολογητική και η αυτοκριτική γίνεται νοσταλγία για αυτό που χάσαμε. Μόνο που αυτός ο δρόμος αφορά ελάχιστους. Θα ποστάρουν Κατιούσα για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά δεν θα μπορούν να αντιπαρατεθούν επί της ουσίας με «τις ζωές των άλλων». Στο βάθος κανείς δεν πρόκειται να πειστεί να αφιερώσει τη ζωή του για κάτι που κατέρρευσε τόσο εύκολα και χωρίς την παραμικρή λαϊκή υποστήριξη. Είναι απλά ανάμνηση μιας φολκλόρ εικόνας του παρελθόντος.

Και αυτό είναι το πέμπτο κρατούμενο.

Το 1989 και η πτώση του Τείχους έχει ιστορική σημασία γιατί έκλεισε το χάσμα που άνοιξε το 1917 με τη δημιουργία δύο ανταγωνιστικών πόλων, της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Η επανάσταση ηττήθηκε, αποκαθηλώθηκε φαντασμαγορικά, υπό τις επιδοκιμαστικές ιαχές του πλήθους. Οι αστικές τάξεις ανά τον κόσμο στρογγυλοκάθονταν στο θρόνο τους χωρίς τον παραμικρό πλέον αντίπαλο. Και οι κομμουνιστές και αριστεροί ανά τον κόσμο, αν δεν αλλαξοπίστησαν, ανακαλύπτοντας ότι πήραν τη ζωή τους λάθος, έμειναν άναυδοι και σοκαρισμένοι από το μέγεθος της αυταπάτης τους. Η πτώση του Τείχους και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς και τα έθνη όλου του κόσμου. Ο ιμπεριαλισμός απέμεινε να κόβει και να ράβει χωρίς αντίπαλο. Και ο καπιταλισμός αναγορεύτηκε υπερ-ιστορική κατάσταση και αιώνια αξία, χωρίς να απειλείται από πουθενά.

Μπορεί το χάσμα που έκλεισε να ανοίξει ξανά; Θα γίνει αυτό μέσα στον 21ο αιώνα – ή είναι ακόμα νωρίς για μια νέα έφοδο στον ουρανό; Η απαισιοδοξία της γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας, μπορεί να απαντηθεί μόνο με την αισιοδοξία της βούλησης και των πραγματικών κοινωνικών αναγκών. Προϋπόθεση είναι να αναμετρηθούμε με την κληρονομιά που μας άφησε το Τείχος του Βερολίνου και η Πτώση του.

Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων, Παναττική Συνέλευση, Τετάρτη 13/11, 6.30 μμ, Νομική

Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων καλεί σε συνελεύσεις σε πόλεις της χώρας, όπου θα συζητηθούν η Πολιτική Πρόταση των συλλογικοτήτων που τον έχουν συγκροτήσει (ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, ΑΡΑΝ, ΚΙΝΗΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΣΥΛΛΟΓΟΣ Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ), το προσωρινό πλαίσιο κοινής λειτουργίας και η ανάδειξη Συντονιστικών, στην προοπτική μιας Πανελλαδικής Διαδικασίας στα τέλη Μάη 2020.

Οι διαδικασίες αυτές ξεκινούν με την Παναττική Συνέλευση, την ερχόμενη Τετάρτη 13 Νοεμβρίου, στις 6.30 μ.μ., στο αμφιθέατρο 16, στον 7ο όροφο του Μεγάρου Θεωρητικών Επιστημών (νέο κτήριο Νομικής, είσοδος από Σίνα και Μασσαλίας).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ

Κλείνει ο προηγούμενος και ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος

1. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου έκλεισε τον ταραγμένο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας με την αναγέννηση του δικομματισμού και τη Νέα Δημοκρατία στη θέση του ηγεμόνα και του αυτοδύναμου κυβερνήτη, μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη μνημονιακή διαχείριση με μικρές σχετικά απώλειες και ταυτόχρονα με πορεία στην κατεύθυνση μιας σοσιαλφιλελεύθερης «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης». Η Ακροδεξιά πλέον εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από τη συστημική Ελληνική Λύση, η οποία θα πιέζει τη ΝΔ προς μία ακόμη πιο εθνικιστική, αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Από την άλλη, η αδυναμία της Χρυσής Αυγής να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση φαίνεται να αποτυπώνει μια ευρύτερη τάση σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρούνται σήμερα στοιχεία κρίσης εκπροσώπησης (π.χ. αποχή που αποτελεί ταυτόχρονα και ανησυχητική ένδειξη απόγνωσης και εξατομίκευσης ευρύτερων μαζών).

2. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος. Η ΝΔ μπορεί να πέτυχε μια «καθαρή» νίκη στις τελευταίες εκλογές αλλά η σημερινή εκλογική της βάση δεν θυμίζει σε τίποτα τα στιβαρά κοινωνικά μπλοκ προηγούμενων δεκαετιών. Καλείται να διαχειριστεί μια ασθενική οικονομική ανάκαμψη, ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα φτώχειας και ένα ογκώδες δημόσιο χρέος που δύσκολα θα αποπληρωθεί ομαλά σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την ραγδαία όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στον κόσμο, την Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα επιτύχει το αναπτυξιακό σοκ που υπόσχεται, αλλά θα προωθήσει με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιχειρώντας να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους εις βάρος της εργατικής τάξης και ευρύτερα, των δυνάμεων της εργασίας και του λαού.

3. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιφατική πραγματικότητα. Από τη μια έχουμε ένα δυσμενή συσχετισμό δύναμης τόσο για τις δυνάμεις της εργασίας όσο και για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Από την άλλη όμως δεν φαίνεται εύκολα να προδιαγράφεται μια κοινωνική και κατ’ επέκταση, πολιτική σταθερότητα. Η ΝΔ θα διαχειριστεί τα αποτελέσματα τριών μνημονίων και το τέταρτο, εν αναμονή μνημόνιο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να περάσει αλώβητη από την επιβολή μνημονιακής εμπνεύσεως πολιτικών, όσο κραταιά και αν είναι. Σε πρώτη ανάγνωση, το 71,5% του δικομματισμού φαίνεται καθηλωτικό. Η στήριξη όμως προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απαραίτητα ως επιδοκιμασία των μνημονιακών πολιτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του κινήθηκε βάσει της λογικής του μη χείρον βέλτιστον απέναντι σε μια αυταρχικότερη εκδοχή αναδιάρθρωσης, όπως αυτή εκφράζεται από τη ΝΔ. Σε αυτή την αντίδραση πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος της αποχής.

4. Εκμεταλλευόμενη μια πραγματικότητα, που με σταθερό τρόπο έχει οικοδομηθεί ιδεολογικά και πολιτικά εδώ και χρόνια από όλες τις δυνάμεις του συστήματος (ΜΜΕ, κράτος, αστικά κόμματα), η πολιτική της ΝΔ παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

– Ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ως προς τους όρους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, αλλά και ως προς την καταστρατήγηση και το ζωτικό χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ξεχωρίζει η επίθεση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που επιχειρεί να δώσει με το πρόσφατο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, το οποίο καταργεί στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις, ενώ επιχειρεί να ποδηγετήσει τον συνδικαλισμό με τα ηλεκτρονικά μητρώα και ψηφοφορίες. Η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ικανοποιεί αιτήματα του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου που είχαν αντιμετωπίσει την αντίθεση του λαϊκού κινήματος είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση των Σκουριών και του Ελληνικού. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται και περιφρονείται, ενώ ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας εκποιείται, αν δεν θεωρείται εμπόδιο για τις κάθε είδους «επενδύσεις».

– Το ζήτημα της μνημονιακής επιτροπείας και του πρόθυμου ακολουθητισμού στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αποκτά κι αυτό νέα χαρακτηριστικά.   Η άρχουσα τάξη υποτάσσεται πλήρως στον αμερικάνικο και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, ευελπιστώντας να βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα, με τη συμμετοχή της στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

– Ένταση και όξυνση του αυταρχισμού: η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας κερδισμένης με αίμα κατάκτησης του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, είναι ενδεικτική της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να ξεμπερδέψει το συντομότερο δυνατό με τα πιο προοδευτικά και φιλολαϊκά στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και αγωνιστές  στα Εξάρχεια. Η όξυνση του συντηρητισμού και του αυταρχισμού είναι τα πολιτικά «προαπαιτούμενα» για το νέο γύρο υπέρ-αντιδραστικής ανάπτυξης, θεμελιωμένης πάνω στην καταπάτηση εργατικών δικαιωμάτων και την καταστροφή του περιβάλλοντος.

– Ταχύτατα προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις: Η ΔΕΗ είναι το επόμενο βήμα σε αυτή τη διαδικασία, με την απαξίωση και την οριστική εκποίησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά και τα πρώτα δείγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία  και το συνταξιοδοτικό σύστημα καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση των βασικών δημόσιων αγαθών και τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς .

– Συντηρητικοποίηση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που, δυστυχώς, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Τα αντιπροσφυγικά και αντιμεταναστευτικά μέτρα της κυβέρνησης και η ένταση της αντίστοιχης ρητορικής εντάσσονται και σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο και η συστηματική προώθηση ενός πιο  αυταρχικού και επιθετικού εθνικισμού, όπως και οι προτροπές της Υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας για εμπλοκή ιεροδιδασκάλων στην εκπαιδευτική διαδικασία.

– Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με ορισμένα μεσαία στρώματα πάνω στη μείωση της φορολογίας και με κάποιες ελαφρύνσεις που δεν ανατρέπουν αλλά ενισχύουν την κύρια πολιτική κατεύθυνση: την μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.

– Επιχειρεί να αναπτύξει συμμαχίες και με τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού ενώ λεηλατεί τα εργατικά δικαιώματα και το περιβάλλον στο όνομα των επενδύσεων και της «ανάπτυξης για όλους». Επιχειρεί έτσι να μετατρέψει την παθητική αποδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής -στην οποία διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ- σε μια ενεργητική στήριξή της.

Αυτή η πολιτική δεν μπορεί όμως να αντιστρέψει ριζικά το πρόβλημα της χαμηλής δυναμικής και αποδοτικότητας των επενδύσεων. Στοιχείο που σχετίζεται και με τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας και με τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το (μετα)μνημονιακό μοντέλο ανάπτυξης. Κάτι που υπογραμμίζεται από τη διεθνή αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη στασιμότητα στις μαζικές, παραγωγικές επενδύσεις. Η οποία, με τη σειρά της, οφείλεται στην αδυναμία να αναταχθεί σταθερά η πτωτική πορεία του μέσου ποσοστού κέρδους, να καταστραφούν μαζικά τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Αποδεικνύεται ότι ούτε η μείωση του εργατικού κόστους, ούτε η λεηλασία της φύσης μπορούν να βγάλουν το σύγχρονο καπιταλισμό από τις δομικές αντιθέσεις του.  Αντίθετα, όλα τα μέχρι τώρα μέτρα οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αντιθέσεων.

5. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί τόσο με το μνημονιακό οικονομικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί από ΕΕ και ευρωζώνη, όσο και με τον ατλαντικό προσανατολισμό της αστικής τάξης της Ελλάδας. Είναι ενσωματωμένος στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι και προσπαθεί να προβάλει –αυτό που προσπάθησε να εφαρμόσει- μια πολιτική ήπιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Με βάση αυτό θα κάνει αντιπολίτευση επιδιώκοντας την εναλλαγή και όχι τη ρήξη και την ανατροπή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προοδευτικές και λαϊκές φωνές στο εκλογικό του ακροατήριο ή ακόμη και την κομματική του βάση. Σημαίνει όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μετατραπεί  στον δεύτερο πόλο της αστικής πολιτικής, με ορισμένες, βέβαια, διαφορές με τη ΝΔ, που δεν έχουν όμως ποιοτικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν δυνατότητες για μια μετωπική πολιτική συμπόρευση με αυτό το κόμμα, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν οι διαφοροποιήσεις στο μαζικό κίνημα.

«Τέλος εποχής» και για τις δυνάμεις της Αριστεράς

6. Τα κόμματα που διατυπώνουν έναν πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο, παρά την προσφορά και τους αγώνες της βάσης τους, δεν φάνηκαν ικανά να ωφεληθούν από τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του εκλογικού αποτελέσματος: Η επίδοση του ΚΚΕ ήταν εντός του υποδιπλασιασμού των τελευταίων χρόνων. Η ΛΑΕ κυρίως, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν σοβαρότατες εκλογικές ήττες. Η πρώτη τέθηκε σε ανεπίστρεπτη κρίση, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξαναγύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε το 2009 και βαθιά διχασμένη. Ο κύκλος αυτών των πολιτικών μετώπων με τη σημερινή μορφή τους πολιτικά έχει κλείσει. Το κύριο είναι ότι κανένας από αυτούς τους φορείς δεν φαίνεται να έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αποτυχία όλων των προγραμμάτων και κομμάτων της Αριστεράς, απέναντι στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς αυτοκριτικά.

7. Εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα συνιστά η ύφεση του λαϊκού κινήματος και η αδυναμία ανάπτυξης μαζικών αγώνων, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα με πρωτοπόρα την εργατική τάξη. Κάποιες μαζικές κινητοποιήσεις μετά τις εκλογές (για τα Εξάρχεια, τον Φύσσα, τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Ζακ, εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις κ.α.) έδειξαν τη διάθεση ενός εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου δυναμικού για σύγκρουση με την κυβέρνηση στο πεδίο της στήριξης των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως οργανική σύνδεση με το εργατικό κίνημα. Απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάτασης του μαζικού κινήματος και σύνδεσης των επιμέρους κινητοποιήσεων και αγώνων.

8. Η κατάσταση της Αριστεράς, στο σύνολό της, δυσκολεύει μια γρήγορη αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κάνει το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ριζοσπαστική Αριστερά.

9. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, χρειάζεται βαθιά, μαχόμενη και ουσιαστική αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική αριστερή πολιτική. Χρειάζεται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική μετωπική συμμαχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

10. Το ΜεΡΑ25 κινείται πολιτικά σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης στην ΕΕ και το αστικό πλαίσιο με πιο «μαχητική» διαπραγμάτευση, αν και εξέφρασε εκλογικά μεγάλο μέρος του δυναμικού που αναζήτησε τα προηγούμενα χρόνια μία διαφορετική ριζοσπαστική κατεύθυνση. Για αυτό δεν μπορεί να συνεισφέρει στην παραπάνω κατεύθυνση, παρά κάποιες διαφοροποιήσεις του σε επιμέρους ζητήματα.
Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ, με όποιες μορφές κι αν συνεχίσουν, μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση. Αλλά, για διαφορετικούς λόγους, η σημερινή πολιτική τους εμποδίζει κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις να ανταποκριθούν, πολύ περισσότερο, να ηγηθούν σε μια τέτοια αναγκαία προσπάθεια. Για αυτό χρειάζεται η υπέρβαση τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της σεχταριστικής πολιτικής στην Αριστερά.

Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός στην εποχή μας

11. Μετά τη δομική κρίση του 2008, το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ανεβάζουν την επιθετικότητά τους σε όλα τα επίπεδα: Προετοιμάζουν πολέμους μέσα από την όξυνση των ανταγωνισμών, βαθαίνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, χτυπούν τα δημοκρατικά, εργασιακά δικαιώματα και τις ελευθερίες, εντείνουν την καταπίεση, προωθούν αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, καταπιέζουν μικρότερα έθνη και εθνότητες, τις γυναίκες, τους μετανάστες, τη νεολαία, καταστρέφουν το περιβάλλον.

12. Σήμερα, η αδυναμία επιτυχημένου ξεπεράσματος της κρίσης από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου οδηγεί σε αντικρουόμενες τάσεις τόσο διεθνώς όσο και στην Ε.Ε. Αφενός, μια τάση ακόμα πιο νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός, και αφετέρου μία τάση επαναφοράς προστατευτικών πρακτικών έναντι των κύριων διεθνών ανταγωνιστών. Η πρώτη τάση επενδύεται με ιδεολογήματα «κοσμοπολιτισμού» και υπεράσπισης του ανοίγματος των αγορών διεθνώς. Πατώντας πάνω στα αντιδραστικά κεκτημένα του νεοφιλελευθερισμού, αναπτύσσεται μια δεύτερη τάση: ένα αντιδραστικό, ακροδεξιό και εθνικιστικό ρεύμα, που εμφανίζεται ως δήθεν «αντισυστημικό», ενώ αποτελεί την πιο σκοτεινή όψη του συστήματος. Εντός του, επανεμφανίζονται  τα παλιά τέρατα: ο φασισμός και ναζισμός. Αυτές οι δύο τάσεις ανταποκρίνονται σε εσωτερικές δομικές ανάγκες και αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Εκφράζουν την όξυνση των αντιθέσεων εντός και των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών. Αντιθέσεις σχετικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα επιμέρους μερίδων και των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που αυτές επιχειρούν να διαμορφώνουν. Η αδυναμία της ριζοσπαστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς να αρθρώσει έναν δομημένο και δυνάμει αντι-ηγεμονικό λόγο απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», την Ε.Ε. και τις πολιτικές του κεφαλαίου άφησε αντικειμενικά χώρο σε αυτές τις δυνάμεις να εδραιωθούν κεφαλαιοποιώντας πολιτικά τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια.

13. Η εποχή μας είναι εποχή εμφάνισης ποιοτικά νέων παραγωγικών δυνάμεων, δυνητικά επαναστατικών για την παραγωγή πλούτου για το λαό και την απελευθέρωση χρόνου εντός και εκτός της εργασίας.  Ο καπιταλισμός, ειδικά στην περίοδο της κρίσης του, όχι μόνο δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς τις κατακτήσεις της επιστήμης, της εργασίας και του πολιτισμού αλλά τις ιδιοποιείται, τις διαστρέφει και τελικά τις στρέφει ενάντια στη σύγχρονη  εργατική  τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά μεσαία στρώματα. Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, οι οξυμένες αντιθέσεις και αντιφάσεις τους με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, παράλληλα με τις μεγάλες δυσκολίες, εμπεριέχουν και εκφράζουν ταυτόχρονα τις σύγχρονες δυνατότητες  για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη -δημιουργού. Μπορούν να τροφοδοτήσουν μεγάλες κοινωνικές αναμετρήσεις, ώστε το εξαιρετικά επίκαιρο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»  να αποκτά υλική υπόσταση, να γίνεται υπόθεση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

14. Κατανοούμε ότι οι παραπάνω επισημάνσεις για τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό στην εποχή μας, δεν αρκούν για να απαντηθεί το μεγάλο ζήτημα μιας επαναστατικής στρατηγικής και μιας νέας κομμουνιστικής εναλλακτικής απάντησης στο ΤΙΝΑ του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων του συστήματος. Μεγάλα προβλήματα αναδεικνύονται μπροστά μας προς απάντηση, όπως η σχέση «παγκοσμιοποίησης» – διεθνοποίησης και έθνους κράτους, οι νέες σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, το σύγχρονο μονοπώλιο και οι πολυεθνικοί όμιλοι, τα καινούρια χαρακτηριστικά στο κράτος και στη δομή της αστικής εξουσίας, ο κατακερματισμός και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης, οι νέες τεχνολογίες, τα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτισμός και η διαμόρφωση της εργατικής και λαϊκής συνείδησης κ.α. Για αυτό, σήμερα, είναι αναγκαίο να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τα καινούρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.

Η ΕΕ σε κρίση και σε πορεία βαθύτερης αντιδραστικοποίησης

15. Η Ε.Ε. προσπαθεί να δείξει εικόνα κανονικότητας αλλά οι πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις οξύνονται:

⎼ Οι χώρες της Ε.Ε. ανέκτησαν κατά μέσο όρο το επίπεδο παραγωγής (ΑΕΠ) που είχαν το 2008 σε 6 χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ενώ η Γερμανία χρειάστηκε μόλις 3, οι χώρες της ΟΝΕ κατά μέσο όρο χρειάστηκαν 7 χρόνια, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία 10 χρόνια μετά δεν το έχουν ανακτήσει ακόμη. Το ζήτημα του χρέους παραμένει ενεργό, κύρια στην Ιταλία.

⎼ Η διαδικασία του Brexit μένει να φανεί με πόσους κραδασμούς (συναινετικά ή όχι) θα προχωρήσει.

⎼ Υπάρχει κρίση και της διαδικασίας ολοκλήρωσης προς ανατολάς, σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που αμφισβητούν ακόμη και το περίφημο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

⎼ Ο Μακρόν, που θεωρήθηκε εμβληματικός εκφραστής της «εμβάθυνσης», δυο χρόνια μόλις μετά την ανάδειξή του στην προεδρία δείχνει σαφή σημάδια κόπωσης, με τη δημοτικότητά του να βαίνει διαρκώς μειούμενη χάρη και στην κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων. Η Μέρκελ αμφισβητείται από τα δεξιά και στην Ιταλία η ακροδεξιά Λέγκα, αναδεικνύεται σταδιακά σε κύρια πολιτική δύναμη.

Αυτή η Ε.Ε. δεν είναι εστία ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης για τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης, είναι ένας αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός – καπιταλιστικός μηχανισμός. Δεν αλλάζει «από μέσα», δεν μεταρρυθμίζεται, παρά μόνο ανατρέπεται.  Κάτι που φυσικά δεν αρκεί να διαπιστώνεται αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται στοιχειωδώς σοβαρά ειδικά και υπό το φως της εμπειρίας του 2015.

16. Η κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνεπώς, παραμένει μπροστά μας. Παραμένει και η ανάγκη ανασύνταξης, ανασύνθεσης, βαθιάς ανασυγκρότησης και μετωπικής συστράτευσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για:

⎼ Μια κατεύθυνση λαϊκής ρήξης και αποδέσμευσης από την ΟΝΕ και την Ε.Ε.

⎼ Την εξυπηρέτηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.

⎼ Δημοκρατία προς όφελος των εργαζομένων και του λαού.

⎼ Λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.

⎼ Με τον λαό στο τιμόνι και με το αναγκαίο στη συγκυρία μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα,  για τη σύνδεση της αντιευρώ και αντι-ΕΕ ρήξης με μια φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση και με τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική.

Μια τέτοια Αριστερά θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά την κρίση της ΕΕ προς όφελος των εργαζομένων και του λαού. Δίνοντας ένα αποτελεσματικό παράδειγμα άλλου δρόμου ενάντια στα ευρωπαϊκά μνημόνια, τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, την Ακροδεξιά και τον φασισμό, τις πολιτικές του κεφαλαίου και την ιμπεριαλιστική επιτροπεία. Ένα παράδειγμα που θα τονώσει τη λαϊκή αυτοπεποίθηση και τους αγώνες ενάντια στην ΟΝΕ και την ΕΕ και σε άλλες χώρες. Κι έτσι θα επιτελέσει και το διεθνιστικό καθήκον της απέναντι στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, με τους οποίους θέλουμε να συντονιστούμε ακριβώς επειδή βιώνουν παρόμοια καταπίεση από τις αστικές τάξεις τους στο πλαίσιο της ΕΕ

Η Ελλάδα , αδύναμος κρίκος στην ΕΕ και το διεθνές σύστημα

17. Η Ελλάδα, μια χώρα μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, εντάχθηκε στην ΕΟΚ – ΕΕ με σκοπό να επιταχύνει αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ελληνική αστική τάξη επιδίωξε τη συμμετοχή στην ΟΝΕ ακόμα κι αν υπήρχαν φωνές που έθεταν το ζήτημα ότι η ελληνική καπιταλιστική οικονομία ήταν σχετικά αδύναμη ακόμη για να εκτεθεί στον ανταγωνισμό πιο παραγωγικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων χωρίς την προστασία της νομισματικής ισοτιμίας.

Τα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ η ελληνική οικονομία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, βασιζόμενη στην αθρόα πίστωση λόγω της πτώσης των επιτοκίων (του ευρώ σε σχέση με τη σχετικά «σκληρή» δραχμή των χρόνων πριν από την ένταξη). Αυτή η πίστωση διοχετεύτηκε κυρίως σε κλάδους πιο προστατευμένους από τον διεθνή ανταγωνισμό (κατασκευές, εγχώριες υπηρεσίες, τουρισμός), μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων. Κλάδοι που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο ξέσπασμα της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο του ευρώ η χώρα αύξανε το εμπορικό έλλειμμα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, κυρίως εξαιτίας της εισαγωγής προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που η ίδια δεν παράγει. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδήγησε στην αύξηση του δημόσιου ελλείμματος, του χρέους και του εξωτερικού δανεισμού και συνεπώς στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

18. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, οι βασικές ορίζουσες του «ελληνικού προβλήματος» είναι ακόμη υπαρκτές:

⎼ Η ελληνική οικονομία διατηρείται σχετικά στάσιμη, σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο (περίπου 24-25% μικρότερο) από το 2008.

⎼ Εξυπηρετείται η διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού προτύπου που προέβλεπαν τα μνημόνια για μια χώρα που θα είναι διαμετακομιστικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Ευρώπης με αναβαθμισμένες μεταφορικές υποδομές, με μια οικονομία έντασης εργασίας με έμφαση στις υπηρεσίες, τον τουρισμό και τις επενδύσεις real estate, με χαμηλό εργατικό κόστος και φιλικό περιβάλλον για «επενδύσεις».

⎼ Τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα συμπιέζονται για να αποκομίζουν κέρδος οι μεγάλες επιχειρήσεις. Οι δυνάμεις του εγχώριου κεφαλαίου έχουν κάθε συμφέρον να μη διακυβευτεί το ουσιαστικό «μνημονιακό κεκτημένο» για να αποκομίζουν κέρδος πλέον κυρίως μέσω της εσωτερικής υποτίμησης των μισθών και της λιτότητας.

⎼ Οι δυνάμεις της ΕΕ και των δανειστών μας έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει σε αυτή την κατάσταση η ελληνική κοινωνία και οικονομία, εφόσον παραμένει εντός των ΟΝΕ – ΕΕ, για λόγους πολιτικού παραδειγματισμού, αλλά και για να μην υπάρξει νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που θα κλονίσει οικονομικά την ΕΕ. Συνεχίζοντας φυσικά να εκμεταλλεύονται ανάλογα την κατάσταση, αποσπώντας εμπορικά πλεονάσματα και «φιλέτα» μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Αυτή είναι η ουσία της ιμπεριαλιστικής επιτροπείας που έχει επιβληθεί στον ελληνικό λαό.

Πρέπει να είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ελληνική κοινωνία θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε αυτή την «παγίδα» όσο παραμένει στο κλουβί της ΕΕ.

19. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βίωσαν και βιώνουν πολύ βαθύτερα την καπιταλιστική κρίση, την αντεργατική και αντιδημοκρατική επιθετικότητα του κεφαλαίου, ενώ ζουν μέσα στην ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των πολεμικών προετοιμασιών.

Η αστική τάξη της Ελλάδας, όχι μόνον δεν προωθεί την «έξοδο» από τα μνημόνια, αλλά τα εμπεδώνει και τα «ιδιοποιείται», υποτάσσεται πλήρως στην ΕΕ και το ΔΝΤ, βαθαίνοντας την εκμετάλλευση και την κερδοφορία ειδικά των πολυεθνικών μονοπωλίων, ενώ προσθέτει και μια νέα αμερικανοκρατία. Προωθεί τις επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας στα Βαλκάνια, η οποία, υπό την σκέπη των ΗΠΑ, επιχειρεί να ανακτήσει κάποιες θέσεις, όπως δείχνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία αυτή δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι εθνικισμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων, κυρίως γιατί είναι ενταγμένη στους ευρύτερους νατοϊκούς και ευρωενωσιακούς σχεδιασμούς, παρά ορισμένα θετικά σημεία της (π.χ. σύνθετη ονομασία, αναγνώριση σλαβομακεδονικού έθνους και γλώσσας).

20. Την ίδια στιγμή, ο τουρκικός καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός, σήμερα. Διεκδικώντας ηγετικό ρόλο στην περιοχή αυξάνει την επιθετικότητά του, τις απειλές πολέμου, προβάλλει αναθεωρητικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω του άξονα Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, στον οποίο συμμετέχει ενεργά ο ελληνικός καπιταλισμός, εντείνει την παρέμβασή του στην Αν. Μεσόγειο για τον έλεγχο ειδικά των πηγών και δικτύων μεταφορών ενέργειας. Σε αυτό το τοπίο δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για την έναρξη πολεμικών αναμετρήσεων στην περιοχή μας.

21. Οι πρώτες αυτές επισημάνσεις δείχνουν ότι είναι αναγκαίο να ανοίξει εκ νέου μια βαθύτερη συζήτηση και σε αυτό το ζήτημα: Ποιος είναι και που βαδίζει ο ελληνικός καπιταλισμός, ποια είναι η θέση του στο διεθνές καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα, ποια είναι η κοινωνική διαστρωμάτωσή του, ποιες οι ιδιομορφίες του κ.α. Αυτή η συζήτηση είναι αναγκαία εάν θέλουμε να αναπτύξουμε μια συγκεκριμένη στρατηγική για την επανάσταση στον «αδύναμο κρίκο» του ελληνικού έθνους – κράτους, για τη διεθνή αλληλεπίδραση, αλλά και αν θέλουμε να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική τακτική μετωπικής συγκέντρωσης δυνάμεων που θα απαντά στο «σήμερα» και θα συνδέει με το «αύριο».

Η κατάσταση του κομμουνιστικού, αριστερού και εργατικού – λαϊκού κινήματος

22. Σε αυτή την αντιφατική κατάσταση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αναπτύχθηκαν και θα αναπτύσσονται ημιαυθόρμητοι εργατικοί, κοινωνικοί και λαϊκοί αγώνες αντίστασης.

Μέσα σε αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες μπορεί να γεννηθούν τα σπέρματα από το μέλλον που θα συναντήσουν τις καλύτερες επαναστατικές παραδόσεις και κατακτήσεις του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Όμως,  το παρελθόν της ήττας βαραίνει ακόμη πάνω στο παρόν. Βαραίνει η στρατηγική κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από τις καταρρεύσεις και ανατροπές της σοσιαλιστικής απόπειρας του προηγούμενου αιώνα. Βαραίνουν δεκαετίες ρεφορμιστικής και συστημικής πολιτικής στην Αριστερά, μαζί με το σεχταρισμό και τον αριστερισμό. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η ήττα των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων, τους οποίους η Αριστερά, ειδικά η κομμουνιστική, εξαιτίας της αδυναμίας και των ανεπαρκειών της απέτυχε να αξιοποιήσει.

23. Οι σημερινές εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις είναι ακόμη κατακερματισμένες, ανεπαρκείς και χωρίς σαφή προοπτική, διότι, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, καθορίζονται από την έλλειψη επαναστατικού προγράμματος και προσανατολισμού. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι επείγουσα και δεν αφορά αποκλειστικά κάποιον πολιτικό φορέα ή κάποιους «ειδικούς». Πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να εξελιχθεί μέσα στην ανάπτυξη της δράσης, ανοιχτά μέσα στην εργατική τάξη και το λαό. Εκεί θα δώσει καθένας την συνεισφορά του.

24. Οι ηγεσίες και η πολιτική του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, για διαφορετικούς λόγους και παρά την προσφορά και τους αγώνες τους, δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το καθήκον, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στις πρόσφατες αναμετρήσεις. Αδυνατούν να συλλάβουν τη νέα κατάσταση. Συνεχίζουν χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική της πορείας τους. Γενικά, στην Αριστερά κυριαρχεί ο σεχταρισμός μαζί με τον οπορτουνισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αρχηγισμός και ο κοινοβουλευτισμός. Αναπτύσσεται ένας ενδοαριστερός «εμφύλιος» που φτάνει μέχρι και σε φαινόμενα βίας.

Από την άλλη, ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, παρά τη συμμετοχή τμημάτων του σε συνδικαλιστικούς και αντικατασταλτικούς αγώνες, δεν μπορεί συνολικά να ξεφύγει από την υποτίμηση της πολιτικής, προγραμματικής και οργανωτικής συγκρότησης και σε όψεις του, από το φετιχισμό της βίας και μία μηδενιστική αντικοινωνική στάση.

25. Από αυτή τη σκοπιά, για όλα τα παραπάνω απαιτείται μια βαθιά κριτική και αυτοκριτική αποτίμηση της τακτικής, των συνθημάτων και των πράξεων της Αριστεράς στην ταραγμένη δεκαετία που πέρασε και η οποία άφησε ανεξίτηλο ίχνος για το μέλλον. Κατανοούμε πλήρως ότι χωρίς μία συνολική αποτίμηση για αυτές τις ελλείψεις, συνολικά αλλά και για τις δικές μας, δεν μπορεί να υπάρξει ελπιδοφόρα τομή με τα λάθη και τις παθογένειες του παρελθόντος. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε από κοινού έναν τέτοιο αναγκαίο και ουσιαστικό απολογισμό.

Για την αντιστροφή και υπέρβαση της κατάστασης

26. Είναι αναγκαίο ένα αποφασιστικό και μαχητικό βήμα αντιστροφής και υπέρβασης. Είναι η ώρα για μια νέα συσπείρωση δυνάμεων που θα συμβάλει στην προγραμματική ανασύνθεση της κομμουνιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Που θα προωθεί ως στρατηγική τη ρήξη και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Με μαχόμενη κριτική αποτίμηση για την ιστορική πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να ισοπεδώνεται η προσφορά του. Με στόχο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα αντάξιο της εποχής μας με βασικό καθήκον την ανασυγκρότηση του διεκδικητικού κινήματος και της Αριστεράς, ώστε να ανακοπεί η πορεία διάλυσης. Για να ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη μέρα, μπροστά στους υπάρχοντες αριστερούς φορείς, ώστε να τεθούμε όλοι προ των ευθυνών μας.

27. Η ιστορική αποτίμηση της επαναστατικής απόπειρας του 20ου αιώνα και η νέα εποχή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού απαιτούν έναν βαθύ διάλογο που θα στηρίζεται στη θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς, στην επέκταση και την εμβάθυνσή του από τη συνεισφορά του λενινισμού, στον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά και στη συμβολή όλων των μαχόμενων μαρξιστών, με στόχο μια, αντίστοιχη με την εποχή μας, στρατηγική για τις επαναστάσεις και την κομμουνιστική κοινωνία του 21ου αιώνα. Για να απαντήσουμε στα μεγάλα ερωτήματα: Ποια θα είναι η πορεία της επαναστατικής διαδικασίας στην εποχή μας; Τι συμπεράσματα αντλούμε από την εμπειρία των επαναστάσεων του 20ου αιώνα; Πώς προωθείται ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας;

28. Η αντίστοιχη συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την αντιστροφή της σημερινής κατάστασης. Το γεγονός ότι οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να προωθούν τη στρατηγική τους, δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από τα μέτωπα, από άξονες συσπείρωσης και κοινής δράσης με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα το λαό και τη χώρα.

Γι’ αυτό απαιτείται μια πορεία δημιουργίας ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Σε αυτό το μέτωπο, οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό αγώνα με το ταξικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο του, όπως και αντίστροφα, να συμβάλουν έτσι ώστε ο αντικαπιταλιστικός αγώνας να εκφράζεται με τις σύγχρονες αντιιμπεριαλιστικές και δημοκρατικές αιχμές του.

Ένα τέτοιο μέτωπο δεν έρχεται σε σύγκρουση, αντίθετα, ενισχύει τις προσπάθειες για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, τροφοδοτεί την επαναστατική προοπτική.

Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι μόνον κοινωνικό. Είναι αναγκαία μια πολιτική συμμαχία των ανατρεπτικών αριστερών δυνάμεων. Που θα συσπειρώσει δυνάμεις ενάντια στο διπολισμό γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, αλλά και ενάντια στην Ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Που θα δώσει νέα πνοή στο μαζικό κίνημα, θα συμβάλει σε νίκες και κατακτήσεις τι οποίες τόσο ανάγκη έχει ο λαός και η νεολαία.

Βασικά στοιχεία ενός πολιτικού προγράμματος για τη σημερινή περίοδο

29. Ένα τέτοιο μέτωπο έχει σαν κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό στόχο:

Ριζικές κατακτήσεις για τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού. Κατακτήσεις που μπορούν να επιβληθούν εντός και παρά το χρέος, την ΕΕ και την αστική κυριαρχία, με αγώνα εναντίον τους, ανοίγοντας νέες προοπτικές για την επαναστατική διαδικασία. Σε αυτή την κατεύθυνση  αναζητούμε μια πρόταση τακτικής για τη σημερινή περίοδο, που μπορεί να συσπειρώσει μετωπικά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Αποτελεσματική τακτική δεν μπορεί να είναι ούτε ο ρεφορμισμός και η υποταγή στο σύστημα, ούτε ο αριστερισμός και η άσφαιρη καταγγελία του καπιταλισμού.

Ένα τέτοιο μέτωπο χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

– Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.

– Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.

– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

– Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.

– Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.

– Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.

– Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.

– Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.

– Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.

– Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.

– Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

30. Οι παραπάνω άξονες πολιτικού προγράμματος απαιτείται να βαθύνουν για να δοθούν πειστικές απαντήσεις:

– Στο θεμελιώδες κοινωνικό – οικονομικό ζήτημα, απέναντι στην καπιταλιστική κρίση, στην ανεργία, στην κρίση των τραπεζών, στις χρεοκοπίες επιχειρήσεων, στην ασυδοσία της «ελεύθερης αγοράς» και τη ζούγκλα του ανταγωνισμού, στο ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων και χώρων, στις ιδιωτικές καταστροφικές επενδύσεις, στις μειώσεις μισθών και συντάξεων, στην κατάργηση συλλογικών συμβάσεων.

– Στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό της δημοκρατίας, για δημοκρατικές, πολιτικές και συνταγματικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων και με την ενεργό συμμετοχή του λαού σε όλα τα πεδία, απέναντι στον εκφυλισμό και την αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στις νεοφασιστικές τάσεις κατάργησής της.

– Στο ζήτημα μιας αντιιμπεριαλιστικής ανεξάρτητης πολιτικής, απέναντι στους κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή μας από την πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης, από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, απέναντι στην επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης.

31. Η δεκαετία που πέρασε ανέδειξε το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο πρόγραμμα και το εργατικό λαϊκό μέτωπο με την κυβέρνηση και με την επαναστατική διαδικασία και εξουσία. Αυτό το μεγάλο πρόβλημα δεν απαντήθηκε επαρκώς από τις κομμουνιστικές επαναστατικές δυνάμεις, στην προηγούμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα να «απαντηθεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης και υποταγής. Απαιτείται μια ριζοσπαστική αντιμετώπιση αυτών των σχέσεων, με βάση την εποχή μας, τις παλιές και σύγχρονες εμπειρίες, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών (π.χ. Λατ. Αμερική).

32. Ταυτόχρονα, μέσα και μαζί με την όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, οξύνεται ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών αντιθέσεων, όπως η αντίθεση καπιταλισμού – φύσης, πόλης – υπαίθρου, έμφυλες αντιθέσεις και πατριαρχία, εθνοτικές αντιθέσεις και ρατσισμός, πολιτισμικές – θρησκευτικές αντιθέσεις κ.λπ. Η ανάπτυξη μαζικών κινημάτων για την καταπολέμηση των αντιδραστικών τάσεων σε κάθε πεδίο είναι αναγκαία, ταυτόχρονα με μία προσπάθεια σύνδεσής τους με το ευρύτερο κίνημα και ρεύμα για την απελευθέρωση των εργαζομένων και του λαού. Η σύνδεση αυτή απαιτεί σύγχρονες ειδικές θεωρήσεις και πρακτικές ανά πεδίο όσο και μία συνολική ταξική – κοινωνική οπτική σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό και με σοσιαλιστική – κομμουνιστική κατεύθυνση εντός των κινημάτων αυτών. Για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού, συχνά μέσω μεταμοντέρνων ιδεολογικών ρευμάτων, για τον κατακερματισμό, την απομόνωση και τελικά την ενσωμάτωση αυτών των κινημάτων σε μια κοσμοπολίτικη και φιλελεύθερη ατζέντα.

Στο μαζικό κίνημα

33. Τόσο οι κομμουνιστικές δυνάμεις, όσο και το μέτωπο, δοκιμάζονται, κρίνονται και υπηρετούν το μαζικό κίνημα.

Από αυτή τη σκοπιά, για να αναπτυχθούν μαζικοί, νικηφόροι εργατικοί αγώνες, είναι αναγκαίο να εξοπλιστεί το ταξικό συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα διεκδικήσεων για το μισθό, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας κ.α. Χρειάζεται μετωπική συσπείρωση των αγωνιζόμενων, ταξικών δυνάμεων  για μια μαζική, ενωτική και ανεξάρτητη εργατική ταξική κίνηση που θα συμβάλει σε πλατιά αγωνιστικά σχήματα στους κλάδους και τις επιχειρήσεις. Θα συμβάλει στην ενότητα των διάσπαρτων δυνάμεων σε ένα αγωνιστικό ταξικό δίκτυο ανυπότακτων συνδικάτων, το οποίο θα υπερβαίνει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα αντιπαλεύει το ρεφορμισμό, χωρίς αποχωρήσεις και περιχαρακώσεις από την πλατιά βάση του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος.

34. Απέναντι στην ανάπτυξη των πολεμικών κινδύνων και του εθνικισμού χρειάζεται η ενωτική πάλη ενάντια στην σύγχρονη αμερικανοκρατία, τον ευρωατλαντικό άξονα και την κυβερνητική πολιτική, χωρίς υποκλίσεις σε άλλους ιμπεριαλισμούς. Η πάλη αυτή θα είναι αποτελεσματική εάν εμπνέεται από τον ευρύτερο αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με σαφή αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, για λαϊκή κυριαρχία με εργατική ηγεμονία και για ισότιμη διεθνιστική συνεργασία των λαών. Σε αυτή την πάλη, οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον πατριωτισμό με τον ταξικό διεθνισμό και αντίστροφα, ενάντια και στον αστικό κοσμοπολιτισμό και στον αστικό εθνικισμό.

Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται η κοινή δράση όλων των αντιπολεμικών συλλογικοτήτων και η δημιουργία ενός ενωτικού μαζικού κινήματος για την προάσπιση της ειρήνης.

35. Απαιτείται η μετωπική προάσπιση και ανάπτυξη των δημοκρατικών, συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, από την ακροδεξιά επιθετικότητα και τη φασιστική απειλή, από τη μόνιμη αντιδημοκρατική «εκτροπή» με κοινοβουλευτικό μανδύα. Για αυτό χρειάζεται η κοινή μετωπική δράση όλων των αντίστοιχων δημοκρατικών και αντιφασιστικών συλλογικοτήτων, η αποφασιστική απομόνωση του νεοφασισμού από το μαζικό κίνημα και η δημιουργία μιας πλατιάς δημοκρατικής αντιφασιστικής κίνησης μετωπικού χαρακτήρα.

36. Από τις βασικές προτεραιότητες είναι η συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος της νεολαίας, η οποία δέχεται μεγάλες επιθέσεις στην εργασία αλλά και στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στο στρατό και στον πολιτισμό. Είναι εμφανής η ανάγκη για μία μετωπική κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία νεολαίας που να επιχειρεί να αναμετρηθεί με το σύνολο των πεδίων του νεολαιίστικου κινήματος.

37. Σημαντική πλευρά της δράσης μας είναι και η συμβολή στην ανάπτυξη τοπικών κινημάτων και κινημάτων πόλης ενάντια στις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο χώρο, την υποβάθμιση και ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Για αυτό είναι αναγκαία η δράση μέσα στις αντίστοιχες λαϊκές κινηματικές μορφές (επιτροπές κατοίκων, σύλλογοι κλπ.) όσο και ο συντονισμός των κινηματικών αντιδράσεων όταν αναπτύσσονται. Ταυτόχρονα, επιδιώκουμε το συντονισμό των αριστερών ριζοσπαστικών αυτοδιοικητικών σχημάτων πόλης ώστε να υπάρχει ανταλλαγή εμπειρίας, αλλά και ως συμβολή στην ευρύτερη ανάπτυξη της λογικής της κοινής δράσης και της μετωπικής συμπόρευσης δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η μετωπική πολιτική πρόταση στο σήμερα

38. Η κατεύθυνση για ένα μαζικό εργατικό και λαϊκό μέτωπο διεκδίκησης κατακτήσεων που θα προωθεί τη ρήξη και την ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού είναι ένα έργο μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, που προϋποθέτει την κατάκτηση ή τη δυνατότητα κατάκτησης της δημοκρατικής ηγεμονίας ενός κομμουνιστικού προγράμματος και μιας αντίστοιχης μετωπικής αντίληψης. Αυτό το κοινωνικό μέτωπο χρειάζεται την πολιτική πλευρά του, μια αριστερή συμμαχία ανατροπής. Γνωρίζουμε ότι ενώ είναι αναγκαίο, ένα τέτοιο μέτωπο και συμμαχία δεν είναι ακόμη ώριμο να πραγματοποιηθούν.

Σε αυτή την κατεύθυνση, εκτιμούμε ότι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στο επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος στη φάση της ανάταξης είναι μια πολιτική συνεργασία διαλόγου και κοινής δράσης με πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις, μεταξύ αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων και αγωνιστών/τριών. Η μορφή αυτή μπορεί και πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και «πειραματική» επειδή, στο φως της εμπειρίας έως τώρα, χρειάζονται και σοβαρές τομές στο επίπεδο του πολιτικού προγράμματος,  της δομής, της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας ενός νέου, σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστικού μετωπικού εγχειρήματος.

Προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μια στοιχειώδη κεντρική πολιτική συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα και δεσμεύσεις σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, στην κοινή δράση και την παρέμβαση στα επιμέρους κοινωνικά κινήματα, που θα επιδιώξουμε προοπτικά να επεκταθεί γεωγραφικά, με τις ανάλογες μορφές παρέμβασης.

Αυτή η διεργασία αφορά ένα εύρος δυναμικού που κινείται ενωτικά – μετωπικά και ριζοσπαστικά, είτε οργανωμένο ακόμα σε υπαρκτά πολιτικά σχήματα, είτε ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό. Η σκέψη, οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες μας για το προχώρημα αυτής της διαδικασίας θα υπηρετούν αυτό το κριτήριο, καλώντας ανοιχτά όλο αυτό το δυναμικό και έχοντας συναίσθηση του αναγκαίου χρόνου για την ευόδωση μιας τέτοιας διεργασίας ώστε να οδηγήσει στη σύγκλιση και συνεύρεση αυτών των δυνάμεων.

Παρά τις δυσκολίες τα τελευταία χρόνια και τη σύγχυση στη σημερινή εποχή, σε δυνάμεις του κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται ορισμένες πολιτικές διεργασίες και αναζητήσεις, στην κατεύθυνση για μετωπική λογική και αντίληψη ουσιαστικής κοινής δράσης, αντίληψη προγράμματος για μαζική αντίσταση, για θετικές διεκδικήσεις και αναμετρήσεις, για γόνιμη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής, λογική γραμμής μαζών στην παρέμβαση, αυτοτέλειας του μαζικού κινήματος και όχι ελέγχους «κομματικών κορυφών», για ειλικρινή αναστοχαστική και ανασυνθετική διάθεση. Όλα αυτά διαμορφώνουν ορισμένες δυνατότητες για συγκλίσεις. Μια τέτοια διεργασία μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, αλλά με ό,τι είναι ώριμο να γίνει. Με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους, όπου αυτό είναι εφικτό.

Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε όλη τη ριζοσπαστική Αριστερά και θα συγκροτηθεί από εκείνες τις δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές/τριες που προσεγγίζουν έμπρακτα τις παραπάνω αντιλήψεις και λογικές.

39. Το περιεχόμενο αυτής της πρότασης είναι η συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις για τις οποίες θα αγωνιστούμε από κοινού στην πολιτική και στο μαζικό κίνημα αντιστρέφοντας την υποχώρηση, βοηθώντας στην ανάπτυξη των αγώνων που θα επιχειρούν να σπάνε την επίθεση της κυβέρνησης και να βελτιώνουν άμεσα τη θέση των εργαζομένων και το συσχετισμό δύναμης.

Αυτή η πολιτική συμφωνία κοινής δράσης και διαλόγου μπορεί να αρχίσει τη δράση της πάνω στους εξής άξονες: α) επιβολή στην πράξη συλλογικών συμβάσεων για αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις, σταθερή εργασία και μείωση του χρόνου εργασίας, β) αναχαίτιση και ματαίωση ιδιωτικοποιήσεων και ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, κρατικοποιήσεις – εθνικοποιήσεις με ευρύτερο κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο γ) διεκδίκηση δημόσιων επενδύσεων με σεβασμό στο περιβάλλον, φιλολαϊκά έργα υποδομής και ίδρυση δημόσιων επιχειρήσεων, με κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο, δ) δημοκρατική προάσπιση των συνδικάτων, των μαζικών φορέων, των λαϊκών αγωνιστών/τριών, των προσφύγων – μεταναστών, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, με διεκδικήσεις για μείωση του αστυνομικού κράτους, των μέσων καταστολής και του ρόλου των αστικών μέσων ενημέρωσης, για κατάργηση των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» μεταναστών/τριών κ.λπ., ε) πάλη για την ειρήνη με ανεξάρτητη, πολυδιάστατη αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική, με διεθνιστική στήριξη των λαών, στ)  προάσπιση του περιβάλλοντος από τη ληστρική καπιταλιστική εκμετάλλευσή του.

Για μια συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας

40. Όλα τα παραπάνω καθήκοντα, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, σε συνδυασμό με την αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, δείχνουν ότι απαιτείται  η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία μιας μαζικής συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.

Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.

Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.

Μία συσπείρωση δυνάμεων με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

41. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων προτείνει αυτόν τον δρόμο. Θα συμβάλει αποφασιστικά, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση.

Καλεί τους αγωνιστές και αγωνίστριες που συμφωνούν, να συμβάλουν στη δημιουργία μιας συσπείρωσης πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών που αγωνίζονται για το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας.

Το Τείχος του Βερολίνου, 30 χρόνια μετά

Οι μέρες μνήμης είναι τέλειες για τους δημοσιογράφους, ειδικά όταν η Google κάνει τόσο εύκολη την έρευνα. Και τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης αγαπούν αυτές τις μέρες! Οι αγαπημένες τους ημερομηνίες αφορούν τέσσερα γεγονότα: 17 Ιουνίου 1953, η «εξέγερση» (ή όπως αλλιώς αποκαλείται) των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας στην περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου στις 13 Αυγούστου 1961, το γκρέμισμά του στις 9 Νοεμβρίου 1989 και η «ενοποίηση της Γερμανίας» στις 3 Οκτωβρίου 1990. Τα τελικά ψηφία των ετών αυτών είναι 3, 1, 9 και 0. Μέσα σε μια δεκαετία έχουμε τέσσερις επετείους να γιορτάσουμε! Προσθέστε και τα πενταετή τελικά ψηφία – διότι γιορτάζουμε και τα 25 ή 35 χρόνια επετείου – και παίρνουμε 8, 6, 4 και 5. Τελικά μέσα σε μια δεκαετία τα 8 από τα 10 συνολικά χρόνια, προσφέρουν ωραίες ευκαιρίες για δημοσιογράφους, ρήτορες και πολιτικούς να μας υπενθυμίζουν επί ημέρες, εβδομάδες ή και μήνες νωρίτερα, πόσο απαίσια ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, πόσο καταδικασμένη ήταν να αποτύχει, και πόσο τυχερούς μας έκανε η κατάρρευσή της. Ειδικά εμάς, τους φτωχούς “Ossies” (Ανατολικογερμανούς).

Είναι πράγματι ευλογία ότι διανύουμε ένα τέτοιο έτος. Όχι, δεν γιορτάζουμε φέτος τη γερμανική ενοποίηση, ένα 29ο έτος δεν είναι στρογγυλό. Αλλά η 9η Νοεμβρίου μας κάνει μια χαρά. Είναι τα 30 χρόνια από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, οπότε πρέπει να προετοιμάσουμε τα νεύρα μας για εβδομάδες ομιλιών και άρθρων, για βουτιές στο παρελθόν και δημοσιοσχετίστικους ακροβατισμούς. Τέτοιες εορταστικές εκδηλώσεις καταλήγουν συνήθως στην Πύλη του Βρανδεμβούργου όπου ανάβουν εντυπωσιακά πυροτεχνήματα και συνοδεύονται από φωνές που με ενθουσιασμό τραγουδούν το “Deutschland über alles”.

Διάφοροι βέβαια, με σαρκασμό μπορούν να σημειώσουν ότι ο βασικός στόχος των «επετείων» διαμορφώθηκε το 1991 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Κλάους Κίνκελ: «Πρέπει να υπάρξει απονομιμοποίηση του συστήματος της ΛΔΓ, το οποίο δικαιολογούσε μέχρι το πικρό τέλος τον εαυτό του με τα αντιφασιστικά του πιστεύω, τις δήθεν υψηλότερες αξίες και την προσήλωση σε έναν ακέραιο ανθρωπισμό. Ενώ στην πραγματικότητα, υπό την κάλυψη του μαρξισμού-λενινισμού, δημιούργησε ένα κράτος που από πολλές απόψεις ήταν εξίσου απάνθρωπο και φοβερό με τη φασιστική Γερμανία». Αυτά λέγονταν από έναν άνθρωπο του οποίου ο επόμενος στόχος για τη Γερμανία περιείχε κάτι το περίεργο και το ανησυχητικό: «…να ολοκληρώσουμε κάτι στο οποίο έχουμε δυο φορές νωρίτερα αποτύχει: να βρούμε έναν ρόλο, σε συμφωνία με τους γείτονές μας, ο οποίος να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας και στις δυνατότητές μας».

Η εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό, υιοθετήθηκε πρόσφατα ως επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατηγορώντας και τους δύο εξίσου για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφεύγοντας μάλιστα την παραμικρή αναφορά ότι το Άουσβιτς, η Τρεμπλίνκα και το Ζάξενχαουζεν απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό και ότι η Ναζιστική Γερμανία ηττήθηκε πολύ περισσότερο χάρη στην ΕΣΣΔ συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ακόμα και ότι 27 εκατομμύρια από το λαό της χάθηκαν, ως αποτέλεσμα της επίθεσης των Ναζί.

Γιατί διαστρεβλώνεται τόσο πολύ η τραγική ιστορία του 20ού αιώνα; Και γιατί, στη Γερμανία, με αδυσώπητο μίσος πετροβολούν ακόμα ένα βυθισμένο καράβι, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, στοχεύοντας σε ό,τι τυχόν προεξέχει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας; Γιατί, μετά από τριάντα χρόνια, εξακολουθούν να κλωτσάνε τη ΛΔΓ, όπως το πτώμα ενός πεθαμένου από εξάντληση αλόγου εργασίας; Μήπως κάποιοι εξακολουθούν να φοβούνται ότι αυτό το ψόφιο άλογο θα μπορούσε ακόμα να κλωτσήσει ή να δαγκώσει;

Το να σαρκάζουμε όμως δεν είναι πρέπον, όταν θυμόμαστε, πώς, χιλιάδες άνθρωποι, σε κατάσταση ευφορίας, ξεχύνονταν μέσα από τα ανοικτά σημεία ελέγχου του Τείχους του Βερολίνου. Επιτέλους μπορούσαν να επισκεφθούν ελεύθερα φίλους και συγγενείς – χωρίς περιορισμούς ή απαγορεύσεις. Θα μπορούσαν σύντομα να στηθούν σε ουρές ανυπόμονων επισκεπτών για να θαυμάσουν τη Μόνα Λίζα,  να ανέβουν στον Πύργο της Πίζας, να κάνουν βόλτες με τα τελεφερίκ του Σαν Φρανσίσκο, να ανέβουν στις καμήλες και να δουν τις πυραμίδες της Γκίζας, να δοκιμάσουν την τύχη τους στα καζίνο του Μονακό ή του Βέγκας. Μετά από 28 χρόνια που ένιωθαν να ζουν εντός περίκλειστων τειχών, μπορούσαν πλέον να αναπνέουν χαρούμενα τον καθαρό αέρα του ελεύθερου κόσμου. Τα δάκρυα της χαράς ήταν γνήσια.

Πιο άμεσα όμως, βρήκαν κάτι πολύ πιο απτό να τους περιμένει αυτές τις πρώτες δύσκολες μέρες. Κάθε τράπεζα του Δυτικού Βερολίνου τους απένειμε «μπόνους καλωσορίσματος» – 100 μάρκα, τα δυτικά μάρκα επιτέλους, όχι τα περιφρονημένα ανατολικά μάρκα! Θα μπορούσαν να τα ξοδέψουν ελεύθερα σε μπανάνες που τους είχαν λείψει, όπως άλλωστε και σε παπάγιες αλλά και σε άλλα φρούτα σπάνια ή άγνωστα στην Ανατολή. Υπήρχαν πλέον μπάρες σοκολάτας Mars, μπάρες δημητριακών Hershey (ακόμα και μπαρ για ποτό ανοικτά όλο το βράδυ), μπέργκερ Big Whoppers. Υπήρχαν τα πιο μοντέρνα παπούτσια, ωραίες μπλούζες, αποκαλυπτικά εσώρουχα, ακόμα και δονητές. Θα μπορούσαν να θαυμάσουν τη γεμάτη κόσμο Κούνταμν, την «πέμπτη λεωφόρο» του Δυτικού Βερολίνου ή το μοναχικό πάντα του ζωολογικού κήπου του Δυτικού Βερολίνου. Ή να δουν την τελευταία ταινία του Χόλιγουντ και να αγοράσουν βιβλία του Τομ Κλάνσι (ή του Κέστλερ), που ακόμα δεν κυκλοφορούσαν στην Ανατολή. Στην οποία Ανατολή, μέσα σε λίγους μήνες θα εξαφανιστούν τα τελευταία συνθήματα που είχαν απομείνει για την ειρήνη, για την παραγωγή, για τον σοσιαλισμό – και για τους σοφούς ηγέτες μας. Θα αντικατασταθούν από λαμπερές εικόνες καουμπόηδων Marlboro, χρυσά σήματα McDonald, κομψές γυναίκες σε κομψά VW ή BMW. Πάνω απ ‘όλα, υπήρχαν αυτές οι δυνατές μάρκες, σεβαστές και αναγνωρίσιμες σε όλο τον κόσμο.

Αλίμονο όμως, πριν περάσει πολύς καιρός, άρχισαν να εμφανίζονται αγκάθια απροσδόκητα: η ενοποίηση έφερε ταχεία ιδιωτικοποίηση, διακοπή και εγκατάλειψη σχεδόν όλων των ανατολικογερμανικών βιομηχανιών, μερικές από αυτές ήταν παρωχημένες, μερικές όμως ήταν στην αιχμή της τεχνολογίας. Έφερε επίσης απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων, σε κάθε μορφή διοίκησης, από τη διαχείριση των απορριμμάτων την κυκλοφορία και τη μετακίνηση, μέχρι την απόλυση καθηγητών, δασκάλων, δημοσιογράφων, επιστημόνων, ηθοποιών και μουσικών κατά χιλιάδες.

Όμως, ενώ οι περισσότεροι από τους απολυθέντες κυνηγούσαν θλιμμένοι οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, όσο πενιχρές αποδοχές κι αν είχε, και άλλοι απλώς εγκατέλειψαν, οι νεότερες γενιές αναζητούσαν νέες θέσεις στο νέο – παλιό σύστημα, χαρούμενοι για την ευρεία γκάμα αυτοκινήτων, βιβλίων ή τουριστικών προορισμών. Απολάμβαναν τα πυροτεχνήματα, ίσως ακόμη τραγουδούσαν και τον εθνικό ύμνο (“Deutschland über alles”), χωρίς να μετανιώνουν για την απώλεια ενός ξεθωριασμένου παρελθόντος με όλες τις ελλείψεις και τις αδικίες του. Άλλωστε τώρα, μετά από όλα αυτά, οι τρεις δεκαετίες βοηθούν το παρελθόν να ξεθωριάσει!

Και όμως η σημερινή ατμόσφαιρα, ειδικά στα πέντε κρατίδια της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μοιάζει να μην έχει το πνεύμα των λαμπρών ημερών που ενθυμούμαστε και τιμούμε. Οι λόγοι; Οι μισθοί εξακολουθούν να μην προσεγγίζουν αυτούς της Δυτικής Γερμανίας, οι ώρες εργασίας είναι περισσότερες, οι άνεργοι είναι περισσότεροι από τη Δύση. Και στην Ανατολή, και στη Δύση, οι θέσεις εργασίας είναι όλο και συχνότερα ανασφαλείς, προσωρινές, μερικής απασχόλησης, χαμηλότερης αμοιβής. Η ισχυρή οικονομία της Γερμανίας, που βασίζεται σε εξαγωγές αυτοκινήτων, μηχανημάτων, χημικών, αποδυναμώνεται. Το σκάνδαλο στη Volkswagen και στη συνέχεια των περισσότερων άλλων αυτοκινητοβιομηχανιών, με τους απατεώνες επικεφαλής να δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα με τις εκπομπές αερίων τους, ενώ κερδίζουν εκατομμύρια, μειώνουν τα νούμερα των εξαγωγών. Μια πιθανή έξοδος της Βρετανίας με το Brexit μπορεί να πλήξει σημαντικά το εξαγωγικό εμπόριο και να αποδυναμώσει ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Γερμανία κυριαρχεί όλο και περισσότερο. Επίσης, αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση διαρρηγνύεται από τις διαφωνίες και τις αυξανόμενες πεισματάρικες ενστάσεις των ανατολικών χωρών της. Οι οποίες διασώθηκαν πριν από τριάντα χρόνια από τον διαβολικό ολοκληρωτισμό, αλλά τώρα στρέφονται όλο και πιο ακραία προς τα δεξιά, από τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη ως τη Σόφια και το Κίεβο.

Ακόμα και αυτά τα τριάντα χρόνια δεν έχουν εξοικειώσει τους πρώην πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας με το να βλέπουν νεαρούς στους δρόμους με συνοδεία κουρελιασμένων σκυλιών να ζητούν ελεημοσύνη στα χάρτινα κύπελλά τους. Ή βιολονίστες συναυλιών που ικετεύουν για χρήματα παίζοντας Μότσαρτ στους κρύους σταθμούς του μετρό. Ή αστέγους που τις παγωμένες βραδιές κοιμούνται στα τσιμεντένια πεζοδρόμια. Αν και μερικοί, «δεν είναι καν Γερμανοί», είναι απλά μετανάστες από άλλες «απελευθερωμένες» περιοχές, όπως η Πολωνία ή η Βουλγαρία.

Δεν καταλήγουν όμως όλα αυτά σε συμπάθεια ή σε φιλανθρωπικές πράξεις. Πολλοί στην πρώην Ανατολική Γερμανία εξακολουθούν να περιμένουν την υποσχεθείσα «Γη της Επαγγελίας» και τα θαυματουργά δάνεια σε δυτικό μάρκο. Η ανασφάλεια και τα αισθήματα δυσαρέσκειας σε πολίτες που νιώθουν «υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας» οδηγούν πολλούς να απορρίπτουν τα «κατεστημένα κόμματα», και, χάρη στην ρατσιστική προπαγάνδα, που συχνά υποβοηθείται από τα μέσα ενημέρωσης, πιστεύουν ότι η βοήθεια και η στήριξη που στερούνται, σπαταλιέται στους «πρόσφυγες και στους μετανάστες», ιδίως τους μουσουλμάνους – με άλλα λόγια τους φτωχότερους.

Πολλοί στη Γερμανία παρακολουθούσαν με ανησυχία το γεγονός ότι το Γκέρλιτς, μία από τις ωραιότερες πόλεις, αφού έχασε σχεδόν όλη τη βιομηχανία του και είδε να φεύγουν πολλοί νέοι πολίτες του, έφτασε πολύ κοντά στο να εκλέξει έναν ακροδεξιό ξενοφοβικό δήμαρχο από την «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Την 1η Σεπτεμβρίου το κόμμα αυτό κέρδισε μια σημαντική δεύτερη θέση σε δύο από τα πέντε κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, τη Σαξονία και το Βραδεμβούργο. Σε δύο εβδομάδες θα προσπαθήσει να επιτύχει τον ίδιο στόχο στη Θουριγγία, εκεί όπου ο τοπικός ηγέτης του συγκεκριμένου κόμματος εκστομίζει, σχεδόν κατά λέξη, τις προτροπές των φανατικών Ναζί ηγετών της δεκαετίας του 1930.

Ο θυμός αυτός δεν εκφράζεται μόνο στα εκλογικά αποτελέσματα. Εκφράζεται και με τη βία, από φανατικούς μοναχικούς ή ολόκληρα δίκτυα νεοναζιστών, που βρίσκουν ανοχή ή ακόμη και υποστήριξη από φοβισμένους δημάρχους μικρών πόλεων, από συμπαθούντες που φορούν αστυνομικές στολές, ή τηβένους δικαστών ή κοινοβουλευτικές γραβάτες και κοστούμια. Οι περισσότερες επιθέσεις είναι ενάντια στους «άλλους». Στους μουσουλμάνους καταρχήν, αλλά ο αντισημιτισμός μπορεί να εμφανιστεί και πάλι στους δρόμους της Γερμανίας. Στο Χάλε, στο ανατολικό γερμανικό κρατίδιο της Σαξονία-Άνχαλτ, έγινε επίθεση σε μια συναγωγή κατά τη λειτουργία του Γιομ Κιπούρ και ένας άνθρωπος σε ένα τουρκικό κατάστημα εκεί κοντά δολοφονήθηκε. Και το μίσος έχει τώρα μια πολιτική βάση σε κάθε γερμανικό κρατικό νομοθετικό όργανο, είτε ανατολικό, είτε δυτικό.

Η πτώση του τείχους και η κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ακολούθησε, είχε και άλλες συνέπειες. Για πρώτη φορά από το 1945, ένστολοι Γερμανοί ενεπλάκησαν σε μάχη όταν, σε αντίθεση με τον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, οι χειριστές των Tornado εκτόξευσαν πυραύλους του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας. Μια χώρα στην οποία η Γερμανία είχε επιτεθεί βίαια κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Μετά από αυτή την ιστορική εξέλιξη, ακολούθησε η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και το Μάλι και ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο.

Τουλάχιστον το ίδιο ανησυχητικοί είναι οι ελιγμοί γύρω από τη βόρεια Ρωσία. Πέρυσι ήταν η άσκηση «Trident Junction 2018» με 50.000 στρατιώτες από 29 χώρες, 150 αεροσκάφη και 60 πλοία στη Νορβηγία και στα ύδατα της Αρκτικής. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση του ΝΑΤΟ από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Την επόμενη άνοιξη θα είναι η άσκηση «Defender 2020» με 37.000 αμερικανούς στρατιώτες, 20.000 από τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα συναντήσουν άλλους 17.000 που έχουν ήδη σταθμεύσει στην Ευρώπη. Με τη Γερμανία να χρησιμεύει ως ενδιάμεσος σταθμός με «κέντρα υποστήριξης» για να μεταφερθούν όλες αυτές οι δυνάμεις ανατολικά. Εκτός από την αποστολή δικών της στρατευμάτων, ανώτερων αξιωματικών και οπλικών συστημάτων, η Γερμανία θα ξοδέψει δισεκατομμύρια για να εγγυηθεί ότι οι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι γέφυρές της μπορούν να αντέξουν την ταχεία μεταφορά τανκς 130 τόνων, πυροβολικού και άλλων σύγχρονων όπλων, ανατολικά, προς Εσθονία, Λετονία, Πολωνία – επικίνδυνα κοντά στη δεύτερη μητρόπολη της Ρωσίας, Αγία Πετρούπολη.

Κατά ένα περίεργο τρόπο όλη αυτή η δημοσιογραφική μνήμη που ρέπει σε «επετειακές στιγμές» σπάνια επεκτείνεται στην προ 85 ετών περίοδο, όταν το τότε σύγχρονο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων του Χίτλερ εξυπηρετούσε έναν παρόμοιο σκοπό. Ή πέντε χρόνια αργότερα, όταν τα γερμανικά στρατεύματα έκλειναν σαν δαγκάνα γύρω από το Λένινγκραντ, την Αγία Πετρούπολη, σε μια παγωμένη πολιορκία, οδηγώντας σε θάνατο από λιμό και κρύο πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες. Ωστόσο, οι σημερινοί ελιγμοί, όπως άλλωστε ο υποστράτηγος Christopher G. Cavoli διαβεβαιώνει τον Τύπο, είναι αθώοι, χρησιμεύουν μόνο «για να τρομάξουν τους πιθανούς εχθρούς».

Μεταξύ εκείνων που γιορτάζουν την κατάρρευση του τείχους το 1989, αν και δεν εκφράζονται πολύ δημόσια, ήταν γίγαντες όπως η Bayer, η BASF, η Siemens και οικονομικά μεγαθήρια όπως η Deutsche Bank. Όλοι οι παραπάνω είχαν εκδιωχθεί από την Ανατολική Γερμανία. Επιτέλους, θα μπορούσαν να επιστρέψουν – ανακτώντας παλαιά περιουσιακά στοιχεία, αποκτώντας νέες πηγές άφθονων κερδών. Για σαράντα χρόνια η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως και οι ανατολικές αδελφές χώρες, μεγάλες και μικρές, χρησίμευαν εν μέρει ως εμπόδιο στην περαιτέρω επέκταση αυτών των γιγάντων. Επέκταση που ήταν άλλωστε το βασικό κίνητρο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, μετά τη ναζιστική κυριαρχία, και για τον ίδιο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κέρδισαν δισεκατομμύρια με το δολοφονικό δουλεμπόριο εργασίας στο οποίο επιδόθηκαν. Μετά το 1990, ο δρόμος προς τα ανατολικά θα μπορούσε να διευρυνθεί ξανά, να εξομαλυνθεί και να απελευθερωθεί από τυχόν εμπόδια.

Αυτή τη φορά, βέβαια, οι γερμανικοί οικονομικοί γίγαντες έπρεπε να αποδεχθούν ότι είναι οι μικροί συνεργάτες των υπερατλαντικών σωτήρων και εταίρων τους, και κάποιων πρώην αντιπάλων τους. Αλλά οι στόχοι τους πλέον δεν ήταν διαφορετικοί, έδωσαν τα χέρια όταν το συμφέρον το καλούσε. Μια τέτοια συμβολική κίνηση ήταν η συγχώνευση της Monsanto και της Bayer, δύο εταιρείες που συμμετείχαν σε εγκλήματα πολέμου. Ενώθηκαν για να εξαναγκάσουν τους αγρότες όλου του κόσμου να αγοράσουν τους γενετικά τροποποιημένους σπόρους τους, που οδηγούν στον στραγγαλισμό της παραγωγής τους. Ένωσαν όμως και τα θανατηφόρα τους δηλητήρια ενάντια στην πεταλούδα Μονάρχης ή και στον ίδιο τον άνθρωπο.

Οι πόρτες θα ανοίξουν ευρύτερα στις αδελφές μονοπωλιακές εταιρείες, που γίνονται όλο και λιγότερες, αλλά και ταυτόχρονα πλουσιότερες κατά δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, χωρίς σχεδόν κανένα εμπόδιο στις κερδοσκοπικές προσπάθειές τους να καταπνίξουν και να δηλητηριάσουν τον κόσμο. Από την οικογένεια των Sacklers με τα οπιοειδή τους, τα αναψυκτικά της παχυσαρκίας μέχρι και το ηλεκτρονικό εμπόριο με πλύση εγκεφάλου, κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στις καθημερινές μας ανάγκες και στις προσωπικές μας σκέψεις. Άλλοι επιδίδονται σε καταστροφές εδαφών ή ωκεανών, χαλώντας όλη την ομορφιά που μας έχει δώσει η Φύση.

Μακράν πιο επικίνδυνες ήταν επιχειρήσεις όπως η Krupp με τα υποβρύχιά της, η Rheinmetall με τα τανκς, η BAE με τα αεροπλάνα και η Heckler-Koch με τα επιθετικά τουφέκια, όλες με αιματηρή εμπειρία άνω του ενός αιώνα, οι οποίες ενώθηκαν με τις  Lockheed Martin, Northrup Grumman και Boeing και ευχαριστήθηκαν τα δισεκατομμύρια που κέρδισαν μετά την πτώση του τείχους. Και φυσικά κάθε προϊόν που κατασκευάζεται, πρέπει και να χρησιμοποιείται και να αντικαθίσταται, είτε πρόκειται για σύριγγες ινσουλίνης είτε πρόκειται για κατευθυνόμενα βλήματα.

Ναι, οι σκέψεις για αυτή την ερχόμενη Ημέρα Μνήμης είναι μια ανάμεικτη συλλογή συναισθημάτων. Κάποια πράγματα κερδήθηκαν, άλλα χάθηκαν σε αυτή την αξιοσημείωτη περίσταση πριν από τριάντα χρόνια. Τι γίνεται όμως με το μέλλον;

Το μεγαλύτερο γερμανικό κόμμα, η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (με το βαυαρικό αδελφό κόμμα), αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό, χάνοντας δημοτικότητα, καθώς είναι απασχολημένο να βρει τον διάδοχο της μακρόχρονης ηγέτιδάς του, της Άνγκελα Μέρκελ. Κάποιες δυνάμεις στο κόμμα θέλουν στενότερους δεσμούς με την AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Ο εταίρος του συνασπισμού, οι Σοσιαλδημοκράτες, αποδεκατισμένοι και σε ψηφοφόρους και σε μέλη, ασχολούνται αποκλειστικά με την επιλογή δύο νέων ηγετών, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, οι οποίοι ίσως να μπορούν να τους σώσουν από την κατάρρευση. Επτά δίδυμα ανταγωνίζονται για την συνεδριακή εκλογή του Δεκεμβρίου. Ορισμένοι υποψήφιοι θεωρούνται ότι κλίνουν προς τα αριστερά – είτε για λόγους αρχής, είτε για εντελώς πραγματιστικούς λόγους.

Οι Πράσινοι, με επιτυχία στις εκλογές, αλλά ταλαντευόμενοι διαρκώς στο εσωτερικό τους, κινούνται όπως πάντα ανάμεσα σε αριστερές θέσεις για την σωτηρία του περιβάλλοντος, αλλά δείχνουν πολύ μικρότερο ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους ή για την προώθηση της διεθνούς ύφεσης και ειρήνης αντί της μετωπικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Και αυτοί πρέπει σύντομα να επιλέξουν ηγέτες. Μια αποφασιστική δεξιά πτέρυγα του κόμματος ελπίζει να επανέλθει.

Η Αριστερά του DIE LINKE, μόνη, συνεπής, αντιτιθέμενη σε κάθε ξένη ανάμειξη και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, υπέστη μεγάλες ήττες και έχασε τη λαϊκή εμπιστοσύνη στα προπύργιά του, στην ανατολική Γερμανία, όπου πολύ συχνά θεωρείται «μέρος του κατεστημένου». Σε φαινομενική αντίφαση, ελπίζει στις 26 Οκτωβρίου για θετική ψήφο, και ίσως και νίκη στη Θουριγγία, όπου δημοσκοπικά προηγείται με σχεδόν 30% και φαίνεται να αναδεικνύεται επικεφαλής της κυβέρνησης.

Το LINKE σχεδιάζει σήμερα ένα πανεθνικό συνέδριο για τη στρατηγική του στο Κασέλ, στις 29 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου. Έχει καλέσει όλα τα μέλη να υποβάλουν ιδέες και προτάσεις για το πώς να ξεπεράσουν το σημερινό χαμηλό επίπεδο του 8% στις εθνικές δημοσκοπήσεις, πώς να συμμετάσχουν ή καθοδηγήσουν κινήματα ενάντια στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στα αυξανόμενα ενοίκια, ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις και στην περιβαλλοντική καταστροφή. Πώς να προσεγγίσουν πρώην υποστηρικτές και ένα πολύ ευρύτερο τμήμα του πληθυσμού, χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείψουν τον βασικό στόχο του κόμματος, που δεν είναι να «σώσει το σύστημα», αλλά να πετύχει τον σοσιαλισμό. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τα διδάγματα από το παρελθόν, και σίγουρα μάλιστα εκείνων από το δραματικό γεγονός της πτώσης του Βερολίνου πριν από τριάντα χρόνια.

Πηγή: Counter Punch

Μετάφραση: antapocrisis

Ο τελευταίος σταθμός της παλινόρθωσης: η περίοδος Γκορμπατσόφ

Ο τελευταίος σταθμός της παλινόρθωσης: η περίοδος Γκορμπατσόφ

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τμήμα του βιβλίου “Ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση, νέα τάξη πραγμάτων” που εκδόθηκε από την Α/συνεχεια το 1995, αποτελώντας καρπό συλλογικών συζητήσεων. Το antapocrisis αναδημοσιεύει το συγκεκριμένο απόσπασμα που αναφέρεται αναλυτικά στην περίοδο Γκορμπατσόφ και την περεστρόικα ως τελευταίου σταθμού της παλινόρθωσης. Τελευταίου αλλά όχι μοναδικού, καθώς, σε αντίθεση με την τρέχουσα “απολογητική” των δυνάμεων που υμνούσαν τότε την περεστρόικα και ανακάλυψαν μετά ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν “προδότης”, η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ είχε μια πορεία δεκαετιών.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι σημαντικό καθώς αποδεικνύει ότι η διαδικασία κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε βαθιές ρίζες στον ίδιο τον σοβιετικό μηχανισμό. Δείχνει επίσης πως πριν οι μάζες της Ανατολικής Ευρώπης ζητωκραυγάσουν για τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, είχε προηγηθεί μια έντονη κατεργασία τους. Τα υψηλά ιστάμενα στελέχη του κράτους και του κόμματος της ΕΣΣΔ προπαγάνδιζαν επί χρόνια την παλινόρθωση (στην αρχή καλυμμένα και στην πορεία πιο ανοικτά), κάνοντάς την να μοιάζει ώριμο φρούτο και να μη συναντήσει σοβαρή αντίσταση πέρα από μάχες οπισθοφυλακών αντιμαχόμενων μερίδων.
Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, έχει σημασία να μπει στην πρώτη γραμμή της συζήτησης για το παρελθόν όχι μόνο οι τραγικές διαψεύσεις του “μετακομμουνιστικού” κόσμου, αλλά και οι βαριές και απαράγραπτες ευθύνες όσων ανέμιζαν τη σημαία της επανάστασης, προωθώντας με όλους τους τρόπους την αντεπανάσταση.

Ο Μπρέζνιεφ πεθαίνει το 1982. Αναλαμβάνει γραμματέας του κόμματος ο Γιούρι Αντρόποφ. Άνθρωπος που έπαιξε σημαντικό ρόλο μαζί με τον Αλεξέι Γκρομίκο σε όλη την υπόλοιπη πορεία. Παρόλο που δεν πρόλαβε να κάνει πολλά αφού σύντομα πεθαίνει, κατορθώνει να βάλει τις βάσεις σχηματισμού της ομάδας που θα διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στην επόμενη φάση. Ο Γκορμπατσόφ επί των ημερών του αναδεικνύεται σε στέλεχος πρώτης γραμμής. 0 Γιάκοβλεφ που είχε πέσει σε “δυσμένεια” το 1972 και είχε δουλέψει μια περίοδο στη σοβιετική πρεσβεία των ΗΠΑ και στον Καναδά, ανακαλείται και αναλαμβάνει διάφορες αρμοδιότητες.

Ο Λιγκατσόφ ανακαλείται από τη Σιβηρία και αναλαμβάνει υπεύθυνος για τα οργανωτικά του κόμματος. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα που δείχνουν ότι η ομάδα που πρωταγωνίστησε στην περεστρόικα συγκροτήθηκε από τον Αντρόποφ, τον άνθρωπο που ήταν επικεφαλής της Κα Γκε Μπε επί σειρά ετών και γνώριζε καλά πώς λειτουργεί το σύστημα.

Ο Τσερνιένκο που αναλαµβάνει γραµματέας μετά το θάνατο του Αντρόποφ δεν θα έχει περιθώρια να καθορίσει σχεδόν τίποτα. Ωριµάζουν οι όροι για να αναλάβει η οµάδα Γκορμπατσόφ, αφού και ο Τσερνιένκο είναι βαριά άρρωστος. Το βάρος στην εκλογή του Γκορμπατσόφ θα το αναλάβει ο Γκρομίκο.

Αναλαμβάνοντας ο Γκορµπατσόφ την ηγεσία του κόμματος, φροντίζει να επιταχύνει όλες τις εξελίξεις που έμοιαζαν να έχουν παγώσει.

Η περεστρόικα, η αναδόμηση, η ανασυγκρότηση παρουσιάζεται σαν µια ανανέωση του μαρξισμού και του σοσιαλισμού. Όποιος θέλει να πιστέψει σε κάτι, όποιος θέλει να παρηγορηθεί, όποιος δεν κατανοεί το βάθος της αναδιαρθρωτικής κίνησης και της εμπλοκής της ανατολικής πλευράς σ’ αυτήν, μπορεί να το κάνει. Μόνο ο Χαρίλαος δεν έχει δικαίωμα να παριστάνει την “παρθένο κορασίδα” που ξεγελάστηκε.

Ο Γκόρμπι όταν “τέλειωσε” το έργο του, έκανε μια χαριτωμένη δήλωση που τη μεταφέρουμε για να δείξουμε, όχι μόνο τη διπλότητα, αλλά τον τρόπο που σκέφτονταν πολλοί που ορκίζονταν στο όνομα του µαρξισμού-λενινισµου και για να δικαιωθούν πέρα για πέρα οι ισχυρισμοί που διατύπωναν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι στη Διακήρυξη που παραθέσαμε:

«Ό,τι κι αν συμβαίνει σήμερα (στην τότε Σοβιετική Ένωση), έχει σχέση µε ό,τι άρχισα εγώ το 1985. Η εποχή Γκορμπατσόφ δεν τέλειωσε ακόμα, μόλις τώρα αρχίζει στην πραγματικότητα.

Ερώτηση: Για τους µεν τα πράγματα πήγαιναν πολύ σιγά, για τους άλλους πολύ ριζοσπαστικά.

Γκορμπατσόφ: Κι ο Γκορμπατσόφ έπρεπε να οδηγήσει το πλοίο της περεστρόικα ανάμεσα σε υφάλους. Και εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να εξαγγείλεις πράγματα για τα οποία δεν ήταν ακόμα ώριμος ο λαός… Έπρεπε να κάνεις υπομονή, μέχρι να αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό η κομματική γραφειοκρατία, που να μην μπορεί πια να γυρίσει προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας.

Ερώτηση: Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, δεν είστε κομουνιστής;

Γκορμπατσόφ: Αν πάρετε τις δηλώσεις μου θα καταλάβετε ότι οι πολιτικές μου συμπάθειες ανήκουν στη σοσιαλδημοκρατία και στην ιδέα ενός κοινωνικού κράτους του είδους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

(Συνέντευξη στο περιοδικό Σπίγκελ, 18/1/93). Τα σχόλια θα μπορούσαν να είναι πολλά. Αλλά περιττεύουν συνάμα.

Το έργο της περεστρόικα, της γκλάσνοστ, της νέας σκέψης

1.

Απαγκίστρωσε την ΕΣΣΔ από όλες τις ζώνες αναμέτρησης όπου είχε βρεθεί μπλεγμένη από την περίοδο της μπρεζνιεφικής επέκτασης (Αφγανιστάν, Αφρική κλπ). Η τελευταία απαγκίστρωση, αυτή της Κούβας.

Ο Γκορμπατσόφ στα 1987, λίγο µετά το 27ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (το οποίο όχι τυχαία πραγματοποιήθηκε ακριβώς 30 χρόνια μετά το 20ο, 25 Φλεβάρη 1956 – 25 Φλεβάρη 1986, μια «σύμπτωση» εντελώς συμβολική σαν αυτή της επιλογής του Μάαστριχτ, που ήταν η πρώτη πόλη που δέχτηκε τη γερμανική επίθεση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ξεκίνησε η προέλαση προς την Ολλανδία) θα γράψει:

«Η νέα αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής διατυπώθηκε από το 27ο Συνέδριο. Την αφετηρία της, όπως είναι γνωστό, αποτελεί η ακόλουθη ιδέα: παρά τη βαθιά αντιφατικότητα του σύγχρονου κόσμου και τις ριζικές διαφορές των κρατών που τον συγκροτούν, ο κόσμος είναι αλληλένδετος, αλληλοεξαρτώμενος και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο». Είναι η εποχή της «αλληλεξάρτησης». Για να µην γίνεται καμιά παρεξήγηση, αυτός ο ενιαίος κόσμος βρίσκεται μπροστά στο εξής δίλημμα: «Είτε καταστροφή, είτε κοινή προσπάθεια για μια νέα οικονομική τάξη που θα παίρνει υπόψη τα συμφέροντα όλων, πάνω σε ισότιμη βάση. Ο δρόμος προς την εγκαθίδρυση μιας τέτοιας τάξης, όπως παρουσιάζεται σήμερα, είναι ευδιάκριτος» (1987).

Το 1988 στο βήμα του ΟΗΕ ο Γκορμπατσόφ θα διακηρύξει τα εξής:

«Η Παγκόσμια οικονομία θα γίνει ένας ενιαίος οργανισμός, και έξω απ’ αυτόν κανένα κράτος δεν μπορεί σήμερα να αναπτυχθεί κανονικά… Θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που βασανίζουν σήµερα την ανθρωπότητα μπορούν να λυθούν μέσα από μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα ή που θεωρούνταν κατάλληλες για κάτι τέτοιο…
Σήμερα, όμως, ορθώνεται μπροστά μας ένας άλλος κόσμος, για τον οποίο θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι δρόμοι στο μέλλον… Μπήκαμε σήμερα σε μια εποχή, όπου η πρόοδος θα θεμελιώνεται στα οικουμενικά συμφέροντα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή η γνώση απαιτεί να καθορίζεται και η παγκόσμια πολιτική από την προτεραιότητα των πανανθρώπινων αξιών»…

(Ένας Γερμανός συγγραφέας αναφερόμενος σ’ αυτά θα αναρωτηθεί: «Μα καλά εγώ σαν ενημερωμένος μαρξιστής, πώς μπορούσα να θεωρώ αυτές τις φράσεις σαν σοβαρή ανάλυση της κατάστασης»; Δεν απαντάει βέβαια στο γιατί, αλλά τουλάχιστον το παραδέχεται. Πόσοι μιλάνε και φλυαρούν στο όνομα του μαρξισµού και χαιρέτιζαν τότε τον Γκόρµπι και σήμερα μιλάνε για επαναστάσεις και κοινωνικούς πολέμους χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής; Για να μη μιλήσουμε για όλους εκείνους που έβλεπαν στον Γκορμπατσόφ και τις εξελίξεις, μια δημοκρατική επανάσταση ενάντια στον ολοκληρωτισμό -διάφοροι εναλλακτικοί κύκλοι και νεοφιλόσοφοι – ή διέβλεπαν σ’ αυτόν και στο χασάπη Γιέλτσιν τη δικαίωση του τροτσκισμού…)

Στα 1989, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο θα παραδώσει στην οικουμένη έναν «ευρωπαϊκό κοινό οίκο» όπως είχε υποσχεθεί. Η ποιότητα βέβαια του οίκου είναι νεοταξικών προδιαγραφών: «Οι πραγματικότητες σήμερα και για το άμεσο μέλλον είναι ολοφάνερες: Η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ αποτελούν φυσικό κομμάτι της διεθνούς πολιτικής δομής της Ευρώπης», κάτι σαν να προανάγγελλε το τι και πώς θα γίνει λίγο αργότερα.

Η «νέα σκέψη» δεν διατείνεται καμιά συνύπαρξη δυο συστημάτων και τον αναμεταξύ τους ειρηνικό ανταγωνισμό όπως υποστήριξε ο Νικήτα Χρουτσόφ. Η νέα σκέψη παραδέχεται την υπεροχή του καπιταλιστικού συστήματος, συμβάλλει στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και διεκδικεί να τύχει καλής μεταχείρισης από το Διευθυντήριο και, γιατί όχι, µια δική της συμμετοχή σ’ αυτό. Είναι μακρινό παρελθόν οι αναφορές στις ταξικές αντιθέσεις και την ταξική πόλη. Είναι παρελθόν το παλλαϊκό κράτος, το παλλαϊκό κόµμα. Πάλιωσαν γρήγορα ακόμα και τα οικουμενικά προβλήματα. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο έβαλε άλλα κριτήρια.

Ο κόσμος κατά τη «νέα σκέψη» -ακριβώς όπως η νεοταξική σκέψη- χωρίζεται σε πολιτισμένους και βάρβαρους λαούς και χώρες, και είναι αναγκαία µια ισχυρή διεθνής νομιμότητα που να αποτελεί το αντίπαλο δέος για κάθε αναχρονισμό…

«Οι όροι καπιταλισμός, σοσιαλισμός επιτρέπουν ελάχιστα να κατανοήσουμε τον κόσμο μας. Υπάρχει ο σύγχρονος πολιτισμός και οι πολιτισμοί των προηγούμενων αιώνων. Περισσότερο από το μισό της ανθρωπότητας ζει στον σύγχρονο πολιτισμό: εργοστάσια, μηχανές, φάρμες, τηλεοράσεις, προϊόντα, εμπορεύματα κλπ, οικονομικές και πολιτικές ελευθερίες. Και εμείς, οι σοβιετικοί, δεν ζούμε σε μια πολιτισμένη κοινωνία».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Φεντόρ Μπουρλάτσκι, θεωρητικό της μπρεζνιεφικής περιόδου. Τότε απλά υποστήριζε τα θαυμαστά επιτεύγματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και θεωρούσε πως ο μισός κόσμος (ίσως λίγο παραπάνω από τον µισό) αγωνίζονταν ενάντια στον υπόλοιπο μισό για την απελευθέρωση από την καπιταλιστική σκλαβιά… και συνεχίζει σχετικά µε τον πόλεμο στον Κόλπο: «Υπάρχει και χειρότερο από τον πόλεμο, η δικτατορία και πρέπει η ΕΣΣΔ να ‘ναι σύμμαχος με τον πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα».

Ενώ ο Ε. Σεβαρντνάτζε, ισχυρός υποστηρικτής της Νέας Τάξης Πραγμάτων. δηλώνει με αφορμή τον πόλεμο στον Κόλπο:

«Ο σύγχρονος πολιτισμός και η διεθνής κοινότητα κατόρθωσαν να περάσουν τις εξετάσεις… Χάρη στη συνεργασία αποφεύχθηκε η καταστροφή. Είναι τρομερό αυτό που έγινε με κόστος ανθρώπινα θύματα και αίμα. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν πιο δραματικό. Μια βεβαιότητα εγκαθιδρύεται όλο και περισσότερο: καμιά επίθεση δεν θα μείνει δίχως τιμωρία».

Ο Σεβαρντνάτζε που σήμερα κυβερνάει τη Γεωργία, λίγα χρόνια πριν (1981) επί Μπρέζνιεφ, μιλούσε έτσι:

«Με την εισήγηση του σ. Μπρέζνιεφ ξεδιπλώθηκε μπροστά σ΄ ολόκληρο τον κόσμο το πανόραμα της προόδου που σημειώνει η χώρα μας στους τομείς της οικονομίας, της επιστήμης και του πολιτισμού. Με την εισήγηση αυτή εκφράστηκε η σιγουριά για τη θριαμβευτική πορεία της μεγάλης μας πατρίδας στο μέλλον, προς τις φωτεινές κορυφές του κομμουνισμού. Η κάθε θέση και το κάθε συμπέρασμα της εισήγησης του Λεονίντ Ιλίτς, η κάθε λέξη της εκπέμπει λενινιστική ενεργητικότητα, λενινιστική προσήλωση στο στόχο, λενινιστική αντικειμενικότητα, πνεύμα αυτοκριτικής, αυθεντικά λενινιστική, βαθιά επιστημονική προσέγγιση στην ανάλυση της σύγχρονης εποχής».

Ο τότε βιρτουόζος του γλειψίματος είχε ενδιαφέρουσες απόψεις και για ένα άλλο «καυτό ζήτημα».

«Μας ανησυχεί όλους βαθύτατα η τύχη του αφγανικού λαού, η τύχη των νότιων συνόρων μας. Ο κάθε σοβιετικός πολίτης περίμενε με λαχτάρα το τολμηρό και μοναδικό ορθό βήμα που έγινε στο αφγανικό πρόβλημα. Ο σοβιετικός λαός υποστηρίζει ολόψυχα τα μέτρα που έλαβαν το Κόμμα και η σοβιετική κυβέρνηση στο όνομα της περιφρούρησης και ανάπτυξης των καταχτήσεων της Αφγανικής Επανάστασης, της διασφάλισης των νότιων συνόρων μας. Και τα τελευταία γεγονότα επιβεβαίωσαν ότι ήταν η μοναδική σωστή απόφαση».

Ο κάλπικος αντιμπεριαλισμός, οι κάλπικες αναφορές σε επαναστάσεις κλπ της μπρεζνιεφικής περιόδου, μανδύας της σοβιετικής διείσδυσης και του πνιξίματος επαναστατικών κινημάτων, δίνουν πανεύκολα τη θέση τους στο «συνασπισμό των πολιτισμένων» που προτίθεται να υπηρετήσει με το αζημίωτο η «νέα σκέψη».

2.

Συνέβαλε αποφασιστικά σε μια μεγάλης έκτασης πολιτική αναδιάρθρωση. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η ανατροπή των εκεί καθεστώτων δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ισχυρή ανάμιξη του σοβιετικού παράγοντα (μέσω KGB και σοβιετικού στρατού) και τη συνεργασία με τις δυτικές υπηρεσίες. Αν κραυγαλέο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ρουμανίας, αυτό δεν σημαίνει ότι στοιχεία πραξικοπηματισμού και συνεργασίας δεν υπήρξαν σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις. Το δώρο της προσάρτησης της Ανατολικής Γερμανίας εντάσσεται μέσα στα πλαίσια των διευθετήσεων με τον δυτικό παράγοντα.

Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ είχαμε εντυπωσιακό βήματα. Η «γκλασνόστ» έδωσε τα περιθώρια να εξαπολυθεί μία τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνιστική εκστρατεία (με την κάλυψη των αρχών και με την ειδική δραστηριοποίηση του Γιάκοβλεφ) που προετοίμασε το κλίμα για όσα θα επακολουθούσαν.

Η μεγαλύτερη αυτονομία στις κομματικές οργανώσεις και στα τοπικά «κομμουνιστικά» κόμματα αρχικά, νομιμοποίησε μια υπαρκτή κατάσταση με τα λογής-λογής καπετανάτα που είχε δημιουργήσει η μπρεζνιεφική περίοδος.

Στη συνέχεια: Η εμφάνιση των ανεξάρτητων λεσχών (περίπου 3000 τα πρώτα χρόνια της περεστρόικα), προπλάσματα νέων πολιτικών σχηματισμών.

Η γέννηση των Λαϊκών Μετώπων με κυρίως εθνικιστική πλατφόρμα και με έντονη τη διαπερατότητα µε τα τοπικό ΚΚ. Τα τοπικά κοινοβούλια των αντιπροσώπων που αρχίζουν να διαδραματίζουν ενεργητικό ρόλο ροκανίζοντας την κεντρική εξουσία.

Η δημιουργία πλήθους κομμάτων όλων των τάσεων και αποχρώσεων.

Η ουσιαστική κατάργηση του ΠΓ και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον Γκόρµπι και τους συνεργάτες του.

Η κατάργηση του άρθρου 6 του Συντάγματος που κατοχύρωνε τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚΣΕ στη σοβιετική κοινωνία.

Το δημοψήφισμα του Απριλίου του ’91 για την πορεία και τον χαρακτήρα της Ένωσης.

Η απευθείας εκλογή του Γιέλτσιν (υποψηφίου του Δημοκρατικού Κινήματος της Ρωσίας) στη θέση του προέδρου της Ρωσικής Δημοκρατίας.

Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή της παντοκρατορίας ενός κόμματος. Μια νέα πολιτική δομή κατά τα δυτικά πρότυπα έκανε την εμφάνισή της, πολλαπλασιάζοντας τα κέντρα των αποφάσεων, που επανδρώθηκαν γρήγορα με λογής-λογής δυνάμεις. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο είναι η ευκολία µε την οποία μεταλλάσσονταν όλοι οι επιφανείς της περιόδου Μπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ και δήλωναν σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, εθνικιστές, οπαδοί του φιλελευθερισμού, ένθερμοι υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής του Πινοσέτ κλπ κλπ.

Αξίζει, νομίζουμε, στο σημείο αυτό μια παρένθεση για το ΚΚΣΕ.

Σχεδόν όλο το πολιτικό προσωπικό που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα χρόνια της περεστρόικα και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, προέρχεται από το ΚΚΣΕ. Μέσα από τις γραμμές του αναδείχτηκε ένα σημαντικό δυναμικό που στελέχωσε τον κρατικό, οικονομικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Από πολύ καιρό όμως είχε πάψει να είναι ένα πολιτικό κόμμα με την πλήρη έννοια του όρου. Ήταν ένας διοικητικός μηχανισμός που είχε συγκεντρώσει αυτά τα τελευταία χρόνια μια τεράστια οικονομική δύναμη. Οι αλλαγές ήταν τόσες στον πολιτικό στίβο που φαίνεται ότι το ίδιο το κόμμα µετά κι απ’ την κατάργηση του άρθρου 6, προσανατολίζονταν στην καθαρά οικονομική δραστηριότητα.

«Το κόμμα απαρνιέται το ρόλο της πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησης και συγκεντρώνει την προσοχή του στην οργάνωση της οικονομικής ζωής αξιοποιώντας το ρόλο του σαν χρηματοδοτικού κέντρου της οικονομίας» (Σίµον Κορντόνσκι, περιοδικό «Ο ΧΧ αιώνας και η ειρήνη», Νο 3, 1990).

Η «νέα σκέψη» για το πολιτικό εποικοδόμημα είχε σαν όραμα την αστική δημοκρατία και μάλιστα το αμερικανικό μοντέλο της. Η συνεννόηση ανάμεσα στους δυο «Λευκούς Οίκους» τις μέρες του πραξικοπήματος του ‘91 είναι μία υπενθύμιση και ένας όχι τυχαίος συμβολισμός. Μια προεδρευόμενη δημοκρατία με ένα κοινοβουλευτικό σύστημα αντιπροσώπευσης στο οποίο θα συμμετέχει, μετά από ειδική κατεργασία, το 50% του εν δυνάμει εκλογικού σώματος και μια Ένωση κυρίαρχων κρατών κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή της ΕΟΚ, είναι τα σχήματα μέσα στα οποία οι νεοαστικές δυνάμεις προσπάθησαν να τσουβαλιάσουν την πρώην Σοβιετική πραγματικότητα. Ο εθνικιστικός παροξυσμός ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της όλης εικόνας.

Τόσο όμως οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του όσο και οι συντονισμένες επιθέσεις που δέχονταν από τις ανερχόμενες δυνάμεις που απέβλεπαν σε μέρος των δραστηριοτήτων που μέχρι αυτή τη στιγμή ελέγχονταν από το κόμμα, μαρτυρούσαν ότι σχετικά γρήγορα θα φτάναμε σε ένα ξεκαθάρισμα των λογαριασμών.

Οι κύριες δυνάμεις της περεστρόικα, όλων των αποχρώσεων, είχαν αποδεχτεί ότι η αναδιάρθρωση στην ΕΣΣΔ θα παραμέριζε το κόμμα. Το πόσο γρήγορα, πόσο εύκολα ή δύσκολα θα γίνονταν, αυτό ήταν άλλο θέμα.

Ο γραμματέας του κόμματος Γκόρµπι, δήλωνε ότι το κόμμα πρέπει να μετατραπεί σ’ έναν πραγματικό πολιτικό οργανισμό και ότι «μονάχα αν το κόμμα προωθήσει το δρόμο των μεταρρυθμίσεων ο λαός θα το υποστηρίξει ξανά και κανένας εχθρός δεν θα μπορεί να του προκαλεί φόβο» (24 Απρίλη 1991). Προχωρώντας όμως η κρίση, καθιστούσε όλο και πιο δύσκολη τη χρησιμοποίηση του κόμματος από μεριάς του γραμματέα, σαν μοχλού για την επίτευξη διαφόρων ισορροπιών.

Η δημοτικότητα του κόμματος -αν μπορούμε να μιλήσουμε για τέτοια- ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Θεωρούνταν μια δύναμη αναξιόπιστη, σε αποσύνθεση και κυρίως υπεύθυνη για ό,τι συνέβαινε στη σοβιετική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του γραμματέα της Μόσχας και μέλους του ΠΓ του ΚΚΣΕ πως:

«Στη λαϊκή συνείδηση, είναι το ΚΚΣΕ που φέρει την κύρια ευθύνη για προώθηση των μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, η οικονομική και κοινωνική πολιτική που εφαρμόζεται, υιοθετείται από το όνομα φυσικά του κόμματος χωρίς όμως, καν των ανώτερων καθοδηγητικών στελεχών, να έχει ζητηθεί η γνώμη» (εισήγηση στην ΚΕ του κόμματος στη Μόσχα, Moskovsaia Pravda, 25/4/91 ).

Είναι αυτή η ανυποληψία του ΚΚΣΕ στην κοινή γνώμη που οδήγησε τους πραξικοπηματίες της 18ης Αυγούστου να μην έχουν στη σύνθεσή τους κανέναν με την ιδιότητα του κομματικού ηγέτη.

Ακόμα και οι σκληροί της ομάδας Σογιούζ δια στόματος του πρωτοπαλίκαρου τους, Βίκτωρ Αλκένις, από καιρό υποστηρικτή μιας δικτατορικής λύσης (και τον οποίο θαύμαζε ο Ριζοσπάστης, βλ. 8/9/91), ζητούσαν την αναστολή της δράσης όλων των κομμάτων «συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΣΕ επειδή διαδραματίζει αποσταθεροποιητικό ρόλο» (Monde Diplomatique, Φλεβάρης ’91).

Παράλληλα δεν είναι μυστικό ότι σε αρκετές περιπτώσεις απαγορεύτηκε η δράση του ΚΚΣΕ πριν τον Αύγουστο του 1991: Το ρωσικό κοινοβούλιο ανακοίνωσε τον Ιούλιο του 1990 ένα διάταγμα που θα απαγόρευε τις κομματικές οργανώσεις στο στρατό, την KGB και τις επιχειρήσεις. Ο ριζοσπάστης πλέον δήμαρχος, Γαβριήλ Ποπόφ (πατρίδα!) αφαίρεσε 34 κτίρια από το ΚΚ και την Κομσομόλ, ενώ στο Λενινγκραντ ο Ανατόλι Σόμπτσακ απειλούσε να θέσει εκτός νόμου το νέο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας. Ενώ ο υπερεθνικιστής Γκαμσαχουρντία (καλή του ώρα) στη Γεωργία, φρόντισε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να θέσει εκτός νόμου το ΚΚ (Απρίλης 1991).

Τα γεγονότα του Αυγούστου του 1991 διευκόλυναν τη λύση των αντιθέσεων αυτών με τον απλό και τυπικά διακηρυγμένο παραμερισμό του ΚΚΣΕ.

3.

Προετοίμασε ιδεολογικό και πραχτικά το έδαφος για τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς και τη δυαδική κοινωνία.

Το φλερτ και ο έρωτας με τον μπουχαρινισμό και ειδικά με τη ΝΕΠ απαντούσαν στην ανάγκη να μιλάνε καλυμμένα για τον καπιταλισμό ενόσω ακόμα δεν ήταν «ώριμος ο λαός».

«Καταφεύγουμε όλο και πιο συχνά τώρα στα τελευταία έργα του Λένιν, στις λενινιστικές ιδέες για τη Νέα Οικονομική Πολιτική, προσπαθώντας να αντλήσουμε από την εμπειρία αυτή ό,τι πολυτιμότερο χρειαζόμαστε σήμερα. Βεβαίως θα ήταν λάθος να εξισώσουμε τη ΝΕΠ µε αυτό που κάνουμε σήμερα… Αλλά η ΝΕΠ είχε και έναν πιο μακροπρόθεσμο στόχο. Έμπαινε το καθήκον οικοδόμησης της νέας κοινωνίας με τη βοήθεια του ενθουσιασμού που προκάλεσε η μεγάλη επανάσταση, με το προσωπικό συμφέρον, με το προσωπικό υλικό κίνητρο, με την οικονομική ιδιοσυντήρηση».

Πλησιάζει η ώρα της ριζικής αλλαγής όλων των παραγωγικών σχέσεων.

Το 1989 αναλύοντας μιαν απόφαση για τον αγροτικό τομέα ο Γκορμπατσόφ θα πει:

«Έχει βασική σημασία το γεγονός ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια μια ολομέλεια έκανε κεντρικό ζήτημα για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων τη ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής στη χώρα, τη μετάβαση σε νέες μορφές διεύθυνσης της οικονομίας και τη θεμελιώδη αλλαγή των μεθόδων διεύθυνσης… Έχω υπόψη μου ότι πρόκειται για θεμελιώδη μεταβολή της αντίληψης μας τόσο για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα όσο και ολόκληρης της οικονομίας».

Το τρίπτυχο «αυτονομία, αυτοδιαχείριση, αυτοχρηματοδότηση» των πρώτων χρόνων της περεστρόικα, έχει πάει περίπατο.

Οι θεμελιώδεις αλλαγές στις οποίες αναφέρεται ο Γκόρμπι απαιτούν «θεραπείες σοκ» για την έξοδο από τη βαθύτατη κρίση που διαπερνά την κοινωνία. Οι «θεραπείες σοκ» ή τα «θεραπευτικά σοκ» είναι του τύπου που εφαρμόστηκαν στη Βολιβία πρόσφατα, στην Πολωνία και λίγο προηγούμενα στη Χιλή.

Για παράδειγμα οι 500 μέρες του σχεδίου Σατάλιν ή το αντίστοιχο του Γιέλτσιν ήταν µια εκδοχή τέτοιας θεραπείας. Το σχέδιο του Γιέλτσιν περιλάμβανε κι αυτό 500 μέρες χωριζόμενες στα εξής στάδια: 100 μέρες για να μεταφερθεί η κυριότητα των τραπεζών, των εργοστασίων και της γης από το σοβιετικό κράτος στο ρωσικό κράτος, επιτρέποντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής σε Ρώσους και σε ξένους, 150 μέρες (δεύτερο στάδιο) για να διαλυθούν τα βιομηχανικά υπουργεία και υπηρεσίες, να σταματήσουν οι επιχορηγήσεις σε μη κερδοφόρες επιχειρήσεις, να αναπτυχθεί ο συνεταιρικός και ιδιωτικός τομέας καθώς και η μετοχοποίηση. Το τρίτο στάδιο (250-400 μέρες) περιλαμβάνει την «ελεγχόμενη» απελευθέρωση των τιμών και οι τελευταίες 100 μέρες προβλέπονται για μια σταθεροποίηση.

Αντίστοιχα σχέδια προτείνονται αρκετά (πχ Αμπέλκιν, Πετρακόφ, Χμέλιοφ κλπ). Όλα συγκλίνουν σε διάφορες μορφές αποκρατικοποίησης με ενδιάμεσα στάδια, μέσα από σειρά μέτρων από-μονοπωλιοποίησης αφού όλοι συμφωνούν ότι «δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά χωρίς ελεύθερες επιχειρήσεις» όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ένωσης Συνεταιρισμών Βλαντιμίρ Τιχόνοφ (Δελτίο ΑΡΝ, 1/8/90).

Το ενδιαφέρον περιστρεφόταν γύρω από μέτρα που αφορούν πέντε επίπεδα: την ιδιοκτησία, τις τιμές, τη μεταρρύθμιση του πιστωτικού-νομισματικού συστήματος, την κοινωνική μέριμνα, τον καθορισμό των σχέσεων και υποχρεώσεων μέσα στη νέα ενωσιακή μορφή.

Σ’ όλες τις παραλλαγές και εκδοχές το φάσμα της δυαδικής κοινωνίας κάνει δραστική την παρουσία του: και μόνο η μετατροπή της «ισοτιμίας» ρουβλιού|δολαρίου από 1 δολάριο προς 6 ρούβλια σε 1 δολάριο προς 27,6 ρούβλια ανήγγειλε μια δραματική επιδείνωση των συνθηκών ζωής του σοβιετικού λαού. Κοντά στην απελευθέρωση των τιμών και τον πληθωρισμό, η ανεργία παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα σύντομα θα επανδρωθούν και από σοβιετική φτηνή εργατική δύναμη. .

Η «νέα σκέψη» στον οικονομικό τομέα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον άγριο δυτικό νεοφιλελευθερισμό.

Ορισμένα παραδείγματα, όχι µόνο σοβιετικά:

«Εάν ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να δρα πολιτικά πρέπει να του επιτρέπουμε να υπερασπίζει συμφέροντα. Και ποια συμφέροντα μπορεί να έχει όταν δεν κατέχει ούτε γη, ούτε εργοστάσια, ούτε μαγαζιά; Δεν θα έχει παρά ένα συμφέρον: να καταστρέψει και να αρπάξει» (Γ. Ποπόφ, 1989).

«Ο κίνδυνος να απωλέσει την εργασία είναι είναι ένα έξοχο μέσον ενάντια στην τεμπελιά και την ανευθυνότητα». «Να τελειώνουμε με την παρασιτική ιδεοληψία της εγγυημένης εργασίας» (Χμέλιοφ, 1988).

«Είναι πιθανό πως, προς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, στην ΕΣΣΔ θα έχουμε φτάσει στην κατάσταση όπου το κράτος δεν θα ελέγχει πάνω από το 15% της οικονομίας, σε αντίθεση με το τωρινό 90%, και το υπόλοιπο θα υπόκειται στο ελεύθερο παιχνίδι των κανόνων της αγοράς» (Χμέλιοφ, 1989)

Ενώ ο γνωστός μας Λεχ Βαλέσα πριν ακόμη γίνει πρόεδρος της Πολωνίας το Σεπτέμβρη του ’89 δήλωνε:

«Πρέπει να ξαναπάρουμε από αυτό το κράτος, το λιγότερο, το 80% όσων κατέχει, τη γη, τα εργοστάσια, τα σπίτια. Το ξένο κεφάλαιο θα διαχειρίζεται για ένα διάστημα αυτή την ιδιοκτησία και θα αποκομίζει κέρδη μέχρι την ημέρα που οι πολωνοί θα γίνουν τόσο πλούσιοι ώστε να ξαναποκτήσουν τα αγαθά. Πρέπει να δημιουργηθούν στην Πολωνία θυγατρικές ξένων τραπεζών που θα βρίσκονται εδώ όχι μόνο για να δανείζουν αλλά για να αγοράσουν για παράδειγμα τις κρατικές φάρμες ή τα εργοστάσια. Εδώ, στο Γντανσκ, έχω μια λίστα μιας ντουζίνας επιχειρήσεων, όπως τα ναυπηγεία Λένιν που μπορούν να αγοραστούν».

«Ο μύθος της σοσιαλιστικής αγοράς κατέρρευσε. Αποτελούν υποκρισία και φτηνή προπαγάνδα οι κατηγορίες που μας προσάπτουν για «καπιταλιστική αγορά». Η αγορά δεν είναι ούτε καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική. Ας μην εθελοτυφλούν». (Χμέλιοφ).

«Κάποιος «πρόωρος» καπιταλισμός είναι απαραίτητος στην Κίνα, αν το μεγαλύτερο κομουνιστικό κράτος του κόσμου θέλει να έχει μια αποτελεσματική σοσιαλιστική οικονομία» (Ζάο Ζιγιάγκ, 1988, γραμματέας ΚΚ Κίνας).

Αλλά και στη διάλυση του 1991, πλήθαιναν οι θαυμαστές μιας σκληρής δικτατορικής διαχείρισης. Το εγκώμιο της Χιλής του Πινοσέτ και του οικονομικού «θαύματος» πήγαινε παρέα με το εγκώμιο της μεταπολεμικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας υπό την αμερικανική κηδεμονία. Μοιάζουν τραβηγμένα, αλλά δεν τα υποστηρίζουν οι οπαδοί του Σολτζενίτσιν που άλλωστε είναι δηλωμένο το «πιστεύω» τους (θρησκεία – τσαρισμός – εθνικισμός). Τα υποστηρίζουν οι σκληροί της ομάδας Σογιούζ τους οποίους συμπαθούσε σφόδρα ο Ριζοσπάστης: «Ο αμερικάνικος στρατός και οι ξιφολόγχες του οδήγησαν την Ιαπωνία στο δρόμο της οικονομικής προόδου». (Β. Αλκένις, επάγγελμα μαυροσκούφης…).

Όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα βρει καμιά ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά τα οικονομικά προγράμματα. Καμιά πτέρυγα από το «μέτωπο της περεστρόικα», από τους «μεταρρυθμιστές» μέχρι τους «συντηρητικούς» δεν αμφισβητεί την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της οικονομίας. Οι αντιπαραθέσεις που υπήρχαν αφορούν την ανακατανομή των εξουσιών, υπό τον έλεγχο ποιας δύναμης θα γίνονταν οι μεταρρυθμίσεις, καθώς και οι διαφορετικές θέσεις για το ρυθμό της όποιας αποκρατικοποίησης. Ακόμα και η ομάδα των 8 πραξικοπηματιών του Αυγούστου του 1991 δεν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά στα διαγγέλματά της τη λέξη σοσιαλισμός ή σοσιαλιστική οικονομία. Αναφερόταν στη συνέχιση της πολιτικής της περεστρόικα, στην «πατρίδα» και το «πληγωμένο πατριωτικό αίσθημα» των σοβιετικών πολιτών.

Το τελευταίο διάστημα πριν τις 19 Αυγούστου, αρχίζει να κερδίζει έδαφος η άποψη για σκληρή διακυβέρνηση. Προτάσεις επί προτάσεων από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων αναφέρονταν στην ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ραγδαία εξελισσόμενης κατάστασης. Οι προτάσεις περιλάμβαναν μια ποικιλία μέτρων όπως αναστολή της δράσης των κομμάτων, απαγόρευση των απεργιών, επέμβαση του στρατού σε περιοχές με έντονα προβλήματα ή και γενικότερα ανάληψη της διακυβέρνησης από μια επιτροπή εθνικής σωτηρίας κλπ.

Την ιδέα μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν την είχαν μονάχα οι «συντηρητικοί» και οι «νοσταλγοί». Αντίθετα, όλοι, μέχρι και οι πλέον «ριζοσπάστες» είχαν προσχωρήσει στη μοναδική -όπως τη χαρακτήριζαν- λύση. Όταν μάλιστα ο Γκορμπατσόφ γύρισε με άδεια χέρια από τη συνάντηση του G7 στο Λονδίνο, ήταν φανερό ότι οι κόμποι έφταναν για τα καλά στο χτένι.

4.

Αφού η περεστρόικα έστρωσε το δρόμο για μια ποικιλόχρωμη αστική άνοδο στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, ήταν φυσιολογικό να αναπτυχθούν και ενισχυθούν δυνάμεις με έντονες φυγόκεντρες τάσεις από το μέχρι τώρα «κέντρο». Η αστική άνοδος δεν έχει ένα ενιαίο υποκείμενο (μια ενιαία αστική τάξη νέου τύπου), αλλά πολλά ανταγωνιζόμενα τμήματα που νοιάζονται κυρίως για τη δική τους ενδυνάμωση. Αυτή η διάσπαση των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων λειτουργούσε (και λειτουργεί ως ένα βαθμό ακόμη) αποσταθεροποιητικά για οποιαδήποτε ομαλή και ενιαία μετάβαση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ σε κάτι άλλο.

Μέσα δηλαδή στα 6 χρόνια της περεστρόικα είχαμε το αναγκαστικό πέρασμα από τον επιθυμητό και ελεγχόμενο (απ’ την κεντρική εξουσία) χειρισμό διαφόρων αντιθέσεων στην ανοιχτή και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση διαφόρων δυνάμεων.

Αυτή η νέα κατάσταση αντανακλούνταν και στις μεθοδεύσεις για τη νέα Ενωσιακή συνθήκη που επρόκειτο να επικυρωθεί στις 22 Αυγούστου 1991 μετά το δημοψήφισμα του Απρίλη. Πίεζε στην αναζήτηση συμμαχιών και συμβιβασμών ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης.

Όμως, το πρόβλημα αυτό γίνονταν όλο και πιο περίπλοκο εξαιτίας του έντονου ενδιαφέροντος του διεθνούς παράγοντα που ήδη είχε δημιουργήσει κι άλλες «γέφυρες» πέρα από τη «συνομιλία με τον Γκόρμπι». Ανοικτά ή καλυμμένα, διάφορες δυνάμεις ή περιοχές είχαν αποκτήσει σημαντικές σχέσεις µε διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και από ένα σημείο και ύστερα η αποσταθεροποίηση και η ρευστή κατάσταση είναι η πραγματική πολιτική των ΗΠΑ για την Κεντρική ή Ανατολική Ευρώπη (συμπεριλαμβανόμενων και των Βαλκανίων).

Να πώς τίθονταν το ζήτημα στρογγυλεμένα και διπλωματικά σε μια μελέτη που προετοίμασαν από κοινού το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, παραγγελία της ομάδας των 7 πιο πλούσιων χωρών μετά τη συνάντησή τους τον Ιούλιο του 1990 στο Χιούστον.

«Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση εξαρτώνται από αποφάσεις που πρέπει να παρθούν κατεξοχήν στο πολιτικό επίπεδο (…). Είναι επείγον να συναφθεί μια νέα συμφωνία για την Ένωση που να διευκρινίζει την κατανομή των εξουσιών και των υπευθυνοτήτων, ή τουλάχιστον, που να υπογραμμίζει μια συμφωνία ανάμεσα στην Ένωση και στις δημοκρατίες πάνω στα πλέον πιεστικά ζητήματα.
Η παρατηρούμενη στην ΕΣΣΔ κίνηση προς μια μεγαλύτερη πολιτική αποκέντρωση και προς μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία, είναι συμβατή με τη διατήρηση μιας οικονομικής αλληλεξάρτησης… Η Οικονομική ολοκλήρωση ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη έχει προωθηθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου, απαντώντας στην ανάγκη των χωρών για μεγαλύτερες αγορές για τα προϊόντα και τους συντελεστές της παραγωγής. Πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία εμποδίων στις οικονομικές συναλλαγές ανάμεσα στις περιοχές, και στην περίπτωση που υπάρχουν εμπόδια πρέπει να ξεπεραστούν».

Οι «7» είναι σίγουρο πως δεν θα βάδιζαν ενωμένοι προς «αρωγή» της κλονιζόμενης αυτοκρατορίας. Η Γερμανία είχε ήδη προωθήσει θέσεις προς την Κεντρική Ευρώπη, τη Βαλτική και τα Βαλκάνια, ενώ είναι ο κυριότερος δανειστής της ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ ενώ «ανακατεύουν την κουτάλα» καλά, έχουν προωθήσει μια σημαντική οικονομική διείσδυση και ποντάρισαν στο κεφάλαιο «Γιέλτσιν» και τη Ρωσική Δημοκρατία.

Στα έξι χρόνια της περεστρόικα θεωρητικά κυλήσαμε από τον «εμπλουτισμό του σοσιαλισμού» στη «νέα σκέψη». Αυτό το «κύλισμα» όμως αντανακλούσε και υπηρετούσε μια γοργά μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.

Η αντιστοιχία της «νέας σκέψης» με τη «νέα τάξη πραγμάτων» ήταν μια αδήριτη απαίτηση των καταστάσεων της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης.

Μόνο που δεν γεννά έναν αρμονικό κόσμο ή έναν καλύτερο κόσμο. Τα τοπία του «μετακομµουνιστικού κόσμου», που δεν χωρούν σε χτεσινά σχήματα, δεν πρόκειται να καταργήσουν την ανάγκη του κομμουνισμού: θα την τροφοδοτήσουν με πλούσιο υλικό.

Μετά το θρίαμβο των δυνάμεων της δημοκρατίας εναντίον του ολοκληρωτισμού και των νοσταλγών του παρελθόντος, οι δύο πρωταγωνιστές, με προεξάρχοντα πλέον τον επιρρεπή στο αλκοόλ Γιέλτσιν, δίνουν µια κοινή συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC στις 8 Σεπτέμβρη του 1991:

Γιέλτσιν: Ο κομμουνισμός είναι τραγωδία για τον σοβιετικό λαό, αν και ήταν μια θαυμάσια ουτοπία. Θα ήταν καλύτερα να συνέβαινε σε μικρότερη χώρα!

Γκορμπατσόφ: Η εμπειρία μας επιτρέπει να πούμε με κατηγορηματικό τρόπο ότι αυτό το μοντέλο απέτυχε κι αυτό είναι μάθημα για όλους μας.

Ευτυχώς, η «περεστρόικα», το τελευταίο όχημα του ψευδοκομμουνισμού προς την πλήρη χειραφέτηση του σε αστική τάξη, απαλλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τη διπλότητα και την παραλλαγή αν βγούνε τα απαραίτητα διδάγματα. Γιατί μπορεί ο Γερμανός συγγραφέας να θέτει το ερώτημα αλλά η απάντηση βρίσκεται σε ένα απλό γεγονός: στην ουσιαστική ιδεολογική, πολιτική κυρίως, και οργανωτική επομένως, διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος. Το κομουνιστικό κίνημα που θα αναγεννηθεί θα πρέπει να είναι πολιτικά και ιδεολογικά προετοιμασμένο και να ’χει βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα. Αυτά θα πρέπει να κωδικοποιηθούν σε μια νέα προγραμματική διακήρυξη του νέου κομμουνιστικού κινήματος.

Η αντιρεβιζιονιστική πάλη

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση, νέα τάξη πραγμάτων» των εκδόσεων Α/συνεχεια. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1995, ενώ το συγκεκριμένο απόσπασμα αφορά ένα βασικό σώμα απόψεων που είχε διατυπωθεί από τον Γιάννη Χοντζέα. Καταγίνεται με την εκτίμηση του τι έπρεπε να γίνει, και δεν έγινε μεταπολεμικά, καθώς και με την έκταση και το βάθος της αντίστασης των κομμουνιστών στο ρεβιζιονιστικό ρεύμα που με όχημα την «αποσταλινοποίηση» ξεδόντιαζε σταδιακά το επαναστατικό κίνημα.
Είναι προφανές ότι η κινέζικη εμπειρία της Πολιτιστικής Επανάστασης, ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού πειραματισμού που επιχείρησε να επαναστατικοποιήσει όλους τους τομείς της ζωής, σήμερα δεν έχει αξιολογηθεί όσο και όπως θα έπρεπε. Οι ερμηνείες για την κατάρρευση του 1989 – 1991 παραμένουν απελπιστικά απλοϊκές, φτωχές, σχηματικές και τελικά αδύναμες να πείσουν και να εξηγήσουν την τελική κατάληξη, όσο δεν μπαίνει στο κέντρο η κριτική που άσκησαν – έστω και με λάθη και ελλείψεις – οι κινέζοι κομμουνιστές.

Ο επαναπροσδιορισμός που δεν έγινε

Στην περίοδο 1947-50 διεξάγεται µία «διόρθωση» στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος. Γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι πιο ακραίες εκδηλώσεις «δεξιών» παρεκκλίσεων που εμφανίστηκαν από μια ορισμένη εφαρμογή της πολιτικής που είχε υιοθετήσει το κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια µετά το 1935 (λαϊκά μέτωπα, εθνικά μέτωπα, αντιχιτλερική συμμαχία, εθνικοί δρόμοι στο σοσιαλισμό, προβλήματα µε το σχέδιο Μάρσαλ, περίπτωση Τίτο κλπ).

Σε συνθήκες οξύτατης πάλης κυρίως µε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και κάτω από την πραγματική απειλή εξαπόλυσης ενός νέου πολέμου, η απάντηση, η “διόρθωση” που έδωσε το κομμουνιστικό κίνημα, ήταν περιορισμένης έκτασης και αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που η νέα πραγματικότητα είχε αναδείξει και όσα είχε φανερώσει η μέχρι τότε πείρα.

Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές περισσότερο από κάθε άλλη φορά και οι μάζες των κομμουνιστών που είχαν βγει μέσα από το καμίνι του αντιχιτλερικού αγώνα, είχαν τη διάθεση αλλά και την ανάγκη να προχωρήσει η υπόθεση του κομμουνισμού. Η ΕΣΣΔ δεν ήταν πλέον περικυκλωμένη, είχε δημιουργηθεί η δεύτερη ζώνη που αντικειµενικά δημιουργούσε τεράστιες δυνατότητες να τεθούν µε διαφορετικούς όρους μια σειρά προβλήματα οικοδόμησης, που αναγκαστικά προηγούμενα είχαν όλους τους περιορισμούς του προσδιορισμού «σοσιαλισμός σε μια µόνο χώρα».

Τέλος, γύρω από το κομμουνιστικό κίνημα είχε συσπειρωθεί ό,τι καλύτερο υπήρχε από επιστημονική, καλλιτεχνική κλπ άποψη, ένα δυναμικό που μπορούσε να χρησιμεύσει σ’ έναν επαναπροσδιορισμό μεγάλης κλίμακας και βάθους.

Το κεντρικό ζήτημα που έπρεπε να τεθεί -και να επιχειρηθεί να απαντηθεί- ήταν το τι σήμαινε για τότε ο σοσιαλισμός και τι έπρεπε να αντιπροσωπεύει μελλοντικά.

Έπρεπε να τεθεί το καθήκον της οικοδόμησης μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας που να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από στόχους ποσοτικής αύξησης και να αποσυνδέεται όλο και περισσότερο από τους καταναγκασμούς που δημιουργούσε ο διεθνής καπιταλισμός. Αυτή η δυνατότητα υπήρχε. Πρώτα, η βάση «εκκίνησης» ενός τέτοιου κολοσσιαίου πειραματισμού, ήταν σαφώς ευρύτερη από όλες τις απόψεις σε σχέση µε την προπολεμική περίοδο. Η πείρα που είχε αποκτηθεί ήταν ήδη σημαντικότατη. Και βεβαίως, οι καταστροφές από τον πόλεμο έδιναν από την «ανάποδη» την ευκαιρία να οικοδομηθεί ένας διαφορετικός μηχανισμός.

Ένας ανάλογος στόχος σήμαινε την υπέρβαση των ιδεολογικών και πολιτικών καταναγκασμών της προηγούμενης περιόδου. Επομένως, έπρεπε να επαναστατικοποιηθεί η δομή και η οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος στη νέα διεθνή διάσταση που είχε πάρει το κίνημα.

Πρώτα απ’ όλα το «κόμμα» έπρεπε να απορρίψει καθετί περιττό, κάθε συνήθεια και καθιερωμένη πραχτική που κάποτε μπορεί να ήταν αναγκαίες και βεβαίως ζωντάνεμα και ανάδειξη στοιχείων που αυτές οι συνήθειες είχαν παραμερίσει ἡ νεκρώσει.

Το περιεχόμενο της επαναστατικοποίησης έπρεπε να υπηρετεί το βάθεμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και αυτό µόνο «τεχνικό» πρόβλημα των οργάνων σχεδιασμού και διεύθυνσης δεν ήταν.

Το μοντέλο οικοδόμησης του σοσιαλισμού όπως είχε καθοριστεί στη δεκαετία 1930-40, μπορούσε για ένα ορισμένο διάστημα να λειτουργεί µε ικανοποιητικούς ρυθμούς αν γενικεύονταν και στις άλλες χώρες που αποσπάστηκαν. Θα μπορούσε όμως να είναι “αποδοτικό” χωρίς μια ουσιαστική επανατοποθέτηση όλων των δεδομένων στην κατεύθυνση του εμπλουτισμού και του βαθέματος; Το πρόβλημα της αναντιστοιχίας που βλέπει σαν κίνδυνο ο Στάλιν στα Οικονομικά Προβλήματα, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, χωρίς την επανατοποθέτηση και την επαναστατικοποίηση, θα έμπαινε έτσι κι αλλιώς, όπως και έγινε. Αν γίνονταν πράξη μέτρα και ρυθμίσεις σαν αυτές που επιχειρήθηκαν λίγα χρόνια αργότερα στο Μεγάλο Άλμα ή και στην Πολιτιστική Επανάσταση, θα οδηγούσαν σε μια ποιοτική αλλαγή τέτοιας έκτασης και σημασίας, δημιουργώντας τους όρους για μια αλλαγή των συσχετισμών στην οικονομία και κυρίως στην αγροτική οικονομία. Όπως και για τις αντιθέσεις πόλης/χωριού και σωματικής/πνευματικής εργασίας.

Η ιδεολογική εκστρατεία του ΚΚΣΕ στα χρόνια 1947-49 ενώ ήταν αναγκαία, δεν είχε το απαιτούμενο βάθος, άφησε άθικτους στην ουσία μια σειρά τομείς, ο κρατικισμός δεν περιορίστηκε καθόλου, επομένως ήταν δοσμένο πως η «δεξιά» θα δήλωνε σε λίγο µε αποφασιστικό τρόπο το «παρών» της…

Η κριτική που δεν έγινε

Στα χρόνια 1953-56 και ενώ ο ρεβιζιονισμός εξαπολύει μια μεγάλης κλίμακας επίθεση και κάνει αποφασιστικά βήματα για την κυριαρχία του στο κομμουνιστικό κίνημα, από δυνάμεις που αργότερα πρόβαλαν μια αντίσταση και τον κατάγγειλαν, σημειώθηκε μια σιωπή ή και στήριξη του σύγχρονου ρεβιζιονισμού.

Η μεν «αντικομματική ομάδα» (Μολότοφ κλπ) στήριξε και κάλυψε την εκπαραθύρωση του Μπέρια και όσων τον ακολουθούσαν, στο 20ό συνέδριο δεν εκδήλωσε κάποια αντίθεση, ακόμα κι όταν αποπέμφθηκε πραξικοπηματικά το 1957 συνιστούσε σύνεση και σωφροσύνη.

Η κινέζικη ηγεσία κάλυψε και στήριξε τον Χρουτσὀφ, γιατί έβλεπε στο πρόσωπό του μια ορισμένη καλυτέρευση των σχέσεων µε το «διεθνές» κέντρο. Είναι ικανοποιητική μια ανάλογη στάση; Δεν είχε δείξει το πράγμα; Ο Τίτο είχε αποκατασταθεί, στην Ουγγαρία και Πολωνία είχαμε αντικομουνιστικές εξεγέρσεις µε παρότρυνση των ρεβιζιονιστικών στοιχείων, η κριτική στον Στάλιν αφορούσε πολύ πιο σημαντικά ζητήματα ώστε να είναι αρκετή μια ανταλλαγή απόψεων και έκθεση κάποιων διαφωνιών στον σοβιετικό διπλωματικό ακόλουθο. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες και ο ρεβιζιονισμός δεν συνάντησε αντίσταση. Ακόμα και µετά το 20ό συνέδριο, στη συνάντηση της Μόσχας το 1957, η στάση των κινέζων κομμουνιστών διευκολύνει τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές γιατί οι γενικές αναφορές για το δεξιό κίνδυνο και η φραστική καταδίκη του Τίτο δεν αποτελούν προβλήματα. Ακόμα, η επιμονή των κινέζων να µπει η διατύπωση πως το ΚΚΣΕ αποτελεί την αναγνωρισμένη πρωτοπορία του κομμουνιστικού κινήματος, εντοπίζει τον κίνδυνο στις «φυγόκεντρες» Τάσεις από το κέντρο και όχι στο ίδιο το «κέντρο». Θα έπρεπε να φτάσουμε στη διακοπή κάθε τεχνικής κλπ βοήθειας των σοβιετικών και στην ακύρωση μιας σειράς συμβολαίων το 1959 (για να προωθηθεί καλύτερα το αµερικανοσοβιετικὀ ειδύλλιο), ώστε να αρχίσουν και δημόσια να τίθενται τα ζητήματα.

Αν οι κινέζοι κομμουνιστές και προσωπικά ο Μάο, που είχε τεράστιο κύρος μέσα στη μάζα των κομμουνιστών σε διεθνές επίπεδο, διατύπωναν όσα είπαν στα 25 σημεία το 1963 μερικά χρόνια πριν (τουλάχιστον μέχρι το 1957, ή ακόμα και στη διάσκεψη του ’57) θα δημιουργούνταν άλλη κατάσταση.

Στην Κίνα την ίδια περίοδο, 1958, εξαπολύεται ένα μεγάλο κοινωνικό πείραμα µε τις λαϊκές κομμούνες. Τις έχουμε αναφέρει σε αρκετές περιπτώσεις. Δεν επρόκειτο για μια μικρή οικονομική μεταρρύθμιση. Τα πρώτα όμως οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα. Αυτό το χρεώνεται προσωπικά ο Μάο που ποτέ δεν θα αρνηθεί το Μεγάλο Άλμα, και η δεξιά μέσα στο κόµµα δυναμώνει την επιρροή της.

Μιλώντας ο Μάο για το Μεγάλο Άλμα και απαντώντας σε επιθέσεις που δέχονταν λέει:

«Είναι μήπως μικροαστικός ζήλος; Πιστεύω πως δεν πρέπει να εκφραζόμαστε έτσι, πρέπει να στοχαστούμε λίγο. Μέσα σε τρεις μήνες και σε τρία μέρη 300.000 άνθρωποι «ανέβηκαν στο βουνό και πρόσφεραν λιβάνι» (επισκέφθηκαν μια λαϊκή κοινότητα). Δεν πρέπει να περνάμε από ψυχρολουσία ένα τέτοιο πλατύ μαζικό κίνημα… Για τις λαϊκές κοινότητες είπα πως ενσάρκωναν το σύστημα της συλλογικής ιδιοκτησίας για το πέρασμα από τη συλλογική ιδιοκτησία στην κομμουνιστική ιδιοκτησία όλου του λαού, είπα πως δύο πεντάχρονα προγράμματα είναι πολύ σύντομα, ίσως χρειαστούν είκοσι πεντάχρονα προγράμματα! Όσον αφορά την επιθυμία για ταχύτητα, κι ο ίδιος ο Μαρξ δεν έκανε λίγα λάθη, µέρα µε τη μέρα ονειρευόταν ότι θα ερχόταν η ευρωπαϊκή επανάσταση, όμως η κατάσταση ήταν πολυπλοκότερη. Τα πράγματα πήγαιναν πότε έτσι πότε αλλιώς, όταν πέθανε ο Μαρξ η επανάσταση δεν είχε έρθει ακόμα, μόνο στις μέρες µας άρχισε να πραγματοποιείται. Ήταν επιπολαιότητα αυτό; Μικροαστικός ζήλος; Στην αρχή ο Μαρξ τάχθηκε ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα, ο Ζηνόβιεφ ήταν ενάντιος στην Οχτωβριανή Επανάσταση. Ο Ζηνόβιεφ αργότερα εκτελέστηκε, μήπως θα έπρεπε να έχουν εκτελέσει και τον Μαρξ: Μόλις όμως έγινε η Παρισινή Κομμµούνα, εκείνος την επιδοκίμασε, υπολόγισε πως θα υποστεί ήττα, όμως για να βιωθεί αυτή η πρώτη δικτατορία του προλεταριάτου έφτασαν εκείνοι οι τρεις μήνες. Αν ετοίμαζε κανείς γι΄ αυτήν έναν οικονομικό ισολογισμό, τότε θα έβλεπε πως δεν ήταν συμφέρουσα… Είναι μήπως λοιπόν οι λαϊκές κομμούνες μια ήττα κατά το μεγαλύτερο μέρος; Ασφαλώς όχι, είναι ήττα στους δευτερεύοντες τομείς, πληρώσαμε περισσότερα δίδακτρα, για ολόκληρο το λαό της χώρας µας ήταν μια διαπαιδαγώγηση». (Άγνωστα κείμενα, Νέα σύνορα, σελ. 189-191).

Για να φανεί ένα ορισμένο κλίμα στο εσωτερικό του κόμματος στην Κίνα αλλά περισσότερο να γίνει γνωστή η άποψη του Μάο μπροστά στη δεξιά επίθεση, αναφέρουμε και τα παρακάτω:

«Δεν θέλετε να ακούσετε τα λόγια µου. Γιατί εγώ βρίσκομαι πια δήθεν στα «τελευταία χρόνια» του Στάλιν, εκτός από αυτό «παίρνω τις αποφάσεις µου αυθαίρετα όπως µου φαίνεται καλό», δεν σας επιτρέπω δήθεν «ελευθερία» και «δημοκρατία». Επίσης έχω δήθεν μια «προτίμηση για το μεγαλείο και αγάπη για τη δόξα», «τεντώνω μονόπλευρα το αυτί µου και χαρίζω εμπιστοσύνη μονόπλευρα»… Είσαστε λαμπροί στη συνόψιση εμπειριών, μιλάτε πολύ για ελλείψεις και λίγο για επιτυχίες, η γενική γραμμή πρέπει να αναθεωρηθεί, στο Μεγάλο Άλμα προς τα Μπρος το κέρδος δεν εξισορρόπησε τις ζημιές, στον τομέα των λαϊκών κοινοτήτων τα έχουμε κάνει θάλασσα, το Μεγάλο Άλμα και οι λαϊκές κοινότητες δεν είναι τίποτα άλλο από εκδηλώσεις μικροαστικού ζήλου. Λοιπόν καλά, κοιτάξτε πώς ο Μαρξ και ο Λένιν κριτικάρισαν την Παρισινή Κομμούνα, πως ο Λένιν κριτικάρισε την κατάσταση της πρώτης ρωσικής επανάστασης. Ύστερα κάντε σύγκριση ανάμεσα στην κινέζικη επανάσταση και στη ρωσική επανάσταση του 1905 – 1907, ποια ήταν καλύτερα οργανωμένη; Κάντε σύγκριση της κατάστασης της Κίνας κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού το 1958-1959 µε την κατάσταση του 1919 και του 1921 όπως την περιέγραψε ο Λένιν.

Ποια είναι καλύτερη; Διαβάστε πώς επικρίνει ο Λένιν τον προδότη Πλεχάνοφ και πώς κριτικάριζε εκείνους τους «παλιούς κεφαλαιοκράτες κυρίους», «τα καθάρματα της καταδικασμένης σε θάνατο αστικής τάξης και των εξαρτημένων απ’ αυτήν μικροαστών δημοκρατών», Αν δεν τα έχετε διαβάσει ακόμα, ρίξτε τους μια ματιά, έτσι;

Η επίδειξη χαιρεκακίας μπροστά στις δυσκολίες και τις οπισθοδροµήσεις κατά τον μετασχηματισμό και η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας φόβου, η διακήρυξη παντού ότι καλύτερο θα είναι να πάμε προς τα πίσω – όλα αυτά είναι εργαλεία µε τα οποία διανοούμενοι αστοί κάνουν ταξική πάλη, όμως το προλεταριάτο δεν πρόκειται να εξαπατηθεί. Πώς το βρίσκετε αυτό, φίλοι µου της δεξιάς πτέρυγας»; (σελ. 200-201).

Από αυτά είναι φανερό, πως ο Μάο δεν έχει στο νου του μια μικρή «μεταρρύθμιση». Παντού μιλάει για επανάσταση, για μαζικό κίνημα, για μάζες και για προχώρημα. Ήταν λοιπόν στην ημερήσια διάταξη το καθήκον της επαναστατικοποίησης για την οποία μιλήσαμε ότι έπρεπε να τεθεί σαν στόχος από το 1947-49 από το διεθνές κίνημα. Όμως όπως δείχνουν τα αποσπάσματα του Μάο, η κατάσταση στο εσωτερικό του ΚΚ Κίνας δεν ήταν η καλύτερη. Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός είχε κι εκεί ισχυρά ερείσματα. Αυτή η κατάσταση ίσως να δικαιολογεί τη «διπλωματική» στάση απέναντι στον Χρουστσόφ και ό,τι αυτός αντιπροσώπευε.

Έτσι όμως, μέχρι το 1963-64 όταν ξεσπάει η δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και το ΚΚ Κίνας, θα έχει κυλήσει πολύ νερό, θα έχουν γίνει πολλές κινήσεις για την κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού σε πολλά κόμματα, θα έχει δημιουργηθεί μια ορισμένη “κοινή γνώμη”, θα έχουν απομονωθεί τα «δογματικά» και «σεχταριστικά» στοιχεία σε μεγάλο βαθμό, θα έχει δημιουργηθεί ένα δυσμενές κλίμα.

Η δημόσια αντιπαράθεση και η δημιουργία του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος

Το 1963 και 1964 είναι χρονιές που θα εκδηλωθεί η δημόσια αντιπαράθεση ανάµεσα στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό και τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον μαρξισμό-λενινισμό. Όσο είναι λάθος να αντιμετωπίζεται η αντιπαράθεση αυτή σαν σινοσοβιετική διένεξη, γιατί οι αιτίες, οι λόγοι, οι αντιδράσεις, η αντιπαράθεση είχαν διεθνή χαρακτήρα και υπήρξαν ολόκληρα κόμματα που δεν υποτάχθηκαν στο ρεβιζιονισμό, άλλο τόσο είναι λαθεμένο να υποτιμηθεί το βάρος που αντικειμενικά σήκωνε το ΚΚ Κίνας µε επικεφαλής τον Μάο εκείνη την περίοδο, στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το ρεβιζιονισμό.

Οι τοποθετήσεις που παρουσίασαν οι κινέζοι κομμουνιστές, ήταν μια σημαντικότατη συμβολή. Οι δύο κυριότερες απ’ αυτές, τα 20 σημεία για τη γενική γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος (1963) και ο Χρουστσοφικὀς ψευδοκομµουνισµός (1964), ήταν κείμενα προγραμματικά, θεωρητικά και πολιτικά όπλα στα χέρια των μαρξιστών-λενινιστών σε όλα τα σημεία του πλανήτη.

Η δημοσίευση όμως ανάλογων κειμένων από μια στιγμή και ύστερα σταματά. Ενώ έχει ριχτεί η κατεύθυνση της ανεξάρτητης συγκρότησης μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, ο συντονισμός, η αλληλοστήριξη και η αμοιβαία βοήθεια δεν εκδηλώθηκαν στο βαθμό που έπρεπε. Να γίνουμε πιο σαφείς: τη στιγμή που ο ιμπεριαλισμός και ο διεθνής πολυπρόσωπος ρεβιζιονισμός συντόνιζαν τα βήματά τους και είχαν ένα αρραγές μπλοκ ενάντια στα επαναστατικά κινήματα, η βοήθεια που δόθηκε κυρίως σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο στις νεαρές επαναστατικές δυνάμεις ήταν ελάχιστη. Τηρουμένων των αναλογιών, όταν το 1919 το ΚΚΣΕ παίρνει την ευθύνη να ιδρύσει την ΙΙ Διεθνή, αναλάμβανε μια ευθύνη πολύ σημαντική και προσπάθησε να θέσει κριτήρια για την ένταξη σ’ αυτήν, πάσχιζε να διαμορφώσει μια ενιαία γραμμή για ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα, έθετε στόχους συγκεκριμένους, βοηθούσε πολιτικά και οργανωτικά τα διάφορα τμήματά του. Για να γίνουν αυτά πράξη συγκαλούσε η Διεθνής συνέδρια, γίνονταν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις κλπ. Στις νέες συνθήκες η κατεύθυνση «συγκροτείστε μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα», ποια στήριξη είχε; Ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να συγκριθεί η στάση του Λένιν και του ΚΚΣΕ µε τη στάση που πραχτικά κράτησαν αυτοί που είχαν μια μεγαλύτερη ευθύνη στον αγώνα ενάντια στο ρεβιζιονισμό. Δεν ευθύνεται µόνο το ΚΚ Κίνας. Αυτό φέρει την κύρια ευθύνη. Ευθύνες έχουν και άλλοι, όπως το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, που βρέθηκε στο στόχαστρο του ρεβιζιονισμού και απόκτησε βαρύτητα η άποψή του στο χώρο των μαρξιστών-λενινιστών. Εξάλλου είναι γνωστό πως ανάμεσα στα δύο “κέντρα” υπήρχε ανταγωνισμός, πως αναλάμβαναν διαφορετικές πρωτοβουλίες στο χώρο των νέων κομμάτων, πως δεν έθεσαν το πρόβλημα να συζητηθεί στις πραγματικές του διαστάσεις.

Η Πολιτιστική Επανάσταση υπήρξε ένας μεγάλος σταθμός στον αγώνα ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό και τον εμπλουτισμό από την πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το αίτημα της επαναστατικοποίησης όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής, παραγωγή – εποικοδόμημα – κόμμα/μάζες κλπ, που µε τόση οξύτητα μπήκε στην ημερήσια διάταξη από το τέλος ακόμα του 1940, αφού δεν τέθηκε µε τον «οργανωμένο» τρόπο, μπήκε µε την ορμητική εισβολή ενός γνήσιου προλεταριακού ξεσπάσματος, ενός αληθινού επαναστατικού κινήματος.

Είδαμε ο Μάο πώς χαρακτηρίζει το Μεγάλο Άλμα. Είδαμε πώς ο Μάο το συγκρίνει µε την Κομμούνα του Παρισιού. Η Πολιτιστική Επανάσταση είναι μια σύγχρονη «έφοδος στον ουρανό» όπως η Παρισινή Κομμούνα. Και η στάση των επαναστατών απέναντί της πρέπει να είναι ανάλογη.

«Με την Πολιτιστική Επανάσταση επιχειρήθηκε η διαμόρφωση μιας Προλεταριακής κομμουνιστικής Αριστεράς που θα αναλάμβανε το καθήκον που απαρνήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο η «κεφαλή» και τα περισσότερα επίσημα «μέρη» του κινήματος, για να προωθήσει, να ανανεώσει και να ισχυροποιήσει τα κινήματα της εργατικής τάξης. της νεολαίας, της αγροτιάς, των καταπιεζόμενων εθνών και λαών για τη δημιουργία ενός συσχετισμού δυνάμεων στον κόσμο, µε τον εμπλουτισμό του περιεχομένου του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες και την κατά κύματα προώθηση των στόχων του». (Γιάννης Χοντζέας, Το «τέλος» του κομμουνισμού, σελ. 327).

Η συνολική εκτίμηση της Πολιτιστικής Επανάστασης δεν πρέπει να γίνει µε το μπακαλίστικο πνεύμα ενός κοντοπρόθεσµου ισολογισμού κερδών/ζημιών, ούτε µε πραγματιστικά κριτήρια αφού η ίδια η φύση της ήταν μια «έφοδος στον ουρανό». Σύμφωνα µε τους ρεβιζιονιστές το Μεγάλο Άλμα ήταν μια αποτυχία. Ο Μάο το εκτιμάει διαφορετικά. Σύμφωνα µε τους ρεβιζιονιστές η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν μια μικροαστικἠ ανοησία κλπ. Ο Μάο απαντάει πως θα χρειαστούν «πολλές πολιτιστικές επαναστάσεις». Η Πολιτιστική Επανάσταση δεν ήταν απλά ένα εγχείρημα, ήταν μια ιστορική ανάγκη και καθήκον. Όπως η Κομμούνα του Παρισιού άνοιξε νέους ορίζοντες µε την πραγματοποίησή της͵ έτσι και Πολιτιστική Επανάσταση εμπλούτισε την πείρα και την πραχτική της επανάστασης, διεύρυνε τους στόχους της. Δεν έχει λοιπόν τόση σημασία αν «ηττήθηκε», «συχνά είναι προτιμότερη μια ήττα από μια νίκη, γιατί η τελευταία δεν είναι ουσιαστική νίκη».

Η Πολιτιστική Επανάσταση παρόλα αυτά είχε ορισμένα όρια που αφορούσαν την ταξική πάλη στην Κίνα την περίοδο εκείνη. Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε:

– Την ετερογένεια του συνασπισμού που έπαιξε καθοδηγητικό ρόλο στο κίνημα.

– Ἡ τάση εμπλουτισμού του κομμουνισμού µε νέο περιεχόμενο «συνέπεσε» και «συμπορεύτηκε» µε την τάση αναγωγής της κομμουνιστικής θεωρίας σε μερικά τσιτάτα που απαγγέλλονται, διαβάζονται, τραγουδιούνται για να γίνουν «χτήμα» και τρόπος ζωής.

– Ἡ εξέγερση ενάντια στις παλιές και νέες αυθεντίες «συμβάδιζε» µε την τυποποίηση τελετουργικών και την αναπαραγωγή της λατρείας της αυθεντίας.

– Ἡ αυτοκριτική και η κριτική αποτίμηση του κομμουνιστικού κινήματος συνέπιπτε με μια εθνική υπερτίμηση της συνεισφοράς της κινέζικης εμπειρίας και μ’ ένα μηδενισμό της γενικής συνεισφοράς των άλλων.

«Έτσι, η ευρύτητα των στόχων, του περιεχομένου, η καινοτομία των µμεθόδων, συμβάδιζαν µε στένεμα των προοπτικών, µε αποξήρανση του περιεχομένου και µε τυποποίηση των μεθόδων» (Γ.Χ. Το «τέλος» του κομμουνισμού, σελ. 329).

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Κίνας και η έλλειψη στην ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, παρόλες τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργούσε η πραγματική κίνηση των μαζών σε Δύση κι Ανατολή, σφράγισαν και την πορεία της παγκόσμιας αντιπαράθεσης µε τον ρεβιζιονισμό και διευκόλυναν το χτύπημα του επαναστατικού κινήματος και την «απορρόφηση» της αναταραχής.