Άρθρα

Η εκδίκηση της Μάγκι Θάτσερ: το ηθολογικό όνειδος της δυτικής κοινωνίας όπως το αποκαλύπτει η πανδημία Covid-19.

“And, you know, there’s no such thing as society. There are individual men and women and there are families.” M. Thatcher, 1987

(M.τ.Σ.: “Και, ξέρετε, δεν υπάρχει αυτό που λέμε ‘κοινωνία’. Υπάρχουν μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες”).

Μέσα Αυγούστου 2020, πανδημία Covid-19. Υπάρχει ένα αξιοσημείωτο επιδημιολογικό γεγονός στο βόρειο ημισφαίριο. Οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν τιθασεύσει μέσα από σκληρά περιοριστικά μέτρα και λίγο ή πολύ γενικευμένα lockdown την εξάπλωση του ιού βρίσκονται μπροστά σε ένα πρόωρο 2ο κύμα που θεριεύει πολύ νωρίτερα από ότι προέβλεπαν τα μοντέλα και υπέθεταν οι επιστημονικές επιτροπές. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά δεν βγήκαν ποτέ από το 1ο κύμα παρά βιώνουν ένα συνεχές μετάδοσης. Σε αντίθεση, οι χώρες της Άπω Ανατολής καταφέρνουν να ελέγξουν γρήγορα τις τοπικές αναζωπυρώσεις και να περιορίσουν την εξάπλωση προτού σχηματίσει πραγματικό κύμα.  Τι συμβαίνει;

Το κράτος – άχαρος λογιστής

Σε προηγούμενη, προ διμήνου, ανάλυσή μου εξέταζα πώς οι χώρες που λογάριασαν πιο πάνω τις οικονομίες τους από τον υγειονομικό κίνδυνο βρέθηκαν να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις, πως το υγειονομικό τσουνάμι που ακολούθησε έπνιξε και τα όποια οικονομικά οφέλη μιας “ανοιχτής κοινωνίας” και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει μάθημα. Ένα μάθημα που τελικά έμεινε μόνο στα λόγια. Γιατί στην πράξη συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε μια διαδικασία μισή φαρσοκωμωδία της γνωστής ευρωπαϊκής γραφειοκρατικής δυσκοιλιότητας και μισή παραλογισμός να φοβάσαι περισσότερο τον λογιστή από τον νεκροθάφτη, ακόμα και οι χώρες που αρχικά επέδειξαν ταχεία αντίδραση και αποφασιστικότητα, σύρθηκαν σε μια βεβιασμένη και όπως – όπως άρση των περιορισμών. Ανοίγματα που υπάκουαν πρωτίστως και προθύμως στα θέλω οικονομικών κέντρων και όχι στέρεων επιστημονικών συμπερασμάτων, πέφτοντας θύματα ενός wishful thinking όπου αυτά που θα ήθελες να συμβαίνουν έπειθες τον εαυτό σου πως συνέβαιναν στα αλήθεια. Τα τουριστικά θέρετρα και σχεδόν το σύνολο της νότιας Ευρώπης πήραν την μορφή ενός τεράστιου ανοιχτού covid party, στο όνομα της περίσωσης όσο το δυνατόν περισσότερων εσόδων. Τακτική που φυσικά εκπυρσοκρότησε στα μούτρα μας, η ζημιά της επίσπευσης του 2ου κύματος  κατά περίπου δύο μήνες είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη των όποιων εσόδων μιας μουδιασμένης κοινωνίας ακόμα και από στεγνά και κυνικά οικονομική οπτική. Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό αυτής της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς ήταν πως την στιγμή που ξεκίναγε να παρουσιάζεται εκ νέου εκθετική φάση εξάπλωσης στην χώρα μας και η κυβέρνηση ανακοίνωνε τα πρώτα τοπικά περιοριστικά μέτρα ταυτόχρονα αύξανε την επιτρεπόμενη πληρότητα των πλοίων στο 85% αυξάνοντας δραματικά τον κίνδυνο για συμβάντα υπερμετάδοσης που δεν μπορεί να εξισορροπηθεί  από την οδηγία για μάσκες, ενώ παράλληλα έπληττε θανάσιμα την αξιοπιστία των ίδιων φορέων στο ευρύ κοινό. Για μια ακόμα φορά το κράτος που αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως “φασουλομετρητή” (beancounter κατά τον αγγλικό όρο) που πρωταρχικό – ή και μοναδικό – στόχο έχει να μην κοκκινίζει το SUM() στο excelόφυλλο, βρίσκεται να προκαλεί χυδαία βλάβη στους πολίτες τους οποίους υποτίθεται υπηρετεί.

Η κοινωνική – και όχι η ατομική – ευθύνη

Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, συστατικό της παρούσας καταστροφικής συνταγής είναι η διάχυτη, ενεργή και λυσσώδης αμφισβήτηση των περιοριστικών και προστατευτικών μέτρων που ανακοινώνονται ή ακόμη και του ίδιου του γεγονότος της πανδημίας. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις κοινωνίες του “δυτικού πολιτισμού”. Ολοένα και περισσότεροι συμφωνούμε πως στην ρίζα του φαινομένου υπάρχει μια ψυχοπαθολογική βάση. Σε προηγούμενο άρθρο μου έγραφα:

“Η επιμονή του συνωμοσιολόγου κόντρα σε κάθε λογική και επιχείρημα προσομοιάζει της ψυχοπαθολογίας και όχι της απλής αμορφωσιάς. Η ισχύς του δεσμού που αναπτύσσει ο συνωμοσιολόγος με το εκάστοτε σενάριο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο μέσα από την κάλυψη μιας εσωτερικής ανάγκης, και για αυτό εντελώς διαφορετικά σενάρια για εντελώς διαφορετικά πράγματα τείνουν να κάνουν clustering στους ίδιους ανθρώπους. Ο anti-masker (ναι, εισαγόμενη είναι και αυτή η βλακώδης αντίθεση) είναι πιθανότατα και αντιεμβολιαστής, μπορεί και αρνητής της κλιματικής αλλαγής ίσως και υποστηρικτής της επίπεδης γης. Από την μία λοιπόν έχεις τον ναρκισσισμό του “άντε ρε πρόβατα, εγώ ξέρω την αλήθεια”, τόσο τυπικό αυτής της συμπεριφοράς, που αυτοκανακεύεται ότι είναι στα μέσα και τα έξω και ξεχωρίζει από τους άλλους. Από την άλλη η παραδοχή μιας πανίσχυρης συνωμοσίας που επιβάλλει το όποιο δράμα μας, μας απενεχοποιεί για τις αποτυχίες μας, την παθητικότητα μας, την αδράνεια ή και την αντικειμενική αδυναμία μας απέναντι στους φυσικούς νόμους και την τυχαιότητα του κόσμου μας: σχηματίζει μια ζεστή κουβέρτα που θα τυλίξουμε συναισθηματικά βολικά τους πληγωμένους μας εγωισμούς.”

Η ατομική όμως θεώρηση δεν αρκεί. Υπάρχει και η κοινωνική. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορική κατανομή των αρνητών, που ναι μεν είναι παγκόσμια, φαίνεται να ακολουθεί όμως κατά πόδας την νεοφιλελεύθερη κοινωνική δομή και να μην εξαρτάται απόλυτα από την ατομική ιδεολογική προσέγγιση; Όσο πιο ατομικιστική είναι μια κοινωνία στον τρόπο λειτουργίας της, τόσο πιο έντονα είναι τα φαινόμενα μη πειθάρχησης στις οδηγίες  και τα περιοριστικά μέτρα, ακόμα και από άτομα που θεωρητικά τουλάχιστον αυτοπροσδιορίζονται ως “αριστερά” και αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό. Όσο πιο ενισχυμένο είναι το “άτομο” σε σχέση με το “σύνολο” στην κουλτούρα μιας κοινότητας τόσο πιο ισχυρό είναι το ρεύμα της αντίδρασης. Μακροσκοπικά φαντάζει σαν μια άλλη επιδημία παράλληλη του Covid-19: αυτή της απώλειας ενσυναίσθησης, της αδιαφορίας για τον διπλανό, του ακραίου φιλοτομαρισμού.

Οι κοινότητες που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι τα μέτρα προστασίας που ζητείται από τον καθένα να εφαρμόσει δεν σκοπεύουν στην δική του προστασία παρά αυτή των διπλανών του από εκείνον και πως μόνο έτσι είναι εφικτή και η δική του ατομική προστασία ως διπλανός και εκείνος κάποιου άλλου, είτε δεν κατανοούν την σημασία του κάθε μέτρου είτε το υποεκτιμούν αφού σε ατομικό επίπεδο δεν προσφέρει σιγουριά. Τελικό αποτέλεσμα είναι η πλημμελής εφαρμογή και η συνέχιση των αλυσίδων μετάδοσης του ιού. Πρόκειται για μια επώδυνη πρακτική απόδειξη της θεωρίας του Δαρβίνου ο οποίος περιέγραφε στην “Καταγωγή του Ανθρώπου” πως η επίδειξη αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης εντός της κοινότητας είναι συλλογικό εξελικτικό πλεονέκτημα και γιαυτό “επιβιώνει” παρά την “βλάβη” σε ατομικό επίπεδο για το άτομο που την επιδεικνύει. Ίσως ξαφνιάζει τον αναγνώστη πως ήδη ο ίδιος ο Δαρβίνος είχε προκαταβολικά καταρρίψει αυτό που η σχολή του Σικάγου θα έκανε μπαντιέρα τάχαμου επιστημονικής βάσης των αντικοινωνικών συμπεριφορών που ευαγγελιζόταν με την ανάδυση της ψευδεπώνυμης και ψευδοεπιστημονικής “θεωρίας” του “κοινωνικού δαρβινισμού” εκατό περίπου χρόνια πριν την δεύτερη. Τα παγκόσμια επιδημιολογικά στοιχεία της παρούσης πανδημίας είναι λοιπόν άλλη μια επιβεβαίωση του έτερου “θείου Κάρολου” του 19ου αιώνα και της παχιάς γενειάδας του.

Η πολιτεία, θες από σφάλμα, θες από νεοφιλελεύθερη ιδεολογική αγκύλωση, δεν αποπειράθηκε καν να εξηγήσει την κοινωνική – συλλογική διάσταση των περιοριστικών μέτρων. Αν μιλήσεις με απλούς ανθρώπους  στον δρόμο και εξηγήσεις ότι την μάσκα και τις αποστάσεις πρέπει να τις εφαρμόζει για να προστατέψει τους άλλους από εκείνον και όχι ανάποδα, αντιλαμβάνεσαι την ξαφνική “αποκάλυψη” που συμβαίνει στο νου τους και τα μάτια τους. Σαν κάποιος να τους θυμίζει ξαφνικά μια έννοια που έχουν από χρόνια ξεχάσει: η κοινωνία, το ΕΜΕΙΣ αντί για το ΕΓΩ. Γιατί τελικά αυτό που ισχυριζόταν η Μάγκι Θάτσερ ως δεδομένο το 1987, οι ιδεολογικοί απόγονοι και συνεχιστές της κατάφεραν να το εγκαταστήσουν στα μυαλά των ανθρώπων 30 χρόνια αργότερα:  δεν υπάρχει ‘κοινωνία’ – υπάρχουν μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες. Και τώρα θα πληρώσουμε τις συνέπειες.

Αφού «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα», τι χρειαζόμαστε την κοινωνιολογία;

Μια από τις προτάσεις της κ. Κεραμέως στο νομοσχέδιο που εν μέσω πανδημίας καταθέτει είναι η κατάργηση της Κοινωνιολογίας από πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα και η αντικατάστασή του από τα Λατινικά. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι καθώς ίσως η κ. Κεραμέως να ήθελε να αντικαταστήσει την Βιολογία που εμπεριέχει την άθεη θεωρία της εξέλιξης με τα αποφθέγματα του πατέρα Παΐσιου, οπότε πάλι καλά να λέμε. Ωστόσο η επιλογή να αφαιρεθεί ένα μάθημα που έχει κατηγορηθεί ότι «προσηλυτίζει τα παιδιά στην Αριστερά» και να αντικατασταθεί από ένα μάθημα που ούτε καν ο κλάδος που το διδάσκει μπορεί να το υπερασπίσει επαρκώς ως αναγκαίο εξεταζόμενο μάθημα, κρύβει κάτι βαθύτερο.

Οι κοινωνικές επιστήμες προφανώς δεν προσηλυτίζουν τα παιδιά στην Αριστερά. Ο Άντονι Γκίντενς, κορυφαίος κοινωνιολόγος της εποχής μας, θα έκοβε τις φλέβες του με τον αντι-κοινωνιολογικό οίστρο της καθυστερημένης ελληνικής Δεξιάς. Ήταν αυτός που εμπνεύστηκε τον Τρίτο Δρόμο του Μπλερ για να θέσει οριστικά και αμετάκλητα το Εργατικό Κόμμα απέναντι στους εργαζόμενους. Ωστόσο οι κοινωνικές επιστήμες, όπως σε ένα βαθμό και οι οικονομικές αλλά και οι ιστορικές, θέτουν στο κέντρο της προσοχής τους την κοινωνική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Επιχειρούν δηλαδή να εξηγήσουν τη δράση των ατόμων μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και να ερμηνεύσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη σχέση αυτή.

Η Κοινωνιολογία δεν έχει εξ ορισμού ή αποκλειστικά αριστερό προσανατολισμό – λίγο δύσκολα για παράδειγμα ο Βέμπερ θα κατηγορούνταν για αριστερίζουσες παρεκκλίσεις, εκτός κι αν η κ. Κεραμέως τον μπερδεύει με τον Μαρξ εξαιτίας του μικρού του ονόματος. Πράγμα διόλου απίθανο από μια Υπουργό Παιδείας που δεν ξέρει τι προϋπολογισμό έχει το Υπουργείο της ή πότε ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ας πάμε παρακάτω.

Ένας σωστός πολιτικός, όπως ο ίδιος ο Μαξ (και όχι Μαρξ) Βέμπερ υπογραμμίζει, συμπεριφέρεται ira et studio. Με φόβο και πάθος λοιπόν η κ.Κεραμέως δεν αντικαθιστά μόνο την Κοινωνιολογία αλλά και τον τίτλο του πρώτου πεδίου από Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες σε σκέτες Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα της προβληματικής του Υπουργείου Παιδείας που δεν είναι άλλος από την αποστροφή σε οτιδήποτε το «Κοινωνικό».

Την αποστροφή δηλαδή σε οτιδήποτε μπορεί να μελετήσει τις αλληλεπιδράσεις μέσα στην κοινωνία, τους μηχανισμούς των κοινωνικών συμπεριφορών, τις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων, τους τρόπους με τους οποίους οργανώνεται μια κοινωνία και οι θεσμοί της. Είναι μια αποστροφή μεταφυσική, σχεδόν φετιχιστική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο στάδιο των κοινωνιών, κατά τον πατέρα της Κοινωνιολογίας, Αύγουστο Κοντ, ήταν το θεολογικό. Εκεί λογικά, βρισκόμαστε ακόμα, σύμφωνα με την Υπουργό Παιδείας. Μέχρι να φτάσουμε στο τρίτο θετικιστικό στάδιο, έχουμε δρόμο.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κ. Κεραμέως σε ό,τι αφορά την Κοινωνιολογία, ορίζεται από τη Θάτσερ. Όχι, η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας δεν ήταν καθηγήτρια Λατινικών. Ήταν όμως το συμβολικό πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού που αποτύπωσε με τον κυνικότερο δυνατό τρόπο την πολιτική που κυριάρχησε στο τέλος του εικοστού αιώνα: «Δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους».

Αφού δεν υπάρχουν κοινωνίες, δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και συμφέροντα, τι μας χρειάζεται η Κοινωνιολογία;

Το βιβλίο της Γ Λυκείου υποστηρίζει ότι η Κοινωνιολογία είναι «μοναδική επιστήμη, γιατί δεν εστιάζει στο άτομο, αλλά ασχολείται με το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου και των ομάδων των σύγχρονων κοινωνιών».

Στα αλήθεια θα μπορούσε να επιβιώσει μια τέτοια θεώρηση του ανθρώπου ως κοινωνικό ον, από μια κυβέρνηση που κάνει πράξη το νεοφιλελεύθερο δόγμα ότι κάθε άνθρωπος (πρέπει να) είναι μόνος του; Να είναι homo homini lupus;

Θα μπορούσε να επιβιώσει μια επιστήμη της οποίας όλες οι σχολές (από τις δεξιές μέχρι τις αριστερές εκδοχές της) μελετούν τους τύπους των κοινωνικών σχέσεων, από μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής της δηλώνει ότι «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση»;

H ελληνική νέα Δεξιά όπως αυτή αποτυπώνεται στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει φιλελεύθερο και ευρωπαϊκό περίβλημα, αλλά βαθιά καθυστερημένο και νεοσυντηρητικό πυρήνα. Η σύγκρισή της με τους παλιούς αστούς πολιτικούς της Δεξιάς, είναι από κάθε άποψη απογοητευτική. Όχι κρίνοντάς την στην πολιτική κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς, ουδείς άλλωστε μπορεί να κατηγορήσει τον Τσάτσο ή τον Κανελλόπουλο για προοδευτικούς. Είναι απογοητευτική, κρίνοντας τη δυνατότητά της να αρθρώσει την παραμικρή ερμηνεία στα κοινωνικά φαινόμενα πέρα από αλαλαγμούς θατσερικών μοτίβων.

Το θέμα της Κοινωνιολογίας πιθανότατα δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα από το νομοσχέδιο του Υπουργείου. Επιπλέον εύκολα εκπίπτει η σχετική συζήτηση για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα στη δηλητηριώδη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ειδικότητες για τη βαρύτητα του μαθήματος, το πλήθος των διδακτικών ωρών, άρα και των θέσεων εργασίας σε σχολεία ή φροντιστήρια.

Είναι όμως ενδεικτικό των ιεραρχήσεων, των ιδεοληψιών και των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Και αποκαλυπτικό του αποτυπώματος που φιλοδοξεί να αφήσει στην εκπαίδευση: Απελπιστικά λίγο, κοντόθωρο, αναχρονιστικό.